Απαγορευμένη πατρίδα

44

description

της Ελένης Λόππα. Η ηρωίδα του βιβλίου, Φανή, εγκαταλείπει τα πάντα και ακολουθεί τον αντάρτη εραστή της σε χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ. Μέσα από την αφήγηση της πολυτάραχης ιστορίας της, περνούν όλα σχεδόν τα δραματικά γεγονότα του Εμφυλίου, αλλά και οι αιματηρές εξεγέρσεις στην Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία και Πολωνία κατά του σταλινικού καθεστώτος. Η Φανή ζει στη δίνη αυτών των γεγονότων, αντιμετωπίζοντας το καθεστώς με κριτική ματιά, ενώ παράλληλα την πνίγει η νοσταλγία για την επιστροφή στην πατρίδα, για την οποία μάταια αγωνίζεται μια ολόκληρη ζωή, πληρώνοντας έτσι το βαρύ τίμημα της απόφασής της να την εγκαταλείψει.

Transcript of Απαγορευμένη πατρίδα

Page 1: Απαγορευμένη πατρίδα
Page 2: Απαγορευμένη πατρίδα
Page 3: Απαγορευμένη πατρίδα

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙ∆Α

Page 4: Απαγορευμένη πατρίδα

Aπαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση ή αναμετάδοση ή διασκευή και αναπαραγωγή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή ηχογραφικό του παρόντος έργου ή μέρος αυτού, χωρίς την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ έγ-γραφη άδεια του ΕΚΔΟΤΗ και του ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ. Νόμος 2121/1993 και Κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Απαγορευμένη πατρίδα»© Εκδόσεις Ν. & Σ. Μπατσιούλας Ο.Ε., Αθήνα 2015

© Ελένη Λόππαe-book

ISBN: 978-960-6813-99-3

Έργο εξωφύλλου: Κατάσταση ΙΙ, 1969 (Situation II), Βάσω Κατράκη

Εκδόσεις Ν. & Σ. ΜπατσιούλαςΚηφισίας 5, 11523 Αθήνα, τ: 2103315186, 2130229425Πελοπίδου 5, 32200 Θήβα, τ: 2262100795, f: 2262027275

url: www.batsioulas.gre: [email protected]

Page 5: Απαγορευμένη πατρίδα

ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ

ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΠΑΤΡΙ∆Α

Page 6: Απαγορευμένη πατρίδα
Page 7: Απαγορευμένη πατρίδα

Στους αγαπημένους, ∆ημοκλή, Βλάσιο και Κυριάκο

Page 8: Απαγορευμένη πατρίδα
Page 9: Απαγορευμένη πατρίδα

Υπάρχει μνήμη στο κέντρο της γης.Ήλιος στον ουρανό

Και ουτοπίες.

Μάρκος Μέσκος,«Από τον ενικό στον πληθυντικό ψίθυρο»

Page 10: Απαγορευμένη πατρίδα
Page 11: Απαγορευμένη πατρίδα

Και τις ερήμους χαρτογράφησεγια να ορίσει κράτη.Κάποιος την είδενα μονολογείμα δεν την άκουσε καθόλου.Άλλος, την ώρα που ετράβαγε γραμμές,εδιάβασε στα χείλη της:«Όπως αναίμακτα χαράζω τώρα σύνορα,μακάρι και αυτοί που ορίστηκε μέσα σ’ αυτά να ζουννα μην πενθήσουν από αίμα».{…}Χρόνια μετά την πράξη των ορίων,μια μέρα που τα σύνορα από παντού υποχωρούσανκαι μέσα τους και ο εμφύλιοςπήγαινε κι ερχόταν,την είδα να μονολογείτην άκουσα να λέει:{…}«Τώρα το εσπούδασα καλάπως κάθε όριο που υποχωρείέχει κι έναν εμφύλιο έτοιμο εντός του». Τότε επρόσεξα ότι στεκόταν ολομόναχη στο πουθενάκι απέναντί της πρόσεξα το πένθος άβατονα μην υποχωρεί σαν όριο καθόλου.

Σπύρος Βρεττός, Γερτρούδη Μπελ, («Συνέβη», 2007)

Page 12: Απαγορευμένη πατρίδα
Page 13: Απαγορευμένη πατρίδα

13

1. Η καταδίωξη και το καταφύγιο

{…} «ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολέςΕίναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκηδεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανήγιατί είναι αμίλητη και προχωράειστάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνομνησιπήμων πόνος.{…}«Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»

Γιώργος Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός

{…}«Μας σκότωναν ολοένα μας σκότωναν∆εν έχουμε καταφύγιοΜια κρυμμένη πόρταΈνα κλεισμένο σπίτιΝ’ αναθρέψουμε τα παιδιά που γεννήσαμε».

Αλέξης Τραϊανός, «Η ενέδρα»

Η βροχή έπεφτε απαλά και τους μούσκευε. Την έσυρε σε μια μικρή σπηλιά που σχημάτιζαν δύο κατακόρυφοι βράχοι. Εκείνη δεν έφερε

καμιά αντίσταση. Κρατούσε το μωρό της αγκαλιά κι

Page 14: Απαγορευμένη πατρίδα

14

Ελένη Λόππα

εκείνο έψαχνε το στήθος της. Όπως ήταν νηστική δυο μέρες, το γάλα της είχε στερέψει. Το μωρό έβγαλε μια σπαραχτική φωνή. Τότε εκείνος της είπε άγρια:

«Κάντο να σωπάσει επιτέλους! Αλλιώς θα το πετά-ξω στη χαράδρα. Θα μας πιάσουν, δεν καταλαβαίνεις; Σαν τα σκυλιά έχουν ξαμοληθεί πίσω μας».

Εκείνη σώπασε. Κατάπιε αμίλητη τα δάκρυά της, κι έσφιξε πάνω της το παιδί της.

Κάτω αχνόφεγγε η λίμνη. Τρεμόσβηναν τα φώτα των γύρω χωριών. Μέσα στη διαπεραστική ησυχία, ακουγόταν κάπου κάπου ένα σκυλί να αλυχτά ή κά-ποιο αγρίμι να ουρλιάζει.

Τους έψαχναν μέρες τώρα. Εκείνος αντάρτης, λένε πως είχε σκοτώσει σε μια ενέδρα σκόπιμα ή θελημένα τον άντρα της, αξιωματικό του εθνικού στρατού. Κανείς δεν ξέρει αν η Φανή έμαθε ποτέ ποιος σκότωσε τον άντρα της. Μαζί του είχε αποκτήσει δύο παιδιά και με τον ερα-στή της αυτό το κοριτσάκι. Ένα βράδυ, με ολόγιομο φεγ-γάρι, του είχε πει να το ονομάσουν Φεγγαρένια.

«Τι αστείο όνομα!», είπε αυτός. «∆εν μου αρέσει». Αυτή πάλι δεν μίλησε.

Μα απόψε, όταν άρχισαν πάλι να μαζεύονται τα σύννεφα, το αποφάσισε: θα την πει Νεφέλη. Ναι, Νεφέ-λη! Άλλωστε, ποια θα είναι η ζωή της με κυνηγημένους και τους δυο γονείς της; Νεφελώδης, το πιο ανώδυνο. Άρχισε να τη νανουρίζει σιγανά, μήπως και την πάρει ο ύπνος και σταματήσει το κλάμα. Εκείνος αγρίεψε. Την έπιασε από τους ώμους και την τράνταξε.

«Άκου», της είπε, σιγανά, μα με ένταση: «∆εν μπο-ρούμε να συνεχίσουμε έτσι. Το παιδί θα μας προδώσει. Πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Πήγαινε σε κάποιο από τα γύρω χωριά και βρες καταφύγιο. Εγώ θα συνε-

Page 15: Απαγορευμένη πατρίδα

15

Απαγορευμένη πατρίδα

χίσω την πορεία στο βουνό και θ’ ανταμώσω με τους άλλους. ∆εν μπορώ να σας σέρνω μαζί μου. Κάποτε θα ξανασμίξουμε. Μα τώρα δε γίνεται αλλιώς. Μόλις αρχίσει να χαράζει, κατέβα στα χωριά. Κάποιος θα σε λυπηθεί, θα σου ανοίξει την πόρτα, θα σου δώσει ένα πιάτο φαΐ. Έχεις το παιδί, δεν θα προκαλέσεις υπόνοι-ες. Κοίτα να τακτοποιήσεις και τα άλλα σου παιδιά, βρες μια δουλειά, ένα σπίτι…»

Εκείνη εξακολούθησε να μην μιλά, έσφιξε μόνο τα δόντια. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

«Σ’ αγαπώ», του είπε. «Μαζί σου είμαι έτοιμη να φτάσω μέχρι το τέλος του κόσμου. Έχεις δίκιο όμως, πρέπει να φύγω, για να μην προδοθούμε. Είμαστε εμπόδιο. Να ξέρεις όμως πως δεν θα σε χάσω. Θα βρω εγώ τον τρόπο».

Μιλούσε αποφασιστικά. Άλλωστε, ήταν δυναμική γυναίκα κι ας μην της φαινόταν. Μέτρια στο ανάστημα, μαλλιά σκούρα καστανά, μάτια μαύρα μικρά, αλλά που κοίταζαν πυρετικά. ∆εν ήταν όμορφη. Μια απλή, συνηθισμένη γυναίκα ήταν. Ωστόσο, διακινδύνευε τα πάντα για τον εραστή της. Είχε αφήσει στη μάνα της τα δύο άλλα παιδιά της για να τον ακολουθήσει.

Τα πράγματα όμως ολοένα και αγρίευαν. Άνοιξη του 1949. Οι συμπλοκές ήταν καθημερινές, ο τρόμος δι-άχυτος παντού, στα χωριά και στις πόλεις. Οι αγριότη-τες γίνονταν και από τις δύο πλευρές. Εμφύλιος.

Από τη μεριά της θάλασσας άρχισε αχνά να χαράζει. Η Φανή τον αγκάλιασε σφιχτά. ∆εν είπε λέξη. Πήρε σι-ωπηλή την κατηφόρα, κρατώντας με κόπο τα δάκρυά της και σφίγγοντας στην αγκαλιά της το παιδί. Εκείνος την κοίταξε για λίγο και έπειτα πήρε το μονοπάτι σκυ-φτός, σαν αγρίμι, να συναντήσει τους δικούς του, πριν τον πάρουν είδηση οι διώκτες του.

