Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

36

description

Αντί Χ Λόγου

Transcript of Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

Page 1: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου
Page 2: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου
Page 3: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

editorial αντί × λόγου Σεπτέμβριος 2010 Ιωάννινα

τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα διανέμεται δωρεάν τυπώνεται σε 1000 αντίτυπα

έκδοση, αρχισυνταξία, επιμέλεια : Ευάγγελος Ευθυμίου

συντακτική ομάδα : Νικόλαος Φωτιάδης Λάκης Φουρουκλάς Αντιγόνη Παπανικολάου Λαμπρινή Θεοχάρη Κατερίνα Ζδράγκα Νεκτάριος Τσεσμελόπουλος Τζόρτζια Νάστα Ευάγγελος Ευθυμίου Ελένη Μπάρκα Εύη Μαρκάτη

διόρθωση : Εύη Μαρκάτη

σχεδιασμός ‐ διαμόρφωση : Γιώργος ∆ημητρίου (Gio Dim) Ευάγγελος Ευθυμίου

υπεύθυνος διανομής : Αποστόλης Ρουμελιώτης

σύνθεση εξωφύλλου : Γιώργος ∆ημητρίου (Gio Dim) τηλέφωνο επικοινωνίας: +306972978572 e-mail: [email protected] www.myspace.com/antiepilogou facebook group: περιοδικό - αντί x λόγου Το αντί x λόγου μεταδίδει τη δική του ραδιο- φωνική εκπομπή, κάθε Σάββατο 14.00-16.00 στη συχνότητα του διαδικτυακού ραδιοφώνου www.mindradio.gr

3

αντί × λόγου editorial

στερα από την έκδοση εφτά τευχών, η αρχισυντακτική μου ικανότητα έχει φτάσει σε βρεφικό στάδιο, δίνοντάς μου να καταλάβω κάποιες από τις δυσκολίες της. Στις αρχές ήταν ανύπαρκτη, ασχέτως αν παλιότερα έχω υπηρετήσει από την ίδια θέση το φοβερό και τρομερό -και εντελώς τρελό- φοιτητικό περιοδικό «com-x» (κομ εξ). Το συμπέρασμα είναι πως το συγκεκριμένο φθινοπωρινό τεύχος ήταν και το πιο δύσκολο από την πλευρά του αρχισυντάκτη.

Φθινοπωρινό, ναι, αλλά το φθινοπωρινό τεύχος ετοιμάζεται καλοκαίρι. Πάρε λοιπόν τηλέφωνα, στείλε μηνύματα, στείλε e-mails, ψάξε να βρεις τον κάθε συντάκτη στην πλέον καταχωνιασμένη παραλία. Καλοκαίρι είναι -ή έστω ήταν, όταν θα διαβάζετε εσείς αυτές τις αράδες- και λογικό το βρίσκω, διότι και εγώ στην ίδια θέση βρισκόμουν. Ποιος έχει όρεξη να κάτσει να γράψει το οτιδήποτε; Κανείς.

Ας πούμε όμως πως ξεπερνάμε το εμπόδιο της όρεξης. Με την έμπνευση τι γίνεται; Η έμπνευση είναι τεράστιο θέμα. Δε σου έρχεται ουρανοκατέβατη. Δεν κάθεσαι μπροστά από ένα λευκό χαρτί ή από την οθόνη του υπολογιστή σου και συντάσσεις άκοπα ατελείωτες προτάσεις που να βγάζουν νόημα. Όχι, αυτό δεν υπάρχει.

Η έμπνευση είναι αυτόνομη. Κάποιες φορές έρχεται ατελείωτη, μη γνωρίζοντας εσύ τι να κρατήσεις από αυτή και τι να πρωτογράψεις. Κρατάς σημειώσεις ιδεών παντού. Σε πολύχρωμα χαρτάκια, περιθώρια περιοδικών, στο χέρι σου, στο πακέτο από τα τσιγάρα σου και οπουδήποτε αλλού, με σκοπό να μη χαθούν και να χρησιμοποιήσεις αυτές τις ιδέες αργότερα σε κάποιο κείμενο. Υπάρχουν όμως και στιγμές που αυτή η ριμάδα η έμπνευση δε λέει να σε επισκεφτεί με τίποτα. Ούτε να την έκλεβες στο μοίρασμα της κληρονομιάς του παππού. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου έλα, έχω και γλυκό του κουταλιού να σε κεράσω. Αυτή τίποτα. Εκεί, πεισμωμένη, να σου γυρνάει την πλάτη μη γνωρίζοντας εσύ το γιατί. Στην καλύτερη να φας -μόνος σου- το γλυκό του κουταλιού.

Το καλοκαίρι λοιπόν μας παρέσυρε όλους και έστειλε την όρεξη για γράψιμο και την έμπνευση σε διακοπές. Όπως πήγαμε και οι ίδιοι άλλωστε. Γι’ αυτό ίσως το παρόν τεύχος να σας θυμίσει κάτι ξέγνοιαστο.

Κλείνοντας, θα παραθέσω ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο που διάβασα πρόσφατα μιας και έχει άμεση σχέση με τα γραφόμενά μου, αφού ήταν η πηγή έμπνευσης για το εντιτόριαλ του τεύχους που κρατάτε στα χέρια σας.

Ένας φίλος του συγγραφέα Τζέιμς Τζόις πήγε μια μέρα να τον

επισκεφτεί και βρήκε το μεγάλο αυτόν άντρα σωριασμένο στο γραφείο του, σε μια στάση που φανέρωνε βαθιά απόγνωση.

«Τζέιμς, τι τρέχει;» τον ρώτησε ο φίλος. «Κάτι σχετικό με τη δουλειά;» Ο Τζόις κούνησε το κεφάλι του καταφατικά δίχως καν να γυρίσει να

κοιτάξει το φίλο του. Φυσικά ήταν κάτι σχετικό με τη δουλειά· αυτό δεν ήταν πάντα;

«Πόσες λέξεις έγραψες σήμερα;» συνέχισε ο φίλος. Ο Τζόις (ακόμη απελπισμένος, ακόμη σωριασμένος με το πρόσωπο

πάνω στο γραφείο): «Εφτά». «Εφτά; Μα, Τζέιμς… είναι καλές, για εσένα τουλάχιστον!» «Ναι» είπε ο Τζόις, σηκώνοντας τελικά τα μάτια. «Υποθέτω πως είναι…

Αλλά δεν ξέρω σε ποια σειρά μπαίνουν». Καλή ανάγνωση.

Το περιοδικό θέλει να μεγαλώσει την παρέα του. Αν κάποιος από εσάς θέλει να συμμετάσχει με τα κείμενά του, είναι ευπρόσδεκτος και θα χαρούμε να επικοινωνήσει μαζί μας.

Page 4: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου αντί περιεχομένων

4

σελ.6 - Το στοιχειωμένο σπίτι Στην ελληνική μυθολογία, ο Χάρων (ή

Χάρος, στα νέα ελληνικά) ήταν ο πορθμέας του Άδη, μεταφέροντας με τη βάρκα του τους πρόσφατα αποθανόντες από τη μια όχθη του ποταμού Αχέροντα στην άλλη, όπου σύμφωνα με τη μυθολογία βρισκόταν η είσοδος του Άδη. Οι νεκροί έπρεπε οπωσδήποτε να πληρώσουν στο Χάροντα έναν οβολό για τα ναύλα. Γι' αυτό στην αρχαία Ελλάδα τοποθετούσαν πάντα έναν οβολό κάτω από τη γλώσσα των νεκρών σωμάτων.

σελ.16 - Αχέροντας Στη Σκανδιναβική μυθολογία η Βαλχάλλα (Valhöll

«Αίθουσα των σφαγιασθέντων») είναι αίθουσα του Όντιν, σπίτι για όσους σκοτώνονται ένδοξα στη μάχη, τους οποίους καλωσορίζει ο Μπράγκι και οι οποίοι συνοδεύονται στη Βαλχάλλα από τις βαλκυρίες. Διαθέτει πεντακόσιες σαράντα πόρτες, τοίχους φτιαγμένους από λόγχες, στέγη φτιαγμένη από ασπίδες και πάγκους καλυμμένους με θώρακες στήθους. Λέγεται πως υπάρχει χώρος για όλους όσοι επιλεχθούν. Όλοι αυτοί ονομάζονται Εϊνχέργιαρ.

σελ.12 - Στο café της χαμένης νιότης Η Αμελί (Αμαλία) είναι γαλλική ταινία που

προβλήθηκε στις αίθουσες το 2001 με τον τι-τλο Le Fabuleux destin d'Amélie Poulain (Η θαυμαστή μοίρα της Αμελί Πουλαίν). Είναι ένα έργο του σκηνοθέτη Ζαν Πιερ Ζενέ με την Ω-ντρέ Τοτού στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η κύρια δράση της ταινίας εκτυλίσσεται στη Μονμάρτη. Έγινε μεγάλη παγκόσμια επιτυχία και κέρδισε αρκετά βραβεία. Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Γιαν Τιρσέν.

σελ.14 - ποίηση Ο όρος «μετανάστευση» (migration), τόσο

κατά τις κοινωνικές επιστήμες όσο και κατά το Διεθνές Δίκαιο, αναφέρεται στη για διάφορους λόγους γεωγραφική μετακίνηση ανθρώπων, είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες. Ο ίδιος επίσης όρος χρησιμοποιείται και στις μετακινήσεις των ζώων, πτηνών και ιχθύων. Ειδικότερα εκ της αιτίας της μετακίνησης, τα μεν ζώα και πουλιά καθιερώθηκε να χαρακτηρίζονται "αποδημητικά", ενώ τα ψάρια "μεταναστευτικά".

σελ.18 - Μυρωδιά καλοκαιριού Στη χριστιανική και

στην εβραϊκή παράδοση, ασώματα ονομάζονται τα πνεύματα που πλαισιώνουν το Θρόνο του Θεού.

Page 5: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου αντί περιεχομένων

5

σελ.28 - Πού πήγαν οι νεράιδες; Οι Νηρηίδες παραμένουν μέχρι και σήμερα

στις δοξασίες των Ελλήνων με μικρή παραφθορά του ονόματος ως νύμφες "Νεράιδες". Ζουν στα βουνά, στα δάση, στα ποτάμια, σε βρύσες, σε σπηλιές, σε όλη τη φύση, και αποκαλούνται με πολλά ονόματα: ανεράδες, ανεραγόδες, νεράισσες, ξεραμένες, αβραγίδες κτλ. Είναι όμορφες με μακριά ξανθά μαλλιά, συνήθως πράσινα μάτια, φορούν λευκά φουστάνια με λευκό μαντήλι και τις βλέπουν μόνο οι σαββατογεννημένοι και οι ελαφροήσκιωτοι. Τους αρέσει ο χορός και συχνά αρπάζουν τους λυράδες για να τους παίξουν και να χορέψουν. Συνήθως βγαίνουν τα μεσάνυχτα, μπαίνουν στα σπίτια και κλέβουν τα ρούχα των γυναικών.

του Φωτιάδη Bruce Νικόλαου Πηγές: el.wikipedia.org, en.wikipedia.org, lanthimos.com

σελ.20 - Πωλείται Ο Κρατικός Αερολιμένας Καβάλας «Μέγας

Αλέξανδρος» βρίσκεται ανατολικά της Καβάλας, κοντά στη Χρυσούπολη. O Αερολιμένας Καβάλας άρχισε να λειτουργεί το 1952 στις εγκαταστάσεις της Πολεμικής Αεροπορίας κο-ντά στο χωριό Αμυγδαλεώνας, μέχρι τη 12η Ο-κτωβρίου 1981, που μεταφέρθηκε στη θέση όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα. Λειτουργεί σε επίπεδο Διεύθυνσης Δημόσιας Υπηρεσίας.

σελ.26 - Κυνόδοντας Ο Γιώργος Λάνθιμος γεννήθηκε στην

Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία στη σχολή κινηματογράφου τηλεόρασης «Σταυράκος». Κατά τη δεκαετία του ‘90 σκηνοθέτησε σειρά από βίντεο για ελληνικούς θιάσους χοροθεάτρου. Από το 1995 σκηνοθέτησε πλήθος τηλεοπτικών διαφημίσεων, μουσικά βίντεο, ταινίες μικρού μήκους και πειραματικά θεατρικά έργα.

σελ.32 - 13 λόγοι για να ζεις Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είναι

σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου 1928 στο χωριό Αρακατάκα της Κολομβίας. Το 1967 δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα «Εκατό Χρόνια Μοναξιά», το οποίο τον καθιέρωσε ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, καθώς αποκόμισε αμέσως τις θετικότερες κριτικές.

σελ.34 - Πες κάτι «Ενός λεπτού σιγή», είναι η έκφραση για

μια περίοδο σιωπηλής περισυλλογής. Η πράξη αυτή είναι συχνά ένδειξη σεβασμού, ιδιαίτερα στη μνήμη εκείνων που πέθαναν πρόσφατα ή ως τμήμα τελετής μνήμης ενός τραγικού ιστορικού γεγονότος. Πολλοί άνθρωποι στο δυτικό κόσμο τηρούν ενός λεπτού σιγή, στις 11 Νοεμβρίου κάθε έτους στις 11:00 π.μ., τιμώντας τις θυσίες στρατιωτών και πολιτών σε περιόδους πολέμου.

Page 6: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

6

Το Στοιχειωμένο Σπίτι

Ακούγαμε πολλά για κείνο το σπίτι. Έζησε, μας λέγαν οι

παλιοί, και πέθανε εκεί μια πολύ κατατρεγμένη απ’ την τύχη γυναίκα. Από κείνες δα που μόνο δυστυχία γνώρισαν στη ζωή τους. Η γιαγιά μου, πού ’ταν σοφή γριά, μας έλεε πως μέσα κει κατοικούσε ο Χάρος.

Κι όμως, εμάς που ήμασταν παιδιά, δε μας φάνταζε τόσο τρομαχτικό. Μας προκαλούσε θα έλεγα. Μας προκαλούσε να το εξερευνήσουμε, ν’ ανακαλύψουμε τα δήθεν του μυστήρια. Αλλά οι μεγάλοι δε μας άφηναν, και κάθε που το αναφέραμε σταυροκοπιούνταν κι έφτυναν στον κόρφο τους για να διώξουν το κακό. «Με το θεό και με το διάολο, δεν παίζει κανείς», μονολοούσε η γιαγιά.

