Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου...

14
Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια μέσα από τον Καπετάν Μιχάλη Λίγα λόγια για το έργο: Ο Καπετάν Μιχάλης είναι από τα τελευταία έργα του Νίκου Καζαντζάκη και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1953. Η υπόθεση τοποθετείται στην κρητική επανάσταση του 1889. Ο κεντρικός ήρωας, ο καπετάν Μιχάλης, είναι ένας άγριος και ανυπότακτος πολεμιστής που έχει ορκιστεί να μείνει μαυροφορεμένος, αξύριστος κι αγέλαστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη. Πρόλογος: «Όταν άρχισα, τώρα στα γεράματα, να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός σκοπός μου ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντας με λέξες, τ’ όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω όραμα του κόσμου, θέλω να πω τ’ όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη, στ’ άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας˙ μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματά μας και συνάμα άρχιζαν ν’ ακούγουνται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας. Ζούσαν τα Κρητικόπουλα, τα χρόνια εκείνα, βαθιά, βουβά, τον κίντυνο, έσφιγγαν τις μικρές γροθιές τους και περίμεναν να μεγαλώσουν, να καταλάβουν καλά τι νόημα είχαν όλα ετούτα –πόλεμοι, σφαγές, ελευτερία, Ελλάδα- και να μπουν κι αυτά, ακολουθώντας τον κύρη τους και τον παππού τους στη μάχη.»

Transcript of Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου...

Page 1: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια μέσα από τον Καπετάν Μιχάλη

Λίγα λόγια για το έργο:

Ο Καπετάν Μιχάλης είναι από τα τελευταία έργα του Νίκου Καζαντζάκη και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1953. Η υπόθεση τοποθετείται στην κρητική επανάσταση του 1889. Ο κεντρικός ήρωας, ο καπετάν Μιχάλης, είναι ένας άγριος και ανυπότακτος πολεμιστής που έχει ορκιστεί να μείνει μαυροφορεμένος, αξύριστος κι αγέλαστος μέχρι να ελευθερωθεί η Κρήτη.

Πρόλογος:

«Όταν άρχισα, τώρα στα γεράματα, να γράφω τον Καπετάν Μιχάλη, ο κρυφός σκοπός μου ήταν τούτος: να σώσω, ντύνοντας με λέξες, τ’ όραμα του κόσμου όπως το πρωταντίκρισαν και το δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια. Κι όταν λέω όραμα του κόσμου, θέλω να πω τ’ όραμα της Κρήτης. Δεν ξέρω τι γίνουνταν, την εποχή εκείνη, στ’ άλλα παιδιά της λευτερωμένης Ελλάδας˙ μα τα παιδιά της Κρήτης ανάπνεαν έναν αέρα τραγικό στα ηρωικά και μαρτυρικά χρόνια του Καπετάν Μιχάλη, όταν οι Τούρκοι πατούσαν ακόμα τα χώματά μας και συνάμα άρχιζαν ν’ ακούγουνται να ζυγώνουν τα αιματωμένα φτερά της Ελευτερίας.

Ζούσαν τα Κρητικόπουλα, τα χρόνια εκείνα, βαθιά, βουβά, τον κίντυνο, έσφιγγαν τις μικρές γροθιές τους και περίμεναν να μεγαλώσουν, να καταλάβουν καλά τι νόημα είχαν όλα ετούτα –πόλεμοι, σφαγές, ελευτερία, Ελλάδα- και να μπουν κι αυτά, ακολουθώντας τον κύρη τους και τον παππού τους στη μάχη.»

Page 2: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Το μαγαζάκι του κυρ Δημητρού

Ο ήλιος έγερνε να βασιλέψει, έφευγε κι η στερνή ετούτη μέρα του Μάρτη˙ τσουχτερό βοριαδάκι φυσούσε, το Μεγάλο Κάστρο κρύωνε, οι μαγαζάτορες έτριβαν τα χέρια τους, καταχτυπούσαν τα πόδια τους, έπιναν φασκόμηλο κι άλλοι ρούμι, να ζεσταθούν. Πέρα, η κορφή του Στρούμπουλα ήταν πασπαλισμένη χιόνι, πιο πέρα πυργώνουνταν ο Ψηλορείτης, σκούρος γαλάζος, και γυάλιζαν άσπρες καταχυτές λουρίδες τα πετρωμένα χιόνια μέσα στις βαθιές απάνεμες λακκούβες˙ μα ο ουρανός από πάνω στραφτάλιζε καθαρός, γυαλιστερός σαν ατσάλι.

