Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

80
1 Νίκος Α. Βαραλής Βόλος 2013

description

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Transcript of Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

Page 1: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

1

Νίκος Α. Βαραλής

Βόλος 2013

Page 2: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

2

ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΑΛΗΣ

ΜΑΞΙΜΟΣ

ή

ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΚΠΙΠΤΕΙ

Βόλος 2013

Page 3: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

3

© Νικός Βαραλής

Βόλος 2013 ISBN 978-960-33-5505-6

Page 4: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

4

Στον Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο

και στους φίλους Δημήτρη Κ. Παπαϊωάννου και

Λάμπρο Παρασκευά

Page 5: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

5

ΚΛΙΜΑΞ ΠΡΩΤΗ

Η ψυχή, επειδή είναι ουσία νοερή και λογική,

και νοεί και συλλογίζεται. Ως δύναμη έχει το

νου, ως κίνηση τη νόηση και ως ενέργεια το

νόημα. Γιατί αυτό είναι το πέρας της νοήσεως,

και εκείνου που νοεί και εκείνου που νοείται,

επειδή καθορίζει τη σχέση των δύο αυτών

άκρων μεταξύ τους. Όταν δηλαδή η ψυχή

νοεί, σταματά να νοεί εκείνο που νοήθηκε πια,

αφού το έχει νοήσει. Γιατί εκείνο που έχει

νοηθεί μια φορά, δεν προσελκύει πλέον την

δύναμη της νοήσεως. Και έτσι κάθε νόημα

δέχεται στάση της νοήσεως, της σχετικής μ’

αυτό που νοήθηκε.

Μάξιμος ο Ομολογητής

Ζ εκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων. Φιλοκαλία των

Ιερών Νηπτικών. μετ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της

Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1991

Page 6: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

6

Page 7: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

7

Αρχή

Το πριν της κάθε ημέρας και το μετά της

γέννησης

μη θυμηθείς ούτε κι όταν προβάλλει ουρανός

και γαλαζώσει η ψυχή.

Ξημερώνει δίσκος παλιού μανταρινιού

και ξεφλουδίζεις πανιά των ταξιδιών,

μετράς σελήνες, πράσινα, μαβιά μαντάτα

χάνεται τότε η θάλασσα, υποχωρούνε τα

μεταξωτά

και κρανίο γυμνό προβάλλει η μέσα σου

οίηση….

Έως ότου όμως, μεταλάβεις το θαύμα, να

νηστέψεις

της τριανταφυλλιάς και του λεμονιού το πικρό

αποβάλλοντας

για να μπορέσει πάλι το μέλλον να δέσει

σιρόπι.

Γι’ άλλους μπορεί κι η σιωπή.

Όπως όταν παράθυρο ανοίγει

ψάρια μελωδικά με στήμονες διεγερμένους

πολλαπλασιάζουν το φως του ποταμού

τη διαφάνεια του λεπτού

και ως μουσική όλοι βρισκόμαστε……

Page 8: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

8

Γέφυρα του καλού οδίτη

Φτάνοντας όχθη, βράδυ παραμόνευε ο

σκοπός σείοντας τις σιωπηλές του νότες.

Κοίταξε στην μήτρα του σκοταδιού, την ώρα

που αλέθονταν πανσέληνος και σώπασε. Είχε

στα μάτια του γενεές ολόκληρες ξεραμένα

ποτάμια και βόδια που παραπατούσανε στην

άκρη του ύπνου. Από εκεί περισυνέλεξε τα

μάτια του και μετά την εφηβεία. Του

αποδόθηκαν ξανά για να γραφεί στους

καταλόγους της πόλης. Πλέον μπορούσε να

υπάρχει χωρίς να στερεί το νερό από την

συνέχεια και την συνοχή των ονείρων.

Ταξίδεψε μονάχος, σέρνοντας ένα πόδι πάνω

στα νερά για να κρατάει την ισορροπία του

κόσμου. Μια μέρα, βρήκε στο δρόμο έναν

γέροντα και του φίλησε το χέρι. Έκτοτε το

πρόσωπο του πήρε να ρυτιδιάζει και δεν

τολμούσε να δει τον καθρέφτη καθώς ράγιζε ο

χρόνος και ένοιωθε πως θα περνούσε για

πάντα στην ανυπαρξία.

Έκανε σπίτι του μια φλαμουριά και

κατοικούσε τα όνειρα του με ένα τρόπο σχεδόν

ζωώδη. Όταν έπεφτε χιόνι φρόντιζε τις

Page 9: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

9

νιφάδες να πέφτουν απαλά πάνω στα

βλέφαρά του για αυτό όταν σηκώνονταν είχε

πάντοτε ροδοπέταλα στο βλέμμα. Η

συμμετοχή του στην ουσία του γέρου τον είχε

μεταβάλει. Ήταν πλέον παιδί, έφηβος

ενήλικας και ηλικιωμένος. Όταν έξυνε τα

κύτταρα του έπεφτε στο χώμα δάκρυ της

μητέρας . Γι’ αυτό φοβόταν τον φύλακα που

τον κοίταζε ως σβηστή φρυκτωρία και σημάδι

πως τα τρωικά ήταν ένα παραμύθι κι ως εκ

τούτου ο Αγαμέμνονας και τα λοιπά

φαντάσματα του ονείρου, σανίδα στο

πέρασμα του τίποτα, μια λέξη γραμμένη

πάνω στο καύκαλο της χελώνας που

υπερβαίνει την ζωή και την υπομονή της.

Κι όμως έπρεπε να περάσει από το

τίποτα. Μόνον τότε το γάλα της μητέρας και η

στυφή γεύση του άωρου κρασιού θα γίνονταν

ένα. Και τότε πήρε στα χέρια του τα παλιά

ειλητάρια λέγοντας «αφού όλα είναι σε μια

λέξη είμαι και γω σκιά ονείρου». Με τα

ψέματα του μεγάλωσε ένα πεύκο εμπρός από

τους λόφους και ξενυχτούσε τα νεογέννητα

παιδιά μην τρυπηθεί ο ύπνος τους και φύγει.

Και το νερό, γλυκό νερό, πήγαινε του ονείρου

και μια χούφτα καλαμένια όνειρα

ξενύχτούσαν μέχρι να φανούν από μακριά

στέγες μικρές κι έναν αδιόρατος ύπνος λεύκας

σαν μυρωδιά από γλυκάνισο.

Page 10: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

10

Ιστορίες Πασχάλιες

Έρχεται δρόμος, πεζούλια φυσάει κι ο νεκρός

μαυρίζει στα ξερόφυλλα.

Πιο κει τα κυπαρίσσια δείχνουν τον ίσκιο

του βουνού τα ξύλινα δάκτυλα των ποταμών

που ξύνουν τη φτέρνα της άμμου και

νυκτώνονται.

Καθίσαμε μασώντας μνήμες από σπίτια

παλιά

την ώρα την χωρίς ευθύνη όταν τότε γυρνούσε

ο καιρός τα βαμπάκια του και μες στα

παραμύθια είχε στο τζάκι μια θάλασσα είχε

και πηγαίναμε.

Κι είπε πως «θα ‘ρθει αλλιώς η μέρα θα ρίξει

ξύλο ο αυγερινός, ξερό

κι αν το ποτίσεις θα ανθίσει δύο στιγμές

ευτυχίας».

Κι είπα «δεν θέλω για δυο στιγμές να φάω το

αλάτι της εσπέρας». Και είπε «μόνο αυτά σου

δίνονται

Page 11: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

11

Κανόνισε με αυτά για να θραφείς να φτιάξεις

μέρες ωμές για τα παιδιά που θα πεινάσουν

όνειρα και θα πεθάνουν».

Κι ακούστηκε από το γυαλί το νεκροπούλι ότι

είδε να τρεμουλιάζουνε ευτυχισμένες λέξεις

μες στο σκότος κι ετοιμάστηκε.

«Να πάρεις» είπε «μια γωνιά Αρχίλοχο να

έχεις να αφουγκράζεσαι φωνήεντα ότι στην

καθαρότητα αυτών υψώνεται γαλάζιο».

Κι έφεξε και ήρθαν και κάθισαν στην ράχη

μου μια τοσοδούλα ερημιά και ένα κλησάκι.

Κι από το δρόμο φάνηκαν οι αλάσκες των

δακτύλων όταν στην νύχτα πληκτρολογούσαν

το λευκό να έλθει πάλι η ανατολή για να

ροδίσει.

Κι ούτε σκότος στην κάμαρα ούτε λευκό

φυσούσε ιόνιες συλλαβές, μικρά νησιά

στο χλωρό γυρεύοντας μεταλαβιά το χρόνο.

Κι έκλεινα γόνυ καθώς ήρθε η ερημιά και με

κοινώνησε άμμο και ξεραμένα παιδικά

παπούτσια νήπια που έμειναν

καθώς στενέψανε οι δρόμοι και το γυαλί

ξεράθηκε.

Και μου είπε «πέρνα,…. η έρημος.

Ότι όποιος ριζώσει

Page 12: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

12

γίνεται δέντρο να τσιμπάνε οι άλλοι τις

στιγμές

κι οποίος τολμήσει να χαθεί το ξέρει

θα κατεβούν βουνά στον ύπνο του να τον

στολίσουνε».

Κι έκλεινα γόνυ

με σαράντα λάδια αλειμμένος

κι έξω φυσούσε λάμπες Αχαιών.

Καμπυλώθηκε ο χρόνος και γυρεύει

να μαζέψει διφθόγγους λάμποντες

σε ιστορίες καθώς ο χώρος διερράγη.

Κι έκλεινα γόνυ

κι η ανάσα της άμμου εφάνη ………

[ ]η φρένας, ευ[

[ ]ατοίς μακά[

[ ]

[ ]α[

Page 13: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

13

Χρονικό πρώτο

Πληγές ο ουρανός από τα δέντρα.

Αύριο που θα ‘ρθει ο τριγμός θα βρεις την

άμμο. Κι ούτε ανθός, μήτε και φως μόνο μαβί

να ορθρίζει κι αγκάθια να πονάν τη λέξη

ώσπου να σπάσει. Κι εκεί που βρίσκουνε ελιά

τα τέσσερα του ορίζοντα εκεί το ρόδο θα δει

τον αετό να προσπερνάει και μόνο η αφή που

σκάβει δέρμα και εισχωρεί στο ιερό θα

επιπλέει.

Δάσκαλος , αυτό που επιμένει, γι' αυτό

το ποτάμι κατατρώει τα χέρια, του μυαλού την

απόσταση και των ματιών το κέντρο το

χαμένο κι ιχνηλατεί από το φως τις σκλήθρες

να φτάσει πότε στην πηγή, να ξεδιψάσει.

Στα σκοινιά που πεινάνε ακτίνες,

περνά ο εξόριστος με το χέρι στη γέννα, μιλά,

βρίσκει μελάνι στις συνάψεις. Λέξη φυτρώνει,

λέξη πονάει, λέξη έξω από το σώμα, περνάει

το κύμα, το αλάτι πεινάει τον κόσμο. Σε ξέρω

από παλιά, κι ας μη μιλάς. Ξέρω τη σιωπή σου,

από τη φλούδα υπνοβατεί ο σπόρος, ξέρω. Και

θά ΄ρθουν καλοκαίρια κι όλα σιγή, λάσπη μέσα

στη θάλασσα και πως θα σε βρω; Που θα

ακουμπήσω ήλιο με βαθιά πληγή, τα πουλιά τ'

ανομολόγητα όσα του μυαλού, του αέρα πως

ρεύμα περνάει στους νευρώνες, το χέρι αργό,

δε ξέρει κι ο βράχος και σπάζει την αυγές στα

δυο. Το πρόσωπο σου που; να μ' αναπαύσει;

Page 14: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

14

Πως; στα χνάρια των χεριών σου χώμα νεαρό

να προφυλάξω;

Εδώ όμως τα μάτια του παιδιού

περιτρέχουν το τοπίο, στέκονται στα σφιγμένα

όνειρα μας, ψάχνουν για αύριο, μια

κατάφαση, έστω ένα χάδι που πονά. Ύστερα

πλησιάζουν οι εικόνες. Τα μάτια του παιδιού

κρύβονται στο συρτάρι. Οι άρχοντες

διασκεδάζουν αλλάζοντας οθόνες.

