ΣτΕ 759/2011

4
ΣτΕ 759/2011 Ταμείο Νομικών. Η αξίωση του Ταμείου να επιβάλει σε βάρος συμβολαιογράφου τα εισπραττόμενα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. ις΄ του Ν. 4114/1960, κατά την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων δικαιώματα παραγράφεται μετά την παρέλευση δεκαετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου καταρτίσθηκε η οικεία συμβολαιογραφική πράξη. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 1036/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών). Αριθμός 759/2011 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Σκαλτσούνης, Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος. Για να δικάσει την από 24 Νοεμβρίου 2008 αίτηση: του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων - Τομέας Ασφάλισης Νομικών (Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Α.Ν.), το οποίο παρέστη με την Αδαμαντία Καπετανάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά της .............. .................... ......-.........., κατοίκου Αθηνών (............. .........), η οποία δεν παρέστη. Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ταμείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1036/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Εμμανουηλίδη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ταμείου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά το νόμο (άρθρο 28 παρ. ν.2579/1998, Α΄31), καταβολή παραβόλου. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1036/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου κατά της 14265/2006 αποφάσεως του Διοικητικού

description

Δεκαετής η παραγραφή των οφειλών συμβολαιογράφων προς το Ταμείο Νομικών

Transcript of ΣτΕ 759/2011

Page 1: ΣτΕ 759/2011

ΣτΕ 759/2011   

Ταμείο Νομικών. Η αξίωση του Ταμείου να επιβάλει σε βάρος συμβολαιογράφου τα εισπραττόμενα, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. ις΄ του Ν. 4114/1960, κατά την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων δικαιώματα παραγράφεται μετά την παρέλευση δεκαετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου καταρτίσθηκε η οικεία συμβολαιογραφική πράξη. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 1036/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).

  

Αριθμός 759/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Φεβρουαρίου 2011, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Σκαλτσούνης, Α. Καλογεροπούλου, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 24 Νοεμβρίου 2008 αίτηση:

του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων - Τομέας Ασφάλισης Νομικών (Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Α.Ν.), το οποίο παρέστη με την Αδαμαντία Καπετανάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

κατά της .............. .................... ......-.........., κατοίκου Αθηνών (............. .........), η οποία δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ταμείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1036/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Δ. Εμμανουηλίδη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ταμείου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά το νόμο (άρθρο 28 παρ. ν.2579/1998, Α΄31), καταβολή παραβόλου.

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1036/2008 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου κατά της 14265/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου έγινε εν μέρει έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της 162/22.3.1999 εκθέσεως αποτελεσμάτων επιθεωρητού του Ταμείου, με την οποία είχε καταλογισθεί εις βάρος της ποσό 8.674.726 δραχμών, πλέον τόκων υπερημερίας, λόγω μη αποδόσεως δικαιωμάτων οφειλομένων και της κατάρτισης συμβολαιογραφικών πράξεων κατά το χρονικό διάστημα από 18.7.1984 έως 28.7.1998.

3. Επειδή, με το άρθρο 25 του ν. 3655/2008 (Α’ 58) το Ταμείο Νομικών εντάχθηκε στο συσταθέν με το άρθρο αυτό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.)» ως Τομέας αυτού με πλήρη λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια. Περαιτέρω, στο άρθρο 38 του ως άνω νόμου ορίζεται ότι το

Page 2: ΣτΕ 759/2011

Ενιαίο Ταμείο δια μέσου των Τομέων του αποτελεί καθολικό διάδοχο των εντασσομένων Ταμείων και Κλάδων και υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις αυτών, ότι εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων Ταμείων και Κλάδων συνεχίζονται από το Ενιαίο Ταμείο χωρίς να επέρχεται διακοπή δίκης και ότι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται ισχύουν έναντι των αντιστοίχων Τομέων του Ενιαίου Ταμείου. Συνεπώς, το Ε.Τ.Α.Α. παρίσταται νομίμως στην παρούσα δίκη (ΣτΕ 3763/2010).

