ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

46

Transcript of ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Page 1: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc
Page 2: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Ε Λ Λ Η Ν Ι Σ Τ Ι Κ Η   Κ Ο Ι Ν Η

Εισαγωγή

Ο άνθρωπος είναι κατά τον Αριστοτέλη «ζώον πολιτικόν» με την έννοια πως μέσα στην πόλη, σε μια οργανωμένη συναινετική κοινωνία, μπορεί να αξιοποιήσει στο έπακρον τις έμφυτες ικανότητές του και να προικιστεί και με επίκτητες. Μέσα στην πόλη και η γλώσσα, το κατεξοχήν όργανο επικοινωνίας, πλουτίζεται, εκλεπτύνεται και ομαλοποιείται Η συγκρότηση της πόλεως-κράτους κατά την αρχαϊκή περίοδο σε συνδυασμό με την καθιέρωση πανελλήνιων θρησκευτικών και αθλητικών κέντρων, τη σύναψη συμμαχιών και ευρύτερων πολιτικών ενώσεων (αμφικτuονίαι) και την ανάπτυξη φυσικά των εμπορικών συναλλαγών συνέτεινε στην εξομάλυνση των διαλεκτολογικών διαφορών. Παράλληλα με τις υπερτοπικές λογοτεχνικές διαλέκτους του έπους και της χορικής ποίησης αρχίζει να διαμορφώνεται στην Ιωνία, που είναι πάντοτε πρωτοπόρα, ένα είδος υπερτοπικής Κοινής. Ώς την αρχή των Μηδικών πολέμων αυτή η Ιωνική Κοινή, η οποία μονοπωλεί σχεδόν τον έντεχνο πεζό λόγο, είναι «η γλώσσα περιωπής».

Μετά το πέρας των Μηδικών πολέμων, την πολιτική και πνευματική ηγεμονία των Ελλήνων αναλαμβάνει η Αθήνα. Ο περσικός κίνδυνος συσπειρώνει τους Έλληνες και η συσπείρωση αυτή στο γλωσσικό επίπεδο ευνοεί την Αττική διάλεκτο. Η αθηναϊκή συμμαχία (478/7) με έδρα το ιερό του Απόλλωνα στη Δήλο επιβάλλει ως κέντρο αναφοράς πολλών πόλεων και νήσων την Αθήνα. Εκεί συρρέουν θεωροί, διάδικοι, μέτοικοι, διονυσιακοί τεχνίτες, περιεργοπένητες, σοφιστές και εταίρες. Για να ενσωματωθούν οι επήλυδες στην απαιτητική κοινωνία των Αθηνών αναγκάζονται να υιοθετήσουν τον αθηναϊκό τρόπο ζωής και προπάντων να χειρίζονται με ευχέρεια την εκλεπτυσμένη Αττική διάλεκτο. Η κοσμόπολη των Αθηνών είναι πλέον το «πρυτανείον της σοφίας», η «Ελλάδος παίδευσις».

Ούτε η ατυχής έκβαση του Πελοποννησιακού πολέμου ούτε οι εμφύλιοι σπαραγμοί ούτε καν η άνοδος της μακεδονικής δύναμης ανέκοψαν την εξέλιξη της Αττικής σε πανελλήνιο γλωσσικό όργανο. Αντιθέτως μάλιστα ο Φίλιππος Β', ηγεμόνας μεγάθυμος και οξυδερκής, καθιέρωσε την Αττική ως επίσημη γλώσσα της παιδευτικής αγωγής και της διοίκησης του κράτους του. Ο Αλέξανδρος και οι γόνοι αριστοκρατικών μακεδονικών οικογενειών είχαν λάβει μόρφωση αττική. Η περίλαμπρη πανελλήνια εκστρατεία στην Ανατολή προωθεί τον ελληνισμό ώς τις εσχατιές της Βακτριανής. Στα πολυεθνικά κράτη των διαδόχων θα λάβει σάρκα και οστά η γενναία απόφανση του Ισοκράτη ότι Έλληνες είναι οι μετέχοντες της ελληνικής παιδεύσεως. Και παίδευση σημαίνει πρωτίστως εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Η Κοινή διάλεκτος που την εποχή των διαδόχων αποβαίνει παγκόσμιο όργανο επικοινωνίας είναι ιδίωμα το οποίο έχει ως βάση του την Αττική. Το ιδίωμα αυτό προωθήθηκε συνειδητά από τη μακεδονική διοίκηση και το στρατό, αλλά και από εμπόρους, τυχοδιώκτες και λογίους στη Μικρά Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο.

Page 3: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Ο όρος Κοινή (εννοείται διάλεκτος) είναι αρχαίος. Για την προέλευση της Κοινής οι γραμματικοί διαφωνούσαν. Οι μεν πίστευαν ότι πράγματι προερχόταν από τον συγκερασμό των τεσσάρων βασικών διαλέκτων (η έκ τών τεσσάρων συνεστώσα), άλλοι ότι αυτή ήταν η μητέρα των τεσσάρων, άλλοι ότι επρόκειτο για πέμπτη διάλεκτο ή ότι ήταν μετεξέλιξη της Αττικής. Η τελευταία άποψη που υποστήριξε και στα νεότερα χρόνια ο Γ. Χατζιδάκις και πολλοί άλλοι έγκυροι μελετητές είναι η ορθή. Σήμερα, πάντως, με τον όρο Κοινή εννοούμε τα διάφορα επίπεδα γλώσσας με τις συνεπακόλουθες υφολογικές αποκλίσεις που ο ελληνικός κόσμος χρησιμοποιούσε στον προφορικό και εν μέρει στον γραmό λόγο από την ελληνιστική ώς την πρώιμη βυζαντινή εποχή. Πρόκειται συνεπώς για μια γλώσσα πολυσυλλεκτική και «εγκυκλοπαιδική» που έχει έναν πυρήνα με εξακτινώσεις. Αναμφιβόλως δεν μιλούσαν την ίδια Κοινή ο Αθηναίος και ο Πελοποννήσιος, ο Ίωνας και ο Μακεδόνας, ο εξελληνισμένος Ιουδαίος και  ο «ηγεμών έκ Δυτικής Λιβύης». Σε αντίθεση φυσικά με την προφορική που παρουσίαζε μεγάλη ανομοιομορφία η Κοινή γραφομένη έτεινε i σε ομοιομορφία. Όμως και εδώ οι διαφοροποιήσεις είναι σημαντικές. Ο ιστορικός Πολύβιος γράφει μιαν εκλεπτυσμένη και πλουσιοτάτη Κοινή, ενώ επί παραδείγματι ο συντάκτης ενός καταδέσμου γράφει σε μια χυμώδη, αλλά απείθαρχη δημώδη.

Οι άμεσες πηγές μας για την Κοινή είναι τα κείμενα που διασώθηκαν σε επιγραφές, παπύρους, και όστρακα (θραύσματα αγγείων). Πλούσιο υλικό παρέχουν επίσης τα λεξικά των αττικιστών και τα ελληνολατινικά γλωσσάρια, δηλαδή οι στοιχειώδεις μέθοδοι εκμαθήσεως της Ελληνικής που προορίζονταν για τους λατινόφωνους, και φυσικά η λογοτεχνία. Σημαντικότατα μνημεία της Κοινής είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα (Ο'), η Καινή Διαθήκη, τα Απόκρυφα και τα Ψευδεπίγραφα. Οι έμμεσες πηγές της Κοινής είναι οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της Νέας Ελληνικής, nou ανάγονται στη βυζαντινή Κοινή. Εξαίρεση αποτελούν τα τσακώνικα που ανάγονται στη Νεολακωνική Δωρική.

Ήδη στα πρώτα στάδια της εξέλιξής της η Κοινή πολιορκεί και το προπύργιο του γλωσσικού συντηρητισμού, τη λογοτεχνία. Βέβαια όσα από τα ποιητικά είδη επιβιώνουν (έπος, ελεγεία, ίαμβος, επίγραμμα) διατηρούν με κάποιους συμβιβασμούς την παλαιά τους τεχνητή διάλεκτο. Καινοφανή είδη συγγράφονται σε νέες, επίσης τεχνητές, διαλέκτους. Έτσι η γλώσσα των Βουκολικών του Θεοκρίτου είναι μια υπερτοπική Δωρική που έχει ως βάση τη διάλεκτο των Συρακουσών. Μια εκλεπτυσμένη μορφή της Κοινής χρησιμοποιούν οι ελάσσονες δημιουργοί των Ανακρεοντείων, των πρώιμων χριστιανικών ύμνων και των εργατικών και ερωτικών στιχουργημάτων. Από τους πρώτους ωστόσο μεταχριστιανικούς αιώνες εμφανίζονται και τα πρώτα δείγματα ρυθμοτονικής ποίησης, η οποία τελικά θα υπερισχύσει. Η

παραδοσιακή προσωδιακή ποίηση θα υποβιβασθεί σε μουσειακό είδος.

Αξιολογότερες είναι οι κατακτήσεις της Κοινής στον πεζό λόγο. Ήδη ο Αριστοτέλης, τον οποίο θαύμαζε ο Κικέρων για το χρυσό ποτάμι του λόγου του, χρησιμοποιεί μια πρώιμη λογοτεχνική Κοινή. Στην Κοινή επίσης συγγράφουν φιλόσοφοι, ιστορικοί, πολυΐστορες, επιστήμονες, μυθογράφοι και παραδοξογράφοι. Οι αποκλίσεις, ωστόσο, είναι σημαντικές: η γλώσσα του Πολυβίου (201-120 π.Χ.)

Page 4: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

είναι εξόχως τεχνουργημένη (νεολογισμοί, ποιητικές λέξεις, αποφυγή χασμωδίας), ενώ η γλώσσα του Επικτήτου (55-135 μ.Χ.), που ήταν απελεύθερος, συγγενεύει με τη δημώδη Κοινή.

Το πολιτιστικό λοιπόν γόητρο των Αθηνών, η λογοτεχνική παραγωγή (ιδιαίτερα η πεζογραφία) και τέλος η πειθανάγκη που ασκούσε η κρατική εξουσία (αθηναϊκές συμμαχίες και αργότερα μακεδονική μονοκρατορία) ενίσχυσαν στη διαπάλη των διαλέκτων την Αττική. Η Κοινή, ωστόσο, που διαμορφώθηκε ήταν αποτέλεσμα παραχωρήσεων και συμβιβασμών. Έτσι γνωρίσματα αποκλειστικά αττικά, όπως τα ττ αντί του σσ και η δεύτερη αττική κλίση (λεώς), απορρίφθηκαν, εφόσον οι άλλες διάλεκτοι είχαν να προσφέρουν ενιαίο τύπο. Η ροπή του αττικού προφορικού λόγου για απλοποίηση, δηλαδή για καταφυγή στο νόμο της μικρότερης προσπάθειας βρήκε απρόσμενους συμμάχους. Οι αλλόγλωσσοι, αλλά και όσοι μιλούσαν άλλες διαλέκτους, καθώς και οι απλοί άνθρωποι του λαού αδυνατούσαν να μεταχειριστούν τις πολυάριθμες ιδιοτροπίες, τη φαντασμαγορία των μορίων, τις περίπλοκες συντάξεις και τις λεπτότατες σημασιολογικές αποχρώσεις της αυστηρής ατθίδος. Με τον καιρό συντελούνται αποφασιστικής σημασίας αλλαγές σε όλα τα επίπεδα, οι οποίες οδηγούν στη συγκρότηση ενός εύπλαστου, πλούσιου και προπάντων απλουστευμένου γλωσσικού οργάνου.

Βάση λοιπόν είναι η Αττική, αλλά στη διαμόρφωση της Κοινής συνέβαλαν κατά δύναμη και οι άλλες διάλεκτοι. Πλουσιότερη ήταν η συνεισφορά της Ιωνικής. Ο Στ. Γ. Καψωμένος (1907-1978) και ο Αγαπητός Τσοπανάκης απέδειξαν ότι η συμβολή της Δωρικής ήταν πολύ σημαντικότερη από ό, τι πίστευαν παλαιότεροι ερευνητές. Η Δωρική πλούτισε ιδιαίτερα τη στρατιωτική και νομική ορολογία: λοχαγός, ουραγός, ξεναγός (αρχικά: αρχηγός των μισθοφόρων), άγημα, ανάδοχος. Δωρικά είναι και τα χρηστικότατα: Βουνός (ΝΕ Βουνό αντί του αττικού όρος), λαός, ναός, ορκωμοσία. Ακόμη και η περιθωριακή ΒΔ προίκισε την Κοινή και ιδίως τη Νεοελληνική με την επέκταση της κατάληξης -ες από την ονομαστική των τριτοκλίτων στην αιτιατική: οι πατέρες → τούς πατέρες (και κατ' αναλογίαν: οι, τούς ταμίες). Τη διοικητική και στρατιωτική ορολογία επιχορηγεί και η Μακεδονική: δεκανός (> ΝΕ δεκανέας, δεκανίκι), ταξίαρχος, σωματοφύλακες, υπασπισταί. Μακεδονική καταγωγή έχουν η λέξη κοράσιον και η κατάληξη -ισσα (Μακεδόνισσα).

Βαθύτατες, λοιπόν, είναι οι αλλαγές που συντελέσθηκαν κατά την περίοδο της Κοινής στο φωνολογικό σύστημα, στη μορφολογία, στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο της Ελληνικής. Οι αποφασιστικότερες, ωστόσο, αυτές που κυρίως οδήγησαν στη διαμόρφωση της Νέας Ελληνικής, συνέβησαν στη φωνολογία. Ο τονισμός της Αρχαίας Ελληνικής ήταν μουσικός, όπως φαίνεται άλλωστε και από την ορολογία: αρμονία, προσωδία, οξεία, βαρεία, κτλ. Η μετάβαση από τον μουσικό στο δυναμικό τονισμό (ακριβέστερα: ο λεξικός από μουσικός έγινε δυναμικός) φαίνεται ότι είχε ως συνέπεια την κατάργηση της προσωδίας. Η μονοφθόγγηση λοιπόν των διφθόγγων επιταχύνεται (ει → i, αι → e) και τα φωνήεντα γίνονται ισόχρονα. Έτσι επί παραδείγματι τα ι, ει, η, οι και υ συνέπεσαν να προφέρονται ως i (η μετεξέλιξη της προφοράς της διφθόγγου οι σε ί ολοκληρώθηκε μόλις τον 10ο αι. μ.Χ.!). Ο ιωτακισμός είχε ως συνέπεια να προκύψουν πάμπολλες ομοφωνίες (λέξεις με διαφορετικά νοήματα, οι οποίες είχαν. την ίδια προφορά). Και στο πεδίο των συμφώνων οι αλλαγές ήταν σαρωτικές. Ωστόσο ώς σήμερα σε νεοελληνικές διαλέκτους τα διπλά σύμφωνα (άλλος = άλ-λος) εξακολουθούν να προφέρονται και το τελικό -ν που καταδιώκεται από τον 4ο αι. π.Χ. εξακολουθεί να αντιστέκεται! Η

Page 5: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

γραφή βέβαια παρέμεινε φωνητική. Η δυσαρμονία ανάμεσα στο γράφημα και το φώνημα είχε ως συνέπεια την πληθώρα ορθογραφικών λαθών: ώντος αντί όντως, λυπόν αντί λοιπόν, κτλ.

