Η γέφυρα της Άρτας

11
Μαρίνα Μυρίδου Δήμητρα Ρόπη

Transcript of Η γέφυρα της Άρτας

Μαρίνα ΜυρίδουΔήμητρα Ρόπη

Ένα πρωινό καθώς προσπαθούσαν να ξαναχτίσουν το γεφύρι, ένα παιδί έφτασε λαχανιασμένο και τους είπε: “Μην προσπαθείτε άδικα το γεφύρι να χτίσετε.

Για να στεριώσει το γεφύρι πρέπει ο πρωτομάστορας να θυσιάσει τη γυναίκα ή τη μικρή

αδερφή του.”

Τότε ο πρωτομάστορας θλιμμένος, ένιωσε ότι όλα χάνονται, θα έπρεπε να θυσιάσει την γυναίκα ή την μικρή του αδερφή για να στεριώσει το γεφύρι...και τότε περίεργες σκέψεις γυρνούσαν στο μυαλό του. Ήταν σίγουρος ότι αν θυσίαζε ένα από τα δύο αυτά αγαπημένα του πρόσωπα το γεφύρι θα στέριωνε...

Τις σκέψεις του τις διέκοψε το παιδί, όταν το άκουσε να λέει: «μόνο τότε θα στεριώσει το γεφύρι...» Και

τότε άνεμος δυνατός φύσηξε και το παιδί εξαφανίστηκε.

Ο πρωτομάστορας βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις του, μέχρι που ήρθε η στιγμή να πάει σπίτι.

Όταν ο πρωτομάστορας έφτασε στο σπίτι συλογισμένος από τις σκέψεις και από τα λόγια του

παιδιού, πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε στην αδερφή του τα λόγια του παιδιού.

Τότε και αυτή στεναχωρημένη από την είδηση αυτή είπε στον αδερφό της: «Αδερφέ μου μην

στεναχωριέσαι θα θυσιαστώ εγώ για το γεφύρι αυτό για να είσαι χαρούμενος με την γυναίκα και

τις δύο σου κόρες, γιατί είναι μικρές και δεν μπορούν να μεγαλώσουν δίχως την αγάπη της

μαμάς τους. Και δεν δέχομαι αντίρηση αύριο το πρωί θα είμαι στο γεφύρι». Του είπε και στο

δωμάτιό της πήγε.

Την άλλη μέρα το πρωί καθώς το γεφύρι έχτιζαν, ξεπρόβαλε από τα δέντρα η αδερφή του πρωτομάστορα και όλοι γύρισαν

προς το μέρος της και την κοίταζαν λυπημένη με αυτήν της την μοίρα.

Τότε αυτή τους χαμογέλασε πλατειά. Αφού στάθηκε απέναντη του αδερφού της του είπε: “Aδερφέ μου καταλαβαίνω τον πόνο σου αλλά προσπάθησε να το ξεχάσεις είναι προτιμότερο να θυσιαστώ εγώ παρά οι δύο σου κόρες να μείνουν δίχως μαμά”. Κατέβηκε την πρώτη κάμαρα και είπε πάλι: “Αδερφέ μου θέλω χαρούμενο να σε βλέπω από εκεί πουθα είμαι θα είμαι πάντα εδώ για εσένα αρκεί να με φωνάξεις”.

Ο πρωτομάστορας καθόταν και την κοιτούσε να κατεβαίνει την καμάρα χωρίς να πει ούτε μια λέξη,

χωρίς να κάνει ένα βήμα, καθόταν απλά και την κοιτούσε. Τότε ένας μάστορας πήρε το θάρρος και έριξε στην κάμαρα τον ασβέστη και έναν μεγάλο

λίθο...

Την άλλη μέρα το γεφύρι είχε στεριώσει όλη ήταν χαρούμενη εκτός από τους τρεις μάστορες, τον πρωτομάστορα, τη γυναίκα του και τις κόρες

του. Αυτοί ήταν θλιμμένοι με τον χαμό της μικρής αδερφής του πρωτομάστορα....Κάθε φορά

που ο πρωτομάστορας δεν ήταν καλά η μορφή της αδερφής του ήταν εκεί, δίπλα του να τον

βοηθάει ,όπως του είχε υποσχεθεί...