Κι είδα το κάρβουνο επάνω στο κεφάλι

του παιδιού που είχε χείλια τρυφερά μες στη

κοιλιά του για να μιλάει με τους νεκρούς.

"Κρατήσου πάλι η πληγή θα σκύψει, θα

φαγωθεί ο δρόμος, θα ’ρθεί και πάλι η

ανατολή και θα πλαγιάσει"

Κι έρχεται άμμος, μιλάω.. Πάρε το δόντι

από το φως. Πίσω οι βάρκες πολιορκούν το

τρίμα του βουνού. Νυχτώνει. Φυσάει Τροία απ’

τα παράθυρα, περνάει στο φως και καίει, σου

μιλάω. Ξέρω τη λάμψη. Το ξυράφι του χρόνου,

πεινά. Φύλαξε το γυμνό βιβλίο μέσα στα πόδια

σου Όταν προστρέχεις στη βροχή θλίβονται

σύμφωνα Κι έχει μια παγωνιά, περνάω..

Πριν από δω, λοιπόν, ζωγραφισμένη

στους τείχους ήταν η παλιά σπειροειδής πληγή,

μοίρα αμνών που ξέχασαν τα ζάρια και το

Page 15: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

15

χρόνο. Και ήρθε μαύρος, λέγοντας: «Πήγαινε

πίσω. Ορίστε ερείπια

η πολιτεία των συλλαβών, ορίστε αίμα.»Χιόνισε

άμμο μες στο βλέμμα και επάνω ματωμένο το

φεγγάρι.

Do you remember;

Κόκκινα χέρια, σίδερο,do you;

Ξέρω τη μύτη της βροχής, πεινάει

λαιμούς ενίοτε και σβήνει Τη μνήμη σβήνει, τα

χλωρά σβήνει του ήλιου καλάμια. πρόβατα,

όμως, όχι… Χιλιάδες μάτια βρέχει απόψε ο

ουρανός, χιλιάδες χέρια, χιλιάδες αύριο,

σπασμένα την αυγή. την ώρα που καίγεται ο

σκορπιός. Και εμείς τι; φωνάζοντας στη

δημοσιά; ένα μακρύ ποτάμι ένα ποτάμι από

φωτιά και ίσκιο. Μια σιωπή….

Τα μάτια του παιδιού βγαλμένα. Στις

κώχες διαγράφεται μια μεγάλη εικόνα που

στο πρόσωπο του εικονιζόμενου αγίου

διακρίνεται η βία με μαχαιριές στα μάτια κι

επιγραφές του τύπου "Σπύρ - ούλα 1970).

Γύρω του προσπερνάνε τ' αυτοκίνητα

κλοτσώντας τις ταχύτητες. Το παιδί θα

ξεκινήσει ολομόναχο για τον ουρανό. Από

μακριά μόνο φαίνεται ένας άγγελος,

θλιμμένος. « Επτά γαρ νεκρών ους εμάρψαμεν

ποσίν, χίλιοι φονηές είμεν.» The horror, the

horror….

Page 16: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

16

Κρυφό ποτάμι

Βραδιάζει στα μάτια του τσιμέντου

κι οι δείχτες μαύροι στα νερά

πλέουν στη μέρα του νυχιού

που αστυνομεύει.

Περιττός.

Στον αφρό μιας νότας σβηστής

στον καλαμιώνα των ξερών κυμάτων

στα χείλια των παιδιών που δεν γεννήθηκαν.

Περιττός

στους αλγορίθμους ρολογιών

στην πεύκα, στο κισσό , στον πυράκανθο.

Φυσάει στην άκρη του βραδιού, θα σπάσει.

Ανθίζει το πεζούλι κύματα, ρόδακες γαλαξία

και γω βουβός

με το πουκάμισο ανοιχτό στα νηπαβού του

φόβου.

Κι αύριο πάλι περιττός

μέσα σε τόνους λέξεων, κορμάκια συλλαβών

να ψάχνω κρεματόρια φιλιών

σκιές αγκαλιασμένες να ψελλίσω.

Ψάχνω να βρω ανατολή

να αφήσω τα φωνήεντα ανοιχτά

να έρθει το κρυφό ποτάμι να ακουμπήσει.

Στα χέρια Σου να καταθέσω αυτό το περιττό

κι ένα πανάκι μάτια.

Θα έρθει τότε, η αυγή

και θα φυσήξει….

Page 17: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

17

Και είπε ο Μάξιμος

1

Κι ας μιλά... ας μιλά την αγάπη... την

αρχή. Κι αδιάφορος άνεμος, ας μιλά την

απάθεια.. Υπομένει. Περιμένει και σπεύδει κι

ο αφρός των κυμάτων κι η ανάσα της

θάλασσας έρχεται. Περιμένει παιδί και το

αίμα του μυρίζει μνημάτων ... κάθε αρχή έχει

τέλος , υπόμενε. Μήπως όταν ο δίκαιος

γεννά… τι; Προσφερόμενος πάντα, και

μηδέποτε δαπανώμενος. Κι ένας ήλιος, ένας

ήλιος αυτός εξαντλεί το σκοτάδι κι

επανέρχεται νήπιος. Και τελειώνει ο λόγος,

εξαντλείται στη φράση και τεντώνεται και

τελειώνει, τελειώνει ο ήλιος ως το φως, ως το

άφατο. Και πέφτω εγώ ο Μάξιμος στη σιωπή,

και στα γόνατα που κρατούν το κεφάλι , στη

φλόγα του στήθους π’ ανεβαίνει στο μέτωπο

να γεννήσει το παμφάγο το φως…… στάλες -

στάλες η άνοιξη του νερού που γεννά και

συμπλέουν πελάγη

2

Χωρίς πόθο κανείς....κανείς μήτε ο

άνεμος. Κι η σιωπή, η βαθιά σιωπή που

γνωρίζει, δεν έρχεται. Μόνο πόθος που

Page 18: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

18

βαφτίζει τις μέρες κι εφευρίσκει τον

καινούργιο το χρόνο κι αποδίδει στο πρόσωπο.

Μόνο πόθος και τραπέζι κοινό με τα «σα εκ

των σων», τα καρφιά τα απλωμένα και τα

χέρια κοινά κι η ανάσα κοινή, των κυμάτων,

των θραυσμάτων, που θα γράψουνε πάλι

στους καρπούς νεαρά σιωπή μες στο θέρος.

Απ' την αρχή που γεννά.. στη σιωπή και στο

ήμερο..

3

Κι η ανάσα του τώρα... αρχίζει το αύριο.

Αχ ! να ήσουν εκεί και να δεις τον γιαλό να

μιλάει να χτυπά και να αφήνει τον ήλιο του

μέσα. Άσπρο να δεις των ματιών να

απλώνεται. Στην αλήθεια του απλώνει το

φώς , στην αλήθεια του σκαρφαλώνει το

πρόσωπο -ήγουν το άτομο- και το πρόσωπο

μόνο όταν λάμπει στο ποτήρι επάνω θα πιει

και θα φάει...Τότε ανοίγει ο λωτός στο κενό

του ο ήλιος ..το ανέσπερο φως και στην πέτρα,

στο κουκούτσι του βράχου, στην αρίθμητη

σκόνη…

4

Και η φύση γυναίκα, τρόπο θέλει να

ανθίσει. Όπου φύλο, να γράψεις τον λόγο

γιατί ένα, μόνο του είναι, κανένα. Έτσι να

Page 19: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

19

πεις. Της γυναίκας ζωή και του άνδρα ο

θάνατος, όλα αυτά είναι τρόπος. Να κοιτάς τη

σιωπή που ξεφεύγει του τρόπου κι όλα

γίνονται ένα. Του ενός η σιωπή και ως τρόπος

εκφέρεται και τελειώνει ως λόγος.. Και πιο κει

θα ακουστεί η καμπάνα, η βροντή θα ακουστεί

και θα ‘ρθεί καθαρότατη ώρα..

5

Εσείς στου χρόνου το τρία, το παρών, το

καινούργιο. Εσείς στου χρόνου το μηδέν μέσ΄

στο χρόνο. Εσείς κι ούτε στιγμή μια έξοδος,

ένα μηδέν, το τώρα. Κι εσείς που λησμονείτε

ότι της φτάνει της μέρας το δικό το βάσανο κι

ούτε στο αύριο, μήτε στο πριν. Πως όλα

διηγήσεις και κυήματα, όλα του σκοτεινού,

που φτιάχνει και το πριν και το αύριο. Και

μόνο το τώρα του λόγου, της αγάπης μόνο το

τώρα , του λόγου. Κι ας μιλά την αγάπη ...ότι

αυτή διαμένει στο τώρα, στο άπειρο δηλαδή

έξω απ' το χρόνο που μιλούν τα πουλιά με τα

σύμφωνα....

6

Κι έρχεται εκεί ο σκοτεινός, εκεί....μας

λέει ουσία είναι ο χώρος. Θα προσπεράσω και

θα πω ένα τραγούδι για παιδιά. Εσύ και γω

Page 20: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

20

παιδιά, πιασμένοι από τα μούσκλια του

χρόνου γυρνώντας πίσω κι εμπρός, στην

πλαγιά εκεί που ο ήλιος μια μέρα είδε για

πρώτη φορά κι άρχισε να μιλά με τρόπο

λωτού. Εσύ και γω στα φωτεινά, που στρέφουν

πίσω να βρουν της ηλικίας το φαρμάκι το

καλό, να το αποδώσουν. Εσύ και γω σ' αυτά τα

σύμφωνα που σπάζουν με τη θάλασσα γυμνή

μονάχα μ' άλφα Πελασγών και ονείρων, που

μισά Λέλεγες μισά Κάρες μας στεγνώνουν.

Αυτό το πέλαγος ο σκοτεινός δεν ξέρει ..

πηγαίνει με κρεμασμένη μια οθόνη που πάνω

της γράφονται τσόφλια και

πικραγγουριές......η σταύρωση.

7

Περνώ και βγαίνω ... έσχατα. Αύριο, λένε, που

θα ‘ρθεί, μου λένε. Τώρα που είναι εδώ, λέω

εγώ ο Μάξιμος, κλείσε τα μάτια για να δεις το

φως .. Στη μια στιγμή όλα θα σκάσουν. Θα

‘ρθει η παιδική σου θάλασσα, θα ΄ρθεί μαζί με

την αγάπη της που έγινε νησί και ρίζωσε κι

ανθίζει. Όλοι είναι ήδη εδώ στη βασιλεία του

φωτός, όλοι εδώ ,σ’ αυτά τα πρόσωπα που

γίνανε μέσα σου ωραίοι δίφθογγοι, μικρά

πουλιά , μέσα σου είναι και σ' αγγίζουν, και

γεύονται σώμα και αίμα...Γι αυτό σου λέω...

ακούγονται τα έσχατα.. φυσάει ουρανός….

Page 21: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

21

Μικρή Ιφιγένεια, φοβάμαι

Να ‘ ρχομαι εδώ παιδί. Να ακουμπάω.

Να βρίσκω φλέβα, πουρνάρι να βρίσκω. Κοίτα

ψήλωσαν οι σκισιές στον ουρανό. Θα στάξει

άνοιξη, θα στάξει …πέτρα θα αυγίσει, θα βρει

σκυλί η πέτρα θα λουφάξει ουρανό και τότε..

θα χιονίσει … χέρια κι άλλα χέρια…πιο κει η

ελιά…Επαιζες.

Που τρως το χρόνο τώρα; Μα δεν

μπορώ.. Ακούω τη φωνή μου… δεν

μπορώ..αυριο με τα φώτα θα βρω τη λέξη να

στη χαρίσω…Θα βρω….Κι αργά θα

ξεκινήσουμε κι οι δυο.. γέροι και οι δυο.. νέοι κι

οι δυο… Με τα κορμιά γεμάτα φλέβες ξανά

καινούργιες. Νέοι κι οι δυο. Κι η αυγή θα έχει

ετοιμάσει γάλα με πράσινα νερά και μάτια.

Νέοι κι οι δυο. Με τα χέρια στις τσέπες

φτύνοντας στα χορτάρια μιαν αυγή, μέχρι να

φτάσει ως τον άλλον κόσμο.. νέοι κι οι δυο.

Τον καιρό μη λογαριάζοντας… τον καιρό…

τον μικρό… τον αφελή … τον πικρό…τον

πικροκαιρό.