Μα ποιο θεό; Και ποιο διάολο; Δουλειά δεν έχουνε να κάνουν και θα κάτσουν να φυλάνε ένα σπίτι; Παράξενοι πολύ, ήτανε οι μεγάλοι και άλλο από σύγχυση δεν καταφέρναν να σκορπίσουν.

Μα, ο χρόνος περνούσε βιαστικά, κι η περιέργειά μας όλο και μεγάλωνε. Τι ήταν εκείνο που τόσο φόβιζε τους μεγάλους; Και τι μυστικά έκρυβε εκείνο το συνηθισμένο σαν όλα τ’ άλλα στην όψη σπίτι; Στο κάτω κάτω της γραφής δεν ήταν παρά ένα διώροφο πλινθόκτιστο γιαπί, που στο φως της μέρας δε φάνταζ’ αλλόκοτο. Αλλά «τη νύχτα είναι που βγαίνουν τα στοιχειά», υποστηρίζαν τα γερόντια.

«Αλήθεια, πώς μοιάζουν τα στοιχειά;» απορούσαμε. Και μαθαίναμε πως έχουν μαύρα κέρατα, σαν του τράγου μαθές, και τα μάτια τους είναι κόκκινα, όπως και το δέρμα τους κάποτε, και περπατούν άλλοτε με τα δυο κι άλλοτε με τα τέσσερά τους πόδια, και πετούν κιόλας σα σίφουνες, όπως τα παλιά χρόνια οι δράκοι.

Μετά από τούτες τις καλές περιγραφές, όταν πηγαίναμε για ύπνο βλέπαμε όνειρα αλλόκοτα που σαν τα διηγιόμασταν στους μεγάλους σηκώνονταν κάγκελο οι τρίχες τους, κι άρχιζαν πάλι τα «πτου πτου πτου, κακό να μη μας εύρει». Θα τους έβρισκε κακό επειδή ονειρευόμασταν;

Page 7: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

7

Χρόνο με το χρόνο ο θρύλος του στοιχειωμένου του σπιτιού γινόταν όλο και πιο σκοτεινός, κι άρχισε ν’ αποκτά και παραλλαγές. Οι γερόντοι που δεν είχαν τι άλλο να κάνουν κάθονταν στον καφενέ, και περιμέναν πώς και πώς την ώρα που θα ’ρχόταν κάποιος ξένος, για να του πουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Έτσι, σιγά σιγά στο σπίτι άρχισαν να κυκλοφορούν ακέφαλα σώματα ή και ανεξάρτητα κεφάλια, κάθε βράδυ η γριά που πριν το κατοικούσε - και πέθανε απ’ τον καημό της - σηκωνόταν προς νερού της, κάποιες ασέληνες σκοτεινές νυχτιές, ακούγονταν από κει μερικές τρομαχτικές κραυγές που αναστατώναν τους περαστικούς: «ωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω, αααααααααααααααααααααα, βααααλλλλλλλλλλλλλλ, τιιιιιιιιιιιιιιιιι, ουυυυυυυυυυυ». Μα, την αλήθεια για να πω, τόσες νυχτιές που απ’ έξω στάθηκα, ποτέ δεν άκουσα κραυγές κι ούτε κάτι παράξενο είδα.

Παρόλ’ αυτά η φήμη του σπιτιού διέσχισε όλη την επαρχία και άνθρωποι έρχονταν από παντού για να το επισκεφτούνε. Στο φως της μέρας έμοιαζε ακίνδυνο, απλώς ένα εγκατα-λειμμένο σπίτι. Ωστόσο, εκείνοι που μέσα μπαίνανε για να το εξερευνήσουν, βγαίνοντας ήταν σίγουροι ότι το σπίτι εκείνο έκρυβε πολλά μυστικά. Λέγαν πως το πάτωμα από κάτω ήταν κενό, πως οι τοίχοι είχαν κρυφά ανοίγματα, πως οι τρεις όλοι κι όλοι αραχνιασμένοι μικροί πίνακες που βρήκαν κρεμασμένους στο δωμάτιο της γριάς, έκρυβαν κάτι το σατανικό. Κάποτε έκανε την εμφάνισή του και κάποιος που λογιόταν κυνηγός φαντασμάτων και ο οποίος, παρόλες τις προειδοποιήσεις των χωριανών, ήταν αποφασισμένος να περάσει μια νύχτα εκεί μόνος.

Όλοι τον λυπηθήκαμε. Ήμασταν σίγουροι ότι θα τον έβρισκε κάποιο κακό. Ο παπάς, πιστός και προληπτικός όσο έπαιρνε, έμεινε μαζί του ως την τελευταία στιγμή προσπα-θώντας να τον μεταπείσει, αλλά μάταια. Αφού είδε κι απόειδε, τα παράτησε κι έφυγε. Του ’στειλε μόνο με την κόρη του τη Ρηνιώ, το καλύτερο κορίτσι του χωριού, λίγο φαγητό και τσάι.

Page 8: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

8

Νύχτωσε για τα καλά. Όλοι είχανε την έγνοια του ξένου, αλλά κανένας δεν τολμούσε να πάει κατά κει για να δει τι θα γινόταν. Σαν πήγε μεσάνυχτα και κάτι, όταν όλοι, ή σχεδόν όλοι βυθίστηκαν στον ύπνο, βγήκα κρυφά απ’ το παράθυρο της κάμαράς μου και πήγα να βρω το φίλο μου το Γιάννη. Ήμασταν κι οι δυο δεκάξι χρονών παλικάρια, δε φοβόμασταν, και δε θα χάναμε το θέαμα με τίποτα. Με περίμενε έξω απ’ την πόρτα του και κινήσαμε μαζί για το στοιχειωμένο σπίτι.

Σα φτάσαμε εκεί, σταθήκαμε λίγο απέξω κι αφουγκραστήκαμε. Άκρα του τάφου σιωπή. Έβγαλε ο Γιάννης απ’ την τσέπη του ένα μικρό μπουκάλι ρακή πού ’κλεψε απ’ το σπίτι και καθίσαμε κατάχαμα για να πιούμε και να ζεσταθούμε.

Θα πέρασε πολλή ώρα, γιατί αποκοιμηθήκαμε, όταν ακούσαμε μια σπαρακτική κραυγή «μανούλα μου» να βγαίνει απ’ το σπίτι και κάτι να χτυπάει με ορμή την πόρτα από μέσα. Σε λίγα δευτερόλεπτα είδαμε, παγωμένοι απ’ το φόβο μας, τον κυνηγό να πηδάει από ’να παραθύρι και ν’ αρχίζει να τρέχει σαν τρελός. Σα μας πέρασε για λίγο το σάστισμα, πήραμε να τρέχουμε το κατόπι του. Τον φτάσαμε έξω απ’ την εκκλησιά της Παναγιάς, όπου τον βρήκαμε γονατιστό μπροστά απ’ την πόρτα. Ήταν κάτωχρος κι όλο «Παναγιά, βοήθα με, Παναγιά, βοήθα με», μονολοούσε. Προσπαθήσαμε να τον συνεφέρουμε, αλλά πού! Το βλέμμα του ήταν απλανές, πετρωμένο, φαινόταν να ψήνεται στον πυρετό. «Σα να είδε τον Χάρο», μου ψιθύρισε ο Γιάννης. Σε λίγο κατάφτασ’ ο παπάς, που έμενε κοντά στο σπίτι του διαόλου, και αφυπνίστηκε απ’ τις φωνές. Σιγά σιγά με τη βοήθειά μας τον έπεισε να σηκωθεί για να τον οδηγήσουμε στην ασφάλεια.

Το σπίτι του παπά ήταν ανάστατο. Κι η παπαδιά, κι ο γιος τους ο Γιώργης, και το Ρηνιώ, πανέμορφο μες στο νυχτικό, ήταν στο πόδι. Βάλαμε τον ταλαίπωρο τον κυνηγό να ξαπλώσει στο σοφά κι αμέσως το Ρηνιώ πήγε να του φτιάξει τσάι, μπας και ξεπαγώσει. «Δε θα κοιμηθεί εύκολα, μ’ έτσι τρομάρα που πήρε», αποφάνθηκε ο παπάς, μα έπεσε έξω. Δε φτάσαμε καλά καλά να του ποτίσουμε το ζεστό κι αποκοιμήθηκε. Αλλά, κατά ένα παράξενο τρόπο νυστάξαμε κι εμείς μεμιάς, και κινήσαμε για τα σπίτια μας, να κοιμηθούμε.

Page 9: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

9

Την επομένη ήμασταν τα πρόσωπα της ημέρας στο χωριό. Όλοι έρχονταν να μάθουν από πρώτο χέρι τα νέα. Ακόμη κι η Ρηνιώ, που για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που την ξέραμε πρόσεξε την ύπαρξή μας. Μας χαμογελούσε, μας μιλούσε, ζητούσε λεπτομέρειες. Κι εμείς…νιώθαμε ήρωες!

Ο ξένος έμεινε στο σπίτι του παπά για ένα ακόμα βράδυ. Μετά έφυγε για την πόλη. Όπως μάθαμε απ’ τους επισκέπτες, που όλο και περισσότεροι φτάναν στο χωριό, εκείνος ο κακομοίρης πήγε σ’ ένα τρελογιατρό για να τον ανακουφίσει κι εκείνος τον έκλεισε στο ψυχιατρείο. «Αθεράπευτη περίπτωση» είπε μετά.

Εκείνη η νύχτα πάντως στάθηκε η πιο σημαντική της ζωής μου. Ένα τυχαίο γεγονός στάθηκε η αφορμή να νιώσω για πρώτη φορά άντρας, αλλά και…πώς να το πω;…Να, ήμουνα κι εγώ, όπως κι οι περισσότεροι νέοι του χωριού, ερωτευμένος με τη Ρηνιώ, και, επιτέλους με…είδε! Αχ, ένας άγγελος ήταν η Ρηνιώ. Μα, ήταν κόρη του παπά. Και φρόνιμη πολύ. Πολύ φρόνιμη. «Μικρή αγία» τη λέγανε οι χωριανοί. Αμόλυντη σαν…αμαρτία! Πώς να την κατακτήσω; Πώς να της μιλήσω για τον έρωτά μου; Μήπως το να ’μαι γενναίος θα ’ταν αρκετό για να ’ρθει κοντά μου;

Τα ξομολοήθηκα όλα στο Γιάννη. «Κι εγώ θαυμάζω τη Ρηνιώ», παραδέχτηκε, «μα, μου φαίνεται αδύνατο κάποιος να την καταφέρει». Σωστά μου φάνηκαν τα λόγια του. Μπήκε όμως πια στ’ αυλάκι το νερό και δεν ματαγυρίζει, εκτός κι αν αλλάξει δρόμο. «Γιάννη, αν ανακαλύψω το μυστήριο του σπιτιού, λες να μ’ αγαπήσει;» - «Όλα στα λόγια είν’ εύκολα, μα δύσκολα στην πράξη. Ακόμη κι αν τα καταφέρεις, πού ξέρεις αν θα σ’ αγαπήσει;»

Page 10: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

10

Το σκέφτηκα, το ξανασκέφτηκα και τ’ αποφάσισα: «Αυτός είναι ο δρόμος». Έπεισα και το Γιάννη να με βοηθήσει. Έτσι με το που μπήκε το καλοκαίρι και κλείσαν τα σχολειά, έβαλα μπρος το σχέδιό μου. Με κάθε ευκαιρία πηγαίναμε με το φίλο μου όξω απ’ το σπίτι του κακού και στήναμε καρτέρι. Κάποιες νυχτιές ακούγαμε υπόκωφες κραυγές που μας παγώνανε το αίμα, κι άλλοτε βήματα συρτά να πάνε πέρα δώθε. Πολλές φορές ακούσαμε πόρτες να τρίζουν, και άλλες τόσες είδαμε ένα αδύναμο κόκκινο φως να λούζει για μια στιγμή ένα παράθυρο που κοίταε το δρόμο.

Μυστήρια πολύ φαίνονταν όλ’ αυτά, αλλά με τον καιρό δε μας τρομάζαν τόσο. Όμως κανείς δεν έμαθε ποτέ τι κάναμε τα βράδια. Με λίγη δουλειά, λίγο παιγνίδι και κάποια τυχαία περάσματα από το σπίτι του παπά, πετούσανε οι μέρες. Η Ρηνιώ, όσο περνούσε ο καιρός, πιο όμορφη γινόταν. Το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος στο σκοτάδι, αλλά μάτια δεν είχε αυτή για μας. Πιστή ήταν στο θεό και αφοσιωμένη.Κάποια βραδιά, μετά από πολύ καιρό, με το Γιάννη είπαμε να κάνουμε το μέγα βήμα. Έτσι, δυο θα ’ταν η ώρα το πρωί, κινήσαμε για το σπίτι, αποφασισμένοι μέσα για να μπούμε. Η αλήθεια είναι πως λίγο φοβόμασταν, μα ύστερα από τόσο καιρό, πιστεύαμε πως έφτασε η ώρα. Ανοίγουμε, λοιπόν, σιγά σιγά την πόρτα του και νυχοπατώντας προχωρούμε. Ακούμε, ξαφνικά, μια συριχτή κραυγή «ωωωωωωωω», απ’ το πάτωμα να βγαίνει, και στη στιγμή γινόμαστε καπνός. Αν είχαμ’ αντοχή θα τρέχαμε ακόμη!

Την άλλη μέρα δεν τολμήσαμε ξανά εκεί να πάμε. Φανήκαμε τόσο δειλοί, οι άθλιοι, τόσο δειλοί. Βρίζαμε ο καθείς τον άλλο και τον εαυτό του. «Αύριο. Αύριο…» αποφασίσαμε ξανά. Θα πηγαίναμε στη διάρκεια της λειτουργίας, ήταν μαθές Κυριακή, να εξερευνήσουμε το σπίτι, και θα γυρίζαμε το βράδυ για μια νέα «επίθεση των γενναίων».

