Ο Ανεμοδαρμένος Ρακένδυτος Άνδρας

2
Τα νερά ανέδιδαν ζοφερές αποχρώσεις μιας αδυσώπητης μονοτονίας. Ο ορίζοντας φάνταζε πέπλο που το ‘χε γλύψει ένα πολυκέφαλο τέρας με κίτρινη σίελο. Το φως αντανακλούσε μεθυσμένες δεσμίδες ανυπαρξίας και μια αίσθηση μελαγχολίας. Θα ήταν λίγο μετά την αυγή όταν ένας τσιριχτός διαπεραστικός μέχρι τον ορίζοντα ήχος έσκιζε γη και ουρανό. Τα κόκαλα και οι σάπιοι σωροί τραντάχτηκαν συθέμελα κροταλίζοντας και μετά διασκορπίστηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένα ζοφερό σύννεφο καπνού αιωρήθηκε για λίγα δεύτερα και μετά διαλύθηκε άτακτα. Μια απροσδιόριστη σιλουέτα αχνοφάνηκε στην κορυφή ενός υψώματος. Μια αδιόρατη ομιχλώδη αύρα περιέβαλλε αυτή την άγνωστη μορφή όντος. Η ατμόσφαιρα ήταν άπνοη και ταυτόχρονα ανέδιδε μια απόκοσμη αίσθηση επικείμενου τρόμου. Ένα σμήνος από άγνωστα πουλιά πέταξε τρομαγμένα και άτακτα πέρα απ’ το λόφο. Η σιλουέτα άρχισε να παίρνει μορφή κινούμενη αργά προς την όχθη της λίμνης. Ήταν ένας θεόρατος ρακένδυτος άνδρας, με μακριά καφετιά γενειάδα, σπαστή κώμη ως τον ώμο και λεπτά αποστεωμένα άκρα. Τα πόδια του ήταν γεμάτα παλιές και νέες πληγές, ενώ τα πέλματά του ήταν καλυμμένα με ένα είδος λινάτσας. Κάθε βήμα αυτού του φαινομενικά ανήμπορου άνδρα έδιδε την εικόνα ενός επώδυνου βασανιστηρίου, που θα έκανε κάθε πλάσμα έμβιο να ριγήσει από οίκτο. Κάθε ίχνος μυός και λειψής σάρκας ταλαντευόταν σε επικίνδυνες συχνότητες, που ελλόχευε ο κίνδυνος μιας μοιραίας κατάρρευσης. Το κάθε χέρι κρεμόταν απ’ το σύστοιχο ώμο σαν εκκρεμές ξεχαρβαλωμένο και, θαρρείς από αδήριτη ανάγκη, ο άνδρας τρίκλιζε για να διατηρήσει το ανύπαρκτο βάρος τους. Όταν ζύγωσε στην όχθη, κοντοστάθηκε για μια στιγμή ενατενίζοντας ίσια στην αντίπερα όχθη με βλέμμα απλανές, με δυο νοτισμένα μάτια που έλαμπαν. Έπειτα με εργώδεις αλλά καλά υπολογισμένες κινήσεις κάθισε κατάχαμα, φέρνοντας οκλαδόν τα ισχνά του πόδια. Τα χέρια του, νευρώδη και ρυτιδιασμένα σαν λεκιασμένο ρυζόχαρτο, αφέθηκαν να πέσουν σαν δυο κουφάρια πάνω από τους μηρούς με τις παλάμες προς τον γκριζογάλανο πια ουρανό. Τα χείλη του, δυο γραμμές άχρωμες όπως ενός νεκρού, πάλλονταν περιοδικά σε πλήρη συγχρονισμό με τα αραιά σκαμπανεβάσματα του επίπεδου οστέινου στέρνου. Τα μάτια του, εγκλωβισμένα στις κόγχες τους -θαρρείς πως το ρυτιδιασμένο δέρμα ολόγυρα τους προκαλούσε αποτρόπαιο τρόμο-, παρέμεναν πειθήνια και ερμητικά κλειστά, βυθιζόμενα όλο και περισσότερο στην άβυσσο μιας ιερής δέησης. Τα ψαρά μαλλιά αυτού του απρόσμενου επισκέπτη της λίμνης, σαν ξεφτισμένοι σπάγκοι ενός ψαροκάικου, έπεφταν πίσω ελεύθερα κι ανέμιζαν αιθέρια στο πρωινό όργιο της φύσης. Ο άνδρας ήταν εκεί,