Θα βρεις τη φλέβα ,πάλλεται. Είναι

κρυμμένη στο βουνό πίσω από το θάμνο εκεί

που βρίσκει ο λαγός το βράδυ του. Εκεί που

Page 22: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

22

ακούς το γκαπ – γκαπ του δρυοκολάπτη. Θα

βρεις κι εσύ και γω θα βρούμε … το βουνό θα

βρούμε… μέσα θα μπω πανάκι στο βουνό…

και θα φυσήξει λέει καρυδιά και θα μας

βγάλει Χάνια…θα φάμε αστραπή

φτερόλακκας… θα βρεις αυγή, θα βρεις πηγή

… πετράδι….

Κίτρινο του χαρτιού κι όταν βλέπω… πως πέρασε λέω η βροχή κι άφησε πίσω τα αλάτι της σημάδι… πως πέρασες λέω… κι ούτε αλάτι να αφήσεις ούτε…βγαίνεις από τη φωτογραφία, βράδυ και πάμε παραλία…. Εκεί ο κουφός με τα στραγάλια αυτός που έβαλε ασετιλίνη στις ζωές μας για να δούμε… Κι από την άλλη ο μουγκός με τα κουλούρια.. έλα μου λέει… μιλάει μέσα στο μυαλό μου, γνωριζόμαστε… έλα θα σου βάλλω σουσάμι στο μυαλό να δέσει… Έλα κουφέ, έλα μουγκέ έλα γλυκό μου αλάτι.. να μας πονάς να μας περνάς ώσπου…. το χέρι μου δεν είχε ακουμπήσει τέτοια τρικυμία…

Εδώ Αλέξανδρος.. με το κεφάλι στη

ράχη του πεύκου… με το δάκρυ του πεύκου…

μην το γράφεις….. Αλέξανδρος.. πηδώ τα

χαρτιά και μου βγαίνει η θάλασσα… Νάξερες

του λέω.. Εδώ μου λέει… άμα θα αρχίσει να

χιονίζει στα όνειρα άσε… χτύπα την πόρτα ..

Page 23: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

23

μην την χτυπάς.. Κάτσε…. Θα πέσει το χιόνι…

θα λευκάνει το χιόνι….. Γειτόνισσα το χιόνι…

έρχεται κι άγγελος με την ομπρέλα επάνω στο

χιόνι… μιλάει στο χιόνι . Κι από μακριά το

φώς… μεγάλες καμπάνες χτυπώντας … φως

ιλαρόν.. Θαρθεί… θα κτυπήσει τον φράκτη …

Πέφτει… δεν ακούς… στα ονόματα, στις

πλάκες… στα χόρτα, πάνω στο σώμα σου…

πέφτει το φως ως χιόνι παγωμένο …

παγωμένο το φώς… φως ιλαρόν… φορώ

παντούφλες κι ανεμοσούρια στο δέρμα .

Κι όπως σε θυμάμαι.. παιδί σε

θυμάμαι… έρχεται η μπενζίνα να μας

πάρει…πηγαίνει εκεί στις αλυκές… θυμάμαι

το χρώμα τους, άσπρο που χιόνισε

κατακαλόκαιρο. Βυζαίνει τώρα η αλατιά

αυγές και ένα κουλούρι από χρώματα φτελιάς

… φοβάμαι το λαγό … το μαύρο το λαγό.. στα

γόνατά σου…Η μπενζίνα θα μας πάρει σε

άλλο κεφάλαιο.. μόνο που ήρθε το εξώφυλλο

πιο γρήγορα…αποφασίζει ο εκδότης …στις

σιωπές να χώσω ιστορία… θραύσματα οι

αλυκές το φώς …. μόνο που χάραζε..

Page 24: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

24

Κι έρχονται άνοιξες… μέσα από το

τούβλο περνάει το ανθάκι… θα θυμηθείς; Στα

1938 στημένο το φιλέ… κορίτσι με τα μαλλιά

μακριά… ποζάροντας ..θα θυμηθείς. Στα

μάτια χωρούσαν τα ερχόμενα…οι ανατολές,

το χέρι πάνω στον αφρό με την κιθάρα στις

λέξεις, στον αφρό, στο μέσα μέρος της

αλατιάς εκεί που έχει κόκκο το αλάτι. Θ’

ανασάνει μου λες του χειμώνα το καράβι …θα

ξεφορτώσει… Εκεί στα 1938 στο φιλέ ..η

μπάλα κοντανάσαινε κι είχε στα μάτια ένα

«θαρθούν» που μεγάλωνε το χρόνο.. Κι ένα

στήθος κοριτσίστικο με τα μαλλιά του αέρα

όλα κατάμαυρα… στο άσπρο το αλάτι… του

χρόνου.. του κορμιού.. στο φιλέ τα όνειρα

ξεσκέπαστα … θα ρχόντανε η άνοιξη μέσα

στα τούβλα … χάραζε μια στάλα φώς…

Είναι εκεί…. Πριν από το χάραμα χειμώνας…

Σεντόνι στο πρόσωπο. Εκεί κάτω από τη

σκάλα… Πέφτει το χιόνι κι αργεί ο μουγκός να

ρθει.. Βγήκαν στις αυλές τα όνειρα από τον

ύπνο .. μαζεύουν χιόνι.. Εκεί κάτω από τη

σκάλα… Ζωή σε μας τώρα που ο φιλές του

1938 σκάλωσε στις αλυκές κι έφυγε ο κόκκος…

στο κοριτσίστικο κορμί στο στήθος του

χρόνου… αν είχες μακριά μαλλιά θα έφευγε

το χιόνι.. Μόνο … ο χρόνος τσάκισε … δεν

ήρθε…κι ο Αλέξανδρος έφαγε το χιόνι… Τώρα

Page 25: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

25

σου λέω τα άσπρα μου πάνω από το μάρμαρο..

πάω πολλές φορές… βγήκε ένα χόρτο στην

κοιλιά σου και το έκοψα.. άλλο στο πρόσωπο

… το πήρα κρυφά και το έβαλα κάτω από το

φιλέ.. κλωτσάει την μπάλα μέσα στον ύπνο..

και το στήθος πηδάει… Φωτογραφία νούμερο

ένα… άυπνη πάλι… ετζακίστης….

Κι όταν πάλι παιδί μες στον

ύπνο…κρατιόμουν στο δωμάτιο μια νύχτα

φώς. Έσταζε ο αέρας πήλινα …λαρυγγισμούς.

Πετούσε το σεντόνι…κι ο μαύρος, είδα…είδα

τον λάρυγγα που σκίζονταν και αμέσως … τη

ρομφαία. Παιδί στον ύπνο..ξύπνησα και τα

μαλλιά όλο άσπρα. Χιονίζει εφέτος

πασκαλιές… έρχεται ο αέρας, περνάει τα

φορέματα και ανοίγει κατάχαμα τα

σύμφωνα… αργά – αργά με φθόγγους από

δίκαννο. Θα έρθει πάλι η πέρδικα στον ύπνο..

μη φοβάσαι. Το έστρωσε στο βλέμμα σου μα

μη φοβάσαι… Μετρημένα κεφάλι … μη

φοβάσαι… Το δωμάτιο κόκκινο … το δωμάτιο

μαύρο… ένα χνούδι φως από τα

εικονίσματα… Φοβάμαι μικρή Ιφιγένεια,

φοβάμαι…

Page 26: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

26

Page 27: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

27

ΚΛΙΜΑΞ ΔΕΥΤΕΡΑ

Ο χρόνος τέμνεται σε τρία (παρελθόν, παρόν και

μέλλον). Και η πίστη απλώνεται και στα τρία

τμήματα, ενώ η ελπίδα στο ένα και η αγάπη στα

δύο. Επίσης η πίστη και η ελπίδα φτάνουν ως ενα

σημείο - ως το τέλος της επίγειας ζωής - ενώ η

αγάπη διαμένει στους άπειρους αιώνες,

υπερενωμένη με τον Υπεράπειρο και πάντοτε

υπεραυξανόμενη. Και για τούτο μεγαλύτερο απ’

όλα είναι η αγάπη.

Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής,.

Γ’ Εκατοντάδα περί αγάπης. Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών.

μετ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας,

Θεσσαλονίκη 1991

Page 28: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

28

Page 29: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

29

Χρονικό δεύτερο

Κι ήταν αργά. Κόχλαζε ήδη το νερό

μέσα στις στέρνες. Ποτάμια, όμως, πήγαιναν

απ' τα βουνά στη φλέβα. Αυτή που βρίσκει

ξυπνητήρι, "ζόφον ηερόεντα" και πονά. Γιατί

στα σκοτεινά δωμάτια η αληθινή ιστορία.

Πηγαίνουν ρασοφόροι με γένια πυκνά που

μέσα τους φυσάει ένα φεγγάρι παγωμένο. Το

ξέρουν οι παλιοί πως χτίσθηκε από φοβερές

καταιγίδες, με λέξεις σκουπίδια, αιμάσσουσες,

σφάγια άλλοτε, νικηφόρες αεί. Πράσινο στα

μάτια τους, η άνοιξη θα άντεχε την πίεση του

θερμοκηπίου που επιβλήθηκε απ' την

παρέλαση με την οσμή φορμόλης. Το νεαρό

ύδωρ φύτρωνε στις φλέβες αόρατο ως

μοναδική αντίσταση της χάρης.

Εδώ η φλέβα του βραδιού και μια

αράχνη κι ομίχλη που σφίγγει θάνατο.

Κρυμμένοι αστερίες στο βάθος του μυαλού

και βότσαλα μικρών ύπνων, σάπιων στα

ράφια της τροφής. Εδώ το κόκκινο μιλά με τον

ιστό του κι έχει το κόκαλο, ποτάμια μνήμης

που πονάν και μια πληγή Άχρηστα όπλα..

Δεξιά κοιλάδα με πέτρες λειασμένες

των ανοίξεων, ακουμπισμένες δίπλα στους

Page 30: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

30

χειμώνες. Κυλάει ιστορία από παντού παχιά,

μακάβρια σύμφωνα. Η κοιλάδα τρέμει στα

μάτια του νεκρού ρουφώντας τους χυμούς του

ποταμού που όλο πεινάει όνειρα. Τέσσερα

ζευγάρια κόρες μες στον αμφιβληστροειδή

ματώνουν μέλλον. Τότε το μοναστήρι

μπαινοβγαίνει στα όνειρα κρατώντας το

έμφραγμα από τα δόντια. Παραμονή της

νύχτας και από ψηλά ούτε μιλιά, αέρα.

Κοιμηθήκαμε κρατώντας τα στόματα

στη λάσπη. Ξυπνήσαμε νωρίς σέρνοντας

πλοκάμια παρελθόντος στα αυτοκίνητα.

Πολλοί χαθήκανε μέσα σε τόνους κονσέρβας

και μυρωδιά από κέτσαπ . Άλλοι στη γέφυρα

πήγαιναν κόκαλα του μέλλοντος με σήποντα

παρόντα. Κρατηθήκαμε ποτίζοντας την

αμυγδαλιά στη δύση του ήλιου. Μια νέα

κοπέλα έστρεψε ρόγα στο φως και

δεκαπενταύγουστοι πλάγιασαν επάνω στα

βουνά

Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς……

Κράτησα το χέρι του παιδιού

αφήνοντας αθωότητα να ποτίζει τις ρίζες.

Αύριο πάντως φεύγουμε. Ακούγονται από

μακριά τα σίδερα που θα μας πάρουν. Θα

πάμε αύριο, σήμερα που είναι το αύριο του

τώρα. Ξημερώνει.

Page 31: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

31

Και λευκό σεντονάκι

Της Νίκης που με συντροφεύει στο ταξίδι

Και περνά με το βότσαλο στόμα

κι αναμμένα καρφιά που πεινάνε στιγμές.

Και μια φόρμα περνά στα καρφιά στη στιγμή

ότι λήθη ότι μνήμη ότι φως που μιλάς και η

άνοιξη μέλπει.

Ξέρω μ’ άλλα πουλιά που ραμφίζοντας λέξεις

αληθέψανε χρόνο και πεινώντας γυαλιά θα

ραμφίζουν

διάφανο, ούτε…

Χλόη πέφτει βραδιές, μες στα βλέφαρα

κι αναστάσιμα φεύγουν παλιά οι στιγμές

που κοιμηθείς κι ανοίξανε χώματα να

περάσουν

σκιές και πολλές σιγανές των στρωμάτων

σταγόνες.