Page 16: Απαγορευμένη πατρίδα

16

Ελένη Λόππα

Η Φανή περιπλανήθηκε σχεδόν δύο ώρες, κατεβαί-νοντας προσεκτικά την πλαγιά του βουνού, μέσα από σκίνα, βάτους και αγκάθια. Ευτυχώς η μικρή είχε απο-κοιμηθεί. Όταν έφτασε στους πρόποδες, αποφεύγοντας τον κεντρικό δρόμο, πήρε ένα πλαϊνό μονοπάτι που έβγαζε σε κάποια αμυδρά φώτα. Έφτασε ξέπνοη σε ένα προσφυγικό χωριό και χτύπησε την πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά της.

Ήταν τυχερή ή το κοριτσάκι μάλλον ήταν τυχερό. Της άνοιξε η θεία Λασκαρίνα, η αδελφή της γιαγιάς μου. Μια ψηλή, καλοκάγαθη γυναίκα, που όταν μικρό κοριτσάκι με έβαζε στη σκάφη, για να με πλύνει με τις χερούκλες της, νόμιζα πως θα με λιώσει. Στα παιδικά μά-τια μας φάνταζε τότε σαν τον αγαθό γίγαντα. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να κοιμηθεί, αν και ήταν πολύ κουρασμένη. Το καντήλι τρεμόπαιζε μπροστά στα εικο-νίσματα και το αμυδρό του φως σκορπούσε γύρω μια παράξενη γαλήνη. Είχε πια χαράξει και ήταν ακόμη άυ-πνη. Ο χτύπος στην πόρτα την ξάφνιασε. Ποιος να ήταν άραγε τόσο πρωί; Οι αντάρτες κατέβαιναν συχνά για τρόφιμα… Τα έχασε. Φοβήθηκε. Αυτό όμως το χτύπημα ήταν διαφορετικό. ∆ιστακτικό και επίμονο. Άκουσε και μια φωνή, με τόνο σιγανό και παρακλητικό:

«Ανοίξτε μου! Σας παρακαλώ, είναι ανάγκη!» Αποφάσισε να ανοίξει. Μια γυναίκα στεκόταν στην

πόρτα της έτοιμη να σωριαστεί.«Τι θέλεις, κόρη μου;» της είπε κοιτάζοντάς την εξε-

ταστικά. Συγχρόνως, έριχνε φοβισμένες ματιές γύρω της, μην ακούσει κανένας από τη γειτονιά.

«Βοηθήστε με, έχω μωρό παιδί», επανέλαβε η Φανή, πιο επίμονα αυτήν τη φορά…

Στη θέα του κοιμισμένου παιδιού, η καρδιά της δι-

Page 17: Απαγορευμένη πατρίδα

17

Απαγορευμένη πατρίδα

αλύθηκε. Παραμέρισε αμέσως και πήρε τη Φανή με το μωρό μέσα. Η ίδια ήταν άτεκνη, λάτρευε τα παιδιά και είχε πάρει μια ψυχοκόρη από το χωριό, που τη μεγάλω-νε με περισσή φροντίδα. ∆εν ρώτησε πολλά. Έβλεπε ότι η Φανή ήταν κατάκοπη, άυπνη, πεινασμένη. Ετοίμασε γρήγορα λίγο τραχανά, της έβγαλε τα βρεγμένα ρού-χα, δυνάμωσε τη φωτιά στο μαγκάλι. Την έβαλε στο τραπέζι σαν να την ήξερε χρόνια. Η Φανή έτρωγε λαί-μαργα και κοιτούσε τη μικρή που την είχαν απιθώσει στο ντιβάνι. Σιγά σιγά άρχισε να συνέρχεται. Είπε μέ-σες-άκρες την ιστορία της, κοιτάζοντας φοβισμένα έξω από το παράθυρο, μην ακούσει κανείς περαστικός και έχει τραβήγματα με την ασφάλεια όχι μόνο αυτή, αλλά και η οικογένεια που τη φιλοξενούσε. Παρακάλεσε να μείνει λίγες μέρες στο σπίτι ή τουλάχιστον να τους αφή-σει τη μικρή, ώσπου να βρει κάποια δουλειά στην πόλη. Η θεία Λασκαρίνα ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Ξαφνικά ο Θεός της έφερε στην πόρτα της κι άλλο ένα παιδί, για να διοχετεύσει και σ’ αυτό όλη την τρυφερότητα και την καλοσύνη της. Έτσι το ερμήνευσε εκείνη, με την αγαθή της ψυχή: Το κοριτσάκι, που τόσο αναπάντεχα βρέθηκε στο σπίτι της, ήταν δώρο Θεού. Εκείνος εισάκουσε τις προσευχές της, διέβλεψε τις ψυ-χικές της ανάγκες και της το έστειλε. ∆εν μπορούσε να αρνηθεί ένα τέτοιο δώρο. ∆εν σκέφτηκε τίποτε άλλο. Ούτε τις περιπέτειες που θα μπορούσε να είχε, ούτε τον κόπο, ούτε τις ευθύνες. Πήρε με λαχτάρα το μωρό στην αγκαλιά της, φώναξε την ψυχοκόρη της και της είπε ότι θα γίνει η νονά του παιδιού. Η Άννα, που ήταν ήδη κοπελίτσα, δέχτηκε με χαρά.

Έτσι, εγκαταστάθηκε η Φανή στο σπίτι. Στις γειτό-νισσες είπαν πως ήταν μακρινή συγγενής τους. Αποφά-

Page 18: Απαγορευμένη πατρίδα

18

Ελένη Λόππα

σισαν την ερχόμενη κιόλας Κυριακή να βαφτίσουν το παιδί, γιατί, έλεγε η θεία Λασκαρίνα, δεν ήταν σωστό να μένει αβάφτιστο. Το μυστήριο έγινε στην εκκλησία του χωριού και η νονά του έδωσε το όνομα που είχε διαλέξει μυστικά η Φανή: Νεφέλη.

Η Φανή ένιωθε από την πρώτη στιγμή σαν να ήταν στο δικό της σπίτι. Βασανιζόταν όμως από τις σκέψεις της για την τύχη του Μάνου. Πού βρίσκεται; Κι αν τον πιάσουν; Της είχε πει πως η ομάδα του θα προωθούταν προς το Γράμμο να ενωθεί με τους άλλους συντρόφους του ∆ΣΕ. Και πως, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, θα κοιτάξει να διαφύγει στην Αλβανία. Ήδη, πολλές γυναίκες αντάρτισσες ή γυναίκες ανταρτών και παιδιά είχαν φύγει κρυφά ή είχαν φυγαδευτεί στη Γιουγκο-σλαβία. Τι περιπέτεια και αυτή! Και πώς η ίδια ενέδωσε στο πάθος της γι’ αυτόν τον άντρα; Θυμόταν το βράδυ εκείνο που έκαναν έφοδο στο χωριό της. Έτσι νόμιζε αρχικά, δεν ήξερε ακόμη πως ήταν κυνηγημένοι. Ήταν 10 Φεβρουαρίου του 1948. Αξέχαστη μέρα… Αλλά πώς έφτασαν τα πράγματα έως αυτό το σημείο;

Ήδη από τα τέλη Μαρτίου του 1946 οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν και έγιναν ακόμη πιο βίαιες. Ιδίως μετά την επίθεση των ανταρτών, με εντολή του Ν. Ζαχαρι-άδη, στο Σταθμό Χωροφυλακής Λιτόχωρου, στην Πιε-ρία, όπου σκοτώθηκαν εννέα χωροφύλακες, δύο λοχίες και ένας οπλίτης της Εθνοφυλακής, σε αντίποινα για τις διώξεις και εκτελέσεις πολιτών που ανήκαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Το κυνηγητό των ανταρτών από τον εθνικό στρατό έγινε ανελέητο, όπως βέβαια και τα αντίποινα των ανταρτών.

Page 19: Απαγορευμένη πατρίδα

19

Απαγορευμένη πατρίδα

Τον επόμενο Μάρτιο, του 1947, ο Χάρι Τρούμαν, αγορεύοντας στο Αμερικανικό Κογκρέσο δεσμεύτηκε ότι η χώρα του θα παρείχε οικονομική βοήθεια στα κράτη που «θα αντιστέκονταν σε απόπειρες καθυπό-ταξης από οπλισμένες μειοψηφίες ή από ξένες πιέσεις». Οι θέσεις αυτές, το δόγμα του Τρούμαν, όπως ονομά-στηκε, απηχούσαν τη διάθεση των Αμερικανών, μέσω του σχεδίου Μάρσαλ, αφενός να τονώσουν τις κατε-στραμμένες από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οικο-νομίες των κρατών της Ευρώπης, αφετέρου αποσκο-πούσαν στην καταστολή των κομμουνιστικών απειλών και την αποφυγή του κινδύνου να περιέλθουν οι χώρες αυτές στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Οι όροι βέβαια τέθηκαν από την αμερικανική πλευρά και περιλάμβαναν την έμμεση πλην σαφή περιστολή της ανεξαρτησίας των δικαιούχων κρατών (πρώτα κράτη ήταν η Ελλάδα και η Τουρκία), αφού με την απειλή του μπλοκαρίσματος των πιστώσεων, η αμερικανική ηγεσία μπορούσε να πιέσει τις κυβερνήσεις, σε περί-πτωση που δεν ανταποκρινόταν στις επιθυμίες της. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε την πρώτη επέμβαση των ΗΠΑ στα εσωτερικά της χώρας μας, τη στιγμή ακριβώς που οι Βρετανοί το Φεβρουάριο του ίδιου έτους ανακοίνω-σαν ότι θα διέκοπταν κάθε βοήθεια προς την Ελλάδα. Η Αμερική αντέδρασε τότε άμεσα, θεωρώντας ότι, αν η Ελλάδα έπεφτε στα χέρια των κομμουνιστών, τότε όλη η Μέση Ανατολή και ένα μέρος της Βόρειας Αφρικής θα περνούσε στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης.