4. Επειδή, στο άρθρο 145 του έχοντος εφαρμογή στην προκειμένη υπόθεση ν. 670/1977 (Α΄ 232) «περί Κώδικος Συμβολαιογράφων» ορίζεται ότι: «το δικαίωμα του Δημοσίου προς επιβολήν εις βάρος των συμβολαιογράφων φόρων, τελών χαρτοσήμου και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων επί των καταρτιζομένων συμβολαιογραφικών πράξεων παραγράφεται μετά παρέλευσιν 10 ετών από του τέλους του έτους εντός του οποίου κατηρτίσθη η πράξις». Η διάταξη αυτή αναφέρεται μεν ρητώς στο χρόνο παραγραφής του δικαιώματος μόνον του Δημοσίου για την επιβολή εις βάρος των συμβολαιογράφων φόρων και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων, πρέπει, όμως, να ερμηνευθεί, για την ταυτότητα του λόγου και για το ενιαίο της ρυθμίσεως, ως έχουσα την έννοια ότι η θεσπιζόμενη με αυτήν παραγραφή αφορά και τις αξιώσεις κάθε άλλου, πλην του Δημοσίου, προσώπου να επιβάλει εις βάρος των συμβολαιογράφων οφειλόμενα λόγω της καταρτίσεως συμβολαιογραφικών πράξεων δικαιώματα, όπως είναι το αναιρεσείον Ταμείο. Τούτο συνάγεται από τον δικαιολογητικό λόγο για την θέσπιση της ανωτέρω διατάξεως, όπως αυτός προκύπτει από την εισηγητική έκθεση επί του ν. 670/1977, στην οποία αναφέρεται ρητώς ότι με την ως άνω διάταξη περιορίζεται ο χρόνος εντός του οποίου πρέπει να πραγματοποιείται «πάς έλεγχος αναφερόμενος εις την υπό των Συμβολαιογράφων εφαρμογήν των περί φόρων, τελών χαρτοσήμου και δικαιωμάτων υπέρ τρίτων διατάξεων, προς αποφυγήν πραγματοποιήσεως ελέγχου μετά παρέλευσιν πολλών ετών, οπότε καθίσταται λίαν δυσχερής, αν μη αδύνατος η παροχή εξηγήσεων υπό του Συμβολαιογράφου προς τον διενεργούντα τον έλεγχον». Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορεί άλλωστε, το γεγονός ότι και με τον νεότερο Κώδικα περί Συμβολαιογράφων, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2830/2000 (Α΄ 96) ορίσθηκε (Βλ. άρθρο 38 παρ. 1), και ρητώς πλέον, ότι παραγράφεται μετά παρέλευση δέκα ετών το δικαίωμα όχι μόνον του Δημοσίου προς επιβολή φόρων και άλλων δικαιωμάτων εις βάρος των συμβολαιογράφων, αλλά και των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, των ασφαλιστικών ταμείων και οργανισμών και οποιουδήποτε τρίτου. Συνεπώς, η αξίωση του αναιρεσείοντος Ταμείου να επιβάλει εις βάρος συμβολαιογράφου τα εισπραττόμενα υπέρ του εν λόγω Ταμείου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 1 περ. ις΄ του Ν. 4114/1960, κατά την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων δικαιώματα παραγράφεται μετά την παρέλευση δεκαετίας από το τέλος του έτους, εντός του οποίου καταρτίσθηκε η οικεία συμβολαιογραφική πράξη (ΣτΕ 3137/2002).

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε στο αρχείο της αναιρεσίβλητης συμβολαιογράφου και συνετάγη η 162/22.3.1999 έκθεση αποτελεσμάτων επιθεωρητού του Ταμείου, με την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν είχε αποδώσει δικαιώματα του Ταμείου συνολικού ποσού 25.457,74 ευρώ, προερχόμενα από την κατάρτιση συμβολαιογραφικών εγγράφων, κατά το χρονικό διάστημα από 18.7.1984 έως 28.7.1998. Το ανωτέρω ποσό καταλογίσθηκε εις βάρος της αναιρεσίβλητης, η οφειλή δε αυτή επιβαρύνθηκε με τόκους υπερημερίας και προσαυξήσεις έως 22.3.1999, ύψους 33.532,36 ευρώ. Προσφυγή της αναιρεσίβλητης κατά της ανωτέρω εκθέσεως αποτελεσμάτων έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την 14265/2006 απόφασή του έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, εφόσον η ανωτέρω έκθεση αποτελεσμάτων συνετάγη στις 22.3.1999, οι αξιώσεις του αναιρεσείοντος Ταμείου, για όσες συμβολαιογραφικές πράξεις είχαν καταρτισθεί κατά τα έτη 1985- 1987, είχαν υποκύψει στη δεκαετή παραγραφή της διατάξεως του άρθρου 145 του ν. 670/1977, η οποία καταλαμβάνει όχι μόνο το Δημόσιο αλλά και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους οργανισμούς. Έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Ταμείου κατά του κεφαλαίου αυτού της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου απερρίφθη με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι παραγράφεται μετά από παρέλευση δέκα ετών από το τέλος του έτους, εντός του οποίου είχαν καταρτισθεί οι σχετικές συμβολαιογραφικές πράξεις, το δικαίωμα όχι μόνο του Δημοσίου προς επιβολή φόρων και άλλων δικαιωμάτων εις βάρος των συμβολαιογράφων, αλλά και των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, των ασφαλιστικών ταμείων και οργανισμών. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι ο λόγος εφέσεως, με τον οποίον το αναιρεσείον Ταμείο είχε προβάλλει ότι έσφαλε η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, διότι δεν έλαβε υπόψη της, ότι το ποσό των 779,36 ευρώ, που αποτελεί εισφορά 9% του συμβολαιογράφου προς το Ταμείο, αποτελεί άμεση και ευθεία υποχρέωση των συμβολαιογράφων προς αυτό και εισπράττεται ανεξαρτήτως της συντάξεως ή μη πράξεων εκ μέρους των, υποκείμενο το δικαίωμα από απαίτηση από ασφαλιστικές

