Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού,...

309
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ∆ΙΚΑΙΟ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΖΩΗ & ∆ΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΩΣΤΑΡΛΙ∆ΟΥ Γ. ΠΑΣΧΑΛΙΑ Α.Ε.Μ : 361 ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ∆ιπλωματική εργασία Σύμβουλος Καθηγητής: Κ. Π. Κωτσιόπουλος ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

description

Πολύ ενδιαφέρον

Transcript of Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού,...

Page 1: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ

ΤΟΜΕΑΣ ∆ΙΚΑΙΟ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΖΩΗ & ∆ΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΚΩΣΤΑΡΛΙ∆ΟΥ Γ. ΠΑΣΧΑΛΙΑ Α.Ε.Μ : 361

ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ” ∆ιπλωµατική εργασία

Σύµβουλος Καθηγητής: Κ. Π. Κωτσιόπουλος

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

Page 2: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ................................................................................................7

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ...........................................................................................................10

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ..............................................................................................................13

Α΄ΕΝΟΤΗΤΑ

ΠΡΟΣΩΠΟ – ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.............................................................14

1. ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ .....................................................................14

2. ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ....................30

2.1. ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ .......................................................................................38

3. ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ................................................................49

3.1. ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ......................................................................56

4. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ .....................................................................................66

4.1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ...............................66

4.2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑΣ......................................................71

4.3.∆ΙΑΦΟΡΑ ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ .....72

4.4.Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ....................................................73

Β' ΕΝΟΤΗΤΑ

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ / ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ / ΑΡΘΡΟ 3 ..76

1. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ............................................................76

2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ .............................................................................82

2.1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ∆ΡΟΜΗ....................................................82

2.2. ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ .............................................................................................90

2.3. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ

Page 3: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

3

ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΣΤΗΝ Ε∆ΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ .....96

2.4 ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ∆ΡΟΜΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑ∆Α ...........99

Γ' ΕΝΟΤΗΤΑ

Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ..............................................................................................105

1. Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ..................................106

2. Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ (Ρώµη 4 Νοεµβρίου 1950) .....................................................108

3. ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ)......................................................................110

4. Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (Νίκαια 7.12.2000)..........................................................................112

5. ∆ΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (12.4.1989) .......................................114

6. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ∆ΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (Ο.Η.Ε. 10.12.1948) .......................................................................................115

7. ∆ΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (Ο.Η.Ε. 19.12.1966) .............................................................117

8. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩ∆ΙΚΑ ..........................................................................................................119

9. ΕΙ∆ΙΚΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ ........................................................................123

10. Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΚΩ∆ΙΚΑ ..............................................124

11. ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩ∆ΙΚΑ............................129

12. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΗ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ..............................130

13. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟΝ ΚΩ∆ΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ∆ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ......................136

14. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ...................138

Page 4: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

4

∆΄ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ................................................................140

1. ΓΕΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ..........................................................................140

2. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ ...................................................143

3. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ.............160

4. ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ & ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΙΑΣ ................162

5. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Ή ΜΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ........................................................................................164

Ε' ΕΝΟΤΗΤΑ

ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙ∆ΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ .......173

1. Ο ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΟΡΚΟΥ ..............................173

1.1 Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ...........................................................179

1.2. Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕ∆ΡΟΥ ΤΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ..........................180

1.3. Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ∆ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ......................................183

1.4. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΟΡΚΟΣ................................................................185

1.5. Ο ΟΡΚΟΣ ΣΤΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ............................................................187

2. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ∆ΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΕΥΚΤΗΡΙΩΝ ΟΙΚΩΝ ............................................192

3. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥ∆ΕΣ ....................................198

4. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΙΑ - ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ...........................................................................................209

5. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ∆ΙΑΠΑΙ∆ΑΓΩΓΗΣΗ (Εκκλησιασµός και Προσευχή) ......................................................................218

ΣΤ΄ ΕΝΟΤΗΤΑ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ ........................................220

1. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ∆ΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ...........220

Page 5: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

5

2. ΤΟ ∆ΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙ∆ΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ .................................................................222

3. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ Ι∆ΡΥΣΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΗΡΙΩΝ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ .....................................................225

4. ΤΟ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ (ΓΕΝΙΚΑ) ........................................................................................................228

5. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΤΗΣ ∆ΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ ............................................................232

6. Ι∆ΡΥΣΗ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ∆ΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ.........................................................................................236

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ..........................................................................................240

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΑΑ. ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Ε.Ε.∆.Α. ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ........242

Β. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α – ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ........................................................................246

1. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟ ..................................248

1.1. Υπόθεση «Κοκκινάκης κατά Ελλάδας» ........................................248

1.2. Υπόθεση «Λαρίσσης και λοιποί κατά Ελλάδας» .........................252

2. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ Ι∆ΡΥΣΗ ΝΑΟΥ Ή ΕΥΚΤΗΡΙΟΥ ΟΙΚΟΥ ......................................................................................................254

2.1. Υπόθεση «Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδας» ....................254

2.2. Υπόθεση «Πεντίδης και λοιποί κατά Ελλάδας» ...........................258

2.3. Υπόθεση «Τσαβαχίδης κατά Ελλάδας».......................................258

3. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ ................................259

3.1. Υποθέσεις «Βαλσάµης κατά Ελλάδας» και «Ευστρατίου κατά Ελλάδας».............................................................................................259

4. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ

Page 6: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

6

ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ .........................................................................................262

4.1. Υπόθεση «Ιµπραήµ Σερίφ κατά Ελλάδας»...................................262

4.2. Υπόθεση «Αχµέτ Σαδίκ κατά Ελλάδας» .......................................264

4.3. Υπόθεση «Αντάν Ραΐφ Ογκλού κατά Ελλάδας»...........................265

ΓΓ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΕΤΩΝ 1953 – 1993...............267

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.................................................................................295

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ...........................................................................307

ΠΕΡΙΟ∆ΙΚΑ..........................................................................................................308

ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ............................................................309

Page 7: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

7

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Α.Ε.Ι.: Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυµα Α.Π.Θ.: Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης α.ν.: αναγκαστικός νόµος Β.δ.: Βασιλικό ∆ιάταγµα ΑΚ: Αστικός Κώδικας ΑΠ: Άρειος Πάγος ∆ΑΣΕ: ∆ιάσκεψη για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη ∆ΙΣΑΠΟ∆: ∆ιεθνές Σύµφωνο περί Ατοµικών και Πολιτικών ∆ικαιωµάτων ΕισΝΑΚ: Εισαγωγικός Νόµος Αστικού Κώδικα Ε.Ε.∆.Α.: Εθνική Επιτροπή για τα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου Ευρ∆∆Α: Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΕυρΕ∆Α: Ευρωπαϊκή Επιτροπή ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΕρµΑΚ: Ερµηνεία Αστικού Κώδικα ΕΣ∆Α: Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου ∆ΙΚΑΤΣΑ: ∆ιεπιστηµονικό κέντρο αναγνώρισης τίτλων σπουδών αλλοδαπής ΚΠολ∆: Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας ΚΠ∆: Κώδικας Ποινικής ∆ικονοµίας Ν.: Νόµος Νο.Β.: Νοµικό Βήµα ν.π.δ.δ.: Νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου Ο.Η.Ε.: Οργανισµός Ηνωµένων Εθνών Ο∆ΕΠ: Οργανισµός ∆ιαχειρίσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας ΠΚ: Ποινικός Κώδικας

Page 8: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

8

Π.∆.: Προεδρικό ∆ιάταγµα Π.Σ.Ε.: Παγκόσµιο Συµβούλιο Εκκλησιών Π.Μ.Σ.: Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Σ.: Σύνταγµα ΣτΕ: Συµβούλιο της Επικρατείας ΥΠ.Ε.Π.Θ.: Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων ΦΕΚ: Φύλλο Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως

Page 9: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

9

“...Ei τις θέλει οπίσω µου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω µοι...”. (Ματθ. 16,24).

Page 10: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

10

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το ζήτηµα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας υπήρξε ανέκαθεν και αποτελεί αναµφίβολα και σήµερα ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήµατα του Συνταγµατικού ∆ικαίου. Και αυτό γιατί η ρύθµιση των σχέσεων αυτών καλείται να δώσει απαντήσεις σε ένα πλέγµα ευαίσθητων και δυσεπίλυτων προβληµάτων που έχουν να κάνουν αφενός µε την πολιτισµική παράδοση και τις κοινωνικές και θεσµικές ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και αφετέρου µε τις κρατούσες ηθικές και ιδεολογικές αντιλήψεις, όπως ιδίως οργανώνονται και αναπαράγονται ως δογµα-τικά συστήµατα θρησκευτικών ή και αντιθρησκευτικών αξιών και «αληθειών», µε τη µεγαλύτερη ή µικρότερη διαµεσολάβηση του Κράτους. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να θίξει το ζήτηµα του προσηλυτισµού στην Ελλάδα. Το εγχείρηµα αυτό είναι αρκετά δύσκολο, αφού µελετώντας κανείς για το θέµα αυτό, διαπιστώνει ότι το ζήτηµα αυτό αναγκαστικά διαπλέκεται µε άλλα ζητήµατα, όπως π.χ. µε τις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας (ως προανεφέρθη), µε τα ανθρώπινα δικαιώµατα, σαφώς µε τη θρησκευτική ελευθερία, µε τον εθνικισµό, τον ρατσισµό και πολλά άλλα. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας γίνεται µια εννοιολογική αποσαφήνιση των όρων πρόσωπο, πολιτισµική ταυτότητα, εκκοσµίκευση, θρησκευτική ελευθερία, ανεξιθρησκία και προσηλυτισµός. Επισηµαίνεται η διαφορά µεταξύ θρησκευτικής ελευθερίας και ανεξιθρησκίας και στη συνέχεια παρατίθεται µια σύντοµη ιστορική αναδροµή, διεθνώς και ειδικότερα στην νεότερη Ελλάδα. Στη συνέχεια, γίνεται µια σύντοµη αναφορά στα σηµαντικότερα νοµικά κείµενα, που κατοχυρώνουν τον προσηλυτισµό αλλά και τη θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα σήµερα. Αµέσως

Page 11: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

11

επόµενα αναλύεται το διεξοδικά το περιεχόµενο του προσηλυτισµού εξατοµι-κευµένα, ενώ λίγο παρακάτω εξετάζεται σε άµεση σχέση µε ειδικότερα θέµατα τα οποία τρόπον τινά άπτονται και προσεγγίζουν σε πρακτικό επίπεδο της καθηµερινότητας, του προσηλυτισµού, ήτοι µε τον όρκο, το µάθηµα των θρησκευ-τικών, τους ευκτήριους οίκους και ναούς, κ.α. Αµέσως µετά επιχειρείται µία σύντοµη αναφορά στις θρησκευτικές µειονότητες και στην προστασία τους από την ελληνική έννοµη τάξη. Στο τέλος της εργασίας παρατίθεται παράρτηµα, το οποίο περιέχει περιληπτικά τις σηµαντικότερες προσφυγές Ελλήνων πολιτών κατά της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο για παραβίαση του δικαιώµατός τους στην θρησκευτική ελευθερία και λατρεία αλλά και επιλεγµένες δικαστικές αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων για το ζήτηµα του προσηλυτισµού, από τη µεταπολεµική περίοδο έως σήµερα. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν ένα πλούσιο νοµολογιακό υλικό, το οποίο συµβάλλει στην καλύτερη και πληρέστερη προσέγγι-ση του ζητήµατος. Από τη νοµολογία των δικαστηρίων, µπορεί κανείς να αποκο-µίσει πολλά συµπεράσµατα για τον προσηλυτισµό στη χώρα µας. Η χρησιµότητα µιας τέτοιας έρευνας πάνω σε δικαστικές αποφάσεις έγκειται στο γεγονός ότι µέσα από τη δικαστηριακή πρακτική, µπορεί να διαφανεί η γενικότερη στάση και αντιµετώπιση της ελληνικής κοινωνίας έναντι του ζητήµατος του προσηλυτισµού. Το πώς αντιµετωπίζουν δηλαδή τα δικαστήρια τις υποθέσεις που έχουν σχέση µε αυτόν, δίνει σαφώς και πληροφορίες σηµαντικές για την κατάσταση που επικρα-τεί, για το νοµικό πλαίσιο που ισχύει, για το αν αυτό εφαρµόζεται ή όχι κ.ο.κ. Αφορµή για τη συγγραφή της παρούσας διπλωµατικής εργασίας στάθηκε ο Σύµβουλος Καθηγητής µου, Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος, τον οποίον και ευχαρι-στώ για τις καθοδηγητικές του παρατηρήσεις και επιστηµονικές του επισηµάνσεις,

Page 12: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

12

ώστε η παρούσα εργασία να δει το φως της δηµοσιότητας στα πλαίσια της Τριµελούς Επιτροπής Κρίσεως του Τµήµατος Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολο-γίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Θεσσαλονίκη Oκτώβριος 2007 Κωσταρλίδου Γ. Πασχαλία

Page 13: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

13

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το θέµα που πραγµατεύεται η παρούσα εργασία είναι το ζήτηµα του προσηλυτισµού. Η θεώρηση του θέµατος είναι κοινωνιολογική, νοµική και θεολογική. Το υπό εξέταση θέµα καθίσταται εξαιρετικά ενδιαφέρον και ταυτόχρονα πολύ επίκαιρο, αφού τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να συζητείται σοβαρά και στον τόπο µας. Η έρευνα του θέµατος αφορά κυρίως τον ελληνικό χώρο, έτσι ώστε να είναι εφικτή η όσο το δυνατόν καλύτερη και αρτιότερη παρουσίαση του θέµατος, µέσα στα τοπικά όρια της Ελλάδας.

Page 14: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

14

Α ΄ Ε Ν Ο Τ Η Τ Α

ΠΡΟΣΩΠΟ – ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

1. ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ Kατά τον Επίκτητο, ελευθερία είναι η πράξη που ακολουθεί µετά την αποµόνωση της φαυλότητας1· ενώ πολύ αργότερα ο Έγγελος διατυπώνει την ιδιαιτέρως σκληροπυρηνική θεωρία του, πως ελευθερία είναι η τήρηση ενός προτύπου αγαθότητας ή λογικής που αναγκαστικά πρέπει να αναζητηθεί στο Κράτος2. Ήτοι το Κράτος αναγνωρίζεται ως ηθική ολότητα και αρµόδιο προς πραγµάτωση της ελευθερίας. Είναι όµως άραγε αυτή καθεαυτή η έννοια της ελευθερίας, η αντικει-µενική, γνήσια, που παραµένει αναλλοίωτη ανά τους αιώνες; Μάλλον η άποψη του Έγγελου είναι κατά κάποιο τρόπο ακραία, αφού εδώ Κράτος και Ελευθερία συµπίπτουν. Υφέρπουσα σκοπιµότητα της εν λόγω πρακτικής, να υπάρχει µεν η ελευθερία, αλλά για χάρη του Κράτους, προκειµένου να υπακούουν οι πολίτες σε µια ηθική ολότητα που επιβάλλει την ελευθερία. Η ελευθερία δεν επιβάλλεται ..η ελευθερία προτείνεται, χαρίζεται ειδεµή.. κατακτά-ται. Ουσιαστικά µε µια τέτοια πρακτική υποτάσσεται ο άνθρωπος για να γίνει ελεύθερος! Εύλογο λοιπόν είναι το ερώτηµα, τι είδους ελευθερία είναι τούτη, που συνθλίβει κάθε εκδήλωση αυτής, προκειµένου να εντάξει το υποκείµενό της σε µια αναγκαιότητα πέρα για πέρα αµφισβητήσιµη! Αναδύεται ως εκ τούτου µια οσµή

1 B.Γιούλτση, Πνευµατικότητα και Κοινωνική Ζωή, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1999, σ.66. 2 ο.π., σ.67.

Page 15: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

15

ολοκληρωτισµού, απολυταρχίας, τυραννίας, άρα αυτή η ελευθερία βλάπτει παρά ωφελεί το λαό. Στην πραγµατικότητα η ελευθερία είναι µια έννοια πέρα από όρια και στεγανά. Είναι ένα ιδανικό που απογειώνει τον άνθρωπο σε διαστάσεις που τον καθιστούν ικανό να ανακαλύψει και να αναπτύξει πτυχές του πνεύµατος και της ψυχής του που µένουν αδρανή, προσδιοριζόµενα από µία άκρατη παθητικότητα, µέσα στη ρουτίνα της καταπιεστικής καθηµερινότητας και ενός συστηµατικού ολοκληρωτι-σµού. Και επ’ αυτού, µόνο η χριστιανική διδασκαλία και ο Χριστιανισµός (ως λυτρωτική θρησκεία), είναι εκείνη που αρνείται τη στωϊκή απάθεια που δέχεται την απόλυτη παθητικότητα του ανθρώπου, νοµιµοποιεί τη δράση της υπεύθυνης ελευθερίας του και τον αντιµετωπίζει ως ενεργητικό όν, ελεύθερο και ανεξάρτητο από εξωτερικές αντιδράσεις, που µπορεί να εξουσιάζει τα φυσικά στοιχεία µέσα και γύρω του3. Η ελευθερία δεν εξαρτάται από λογική ή από ηθική ή από την ιδέα µιας ηθικής ολότητας που προβάλλεται από το Κράτος (και φυσικά µιλάµε για Κράτη που διέπονται από ολοκληρωτικά καθεστώτα και όχι για τα πλέον φιλελεύθερα). ∆ιότι µια τέτοια εξάρτηση δουλώνει τον άνθρωπο, παραγνωρίζει την πνευµατική του υπόσταση (ήτοι το πρόσωπο), και το υποτάσσει σταδιακά στην εκάστοτε ολοκλη-ρωτική αναγκαιότητα. Τέτοιες ολοκληρωτικές αναγκαιότητες είναι (σε κοινωνικό επίπεδο) όλες οι κοινωνιστικές ουτοπίες, ενώ στο χώρο της θρησκείας οι χιλια-σµοί, οι Μεσσιανισµοί, οι «νέες εποχές» (για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω), οι θρησκευτικές απολυτοποιήσεις, κ.α. 3 Κ.Κωτσιόπουλου, Το κίνηµα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342 – 1349), Ιστορική, Θεολογική

και Κοινωνικολογική διερεύνηση, Ιστορική, Θεολογική και Κοινωνική ∆ιερεύνηση, Θεσσαλονίκη, 1998, σ.242.

Page 16: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

16

Η αναζήτηση λοιπόν της αλήθειας βρίσκεται στο πρόσωπο. Η ουσιαστική ελευθερία πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσµα της αναφοράς στο πρόσωπο, διότι ξεκινάει από το πρόσωπο. Κατά συνέπεια καίριο και καταλυτικό είναι το ζήτηµα του σεβασµού της αξίας του προσώπου. Ο σεβασµός αυτός αποτελεί την προϋπόθεση για τη θετική προσφορά οιασδήποτε κοινωνικής υπηρεσίας. Η απροσωποποίηση της κοινωνικής ζωής (φαινόµενο της εποχής µας), καθιστά εντονότερη την ανάγκη να ενισχυθεί το ενδιαφέρον για το πρόσωπο και να ζωογονηθούν οι θεσµοί και οι θεσµικές σχέσεις µε αίσθηµα προσωπικής αγάπης. Σε αντίθετη περίπτωση αν αρνηθούµε την αξία του ανθρώπου, ήτοι την ανα-γνώριση του πνεύµατος σε αυτόν, απορρίπτουµε κάθε είδους ελευθερία (αφού ακυρώνουµε τη βάση: την ελευθερία του προσώπου) και κατασκευάζουµε ένα πλασµατικό όνειρο ελευθερίας, προάγοντας τη δουλεία των ανθρώπων. Πλείονες εκ των σηµερινών ελευθεριών, κρύβουν στο βάθος τους δουλεία. Εργάζονται µεθοδικά προκειµένου πρώτα να κατακτήσουν τον άνθρωπο και κατόπιν να τον µεταβάλλουν σε πειθήνιο όργανό τους. Εν ολίγοις απ’ ό,τι αντιλαµβανόµαστε, µε την ελευθερία, δεν είναι τόσο δεµένη η ζωή, όσο η ποιότητα αυτής. Μια τέτοια όµως ελευθερία υπεράνω πάντων, όπως είναι λογικό, δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται. Η πραγµατική ελευθερία είναι µια επανάσταση. Είναι µια αδιάκοπη µάχη πνεύµατος – σώµατος, προκειµένου να κατακτήσει την «αιώνια ψυχή» και να συνδεθεί µε το Υπέρτατο Όν. Μια τέτοια επανάσταση, δεν πρέπει να φέρει παραλήρηµα, κόπο, εξουθένωση. Είναι ένα παράξενο συναίσθηµα που συγκλονίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, εξάρει το πνεύµα, και το καθιστά πανίσχυρο και αλύγιστο στις εκάστοτε πιέσεις του ολοκληρωτισµού και της αναγκαιότητας. Ο πνευµατικά ελεύθερος άνθρωπος, δεν υποτάσσεται ποτέ σ’ αυτά. ∆εν αφήνει ποτέ τη φύση του να υποβιβαστεί και να αλλοιωθεί σε µεγέθη και καταστάσεις σαθρά

Page 17: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

17

και ανούσια. Η ελευθερία είναι πρωτίστως αξιοπρέπεια. Είναι ηρωισµός και προ πάντων θυσία, αφού η πραγµατική της θέση είναι πάνω από τις ανθρώπινες ζωτικές αξίες. Ακριβώς προς αυτήν την κατεύθυνση, προσανατολίζει τον άνθρωπο η Εκκλησία. Στο Χριστιανισµό κατ’ αρχήν η ελευθερία συνδέεται άµεσα µε το πνεύµα και όχι µε τις αισθήσεις και τα ένστικτα. Τέτοιες ελευθερίες ακυρώνουν το ανθρώπινο πνεύ-µα και άρα το πρόσωπο, αφού παραπέµπει σε πρώτη φάση σε µια εν δυνάµει κατάχρηση και µεταγενέστερα σε έναν ολοκληρωτισµό, καταλήγοντας σταδιακά αλλά σταθερά στην αντίπερα όχθη, της ελευθεριότητας4. Χαρακτηριστική εδώ η διακήρυξη του Απ. Παύλου: «…ο Κύριος είναι πνεύµα και όπου το Πνεύµα, εκεί και η ελευθερία…». Στην κοινωνιολογική προσέγγιση της ελευθερίας όπως επιχειρήθηκε παραπάνω, παρατηρήσαµε πως η ελευθερία κατακτάται µε ηρωισµό και αυτοθυσία. Σε χριστιανικό επίπεδο το εντοπίζουµε αυτό στα εκατοντάδες µαρτύρων, που δε θυσιάστηκαν απλά για µια ιδέα, αλλά για την ελευθερία του πνεύµατος που δεν υποτάσσεται στη σκλαβιά της ειδωλολατρείας και στην αναγκαιότητα των νεκρών ιδεολογικών συµβόλων5. Πάνω από την εφήµερη ζωή, στήνουν την αιωνιότητα του πνεύµατος και της ελευθερίας. Εξ ου και ο Ιησούς χαρακτηρίζεται ακριβώς έτσι…ως «ο αιώνιος

4 Β. Γιούλτση, ο.π., σ. 69-70. 5 Να σηµειώσουµε πως οι συγκεκριµένοι µάρτυρες για τους οποίους γίνεται λόγος, ουδεµία σχέση

έχουν µε τους χριστιανούς εκείνους που απρόκλητα επιδίωκαν να µαρτυρήσουν µόνοι τους, χωρίς να υποχρεωθούν, καταδικάζοντας έτσι τον “ου κατ' επίγνωσιν” ζήλο. Είναι οι λεγόµενοι επιχειρούντες το “εισπηδητικόν µαρτύριον”, κάτι το οποίον η Ορθόδοξη Εκκλησία από την πρώτη στιγµή κάθετα το καταδίκασε. Βλ. Κ. Κωτσιόπουλου, Ορθοδοξία και Φονταµενταλισµός – Εισήγηση σε Συνέδριο, Σύρος, 2002, Νέα Σιών (υπό δηµοσίευση), σ.3.

Page 18: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

18

Κύριος του πνεύµατος και της ελευθερίας»6. Παραπέρα τα θαύµατα που έπραξαν αυτοί καθώς και οι άγιοι της Εκκλησίας µας, αποτελούν «σηµεία µετοχής του ανθρώπου στην ελευθερία του πνεύµατος”, αφού µαρτυρούν την ελευθερία του προσώπου από την νοµοτέλεια της φύσης και της κοσµικής αναγκαιότητας. Κατά τη χριστιανική ανθρωπολογία, ο άνθρωπος δεν είναι απλή βιολογική µονάδα, αλλά πρόσωπα που έχουν την ίδια φύση (κατά τον Μ.Βασίλειο... “πάντες συγγενείς, πάντες αδελφοί, ενός Πατρός έκγονοι πάντες...”7) και βρίσκονται σε κοινωνία µεταξύ των και µε τον Θεό (οριζόντια και κάθετη σχέση αντίστοιχα)8. Επίσης ο άνθρωπος δεν βρίσκεται απλώς στην κορυφή της δηµιουργίας, αλλά και στην προοπτική της απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας που ξεπερνά κάθε βιολογική - κοινωνική - κοσµική νοµοτέλεια. Ο άνθρωπος δηµιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωσιν» του Θεού. Ήτοι µόνο αυτός ανάµεσα σε όλα τα άλλα κτίσµατα εικονίζει στη φύση του, τον Τριαδικό Θεό. Έτσι τοποθετείται υψηλότερα όχι µόνο από τα άλογα ζώα, αλλά και από τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, γιατί µόνο αυτός διαθέτει νου, λόγο και πνεύµα που ζωοποιεί το σώµα. Πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γρηγόριος Παλαµάς: “Τα µεν γαρ αισθητικά και άλογα των ζώων πνεύµα µόνον έχει ζωτικόν, αλλ' ουδέ τούτο καθ' εαυτό υφίστασθαι δυνάµενον, νου δε και λόγου τελέως αµοιρει. Τα δε υπέρ αίσθησιν παντάπασιν, άγγελοί τε και αρχάγγελοι, άτε νοεροί και λογικοί, νουν έχουσι και λόγον, αλλ' ουχί και πνευµα ζωοποιόν, επεί µηδέ σωµα το παρ' αυτου ζωοποιούµενον. Άνθρωπος δέ µόνος 6 Β. Γιούλτση, ο.π., σ.72. 7 Οµιλία εν Λακίζοις, 2, PG 31, 1441 Α. 8 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά µε την χριστιανική ανθρωπολογία από πλευράς Πατέρων,

βλ. ∆. Τσάµη, Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1996, σ.174επ.