Το ∆εκέμβριο του 1947 οι επιχειρήσεις των ανταρτών ξεκίνησαν από τα Άγραφα, Κόζιακα, Τζουμέρκα, Πίν-δο και έφτασαν ως τον Όλυμπο και τα Πιέρια. Στις 24 μάλιστα ∆εκεμβρίου ίδρυσαν κυβέρνηση στις ανταρτο-

Page 20: Απαγορευμένη πατρίδα

20

Ελένη Λόππα

κρατούμενες περιοχές, με στόχο να κάνουν έδρα τους την Κόνιτσα. Η επίθεσή τους στην πόλη της Κόνιτσας απέτυχε και στις 27 του ∆εκέμβρη η κυβέρνηση εξέδωσε τον Αναγκαστικό νόμο 502, που έθεσε εκτός νόμου το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και την Εθνική Αλληλεγγύη. Τα γεγονό-τα πια του αδελφοκτόνου πολέμου γίνονται ολοένα και πιο δραματικά.

Τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμούδεν είναι εποχήγια ποίησηκαι άλλα παρόμοια:Σαν πάει κάτι να γραφήείναι ως αννα γράφονταν από την άλλη μεριάαγγελτηρίωνθανάτου {...}1

Εκείνη τη μοιραία νύχτα θυμόταν η Φανή. Ήταν με-σάνυχτα 9 προς 10 Φεβρουαρίου του 1948, όταν μια δύναμη των ανταρτών που προερχόταν από τα Κρού-σια όρη, έφτασε σε απόσταση αναπνοής από τη Θεσ-σαλονίκη, στο ∆ερβένι, και έριξε οβίδες προς την πόλη της Θεσσαλονίκης. Τα ξημερώματα της επομένης στρα-τός και χωροφυλακή εξαπέλυσαν άγριο ανθρωποκυνη-γητό κατά των ανταρτών που συμμετείχαν στην επιχεί-ρηση. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Μάνος. Ξέπνοος

1 Ν. Εγγονόπουλος, Ποίηση 1948

Page 21: Απαγορευμένη πατρίδα

21

Απαγορευμένη πατρίδα

και κυνηγημένος έφτασε νύχτα μαζί με μερικούς άλ-λους στο χωριό της Φανής. Αυτή ήταν μόνη στο σπίτι, όταν έσπασαν την πόρτα και μπήκαν βίαια μέσα. Η Φανή τρομοκρατήθηκε, νόμισε πως κάποιον έψαχναν. Τον άντρα της; Ακούμπησε έντρομη με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ο Μάνος την κοίταξε από πάνω ως κάτω, έκανε κάποιο νόημα στους άλλους να φύγουν. Λαχανιασμένος ακόμη, τη στρίμωξε στη γωνία. Τα μάτια του έκαιγαν. Η ανάσα του στο πρόσωπό της. Πριν προλάβει να φέρει καμιά αντίστα-ση, την πήρε σαν πεινασμένο αγρίμι. Η φλόγα του με-ταδόθηκε και στο δικό της σώμα και του παραδόθηκε με μια ηδονή, σαν βαθιά, γλυκιά ανακούφιση. Εκείνος άλλα περίμενε: Οργή, αηδία, αποστροφή. Η άνευ όρων παράδοσή της τον ξάφνιασε. Γι’ αυτό, πριν φύγει, πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του, σχεδόν με τρυφερότητα, και της είπε με πάθος: «Θα ξανάρθω»! Από τότε, όταν κατέβαινε από το βουνό, περνούσε σαν σίφουνας από το σπίτι, της ξέσχιζε από λαχτάρα τα ρούχα και ρίχνο-νταν επάνω της με πυρετώδη ορμή. Αυτή ανταποκρινό-ταν με το ίδιο πάθος, στερημένη καθώς ήταν από τον άντρα της που καταδίωκε τους αντάρτες με τον εθνικό στρατό. Βέβαια, αν μάθαινε ποτέ τι συμβαίνει, θα την είχε σκοτώσει, θα την είχε σφάξει αλύπητα στο κατώ-φλι. Η Φανή όμως δεν ένιωθε φόβο ούτε τύψεις. Από χρόνια τώρα, μετά τη γέννηση και του δεύτερου παι-διού της, δεν είχαν πια καμιά επαφή. Αυτός ήταν ένας κλασικός καραβανάς, αυταρχικός και δυνάστης. Χρό-νια τον υπηρετούσε και του έκανε τα χατίρια. Τώρα ξανάνιωθε επιτέλους γυναίκα. Κάθε φορά περίμενε τον Μάνο με ολοένα μεγαλύτερη επιθυμία. Φοβήθηκε όμως μήπως το χωριό αντιληφτεί τι συμβαίνει και τα σχόλια

Page 22: Απαγορευμένη πατρίδα

22

Ελένη Λόππα

φτάσουν στον άντρα της. Έτσι, ένα βράδυ εγκατέλειψε το χωριό της, πέρασε από το σπίτι της μάνας της στη Θεσσαλονίκη να δει τα παιδιά της και εγκαταστάθηκε σε ένα άλλο χωριό που το είχαν καταλάβει οι αντάρ-τες, πιο κοντά στο βουνό και στον αγαπημένο της. Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού αυτού, όπως και όλης της περιοχής, είχαν ήδη μεταφερθεί το 1947 ως πρόσφυγες, με εντολή της κυβέρνησης, στο Καραβάν Σαράι της Θεσσαλονίκης και στριμώχτηκαν εκεί, όπως-όπως, ολόκληρες οικογένειες, οριοθετώντας η καθεμία το χώρο της με πρόχειρα παραπετάσματα από κουβέρ-τες και κιλίμια. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση κα-τόρθωσε να είναι αποκομμένος ο ∆.Σ. από τις τοπικές κοινωνίες και να μην μπορεί να ανεφοδιαστεί.

Πολλές φορές ήθελε η Φανή να ρωτήσει το Μάνο γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. «Γιατί σκοτώνονται οι Έλληνες μεταξύ τους και δημιουργούνται τόσα οικο-γενειακά δράματα. Ένα σωρό παιδιά», του είπε, «από τριών ως δεκατεσσάρων χρονών, που δήθεν οικειοθε-λώς τα παραδίδουν οι μανάδες τους, τα μαζεύουν οι αντάρτες – δεν το ξέρεις; Αφού αναγγέλθηκε επίσημα το Μάρτιο από το Μάρκο Βαφειάδη, μέσω του ραδι-οφωνικού σταθμού των ανταρτών στο Βελιγράδι –και τα στέλνουν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, γε-γονός που η εθνική κυβέρνηση θεωρεί παιδομάζωμα. Έκανε μάλιστα και σχετική καταγγελία στον ΟΗΕ, αλλά και αυτή, η κυβέρνηση δηλαδή, με παρόμοιο τρό-πο, μεταφέρει χιλιάδες ορφανά παιδιά των ανταρτών στις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης. Και οι δύο πλευρές ισχυρίζονται ότι το κάνουν για «ανθρωπιστικούς» λό-γους. Πες μου, λοιπόν, πού βρίσκεται η αλήθεια; Για-τί γίνονται όλα αυτά, γιατί να πληρώνουν τα παιδιά και ο άμαχος πληθυσμός τα λάθη των μεγάλων, γιατί να

Page 23: Απαγορευμένη πατρίδα

23

Απαγορευμένη πατρίδα

σκοτώνονται μεταξύ τους;» Εκείνος όμως ποτέ δεν είχε χρόνο για συζητήσεις. Μια δυο φορές μονάχα, καπνίζο-ντας ένα τσιγάρο τής είπε πως όλα γίνονται για το λαό, για να ζήσουν κάποτε καλύτερες μέρες και πως η Ρωσία θα είναι βοηθός στον αγώνα τους. Η Φανή όμως άλλα είχε ακούσει από τον άντρα της. Ποιος είχε τελικά δίκιο; Ήταν μπερδεμένη, όπως και ο κόσμος γύρω της. Έκλεινε τα αυτιά της στις αγριότητες που μάθαινε καθημερινά να γίνονται και από τους αντάρτες και από τον εθνικό στρατό. Ήθελε να του πει να τα παρατήσει όλα και να έρθει να ζήσουν μαζί. Εκείνος όμως ήταν απόλυτα προ-σηλωμένος στην ιδεολογία του και στο κόμμα. ∆εν σή-κωνε κουβέντα. Παρόλα αυτά, μια μέρα, της έστειλε ένα ποίημα του Μπρεχτ, σαν να ήθελε να της δώσει κάποια απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματά της:

«Άκου, μιλώ σε σένα. Λες: Τα πράγματα πάνε άσχη-μα για εμάς, το σκοτάδι μας τυλίγει, η δύναμη εξα-ντλείται, στα θέματα εργασίας είμαστε σε πιο δύσκο-λη κατάσταση από ποτέ, ο εχθρός μοιάζει ανίκητος. Έχουμε κάνει λάθη που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Είμαστε όλο και λιγότεροι, τα λόγια μας είναι μπερδε-μένα, ο εχθρός έχει διαστρεβλώσει κάποια λόγια μας και τα έχει κάνει αγνώριστα. Τι είναι λάθος, ψέμα, στα όσα είπαμε; Κάτι; Τα πάντα; Σε τι μπορούμε ακόμα να βασιστούμε; Μας παρασέρνει το ρεύμα, πρέπει να στηριχτούμε στην καλή τύχη; Αυτό ρωτάς… Μην περι-μένεις απάντηση, παρά μόνο τη δική σου».

Αυτό την μπέρδεψε ακόμη περισσότερο. Κατάλαβε, πάντως, ότι και ο ίδιος προβληματιζόταν για κάποια θέματα, που όμως δεν ήθελε να τα ομολογήσει, ούτε να τα ερευνήσει βαθύτερα. Έτσι, η Φανή διαμόρφωσε σιγά σιγά τη δική της αντίληψη για την κατάσταση, που ήταν αντίθετη από αυτή του Μάνου. Άλλωστε,

Page 24: Απαγορευμένη πατρίδα

24

Ελένη Λόππα

εκείνη δεν ήταν δέσμια του κόμματος, μπορούσε επο-μένως να βλέπει και να κρίνει τα πράγματα με πιο αντι-κειμενική ματιά.

Ο καιρός περνούσε μέσα στην αγωνία και την πα-ρανομία. Την άνοιξη μάλιστα, μετά τη δολοφονία στο κέντρο της Αθήνας του Χρ. Λαδά, Υπουργού ∆ικαι-οσύνης και του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, που είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη για να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη, η κατάσταση οξύνθηκε ακόμη περισσότερο και επιβλήθηκε απαγό-ρευση της κυκλοφορίας τις βραδινές ώρες.