Στη μορφολογία κυρίαρχη είναι η τάση για απλοποίηση, η οποία και συντελείται κυρίως διά της αναλογίας. Δισύλλαβοι και τρισύλλαβοι σχηματισμοί αντικαθιστούν ιδιότροπα από κλιτική άποψη μονοσύλλαβα: οίς: πρόβατον, μυς: ποντικός, ύς: χοίρος, ναύς: πλοίον. Τα ανώμαλα παραθετικά αντικαθίστανται: μέγας, μειζώτερος ή μεγαλώτερος (αντί του μείζων), μέγιστος. Τα επιρρήματα σε -ως (καλώς} περιορίζονται προς όφελος των σε -α (καλά): Η πολυτυπία του ρήματος περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία. Ορισμένα από τα εις -μι ρήματα προσχωρούν στα εις -ω: δίδωμι -δίδω. Το τέρας του δυϊκού αριθμού που ήδη από τον 3ο αι. Π.Χ. είχε υποστεί βαρύτατα πλήγματα, δέχεται από τον ίδιο τον Ιησού τη χαριστική βολή: «ΟυδεΙς οικέτης δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Λουκάς, 16, 13). Οι αττικιστές όμως προσπαθούν να αναστήσουν αυτόν τον αρχαϊκότατο τύπο: δυσΙ μή λέγε, αλλά δυοίν (Φρύνιχος).

Και στο πεδίο της σύνταξης η Κοινή επιδιώκει την απλοποίηση, την αναλυτική έκφραση και τη σαφήνεια. Τις γυμνές πτώσεις αντικαθιστούν σε ποικίλες περιπτώσεις οι ακριβέστερες εμπρόθετες συντάξεις. Η αιτιατική ως αντικείμενο εκτοπίζει σταδιακά τη γενική και δοτική (ακούειν τινά, αντί τινός). Το απαρέμφατο αντικαθίσταται: το ειδικό από το ότι + οριστική και το τελικό από το ίνα + υποτακτική. Η ευκτική κλονίζεται και ορισμένες χρήσεις της περιπίπτουν σε αχρηστία. Η παράταξη και το ασύνδετο περιορίζουν την υπόταξη. Έτσι ο σύνδεσμος και πλουτίζεται με νέες σημασίες.

Υπάρχουν λέξεις αιωνόβιες, μακρόβιες, βραχύβιες και εφήμερες -αυτές είναι και οι πιο θορυβώδεις. Η Κοινή αναγκάζεται να απορρίψει ένα μεγάλο αριθμό λέξεων που είτε αντιστέκονταν στην τάση για απλοποίηση είτε είχαν απολέσει την ετυμολογική τους διαφάνεια είτε ήταν υπερβολικά ιδιωματικές είτε αντιπροσώπευαν αντικείμενα και αξίες θνησιγενείς. Οι απώλειες, ωστόσο, αντισταθμίζονται με τη συρροή χιλιάδων νεολογισμών που επιβάλλουν οι ριζικές αλλαγές, οι οποίες πραγματοποιούνται στο κοινωνικό επίπεδο με την άνοδο των λαϊκών στρωμάτων, στο πολιτικό με τα πολυεθνικά κράτη των διαδόχων και τη ρωμαιοκρατία, και στο πολιτιστικό με την εμφάνιση του xριστιανιμoύ. 'Έτσι επί παραδείγματι πολλές αρχαίες λέξεις αποκτούν νέες σημασίες στη χριστιανική γραμματεία (άγγελος, διάβολος, επίσκοπος, εκκλησία).

 Κατά την περίοδο της Κοινής η Ελλάδα υποτάχθηκε πολιτικά στη Ρώμη (1ος αι π.Χ.) και πολιτιστικά στον χριστιανισμό. Η διττή αυτή καταδυνάστευση άφησε ανεξίτηλα σημάδια ακόμη και στην εθνική μας ονομασία: Ρωμιοί (Ρωμαίοι δηλαδή) και Χριστιανοί αντί του Έλληνες! Η κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους ήταν

Page 6: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

φυσικό να οδηγήσει σε ένα γλωσσικό δούναι-λαβείν ανταγωνιστικού χαρακτήρα. Οι Ρωμαίοι ως ενσυνείδητοι θεμελιωτές μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας αποδείχθηκαν επιμελείς μαθητές στους τομείς εκείνους που ένιωθαν ότι υστερούσαν. Έτσι αργυρολόγησαν συστηματικά την Ελληνική για να καλύψουν τις ανάγκες της φτωχής αγροτικής τους γλώσσας στην τέχνη, στην επιστήμη και στην ηδυπάθεια. Για να διευκολύνουν το διοικητικό τους μηχανισμό συνέστησαν επίσημη μεταφραστική υπηρεσία στη Ρώμη. Ένα τμήμα μάλιστα από τη ρωμαϊκή άρχουσα τάξη, ιδίως οι γυναίκες της αριστοκρατίας, ήταν δίγλωσσο. Ο Καίσαρ ξεψύχησε με το περιλάλητο «Καί συ τέκνον, Βρούτε;». Ο Αύγουστος πέθανε με ένα στίχο του Μενάνδρου στα χείλη. Ο Νέρων μετέφραζε Αισχύλο και διέπρεψε ως ερμηνευτής τραγωδιών. Οι ποιητές σύλησαν τα μέτρα, τα είδη, τους τρόπους και τη θεματική της κλασικής και της ελληνιστικής ποίησης.

Οι Έλληνες αντιθέτως (ακόμη και οι Γραικύλοι!) κράτησαν στάση υπεροπτική έναντι της Λατινικής γλώσσας και του ρωμαϊκού πολιτισμού γενικότερα. Τα δάνεια από τη Λατινική είναι περιορισμένα κατά τους πρώτους αιώνες της κατάκτησης. Την αντίσταση καθοδηγούσαν οι αττικιστές, οι υπέρμαχοι της γλωσσικής καθαρότητας και ανεπιμιξίας. Τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ., ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός λέξεων (ιδίως από τη στρατιωτική, διοικητική και εμπορική ορολογία) παρεισέφρησε στα ελληνικά.

Η επίδραση της Λατινικής στην Ελληνική είναι ανεπαίσθητη στο συντακτικό επίπεδο, κάπως αισθητή στο μορφολογικό (κυρίως σε παραγωγικές καταλήξεις: -άριος, -άτος, -ούρα, -πουλλος) , αλλά ισχυρότατη στο λεξιλογικό. Πάμπολλες λέξεις που πολιτογραφήθηκαν ιδίως στην όψιμη Κοινή διατηρούνται ώς σήμερα: τίτλος, μεμβράνη, μίλιον, δικτάτωρ, κάστρο, κάρβουνο, σπίτι (οσπίτιον), παλάτι, φάβα, λουκάνικο. Λατινική επίσης προέλευση έχουν τα ονόματα των μηνών και αρκετά ανθρωπωνύμια: Αντώνιος, Κωνσταντίνος, Πουλχερία.

Η συνάντηση ελληνισμού και ιουδαϊσμού ήταν μια τραυματική εμπειρία και για τις δύο πλευρές. Οι Έλληνες κατέκτησαν και θέλησαν να επιβάλουν το δικό τους κοσμοείδωλο και το δικό τους τρόπο ζωής σε ένα λαό που θεωρούσε τον εαυτό του ως περιούσιο. Οι Μακκαβαίοι αποτίναξαν τον ελληνικό ζυγό και για ένα διάστημα η lουδαία παρέμεινε ανεξάρτητη. Όμως το 68 π.Χ. ο Πqμπήιος προσάρτησε την ευρύτερη περιοχή στη σφαίρα επιρροής της Ρώμης. Στο μεταξύ, ήδη από τον 3ο αι π.Χ., ένα μεγάλο μέρος των lουδαίων της διασποράς είχε ως μητρική του γλώσσα τα ελληνικά. Προς χάρη λοιπόν αυτών των ελληνόγλωσσων lουδαίων (ελληνισταί) η Παλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στην ελληνιστική Κοινή. Η μεταφραστική

διαδικασία διήρκεσε περίπου τρεις αιώνες (Το βιβλίο του Ιώβ μεταφράστηκε μόλις τον 1ο αι μ.Χ.). Το κείμενο των Εβδομήκοντα (Ο') δεν έχει ενιαία γλωσσική μορφή. Οι πολυπληθείς βαρβαρισμοί (Έξοδος, 18, 6 Τρία εγώ ειμί), σολοικισμοί (Γένεσις, 1, 1 σύν τόν ουρανόν), σημιτισμοί (έν + έναρθρο απαρέμφατο, Γένεσις, 4, 8 καί εγένετο έν τω είναι αυτούς), τα άκλιτα ονόματα (Αβραάμ, Ιακώβ) και γενικότερα το

Page 7: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

ακαλλώπιστο και τραχύ ύφος αποκαλύπτουν ότι ο αυταρχικός λόγος του Γιαχβέ δυσφορούσε με το αλλόγλωσσο ένδυμα.

Υφολογική ανομοιογένεια χαρακτηρίζει και την Καινή Διαθήκη. Το ένα άκρο καταλαμβάνουν τα τεχνουργημένα ελληνικά του Λουκά, το άλλο η αυχμηρή δημώδης της Αποκάλυψης. Οι πολυπληθείς «βιβλισμοί» (οι ιδιοτυπίες των Ο') και εβραϊσμοί θυμίζουν συνεχώς ότι η Καινή Διαθήκη δεν καταλύει, αλλά συνεχίζει και συμπληρώνει τον Νόμο και τους Προφήτες. Τα ιδιότυπα ελληνικά της Βίβλου, που προκαλούσαν τον αποτροπιασμό των θιασωτών του άπεφθου ελληνισμού, επηρέασαν με την επικράτηση του χριστιανισμού το δημώδες κυρίως ρεύμα της Κοινής.

Η Κοινή λοιπόν είναι μια γλώσσα επικοινωνίας, που διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, καθώς χρωματίζεται από την τοπική διάλεκτο (δωρίζουσα και ιωνίζουσα Κοινή), που αρέσκεται στις ζωηρές εκφράσεις (ευθύς λόγος αντί πλαγίου, υπερθετικά αντί συγκριτικών), που επιδιώκει την έμφαση, την ευκρίνεια και την απλότητα, που προσλαμβάνει, αν παραστεί ανάγκη, δάνεια από την υψηλή λογοτεχνία (λαίλαψ), αλλά και από τις γλώσσες όμορων λαών. Είναι επίσης μια γλώσσα περιωπής, το κλειδί για την πρόσβαση στα αγαθά ενός υψηλού πολιτισμού. Για αιώνες πολλούς το άνυσμα της επικράτειάς της ήταν τεράστιο. Αλλοεθνείς ηγεμόνες (Αρμένιοι, Πάρθοι, ο Σικλώ ο βασιλίσκος των Νουβάδων), ιερείς (ο Αιγύπτιος Μανέθων, ο Βαβυλώνιος Βαρωσσός, οι Δρυΐδες της Γαλατίας) και σοφιστές γράφουν στην Κοινή.

Στις αρχές του 3ου αι Π.Χ. ενώ η Κοινή αρχίζει τη θριαμβική της πορεία προς τη γλωσσική ενότητα του ελληνισμού, η ρητορική εγκαταλείπει σταδιακά το λίκνο της, την Αθήνα, και καταφεύγει στην Έφεσο, τη Σμύρνη και τη Ρόδο. Βέβαια με την κατάρρευση της δημοκρατίας, η ελευθερία της έκφρασης που ακόνιζε τη δεινότητα του ρήτορα έχει φαλκιδευτεί, αλλά η «άκεντρος» ρητορική των γυμνασμάτων είναι ελεύθερη να φλυαρεί για ανώδυνα θέματα. Το ασιανό ύφος (ασιανός ζήλος, ασιανισμός) εξορμά από την επιδεικτική ρητορική και απειλεί να κατακλύσει την ιστοριογραφία και τη φιλοσοφία. Το ανάχωμα σε αυτό «Το θολό ρεύμα του Ορόντη» ανέλαβαν να υψώσουν οι αυστηροί θεματοφύλακες της κλασικής παράδοσης, οι «Αττικισταί». Όμως ο χλιδανός, κενολόγος και αυτάρεσκος «ασιανός ζήλος» ήταν ένας εύκολος αντίπαλος, που απλώς στάθηκε το πρόσχημα για τη συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων. Το μένος των αττικιστών στρεφόταν κατ' ουσίαν εναντίον της Κοινής, που απειλούσε να κατακυριεύσει το σύνολο της πεζογραφίας. Το σύνθημα των νοσταλγών του αρχαίου κλέους ήταν: πίσω ολοταχώς στον δόκιμα αττικό λόγο του Λυσία και του Πλάτωνος!