Page 19: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

19

κατ' εικόνα της τρισυποστάτου φύσεως νουν έχει και λόγον και πνευµα του σώµατος ζωοποιόν, έπει και σωµα το ζωοποιούµενον (Οµιλία 60,2)”.

Χαρακτηριστικό λοιπόν της Ορθόδοξης παράδοσης, είναι η έµφαση που δίδει πάντα στο πρωτείο του προσώπου, όπου δεν ευνοεί την υποταγή του σε γενικούς και απρόσωπους κανόνες. Σε αντίθεση µε τη ∆υτική Θεολογία (που µε το καταφα-τικό και νοµικό της πνεύµα, έφτασε στις ακρότητες της περιπτωσιολογίας και προκάλεσε την αντίδραση της περιπτωτικής ηθικής), ο Ορθόδοξος Θεολόγος µε τον αποφατικό και χαρισµατικό χαρακτήρα του, πρόβαλε και διατήρησε την προσωπική ελευθερία. Η µοναδικότητα λοιπόν της αξίας του ανθρώπινου προσώπου αλλά και ο σεβα-σµός αυτού, είναι ο οδηγός της κοινωνικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα δε βρίσκεται διαλεκτικά µε την αντιδιαστολή του προς το κοινωνικό σύνολο, αλλά µέσα στην προοπτική της οντολογικής ανακαίνισης και θέωσής του. Η προοπτική αυτή υπαγορεύει κατά συνέπεια, το πρόσωπο όχι να υπηρετεί την ενότητα της κοινωνίας, αλλά να την πραγµατοποιεί µέσα του και να την υποστασιάζει9. Στην Καινή ∆ιαθήκη, ο Χριστός παρουσιάζεται ως ελευθερωτής του ανθρώπου, όχι µόνο από τη δουλεία στο πονηρό, το θάνατο και την αµαρτία, αλλά και από την εξουσία που ασκούσε πάνω του το γράµµα του Νόµου. Η νέα αυτή διαθήκη (που δεν ήταν τίποτε άλλο από µια συµφωνία Θεού-ανθρώπου), γίνεται ο τέλειος νόµος της ελευθερίας (αδερφόθεος Ιάκωβος). Και τούτο διότι η Εκκλησία είναι περιοχή αληθινής ελευθερώσεως του ανθρώπου, γιατί είναι περιοχή της φανε-ρώσεως του Αγίου Πνεύµατος. 9 Γ.Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία του Χριστιανισµού, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1999, σ.267

Page 20: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

20

Εν ολίγοις …η κατάχρηση της ελευθερίας (του αυτεξουσίου), επιφέρει την πτώση. Η αποκατάσταση αυτής, συνεπάγεται ανόρθωση και ανάπλαση του «πεπτω-κότος». Η ελευθερία εκφράζεται µέσα από την αλήθεια … η χάρη του Αγίου Πνεύµατος προσδιορίζει την αλήθεια του Χριστού …. άρα Χριστός = Αλήθεια. Ο Χριστός όπως σηµειώθηκε παραπάνω, ήρθε να σπάσει τα δεσµά του ανθρώπου από τη στυγνή καταπίεση του Μωσαϊκού Νόµου. Κυρίως όµως ο Χριστός ήρθε ως νικητής του θανάτου και πηγή ζωής. Η φθορά και ο θάνατος καθιστούν τον άνθρωπο δούλο. Με τη θεία υιοθεσία, ο άνθρωπος εµφιλοχωρεί στην περιοχή της ανάπλασης, της ελευθερίας, του «κατά φύσιν». Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο στην απόλυτη ελευθερία· δεν είναι τυχαία εξάλλου η προτροπή (και όχι εντολή) Του προς τους ανθρώπους, που συνοψίζει ολόκληρο το χριστιανικό µήνυµα της ελευθερίας του προσώπου, “..ει τις θέλει οπίσω µου ελθείν...” 10,κάτι το οποίο κατάφωρα καταδεικνύει πλήρη και απόλυτο σεβασµό στην ανθρώπινη προσωπικότητα, στις επιλογές και στον προσανατολισµό της11. Ο Κύριος στο σηµείο αυτό δεν επιβάλλει στον άνθρωπο να τον ακολουθήσει, απλά του προ-τείνει την Αλήθεια για την αιώνια ζωή· από εκεί και πέρα έγκειται στη διακριτική ευχέρεια του ιδίου του ανθρώπου αν και κατά πόσο θα αποδεχθεί το θείο κά-λεσµα. Μέσα απ' αυτό διαπιστώνουµε πως ο Χριστιανισµός διδάσκει τη θρησκευ-τική ελευθερία, πάντα µε γνώµονα την αγάπη στο πρόσωπο και την ανθρώπινη υπόσταση εν γένει, αλλά και τον σεβασµό προς το ατοµικό αγαθό της ελευθερίας. Η χριστιανική ζωή είναι προσανατολισµένη σε αυτήν. Ο Απ. Παύλος παρατηρεί σχετικά …. «Υµείς γαρ επ ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί. Μόνον µη την ελευθερίαν

10 Μρκ. 8,34 – Μθ. 16,24 – Λκ. 9,23. 11 Για ερµηνευτική ανάλυση του συγκεκριµένου χωρίου, βλ. Ι.Καραβιδόπουλου, Το Κατά Μάρκον

Ευαγγέλιον, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1997, σ.272 κ.ε.

Page 21: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

21

εις αφορµήν τη σαρκί, αλλά διά της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις...”12. Για να ελευθερωθεί ο άνθρωπος όµως µέσω της θείας κλήσης, πρέπει να υπακούει σ’ Αυτόν … άρα γίνεται δούλος του. Προς αποφυγή όµως παρεξηγήσεων να ξεκαθαρίσουµε πως δεν εννοούµε για τον δούλο µε την κοσµική έννοια του όρου, ήτοι υποτίµηση της ανθρώπινης ουσίας. Αυτός ο δούλος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τις προθέσεις του Κυρίου του· αντίθετα ο δούλος του Θεού γνωρίζει και γνώριζε από την πρώτη στιγµή της δηµιουργίας του τα σχέδια του Πατέρα, που εν ολίγοις συνοψίζονται σε µία κατάσταση, τη σωτηρία του. Πέραν τούτου, η υπακοή στο Θεό είναι κατάφαση στην ελευθερία. Οξύµωρο σχήµα; Όχι αφού η υποδού-λωση σ’ Αυτόν, αποτελεί εισιτήριο για την ες αεί πνευµατική ελευθερία. Η εκούσια αυτή ελευθερία που επιτυγχάνεται µε την υπακοή στο θέληµά Του, ελευθερώνει τον άνθρωπο από την αµαρτία και το θάνατο και τον καθιστά έτσι µέτοχο της αφθαρσίας και της Αθανασίας (“Ο γαρ εν Κυρίω κληθείς δουλος απελεύθερος Κυρίου εστίν. Οµοίως και ο ελεύθερος κληθείς δούλος εστι Χριστού”)13. Μόνο µε την αποδοχή της διδασκαλίας του Χριστού, προσεγγίζεται η ελευθερία. Μια ελευθερία που δεν κινείται σε επίπεδο εγκοσµιότητας, αλλά επεκτείνεται στην αιωνιότητα. Άρα η εν Χριστώ ελευθερία, δύο τινά δύναται να προωθήσει … πρώτον την αποδέσµευση από τις αδυναµίες που διέπουν την βιολογική ατοµικότητα και δεύτερον τη µεταµόρφωση σε πρόσωπο.14

Στο σηµείο αυτό όµως πρέπει να εξετάσουµε τι εστί πρόσωπο, ποια η θεολογική έννοια του εν λόγω όρου και για ποιο λόγο επιχειρήθηκαν κατά καιρούς διάφορες

12 Γαλ. 5,13 13 Ά Κορινθ. 7,22. 14 Β.Γιούλτση, ο.π., σ.74.

Page 22: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

22

προσεγγίσεις στο συγκεκριµένο θέµα.

Κατά τον Ιερόθεο Βλάχο η διδασκαλία περί προσώπου που διατυπώθηκε από τους Άγιους Πατέρες, αφορούσε τον Τριαδικό Θεό προκειµένου να ξεκαθαρίσουν τις σχέσεις µεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος, ένεκεν της άνθισης των αιρετικών δοξασιών που αλλοίωναν τη διδασκαλία της Αποκάλυψης 15. Για να αντιληφθούµε όµως καλύτερα τη θεολογία περί προσώπου, καλό θα ήταν να κάνουµε µια αναδροµή στην αρχαία ελληνική σκέψη, που υπήρξε αναµφι-σβήτητα κοιτίδα της παγκόσµιας φιλοσοφικής αναζήτησης. Το πρόσωπο κατά την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, καίτοι συναντάται ως όρος, εν τούτοις δε συνδέεται µε την µονιµότητα. Κατά τον Μητροπολίτη Περγάµου Ιωάννη Ζηζιούλα, η αρχαία ελληνική σκέψη χαρακτηρίζεται ως “α-προσωπική” στην ουσία της16. Αποδεικνύεται ανίκανη να συνθέσει τη µονιµότητα µε την ατοµικότητα και να δηµιουργήσει µια αληθινή οντολογία του προσώπου ως έννοια απολύτου. Ειδικότερα στην πλατωνική σκέψη το πρόσωπο εµφανίζεται ως έννοια οντολογικά αδύνατη, διότι η ψυχή η οποία εξασφαλίζει τη διάρκεια, το “είναι” ενός ανθρώπου, δε συνδέεται µόνιµα µε τον συγκεκριµένο, τον “ατοµικό” άνθρωπο· ζει µεν αιώνια, αλλά µπορεί να συνδεθεί και µε άλλο συγκεκριµένο σώµα, ώστε να αποτελέσει άλλη “ατοµικότητα” (κάτι σαν την ανατολικής φιλοσοφίας µετενσάρκωση). Μάλι-στα τη µετεµψύχωση αυτή την εκτείνει ως τη µετάβαση στα σώµατα των φυτών και την αµοιβή που είναι συνέπειά της, την κάνει σα µια ανταπόδοση που πάει ως

15 Μητρ. Ι. Βλάχου, Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη παράδοση, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου Θεοτόκου

(Πελαγίας), Λεβαδειά, σ.76 16 Ι.Ζηζιούλα, Απο το προσωπείον εις το πρόσωπον, Η συµβολή της Πατερικής Θεολογίας εις την

έννοια του προσώπου, συλλογή κειµένων από συλλογικό έργο Η ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισµού, Ίδρυµα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα, 1983, σ.297.

Page 23: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

23

τις τελευταίες λεπτοµέρειες κατά το ius talionis (ισοτιµωρία)17. Πιο συγκεκριµένα στο Φαίδωνα η ψυχή ως ιδέα αποδεικνύεται τελικά αθάνατη, αφού όπως παρα-τηρεί πολύ εύστοχα ο Ματσούκας, αυτή ανήκει στον κόσµο του αφθάρτου και του αιωνίου18. Χαρακτηριστικά χρησιµοποιεί το επιχείρηµα της ανάµνησης (διά στο-µατος Κέβη), σύµφωνα µε το οποίο, εάν ό,τι ονοµάζουµε µάθηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανάµνηση, οι παρούσες αναµνήσεις µας προϋποθέτουν µια προγενέ-στερη µάθηση. Εκ τούτου συµπεραίνεται ότι οι ψυχές µας προϋπήρχαν κάπου, τότε ακριβώς όταν αποκτήσαµε τις γνώσεις τις οποίες (ως αναµνήσεις) διά της διαλεκτικής µεθόδου επαναφέραµε στη συνείδησή µας κατά την παρούσα ζωή. Άρα και η ψυχή αποδεικνύεται κατόπιν τούτων, αθάνατη19. Αντίστροφα για τον Αριστοτέλη, ενώ και πάλι το πρόσωπο αποτελεί έννοια οντολογικά αδύνατη, η αιτιολογία επ αυτού διαφοροποιείται άρδην, αφού εδώ πλέον µε το συγκεκριµένο και το “ατοµικόν”, συνδέεται άρρηκτα η ψυχή. Ο άνθρω-πος είναι µεν συγκεκριµένη ατοµικότητα, διαρκεί όµως µόνον εφ' όσον διαρκεί η ψυχοσωµατική του σύνθεση και παραπέρα έρχεται ο θάνατος ο οποίος καταλύει πλήρως τη συγκεκριµένη “ατοµικότητα”. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Ζηζιού-λας, παρουσιάζεται µία αδυναµία στην εν λόγω φιλοσοφική προσέγγιση, να προσδοθεί στο πρόσωπο µια έννοια µονιµότητας, ένα είδος διάρκειας και “αιωνίου ζωής” στην ψυχοσωµατική οντότητα του ανθρώπου, ώστε εν τέλει να καθίσταται αδύνατη η σύνδεση του προσώπου µε την “ουσίαν” του ανθρώπου,

17 Τσέλλερ – Νέστλε, Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας, µετάφραση από 13η έκδοση Χ.Θεοδωρίδη,

εκδ. Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης, Αθήνα,1942, σ.883. 18 Ν. Ματσούκα, Ιστορία της φιλοσοφίας, Με σύντοµη εισαγωγή στη φιλοσοφία, στ΄ έκδοση, εκδ.

Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1997, σ.164. 19 Πλάτωνος, Φαίδων, 72e – 77a.

Page 24: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

24

δηλαδή µε µια αληθινή οντολογία20. Μελετώντας µάλιστα το έργο του “Περί Ψυχής”, διαπιστώνουµε πως αρχικά ο Αριστοτέλης πίστευε ότι ο νους, ως το νοητικό µέρος της ψυχής επιβιώνει του θανάτου, αργότερα όµως κατέληξε στην άποψη ότι ο άνθρωπος ως άτοµο αποθνήσκει οριστικά και επιζεί µόνο ως µέρος της ανθρώπινης φύσεως ή του ανθρωπίνου είδους21. Προχωρώντας τη µελέτη του προσώπου στη ρωµαϊκή σκέψη, διαπιστώνουµε πως η φιλοσοφία τους στο θέµα του προσώπου, ακολουθεί τα ίχνη της ελληνικής. Όσον αφορά την ετυµολογική της προέλευση, ο όρος “persona” - πρόσωπο, σήµαινε τον “ρόλον”, ο οποίος διαδραµατίζεται είτε στο θέατρο, είτε στην κοινω-νική ζωή. Πολύ αργότερα και ειδικότερα µετά τον β΄µ.Χ αιώνα, η ρωµαϊκή persona αρχίζει να χρησιµοποιείται µε τη σηµερινή νοµική έννοια, ήτοι ο ρόλος τον οποίον διαδραµατίζει κανείς στις κοινωνικές και νοµικές του σχέσεις, το “νοµικόν πρόσωπον”, το οποίον είτε συλλογικά είτε ατοµικά, δεν άπτεται της οντολογίας του προσώπου22. Κατά την µάλλον υπερβολική άποψη του S. Schlossmann, η έννοια του συγκεκριµένου ατόµου, προσδιόρισε τον όρο persona, µόλις κατά τον ε' αιώνα23. Το γεγονός αυτό (ότι δηλαδή παραµερίζεται η οντολογία αναφορικά µε το πρόσωπο), οφείλεται αποκλειστικά στη ρωµαϊκή σκέψη και κουλτούρα · ούσα οργανωτική και κοινωνική στη βάση της, δεν ενδιαφέρεται για το “είναι” του ανθρώπου και για οντολογία εν γένει, αλλά για τη σχέση του µε τους άλλους, την ικανότητά του να συνεταιρίζεται, να συνέρχεται, να συνιστά “collegia”, να οργανώνει την ανθρώπινη ζωή σε Κράτος. 20 Ι. Ζηζιούλα,ο.π., σ.298 21 Αριστοτέλους, Περί Ψυχής II, 4·415b, 6–7. 22 Ι. Ζηζιούλα, ο.π.,σ.303. 23 S. Schlossmann, Persona und Πρόσωπον im Recht und im Christ. Dogma, 1906, σ.119.

Page 25: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

25

Η έννοια όµως του προσώπου στο απόλυτο και οντολογικό περιεχόµενό της, γεννάται (όπως σηµειώσαµε και παραπάνω), µέσα από την προσπάθεια της Εκκλησίας να εκφράσει οντολογικά την πίστη της στον Τριαδικό Θεό. Κατ' αρχήν ο όρος “υπόστασις”, ουδέποτε είχε σχέση µε τον όρο “πρόσωπον” στην ελληνική φιλοσοφία. Αυτή ακριβώς η ταύτιση ουσίας και υποστάσεως προέκυψε στην ελληνική σκέψη κατά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, ενώ κατά τον 4ο µ.Χ αιώνα απετέλεσε την αιτία πολλών διενέξεων περί της Αγίας Τριάδος. Πιο συγκεκριµένα, ο όρος “πρόσωπο” που χρησιµοποιούνταν ευρύτατα στη ∆ύ-ση, δεν µπορούσε να γίνει δεκτός στην Ανατολή, διότι στερούνταν οντολογικού περιεχοµένου. Στη ∆ύση πρώτος ο Τερτυλλιανός (Quintus Septimius Florens Tertiliianus) χρησιµοποίησε τον όρο πρόσωπο24. Εισηγητής της φυσικής θεολογίας διατύπωσε τις δογµατικές αλήθειες της πίστης χρησιµοποιώντας (πρώ-τος στη Λατινική όπως είπαµε) τους όρους “Τριάδα”, “Ενότητα της Θείας Ουσίας” (substantia) και πρόσωπο. ∆ιέκρινε τα πρόσωπα – personae στη θεότητα, όπου δέχονταν τρία πρόσωπα αλλά µία ουσία.. «una substantia tres personae” 25. Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα ο Σαβέλλιος χρησιµοποίησε τον όρο “πρόσωπο”, ακριβώς µε την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, ήτοι του προσωπείου. Έτσι ο Χριστιανικός Θεός είναι ένας, κατά καιρούς όµως έλαβε διάφορα πρόσωπα – προσωπεία, όπως για παράδειγµα στην Παλαιά ∆ιαθήκη “Πατήρ”, στην Καινή ∆ιαθήκη “Υιός”, στην περίοδο της Εκκλησίας “Άγιο Πνεύµα”. Ταύτιζε δηλαδή

24 Ο Τερτυλλιανός υπήρξε ο πρώτος Λατίνος θεολόγος, εισήγαγε ένα δικανικό πνεύµα στη θεολογική

σκέψη και παράλληλα περιφρονούσε τη φιλοσοφία. Περισσότερα για τον βίο του, βλ. ∆.Τσάµη, Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, Από την Αποστολική Εποχή ώς την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1996, σ.104.

25 ∆. ∆ρίτσα, “Το συγγραφικό ύφος του Τερτυλλιανού”, Θεολογία (46), 851-881, 1957, σ.851κ.ε

Page 26: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

26

ουσία και υπόσταση, αποξενώνοντας παράλληλα το πρόσωπο από την οντο-λογία. Απέναντι στο Σαβελλιανισµό, τάχθηκαν οι Καππαδόκες Πατέρες και πιο έντονα ο Μ. Βασίλειος, ο οποίος έκανε λόγο για µία ουσία και τρεις υποστάσεις – πρόσωπα. Ξεχωρίζει την ουσία από την υπόσταση και ταυτίζει την υπόσταση µε το πρόσωπο 26. Γράφει συγκεκριµένα ο Μ.Βασίλειος... «εκείνος που δεν δέχεται το κοινό της ουσίας εκπίπτει στην πολυθεΐα · ενώ εκείνος που απορρίπτει το “ιδιάζον των υποστάσεων”, οδηγείται στον Ιουδαϊσµό» 27 Στα ίδια µήκη κύµατος βρίσκεται και ο Ι. ∆αµασκηνός, ο οποίος ταυτίζει υπόσταση πρόσωπο και άτοµο. Λέει χαρακτηριστικά... «υποστάσεις ήτοι τα άτοµα», «χρη δε γινώσκεν, ως οι άγιοι πατέρες υπόστασιν και πρόσωπον και άτοµον το αυτό εκάλεσαν»28. Η ουσία λοιπόν συνδέεται µε τη φύση και η υπόσταση µε το πρόσωπο. Όσο για τον όρο πρόσωπο ο Ιωάννης ο ∆αµασκηνός παρατηρεί πως είναι εκείνο το οποίο «διά των οικείων ενεργηµάτων τε και ιδιωµά-των αρίδηλον και περιωρισµένην των οµοφυών αυτού παρέχεται ηµίν την εµφά-νειαν», δηλαδή πρόσωπο είναι εκείνο που παρουσιάζει την εµφάνεια ενός συγκε-κριµένου ανθρώπου από το πλήθος των οµοφυών του29. Κατά τον Τατάκη, το αλη-θινά πραγµατικό, είναι το άτοµο, το πρόσωπο. Το συγκεκριµένο πρόσωπο πρέπει να τεθεί αρχικά και όλα τα υπόλοιπα θα έρθουν ύστερα να προστεθούν σε αυτό, προκειµένου να το συγκροτήσουν στη γενική του πραγµατικότητα. Με τον τρόπο αυτό το πρόσωπο, η συγκεκριµένη ύπαρξη, η υπόσταση, τοποθετείται στην

26 Ι. Βλάχου, ο.π., σ.70 κ.ε 27 Μ.Βασιλείου Έργα, Ε.Π.Ε, τ.3, σ.186 28 Ι. ∆αµασκηνού: ∆ιαλεκτικά, Κείµενο-Μετάφραση-Εισαγωγή-Σχόλια Ν.Ματσούκα, εκδ. Πουρναρά,

Θεσσαλονίκη, 1995, σ.188-189. 29 Ι. Βλάχου, ο.π., σ.75.

Page 27: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

27

κορυφή30. Ενδιαφέρουσες όµως είναι και οι δυτικές θεολογικές και φιλοσοφικές προσεγγί-σεις της έννοιας του προσώπου, µε κορυφαία τη θεωρία του M.Heidegger, ο οποίος επιχειρώντας κριτική της δυτικής οντολογίας, πλησιάζει σε µερικά σηµεία τη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας. Έτσι ταυτίζει το “είναι” µε την “υπόσταση”, χρησιµοποιώντας δύο γερµανικά λήµµατα, το “sein” και το “da-sein”. Το “sein” δηλώνει ακριβώς το “είναι” και το “da-sein” αποδίδεται ως το “παρ-είναι”, δηλαδή η µορφή του είναι που ζει στον κόσµο, ήτοι ο άνθρωπος 31. Κατά τον Ι. Βλάχο όµως το da-sein ανταποκρίνεται περισσότερο στον όρο υπόσταση, αφού στη γερµανική γλώσσα η λέξη αυτή σηµαίνει την ύπαρξη, την παρουσία, το δε σχετικό ρήµα σηµαίνει υπάρχω, παρευρίσκοµαι32. Υπάρχει λοιπόν κατά τον Ηeidegger, µια πραγµατική σχέση µεταξύ του Είναι και της ανθρώπινης υπόστασης. Τέλος σε µια κριτική οντολογία ταύτισης ουσίας και υπόστασης (υποστατικής ύπαρξης), κινείται και ο Γιανναράς, ο οποίος στο έργο του “Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας”, το εξηγεί µε µια θύραθεν διάθεση· αναφέρει χαρακτηριστικά πως η λέξη “ουσία” παράγεται από τη θηλυκή µετοχή του “είναι” και παράλληλα αποτελεί µετοχή στο “είναι”. ∆ηλώνει δηλαδή η ουσία ένα γεγονός µετοχής από την ίδια την ετυµολογική της καταβολή. ∆ιαφοροποιείται όµως από την απλή πιστοποίηση της µετοχής στο είναι (όπως εκφράζεται αυτή η πιστοποίηση από το ουδέτερο της

30 Β.Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, µετάφραση από γαλλική έκδοση Εύας Καλπουρτζή, εποπτεία

και βιβλιογραφική ενηµέρωση Λ. Μπενάκη, Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισµού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977, σ. 115.

31 M.Heidegger, Είναι και Χρόνος, εκδ. ∆οδώνη, Αθήνα, 1978, σ.31 (σηµ.2). 32 Ι.Βλάχου, ο.π.,σ.126.

Page 28: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

28

µετοχής: το όν = το υπαρκτό), αφής στιγµής χρησιµοποιείται η ουσία ως προσδιορισµός της ιδιαιτερότητας του κάθε όντος. Και αν η πραγµατικότητα του όντος (το γεγονός της ύπαρξης) είναι ένα σταθερό δεδοµένο, η ιδιαιτερότητα του όντος (η ξεχωριστή ουσία του), πρέπει να δηλώνει µόνο διαφοροποίηση του τρόπου της ύπαρξης, του τρόπου µετοχής στο είναι. Εξ ου λοιπόν και ταυτίζεται η ουσία µε τον τρόπο της υπάρξεως33. Κατόπιν πολλών διεργασιών εν τέλει, διαµορφώθηκε το Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγµα, όπου αναφορικά µε τον Τριαδικό Θεό, υπογραµµίστηκε πως Πατήρ, Υιός, Άγιο Πνεύµα, είναι ιδιαίτερα Πρόσωπα – Υποστάσεις, αλλά έχουν κοινή ουσία. Η κοινή αυτή ουσία δεν καταργεί την ιδιαιτερότητα των Υποστάσεων – Προσώπων, ενώ Πρόσωπα – Υποστάσεις δεν καταργούν την ενότητα της ουσίας. Κατόπιν λοιπόν της παραπάνω φιλοσοφικής, θεολογικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης της έννοιας του προσώπου, συνάγεται εµφανώς το συµπέρασµα πως πρώτιστη µέριµνα της κοινωνικής διδασκαλίας του Χριστιανισµού, αποτελεί η προώθηση του σεβασµού στη µοναδικότητα της αξίας του ανθρωπίνου προσώ-που. Το πρόσωπο – άνθρωπος, απαιτεί ως πνευµατική τροφή για να αναπτυχθεί την ελευθερία, την οποία και αδιαπραγµάτευτα η Εκκλησία υπαγορεύει. Μία εκ των πλειόνων ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον άνθρωπο (µάλιστα κατά τον ∆αγτόγλου “η ρίζα αυτών”34), αποτελεί η θρησκευτική ελευθερία για την οποία εκτενής ανάλυση έπεται σε επόµενη ενότητα. Προς το παρόν να πούµε µόνο πως η Εκκλησία δια στόµατος Κυρίου (“..ει τις θέλει...”, που αναλύσαµε παραπάνω),

33 Χ.Γιανναρά, Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας, εκδ. ∆όµος, Αθήνα, 1995, σ.52-53. 34 Π.∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο, Ατοµικά ∆ικαιώµατα Α΄, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα –

Κοµοτηνή, 2005, σ.439.