Ότι εδώ το ελάχιστο, το πολύ κατοικεί μια

σταγόνα αιώνων

μια ταινία στιγμών μια ταινία που πεινάει

παλιά καλοκαίρια.

Και θα ασπρίσουνε όλα. Θα ασπρίσει το φως

και λευκό σεντονάκι με θραύσματα μέσα

Αυγούστου θα σπεύσει.

Είναι ο δρόμος στενός με μικρά θαυματάκια

και ισχνούς μακρινούς γαλαξίες

να ακουμπάει το βλέμμα να κυρτώνει το

χρόνο.

Page 32: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

32

Ένα όλον μηδέν.. ο ρυθμός , ο ρυθμός μόνο

μένει

στα νερά, στα νερά και στα κύματα τρία

και στο χρόνο επτά και εννιά πλησιάζει το

δέκα

καμπυλώνεται ένα ίσον του ενός που πεινάει

το άπειρο

μείον δέκα όταν άπειρο συντελείται εμπρός

του.

Ένα μόνο με το άπειρο και στη μέση

τραγούδια και λέξεις

οι κορφές των βουνών και η αύρα που περνάει

νετρίνο τη μέρα

να ακουμπάει τις μικρές ευωδίες θυσία…

Και θα ασπρίσουνε όλα. Θα ασπρίσει το φως

και λευκό σεντονάκι με θραύσματα μέσα

Αυγούστου θα σπεύσει.

Page 33: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

33

Και είπε ο Μάξιμος

1

Ο τίγρης στο άλφα, εκεί που βρίσκει

πρόσωπο ροδάκινου και τρίζει ο ουρανός το

βάρος του μυαλού και φεύγει ώρα δειλινού ,

ώρα που ο κάμπος χάνεται στον χαμηλό

ορίζοντα. Τρίζει ο τίγρης στο μυαλό φωτίζει κι

αρχίζει κλίμακα ως χάρις. Εκεί η πέτρα δε

βαραίνει με λήθη , γνωρίζει τη γραφή, χαράζει

πέτρες του μυαλού, κι ανοίγει. Ο τίγρης και

στο άλφα των χεριών με τρίκηρα επάνω στα

παθήματα να βρέχει ωραιότητα επάνω στο

μυαλό κι όλα να πεινάνε. Να βρέχει μες στα

κύτταρα ώσπου να φαίνονται, αχνά στο

πρωινό, λιγνοί ωραίοι μεγάπενθοι.

2

Κατ΄εικόνα δημιουργού εικόνα ο

άνθρωπος π’ αλλάζει τη φύση , αλλάζει τον

τρόπο, πλέει όμως στο λόγο. Τα βράδια ενίοτε

μυρίζουν σύκο όπως ο αφρός του τυριού, ο

αφρός της ζωής που ξεθυμαίνει στην πέτρα.

Το ψάρι κοιτάζει. Βρίσκει ρίζα. Γιατί το ψάρι

γνωρίζει . Νερό στροβιλίζεται στα χρόνια κι η

μέρα θωρακίζεται από το βυθό του. Γιατί

λόγος θνητός «το είναι προς θάνατον» δεν

Page 34: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

34

υπάρχει. Γιατί το «είναι προς θάνατον»

ακουμπάει παράλογο. Σας το ορκίζομαι ποτέ

δεν θα φανεί ένα τέτοιο τριαντάφυλλο, ποτέ..

3

Όχι, λοιπόν, εκ του μηδενός αλλά

τίποτα από το μηδέν. Μπορεί να γυρίζει η

γλώσσα, να θέλει η γλώσσα το μηδέν, αλλά

αδύνατον. Παρά του μηδενός σωστό, αντίθετα

προς το μηδέν σωστό, διαφορετικό του μηδενός

κι αυτό σωστό, όταν η αγάπη, όμως, συνέχει.

Γύρω στο πρόσωπο το μηδέν, εξ' αιτίας του

προσώπου το μηδέν κι η αναίρεση. Ιλιγγιάσει

γαρ και ούτως ἡ διάνοια με καταντικρύ σου

απέναντι χυμένο γαλαξία και μόνο με το χέρι

του Θεού ώστε ιλιγγιάσει η διάνοια όπως οι δε

μιν φρέναι εκκεκοφεαται που θα έγραφε ο

Αρχίλοχος για άλλους λόγους.

4

Στους στήμονες ο χρόνος μπορεί να

υγρανθεί, να κλάψει.. Κι όπου στήμονες

τρόπος, ίσως, τρόπος άλλος να πεις καλοκαίρι

γυμνό, ο πατέρας Θεός που αυγάζει. Σίδερο

τρώει τα γράμματα κι ούτε ήχο αφήνει, ούτε

φύλο.... και κανείς ποτέ.. μόνον έσω ο λόγος.

Page 35: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

35

Όπως τρίζουν τα έσχατα Κυριακή Κυριακών.

Έξω μόνο η δίψα, η σκουριά των νεφών που

σκοτίζουν τη μέρα κι ούτε πρόσωπα, μήτε φως

...μόνο βοή ακούγονταν σε τούτο το αλωνάκι..

Και μόνον όταν θα πέσει η πεταλούδα στο

πάτωμα και στη φλόγα συρθεί ... μόνον τότε...

5

Ο σκοπός, η βουλή, η αρχή και το τέλος

καταλήγουν κι αρχίζουν στο Λόγο. Κι εγώ, κι

εσύ πάλι εσύ, πάλι που γίνεσαι εγώ κι εγώ

πάλι στην ειρήνη που φέρνει το βράδυ και

επιπλέουμε στους αφρούς μιας αθωότητας

άγνωστης... μήτε τότε. Μόνο Εσύ, επιβλέπων,

Εσύ που οδηγείς αριθμούς στους πανάρχαιους

κύκλους, σχηματίζοντας ήχο, μουσική των

σφαιρών, όπου βλέπω κι ακούω κι υπάρχω

αφού υπάρχεις Εσύ και ο λόγος και το πνεύμα

που ενώνει τα σύμπαντα χωρίς πλέον τον

τρόπο, μόνο φως, μόνο άπλετο φως, μόνο φως

ιλαρό των θαυμάτων που ακούς τα πουλιά και

αυγάζουν το μέταλλο κι απ' το πριν, το μετά

ούτε ίχνος..

6

Εβδομάδα κομμένη στα εφτά. Ο

χρόνος ιδρώνει στα μάτια Σου και σταματάει

ενίοτε σε περιόδους, που η χαρά πεινάει

Page 36: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

36

δόντια. Σ' Αυτόν που στάθηκε μπρος στην

πόρτα βράδυ φορώντας σανδάλια λερά, σ’

Αυτόν που στάθηκε στη ρίζα του βραδιού, με

προσευχή στα δόντια σ΄Αυτόν που τέντωσε το

χρόνο και Τον είδαμε γυμνό ψηλαφώντας τον

ματωμένο ουρανού και ξαφνιαστήκαμε. Σ'

Αυτόν που στάθηκε προσφέροντας το σήμερα

μ’ ένα σουγιά γιατί είπε « και το βουνό ακόμα

μπορεί να κινηθεί». Αυτόν δεν τον είδαμε

γιατί για μας το νερό δεν ταράχτηκε. Όμως το

νερό ταράζεται και σε ρωτάει "αν θέλεις". Και

συ δεν θέλεις, δεν ακούς. Δεν ακούς το νερό,

δεν ακούς τη μουσική. Δεν βλέπεις νότες κι

ούτε τον άγγελο από χώμα και αίμα

πλασμένος.

7

Κυριακή Κυριακών δεν συνεχίζω,

λοιπόν. «Ουκ είναι» δεν χωράει στην ψίχα,

δεν χωράει στην ψυχή, δεν χωράει και δεν

χωράει η ψυχή, βλασταίνει. Περπατώ και

σηκώνονται απ' τον άνεμο έσχατα. Περνάει

αέρας από τη διπλανή λέξη, μυρίζει άχρονο

από παντού. Θα είναι, λέω, πως πλατύνθηκε η

ομορφιά, μυρίζει λόγο. Από μακριά ακούστηκε

το γλωσσίδι να κινεί τα αυτιά του αέρα. Τώρα

θα αφήσει πόδι η τρυφηλότητα για να μας

τρέφει εμάς τους κόκκους, τους

συμπροσευχόμενους...

Page 37: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

37

Της εξορίας

Παγωμένα νερά, το φεγγάρι λυτό

μουσική μία, στου ύπνου το γνώριμο

στη μαύρη φτερούγα, ο άγγελος.

αύριο θα ΄ρθούνε μυρσίνες να μας πάρουν.

Κι είδα το σπίτι γκρεμισμένο, άφωνο

με νύχια, με μαλλιά στην αφελή σελήνη

στην άστρωτη σιωπή, την τρομαγμένη.

Εξορία είδα, με κρεμασμένα μάτια

να πατάει η γλώσσα το λευκό και να

σωπαίνει

Κί ήρθε ο Αργύρης με το κουστούμι του

φθαρμένο ο Νίκος με τη φωνή του να θωπεύει

τα βουνά κι η Λιάνα με το βιβλίο ανοιχτό

παίζοντας με το δίγαμμα στη μέρα,

ο Μανόλης που του έπεφταν τα σύμφωνα κι

αγχώνονταν

κι ο Φίλιππος που χε ανάσα από καπνό

βιρτζίνια γεμάτο νότες.

Τις ξέρω αυτές τις κορυφές. Τις βλέπαμε

παιδιά σαν κόβαμε τις άγκυρες.

Μετά σ' ένα άλογο κούφιο κρύψαμε

τους δαίμονές μας

Page 38: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

38

Κι έπεσαν πέτρες στους τυφλούς, σ’ εμάς, στις

πλάτες μας.

Και να σκεφτείς πως μέχρι τότε ούτε μια μέρα,

ήλιο δεν είχα δει..

Page 39: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

39

ΠΑΡΕΛΑΣΗ Στον Β.Λαλιώτη και στην 23 ΕΜΑ

Σήμερα παρέλαση οδών

στη μαρτυρία του μετάλλου

στη σκόνη του παραμυθιού και στο στενό της

μνήμης.

Κρατώ στα μάτια μου τη χλαίνη του πατέρα

τα μάτια του κοιτάζοντας την λόγχη

και την ανάσα του που κόβονταν στα δυο

στα ιστορήματα.

Πάλι γραμμένο μες στους έλικες

Δημητριάδης μαζί με ιδρώτα ήλιου του

Οκτώβρη.

Σε δοκιμή τινάχτηκε το σίδερο μπροστά

κι ερπύστρια κόβει στα δυο το σώμα

δεν βρήκε όνειρο για να πιαστεί

κι έσπασε χείμαρρος το αίμα.

«Τίποτα δεν έγινε» είπε ο στρατηγός.

Μαζέψαμε το πορτοφόλι κι ένα σταυρό

για το βηματισμό στο λόφο.

Κι έρχονται κι οι δυο πρωινά παρέλασης

για να μουσκέψουν παξιμάδι στα εμβατήρια.

Και να πατήσουν τη γραμμή του εκφωνητή

που πέρασε στη ρίζα των ματιών τους και

χαθήκανε.

Κι έτσι ρωτώ

απ’ της ζωής τη δανεική ανάσα ποιος πετάει

του λεμονιού χυμού στο βλέμμα και πονάει;

Κόβουν στα δυο τη μέρα, βγάζοντας νύχτα

Page 40: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

40

μετρώντας αποτέλεσμα με τη σκιά της κάνης.

Θα μείνω εδώ πατέρα μου οδίτης

ξένος στο λούστρο των φτερών

και στου σπιτιού το άχρηστο ανάλωμα.

Θα μείνω εδώ μετρώντας σε παρέλαση

αμνημόνευτους όσους ερημικού στρατού

του ευλογημένου οίνου που χρυσανθίζει

νύχτια.

Οδίτης εις μνημόσυνο παρελαύνοντας μνήμη

τείνοντας χέρι πάντα ανοιχτό

στα μάτια του παιδιού που γέμουν έσχατα.

Εδώ

κι ένα ποτάμι.