Page 11: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

11

Όπως το λέω, έγινε! Ψάξαμε τους τοίχους, τις πόρτες, τα παραθύρια, τα πατώματα. Ψάξαμε παντού προσεκτικά κι ανακαλύψαμε πολλά πράγματα, περισσότερα απ’ όσα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, και συμφωνήσαμε να πάμε νωρίτερα για να κρατήσουμε τσίλιες, εκείνο το μοιραίο βράδυ. Νιώθαμε σίγουροι πως το μυστήριο, τουλάχιστον για μας, θα ’παιρνε τέλος.

Προμηθευτήκαμε λίγη ρακή, ψωμί, τυρί κι ελιές, κι ένα φανό και για του τρόμου το σπίτι κινήσαμε, πολύ προτού τα μεσάνυχτα φτάσουν. Κρυφτήκαμε σ’ ένα δωμάτιο. Κι εκεί στα σκοτεινά, μες στη σιωπή, τρώγαμε, πίναμε και παραμονεύαμε. Αργούσε να περάσ’ η ώρα.

Κάποια στιγμή ακούσαμε την πίσω πόρτα του σπιτιού να τρίζει, και μετά ένα ψίθυρο, βήματα αργά κι ένα αμυδρό κόκκινο φως είδαμε προς την κουζίνα να κινείται. Ξεπρόβαλα το κεφάλι μου αργά και πρόλαβα να δω δυο σχεδόν διάφανα πλάσματα, από μια καταπακτή σ’ ένα άγνωστο υπόγειο να κατεβαίνουν. Παρέμεινα στη σκοτεινιά να παρακολουθάω. Σαν χάθηκαν απ’ το πρόσωπο της γης, ψιθύρισα στο Γιάννη να μείνει ακίνητος και σιωπηλός ακόμα.

Πέρασαν λίγα λεπτά και σιγά σιγά υπόκωφες φωνές στ’ αυτιά μας άρχισαν να φτάνουν: «ωωωωωωωωωωωωωωωωωω, ουμμμμμμμμμμμ, τιιιιιιιιιιιιιιιι, αχχχχχχχχχ, τιιιιιιιιι, μουυυυυυυυ, αααααααααααα, ειςςςςςςςςςςς». Μόλις ξεκινήσαν οι φωνές κινήσαμε κι εμείς προς την πηγή τους. Συρθήκαμε προς την καταπακτή και την ανοίξαμε μεμιάς ρίχνοντας μέσα άπλετο φως με το φανάρι. Τότε…

Μετά από τρεις μήνες, ένας ψίθυρος διέτρεξε όλο το

χωριό, ταράζοντας σχεδόν τους πάντες. Η Ρηνιώ, το πιο καλό και φρόνιμο κορίτσι του χωριού, έμεινε έγκυος απ’ τον…κρίνο. Μόνο εμείς γνωρίζαμε πως το επίθετο αυτού ήταν Χατζημιχάλης!

× Λάκης Φουρουκλάς

Page 12: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου βιβλίο

12

Στο café της χαμένης νιότης Ο Patrick Modiano γεννήθηκε το 1945 στο

Boulonge-Billancourt. Από το 1967 ασχολείται επαγγελματικά με το γράψιμο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς. Στα βιβλία του διακρίνουμε την επιμονή αναζήτησης ταυτότητας, τον αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη, την αίσθηση της απώλειας, την απουσία του πατέρα.

Σ’ ένα café του Παρισιού γύρω στα 1960, στο café

Conde, η εξαφάνιση μιας νεαρής κοπέλας, της Λουκί, απασχολεί τους θαμώνες - και όχι μόνο- αυτού του café της χαμένης νιότης, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας το αποκαλεί. Το πορτρέτο της Λουκί σκιαγραφείται από τις αφηγήσεις όλων όσων τη γνώριζαν, αλλά λίγοι πραγματικά την ήξεραν: ένας ιδιωτικός ντέντεκτιβ, ένας συγγραφέας, ένας φοιτητής και ο σύζυγός της, ενώ παράλληλα η ίδια περιγράφει τη ζωή της.

Το café Conde ήταν ένα από αυτά τα café της γειτονιάς που έμενε έως αργά και «μάζευε» την πιο αλλόκοτη πελατεία, μποέμ πελατεία. Στέκι συγγραφέων, ποιητών, ανθρώπων που ξενυχτούσαν, που έπιναν, ανθρώπων «δίχως αύριο στον ίσκιο της λογοτεχνίας και της τέχνης, ανθρώπων νέων που ζούσαν στο παρόν». Μία από αυτούς είναι και η Ζακλίν Ντελάνκ ή αλλιώς Λουκί, όπως την ονόμασαν οι φίλοι της - θαμώνες του café.

γράφει η Αντιγόνη Παπανικολάου

Page 13: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου βιβλίο

13

Η Λουκί συχνά εμφανιζόταν μόνη. Παρέμενε κλειστή και σιωπηλή ακόμη και όταν βρισκόταν με παρέα. Πάντα διακριτική, σχεδόν αθόρυβη, μα όχι απαρατήρητη. Κάτι την απασχολούσε και έμοιαζε να προσπαθεί να απαλλαγεί από αυτό.

Αναζητά διαρκώς να ξεφύγει απ’ τη μονότονη ζωή της, μια ζωή χωρίς ορίζοντα. Από πολύ μικρή περιπλανιέται στους δρόμους διότι νιώθει οικεία με μοναχικούς ανθρώπους, ώσπου εγκαταλείπει οριστικά τη μητέρα της και τη γειτονιά της. Παντρεύεται - φυγή ξανά - έναν άντρα κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της, ψάχνοντας την αληθινή ζωή, χωρίς και η ίδια να ξέρει τι ακριβώς είναι. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κάνει τη ζωή της ενδιαφέρουσα.

Καλύτερη στιγμή της ζωής της είναι όταν γίνεται μέλος μιας παρέας του café Conde. Πίστευε πως οι γνωριμίες που θα έκανε θα έβαζαν τέρμα στη μοναξιά της. Μοναδικό της καταφύγιο λοιπόν ήταν αυτό το café της χαμένης νιότης, καθώς και ένα βιβλιοπωλείο στο οποίο περνούσε πολλές ώρες.

Η ίδια ισχυρίζεται πως οι καλύτερες αναμνήσεις που έχει είναι αυτές της φυγής και διαφυγής της.

Μέσα από τη Λουκί αποκαλύπτεται η ζωή και η ψυχή της πόλης. Δίνεται η ευκαιρία στο συγγραφέα να σκιαγραφήσει το Παρίσι, από τα κτίρια, τα café, τα βιβλιοπωλεία, τις γειτονιές, μέχρι τις λεωφόρους και τις πεζογέφυρες του εναέριου μετρό.

Ακόμη, ο Patrick Modiano κάνει συχνά λόγο για τις ουδέτερες ή αλλιώς μεταβατικές ζώνες του Παρισιού. Εκεί όπου «είσαι στο περιθώριο των πάντων, σε εκρεμμότητα, περαστικός. Εκεί όπου απολαμβάνεις κάποια ασυλία».

Μια τέτοια ζώνη, η δική της ουδέτερη ζώνη μπορεί να ήταν και το café Conde για τη Λουκί.

Ενδιαφέρον, ευχάριστο, άμεσο, με μια μυστηριώδη αλλά και μελαγχολική ατμόσφαιρα ταυτόχρονα. Από τη μία η έντονη ζωή της πόλης και της νύχτας, κι από την άλλη ένα μοναχικό ταξίδι στη ζωή, μια αδιάκοπη επιθυμία για φυγή.

×

«Στο café της χαμένης νιότης» Patrick Modiano Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης Εκδόσεις: Πόλις

Page 14: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

14

αντί × λόγου ποίηση

Γιατί μ’αφήσατε όλοι; Γιατί μ’αφήσατε όλοι; Άραγε η υποκρισία περισσεύει και σε τούτη την πόλη; Στα μονοπάτια του μυαλού μου, μόνος στο σκοτάδι τριγυρνώ, την πόρτα του φόβου φωτίστε, έξοδο ψάχνω να βρω! Λόγια δυνατά, πρόσωπα βιτρίνες λένε πολλά με την αλήθεια εξόριστη και το ψέμα φρουρά. Γιατί μ’αφήσατε όλοι; Στις μεγάλες αγκαλιές που στήνονται, στου γυαλιού τα κανάλια μπροστά, το κορμί σαν τρέμει και κρυώνει εκεί θα βρει ζεστασιά; Τι βλέπετε, όταν με την καρδιά μου σας κοιτώ; Τι κάνετε , όταν βοήθεια σας ζητώ; Ποιον έχω που να ακούει και πού την αγωνία μου να πω; Δεν μ’ακούει κανείς! Γιατί μ’αφήσατε όλοι; Γυρνώ, με τους τοίχους μιλώ! Εκεί, κομμάτια της ψυχής μου ζωγραφίζω, γιατί όλους εσάς σαν τυφλός και αόρατος σας αγγίζω! Γιατί μ’αφήσατε όλοι; Το δάκρυ απελπισμένα πέφτει καταγής. Αγριολούλουδα, στην άκρη του δρόμου γέρνουν, το μαζεύουν με τη δροσιά της κάθε αυγής. Τα φυτρωμένα στην πέτρα λουλούδια μ’ακούνε, βλέπουνε τα λόγια μου, αγκαλιάζουν, τα κομμάτια μου της ψυχής και μου λένε «Μπορείς» !!! Χαμογελώντας μου φωνάζουν: «Κοίτα στου τοίχου τη χαραμάδα Πώς ανθίσαμε εμείς!» Άνθρωπε μπορείς !

γράφει η Λαμπρινή Π. Θεοχάρη

Page 15: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

φωτογραφία από τον Ευάγγελο Ευθυμίου

15

αντί × λόγου ποίηση

Μάτια φτερά Φυλακή δεν μπαίνουν τα μάτια φτερά απλώνουν, στο όνειρο πετούν. Τη νύχτα ξορκίζουν, τη μέρα γενναιόδωρα κοσμούν. Γλυκά μάτια μάνας, πουλιά σε κλουβί ανήσυχα τρέχουν εδώ κι εκεί. Πάει καιρός, που τα ταξιδιάρικα παιδιά της πολίτες του κόσμου είναι, είπαν. Για ξένους τόπους και χώρες μακρινές, νέους δρόμους υδάτινους, ουράνιους και στεριανούς όρισαν. Η μητέρα τα αναζητά. Μέσα της εικόνες ζωγραφίζει, με χρώματα και φως τα παιδιά της. Αναπολεί. Τρυφερά τις μορφές τους αγγίζει. Το δάκρυ της σπονδή, τα λόγια της προσευχή: «Θεέ μου, καλοτάξιδους δρόμους με αγάπης συντροφιά ας έχουν τα ταξιδιάρικά μου τα πουλιά!»

Στη φωλιά του νου, φρόντισε, υποσχέσου, θυμήσου. Στην πόρτα της ζωής και της δημιουργίας παιδιά κρατάνε τα κλειδιά. Όμως πόρτες νοητές και αόρατες κλειδαριές τα άυλά τους τα κλειδιά τα κρύβουν καλά! Φρόντισε στη φωλιά του νου να μην κάθονται κλειδωμένα μυαλά, παρά μόνο φωτεινά, με των παιδιών την αστραπή, στη ματιά! Θυμήσου, καρδιά γεμάτη από αγάπη είναι καταφύγιο, στη λύπη τους και στη χαρά. Υποσχέσου, στης καρδιάς την αγκαλιά να μπαίνουν χωρίς φόβο και ζεστά, να βγαίνουν ελεύθερα και με σιγουριά όλου του κόσμου τα παιδιά.

Νου και καρδιά θέλεις της ζωής ν’ανοιχτεί η κλειδωμένη πόρτα διάπλατα; Στα παιδιά εμπιστεύσου το άυλο κλειδί και στη δυνατή τους τη ματιά την καθαρή σαν σε κοιτάζουν κατάματα.

Page 16: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου Αχέροντας

16

«… ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι, ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα, κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν…»

Αυτά μας λέει ο Όμηρος στην «Οδύσσεια» και συγκεκριμένα στη ραψωδία Κ αναφερόμενος στην κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, για να πληροφορηθεί από το μάντη Τειρεσία για την επιστροφή του στην Ιθάκη. Η αναφορά αυτή είναι μία από τις πολλές, μιας και μεγάλος αριθμός ποιητών και συγγραφέων της αρχαίας ελληνικής παράδοσης αναφέρονται στον Αχέροντα, καθώς το όνομα του ποταμού ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μετάβαση των νεκρών στην κοινωνία των ψυχών.

Ο Αχέροντας, γνωστός από την αρχαιότητα, πίστευαν ότι αποτελεί τον ποταμό εκείνο του οποίου το διάπλου έκανε, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο «ψυχοπομπός» Ερμής, παραδίδοντας τις ψυχές των νεκρών στο Χάροντα για να καταλήξουν στο βασίλειο του Άδη.

Κατά τις θρησκευτικές δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων, ο Αχέροντας ήταν γιος της Γης. Επειδή όμως κατά την Τιτανομαχία ο Αχέροντας έδωσε στους Τιτάνες νερό για να ξεδιψάσουν, καταδικάστηκε από το Δία να μείνει αιώνια κάτω από τη Γη.

Στο δρόμο του ο ποταμός διασταυρωνόταν με τους

Πυριφλεγέθοντα και Κωκυτό, στο σημερινό χωριό Μεσοπόταμος, στο σημείο όπου βρίσκεται το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, το οποίο προωθούσε την επικοινωνία με τις ψυχές. Αχέρων, Κωκυτός και Πυριφλεγέθων συναποτελούσαν τους τρεις ποταμούς του Άδη.

Ο Πυριφλεγέθοντας πήγαζε από το σημείο που βρίσκεται η Μονή Αγίας Παρασκευής Μπούντας και κατευθυνόταν βορειοδυτικά μέσα στην Αχερουσία Λίμνη αργά, φωσφορίζοντας. Εξαφανίστηκε μετά την αποξήρανση του έλους της Μπούντας. Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις «πυρ» και «φλέγομαι», υποδηλώνοντας τη φωτιά της Κόλασης. Γι' αυτό ο Πυριφλεγέθων είναι γνωστός και ως «πύρινος ποταμός».