Ο αξιολογότερος θεωρητικός της αττικιστικής κίνησης ήταν ο ιστορικός και τεχνογράφος Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, που δίδαξε από το 30-8 π.Χ. στη Ρώμη, το σημαντικότερο εκείνη την εποχή κέντρο ελληνικής παιδείας. Στην ταχύτατη ενδυνάμωση της αττικιστικής κίνησης συνέβαλαν η ακτινοβολία της Αττικής διαλέκτου, το κύρος των συγγραφέων του 5ου και 4ου αι., το αξίωμα της μίμησης που κυριαρχούσε στην εκπαιδευτική πρακτική, η παρέμβαση του Αυγούστου που πίστευε ότι ο κλασικισμός στη γλώσσα και στην τέχνη θα μπορούσε να κρατήσει ζωντανές τις παραδοσιακές αξίες, και βέβαια η φιλολογική προεργασία (εκδόσεις, υπομνήματα, λεξικά) που είχε συντελεσθεί από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους πάνω στα αττικά κείμενα. Στις τάξεις του αττικισμού προσχώρησαν και οι πολέμιοι του χριστιανισμού, οι οποίοι ως εκπρόσωποι κατά κανόνα της υψηλής διανόησης

Page 8: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

καταφρονούσαν τόσο την απλοϊκή διδασκαλία όσο και την ανεπιτήδευτη γλώσσα των Ευαγγελίων και των Αποστολικών Πατέρων.

Ο άμεσος στόχος των αττικιστών φαινόταν κοινός: επιστροφή στα καθαρά και ορθά αττικά. Ποιά όμως ήταν η δόκιμος Αττική διάλεκτος; Στο σημείο αυτό οι απόψεις διέφεραν. Οι μεν προέβαλλαν ως πρότυπο τον Λυσία, άλλοι θεωρούσαν τον Πλάτωνα κατά τάξη μεγέθους ανώτερο και άλλοι προέκριναν τον Ξενοφώντα. Όλοι τους όμως συμφωνούσαν ότι η μίμηση της μορφής θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην παραγωγή νέων αριστουργημάτων. επειδή οι αττικιστές πίστευαν ότι το αμιγώς αττικό λεξιλόγιο διασφάλιζε την κομψότητα (αστειότης) του λόγου, ως αλάθητο κριτήριο για την εκλογή μιας λέξης θεωρούσαν την παρουσία της στα έργα των δοκίμων συγγραφέων. Ο γραμματικός μάλιστα Ουλπιανός (2ος αι. μ.Χ.) επονομάσθη Κειτούτειτος, επειδή ακριβώς προτού δοκιμάσει ένα φαγητό αναζητούσε αγωνιωδώς αν το όνομα του εδέσματος απαντούσε στα αττικά υποδείγματα (κείται ή ου κείται;). Δεν ήταν όμως μόνο το κέλυφος του λόγου που σαγήνευε τους υπέρμαχους της οπισθοδρόμησης. Εδραία ήταν η πεποίθησή τους ότι η ενασχόληση με τα «κείμενα» θα αναζωογονούσε αυτομάτως τις παλαιές αξίες που είχαν πυργώσει το φρόνημα των Μαραθωνομάχων! Όποια πάντως κι αν ήταν τα κίνητρα των προμάχων, μυωπικά ή υψηλά, ο αττικισμός είναι σφραγισμένος από την ευγένεια που προσδίδει σε ένα κίνημα η αναζήτηση του ανέφικτου και του ουτοπικού.

Τον 2ο αι. μ.Χ. το ρωμαϊκό κράτος ευημερεί Τα αγαθά της παιδείας δεν είναι πια προνόμιο μιας ολιγάριθμης αριστοκρατίας. Το ελληνόφωνο τμήμα εγείρει απαιτήσεις για πολιτιστική ηγεμονία. Κατά την εποχή αυτή οι δημοφιλέστεροι τεχνίτες του πεζού λόγου στον ελληνόφωνο χώρο είναι οι εκπρόσωποι της Δεύτερης Σοφιστικής με προεξάρχοντα τον Αίλιο Αριστείδη (129-181). Οι πνευματώδεις αυτοί αττικιστές φαίνεται ότι συνήρπαζαν με τις (αδρά αμειβόμενες) διαλέξεις τους ακόμη και το απαίδευτο πλήθος, που είναι βέβαιο ότι δεν κατανοούσε τις σοφιστικές τους λεπτολογίες, ίσως ούτε καν την εκφορά του λόγου τους, εξαιτίας ακριβώς των φωνητικών αλλαγών που είχαν συντελεσθεί Τον αυστηρό αττικισμό αποδέχθηκε τελικά και η, επίσημη χριστιανική Εκκλησία. Είναι αμφίβολο αν το εκκλησίασμα στο σύνολό του μπορούσε να ενωτισθεί τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Πάντως στα επιτεύγματα του αττικισμού θα πρέπει να συγκαταριθμηθούν η προστασία της γραπτής κυρίως γλώσσας από την εισροή λατινικών λέξεων και η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς του κλασικού κόσμου από τη μισαλλοδοξία των φανατικών χριστιανών.

Το τίμημα όμως της παλινδρόμησης ήταν βαρύ η προσήλωση των αττικιστών στο ένδοξο παρελθόν και η πεισματική άρνησή τους να αποδεχθούν την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι η γλώσσα εξελίσσεται, οδήγησαν στη διγλωσσία, η οποία καταταλαιπώρησε το έθνος για δύο χιλιετίες και βάθυνε το χάσμα ανάμεσα στη μειοψηφία των πεπαιδευμένων και στον απλό λαό. Η πρόσβαση στα αγαθά της παιδείας προϋπέθετε πολύχρονη ενασχόληση με ένα γλωσσικό όργανο που δεν άνθιζε

Page 9: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

στα χείλη των ανθρώπων, αλλά ήταν κείμενο. Στη στρεβλή επίσης αξιολόγηση ενός έργου με μόνο κριτήριο τη γλωσσική του διατύπωση οφείλεται και η παραμέληση των συγγραφέων εκείνων που έγραφαν σε γλώσσα απλούστερη. Το θλιβερό επακόλουθο αυτής της προκατάληψης ήταν να χαθούν σημαντικότατα επιστημονικά και λογοτεχνικά έργα.

Προς το τέλος του 5ου αι. μ.Χ. στον ευρύτερο ελληνόφωνο χώρο η γλωσσική πραγματικότητα εμφανίζεται συγκεχυμένη. Στον προφορικό λόγο κυριαρχεί η Κοινή. Φυσικά και μέσα στην ίδια περιοχή υπάρχουν διαφοροποιήσεις που ανταποκρίνονται στη φυλετική καθαρότητα, στην κοινωνική διαστρωμάτωση και γενικότερα στις διαφορές του μορφωτικού επιπέδου.

Στον γραπτό λόγο υπάρχει πολυδιάσπαση. Οι συγγραφείς που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, καθώς και η διοίκηση, συμβιβάζονται με ποικιλίες της Κοινής. Όμως οι επίσημοι ιστοριογράφοι, οι ρήτορες, οι φιλόσοφοι, οι επικεφαλής της Εκκλησίας είναι αττικιστές. Ορισμένα είδη ποίησης εξακολουθούν να γράφονται στις παραδοσιακές λογοτεχνικές διαλέκτους. Η λυρική ποίηση, ωστόσο, κυρίως η υμνογραφία, και τα τραγούδια του λαού έχουν προσχωρήσει στο στρατόπεδο της Κοινής. Η ρυθμοτονική ποίηση έχει κάνει ήδη την εμφάνισή της.

Παρά το βαθύ δίχασμα ανάμεσα στον φυσικό και στον γραπτό λόγο η Ελληνική γλώσσα κατορθώνει στη διαπάλη της με τη Λατινική για τη γλωσσική ηγεμονία στην Ανατολή να εξέλθει νικήτρια. Αυτή η περίλαμπρη νίκη συνέτεινε τα μέγιστα και στον προοδευτικό εξελληνισμό του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 88-93

Page 10: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Ε Λ Λ Η Ν Ι Σ Τ Ι Κ Η   Κ Ο Ι Ν Η

Ο Μέγας Αλέξανδρος και η διάδοση της Ελληνικής γλώσσας

Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η πολιτική και πολιτισμική ενοποίηση του χώρου της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής, αποτελούν ιστορικά φαινόμενα που εξηγούνται από τα συμφραζόμενα της εποχής, ταυτόχρονα ωστόσο συνδέονται, κατά τρόπο μοναδικό, με την προσωπικότητα του Μακεδόνα βασιλέα: η δημιουργία του ελληνιστικού κόσμου, ο οποίος αργότερα αποτέλεσε το υπόβαθρο για την ρωμαϊκή παρουσία στην περιοχή αλλά και για την εξάπλωση του χριστιανισμού, εκτός από αποτέλεσμα των οικονομικοκοινωνικών εξελίξεων στον ελλαδικό χώρο, αποτέλεσε και συνειδητή επιλογή του Αλεξάνδρου. Η δημιουργία πολυάριθμων πόλεων με μεικτό -ελληνικό και ντόπιο- πληθυσμό στις κατακτημένες περιοχές, οι επιγαμίες των Μακεδόνων «εταίρων» με Ασιάτισσες πριγκίπισσες, η διατήρηση θεσμών και πρακτικών (σε περιοχές που επί αιώνες ανήκαν σε υπερεθνικές πολυπολιτισμικές αυτοκρατορίες), τα σχέδια για μετακινήσεις πληθυσμών όχι μόνο από την Ελλάδα προς την Ασία αλλά και αντιστρόφως - όλα αυτά δείχνουν πως ο Αλέξανδρος είχε οραματιστεί τη δημιουργία μια νέας αυτοκρατορίας, και όχι την προσάρτηση εδαφών στο βασίλειο της Μακεδονίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο που τα προηγούμενα χρόνια η στρατιωτική υπεροχή των Αθηναίων συνδυάζεται με την πολιτιστική τους υπεροχή και έχει σαν αποτέλεσμα την επικράτηση της Αττικής διαλέκτου έναντι της Ιωνικής, έτσι και η νικηφόρα εκστρατεία του Αλεξάνδρου κατά των Περσών  στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα δημιουργεί το πολιτικό πλαίσιο και τις κατάλληλες συνθήκες εξάπλωσης της ελληνικής γλώσσας και, συνακόλουθα, του ελληνικού πολιτισμού. Η γλώσσα της εποχής, γνωστή ως Κοινή, αναπτύσσεται σταδιακά ως μία γλώσσα ενιαία, για την χρήση των πολλών κατοίκων της ελληνικής οικουμένης, στη θέση των διαφόρων αρχαιοελληνικών διαλέκτων.

Page 11: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Στο αλεξανδρινό κράτος η έννοια του «πολίτη» των κλασικών χρόνων αντικαθίσταται από αυτήν του «κοσμοπολίτη» και ελληνικές πόλεις ιδρύονται παντού. Έλληνας είναι αυτός που «μετέχει της παιδεύσεως της ημετέρας». Συνεπώς, ο όρος «Έλλην» δεν συνδέεται αναγκαστικά και μόνο με τη φυλετική καταγωγή, αλλά ουσιαστικά με την ελληνική παιδεία και τον τρόπο ζωής, εκφραζόμενο πάντως στην ελληνική γλώσσα. αφορά δε τους Μακεδόνες, τους Έλληνες της κλασικής περιόδου, τους Πέρσες και «τα άλλα έθνη» της Ασίας ή ακόμα και όλης της οικουμένης. Η γλώσσα αυτή αποτελεί μια περισσότερο απλοποιημένη εκδοχή της Αττικής γλώσσας, γεγονός που υπαγορεύεται από τις νέες ανάγκες χρήσης της από μεγάλες και ανομοιογενείς ομάδες πληθυσμού στο αχανές βασίλειο του Αλεξάνδρου. Η Ελληνιστική Κοινή γίνεται διεθνής γλώσσα και χρησιμοποιείται από τους Έλληνες και τους εξελληνισμένους ξένους της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου, της Συρίας, της Περσίας. δεν είναι μόνο η επίσημη γλώσσα της διοίκησης, αλλά και η γλώσσα της διανόησης, της λογοτεχνίας, κι ακόμη η γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών, ο κοινός κώδικας των ποικίλλων κατοίκων του ελληνιστικού κόσμου, η lingua franca της εποχής.

 

Page 12: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Ε Λ Λ Η Ν Ι Σ Τ Ι Κ Η   K O I N H

Παλαιά και Καινή Διαθήκη

Κατά την περίοδο της επικράτησης της Κοινής, την πολιτική υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη διαδέχεται η πολιτιστική της τρόπον τινά υποταγή στο Χριστιανισμό, η επικράτηση του οποίου αποτελεί τομή στην ιστορία των λαών της Μεσογείου και αργότερα ολόκληρης της Ευρώπης. Η εμφάνιση του Χριστιανισμού πραγματοποιείται όταν έχει ήδη συντελεστεί η γλωσσική και πνευματική ενότητα της ανατολικής Μεσογείου. Με την ελληνική να είναι η πιο γνωστή γλώσσα και με ελληνικές φιλοσοφικές και ρητορικές σχολές σε κάθε μεγάλη πόλη, ο ελληνικός πολιτισμός έχει επιβάλει την παρουσία του στους λαούς της Ανατολής.

Η νέα θρησκεία αρχικά προσέκρουσε στην αρχαιοελληνική αντίληψη της ζωής και του κόσμου, ενώ οι ειδωλολατρικές λατρευτικές συνήθειες των αρχαίων βρέθηκαν σε πλήρη αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία. Ωστόσο, ο Χριστιανισμός παρέπεμπε στις αρχές της στωικής φιλοσοφίας και στην εσωτερικότητα του πλατωνισμού, καθώς και σε μηνύματα όπως αυτοπειθαρχία και μετριοπάθεια, φιλανθρωπία, πραότητα και ευγένεια αισθημάτων - βασικές αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας. Συνδυάζοντας και τη μεγάλη θεολογική παράδοση του Ιουδαϊσμού, όπως την μετέφεραν ως τότε οι νόμοι και οι προφήτες, χριστιανισμός και ελληνισμός διέγραψαν μια κοινή πορεία, χωρίς ποτέ να εκλείψουν εντελώς οι αντιθέσεις.

Page 13: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Η Κοινή, λοιπόν, η οποία από τους χρόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι περίπου τον 6ο αιώνα μ.Χ. ήταν η επίσημη γραπτή και προφορική γλώσσα στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, γίνεται και η γλώσσα των ιερών κειμένων του Χριστιανισμού. Μάλιστα, τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, μαζί με τις επιγραφές και τους παπύρους, είναι οι βασικότερες πηγές από όπου αντλούμε πληροφορίες για την γλώσσα της περιόδου.