Στο αντικρινό μαγαζάκι ο κυρ Δημητρός, μαχμουρλής, με σακουλιασμένα μάτια, διπλοπόδι επάνω σ’ ένα στενό σοφαδάκι, κρατούσε μιαν ξεμυγιάστρα από αλογότριχα, την κουνούσε τεμπέλικα δεξά ζερβά κι έδιωχνε τις μύγες από τ’ αραδιασμένα γύρα του σακουλάκια τα γαρούφαλα, τα μοσκοκάρυδα, τη χιώτικη μαστίχα, την κανέλα και τα γυαλάκια με το δαφνόλαδο και το μυρτόλαδο. Κιτρινιάρης, φλασκιασμένος, άκεφος πάντα. Πότε ξύνουνταν, πότε χασμουριούνταν, πότε σφαλνούσε τα μάτια και τον έπαιρνε ο ύπνος. Δεν τον είχε πάρει ακόμα, και του φάνηκε πως από αντίκρα ο καπετάν Μιχάλης στράφηκε και τον κοίταξε˙ σήκωσε λοιπόν την ξεμυγιάστρα να τον καλησπερίσει, μα ο βαρύς γείτονας γύρισε καταπέρα το κεφάλι, κι ο κυρ Δημητρός άρχισε πάλι να χασμουριέται.

Η γυναίκα του κυρ Δημητρού

Η κυρα-Πηνελόπη, η γυναίκα του κυρ Δημητρού, σαν μπήκε η άνοιξη, θέλησε να προσκαλέσει τις γειτόνισσές της να πάρουν τα φαγητά τους και να πάνε έξω στα χωράφια να φάνε. Έστειλε, λοιπόν, την υπηρέτριά της, αλλά όλες οι γειτόνισσες είχαν δουλειές και καμιά δεν καταδέχτηκε να πάει. Έτσι…

Είδε κι απόειδε, πήρε απόφαση η κυρα-Πηνελόπη˙ σκαρφάλωσε στη γούρνα, έκοψε ένα μάτσο φύλλα από την κληματαριά, μπήκε στην κουζίνα, τύλιξε στα κληματόφυλλα το φαΐ, έβαλε σ’ ένα καλαθάκι και ψωμί, ελιές, μερικά πορτοκάλια, ένα φλασκάκι κρασί, ένα καμινέτο, καφέ και ζάχαρη, πιρουνομάχαιρα και μια πετσέτα και βγήκε στην αυλή.

Page 3: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

-Ακολούθα μου, μωρή Μαρουλιώ, κάνει στο δουλάκι της, και δεν τις έχουμε ανάγκη!

Σεινάμενη κουνάμενη, πέρασε την Πλατιά Στράτα, κόσμος πολύς, έμποροι, μαστόροι, χωριάτες. «Τι φωνές, τι καβγάδες, τι μούτρα χοντρά, γαϊδουρινά, έχουν ετούτοι οι Καστρινοί!» συλλογίστηκε η κυρα-Πηνελόπη και σούφρωσε τα χείλια της. Ήταν μαθές Ρεθεμνιώτισσα και καμάρωνε. Οι Χανιώτες για τ’ άρματα, οι Ρεθεμνιώτες για τα γράμματα κι οι Καστρινοί για το ποτήρι˙ κάθε βράδυ, σαν σκολνούσαν από τις δουλειές τους, στρώνουνταν όλοι στις ταβέρνες και δώσ’ του κι έπιναν, έτρωγαν τσίρους και σουβλάκια, βρωμούσαν κρασιά, ρακές, κρέατα˙ πού οι Ρεθεμνιώτες με το αργό, ευγενικό πάσο, με τις βαθιές χαιρετούρες, τις αρχοντικές τσιριμόνιες! Μόνο ο Δημητρός της απ’ όλο το Μεγάλο Κάστρο ξεχωρίζει, μα κι αυτός, ο βλοημένος, ψόφιος!