Μια από αυτές τις σκοτεινές μέρες η Φανή έμαθε πως ο άντρας της σκοτώθηκε σε ενέδρα από τους αντάρ-τες. ∆εν ήθελε να μάθει περισσότερα, δεν ρώτησε πού, ποιος και γιατί. Το γεγονός αυτό όμως δεν έκαμψε το πάθος της για το Μάνο, που ανήκε ιδεολογικά στο αντίθετο στρατόπεδο από τον άντρα της. Πολύ αργό-τερα μαθεύτηκε πως ανάμεσα στους αντάρτες που στή-σανε την ενέδρα ήταν και ο Μάνος. Κανείς όμως δεν ξέρει αν ποτέ το έμαθε και η ίδια η Φανή.

Όλη η ζωή της τώρα επικεντρώθηκε στο Μάνο. Ζού-σε μόνο με τη σκέψη του και με τη λαχτάρα της νέας συνάντησής τους. Για να ζήσει, έκανε ψευτοδουλειές, πότε έβαζε ενέσεις σε αρρώστους, πότε στα χωράφια, πότε στα καπνά. Μια μέρα, ενώ δούλευε στα χωράφια, γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Έχασε τις αισθήσεις της και σωριάστηκε στη γη. Κάποιες γυναίκες έτρεξαν να τη σηκώσουν. Είχε γίνει κατάχλωμη.

«∆εν είναι τίποτε», είπε. «Ήμουν νηστική, ζαλίστη-κα, θα περάσει».

Όμως μέσα της θορυβήθηκε. Κι αν είναι έγκυος; Πώς

Page 25: Απαγορευμένη πατρίδα

25

Απαγορευμένη πατρίδα

θα το πει στο Μάνο; Τι θα γίνει με το παιδί; Πώς θα το πει στη μάνα της που, αν και ηλικιωμένη, είχε τη φρο-ντίδα και των άλλων δύο παιδιών της; Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. Όμως από την άλλη, πόσο λαχταρούσε ένα παιδί από εκείνον! Να είναι αγόρι και να πάρει την κορμοστασιά και την τόλμη του! Κάθε φορά που τον έβλεπε ντυμένο με τα φυσεκλίκια, να έρχεται στο χω-ριό καβάλα πάνω στο άλογο, η καρδιά της χτυπούσε τρελά από θαυμασμό και έρωτα.

Ένα βράδυ που ήρθε μέσα στη βροχή, του ανακοί-νωσε πως μάλλον ήταν έγκυος. Εκείνος έδειξε έκπληξη κι ύστερα της απάντησε ψυχρά:

«Και τι θα γίνει με το παιδί; Τα πράγματα έχουν αγριέψει κι εγώ δεν πρόκειται να παρατήσω τον αγώ-να. Φεύγω σε λίγο για το Βίτσι. Εκεί ή στο Γράμμο θα κριθεί η κατάσταση. Μη λογαριάζεις, λοιπόν, επάνω μου. Κοίτα τι θα κάνεις».

Εκείνη δεν μίλησε. Της ερχόταν τρέλα. Σκέφτηκε την άλλη μέρα κιόλας να κατέβει στη Θεσσαλονίκη, να συμβουλευτεί τη μάνα της. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Από τα ξημερώματα που έφυγε ο Μάνος, ετοιμά-στηκε για το ταξίδι.

«Μάνα, καλημέρα! Πώς είναι τα παιδιά; Ρώτησε μό-λις μπήκε στο σπίτι της μητέρας της».

«Μπα, σε καλό σου! Πώς τόσο πρωί;» της είπε, κοι-τάζοντάς την εξεταστικά. «Είσαι χλωμή και ταλαιπω-ρημένη. Συμβαίνει κάτι σοβαρό;»

Η Φανή χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της, μην ακού-σουν τα παιδιά που κοιμούνταν στο διπλανό δωμάτιο και είπε, αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια:

«Μάνα, είμαι έγκυος και το θέλω πολύ αυτό το παι-δί. Τι να κάνω; Πώς θα τα βγάλω πέρα;»

Page 26: Απαγορευμένη πατρίδα

26

Ελένη Λόππα

Η μάνα της έπεσε από τα σύννεφα, αλλά γρήγορα βρήκε την ψυχραιμία της.

«Άκου, Φανή, της είπε. Εγώ γέρασα πια, δεν έχω άλλες δυνάμεις. Αυτές τις μέρες μάλιστα σκεφτόμουν ότι κάτι πρέπει να κάνω με τα παιδιά. Την Έλλη μού τη ζητά ένα ζευγάρι, που είναι άκληροι και ευκατά-στατοι. Ε…, είναι πια στα δεκατρία, κοπελίτσα σωστή, θα βοηθάει στις δουλειές κι αυτοί αργότερα θα την αποκαταστήσουν. Όσο για το Νίκο, θα τον βάλω να δουλέψει. ∆εν μπορώ πια να τα ζήσω… Οι καιροί είναι σκοτεινοί, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, ούτε κι εγώ πόσο ακόμη θα ζήσω».

«Έχεις δίκαιο, μάνα, σε παρακούρασα. Μα τώρα δεν μπορώ να παρατήσω το Μάνο, ούτε να πάρω τα παιδιά στο χωριό. Πώς θα τα ζήσω; Μόλις και τα φέρ-νω βόλτα. Εκείνος λείπει συνεχώς στο βουνό, έρχεται λίγο σαν κλέφτης. ∆εν μπορώ να βασιστώ επάνω του. Αλλά από την άλλη, τον αγαπώ, δεν μπορώ, δεν έχω τη δύναμη να τον εγκαταλείψω, ό,τι κι αν γίνει. Ίσως, είναι σωστή η σκέψη σου, να δώσουμε την Έλλη μας σ’ αυτό το ζευγάρι. Θα ζήσει καλύτερα από εδώ. Όσο για τον Νίκο, δεν τον φοβάμαι. Είναι έξυπνος και κάτι θα βρει να κάνει. Τουλάχιστον θα έχω την έγνοια μόνο αυτού του παιδιού. Θα δούμε τι θα γίνει! Ίσως αυτό είναι πιο τυχερό και ζήσει σε καλύτερες μέρες. Φοβάμαι κι εγώ για τη ζωή μου. Με έχουν μάλλον σταμπάρει. Το μόνο που με έσωζε ως τώρα είναι ότι με θεωρούσαν γυναίκα στρατιωτικού. Αλίμονό μου, αν αντιληφθούν τι συμβαίνει!»

«Τι να σου πω, κόρη μου! Πώς έμπλεξες έτσι τη ζωή σου και σε τέτοιους καιρούς; Αν σε πιάσουν, ξέρεις τι σε περιμένει; Φυλακή, βασανιστήρια, εξορία. Γεμάτη εί-

Page 27: Απαγορευμένη πατρίδα

27

Απαγορευμένη πατρίδα

ναι η Μακρόνησος. Αξίζει για έναν άντρα, έναν αντάρ-τη, να χάσεις τη ζωή σου, τα παιδιά σου, τη μάνα σου;»

«Αχ, μάνα, ό,τι και να πεις έχεις δίκιο. ∆εν ερωτεύ-τηκες όμως. Ξέρω, έχω χάσει το μυαλό μου… Αλλά, δεν μπορώ να κάνω πίσω. Ή αυτός ή καλύτερα να πεθάνω».

Η μάνα της τρόμαξε με την αποφασιστικότητα και το ύφος της. Τα μάτια της έλαμπαν από ένα πάθος που πρώτη φορά έβλεπε στην κόρη της. Κατάλαβε ότι ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια να την μεταπείσει.

Τα παιδιά πετάχτηκαν από το διπλανό δωμάτιο, έτρεξαν και αγκάλιασαν τη μάνα τους. Εκείνη τα φίλη-σε στοργικά και τα έσφιξε στην αγκαλιά της. Ένιωσε τις τύψεις να την πνίγουν για την εγκατάλειψή τους. Αλλά το αίσθημά της την ξεπερνούσε. Άνοιξε την τσάντα της και τους έδωσε λίγα καρύδια και ένα–δυο φρούτα που είχε φυλάξει. Πού τα άφηνε; Την κατέκλυσε ένα κύμα αβεβαιότητας. Τι πάει να κάνει; Ποιοι είναι αυτοί που θα πάρουν την Έλλη; Κι αν την κακομεταχειρίζονται; Και ο Νίκος πώς θα τα βγάλει πέρα; Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της, τα μηνίγγια της να βουίζουν, το στομάχι της να δένεται κόμπος. Ύστερα ένα αίσθημα ναυτίας την πλημμύρισε, έφυγε τρέχοντας στην τουα-λέτα, κρατήθηκε από τον νιπτήρα να μην λιποθυμήσει. Τα παιδιά τα έχασαν, χίμηξαν πίσω της, η Έλλη έβαλε τα κλάματα. ∆εν καταλάβαιναν τι συμβαίνει.

Η Φανή έπλυνε το πρόσωπό της, έβρεξε και το κε-φάλι, για να συνέλθει και βγήκε έξω κατάχλωμη. Τους είπε ότι δεν είναι τίποτε, μια μικρή αδιαθεσία. Θα πε-ράσει. Έριξε ένα βλέμμα ικετευτικό στη μάνα της, να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. Εκείνη πάλι ένιωθε συνένοχη. Τι να πει στα παιδιά;

«Η μάνα σας πρέπει να φύγει», ψέλλισε. «Έχει δου-

Page 28: Απαγορευμένη πατρίδα

28

Ελένη Λόππα

λειά, δεν πρέπει να αργήσει. Άντε, κόρη μου, στο καλό. Όποτε μπορέσεις, έλα πάλι να σε δούμε».

Εκείνη φίλησε τα παιδιά της και κατέβηκε τις σκά-λες γρήγορα, φορτωμένη με τύψεις.

