Μάχη για μια εφημερίδα

4
«Εμπρός δια της λόγχης» Β’ Βαλκανικός Πόλεμος - Μέρος Β’ Σελίδα 48 Μάχη για μια … εφημερίδα (Διήγηση του Λεωνίδα 18 ) Τελείωσε η ανάπαυση και συνεχίσαμε την πορεία. Βγήκαμε από το δάσος και, κατεβαίνοντας προς το Μακρύοβο, συναντήσαμε τμήματα της 5 ης Μεραρχίας. Διασταυρώθηκαν οι Μεραρχίες, σταμάτησε η 5 η να περάσει το Σύνταγμά μας. Οι Αξιωματικοί τρέχανε να χαιρετίσουν συναδέλφους της άλλης Μεραρχίας και να μάθουν νέα. Σφιξίματα χεριών, ανταλλαγές τσιγάρων, γέλια, φωνές, βόμβος απερίγραπτος. Ένας φαντάρος της 5 ης είχε μιαν αθηναϊκή εφημερίδα. Ίσα με εκατό χέρια απλώθηκαν ικετευτικά: «Να χαρείς συνάδελφε, έχουμε να δούμε εφημερίδα απ’ τη Θεσσαλονίκη!» «Τι γράφει για τους Σέρβους συνάδελφε;» «Ε, βλάμη, έχει κατάλογο τραυματιών;» «Δώσ’ τη μου αδερφέ, να χαρείς ότι αγαπάς ...» «Εφημερίδα παιδιά! Εφημερίδα! Ποιας ημερομηνίας είναι;» «Πήρε ο Στόλος μας την Καβάλα;» «Τι λέει η Ευρώπη για μας;» «Παράρτημα και οι κερδισμένοι αριθμοί του λαχείου!» απαντάει φωναχτά ο κάτοχος και σηκώνει ψηλά την τσαλακωμένη εφημερίδα, ενώ τον περιζώνουν όλο και πιο πολλοί φαντάροι, με τα χέρια ικετευτικά. Ένας Λοχαγός τρέχει προς τον συνωστισμό, ανοίγει με κόπο διάδρομο στη μάζα του χακί, και φτάνει μπροστά στον Στρατιώτη με την εφημερίδα: «Δώσ’ τη μου εδώ!» λέει με ύφος ψαρωτικό. Η εφημερίδα, χάθηκε βιαστικά μέσα στο ξεκουμπωμένο χιτώνιο του Λοχαγού, ο συνωστισμός διαλύθηκε με γκρίνιες και ήταν τώρα η σειρά του Λοχαγού να μοιράζει όρκους και υποσχέσεις σε καμιά εικοσαριά βαθμοφόρους που τον πολιορκούσαν με παρακάλια, ότι στην επόμενη στάση θα τους διαβάσει την εφημερίδα «εις επήκοον όλων». Αλλά την ώρα εκείνη, φάνηκε ξαφνικά ο Σύνδεσμος του Ταγματάρχη, πλησίασε το Λοχαγό, χαιρέτησε και του είπε: «Κύριε Λοχαγέ, ο Ταγματάρχης είπε να μου δώσετε την εφημερίδα να του την πάω!» Έβγαλε νευρικά ο Λοχαγός απ’ το χιτώνιο το τσαλακωμένο έντυπο, και το έδωσε με φανερή δυσθυμία στον Σύνδεσμο. «Να πάρει ο διάβολος! Πού την είδε ο Ταγματάχης;» «Δεν βαριέσαι κύριε Λοχαγέ; Σάμπως γράφουν ποτέ αλήθεια οι εφημερίδες;» προσπάθησε να τον παρηγορήσει ένας Ανθυπολοχαγός. 18 (Δεκανέας Λεωνίδας Παπαχρήστου, ΙΙΙ/1 Τάγμα, 2 η ΜΠ, μυθιστορηματικός ήρωας)

description

Απόσπασμα από το βιβλίο "Εμπρός δια της λόγχης - Β' Βαλκανικός Πόλεμος (Μέρος Β')"Εκδόσεις "ΝΙΔΑ", Αθήνα 2016

