Βότανα και χρώματα

10
Βότανα και χρώματα Η κρεμεζιά είναι θάμνος που γίνεται και δέντρο. Φυτρώνει σε μέρη υγρά και σκιερά, συνήθως σε χαλάσματα σπιτιών. Έχει πολλές χρήσεις. Το ρίζωμά της διατηρείται και το χειμώνα και τα πρώτα βλαστάρια της την άνοιξη στο Νότιο Πήλιο τα ζεματίζουν και τα κάνουν σαλάτα ή τα τηγανίζουν και τα τρώνε με σκορδαλιά. Έχει μεγάλα πράσινα φύλλα και βγάζει κάτι μικρά σταφύλια με άφθονο χυμό, που δίνουν το κόκκινο χρώμα. Στο Νότιο Πήλιο δεν χρησιμοποιούν το ριζάρι, όπως στο Βόρειο, για να βγάλουν το κόκκινο. Επίσης βγάζουν απ’ την κρεμεζιά και το «γκρενά» που δεν μπορεί να το πετύχει κανείς από το ριζάρι. Άλλος καρπός είναι τα τσάγαλα, τα χλωρά αμύγδαλα. Από τα φλούδια τους βγαίνουν μπεζ αποχρώσεις διαφορετικές από κείνες που βγαίνουν απ’ τη βελανιδιά. Από τη φλούδα του ώριμου ροδιού βγαίνει χρώμα μπεζ, από ανοιχτό μέχρι αρκετά σκούρο. Είναι ανεξίτηλο και δεν χρειάζεται στερεωτικό. Ούτε κόβει στον ήλιο. Άμα προσθέσεις καλακάνι, πετυχαίνεις μια μαύρη βαφή προς το καφέ. Οι κούπες των βελανιδιών βάφουν ακόμα και με κρύο

description

.

Transcript of Βότανα και χρώματα

Page 1: Βότανα και χρώματα

Βότανα και χρώματαΗ κρεμεζιά είναι θάμνος που γίνεται και δέντρο. Φυτρώνει σε μέρη υγρά και σκιερά, συνήθως σε χαλάσματα σπιτιών. Έχει πολλές χρήσεις. Το ρίζωμά της διατηρείται και το χειμώνα και τα πρώτα βλαστάρια της την άνοιξη στο Νότιο Πήλιο τα ζεματίζουν και τα κάνουν σαλάτα ή τα τηγανίζουν και τα τρώνε με σκορδαλιά. Έχει μεγάλα πράσινα φύλλα και βγάζει κάτι μικρά σταφύλια με άφθονο χυμό, που δίνουν το κόκκινο χρώμα. Στο Νότιο Πήλιο δεν χρησιμοποιούν το ριζάρι, όπως στο Βόρειο, για να βγάλουν το κόκκινο. Επίσης βγάζουν απ’ την κρεμεζιά και το «γκρενά» που δεν μπορεί να το πετύχει κανείς από το ριζάρι.Άλλος καρπός είναι τα τσάγαλα, τα χλωρά αμύγδαλα. Από τα φλούδια τους βγαίνουν μπεζ αποχρώσεις διαφορετικές από κείνες που βγαίνουν απ’ τη βελανιδιά.Από τη φλούδα του ώριμου ροδιού βγαίνει χρώμα μπεζ, από ανοιχτό μέχρι αρκετά σκούρο. Είναι ανεξίτηλο και δεν χρειάζεται στερεωτικό. Ούτε κόβει στον ήλιο. Άμα προσθέσεις καλακάνι, πετυχαίνεις μια μαύρη βαφή προς το καφέ. Οι κούπες των βελανιδιών βάφουν ακόμα και με κρύο νερό, χωρίς να βράσεις τα μαλλιά που θέλεις να βάψεις. Πολύ ωραία βάφουν και τα «λιναρίτικα» υφάσματα που φτιάχνανε οι παλιές Πηλιορείτισσες από ντόπιο λινάρι.Από φλούδες δέντρων χρησιμοποιούνται του πλάτανου, της μηλιάς και άλλων. Απ’ τη φλούδα του πλάτανου βγαίνει καφετί κόκκινο, ενώ από τη φλούδα της μηλιάς βγαίνει ένα κίτρινο προς το πορτοκαλί. Από τη φλούδα του