Ο Κωκυτός φτάνει σε μήκος περίπου τα 26 χιλιόμετρα και ενώνεται με τον ποταμό Αχέροντα στο χωριό Μεσοπόταμος. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη «κωκύω», που σημαίνει «θρηνώ», και υποδηλώνει τους επιθανάτιους θρήνους.

Page 17: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου Αχέροντας

17

Ο Αχέρων είναι ποταμός της περιφέρειας Ηπείρου και διασχίζει τους νομούς Πρεβέζης, Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων. Οι πηγές του βρίσκονται στο Νομό Ιωαννίνων, στο όρος Τόμαρος, σε υψόμετρο 1600 μέτρων και κοντά στο χωριό Γλυκή. Εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος, στο χωριό Αμμουδιά του νομού Πρεβέζης, όπου σχηματίζει Δέλτα από το οποίο διαμορφώνονται τα δύο κύρια έλη της περιοχής, το έλος της Σπλάντζας και της Βαλανιδορράχης. Ο Αχέροντας λόγω της παράδοσης και της περιβαλλοντικής αξίας προσελκύει πλήθος επισκεπτών από τις πηγές έως και τις εκβολές του. Το μήκος του ανέρχεται στα 52 χιλιόμετρα, ενώ από τα νερά του αρδεύονται περίπου 85.000 στρέμματα, εκ των οποίων 28.000 βρίσκονται στο Νομό Θεσπρωτίας και 57.000 στο νομό Πρεβέζης. Εναλλακτικά ο Αχέροντας ήταν γνωστός και ως Μαυροπόταμος, Φαναριώτικος ή Καμαριώτικο ποτάμι.

Στο διάβα του ο ποταμός συναντιέται με το χωριό Μεσοπόταμος. Εκεί πάνω σε λοφίσκο βρίσκεται το σπουδαιότερο κι αρχαιότερο νεκρομαντείο της αρχαιότητας, το Νεκρομαντείο του Αχέροντα, κοντά στην αρχαία μυκηναϊκή αποικία, την Εφύρα (14ος π.Χ. αι.). Εδώ οι αρχαίοι τοποθετούσαν τις Πύλες του Κάτω Κόσμου που οδηγούσαν στο βασίλειο του Aδη.

Στον Αχέροντα λαμβάνουν χώρα διάφορες δραστηριότητες, όπως το κανό, το καγιάκ και το ράφτινγκ, ενώ υπάρχει η δυνατότητα διάσχισης του ποταμού μέχρι τις εκβολές του στην Αμμουδιά, με κατάλληλο σημείο κατάβασης τα Στενά. Επίσης με κατάλληλο εξοπλισμό πραγματοποιείται και διάσχιση του φαραγγιού του Αχέροντα.

πληροφορίες www.acheron.gr www.goammoudia.gr www.dimosfanariou.gr

Page 18: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου μυρωδιά

18

“Σπίτι Παιδιού’’. Δούλευε εκεί η γιαγιά. Μέσα σχεδόν είχε πάντα δροσιά. Μωσαϊκό στα πατώματα, γυαλιστερό από τα χρόνια. Τοίχοι με ζωγραφιές και κίτρινοι. Μύριζε ήλιος και χαλβάς σιμιγδαλένιος. Και λάστιχο. Παιδιά προσχολικής ηλικίας. Πλαστελίνες, παιχνίδια, μπάλες, λιλιπούτεια καθίσματα. Θυμάμαι τα πόδια του Μάνου, περίσσευαν πάντα κάτω από το τραπέζι. Πέδιλα μπλε πλαστικά. Πανάρχαια. Φανελάκια αμάνικα, ριγέ, ξεθωριασμένα σορτσάκια. Έμαθα πέρσι ότι παντρεύτηκε. Τον αγαπούσα;

Σπίτι Παιδιού. Ο Παράδεισος. Κληματαριές και πεζούλια

στην είσοδο, μεγάλα, τσιμεντένια. Σαν κουπαστές - τσουλήθρες δίπλα στη σκάλα. Η βρύση κρυμμένη απ’ τη βλάστηση. Ποδήλατα, κόντρες, μαγκιές. Εκεί. Αργότερα εκεί με τα πρώτα μας φλερτ. Αγοροκόριτσο. Παίζαμε μπάλα με τ’ αγόρια κι ο Φόρης με ήθελε αντίπαλο. Για να με μαρκάρει, έλεγε. Ρίχναμε ξύλο για το τίποτα. Αργότερα τα μηχανάκια. Κάθε εξάτμιση κι ελπίδα. Έρχεται;

Στο πίσω μέρος το πλατάνι - Δέντρο της Αγάπης. Σκαρφάλωμα και σουγιάς. Κ+?= L.F.E.. Forever..?! Χόρτα, τζιτζίκια, παχιά σκιά. Πιο δίπλα ο καμπινές, τούρκικος. Διόλου ρομαντικό κι όμως εκεί πέσαν τα πιο πολλά φιλιά. Σαν πουλιά. Τρομαγμένα και βιαστικά. Κι όλο πάθος. Μη μας δει κανά μάτι - στο χωριό «μιλάνε». Καθώς κρεμάνε σε σειρές τα καπνά, καθώς μαζεύουν τα ροδάκινα από τα φορτωμένα δέντρα, καθώς κυλάει η ζωή, «μιλάνε», για όλους, για όλα, για πάντα, πάντα.

Σπίτι παιδιού. Μυρωδιά από ήλιο, χαλβά σιμιγδαλένιο και

λάστιχο. Έτσι όπως μύριζε και το σχολείο του μπαμπά. Στ’

Ασώματα. Διθέσιο. Βιβλία Τρίτης και Τετάρτης σ’ ένα τμήμα. Θρανία πράσινα, με αυλάκι για το μολύβι, χάρτες στους τοίχους, μαυροπίνακες. Σκόνη από κιμωλία. Υδρόγειες σφαίρες. Μυρωδιά ξυσμένου μολυβιού. Και ήλιος και λάστιχο. Μια μπάλα του μπάσκετ που έσκασα με μια καρφίτσα. Μυρωδιές. Και στην αυλή χαλίκια και πεύκα. Και μια εκκλησία. Κι απέναντι μια γιαγιά που έφτιαχνε νόστιμες πιτουλίτσες και τις έφερνε στο διάλειμμα στα παιδιά και στο δάσκαλο.

γράφει η Κατερίνα Ζδράγκα

Page 19: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

Να’ φευγα. Και να πήγαινα, πού; Στο τότε. Δεν το θυμάμαι όλο. Το καλοκαίρι σαν ένα αστέρι […] βουνά και κάμποι, δέντρα,νερά γιορτάζουν πάλι, καθώς προβάλλει το Καλοκαίρι θεού χαρά. Ξεχνάω. Το ποίημα του Παλαμά που μας έλεγε ο μπαμπάς με αστεία φωνή. Κι η μαμά με την αέρινη περπατησιά να βουτάει στα γέλια μας. Μόνο τα βράδια γυρίζω εκεί. Κι όταν φοβάμαι πάω στο κρεβάτι του μικρού μου αδερφού, που τώρα πια με περνάει δυο κεφάλια.

×

Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Στο υπόγειο. Εμείς τα μικρά στη ζωγραφική, στη δίπλα αίθουσα οι μεγάλοι, οι γονείς, δημοτικοί χοροί και αστεία που δεν καταλαβαίναμε. Τους περιμέναμε να τελειώσουν και τα πόδια μας ακόμη κρέμονταν από τα ξύλινα παγκάκια. Άλλη αίθουσα απέναντι, χορωδία. Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, περιστεράκι στον ουρανό. Ποιος είν’ αυτός που λέει τη μάνα της τρελή και ποια μάνα θα κλείδωνε τη Μαργαρώ μοναχή; Απορία ψάλτου βηξ. Κουβαλούσαμε και τ’ αμαξάκια μας. Περνούσε η ώρα. Η μυρωδιά ήταν ίδια. Φρεσκοβαμμένες ζωγραφιές, λαδομπογιές και κιμωλίες, παπούτσια που χόρευαν μακεδονικό αντικριστό, το πιάνο στην αίθουσα χορωδίας, ένα ποδήλατο δεμένο στα κάγκελα με λαστιχένια μυρωδιά, της Μαργαρίτας της Μαργαρώς τα μαλλιά.

Τα βράδια νομίζω πως είμαι εκεί. Σε όλα. Ο αδερφός μου είναι μικρός, κι ας με περνάει πια δυο κεφάλια, ο κόσμος μου είναι μικρός και είναι ανέμελος. Σχεδιάζω διακοπές. Τα μαλλιά με ζεσταίνουν, τα πιάνω με λαστιχάκι. Τα μαλλιά μες στον ύπνο μου λύνονται. Μυρίζουν όμορφα. Σαμπουάν. Διακοπές. Μου μυρίζει σαν τότε. Μετά τη θάλασσα λούσιμο και πριν καν στεγνώσεις, στη βόλτα. Καλαμπόκι, παγωτό, ηλεκτρονικά. Πάγκοι με βιβλία. Να τη πάλι η γνωστή μυρωδιά.

αντί × λόγου καλοκαιριού

19

Page 20: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

20

ΠΩΛΕΙΤΑΙ

Παρακαλείται το πλήρωμα να πάρει θέση προσγείωσης. Προσγειωνόμαστε στο

αεροδρόμιο «Μ.Αλέξανδρος» σε δέκα λεπτά. Άλλη μια προσγείωση στο αεροδρόμιο της Καβάλας...Αποβίβαση, αναμονή για

να παραλάβω τη βαλίτσα μου, πάνω από τον κυλιόμενο διάδρομο αποσκευών. Η Ελισσώ έρχεται και κολλάει όπως πάντα τη μουρίτσα της πάνω στο τζάμι για

να δει αν έχω έρθει και περιμένω. Δεν μπορεί να δει αν δεν κολλήσει το πρόσωπό της, λόγω του ότι το τζάμι είναι

διπλής όψης. Οπότε πάντα την περιμένω ύπουλα από πίσω για να της χτυπήσω το τζάμι και να τρομάξει.

-Μπου, εγώ. -Ααα....και χαχαχαχαχαχα, η Ελισσώ. Όπως πάντα τρομάζει και τρέχει να μπει στην αίθουσα αφίξεων. Αγκαλιές και φιλιά μέχρι να αναφωνήσει απελπισμένη: -Άφε με...αέρα, και φυσάει και ξεφυσάει για να πάρει λίγο αέρα, μια και με τον

όγκο του σώματός μου την καλύπτω ολόκληρη πάντα σαν να την σκεπάζω. Άλλη μια φορά που πετούσα για να δω την καλή μου. Είναι μόνιμη κάτοικος

Ξάνθης, ενώ εγώ μόνιμος κάτοικος Αθήνας και συνάμα μόνιμα και αθεράπευτα τρελός και ρομαντικός που τολμάω μια σχέση από τέτοια απόσταση. Όλα όμως πάνε καλά...

Εκτός από την Ελισσώ, ένα ακόμα από τα τρία πράγματα που με δένουν με αυτόν τον τόπο είναι το ότι ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ. Στην «εξωτική» Χρυσούπολη Καβάλας...Και τη λέω εξωτική με ειρωνική διάθεση, μια και το μόνο που δεν την χαρακτήριζε ποτέ ήταν η λέξη «εξωτική»...Κουνουπομάνα όμως θα την έλεγες άνετα. Και με το δίκιο σου επισκέπτη θα την έλεγες κουνουπομάνα, μια και το καλοκαίρι ο αέναος αγώνας μεταξύ κουνουπιών και ανθρώπων πάντα στο τέλος έληγε υπέρ των κουνουπιών.

Επί Τουρκοκρατίας, όλος ο κάμπος ήταν γεμάτος έλη, πολλά τα νερά λόγω του ποταμού της, του Νέστου. Τότε, επικεφαλής της πόλης ήταν ένας Αγάς, ο Σαρής.

Ελονοσία μάστιζε όλη την περιοχή. Κίτρινος πυρετός και θνησιμότητα. Οπότε η πόλη ήταν του Σαρή του Κιτρινιάρη (Κιτρινιάρης=Σαμπάν στα τούρκικα) και της βγήκε το όνομα «Σαρήσαμπαν». Μετέπειτα το όνομα μετεξελίχθηκε σε «Χρυσούπολη».

Και πάλι από τον κίτρινο (χρυσό) Πυρετό. Εκεί λοιπόν ο παππούς μου αποφάσισε να φτιάξει την οικογένειά του και

παντρεύτηκε τη μικρή αδερφή του Χασάπη που είχε το μαγαζί του στα «δεκαπέντε». Έτσι λεγόταν η περιοχή διότι εκεί χτίστηκαν τα πρώτα δεκαπέντε προσφυγικά

σπίτια Μικρασιατών που μόλις είχαν έρθει από Σμύρνη. Ο χασάπης λοιπόν είχε πίσω από τα σφαχτά μια μεγάλη οικογενειακή

φωτογραφία από τον Κοντιά, ένα χωριό στη Λήμνο. Σε αυτή τη φωτογραφία ο παππούς μου είδε τη μικρή Μυρσίνη και τη ζήτησε σε

γάμο. Αυτό ήταν αρκετό. Το προξενιό έδεσε και η Μυρσίνη ήρθε από το νησί στην

«Εξωτική» για να κάνει οικογένεια με τον παππού. Εκεί γέννησαν εφτά παιδιά. Τα πρώτα πέντε πέθαναν πριν καλά καλά χρονίσουν,

από μάτι έλεγε η γιαγιά, και τα δύο τελευταία, ο Δημήτρης και ο εφτά χρόνια νεότερος, Γιώργος, ο πατέρας μου.

Page 21: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

21

Ορφέος 11 Εκεί ήταν το σπίτι που πέρασα όλα μου σχεδόν τα καλοκαίρια από τότε που

θυμάμαι τον εαυτό μου μέχρι και την εφηβεία μου, όπου πραγματικά δεν ήθελα να πιστέψω τότε αυτό το μαρτύριο που περνούσα. Βλέπεις τότε ήμουν «Αθηναίος» και τι δουλειά είχα εγώ ανάμεσα σε μικρόμυαλους Βλάχους, Πόντιους και Μικρασιάτες που κανείς τους δε μιλούσε καν σωστά ελληνικά. Τόσα ήξερα, έτσι σκεφτόμουν...Πού να εκτιμήσω τότε...