Μια παγωμένη νύχτα του ∆εκέμβρη γέννησε ολο-μόναχη, ανεβαίνοντας στο βουνό να συναντήσει το Μάνο. Οι πόνοι την έπιασαν ξαφνικά, όταν ήδη είχε απομακρυνθεί από το χωριό. Σύρθηκε σε ένα σύδε-ντρο, σαν πληγωμένο αγρίμι και κάθισε στα γόνατα, παίρνοντας γρήγορες ανάσες και πιέζοντας τη λεκάνη προς τα κάτω. Προσπαθούσε να πνίξει τις κραυγές της, οι οδύνες γινόταν ολοένα πιο ανυπόφορες. Άρπαξε τότε από κάτω ένα σπασμένο κλαδί, το έβαλε ανάμε-σα στα χείλη της και έμπηξε με δύναμη τα δόντια της πάνω του. Έτσι, μόνο αυτή άκουγε τα πνιχτά βογγητά της. Λαχανιασμένη από την προσπάθεια και την έντα-ση της στιγμής, τράβηξε απαλά από μέσα της το κεφα-λάκι του μωρού και ύστερα σιγά σιγά τους ώμους, το σώμα ολόκληρο. Καθώς το σήκωσε ψηλά, έλαμψε μέσα στη νύχτα το σωματάκι του, γυμνό και απροστάτευτο, και το πρώτο λυτρωτικό του κλάμα έσκισε τη σιωπή. Η Φανή, πριν το τυλίξει στο πανωφόρι της, πρόλα-βε να διακρίνει μέσα στο ασημένιο φεγγαρόφωτο το φύλο του. Ήταν κοριτσάκι. ∆εν ήταν ο γιος που ονει-ρευόταν, αυτός που θα έμοιαζε στον πατέρα του στη λεβεντιά. Κατάπιε την απογοήτευσή της και ευχήθηκε τουλάχιστον να είναι γερό και τυχερό. Έβγαλε έπειτα το μαχαίρι που είχε πάντα μαζί της και ψύχραιμα έκο-ψε τον ομφάλιο λώρο. Κουλουριάστηκε αποκαμωμένη δίπλα στο μωρό, για να το ζεστάνει με την ανάσα της και του έδωσε το στήθος της. Θα πρέπει να την πήρε

Page 29: Απαγορευμένη πατρίδα

29

Απαγορευμένη πατρίδα

λίγο ο ύπνος. ∆ιάφοροι παράξενοι ήχοι του δάσους και ο παγωμένος αέρας την έκαναν να ανατριχιάσει. Τότε συνειδητοποίησε ότι κρατούσε στην αγκαλιά της το βρέφος και ότι έπρεπε να κινηθεί γρήγορα είτε προς τα πάνω, στις κρυψώνες των ανταρτών, είτε προς το χω-ριό, για να φροντίσει το μωρό. Προτίμησε να ανηφο-ρίσει, αν και ήξερε ότι διακινδύνευε όχι μόνο τη δική της ζωή, αλλά και του παιδιού της. Ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλη η λαχτάρα της να δείξει στο Μάνο τον καρπό του έρωτά τους, που δεν λογάριασε τίποτε. Προχω-ρούσε σκυφτή, όλο και πιο δύσκολα, καθώς το βουνό είχε απότομες ανηφοριές και σε κάθε θρόισμα, σε κάθε άγνωστο ήχο ανασκιρτούσε γεμάτη αγωνία. Το σκοτά-δι ήταν ακόμη πηχτό και μόνο στα ξέφωτα το φεγγάρι έδινε στα δέντρα και στους όγκους των βουνών υπερ-φυσικές, ασημένιες διαστάσεις. Η Φανή κάπου κάπου σήκωνε τα μάτια και κοίταζε έκθαμβη τον διάστικτο με αστέρια ουρανό, τη μικρή και τη μεγάλη άρκτο και τον φωτεινό γαλαξία που έλαμπαν μέσα στην ξάστε-ρη νύχτα. Η μύτη, τα αυτιά και τα χέρια της είχαν κυ-ριολεκτικά ξεπαγιάσει, το σώμα όμως και η ψυχή της φλεγόταν από την υπερένταση και από το θαύμα της δημιουργίας. Είχε γίνει για τρίτη φορά μάνα και τώρα μάλιστα από τον αγαπημένο της. Άραγε εκείνος πώς θα δεχτεί το παιδί; Θα αντιδράσει που δεν είναι γιος ή θα χαρεί που για πρώτη φορά έγινε πατέρας;

Ξαφνικά μέσα στο μισοσκόταδο ένιωσε πως κάποιος τη σημάδευε με το όπλο του. Είχε φτάσει πολύ κοντά στο λημέρι των ανταρτών. Φώναξε πως είναι η Φανή του Μά-νου, το όπλο μεμιάς κατέβηκε και κάποιος την οδήγησε σε μια σπηλιά. Ο Μάνος καθάριζε, τραβηγμένος στο βά-θος, την καραμπίνα του. Εκείνη όρμησε επάνω του, ξε-

Page 30: Απαγορευμένη πατρίδα

30

Ελένη Λόππα

κούμπωσε τη χοντρή ζακέτα της και του έδειξε το μωρό, τυλιγμένο ακόμη με το πανωφόρι της. Αυτός στην αρχή δεν μπορούσε να αρθρώσει λόγο από την έκπληξη.

«Και πώς ήρθες ως εδώ επάνω; Τρελάθηκες; Πώς έφερες εδώ το παιδί; ∆εν φοβήθηκες τα αγρίμια; ∆εν φοβήθηκες μήπως ξεπαγιάσετε; ∆εν σκέφτηκες ότι το κλάμα του μπορεί να προδώσει το λημέρι μας;»

«Ήρθα για να δεις το παιδί. Είναι κορίτσι! Κοίτα τι όμορφο είναι! Ξανθό, σαν εσένα! Ξέρω πως προτιμού-σες να είναι αγόρι. Όμως κάθε παιδί με την τύχη του».

Εκείνος το κοίταζε και δεν πίστευε στα μάτια του. Άφη-σε για λίγο το όπλο και το πήρε αδέξια στην αγκαλιά του.

«Πράγματι, είναι ομορφούλα. ∆εν μπορείς όμως τώρα να μείνεις εδώ πάνω. Μόλις ξημερώσει να κατέβεις στο χωριό. Το παιδί θέλει ζεστασιά και ηρεμία. Αν με-τακινηθούμε, θα στείλω κάποιον σύνδεσμο, θα σε ειδο-ποιήσω… Τα πράγματα δυσκολεύουν μέρα με τη μέρα. Άλλοτε νικάμε εμείς, να τώρα ο στρατός μας κατέλαβε την Καρδίτσα και στρατολόγησε άντρες, άλλοτε όμως νικούν αυτοί και τότε αναγκαζόμαστε να υποχωρήσου-με. Βλέπεις και στο κόμμα μερικές φορές υπάρχει διά-σταση απόψεων. Στο σημείο αυτό χαμήλωσε τον τόνο της φωνής, για να μην τον ακούσει κανένας σύντροφος. Είμαι σίγουρος όμως ότι τελικά θα τα καταφέρουμε…», είπε σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. Την κοίταξε σκεφτικός, δεν ήξερε τι άλλο να της πει.

Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Εκείνη ήθελε να γύρει κάπου να κοιμηθεί. Ήταν εντελώς εξαντλημένη. Το μωρό όμως αναστέναξε βαθιά στον ύπνο του και τότε εκείνη συνειδη-τοποίησε την ευθύνη της. Το κουκούλωσε καλά και ετοι-μάστηκε για την επιστροφή. Πριν φύγει, κοίταξε το Μάνο με λατρεία. Ήξερε ότι θα έκανε τα πάντα για χάρη του.

Page 31: Απαγορευμένη πατρίδα

31

Απαγορευμένη πατρίδα

Η ζωή της έγινε τώρα με το μωρό ακόμη πιο δύσκο-λη. Οι μετακινήσεις της στην πόλη, στο σπίτι της μάνας της αραίωσαν και φυσικά ακόμη περισσότερο στο βου-νό. Κάπου κάπου ο Μάνος έστελνε μυστικά κάποιον σύνδεσμο για να της μεταφέρει νέα του ή για να του στείλει λίγα τρόφιμα. Η κατάσταση χειροτέρευε ολο-ένα και περισσότερο. Η αστυνομία έκανε εφόδους, έρευνες στα σπίτια, οι καταδότες οργίαζαν. Φόβος και τρόμος παντού. Τα ξερονήσια γέμιζαν από ανθρώπους που δεν ήθελαν να προδώσουν την ιδεολογία τους, παρά τις πιέσεις να υπογράψουν δήλωση εθνικοφρο-σύνης. Ανάμεσα σε αυτούς, διανοούμενοι και καλλιτέ-χνες, που οργάνωναν θεατρικές παραστάσεις και δη-μιουργούσαν έργα τέχνης, παρά τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης και τα βασανιστήρια.

Τον Ιανουάριο του 1949 η κυβέρνηση Σοφούλη ανέ-θεσε στον στρατηγό Αλέξανδρο Παπάγο τη γενική αρ-χιστρατηγία, με πλήρη εξουσία και των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων και της χωροφυλακής, για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων κατά του ∆.Σ. Στα τέλη του ίδιου μήνα η 5η ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ επι-κύρωσε την καθαίρεση του Μάρκου Βαφειάδη και υιοθέτησε τη θέση για την αυτονομία της Μακεδονί-ας, γεγονότα που στοίχισαν πολύ ακριβά στο ∆.Σ. και στην όλη πορεία των εξελίξεων. Επιπλέον, η ήττα του ∆.Σ. στο Λεωνίδιο και την Κυνουρία σηματοδότησε το τέλος των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο. Τα πλήγ-ματα ήταν πολύ σοβαρά, αν σκεφτεί μάλιστα κανείς ότι ήδη από τον Φεβρουάριο του 1948, ο Στάλιν είχε μιλήσει για την ανάγκη αναδίπλωσης του ∆.Σ., εγκα-ταλείποντας στην ουσία στην τύχη του το αντάρτικο

Page 32: Απαγορευμένη πατρίδα

32

Ελένη Λόππα

στην Ελλάδα, ενώ ο Τίτο, μετά τη διάστασή του με το Στάλιν, το ∆εκέμβριο του ίδιου έτους, εμπόδισε μια φά-λαγγα τραυματιών του ∆.Σ. να περάσει τα σύνορα της χώρας του. Όλα αυτά προμήνυαν το οικτρό τέλος του εμφυλίου για τον ∆.Σ.