Page 2: Βότανα και χρώματα

πεύκου βγαίνει το μελιτζανί χρώμα, την άνοιξη, το καλοκαίρι ή το φθινόπωρο. Το χειμώνα δεν βγαίνει χρώμα.Οι μύκητες που φυτρώνουν παρασιτικά πάνω στους κορμούς των δέντρων και που τους ονομάζουν «ίσκες», βγάζουν χρώμα η ίσκα της αμυγδαλιάς, της λεύκας, της μηλιάς, της κουτσουπιάς, του πουρναριού, του καραγάτς. Την ίσκα του καραγάτς τη χρησιμοποιούσαν άλλοτε για ν’ ανάβουν φωτιά με τα τσακμάκια. Και μύριζε πολύ όμορφα όταν καιγόταν, όπως άλλωστε όλες οι ίσκες.Η ίσκα της μηλιάς βγάζει κίτρινο προς πορτοκαλί, πολύ λαμπερό, κυρίως όταν την ανακατέψουμε και με φλούδες μηλιάς και πλύνουμε ύστερα το βαμμένο ύφασμα ή τη φλοκάτη στη θάλασσα. Η θάλασσα κάνει καλό στο προβατίσιο μαλλί. Καθαρίζει καλά τα υφαντά χωρίς απορρυπαντικό ή σαπούνι και τα κάνει μαλακά και αφράτα. Το ίδιο και στα λινά υφαντά.Απ’ τα βοτάνια βγαίνουν άπειρα χρώματα και αποχρώσεις. Απ’ το ριζάρι, που αναφέραμε και παραπάνω και που έδωσε μεγάλη φήμη και πλούτο στη Ζαγορά και στα Αμπελάκια, μέχρι να βγουν οι συνθετικές βαφές με τα κόκκινα υφαντά που διακινούνταν στην Ασία, στην Αφρική και στην Ευρώπη.Απ’ την τσουκνίδα, την απλή τσουκνίδα, βγαίνει ένα χρώμα κιτρινοπράσινο λεμονί. Κι άλλα χρώματα βγαίνουν από το σφερδούκλι τον ασφόδελο, από την αβουξιά το ζαμπούκο, περιζήτητο και για θεραπευτικές χρήσεις, απ’ το σφενδάμι, απ’ τη μολόχα, από τα σπάρτα, απ’ το κισσό, απ’ το βάλσαμο, απ’ τα ρούδια που τα λένε και σουμάκι,

Page 3: Βότανα και χρώματα

από τους μάηδες με τα κίτρινα λουλούδια που τους ονομάζουν και τσιτσιμίδες ή μαντιλίδες, από το φλώμο λαμπάκα, από την ξυνίθρα που τη λένε και λάπατο, από τη βέτζα, που τη λένε και χρυσόξυλο ή κοκορέντζα.Αυτό το τελευταίο βοτάνι είναι θάμνος πολυετής που ευδοκιμεί σε χαμηλό υψόμετρο, εκεί που φυτρώνει η κουμαριά και τ ο πουρνάρι. Φτάνει συχνά το δύο και τα τρία, μέχρι και τα τέσσερα μέτρα ύψος και τα φύλλα του είναι τόσο λεπτά και μπερδεμένα που δίνουν την εντύπωση του σύννεφου. Απ’ το ξύλο του βγαίνει ένα χρώμα κίτρινο χρυσαφί, γι’ αυτό και το ονομάζουν χρυσόξυλο. Αν προστεθεί γαλαζόπετρα δίνει χρώμα καφέ. Και το φθινόπωρο όταν τα φύλλα του κιτρινίζουν τότε με λίγη στύψη δίνει ένα χρώμα κίτρινο προς το πορτοκαλί.Οι ρίζες είναι σημαντικές για βαφή. Η ρίζα από το ρείκι, δίνει μια απόχρωση του μπεζ την άνοιξη, ενώ τον Αύγουστο δίνει χρώμα ροζ. Αυτή η αυγουστιάτικη αν χρησιμοποιηθεί το χειμώνα δίνει χρώμα καφέ. Επίσης η ρίζα απ’ το πουρνάρι δίνει χρώμα ανοιχτό μπεζ. Κι η ρίζα απ’ το βηχάνι μαζί με τα φύλλα του δίνει στα μάλλινα και στα βαμβακερά ένα πολύ ωραίο μαύρο χρώμα.Οι σπόροι πάλι, ανάλογα με την εποχή που τους μαζεύει κανείς, δίνουν διαφορετικά χρώματα. Ο σπόρος του κισσού την άνοιξη δίνει ένα ανοιχτό μοβ χρώμα, ενώ ο σπόρος του κρόκου δίνει το χρώμα της φωτιάς, το σαφράν. Βέβαια, είναι σπάνιος στο Πήλιο και είναι πανάκριβος στην αγορά. Καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις στην Κοζάνη και σε μερικά άλλα μέρη της Ελλάδας. Εκτός από τη