Page 41: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

41

Εκεί στα φώτα

Αυτός που τις νύχτες του καλοκαιριού

αγρυπνά μελετώντας τους τίτλους του

χειμώνα, γνωρίζει. Όπως τα πουλιά που

οσμίζονται τον ήχο του θανάτου, ο άλλος

βλέπει την κρυμμένη νότα της ζωής, τη βάζει

στο κλαβιέ, κι αν θα μπορέσει, επιπλέει.

Σήμερα είναι η μέρα τ' αλατιού που ξυπνάει ο

παλαιός για να κυρώσει δόντια. Κοιτάει τα

σύννεφα σε σχήμα μαχαιριού κι όλα που

γίνονται άχρηστα με την έλευση της άμμου. Κι

η θλίψη βρίσκει την παλίρροια και πνέει

καίγοντας τα λιγοστά μας περιγράμματα. Ότι

έμεινε από τον αμνό το παίρνουν έμποροι για τα

σκυλιά. Μονάχα όνειρα μαβιά ανοίγουν την

κερκόπορτα, να μπει στον ύπνο η βασιλεία της

που δεν φύτρωνει πάνω της ούτε σκιά.

Με τα χέρια σηκωμένα, δαγκώνοντας

κρέας αφήνει πίσω της αέρα πρησμένο όνειρα.

Μήτε χορτάρι. Τα ζωντανά, ενίοτε, πετούσαν

την ανάσα τους ξερή στον ήλιο. Θέρμη των

δέντρων που καμένα αναζητούσαν

καταμεσήμερο δικαιολογίες. Άλλος τότε

πετάχτηκε με ένα μαχαίρι κι άλλος περνούσε

τα βουνά μέσα στο μάτι της βελόνας. Όλα

δυνατά κι αδιάφορα όλα. Μέχρι που η

πευκοβελόνα έξυσε το μάτι. Αρκεί μια πληγή

Page 42: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

42

και το μεσημέρι ματώνει. Αίμα παντού,

ξημέρωσε σαν να ζευγάρωσε η τριανταφυλλιά

με την πανσέληνο στην λίμνη όπου οι έφηβοι

είχαν ακουμπήσει τα ματωμένα τους παρόντα.

Εκεί στα φώτα που χει πλαγιάσει η γιορτή

και ξύνει δόντια

στο πονεμένο της φωνής που μας γερνάει

και αφήνει χίλια στον ορίζοντα να κλαιν.

Εκεί στα φώτα που χει πονέσει η αστραπή

και δεν γυρνάει

στο ματωμένο της στιγμής που μας κερνάει

και ξεχειλίζει μες στο μέλλον η κραυγή.

Εκεί στα φώτα που έχει κήπο μιας εσπέρας

γερασμένης

με μαύρα δόντια πεινασμένων θερισμών

από καπνούς και χωρισμούς από βρισιές.

Εκεί στα φώτα έχουν πληγιάσει τα φιλιά

και βρίσκουν πόρτα

να ξενυχτούν μες στη φωνή που θα πεινάει

τη λίγη μέλλουσα καρδιά των στεναγμών..

Page 43: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

43

ΚΛΙΜΑΞ ΤΡΙΤΗ

“Ο τέλειος στην αγάπη, που έφτασε στην

ακρότητα της απάθειας, δεν γνωρίζει

διαφορά δικού του και ξένου, η δικής του και

ξένης, η πιστού και απίστου, η δούλου η

ελεύθερου, η γενικά αρσενικού και θηλυκού.

Αλλά επειδή έχει γίνει ανώτερος από την

τυραννία των παθών και αποβλέπει στη μία

ανθρώπινη φύση, όλους τους θεωρεί ίσους και

έχει την ίδια διάθεση απέναντι όλων. Γιατί δεν

υπάρχει για αυτόν Έλληνας και Ιουδαίος ούτε

αρσενικό και θηλυκό, ούτε δούλος και

ελεύθερος, αλλά όλα και σε όλα ο Χριστός.”

Αγ. Μάξιμος Ομολογητής Β Εκατοντάδα περί αγάπης,Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. μετ.

Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη

1991

Page 44: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

44

Page 45: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

45

Χρονικό τρίτο

Μια στιγμή μόνον, μια στιγμή, όσο

διαρκεί η ακτίνα του φεγγαριού στα πεύκα.

Ύστερα περπάτησε στα αυλάκια, μύρισε

δάφνη και το στόμα του χώμα. Δάκρυα πολλά

εράγισαν τότε. Ενώ έξω πετούσε ο δρόμος

διάφανες λαμαρίνες, μαρμαρυγές ενός

εξαίσιου τέλους. Έρχονταν μπροστά του

πλήθος τα αντικείμενα ως και τα πιο μικρά τα

ξεχασμένα, τα λησμονημένα άλλοτε

ανθοφορούντα , αεί σήποντα.. Ακούγονταν

ρολόι να μετρά τα δευτερόλέπτα .

Τον άκουσε αυτόν τον ήχο. Πέρασε

ξυστά από την πατουλιά που κρύβονταν ο

λαγός, μύρισε την κορφή του βουνού, μέντα

πάνω στο χιόνι κι έφτασε αργά ερεθίζοντας τη

μεμβράνη του τύμπανου. «Ο χρόνος

τελειώνει»

Από τα χέρια του ξόδευε τη ζωή με το

μικροσκόπιο. Εδώ τα βακτηρίδια του αύριο που

χαράζουν γόνατο σε καλύτερες ημέρες. Κι εδώ

μικρόβια του χθες πυρπολώντας κύτταρα, το

αόρατο του κόσμου , στρατιές αγγέλων

ψάλλοντας αλληλούια άγιος- άγιος… μακριά

ξεχώριζαν. Σημάδι ότι η άλλη πόλη πλησίαζε.

Page 46: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

46

Έδωσε μετά το πλευρό του για να

φτιαχτεί η γυναίκα που δεν πλησίασε ποτέ.

Στα μαλλιά της είχε όλες τις ανταύγειες της

νύχτας και της μέρας, ενώ στα μάτια της

δέσποζαν όλα τα είδη των ζώων που μιλούσαν

μόνο το βράδυ τρώγοντας εντόσθια.

Κατοίκησε μέσα στη μήτρα της. Στον τράχηλό

της σπούδασε την ιστορία και όταν βγήκε τα

μάτια του ήταν κλειστά.

Προσπάθησε να διακρίνει ίχνη του

ιδρώτα παλιών ημερών πάνω στο χώμα.

Έψαυσε το δάκρυ, των ξένων χεριών επάνω

στην πέτρα. Κάποια νύχτα μαζεύτηκαν, οι

πέτρες στο όνειρο και ενταφίασαν τα όνειρα.

Ύστερα ήρθε βροχή και έκανε τα όνειρα να

βλαστήσουν. Τότε ήταν που πήραν οι σκιές το

πάνω χέρι καρπίζοντας ερέβη.

Είχε φτάσει στην μέση ηλικία. Τότε που

ενώ βλέπεις το λουλούδι, γνωρίζεις το

μαρασμό αλλά θυμάσαι ακόμα με τρυφεράδα

ότι πριν από λίγο μόλις ξεχώριζε ο μίσχος του.

Πατούσε το πληκτρολόγιο με την ελπίδα πως

οι σκιές θα βρουν αέρα και θα παραμερίσουν,

πως δεν αντέχουν τον ήλιο και τον άνεμο.

Όταν βγήκε ο ήλιος είχε φτάσει πλέον

στην ηλικία που οι περισσότεροι θέλουν να

Page 47: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

47

γυρίσουν στην μήτρα αλλά φοβούνται μήπως

ο τράχηλος έχει γράψει τη δική τους ιστορία

και μόλις θα εισέλθουν θα περάσουν

δοκιμασία και θα αποτύχουν. Αυτός όμως

ήθελε. Κουράστηκε καθώς, όλα έρχονταν

πολύ αργότερα από ότι έπρεπε. Η πραγματική

ζωή του ήταν αυτή που είχε ζήσει στα κενά.

Παραμερισμένος από την αγιότητα δεν

μπόρεσε ωστόσο να χωρέσει ούτε στον κόσμο.

Παρέμεινε με το σπασμένο του τόξο, να έρθει

ο Νεοπτόλεμος, να τον ζητήσει κάποιος. Μια

Τροία έστω..

Page 48: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

48

Αγρυπνία

Κατά που σίμωσε η δύση, συναχτήκανε…

Άγριο δέρμα της αλμύρας, γένια πικρά

σε χειμώνες φαγωμένους της πέτρας.

Με το χέρι ξύσανε το χώμα να μιλήσουνε

και βγήκαν λόγια αχινοί, στυφότατοι αστερίες

που ψάχνανε τα κύματα να ξεδιψάσουν.

Κι ήρθε από πάνω να τους γνέψει

φεγγάρι με ρώγες μεταξιού

που ακουμπά το γέλιο κι ερωτεύεται.

Πνιγήκανε στα «τεριρέμ» ότι δεν βρίσκαν

λόγο

μόνο νησιά πηγαίνανε, ψηλά σε όρη μέντας

για να μυρίζει η θάλασσα ψαλμούς και

κυπαρίσσι.

Και στα φωνήεντα χώρεσαν οι κοιμισμένοι

όσοι

είδαν νησί και την αυγή που έσταζε ακόμα

δόντια.

Ας ήταν η ώρα που ξυπνάνε οι πέτρες και

μιλάνε

ημέρευε το βλέμμα τους κι αφήνονταν.

Σταφύλια πήζαν σύννεφα κι ένα κλάμα νύχτα

να ξημερώνει τα κορμιά στο χνώτο τους

Page 49: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

49

μ’ άσπρο του γλάρου που χαϊδεύει των

κυμάτων

το παλιό δοξάρι, σε ήχο πάντα πλάγιο του

φθινοπώρου…

Έτσι μύρωναν τα μαύρα

του παλαιού των προσευχών

που ακούει το γέλιο

και λευκαίνεται…

Page 50: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

50

Και είπε ο Μάξιμος

1

Ευλογημένος εσύ που οι μέρες σου

σκάβονται και το μέταλλο βρίσκει πάντα

μεριά να ταφεί.. Ευλογημένος εσύ που

κλεισμένος στις λέξεις ζητάς του αέρα το

άλφα, όπου ψάχνεις τη ρίζα της λέξης, μια μη-

λέξη, γιατί μόνον εκεί το γάλα, ο ανθός και το

ρύζι. Ευλογημένος εσύ που ζητάς και δεν

δίνεται. Ότι μόνο αυτό που δεν πάει πουθενά,

φτάνει. Ότι αυτό που δεν ζητάς, δίνεται. Για το

δρόμο της πέτρας, περπάτα...

2

Υπάρχει κενό πίσω απ' την πλάτη του

κόσμου. Τ' ακούς καθώς βρέχει στα σύμφωνα,

τ’ ακούς καθώς τρίζουν οι λέξεις κι ούτε γάμο

θα δεις, ούτε αιώνιο. Το κενό στην πλάτη του

κόσμου, το κενό στο στήθος του κόσμου, το

κενό στο δεξιό του των ώμο , το κενό στη

αριστερή του παλάμη. Κι αν ρωτήσεις γιατί,

θα σου πω πως υπάρχει λόγω βούλησης κι όχι

λόγω ουσίας. Κάποιος θέλει λοιπόν, το κενό

στα βουνά και στα μάτια σου. "φύσι γαρ

έχοντες το μη είναι ποτέ". Υπάρχει κενό πίσω

απ' την πλάτη του κόσμου και θάνατος. Κι

Page 51: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

51

όταν μόνο βρεις πρόσωπο κι όταν μόνο

ακούσεις « δι' αυτού, εν αυτώ» τότε σκάει

αιωνιότητα στο αυγό της...Στα άλλα σιωπή

γιατί το κενό που εσύ φτιάχνεις σε παίρνει

μέσα στα καρφιά... και σ’ αφανίζει….

3

Σημείο μόνο είναι. Όταν ήρθες στον

κόσμο όνειρο ήταν, δόντια που λάμπανε

πατρίδας ξένης, σημείο ήταν. Κι ούτε εδώ

λοιπόν, ανακατεύοντας συνεχώς τα χαρτιά

ονειρευόμενος τα ίδια πράγματα σε

διαφορετική ποιότητα, αλλά ίδια ουσία, το

μικρό όχι όμως, το ψωμί της κάθε μέρας, όχι.