Η Αγία Γραφή, αποτελείται στο σύνολό της από 66

διαφορετικά βιβλία, ξεκινώντας από το βιβλίο της Γένεσης της Παλαιάς Διαθήκης και φτάνοντας μέχρι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Ο όρος Παλαιά Διαθήκη χρησιμοποιήθηκε από τους Χριστιανούς για να διακρίνει τις Ιουδαϊκές Γραφές από την Καινή Διαθήκη, η οποία περιλαμβάνει τη διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του.

Τα 39 βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης μεταφράστηκαν από τα ιουδαϊκά και τα αραμαϊκά στα ελληνικά, στο διάστημα από τις αρχές του 3ου έως και τον 1ο αιώνα π.Χ., στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η μετάφραση αυτή είναι γνωστή ως η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα (Ο’) επειδή, σύμφωνα με μία παράδοση, χωρίς ωστόσο ιστορική βάση, ο Πτολεμαίος ο Β’ ο Φιλάδελφος ανέθεσε τη μετάφραση του Ιουδαϊκού Νόμου σε 72 Ιουδαίους λογίους –έξι από κάθε φυλή, αριθμός που αργότερα στρογγυλοποιήθηκε– για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Ιουδαίων της περιοχής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έργο πολλών μεταφραστών σε διαφορετικές εποχές, γεγονός που δικαιολογεί τη γλωσσική ανομοιομορφία της συλλογής.

 

Ομοίως, υφολογική ανομοιογένεια παρουσιάζουν και τα κείμενα των 27  βιβλίων της Καινής Διαθήκης, τα οποία γράφτηκαν απ’ ευθείας στα ελληνικά, με εμφανείς ωστόσο σημιτικές επιδράσεις. Οι αραμαϊσμοί και οι εβραϊσμοί θα μπορούσαν να οφείλονται είτε στη διγλωσσία των συγγραφέων είτε στη συνειδητή τους προσπάθεια να μιμηθούν τη γλώσσα των εβδομήκοντα. Από τα Ευαγγέλια και γενικά την Καινή Διαθήκη δεν λείπουν οι αττικισμοί, οι λατινικές λέξεις και οι νεολογισμοί.

Page 14: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Β Υ Ζ Α Ν Τ Ι Ο

Εισαγωγή

Βυζάντιο ονομάζουμε (άκριτα βεβαίως και ανιστόρητα) σήμερα την εκχριστιανισμένη ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο την Κωνσταντινούπολη, που εξουσίασε κατά καιρούς, από το 330 ώς το 1453, σημαντικά εδάφη στην Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρεια Αφρική. Στα χρόνια της ακμής της εκτεινόταν από τον Ευφράτη ώς την Ισπανία και από τον Νείλο ώς τον Δούναβη. Οι ποικιλώνυμοι λαοί που κατοικούσαν σ' αυτές τις εκτεταμένες επικράτειες είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ήταν επηρεασμένοι, άλλοι λίγο άλλοι πολύ, από τον ελληνικό πολιτισμό, φορέας του οποίου ήταν πρωτίστως η γλώσσα.  Ώς την εποχή του Ηρακλείου (610-641) συνεχίζεται έστω και αποδυναμωμένη η χρήση της Λατινικής στη νομοθεσία, στο στρατό και στη διοίκηση. Όμως και η Ελληνική είχε από καιρό επιβληθεί ως γλώσσα των τοπικών δικαστηρίων και των νοταριακών πράξεων και εν μέρει της νομοθεσίας (Νεαραί). Πάντως στους πρώτους αιώνες της ιστορίας του Βυζαντίου υφίσταται ένα είδος διοικητική διγλωσσίας, δηλαδή παράλληλη χρήση των ελληνικών και των λατινικών. Έτσι, μολονότι ο Ηράκλειος θέσπισε τα ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους, στο αυλικό τελετουργικό, στη νομοθεσία, στη στρατιωτική διοίκηση και στην οικονομία (ονόματα νομισμάτων, φόρων και θεσμών) διατηρείται η λατινική ορολογία.

Ο ακρογωνιαίος λίθος του κοινωνικού και ηθικοφιλοσοφικού εποικοδομήματος της βυζαντινής αυτοκρατορίας είναι

αναμφιβόλως η αποδοχή του χριστιανισμού. Το όνομα Έλλην δεν δηλώνει πια την εθνική ταυτότητα, αλλά τουλάχιστον ώς τον 10ο αι. την προσήλωση στην ειδωλολατρία. Ο αλλόκοτος γλωσσικός σχηματισμός «ελληνο-θρησκοχριστο-βλάσφημος» συνοψίζει το πνεύμα και τη νοοτροπία μιας ολόκληρης εποχής. Το Βυζάντιο αποστρέφεται τον ελληνισμό, αποδέχεται ωστόσο το «ελληνίζειν», δηλαδή τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας από τους χριστιανούς. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός ανασκευάζει τον ισχυρισμό του lουλιανού του Αποστάτη (331-363), ο οποίος θεωρούσε την Ελληνική γλώσσα ως οργανικό στοιχείο της αρχαίας θρησκείας και συνεπώς αλλότρια του χριστιανισμού.

Page 15: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ένας από τους λόγους της ταχείας εξάπλωσης του χριστιανισμού ήταν ότι οι επιστολές του Παύλου, τα Ευαγγέλια, αλλά και η πρώιμη απολογητική γραμματεία (Αποστολικοί Πατέρες) είχαν γραφεί στα ελληνικά, και μάλιστα σε προσιτά ελληνικά, κατά την υποθήκη του Παύλου (Προς Κορινθίους, Α' 14, 9): «εάν μή εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον; έσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες». Ελληνική είναι επίσης η γλώσσα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, των Οικουμενικών Συνόδων, των θεολογικών πραγματειών και των Κανόνων του μοναχισμού. Στα ελληνικά, λοιπόν, καταρρίπτεται η ελληνική ειδωλολατρία και στα ελληνικά διαλαλεί η Εκκλησία την καχυποψία της για κάθε τι ελληνικό.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του βυζαντινού πνευματικού βίου είναι η ολοκληρωτική υποταγή στο χριστιανισμό και η προσήλωση στην ελληνομάθεια. Όμως η ελληνομάθεια αυτή φέρει ανεξίτηλο το στίγμα του διχασμού. Από τη μία μεριά βρίσκεται η μετεξελιγμένη ελληνιστική Κοινή που συνεχίζει να ρέπει προς την απλούστευση και την ομοιομορφία, και που αποδέχεται και αφομοιώνει ταχύτατα τα λεξιλογικά δάνεια. Από την άλλη ορθώνεται παγερή και αριστοκρατική η δόκιμος και λογία, η Αττικιστική δηλαδή, την οποία υποστηρίζει η σχολική αρχαΐζουσα παράδοση. Με τον καιρό μάλιστα το χάσμα διευρύνεται με αποτέλεσμα τη δημιουργία

μιας επίσημης διγλωσσίας (ορθότερα ίσως: διμορφίας). Και η «ιδιωτική Κοινή» με τις ποικίλες τοπικές παραλλαγές και η Αττικιστική λογία με τις πολυποίκιλες διανθίσεις και τα διαφορετικά επίπεδα δημιουργούν μια γλωσσική Βαβέλ, ούτως ώστε η μελέτη της βυζαντινής γλώσσας να αποθαρρύνει ακόμη και τους χαλκέντερους ερευνητές.

Οι Βυζαντινοί λοιπόν διανοούμενοι υπερασπίζονταν τα δόγματα του χριστιανισμού, αλλά στη γλώσσα των Αττικών ρητόρων και του Πλάτωνα. Ο απλός λαός, ιδίως της υπαίθρου και των επαρχιών, αντίθετα εκφράζεται στην καθομιλουμένη Κοινή που εξελίσσεται μακριά από κάθε σχολική επιρροή. Έτσι δεν είναι διόλου παράξενο το ότι ο κύριος όγκος των βυζαντινών κειμένων που σώθηκαν ανήκει στη λόγια παράδοση, ενώ τα δείγματα της καθομιλουμένης, ιδιαίτερα των πρώτων αιώνων, είναι λιγοστά. Η πενιχρότητα των πηγών δυσχεραίνει, όπως είναι φυσικό, τη μελέτη της εξέλιξής της. Οι λόγιοι σημειώνουν μόvο παρενθετικώς την ύπαρξη αυτής της «δημοτικής λεκτικής» (κατά τον «μαΐστορα των ρητόρων» Γεώργιο Τορνίκη,12ος αι.) ή της «λιτής» γλώσσας (ο όρος απαντά στο Βίο του Αγίου Πέτρου της Άτρωας, τον οποίο συνέγραψε ο μαθητής του μοναχός Σάβας, 9ος αι.).

Η εξεζητημένη λογία, που είναι κυρίως η γραπτή, και η ζωντανή και πηγαία καθομιλουμένη συνυπάρχουν στο Βυζάντιο αγνοώντας σχεδόν η μια την ύπαρξη της άλλης. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται πιθανότατα στην έλλειψη ουσιαστικής επαφής των λαϊκών στρωμάτων (κυρίως των πληθυσμών της υπαίθρου και των απόμακρων συνοριακών περιοχών: Καππαδοκία, Πόντος, αλλά και νότια Ιταλία) με τα κέντρα των αποφάσεων, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι πνευματικοί ταγοί και οι ιθύνοντες, οι λεγόμενοι «Δυνατοί». Ωστόσο, δύο βασικοί παράγοντες του βυζαντινού βίου, η Εκκλησία και η κρατική διοίκηση, βρίσκονται εξαιτίας της αποστολής τους σε

Page 16: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

άμεση και καθημερινή σχέση με όλους τους πολίτες. Οι δύο αυτοί θεσμοί αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στον απλό λαό, όπου κι αν βρίσκεται αυτός, και στην άρχουσα τάξη, δηλαδή τη σχετικά ολιγάριθμη ομάδα που διαθέτει πλούτο, γνώση και επιρροή στα κοινά. Είναι αποκαλυπτικό ότι τα κείμενα που προέρχονται από τους θεράποντες των δύο αυτών ακρογωνιαίων θεσμών παρά τις αγκυλώσεις τους τείνουν σε μια γλωσσική μορφή προσιτή στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Έτσι τα αγιολογικά και τα αγιογραφικά κείμενα (Βίοι αγίων, αρεταλογίες, αλλά και ακολουθίες τοπικών αγίων) γράφονται σε απλή μορφή, εγγύτατη με την τοπική λαλιά. Αντιθέτως, όλες σχεδόν οι βαθυστόχαστες θεολογικές πραγματείες, οι από άμβωνος ομιλίες των ιεραρχών, οι λόγοι που εκφωνούν σε αυλικές τελετές ή στα Θεοφάνεια υιοθετούν μιαν αρχαΐζουσα γλωσσική μορφή. Σε όλη άλλωστε τη βυζαντινή περίοδο ακμάζει η ομιλητική και θρησκευτική λογοτεχνία, που συντάσσεται φυσικά πάντοτε σε αρχαΐζουσα γλώσσα.

Και η γλώσσα της διοίκησης του κράτους προσαρμόζεται στις περιστάσεις. Σε απλουστευμένη γλωσσική μορφή συντάσσονται τα φορολογικά εγχειρίδια, οι κτηματικοί «περιορισμοί» και τα κτηματολογικά «πρακτικά» (περιγραφές και καταγραφές της έγγειας ιδιοκτησίας), οι σχολιασμοί της κειμένης νομοθεσίας, όπως η Πείρα του Ευσταθίου του Ρωμαίου (11ος αι.) και ο Τιπούκειτος (τι πού κείται) του Μ. Κριτού του Πατζή, τα νοταριακά έγγραφα, ακόμη και οι επίσημοι αυτοκρατορικοί Ορισμοί, των χρυσοβούλλων μη εξαιρουμένων. Ο διοικητικός συνεπώς μηχανισμός υιοθετεί τη μέση γλωσσική οδό, μολονότι οι

λειτουργοί του προέρχονται από την ιθύνουσα τάξη και είναι κατά κανόνα απόφοιτοι του Πανεπιστημίου της Βασιλεύουσας. Πρέπει να τονιστεί ότι η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου αυτού, ιδίως μετά τη μεταρρύθμιση του Κωνσταντίνου Θ' Μονομάχου (1042-1055) είναι το κατεξοχήν φυτώριο της βυζαντινής γραφειοκρατίας. Την παράδοση αυτή ενεθάρρυνε ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (905-959), ο διανοούμενος αυτοκράτορας, που συνήθιζε να συνεστιάζεται με τους φοιτητές του πανεπιστημίου, και που προσπάθησε να κωδικοποιήσει ο ίδιος τους κανόνες της διοικητικής οργάνωσης σε μορφή απλή και προσιτή.

Η διοίκηση, λοιπόν, κρατική και εκκλησιαστική, έχει ένα μέλημα: να είναι κατανοητή. Αυτός είναι ο λόγος που επικαλείται και ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος (717-741) για την αναθεώρηση της νομοθεσίας που είναι γνωστή ως Εκλογή Νόμων. 'Έτσι, λοιπόν, προκύπτει ένα είδος γλωσσικής έκφρασης που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί είτε ως απλουστευμένη λογία είτε ως καλλιεργημένη λαϊκή. Πρόκειται συνεπώς κατ' ουσίαν για μικτή. Τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα αυτής της μικτής είναι Τά Τακτικά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (886-912), που απευθύνονται σε στρατιωτικούς, και τα συγγράμματα του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογέννητου, Έκθεσις της βασιλείου τάξεως, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν (το γνωστό ως De administrando imperio), το ΠερΙ Θεμάτων, καθώς και οι δημηγορίες του προς το στρατό της Ανατολής.

Page 17: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Τα κείμενα πάλι που προέρχονται από ιδιώτες (λ.χ. οι διαθήκες)  αντικατοπτρίζουν βέβαια το επίπεδο μόρφωσης των συντακτών τους ή έστω την τυποποιημένη έκφραση του νοταρίου, που επηρεάζεται οπωσδήποτε από τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής, αλλά και του τόπου. Νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη μιας βυζαντινής Κοινής, που είναι κατά βάση μικτή. Η γλώσσα αυτή προσαρμόζεται βέβαια στην παγιωμένη γραφειοκρατική έκφραση και επιπλέον αντανακλά το μορφωτικό επίπεδο του συντάκτη της, αλλά φροντίζει να μην αποξενώνεται από τον απλό πολίτη. Αυτή η μικτή Κοινή διοικητική γλώσσα έχει βέβαια τις ρίζες της στη γραφειοκρατία της πτολεμαϊκής Αιγύπτου, αλλά αναμφισβήτητα αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα της βυζαντινής διοίκησης και περιμένει ακόμη τον φιλόπονο μελετητή της.