Η Φανή δεν είχε πια ησυχία. Ο φόβος της για τον Μάνο μεγάλωνε διαρκώς, όσο άκουγε για τις λυσσα-λέες μάχες που γίνονταν στα βουνά, ανάμεσα στους αντάρτες και στον κυβερνητικό στρατό. Ήθελε με κάθε τρόπο να βρίσκεται κοντά του.

Μια μέρα την ειδοποίησε η μητέρα της πως θα δώσει την Έλλη στο ζευγάρι των άτεκνων και, αν μπορεί, να έρθει να τη χαιρετήσει. Η καρδιά της σφίχτηκε. Ετοί-μασε το μωρό –ήταν μια ευκαιρία να το δουν και τα παιδιά– και κατέβηκε στην πόλη. Όσο εκείνη μιλούσε με τη μάνα της, τα παιδιά ασχολούνταν με το μωρό, παραξενεμένα ακόμη για το νέο μέλος της οικογένειας. Η Φανή πήρε παράμερα την Έλλη και τη ρώτησε αν θέ-λει να πάει σ’ αυτή την οικογένεια. Η Έλλη βούρκωσε.

«Μάνα, έτσι κι αλλιώς δεν ζούμε μαζί, δεν σε βλέπω. Η γιαγιά γέρασε. Ως πότε θα ασχολείται μαζί μας; Ίσως, με αυτόν τον τρόπο, την ξεκουράσουμε λίγο. Τι να πω; ∆εν ξέρω τι άνθρωποι είναι αυτοί που θα με πάρουν. Ξέρω μόνο ότι είναι ευκατάστατοι, δεν θα πεινάσω. Εσύ, κοί-τα τώρα το μωρό, αυτό σε έχει περισσότερη ανάγκη. Ο Νίκος μας θα κάνει μικροθελήματα. Πιστεύω πως θα τα καταφέρει. Μακάρι να ήταν αλλιώς τα πράγματα… Να μπορούσα να συνεχίσω το σχολείο… Να έμενες μαζί μας, να μη γινόταν αυτός ο πόλεμος… Αλλά…» Ξαναβούρκωσε.

Η Φανή την έσφιξε στην αγκαλιά της, έκπληκτη από την ωριμότητα της κόρης της, αλλά και από το συγκρα-

Page 33: Απαγορευμένη πατρίδα

33

Απαγορευμένη πατρίδα

τημένο παράπονό της. Της είπε ότι θα έρχεται να τη βλέπει, να κοιτάξει να είναι ευγενική με το ζευγάρι –με τα αφεντικά της στην ουσία– και να είναι πρόθυμη σε ό,τι της ζητούν. Εκείνη την ώρα δεν φανταζόταν πως το αφεντικό της Έλλης θα τη βιάσει στα δεκατρία της και θα την κάνει ερωμένη του, ώσπου αργότερα να της βρει γαμπρό της αρεσκείας του. Η Έλλη σαν να προαι-σθανόταν τι θα ακολουθήσει, κούνησε μοιρολατρικά το κεφάλι, χωρίς να βγάλει λέξη. Αποχαιρετίστηκαν, καταπίνοντας λυγμούς.

Ο χειμώνας του 1949 ήταν βαρύς και μακρόσυρτος. Ο κόσμος υπέφερε ήδη εδώ και τρία χρόνια από τον εμ-φύλιο, ολόκληρα χωριά ξεσπιτώθηκαν, η φτώχεια και η δυστυχία μάστιζε τους πάντες. Οικογένειες διαλύθη-καν, άλλοι είχαν τραβήξει για το βουνό, άλλοι πήγαν με το μέρος του κυβερνητικού στρατού. Η αντικατά-σταση των Βρετανών στην πολιτική και στρατιωτική σκηνή της Ελλάδας από τους Αμερικανούς σηματοδο-τεί, την περίοδο αυτή του εμφυλίου πολέμου, όχι μόνο την έναρξη του αμερικανικού παρεμβατισμού στη χώρα μας, αλλά και την επικράτηση της μοναρχικής κυβέρνησης. Ο προηγούμενος εξοπλισμός του εθνικού στρατού με βρετανικά όπλα αντικαταστάθηκε τώρα από τον αμερικανικό. Όλα δείχνουν να βαδίζουν προς το τέλος, προς τη λύση του δράματος.

Η μικρή άρχισε τώρα να χαμογελά συνειδητά, όταν την έπαιρνε στην αγκαλιά της η Φανή και τότε ένιωθε πως όλος ο κόσμος φωτιζόταν ξαφνικά από ένα δια-φορετικό φως. Έμπαινε ορμητικά η άνοιξη και η ελ-πίδα άρχιζε να αχνοφέγγει στις καρδιές των ανθρώ-

Page 34: Απαγορευμένη πατρίδα

34

Ελένη Λόππα

πων. Από τη μάχη της Φλώρινας το Φεβρουάριο, που στοίχισε στον ∆.Σ. 700 νεκρούς, είχε να μάθει νέα από το Μάνο. Ανησυχούσε σοβαρά μήπως ήταν και αυτός ανάμεσά τους. Ύστερα έφτασε στα αυτιά της η είδηση πως οι αντάρτες ξανακατέλαβαν το Γράμμο στις αρχές του Απριλίου και πως ο Μάνος πρωτοστατούσε στην επιχείρηση. Συνήλθε αμέσως.

Στα τέλη του μήνα, ο Μάνος την ειδοποίησε να ανεβεί στο βουνό, να τον συναντήσει. Τρελή από χαρά η Φανή ετοίμασε τη μικρή και πήρε την απόφασή της: από εδώ και πέρα θα τον ακολουθεί, όπου και να πάει. Το παιδί είχε πια ξεπεταχτεί, δεν θα ήταν εμπόδιο. Η σκέψη της ήταν παράτολμη και παράλογη, το καταλάβαινε, αλλά δεν άντεχε άλλο να ζει μέσα στην αβεβαιότητα για την τύχη του Μάνου. Να μην ξέρει ποτέ πού ακριβώς βρίσκε-ται, αν ζει ή αν σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Καλύτερα κι αυτή μαζί του –κι αυτή και το παιδί. Τον επιθυμούσε κιόλας ερωτικά. Της έλειπε αβάσταχτα τόσους μήνες!

Την άλλη μέρα πολύ νωρίς το πρωί μια ψιλή, ανοι-ξιάτικη βροχή τη διαπερνούσε, καθώς ανέβαινε με προ-φυλάξεις στο βουνό. Έπρεπε να βαδίζει ώρες. Τύλιξε τη μικρή καλύτερα, η υγρασία ήταν διαπεραστική. Ο Μάνος θα την περίμενε σε μια χαράδρα που σχημά-τιζαν δύο κάθετοι βράχοι, όπως της είπε ο σύνδεσμός τους. Η Φανή πρόσεχε και τον παραμικρό θόρυβο, μή-πως προδώσει άθελά της το κρησφύγετό του. Ήξερε πως παντού στα βουνά καραδοκούσαν οι στρατιώτες και οι καταδρομείς. Ευτυχώς, η μικρή κοιμόταν. Της είχε δώσει λίγο χαμομήλι πριν ξεκινήσουν. Το γάλα της είχε αρχίσει να στερεύει από τις κακουχίες και την έλ-λειψη τροφής. Βάδιζε όλο και πιο δύσκολα, καθώς τα ρούχα της είχαν αρχίσει να βαραίνουν από τη βροχή

Page 35: Απαγορευμένη πατρίδα

35

Απαγορευμένη πατρίδα

και τα παπούτσια της ήταν μέσα στα νερά και τη λά-σπη. Τα μαλλιά της έσταζαν, η βροχή κυλούσε στο πρό-σωπό της. Άρχισε να χάνει την αίσθηση του δρόμου. Ήταν σωστό το μονοπάτι που ακολουθούσε ή είχε κά-νει λάθος; Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη, τα δέντρα και οι πυκνοί θάμνοι τής έκρυβαν τη θέα. Η κούραση χύθηκε σε όλο το σώμα της και ένα αίσθημα απελπισί-ας την πλημμύρισε. Κάθισε αποκαμωμένη στον κορμό ενός δέντρου, για να συνέλθει λίγο, αλλά και να σκε-φτεί πώς θα βαδίσει από εδώ και πέρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η μέρα ήταν γκρίζα, αλλά γύρω της η φύση ήταν ανοιξιάτικη. Μικρά πολύχρωμα λουλούδια είχαν φυτρώ-σει παντού και τα πουλιά τιτίβιζαν μέσα στα κλαδιά των δέντρων. ∆εν είχε όμως καιρό να αφήσει να τη μαγέψει η φύση. Έπρεπε να βρει το δρόμο. Σηκώθηκε πιο ψύχραιμη, έσφιξε το μωρό στην αγκαλιά και, σχεδόν διαισθητικά, βρήκε το μονοπάτι. Ήταν προχωρημένο μεσημέρι, όταν από μακριά διέκρινε τους δύο απότομους κάθετους βρά-χους που σχημάτιζαν μια βαθιά χαράδρα. Ανάμεσά της κυλούσε ένα ορμητικό ποτάμι που, σχηματίζοντας έναν μικρό καταρράχτη, κατέβαινε με θόρυβο προς τα κάτω.

Η Φανή είδε τον Μάνο να στέκεται όρθιος με το όπλο του, ψηλός και ξανθός, κοιτάζοντας γύρω του προσεκτικά. Αφουγκραζόταν κάθε ήχο. Η καρδιά της χτύπησε τρελά. Με όση δύναμη της απέμενε, έτρεξε προς το μέρος του. Τον αγκάλιασε, τον ήθελε. Εκείνος έριξε μια γρήγορη ματιά στη μικρή, ύστερα την τράβη-ξε βίαια επάνω του. Την κύλησε στη μουσκεμένη γη και την πήρε σαν αχόρταγο αγρίμι. Ύστερα την έσυρε στη σπηλιά, που σχημάτιζαν οι βράχοι.

«∆εν έχουμε πολύ καιρό στη διάθεσή μας», της είπε αμέ-σως. «Νομίζω πως μ’ έχουν εντοπίσει ή πως αργά ή γρήγο-

Page 36: Απαγορευμένη πατρίδα

36

Ελένη Λόππα

ρα θα μας βρουν. ∆υστυχώς τα πράγματα δεν πάνε καλά στον αγώνα. Έχουμε πιαστεί στο δόκανο και δεν μπορού-με να ξεφύγουμε. Αλλά τώρα δεν υπάρχει επιστροφή, εδώ που φτάσαμε. Θα τα παίξουμε όλα για όλα».