Transcript of Μάχη για μια εφημερίδα

Page 1: Μάχη για μια εφημερίδα

«Εμπρός δια της λόγχης» Β’ Βαλκανικός Πόλεμος - Μέρος Β’ Σελίδα 48

Μάχη για μια … εφημερίδα

(Διήγηση του Λεωνίδα18

)

Τελείωσε η ανάπαυση και συνεχίσαμε την πορεία. Βγήκαμε από το δάσος και, κατεβαίνοντας προς το Μακρύοβο, συναντήσαμε τμήματα της 5ης Μεραρχίας.

Διασταυρώθηκαν οι Μεραρχίες, σταμάτησε η 5η να περάσει το Σύνταγμά μας. Οι Αξιωματικοί τρέχανε να χαιρετίσουν συναδέλφους της άλλης Μεραρχίας και να μάθουν νέα. Σφιξίματα χεριών, ανταλλαγές τσιγάρων, γέλια, φωνές, βόμβος απερίγραπτος. Ένας φαντάρος της 5ης είχε μιαν αθηναϊκή εφημερίδα. Ίσα με εκατό χέρια απλώθηκαν ικετευτικά: «Να χαρείς συνάδελφε, έχουμε να δούμε εφημερίδα απ’ τη Θεσσαλονίκη!» «Τι γράφει για τους Σέρβους συνάδελφε;» «Ε, βλάμη, έχει κατάλογο τραυματιών;» «Δώσ’ τη μου αδερφέ, να χαρείς ότι αγαπάς ...» «Εφημερίδα παιδιά! Εφημερίδα! Ποιας ημερομηνίας είναι;» «Πήρε ο Στόλος μας την Καβάλα;» «Τι λέει η Ευρώπη για μας;» «Παράρτημα και οι κερδισμένοι αριθμοί του λαχείου!» απαντάει φωναχτά ο κάτοχος και σηκώνει ψηλά την τσαλακωμένη εφημερίδα, ενώ τον περιζώνουν όλο και πιο πολλοί φαντάροι, με τα χέρια ικετευτικά. Ένας Λοχαγός τρέχει προς τον συνωστισμό, ανοίγει με κόπο διάδρομο στη μάζα του χακί, και φτάνει μπροστά στον Στρατιώτη με την εφημερίδα: «Δώσ’ τη μου εδώ!» λέει με ύφος ψαρωτικό. Η εφημερίδα, χάθηκε βιαστικά μέσα στο ξεκουμπωμένο χιτώνιο του Λοχαγού, ο συνωστισμός διαλύθηκε με γκρίνιες και ήταν τώρα η σειρά του Λοχαγού να μοιράζει όρκους και υποσχέσεις σε καμιά εικοσαριά βαθμοφόρους που τον πολιορκούσαν με παρακάλια, ότι στην επόμενη στάση θα τους διαβάσει την εφημερίδα «εις επήκοον όλων». Αλλά την ώρα εκείνη, φάνηκε ξαφνικά ο Σύνδεσμος του Ταγματάρχη, πλησίασε το Λοχαγό, χαιρέτησε και του είπε: «Κύριε Λοχαγέ, ο Ταγματάρχης είπε να μου δώσετε την εφημερίδα να του την πάω!» Έβγαλε νευρικά ο Λοχαγός απ’ το χιτώνιο το τσαλακωμένο έντυπο, και το έδωσε με φανερή δυσθυμία στον Σύνδεσμο. «Να πάρει ο διάβολος! Πού την είδε ο Ταγματάχης;» «Δεν βαριέσαι κύριε Λοχαγέ; Σάμπως γράφουν ποτέ αλήθεια οι εφημερίδες;» προσπάθησε να τον παρηγορήσει ένας Ανθυπολοχαγός.