Page 29: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

29

προωθεί καίρια (και όχι παρεµπιπτόντως) τη θρησκευτική ελευθερία, διά της ελευθερίας της βουλήσεως και δη διά της ελευθερίας στην επιλογή του θρησκευ-τικού προσανατολισµού. Καθένας δύναται να απολαµβάνει της ελευθερίας, να επιλέξει, να πιστέψει, να λατρέψει. Αυτό εξάλλου συνιστά και το ουσιαστικότερο αγαθό που χάρισε µε αγάπη ο Θεός στον άνθρωπο, “το αυτεξούσιο”.

Page 30: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

30

2. ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Η ανθρώπινη κοινωνία είναι ένα πολύπλοκο φαινόµενο, η σύνθεση της οποίας αποτελεί συµπίληµα από τη µια, της επιρροής διαφόρων συγκρουόµενων αλλά και παράλληλων γεγονότων και από την άλλη της επεξεργασίας και αξιοποίησης αυτών από τους κοινωνούς της στα πλαίσια της δράσης τους. Ανάλογα λοιπόν µε τα δεδοµένα που διέπουν την κάθε κοινωνία στην εκάστοτε χωροχρονική συνά-φεια, αντίστοιχα είναι τα ερεθίσµατα που δηµιουργούνται και οι συµπεριφορές που διαµορφώνονται. Κάθε κοινωνία λοιπόν διέπεται από τη δική της µορφή, την ιδιαιτερότητά της, που την προσδιορίζει και την κάνει να διαφέρει από τις άλλες35. Οι άνθρωποι έχουν τις δικές τους παραδόσεις και τους δικούς τους διαφορετικούς πολιτισµούς36. ∆ιαθέ-τει λοιπόν έναν συγκεκριµένο κοινωνικό τύπο, ο οποίος διαρθρωτικά και δοµικά δε µένει ποτέ σταθερός, αλλά µεταβάλλεται µέσα στο χρόνο, δίχως όµως αυτό να σηµαίνει πως η κοινωνία θα αλλοιώνεται διαχρονικά και εν τέλει θα χάσει την ταυτότητα και τη µοναδικότητα που δια παντός θα πρέπει να την προσδιορίζει. Όσες κοινωνικές µεταβολές και αν εκ των πραγµάτων επέρχονται, (οι οποίες σαφώς καθίστανται αναγκαίες και απαραίτητες όταν έχουν µέτρο, αρκεί να αντα-ποκρίνονται εύστοχα και δηµιουργικά στο ερώτηµα προς τα που στρέφεται αυτή και ποιος εξυπηρετείται από αυτήν37), ο βασικός ιστός που την προσδιορίζει

35 Ειδικότερα η θρησκεία παίζει κοµβικό ρόλο στην κοινωνική ζωή των παραδοσιακών κυρίως

κοινωνιών, αφού ενσωµατώνεται άµεσα στον υλικό και και καλλιτεχνικό πολιτισµό της κοινωνίας, προσδιορίζοντας την πορεία και την ποιότητά της. Περισσότερα βλ. Giddens A., Κοινωνιολογία, µετάφραση Τσαούση ∆., εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2002, σ. 572.

36 Ι. Πέτρου, Ανθρώπινο πρόσωπο και µεταµοντέρνα κοινωνία, από συλλογικό έργο Περί του σύγχρονου πολιτισµού, Θεσσαλονίκη, 2000, σ.22.

37 Για τις θεωρίες που διατυπώθηκαν αναφορικά µε την κοινωνική µεταβολή, τη σχέση της µε την

Page 31: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

31

πρέπει να µένει αλώβητος, ούτως ώστε η κοινωνία –σε επίπεδο πλέον Κράτους-, να µην απολέσει τη µοναδικότητά της, την εθνικότητά της, να µην αποκοπεί από τις ρίζες και τα θεµέλιά της. Άρα η κίνησή της στη πορεία του χρόνου, θα πρέπει να είναι σύνθετη, ήτοι γραµµική εξέλιξη σε συνδυασµό µε µια εν δυνάµει κυκλική κίνηση στροφής στο παρελθόν. Και τούτο διότι οι άνθρωποι κινούνται και λει-τουργούν συνδυαστικά, δηλαδή ενεργούν µεν µε βάση µακροσκοπικές θεωρήσεις του παρελθόντος, αλλά και αντιδρούν στις συγκεκριµένες καταστάσεις µέσα στις οποίες γεννιούνται σχεδόν µηχανικά, βάσει των προτύπων που επικρατούν στο συγκεκριµένο χωροχρόνο. Όλες λοιπόν αυτές οι θεωρητικές προσεγγίσεις αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όταν τίθενται σε αναφορά µε το φαινόµενο της πολυπολιτισµικότητας και της παγκοσµιοποίησης εν γένει. Η πολυπολιτισµικότητα είναι µια σχετικά καινούρια έννοια38. Εκφράζει καταστάσεις πολιτιστικού πλουραλισµού που ενυπάρχουν ή βαθµιαία διαµορφώνονται σε µια κοινωνία39. Πολλές είναι οι απόψεις που διατυ-πώθηκαν επ αυτού. Άλλες την παρουσιάζουν ως αναγκαία και άλλες ως αναγκαίο κακό. Όπως και να χει απέκτησε ιδιαίτερη σπουδαιότητα τις τελευταίες δεκαετίες, ένεκεν των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που έλαβαν χώρα σε παγκόσµιο αλλά και σε τοπικό επίπεδο όπως η κατάλυση του παγκόσµιου διπολισµού, το

κοινωνική εξέλιξη και τους παράγοντες που συµβάλλουν στην πραγµατοποιήση της κοινωνικής αυτής µεταβολής, βλ. Β.Γιούλτση, Εισαγωγή στη Γενική Κοινωνιολογία, Θεσσαλονίκη, 1985, σ. 222επ. & ∆. Τσαούση, Η Κοινωνία του ανθρώπου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1983, σ.178 επ.

38 Στο σηµείο αυτό ο Κογκούλης αντιδιαστέλλει το φαινόµενο της πολυπολιτισµικότητας µε τη διαπολιτισµικότητα, ως το φαινόµενο που διερευνά την ουσία του φαινοµένου, τις σχέσεις που αναπτύσσονται µεταξύ των διαφόρων εθνικών οµάδων, οι οποίες ζουν και δραστηριοποιούνται στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και προσπαθούν να οργανωθούν σε κοινότητες στηριγµένες στην αλληλεγγύη, συνειδητοποιώντας πάντα πως κάθε πολιτισµός έχει τη δική του αξία. Για περισσότερα, βλ. Ι.Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, β' έκδοση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2000, σ.389.

39 Ι. Πέτρου, Πολυπολιτισµικότητα και θρησκευτική ελευθερία, α΄ έκδοση, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2003, σ.13.

Page 32: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

32

τέλος του ψυχρού πολέµου, η παγκοσµιοποίηση, οι µετακινήσεις των πληθυσµών, η αναβίωση εθνικισµών, το φαινόµενο του θρησκευτικού φονταµενταλισµού, η εµφάνιση νέων µορφών διακρίσεων και άλλα παρόµοια φαινόµενα. Ειδικότερα οι υποστηρικτές της πολυπολιτισµικότητας την αντιµετωπίζουν ως µια συνάντηση πολιτιστικών στοιχείων των επιµέρους κοινωνικών οµάδων που συνυπάρχουν. Ξεκινώντας από το δεδοµένο της κοινωνικής δυναµικής, όπως αυτή διετυπώθη από τον Α. Compte, (ήτοι πρόοδος και εξέλιξη από δυνάµεις που προωθούν την κοινωνία σε µια κίνηση και δηµιουργική µεταβολή40), θεωρούν πως οι κοινωνίες προχωρούν µπροστά και δεν επιστρέφουν. Εξάλλου ο όρος “δυναµι-κή”, εκφράζει το δυναµισµό του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας να εξελίσσεται και να µεταβάλλεται µε µοναδικό σκοπό την πρόοδο και την εξέλιξη 41.Μάλιστα προβάλλεται η άποψη πως «η ταυτότητα και το ‘‘ανήκειν’’ είναι θέµατα συνεχούς αναδιαπραγµάτευσης και ανήκουν στη σφαίρα της δικαιοδοσίας του ίδιου του ανθρώπου».42 Παραπέρα διατυπώνεται η άποψη πως η συµµετοχή εντός µιας τοπικής κοινωνίας, πρέπει να προσδιορίζεται από έννοιες γενικές και ουδέτερες, αποχρωµατισµένες από θρησκευτικά και πολιτιστικά στοιχεία, όπως επί παραδείγµατι, Έλληνας, Χριστιανός, κ.α. Και τούτο διότι η θρησκευτική πεποίθηση και το πώς θα εκφραστεί γενικότερα, αποτελεί υπόθεση καθαρά προσωπική και δεν επιβάλλεται µε διοικητικά µέτρα. Σύµφωνα λοιπόν µε αυτήν την οπτική γωνία που περιγράφηκε, οι θιασώτες της πολυπολιτισµικότητας, θεωρούν πως υπεραµύνονται του σεβασµού των ανθρω-

40 ∆. Τσαούση, Χρηστικό Λεξικό Κοινωνιολογίας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1984, σ.142. 41 Ι.Πέτρου, Θεολογία και Κοινωνική ∆υναµική, α' έκδοση, εκδ. Παρατηρητής,Θεσσαλονίκη, 1993,

σ.9. 42 Ι.Πέτρου, Πολυπολιτισµικότητα και Θρησκευτική ελευθερία, α΄ έκδοση, εκδ. Παρατηρητής,

Θεσσαλονίκη 2003, σ.52.

Page 33: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

33

πίνων δικαιωµάτων και αντίκεινται κάθετα σε εθνικιστικούς και εθνοκεντρικούς αποµονωτισµούς.

Από την άλλη βέβαια οφείλουµε να σηµειώσουµε πως η συλλογική ταυτότητα ενός κοινωνικού συνόλου αλλά και οι ατοµικές ταυτότητες των µελών του, δεν είναι ρευστές, ούτε µεταβαλλόµενες υποθέσεις. Όση µεταβολή και αν επέλθει, όσοι πολιτισµοί και αν συναντηθούν, η παράδοση που προσδιορίζει κάθε κοινωνία και η ιστορία που ακολουθεί κάθε µονάδα αυτής, παραµένουν, υπάρχουν και φωτίζουν τη µελλοντική πορεία. Όσο και να µη θέλουν κάποιοι να το αποδεχθούν, το παρελθόν είναι αυτό που προετοιµάζει το µέλλον µέσω του παρόντος. Άρα το «τώρα» δε µπορεί να εξεταστεί ξεκοµµένα ούτε από το «χθες», ούτε από το «αύριο», αφού και αυτό έχει την ιστορία του. Πάνω όµως σε αυτό το θέµα, οι µεταµοντέρνοι αντιφάσκουν.

Από τη µια, όπως προαναφέρθηκε, κάνουν λόγο για σεβασµό στα ανθρώπινα δικαιώµατα. Τι είδους όµως σεβασµός µπορεί να είναι τούτος, όταν πλήττεται ένα εκ των βασικοτέρων, το δικαίωµα στην προσωπικότητα 43. Και τούτο διότι από τους κυριότερους συντελεστές της, είναι η Ιθαγένεια, η θρησκεία, η προσωπική ιστορία του καθενός (σα µονάδα και σα σύνολο).

Η πολυπολιτισµικότητα όµως έρχεται να ακυρώσει σταδιακά και έµµεσα όλες αυτές τις προσδιοριστικές καταστάσεις, προωθώντας µια ελευθερία µέσω της οποίας αποχρωµατίζονται θεµελιώδη πολιτιστικά στοιχεία και οικοδοµείται ένα κράµα πληθυσµών αποξενωµένων από τα εθνικά χαρακτηριστικά, τις θρησκευ- 43 Π. Αγαλοπούλου, Βασικές έννοιες Αστικού ∆ικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα – Κοµοτηνή,

2003, σ.51επ. & Α.Σ.Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού ∆ικαίου, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2007, σ.101επ.

Page 34: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

34

τικές παραδόσεις τους και τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητές τους, που πρόκειται να λειτουργήσει σύµφωνα µε τους εµπνευστές του, ως µέσο για τη νοµιµοποίηση εξουσίας σε πολυεθνικές αυτοκρατορίες.

Η αλήθεια λοιπόν φαίνεται να είναι, ότι τελικά η πολυπολιτισµικότητα, ως αποτέλεσµα της παγκοσµιοποίησης, προσανατολίζει προς µια κατεύθυνση οµογενοποίησης και µαζοποίησης της εθνικής και πολιτιστικής ιδιοπροσωπείας και κληρονοµιάς των λαών, αφού στην ουσία προωθεί µια αντίληψη περί κόσµου ως ενιαίου όλου. Ακυρώνει κάθε πολιτειοκεντρική και εθνική δραστηριότητα, αφού το παγκόσµιο και υπερεθνικό αντικαθιστούν το τοπικό και το εθνικό, µε το δήθεν αιτιολογικό πως αποδέχονται τη διαφορετικότητα του καθενός και βοηθούν στη συνύπαρξή των, κατηγορώντας την ίδια στιγµή ως φονταµενταλιστικές συµπε-ριφορές την επιθυµία του ατόµου να προσδιορίζεται εθνικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά44.

Απαξιώνεται λοιπόν κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε ηθική και κοινωνική αρχή, µε αποτέλεσµα ο σύγχρονος άνθρωπος να αποκόπτεται από τις παραδεδοµένες διαχρονικές αξίες του έθνους και της θρησκείας του.

Αυτό βέβαια δε σηµαίνει ότι επικροτείται και η ακραία, εκ διαµέτρου αντίθετη συµπεριφορά, σοβινιστικών και ρατσιστικών εξάρσεων ατόµων ή λαών, να θεωρούν ότι είναι µοναδικοί, ότι πρέπει να αποκοπούν από την λοιπή παγκόσµια κοινότητα και να αυτοπροβάλλονται ως ηγετική ελίτ.

44 Κ.Π.Κωτσιόπουλου, Ορθοδοξία και Παγκοσµιοποίηση, εκδ. Πανεπιστηµιακό Τυπογραφείο,

Θεσσαλονίκη, 2001, σ.9επ.

Page 35: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

35

Επ’ αυτού, τη δέουσα λύση διατυπώνει η Ορθοδοξία, ήτοι έναν συγκερασµό της τοπικότητας µε την καθολικότητα, µια σύνθεση της εθνικότητας µε την Οικουµε-νικότητα, γόνιµα και δηµιουργικά, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να προωθούνται τα εξής σύνολα… η παγκοσµιότητα αντί της παγκοσµιοποίησης, η οικουµενικότητα αντί του οικουµενισµού, η καθολικότητα αντί της οµογενοποίησης45. Η Ορθόδοξη παγκοσµιότητα είναι η ίδια η σωτηρία του ανθρώπου, µια σωτηρία κάθε άλλο παρά ουτοπική και ανέφικτη, αφού κατακτάται µέσω βιωµατικής εµπειρίας εντός των κόλπων της Εκκλησίας. “Ο Λόγος του Θεού σάρξ εγένετο και εσκήνωσε εν ηµίν”, πράγµα που καταδεικνύει πως η σωτηρία του ανθρώπου έχει ήδη αρχίσει να βιώνεται µέσα στον άνθρωπο και στην ιστορία46. Εξάλλου η διδασκαλία του Χριστιανισµού, προσανατολίζεται προς µια υπερφυλετική, υπερεθνική, υπερταξι-κή ενότητα, όπου οι άνθρωποι κατοικούν µεν στη γη, αλλά είναι πολίτες του Ουρανού. Αντιπροσωπευτικότατο είναι το κείµενο της «Προς ∆ιόγνητον» επιστο-λής, όπου αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Οι Χριστιανοί δε ξεχωρίζουν από τους άλλους ανθρώπους ούτε στον τόπο

κατοικίας, ούτε στην οµιλία, ούτε στα έθιµα. Γιατί ούτε σε ιδιαίτερες πόλεις

κατοικούν, ούτε καµιά ξεχωριστή διάλεκτο χρησιµοποιούν, ούτε ιδιόρρυθµα ζουν.

Ενώ όµως κατοικούν σε πόλεις ελληνικές και βαρβαρικές – εκεί που βρέθηκε ο

καθένας- και ακολουθούν τα εγχώρια έθιµα στην ενδυµασία, τη διατροφή και τις

άλλες πλευρές της ζωής, ο τρόπος της ζωής τους είναι στ’ αλήθεια θαυµαστός και

παράδοξος. Κατοικούν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, αλλά σαν περαστικοί και

ταξιδιώτες. Συµµετέχουν σε όλα σαν πολίτες, και όµως υποµένουν τα πάντα σαν 45 Κ.Π.Κωτσιόπουλου, ο.π., σ.15. 46 Γ.Μαντζαρίδου, Παγκοσµιοποίηση και Παγκοσµιότητα – Χιµαίρα και Αλήθεια, εκδ. Π. Πουρναρά,

Θεσσαλονίκη, 2001, σ.537.

Page 36: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

36

ξένοι. Κάθε ξένη χώρα είναι πατρίδα τους και κάθε πατρίδα τη θεωρούν ξένη

χώρα,. Παντρεύονται όπως όλοι, γεννούν παιδιά, αλλά δεν τα πετούν. Παραθέτουν

τραπέζι, αλλά δεν το βεβηλώνουν µε όργια. Έχουν σάρκα, αλλά δε ζουν σαρκική

ζωή. Κατοικούν στη γη, αλλά είναι πολίτες του ουρανού. Υπακούουν στους

ισχύοντες νόµους, αλλά µε τη ζωή τους νικούνε τους νόµους… µε δύο λόγια, ό,τι

είναι για το σώµα η ψυχή, είναι για τον κόσµο οι χριστιανοί». 47

Εν ολίγοις το κατ’ εικόνα και το καθ’ οµοίωσιν που ευαγγελίζεται ο Χριστιανισµός, καθιστούν τον άνθρωπο µοναδικό και ταυτόχρονα παγκόσµιο.

Οι εν λόγω όµως θεωρήσεις χαρακτηρίζονται από τους µεταµοντέρνους ως φονταµενταλιστικές εξάρσεις και προσπαθούν γι αυτό το λόγο να επιβάλλουν στα πλαίσια της παγκοσµιοποιηµένης πλέον Κοινότητας µια Νέα Τάξη Πραγµάτων, η οποία ισοδυναµεί µε αλλοίωση (για να µην πούµε ακύρωση), κάθε παραδε-δοµένης και παραδοσιακής θεωρίας για οικογένεια, άνθρωπο, πατρίδα, ηθική τάξη, διεθνείς σχέσεις, θρησκεία, µε απώτερο στόχο έναν πλήρη ισοπεδωτισµό 48. Ατυχώς λοιπόν, κατά τα λόγια της αυτού Παναγιότης Οικουµενικού Πατριάρχου κ.κ Βαρθολοµαίου, η παγκοσµιοποίηση τείνει να εξελιχθεί από µέσο συναδέλ-φωσης των λαών του κόσµου, σε µέσο επέκτασης της επικυριαρχίας των κο-λοσσών επί λαών προς τους οποίους η πρόσβαση αυτών ήταν κλειστή λόγω συνοριακών και πολιτισµικών φραγµών49. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της Μετα-νεωτερικότητας και Νέας Τάξης Πραγµάτων, ο άνθρωπος εντάσσεται σε ένα κλίµα

47 Β.Ε.Π 2,253. 48 Κ.Π.Κωτσιόπουλου, ο.π., σ.27. 49 Οµιλία της Α.Θ Παναγιότητος του Οικουµενικού Πατριάρχου κ.κ Βαρθολοµαίου, “Ηθικά

διλήµµατα της Παγκοσµιοοποίησης”, Ορθόδοξία 6 (1999) σ.28επ.

Page 37: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

37

που χαρακτηρίζεται από έναν υψηλό βαθµό ρευστότητας (έλλειψη σταθερών κανόνων ρύθµισης της ατοµικής και συλλογικής συµπεριφοράς 50), όπου υπερε-θνικά θεσµικά σύνολα και περιφερειακές ολοκληρώσεις υποκαθιστούν εθνικά και θρησκευτικά σύµβολα, προάγοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο µια νέα εποχή ολοκληρωτισµού και ισοπέδωσης, µια εποχή … «υπερεθνικής παγκοσµιότητας που λειτουργεί ερήµην των ιστορικών, συναισθηµατικών και γεωγραφικών προϋποθέσεων που προκαθορίζουν τους στόχους της εθνικής συλλογικότητας» 51, τη Νέα Εποχή, που αναλύεται αµέσως παρακάτω.

50 ∆. Τσαούση, Η Κοινωνία µας, Οργάνωση-Λειτουργία-∆υναµική, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2001,

σ.31. 51 Κ.Π.Κωτσιόπουλου, Ορθοδοξία και Ευρώπη, Θεσσαλονίκη, 1998, σ.89.

Page 38: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

38

2.1. ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ Είναι ευρέως παραδεκτό, πως στη σύγχρονη-µοντέρνα52 εποχή, εµφιλοχωρούν πολιτισµοί και ιδεολογίες, που επιδιώκουν υπέρβαση των τοπικών παραδόσεων, αλλά και πλαισίωση κινηµάτων µε τάσεις παγκοσµιότητας. Ένα τέτοιο κίνηµα είναι η Νέα Εποχή. Την παρθενική του εµφάνιση την κάνει στις αρχές του 20ου αιώνα ως ένα ηµιθρησκευτικό κοινωνικοπολιτικό κίνηµα µε τάσεις αντίδρασης απέναντι στο τρέχον πολιτισµικό καθεστώς και την εκφυλιστική του πορεία. Συγκεκριµένα η έναρξή του τοποθετείται στις Η.Π.Α., στη δεκαετία του ’60, µε ασαφές ακόµη ιδεολογικό πλαίσιο και απροσδιόριστες θεωρητικές κατευθύνσεις. Γρήγορα το κίνηµα αυτό βρίσκει υποστηρικτές διάφορες οµάδες ακτιβιστών και διανοούµε-νους, που αρνούνται τον υλισµό και στρέφονται στον ανατολικό µυστικισµό. Στη δεκαετία του ’70 η Νέα Εποχή προσδιορίζει κατά πολύ το ιδεολογικό της υπόβαθρο, ως κίνηµα πνευµατικής αφύπνισης που αναζητά τη θεωρητική του ταυτότητα σε στοιχεία αρχαίων πολιτισµών. Τα πρώτα αποτελέσµατα του ιδεολο-γικού προσανατολισµού της, η Νέα Εποχή τα εµφανίζει στα µέσα της δεκαετίας του ’80, όπου αρχίζει να ενδιαφέρεται για τον πνευµατισµό, την αστρολογία, τη γιόγκα, τον αποκρυφισµό, τη µετενσάρκωση, τα αστρικά ταξίδια και τη συνάντηση µε τους εξωγήινους πολιτισµούς. Σήµερα πλέον παρουσιάζεται ως ένα πλήρες θρησκευτικό σύστηµα, που έρχεται να υποκαταστήσει όλες τις µονοθεϊστικές 52 Η λέξη “µεταµοντέρνο” γεννήθηκε στις Η.Π.Α περί του 1975, µέσα από ορισµένα περιοδικά στο

χώρο της αρχιτεκτονικής. Σαν όρος θεωρείται αντιπροσωπευτικός κάποιων συνηθειών από τις οποίες πρέπει να απαλλαγούµε· αποτελεί µια αισθητική κατηγορία περιοριστική, κανονιστική, για την οποία ελπίζεται ότι σύντοµα θα ξεπεραστεί. Βλ. Olivier Revault D' Allonnes, Μικρή ιστορία της λέξης Μεταµοντέρνο, από το συλλογικό έργο Μοντέρνο-Μεταµοντέρνο, σε µετάφραση Μ. Μπαλάσκα,Αθήνα, 1988, σ.11-26, σ.11.

Page 39: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

39

θρησκείες, ενώ παράλληλα λειτουργεί υπό το πρίσµα µιας ανατολικής µεταφυ-σικής θρησκευτικής πλάνης, που κινείται σε δύο κυρίως άξονες: α) στη θεωρία της µετεµψύχωσης, από την οποία απορρέει η θεωρία του «Νόµου του Κάρµα» και β) στο δεδοµένο ότι ο γκουρού του, είναι ένας υπεράνθρωπος µε τροµερές πνευµατικές δυνάµεις, ένας ζωντανός Θεός.53 Οι εν λόγω θρησκευτικές πλάνες (εξετάζοντας την παρουσία τους σε κοινωνικοπο-λιτικό επίπεδο), λειτουργούν καταλυτικά για τον άνθρωπο, αφού µετατρέπονται σταδιακά σε όργανα πειθούς, ψυχαναγκασµού και υποταγής του. Ανοίγουν το δρόµο για τη λατρεία της φύσεως, τη βιοανάδραση, τον σαµανισµό, τα ταρώ ενώ παράλληλα µιλούν για τη συµπαντική συνάντηση θρησκειών και πολιτισµών κατά τη νέα πλανητική εποχή της µιας παγκόσµιας κοινωνίας, ενός παγκόσµιου πανθρησκειακού οικουµενισµού. Προτάσσει την επιστροφή στον εσωτερισµό προκειµένου (ο άνθρωπος-οπαδός-αδερφός), να αποκτήσει την αλη-θινή γνώση του είναι του και επιδιώκει µέσω ψυχοθεραπευτικών τεχνικών, την πνευµατική εγρήγορσή του για την υποδοχή µιας εποχής που κάνει ήδη την εµφάνισή της, της Νέας Εποχής. Ειδικότερα οι οµάδες της New Age προσδιορίζονται προς µια κατεύθυνση µε τις εξής παραµέτρους…

• Απορρίπτουν τις αξίες του δυτικού πολιτισµού

• Αλλοιώνουν συθέµελα την αρχαιοελληνική περί ανθρώπου αντίληψη

• Αντιστρέφουν τις αξίες του Χριστιανισµού και πιο συγκεκριµένα την περί ανθρώπου και περί κόσµου αντίληψη

53 ∆.Φαρασιώτη, Οι Γκουρού, ο νέος και ο Γέροντας Παϊσιος, έκδ. Α. Ρακοβάλης, Θεσσαλονίκη,

2002, σ.448

Page 40: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

40

• ∆ιαµορφώνουν άτοµα µε αντίστοιχη νοοτροπία

• Στρέφουν τον άνθρωπο προς µια ανατολικής ποιότητας ενδοστρέφεια και µοιρολατρία (Νόµος του Κάρµα: που ακυρώνει κάθε προσπάθεια για δι-καιοσύνη και ισότητα ανάµεσα στους ανθρώπους, θεµελιώνοντας θεωρη-τικά τις διακρίσεις και την κοινωνική αδικία)

• Εµφυσούν την ολιστική περί ανθρώπου και περί κόσµου αντίληψη που ανατρέπει όλα τα αντίστοιχα Χριστιανικά και αρχαιοελληνικά δεδοµένα

• Αποβλέπουν στην εκ βάθρων µεταβολή των πάντων και στη δηµιουργία µιας νέας πραγµατικότητας για το σύνολο του Πλανήτη… στόχος: η κυριαρχία επ αυτού!54

Χαρακτηριστικά εξάλλου είναι τα λόγια του Μάρτιν Μαλάτσι (ερευνητή, πρώην Ιησουίτη και καθηγητή στο Ποντιφικό Ινστιτούτο Βιβλικών Μελετών του Βατικα-νού), περί της Νέας Εποχής, ότι πρόκειται για µια εποχή που θα επιφέρει µια …

«δυναµική και ριζική µεταβολή των πάντων… του τρόπου ζωής µας ως άτοµα και ως πολίτες των εθνών… των οικογενειών µας και των εργασιών µας… των εµπορικών δραστηριοτήτων µας και των συναλλαγών µας και του χρήµατός µας… των εκπαιδευτικών µας συστηµάτων, των θρησκειών και των πολι-τισµών µας… των εµβληµάτων της εθνικής µας ταυτότητας, τα οποία οι περισσότεροι από µας τα θεωρούσαµε πάντα ως δεδοµένα… κανένας τοµέας της ζωής µας δε θα παραµείνει αλώβητος…» 55

Κατά συνέπεια η Νέα Εποχή δεν είναι κίνηση µε συγκεκριµένη ιεραρχική δοµή και 54 ∆. Βαρβιτσιώτη, Νέα Εποχή - Εξέλιξη ή Χειραγώγηση, εκδ. Σταµούλη, Αθήνα, 2004, σ.21. 55 ο.π., σ.25.

