Η σιωπή της Σίβας - Ζ.Δ. Αϊναλής

8

description

 

Transcript of Η σιωπή της Σίβας - Ζ.Δ. Αϊναλής

Page 1: Η σιωπή της Σίβας -  Ζ.Δ. Αϊναλής
Page 2: Η σιωπή της Σίβας -  Ζ.Δ. Αϊναλής

ISBN: 978-618-5144-61-6

Εκδόσεις Vakxikon.grΒιβλιοπωλείο του ΒακχικόνΑσκληπιού 17, 106 80 Αθήνατηλ. 210 [email protected] www.vakxikon.gr

© 2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Ζ. Δ. Αϊναλής

Σειρά: Βακχικόν Ποίηση - 4

Ψηφιακή Έκδοση: Μάρτιος 2011

Έντυπη Έκδοση: Μάρτιος 2016

Σχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Vakxikon.gr

Εξώφυλλο: Σχέδιο του Χρήστου Αϊναλή

ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

ΠΟΙΗΣΗ

Ηλεκτρογραφία, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006Αποσπάσματα, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2008Η σιωπή της Σίβας, Vakxikon.gr, Αθήνα, 2011, 2016Μιχάλης Τάτσης - Με το καδρόνι στα χέρια, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2011Μυθολογία, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2013

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Αντονέν Αρτώ, Εξέγερση και Ουτοπία, Πλανόδιον, τ. 49, Αθήνα, 2010 (σε συνεργασία με τους Ήλιο Chailly & Ειρήνη Παπαδοπούλου)Ρομαντική Αισθητική. Οι ποιητές των Λιμνών και η Σχολή της Ιένα, Κριτική, Αθήνα, 2011 (σε συνεργασία με τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο) Αντονέν Αρτώ, Πούτσα και ξύλο, Ουαπίτι, Αθήνα, 2011Μεχμέτ Γιασίν, Άγγελοι Εκδικητές. Ανθολόγιο ποιημάτων, Vakxikon.gr, Αθήνα, 2015Μικρά Ανθολογία Γαλλικής Υπερπραγματικής Ποιήσεως, Vakxikon.gr, Αθήνα, 2016 (υπό έκδοση)Αναρχία και Λογοτεχνία, Πανοπτικόν, Θεσσαλονίκη, 2016 (σε συνεργασία με τους Κώστα Δεσποινιάδη και Μιχάλη Παπαντωνόπουλο - υπό έκδοση)

Page 3: Η σιωπή της Σίβας -  Ζ.Δ. Αϊναλής

[ 3 ]

Ι

«Τα δάχτυλα των ψηφοφόρων πρέπει να κοπούνε από τη ρίζα»,μου είπες,και πήρες να ταξιδεύεις σε μιαν άγνωρη θάλασσαεγώ σ’ έβλεπα να βαδίζεις στα κύματ’ ατάραχητο στήθος χαμαιλέοντα το άσπρο του αφρού των και πέφταν τα δόντια από το στόμα μουσαν όξινη βροχή στην περιφέρεια των βημάτων σου.

Σε είδα τότε να σκύβεις και να μαζεύεις υγρή σταγόνα-σταγόνα τη θάλασσα.

Εισακουσθήκαν οι προσευχές μου, ψιθύρισα, κι έκανα να ευχαριστήσω μάταια ένα μελάνωμα στην άκρη του θόλου - τόσο ήθελα ν’ αφήσω την καρδιά μου να χτυπήσει ξανά. Είχα βαρεθεί να μετρώ με το μάτι τις μύ-τες των άστρων, να κουλουριάζομαι ευρυγώνιος στον πήχη του άβακα, να τρυπώ με διαβήτες το θόλο χαράσσοντας σχέδια. Ήθελα ν’ ανοίξω τα χέρια σταυρό ζητώντας τον θεό-κεραυνό, να πέσω στα τέσσερα και να προσκυνώ μια συνείδηση άλλην, έξω από μένα, μια θάλασσα φως.

Έφαγα τη ζωή μου μες στ’ αυτοκίνητα και τ’ αεροπλάνα,λεωφορεία, τρένα, σταθμοί, τερματικά,είδα τα λεπτά μου να τρώγονται αλεσμένα στις μυλόπετρες των διοδίων τη μαγγανεία των τελωνείων - τα καυλωμένα τυφέκια και τα μυδραλιοφόρα.Είδα δέντρα να φυτρώνουνε, ν’ ακμάζουνε, ν’ αναπαράγονται και να πεθαίνουν. Είδα το χρόνο να τρώγεται και να γίνεται άμμος.Πέρασα πάνω από τις πολιτείες ουρανομήκης, έξω απ’ τους ανθρώπους, σαν τον Πρωτέα, υποκαθιστώντας το χρόνο μου με το χρόνο τους.Διέθεσα όλο το χρόνο που είχα για να ζήσω μακριά απ’ τον εαυτό μου αναζητώντας τον εαυτό μου.

Page 4: Η σιωπή της Σίβας -  Ζ.Δ. Αϊναλής

[ 4 ]

Τώρα δεν έχω τίποτα για να εγκαταλείψω.Μόνο τη σιωπή.Κι εκείνη δική σου.

Page 5: Η σιωπή της Σίβας -  Ζ.Δ. Αϊναλής

ΙΙ

Ήρθες στολισμένη πετράδια βαρύτιμα κι αρώματα μύρακαι ξοπίσω σου το όραμα ασθμαίνονταςκαι κοντανασαίνονταςολόκληρος θίασοςσαλπιγκτές και αυλήτριδες πολύβουος συρφετόςμες στα πόδια σουτσιρκολάνοι και πρίγκιπες.Κι εσύ να κρύβεσαι αναμεταξύ τους κρατώντας δυο φορές την ανάσα σουπριν μιλήσεις κι αναμετρώντας τη γλώσσα σου μέσα σε πύργους αιμάτινους και κάστρα από σάρκα χαμογελώντας δυστυχισμένα τη γλώσσα μου. Κι έφυγες.Όπως ήρθες.Μυστήριο μειδίαμα.