Αναστέναξε˙ πήρε δρόμο, ζύγωσε πια στο λιμάνι. «Θα κάθεται πάλι και θα κουνάει την ξεμυγιάστρα, συλλογίστηκε. Αυτό δα μπορεί και το καταφέρνει.».

Ο κυρ Δημητρός στο μαγαζί του

Μα ο κυρ Δημητρός είχε κουραστεί από το πρωί να κουνάει την ξεμυγιάστρα και τώρα ξεφύλλιζε ένα μεγάλο τεφτέρι, όπου έγραφε με δυο λογιών μελάνι –με κόκκινο τα κρέατα, με μελιτζανί όλα τ’ αποδέλοιπα- τι και τι φαγιά έτρωγε κάθε μέρα. Ήταν λοιπόν βυθισμένος στη μελέτη, διάβαζε τα μαγερέματα, τ’ αναχάραζε, γέμιζε το στόματα του σάλιο… Είχε πια φτάσει στις στερνές μέρες, συλλάβιζε αργά, λιχούδικα, σα να μασούσε: «Έτος 1889, Μαρτίου 20: Κουκιά φρέσκα με αγκινάρες και με χλωρά κρεμμυδάκια. Μπόλικο λάδι. Πετυχεμένο. – Μαρτίου 21: Κολοκυθάκια στο φούρνο με σκορδάκι. Μου τα ‘καψε ο αφορεσμένος ο Τουλουπανάς.»

Μια κοπελούδα πρόβαλε στο έμπα του μαγαζιού:

-Κυρ Δημητρό, μ’ έπεψε η κυρά μου, η κυρία Χριστοφάκαινα, να μου δώσεις, λέει, πέντε δράμια μαστίχα χιώτικη, να κάμει γλυκό.

Μα ο κυρ Δημητρός ο Πιτσόκωλος βαριόταν˙ ανασήκωσε αργά τα μάτια του από το τεφτέρι, τ’ αποβασίλεψε κατά το ράφι:

-Κατέχω εγώ τι θες, παιδί μου, κατέχω το˙ μα είναι εκεί απάααανω!

Κι αποτράβηξε όσο αποδυνάζουνταν τη φωνή του, για να δείξει πως είναι στην άκρα του κόσμο η μαστίχα.

Έφυγε η κοπελούδα, κι ο κυρ Δημητρός βυθίστηκε πάλι στη μελέτη: «Μαρτίου 25, ημέρα του Ευαγγελισμού, κατάλυσις οίνου και ιχθύος. Μπακαλιάρο βραστό με λεμονάκι˙ μπακαλιάρο με μαϊντανό, γιαχνί˙ μπακαλιάρο με σκορδαλιά˙ αγγουροσαλάτα˙ Πολύ νόστιμο.»

Page 4: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Μα βαρέθηκε να μελετάει και να σκύβει, πήρε πάλι την ξεμυγιάστρα, αναστέναξε: «Εγώ ο γιος του ξακουστού καπετάν Πιτσόκωλου, πού κατάντησα! Ο παππούς μου κρατούσε μπουρλότο κι έκαιγε τις τούρκικες φρεγάδες, ο πατέρας μου κρατούσε τουφέκι και σκότωνε τους Τούρκους˙ κι εγώ ξεμυγιάστρα και σκοτώνω τις μύγες… Να στα μούτρα μου!» μουρμούρισε και μούντζωσε το αγαθό, φλασκιασμένο του μούτρο.

Ο κυρ Δημητρός με τη γυναίκα του

Ακριβώς τη στιγμή που ο κυρ Δημητρός θυμάται τους γενναίους προγόνους του και δυσανασχετεί με τον εαυτό του, μπαίνει στο μαγαζί η κυρα-Πηνελόπη, η γυναίκα του…

-Καλώς τη! είπε δυνατά κι άνοιξε βιαστικά το τεφτέρι.