Έμπαινες μέσα σε ένα σπίτι και η οικοδέσποινα σου έλεγε «Μπούγιουρουμ» («περάστε», στα τούρκικα). Αμέσως μετά μας έλεγε «Οτούρ» («καθίστε»), και αφού μας κερ-νούσαν τα σχετικά φοντανάκια, μετά μας ρωτούσαν σε ποιο μαχαλά μέναμε.

Συχνά πυκνά στο σπίτι μας ερχότανε η Αϊσέ, μια τουρκοκατσιβέλα η οποία πάντα ζητούσε λίγο εκμέκ (ψωμί) για να φάνε τα παιδιά της και δεν έφευγε αν δεν έλεγε πρώτα τον καφέ σε όλες τις γυναίκες του σπιτιού.

Όλη την ημέρα έπαιζα με τα αυτοκινητάκια μου πάνω στις μάντρες των γύρω σπιτιών και φυσικά δεν ενοχλούσα κανέναν, μια και ήμουν ο μικρός γιος του Γιώργου... από την Αθήνα. Έτσι με ήξεραν όλοι εκεί. Ο Αρίωνας, ο γιος του Γιωργάκη.

Όταν δεν έπαιζα με τα αυτοκινητάκια μου, έτρεχα πάνω κάτω με το ποδήλατο. Και έτρεχα πολύ γρήγορα, ιδιαίτερα όταν με έπαιρναν στο κυνήγι κάτι αδέσποτα

σκυλιά όταν επέστρεφα το μεσημέρι από το πρατήριο τύπου, φορτωμένος με περιοδικά, για να περάσω ξαπλωμένος στο δωμάτιό μου το μεσημέρι μου.

Έβγαινα μόνο όταν άκουγα το «Ζιγκουάλα» από το ηχείο του παγωτατζή, του κυρίου Βακιρτζή. Τριγυρνούσε με ένα γαλάζιο ποδήλατο με καρότσι για το παγωτό-χωνάκι και ένα ηχείο που έπαιζε όλη την ώρα Καζαντζίδη. Είχε το καλύτερο παγωτό στον κάμπο. Μύριζε το ολόφρεσκο αγελαδινό γάλα από μακριά.

Άλλες φορές πάλι, έδενα τα στρατιωτάκια μου με κλωστές και την άλλη άκρη της κλωστής την κρεμούσα σε κάποιο κλαδί της μεγάλης ακακίας και μετά προσπαθούσα να τα πετύχω με το νεροπίστολο.

Η καλύτερή μου ήταν όταν μαζευόμασταν τέσσερις πέντε οικογένειες, και όλα τα πιτσιρίκια μας φόρτωναν πάνω σε πλατφόρμες τρακτέρ και πηγαίναμε στο Δέλτα του Νέστου για τρεις ή τέσσερις μέρες, μικροί μεγάλοι.

Εκεί οι μεγάλοι έστηναν μια τεράστια τέντα με καδρόνια και νάιλον, λες και έστηναν μεγάλα θερμοκήπια που όλη μέρα μάζευαν ζέστη, και το βράδυ εκεί μέσα κοιμόμασταν όλοι άνετα χωρίς να κρυώνουμε από την υγρασία της θάλασσας.

Όλη μέρα μια στο αλμυρό νερό της θάλασσας και μια στο γλυκό νερό του Νέστου τσαλαβουτούσαμε, κυνηγούσαμε βατράχια και νερόφιδα που τελευταία στιγμή κολυμπούσαν ανάποδα για να μη βγουν στη θάλασσα .

Εκεί σε εκείνες τις παρέες είχα γνωρίσει και τον Ανέστη, τον εγγονό της κυρά-Ξανθούλας.

Παιδικές αναμνήσεις...Καλές αναμνήσεις... -Τι κάνεις πασά μου; με ρωτάει η Ελισσώ, πού τρέχει πάλι το μυαλό σου και δε

μιλάς; -Εε; ρωτάω εγώ ξαφνιασμένος σαν να με σήκωσαν από ύπνο. -Πού τρέχει ο λογισμός σου λέω...Έπαψες ξαφνικά...

Page 22: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

22

-Πουθενά, απλώς ξαφνικά αναπόλησα τα παιδικά μου χρόνια σε αυτόν εδώ τον κάμπο...Άμα πλησιάζεις τα σαράντα, όλα του παρελθόντος σου ξαφνικά παίρνουν αξία...Τι τα θες. Πού μας περιμένουν τα παιδιά;

-Στην παραλία...Πάμε για ουζάκι. -Τέλεια...Τέλεια, είπα τρίβοντας τα χέρια μου. Φτάνουμε στην παραλία, και φυσικά πριν καν παραγγείλουμε ο σερβιτόρος

μας έφερε αντικουνουπικό υγρό να πασαλειφτούμε για να μπορέσουμε να φάμε με την ησυχία μας, μια και τα κουνούπια από τη Χρυσούπολη είχαν επεκτατικές τάσεις και είχαν ξεφύγει από τα σύνορα της πόλης μου.

Ήπιαμε, φάγαμε, ο Νικόλας όπως πάντα μετά το φαγητό ήθελε το γλυκάκι

του. Ρίχνει μια στο κούτελο του Παύλου, που ήταν ο τέταρτος της παρέας. -Το σκότωσα !Χαχαχαχα, το σκότωσα! φωνάζει ο Νικόλας δείχνοντας το

σκοτωμένο κουνούπι στο κούτελο του Παύλου. Και ο Παύλος με μια γκριμάτσα αηδίας άρχισε να βαράει αστειευόμενος το Νικόλα.

-Πάμε Χρυσούπολη για παγωτάκι! φωνάζει ο Νίκος. -Ναι! συμφωνούν με μια φωνή ο Παύλος και η Ελισσώ. -Πάμε να σας δείξω και το πατρικό μου; προτείνω κι εγώ θέλοντας να δείξω

στους Ξανθιώτες φίλους μου πως είμαι και εγώ ένας δικός τους. Να τους δείξω πως οι ρίζες μου είναι εκεί και λέω αλήθεια!

Τα παιδιά δέχτηκαν με μεγάλη χαρά να δούνε το σπίτι που πέρασα όλα μου τα καλοκαίρια.

Ορφέος 11! Εδώ είμαστε. Να το, αυτό είναι. Έχει ρημάξει. Πάνε πέντε χρόνια που πέθανε η γιαγιά

Μυρσίνη και το σπίτι ρήμαξε. Το βλέπεις και νομίζεις πως είναι μέχρι και στοιχειωμένο.

Κατεβαίνω γεμάτος λαχτάρα και πλησιάζω στη μάντρα... Να, εδώ σε αυτήν την μάντρα έβγαζα... -Τα αυτοκινητάκια σου και έπαιζες, χαχαχα, πετάγεται από πίσω η

Ελισσώ που είχε βάλει στοίχημα με τον Παύλο πως όταν θα φτάναμε θα έλεγα πως εδώ, ναι εδώ σε αυτή τη μάντρα έβαζα τα αυτοκινητάκια μου στη σειρά και έπαιζα. Έπρεπε να αντέξω τα πειράγματά της.

Η μικρή καγκελόπορτα ήταν σχεδόν διαλυμένη και τρεμόπαιζε. Πλησιάζω, την ανοίγω και πατάω στην αυλή η οποία είναι καλυμμένη με χόρτα και δεξιά, η παλιά μεγάλη ακακία έχει ξεραθεί και έχει μείνει μόνο ο κορμός της. Πάω λίγο πιο βαθιά γιατί είδα ένα χαρτί κολλημένο στην πόρτα.

ΠΩΛΕΙΤΑΙ. -Πωλείται; Πώς πωλείται; Ποιος, πότε, γιατί; Είχα ξεχάσει πως ο πατέρας μου είχε ξεκινήσει διαδικασίες να «στείλει»

αυτό το ρημάδι πλέον μια και δεν χρησίμευε σε κανέναν για τίποτα. Εκείνη τη στιγμή μέσα μου κάτι πόνεσε...Δεν ξέρω γιατί, αλλά κάτι με

πάγωσε. Λες και ξαφνικά σταμάτησε ο χρόνος και έπαψα να ακούω τις φωνές των γύρω μου. Ήμουν εγώ, το πωλητήριο και το χέρι μου που ακουμπούσε στο γέρικο τοίχο αυτού του σπιτιού.

Page 23: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

23

Ξαφνικά άρχισα να νιώθω ζέστη, ήχοι από τζιτζίκια άρχισαν να γεμίζουν τον αέρα και το χέρι μου άρχισε να μικραίνει. Εγώ να μικραίνω και το σκοτάδι να αντικαθίσταται από φως ήλιου...

-Αρίωνα; Αρίωνα; Γιατί δε μου μιλάς αγόρι μου;;;; -Η κυρία Βασούλα!!! Η κυρία Βασούλα; Μα η κυρία Βασούλα έχει πεθάνει πια. Το κεφάλι μου, λες και έχω πιει τόνους από ούζο, άρχισε να γυρνάει. Αριστερά η ακακία μεγάλη και τρανή γεμάτη άνθη να μοσχομυρίζουν, δεξιά η

κληματαριά να σχηματίζει φυσικό σύνορο με το διπλανό σπίτι και εγώ μικρούλης καβάλα στο μπλε ποδήλατο της ξαδέρφης μου να συνομιλώ με την κυρία Βασούλα, η οποία όμως είχε πεθάνει σχετικά πρόσφατα.

-Πότε ήρθατε, Αρίωνα; -Εχθές το βράδυ κυρία Βασούλα, απαντάω με άνεση. Μα γιατί απάντησα; Πώς

ξέρω πότε ήρθα; Πού είναι η Ελισσώ; Ο Νικόλας, ο Παύλος; Γιατί ξημέρωσε; -Να, Αρίωνα, πάρε αυτήν την τσάντα, έχει μέσα ντομάτες και καυτερές

πιπεριές που αρέσουν στον πατέρα σου. -Ευχαριστώ κυρία Βασούλα. Παίρνω την τσάντα και την πάω μέσα. Αφήνω την τσάντα στο τραπέζι και

ακούω τον πατέρα μου να μου μιλάει. -Αρίωνα, δε θα πας με τον Ανέστη στον Νέστο όπως είχατε πει; -Ναι μπαμπά, τον περιμένω από ώρα σε ώρα. Μου είπε πως θα φέρει κάτι

υλικά από την αποθήκη του παππού του για να φτιάξουμε καλύβα για να κρύβουμε τα μυστικά μας όπλα. Μπορώ κι εγώ να πάρω τις λεκάνες από την αποθήκη να τις κάνω ασπίδες επειδή οι «κακοί» από την απέναντι όχθη του ποταμού μας πετούν βέλη και θέλουμε κάτι για να προστατεύουμε τους εαυτούς μας;

-Καλά πάρτες, έτσι κι αλλιώς είναι παλιές. Θα πάρω στη θειά σου δυο καινούριες.

-Θα πάρω και τη Λουλού μαζί μας για να σκοτώνει τα φίδια. -Χαχα, γελάει ο πατέρας μου, η Λουλού δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε

μυρμήγκι. -Μην τη βλέπεις έτσι, του απαντάω, όταν κινδυνεύουμε πραγματικά γίνεται

πολύ γενναία. -Καλά πάρε και τη Λουλού σου. Να προσέχετε, φωνάζει και αλλάζει σελίδα

στην εφημερίδα του. Τι τραβάει και αυτό το σκυλί, μουρμουράει. Οι μεγάλοι εξερευνητές ήμασταν έτοιμοι για τη μεγάλη περιπέτεια. Ποδήλατα έτοιμα, ατρόμητο σκυλί έτοιμο, τρόμπα για τα λάστιχα...Πάντα

υπήρχε ο κίνδυνος να πάθουμε «φούιτ» (λάστιχο), οι λεκάνες δεμένες από πίσω, οι σφεντόνες κρεμασμένες στα τιμόνια μας και η περιπέτεια αρχίζει...

Πεταλιές με δύναμη και αποφασιστικότητα. Περνάνε μόνο είκοσι λεπτά δύσκολης ποδηλασίας σε χωματόδρομο με λακούβες. Μας τις είχαν ανοίξει οι εχθροί και είχαν βάλει νάρκες. Οπότε ο στόχος ήταν να μην πέσουμε σε καμιά νάρκη μέχρι να πάμε στην καλύβα μας. Φτάνουμε στον Νέστο. Παρατάμε τα ποδήλατα δίπλα από το δρόμο και ετοιμαζόμαστε να τρυπώσουμε μέσα στους θάμνους για να φτάσουμε στην κρυψώνα μας δίπλα στην όχθη.

Αυτή η ταμπέλα που έγραφε «ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ ΑΝΟΙΓΕΙ ΑΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙ-ΗΤΑ. ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΠΛΗΜΜΥΡΑΣ» ήταν το σημάδι της κρυψώνας μας.

Page 24: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

24

Είμαστε έτοιμοι. Βγάζω το σουγιά και με υπομονή αρχίζω να κόβω τις παλιές λεκάνες της θείας. Παίρνω τον πάτο τους, τους περνάω δυο κομμάτια σύρμα και έτοιμες και οι ασπίδες.

Σκυμμένοι και καλυμμένοι και οι δύο πίσω από τους θάμνους της όχθης, έχουμε αρχίσει το καραούλι μέχρι να περάσει η περίπολος των «κακών» στην απέναντι όχθη. Είχαμε μαζέψει και πολεμοφόδια, ο Ανέστης είχε φέρει και γκαζόζες για να πιούμε όταν διψάσουμε από τη μεγάλη μάχη. Τις είχαμε βάλει κάτω από το μισοσπασμένο κλαδί του δέντρου από πάνω μας, το οποίο είχε βουτήξει στον Νέστο. Εκει με τα μικρότερα κλαδιά του συγκρατούσε τις γκαζόζες μας, τις οποίες θα πίναμε δροσερές μια και τα νερά του ποταμού ήταν πάντα κρύα.

Η ώρα περνάει και η μεγάλη στιγμή πλησιάζει. Ο Ανέστης μου κάνει με το δάχτυλό του κολλημένο στο στόμα και τη μύτη του...