description

Ο Ανεμοδαρμένος Ρακένδυτος Άνδρας

Transcript of Ο Ανεμοδαρμένος Ρακένδυτος Άνδρας

Page 1: Ο Ανεμοδαρμένος Ρακένδυτος Άνδρας

Τα νερά ανέδιδαν ζοφερές αποχρώσεις μιας αδυσώπητης μονοτονίας. Ο ορίζοντας φάνταζε πέπλο που το ‘χε γλύψει ένα πολυκέφαλο τέρας με κίτρινη σίελο. Το φως αντανακλούσε μεθυσμένες δεσμίδες ανυπαρξίας και μια αίσθηση μελαγχολίας. Θα ήταν λίγο μετά την αυγή όταν ένας τσιριχτός διαπεραστικός μέχρι τον ορίζοντα ήχος έσκιζε γη και ουρανό. Τα κόκαλα και οι σάπιοι σωροί τραντάχτηκαν συθέμελα κροταλίζοντας και μετά διασκορπίστηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένα ζοφερό σύννεφο καπνού αιωρήθηκε για λίγα δεύτερα και μετά διαλύθηκε άτακτα. Μια απροσδιόριστη σιλουέτα αχνοφάνηκε στην κορυφή ενός υψώματος. Μια αδιόρατη ομιχλώδη αύρα περιέβαλλε αυτή την άγνωστη μορφή όντος. Η ατμόσφαιρα ήταν άπνοη και ταυτόχρονα ανέδιδε μια απόκοσμη αίσθηση επικείμενου τρόμου. Ένα σμήνος από άγνωστα πουλιά πέταξε τρομαγμένα και άτακτα πέρα απ’ το λόφο. Η σιλουέτα άρχισε να παίρνει μορφή κινούμενη αργά προς την όχθη της λίμνης. Ήταν ένας θεόρατος ρακένδυτος άνδρας, με μακριά καφετιά γενειάδα, σπαστή κώμη ως τον ώμο και λεπτά αποστεωμένα άκρα. Τα πόδια του ήταν γεμάτα παλιές και νέες πληγές, ενώ τα πέλματά του ήταν καλυμμένα με ένα είδος λινάτσας. Κάθε βήμα αυτού του φαινομενικά ανήμπορου άνδρα έδιδε την εικόνα ενός επώδυνου βασανιστηρίου, που θα έκανε κάθε πλάσμα έμβιο να ριγήσει από οίκτο. Κάθε ίχνος μυός και λειψής σάρκας ταλαντευόταν σε επικίνδυνες συχνότητες, που ελλόχευε ο κίνδυνος μιας μοιραίας κατάρρευσης. Το κάθε χέρι κρεμόταν απ’ το σύστοιχο ώμο σαν εκκρεμές ξεχαρβαλωμένο και, θαρρείς από αδήριτη ανάγκη, ο άνδρας τρίκλιζε για να διατηρήσει το ανύπαρκτο βάρος τους. Όταν ζύγωσε στην όχθη, κοντοστάθηκε για μια στιγμή ενατενίζοντας ίσια στην αντίπερα όχθη με βλέμμα απλανές, με δυο νοτισμένα μάτια που έλαμπαν. Έπειτα με εργώδεις αλλά καλά υπολογισμένες κινήσεις κάθισε κατάχαμα, φέρνοντας οκλαδόν τα ισχνά του πόδια. Τα χέρια του, νευρώδη και ρυτιδιασμένα σαν λεκιασμένο ρυζόχαρτο, αφέθηκαν να πέσουν σαν δυο κουφάρια πάνω από τους μηρούς με τις παλάμες προς τον γκριζογάλανο πια ουρανό. Τα χείλη του, δυο γραμμές άχρωμες όπως ενός νεκρού, πάλλονταν περιοδικά σε πλήρη συγχρονισμό με τα αραιά σκαμπανεβάσματα του επίπεδου οστέινου στέρνου. Τα μάτια του, εγκλωβισμένα στις κόγχες τους -θαρρείς πως το ρυτιδιασμένο δέρμα ολόγυρα τους προκαλούσε αποτρόπαιο τρόμο-, παρέμεναν πειθήνια και ερμητικά κλειστά, βυθιζόμενα όλο και περισσότερο στην άβυσσο μιας ιερής δέησης. Τα ψαρά μαλλιά αυτού του απρόσμενου επισκέπτη της λίμνης, σαν ξεφτισμένοι σπάγκοι ενός ψαροκάικου, έπεφταν πίσω ελεύθερα κι ανέμιζαν αιθέρια στο πρωινό όργιο της φύσης. Ο άνδρας ήταν εκεί, στημένος για ώρα, στημένος για μέρες. Ο ουρανός ενάλλασσε τα υφασμάτινά του πέπλα με σταθερή ευλάβεια, κάθε ένα με διαφορετική απόχρωση και θεματικό· πότε με στάμπες από πορφυρά μπαμπάκια, πότε με γαλαζόγκριζες μακριές λωρίδες αθανασίας, πότε με μια έκρηξη από διάστικτα μικρά και μεγαλύτερα διαμάντια πάνω σε ένα μυσταγωγικό βαθύ μπλε της εγκαρτέρησης - ένα αιώνιο σύμπαν που δείχνει νωχελικό αλλά δεν είναι. Κάτω από την αυλαία του συρφετού των αποχρώσεων ενός θεού, ο άνδρας έστεκε αδιάλειπτα να απομυζεί αγόγγυστα την κοσμική θάλασσα που έσταζε δροσιά και ελπίδα στο ανεμοδαρμένο του καύκαλο.