-Σήκω, μπρε Δημητρό, του φώναξε η γυναίκα, σήκω να βγούμε όξω στα χωράφια, να ξεμουχλιάσεις και συ, βλοημένε, να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου! Εδώ μέσα θα βουρκιάσεις σαν τον αβατραχό! Κουνήσου, ντε! Έφερα και το φαγάκι μας˙ ένα φαΐ που σου αρέσει…

Λύγισε το λαιμό, έσκυψε στο αφτί του:

-Μελιτζανένιους ντολμάδες με μπόλικο πιπεράκι… Να δεις καλό που θα σου κάμουν, περίτου όξω στα χωράφια!

Ο κυρ Δημητρός τρόμαξε:

-Δεν έρχουμαι, φώναξε, δεν έρχουμαι! και πιάστηκε από τον πάγκο του.

-Έλα, Δημητράκη μου, έλα να σε χαρώ, και δε θα σε πειράξω!

Μα αυτός κουνούσε δυνατά την ξεμυγιάστρα, σαν να ‘ταν μύγα, κρεατόμυγα, η κυρα-Πηνελόπη, κι ήθελε να τη βγάλει όξω από το μαγαζί.

-Δεν έρχουμαι! ξαναφώναξε, έχω πολλή δουλειά σήμερα, δε βλέπεις; Κάνω τα κατάστιχα˙ τι χρωστώ, τι μου χρωστούνε, να δω πού βαδίζουμε. Πήγαινε, να σε χαρώ, μοναχή σου.

-Πάμε, μπρε Μαρουλιώ! άρπαξε η κυρα-Πηνελόπη το δουλάκι της από το σβέρκο˙ εσύ ‘σαι η γειτόνισσά μου κι ο άντρας μου! Πάμε να φάμε στον ήλιο!, είπε και γύρισε με περιφρόνηση στον κυρ Δημητρό.

Ο παπα-Μανόλης (απόγευμα 1ης Απριλίου 1889)

Τη στιγμή που χτυπούσε η πρώτη καμπανιά, ο παπα-Μανόλης έμπαινε λαχανιασμένος στο σπίτι του. Από το πρωί γύριζε στους πρωτομηνιάτικους αγιασμούς, σούρωνε σε κάθε σπίτι κι από μια ρακή, διαγούμιζε από το πιάτο τα τραταμέντα και τα ‘ριχνε ανάκατα στην καταβόθρα της τσέπης του, κι ήταν τώρα μουσκίδι στον ιδρώτα, μα κεφάτος.

Page 5: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

-Ε, παπαδιά, φώναξε χτυπώντας τα παλαμάκια.

Γελαστή, καλοθρεμμένη, φαφούτα, βολοσούρνοντας τις στραβοπατημέ-νες παντούφλες της, έτρεξε από την κουζίνα η παπαδιά. […]

-Καλώς το γέροντα, είπε˙ να σε αδειάσω;

Σήκωσε αψηλά, στη μέση της αυλής, τα μαλλιαρά χέρια του ο παπα-Μανόλης:

-Άδειασέ με, είπε˙ φέρε τη λεκάνη.

Έφερε μια μεγάλη πήλινη λεκάνη η παπαδιά κι άρχισε ν’ αδειάζει τις αχόρταγες τσέπες, που έπιαναν, διπλόφαρδες, από τη μέση του παπά ως κάτω στα γυροπόδια.

Έβγαζε, έβγαζε η παπαδιά και σώριαζε στη λεκάνη τα τραταμέντα, λουκούμια, κεφτέδες, αγγουράκια, φιστίκια, χουρμάδες, καρυδόπιτες, μούσμουλα, στραγάλια, μυζηθρόπιτες…

-Άκου τον καταραμένο το Μούρτζουφλο, με ξεκούφανε˙ κάνε γρήγορα, παπαδιά!

Η λεκάνη γέμισε.

-Άδειασες, γέροντά μου, είπε η παπαδιά, αγκαλιάζοντας λιμάρικα τη λεκάνη απάνω στα γόνατά της˙ και στ’ άλλα με υγεία.

Αλαφρωμένος, άνοιξε την αρίδα του ο παπάς και πήρε δρόμο κατά τον εσπερινό.