Page 41: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

41

ιδεολογική ενότητα. Είναι ένα τεράστιο «πέπλο», που απλώνεται άµεσα και έµµεσα (ενίοτε δε ιδιαιτέρως απροκάλυπτα), σε εκατοντάδες οµάδες χιλιάδων ατό-µων και παρεισφρέει σε όλους τους τοµείς της ανθρώπινης ζωής, ωσάν πολιτικό σύνθηµα, καλύτερα δε, ως στάση ζωής. Στόχος της, να καθοδηγούνται οι σκέψεις των λαών και να διαµορφώνονται γνώµες και συµπεριφορές κατά τις εαυτών (των Νεοεποχιτών) πεποιθήσεις. Επεµβαίνουν στις συνειδήσεις του µέσου κοινού ανθρώπου, ούτως ώστε να τις χειραγωγούν, µε µεθοδεύσεις που καταργούν τις ατοµικές επιλογές τους και τις προσανατολίζουν σε ένα νέο προτεινόµενο σχήµα. Εν ολίγοις δίχως να το συνειδητοποιεί ο άνθρωπος οµογενοποιείται και µαζοποιείται, προσαρµοζόµενος στα ζητούµενα της Νέας Εποχής. Για να αντιληφθούµε όµως καλύτερα τι ακριβώς διακυβεύεται µε το κίνηµα της Νew Age, θα στραφούµε στην πηγή του, το θεµέλιο λίθο, την Παγκοσµιοποίηση. Κατά τον Καθηγητή του Ιδιωτικού ∆ιεθνούς ∆ικαίου Ιωάννη Βούλγαρη, ως παγκο-σµιοποίηση χαρακτηρίζεται (από πολιτισµικής – κοινωνιολογικής σκοπιάς), το φαινόµενο όπου η επικοινωνία των ανθρώπων και η διάδοση των ιδεών και του τρόπου ζωής έχουν πάρει τέτοια µορφή και έκταση, που η κοινωνική ζωή και ο πολιτισµός δεν αναπτύσσονται πλέον στα πλαίσια των κρατών, αλλά κατά µεγάλο µέρος σε διεθνές επίπεδο που ξεπερνά τα στενά όρια των εθνικών κρατών56. Σχηµατικά αν θελήσουµε να την παρουσιάσουµε, η παγκοσµιοποίηση προσανα-τολίζεται (όπως επισηµάνθηκε και παραπάνω), προς την πλήρη εξουδετέρωση του δυτικού πολιτισµού, που θεµελιώνεται σε δύο πυλώνες… α) τη Λογική και β) 56 Ι. Βούλγαρη, “Παγκοσµιοποίηση και ενοποίηση του ∆ικαίου”, πρακτικά Συνεδρίου Το δίκαιο

µπροστά στην πρόκληση της Παγκοσµιοποίησης, επιµέλεια Α.Καζάκος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2001, σ.143.

Page 42: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

42

το Χριστιανισµό. Από την Λογική απορρέουν οι γενικότερες έννοιες … Άνθρωπος, ελευθερία, βούληση, ηθική, ατοµικότητα, αξιοπρέπεια, αυτοεκτίµηση, αυτογνωσία, κ.ο.κ. Έννοιες που προστατεύουν τον άνθρωπο από τα εξωγενή δεδοµένα της ορατής απτής πραγµατικότητας που εµπερικλείει την τυραννία των εξουσιαστών στον οικονοµικό και κοινωνικό τοµέα. Από την άλλη ο Χριστιανισµός διεισδύει ακόµη περισσότερο στις εν λόγω αφηρηµένες έννοιες, προστατεύοντας έτσι τον άνθρω-πο εκ των έσω και δη από εκείνους που επιδιώκουν ανηλεώς να εξουσιάσουν την ψυχή του, υποδουλώνοντάς τον στα σωµατικά και ψυχοπνευµατικά του πάθη και καθιστώντας τον έρµαιο του όποιου Ελέους τους. Εν ολίγοις ο Νέος Παγκόσµιος Πολιτισµός βάλλει αρειµανίως κατά του ∆υτικού πολιτισµού ήτοι κατά της ελευθερίας του ανθρώπου, εσωτερικής (Χριστιανισµός) και εξωτερικής (Λογική). Θιασώτες µιας τέτοιας µεθόδευσης, είναι οι ολιστές φιλόσοφοι, οι οποίοι προτείνουν πλην των άλλων, την απόρριψη αυτών (Λογικής και Χριστιανισµού), ως τρόπο ίασης στην ανθρώπινη ασθένεια (αφού ο άνθρω-πος είναι γι αυτούς διανοητικά και συνειδησιακά ασθενής). Παραπέρα οι απολο-γητές του ολισµού εντάσσουν στη θεωρία τους έναν αρχαιοελληνικό ηρακλείτειο Ενισµό, ότι δηλαδή τα πάντα και φυσικά ο άνθρωπος, προέρχονται από µια απροσδιόριστη Αρχή και Ουσία… το «Ένα – το ΄Ολον – το Όν – το Πάν». Στην εν λόγω αρχή συναντώνται µε τους τέκτονες, οι οποίοι στηρίζουν τον ιδεολογικό τους προσανατολισµό στη θεωρία της κοινής προέλευσης των πάντων εκ µιας και µόνης ουσίας, πηγάζουσας εκ των τεσσάρων λέξεων του Μ.Α.Τ.Σ (µέγας αρχι-τέκτων του σύµπαντος)… αντίληψη που διαποτίζει το κήρυγµα όλων των

Page 43: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

43

µεταφυσικών, µεταµοντέρνων, νεοεποχίτικων οµάδων57. Στόχος λοιπόν της Νέας Εποχής, είναι η επιβολή πολιτιστικών προτύπων, που επιβάλλουν απροκάλυπτα πολυπολιτισµικότητα, πολυθρησκευτικότητα, πολυφυ-λετικότητα, ασκώντας την ίδια στιγµή ασφυχτικές πιέσεις για την αποδοχή των. Βασική επιδίωξη, η εξάλειψη όλων των υπαρχόντων πολιτικών συστηµάτων και συνόρων και η µίξη των εθνών σε µια πλανητική υπερπολιτισµική ενότητα, υπό τη αυταρχική αιγίδα µιας Υπερκυβέρνησης, αποτελούµενης από αµφιβόλως “πεφω-τισµένα»άτοµα. Οι θεωρητικοί της Νέας Εποχής ισχυρίζονται ότι κατά την εποχή της προόδου της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, ο ήλιος µπήκε στο ζώδιο των Ιχθύων και η “εποχή του Ιχθύος” άρχισε. Ήταν η εποχή του Χριστιανισµού, µια εποχή περιορισµού και στενότητας, όπως χαρακτηριστικά την αποκαλούν. Και τούτο διότι επρόκειτο για µια εποχή που κυριαρχούσαν οι εντολές, ο έλεγχος των ιερέων, η δίωξη των ελεύθερα σκεπτοµένων ανθρώπων, η εποχή των πολέµων και της αποικιοκρατίας, αλλά και της καταστροφής της φύσης. Αυτή λοιπόν η νοσηρή (κατά τα λεγόµενά τους) εποχή παρήλθε ή τουλάχιστον παρέρχεται και ξεκινά παράλληλα µια Νέα Εποχή, “η εποχή του Υδροχόου”, όπου παλιές αιρετικές, στείρες και πατριωτικές προκαταλήψεις, δεισιδαιµονίες και εχθρότητες αφανίζονται ανεπιστρεπτί και τη θέση τους δίνουν σε σηµεία ενός νέου πνεύµατος πίστης, αδελφότητας και διεθνι-σµού που σπάνε τα παλιά δεσµά και γκρεµίζουν τα παλιά όρια58. Η λύση που πλέον προτείνεται ως πανάκεια πάντων είναι όχι ασφαλώς το Μυστήριο του “Υπέρλογου Θεού”, αλλά του “παράλογου εγωτικού ανθρώπου”. 57 ∆. Βαρβιτσιώτη, ο.π., σ.161 επ. 58 J.E.Esslemont, Μπαχάολα και η Νέα Εποχή, εκδ. Αηδόνι, Αθήνα, 1986, σ.3.

Page 44: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

44

Η θέση λοιπόν που καταλαµβάνει το πρόσωπο στη θεωρία της Νέας Εποχής, είναι, απ’ ό,τι συνάγεται από τα παραπάνω, ιδιαζόντως απαξιωτική. Υπάρχει, αλλά δίχως πνευµατική αναφορά στο Θεό, όπερ εστί στην «κοινωνία αγάπης θείων και υπερφυών προσώπων». Χάνει τον προσανατολισµό του, ήτοι την πορεία του προς την αρετή, την κενωτική αγάπη προς τον πλησίον του, αποκόπτεται από τους δεσµούς της ∆ηµιουργίας του (κατ΄εικόνα Θεού) και οδεύει προς την µόνη υπαρκτή πραγµατικότητα, την «κοσµική συνείδηση». Ως Θεός καθίσταται το Απρόσωπο Σύµπαν και ο άνθρωπος αποτελεί «µέρος του» όχι το «απέναντι» του Θεού. Ο άνθρωπος είναι ο Θεϊκός πυρήνας που µέσω αυτού ο Θεός ταυτίζεται µ’αυτόν. Είναι ένα «ζωντανό όν εξ ιδίας δυνάµεως», µε αποκλει-στικό στόχο του την ατοµική εξέλιξη και όχι την αλλαγή της κοινωνίας βάσει της εν Χριστώ αρετής και ανακαινιστικής πορείας του ενσαρκωµένου Λόγου59. Οι χαρακτηριστικές µιας τέτοιας θεώρησης που προωθούν οι νεοεποχίτικες οργανώσεις για το πρόσωπο, απαντώνται σε µια σειρά µηχανιστικών µεθόδων και τρόπων συνειδητοποίησης της ∆ύναµης και Ενέργειας που πηγάζει και φιλοξενείται µέσα του…. Ειδικότερα προτείνεται:

• Εγκαταβύθιση στον Εαυτό

• Αναζήτηση και καταξίωση των «ενεργειακών» δυνάµεων που υπάρχουν εντός τους

• Απολυτοποίηση όλων των επιθυµιών, ειδικά των ζωικών

• Απολυτοποίηση των πνευµατικών επιθυµιών, συναισθηµάτων και σκέ- 59 Α.Γ.Αλεβιζόπουλου, Αποκρυφισµός, Γκουρουϊσµός, Νέα Εποχή, δ' έκδοση, Αθήνα, 1997, σ.27-

306.

Page 45: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

45

ψεων

• Ακύρωση ελέους και ενοχής

• ∆αιµονοποίηση των µη «πεφωτισµένων».

• Αυτοθέωση

• Και όλα τούτα υπό το πρίσµα της µετενσάρκωσης, της µετεµψύχωσης και του κάρµα 60.

Κατά συνέπεια όλοι αυτοί οι «θείοι νόµοι», «ο νόµος του Κάρµα», οι θέσεις των άστρων και οι λοιπές αποκρυφιστικές αντιλήψεις, καταστροφικών λατρειών και νέων θρησκευτικών κινηµάτων61 ακυρώνουν άρδην και συθέµελα την ελευθερία του ανθρώπου. Σκοπός τους είναι ο απόλυτος έλεγχος επάνω στα ανθρώπινα όντα. Επιθυµία τους, να σκοτώσουν την ελεύθερη βούληση. ∆εν του επιτρέπουν να καθορίσει ο ίδιος το χώρο στον οποίο επιλέγει να ζήσει βάσει των προσω-πικών του επιλογών. Του επιβάλλουν στεγανά και δεδοµένα που τον κρατούν δέσµιο και του δροµολογούν τον περαιτέρω βίο του. Αποβάλλουν σταδιακά την ελεύθερη λειτουργία της προσωπικής σκέψης και κρίσης, µέσα από διαδικασίες πλύσεως εγκεφάλου, καταλήγοντας σε απόλυτη εξάρτηση από ένα άτοµο που βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχίας µέσα στην (νεοεποχίτικη) οµάδα, τον γκουρού ή τον διδάσκαλο. Ο µαθητής λατρεύει τον Γκουρού του σαν υπερβατική ύπαρξη και τελικά συγχωνεύει πλήρως τον εαυτό του µε αυτόν62

60 ∆.Βαρβιτσιώτη, ο.π., σ.183-184. 61 Όπως “Υπερβατικός ∆ιαλογισµός”, “∆ιεθνής Εταιρία για τη Συνείδηση του Κρίσνα”, “Ιεραποστολή

του θεϊκού φωτός”, “Το κίνηµα του Sathya Sai Baba”, “H Raja – Yoga”, “Οι Νεο – Σαννυάσινς του Rajneesh”, διάφορες εκδοχές του Zen, αλλά και πλήθος άλλων οµάδων που σχετίζονται µε Βουδδισµό και Ταοϊσµό, βλ. ∆. Μπεκριδάκη, “Ο εναλλακτικός Θεός. Η ανάδυση της νέας θρη-σκευτικής συνείδησης”, Θεός και Θρησκεία 8 (2002), σ.122.

62 Σατανιάντα Σαρασουάτι, Σουάµι, Φως στη σχέση Γκουρού και µαθητή, εκδ. Σατυανάντασραµ Ελλάδος, Αθήνα, 1984, σ.107.

Page 46: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

46

Οι οµάδες αυτές – καταστροφικές λατρείες (κατά κόσµον σέκτες), είθισται να αποκρύπτουν τους αληθινούς στόχους τους. Μιλάνε µε ανακρίβεια και παρα-πλανητικά για τον εαυτό τους. Αποκρύπτουν το αληθινό τους κέντρο, που µπορεί να είναι γκουρουϊστικό ή κάποιο κέντρο ενός αυτοαποκαλούµενου «µεσσία» ή «αβατάρ». Παρουσιάζονται µε προσωπείο φιλοσοφικό, ψυχολογικό, ακόµη και χριστιανικό, χρησιµοποιούν ορολογία χριστιανική ή κοσµική µε αντεστραµµένο νόηµα, διδάσκοντας την ίδια στιγµή προκλητικές, υποχθόνιες και ύπουλες για τον άνθρωπο θεωρίες, περί µη υπάρξεως προσωπικού Θεού, αλλά και περί της ταύ-τιση του ανθρώπου µε τον “ιερό και απόλυτο” εαυτό του, µέσω του διαλογισµού63. Το πλησίασµα των υποψήφιων θυµάτων, γίνεται ποικιλοτρόπως: µε πρόσκληση για δωρεάν τεστ προσωπικότητας, για σεµινάρια αυτογνωσίας ή ελέγχου του νου (mind control), για έναν κύκλο διαλέξεων σε θέµατα γενικού ενδιαφέροντος, κ.ο.κ. Μερικές οµάδες µάλιστα χρησιµοποιούν το λεγόµενο «βοµβαρδισµό αγάπης»,τον αποκαλούµενο “αγαπισµό”64, µέχρι να οδηγηθεί κανείς σε ψυχολογική εξάρτηση. Ειδικότερα συνήθεις µέθοδοι και διαδικασίες που χρησιµοποιούνται για τον προσηλυτισµό του θύµατος και την ένταξή του στις οργανώσεις αυτές, είναι:

63 ∆. Μπεκριδάκη, ο.π. 64 Περί του Αγαπισµού, βλ. Ι.Φωτόπουλοςυ, Θεανθρώπινη Καθολικότητα ή Πανθρησκειακή

Παγκοσµιότητα, (...είναι προϊόν αφελούς θυµικού και όχι της εν Χριστώ νηφούσης καρδίας για τον εξής λόγο: τελών υπό την πεποίθηση ότι -επειδή αγαπά χωρίς όρια και περιορισµούς-, αγαπά περισσότερο και καλύτερα από τους αγαπώντας καρδιακά, δηλαδή ότι είναι καλύτερος των άλλων, ο επιδεικνύων αγαπισµό ικανοποιεί την θυµική του “ανάγκη για αναγνώριση”, δηλαδή τον εγωισµό του, αλλά ερήµην του λογιστικού µέρους της ψυχής του και κυρίως χωρίς πραγµατική ενεργοποίηση της καρδιάς του, αφού βασική προϋπόθεση της ενεργοποίησης αυτής είναι η ταπείνωση...), Αθήνα, 2003, σ.101.

Επίσης κατά τον Κ. Κωτσιόπουλο, ο “αγαπισµός”, είναι εκείνος που οδηγεί σε υποκρισία, δειλία και πλάνη. Βλ. Κ. Κωτσιόπουλος, “Ορθοδοξία και φονταµενταλισµός”, Εισήγηση σε Συνέδριο – Σύρος 2002, Νέα Σιών (υπό δηµοσίευση), σ.4.

Page 47: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

47

Η λεγόµενη «διάχυση» Ο απόλυτος έλεγχος της πληροφόρησης, µε σκοπό να περιορισθούν οι

εναλλακτικές λύσεις, από τις οποίες το θύµα θα µπορούσε να κάνει άλλη επιλογή

Η παραπλάνηση µε το να αποκρύπτει η οργάνωση τους αληθινούς σκοπούς, την αληθινή της ταυτότητα, τις πραγµατικές διασυνδέσεις της σε παγκόσµια κλίµακα

Κάποιο είδος πλύσης εγκεφάλου, για την απόλυτη αποδοχή δογµατικού συστήµατος, που διαστρεβλώνει την ελεύθερη και ανεξάρτητη σκέψη και την ίδια στιγµή απορρίπτει όλο τον κόσµο έξω από την οργάνωση

Η πρόκληση φοβίας, ενοχών και αγωνίας, που οδηγούν σε ολοκληρωτική εξουθένωση του θύµατος και υποβάλλουν την «πεποίθηση» πως µόνο µέσα στην οµάδα µπορεί να απαλλαγεί κανείς από όλα αυτά

Η ανεπαρκής δίαιτα και η κόπωση, ώστε το άτοµο να οδηγείται σε ψυχολογική κατάπτωση και ψυχική αποσύνθεση, µε αποτέλεσµα τη µείωση της προσοχής και την εξασθένηση της ανεξάρτητης κριτικής σκέψης.

Πλάθεται λοιπόν σταδιακά ένας άνθρωπος νωχελικός, συγκαταβατικός µε ανησυ-χητική µακροθυµία ως προς τα πάντα. Ένας άνθρωπος δίχως οράµατα και πυγµή, όπου θα πάψει να εργάζεται και να αγωνίζεται, πρώτα πρώτα για το δικαίωµα σεβασµού στον ίδιο του τον εαυτό. Ένα τέτοιο λοιπόν είδος ανθρώπου πλησιάζει προς την εξαφάνισή του, µέσα σε µία Ιστορία που κατά τα λεγόµενα του F. Fukuyama, τείνει να φθάσει στο τέλος της. Όπως συγκεκριµένα αναφέρει στο έργο του “Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος”, µιλάµε για µια καταστροφή όχι κοσµική ή βιολογική· ο κόσµος εξακολουθεί και υπάρχει, όπως

Page 48: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

48

επίσης και ο άνθρωπος, ο οποίος εξαφανίζεται µόνο ως ∆ράση και Αντίδραση 65. Αντίθετα στο Χριστιανισµό, ο ίδιος ο ∆ηµιουργός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου και επιθυµεί µόνο προσωπικές σχέσεις αγάπης εν ελευθερία. Ο Θεός δεν εξαναγκάζει τον άνθρωπο επιβάλλοντας την αγάπη Του. Τον αφήνει να λειτουργήσει, αφού πρώτα όµως του χει χαρίσει το θείο δώρο του αυτεξουσίου, ήτοι της πλήρους ελευθερίας στις επιλογές του. Έτσι λειτουργεί ο Χριστιανός... ελεύθερος να ζει τη νέα πραγµατικότητα, την εν Χριστώ. ∆εν προσβλέπει στη Νέα Εποχή, αλλά στην «Καινή Κτίση».

65 Francis Fukuyama, Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος Άνθρωπος, σε µετάφραση

Α.Φακατσέλη, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 1992, σ.406.

Page 49: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

49

3. ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ Μία εκ των βασικοτέρων θεωριών που διατυπώθηκαν στο χώρο της Κοινω-νιολογίας, αποτελεί και η θεωρία που εισήγαγε ο Εmile Durkheim περί δυα-λιστικής διάκρισης ανάµεσα στο ιερό και στο κοσµικό. Το µεν “ιερό” εµφιλοχωρεί σε πραγµατικότητες εκτός της σφαίρας της χρονικότητας, της τοπικότητας και της συναλλαγής. Το ιερό κατά συνέπεια καθίσταται ως απλησίαστο, καθαρό, ηθικό, πνευµατικό. Το δε “κοσµικό” από την άλλη, αναφέρεται σε πραγµατικότητες που ενυπάρχουν έξω βέβαια από το πεδίο του ιερού, εντός όµως των πλαισίων της χρονικότητας, της τοπικότητας, της συναλλαγής. Αποτελεί εν ολίγοις το υλικό, το χρησιµοποιούµενο, το βέβηλο, το ανθρώπινο. Οι χαρακτηριστικές αυτής της θεωρίας, απαντώνται στο σχηµατισµό δύο εισβολών, εκ διαµέτρου αντίθετων, αλλά παράλληλα τόσο ταυτιζόµενων. 'Ετσι όταν η εισβολή πραγµατώνεται από το χώρο του ιερού στον αντίστοιχο του κοσµικού, τότε έχουµε “καθιέρωση”. Ενώ όταν η εισβολή προέρχεται από το κοσµικό στο χώρο του ιερού, τότε λαµβάνει χώρα η “εκκοσµίκευση”. 'Αρα εκκοσµίκευση καλείται η εισβολή δυναµικών κοσµικών στοιχείων στη

σφαίρα του ιερού, το οποίο µετακινείται από τη χαρισµατική στην ιστορική

διάσταση µε αποτέλεσµα να µεταβάλλεται σε θεσµό, να είναι πλέον αναγκαίο να

συλλειτουργεί και να συνεξελίσσεται µε τους άλλους θεσµούς και να συµπρο-

σαρµόζεται στις απαιτήσεις των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών πιέσεων.

Έτσι λοιπόν η εκκοσµίκευση είναι µια προσαρµογή, εξαρτηµένη υπό το κράτος

του “κοσµικού”.66 Κατά µία άλλη άποψη που εξειδικεύεται στα πλαίσια του Ορθόδοξου Χριστιανι- 66 Β. Γιούλτση, Κοινωνιολογία της Θρησκείας, γ' έκδοση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1996, σ.17.

Page 50: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

50

σµού, η εκκοσµίκευση τριχοτοµείται στις εξής συνιστώσες και παρουσιάζεται ως:

• η διάκριση του κόσµου από τον Θεό και κατ επέκταση η άρνηση της υπερβατικότητας του κόσµου και των πραγµάτων του

• η αδιαφορία για τη θρησκευτική αλήθεια και κατ' επέκταση η αποµά-κρυνση από την Εκκλησία

• η αποσύνδεση της καθηµερινής ζωής από τις επιταγές της θρησκευτικής πίστης.67

Χαρακτηριστικά παραδείγµατα εκκοσµίκευσης, αποτελεί το “µονοµερές βάρος” στην οργάνωση διοικητικών υπηρεσιών, την υπηρεσιακή ιεράρχηση, τις µισθολο-γικές εξαρτήσεις και διαβαθµίσεις, τα ωράρια εργασίας και επικοινωνίας, οικονο-µικά προνόµια και πολλά ακόµη άλλα αντίστοιχα, που επαγγελµατοποιούν και εκλογικεύουν τις πνευµατικές σχέσεις, µεταβάλλοντας τη θρησκευτική σφαίρα σε πεδίο απρόσωπης διοικητικής υπηρεσίας. (“Ecclesia semper reformanda”... διακηρύσσουν χαρακτηριστικά οι Προτεστάντες, που σηµαίνει πως η Εκκλησία πρέπει διαρκώς να µεταρρυθµίζεται). Τα αποτελέσµατα είναι ιδιαιτέρως αρνητικά, ιδίως δε στις σύγχρονες ενορίες των µεγάλων αστικών κέντρων, όπου η χωροτα-ξική κατανοµή των πιστών, διακόπτει την απαραίτητη ποιµαντική επικοινωνία µεταξύ ποιµένα και ποιµνίου. Σχετικοποιείται έτσι η αυθεντικότητα του θείου µηνύµατος και σταδιακά βεβηλώνεται η πίστη, τα θρησκευτικά σύµβολα, η θεία λατρεία. Προωθείται απόρριψη οποιασδήποτε κοινωνίας του Θεού µε τον κόσµο καταλύοντας έτσι την έννοια και τη φύση της Εκκλησίας.