-Σςςςςςςς...Άκου! Στήνω το αυτί μου... -Ναι! Ο εχθρός πλησιάζει! μου φωνάζει ο Ανέστης, καλύψου! Σκύβω κι εγώ πίσω από την ασπίδα μου και βουτάω μια πέτρα. Ο εχθρός είχε έρθει. Ήταν ο γνωστός βοσκός με τα πρόβατά του που τα έφερνε

να πιουν νερό μετά τη βοσκή. Η ατρόμητη Λουλού άρχισε σιγά σιγά να γρυλίζει. Η μεγάλη ώρα είχε φτάσει. Ο Ανέστης βουτάει μια πέτρα, τη βάζει στη σφεντόνα του, στοχεύει, και ΜΠΙΝ-

ΓΚΟ! Το πρώτο πρόβατο μόλις το είχαμε πετύχει...Χαχαχαχα, τι γέλια.... -Άμα έρθω από εκεί παλιόπαιδα θα σας αφαλοκόψω, μας απειλεί ο βοσκός. Αδίστακτα εγώ βουτάω με τη σειρά μου μια πέτρα και στοχεύω. Κέντρο και εγώ. -Είμαι μεγάλος σκοπευτής, περηφανεύομαι στον Ανέστη, ο οποίος μου

χαμογελάει με νόημα λέγοντάς μου... -Για Αθηναίος καλά τα πήγες... Αυτό το Αθηναίος πια...σαν ρετσινιά . Ο βοσκός από απέναντι βουτάει στο ποτάμι κι αρχίζει να το διασχίζει

περπατώντας. Η στάθμη του Νέστου το καλοκαίρι είναι πάντα χαμηλή... Περπατάει, περπατάει, μέχρι που κάπου στη μέση κοντοστέκεται, κοιτάζει δεξιά

του, σαστίζει, και αρχίζει να τρέχει προς τα πίσω φωνάζοντας και στα πρόβατα να φύγουν από εκεί. Ταυτόχρονα ένα απότομο δροσερό αεράκι άρχισε να μαστιγώνει τα πρόσωπά μας, ένα αεράκι που όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Ο βοσκός έχει βγει έξω από το ποτάμι και κοιτάζει με τρόμο προς το μέρος μας…

-Φύγετε! μας φωνάζει. Η Λουλού μας το σκάει προς τον κάμπο σχεδόν κλαίγοντας. Ο Ανέστης σηκώνεται όρθιος τρομαγμένος. Ένας μεγάλος θόρυβος, η γη αρχίζει

να τρέμει, ήχος από ένα μεγάλο κύμα αρχίζει πλέον να γίνεται δυνατός και να νιώθουμε πως μας απειλεί...

Ο βοσκός από δίπλα έχει ανέβει σε ένα δέντρο και φωνάζει... -Φύγετε! Φύγετε ρε! Δε βλέπετε; Άνοιξαν το φράγμα! Ένα μεγάλο ορμητικό κύμα με νερό, κορμούς και κλαδιά ξεσπάει επάνω μας από

παντού...Ο Ανέστης πιάνεται από το μισοσπασμένο κλαδί που είχε βουτήξει μέσα στο ποτάμι κι εγώ ορμάω και γραπώνομαι από τον κορμό του δέντρου πίσω μας.

Νιώθω το νερό να κοπανάει με μανία την πλάτη μου, ουρλιάζω από το φόβο μου και ενώ κλαίω σκέφτομαι μόνο τη μητέρα μου.

Κοιτάζω κάτω και βλέπω τον Ανέστη να παλεύει να κρατηθεί, αλλά το κλαδί δε θα αντέξει για πολύ. Η αδρεναλίνη μου με βοηθά να απλώσω το χέρι μου.

Page 25: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

25

-Να, Ανέστη, πιάσου! -Δεν μπορώ, δε φτάνω! φωνάζει πανικοβλημένος ο Ανέστης. -Θα κατέβω να σε πιάσω. -Όχιιι...θα σε πάρει και εσένα! -Πιάσε το χέρι μου, τεντώσου, προσπάθησεεε, λέω σχεδόν κλαίγοντας. Το κλαδί, σπάει...Ο Ανέστης μέσα στο νερό να τον παρασέρνει το ρεύμα... -Πάει, πάει το παιδί! φωνάζει από απέναντι ο βοσκός. -Ανέστηηηη, Ανέστηηηη... -Αρίωναααα, βοήθεια Αρίωναααα… Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια πριν τον χάσω από το οπτικό μου πεδίο... -Αρίωναα... Αρίωναα...Ξεκόλλα καλέ, τι έπαθες; Πού τρέχει πάλι το μυαλό

σου; Γυρνάω πίσω ιδρωμένος, κοιτάζω... Ο Νικόλας, ο Παύλος και η Ελισσώ. Είναι πάλι νύχτα, το σπίτι μας έτοιμο να

πέσει και εγώ πια τριανταεφτά ετών. -Πωλείται, τους λέω, και ξεσπάω σε κλάματα. Όλοι σωπαίνουν, δεν ξέρουν τι με έπιασε. Μπαίνουμε στο αμάξι και πάμε για

παγωτό. Εγώ σιωπηλός, σκεφτικός, και σχεδόν σοκαρισμένος. Μόλις είχα αναβιώσει το πώς έχασα τον τότε καλύτερό μου φίλο, πάνω στο

παιχνίδι μας... Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Εγώ ακόμα σιωπηρός, σκεπτόμενος το τρίτο,

τελικά, πράγμα που με δένει με αυτόν τον τόπο. Ο άδικος και ξαφνικός χαμός του Ανέστη. Από τότε, όποτε πλησιάζω το ποτάμι, πάντα βάζω το χέρι μου μέσα, το δεξί...για να χαιρετήσω τον φίλο μου τον Ανέστη. Πήρε τον φίλο μου, όχι όμως εμένα ή τις αναμνήσεις μου.

Το ποτάμι πλέον είναι δικό μου και μαζί έχουμε το κοινό μας μυστικό. Ξάνθη - Δυτικά. Από αυτήν την έξοδο βγαίνουμε από την Εγνατία για

Ξάνθη. Μπαίνουμε στην πόλη, στο πρώτο τζαμί που συναντάμε κάνουμε αριστερά. Παρκάρουμε στην πιλοτή, ανοίγω την πίσω πόρτα, βγάζω τη βαλίτσα μου. Βλέπω μια τσάντα, μια παλιά μισοσκισμένη νάιλον τσάντα. Την ανοίγω, τη

βλέπω. Την αρπάζω και την πάω επάνω. Την αφήνω στο τραπέζι. -Τι είναι αυτό καλέ; με ρωτάει η Ελισσώ. -Ντομάτες καυτερές πιπεριές και ένα ανθάκι από ακακία, απαντάω. -Πού τα βρήκες; -Στον μπαχτσέ της κυρίας Βασούλας. -Ποια είναι η κυρία Βασούλα, Αρίωνα; -Πού να σου εξηγώ κορίτσι μου, πού να σου εξηγώ..!

× Νεκτάριος Τσεσμελόπουλος.

Page 26: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου ταινία

26

Ως μεγάλη σινεφίλ αρεσκόμουν πάντα σε συζητήσεις γύρω από τον κινηματογράφο και ό,τι άλλο σχετικό με αυτόν. Σε μια τέτοια συζήτηση λοιπόν έτυχε να αναφερθεί η ταινία «Κυνόδοντας».

Είχα δει αφίσες στους δρόμους και στις στάσεις λεωφορείων που διαφήμιζαν τη συγκεκριμένη ταινία και ήξερα επίσης πως έχει βραβευθεί στις Κάννες. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να τη δω, να καταλάβω γιατί τελικά τόσος ντόρος.

Πρόκειται για μια ταινία Έλληνα σκηνοθέτη, του Γιώργου Λάνθιμου. Ο «Κυνόδοντας» ξεπερνά τα όρια του συμβατικού και αποτελεί μια άκρως ρεαλιστική και ωμή ταινία - γροθιά στο στομάχι, αφού θίγει το μοτίβο της «ιδανικής» (;) ελληνικής οικογένειας.

Ένας πατέρας κρατά τα τρία του παιδιά κλεισμένα και περιορισμένα στα στενά όρια του σπιτιού και της αυλής του με τη συναίνεση και συνεργασία της συζύγου του. Δημιουργούν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας και διαστρεβλώνουν καθημερινές καταστάσεις, χτίζοντας ένα δικό τους σύμπαν. Απαγορεύεται η έξοδος από το σπίτι και η κάθε είδους επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Μόνη επαφή και συνδετικός κρίκος είναι η Χριστίνα, φύλακας εργοστασίου, η οποία προσλαμβάνεται από τον πατέρα για να «βοηθήσει» το σεξουαλικά πεινασμένο γιο. Μοναδικό ενδεχόμενο φυγής από το σπίτι είναι όταν πέσει ο κυνόδοντας…

Πρόκειται περί ωμότατης ταινίας, η οποία ίσως αγγίζει τα και όρια του παραλόγου. Υπερβολικός ο σκηνοθέτης στον παραλληλισμό που κάνει με το ελληνικό μοντέλο της υπερπροστατευτικής οικογένειας, φτάνει στο σημείο να γίνεται ισοπεδωτικός.

γράφει η Τζόρτζια Νάστα

Page 27: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου ταινία

27

Οι σκηνές βίας που περιέχει είναι μεν λίγες, όμως είναι δοσμένες με απλό αλλά και απότομο τρόπο. Τόσο ωμές ώστε τα συναισθήματα που σου δημιουργούνται είναι ακραία και πολύ έντονα. Θυμός, αποστροφή, έκπληξη, είναι κάποια από αυτά. Δίνεται περισσότερη βάση στους ήχους και λιγότερη στα οπτικά εφέ μιας κλασικής σκηνής βίας, πράγμα που αποδεικνύεται πρωτότυπο και αποτελεσματικό.

Γενικότερα, η ταινία έχει τη δική της αισθητική και άποψη και δεν είναι εύκολο να την κατατάξει κανείς σε κατηγορία. Κατά τη γνώμη μου αποτελεί είδος από μόνη της.

Γεγονός είναι πως όσοι την έχουν δει έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Σε αυτούς που τη λάτρεψαν και σε εκείνους που την απέρριψαν χωρίς δεύτερη σκέψη.

Πάντως δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο και σίγουρα προκαλεί τη σκέψη μας γύρω από την οικογένεια και την υπερπροστασία, και τις σχέσεις εξάρτησης μεταξύ των ατόμων που την απαρτίζουν.

Δεν είναι ταινία για να χαλαρώσει κανείς, οπότε την αντιπροτείνω αν θέλετε να δείτε μια ταινία πριν να κοιμηθείτε. Αξίζει όμως την αμέριστη προσοχή σας και τα πέντε αστεράκια στις κινηματογραφικές κριτικές.

Καλή προβολή!

×

«Κυνόδοντας» Ηθοποιοί: Χρήστος Στέργιογλου, Michele Valley, Αγγελική Παπούλια, Χρήστος Πασσαλής, Μαίρη Τσώνη, Άννα Καλαϊτζίδου Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος, Ευθύμης Φιλίππου Διεύθυνση Φωτογραφίας: Θύμιος Μπακατάκης Μοντάζ: Γιώργος Μαυροψαρίδης Ήχος: Λέανδρος Ντούνης Εταιρεία Παραγωγής: BOO PRODUCTIONS Συμπαραγωγοί: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Γιώργος Λάνθιμος, Horsefly Productions Διάρκεια: 96 λεπτά Format: 35mm αναμορφικό, έγχρωμο Ήχος: Dolby Digital Χώρα Παραγωγής: Ελλάδα Γλώσσα διαλόγων: Ελληνικά

Page 28: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

28

Πού πήγαν οι νεράιδες;

«Αλήθεια μπαμπά έτσι έγινε». «Τι έγινε;» «Έφυγαν». «Ποιοι;» «Μου το είπε η γιαγιά». «Ποιοι έφυγαν παιδί μου;» «Μα σου λέω έφυγαν». «Ποιοι; Πού πήγαν;» «Αλλά μετά ξαναγύρισαν. Ευτυχώς δηλαδή. Πωωω…Τι θα κάναμε χωρίς

αυτές». «Αυτές; Ποιες αυτές;» «Η γιαγιά είπε πως όλα ξεκίνησαν στον κούφιο λόφο. Όταν όλα τα

παραμύθια είχαν μαζευτεί εκεί πάνω. Αυτός ο λόφος είναι ένας μεγάααλος, τεράστιος λόφος που είναι γεμάτος από χελιδονόχορτα και από καμπανούλες και από τετράφυλλα τριφύλλια και από θυμάρι. Πολύ πολύ θυμάρι. Όσες μέλισσες πάνε εκεί - γιατί οι μέλισσες επιτρέπεται να κυκλοφορούν ελεύθερες στην χώρα των παραμυθιών μπαμπά - κάνουν το καλύτερο μέλι. Παραμυθένιο μέλι μου είπε η γιαγιά. Τέλειο, τέλειο, μιαμ…Να είχαμε να δοκιμάζαμε».

»Ακόμα μπαμπά είναι γεμάτο από φουντουκιές. Μεγάααααλες, ψηλές, τεράστιες, πελώριες φουντουκιές, που είναι όμως γερασμένες αλλά δυνατές. Ναι, ναι, δυνατές, και έχουν πολλά κλαδιά με χίλια φύλλα το καθένα. Για να κάνουν σκιά στα παραμύθια. Αλλά τα φουντούκια τους να ξέρεις μπαμπά δεν πέφτουν ποτέ. Δεν τα αφήνουν δηλαδή οι φουντουκιές να πέσουν. Γιατί αν πετύχουν κανένα μεγάλο ξωτικό ή κανέναν κακό καλικάτζαρο και αυτός νευριάσει…Πωωω…Τότε θα την ξεριζώσει την καημένη την φουντουκιά».