Page 4: Βότανα και χρώματα

βαφική χρησιμοποιείται και στη θεραπευτική και στη μαγειρική αλλά και στο χρωματισμό του κρασιού. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν συχνά τα «κρόκινα» και τα «κροκοβαφή» υφάσματα και στα Ομηρικά έπη η Ηώς, η θεά της αυγής, ονομάζεται «κροκόπεπλος».Οι φυτοβαφές είναι συνυφασμένες με την τοπική οικονομική ιστορία. Πέρα από τις βαφές των υφαντών που έφεραν άλλοτε πλούτο και φήμη στο Ανατολικό Πήλιο, έπαιξαν ρόλο και στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας των δερμάτων. Οι «ταμπαχανάδες» δηλαδή τα βυρσοδεψία της Κουκουράβας στη Μακρυνίτσα, που επεξεργάζονταν και έβαφαν δέρματα της τοπικής κτηνοτροφίας, χρησιμοποιούσαν αρχικά φυτικά στοιχεία και στην επεξεργασία και στη βαφή. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα βυρσοδεψία μετακόμισαν κατά το Μεσοπόλεμο στο Βόλο κι έγιναν μικρά εργοστάσια που ανταποκρίθηκαν στην τοπική ζήτηση δερμάτων, αλλά έκαναν και εξαγωγές πέρα απ’ τη Μαγνησία και έξω απ’ τα σύνορα της χώρας.

Τα χρώματα του Θεόφιλου

Παλιότερα, απ’ τα βοτάνια και τα δέντρα έβγαζαν και οι καλλιτέχνες τα χρώματα που τους χρειάζονταν για τη ζωγραφική στις τοιχογραφίες, πάνω στα σανίδια και σε άλλα υπόβαθρα. Αυτά τα ονομάζουμε σήμερα χρώματα «αυτοτέμπερας» και που τα φτιάχνουν οι ζωγράφοι με σκόνες αγοραστές ή τα παίρνουν έτοιμα σε σωληνάρια, οι παλιοί τα προετοίμαζαν μόνοι τους. Έτσι έκανε κι ο

Page 5: Βότανα και χρώματα

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο μυτιληνιός ζωγράφος που παρέμεινε ζωγραφίζοντας επί πολλά χρόνια στο Πήλιο.Ο καπετάν Μανόλης Βλαχόπουλος που παρακολουθούσε μικρός το Θεόφιλο να ζωγραφίζει και που αργότερα, στα γεράματά του, ζωγράφιζε κι αυτός πατώντας στα χνάρια του δασκάλου του, περιέγραψε στην Ευδοξία Κουτσογιάννη πως παρασκεύαζε ο γνωστός στο πανελλήνιο λαϊκός ζωγράφος τα χρώματα της ζωγραφικής του από βοτάνια και άλλα φυτά.Η βάση των χρωμάτων του ήταν η γαλατσίδα. Έστελνε τα πιτσιρίκια της γειτονιάς και του μάζευαν γαλατσίδες, τις έβραζε ώσπου να μείνει στη χύτρα ένα κατακάθι σαν γιαούρτι, σαν χλωρό τυρί κι αυτό ήταν το άσπρο χρώμα που το ανακάτευε μετά με άλλα χρώματα για να φτιάχνει αποχρώσεις και μείξεις. Το πράσινο το έβγαζε απ’ το πολυτρίχι, το κίτρινο από ένα ψηλό λουλουδάκι που το λένε στο Πήλιο Βασκαντήρα, το βαθύ καφέ το έβγαζε απ’ τα κουκουνάρια και το ξάνοιγε με γαλατσίδα. Το μαύρο το έφτιαχνε από φούμο ανακατεμένο με γαλατσίδα, το κόκκινο από τα πέταλα της παπαρούνας, το μπλε από τα κυπαρισσόμηλα.Τα ξυλοκάρβουνα: Ένα πανάρχαιο προϊόν του Πηλίου που είχε για ένα διάστημα παραμεληθεί, το ξυλοκάρβουνο, επανήλθε, όχι πια σαν καύσιμο για θέρμανση ή για παραγωγή ενέργειας. Χρησιμοποιείται τώρα ως προϊόν πολυτελείας στα «μπάμπερκιου» και στα εστιατόρια που σερβίρουν ψητά στα κάρβουνα.

Page 6: Βότανα και χρώματα

Πίσω απ’ τη Μακρινίτσα, στη Δέσχιανη, πηγαίνοντας για τη μονή Σουρβιάς, αν δεν συναντήσουμε καρβουνιάρηδες να δουλεύουν, σίγουρα θα δούμε κάτι λοφάκια σκεπασμένα με χώμα να καπνίζουν στην κορφή σαν μικρά ηφαίστεια. Την πιο μεγάλη παραγωγή ξυλοκάρβουνου την έχει το Ανατολικό Πήλιο, στο Πουρί και στο Ξουρίχτι, όπου βγάζουν κάρβουνο από ξύλο της οξιάς.