Ο Αλήαγας και οι γειτόνισσες

Το μεσημέρι είχε πια περάσει, άρχισε να γέρνει ο ήλιος. Οι γειτόνισσες, ως έμαθαν πως θα ‘λειπε σήμερα όλη μέρα ο καπετάν Μιχάλης, μαζώχτηκαν στην αυλή του με τα ραψίδια τους, με τ’ αδράχτια τους, με τις βρούβες τους να τις καθαρίσουν – η κυρα-Πηνελόπη, η Χρυσάνθη η Πολυξιγκοπούλα, η Κατινίτσα η Κρασογιώργαινα, η Μαστραπάδαινα, κι είχαν όλες, σαββατόβραδο απόψε, κέφι˙ τέλειωνε η βδομάδα ετούτη, αύριο χουζούρι, καλό φαΐ, μπόλικη κουβέντα, ας είναι καλά ο Θεός που έκαμε τις Κυριακές.

[…] Χτύπησαν οι γειτόνισσες τα γέλια. Η Ρηνιώ σηκώθηκε, έφερε τραταρίσματα, τον καφέ, το γλυκό του κουταλιού, τα σουσαμωτά κουλουράκια… Κι απάνω στα τραταρίσματα, να σου και προβαίνει στο κατώφλι ο γείτονας Αλήαγας, με την κάλτσα του και τις καλτσοβελόνες του και το πράσινο μποξαδάκι που του ‘χε χαρίσει η Ρηνιώ στους ώμους. Σπανός, μήτε τρίχα, καλοπλυμένος, άστραφτε το τριμμένο του χιλιομπαλωμένο πουκάμισο, άστραφταν τα λιγνά ποδαράκια του με τα τσόκαρα.

Ευγενικά η κυρα-Κατερίνα προσηκώθηκε.

-Καλώς τον Αλήαγα, είπε, τον καλό γείτονα˙ κόπιασε να πάρεις ένα καφεδάκι.

Page 6: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

-Τώρα ήπια, να σε χαρώ, αποκρίθηκε ο Αλήαγας, κάνοντας από ένα τεμενά στην κάθε γειτόνισσα˙ βούτηξα κι ένα κουλουράκι, πήρα και γλυκό βύσσινο, να ‘σαι καλά, καπετάνισσά μου!

-Ε, δεν πειράζει, Αλήαγα, το πολύ φως δε βλάφτει, πάρε να μας κάνεις συντροφιά, μονοφώναξαν οι γειτόνισσες, που ήξεραν την περηφάνια του και τη φτώχεια.

Μήτε καφέ, μήτε κουλούρι, μήτε γλυκό˙ τίποτα δεν είχε ο παντέρημος˙ πεινούσε όλη του τη ζωή, έγνοιαν άλλη δεν είχε παρά το φαΐ˙ όλο για φαγιά μιλούσε κι έτρεχαν τα σάλια του. Κι οι γειτόνισσες, για να κάμουν χάζι, έπιασαν ευτύς την αγαπημένη του κουβέντα.

-Και τι φαΐ μαγέρεψες το μεσημέρι, Αλήαγά μου; ρώτησε πρώτη το πειραχτήριο η Κατινίτσα κι έπαιξε το μάτι στις γειτόνισσες˙ είσαι μερακλής, ο Θεός ξέρει πάλι, θα ‘χες και του πουλιού το γάλα.

Ο Αλήαγας χαμογέλασε ευχαριστημένος. Κατάπιε το σάλιο του, πέρασε το καλτσόξυλο στη μέση του κι άρχισε το λιμασμένο γεροντάκι να στοράει με βουλιμία τι τρυφερό που ήταν σήμερα το κοτόπουλο, πώς βρήκε μπάμιες και το γαρνίρισε και τι σάλτσα σοφίστηκε και πώς το ρόδισε ο φούρνος… Μιλούσε, μιλούσε, κατάπινε τα σάλια του κι αναστέναζε.

Κι οι γειτόνισσες, κρατώντας τα γέλια, τον αναρωτούσαν και τον μάλωναν.

-Όλο κρέατα και σάλτσες τρως, Αλήαγά μου; θα χαλάσεις την υγεία σου˙ να τρως και λίγα χορταράκια˙ το πολύ κρέας μαθές βλάφτει.