18

(Δεκανέας Λεωνίδας Παπαχρήστου, ΙΙΙ/1 Τάγμα, 2η ΜΠ, μυθιστορηματικός ήρωας)

Page 2: Μάχη για μια εφημερίδα

«Εμπρός δια της λόγχης» Β’ Βαλκανικός Πόλεμος - Μέρος Β’ Σελίδα 49

«Δίκιο έχεις φίλε μου, καμιά δε γράφει αλήθεια» απάντησε για λογαριασμό του ένας Υπολοχαγός. «Μωρέ, αλήθεια ή ψέμματα, εγώ ήθελα να διαβάσω την εφημερίδα» επέμενε ο Υπολοχαγός της Διμοιρίας Πολυβόλων. «Να πάμε μόλις βραδιάσει στον Ταγματάρχη να τη ζητήσουμε» πρότειναν δυο τρία στόματα. «Να πάμε! Θα μας τη δώσει αφού τη διαβάσει ...» «Αν κάνουμε δηλαδή καταυλισμό ...» «Έχεις σπερματσέτα στο σακκίδιό σου, κύριε Λοχαγέ;» «Έχω ακόμα κάνα δύο.» «Εγώ έχω καφέ και ζάχαρη!» «Ε, θα περάσουμε φίνα! Καφεδάκι και εφημερίδα στο φως των κεριών!» Και ενώ οι Αξιωματικοί τρίβανε τα χέρια τους με αγαλλίαση, προεξοφλώντας τη βραδυνή ευδαιμονία, οι φαντάροι από την πλευρά τους βάζανε σε ενέργεια τα ρουσφέτια, στον Ιπποκόμο του Λοχαγού: «Στρίψε ένα τσιγάρο συνάδελφε ... Και το βράδυ, τ' αυτιά σου δεκατέσσερα. Άμα θα διαβάζει την εφημερίδα ο Λοχαγός, να ακούς για να μας πεις τα νέα.» «Συνάδελφε, να προσέξεις καλά τι λέει για τους Σέρβους. Μη θέλεις γαλέττα; Έχω μια περισσευούμενη στο σακκίδιο ...» «Συνάδελφε, ν' ακούσεις αν είναι στους τραυματίες ή τους σκοτωμένους ένας Σαρρηγιάννης Νικόλαος του 16ου Πεζικού ... Είναι κουνιάδος μου ...» Ο Ιπποκόμος, μαζεύοντας τσιγάρα και γαλέττες, βεβαίωνε όλους με επίσημο ύφος ότι «θα φροντίσει». Μακρύοβο. Ωραίο χωριό, με κήπους ποτιστικούς και αμπέλια, με μυγδαλιές και πλατάνια και αγριοφουντουκιές. Στο καμπαναριό της εκκλησίας, μία ελληνική επιγραφή, ξυσμένη από τη μανία των Βουλγάρων, μόλις διακρίνεται η πρώτη λέξη: «Δαπάνη …» Σ’ ένα μπαλκόνι, ένας γέροντας παππάς χαϊδεύει τα λευκά του γένια και παρατηρεί σκεπτικός και σιωπηλός, τους Λόχους που περνούν. «Την ευχή σου γερο-παππούλη!» «Στου Θεού το δρόμο παιδιά μου!» Δυο αγοράκια μας χαιρετούν, μισοελληνικά, μισοβουλγάρικα. «Έλληνες είστε βρε παιδιά;» «Γκιρκ! Γκιρκ!» βιάζονται να απαντήσουν. Τα βουλγάρικα σχολεία και ο φόβος του Κομιταζή είχαν κάνει κι εδώ τη δουλειά τους ... Ο δρόμος μετά, στρέφεται προς τα βόρεια. Κάτω στον κάμπο, ένας καπνός υψωνόταν αργά προς τον ουρανό, το Γιενίκιοϊ που καιγόταν. Περνούσαμε από βαλτώδη χωράφια με αφιόνι. Πάνω στους ξερούς χρυσοκίτρινους, άφυλλους μίσχους, ο σφαιρικός κιτρινόμαυρος καρπός του οπίου. Οι Τούρκοι οδηγοί μας κόβουν βιαστικά 2-3 σφαίρες, τις σπάζουν στην παλάμη, και χύνεται από μέσα