Λιγοστά είναι δυστυχώς τα κείμενα που μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε καθαρή εικόνα της απλής καθομιλουμένης, της «λιτής». Οι πηγές μας είναι αποσπάσματα διαλόγων και στιχομυθιών, εκφράσεις στερεότυπες, όπως οι αντιδράσεις του πλήθους στον ιππόδρομο, παροιμίες και αποφθέγματα, επιγραφές (οι πρωτοβουλγαρικές ιστορικές επιγραφές της Πλίσκας), ονειροκριτικά, γιατροσόφια, κατάδεσμοι, ευχές, βρισιές, και βέβαια τα πολυπληθή Χρονικά. Σ’ αυτά πρέnει να προστεθoύν τα Στρατηγικά, οι Νουθεσίες (λ.χ. Νουθεσία Γέροντος περί Αγίων Είκόνων, 8ος αι,), τα Σταδιοδρομικά και οι Πορτολάνοι. Η κύρια, ωστόσο, πηγή μας για τη γλώσσα του απλού λαού είναι η δημώδης ποίηση, που περιλαμβάνει τα πτωχοπροδρομικά, τα παίγνια (γατομαχίες), τον Ακριτικό κύκλο με τους θρήνους για τις χαμένες πατρίδες και τα σωφρονιστικά θανατικά.

Την εποχή των Κομνηνών μεγάλη διάδοση, που φαίνεται από τα πολυπληθή χειρόγραφα, κερδίζει η μυθιστορηματική (κυρίως ερωτική) λογοτεχνία. Μολονότι το είδος αυτό έχει καταφανώς επηρεαστεί από την ομόθεμη δυτική παραγωγή (τα έμμετρα ιπποτικά μυθιστορήματα), οι ρίζες του ανατρέχουν στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή. Η γλώσσα είναι μικτή ποιητική με λόγιες καταβολές, αλλά και με ισχυρή επίδραση της καθομιλουμένης. Το μεγαλύτερο βάρος της βυζαντινής λογοτεχνίας αvήκει στη λόγια παράδοση. Οι συγγραφείς για να προσεγγίσουν αυτό το θολό ιδεώδες του «αττικίζειν» δεν αρκούνται στην ανάγνωση των μεγάλων προτύπων, αλλά καταφεύγουν και στα βοηθήματα που συνέταξαν οι αυστηροί αττικιστές: λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, ανθολόγια, ωκυτόκια! Το κλασικό πνεύμα βέβαια απωθεί τους Βυζαντινούς διανοούμενους, τους ελκύει ωστόσο το (νεκρό) γράμμα της κλασικής κληρονομιάς. Έτσι στη βυζαντινή λογιοσύνη οφείλουμε κατά κύριο λόγο τη διάσωση της κλασικής λογοτεχνίας. Παρά την κατακραυγή του φανατικού κλήρου εναντίον του αρχαίου κόσμου, τα αντιγραφικά εργαστήρια των μοναστηριών πλούτιζαν με τους θησαυρούς της θύραθεν παιδείας τις βιβλιοθήκες του ιερού παλατιού, του Πατριαρχείου, των ιεραρχών και πολλών άλλων λογίων.

Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα της αρχαΐζουσας λογοτεχνικής παραγωγής είναι η επιστολογραφία. Το είδος αυτό παρά την εκζήτηση και την ερμητικότητά του είναι η πιο αξιόπιστη πηγή για τη διακίνηση των ιδεών στο Βυζάντιο. Η επιμονή στη μίμηση

Page 18: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

των κλασικών προτύπων δεν δηλώνει πάντοτε έλλειψη πρωτότυπης σκέψης, αλλά αποτελεί στοιχείο κάθε Αναγέννησης.

Τα ανθρωπιστικά κινήματα στο Βυζάντιο χαρακτηρίζονται πάντοτε από τη στροφή προς την αρχαία λογοτεχνία και παιδεία και συνεπώς προς τον γλωσσικό αρχαΐσμό. Και μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204), η λόγια λογοτεχνική παραγωγή συνεχίζεται στην περιφερειακή αυτοκρατορία της Νίκαιας. Πρωτεργάτες αυτής της κίνησης είναι ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), ο διανοούμενος αυτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρις (1254-1258) και ακόμη ο Νικηφόρος Βλεμμύδης (1197- 1272) και ο Γεώργιος Κύπριος ο μετέπειτα υπό το όνομα Γρηγόριος Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1283-1289).

Η παλαιολόγεια Αναγέννηση είναι το κύκνειο άσμα του βυζαντινού πνεύματος. Οι θρησκευτικές έριδες (Ησυχασμός, το πρόβλημα της ένωσης με τους Δυτικούς), αλλά και ο εξ ανατολών κίνδυνος αναζωπυρώνουν την πνευματική κίνηση και ενθαρρύνουν την παραγωγή έργων που πλουτίζουν πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (τα έργα κατά των αλλοδόξων) την υπεραρχαΐζουσα παράδοση. Είναι η εποχή όπου τα πνευματικά πρωτεία διεκδικεί από τη Βασιλεύουσα η Θεσσαλονίκη με τον Άθω. Ωστόσο, οι διανοούμενοι της εποχής, κοσμικοί, όπως ο Θεόδωρος Μετοχίτης, ιερωμένοι, αλλά και αυτοκράτορες, όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425), βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα παγερό γλωσσικό αρχαΐσμό που αδικεί την πρωτοτυπία της σκέψης τους.

Η Κοινή που κληροδοτήθηκε στο Βυζάντιο ήταν μια γλώσσα που παρουσίαζε ισχυρή ροπή προς την απλούστευση και την ομαλοποίηση. Θα μπορούσε συνεπώς να αποτελέσει παράλληλα με τη θρησκεία έναν ακόμη συνεκτικό παράγοντα ανάμεσα στους λαούς της αυτοκρατορίας. Όμως η εθνική και κοινωνική πολυμορφία του Βυζαντίου παρεμπόδισε τη συγκρότηση μιας ενιαίας έκφρασης. Στη μοιραία αυτή εξέλιξη συνέβαλε τα μέγιστα και ο αρχαϊσμός της πνευματικής αρχηγεσίας, που περιφρονούσε τη γλώσσα του απλού λαού και τη θεωρούσε κατάλληλη για όντα πνευματικώς κατώτερα. Ενδεικτικό της νοοτροπίας αυτής είναι το γεγονός ότι οι επιστολές του Ιωάννη Απόκαυκου (1150/60-1232/5) που απευθύνονται σε γυναίκες, είναι γραμμένες, σε αντίθεση με τα άλλα έργα του συγγραφέα, σε γλώσσα απλούστατη. Το μοιραίο πλήγμα ωστόσο η Κοινή το δέχθηκε από τη φραγκική κατάκτηση. Με την αποξένωση των κατακτημένων περιοχών από τη μητρόπολη, η σχετικώς ομοιόμορφη Κοινή άρχισε να διαφοροποιείται σε διαλέκτους και ιδιώματα. Με την εξαίρεση της Τσακωνικής, που προέρχεται από τη Νεολακωνική διάλεκτο της Αρχαίας Ελληνικής, όλες οι άλλες νεοελληνικές διάλεκτοι προέρχονται ακριβώς απ’ την Κοινή.

Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 126-135

Page 19: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Οι σλαβικές εγκαταστάσεις στον ελλαδικό χώρο και τα δάνεια της ελληνικής από τη σλαβική γλώσσα

Στις αρχές του 6ου αιώνα, τα σλαβικά φύλα, μετακινούμενα από την αρχική τους κοιτίδα, η οποία τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα στη σημερινή Ουκρανία, έφτασαν στον Δούναβη, που αποτελούσε το βόρειο σύνορο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κι άρχισαν επιδρομές εναντίον των βυζαντινών εδαφών. Από εκείνη την εποχή οι Σλάβοι (ο τελευταίος κλάδος της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που μετακινήθηκε προς τη Δύση) αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και η πορεία τους καταγράφεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονικογράφους.

Στα επόμενα χρόνια, οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά σημεία της Βαλκανικής Χερσονήσου (μέχρι και το ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότατο δηλαδή άκρο της), είτε κατακτώντας πόλεις είτε -το συνηθέστερο- επιλέγοντας περιοχές αραιοκατοικημένες και σχετικά απομονωμένες, κατάλληλες για κτηνοτροφία και περιορισμένη γεωργική παραγωγή (κοιλάδες, κατά κανόνα).

Page 20: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Τα σχετικά λίγα δάνεια από τη σλαβική που επιβιώνουν σήμερα στην ελληνική γλώσσα, προέρχονται ως επί το πλείστον από τη σφαίρα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της ορολογίας φυτών και ζώων. Τα σλαβικά τοπωνύμια, διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώνουν την κατανομή των νεοφερμένων πληθυσμών στην περιοχή αλλά επίσης παρέχουν στοιχεία -γλωσσολογικά και ιστορικά- για την εποχή της εγκατάστασης και τον ρυθμό αφομοίωσης από τον ιθαγενή, ελληνικό πληθυσμό. Παραδείγματος χάριν, η μορφή του τοπωνυμίου Πάργα (αντί Πράγα) καταδεικνύει ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δημιουργήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε πριν από τη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική γλώσσα (9ος αι.). το γεγονός ότι τόσο στο τοπωνύμιο αυτό όσο και σε όλα τα σλαβικά δάνεια της νεοελληνικής (π.χ. στη λέξη σβάρνα) τα υγρά σύμφωνα δεν έχουν μετατεθεί, δείχνει πως από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο, οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να αφομοιώνονται από το ντόπιο στοιχείο και να εξελληνίζονται και η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική που εξελίχθηκε στις καθαυτό σλαβικές χώρες. Ακόμα, το γεγονός ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα: εκχριστιανισμός και εξελληνισμός ήταν διαδικασίες παράλληλες, αλληλένδετες και, σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις βίαιου εκχριστιανισμού και αφομοίωσης, αποτέλεσαν μια λίγο πολύ φυσική διαδικασία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η γειτνίαση και η οικονομική και πολιτισμική επαφή με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό.

Page 21: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Μ Ε Τ Α   Τ Η Ν   Α Λ Ω Σ Η

Εισαγωγή

ΤΟ 1453 οριοθετεί τη νεότερη περίoδo της πολιτικής και πνευματικής ιστορίας του ελληνισμού. Το έθνος είναι σκλαβωμένο στους Τούρκους με αποτέλεσμα να αποκοπεί από τη Δύση και να βυθιστεί σε βαθύ σκοτάδι αμάθειας. Ο απόηχος των πνευματικών εξελίξεων της Ευρώπης φτάνει στην Ελλάδα με καθυστέρηση αιώνων. Παρόλα αυτά υπάρχει κάποια πνευματική κίνηση στην Ελλάδα, όπου οι λόγιοι προβληματίζονται ιδιαίτερα με τη γλώσσα της παιδείας του έθνους, αλλά και με άλλα πνευματικά ζητήματα. Κατά την περίοδο αυτή: α) σταθεροποιείται η μορφή των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, διαμορφώνονται οι κοινές (γλώσσες) των μεγάλων αστικών κέντρων και ιδιαίτερα της Πόλης και της κρητικής λογοτεχνίας και οριστικοποιείται η μορφή και ο τύπος του δημοτικού τραγουδιού· β) φτάνει στο αποκορύφωμά της η κρητική λογοτεχνία· γ) εμφανίζονται οι πρώτες αρxές της δημώδoυς νεοελληνικής πεζογραφίας και διαδίδονται λαϊκά λογοτεχνικά βιβλία κατά τον 17ο και 18ο αι.· δ) το Οικουμενικό Πατριαρxείo, που χρησιμοπoιεί μετά την Άλωση αρχαΐζουσα γλώσσα, συμβιβάζεται με μια απλούστερη ομιλουμένη, και τέλος ε) το έθνος πρoβληματίζεται με το γλωσσικό όργανο της διδασκαλίας στο σχολείο, που διχάζει τους λογίους του σε αρχαϊστές, δημοτικιστές και οπαδούς της μέσης οδού.