67 Γ.Μαντζαρίδου, Κοινωνιολογία του Χριστιανισµού, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 163.

Page 51: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

51

Kαι από την άλλη όµως οφείλουµε να παραδεχθούµε, πως για να µπορέσει η Εκκλησία να ανταποκριθεί σωστά και εύστοχα στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας, χρειάζεται ως ένα βαθµό µια εν δυνάµει αναδιοργάνωση, λαµβάνοντας υπ όψη τη σύγχρονη κοινωνική κατάσταση αλλά και χρησιµοποιώντας τα µέσα που έχει στη διάθεσή του ο σύγχρονος άνθρωπος. Εξάλλου ανέκαθεν η Εκκλησία, στα πλαίσια της “συλλειτουργίας των θεσµών”68, είχε ως αρχή να προσαρµόζει τη διοικητική δοµή της, σύµφωνα µε την κατάσταση του κοινωνικού περιβάλλοντος69. Η κοινωνία κατά τον Α. Γουσίδη αποτελεί το πλαίσιο µέσα στο οποίο ζει και κινείται η Εκκλησία ως καθίδρυµα και άρα το σύγχρονο στοιχείο (δηλαδή το στοι-χείο που υπάρχει και χαρακτηρίζει την κοινωνία σήµερα) της πρώτης, είναι και αυτό στοιχείο του περιβάλλοντος της δεύτερης. Ωστόσο επειδή ακριβώς οι ισορροπίες είναι ιδιαιτέρως λεπτές και εύθραστες, πρέπει να είµαστε πολύ προσεκτικοί, αφού υπάρχει κίνδυνος η Εκκλησία να χάσει την ταυτότητά της κατά την εν λόγω προσαρµογή στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Στο συγκεκριµένο σηµείο πρέ-πει να διακρίνουµε µεταξύ προσαρµογής και αφοµοίωσης. Έτσι όταν η Εκκλησία

68 Η κατανόηση του όρου συνδέεται άµεσα µε τις “διαπιστώσεις από την εφαρµογή της θεωρίας του

φονξιοναλισµού πάνω στη λειτουργία των θεσµών. Σύµφωνα µε τις διαπιστώσεις η λειτουργική σπουδαιότητα κάθε θεσµού κρίνει τη συµµετοχή του στο τελικό αποτέλεσµα, αλλά επίσης και την οµαλή λειτουργία της ολικής κοινωνίας. Έτσι κάθε θεσµός χρειάζεται τη συλλειτουργία τν άλλων και δεν είναι δυνατή για µεγάλα χρονικά διαστήµατα η εξέλιξη κοινωνίας, από την οποία έχουν αποσπασθεί και δεν επιτρέπεται να λειτουργούν θεσµοί, που µαζί της συµπορεύθηκαν στο παρελθόν. Άς σηµειωθεί ακόµη ότι σήµερα για τις Κοινωνικές Επιστήµες, δε θεωρείται σοβαρή η άποψη που είχε κάποτε δεχτεί τους κοινωνικούς θεσµούς ως επιβολές των µορφών της εξουσίας. Έχει γίνει από καιρό αποδεκτό ότι οι θεσµοί είναι η νοµιµοποίηση των ανθρώπινων αναγκών και η µοναδική παρέµβαση της εξουσίας αφορά στην οριοθέτηση των λειτουρικών τους πλαισίων”. Βλ. Β.Γιούλτση, Νέες προοπτικές στις σχέσεις Εκκλησίας Πολιτείας.Τα σύγχρονα δεδοµένα οργάνωνσης της κοινωνίας και οι απαιτήσεις για µια διακονούσα Εκκλησία, Σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας, Εισηγήσεις, εκδ. Θεολογικού Συνδέσµου, 1, Θεσσαλονίκη, 1988, σ.47-48.

69 “...τοις πολιτικοίς και δηµοσίοις τύποις και η των εκκλησιαστικών πραγµάτων τάξις ακο-λουθείτω...”. Κανών 38 Πενθέκτης Οικουµενικής Συνόδου, βλ. Π.Ακανθόπουλο, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόµων, β' έκδοση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2000, σ.136.

Page 52: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

52

κατά τη διαδικασία της προσαρµογής θυσιάσει τους ουσιαστικούς σκοπούς της (ήτοι τους σκοπούς που την κάνουν να είναι Εκκλησία), τότε µιλάµε για αφοµοίωση. Αν αντίθετα η Εκκλησία διατηρήσει ακέραιους τους σκοπούς της, η οιαδήποτε µεταβολή που επέρχεται µας επιτρέπει να µιλάµε για προσαρµογή70. Από την παρούσα ανάλυση όµως δεν µπορούµε να παραθεωρήσουµε και τα ιστορικά δρώµενα που δροµολόγησαν το φαινόµενο της θρησκευτικής εκκοσµί-κευσης µε την πλέον αρνητική της έννοια. Έτσι η εν λόγω τοποθέτηση άρχισε να καθιερώνεται από την Αναγέννηση, µια περίοδος που εισήγαγε βαθύτατες ρηξικέλευθες κοινωνικές αλλαγές. Η αγροτική κοινωνία βαθµηδόν αντικαθίσταται από τη βιοµηχανική και µεταβιοµηχανική. Η πατριαρχική οικογένεια που υπήρξε σχετικά αυτάρκης, δίνει τη θέση της στη µικρή πυρηνική, που είναι απόλυτα εξαρτηµένη από τον κοινωνικό της περίγυρο. Χωρίστηκε η δηµόσια από την ιδιωτική ζωή και η θρησκεία απωθήθηκε στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής. Πηγή της κρατικής εξουσίας εγκαθιδρύθηκε ο λαός και όχι ο Θεός (ή τέλος πάντων οποιαδήποτε άλλη υπερβατική δύναµη). Μοναδικός ρυθµιστής των πραγµάτων και της ιστορίας καθιερώθηκε ο άνθρωπος, ο οποίος µέσω της επιστήµης και της τεχνολογίας, κατανόησε τον κόσµο και κυριάρχησε στην κτιστή πραγµατικότητα. Ωστόσο η επιστήµη που ανεπτύχθη, επέδρασε αρνητικά στην πίστη και εν γένει στην εκάστοτε θρησκευτική πεποίθησή του, εφόσον του εµφύσησε µια αίσθηση πως έµαθε πολλά και άρα δε χρειάζεται πλέον τη θρησκεία. Η επιστήµη σύµφωνα µε τον W. Bϋhl, είναι αυτή που µετατρέπει τη θρησκεία σε ιδεολογία, καλύπτοντας την ίδια στιγµή τα πιστεύω της σε µε έναν

70 Α.Γουσίδη, Ποιµαντική στη σύγχρονη κοινωνία, β' έκδοση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1991,

σ.45επ.

Page 53: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

53

µανδύα λογικής και ορθολογισµού. Η θρησκευτική ουτοπία παραγκωνίζεται, ενώ τη θέση της παίρνει ένα είδος κοινωνικής ουτοπίας71, που στηρίζεται σε µία άκρως εγκοσµιοκρατική υπέρβαση και αποτελεί την εκκοσµικευµένη πλέον µορφή θρησκείας72. Ο άνθρωπος επεµβαίνει και κυριαρχεί µε τις ανακαλύψεις του στη φύση, κλιµα-κώνοντας έτσι την αντιπαράθεσή του µε αυτήν πλέον στις µέρες µας. Απαντά σε όλα τα ερωτήµατα για τη φύση και τη ζωή µε τη γλώσσα των µαθηµατικών, ήτοι µε στυγνό ορθολογισµό, αγνοεί τις αξίες, τα ιδανικά και τις ποιότητες, και προσανατολίζεται στα µεγέθη και στις ποσότητες, στην επιφάνεια, στην επίφαση, νεκρώνοντας έτσι πνευµατικά το είναι του και αποξενώνοντάς το από τη θρησκευτική Αλήθεια και το θείο µήνυµα. Παραµερίζεται η καθολική αλήθεια και τη θέση της λαµβάνουν επιµέρους συµβατικές, οι οποίες επ ουδενί δεν προσδιο-ρίζονται από υπερβατκό κύρος, αντίθετα δε, εξυπηρετούν πρακτικούς σκοπούς της σύγχρονης µεταµοντέρνας, πλουραλιστικής κοινωνίας. Αποξενώνεται ο άνθρωπος από τον εσωτερικό του κόσµο, αδιαφορεί περίτεχνα για βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήµατα ουσίας. Περιορίζεται όπως σηµειώσαµε στο επιµέρους και στο αποσπασµατικό, αδιαφορώντας για το απόλυτο και το καθολικό. ∆ιασκορ-πίζει τα ενδιαφέροντα και την καθηµερινότητά του σε άσκοπες αναλύσεις και κενές πρακτικές. Ενώ περιορίζει και οριοθετεί τη θρησκεία στο πλαίσιο που η επι-στήµη δεν βοηθά τον άνθρωπο ήτοι στις επονοµαζόµενες οριακές καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, που τελικά συνοψίζονται στον θάνατο. Παραπέρα µια ακόµη χαρακτηριστική µορφή εκκοσµίκευσης που εµφανίζεται στο

71 Εξ ου και η κοινωνική ουτοπία εµφανίζεται συνήθως ως υποκατάστατο στο χώρο που

δηµιουργείται µε την υπαναχώρηση ή την εκκοσµίκευση της θρησκείας. 72 W.Bϋhl, Die Ordnung des Wissens, Berlin, 1984, σ.212 κ.ε.

Page 54: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

54

προσκήνιο, αποτελεί η σταδιακή αποµάκρυνση του κόσµου από την Εκκλησία. Βεβαίως δεν είναι λίγες οι φωνές που υποστηρίζουν πως η αποµάκρυνση από την Εκκλησία (Entkirchlichung), δε συνιστά απαραίτητα και αποµάκρυνση γενικότερα από το Χριστιανισµό (Entchristlichung) ή από τη θρησκεία εν γένει· µια άποψη που εµφιλοχωρεί κυρίως σε λαούς µε προτεσταντική παράδοση, οι οποίοι απορρίπτουν τη θεσµική µορφή της Εκκλησίας και δέχονται την ατοµική επικοι-νωνία µε το Θεό. Η θρησκευτικότητα γι αυτούς µπορεί να υπάρχει και να καλλιερ-γείται χωρίς άµεση σχέση µε την Εκκλησία ή τους Εκκλησιαστικούς θεσµούς73. Όπως και να χει δεν παύει να αποτελεί µια προβληµατική που παρουσιάζεται µε στατιστική µείωση του ποσοστού των Εκκλησιαζοµένων, µε µη µετοχή στα θεία και ιερά Μυστήρια, µε την αύξηση ποικίλων αιρέσεων, µε µια γενικότερη θρη-σκευτική κρίση που ενυπάρχει στους κόλπους της Εκκλησίας74 κ.α. Γενικότερα η εκκοσµίκευση µε τη σηµερινή της µορφή, επηρεάζει τη βάση της θρησκευτικής ζωής και αλλοιώνει σταδιακά αλλά σταθερά την αλήθεια του χριστιανικού µηνύµατος, προβάλλοντας το µοτίβο µιας µονοδιάστατης θεώρησης του Χριστιανισµού, µιας θεώρησης που κυρίαρχη θέση λαµβάνει η γραµµή της Π.∆ περί διάκρισης Θεού-κόσµου75, οδηγώντας έτσι στον παραµερισµό της διδασκαλίας της Κ.∆ περί ενανθρώπησης του Θεού και κατά συνέπεια στην 73 Γι αυτό και η εκκοσµίκευση αυτή παρουσιάζεται ως πρόβληµα κυρίως της Κοινωνιολογίας της

Εκκλησίας, λιγότερο δε, της Κοινωνιολογίας της θρησκείας και του Χριστιανισµού. Βλ. F.Fürstenberg, Religionssoziologie, Neuwied – Berlin, 1970, σ.23.

74 Εικότερα επί της θρησκευτικής κρίσης ο Τ.Rendtorff παρατηρεί πως η θρησκευτική κρίση σηµατοδοτεί και θρησκευτική ζωή, διότι θρησκευτική κρίση υπάρχει µόνο εκεί που η θρησκεία είναι ζωντανή. Βλ. Τ.Rendtorff, Gesellschaft ohne Religion?, Mϋnchen, 1975, σ.83 κ.ε.

75 Κατά τον Μ.Weber, η διαδικασία της διακρίσεως του κόσµου από τον Θεό ή της άρνησης της υπερβατικότητας του κόσµου και των πραγµάτων του κόσµου, θεµελιώθηκε µε τη θρησκεία του αρχαίου Ισραήλ. Βλ. M.Weber, Gessamelte Aufsätze zur Religionssoziologie, τ.ΙΙΙ, Das antike Judentum, Tϋbingen, 1971-2, σ.6 κ.ε.

Page 55: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

55

εκκοσµίκευση του κόσµου. Ο άνθρωπος έτσι αποκτά µια τάση αυτοθέωσης, µια αίσθηση περί µη αναγκαιότητας της θρησκείας και άρα περί κατάλυσής της. Αντίθετα, µια άλλη µερίδα, επιδιώκει, ως αντίδραση, την αναζήτηση γνησιότερης θρησκευτικότητας στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής παράδοσης, φτάνοντας έτσι στο άλλο άκρο, στο άκρο του καλούµενου θρησκευτικού φονταµενταλισµού.

Page 56: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

56

3.1. ΦΟΝΤΑΜΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ Ο φονταµενταλισµός ως θρησκευτικο – κοινωνικό φαινόµενο, σχετίζεται άµεσα µε το µοντέρνο κόσµο, αποτελώντας µια αντιµοντέρνα κίνηση που συνδέεται µε τις παγκόσµιες θρησκείες αφού πρεσβεύει την απολυτοποίηση των θρησκευτικών αντιλήψεων. Ο όρος “fundamentalist”, καθιερώθηκε το 1920, για να υποδηλώσει εκείνους που κάνουν αγώνα για την υπεράσπιση των θεµελίων της πίστης 76. Ωστόσο οι πρώτες χριστιανικές φονταµενταλιστικές κινήσεις (καθαρά προτεστα-ντικής προέλευσης), κάνουν την εµφάνισή τους στις Η.Π.Α. περί των µέσων της δεκαετίας του 1860, µε δύο κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσµατα να τις προσδιο-ρίζουν: α) τη χιλιαστική προσδοκία (µε τάσεις που επιδεικνύουν έναν αµφίπλευρο ουτοπισµό, αναφορικά µε µια θρησκευτική και πολιτική απολυτοποίηση της κτι-στής και εγκόσµιας πραγµατικότητας), αλλά και β) την αποδοχή της απόλυτης αυθεντίας της Βίβλου, που ερµηνεύεται ως κοινωνικό σύστηµα77. Κατά τον A.Giddens, ο φονταµενταλισµός πολύ ορθά χαρακτηρίζεται ως “µια παράδοση σε εµπόλεµη κατάσταση”. Προσβλέπει στην απο – εκκοσµίκευση της κοινωνίας, επιδιώκει την αποβολή µεταµοντέρνων επιρροών από αυτήν και προβάλλει µε µια άγονη τακτική την προτεραιότητα της κυριαρχίας του Θεού. Τα µοντέλα λοιπόν που προωθούν οι φονταµενταλιστές είναι ολοκληρωτικά. ∆ιέ-πονται από αναχρονισµό, καθυστέρηση, στενότητα, αντιπαλότητα και στείρο

76 Β.Γιούλτση, Γενική Κοινωνιολογία, ε΄έκδοση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1997, σ.388. 77 Κ.Κωτσιόπουλου, “Ορθοδοξία και Φονταµενταλισµός”, Εισήγηση σε συνέδριο της Ι. Μητρο-

πόλεως Σύρου, 2002, (υπό δηµοσίευση στο “Νέα Σιών” ), Θεσσαλονίκη, 2003, σ.1.

Page 57: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

57

φανατισµό. Παράγουν ανεστιότητα, αποµακρύνονται από τον κόσµο και τον πολιτισµό και οδηγούν σε ουτοπισµούς και µεσσιανισµούς µιας εγκόσµιας αρι-στοκρατικής ελίτ, που κοµπάζει πως αποτελεί το “εκλεκτό λήµµα” 78. Εύστοχα στο σηµείο αυτό παρατηρεί ο Κωτσιόπουλος πως πρόκειται για “µετατροπή της πνευ-µατικής αυθεντίας της Βίβλου σε κοινωνικό σύστηµα, που γεννά τα απαράδεκτα φαινόµενα του ολοκληρωτισµού, της αυταρχικότητας, του ηθικισµού και του εγκόσµιου αριστοκρατισµού, αφού στην ουσία οι Μεσσίες της κοινότητας θα αναλάβουν να επιβάλλουν πολιτικά το θέσφατο της βιβλικής ή φιλοσοφικής αυθεντίας” 79. Στο σηµείο αυτό παρατηρούµε να λαµβάνει χώρα το εξής παράλογο και οξύµωρο σχήµα... οι Φονταµενταλιστές να συναντώνται και να ταυτίζονται τρόπον τινά µε τους Μεταµοντέρνους· και τούτο διότι και οι δύο οµάδες προβάλλουν έναν αδήριτο ελιτισµό, εκλεκτισµό, µια εκλογίκευση και διάθεση για επιβολή και εγκόσµια αριστοκρατία του πνεύµατος και της πολιτικής διοίκησης. Ο χαρισµατικός ηγέτης του Μεσσία (του θρησκευτικού φονταµενταλισµού), συµπίπτει και ταυτίζεται µε το διανοούµενο του Μεταµοντερνισµού, αφού και οι δυο επιδιώκουν ως αλάθητοι την απόλυτη κυριαρχία και προσπαθούν να διασπάσουν και να αλλοιώσουν την παραδοσιακή κοινοτική θρησκευτικότητα. Ο µεταµοντέρνος αποσκοπεί στον “πολυθεϊσµό των αξιών”, ενώ ο φονταµενταλιστής από την άλλη, επιδιώκει την ανάδειξη της δικής του µεσσιανικότητας80. Όπως και να χει τέτοιες πρακτικές είναι άγνωστες στο Χριστιανισµό, ο οποίος αποδοκιµάζει σθεναρά οιαδήποτε πράξη απολυτοποίησης και ολοκληρωτισµού,

78 Β.Γιούλτση, Πνευµατικότητα και κοινωνική ζωή, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1999, σ.247. 79 Κ.Κωτσιόπουλου, ο.π., σ.1. 80 Κ.Κωτσιόπουλου, ο.π., σ.7.

Page 58: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

58

που γίνονται στο όνοµα της θρησκείας, σε βάρος οιουδήποτε αδερφού ηµών, κηρύσσοντας την ίδια στιγµή µόνο την ανιδιοτελή και απόλυτη αγάπη. Οι παρα-πάνω φονταµενταλιστικές πρακτικές ουδέποτε είχαν σχέση µε τη διδασκαλία της Ορθόδοξης πίστης και ζωής αλλά και ποτέ δεν έλαβαν καµία θέση στη ζωή της Εκκλησίας µας81. Για να ξαναγυρίσουµε στη θεωρητική πλευρά του φονταµενταλισµού, αξίζει να επισηµάνουµε πως ο πλέον σηµαντικότερος τύπος αυτού αναφέρεται στο Ισλαάµ (απ' όπου και στην ουσία ξεκίνησε) και συνδέεται µε το βασικό καθήκον των πιστών του να αναλαµβάνουν τον ιερό αγώνα, προκειµένου να αποτρέπουν τη νόθευση της πίστης στον Αλλάχ, να υπερασπίζονται την εθνοφυλετική τους υπόσταση από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους και να αποφασίζουν την τιµωρία των αποστατών ηγετών τους82. Οι τρείς αυτές λεπτοµέρειες του συγκεκρι-µένου καθήκοντος του µουσουλµάνου (τα λοιπά πέντε καθήκοντα είναι τα εξής: οµολογία πίστης, προσευχή, νηστεία και ιερό προσκύνηµα), φωτίζουν και προσδιορίζουν πλήρως το περιεχόµενο του Τζιχάντ (Jihad ή Djihad ή Gihad) 83. Κατά την άποψη του Γ. Ζιάκα µιλάµε για ένα καθήκον που ενυπάρχει στα υπό κοινότητας καθοριζόµενα καθήκοντα, το καλούµενο καθήκον του εντατικού αγώνα (jihâd), του “αγώνος εις την οδόν του Θεού”, του άλλως κατά κόσµον γνωστού “ιερού πολέµου” του Ισλαάµ, ο οποίος αποσκοπεί στην εξάπλωση και στην κυ-ριαρχία του δικαίου του Θεού και των ανθρώπων εφ όλης της γης. Ο συγγραφέας 81 Περισσότερα βλ. δηµοσίευµα Ορθόδοξου Τύπου, 29/3/2002. 82 Β.Γιούλτση, Κοινωνιολογία της Θρησκείας, γ' έκδοση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1996,

σ.250. 83 Για τη σηµασία του όρου, τη σύσταση και την καθιέρωσή του, τις σύγχρονες εφαρµογές, τις

απειλές και τις διαγραφόµενες προοπτικες, βλ. Η. Νικολακάκη, Ο ιερός πόλεµος του Ισλαάµ “Τζιχάντ”. Σύσταση, Καθιέρωση, Σύγχρονες Εφαρµογές του, Θεσσαλονίκη, 1989, σ. 13.

Page 59: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

59

τον ερµηνεύει ως µαρτυρία στον αγώνα της πίστης, παράλληλα δε και ως καθήκον παντός Μουσουλµάνου όταν το Ισλαάµ απειλείται84. Κατά την αντιµετώπιση των µυστικών του Ισλαάµ, το Jihâd συνιστά έναν ακατάπαυστο εσωτερικό αγώνα – πνευµατικό, εναντίον των παθών που δεσµεύουν την πνευµατική ελευθερία του ανθρώπου. Όπως αντιλαµβανόµαστε λοιπόν οι σηµασίες του όρου κινούνται σε δύο επίπεδα, πρώτον στο εσωτερικό (καταπολέµηση των παθών) και δεύτερον στο εξωτερικό (δράση για την επιβολή της κυριαρχίας του Ισλαάµ, τιµώρηση των απίστων, µαχητική εξάπλωση της πίστης). Τα δύο αυτά επίπεδα είναι αλληλέν-δετα υπό την έννοια ότι καµία µάχη δεν κερδίζεται δίχως προηγούµενη εσωτερική κάθαρση και πνευµατική ανάσταση. Από πλευράς όµως της κοινωνιολογίας της θρησκείας, διετυπώθησαν και κάποιες ιδιαιτέρως θετικές απόψεις επί του συγκεκριµένου θρησκευτικού φαινοµένου, σύµφωνα µε τις οποίες το Jihâd λαµβάνει ιδιαίτερη επικαιρότητα, κάθε φορά που πολιτικές, ιδεολογικές ή κοινωνικές τάσεις απειλούν την παγκόσµια ισορροπία και ορθώνουν το φάσµα του αφανισµού, της αλλοίωσης και της καταστροφής. Χαρακτηριστικά ο P.Berger σκιαγραφεί τη συγκεκριµένη πραγµατικότητα ως εξής: «Κάθε νόµος ψηφίζεται και ξαναψηφίζεται για να αποτρέπει την απειλή της καταστροφής από τις δυνάµεις της ανοµίας, που ενδηµούν στην ανθρώπινη κατάσταση. Στη θρησκεία επιβεβαιώνεται ξανά και πάλι η θεία τάξη του κόσµου µπροστά στην απειλή του χάους”85. ∆ιαπιστώνουµε λοιπόν µία ιδιαιτέρως θετική τοποθέτηση έναντι του συγκεκριµένου θρησκευτικού φαινοµένου, γεγονός που ευρέως λαµβάνει πλέον χώρα σε µοντέρνους και νέους, σύγχρονους ερευνητές.

84 Γ.Ζιάκα, Ιστορία των θρησκευµάτων Β΄ Το Ισλαµ, ε' έκδοση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1998,

σ.378 – 379. 85 P.Berger, The Social Reality of Religion, London, 1969, σ.53.

Page 60: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

60

Πέρα από τους Ισλαµιστές όµως, πολλά είναι τα θρησκευτικά κινήµατα που έλαβαν χώρα και δραστηριοποιήθηκαν κατά καιρούς σε παγκόσµια κλίµακα. Χαρακτηριστική υπήρξε κατά το διάστηµα του Μεσοπολέµου στην Αµερική η εµφάνιση της Μαχητικής Ισλαµικής αίρεσης των Μαύρων Πανθήρων, αλλά και των Μαύρων Αµερικάνων (Black Americans) που ουδεµία σχέση είχαν µε το Ισλαάµ όντας Χριστιανοί86. Αλλά και στις δεκαετίες '70, '80, '90, ευαγγελικοί ιεροκήρυκες – οµάδες Moral Majority (ευαγγελικές οµάδες που απαρτίζονταν από Βαπτιστές, Πρεσβυτεριανούς, Πεντηκοστιανούς, Μαθητές του Χριστού), στρέφονται προς τον φονταµενταλισµό, αγωνιζόµενοι να ανακόψουν τις συνέπειες του φιλελευθερισµού και της εκκοσµίκευσης και να επαναφέρουν την αµερικάνικη κοινωνία στις καθαρές λύσεις της Βίβλου87. Γενικότερα λοιπόν η φονταµενταλιστική κοινότητα παρουσιάζεται ως µια αίρεση, αφού αυτοαποκαλείται ως ο αυθεντικός ερµηνευτής των παραδεδοµένων θρη-σκευτικών αληθειών και θεµατοφύλακας των υπέρτατων θρησκευτικών αξιών, επι-βάλλοντας αυστηρή ζωή, απορρίπτοντας πλήρως τον κόσµο ως αµαρτωλό και νοσηρό και αδιαφορώντας για την πορεία του. Με αυτήν την τακτική, αλλοτριώ-νεται ο άνθρωπος, εκµηδενίζονται οι ελευθερίες του, προωθείται η θεσµοποίηση της ουτοπίας, υποτάσσεται στις σκοπιµότητες ουτοπικών µεσσιανισµών και απογυµνώνεται από κάθε είδους ανθρωπισµού και αγάπης για το συνάνθρωπο.

86 Περί των φονταµενταλιστικών κινηµάτων και την εξέλιξη των ιδεολογικών απόψεων που τα

θεµελίωσαν, βλ. M.Youssef, Revolt against modernity: Muslim Sealots and the West, Leiden,1985 σ.24κ.ε.