Κάπνιζε σαν τρελός. Πρώτη φορά η Φανή τον έβλε-πε τόσο απελπισμένο, αλλά και τόσο αποφασισμένο.

«Θα είμαι μαζί σου, ό,τι κι αν γίνει», του είπε. «∆εν θα σε αφήσω μόνο».

«Αστειεύεσαι, προφανώς! Πού θα έρθεις με ένα βυ-ζανιάρικο; ∆εν μπορώ να έχω την έγνοια σας. Θα μεί-νουμε εδώ για λίγο στη σπηλιά, ώσπου να ξεκαθαρίσει το τοπίο, γιατί τώρα φοβάμαι, είμαι σχεδόν σίγουρος, ότι βρίσκονται στα ίχνη μου. Έπειτα με περιμένουν οι σύντροφοι, μας περιμένουν μάχες».

«Μα είναι τόσες γυναίκες στο βουνό…»«Οι γυναίκες πολεμούν, δεν έχουν μωρά μαζί τους!

Εσύ δεν ξέρεις ούτε όπλο να κρατήσεις. Και το μωρό πού θα το αφήσεις; Να το φάνε τα αγρίμια;»

Εκείνη δεν μίλησε. Καταλάβαινε ότι είχε δίκιο ο Μάνος.Έμειναν στη σπηλιά δυο–τρεις μέρες, με λίγο ξερό

ψωμί και ελιές. Το γάλα της στέρεψε. Το μωρό άρχισε πια να κλαίει σπαραχτικά, ο κίνδυνος να προδοθούν ήταν ολοφάνερος. Εκείνος εκνευρίστηκε. Της είπε ότι έπρεπε να φύγουν αμέσως.

Έτσι, αναγκάστηκε να αποχωριστεί το Μάνο και να βρει καταφύγιο αυτή και το παιδί της, εδώ σ’ αυτό το προσφυγικό χωριό, στο φιλόξενο σπίτι της θείας Λασκαρίνας.

Page 37: Απαγορευμένη πατρίδα

37

2. Η Φανή στο σπίτι μας

«Όταν τυπώνεις ένα όνομα, δεν το αφήνεις να πεθάνει ολοκληρωτικά».

Πιερ Ασουλίν, Οι βίοι του Ιώβ

«Ο άνθρωπος δεν είναι καθορισμένος, ξεκάθαρα προσδιορισμένος μια για πάντα. Είναι κάτι εν εξε-λίξει: ένα πείραμα, ένας υπαινιγμός του μέλλοντος, η αναζήτηση και η νοσταλγία της φύσης για νέες μορ-φές και δυνατότητες».

Χέρμαν Έσσε

Εκείνες τις μέρες η μητέρα μου, φιλάσθενη όπως ήταν από μια παλιά καλπάζουσα φυματίωση, αρρώστη-σε πάλι. Πάντα άνοιξη και φθινόπωρο η εύθραυστη

υγεία της την έριχνε στο κρεβάτι. Ο πατέρας μου αναζήτη-σε τότε στα συγγενικά χωριά μια γυναίκα, για να βοηθάει στο σπίτι. Εκτός από τους γονείς μου, στο σπίτι ήμασταν τρία μικρά κορίτσια, ο ετεροθαλής αδελφός μου και η για-γιά μου η Ελένη, με κλονισμένη επίσης υγεία. Χρειαζόταν απαραίτητα κάποιος άνθρωπος να μας φροντίζει, ώσπου τουλάχιστον η μητέρα μου να ξανασταθεί στα πόδια της.

Τότε η θεία Λασκαρίνα πρότεινε να πάρουμε τη Φανή, που ήταν δυνατή και γεροδεμένη γυναίκα και είχε ανάγκη να δουλέψει.

Page 38: Απαγορευμένη πατρίδα

38

Ελένη Λόππα

Έτσι, μια μέρα η Φανή παρουσιάστηκε στην είσοδο, ντυμένη με σκούρα ρούχα και εγκαταστάθηκε στο σπί-τι μας. Τη θυμάμαι σαν σε όνειρο, σιωπηλή, με κάπως σκληρό και θεληματικό πρόσωπο, χέρια δυνατά και αποφασιστικά. Ακούω ακόμη τις κραυγές μου, όταν με άρπαζε με δύναμη, με αναποδογύριζε βίαια πάνω στα γόνατά της και, παρά τις εκκλήσεις μου: «Μη Φα-νίκα μου, μη Φανίκα μου», εκείνη πετούσε ατάραχη τη βελόνα στο τρυφερό, αδύνατο κορμάκι μου κι ύστερα έσπρωχνε αργά –σαδιστικά λες– τη σύριγγα, ώσπου να τελειώσει όλο το φάρμακο. Είχα αρρωστήσει κι εγώ τότε από ένα δυνατό κρυολόγημα και ο οικογενειακός γιατρός επέβαλε μια ατέλειωτη –έτσι μου φαινόταν– σειρά ενέσεων. Η Φανή, λοιπόν, στα παιδικά μου μάτια είχε συνδεθεί με τη βία και τον πόνο.

Μερικές φορές την έβλεπα να ψάχνει επίμονα στο ραδιόφωνο, σε συχνότητες γεμάτες παράσιτα, κι έπει-τα να κολλάει σχεδόν επάνω του, ακούγοντας σιγανά και με θρησκευτική προσήλωση την εκφωνήτρια: «Σας μιλά ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελεύθερης Ελλά-δας». Άλλες φορές πάλι την άκουγα να σιγοτραγουδά αντάρτικα τραγούδια: «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλά-δα» ή «Στ’ άρματα στ’ άρματα» και άλλα παρόμοια. Τότε η μητέρα μου της έλεγε φοβισμένη:

«Σς, Φανή, και οι τοίχοι έχουν αυτιά! Μας φτάνει μια φορά που πέρασε στρατοδικείο ο Βασίλης, να έχουμε πάλι τα ίδια; Όλη την ώρα η αστυνομία πηγαινοέρχεται σπίτι μας, όλη την ώρα με καλεί ο διοικητής στο 8ο τμή-μα για ανάκριση. ∆εν αντέχω τέτοια ψυχική φθορά!». Πού να ήξερε τότε η μητέρα μου τι άλλη έκπληξη μας επιφύλασσε η Φανή, που σιωπούσε για λίγο, μα πάλι ξανάρχιζε το τραγούδι. Ίσως ήταν ένας τρόπος, για να

Page 39: Απαγορευμένη πατρίδα

39

Απαγορευμένη πατρίδα

επικοινωνεί νοερά με το Μάνο, που τον φανταζόταν στα βουνά καβαλάρη στ’ άλογό του να τραγουδά τον ύμνο του ΕΑΜ ή τη ∆ιεθνή.

Μια Κυριακή μάς έφερε να γνωρίσουμε τα παιδιά της, την Έλλη και το Νίκο. Η Έλλη ήταν ένα χαριτωμένο κο-ρίτσι με μαύρα σπαστά μαλλιά, λευκό δέρμα και κατά-μαυρα σπινθηροβόλα μάτια. Ήταν ευγενική και έλαμπε από καθαριότητα. Ο Νίκος ήταν ζωηρός και ζαβολιάρης. Όλη τη μέρα παίξαμε στο δρόμο, σχοινάκι, γερμανικό, κουτσό. Η Έλλη πήρε μια πέτρα από κάτω, χάραξε το όνομά της με μια άλλη αιχμηρή και μου τη χάρισε.

«Για να με θυμάσαι», μου είπε, κοιτάζοντάς με με τα μελαγχολικά μάτια της.

Μετά το μεσημεριανό φαγητό, η Φανή τα πήρε και έφυγαν. Έκρυψα την πέτρα σε ένα συρτάρι της σιφονιέ-ρας, ανάμεσα στα ασπρόρουχά μου, για να μην χαθεί.

Κάποια μέρα, γύρω στις 2 Ιουλίου, ένας κύριος με ρε-πούμπλικα βαθιά κατεβασμένη στο πρόσωπο, σχεδόν ως τα μάτια, χτύπησε την πόρτα μας. Είχε συνωμοτικό ύφος και ζήτησε αμέσως τη Φανή. Η μητέρα μου τρόμαξε, νό-μισε πως ήταν κάποιος μυστικός της αστυνομίας. Αυτός όμως, χωρίς να μπει μέσα, έβαλε γρήγορα στο χέρι της Φανής ένα διπλωμένο χαρτί και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Η Φανή το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια.

«Από το Μάνο είναι», είπε με χαρά και άρχισε να διαβάζει σιωπηλά. Στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε στην αρχή έκπληξη και θαυμασμός, ύστερα ευφορία και συγκίνηση. Όταν όμως έφτασε προς το τέλος, το πρόσωπό της σκοτείνιασε.

«Τι είναι, Φανή; Τι συμβαίνει; Τι σου γράφει ο Μά-νος;», ρώτησε με αγωνία η μητέρα μου.

Page 40: Απαγορευμένη πατρίδα

40

Ελένη Λόππα

«Θα σας το διαβάσω, κ. Γεωργία, δεν είναι κάτι μυ-στικό. ∆ύο ποιήματα είναι, κάποιου Γάλλου, λέει, ποι-ητή, του Πωλ Ελυάρ, που τους επισκέφτηκε προχθές στο Βίτσι, για να τους εμψυχώσει. Είναι μέλος, λέει, του Κ.Κ.Γ. Το πρώτο ποίημα, που έγραψε το ∆εκέμβρη του 1944, είναι “εμπνευσμένο”, λέει, “από τον αγώνα του ελληνικού λαού, ενάντια στους Άγγλους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους υποτακτικούς του”. Να σας το δια-βάσω;» Πριν να περιμένει απάντηση, άρχισε:

«Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε, Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριάΤον έρωτά σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνηΚαι τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου.

Βασιλιά λαέ δε σ’ απειλεί ο θάνατοςΣτον έρωτά σου είσ’ όμοιος είσαι αγαθόςΚαι το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότηταΒασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί

Και πως σου δίναν τίμια τ’ άρματα να σηκώσειςΤίμια δικά σου σώζοντας, βάζοντας τον δικό σου νόμο

Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ’ άρματα εμπιστέψου

Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα.