Page 22: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Οι νεοελληνικές διάλεκτοι και τα ιδιώματα,των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά έχουν διαμορφωθεί σε προηγούμενες εποχές και εν μέρει στην ελληνιστική Κοινή, παρουσιάζουν ήδη σταθεροποιημένη μορφή, αν κρίνουμε από διαλεκτικά κείμενα λ.χ. της Ποντιακής και Κυπριακής αυτής της περιόδου. Έντονα αρχαϊστικά χαρακτηριστικά εμφανίζουν οι λεγόμενες περιφερειακές διάλεκτοι (ποντιακά με ιωνικά στοιχεία, ελληνικά της Κάτω lταλίας με δωρικά στοιχεία), που έμειναν αποκομμένες από τον εθνικό κορμό και γι' αυτό πολύ δύσκολα τις κατανοεί σήμερα ο μέσος Νεοέλληνας. Δυσνόητη για τον μη ειδικό είναι επίσης η Τσακωνική, νεοδωρικό ιδίωμα που βασίζεται σε Νεολακωνική διάλεκτο του 3ου αι. π.Χ. Η διαίρεση του νεοελληνικού διαλεκτικού χώρου από τον Γ. Ν, Χατζιδάκι διαπιστώνει μια βόρεια και μια νότια ζώνη, με βάση τη συμπεριφορά των άτονων e και ο (βόρεια και νότια ιδιώματα). Η συμπεριφορά του ληκτικού -v δίνει την αφορμή στον Α. Thumb να διαιρέσει τον ίδιο διαλεκτικό χώρο σε ανατολικό και δυτικό (ανατολικά και δυτικά ιδιώματα). Μετά τη μετοικεσία των ελληνικών πληθυσμών στις αρχές του αιώνα μας από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Ρωμυλία ο νεοελληνικός διαλεκτικός χώρος συρρικνώνεται και οι παλιές διάλεκτοι σπάνια επιβιώνουν, όπως λ,χ, η Ποντιακή. Σήμερα με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού μας οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα τείνουν να εξαφανιστούν. Κατά τη μεσαιωνική και νεότερη περίοδο διαμορφώνονται οι λεγόμενες κοινές των μεγάλων αστικών κέντρων. Περισσότερο απτά δείγματα έχουμε από την Πολίτικη κοινή, που διαμορφώθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια και επιβίωσε πιθανότατα ώς τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας και δέχτηκε τις επιδράσεις του αλλοδαπού πληθυσμού της Πόλης, όπως συνέβη και με την Αθηναϊκή κοινή των κλασικών χρόνων, της οποίας η λαϊκή βάση διαμορφώθηκε όχι μόνον από ντόπιους Αθηναίους, αλλά και από άλλους Έλληνες και πολλούς αλλοδαπούς που παρεπιδημούσαν στην Αθήνα, όπως απέδειξε ο Ρ. Kretschmer. Τα πολίτικα, η νεότερη κοινή της Πόλης του 19ου  αι., βασίστηκαν στη λαϊκή γλώσσα και ενσωμάτωσαν πολλές ξένες (δuτικοευρωπαϊκές και ιδίως τουρκικές) λέξεις. Σημαντική είναι ακόμη η κοινή της κρητικής λογοτεχνίας, που βασίστηκε στο κρητικό ιδίωμα και εξελίχθηκε σε πλούσια γλώσσα με πολλές εκφραστικές δυνατότητες, η οποία με ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε ίσως να καθιερωθεί ως πανελλήνιο γλωσσικό όργανο. Στενά δεμένο με την ιστορία της Ελληνικής γλώσσας είναι το δημοτικό τραγούδι ως έντεχνο λαϊκό είδος του προφορικού λόγου. Ο ρόλος του δημοτικού τραγουδιού ήταν σημαντικός στην επικράτηση του δημοτικισμού και τη διαμόρφωση της ποιητικής γλώσσας στον τόπο μας. Η θέση του Fauriel ότι η γλώσσα του δημοτικού τραγoυδιού «είναι ομαλή και ορισμένη, μια και ομοιογενής», βρήκε θερμούς υποστηρικτές στον Σολωμό, τον Ροΐδη και τους δημοτικιστές. Τα κύρια χαρακτηριστικά του δημοτικού τραγουδιού είναι η συχνή χρήση του ρήματος, η παράταξη, ο ευθύς λόγος και ο διάλογος. Οι στερεοτυπικές του εκφράσεις διατυπώνουν ένα νόημα με συντομία και ακρίβεια.

Η κρητική λογοτεχνία ξεκινώντας από την πρώτη ακμή του 15ου αι. με διδακτικά κυρίως κείμενα φτάνει στο αποκορύφωμά της τον 16ο και 17ο αι. με τη δημιουργία αξιόλογων έργων που καλύπτουν ολόκληρη ποικιλία θεατρικών ειδών: ποιμενικό ειδύλλιο, τραγωδία, κωμωδία, θρησκευτικό δράμα, ιντερμέδιο. Η γλώσσα των έργων της ώριμης αυτής περιόδου είναι το ντόπιο κρητικό ιδίωμα με περιορισμένα τα ιταλικά και βενετσιάνικα δάνεια, που εμφανίζονται έντονα στα έργα της πρώτης περιόδου. Η

Page 23: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

υψηλή ποιότητα και η ομοιογενής γλώσσα των έργων αυτών μας επιτρέπει να μιλούμε για μια κοινή της κρητικής λογοτεχνίας, που διαδίδεται και έξω από τα όρια της Κρήτης.

Το δεύτερο μισό του 15ου αι. οριοθετεί τις αρχές της δημώδους νεοελληνικής πεζογραφίας με την εμφάνιση κειμένων σε απλή λαϊκή γλώσσα θρησκευτικού και ηθικοδιδακτικού περιεχομένου και τη διαπίστωση της ανάγκης να γίνεται το κήρυγμα στην εκκλησία στη δημώδη γλώσσα, που πρώτος εφάρμοσε ο κρητικός ιερωμένος Ναθαναήλ Mπέρτoς, προφανώς επηρεασμένος από την πρακτική του καθολικισμού. Τον 16ο αι διευρύνεται η χρήση της δημώδους γλώσσας και περιλαμβάνει μια μεγάλη σειρά γνωστών αφηγηματικών ψυχωφελών

έργων. Εκατοντάδες τέτοια κείμενα, -τα περισσoτερα αγνοούνται ή είναι ακόμη ανέκδοτα- απαρτίζουν έναν γραμματειακό χώρο που δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς. Κατά τον Ν. Παναγιωτάκη στα κείμενα αυτής της κατηγορίας πρέπει να αναζητηθoύν οι απαρxές της νεοελληνικής πεζογραφίας και όxι στον Μακρυγιάννη: Κατά τον 17ο και 18ο αι. κυκλοφορούν πολλά λαϊκά λογοτεχνικά βιβλία ή αναγνώσματα, που εκδίδονται στα μεγάλα κέντρα της τυπογραφίας (Βενετία, Βιέννη) και κατακλύζουν oλόκληρη την Aνατολή. Συνέβαλαν στη διάδοση αριστουργημάτων αλλά και μέτριων έργων, και διέσωσαν ένα μέρος της υστερομεσαιωνικής δημώδoυς λoγoτεχνίας. Η γλώσσα τους, που περιλαμβάνει όλες τις γλωσσικές μoρφές, εκπροσωπεί τη λογοτεχνική κοινή της τουρκοκρατίας. Οι αυξημένοι κατά περίmωση ξενισμοί απομακρύνονται κατά τον 18ο αι. με έναν μη συστηματικό καθαρισμό, σύμφωνα με το γλωσσικό κριτήριο λογίων του Φαναριού και του Κοραή.

Η γλώσσα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ώς τον 17ο αι. είναι η αρχαΐζουσα βυζαντινή, τα κρούσματα όμως αμαθείας ανάμεσα στους κληρικούς του Πατριαρχείου δεν ήταν λίγα. Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και η λαϊκή γλώσσα. Γενικά η χρήση της αρχαΐζουσας ή της απλής γλώσσας υπαγορευόταν από τις περιστάσεις επικοινωνίας. Οι λόγιοι του Φαναριού χρησιμοποιούν μιαν απλούστερη προφορική γλώσσα, προς την οποία επιχειρούν να ευθυγραμμίσουν τον γραπτό λόγο ο Δ. Καταρτζής και ο Α. Χριστόπουλος. Ωστόσο, «τα ρωμαίικα», δηλαδή η απλή, φυσική γλώσσα του Καταρτζή συνάντησε τέτοια αντίδραση, που τον εξανάγκασε να εκθέσει τα θεωρητικά επιχειρήματα για τη φυσική γλώσσα σε γλώσσα διορθωμένη, που ο ίδιος ονομάζει «αιρετή». Εξάλλου και ο Χριστόπουλος, που με την αιολοδωρική θεωρία του πίστευε ότι η νεότερη γλώσσα διέθετε πιστοποιητικά παλαιότητας εφάμιλλα του αττικισμού, χρησιμοποίησε αργότερα καθαρεύον ύφος.

Τα σχολεία την περίοδο αυτή είναι διαβαθμισμένα σε κοινά (της στοιχειώδους παιδείας) και των εγκυκλίων γραμμάτων, ελληνιστικός θεσμός που μέσω του Βυζαντίου επιβίωσε ώς και τα χρόνια του Καποδίστρια. Κύρια αποστολή των σχολείων αποτελεί η διδασκαλία της επίσημης γλώσσας, δηλαδή της Αρχαίας Ελληνικής. Στα κοινά σχολεία διδάσκεται η Όκτώηχος, το Ψαλτήρι και άλλα λειτουργικά βιβλία, με κύριο στόχο την κατάρτιση ψαλτών και παπάδων. Στα σχολεία των εγκυκλίων γραμμάτων διδάσκονται στην αρχή της περιόδου αυτής οι αρχαίοι ποιητές και στο τέλος κυριαρχούν οι αρχαίοι ρήτορες. Τα αρχαία κείμενα αντιμετωπίζονται φορμαλιστικά με ερμηνευτικές μεθόδους την «ψυχαγωγία» και τη «θεματογραφία», που αντιστοιχούν στο σημερινό ευθύ και αντίστροφο θέμα στα οποία εξετάζονται οι φοιτητές της φιλολογίας. Αυτά συμβαίνουν στο επίσημο

Page 24: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

σχολείο. Η μορφή όμως του γραπτού λόγου συνήθως εξαρτάται από τις επικοινωνιακές ανάγκες.

Οι Έλληνες λόγιοι που επιδιώκουν να μορφώσουν τους απαίδευτους ομοεθνείς τους είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν την απλή λαϊκή γλώσσα. Όσοι όμως απευθύνουν τα έργα τους στους συναδέλφους της Δύσης, που κατανοούσαν την Ελληνική μόνο στην αρχαία της μορφή, έγραφαν αναγκαστικά σε αρχαία ή αρχαΐζουσα γλώσσα. Έτσι γράφτηκαν σε αρχαιοπρεπή γλώσσα επιστολές, εκκλησιαστικά έγγραφα, πρόλογοι σε εκδόσεις αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Περισσότερο πιστά στα αρχαία πρότυπα ήταν τα στιχουργήματα, των οποίων το είδος (ωδή, ύμνος, επίγραμμα, κλπ.) καθόριζε τόσο τη μετρική μορφή όσο και τη διαλεκτική επένδυση (Αττική, Δωρική, Αιολική διάλεκτος). Οι σημαντικότεροι ανάμεσά τους είναι ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Θ. Γαζής, ο Κ. Λάσκαρις, ο Ιανός Λάσκαρις, ο εκδότης Μ. Μουσούρος, κ.ά. Αλλά και ξένοι λόγιοι της Δύσης, όπως ο Ολλανδός Έρασμος, ο Γάλλος νομομαθής Budé, ο Γερμανός Μ. Crusius, ο Άγγλος ποιητής John Milton και πολλοί άλλοι, έγραψαν ευκαιριακά στην Ελληνική, ώστε μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Ελληνική από τον 15ο ώς τον 18ο αι. αποκτά για μιαν ακόμη φορά διεθνικό χαρακτήρα.

Οι αρχές του γλωσσικού ζητήματος στη νεότερη εποχή τοποθετούνται στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο ελληνισμός προσπαθεί να διαμορφώσει γλωσσικό όργανο που θα του επιτρέψει να πλησιάσει τα πολιτιστικά επιτεύγματα της Δύσης. Υποκινητής του ήταν ο Ευγένιος Βούλγαρις, που πίστευε ότι τα υψηλά φιλοσοφικά νοήματα μόνον η αρχαία γλώσσα μπορούσε να αποδώσει με ακρίβεια. Ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς και ο Νικόλαος Μαυροκορδάτος εμφανίζονται ως οι κατεξοχήν εκπρόσωποι της φιλοσοφικής ανανέωσης, που συνδέεται με τις νεοτεριστικές ιδέες και τον Διαφωτισμό, με γλωσσικό όμως όργανο την αρχαία γλώσσα. Αρχαϊστικές αντιλήψεις για τη γλώσσα είχαν ο Στέφανος Κομμητάς, ο Λάμπρος Φωτιάδης και ο Νεόφυτος Δούκας. Με το μέρος της απλής φυσικής γλώσσας είχαν ταχθεί ο μαθητής του Βούλγαρι Ιώσηπος Μοισιόδαξ και ο Δημήτριος Καταρτζής. Συντηρητικότερες αντιλήψεις για τη γλώσσα είχε ο Νικηφόρος Θεοτόκης, που προτιμά μια γλωσσική μορφή που πλησιάζει την αρχαία και ο ίδιος ονόμασε «καθαρεύουσα». Μια έντονη γλωσσική αρχαιολατρία παρουσιάζεται τις παραμονές της Επανάστασης του 1821. Οι Έλληνες εξελληνίζουν τα τοπωνύμια και δίνουν στα παιδιά τους αρχαιοελληνικά ονόματα, γεγονός στο οποίο αντιδρά η Εκκλησία. Στα ελληνικά σχολεία της Μ. Ασίας οι μαθητές εκφωνούν χωρία αρχαίων συγγραφέων και ανεβάζουν αρχαίες τραγωδίες. Το κύμα αρχαιολατρίας αγκαλιάζει ακόμη πολλές πλευρές της κοινωνικής ζωής (ενδυμασία, αρχιτεκτονική, θέατρο, ζωγραφική). Η τάση είναι προσωρινή και καταλαγιάζει αργότερα.

Page 25: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Η ανακάλυψη της μητρικής γλώσσας, μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής περιφρόνησης της ζωντανής γλώσσας, συνδέεται με τον Κερκυραίο Νικόλαο Σοφιανό, παπά στη Βενετία, που κηρύσσει τα δίκαιά της και γράφει την πρώτη νεοελληνική γραμματική (1540), που δημοσιεύεται για πρώτη φορά πολύ αργότερα (1870) από τον É. Legrand. Ο Ιωάννης Βηλαράς και ο Αθανάσιος Ψαλίδας θα αποτελέσουν αργότερα τους δύο βασικούς εκπροσώπους του «ελλαδικού δημoτικισμού», που πρεσβεύει ότι η γλώσσα πρέπει να ορθογραφείται και να γράφεται όπως μιλιέται και εισηγείται τη φωνητική ορθογραφία. Η γλωσσική διακήρυξη του ελλαδικού δημοτικισμού, που θα τυπωνόταν στο Άμστερνταμ το 1821, με τίτλο «Γραφη Ρομεου προς Ρομεον για τη γλοσα τους», δεν είχε την τύχη να κυκλοφορήσει.

Κατευναστική των γλωσσικών εντάσεων ανάμεσα στους αρχαϊστές και τους οπαδούς της απλής φυσικής γλώσσας ήταν η εμφάνιση στο γλωσσικό πρoσκήνιo του Αδαμάντιου Κοραή, εισηγητή της «μέσης οδού». Οι Έλληνες όφειλαν, κατά τον Κοραή, να καλλιεργήσουν τη μητρική γλώσσα ως όργανο έκφρασης σε όλους τους τομείς της δραστηριότητάς τους. Η επιστροφή στην αρχαία γλώσσα ήταν αδύνατη. Η γλώσσα του λαού θα μπορούσε να καθαρισθεί από ξένες λέξεις και εκφράσεις και με κατάλληλo εμπλουτισμό της από την αρχαία γλωσσική παράδoση να ανεβεί ποιοτικά. Ο σημαντικότερος αντίπαλος του Koραή, ο Παναγιώτης Κοδρικάς, πίστευε ότι πρότυπο της γλώσσας, πoυ έπρεπε να καθαρισθεί από αρχαϊσμούς και ιδιωματισμούς, έπρεπε να είναι η Πολίτικη γλώσσα του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών, πράγμα που αντέκρουε με πείσμα ο Κοραής.

Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης, Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα 1999, σ. 180-187

Page 26: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Μ Ε Τ Α   Τ Η Ν   Α Λ Ω Σ Η

Οι έλληνες λόγιοι στη Δύση και η πρώτη γραμματική της κοινής

Ήδη από τα μέσα του 14ου αιώνα, οι λόγιοι της Κωνσταντινούπολης και των άλλων πόλεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατέφευγαν στη Δύση, ως επί το πλείστον στην Ιταλία. Η φυγή των βυζαντινών λογίων εντάθηκε, όπως είναι φυσικό, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης. εκτός από πλήθος χειρογράφων της αρχαίας και της βυζαντινής γραμματείας, μετέφεραν και τη γνώση της κλασικής παιδείας, και δίδαξαν φιλολογία, φιλοσοφία και ιστορία σε σχολές και σε ακαδημίες. Η συμβολή των ελλήνων λογίων στην ιταλική Αναγέννηση και, συνακόλουθα, στη δημιουργία του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού εκτιμήθηκε και καταγράφηκε νωρίς από τους δυτικούς ιστορικούς, οδήγησε μάλιστα

στην υπερβολική εκτίμηση ότι υπήρξε όχι μόνον ένας αναγκαίος όρος της Αναγέννησης αλλά και το σημαντικότερο αίτιο. Η σημασία, ωστόσο, των ελλήνων λογίων της διασποράς δεν εξαντλείται στην αναβίωση της κλασικής παιδείας και στη συνεισφορά της αναβίωσης αυτής στη διαμόρφωση του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Επηρεαζόμενοι κι αυτοί με τη σειρά τους από το πνεύμα της Αναγέννησης, οι Έλληνες λόγιοι του 16ου αιώνα ξεπερνούν την προκατάληψη για τη δημώδη γλώσσα. Στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης, κι αργότερα στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου, οι έλληνες μαθητές της διασποράς διδάσκονται την -υπό διαμόρφωση ακόμη-κοινή νεοελληνική.

Οι πρώτες εκδόσεις νεοελληνικών κειμένων βλέπουν το φως στη Βενετία, στο πρώτο μισό του 16ου αι. (η παράφραση της Ιλιάδας από τον Νικόλαο Λουκάνη, η Ιστορία του Ταγιαπέρα και η Ιστορία του ρε της Σκότζιας με τε ρήγισσα της Εγγλιτέρας του Ιάκωβου Τριβώλη κ.ά.). Ηγετική μορφή του κύκλου των ελλήνων λογίων που στράφηκαν στη χρήση της κοινής ήταν ο κερκυραίος ιερωμένος, φιλόλογος, τυπογράφος, χαρτογράφος και κωδικογράφος Νικόλαος Σοφιανός. Ο Σοφιανός πίστευε ότι μόνο με τη χρήση της κοινής ήταν δυνατή η διάδοση της παιδείας και, συνεπώς, η αφύπνιση του γένους. Σε αυτόν οφείλουμε την πρώτη γραμματική της νεοελληνικής γλώσσας. Η Γραμματική της κοινής των Ελλλήνων γλώσσης απευθυνόταν στο ελληνικό κοινό. Παρέμεινε άγνωστη μέχρι το 1870 και σώζεται μόνο το μορφολογικό της μέρος. Τις απόψεις του Νικόλαου Σοφιανού για την κοινή γλώσσα και για τη σημασία της χρήσης της διαβάζουμε στην εισαγωγή του Παιδαγωγού, της μετάφρασης δηλαδή του ψευδοπλουτάρχειου Περί παίδων αγωγής, την οποία δημοσίευσε το 1544: Διά τούτον λοιπόν ώρμησα και εγώ [...] να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία όπου να είναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το να ανακαινισθή και να αναπτερυγιάσει από την τόσην απαιδευσίαν το ελεεινόν γένος.

Page 27: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Τριανταφυλλίδης, Μ. 1981 [1938].

Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. του Άπαντα.Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], σελ. 6-7. © Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]

Η αττική κοινή

Αργότερα από την ιωνική αρχίζει και διαμορφώνεται, παράλληλα με άλλες κοινές σε άλλα μέρη της Ελλάδας, η αττική κοινή, με βάση το ιδίωμα που μιλούσαν στην Αττική στον 5ο αι. Το ιδίωμα αυτό αρχίζει να γίνεται τότε, από λόγους πολιτικούς στην αρχή και προπάντων λογοτεχνικούς αργότερα, κοινή γλώσσα των συμμάχων των Αθηναίων και άλλων Ελλήνων, ακόμη και της μακεδονικής αυλής.

Πολλοί λόγοι συντρέχουν να γίνουν οι Αθήνες τα χρόνια εκείνα πολιτικό και πνευματικό κέντρο. Οι Αθηναίοι ιδρύουν ύστερ' από τους περσικούς πολέμους την αττική ηγεμονία (475), οργανώνουν την αποστολή κληρούχων στις συμμαχικές επαρχίες, συγκεντρώνουν στην πρωτεύουσά τους την απονομή της δικαιοσύνης. Από το άλλο μέρος, σημαντικώτατο, πρωτοστατούν στη λογοτεχνική και γενικά την καλλιτεχνική δημιουργία και στην πνευματική κίνηση και αναδείχνουν την πόλη τους «πρυτανείον της σοφίας» (Πλατ.), «κοινόν παιδευτήριον πάσιν ανθρώποις» (Διόδ.), Ελλάδα της Ελλάδας.

Η πολιτική δύναμη και η πνευματική και λογοτεχνική αίγλη βοηθούν έτσι να γίνη κοινή γλώσσα το ιδίωμα που μιλούσαν τότε γενικά στις Αθήνες (του ελληνίζειν διδάσκαλοι οι πολλοί, λέει ο Σωκράτης σ' έναν πλατωνικό διάλογο). Ανάμειχτη, σα γλώσσα μεγάλου κέντρου, και με ξένα στοιχεία («Αθηναίοι… κεκραμένη (φωνή χρώνται) εξ απάντων των Ελλήνων και βαρβάρων» (ΨευδοΞενοφ., Αθην. Πολιτ.), παρουσιάζει στον τύπο που γράφεται μερικές διαφορές από τη ζωντανή λαλιά […]. Μόνο η γλώσσα της λογοτεχνίας διαμορφώθηκε εν μέρει διαφορετική. Ο Θουκυδίδης και οι τραγικοί, επηρεασμένοι από την ιωνική πεζογραφία και ποίηση, έχουν ακόμη ιωνισμούς άγνωστους πια στον Πλάτωνα και τους ρήτορες, που γράφουν αφοβώτερα τη σύγχρονή τους γλώσσα, όπως μιλέται.

< > Browning, R. 1995.

Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα.

Μτφρ. Μ. Κονομή. Αθήνα: Παπαδήμας, σελ. 36-37 © Παπαδήμας

Όταν στα μέσα του 4ου αιώνα ο Φίλιππος ο Β´ της Μακεδονίας αποφάσισε να υψώσει το οπισθοδρομικό βασίλειο της φυλής του στο επίπεδο μιας μεγάλης δύναμης, βρήκε ότι τα Αττικά χρησιμοποιούνταν ευρύτατα σ' ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένων σε κάθε περίπτωση και των μακεδονικών πόλεων και έτσι τα υιοθέτησε ως την επίσημη γλώσσα της μακεδονικής διπλωματίας και διοίκησης. Ο γιος του Αλέξανδρος επέκτεινε τη μακεδονική κυριαρχία ως την

Page 28: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Αίγυπτο, το Παμίρ και τον ποταμό Jumna. Η αττική διάλεκτος, στη 'διευρυμένη' διεθνική της μορφή έγινε η επίσημη γλώσσα αλλά και η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας για τις περισσότερες ελληνικές πόλεις που ίδρυσαν στα κατακτημένα εδάφη ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του του και που οι κάτοικοί τους συνήθως προέρχονταν από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι, αυτή η τροποποιημένη μορφή της αττικής διαλέκτου - που ονομαζόταν από τους γραμματικούς η κοινή διάλεκτος - έγινε η μητρική γλώσσα για τις καινούργιες ελληνικές κοινότητες στην Αίγυπτο, τη Συρία, τη Μικρά Ασία, τη Μεσοποταμία και τον ιρανικό κόσμο και εκτόπισε βαθμιαία τις παλιές διαλέκτους της κυρίως Ελλάδας· αλλά το ζήτημα αυτό θα το εξετάσουμε αργότερα. Η κοινή διάλεκτος έγινε επίσης, με ορισμένες υποδεέστερες εξαιρέσεις, η γλώσσα της πεζογραφίας σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Ήταν μια γλωσσική μορφή που δεν είχε πια τις ρίζες της στον προφορικό λόγο μιας συγκεκριμένης περιοχής.

Ομιλία του καθητηγή Μ.Ζ. Κοπιδάκη  με την ευκαιρία της έκδοσης της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας (Δεκέμβριος 1999)

 

Κυρίες και κύριοι

Ο εισηγητής της έντεχνης ρητορικής στην Αθήνα, ο Γοργίας ο Λεοντίνος, πίστευε ότι ο λόγος είναι δυνάστης μέγας, γιατί επιτελεί έργα θεϊκά: συστέλλει τον φόβο, ναρκώνει το άλγος, βαθαίνει τον οίκτο, φουντώνει τη χαρά. Ο λόγος, με την πικρία του, εγείρει το άγριο τρικύμισμα, κι ύστερα πάλι, με την πειθώ του, δωρίζει τη γαλήνη στην ψυχή. Έκθαμβοι οι Έλληνες μπροστά σ’ αυτήν την παντοδυναμία έσπευσαν να ταυτίσουν, πρωτύτερα από τον Ιωάννη, τον Θεό με τον Λόγο. Η γλώσσα ενός έθνους, το λεπτότερο άνθος του πολιτισμού του, είναι συνάμα σύστημα επικοινωνίας, δεσμός οικειότητας, αλλά και καθρέπτης αθόλωτος της ψυχοσύνθεσής του. Όπως στα άτομα, έτσι και στα έθνη η γλώσσα φαίνεται να οριοθετεί την αντίληψή τους για τον κόσμο. Η εθνική λοιπόν γλώσσα αποβαίνει στάση ζωής, αίρεσις βίου. Ένα παράδειγμα: Ο στεγνός Ρωμαίος δίνει στην πρωτότοκο θυγατέρα του, το όνομα της γενιάς του. Για τις άλλες κρίνει ότι αρκεί ένα παγερό τακτικό αριθμητικό: Secunda, tertia, quarta. Αντιθέτως, ο ευφάνταστος Έλληνας, επειδή ακριβώς τιμά την ιδιοπροσωπία, επινοεί μυριάδες κύρια ονόματα για θεούς και ανθρώπους. Ο Ησίοδος ονοματίζει μία μία τις Νηρηίδες: Πλωτώ, Αμφιτρίτη, Ποντοπόρεια, Σαώ -ο κατάλογος είναι μακρύς, πενήντα ονόματα!

Οι Έλληνες διακρίθηκαν, έχουν να πουν, ανέκαθεν σε τέσσερις κυρίως τομείς: στη διανόηση, στις καλές τέχνες, στον μεταπρατισμό και στην κοινωνικοπολιτική άμιλλα. Με αυτές τις δεξιότητες συστοιχούν και οι κύριες ιδιοτυπίες της ελληνικής γλώσσας: αφαιρετική ικανότητα, πλαστικότητα, σημασιολογικός πλούτος και ανταγωνιστική πολυτυπία. Στη γλώσσα μας λοιπόν, που είναι ομού μουσειακό εγκαλλώπισμα και παλλόμενος ζωντανός οργανισμός, αναγνωρίζεται η εθνική μας ταυτότητα.

Από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης η ελληνική εμφανίζεται ως γλώσσα άκρως συντηρητική. Η μορφολογία της ελάχιστα έχει μεταβληθεί και το επιστημονικό της λεξιλόγιο διατηρείται σχεδόν αναλλοίωτο από την εποχή του Ομήρου. Είναι

Page 29: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

προνόμιο και χρέος βαρύ να ακούγονται σε ένα τόπο, για χιλιάδες χρόνια, λέξεις όπως: "αγορητής" και "ονειροπόλος". Οι βασικές αλλαγές που καθόρισαν τη σημερινή της μορφή, δηλαδή η τάση για αναλυτική έκφραση, η απλοποίηση και ο ομαλισμός, έχουν συντελεσθεί ήδη από την περίοδο της Κοινής. Η ελληνική λοιπόν διαφύλαξε στο κύλισμα των αιώνων τη μουσικότητά της, την ευχέρεια στην ενδογαμική παραγωγή και στη σύνθεση, την ευκαμψία στη σύνταξη, και την αφομοιωτική της αυτοπεποίθηση.

Είναι παράδοξο, αλλά αυτό το φωνήεν άγαλμα, η γλώσσα μας, που ως μέσο και μήνυμα εν ταυτώ κράτησε άγρυπνη την εθνική μας συνείδηση, δεν έχει ως σήμερα αξιωθεί το μνημειώδες εκείνο έργο, το πλατύ έπος, όπου θα αποτυπωνόταν η πολυκύμαντος πορεία της. Επί του παρόντος ας αρκεστούμε στο προκείμενο προδρομικό έργο, το οποίον φιλοτέχνησαν εξήντα τέσσερις έλληνες ερευνητές και ένας γλωσσολογικός δικαιοκρίτης από την φλεγματική Οξφόρδη. 

Η Ιστορία μας αρθρώνεται σε πέντε ενότητες, που προοιμιάζονται από τις αντίστοιχες εισαγωγές. Η δομική ωστόσο μονάδα είναι το δισέλιδο κεφάλαιο, που και την παραίσθηση της πληρότητας δημιουργεί και τον τρόμο του ατέρμονος αποδιώχνει. Τα παραρτήματα αφιερώνονται σε θέματα περιφερειακά, τα οποία όμως επιδεικνύουν απροκάλυπτη επεκτατική βουλιμία. Τα έξη κεφάλαια, επί παραδείγματι, για τη γενναιοδωρία της αρχαίας ελληνικής προς τις ευρωπαϊκές γλώσσες, κάλλιστα θα μπορούσαν να αυξηθούν και σε εξήντα ή και σε εξακόσια.