την ανάσα μόνο, που παίρνει το χέρι του

κόσμου και το βυθίζει στους βρόγχους για να

βγάλει ζωή, μην το θέλεις δεδομένο, είναι

μόνο σημείο.

Σημείο της πέτρας και σημείο βουνού.. η

πεταλούδα που πετά και δεν πετά συγχρόνως.

Σε κλείνει τότε, το μηδέν ένα στρόγγυλο

φανάρι από αυτά που έχουν τα μαύρα όνειρα

και βγαίνει ο σκοτεινός χαμογελώντας,

ανεμίζοντας υποσχέσεις μιας άνετης ζωής .

Πρέπει να βγεις από αυτό το όνειρο. Ο νεαρός

ταύρος που κοιτάζει το πανί ώρα ολόκληρη

ξέρει πως προκαλεί και θα χτυπήσει. Ο

ταυρομάχος θα είναι εκεί με το κοντάρι, θα

Page 52: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

52

χτυπήσει τον ταύρο. Ο ταύρος βλέπει μόνο

πανί. Στο τέλος ο ταύρος ξαπλώνεται και στα

μάτια του κόκκινο τώρα. Είναι ο ταύρος που

νίκησε . Γι΄ αυτό θα τον δεις ξανά και ξανά

στην αρένα. Στην αρένα ξανά και στην πέτρα

και ξανά στο σημείο που αγγίζει το άπειρο..

4

Δύσκολο να βρεις των έσω ποταμών το

δέλτα, τη θάλασσα. Η σκέψη και μόνο του

χαρτιού, του λευκού που προκαλεί, πικρότατη.

Το χέρι αφήνεται επάνω στα νερά κι ένα

ρήγμα στο κρόταφο, στο ίσο του αέρα, στα

καρφιά και στο έναστρο δείχνουν το αδύνατο.

Τότε θεωρείς πως ήρθε το τέλος. Αυτό είναι το

τέλος, στο ρήγμα εκεί που μπορείς να δεις «το

είναι προς θάνατον». Όταν σηκώνει το χέρι

που ακουμπάει στο μέτωπο και σφουγγίζει το

θάνατο. Το μηδέν απλώνει τα σύνορα κι

ακατοίκητα όλα. Ίσως, πρέπει για να βρεις

κυπαρίσσι στην μέση της θάλασσας γιατί

γράφοντας, γράφεσαι κι εκεί μέσα μπορεί να

χωρέσει χαραμάδα της αέναης άνοιξης...

5

Page 53: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

53

Κι όταν βγω τι θα δω; Ήρθε μια

γαλήνη, ήρθε ένα φως . Και πάνω ήμουνα,

κοιτώντας. Εσύ μου σκούπισες το μέτωπο, Εσύ

μου μίλησες, Εσύ το χνούδι του αύριο. Κι εγώ

εκεί με ένα χαμόγελο στα χέρια. Και ήρθε

γαλήνη, ήρθε ένα φως και μήτε Εσύ μήτε και

γω, θα συνηθίσω. Κι ήρθε το άλεφ και το μπέθ

και με κοιτάξανε. «Ήσουνα εσύ, λοιπόν;»

«Ήμουν εγώ σε σχέση με το άλλο γιατί εγώ

δεν είναι δυνατόν να είμαι» «Αυτή ακριβώς

είναι η απάντηση» και δεν ανοίξανε δρόμο κι

ήρθε μόνο το φως κι έσκαβα όλη τη νύχτα και

παντού, έβρισκα φως. Κι όταν ήρθε, ακόμα

έσκαβα "εσύ είσαι φίλος" και έσκαβα ακόμα.

"Σταμάτα πια. Δεν χρειάζεται σκάψιμο. Ποιος

νοιάζεται;" "Τότε γιατί;" Κι άκουσα φως από

τις χαραμάδες του χεριών Του. «Άκου το φως»

Για το πρόσωπο λοιπόν και για τη χάρη, όχι

για τον μόχθο Κι άρχισε να βρέχει μια γιορτή

με πασχαλίτσες, πολλές, μικρότατες.

6

Εκεί είχε νούφαρα η ψυχή κι ελευθερία. Και

γύρω - γύρω φωτεινοί έρχονταν όλοι. Είχε

δόξα σοι, δέντρα πολλά με φως. Και γύριζαν

γύρω στο φως, νετρίνα ελευθερίας, διαπερατά

, εγώ εσύ μήτε εγώ, μήτε και συ διαπερατοί

κολυμπούσαμε. Εμείς, ένα ποτήρι φως, ας

πιούνε οι άγιοι το φως. « Τι είναι εδώ;» «Είστε

Page 54: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

54

από την άλλη μεριά του κτιστού γι΄ αυτό το

φως» Κι όσοι το κρατούσαν ξαναγυρνούσαν

πάλι κύκλους ξανά μια και δυο και τρεις και

τέσσερις, θα μάθεις. Εμείς κολυμπούσαμε κι

ήμουν ανοιχτός κι έβλεπα μέσα μου,

θάλασσα μεγάλη και ευρύχωρη, έβλεπα. "Πως

είσαι έτσι διάφανος" ρωτούσε. Κι εγώ και συ

διάφανοι μόνο το φως, ήχος κανένας μόνο το

φως... το ευλογημένο..... το ερχόμενο...

7

Γυρνώντας Σάββατο Σαββάτων δε βρήκα ούτε

μια σκιά στο πρόσωπο της άμμου. "Αργώ,

αργώ και σκληραίνει η γλώσσα το ξύλο του

κώδικα φαγώνεται πως να μιλήσω;» Κι ήρθε

γλάρος στο πρόσωπο των λουλουδιών να πει

πως «νύχτωσε πια μέσα στα σύμφωνα.

Έρχεται το διάφανο να ξεσπιτώσει" Και τότε

θάλασσα φάνηκε από την πέτρα με

ανοιγμένα σύννεφα στους κροτάφους. Κι

οι μέρες, οι στεγνές του ύπνου που καθαιρούν

τις ώρες και δύουν τα δέντρα, τότε τελείωσαν.

Κι έβρεξε στα όνειρα και στις φλέβες της

άμμου. Φάνηκε ο ξένος αυτός που δεν έχει

τροφή κι ούτε στέγη γνωρίζει. Αυτός που

δεσπόζει, ο πριν της τροφής τίγρης. Μέχρι τότε

δειλιάζει ο λαγός φοβάται επιστρέφοντας

Σάββατο που δεν έχει σκιά .

Page 55: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

55

Καλοκαίρι του Αχέροντα

Καλοκαίρι γλυκάνισου και του γάλακτος,

άσπρη οσμή με τον μύρο της λεύκας, της

μικρής των πουλιών και του άνεμου.

Στους ρυθμούς και τους αύλακες κύμα βαθύ

των πουλιών

του Παράδεισου κύμα, της στιγμής που

κοιμάται το σύμπαν

απλό, με ένα βόστρυχο.

Κι είναι εδώ τα παράθυρα, με τα χείλια

χλωμά,

με τα στήθια αχινούς και παράπονο,

τα βουνά θα τρομάξουν ξανά

τα βουνά, τα βουνά μες στα μάτια μου

και ο χρόνος σπαρμένος με βλέμματα.

Να κρυφτώ,

να περάσει η στιγμή, τα παράθυρα

Το χαλίκι βαθύ μες στο στήθος να πονά

γαλαξία

και παιδίσκη πανσέληνο, μες στα σπλάχνα

να κοιτάει κεράκι στο ξερό των κορφών

και ζαγόρια νερά να μιλάνε.

Καλοκαίρι γλυκάνισου, με την μνήμη της

ρόκας

να ξύνει τα σύννεφα, και τον άνεμο

Page 56: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

56

και να φέρνει ένα μόνο κοχύλι, και μονάχα

μια θάλασσα

για να πλεύσουμε στα στερνά με ένα κέρμα

στα δόντια.

Page 57: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

57

Το μόνο Στον Πάνο Σταθόγιαννη και στον Τίτο Πατρίκιο

Πήγαινα κάποτε με τρομαγμένο αίμα.

Καλάμια, ξύλα και νερά, τρείς φίλοι.

Κι ήταν βουνό στην πέτρα, έβρεχε.

Ο πέρα λάκκος της ψυχής γέμισε αίματα,

στρουθιά μιας άλλης εποχής

με φρέσκες λέξεις.

Κι ήρθε το χιόνι από το μαύρο τ’ ουρανού

σκιαχτήκαμε ότι ήμασταν παιδιά, ακόμη.

Την πόρτα την σπάσαμε, μπήκαμε

κι ήταν μέσα ξύλινο μεντέρι κι έτριζε.

Μάννα, πατέρας με τα χέρια τους κλειστά

κεριά στο στόμα, δεν μιλήσανε.

Κι ο Άγγελος που παίζαμε παιδιά

και πρώτος έφυγε, τρίζαν τα ξύλα

μαυρίλα ο ουρανός, αντάρα.

«Μην σκέφτεσαι», μου λέει ο Άγγελος

Page 58: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

58

δεν είναι όπως τα ξέρεις.

Κι έσπασε μέσα μου ο κόμπος

δάκρυσα, μαύρο ποτάμι

τα όνειρα κυλήσανε στην πόρτα

βρήκαν την Κουκουράβα απέναντι

χαθήκανε στο ρέμα.

Μαζί κι εγώ με τα λιθάρια μου όλα

κατρακύλησα μαζί με τα νερά.

Τίποτα , Άγγελε μου, ένα ταξίδι

με μυρωμένα όνειρα και λέξεις

κι αρρώστιες, θάνατο πολύ και πείσμα.

Το μόνο

που περπάτησα δίπλα στη θάλασσα, μια μέρα

στη γλώσσα έχοντας

δυο στίχους απ’ τον Όμηρο.

Το μόνο.

Page 59: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

59

ΚΛΙΜΑΞ ΤΕΤΑΡΤΗ

Τα πράγματα είναι έξω από το νου, ενώ τα

νοήματά τους σχηματίζονται μέσα στο

νου. Από το νου εξαρτάται η καλή ή κακή

χρήση των νοημάτων. Γιατί την εσφαλμένη

χρήση των νοημάτων την ακολουθεί η απρεπή

χρήση των πραγμάτων.

Αγ. Μάξιμος Ομολογητής Β Εκατοντάδα περί αγάπης, Φιλοκαλία των Ιερών

Νηπτικών. μετ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της

Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1991

Page 60: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

60

Χρονικό τέταρτο

Κι όταν έφτασα στην αγορά έπεφτε τα’

απόγευμα με γεύση από τσίπουρο. Κι ήρθαν

παλιοί συμμαθητές και φίλοι. Κι ήρθε πατέρας

και παππούς μου μίλησαν. «Ποιος είμαι εγώ;»

τους είπα και γελάσανε. Βάλαν ρακές στην

μέρα και ορφάνεψε. Πετάχτηκε ο πιο μικρός.

«Πέρασα μέσα στο σύνορο της πίσσας κι

αγριεύτηκα. Όταν γεννήθηκα ήρθαν πουλιά

και μου δώσανε τρίμματα του ουρανού μέσα

στο στόμα. Με αυτόν τον ουρανό πορεύθηκα.

Δεν γνώρισα αυτό που δεν ήμουν αλλά

ξαπόστασα στην βαμπακιά και σύρθηκα μες

στα ρυάκια τα χορτασμένα πεθαμένα

φεγγάρια. Δεν ξέρω να σου πω λοιπόν. Σκύψε

και κόψε τα μαλλιά σου κι ότι σου πουν»

Κι έσκαψα γύρω «αίμα κελαινόν» και

ήρθε η Γιωργίτσα με φύκια ακόμα στη μιλιά κι

ένα σκοτάδι. «Ήθελα άντρα κύμα και τον

πήρα. Τώρα τις μέρες έρχεται και με φυσάει

πότε βοριάς και πότε τριανταφυλλιάς οσμή

και ξέρω πως έχει πάντα Άνοιξη. Μην σου

πουν πως πνίγηκα. Ήρθαν δελφίνια του

ουρανού κομμάτια αγάπης και με πήρανε.

Πήγα και βρήκα τον βυθό, του είπα για σένα

και κατένευσε. Μπορείς να κατεβαίνεις όσο

θέλεις. Μονάχα να ακούς την μάνα σου όταν

σου μιλάει. Ταράζονται τότε οι αστερίες και

χωνεύει λάσπη ο βυθός. Θα τα καταλάβεις

Page 61: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

61

όλα όταν δεν θα βλέπεις πια πανσέληνο.