-Να σου δώσω εγώ απόψε, γείτονα, ένα πιάτο βρούβες, είπε η Μαστραπάδαινα, να δεις πώς θα δροσερέψει το άντερό σου, που το παραγέμισες κρέας και μπαχαρικά και το ‘καμες λουκάνικο.

-Κι εγώ, είπε η κυρα-Κατερίνα, να σου δώσω λίγο ψωμί σταρένιο, φουρνίσαμε σήμερα˙ η άσπρη φραντζόλα μαθές που τρως θα σε βαρυστομαχιάσει.

-Και το πολύ χαβιάρι, γείτονα, το βαριέται ο άνθρωπος, πετάχτηκε τότε κι η κυρα-Πηνελόπη˙ να σου δώσω εγώ ένα πιατάκι τσακιστές ελιές, να δεις, πικρές είναι κι ανοίγουν την όρεξη.

Έτσι ζούσε, με τέτοιες πιτήδειες, καλόκαρδες ελεημοσύνες το περήφανο γεροντάκι, σφηνωμένο όπως ήταν στη ρωμέικη γειτονιά. Έτσι περνούσαν και τ’ απομεσήμερα οι γειτόνισσες την ώρα τους. Σαν πια βόλεψαν τον Αλήαγα να φάει κι απόψε, άνοιξαν μεγάλη κουβέντα. […]

Page 7: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Ο καπετάν Μιχάλης στο υπόγειο

Κάτω στο υπόγειο είχε κατέβει ο καπετάν Μιχάλης και κάθουνταν σ’ ένα αψηλό σκαμνί κι είχε ακουμπισμένο στον τοίχο το βαρύ κεφάλι του, σφιχτοδεμένο με το μαυρομάντιλο. Δεξά του, απάνω σε δυο χοντρά μαδέρια, τρία βαρέλια κρασί˙ ζερβά του, δυο πιθάρια, το ένα με λάδι και το άλλο με καρπό. Απάνω απ’ το κεφάλι του, στα δοκάρια, κρεμασμένα αρμαθιές, σύκα, ρόδια, κυδώνια και χειμωνιάτικα πεπόνια κίτρινα καναρινιά με πράσινες φλέβες˙ στον τοίχο δεματάκια ρίγανη, φασκομηλιά και μαντζουράνα για βραστάρια. Μύριζε το υπόγειο κρασί και κυδώνι˙ σε λίγο θα πλάκωναν οι βραστές όρνιθες, τ’ αχταπόδια και τα λουκάνικα, και θ’ άλλαζαν οι μυρωδιές.

Page 8: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Ο Μπερτόδουλος

Η τύχη του και δεν ήταν Κρητικός˙ η τύχη του κι ήταν απ’ τη Ζάκυνθο, κόντες, λέει, και δε θυμάται κι αυτός πώς ξέπεσε στο Μεγάλο Κάστρο, μέσα στους αγριάνθρωπους, και τους έκανε το δάσκαλο, να τους μάθει, λέει, κιθάρα. Και δεν τον έλεγαν Μπερτόδουλο, τον έλεγαν κόντε Μαντζαβίνο, μα έλα που τουρτούριζε χειμώνα καλοκαίρι κι έβγαινε πάντα έξω τυλιγμένος σε μια φαρδιά πρασινισμένη μπέρτα, κι έτσι που ήταν ζαρούλης και στραβοκάνης και μιλούσε παράξενα κι έλεγε κι αστεία κι ήταν και φοβητσάρης, οι Καστρινοί τον έβγαλαν Μερτόδουλο –και του κόλλησε.

Μα κάθε χρόνο και λιγόστευαν τα μαθήματα –τι να την κάνουν την κιθάρα οι Καστρινοί; κι οι γαϊδουροφωνάρες τους δε συμμορφώνουνταν με τις ζακυνθινές καντσονέτες- κι ο καημένος ο Μπερτόδουλος πεινούσε, γύριζε στους καφενέδες, στορούσε με περίσσια χάρη για τη ζωή του, για τα περασμένα μεγαλεία του, για τις αρχοντοπούλες και τις καντάδες και τα μαντολάτα της Ζάκυνθος, έπαιρνε την κιθάρα στα γόνατά του και σιγοτραγουδούσε κανένα παλιό σκοπό, κι ο καφετζής έρχουνταν στο φιλότιμο και τον τράτερνε κανένα καφεδάκι με παξιμάδι, πότε ένα λουκούμι, πότε ένα νεραντζάκι γλυκό, και ξεγελούσε ο κόντες την πείνα του.