Η Ιστορία έχει πολλούς δευτερεύοντες, αλλά τρεις κύριους στόχους. Ο πρωταρχικός είναι η προβολή της αδιάσπαστης συνέχειας. Χωρίς εξάρσεις, χωρίς μεγαλοστομίες, αλλά με στοιχεία αδιάσειστα, καταδεικνύεται για μια ακόμη φορά η διαχρονικότητα της ελληνικής. Ακόμη και ο ανιστόρητος θα νιώσει δέος μπροστά στη στοιχειωμένη αυτήν παράδοση, που δεν παρουσιάζει ούτε χάσματα ούτε καν βραχύβιες διαλείψεις. Μία παρένθεση: κάθε γλώσσα ερείδεται στη συνεργία δύο γνωστικών λειτουργιών, στη μνήμη που αποταμιεύει το αυθαίρετο σημείο (τη λέξη) και σε ένα είδος συμβολικής λογικής, που με τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού διαμορφώνει απειράριθμους συνδυασμούς των πεπερασμένων αριθμητικά σημείων. Η γλωσσική παράδοση εντούτοις είναι κάτι το πολυπλοκότερο. Πρόκειται για τη διατήρηση ως ένα βαθμό του λεκτικού και των κανόνων, αλλά και για την επιβίωση ενός κοσμοειδώλου, μιας δέσμης αξιών και ιδεών, που εντυπούται κυρίως στην εικονοποιία του μεταφορικού λόγου. Ένα παράδειγμα θα διασαφήσει τον ομιχλώδη ορισμό. Ο Όμηρος προσεικάζει, σε συγκινησιακά φορτισμένες σκηνές, την ψυχή με όνειρο ή σκιά. Ο Πίνδαρος τεχνουργεί την περίπυστη σύναψη: "σκιάς όναρ άνθρωπος". Ο Ιωάννης Δαμασκηνός στα Ιδιόμελά του αναλύει την έσχατη πινδαρική συμπύκνωση στο "Πάντα ονείρων απατηλότερα, πάντα σκιάς ασθενέστερα". Ο Κώστας Καρυωτάκης, φυσικά, υπερθεματίζει: "μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών". Αυτά συνιστούν την πεμπτουσία της παράδοσης, και βέβαια ο ελυτικός εκείνος Μήτσος του Μικρού Ναυτίλου με τις τρίχες και με τ’ αλυσιδάκι στο λαιμό να βλαστημάει και να ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του τέσσερα-πέντε αρχαία ελληνικά. Επανέρχομαι στους στόχους. Ο δεύτερος λοιπόν είναι η διδασκαλία: η πανοραμική θέαση, η συνοπτική παρουσίαση, οι δειγματοληψίες κειμένων και η βιβλιογραφία φιλοδοξούν να συνεπικουρήσουν τον εκπαιδευτικό όλων των βαθμίδων στο απαιτητικό του λειτούργημα.

Page 30: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

Ο τρίτος μας στόχος είναι να κατακτήσουμε την εύνοια του γενικού αναγνώστη. Η έρευνα οφείλει να κρατά τα χαρτιά της ανοικτά, γιατί η εποχή μας απαιτεί την καθολική συμμετοχή στη δημοκρατία της γνώσης. Οι πάντες επιζητούν να μάθουν για τα πάντα. Προσπαθήσαμε λοιπόν να μετριάσουμε, με την ευτραπελία κυρίως των παραθεμάτων και της εικονογράφησης, την βλοσυρότητα που είθισται να επιπολάζει στα πονήματα της λογιοσύνης. Έτσι μπορεί να πλησιάσει το έργο θαρραλέα και ο αποστασιοποιημένος πραγματιστής, και ο πολύφροντις, και ο περί άλλα τυρβάζων, και ο αμύητος, και ο αγχωμένος από τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου αντικρυστής.

Στην εκπόνηση επιστημονικών έργων ο ενθουσιασμός δεν είναι πάντοτε ο συνετότερος σύμβουλος. Ήδη από τα πρώτα διερευνητικά στάδια φάνηκε πως η πορεία μας θα ήταν μακροχρόνιος και σκολιά. Παρά τον ηράκλειο μόχθο που έχει καταβληθεί από τους παλαιότερους, καίριοι τομείς δεν έχουν εισέτι διερευνηθεί. Για πάμπολλα προβλήματα η επιστήμη δεν έχει εκφέρει την ετυμηγορία της. Για τη μελέτη της μεταβυζαντινής και νεοελληνικής περιόδου τις δυσχέρειες επαυξάνουν οι ελλείψεις σε ειδικά λεξικά, σε αξιόπιστες εκδόσεις, σε διαλεκτολογικούς άτλαντες, και σε σώματα υλικού. "Βους επί γλώσση μέγας βέβηκε!" το μεγάλο βόδι που πατάει τη γλώσσα ονομάζεται στην περίπτωσή μας ακηδία. Πάντως σε ένα εν ευρεία εννοία πολιτιστικό γίγνεσθαι τα εμπορευματοποιημένα αθλητικά δρώμενα και οι ποικίλες εκδοχές της μαζικής ψυχαγωγίας συνυπάρχουν κατ’ ανάγκη με τις σύνθετες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, τη λογοτεχνία, τη διάσωση της παράδοσης και τις επιστήμες του ανθρώπου, όσα εν πάση περιπτώσει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποκαλούσε, αυτοσαρκαζόμενος, "έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος". Εδώ ωστόσο, από την απάντηση που θα δοθεί στο δίλημμα "Χριστόν ή Βαραββάν;" (με άλλα λόγια: εγρήγορση πνευματική ή ληθαργία;) μέλλεται να καταμετρηθεί η πολιτιστική ευαισθησία μιας ανοικτής κοινωνίας.

Το έθνος γνώρισε και την άκρα ταπείνωση. Εν τούτοις και στους δίσεκτους αιώνες μια φλόγα φώτιζε την ασέληνο νύκτα, η γλώσσα του. Αυτή κυρίως συντήρησε τις αξίες του ελληνισμού, με πρώτη τον έρωτα για την ελευθερία. Το 330 ο ρωμαίος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, ο επικληθείς Μέγας, εγκαινιάζει τη Νέα Ρώμη. Από το παριστάμενο πλήθος άλλοι υποτονθορίζουν το "Κύριε ελέησον" και άλλοι αναπέμπουν ύμνους προς τη θεά Τύχη. Η πολιτιστική φυσιογνωμία της νέας κοσμοκράτειρας, της Κωνσταντινούπολης, έχει κριθεί γιατί και οι μεν και οι δε, χριστιανοί και εθνικοί, ψάλλουν στα ελληνικά. Επιφανείς ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο εξελληνισμός της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οφείλεται πρωτίστως στο ότι στη διαπάλη της με τη λατινική εξήλθε νικήτρια η ελληνική γλώσσα. Όπου όμως, σε όποιον τόπο ελληνικό, έσβησε το αφτούμενο κερί -αλλά ας ακούσουμε το λόγο του ποιητή, που αντλεί και πάλι την έμπνευσή του από ιστορικά γεγονότα. "Ποσειδωνιάται" επιγράφει την ανολοκλήρωτη σύνθεσή του ο Κωνσταντίνος Καβάφης:         "Την γλώσσαν την ελληνική οι Ποσειδωνιάταιεξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοιμε Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.Το μόνο που τους έμεινε προγονικόήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής

Page 31: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

τα παλαιά τους έθιμα να θυμούνταικαι τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες -ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί- και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικάβγαλμένοι -ω συμφορά!- απ’ τον ελληνισμό"        Τα σχόλια νομίζω ότι περιττεύουν, αλλά λίγο νοτιότερα στην Καλαβρία, στην Bova marina, στον γιαλό του βούα (=του βοδιού), όπως τον ονομάζουν στη διάλεκτό τους οι Γκρεκάνοι της περιοχής, πάνω σε τοίχο με γαλάζια πελώρια γράμματα είναι γραμμένο "Η γλώσσα είναι πατρίδα".

Σε παγκόσμιο επίπεδο η μάχη των γλωσσών μαίνεται ήδη. Οι μελλοντολόγοι προοιωνίζονται ότι πολλές από τις λεγόμενες ασθενείς γλώσσες θα εξαφανισθούν ή θα συρρικνωθούν. Πιστεύουν ωστόσο ότι οι συμπαγείς κοινωνίες που έχουν ισχυρά πολιτιστικά ριζώματα, ανεξαρτήτως της πληθυσμιακής τους εκπροσώπησης, θα διατηρήσουν τις γλώσσες τους. Δεν είναι επίσης, διισχυρίζονται, καθόλου βέβαιο ότι διεθνής, ή μάλλον υπερεθνική γλώσσα, θα είναι μόνο η Αγγλική. Επισημαίνουν ακόμη ότι, όταν μία γλώσσα υψώνεται σε lingua franca, εκτίθεται σε κινδύνους, από τους οποίους οι προφανέστεροι είναι η συναισθηματική της αφυδάτωση και ο διαμελισμός σε Pidgin ιδιώματα. Το θέμα όμως που μας αφορά άμεσα είναι η διάκριση ανάμεσα σε ασυγχρώτιστες ή απομονωτικές και σε διαδόσιμες ή εξαγώγιμες γλώσσες. Η ελληνική είναι γλώσσα περιωπής επειδή διαθέτει ιστορικές περγαμηνές, ανώτατες διακρίσεις στον τομέα της λογοτεχνίας, παροικίες στον κορμό και στους υποκώδικες των ευρωπαϊκών γλωσσών, και επιπλέον ακτινοβολία στις όμορες χώρες, που είναι ευεπίδεκτες σε πολιτιστικές επιρροές. Πρόκειται συνεπώς για γλώσσα εξαγώγιμη. Η συγκυρία για τη γλώσσα μας εμφανίζεται και πάλι ευνοϊκή. Επιστήμονες, ιδιαίτερα οι ενασχολούμενοι με την αρχαιότητα και τις πρωταρχές του χριστιανισμού, φοιτητές, λάτρεις της φύσης και του ελληνικού τρόπου ζωής, επιχειρηματίες, και η τιμήεσσα πληθύς των απανταχού φιλελλήνων επιδεικνύουν όλο και ζωηρότερο ενδιαφέρον για την εκμάθηση της νέας ελληνικής. Την ελληνική διασπορά διακατέχει ο πόθος να επανακτηθεί, όπου τυχόν έχει χαθεί, από τις νεότερες γενιές η γνώση της ελληνικής. Η δυναμική επίσης και πολυσχιδής δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στον ευρύτερο βαλκανικό και παρευξείνιο χώρο προσφέρει αξιοποιήσιμα πλεονεκτήματα στον ελληνομαθή σπουδαστή και εργαζόμενο αυτής της περιοχής. Τέλος ο οικονομικός μετανάστης που διαβιώνει σήμερα στη χώρα μας θα είναι αύριο ο λαμπαδηφόρος της ελληνικής λαλιάς στη δική του πατρίδα. Γλώσσα και ανάπτυξη είναι δυνάμεις διαπλεκόμενες και αλληλέγγυες. Όλοι λοιπόν μπορούμε και οφείλουμε να συνδράμουμε στην αξιοποίηση αυτής της μοναδικής ευκαιρίας για την εκπέταση της ελληνικής και πέρα από τα εθνικά σύνορα. Η ελληνική μπορεί να υψωθεί σε ηγέτιδα γλώσσα της ευρύτερης περιοχής, σε φιλίας συναγωγό των βαλκανικών λαών.

" Έτερος εξ ετέρου σοφός" - Η Ιστορία μας βασίστηκε στην προεργασία που είχαν επιτελέσει χαλκέντεροι ερευνητές του παρελθόντος και του παρόντος. Αναρίθμητοι αλλοεθνείς επιστήμονες, νόες υψηλοί, αγάπησαν παράφορα τη γλώσσα μας γιατί είναι δύστροπη, γιατί είναι ωραία. Αν δεν μας φώτιζε το εφτάφωτο λυχνάρι της

Page 32: ΚΟΠΙΔΑΚΗΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.doc

σοφίας τους, θα προχωρούσαμε ψηλαφώντας μες στο σκοτάδι. Μεγίστη είναι και η οφειλή μας στους Έλληνες -ειδικούς και ερασιτέχνες- που θεμελίωσαν τις γλωσσικές σπουδές στη χώρα μας. Ασφαλώς και δεν θα γραφόταν ποτέ το βιβλίο αυτό, αν η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα δεν έσπευδε συναρωγός στην προσπάθειά μας. Οι πλείστοι των συνεργατών μας είναι μέλη της διακεκριμένα.

Οφείλω και από αυτήν εδώ τη θέση να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε όλους όσοι συνετέλεσαν στην έκδοση της Ιστορίας, στους συνεργάτες, τους συλλήπτορες, στη ρηξικέλευθη δυαρχία του Ε.Λ.Ι.Α. και στους ελευθέριους χορηγούς, ήτοι στο Ίδρυμα Ιωάννου Κωστοπούλου και στον Όμιλο επιχειρήσεων Μαρινοπούλου. Σε μικρόψυχους καιρούς που πολλοί ακολουθούν την πλατιά λεωφόρο του εντυπωσιασμού, που εναβρύνονται με το παραχρήμα ηδύ και το θορυβώδες, που ικανοποιούνται με το ετοιμοπαράδοτο και ρηχό, που κολακεύουν τον εφησυχασμό του απροβλημάτιστου, οι χορηγοί μας κοιτάζοντας βαθιά μέσα στο μέλλον προτίμησαν να συμπορευτούν στην τραχεία και ανάντη ατραπό του έργου υποδομής που συντελείται σιωπηλά με καιρό και με κόπο. Είθε το παράδειγμα της οξύνοιας και της ευβουλίας τους να το μιμηθούν και όσοι άλλοι συμμερίζονται τη γνώμη του φιλοσόφου πως από την παιδεία εξαρτάται, αν ο άνθρωπος αποβεί το "θειότατον και ημερώτατον" εκείνο πλάσμα ή "το αγριώτατον" από όσα η φύση γεννά.

Σας ευχαριστώ.