87 Για την παρουσίαση των ιστορικών φάσεων της πορείας του φονταµενταλισµού, βλ. S.G.Cole, History of fondamentalism, Boston (Mass.), 1971.

Page 61: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

61

Πολιτισµικά, θεσµικά και εθνικά χάσµατα αντί να γεφυρωθούν, αντίθετα µεγα-λώνουν, µε αποτέλεσµα οι έννοιες της ειρήνης και της συναδέλφωσης µεταξύ των λαών, να υφίστανται µόνο σε επίπεδο θεωρίας. Και τούτο είναι απόλυτα επόµενο, αφού ο φονταµενταλισµός σε εθνικό πλέον επίπεδο προσδιορίζεται µε µια άκρατη και στυγνή εθνικιστική έως και σοβινιστική συµπεριφορά, µετονοµαζόµενη σε “εθνική και πατριωτική συνείδηση”, “οµαδική συνειδητότητα”, κ.ο.κ. Μεταξύ των πρώτων θεωρητικών του εθνικισµού συγκαταλέγεται ο J. J. Rousseau, που τόνισε τις έννοιες της λαϊκής κυριαρχίας και της γενικής θελήσεως και άρχισε να δίδει ιδιαίτερη αξία στον λαϊκό πολιτισµό88. Παραπέρα, πλήθος κοινωνικών ερευνητών και κοινωνιολόγων, χαρακτήρισαν το συγκεκριµένο φαινόµενο ως µακρο – κοινωνικό, που παράγει µια σειρά από συλλογικές συσσωµατώσεις, µε ιδιότυπα χαρακτηριστικά· παρουσιάζουν τον εθνικισµό ως µια ψυχική κατάσταση που έχει θεωρήσει το εθνικό κράτος ότι αποτελεί την ιδανική µορφή οργάνωσης. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Μ. Duverger, υπέρµαχος της άποψης πως η ιστορία των εθνών αποτελεί µια διαδικασία, µέσω της οποίας αυτά αποκτούν µια ανεξάρτητη πολιτική οντότητα, καταλήγει στο εξής συµπέρασµα: “...όπως ένας άνθρωπος, βάσει ψυχανάλυσης, προσδιορίζεται από το παρελθόν του, έτσι και ένα έθνος προσδιορίζεται από την ιστορία του... τόσο από την υποτιθέµενη, όσο και από την αντικειµενική, όπως αυτή πραγµατικά υπήρξε... Έτσι λοιπόν η ιστορία των θεσµών επενεργεί σηµαντικά στους θεσµούς και στη συµπεριφορά τους”89. Από την άλλη µία ιδιαίτερα θετική και γόνιµη προοπτική του φαινοµένου του

88 J.J.Rousseau, Du contrat social, Paris, 1762. 89 M.Duverger, Introduction à la politique, σε µετάφραση Σ.Οικονόµου, Εισαγωγή στην Πολιτική,

Αθήνα, 1971, σ.80κ.ε.

Page 62: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

62

εθνικισµού, τον παρουσιάζει ως τον πατριωτισµό που µετουσιώνεται σε αγώνα για την καλλιέργεια των πολιτιστικών αξιών και ιδεωδών του έθνους, τη διαφύλαξή τους από τη λογική φθορά της εξελίξεως και τη µετάδοσή τους στις επόµενες γενεές90. Η καλλιέργεια του πατριωτισµού όµως εδώ, επιδιώκεται µε την αγωγή, την προβολή των αξιών, που συνθέτουν τα θεµέλια της παράδοσης και τον εξευγενισµό της ψυχής του ανθρώπου. Για τους θιασώτες µιας τέτοιας οπτικής, ο πατριωτισµός προϋποθέτει υψηλό πολιτιστικό επίπεδο και παράλληλα σεβασµό της ιστορικής πραγµατικότητας που ορίζουν και στην τελική το παρελθόν των άλλων λαών. Να ξαναγυρίσουµε όµως στον φονταµενταλισµό και να παραθέσουµε τη θέση της Ορθόδοξης παράδοσης, η οποία τέτοιου είδους και ποιότητας φαινόµενα (φονταµενταλισµών και φανατισµών) τα καταδικάζει και τα ακυρώνει άρδην και συθέµελα, εφόσον σε επίπεδο Εκκλησίας, µετατρέπεται αυτή σε µια κατ επίφαση ηθική, για την ακρίβεια σε µια ηθικιστική κοινότητα και χάνει σταδιακά τη µυστη-ριακή της βάση και τη σωτηριολογική της υπόσταση. Αντίκειται σε ισοπεδω-τισµούς και απολυτοποιήσεις· αποποιείται “την απολυτοποίηση της κτιστής πραγµατικότητας, αφού οι ενέργειες του Θεού σχετικοποιούν κάθε αλαζονική καθιδρυµατική δοµικότητα και θεσµικότητα”91. Όπως και να χει ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται την παράδοση και να δέχεται την ανανέωση, όταν αυτή υπηρετεί το σχέδιο της δηµιουργίας και της προόδου.

90 Χ.Πάτση, Επίτοµο Λεξικό Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστηµών, ∆ιεύθυνση – Σύνταξη

Κ.Παπαδηµητρίου, Αθήνα, 1969, σ.318-319. 91 Κ. Κωτσιόπουλου, ο.π., σ.2.

Page 63: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

63

Οφείλει να σέβεται την αξία του ανθρώπου, τις ελευθερίες του φυσικές και θεσµικές, να τις ανέχεται και όχι να τις απορρίπτει κατακριτικά και απαξιωτικά. Ειδικότερα αναφορικά µε το ζήτηµα της θρησκευτικής ελευθερίας, παύει να υπάρ-χει, όπως διαπιστώσαµε από την παραπάνω ανάλυση, κάθε είδος σεβασµού και υποστήριξης. Συνέπεια της ανωτέρω διαπίστωσης είναι ότι δεν αναγνωρίζεται η ετερότητα των θρησκευτικών πεποιθήσεων του άλλου και εµποδίζεται είτε άµεσα, είτε έµµεσα, η ελεύθερη και ακώλυτη ενάσκηση των θρησκευτικών πιστεύω του καθενός. Η πλέον δέουσα λύση εντοπίζεται κάπου στη µέση, ήτοι... απορρίπτουµε το φανατισµό. Αρνούµαστε όµως και την ασυδοσία και ελευθεριότητα πού παράγουν οι µεταµοντέρνες πολυπολιτισµικές κοινωνίες. Ζητούµε σεβασµό – όπως εξάλλου και τον παρέχουµε - της θρησκευτικής µας ιδιαιτερότητας, καταδικάζοντας ύπουλες και ακραίες εκδηλώσεις. Επιδιώκουµε µια µεσότητα που εµπίπτει στο θεµιτό πλαίσιο της θρησκευτικής ζωής, που από τη µια αρνείται να υποκύψει στην πρόκληση της εκκοσµίκευσης και από την άλλη δεν παρασύρεται από το θεοκρατικό πειρασµό του φονταµενταλισµού, που διεκδικεί την απόλυτη κυριαρ-χία του ιερού επί του κοσµικού. Προτείνουµε διάλογο µεταξύ των θρησκειών, ξεκινώντας µε δεδοµένο τον απόλυτο σεβασµό ορισµένων οικουµενικών αξιών, που είναι απόλυτα σύµφυτες µε το ανθρωπιστικό πνεύµα του Χριστιανισµού, που προωθεί το σεβασµό στο πρόσωπο και στις επιλογές του, την ελευθερία και δη τη θρησκευτική. Χαρακτηριστικός στο σηµείο αυτό είναι ο 27ος Αποστολικός Κανόνας, ο οποίος αποτελεί προτροπή προς τους Επισκόπους (Πρεσβυτέρους ή ∆ιακόνους), να µάχονται για την Ορθοδοξία και την Ορθοπραξία, δίχως όµως να χρησιµοποιούν βία απέναντι στους ετεροδόξους ή ετεροθρήσκους, προκειµένου µε αυτόν τον

Page 64: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

64

τρόπο να τους σωφρονίσουν92. Επικροτείται και προωθείται µεν η µαχητικότητα, καταδικάζεται όµως η άσκηση και χρήση βίαιων µέσων, αφού ο πόλεµος εναντίον των αιρετικών και των απίστων είναι κατ' αρχήν και µόνο πνευµατικός και έχει σαν βάση του το σεβασµό, την κατανόηση, την αγάπη και την ειρήνη. Ειδεµή καµία ουσιαστική διαφορά δε θα είχαµε µε τον Ιερό Πόλεµο του Τζιχάντ, που στρατεύει τους πιστούς ενάντια στους άπιστους και στους ειδωλολάτρες93. Στην τελευταία περίπτωση ουδεµία ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και έκφρασης δεν αναγνωρίζεται, όπως συµβαίνει στον παραπάνω Αποστολικό Κανόνα, ο οποίος παραπέµπει σε µια στοιχειώδη µορφή θρησκευτικής ελευθερίας, επιβάλ-λοντας ίση µεταχείριση (από πλευράς εκκλησιαστικών αρχόντων) και άρα ανοχή, Χριστιανών και αλλοθρήσκων.

Εν ολίγοις όλες αυτές οι παραπάνω προτάσεις µπορούν να συνοψιστούν στο πάντοτε επίκαιρο µήνυµα του Βυζαντινού Ανθρωπισµού, που περιλαµβάνει συνοπτικά τα εξής:

• αποδοχή θεοκεντρικότητας – άρνηση θεοκρατίας

• αποδοχή Θεανθρώπου – άρνηση του µεταµοντέρνου αυτονοµηµένου ανθρώπου

92 “...Όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή ∆ιάκονος κτυπά τους Χριστιανούς εκείνους που σφάλλουν

εις αυτόν ή τους απίστους όπου ήθελαν αδικήση άλλους, και θέλει τάχα ότι µε τα τοιαύτα χτυπήµατα, να κάνει να τον φοβούνται οι λοιποί προστάζοµεν να καθαιρήται ο τοιούτος...”. Βλ. Π. Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόµων, β' έκδοση,εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2000, σ. 28-29.

93 Η χρήση βίας γενικότερα απαγορεύεται και καταδικάζεται από τους Άγιους Πατέρες της Εκκλησίας µας. Συναφής είναι και ο υπ' αριθµ. 9 Κανόνας της Αγίας εν Κωνσταντινούπολη Α' και Β' Οικουµενικής Συνόδου (έτος 861), όπου επισηµαίνεται πως ο ιερέας του Θεού πρέπει να παιδαγωγεί αυτόν που υποπίπτει σε ατοπήµατα και ατασθαλίες, µε διδασκαλίες και νουθεσίες, ενίοτε δε και µε επιτίµια, ποτέ όµως µε µαστίγια, ραπίσµατα και συναφείς βίαιες τιµωρίες. Για τον κανόνα βλ. Π. Ακανθόπουλος, ο.π., σ.438-439.

Page 65: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

65

• αποδοχή Αποκάλυψης του Θεού στον άνθρωπο – άρνηση φανταστικής ανακάλυψης του Θεού από τον άνθρωπο

• στόχος η πνευµατοποίηση της κοινωνίας και ουχί η κοινωνικοποίηση της θρησκείας

• διατήρηση της εκκλησιαστικής πνευµατικότητας σε χαρισµατικό πεδίο (ανάστασης και ανακαίνισης) και όχι στο εκκοσµικευµένο πεδίο κοινωνι-κής δράσης και συµπεριφοράς94.

94 Κ. Κωτσιόπουλου, ο.π., σ.8.

Page 66: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

66

4. ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

4.1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί θεµελιώδες ανθρώπινο δικαίωµα και βασικό στοιχείο µιας δηµοκρατικής έννοµης τάξης. Με τον όρο θρησκευτική ελευθερία εννοούµε το δικαίωµα κάθε ανθρώπου, αφενός να πιστεύει στο Θεό της αρεσκείας του και αφετέρου να εκδηλώνει ελεύθερα την πίστη του προς αυτόν (θετική θρησκευτική ελευθερία). Η επιλογή θρησκείας και κατά συνέπεια η επιλογή Θεού αποτελεί προσωπική υπόθεση του κάθε ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξει το Θεό που κατά την κρίση του ικανοποιεί καλύτερα από κάθε άλλο Θεό τις ελπίδες του, που καλύπτει τις υπαρξιακές του ανησυχίες, που δίνει απαντήσεις στα αναπάντητα ερωτήµατα που τον βασανίζουν και που σε τελευταία ανάλυση καλύπτει τον εσωτερικό του ψυχικό κόσµο και ικανοποιεί τα συναισθήµατά του. Όµως, η έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας κατοχυρώνει και το δικαίωµα του ατόµου να µην θρησκεύεται ή να αλλάζει θρησκεία. Έτσι, η θρησκευτική ελευθερία περιλαµβάνει και το δικαίωµα αθεΐας ή αθρησκείας (αρνη-τική θρησκευτική ελευθερία) καθώς και το δικαίωµα αλλαγής θρησκείας. Γενικό-τερα, η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί µια ευρεία έννοια που καλύπτει κάθε µορφή ελευθερίας, που αναφέρεται στη θρησκεία95. Η θρησκευτική ελευθερία καθιερώνει νοµική ισότητα των θρησκειών σε ένα κράτος. Αυτό σηµαίνει ότι υπό καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας όλες οι θρησκείες είναι ισότιµες και ως τέτοιες διεκδικούν το σεβασµό και την αναγνώ-

95 Π. ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο – Ατοµικά ∆ικαιώµατα Α΄, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα –

Κοµοτηνή, 2005, σελ. 443.

Page 67: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

67

ριση από όλους τους ετερόθρησκους και την ιδιαίτερη προστασία και µέριµνα από το κράτος. Βέβαια, η θρησκευτική ελευθερία είναι διακριτικό γνώρισµα µόνο των πολιτισµένων κρατών και αποτελεί αλάνθαστο κριτήριο µιας ελεύθερης κοινωνίας. Έτσι, σε κοινωνίες, όπου δεν αναγνωρίζεται η θρησκευτική ελευθερία, δεν υπάρχει πραγµατική ελευθερία. Κατά τον Α. Μαρίνο, η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί δικαίωµα µε το οποίο παρέχεται εκ µέρους της Πολιτείας προς τους πολίτες νοµική εγγύηση ότι καθιε-ρώνεται και θα διατηρηθεί στο µέλλον δικαίωµα ελεύθερης διαµόρφωσης της θρησκευτικής συνείδησης του καθενός ως προς όλες τις µορφές εκδήλωσής της, τόσο ως προς την λατρεία όσο και προς άλλα ζητήµατα που αφορούν τις σχέσεις του ανθρώπου προς τον Θεό96.

Έχει υποστηριχθεί από αρκετούς ότι η θρησκευτική ελευθερία είναι το πρώτο ατοµικό δικαίωµα που παραχωρήθηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η άποψη αυτή στηρίζεται προφανώς στο γεγονός ότι η ανάγκη πίστης σε ένα Θεό υφίστατο ανέκαθεν στον άνθρωπο, από την απαρχή ακόµη συγκρότησης της ανθρώπινης κοινωνίας. Άλλωστε είναι γνωστό ότι ο άνθρωπος είναι θρησκευτικό όν, στοιχείο που τον διαφοροποιεί από τα ζώα. Αυτή η θρησκευτικότητα του ανθρώπου αποτε-λεί την λεγόµενη «κατακόρυφη κοινωνικότητα», δηλαδή την τάση και τη ροπή που έχει προς το θείο97. Μικρή σηµασία έχει όµως το γεγονός αν η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί

96 Α. Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2004

σελ. 13 & Κ.Κωτσιόπουλου, Ανεξιθρησκεία, Τα ανθρώπινα δικαιώµατα στον Ευρωπαϊκό και Νεοελληνικό ∆ιαφωτισµό, Το παράδειγµα του J. Locke και του Ευγένιου Βούλγαρη, υπό έκδοση στις εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη.

97 Γ. Μαντζαρίδου, Κοινωνιολογία του Χριστιανισµού, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σελ.13.

Page 68: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

68

πράγµατι το πρώτο ατοµικό δικαίωµα που παραχωρήθηκε στον άνθρωπο. Αυτό που έχει πραγµατική σηµασία, είναι το γεγονός ότι η θρησκευτική ελευθερία αποτέλεσε και αποτελεί ένα πρωταρχικό και θεµελιώδες ανθρώπινο δικαίωµα, το οποίο διαφοροποιείται από τα λοιπά, επειδή ακριβώς αναφέρεται στις σχέσεις του ανθρώπου µε το Θεό. Από την ίδια λοιπόν τη φύση και το χαρακτήρα του αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον που το κατατάσσουν ανάµεσα στα διακεκριµένα ατοµικά δικαιώµατα98. Βέβαια, η θρησκευτική ελευθερία δεν καθιερώθηκε εξαιτίας της έµφυτης ανάγκης του ανθρώπου αναγωγής στο θείο. Στην πραγµατικότητα υπήρξαν διάφοροι ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι, που οδήγησαν στην καθιέρωση και εδραίωση αυτής σε βάθος χρόνου. Σύµφωνα µε τον Αρ. Μάνεση η θρησκευτική ελευθερία είναι «προέκταση της προσωπικής ελευθερίας» και επίσης «µια ειδικότερη µορφή της ελευθερίας της γνώµης και της εν γένει πνευµατικής ελευθερίας». Η σπουδαιότητα της θρησκευ-τικής ελευθερίας είναι πολύ µεγάλη, διότι µε αυτήν εξασφαλίζεται ο σεβασµός της ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (άρθρο 2§1 Σ.), καθώς και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5§1 Σ.)99. Είναι εµφανής η σχέση µεταξύ του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας µε τα δικαιώµατα του σεβασµού της ιδιωτικής ζωής, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί συστατικό στοιχείο όλων των υπολοίπων και χωρίς αυτή δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αυτοτελώς τα υπόλοιπα δικαιώµατα. Σε καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας το άτοµο έχει αξίωση από την πολιτεία, 98 Α.Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία, (∆ιδακτορική ∆ιατριβή), Νοµική Σχολή Πανεπιστηµίου

Αθηνών, 1972, σελ. 7. 99 Α. Μάνεση, Συνταγµατικά ∆ικαιώµατα Α΄ - Ατοµικές Ελευθερίες, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη,

1982, σελ. 247

Page 69: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

69

πρώτον, να µπορεί να διαµορφώνει ελεύθερα τη θρησκευτική του συνείδηση και δεύτερον, να ασκεί επίσης ελεύθερα και ανεµπόδιστα τη λατρεία προς το Θεό που πρεσβεύει, ατοµικά ή συλλογικά. Η πολιτεία από την πλευρά της, έχει υποχρέωση να προστατεύσει την ελευθερία αυτή, είτε απέχοντας από κάθε ενέργεια που την διαταράσσει, είτε επεµβαίνοντας κάθε φορά που αυτή διαταράσσεται για να την διαφυλάξει. Με αυτόν τον τρόπο θεσπίζεται, καθιερώνεται και κατοχυρώνεται ατοµικό και απαγορεύεται η λήψη µέτρων, µε τα οποία παρακωλύεται αµέσως ή εµµέσως η θρησκευτική ελευθερία100. Το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως άλλωστε και όλα τα ατοµικά δικαιώµατα, στρέφεται µόνο κατά της πολιτείας και όχι και κατά της εκκλησίας. Η πολιτεία είναι υπεύθυνη για την προστασία και περιφρούρηση των ατοµικών δικαιωµάτων και αντίστροφα από την πολιτεία αξιώνουν οι πολίτες την αναγνώριση και διαφύλαξη των δικαιωµάτων αυτών. Η πολιτεία έχει υποχρέωση να προστατέψει το παραπάνω δικαίωµα έναντι οποιουδήποτε. Η εκκλησία από την άλλη, έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει ποινές για τους παραβάτες των κανόνων της, ακόµη και σε καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας. Για παράδειγµα, ο αφορισµός πιστού από την εκκλησία δεν απαγορεύεται, επειδή προστατεύεται η θρησκευτική ελευθερία. Ακόµη όµως κι αν συµβεί αυτό, µπορεί κανείς να αποχωρήσει από αυτήν και να αδιαφορήσει για τον αφορισµό, που δεν έχει πλέον κοινωνικές συνέπειες. Παραπλήσια έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η ανεξιθρησκία, η οποία αποτελεί την απαρχή καθιέρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας. Η ανεξιθρησκία καθιερώθηκε για πρώτη φορά µε το περίφηµο ∆ιάταγµα των Μεδιολάνων, που

100 Α.Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2004,

σελ. 13.

Page 70: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

70

εξέδωσαν το 313 µ.Χ. οι Μ. Κωνσταντίνος και Λικίνιος. Ενώ φαινοµενικά οι δύο έννοιες συµπίπτουν, εντούτοις διαφέρουν, αφού εµφανίζουν µερικές σηµαντικές διαφορές 101.

101 Του ιδίου, Η θρησκευτική ελευθερία, (∆ιδακτορική ∆ιατριβή), Νοµική Σχολή Πανεπιστηµίου

Αθηνών, 1972, σελ.6.

Page 71: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

71

4.2. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑΣ Είναι γεγονός ότι υπάρχει µια γενικότερη σύγχυση ανάµεσα στην έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας και την έννοια της ανεξιθρησκίας. Ακόµη και σήµερα πολλοί είναι αυτοί που χρησιµοποιούν τις δύο έννοιες εναλλάξ θεωρώντας ότι πρόκειται για δύο έννοιες ταυτόσηµες. Στην πραγµατικότητα όµως αυτές διαφέρουν. Η έννοια της θρησκευτικής ελευθερίας αναλύθηκε παραπάνω. Με τον όρο ανεξιθρησκία εννοούµε την ανοχή της πολιτείας έναντι όλων των άλλων θρησκειών. Αυτό όµως προϋποθέτει την ύπαρξη µιας επίσηµης κρατικής θρη-σκείας, την οποία η πολιτεία προστατεύει. Έτσι, υπό καθεστώς ανεξιθρησκίας και όχι θρησκευτικής ελευθερίας, το κράτος απλά ανέχεται την ύπαρξη και άλλων θρησκειών, επιδεικνύει δηλαδή µια θρησκευτική ανοχή. Κατά τον Α. Μαρίνο, η ανεξιθρησκία δεν είναι δικαίωµα, αλλά πραγµατική κατάσταση. Σε καθεστώς ανεξιθρησκίας το κράτος έχει µια θρησκεία ως επίσηµη ή κρατική, την οποία προστατεύει και στην οποία αναγνωρίζει ιδιαίτερα προνό-µια. Παράλληλα όµως ανέχεται ορισµένοι πολίτες του να πρεσβεύουν άλλη θρησκεία και να τελούν την αντίστοιχη λατρεία στους δικούς της λατρευτικούς χώρους και κατά τις αρχές της δικής τους θρησκείας. Το κράτος λοιπόν, υπό καθεστώς ανεξιθρησκίας, απλώς ανέχεται την ύπαρξη άλλων θρησκειών χωρίς να έχει ιδιαίτερη υποχρέωση να το πράξει. Για το λόγο αυτό, το κράτος µπορεί ανά πάσα στιγµή να σταµατήσει να ανέχεται τις άλλες θρησκείες και να τις απαγορεύσει, επιβάλλοντας µόνο την επίσηµη κρατική θρησκεία. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο η ανεξιθρησκία χαρακτηρίζεται ως «πραγµατική κατάσταση και όχι ως δικαίωµα», δεδοµένου ότι το δικαίωµα γεννά υποχρέωση

Page 72: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

72

από την πλευρά του κράτους να το σεβαστεί, ενώ η πραγµατική κατάσταση δεν δηµιουργεί καµία υποχρέωση, αλλά είναι απόρροια πολιτικής του κράτους, η οποία είναι δυνατόν να µεταβληθεί102. Όµως, και η ανεξιθρησκία συµπεριλαµβά-νεται µέσα στα δικαιώµατα. Το δικαίωµα λατρείας ιστορικά ξεκίνησε µε την ανεξιθρησκία και εξελίχθηκε στη θρησκευτική ελευθερία. Η ανεξιθρησκία µπορεί να χαρακτηριστεί και ως η «αδιαφορία» που επιδεικνύει το κράτος έναντι των θρησκειών που πρεσβεύουν οι πολίτες του, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει και ανέχεται την ύπαρξη και λειτουργία των γνωστών θρησκειών103. Συνεπώς, µέσα σε µια κοινωνία όπου επικρατεί καθεστώς ανεξιθρησκίας, οι πολίτες διαµορφώνουν ανενόχλητοι από κρατικές παρεµβάσεις τη θρησκευτική τους συνείδηση και εκδηλώνουν χωρίς εµπόδια τη λατρεία που υπαγορεύει η θρησκεία τους, αρκεί βέβαια η θρησκεία αυτή να είναι γνωστή. Το κράτος αδιαφορεί για τις θρησκευτικές δραστηριότητες των πολιτών που πρεσβεύουν διαφορετική θρησκεία από την επίσηµη κρατική. Η αδιαφορία αυτή εκ µέρους του κράτους προσδίδει στην ανεξιθρησκία ένα αρνητικό περιεχόµενο.

4.3.∆ΙΑΦΟΡΑ ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, υπάρχει ουσιαστική διαφορά ανάµεσα στην ανεξιθρησκία και τη θρησκευτική ελευθερία. Στην περίπτωση της ανεξιθρησκίας το κράτος αναγνωρίζει µια επίσηµη θρησκεία και απλώς ανέχεται την ύπαρξη άλλων

102 Α.Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, ο.π., σελ.12 & Κ.Κωτσιόπουλου,

Ανεξιθρησκεία, ο.π. 103 Α.Μάνεση, ο.π., σελ.250.

Page 73: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

73

γνωστών θρησκειών εντός της επικράτειάς του104.