Page 3: ΣτΕ 759/2011

εισφορές στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η πρωτόδικη απόφαση δεν περιέλαβε σκέψη με το περιεχόμενο αυτό που να έχει σχέση με το ανωτέρω ποσό. Με τις σκέψεις αυτές, το Διοικητικό Εφετείο επικύρωσε την κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.

6. Επειδή, ορθώς κατά τα ήδη εκτεθέντα έκρινε το δικάσαν εφετείο, ότι το προαναφερθέν άρθρο 145 του ν. 670/1977 εφαρμόζεται όχι μόνον για τα δικαιώματα που επιβάλλονται από το Δημόσιο αλλά και για εκείνα που επιβάλλονται από το αναιρεσείον Ταμείο και ότι ως προς την παραγραφή του δικαιώματος προς επιβολή των τελευταίων αυτών εφαρμόζεται η ανωτέρω ειδική διάταξη περί δεκαετούς παραγραφής των αξιώσεων του Ταμείου στην διέπουσα αυτό νομοθεσία, η οποία είχε συμπληρωθεί στην προκειμένη περίπτωση και όχι το άρθρο 249 του Αστικού Κώδικα, το οποίο θεσπίζει εικοσαετή παραγραφή. Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον το αναιρεσείον Ταμείο προβάλλει ότι το δικάσαν δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε τη διάταξη του άρθρου 145 του ν. 670/1977, ως προς συγκεκριμένα συμβόλαια των ετών 1985-1987 που παρατίθενται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και αφορούν ποσό 6.237,40 ευρώ (2.156.063 δραχμών), διότι η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται επί των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου και των ασφαλιστικών ταμείων, ελλείψει νομοθετικής προβλέψεως περί αυτού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

7. Επειδή, με την κρινομένη αίτηση το αναιρεσείον Ταμείο προβάλλει ότι, αν και πράγματι η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν διαλαμβάνει κρίση ως προς το ποσό των 779,36 ευρώ (262.500 δραχμών) που αφορά εισφορά 9% των συμβολαιογράφων προς το αναιρεσείον Ταμείο, η εισφορά αυτή, πάντως, πρέπει να καταβάλλεται ανεξαρτήτως της συντάξεως ή μη συμβολαιογραφικών πράξεων, έσφαλε δε η προσβαλλομένη απόφαση που απέρριψε τον σχετικό λόγο εφέσεως ως απαράδεκτο, διότι η ακύρωση εκ μέρους του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου της 162/1999 εκθέσεως αποτελεσμάτων, καθ’ ο μέρος καταλογίσθηκαν εις βάρος της αναιρεσίβλητης δικαιώματα του Ταμείου στα σχετικά συμβόλαια έγινε χωρίς διαχωρισμό σε αναλογικά δικαιώματα και εισφορά συμβολαιογράφου. Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι για το ζήτημα αυτό, δεν έγινε κάποια σκέψη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως, άλλωστε, συνομολογεί και το αναιρεσείον Ταμείο με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, και ως εκ τούτου ορθώς απερρίφθη ως απαράδεκτος ο σχετικός λόγος εφέσεως.

8. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την κρινομένη αίτηση.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2011

Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Α΄ Τμήματος Ν. Σακελλαρίου Μ. Παπασαράντη

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Μαρτίου 2011.

Ο Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος Η Γραμματέας Ν. Σακελλαρίου Α. Κολιοπούλου