Η πλάκα Πηλίου: Λατομεία λειτουργούσαν από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην περιοχή μεταξύ Μηλίνας και Τρικέρι στη θέση Τζάστενη, υπήρχαν λατομεία μαρμάρου που λειτουργούσαν και κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Αλλά και σ’ άλλα μέρη του Πηλίου υπήρχαν λατομεία γραφίτη, χρωμίου και άλλων ορυκτών που εγκαταλείφθηκαν στον 20ο αιώνα. Τα πιο γνωστά είναι στο Ξουρίχτι του Ανατολικού Πηλίου και στην περιοχή Νεοχωρίου – Συκής στο Νότιο Πήλιο.Σέρνεται ο μύθος πως οι περίφημοι μοναχοί – στρατιώτες Αμαλφινοί ή Ιωαννίτες ήρθαν στο Πήλιο για να βρουν μαγνήτη, αφού στην Κρήτη και στο Πήλιο τοποθετεί η αρχαία μυθολογία τη σκηνή όπου ο βοσκός Μάγνης ακινητοποιήθηκε μια μέρα που έβοσκε τα πρόβατά του πατώντας στο μυστηριώδες αυτό μέταλλο με τα σανδάλια του που είχαν σιδερένια καρφιά. Αμαλφινός ήταν αυτός που κατόρθωσε να προσαρμόσει τη μαγνητική βελόνη των Κινέζων και να φτιάξει τη ναυτική πυξίδα που μένει πάντα επίπεδη, παρά τα σκαμπανεβάσματα του πλοίου.

Page 7: Βότανα και χρώματα

Σήμερα, εκτός από τα λατομεία μάρμαρου, λειτουργούν και τα «μαντέμια» της περίφημης στο πανελλήνιο και στο εξωτερικό πλάκας Πηλίου. Η προφορική παράδοση διατείνεται πως τα λατομεία ξεκίνησαν στη δεκαετία του ’20 του 20ου αιώνα, χωρίς να δίνει απάντηση στο ερώτημα που έβρισκαν πρωτύτερα τη σχιστολιθική πλάκα με τα φανταστικά σχέδια και χρώματα οι σκεπάδες για να πλακοστρώνουν τις σκεπές των εκκλησιών και των σπιτιών.Στην Πρόπαν του Ανατολικού Πηλίου, όπου υπήρχαν φαίνεται από πολύ παλιά μαντέμια πλάκας, δεν υπάρχουν μνήμες. Πάντως από κει πρέπει να ξεκίνησε η παραγωγή της σχιστολιθικής πλάκας, αφού ονομάζεται «πλάκα Πρόπαν» ή πλάκα προπαντιώτικη. Οι παλιοί μαντεμτζήδες δούλευαν με γκασμάδες και φτυάρια, με βαριοπούλες και σφήνες, με παραμίνες και μαύρο μπαρούτι. Έβαζαν τη σφήνα στη σχισμή της πέτρας, τη χτυπούσαν με τη βαριά, έβαζαν μετά την παραμίνα κι έκαναν τόπο όσο γινόταν πιο βαθειά για να φτιάξουν το φουρνέλο, ν’ ανατινάξουν το βράχο για να διαλέξουν ύστερα τις πλάκες και να τις πελεκήσουν στο σχήμα και στο μέγεθος που ήθελαν. Μετά φόρτωναν τις πλάκες στα μουλάρια και τις πήγαιναν στην παραλία, στο Καλαμάκι, όπου σώζεται ακόμα, ερείπιο, το τελωνείο που τις καταμετρούσε. Και τα καΐκια τις μετέφεραν παντού για να στολίσουν τις αυλές, τους τοίχους, τις σκεπές, τα πατώματα.Ύστερα άνοιξα μαντέμια στο Νεοχώρι, νοτιότερα της Πρόπαν. Πρώτα στη θέση Ασπρώγειες, ύστερα στη Λιγός

Page 8: Βότανα και χρώματα

Ράχη, στη Βλαχιά που τη λένε και Σπλίτσα, δηλαδή Σπηλίτσα, κι αργότερα στις θέσεις Χαγιάτικα και Στέρνα και σ’ όλη αυτήν την περιοχή ως τη Συκή, αντηχούσαν η κραυγή «βάρδα φουρνέλο» και την ακολουθούσε η ανατίναξη.Ύστερα άνοιξαν τα λατομεία της Συκής. Τώρα, όμως, η δουλειά δεν γίνεται μόνο με τα χέρια. Υπάρχουν τα κομπρεσέρ, οι μπουλντόζες, οι φορτωτές, τα φορτηγά που μεταφέρουν τις πλάκες σε χιλιάδες μάντρες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.