Αντίθετα στην περίπτωση της θρησκευτικής ελευθερίας ισχύουν ή πρέπει να ισχύουν τα εξής: 1. Το κράτος δεν έχει ή δεν πρέπει να έχει επίσηµη θρησκεία, πρέπει να αντιµετωπίζει όλες τις θρησκείες και τις θρησκευτικές κοινότητες, ανεξάρτητα αν αυτές είναι µεγάλες ή µικρές, ισότιµα και να διασφαλίζει την απόλαυση των ατοµικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων των πολιτών ανεξάρτητα από το θρησκευτικό τους πιστεύω. 2. Κάθε θρησκευτική κοινότητα αντίστοιχα, οφείλει να αναγνωρίζει και να σέβεται την ύπαρξη των άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων. 3. Οι θρησκευτικές κοινότητες µπορούν ελεύθερα να εκφράζουν τις θρησκευτικές τους αντιλήψεις, αρκεί να µην ασκούν το λεγόµενο καταχρηστικό προσηλυτισµό, δηλαδή τον προσηλυτισµό που πραγµατοποιείται µε τη χρήση αθέµιτων και καταχρηστικών µέσων. 4. Η θρησκεία είναι ιδιωτική υπόθεση µε την έννοια ότι δεν µπορεί αυτή να επιβάλλεται από το κράτος. Ο κάθε πολίτης είναι ελεύθερος να προσδιορίσει τη θρησκευτική του ταυτότητα και να την µεταβάλει κατά βούληση ή και να µην έχει θρησκευτική ταυτότητα105.

4.4.Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ Κανένα άλλο ίσως ποινικό αδίκηµα δεν γέννησε τόσα ερµηνευτικά προβλήµατα και δεν προκάλεσε τις ανάλογες διιστάµενες γνώµες στην θεωρία και την νοµολογία, όσο εκείνο του προσηλυτισµού. Πιθανόν αυτό να αποτελεί µια πρώτη ένδειξη της αοριστίας της περιγραφής του. Τα προβλήµατα αυτά έχουν να κάνουν 104 Ι.Πέτρου, Πολυπολιτισµικότητα και θρησκευτική ελευθερία, α΄ έκδοση, εκδ. Παρατηρητής,

Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 181. 105 Για περισσότερα βλ. Κ. Κωτσιόπουλου, ο.π.

Page 74: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

74

µε τη διατήρησή του σε ισχύ µετά την έναρξη ισχύος του Ποινικού Κώδικα, µε το έννοµο αγαθό που προστατεύεται µε το υποκείµενο και το αντικείµενο του εγκλήµατος, µε το χαρακτήρα της απορρύθµισης των µέσων τέλεσης, µε την ερµηνευτική εξειδίκευση των αξιολογικών του εννοιών κ.τ.λ. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει σχεδόν κανένα ερµηνευτικό θέµα, για το οποίο να µπορεί να διαπιστωθεί µια σύγκλιση απόψεων. Φαίνεται όµως να υπάρχει µια συναίνεση στην θεωρία και τη νοµολογία ότι το έγκληµα είναι τυπικό ή απλής συµπεριφοράς (όταν η αντικειµενική του υπόσταση περιλαµβάνει µόνο την περιγραφή της πράξης ή της αδράνειας του δράστη, δίχως να αναφέρει το αποτέλεσµα της εν λόγω πράξης ή αδρανείας του δράστη), υπαλλακτικώς µικτό ή γνήσιο πολύτροπο ή διαζευκτικώς µικτό (ήτοι τυποποιούνται περισσότεροι τρόποι τέλεσης για το εν λόγω έγκληµα, θα τιµωρηθεί όµως ο δράστης µία µόνο φορά, ανεξάρτητα αν το διέπραξε µε παραπάνω από έναν τρόπο), σκοπού ή δόλου (όπου η υποκειµενική του υπόστα-ση πρέπει να επικαλύπτεται πάντα µε δόλο και ουχί µε αµέλεια) και υπερχειλούς υποκειµενικής υπόστασης (δηλαδή ο νόµος διαπλάθει την υποκειµενική υπόστα-ση ευρύτερη από την αντικειµενική). Τα προστατευτικά µέτρα της Πολιτείας για την προστασία των θρησκειών και της θρησκευτικής ελευθερίας καθιερώνονται όλα µε ποινικές διατάξεις, µε εξαίρεση τον προσηλυτισµό που ως γνωστόν προβλέπεται απαγορευτικά στο Σύνταγµα (α.13,2.γ΄Σ). Όσον αφορά τον ορισµό του προσηλυτισµού µε βάση την απαρίθµηση στο κείµενο του νόµου, µπορεί να διατυπωθεί ως εξής…προσηλυτισµός είναι η συστη-µατική, έντονη µέχρι φορτικότητας προσπάθεια για τη διείσδυση στη θρησκευτική συνείδηση αλλόθρησκου ή ετερόδοξου, σε σχέση µε τον δράστη. Ο νόµος αναφέ-ρεται µόνο σε ετερόδοξο, αλλά δεν υπάρχει αµφιβολία ότι εννοεί και τον αλλό-

Page 75: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

75

θρησκο, µε σκοπό την µεταβολή του περιεχοµένου της, προς οιαδήποτε κατεύ-θυνση, ακόµη και ενός πιστού προς την αθεΐα ή και το αντίστροφο, που γίνεται µε µέσα αθέµιτα ή ανήθικα. Τα µέσα τέλεσης του προσηλυτισµού είναι τα ακόλουθα: η δόση πάσης φύσεως παροχών, η υπόσχεση δόσης πάσης φύσεως παροχών ή η ηθική περίθαλψη ή η υλική περίθαλψη, η χρήση απατηλών µέσων, ή κατάχρηση της απειρίας, της εµπιστοσύνης, εκµετάλλευση της ανάγκης, η πνευµατική αδυναµία, η εκµετάλ-λευση της κωφότητας του προσηλυτιζόµενου (α.4 παρ.2 του υπ.αριθµ. α.ν 1363/1938). Οι ποινικές συνέπειες τέλος που προβλέπονται επί διάπραξης προσηλυτισµού είναι ιδιαιτέρως σοβαρές και αυστηρές ήτοι χρηµατική ποινή, φυλάκιση (δια-ζευκτικά τε και σωρευτικά),αστυνοµική επιτήρηση, απέλαση επί αλλοδαπού, κ.α. Αναλυτικά όµως το ζήτηµα του προσηλυτισµού θα αναλυθεί σε επόµενη ενότητα.

Page 76: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

76

Β ' Ε Ν Ο Τ Η Τ Α

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ / ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ / ΑΡΘΡΟ 3

1. ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ Το άρθρο 3 του Συντάγµατος φέρει τον τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» και αναφέρεται στη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας στην ελληνική επικράτεια. Ειδικότερα το άρθρο 3 Σ. ορίζει ότι: 1. «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθό-

δοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει

κεφαλή της τον Κύριο ηµών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωµένη

δογµατικά µε τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και µε κάθε άλλη

οµόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Τηρεί απαρασάλευτα, όπως εκείνες, τους ιερούς

αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις. Είναι αυτοκέ-

φαλη, διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία Αρχιερέων και από τη

∆ιαρκή Ιερά Σύνοδο που προέρχεται από αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο

Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, µε τήρηση των διατάξεων του Πατριαρχικού

Τόµου της κθ' (29) Ιουνίου 1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4ης Σεπτεµβρίου

1928».

2. «Το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισµένες περιοχές του Κράτους

δεν αντίκειται στις διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου».

3. «Το κείµενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσηµη µετάφρασή του

Page 77: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

77

σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης

Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντι-

νούπολη».

Από το άρθρο 3 προκύπτει ότι οι θεµελιώδεις αρχές που διέπουν τη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο ελληνικό κράτος είναι οι εξής: 1. Το ορθόδοξο δόγµα συνιστά την επικρατούσα θρησκεία. 2. Η Εκκλησία της Ελλάδας υπάρχει αναπό-σπαστα ενωµένη πνευµατικά µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινου-πόλεως και τις λοιπές οµόδοξες εκκλησίες. 3. Η Εκκλησία αυτοδιοικείται. 4. Το υπάρχον αυτοκέφαλο καθεστώς διατηρείται. 5. Απαγορεύεται η µετάφραση των Γραφών χωρίς άδεια της Ιεράς Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι διατάξεις αυτές δεν είναι νέες, καθώς απαντούν σε όλα τα προϊσχύσαντα συντάγµατα. Έτσι, τις συναντά κανείς στο Σύνταγµα της Επιδαύρου του 1822 (§ α΄), στο Σύνταγµα του Άστρους του 1823 (§ α΄), στο Σύνταγµα της Τροιζήνας του 1827 (άρθρο 1), στο Σύνταγµα του 1844 (άρθρα 1-2), στο Σύνταγµα του 1864 (άρθρα 1-2), στο Σύνταγµα του 1911 (άρθρα 1-2), στο Σύνταγµα του 1927 (άρθρο 1), στο Σύνταγµα του 1952 (άρθρα 1-2) και στο συνταγµατικό κείµενο του 1968 (άρθρο 1). Οι διατάξεις αυτές υπάρχουν ακόµη και σε εκείνα τα συντάγµατα που δεν ίσχυσαν, όπως στο Ηγεµονικό ή Βασιλικό Σύνταγµα του 1832 (άρθρα 6-12), στο Σύνταγµα του 1925 (άρθρο 9), στο Σύνταγµα του 1926 (άρθρο 9), στο Σύνταγµα του Ηνωµένου Κράτους των Ιονίων Νήσων του 1817 (άρθρο 3, κεφ. ε΄) και τέλος στο Προσωρινό Πολίτευµα της Νήσου Κρήτης του 1822 (άρθρο α΄) 106.

106 Χ. Παπαστάθη, Στοιχεία Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, τεύχος πρώτο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη,

1994, σελ.56-57.

Page 78: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

78

Στο άρθρο 3 υπάρχει µια φράση, που προκάλεσε πολύ µεγάλη συζήτηση και αποτέλεσε αντικείµενο πολλών ερµηνειών. Η φράση αυτή είναι η «επικρατούσα θρησκεία», που συνεχίζει να απασχολεί µέχρι σήµερα, καθώς φαίνεται να δηµιουργεί αρκετά προβλήµατα. Κατά την ερµηνευτική προσέγγιση του όρου διατυπώθηκαν δύο κεντρικές απόψεις, αντίθετες µεταξύ τους. Η πρώτη θεωρεί ότι η έννοια επικρατούσα θρησκεία σηµαίνει την επίσηµη θρησκεία στο ελληνικό κράτος, ενώ η δεύτερη, που φαίνεται και να επικρατεί, θεωρεί ότι σηµαίνει τη θρησκεία της πλειονότητας του ελληνικού λαού εν είδει αριθµητικής διαπίστωσης. Το ερώτηµα όµως, που εύλογα τίθεται, είναι: γίνονται αριθµητικές διαπιστώσεις στα Συντάγµατα; Η απάντηση είναι µάλλον αρνητική, καθώς στα κείµενα των Συνταγµάτων υπάρχουν κανόνες δικαίου και όχι απλά αριθµητικές διαπιστώσεις. Η φράση αυτή απλώς παρέµεινε από τα προηγούµενα συντάγµατα και προσπάθησαν να την παρακάµψουν µέσω της ερµηνείας. Αλλά εξαιτίας αυτής διατυπώνονται οι περισσότερες κατηγορίες εναντίον της Ελλάδας. Κατά τον Σ. Τρωιάνο, ο όρος επικρατούσα θρησκεία σηµαίνει τη θρησκεία της συντριπτικής πλειονότητας του ελληνικού λαού. Την άποψη αυτή ενισχύει και µε το επιχείρηµα ότι το ζήτηµα έχει κριθεί και από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, µε τις υπ’ αριθµ. 3533/86, 3356/95 και 2176/98 αποφάσεις, που ευθυγραµµίζονται µε την ως άνω άποψη107. Ο Α. Μαρίνος υποστηρίζει ότι ο όρος, υπό το ισχύον Σύνταγµα, «κατάντησε» να σηµαίνει τη θρησκεία, την οποία

107 Σ.Τρωιάνου, “Ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και επικρατούσα θρησκεία”, Εταιρία Νοµικών

Βορείου Ελλάδος, Θρησκευτική ελευθερία και επικρατούσα θρησκεία, σελ. 9.

Page 79: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

79

πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και δεν σηµαίνει ότι µε τον όρο αυτό προσδίδεται στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία κάποια προνο-µιακή θέση έναντι των άλλων εκκλησιών ή θρησκευτικών κοινοτήτων, ούτε ότι οι οπαδοί της απολαµβάνουν προνοµίων σε σχέση µε τους οπαδούς άλλων θρησκειών108. Εξάλλου, αν της προσέδιδε προνοµιακή µεταχείριση, θα ήταν αντίθετη προς το άρθρο 13§1 και 13§3 του Συντάγµατος. Με την παραπάνω άποψη συντάσσεται και ο Κ. Χρυσόγονος, ο οποίος αναφέρει ότι ο όρος έχει σήµερα διαπιστωτικό χαρακτήρα πραγµατικού γεγονότος. Κατά τον ίδιο συγγραφέα, γίνεται πάγια δεκτό ότι η διάταξη αυτή δεν σηµαίνει ότι η θρησκεία της ορθόδοξης εκκλησίας υπερέχει και επιβάλλεται στην Ελλάδα ή ότι η εκκλησία αυτή ασκεί κάποια εξουσία στις υπόλοιπες. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι ο γενικός εισηγητής της πλειοψη-φίας στην Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή δήλωνε ότι «ο όρος επικρατούσα θρησκεία σηµαίνει απλώς ότι η ορθόδοξη θρησκεία είναι η θρησκεία, την οποία ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και σύµφωνα προς το τυπικό της οποίας ενεργούνται οι επίσηµες τελετές, καθορίζονται οι αργίες κλπ». Περαιτέρω, είναι θεµιτή µια ιδιαίτερη φροντίδα του κράτους για την ορθόδοξη εκκλησία, µε την έννοια της οργάνωσής της µε τη µορφή νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου (άρθρο 1§4 εδ. α΄ ν. 590/1977) και της µισθοδοσίας του ορθόδοξου κλήρου από τον κρατικό προϋπολογισµό109. Αξίζει να αναφερθεί ότι η µισθοδοσία του κλήρου προέκυψε από συµφωνία µεταξύ κράτους και εκκλησίας λόγω απαλλοτριώσεων εκκλησιαστικής περιουσίας. Όπως και οι προηγούµενοι συγγραφείς έτσι και ο Π.

108 Α. Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, ο.π., σελ. 51. 109 Κ. Χρυσόγονου, Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2002,

σελ. 257.

Page 80: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

80

∆αγτόγλου, θεωρεί ότι η έννοια της επικρατούσας θρησκείας έχει πια τη σηµασία µιας στατιστικής απλής διατύπωσης110. Αντίθετη ερµηνεία του όρου επικρατούσα θρησκεία δίνει ο Α. Μάνεσης, ο οποίος υποστηρίζει ότι «επικρατούσα θρησκεία σηµαίνει επίσηµη θρησκεία του κρά-τους»111. Ο Ν. Αλιβιζάτος αναφέρει ότι η χρήση της οριστικής έγκλισης στα νοµικά κείµενα ενέχει κανονιστικό περιεχόµενο. Άρα, κατά µια εκδοχή, το ρήµα «είναι» δεν σηµαίνει απλά ότι η Ορθοδοξία είναι επικρατούσα θρησκεία, αλλά «πρέπει να είναι» η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα. ∆ιότι, το Σύνταγµα περιέχει επιτα-κτικούς κανόνες και όχι απλώς διακηρύξεις112. Κατά τον Χ. Παπαστάθη, το ζητούµενο πάνω στην ερµηνεία του όρου είναι το νοµικό περιεχόµενο της διάταξης του Συντάγµατος, του οποίου προορισµός δεν είναι η απεικόνιση στατιστικών στοιχείων από την απογραφή του πληθυσµού. Εποµένως, η ορθόδοξη εκκλησία είναι επικρατούσα, γιατί συνδέεται άµεσα µε τις παραδόσεις και την πλειονότητα των Ελλήνων113. «Επικρατούσα» σηµαίνει ειδι-κότερα: α) Το ορθόδοξο δόγµα αποτελεί την επίσηµη θρησκεία στο ελληνικό κράτος. β) Η εκκλησία, που εκφράζει το δόγµα αυτό έχει ιδία νοµική υπόσταση. Είναι νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου κατά τις νοµικές σχέσεις της, όπως άλλωστε και οι διάφοροι οργανισµοί της (άρθρο 1§4 ν. 590/1977). γ) Το κράτος την περιβάλλει µε επαυξηµένο ενδιαφέρον και η ίδια απολαµβάνει ειδικής µεταχείρισης, που δεν επεκτείνεται αυτοδικαίως στα άλλα δόγµατα και 110 Π. ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο – Ατοµικά ∆ικαιώµατα Α΄, ο.π., σελ. 440. 111 Α. Μάνεση, Συνταγµατικά ∆ικαιώµατα Α΄ – Ατοµικές Ελευθερίες, ο.π., σελ.256 112 Ν. Αλιβιζάτου, Θρησκευτικές µειονότητες και ατοµικά δικαιώµατα, σε Ν. Αλεβιζάτο, Ο αβέβαιος

εκσυγχρονισµός (και η θολή συνταγµατική αναθεώρηση),εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2002, σελ. 302.

113 Χ. Παπαστάθη, Στοιχεία Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, ο.π., σελ. 59.

Page 81: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

81

θρησκεύµατα – χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι η επικρατούσα θρησκεία είναι δεσπό-ζουσα και χωρίς η ειδική µεταχείρισή της να είναι αντίθετη προς τη συνταγµατική αρχή της ισότητας – όπως είναι η εκτέλεση των αποφάσεων των εκκλησιαστικών αρχών της επικρατούσας θρησκείας από πολιτειακά όργανα (άρθρα 53, 54, 62 και 107 ν. 5383/1932 «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών δια-δικασίας»), ο αµιγής ορθόδοξος χαρακτήρας της θρησκευτικής υπηρεσίας των ενόπλων δυνάµεων (άρθρο 2§1 ν.δ. 90/1973), η ανάληψη από το κράτος της ίδρυσης και συντήρησης ορθόδοξων εκκλησιαστικών σχολών (ν. 476/1976 «περί εκκλησιαστικής εκπαιδεύσεως»)114.

Σύµφωνα µε τον Ι. Κονιδάρη, µε την διάταξη περί επικρατούσας θρησκείας σχετι-κοποιείται το ατοµικό δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο ισχύει, όταν δεν έρχεται σε αντίθεση µε τη διάταξη αυτή. Επιπρόσθετα, παρέχεται η δυνατότητα στην επικρατούσα θρησκεία να διεκδικεί αποφασιστική γνώµη σε θέµατα της πολιτείας115. Χαρακτηριστικό παράδειγµα συναλληλίας Εκκλησίας της Ελλάδας και Πολιτείας αποτελεί το άρθρο 2 του Κ.Χ. της Εκκλησίας της Ελλάδας (ν. 590/1977), το οποίο αναφέρει: «Η Εκκλησία της Ελλάδας συνεργάζεται µετά

της Πολιτείας, προκειµένου περί θεµάτων κοινού ενδιαφέροντος, ως τα της χρι-

στιανικής αγωγής της νεότητος, της εν τω στρατεύµατι θρησκευτικής υπηρεσίας,

της εξυψώσεως του θεσµού του γάµου και της οικογενείας, της φροντίδος δια την

περίθαλψιν των δεοµένων εν γένει προστασίας, της διαφυλάξεως των ιερών

κειµηλίων και εκκλησιαστικών και χριστιανικών µνηµείων, της καθιερώσεως νέων

θρησκευτικών εορτών, ζητεί δε την προστασίαν της Πολιτείας οσάκις προσβάλ- 114 Του ιδίου, ο.π., σελ. 60. 115 Ι.Κονιδάρη, Εγχειρίδιο εκκλησιαστικού δικαίου, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2000, σελ.

47.

Page 82: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

82

λεται η θρησκεία».

Είναι προφανές ότι ο όρος επικρατούσα θρησκεία, που υπάρχει στο άρθρο 3 του Συντάγµατος, αποτελεί «κληρονοµιά» των παλαιότερων συνταγµάτων, που ίσχυ-σαν στην Ελλάδα. Ο όρος αυτός διατηρήθηκε και δεν υπέστη καµία αλλαγή ή κατάργηση από τις διάφορες αναθεωρήσεις116. Είναι επίσης προφανές ότι η βούληση του συντακτικού νοµοθέτη των παλαιότερων συνταγµάτων ήταν να καταστήσει σαφές ότι η ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας αποτελούσε την επίσηµη θρησκεία. Τα δεδοµένα όµως άλλαξαν. Το νέο σύνταγµα δεν προστατεύει απλώς την ανεξιθρησκία, αλλά τη θρησκευτική ελευθερία117. Αξίζει όµως να προσθέσουµε πως τούτο δε σηµαίνει ότι αποψιλώνεται η επικρατούσα θρησκεία όπως επίσης και τα προνόµιά της στην Ελληνική Κοινωνία118

2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ∆ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ 2.1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ∆ΡΟΜΗ Τις πρώτες ενδείξεις για διεκδίκηση του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας συναντάµε κατά την εποχή των Ιουδαίων Προφητών και ειδικότερα στον Προφήτη Μιχαία τον 7ο π.Χ. αιώνα (κεφ. 4, στ. 1-6). Ενδείξεις επίσης υπάρχουν στο ∆ευτε-ρονόµιο (κεφ. 4, στ. 19-20) καθώς και στο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων (κεφ. 2, στ. 19-

116 Ι.Πέτρου, Πολυπολυτισµικότητα και θρησκευτική ελευθερία, ο.π., σελ. 189. 117 ο.π. 118 Κ. Κωτσιόπουλου, Ανεξιθρησκεία, Τα ανθρώπινα δικαιώµατα στον Ευρωπαϊκό και Νεοελληνικό

∆ιαφωτισµό, Το παράδειγµα του J. Locke και του Ευγένιου Βούλγαρη, ο.π.

Page 83: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

83

22)119. Βέβαια, στην µακρινή περίοδο της Παλαιάς ∆ιαθήκης, είναι ακόµη πολύ πρόωρο να µιλάει κανείς για θρησκευτική ελευθερία. Ούτε καν για ατοµικά δικαιώµατα µπορεί να γίνει λόγος. Οι έννοιες αυτές ήταν άγνωστες για την εποχή εκείνη. Ωστόσο, µπορεί κανείς να διακρίνει µέσα από τα κείµενα αυτά, µια πρώτη απόπειρα διεκδίκησης του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας, που για τα δεδοµένα της εποχής εκείνης ήταν, αν µη τι άλλο, ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή.

Στην αρχαία Ελλάδα δεν µπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη θρησκευτικής ελευθερίας. Κάθε πόλη είχε τους εφέστιους θεούς της, τους οποίους όφειλαν υποχρεωτικά να λατρεύουν όλοι οι πολίτες. Οι θεοί θεωρούνταν εθνικοί και η µη παραδοχή τους θεωρούνταν αδιανόητη. Η θρησκεία κάθε πόλης αποτελούσε τµήµα του ίδιου του κράτους και ως εκ τούτου, ασέβεια προς τους θεούς ισοδυ-ναµούσε µε ασέβεια προς το ίδιο το κράτος. Όποιος τολµούσε να ασεβήσει προς τους εθνικούς θεούς, τελούσε βαρύτατο αδίκηµα και τιµωρούνταν µε την ποινή του θανάτου. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η κατηγορία, που αποδόθηκε στο Σωκράτη και βασιζόταν στην ασέβεια, που επέδειξε στους εφέστιους θεούς. Επίσης, στους Νόµους του Πλάτωνα σαφώς ορίζεται ότι απαγορεύεται κάθε ιδιωτική λατρεία που δεν εγκρίνεται από την Πολιτεία. Και σ’ αυτή την περίπτωση η τιµωρία για το δράστη ήταν η ποινή του θανάτου. Για τους αρχαίους Έλληνες οι θεοί ήταν κάτι το ανεπίδεκτο αµφισβητήσεως. Ό,τι είχε σχέση µε το θείο θεωρούνταν ιερό, απαρα-βίαστο και δεν µπορούσε να αµφισβητηθεί. ∆ικαιολογούσε µάλιστα µέχρι και την ανυπακοή έναντι της αρχής120. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αντιγόνης

119 Α. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία, ο.π., σελ. 20. 120 Του ιδίου, ο.π., σελ. 21-23

Page 84: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

84

του Σοφοκλή, η οποία θέτει υπεράνω των νόµων του κράτους τον άγραφο θεϊκό νόµο και τους κανόνες της ηθικής, και παρά τις αντίθετες διαταγές του Κρέοντα, τελικά θάβει τον αδερφό της Πολυνείκη121. Στην περίοδο της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, το κράτος ανέχονταν όλες τις εντός των ορίων της αυτοκρατορίας θρησκείες, που πρέσβευαν τα διάφορα έθνη, επέβαλλε όµως ταυτόχρονα σε όλους τους υπηκόους του να αναγνωρίζουν ως υπέρτατο θεό τον ∆ία του Καπιτωλίου. Επίσης, οι πολίτες της Ρωµαϊκής Αυτο-κρατορίας σε ένδειξη πολιτικής νοµιµοφροσύνης έπρεπε να λατρεύουν τους θεούς του κράτους και τον Ρωµαίο Ηγεµόνα, που θεωρούνταν επίσης θεός. Έλλειψη σεβασµού και άρνηση λατρείας των εθνικών θεών των Ρωµαίων θεωρούνταν ανοσιούργηµα και τιµωρούνταν παραδειγµατικά. Μοναδική εξαίρεση στην ως άνω υποχρέωση των Ρωµαίων πολιτών αποτελούσαν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι δεν είχαν υποχρέωση να λατρεύουν τους θεούς των Ρωµαίων, επειδή πρέσβευαν και αυτοί θρησκεία µονοθεϊστική. Αργότερα µε την διάδοση και εξάπλωση του χριστιανισµού, οι χριστιανοί, παρόλο που και αυτοί πρέσβευαν µια θρησκεία µονοθεϊστική, δεν είχαν την προνοµιακή µεταχείριση των Ιουδαίων. Έτσι, όταν αναγκάστηκαν να προσφέρουν θυσίες στους εθνικούς θεούς των Ρωµαίων και να λατρεύουν τον Ρωµαίο Αυτοκράτορα ως θεό, αρνήθηκαν και άρχισαν οι διωγµοί εναντίον τους, που έµειναν γνωστοί στην ιστορία για την βαρβαρότητά τους. Επιπλέον, η διδασκαλία του χριστια-νισµού µε όλα εκείνα τα νέα στοιχεία που εισήγαγε, φαινόταν παράδοξη και επικίνδυνη για την ρωµαϊκή έννοµη τάξη. Αυτό βέβαια είχε ως συνέπεια να κα- 121 Σ. Αγουρίδη, Τα ανθρώπινα δικαιώµατα στον αρχαίο κόσµο και στο Χριστιανισµό, σε: Σ.