Μόνο να ξέρεις ότι μέσα σου δεν θα γίνεις

ποτέ βυθός. Είσαι εσύ ότι δεν είσαι»

Κι ήρθε ο πατέρας με ένα

χαρτοφύλακα γραμμάτια «Αυτά είναι τα

χρωστούμενα παιδί μου. Χρωστάω σε μένα

δειλινά και πρωινά γεμάτα από χέρια

χρωστάω την θάλασσα που δεν γνώρισα και

δεν με ήθελε. Εσένα βέβαια σου δόθηκε ο

βυθός. Εγώ τίποτα δεν είχα. Πήγαινα και

σημάδι με πήγαινε ότι βράδιαζε επάνω στο

βουνό και ακούγαμε τους λαγούς να

σηκώνονται από τον ύπνο. Τότε σε έπαιρνα

και κατεβαίναμε στην παραλία. Μια μέρα

ένας φθόγγος σερπαντίνας μας σήκωσε ψηλά

κι είδα την πόλη, είδα τα κορίτσια που

ξεκινούσανε πρωί με τον ύπνο ακόμα στο

στήθος τους. Και τότε κατάλαβα πως ο Θεός

είχε βρέξει στην τσέπη μου.»

Άλλο δεν ρώτησα ξεφόρτωσα δυο τρεις

λέξεις και τις ακούμπησα στα μάτια του

πρώτου κοριτσιού που είδα ότι είχε στα μάτια

του γεφύρια και στέγες των παλιών μου

στιγμών που μιλούσαν ήδη στο σκοτάδι. Τότε

κράτησα το χέρι του παιδιού. Από μακριά

φυσούσε ο νότιας του απογεύματος που κάνει

να φυτρώσουν γιασεμιά μέσα στις νύχτες. Θα

ξημερώσει σεντόνια αύριο

καλής πηγής,

πηγίτσας.

Page 62: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

62

Πορτραίτο χειμερινής φωτογραφίας

Θα φορέ - θα φορέσει

έναν ήλιο στα γυαλιά

μουσκεύοντας γαλάζιο.

Χτυπάν εδώ

κι ο λαγός δοκίμασε τον φόβο του

θα γιατρευτεί στη θάλασσα;

Κι αύριο που βγαίνω στη σκηνή

θα μπερδευτώ μες στα σανίδια, θα ταξιδέψω

και τι θα πω; τι θα τους πω;

Γυμνός, θα πω

σβήσανε τα φώτα , κρύωσε

ο παλιός κουβάς κι ο ασβέστης

τσιμέντο στο κενό των φωνηέντων.

Κι άλλος να σοβαντίσει τα παλιά,

τσιμέντο που χαράζει μέσα μας νησιά,

νυχιές, κρυώνουμε.

Απ' το ελάχιστο ζητώντας το πολύ

κι απ' τη ζωή και το ελάχιστο

και το πολύ φευγάτο

το περιττό παρών κι ανέγγιχτο.

Ριξ' τα τετράδια, αλλού, ο ήλιος

χιονίζει μέσα στο μυαλό

Παγώνει.

Θα βγω απόψε από το σίδερο

μες στο χρυσό να ερημωθώ

να βρω μιλιά του μάρμαρου

να σπάσει

μιλιά να βρω

Page 63: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

63

στις πεθαμένες λέξεις και στο αίμα.

Φουσκώνει η ερημιά από παντού

τσακίζει η σιωπή και σπάζει

Θ' αφήσω, λέω, το ξύλο το ξερό

το μη καρπίζων ξύλο

να βγουν οι ρίζες

το ξερό να μαραθεί

να ‘ρθουν πουλιά να βρουν

παλιά αγκίστρια να πλαγιάσουνε.

Page 64: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

64

Και είπε ο Μάξιμος

Κυριακή των Βαΐων.

Δάφνες του Αδάμ γιατί μπορούσε να

βγει της ιστορίας, αυτός, πριν τη διάλυση.

Ανάσα του καιρού λοξεύει τα μνημονεύοντα

όσα, της ερημιάς που φυτρώνει αγέρα στο

κεφάλι ως να πενθεί. Δάφνες και πελώρια

άνοιξη που τρώει τα χαλίκια, τον πηλό και

παραμένει σιωπή μες στο ξερό της νύχτας για

να πονάει ο χρόνος να αντιστέκεται. Εκείνος

που μιλάει για τη μορφή, εκείνος που μιλάει

για αρετές και ήθος φυλάει σύνορα άδεια που

τα κουρέλια τους αργούν στο στήθος. Ιδίωμα

για αυτόν που ερευνά διάκριση. Όχι της

δάφνης λοιπόν. Κοίτα μάτωσαν όλα , γάζες με

ουρανό στα μάτια μας το ψίχουλο, το

καρφωμένο τώρα, το πολύ, το αιώνιο.

Μ.Δευτέρα.

Αυτό που στέκεται να το ξεχάσεις. Μη

βρεις νερό στη χούφτα του θα ιωδίσει. Τελεία

απ' το αχρείαστο, γκρεμός, καμιά φορά αργεί

κι αν τρώει η ζωή ασβέστη δε λευκαίνεται. Και

μόνον άμα φυσήξει από ψηλά έρχεται ο χώρος

, σπάζει εμπρός στα μάτια σου. Φυσάει άμα το

ζητάς, έρχεται σ' αφήνει, μες στα μάτια σου,

ίχνη της μνήμης. Χωρίς το πόθο τίποτα, όλα

Page 65: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

65

γίνονται λέξεις, λέξεις χτίζουν τον κόσμο, την

φυλακή σου λέξεις. Περπατώ στο ακίνητο,

κάτι ορατό το χώμα περιορίζει, τσακίζει τη

λέξη, το άλλο χώμα, τα άλλα βουνά που

αντιστοιχούν στη μη λέξη. Περπατώ στο

ακίνητο κάτι ακούγεται από μακριά, κάτι

φαίνεται. Πανάκι στα χέρια Σου οι μέρες μας

κι όταν θελήσεις .... πάρε το...

Μ.Τρίτη

Καλπάζει ο ουρανός, κι ένα μαντήλι

βρέχει το γαλανό με πράσινο Ιουλίου, στυφό

πολύ, πικρό, ώσπου τα κύματα να βρουν

αλάτι να πλαγιάσουνε. Στα χέρια Του η ζωή,

τα ζώντα, αναπαύονται. Κι αν βρεις γκρεμό,

μιαν άλλη ερμηνεία, θα γεράσει ο χρόνος κι η

έρημος παραμιλά και χάνεται. Ένας τυφλός

συμπλέκει γράμμα, το περίγραμμα το έξω των

ορατών και τις αισθήσεις. Της γραφής το

πνεύμα και της κτίσης το λόγο και του νου το

τρικύμισμα στης καρδιάς το χτύπο, θα βρει...

Τίποτα ,όμως, στο χέρι μας. Θα ΄ρθει ο

κηπουρός μ' ανοιχτή τη θάλασσα στα μάτια

του κι απ' τους καρπούς του θα βγουν

μπαλκόνια γιασεμιών για να σε πάρουν. Ας

είναι ευλογημένο το παιδί που απλώνει το

ποτάμι μέσα του περιμένοντας μια καινούργια

ανθοφορία..

Page 66: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

66

Μ. Τετάρτη

Ανεπαρκής και γω γράφοντας. Στα

αόρατα κανείς να πιάσει φύλλο, εξόριστος.

Ανεπαρκής εγώ γράφοντας τα του κήπου με

την οσμή της κληρωμένης μας ανατολής, την

ώρα εκείνη που κάνει ο ήλιος τις λεξούλες

διαφάνεια. Ανεπαρκής εγώ μετέχοντας στη

μνήμη του βουνού , στα δέντρα που αφήνουν

τα φτερά τους και προσεύχονται. Ανεπαρκής

καθώς υμνώ την πέτρα που βουλιάζει μες στα

σύμφωνα, ανάσα να βρω για να μιλήσω.

Ανεπαρκής με σκληρυμένα κύτταρα κι

οστέωση στο βλέμμα γράφω ένα πρόσωπο με

λέξεις. Αύριο λέω θα ΄ρθει θα δώσει κίνηση

διαλύοντας τις τροχιές ηλεκτρονίων και

γυμνός θα βρεθώ. Θα ψαύσω τότε διαφάνεια,

τα γόνατα του φωτός καθώς χαράζει....

Μ. Πέμπτη

Μύρισαν χώμα τα κλαδιά. Σκιά

βαφτίζεται ο αχινός και περιφέρεται με τα

αγκάθια του όλα. Βρίσκει το ξύλο, στέκεται, κι

αδειάζει δευτερόλεπτα, όσοι που ζήσανε,

παρόντες. Με τα γερά τους δάχτυλα ψάχνουν

ψωμί, τρων τον ασβέστη, πίνουν καρφιά στη

μέρα τους, φυσάν της πέτρας και μιλάει. Αν το

αγκάθι δεν βγάλει τον ανθό τίποτα,

Page 67: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

67

υπερβαίνοντας του χαλικιού τη γλώσσα

φτάνοντας ως το μηδέν, γιατί μακάριος ο νους

που πεθαίνει. Κάτι σαν χέρι σκοτεινό το

αγκάθι, η λέξη αγκάθι, ώσπου να φτάσει στο

κενό, εκεί που πυκνώνει ο χώρος ,

καμπυλώνονται σύμπαντα και συ μικρός εκεί

στο τώρα....Σήμερα ασπρίζει μνήμη κι αποδρά,

εκεί που αγγίζει το αδειανό κι ανθίζει....

Μ. Παρασκευή

Ραβδιά προσκυνητών χτυπούν φεγγάρι

για να ακούς τα νηπαβού της θλίψης.

Σκαρφαλώνει το γιασεμί μπρος στο

παράθυρο, ανήμπορος είμαι. Το βάρος της

ώρας που δεν βλασταίνει το αγκάθι, σε σένα

κολλημένος με τα χέρια, ανάπηρα χέρια. Τα

βαμπάκια στο χώμα, περνάει ο ουρανός στο

μαύρο χιόνι. Ξεκίνησε σκουριά απ' τα βουνά

για να τσακίσει κάμπο. Κλαδιά ξερά, δέντρα,

στάζουν ομίχλες, ξοδεύονται. Κι εγώ του

μαύρου ψαροκόκαλο, μια άδεια τράπεζα στο

τέλος της ευχής, μαζεύω το ιώδιο να ανθίσει κι

η κόχη βλέπει τα βουνά κι αρνείται. Δεν είναι

του καθενός αυτό το βουνό, αυτό το αίμα.

Πανσέληνος πλέει στον κάμπο, μ' ένα σκύλο

που κλαίει. Η χορδή τεντώθηκε. Ας σπάσει. Σ'

ακολουθώ..

Page 68: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

68

Μ. Σάββατο

Οπόταν ήλιος μεθυσμένος εκ κυμάτων

ή πάλι... ως όνειρο...καθώς τα παιδιά

τσακίζουν τη μνήμη με το γόνατο του πάντοτε

που φέγγει γάλα. Θα κερδίσει αθωότητα η γη

πριν της ανθοφορίας του αγένειου σπόρου, θα

κερδίσει. Θα γεμίσει με λεύκες, με χέρια που

κλείνουν το χρόνο ως να δακρύσει. Αυτού το

παράδειγμα. Που αλατίζει τρώγοντας σύνορα,

βαθιά ιώδη, αποδίδοντας ξανά στο τοπίο,

αείζωα παρόντα. Πνεύμα επάνω στα νερά.

"Tαύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνη

έχητε εν τω κόσμω θλίψιν εξετε αλλά

θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμο"

Page 69: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

69

Πέρασμα

Είδα ποτάμια του κρασιού, των αφανών.

Ροδάκινα με χνούδια ήλιου, τσιτωμένα κι

αυλούς που μύρωναν βότσαλα σ’ αυγές

μεσημβρινών και σχόλες. Κι είδα το δρόμο

αφάγωτο σε μακρινές Σποράδες που

υπόσχονταν μια θάλασσα με γεύση από σιρόκο

κι ένα πεζούλι κρεμαστό μετέωρο στην ώρα που

το σταφύλι στάζει δάκρυ σ’ οίνοπα πόντον,

καθαρό και πέρασα.........