Page 9: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Το κολατσιό του Μπερτόδουλου

Ο Μπερτόδουλος, τυλιγμένος στον μποξά του, με την κιθάρα παραμάσκαλα, πρόβαλε μέσα από το σπίτι˙ είχε κολατσίσει ένα ξεροκαύκαλο βουτημένο στο λαδόξιδο και μια μεγάλη φέτα τυρί, ήπιε ύστερα ένα μαστραπά κρασί, καρδάμωσε, σπιθίρισε το μάτι του και τώρα βγήκε στην αυλή να πάρει αέρα.

Page 10: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Βόλτα στο Μεγάλο Κάστρο μετά το σεισμό

Ο ήλιος πήρε να χαμηλώνει, η Κρήτη είχε πάλι στερεωθεί στα πόδια της, το Μεγάλο Κάστρο ξέχασε πως κάθουνταν απάνω στον γκρεμό και ρόδισε, δροσερό κι ευτυχισμένο, κάτω από τις πραγεμένες αχτίδες του ήλιου.

Γέμισαν οι Τρεις Καμάρες κόσμο, σαν ύστερα από βροχή πρόβαλαν τα μερμήγκια στον ήλιο, άντρες και γυναίκες βγήκαν να δουν και να τους δούνε˙ είχαν γλιτώσει από ένα μεγάλο κίντυνο, μια στιγμή άνοιξε το μνήμα κάτω από τα πόδια τους, μα πάλι έκλεισε, δόξα σοι ο Θεός ζούνε ακόμα, θωρούν ακόμα τον κόσμο τον απάνω, και βγήκαν συφάμελοι να σεριανίσουν˙ χαιρετιούνταν πότε με καπελαδούρες, πότε με γκαρδιακές χειραψίες, ξαφνικά αγάπη τους έσμιξε απόψε όλους, κοίταζαν ο ένας τον άλλο με τρυφεράδα. Έκαναν κάμποσες βόλτες πάνω κάτω, άνοιγαν τα μάτια και κοίταζαν πέρα τη θάλασσα, σαν να μην την είχαν δει ποτέ τους˙ ένα αγιόκλημα είχε ανθίσει στου πασά το κιόσκι, στη μέση της πλατείας, κι όλοι στέκουνταν και μυρίζουνταν τον αέρα ζαλισμένοι από την τόση γλύκα.

-Τι ‘ναι ετούτο, καλέ;

-Αγιόκλημα.

-Μήστιτί μου, Κύριε!

Σιγά σιγά, με τα σούρτα φέρτα κουράζουνταν, κάθιζαν στο μεγάλο καφενέ του Λεωνίδα του Μπαμπαλάρου, χτυπούσαν τα παλαμάκια, έρχουνταν τα γκαρσόνια, σφηκομεσάτα και ξυπόλητα, και παράγγελναν βυσσινάδες και γκαζόζες, έτρωγαν νηστίσιμα ραφιόλια και μουστοκούλουρα, περνούσαν και τα Τουρκόπουλα με το πασατέμπο και το γιασεμί, πρόβαινε κι η Ρουχένη η Αραπίνα […], κι είχε καθαρίσει τις σουσαμόπιτες από τις καβαλίνες, όπου τις είχε ρίξει ο σεισμός, και τώρα, σεινάμενη κουνάμενη, όλο γέλιο, προχωρούσε, και χτυπούσε ο ήλιος που βασίλευε τα κάτασπρα φαρδιά δόντια της και τα μπιρμπιλωτά μπερμπάντικα μάτια της…

Page 11: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Φρούτα και λαχανικά στη λαχαναγορά