Και την ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυΣτον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύεταιΛαέ απελπισμένε, ήρωα λαέ,Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας.[…]

Page 41: Απαγορευμένη πατρίδα

41

Απαγορευμένη πατρίδα

Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσαΤο ψωμί όμοιο με τους θεούς, το ψωμί που σμίγει

τους ανθρώπους,Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ’ όλαΠιο δυνατό απ’ τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους».

«∆ίκιο δεν έχει; Οι Άγγλοι μάς πούλησαν. Το ίδιο δεν θα κάνουν και οι Αμερικανοί; Αχ, αυτή είναι η μοί-ρα του λαού και της χώρας μας. Να δούμε τώρα τι θα κάνουν οι Ρώσοι, θα μας βοηθήσουν, θα μας στηρίξουν ή θα μας πουλήσουν και αυτοί; Ο Μάνος, κ. Γεωργία, είναι ιδεαλιστής και ιδεολόγος. Είναι απόλυτα αφοσι-ωμένος στο κόμμα και στο όραμά του για έναν καλύτε-ρο κόσμο. Ελπίζω να μην προδοθεί.

Να σας διαβάσω τώρα και το άλλο ποίημα; Αυτό μοιάζει με ερωτικό. Ίσως να το έστειλε για μας τους δυο. Ή μήπως εγώ θέλω να το βλέπω έτσι; ∆εν ξέρω. Πάλι αυτού του Ελυάρ είναι»:

«Ακόμα κι όταν κοιμόμαστε,Αγρυπνούμε ο έναςΣτο πλευρό του άλλου.Κι αυτή η αγάπη,Πιο βαριά Από τ’ ώριμο φρούτο της λίμνης∆ίχως γέλιο Και δίχως κλάμα,Εδώ και πάντα.Μια μέρα,Μετά μια μέρα και μια νύχτα, μετά από μας».

«∆εν ξέρω πολλά από ποίηση, αλλά μου άρεσαν.

Page 42: Απαγορευμένη πατρίδα

42

Ελένη Λόππα

Ας είναι καλά ο Μάνος μου, που τα έστειλε. Αλλά εδώ κάτω, κ. Γεωργία, έχει ένα υστερόγραφο που με αναστά-τωσε. Λέει να κοιτάξω να φύγω, όσο το δυνατόν γρηγο-ρότερα, στη Γιουγκοσλαβία. Ο Τίτο αγρίεψε με το ΚΚΕ, είναι στα μαχαίρια με τον Στάλιν και ο Μάνος φοβάται μην κλείσει τα σύνορα με την Ελλάδα. Θα στείλει δικό του άνθρωπο, λέει, να με φυγαδεύσει. Ο Παπάγος είναι αποφασισμένος να διαλύσει τον ∆.Σ. Αν συμβεί κάτι τέ-τοιο, γράφει, και δεν σκοτωθεί σε κάποια μάχη, θα κοι-τάξει κι αυτός να διαφύγει, όπου μπορέσει, γιατί αλλιώς μας περιμένει στρατοδικείο και ξερονήσια».

Η μητέρα μου την κοίταξε στοργικά και προσπάθη-σε να την καθησυχάσει. Εκείνη όμως δεν έβρισκε πια ηρεμία. ∆ίπλωσε προσεκτικά το χαρτί και το έκρυψε ανάμεσα στα πράγματά της. Είπε ότι την άλλη μέρα κιόλας θα πάει να χαιρετήσει τα παιδιά και τη μάνα της κι ύστερα στο χωριό, τη μικρή Νεφέλη. Και θα φύ-γει… θα φύγει, όπως τη συμβούλεψε ο Μάνος.

«Μα πού θα πας, Φανή μου; Πού θα αφήσεις τα παιδιά σου, τη μάνα σου; Και πώς θα βρεθείς σε μια ξένη χώρα, χωρίς χαρτιά, χωρίς να ξέρεις τη γλώσσα, χωρίς να ξέρεις τι σε περιμένει εκεί; Είναι παράτολμο και κυρίως παρακιν-δυνευμένο, μπορεί να σε πιάσουν, πριν τα καταφέρεις να περάσεις τα σύνορα, και τότε ξέρεις τι σε περιμένει!»

«Θα το ρισκάρω! Για να το λέει ο Μάνος, κάτι πε-ρισσότερο από εμάς θα ξέρει. Ζητώ συγγνώμη που θα φύγω τόσο ξαφνικά και θα σας αφήσω. Αλλά δεν γίνε-ται να μείνω άλλο. Ευτυχώς, είστε και εσείς λίγο καλύ-τερα… Αλλά, γιατί να φύγω αύριο; Τώρα κιόλας! Όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα. Πάω στης μάνας μου, κ. Γεωργία, πριν νυχτώσει. Θα ξαναπεράσω αύριο το πρωί, πριν πάω στο χωριό να δω τη Νεφέλη, για να πάρω και τα πράγματά μου».

Page 43: Απαγορευμένη πατρίδα

43

Απαγορευμένη πατρίδα

Φίλησε σταυρωτά τη μητέρα μου και χύθηκε προς τις σκάλες.

Την άλλη μέρα η Φανή δεν πέρασε από το σπίτι, ούτε την παρά άλλη. Πέρασε μια εβδομάδα. Η μητέρα μου ανη-συχούσε για την τύχη της. Άραγε πρόλαβε να τη φυγαδεύ-σουν στη Γιουγκοσλαβία, πριν κλείσει τα σύνορα ο Τίτο;

Σε επίσημη δήλωσή του, στην πόλη Πόλα της Ίστριας, στις 11 Ιουλίου, ο Τίτο ανέφερε πως θα κλείσει τα σύνορα προοδευτικά. Όμως σύμφωνα με καταγγελίες του ∆.Σ., στις 4 Ιουλίου έγινε συνάντηση αξιωματικών του ελληνικού και του γιουγκοσλαβικού στρατού, με στόχο να εμποδίσουν στους «συμμορίτες» την είσοδο στο γιουγκοσλαβικό έδα-φος. Ο Γιουγκοσλάβος αξιωματικός διαβεβαίωσε τον Έλ-ληνα ότι είχε ήδη τέτοια οδηγία από τους ανωτέρους του. Η είδηση αυτή μεταδόθηκε στο Επιτελείο από τον Έλληνα αξιωματικό με ασύρματο και οι αντάρτες κατόρθωσαν να την υποκλέψουν. Έτσι έμαθαν ότι ο Τίτο στην πραγματι-κότητα είχε κλείσει τα σύνορα, πριν από την επίσημη δή-λωσή του. Στις 5 Ιουλίου ο κυβερνητικός στρατός πέρασε από το γιουγκοσλαβικό έδαφος και χτύπησε πισώπλατα τους αντάρτες στο Καϊμακτσαλάν, με στόχο να αποκόψει την επικοινωνία των ανταρτών που βρίσκονταν στο Γράμ-μο και στο Βίτσι με τις υπόλοιπες αντάρτικες δυνάμεις που δρούσαν στον μακεδονικό χώρο. Ο ∆.Σ. θεώρησε τον Τίτο προβοκάτορα και σύμμαχο των Αγγλοαμερικανών και το κλείσιμο των συνόρων ως «πισώπλατο χτύπημα», ως «μα-χαιριά από στιλέτο», που επιτάχυνε την ήττα του ∆.Σ.

Στις 14 Ιουλίου, μάλιστα, οι Τάιμς του Λονδίνου έγραφαν σχετικά: «Τίποτε δεν θα προσέφερε μεγαλύ-τερη βοήθεια στον ελληνικό στρατό από το κλείσιμο των ελληνογιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο». Ο Τίτο όμως ισχυρίστηκε ότι την ιστορία του πισώπλα-

Page 44: Απαγορευμένη πατρίδα

44

Ελένη Λόππα

του χτυπήματος «δεν την είχαν σκαρφιστεί οι Έλλη-νες σύντροφοι, αλλά τη μηχανεύτηκαν κάπου αλλού», υπονοώντας προφανώς την Κομινφόρμ και την ΕΣΣ∆.

Πάντως, όπως και να έχουν τα πράγματα, η αλήθεια είναι ότι το κλείσιμο των συνόρων στέρησε το ∆.Σ. από τη βασική δίοδο ανεφοδιασμού του, τη δυνατότητα ελιγμών στο γιουγκοσλαβικό έδαφος, καθώς και τη με-ταφορά σε γιουγκοσλαβικά νοσοκομεία τραυματισμέ-νων ανταρτών.

Μια από αυτές τις μέρες, η μητέρα μου, σίγουρη πια πως η Φανή δεν θα ξαναγυρίσει, αποφάσισε να μαζέψει τα πράγματά της και να τα στείλει στο σπίτι της μητέρας της. Άνοιξε ανυποψίαστη το κάτω συρτάρι της σιφονιέρας που της είχε παραχωρήσει και τότε έντρομη, κάτω από τα λιγοστά ρούχα της, ανακάλυψε έναν πομπό με τον οποίο προφανώς επικοινωνούσε με το Μάνο! Τα έχασε. Έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης για το κακό που θα μπορούσε να μας βρει, αλλά αμέσως μετά και έναν αναστεναγμό ανακούφισης που βρήκε την «ωρολογιακή βόμβα», πριν την ανακαλύψει η ασφάλεια και μας «ανατινάξει» όλους στον αέρα. Το γεγονός τάραξε τη γαλήνη της οικογένειας και μέρες ολόκληρες το συζητούσαν ψιθυριστά οι γονείς μου, με το φόβο μήπως μαθευτεί στη γειτονιά και από εκεί φτάσει στα αυτιά της ασφάλειας. Ήδη ο πατέρας μου είχε κατηγορηθεί ότι έστελνε φάρμακα στους Ελασίτες και γλίτωσε από θαύμα καταδίκη στο στρατοδικείο. Ένα άλλο τέτοιο γεγονός θα είχε καταλυτική σημασία για την τύχη ολόκληρης της οικογένειας. Το μοιραίο πέρασμα της Φανής από το σπίτι μας και η υιοθέτηση της κόρης της, της Νεφέλης, από την αδελφή της γιαγιάς μου, υπήρξαν στοιχεία που σφράγισαν τα παιδικά μου χρόνια.