Φυσάει αέρας στην καρδιά μου και πονά

περνάει η θάλασσα στη φλέβα και παγώνει

κι ένα σκυλάκι φέρνει ονόματα βαριά

να μου τα παίρνει ο λογισμός να ξημερώνει.

Ήρθε χειμώνας μες στη λάκα της καρδιάς

κι ένα πουλί απ’ τα παλιά θα με ματώνει

θα βρίσκει χείλια που μάτωσαν καρυδιάς

κι ένα ζευγάρι όνειρα σαν ξημερώνει.

Εδώ που βλέπεις τα νυστέρια της ελιάς

είναι ένας δρόμος που περνά και με μαλώνει

παίρνει παιδάκι με τα ρούχα της μηλιάς

περνάει κι η μέρα σύννεφο το ασημώνει.

Φωτιά στα χέρια και στα βλέφαρα καπνός

χάνεται η πόλη κάτω μου, ένα παγώνι

μέσα στα στήθια μου βουλιάζει ο καιρός

κι εγώ αναπνέω μοναχός με ένα βελόνι

Page 70: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

70

Καλντερίμι

ήταν εδώ…

περνούσε μέρες της γραφής

κι ύστερα στα καλντερίμια κυνηγούσε

εφιάλτες κι έφευγε..

πριν μπει στο μονοπάτι ξεστράτισε στον

κρεμαστό

και στην εικόνα έσκυψε.

Δεν είχε να αποθέσει παρά αποτυχημένες

ομοιοκαταληξίες

μιας ζωής περίπου στο βράχο περίπου στη

θάλασσα περίπου….

ως εδώ κι εστάθη ορθώς..

Η θεία χάρις η πάντοτε τα ασθενή

θεραπεύουσα και τα ελλειπόντα

αναπληρούσα… έβρεχε έξω και στων ματιών

του συνάντησε το αλμυρό,

το αλάτι της καρδιάς.

Ξεκίνησε.

Γλίστρα οι πέτρες, τράβαγε το χώμα στα ριζά

και κάτω το ποτάμι ριγούσε σύμφωνα και

πέτρες.

Page 71: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

71

Θα έφτανε στο πετρωμένο φίδι, έτσι το λέγανε

μικροί …

φαινότανε όταν έπεφτε ο ήλιος μέσα στην

πέτρα..

ποτέ του δεν το είδε, μονάχα στ’ όνειρο

χιμούσε στην ψυχή του μέσα και πόναγε μετά

παλιές κατάρες ελληνικές της μικρασίας.

Πέρασε Κουκουράβα κι ανέβαινε …

«η ομιλία μας ξεχάστηκε σ’ ένα φαράγγι,

έγινε στάχτη, κουρνιαχτός, ένας μονόλογος

ντυμένος βόλια*»

Εδώ στον Αη Γιώργη από πίσω είκοσι ψυχές

και οι βόμβες πέφτανε δεν βρήκε ούτε μια…

αργότερα ήρθε το ναυάγιο προσπαθώντας να

κρατήσει ίσα την ανισόρροπη ζωή.

Ηταν ακριβώς σαν τη ζωή..

λίγο ισάδι κι ανήφορος μετά μέχρι πλατεία..

κι ήταν σαν ξένος μέσα στα ω των τουριστών,

τα φλάς, την βυσσινάδα….

κατέβασε κεφάλι κι έκατσε μόνος στο

Θεόφιλο..

κι ήρθε ένα τσίπουρο γαλακτερό σαν

βέρτιγκο

και ήρθαν τσιτσίραβλα μ’ οσμή θανάτου…

Page 72: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

72

κατάπιε κι έφυγε από πάνω του ο σουβάς,

γκρεμίσθει κι έμεινε ο τείχος αδειανός …….

για ένα γκράφιτι φτιαγμένο ......

από μέλλον.

* στίχος του Γ.Παναγιώτου

Page 73: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

73

Ο Ξένος

Κι είναι το Άλφα

κι έξω, εγώ έξω

ουρλιάζει το μισό του μήλου

και το μελάνι στα μαλλιά

το μελάνι, στων παιδιών την αρχή

που βρίσκουν φλέβα κι ακούς

συλλαβές απλές των Ιονίων.

Πως ήταν απλωμένο το δωμάτιο στα μάτια

κι ας ήταν μέσα του τα μέταλλα

η φωτιά, η φωτιά που στρώνει

το χώμα και με τα πόδια ανοιχτά, κάθεται

ο χρόνος και χτυπάει.

Η φωτιά που μετακινεί το χέρι

που κόβει στα δυο το χέρι, το βλέμμα

κι η λέξη π' ανατέλλει άλλη θα είναι

μια μη - λέξη άφωνη

«τα μαλλιά της λυτά

τα μαλλιά της πεσμένα»

(Το ξέρω αυτό το θέατρο

το γνώρισα παιδί, τη πόλη του

που γυρίζει ο καιρός, στα δυο πανιά

Να τον κρατάς το χρόνο

Page 74: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

74

και να μοιράζεις το αλεύρι, τη σπορά

το χρόνο, τον καρπό του

τον θερισμένο, τον αθέριστο.

Τίποτα απ' όλα αυτά, η δικαιοδοσία

και της λέξης ακόμα, της ύπαρξης του

σκοτεινού

στα χέρια αυτού που κουβαλάει τους ήλιους

Δειλός είμαι και προστρέχω.)

Κι είναι το Άλφα

κι έξω, εγώ, εμείς

ούτε στη σκόνη των ποδιών.

Μυρίζει στο κτίσμα, πονάει

εκεί στις καλαμιές που η θάλασσα

ξαπλώνει το φεγγάρι

Εκεί το χέρι, ο λαιμός

το δικό μας εκεί, η σάρκα η παντοτινή .

Μην τρέχεις

βρέχω των φιλιών σου

το άπιαστο, βρέχω

κι έξω φυσάει ακόμα ελληνικά

φωνάζει "οίνοπα πόντον"

κόκκινη θάλασσα των αφανών

(το περιγράφει ο Βερν και το θυμήθηκα)

και τίγκα τα βουνά μηλιές

οράματα φαρδιά

το μάτι να χωράει ολόκληρο.

Κι είναι εκεί στο μέσον

το άγριο, οι ρίζες οι παλιές

τα μη, το μέλι, η αυγή.

Page 75: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

75

Και γω, μανούλα, εκεί

και πάρε με...

Ως το Ωμέγα

που αδειάζει απ' το ρολόι του τους δείκτες

Εγώ περαστικός, τα βράδια κλαίω

να σου μιλάω "έλα"

δως μου τη δύναμη να καταλάβω

το νύχι αυτό του σκοταδιού, το άπειρο

να κατοικήσω εκεί

ώσπου να τεντωθεί η στιγμή να το χωρίσω

να κατοικήσω, να σου μιλήσω

Παντού σιωπή

Ύστερα μέταλλο πάνω στο μέταλλο

Τα σα εκ των σων

Μαζεύω τα φιλιά μου όλα, την αγκαλιά

Καθεύδει εν τη ομίχλη ημών αυτό το όρος

αυγάζει η σιωπή και τελειούται.

Το καμπανάκι χτύπησε ακόμα μια φορά

κι ήταν το τέλος. Αποκοιμήθηκε στα ασφοδίλια

ενώ στον αέρα χτυπιόνταν οι ακτίνες εκπομπής

όλων των δελτίων ειδήσεων. Δεν θα

αποτελούσε ποτέ ύλη της ιστορίας. Κι ο εαυτός

του είχε ξεχάσει τον αρχικό σκοπό και το

ύστερο σφύριγμα. Κάθισε τελευταία φορά

Page 76: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

76

κοιτάζοντας έναν καθρέφτη. Μέσα του άρχισε

να ξημερώνει η πρώτη ώρα.

Χτυπώντας πόρτα περίμενε να τον

ρωτήσουν όνομα και ιδιότητα και έτρεμε. Δεν

είχε τίποτα. Χτύπησε μια………

Ο λαγός μπήκε στο όνειρο ξοδεύοντας

ανατολές, μέχρι που χάραξε…

Page 77: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

77

Έξοδος

Στον Γιώργο – Μάξιμο

Τώρα κοιτάζω το σκοτάδι

στ’ αυριανά μου μάτια θα ‘ρθεί ένα πεζούλι

μια θάλασσα θέλω να ‘ρθει, με δυο δελφίνια.

Ένα του διάφανου να πληρωθεί με ήλιο

και τ’ άλλο να περάσει μες στα δάχτυλα την

πόλη.

Τα αυριανά μου δόντια να γράψουν, θέλω,

στη φλούδα του μήλου

τα’ αληθινό μου όνομα, το πρόσωπο.

Να σπάσουνε τα χιόνια από τα πόδια

κι ανέστιος στο πρωινό να ξεκινήσω.

Τώρα ακούω ύπνο

κατεβαίνει και με βρίσκει στ΄ όνειρο

λέξεις, που γράφουν κύτταρα

με πάνε μες στο μυελό, άκρη της μήτρας

παντοτινά ο κήπος μιας Εδέμ, με χελιδόνια

κι ένα ανοιχτό φωνήεν, δυο κύματα

που βρίσκουν την ανάσα πλατυτέρας.

Το βράδυ, τότε, γεμίζει με τραπέζια

κι ακούω ήχους Κυριακής με ένα πανέρι

φρούτα

ξαπλώνω Μάη και Λαμπρή, ένα ποτήρι

Page 78: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

78

γεμάτο διαφάνεια, γεμάτο αυλές με παιδικά

ματάκια.

Κοιτάζω τώρα το σκοτάδι,

στα αυριανά μου μάτια

ξαπλώνει αυγερινός

μια χούφτα αστέρια

καθαρότατα

άστρα.

Page 79: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

79

Περιεχόμενα

ΚΛΙΜΑΞ ΠΡΩΤΗ

Αρχή

5

7

Γέφυρα του καλού οδίτη

Ιστορίες πασχάλιες

8

10

Χρονικό πρώτο 13

Κρυφό ποτάμι 16

Και είπε ο Μάξιμος 17

Μικρή Ιφιγένεια, φοβάμαι 21

ΚΛΙΜΑΞ ΔΕΥΤΕΡΗ

Χρονικό δεύτερο

27

29

Και λευκό σεντονάκι 31

Και είπε ο Μάξιμος 33

Της εξορίας 37

Παρέλαση

Εκεί στα φώτα

39

41

ΚΛΙΜΑΞ ΤΡΙΤΗ

Χρονικό τρίτο

43

45

Αγρυπνία 48

Και είπε ο Μάξιμος 50

Καλοκαίρι του Αχέροντα 55

Το μόνο 57

ΚΛΙΜΑΞ ΤΕΤΑΡΤΗ

Χρονικό τέταρτο

59

60

Πορτραίτο χειμερινής φωτογραφίας 62

Και είπε ο Μάξιμος 64

Πέρασμα 69

Καλντερίμι

Ο Ξένος

70

73

Έξοδος 77

Page 80: Μαξιμοσ -Νικου Βαραλη E-book

80

Μαρτυρώ οτι φτάσαμε σε αυτή την πέτρα

ξημερώματα . Μας πήραν ε τα κύμα τα.

Πηδούσαν ώσμε το Σείριο και κατεβαίνανε

μέχρι η ανάσα τους να βρει γιούσουρι και να

ματώσει.

Προσευχόμασταν όλη τη νύχτα. Γυμνοί

βγήκαμε. Και τα πόδια μας κομμένα από τα

χαλίκια του βυθού και τα μαλλιά μας

φρύγανα από την κάψα του ήλιου. Πηδήσαμε

στο ακρογυάλι. Φιλήσαμε πέτρα κελαινήν,

δοξολογώντας. Τα χρόνια πέρασαν και

μείναμε εδώ να τρώμε ο ένας τη σάρκα του

άλλου. Ο τελευταίος γεύτηκε πέτρα κι

εξορίσθηκε. Φαγώθηκε μετά απ’ τα πουλιά.

Μόνον εγώ απόμειν τρώγοντας κάθε μέρα

ένα μικρό φωτόνιο ενώ το βράδυ κατάπινα

φούχτες - φούχτες τη θάλασσα. Και ήκουσα

φωνήν οπίσω μου μεγάλην ως σάλπιγγος

λεγούσης: ο βλέπεις γράψον......

ISBN 978-960-33-5505-6