Page 3: Μάχη για μια εφημερίδα

«Εμπρός δια της λόγχης» Β’ Βαλκανικός Πόλεμος - Μέρος Β’ Σελίδα 50

μία σκόνη σαν ψιλό πιπέρι, που την βάζουν με λαιμαργία στο στόμα. Μερικοί φαντάροι δοκίμασαν κι’ αυτοί. Λέγανε ότι είχε μια γεύση λαδερή. Οι Τούρκοι χωριάτες το τρώνε. Κάνουν και μία περιμετρική τομή, απ’ όπου τρέχει ο χυμός του οπίου, που τον μαζεύουν νωρίς το καλοκαίρι. Και από τη σκόνη κάνουν ένα είδος λάδι, σα σουσαμόλαδο. Παρακάτω είχε βαλτώδεις κάμπους με ρύζι. Δεν είχα ξαναδεί τότε. Θύμιζαν φυτείες νεόβλαστης σίκαλης, μόνο που τα στάχυα ήταν λεπτότερα και πιο ξανθά. Περάσαμε τη μεγάλη ξύλινη γέφυρα του Πόντου, που οι Βούλγαροι τόνε λένε Στρουμίτσα. Ήταν θολός και κοκκινωπός. Οι οδηγοί των μεταγωγικών, δοκίμασαν να περάσουν τα μουλάρια από τα ρηχά, αλλά δυστροπούσαν αυτά και έτσι τα πέρασαν από τη γέφυρα, χάνοντας χρόνο.

Από το δρόμο του Γιενίκιοϊ, που καιγόταν με τεράστιες φλόγες, ερχόντουσαν χωριάτες από τα χωριά του Μπέλες, φορτωμένοι με πλιάτσικο. Τσουβάλια με σιτάρι, στρώματα, παπλώματα, τεντζερέδες, θυρόφυλλα, τάβλες, πήλινα σκεύη και άλλα πολλά. Ένας γιγαντόσωμος και νεαρός σε ηλικία χωριάτης, μάλλον θα είχε φτάσει αργά, γιατί στον ώμο του είχε μόνο δύο ψάθες. «Θα σε κόψει το βάρος πατριώτη!» τον πείραζαν οι φαντάροι. Αυτός γελούσε χαζά και έσερνε αργά τα βήματά του, λες και κουβαλούσε φορτία ασήκωτα! Καταυλιστήκαμε στην είσοδο του Γιενίκιοϊ. Όταν στήθηκε του Ταγματάρχη η σκηνή, ολόκληρη επιτροπή Αξιωματικών ήρθε για την εφημερίδα. «Ποια εφημερίδα; Την έδωσα στον Αξιωματικό των πολυβόλων.» Ο Αξιωματικός των πολυβόλων, απάντησε με απάθεια: «Τήνε διάβασα στην προτελευταία στάση και την έδωσα στο Λοχία μου.»

Page 4: Μάχη για μια εφημερίδα

«Εμπρός δια της λόγχης» Β’ Βαλκανικός Πόλεμος - Μέρος Β’ Σελίδα 51

Ο Λοχίας την είχε δώσει στον Δεκανέα, ο Δεκανέας τύλιξε μέσα της λίπος, απ’ αυτό που λιπαίνουν τα πολυβόλα, λαδώθηκε ολόκληρη και δε διαβαζόταν πια. Χώρια που είχε σχιστεί κιόλας. Οι Αξιωματικοί έμειναν άναυδοι από το τρομερό άκουσμα. Ο Λοχαγός μας που την είχε δώσει στον Ταγματάρχη, σταύρωσε με απελπισία τα χέρια του, άνοιξε τα πόδια, κοίταξε κατάματα τον Δεκανέα που στεκόταν «κλαρίνο», και είπε λυπημένα, μαζί και επιπληκτικά: «Βούλγαρος είσαι μωρέ; Άει χάσου από τα μάτια μου!»