«Τελικά έφυγαν και ήρθαν πάλι πίσω τα ξωτικά και οι καλικάτζαροι;» «Ωωω μωρέ μπαμπά, δε με προσέχεις. Αφού σου είπα αυτές ήταν που

έφυγαν. Αλλά ξαναήρθαν ευτυχώς. Ουφ!» »Ήταν εκεί στον κούφιο λόφο που μετά από πολλές πολλές ώρες που

δε μιλούσε κανένας - αφού τα παραμύθια μπορούν να μη μιλάνε και μόνο να κοιτάνε και να παρακολουθούνε - μίλησε η μητέρα Ση, η αρχηγός όλων των νεράιδων. Είπε πως αφήνουν όλες οι νεράιδες τον κούφιο λόφο γιατί όλα τα υπόλοιπα παραμύθια δεν τις σέβονται τόσο όσο θα έπρεπε. Δηλαδή μπαμπά δεν τις ήθελαν, αυτό σημαίνει ‘σέβονται’».

«‘Σέβονται’ σημαίνει πως δεν τους συμπεριφερόταν όπως τους άρμοζε και όπως έπρεπε, δεν τις εκτιμούσαν».

«Ναι μπαμπά αυτό που λες, δεν τις σεκτιμούσαν. Αλλά η γιαγιά δεν ήθελε να μου πει γιατί δεν τις σεκτιμούσαν τις νεράιδες και εγώ δε ρώτησα γιατί είδα πως δεν ήθελε να μου πει, αλλά κατάλαβα πως τα υπόλοιπα παραμύθια ήθελαν να τις διώξουν για να είναι αυτά πρώτα στις ιστορίες. Θα δεις παρακάτω που θα σου πω. Περίμενε, περίμενε…».

Page 29: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

29

»Εκείνη τη στιγμή πάντως που μίλησε η Μητέρα Ση, τα υπόλοιπα παραμύθια συνέχισαν να μη μιλάνε. Απλά την κοιτούσαν και τη Μητέρα Ση και όλες. Ο Κορακοχόρτης, ο Γκίλλυ Ντου, τα Κομπόλντ, τα Μπογκλ, τα Ζαλίμια, οι Νάνοι, οι Παγανιές, ο Πουκ, το Φακάν, η Μαύρη Άννις, ο Κοκκινοσκούφης, ο Ούρισκ, τα Άλβερ, οι καλικάντζαροι. Τίποτα. Τσιμούδια. Κιχ. Δε βγάζανε άχνα. Λες και τους μάλωσε η δασκάλα. Κοιτούσαν μονάχα. Είχαν λερωμένη τη φωλιά τους είπε η γιαγιά και το ξέρανε, γι’ αυτό δεν έλεγαν τίποτα».

«Πού τα ξέρεις παιδί μου εσύ όλα αυτά τα ονόματα;» «Η γιαγιά σου λέω μου τα είπε…Αλλά άκου, έχει κι άλλο». »Η Μητέρα Ση τότε προχώρησε μπροστά και κατηφόρισε τον κούφιο

λόφο. Πίσω της ακολούθησαν όλες οι νεράιδες. Μια τεράστια ουρά από νεράιδες μπαμπά. Η μία πίσω από την άλλη την ακολουθούσαν. Όλες οι ηρωικές νεράιδες ήταν εκεί, οι Τούθα ντε Ντάναν ήταν εκεί, οι Ασράι ήταν εκεί - μου αρέσουν πολύ οι Ασράι, οι μικρούλες Ασράι που γίνονται νερό, χιχι - οι Γκόραγκεθ Αννούν, όλες, όλες σου λέω. Κάποια από αυτές έπαιζε σε έναν αυλό τον σκοπό του Λοντοντέρρι».

«Μα…Και άλλα ονόματα; Ποιος σου τα είπε; Πώς μπορείς και τα θυμάσαι;»

«Μα αν στα πει μία φορά η γιαγιά, σου μένουν στο μυαλό και τα θυμάσαι. Δεν τα ξεχνάς ποτέ».

«Και στα είπε η γιαγιά όλα αυτά;» «Ωχού! Μα ναι σου λέω μπαμπά μου. Άκου όμως τι έγινε παρακάτω.

Άκου, άκου…». »Και έφυγαν. Ναι έφυγαν για μακριά. Η γιαγιά δεν ήθελε να μου πει για

πού. Είπε μόνο πως πήγαν προς τη δύση και άφησαν τα άλλα παραμύθια πίσω στην ανατολή. Το μέρος δεν το είπε».

»Τα υπόλοιπα παραμύθια συνέχιζαν να τις κοιτούν αμίλητα καθώς εκείνες κατηφόριζαν τον κούφιο λόφο και φεύγαν μακριά. Αν και ήθελαν να τις διώξουν δάκρυζαν κρυφά την ώρα που οι νεράιδες έφευγαν. Κανείς δεν μπορεί να μην κλάψει σε ένα τόσο λυπητερό γεγονός. Ακόμα ούτε και ο ίδιος ο εχθρός σου».

«Σίγουρα θα ήταν λυπητερό. Στεναχωρήθηκα κι εγώ τώρα». «Μη στεναχωριέσαι μπαμπά. Ξαναήρθαν. Θα δεις τι έγινε. Κάτσε να σου

πω, κάτσε». »Αφού έφυγαν οι νεράιδες, τα υπόλοιπα παραμύθια έφτιαξαν καινούριες

δικές τους ιστορίες και άλλαξαν τις παλιές. Τότε ήταν που βγήκε και η Χιονάτη. Καλά έκανα και δεν μου άρεσε ποτέ αυτό το παραμύθι. Η κανονική ιστορία, είπε η γιαγιά, ήταν με μία νεράιδα στη θέση της Χιονάτης, που την είχαν πάρει εφτά κακά ξωτικά και δεν την άφηναν να φύγει από το σπίτι τους και εκείνη τους έκανε όλο δουλειές. Μια άλλη νεράιδα όμως άκουσε τα παρακάλια της που ταξίδευαν μέσα από τον άνεμο όταν τραγουδούσε και της έδωσε ένα μαγεμένο μήλο και αυτό κατάφερε να την ελευθερώσει».

Page 30: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

30

«Τα παραμύθια άλλαξαν αυτή την ιστορία και την έφτιαξαν έτσι ώστε να είναι για αυτά. Έκαναν δειλίες δηλαδή. Να δείχνουν αυτά καλά και οι νεράιδες να μη φαίνονται πουθενά. Εξαφανισμένες. Φσσστ αέρας από αεροζόλ που εξαφανίζεται, όπως όταν ρίχνει η μαμά για τα ζουζούνια. Αλλά το αεροζόλ μπορεί να εξαφανίζεται αλλά μένει η μυρωδιά του. Έτσι ξέρουμε τώρα πως ήταν για νεράιδα φτιαγμένο αυτό το παραμύθι».

«Τι μου λες τώρα…». «Ναι μπαμπά μου. Έπρεπε να άκουγες τη γιαγιά να τα έλεγε. Και να

ήταν μόνο αυτό; Όχι φυσικά. Η Ωραία Κοιμωμένη. Κι αυτή ήταν νεράιδα. Ναι αλήθεια. Και αυτός που ήταν πρίγκιπας, δεν ήταν στην πραγματικότητα. Όχι, όχι. Ήταν και αυτός ένα κακό ξωτικό που ήθελε να την κλέψει για να την έχει και να την κοιμίσει. Αλλάχτηκε και αυτή η ιστορία όμως, για να δείχνει καλά τα ξωτικά και τις νεράιδες πάλι εξαφανισμένες. Το ίδιο έγινε και με την Κοκκινοσκουφίτσα και την Τοσοδούλα».

»Κατάλαβες τι κάνανε δηλαδή μπαμπά; Διώξανε τις νεράιδες και βάλανε τους ανθρώπους στη θέση τους. Και αυτό το κάνανε για να τους καλοπιάσουν και να λένε τις νέες ιστορίες με τα νέα παραμύθια παντού στον κόσμο - γιατί μπαμπά εμείς οι άνθρωποι είμαστε πολλοί περισσότεροι από τα παραμύθια. Αλλά πού ακούστηκε. Βάλανε εμάς τους ανθρώπους στη θέση των νεράιδων. Χα! Ανθρώπους στη θέση των νεράιδων».

»Οι άνθρωποι τότε τρόμαξαν που μπήκαν στη θέση των νεράιδων. Όχι γιατί φοβόνταν τις νεράιδες. Όχι, όχι. Κανείς δεν πρέπει να φοβάται τις νεράιδες μου είπε η γιαγιά. Τρομάξανε γιατί κατάλαβαν πως τα άλλα παραμύθια ήθελαν να κερδίσουν τον κόσμο των ιστοριών, δηλαδή τον κόσμο των παραμυθιών. Και όποιος κερδίσει τον κόσμο των παραμυθιών μπορεί να κερδίσει όλους τους κόσμους τότε, μου είπε η γιαγιά. Ο κόσμος των παραμυθιών είναι η ψυχή όλων των κόσμων».

«Ο κόσμος των παραμυθιών είναι η ψυχή όλων των κόσμων είπες;». «Ναι, ναι μπαμπά μου. Έτσι είναι. Αλλά άκου ακόμα…». »Οι άνθρωποι ήταν που έφεραν πίσω τις νεράιδες. Ναι. Γιατί τα

σημάδια τους έχουν μείνει παντού. Αν ανοίξουμε τα μάτια μας μου είπε η γιαγιά, μπορούμε να τα δούμε και να τις βρούμε. Πολύ χαίρομαι γι’ αυτό που είμαι άνθρωπος. Είμαι κι εγώ ένας από αυτούς που έφεραν πίσω τις νεράιδες. Γιούπι!».

«Και εγώ χαίρομαι γιε μου που τις φέραμε πίσω». »Μα όχι μπαμπά. Όχι δε λέω πως τις φέραμε όλοι. Κάποιοι από εμάς.

Δηλαδή καλά κάνεις και χαίρεσαι. Δηλαδή δε λέω ότι δεν μπορείς και εσύ να φέρεις πίσω μία νεράιδα. Να, δηλαδή κοίτα…Πρέπει όλοι να χαρούμε και να δοκιμάζουμε να φέρουμε μία νεράιδα, αλλά να…Δεν κάνεις σωστά που λες ότι τις φέραμε όλοι μας. Δεν μπορούν όλοι να φέρουν. Μπορούν να προσπαθήσουν, αλλά μόνο κάποιοι μπορούν να τις φέρουν πίσω. Όσοι έχουν στη μιλιά τους νεραϊδένια χροιά, έτσι μου είπε η γιαγιά».

»Αλήθεια τι είναι ‘χροιά’; Δε ρώτησα τη γιαγιά γιατί ντράπηκα… Αλλά σίγουρα την έχω. Αφού κατάφερα και την έφερα πίσω τη γιαγιά».

Page 31: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου διήγημα

31

«Χροιά είναι ο τρόπος που μιλάς, πόσο διαφέρει από την ομιλία των άλλων. Πώς ακούγεσαι στους άλλους».

»Και για να έχουμε καλό ρώτημα; Τη γιαγιά ήταν που έφερες πίσω; Η γιαγιά έχει έξι μέρες που ήρθε από το χωριό. Εγώ πήγα και την πήρα μαζί με τον παππού σου».

«Χαααα! Χαααα! Χαααα! Χαααα! Όχι αυτή τη γιαγιά καλέ μπαμπά. Αυτή η γιαγιά μου δεν ξέρει τίποτα. Λέει μόνο για τα άπλυτα του παππού μου και για τις πίτες που κάνει».

«Για ποια γιαγιά λες τότε; Την άλλη της μαμάς από το νησί;». «Όχι, ούτε αυτή! Λέω για εκείνη που ήταν εδώ έξω στην αυλή». «Ήρθε μια γιαγιά έξω στην αυλή;». «Ναι. Εκεί που καθόμουν κάτω από τη μεγάλη καρυδιά και έκανα

κούνια, μου ήρθε να μιλήσω στο δέντρο μπαμπά. Δεν ξέρω γιατί αλλά μου ήρθε να μιλήσω στο δέντρο. Αλλά αυτό είναι χαζό αλλά εγώ το έκανα. Νόμιζα πως το δέντρο ψιθύριζε μπαμπά, νόμιζα πως κουνιόταν σαν άνθρωπος και έτσι κι εγώ του μίλησα και του είπα ‘Μου φαίνεται ότι σε ακούω δέντρο να μιλάς, μακάρι να είχες στόμα και να μπορούσες να πεις αυτό που θέλεις’. Και τότε το δέντρο κουνήθηκε ολόκληρο και τα κλαδιά και ο κορμός και τα φύλλα και όλα μαζί κι εγώ με την κούνια. Τρόμαξα λιγάκι, λίγο όμως, γιατί τότε βγήκε από πίσω του η γιαγιά».

»Εμένα δε μου έμοιαζε καθόλου με γιαγιά. Ήταν νέα, ψηλή και όμορφη, με χρυσά μαλλιά πολύ πολύ μακριά και κάποια από αυτά τα είχε πιάσει κοτσίδες. Μου είπε να τη λέω γιαγιά γιατί είπε ότι ήταν πολλών χρονών μεγάλη. Εκατό φορές σαν την καρυδιά. Και έτσι κι εγώ αυτό έκανα. Τη φώναζα γιαγιά».

»Δεν κατάλαβα όμως πώς ήρθε μπαμπά. Μόνο ότι βγήκε πίσω από το δέντρο. Κι όταν έφυγε, πάλι πίσω από το δέντρο έφυγε κι όταν πήγα να κοιτάξω εκεί πίσω από τον κορμό του, δεν είδα τίποτα. Είχε εξαφανιστεί.

»Όταν με χαιρέτησε πριν φύγει, μου ζήτησε μια χάρη. Να λέω ιστορίες για νεράιδες όποτε μπορώ και μου έδωσε κι αυτό το μήλο. Είναι χρυσό, όπως και το χρώμα των μαλλιών της. Αν θέλω να την ξαναδώ ποτέ μπαμπά, μου είπε να φάω αυτό το μήλο και αυτή θα εμφανιστεί όπως και πριν από λίγο».

Ύστερα από εικοσιτέσσερα χρόνια, αυτό το μήλο παραμένει αναλλοίωτο

σαν φρέσκο στο σπίτι μου. Βρίσκεται στη βιβλιοθήκη μου, ανάμεσα από πολλά βιβλία και παραμύθια για νεράιδες. Κάποια από αυτά είναι και δικά μου. Ακολούθησα τη συμβουλή εκείνης της γιαγιάς και έγραψα πολλές ιστορίες για νεράιδες και είπα ακόμη περισσότερες.

