Ποιήματα Πολυτεχνείου

6
Μανώλης Αναγνωστάκης Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό». Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου. Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου 'κλειναν την πόρτα μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν. Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις». Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο. Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους. Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο

Transcript of Ποιήματα Πολυτεχνείου

Page 1: Ποιήματα Πολυτεχνείου

Μανώλης Αναγνωστάκης

Φοβάμαιτους ανθρώπους που εφτά χρόνιαέκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρικαι μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας«Δώστε τη χούντα στο λαό».Φοβάμαι τους ανθρώπουςπου με καταλερωμένη τη φωλιάπασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.Φοβάμαι τους ανθρώπουςπου σου 'κλειναν την πόρταμην τυχόν και τους δώσεις κουπόνιακαι τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείονα καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.Φοβάμαι τους ανθρώπουςπου γέμιζαν τις ταβέρνεςκαι τα 'σπαζαν στα μπουζούκιακάθε βράδυκαι τώρα τα ξανασπάζουνόταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρηκαι έχουν και «απόψεις».Φοβάμαι τους ανθρώπουςπου άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσανκαι τώρα σε λοιδορούνγιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο

Page 2: Ποιήματα Πολυτεχνείου

του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πάνω στο χώμα το δικό σου λέμε τ' όνομά μας.Πάνω στο χώμα το δικό σου σχεδιάζουμε τους κήπουςκαι τις πολιτείες μας.Πάνω στοχώμα σου Είμαστε . 'Εχουμε πατρίδα.'Εχω κρατήσει μέσα μου την τουφεκιά σου.Γυρίζει μέσα μου ο φαρμακερός ήχος τουπολυβόλου.Θυμάμαι την καρδιά σου που άνοιξε κι έρχονταιστο μυαλό μουκάτι εκατόφυλλα τριαντάφυλλαπου μοιάζουνε σαν ομιλία του απείρου προς τον άνθρωπο.'Ετσι μας μίλησε η καρδιά σου.

Κι είδαμε πως ο κόσμος είναι μεγαλύτεροςκι έγινε μεγαλύτερος για να χωρά η αγάπη.Το πρώτο σου παιχνίδι , Εσύ.Το πρώτο σου αλογάκι, Εσύ.'Επαιξες τη φωτιά.'Επαιξες το Χριστό.'Επαιξεςτον Αϊ Γιώργη και το Διγενή.'Επαιξες τους δείχτες του ρολογιού πουκατεβαίνουν τα μεσάνυχτα.'Επαιξες τη φωνή της ελπίδας εκεί που δενυπήρχε φωνή.Η πλατεία ήταν έρημη. Η πατρίδα είχε φύγει.

Page 3: Ποιήματα Πολυτεχνείου

ΓΛΥΚΕ ΜΟΥ ΕΣΥ ΔΕ ΧΑΘΗΚΕΣ

(του Γιάννη Ρίτσου)

Γλυκέ μου εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.

Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

Δες, πλάι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλλαραίοι,

όλοι στητοί και δυνατοί και σαν και σένα ωραίοι.

Ανάμεσά τους , γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,

το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Γιε μου στ' αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,

σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου.

Page 4: Ποιήματα Πολυτεχνείου

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Ο ήλιος είχε χαθεί

ξεχύθηκε η νύχτα.

Μα τα νιάτα πλημμύρισαν.

Ήρθε το φως.

Μες την καρδιά μια ελπίδα

Στο στόμα μια φωνή:

Λευτεριά.

Το χώμα νωπό

απ’ τη δροσιά της νύχτας

βάφτηκε κόκκινο

απ΄ το αίμα των παιδιών,

που με τα στήθη μπροστά

Page 5: Ποιήματα Πολυτεχνείου

πεθαίναν.

Με μια ελπίδα στην καρδιά

με μια φωνή στο στόμα.

Λευτεριά για τη Λευτεριά.

Εκείνη τη νύχτα.

Η ΠΟΡΤΑ

Σαν έπεσεν η πόρτα

συρτός, μακρύς, ατέλειωτος

ακούστηκεν ο κρότος.

Ατέλειωτος ν’ ανθυμάει

γενιά- γενιά για ’κεινο.

Εκείνη δεν ήταν πόρτα.

Γίγαντας ήταν που ’πεσε

και πλάκωσε για πάντα

το φόβο και τη δούλωση,

τη βία του δυνάστη.

Κι εκεί ακριβώς όπου ’πεσε

στην τσιμεντένια αυλή,

εφύτρωσε το αιώνιο

Page 6: Ποιήματα Πολυτεχνείου

Της λευτεριάς δεντρί.