Στα μποστάνια φούσκωναν κι έτριζαν τα καρπούζια˙ και κάθε πρωί κουβαλούσαν οι περβολάρηδες και στοιβάζουνταν στο μεϊντάνι, στο Μεγάλο Πλάτανο και στις Τρεις Καμάρες βουνά τα καρπούζια, τα πεπόνια, τα ξυλάγγουρα, οι γλυκοκολοκύθες˙ παρδάλιασαν κι οι πρώτες ρώγες τα λιάτικα σταφύλια, φάνηκαν στο παζάρι τα πρωτόλατα γλυκόξινα σύκα. Γεννοβολούσε η γης, και πού να την προφτάσουν οι μανάβηδες! Στέκουνταν διαλαλητάδες, Τούρκοι και χριστιανοί, μπροστά από τον κάθε σωρό και ξελαρυγγιάζουνταν τραγουδιστά και πουλούσαν, πότε με το ζύγι, πότε με το μάτι, όσα όσα, κι έτρωγε η φτωχολογιά˙ και σα βράδιαζε κι απόμεναν ξεπούλητα ζερζεβατικά και φρούτα, χτυπούσαν τα χέρια τους οι διαλαλητάδες και φώναζαν: «Τζάμπα! Τζάμπα!». Χιμούσαν τότε ολούθε παιδιά και γέροι και φτωχές γριούλες, που όσο έπεφτε ο ήλιος περμαζώνουνταν γύρα, και διαγούμιζαν ό,τι μπορούσε να σηκώσει ο καθένας˙ κι έφευγαν τρεχαπετάμενοι με τις αγκάλες γεμάτες.

Page 12: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Γιατροσόφια

Ένας γερο-Τούρκος πέρασε μ’ ένα ταγάρι στον ώμο˙ ήταν ο Μουσταφά μπαμπάς, μάζευε βοτάνια, έφτιαχνε μπάλσαμα για τις πληγές, γιάτρευε και τη χρυσή, το ανεμοπύρωμα, το καρβούνι. Γύριζε τα χωριά, ρωμέικα και τούρκικα, και διαλαλούσε: «Γιατρός καλός, γιατρικά καλά, ζωή πολλή!». Έβγαζε από το δισάκι του και μοίραζε, κατά την αρρώστια που ‘χες, κεδρόμηλα, σκάρφη, απήγανο, αψιθιά, μαντραγόρα. Άγιος άνθρωπος, γιατροπορούσε και δεν έπαιρνε ποτέ του πλερωμή, έτρωε ένα κομμάτι ψωμί, έπινε μια γουλιά νερό και ζούσε.

Page 13: Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη

Γευστικά παραδοσιακά μονοπάτια μέσα από την Αναφορά στον Γκρέκο

Ο παππούς μου

Δυο φορές το χρόνο, τη Λαμπρή και τα Χριστούγεννα, κινούσε από το μακρινό χωριό ο παππούς μου κι έρχουνταν στο Μεγάλο Κάστρο να δει τ’ αγγόνια του και την κόρη. Λογάριαζε πάντα κι έρχουνταν να χτυπήσει την πόρτα την ώρα που κάτεχε που κάτεχε πως το θεριό ο γαμπρός του δεν ήταν στο σπίτι. Γέρος, κοτσονάτος, με άκουρα άσπρα μαλλιά, με γαλάζια γελούμενα μάτια, με βαριές χερούκλες όλο ρόζους˙ άπλωνε να με χαδέψει και το δέρμα μου ξεγδέρνουνταν. Φορούσε την κυριακάτική του σκούρα λουλακιά φουφούλα, μαύρα στιβάνια, άσπρο με γαλάζιες βούλες κεφαλομάντιλο. Και κρατούσε, τυλιμένο σε λεμονόφυλλα, το ίδιο πάντα πεσκέσι: ένα γουρουνόπουλο ψητό στο φούρνο˙ γελούσε, το ξεσκέπαζε και μοσκομύριζε το σπίτι˙ κι από τότε τόσο πολύ έσμιξε, έγινε ένα ο παππούς μου και το ψητό γουρουνάκι και με τα λεμονόφυλλα, που δεν μπορώ πια να μυριστώ ψημένο χοιρινό κρέας ή να μπω σε περιβόλι λεμονιές, χωρίς ν’ ανέβει στο μυαλό μου, γελαστός, απέθαντος, με το ψητό γουρουνόπουλο στα χέρια, ο παππούς μου.