Και το μήλο είναι εδώ απέναντί μου αυτή την στιγμή που γράφω αυτές τις αράδες. Περιμένει καρτερικά κάθε μέρα μέσα στο γυάλινο δοχείο του για να με σμίξει με την νεράιδα μου. Όποτε εγώ το θελήσω.

× Ευάγγελος Λ. Ευθυμίου

Page 32: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου 13 λόγοι

32

13 λόγοι για να ζεις

Σε αγαπώ όχι για αυτό που είσαι…αλλά για αυτό που είμαι εγώ όταν είμαι κοντά σου.

Δεν αξίζει να κλαις για κανέναν. Όσοι αξίζουν τα δάκρυά σου δε θα σε κάνουν ποτέ να κλάψεις.

Επειδή πιστεύεις ότι κάποιος δε σε αγαπάει όσο εσύ θα ήθελες, δε σημαίνει ότι δε σε αγαπάει με όλη την καρδιά του.

Αληθινός φίλος είναι αυτός που σου κρατάει το χέρι…και ταυτόχρονα αγγίζει την καρδιά σου.

Ο χειρότερος τρόπος να χάσεις κάποιον που αγαπάς είναι να είσαι δίπλα του, αλλά αυτός να μην είναι εκεί.

Μη σταματάς ποτέ να χαμογελάς ακόμη και αν είσαι δυστυχισμένος…Κάποιος ίσως ερωτευτεί το χαμόγελό σου.

Μπορεί απλώς να είσαι ένα άτομο για όλον τον κόσμο…αλλά για κάποιο άτομο μπορεί να είσαι ο κόσμος όλος.

Μην ξοδεύεις το χρόνο σου για κάποιον που δεν νοιάζεται να τον ξοδέψει μαζί σου.

Ίσως ο Θεός θέλει να γνωρίσεις πολλούς λάθος ανθρώπους μέχρι να γνωρίσεις το σωστό. Έτσι, όταν συμβεί αυτό, θα είσαι πραγματικά ευγνώμων.

Μην κλάψεις γιατί ήρθε το τέλος σε μια σχέση…Χαμογέλα για όλα αυτά που περάσατε μαζί.

Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα σε πληγώσουν. Πρέπει να συνεχίζεις να έχεις εμπιστοσύνη…Απλώς να είσαι πιο προσεκτικός.

Γίνε καλύτερος άνθρωπος μέρα με τη μέρα…Όταν γνωρίσεις αυτόν που ψάχνεις, θα είσαι σίγουρος ότι θα σε αγαπήσει για αυτό που είσαι.

Μην ανυπομονείς. Τα καλύτερα έρχονται όταν δεν τα περιμένεις.

G. G. Marquez

Page 33: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

αντί × λόγου για να ζεις

33

Κάθε άσχημη στιγμή μας είναι αυτό ακριβώς που μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην ευτυχία. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για να φτάσουμε στο σημείο εκείνο της ζωής μας που θα’ χουμε κατακτήσει αυτό που θέλουμε. Είτε αυτό είναι ο ιδανικός σύντροφος είτε η ιδανική καριέρα, το ιδανικό σπίτι…

Πρέπει να γνωρίσεις πολλούς λάθος ανθρώπους στη ζωή σου για να μπορέσεις έτσι να εκτιμήσεις τον σωστό, όταν τον συναντήσεις. Πρέπει να πηδήξεις πολλούς σκοπέλους για να βρεθείς εκεί που θες. Πρέπει να περιμένεις να διαλυθούν όλα τα σύννεφα για να δεις τελικά τον ήλιο.

Όχι, όχι! Ως φανατική ρεαλίστρια αρνούμαι να πιστέψω ότι όλα τα άσχημα συμβαίνουν για κάποιο λόγο. Ούτε νομίζω πως ο μοναδικός λόγος για τον οποίο πρέπει να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι είναι για να μας αγαπήσει σίγουρα αυτός ή αυτή που ψάχνουμε όταν ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ μας γνωρίσει. Γίνεσαι ό,τι είδους άνθρωπος θες, γίνεσαι καλύτερος όχι για τους άλλους, αλλά για σένα τον ίδιο. Για να σε αγαπήσεις εσύ όταν πραγματικά σε γνωρίσεις!

Φορτώνουμε τον εαυτό μας με αυταπάτες του τύπου: «Τώρα τα πράγματα δεν πάνε καλά, αλλά η ζωή μου χρωστάει και μια μέρα θα μου τα δώσει όλα απλόχερα». Η ζωή δε μας χρωστάει, κανένας δε μας χρωστάει τίποτα. Εμείς οφείλουμε στον εαυτό μας να τον σεβόμαστε, να τον αγαπάμε και να τον μετατρέψουμε στο καλύτερο που μπορεί να γίνει. Να γίνουμε η καλύτερη εκδοχή μας όχι για να ερωτευτεί κάποιος το χαμόγελό μας, όχι για να εξιλεωθούμε (βιώνοντας άσχημες καταστάσεις) σε μια δύναμη ανώτερη που μας βάζει εμπόδια μόνο και μόνο για να μας ανοίξει αργότερα διάπλατα το δρόμο και να φτάσουμε στον προσωπικό μας, ιδανικό προορισμό.

Καλές και χρήσιμες οι συμβουλές όσων μας αγαπάνε, όμορφα και περίτεχνα τα λόγια του Marquez, αλλά κατά πόσο μπορούν να είναι ρεαλιστικά και ως εκ τούτου εφαρμόσιμα;

Το σίγουρο πάντως είναι ένα. Μην ανυπομονείς, τα καλύτερα έρχονται όταν δεν τα περιμένεις!

×

Μια νέα και όμορφη κοπέλα κλαίει για το μεγάλο έρωτά της που τελείωσε άδοξα. Η φίλη της προσπαθεί να την παρηγορήσει λέγοντάς της ότι το πρώην αγόρι της δεν αξίζει τα δάκρυά της, ότι πρέπει να κρατήσει μόνο τα θετικά της σχέσης της και να μη στεναχωριέται που τελείωσε. Ότι έτσι έπρεπε να γίνει…

Σαν σωστή φίλη έκανε αυτό που της υποδείκνυε «ο νόμος της φιλίας». Πόσο όμως οι συμβουλές της βοηθούσαν την κολλητή της σε εκείνη τη δύσκολη γι’ αυτήν στιγμή;

Ο G. G. Marquez, με περρισή τέχνη στο λόγο του, αποτύπωσε σ’ ένα χαρτί 13 «ολόκληρους» λόγους για τους οποίους αξίζει να ζει κανείς. Διαβάζοντάς τους είμαι σίγουρη πως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι κάπως έτσι έχει μιλήσει κι αυτός σε κάποιον δικό του άνθρωπο ή ότι παρόμοια λόγια είχαν αποδέκτη τον ίδιο. Λόγια όμορφα ειπωμένα, λόγια με ουσιαστικό νόημα, λόγια που ακούγοντάς τα συμφωνούμε ότι εμπεριέχουν μιαν αλήθεια. Πρόκειται όμως για λόγια που μπορούν εύκολα να γίνουν πράξη και να βρουν εφαρμογή στον καθένα από εμάς; Ιδού η απορία!

Ναι, δεν αξίζει να κλαις για κάποιον που σου φέρθηκε άσχημα. Όσοι αξίζουν τα δάκρυά σου, δε θα σε κάνουν ποτέ να κλάψεις. Αν όμως, απ’ την άλλη μεριά, δεν κλάψεις για κάποιον που ήταν σημαντικός για σένα, που υπήρξε, έστω και για λίγο, στη ζωή σου και την έκανε πιο όμορφη, πιο ενδιαφέρουσα…τότε για ποιον αξίζει να κλάψεις;

Και σίγουρα όλοι συμφωνούμε πως πρέπει πάντα να κρατάς τα θετικά μιας σχέσης, μιας οποιαδήποτε σχέσης. Αλλά και πάλι, πώς να ξεχάσεις και τα άσχημα; Πώς να ξεχάσεις ότι πληγώθηκες, ότι προδόθηκες, ότι απογοητεύτηκες;

γράφει η Ελένη Μπάρκα

Page 34: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

Ο αρχισυντάκτης μου’ χει πει εδώ και δυο μήνες να γράψω το κείμενό μου για το έβδομο τεύχος. Είμαι η τελευταία που θα παραδώ‐ σω το πόνημά μου. Στο αρχείο μου έχω τρία ολοκληρωμένα κείμενα, και κά‐ που άλλα τόσα που φέρουν έναν ωραίο τίτλο στην κορυφή μιας ολόλευκα κενής σελί‐ δας. Δε μου αρέσουν όμως. Σκέφτηκα να παραιτηθώ από το τεύχος αυτό, αλλά με κατέκλυσαν σκέψεις περί ευθύνης μαζί με το φόβο μη τυχόν το μετανιώσω. Άκουσα προσεκτικά όλες τις συζητήσεις γύρω μου, μήπως και γαργαλίσω την κοιμισμένη μου έμπνευση, αλλά μάταια. Τα λόγια δεν έβγαιναν για με‐ ρες, μέχρι την τωρινή στιγμή που παύω να ζορίζομαι και μοιράζομαι μαζί σας την αδιάφορη αλήθεια μου. Πολλές φορές έχω ακούσει το εξής, διατυπωμένο με πολλαπλούς τρόπους: ότι η θεωρία είναι διαφορε‐ τική από την πράξη, ότι πρέπει να κάνουμε έργα και να μη μένουμε στα λόγια. Κι εμείς εδώ κατεξοχήν λέμε λόγια, στο περιοδικό εννοώ. Λέξεις που μεταφέρουν ένα μήνυμα και φράσεις ειπωμένες αυθόρμητα ή πε‐ ρίτεχνα, σελίδες από λόγια κι άλλα λόγια…Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ανήκουμε στους ανθρώπους ε‐ κείνους που λένε λόγια μόνο και δεν κάνουν τίποτα; Κι αν είναι έτσι, εγώ γιατί καθυστέρησα να παραδώσω το έργο μου τόσο πολύ, δηλαδή άργησα να κάνω μια πράξη συνέπειας, ευθύνης και αγάπης, εφόσον το μόνο που έπρεπε να παραδώσω είναι...λόγια; Στ’ αλήθεια δεν νομίζω πως τα λόγια είναι ο αντίποδας των πράξεων. Ο λόγος είναι μια πράξη από μόνος του, αφού για να εκπληρωθεί απαιτεί ένα σωρό ενέργειες: τη σκέψη, την ανάλυση, το σχηματι‐ σμό νοήματος, την άρθρωση. Ακόμα και όταν τα μωρά ή όλοι μας λέμε κάτι αυθόρμητα, δίχως σκέψη, στην ουσία τελούμε μια πράξη επικοινωνίας, για να μη πω πως από μόνος του αποτελεί ενέργεια ο σχηματισμός των φθόγγων και η προφορά τους από το σώμα. Αν ο λόγος δεν ήταν πράξη, τότε δε θα υπήρχε η παιδεία, η λογοτεχνία, η δημοσιογραφία, η δικηγορία ως επαγγέλματα ή ενασχολήσεις ισό‐ βιες. Κι εμείς; Με τις λέξεις δεν απαιτούμε την αντίδραση (αντί + δράση, πράξη, ενέργεια) ενός αγα‐ πημένου προσώπου που στέκεται σιωπηλό απέναντι στα δικά μας λόγια; «Πες κάτι, επιτέλους». Όσο μεγαλώνω τόσο με ενοχλεί η ισοπέδωση των εννοιών και τα γλωσσικά στερεότυπα, σαν αυτό που λέει ο στίχος «Μόνο λόγια ήσουν, τίποτα πιο πέρα». Γιατί υποτιμάμε τα λόγια; Αν είναι τόσο αδιάφορα, γιατί μας σοκάρει η σιωπή; Γιατί αν ο ύποπτος δεν αρθρώσει λέξη, αυτόματα θε‐ ωρείται ένοχος; Γιατί όταν στέλνουμε ένα γραπτό μήνυμα, κι ο άλλος δεν απαντά ποτέ, λέμε ότι δεν έκανε τίποτα για μας; Γιατί όταν δεν ακούμε το «σ’ αγαπώ», που είναι δυο λέξεις μόνο, μας πονάει τόσο πολύ; Και γιατί όταν απαιτείται η σιωπή, λέμε βλάσφημο όποιον την παραβιάζει; Θαρρώ πως μέσα σε όλα τα στερεότυπα που έχουμε για να υπάρχουμε, κάπου έχει μπλεχτεί και η θεώρησή μας περί λόγου. Αυτό που μας ενοχλεί είναι είτε η ασυνέπεια λόγου και πράξης ‐δηλαδή άλλα λέω κι άλλα κάνω‐ είτε η ύπαρξη του ενός από τα δύο χωρίς το άλλο. Αν μου πουν ότι με αγαπούν, αλλά οι πράξεις δε φανερώνουν καμιά αγάπη, πονάω, κι από την άλλη, αν μου δείχνουν ότι με αγαπούν χωρίς να μου το έχουν πει ποτέ, πάλι αμφιβάλλω γιατί δεν εκ‐ πληρώνεται μέσα μου ακέραιη η αγάπη. Πολύ συχνά, όταν κάποιοι φεύγουν από τη ζωή, όσοι μένουν πίσω μετανιώνουν γιατί πο‐ τέ δεν είπαν όσα είχαν να πουν. Πολλές φορές, η απραξία είναι δράση κι η σιωπή εξίσου συγκλονιστική με τις μεγάλες Πράξεις ‐ Θε μου, πόσο σχετικά είναι όλα. Κι αυτή μου την εντύπωση σας την καταθέτω με την πράξη της γραφής, που είναι γνήσιο τέκνο του λόγου. × Εύη Μαρκάτη

Πες κάτι.

αντί × λόγου αντί × λόγου

34

Page 35: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου

Ιωάννινα Φ. Τζαβέλα 8, 45333 Τηλ.: 26510‐33060 e‐mail: [email protected]

Page 36: Τεύχος 7 / Αντί Χ Λόγου