Οι υποτακτικοί ετοιμάζαν ολοκαυτώματα σ’ έναν ξένο θεό.Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες και πηγαινέλα κι ιματισμοί και βρώματα και οινοποσίες κι οι οινοχόοι να εναλλάσσονται μεθυσμένοι τρεκλίζοντας έναν ξένο θεόπου απαγόρευε τα ειδωλόθυτα της σάρκας σουκαι τη γυναίκα του κτήνους και το τέκνο του κτήνους και το οκτώ της οκτάνας ικρίωμα και οι μέρες εξέπνεαν τριποδίζοντας κι αλαφιάζο-ντας το έσχατο λίκνισμα του αέρα ανάμεσα της κουνουπιέρας και του κορμιού σου το μελανό σημάδι και το μίασμα που ανάτελλε. Και μου δόθηκες το κορμί σου και κάρπισε.Ξεχέρσωσα τη σπορά σου θυμίαμα και βλάστησε πόνος και αίμα και κλάμα.Κι έφυγες.Όπως ήρθες.

Page 6: Η σιωπή της Σίβας -  Ζ.Δ. Αϊναλής

Χωρίς να μείνει τίποτ’ από σένα ο πόνος.

Κρέμασα την καρδιά μου σε τριακόσια δόρατα χρυσά ελατά να σε ξορκίσω και να σ’ εξαργυρώσω. Έξω η νύχτα σάλπιζε τη μέρα.

Page 7: Η σιωπή της Σίβας -  Ζ.Δ. Αϊναλής

[ 7 ]

III

Δεν ήμουν εγώ που μιλούσε.Άλλωστε κατά κάποιον τρόπο εγώ ποτέ δεν είχα υπάρξειΚι οι ρήσεις μου χωρίς οστά και σάρκα συνέχιζαν να υπάρχουν έξω από μένα.Και τότ’ ερχόνταν οι φωνές και ροκανίζαν το μυαλό μου και φώναζα τους αυλικούς στην μοναξιά του τέμπλου και έσκιζα τα ρούχα μου κι έγδερνα τις παρίεςκαι πασπατεύοντας κάρβουνο ψυχή ταλάνιζα τα λόγιακαι υπαγόρευε φωνή, άλλη, έξω από μένα:

Δεν έχω βιώματα. Η ζωή μου είναι ένα ποτάμι περιστατικών. Το ποτάμι κυλάει, κυλάει κι εγώ μέσα του πηγαίνω όπου με πάει. Το ποτάμι δεν έχει σημεία αναφοράς. Δεν έχει, ας πούμε, ένα βράχο από τον οποίο να μπορώ να γαντζωθώ καθώς ακολουθώ άβουλα τη ροή του ποταμού. Έναν βράχο που να μπορώ να πιαστώ και με κόπο να ανασύρω ολόκληρο το κορμί μου από τη ρευστότητα του ποταμού. Όχι. Μία ατελείωτη ποτάμια οδός, χωρίς βράχια, χω-ρίς επιπλέοντα αντικείμενα, χωρίς κορμούς δέντρων, χωρίς ίχνος ζωής. Μες στο ποτάμι δεν βρίσκεται ούτε ένα ψάρι. Παρατηρώ τον εαυτό μου καθώς το ποτάμι με παρασέρνει, χωρίς να χάνω στιγμή την ικανότητα ενώ παρασέρνομαι να αντιλαμβάνομαι ότι παρασέρνομαι, αλλά μες στο ποτάμι δεν μπορώ τίποτα άλλο να παρατηρήσω. Αρχικά αυτό με ξενίζει. Το ποτάμι θα έπρεπε να κατοικείται από ψάρια, αμφίβια, βίδρες (ίσως), μία δική του χλω-ρίδα να αναφύεται στο βυθό του και να λικνίζεται στην κίνηση των νερών του, μία δική του πανίδα να κατοικεί τις όχθες του, έντομα και κουνούπια, το φθινόπωρο ξεραμένα φύλλα να επιπλέουν στην επιφάνεια του παρασυρμένα απ’ τον αφρό των δινών του. Κι όμως όχι. Στο ποτάμι πέρα από μένα δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να μαρτυρεί μια ζωντανή παρουσία. Υπό μία έννοια το ποτάμι είμαι

Page 8: Η σιωπή της Σίβας -  Ζ.Δ. Αϊναλής

εγώ. Αλλά ποιος είμαι εγώ όταν δεν μπορώ να σταθώ σ’ ένα συ-γκεκριμένο σημείο και να παρατη-ρήσω έξωθεν τη διαδρομή;

Με κάτι τέτοια υλικά άρχονται και περα-τώνονται οι ψαλμοί.Το ξέρω από πρώτο χέρι.Πόσες και πόσες φορές δεν μ’ έβαλε ο πατέρας μου ν’ αποστηθίσω ψόφιους στίχους;

Και τι έφταιγα γω για κείνον; Για τη δική του άρνηση, για τα δικά του όχι;Για τη δική του μίζερη σιωπή, για την υπο-ταγή του; Για το σκυφτό κεφάλι του, για την παραί-τησή του;

Εσύ στεκόσουν σιωπηλή ανεξιχνίαστη σαν στήλη άλατος καραδοκώντας με κοιτούσες.

Τέλος τoυ δείγματος της έκδοσης Vakxikon.gr.

Απολαύσατε το preview;

Αγοράστε την έκδοση τώρα