Αγουρίδη, Τα ανθρώπινα δικαιώµατα στο δυτικό κόσµο, (ιστορική και κοινωνική ανασκόπηση), εκδ. Φιλίστωρ, 1998, σελ. 18-19.

Page 85: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

85

ταστούν οι χριστιανοί ύποπτοι, να θεωρηθούν εχθροί της Ρωµαϊκής Αυτοκρα-τορίας και να υποστούν ανελέητους διωγµούς. Συµπερασµατικά και βάσει των όσων ανωτέρω έχουν εκτεθεί, την εποχή της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας η θρησκευτική ελευθερία θεωρούνταν ανύπαρκτη. Κι αυτό γιατί πρώτον, κατά την περίοδο εκείνη η λατρεία των ρωµαϊκών θεών ήταν υποχρεωτική και δεύτερον, γιατί τότε έλαβαν χώρα οι µεγαλύτεροι διωγµοί που έγιναν ποτέ σε βάρος των χριστιανών που διεκδικούσαν το αυτονόητο, να µπο-ρούν ελεύθερα και ανεµπόδιστα να λατρεύουν το Θεό της αρεσκείας τους. Το γεγονός ότι οι Ρωµαίοι ανέχονταν τις διάφορες µη µονοθεϊστικές θρησκείες εντός της αυτοκρατορίας καθώς και τη θρησκεία των Ιουδαίων, δεν αποτελεί σίγουρα θρησκευτική ελευθερία ούτε ανεξιθρησκία, από τη στιγµή που ταυτόχρονα επέ-βαλλαν και την λατρεία των εθνικών θεών καθώς και του Καίσαρα υποχρεωτικά. Θρησκευτική ελευθερία δεν υφίσταται, όταν εξαναγκάζεται κάποιος να λατρεύει Θεό που δεν πρεσβεύει, ακόµη κι αν παράλληλα είναι ελεύθερος να πρεσβεύει και τη δική του θρησκεία. Η παραπάνω κατάσταση αποτελεί µάλλον µια διαστρε-βλωµένη παραλλαγή ανεξιθρησκίας, κατά την οποία ναι µεν το κράτος ανέχεται την ύπαρξη και άλλων θρησκειών, κυρίως µη µονοθεϊστικών, αλλά παράλληλα επιβάλλει υποχρεωτικά και την δική του θρησκεία. Πρόκειται δηλαδή για µια τρόπον τινά ανεξιθρησκία υπό προϋποθέσεις, που οφειλόταν σε διάφορες σκοπιµότητες που ήθελε να εξυπηρετήσει το ρωµαϊκό κράτος. Αντίθετα, αυτό που φαίνεται να κυριαρχεί την περίοδο εκείνη, είναι από τη µία πλευρά η µισαλλοδοξία, που επιδείκνυε η ρωµαϊκή πολιτεία έναντι των χριστια-νών, και από την άλλη η αµετακίνητη στάση των χριστιανών, που διακήρυτταν ότι οι ρωµαϊκοί θεοί ήταν ψευδείς και άχρηστοι και αρνούνταν να τους προσκυ-

Page 86: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

86

νήσουν. Υπό αυτό το καθεστώς δεν υπήρχαν περιθώρια για εφαρµογή της θρησκευτικής ελευθερίας ή έστω της ανεξιθρησκίας. Το 313 µ.Χ. εκδόθηκε το περίφηµο ∆ιάταγµα των Μεδιολάνων από τον Λικίνιο και τον Κωνσταντίνο δια του οποίου εισήχθη η αρχή της ανεξιθρησκίας και σταµά-τησαν προσωρινά οι διωγµοί κατά των Χριστιανών. Κατά την περίοδο αυτή και πάλι δεν µπορεί να γίνει λόγος για δικαίωµα θρησκευτικής ελευθερίας, καθώς µε το διάταγµα αυτό δινόταν η δυνατότητα σε κάθε πολίτη να λατρεύει τον θεό του χωρίς να είναι υποχρεωµένος παράλληλα να λατρεύει και τους θεούς του κράτους καθώς και τον αυτοκράτορα. Έτσι θεσπίστηκε η αρχή της ανεξιθρησκίας και όχι η θρησκευτική ελευθερία, πράγµα όµως που αποτέλεσε την απαρχή για την κατοχύρωση πολύ αργότερα της θρησκευτικής ελευθερίας122. Πρέπει πάντως να αναγνωριστεί ότι η ανεξιθρησκία αποτέλεσε το προανάκρουσµα της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώθηκε ως δικαίωµα πολύ αργότερα. Κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που διαδέχεται χρονικά τη Ρωµαϊκή Αυτο-κρατορία, επίσηµη και αποκλειστική θρησκεία του κράτους γίνεται πλέον η χριστιανική. Χαρακτηριστική µορφή ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός - ο παραβάτης - (331 – 363 µ.Χ.), ο οποίος διαπνεόταν από φιλελεύθερες αρχές σε σχέση µε τα θρησκευτικά ζητήµατα. Ο Ιουλιανός αποπειράθηκε να επαναφέρει την παλιά θρησκεία και να καθιερώσει ένα καθεστώς ανεξιθρησκίας. Στην προσπάθειά του αυτή έλαβε σκλη-ρά µέτρα κατά των χριστιανών, των οποίων τη µισαλλοδοξία ήθελε να καταπο-λεµήσει. Θεωρούσε µάλιστα τους χριστιανούς εµπόδιο στην καθιέρωση της ανεξι-θρησκίας. Η παραπάνω στάση του Ιουλιανού τελικά χαρακτηρίστηκε αποστασία, 122 Α. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία, ο.π., σελ. 23επ.

Page 87: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

87

µια και ο ίδιος αρνήθηκε το χριστιανισµό. Την περίοδο εκείνη εµφανίστηκαν και οι πρώτες αιρέσεις. Η αντίδραση της Πολι-τείας και της Εκκλησίας ήταν άµεση. Συγκάλεσαν Οικουµενικές Συνόδους προκει-µένου να ανασκευάσουν τις κακόβουλες δοξασίες και να αποκρούσουν τις αιρετι-κές διδασκαλίες. Η θέση της Πολιτείας και της Εκκλησίας, που εκείνη την περίοδο τελούσαν σε σχέση αλληλεξάρτησης µε τη δηµιουργία µιας θεοκρατικής Πολιτείας, ήταν αµετακίνητη στην αρχή ότι κάθε θρησκεία διαφορετική της χριστιανικής έπρεπε να απαγορεύεται εντός των ορίων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εποµέ-νως, ευθέως συνάγεται ότι κάθε διαφορετική δοξασία τη συγκεκριµένη περίοδο, καταδικαζόταν ως αιρετική, θεωρούνταν ανεπίτρεπτη και επέφερε κυρώσεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν µπορεί να γίνει λόγος για δικαίωµα θρησκευτικής ελευθερίας, ούτε καν για ανεξιθρησκία. Ήταν αδιανόητο να διεκδικήσει κανείς την ελευθερία της θρησκευτικής του συνείδησης και να αξιώσει από την Πολιτεία προστασία του δικαιώµατος αυτού123. Κατά την περίοδο ακµής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στη ∆ύση επικρατεί µεσαίωνας. Είναι η εποχή, όπου την άλλοτε ένδοξη και πανίσχυρη Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία έχουν καταλύσει οι διάφοροι βάρβαροι λαοί της Ευρώπης και τότε εµφανίζεται µια νέα δύναµη, η Καθολική Εκκλησία. Τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν το καθεστώς της εποχής εκείνης είναι ο φόβος, οι δεισιδαιµονίες και η οπισθοδροµικότητα. Ο Πάπας συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις εξουσίες, κοσµικές και πνευµατικές, και υποτάσσει όλα τα χριστιανικά έθνη της ∆ύσης. ∆ιδάσκει και εκχριστιανίζει επωφελούµενος την επιρροή που ασκεί στα χριστια-νικά κράτη της ∆ύσης ενώ παράλληλα καταδικάζει κάθε άλλη θρησκευτική δοξα- 123 Α. Μαρίνου, ο.π., σελ. 28-33.

Page 88: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

88

σία ή ιδεολογία ως αίρεση και πλάνη. Η θέση αυτή του Πάπα ενισχύεται και από το περιβόητο αλάθητο, εξαιτίας του οποίου βρισκόταν σε προνοµιακή και πλεονε-κτική θέση. Εκείνη λοιπόν την εποχή δεν υπάρχει το παραµικρό δείγµα θρησκευτικής ελευθερίας. Επικρατεί η θρησκευτική µισαλλοδοξία, η οποία µάλιστα προέρχεται από την ίδια την Εκκλησία. Είναι η εποχή όπου άρχισε να λειτουργεί το φοβερό ∆ικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης, στο οποίο κατέληγαν πολλοί αθώοι άνθρωποι, επειδή απλά τολµούσαν να εκφράσουν τις διαφορετικές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Οποιοσδήποτε είχε διαφορετική άποψη θεωρούνταν κακό πνεύµα, καταδιώκονταν, χαρακτηρίζονταν ως αιρετικός και καίγονταν στην πυρά124. Εκείνη την περίοδο θανατώθηκαν πολλές γυναίκες, επειδή θεωρήθηκαν από το ιερατείο ως «µάγισσες». Κατά την Αναγέννηση, τα πράγµατα αλλάζουν προς το καλύτερο, οι άνθρωποι αρχίζουν να αφυπνίζονται, αναζητούν νέες αξίες και γενικότερα σηµατοδοτείται µια νέα εποχή πνευµατικής αναζήτησης και ορθολογισµού, που σκοπό έχει την απαλλαγή του ανθρώπου από τις δεισιδαιµονίες και τις προκαταλήψεις, που ταλάνισαν την ανθρωπότητα στο παρελθόν. Ακόµη όµως, είναι πολύ νωρίς να µιλάµε για θρησκευτική ελευθερία. Σηµαντικό σταθµό για την ιστορία της εξέλιξης του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας αποτέλεσαν οι θρησκευτικές µεταρρυθµίσεις ιδίως την εποχή του Μαρτίνου Λουθήρου. Το 1517 ο Λούθηρος διαµαρτυρόµενος για τους Πάπες που καταδυνάστευαν την Εκκλησία, τοιχοκόλλησε στον ανακτορικό ναό του Wuttemberg τις περίφηµες 95 θέσεις του και µετά από τρία χρόνια έκαψε στην 124 Του ιδίου, ο.π., σελ. 33-37.

Page 89: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

89

ίδια πόλη το Corpus Iuris Canonici. Η ενέργειά του αυτή αποτέλεσε το έναυσµα για την µεγάλη θρησκευτική µεταρρύθµιση που θα επακολουθούσε και θα οδηγούσε τελικά στην δηµιουργία του προτεσταντισµού. Την χρονική εκείνη περίοδο οι άνθρωποι αρχίζουν σταδιακά να αφυπνίζονται και να αντιλαµβάνονται την καταπίεση που υφίσταντο από την κοσµική και την παπική εξουσία σε σχέση µε το θρησκευτικό τους συναίσθηµα και την εκδήλωσή του. Αρχίζουν σιγά σιγά να αντιλαµβάνονται την σπουδαιότητα της θρησκευτικής ελευθερίας και να διεκδικούν δειλά το δικαίωµά τους να εκδηλώνουν τις θρησκευ-τικές τους πεποιθήσεις. Ακόµη όµως, όπως προαναφέρθηκε, η θρησκευτική ελευθερία δεν έχει κατακτηθεί, όπως άλλωστε και πολλά άλλα εξίσου θεµελιώδη ατοµικά ανθρώπινα δικαιώµατα. Οι µεταρρυθµιστικές κινήσεις του Λουθήρου και στη συνέχεια του Σβιγγλίου και του Καλβίνου στην Ελβετία, προκάλεσαν όπως ήταν αναµενόµενο τεράστιες αντιδράσεις. Έτσι, στη Γαλλία άρχισε τροµερός θρησκευτικός πόλεµος µεταξύ των καθολικών και των ουγενότων και θανατώθηκαν πάρα πολλοί διαµαρτυρόµενοι καλβινιστές. Είναι γνωστή στην ιστορία η Νύχτα του Αγίου Βαρθολοµαίου (23 – 24 Αυγούστου 1572), όπου σφαγιάστηκε µεγάλος αριθµός ουγενότων. Στις γερµανικές χώρες ξέσπασαν επίσης θρησκευτικές διαµάχες και έλαβε χώρα ο γνωστός τριακονταετής πόλεµος, του οποίου τα αίτια δεν ήταν µόνο πολιτικά αλλά και θρησκευτικά. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέµου ηττήθηκαν οι προτεστάντες και επιβλήθηκε ο καθολικισµός. Την ίδια περίπου εποχή η κατάσταση στην Αγγλία δε διέφερε και πολύ. Στο θρόνο εναλλάσσονταν διάφοροι βασιλείς και βασίλισσες, οι οποίοι ανάλογα µε τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και τις πολιτικές τους επιδιώξεις επέβαλλαν και µια εκκλησιαστική τάξη, την οποία ο λαός υποχρεούνταν να δεχτεί. Για τους διαφωνούντες η αντιµετώπιση ήταν πολύ

Page 90: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

90

σκληρή και έφτανε µέχρι τα όρια του διωγµού ή ακόµη και της θανάτωσης. Κάποιες φορές επιβαλλόταν ο καθολικισµός και διώκονταν οι διαµαρτυρόµενοι, ενώ κάποιες άλλες ο προτεσταντισµός και διώκονταν οι καθολικοί. Λίγο αργότερα επικράτησε ο πουριτανισµός, ένα παρακλάδι του προτεσταντισµού, που πρέ-σβευε ότι η θρησκεία πρέπει να παραµένει αγνή και ότι οι βασιλείς δεν έχουν το δικαίωµα να επιβάλλουν νόµους διαφορετικούς από εκείνους που όρισε ο ίδιος ο Χριστός. Οι θρησκευτικοί διωγµοί και η καταπίεση του θρησκευτικού συναισθή-µατος στην Αγγλία είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθµό, ώστε µια µερίδα καθολικών καθώς και πουριτανών Άγγλων, µη µπορώντας να αντέξουν άλλο την κατάσταση αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν και να αναζητήσουν έναν άλλο τόπο, όπου θα µπορούσαν πλέον να εκδηλώνουν ελεύθερα τη θρησκευτική τους συνείδηση. Έτσι πολλοί Άγγλοι κατέφυγαν στην αµερικανική ήπειρο 125. Το γεγονός αυτό δείχνει µέχρι ποιο σηµείο µπορεί να φτάσει ο άνθρωπος για την διεκδίκηση του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας καθώς και πόσο σηµαντικός είναι ο ρόλος της θρησκείας στη ζωή του. Προκειµένου λοιπόν να µπορεί να λατρεύει ελεύθερα το Θεό της επιλογής του, δε διστάζει να θυσιάζει ακόµη και την ίδια του τη ζωή, υπόκειται σε διωγµούς και µαρτύρια και εγκαταλείπει ακόµη και την πατρίδα του.

2.2. ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Οι κυριότεροι σταθµοί στην εξέλιξη του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας είναι: 125 Του ιδίου, ο.π., σελ. 41επ..

Page 91: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

91

1. Η περίφηµη ∆ιακήρυξη των ∆ικαιωµάτων της πολιτείας Virginia (Bill of Rights) της 12ης Ιουνίου 1776, µε την οποία η θρησκευτική ελευθερία αναγνωρίζεται ως δικαίωµα πανανθρώπινο, δηλαδή ως ατοµικό δικαίωµα που ανήκει όχι µόνο στους αµερικανούς πολίτες αλλά σε κάθε άνθρωπο. Με την διακήρυξη αυτή έχου-µε ουσιαστικά την πρώτη επίσηµη αναγνώριση του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας126. Κατά το άρθρο 16 της ∆ιακήρυξης «Όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται εξίσου να ενασκούν ελεύθερα τα της θρησκείας τους σύµφωνα προς τις επιταγές

της συνείδησής τους». Η ∆ιακήρυξη της Virginia αποτέλεσε το επιστέγασµα των αγώνων για την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας, η οποία αποτέλεσε το µέσο µε το οποίο διεκδικήθηκε κατ’ ουσίαν η προσωπική εν γένει ελευθερία του ατόµου δοθέντος ότι εάν ερευνήσει κανείς κατά βάθος τα αίτια των θρησκευτικών µεταρρυθµίσεων θα βρει το σπέρµα της ∆ηµοκρατίας.

2. Η ∆ιακήρυξη της Ανεξαρτησίας (Declaration of Independence) της 4ης Ιουλίου 1776, µε την οποία η θρησκευτική ελευθερία προβάλλεται πλέον ως δικαίωµα του ανθρώπου αυταπόδεικτο και αναπαλλοτρίωτο. 3. Η Πρώτη Τροποποίηση του Οµοσπονδιακού Συντάγµατος των Ηνωµένων Πολιτειών Αµερικής του 1787, στην οποία διακηρύσσεται η θρησκευτική ελευθερία127.

4. Η Γαλλική Επανάσταση το 1789 δεν διακηρύσσει την θρησκευτική ελευθερία, αλλά την ανεξιθρησκία, διότι το άρθρο 10 της ∆ιακήρυξης των ∆ικαιωµάτων του 126 Ι. Κονιδάρη, Εγχειρίδιο εκκλησιαστικού δικαίου, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2000, σελ.

45. 127 ο.π.

Page 92: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

92

Ανθρώπου και του Πολίτη της 26ης Αυγούστου 1789 δεν κάνει λόγο για «δικαίω-µα» κάθε ανθρώπου αλλά ορίζει ότι: «Κανείς δεν πρέπει να ενοχλείται για τις

πεποιθήσεις του ακόµη και τις θρησκευτικές υπό τον όρο ότι η εκδήλωσή τους δεν

διαταράσσει την καθιερωµένη από το νόµο δηµόσια τάξη». Το παραπάνω όµως, έχει το νόηµα της θρησκευτικής ελευθερίας, γιατί µιλά για δηµόσια τάξη και όχι για επίσηµη θρησκεία.

5. Κατά τη διάρκεια των 19ου και 20ου αιώνα δεν αµφισβητείται πλέον το δικαίωµα του πολίτη να πρεσβεύει ελεύθερα το Θεό της αρεσκείας του και τα Συντάγµατα των πολιτισµένων κρατών περιέχουν ανάλογες διατάξεις. 6. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου τα ατοµικά εν γένει δικαιώµατα τέθηκαν υπό δοκιµασία και οι ηγέτες των αγωνιζόµενων κατά του Άξονα κρατών αισθάνθηκαν την ανάγκη να διακηρύξουν την πρόθεσή τους περί κατοχύρωσης των ατοµικών δικαιωµάτων µετά το τέλος του πολέµου. Έτσι µε τον περίφηµο λόγο του για τις τέσσερις ελευθερίες (Four Freedom Speech) της 6ης Ιανουαρίου 1941 προς το Κογκρέσο, ο Πρόεδρος Ρούσβελτ διακηρύσσει ότι µία από τις τέσσερις ανθρώπινες ελευθερίες στις οποίες θα βασίζεται ο κόσµος στο µέλλον είναι και «η ελευθερία κάθε προσώπου να λατρεύει το Θεό του µε τον τρόπο που επιθυµεί οπουδήποτε στον κόσµο». Επανερχόµενος στο θέµα την 2η Σεπτεµβρίου 1941 δήλωσε στο Κογκρέσο για την θρησκευτική ελευθερία και την ελευθερία της γνώµης ότι καµία κοινωνία δεν µπορεί να επιζήσει χωρίς τις δύο αυτές ελευθερίες. 7. Την 10.12.1948 η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. ψήφισε την Οικουµενική ∆ιακήρυξη των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου, µε το άρθρο 2 που ορίζει: «Έκαστος

Page 93: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

93

χωρίς οποιαδήποτε διάκριση προερχόµενη από φυλή, χρώµα, γλώσσα ή θρη-σκεία… πρέπει να καυχάται για την απόλαυση όλων των δικαιωµάτων και των ελευθεριών, οι οποίες θεσπίζονται µε την παρούσα ∆ιακήρυξη». Με το άρθρο 18 της ∆ιακήρυξης ορίζεται ειδικότερα το εξής: «Έκαστος έχει το δικαίωµα ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Σε αυτό περιλαµβάνεται η ελευθερία µεταβολής της θρησκείας ή της πεποίθησης καθώς και η ελευθερία να εκδηλώνει µόνος ή µε άλλους µαζί, δηµόσια ή κατ’ ιδίαν τις θρησκευτικές του απόψεις ή τις πεποιθήσεις του µε τη διδασκαλία, την άσκηση λατρείας ή την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών». Εξάλλου µε το άρθρο 16 ορίζεται ότι: «Ενήλικοι άνδρες και γυναίκες έχουν το δικαίωµα να συνέρχονται σε γάµου κοινωνία χωρίς κανένα περιορισµό προερχό-µενο από φυλή, εθνικότητα ή θρησκεία. Έχουν ίσα δικαιώµατα σε σχέση προς τη σύναψη του γάµου κατά τη διάρκειά του και τη διάλυσή του». Καρπός της ∆ιακήρυξης αυτής υπήρξε η ίδρυση του Συµβουλίου της Ευρώπης το έτος 1949. Με το άρθρο 3 του Καταστατικού του Συµβουλίου της Ευρώπης διακηρύσσεται η αρχή ότι «κάθε πρόσωπο πρέπει να απολαµβάνει τα ανθρώπινα δικαιώµατα και τις θεµελιώδεις ελευθερίες». Προς προαγωγή του ως άνω σκοπού τα µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης υπέγραψαν στη Ρώµη την 4η Νοεµβρίου 1950 την Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου δια της οποίας ιδρύεται Ειδικό ∆ικαστήριο ενώπιον του οποίου είναι δυνατή η προσφυγή κάθε φορά που ένα από τα κράτη – µέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης παραβιάζει ένα από τα ατοµικά δικαιώµατα τα οποία κατοχυρώνει η Σύµβαση, µεταξύ των οποίων είναι και το ατοµικό δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ειδικότερα το άρθρο 9 της

Page 94: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

94

Σύµβασης ορίζει σε σχέση µε το δικαίωµα αυτό τα εξής:

1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωµα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων µεµονωµένος, ή συλλογικώς δηµοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.

2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν

επιτρέπεται να αποτελέση αντικείµενον ετέρων περιορισµών πέραν των προβλεποµένων υπό του νόµου και αποτελούντων αναγκαία µέτρα, εν δηµοκρατική κοινωνία δια την δηµοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δηµοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωµάτων και ελευθεριών των άλλων.

8. Την 19.12.1966 δηµοσιεύθηκε το ∆ιεθνές Σύµφωνο του Ο.Η.Ε. για την εξάλειψη όλων των µορφών θρησκευτικής µισαλλοδοξίας, το άρθρο 18 του οποίου αναφέρεται στη θρησκευτική ελευθερία και είναι λεπτοµερές και διεξοδικό. 9. Την 25.11.1981 η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. προέβη σε ∆ιακήρυξη για την εξάλειψη όλων των µορφών θρησκευτικής µισαλλοδοξίας. 10. Το ∆ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα που κυρώθηκε στην Ελλάδα µε το Ν. 2462/1997 (ΦΕΚ 254) κατοχυρώνει µε το άρθρο 18 το

Page 95: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

95

ατοµικό δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας.

11. Αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ήταν δυνατόν να µην λάβει θέση επί του θέµατος της θρησκευτικής ελευθερίας και αφενός µεν την 12.4.1989 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προέβη στη ∆ιακήρυξη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων και Ελευθε-ριών στις οποίες περιλαµβάνεται και η θρησκευτική ελευθερία (άρθρα 3 παρ. 2, 4, 5 παρ. 1 και 16 παρ. 2) αφετέρου η Σύνοδος Κορυφής της Νίκαιας ενέκρινε την 7.12.2000 το Χάρτη των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων στο άρθρο 10 του οποίου ορίζονται τα εξής:

1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα στην ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Το δικαίωµα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία µεταβολής θρησκεύµατος ή πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύµατος ή των πεποιθήσεών του, ατοµικά ή συλλογικά, δηµοσία ή κατ’ ιδίαν, µε την λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευ-τικών καθηκόντων και τις τελετές.

2. Το δικαίωµα αντίρρησης συνείδησης αναγνωρίζεται σύµφωνα µε τις

εθνικές νοµοθεσίες που διέπουν την άσκησή του. 12. Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι µετά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο ενώ τα Συντάγµατα όλων των ∆ηµοκρατικών Κρατών κατοχυρώνουν τη θρησκευτική ελευθερία, τα Συντάγµατα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισµού κατοχυρώνουν µεν τυπικά τη θρησκευτική ελευθερία, στην πράξη όµως η κατοχύρωση αφορούσε µόνο την ελευθερία της λατρείας µέσα στους ναούς και όχι την ελευθερία της

Page 96: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

96

συνείδησης. Το Σύνταγµα της Αλβανίας κατοχύρωνε ρητά την αθεΐα και απαγόρευε κάθε θρησκευτική δραστηριότητα.

2.3. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΣΤΗΝ Ε∆ΡΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ Το Π.Σ.Ε. ασχολήθηκε σε µεγάλο βαθµό µε το ζήτηµα της θρησκευτικής ελευθερίας και αφιέρωσε ένα µεγάλο µέρος της δραστηριότητάς του στον τοµέα αυτόν. Πιο συγκεκριµένα: 1. Το 1948 στο Άµστερνταµ η Συνέλευση του Π.Σ.Ε. προχώρησε σε ∆ιακήρυξη περί της Θρησκευτικής ελευθερίας. Η ∆ιακήρυξη αυτή αποτελείται από το προοίµιο και τέσσερις παραγράφους. Στο προοίµιο διακηρύσσεται η αρχή ότι η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί βασικό στοιχείο για µια καλή διεθνή τάξη και οι χριστιανοί αντιµετωπίζουν το ζήτηµα αυτό ως διεθνές πρόβληµα. ∆ιεκδικώντας όµως την ελευθερία αυτή δεν ζητούν να απονεµηθούν σ’ αυτούς προνόµια, τα οποία δεν θα αναγνωρίζονταν και στους οπαδούς άλλων θρησκειών. Άλλωστε η θρησκευτική ελευθερία είναι συνέπεια του γεγονότος ότι ο άνθρωπος δηµιουρ-γήθηκε από τον Θεό ελεύθερος και ως εκ τούτου η χορήγηση θρησκευτικής ελευθερίας δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται από την θέληση οποιασδήποτε κυβέρνησης. Στις επακολουθούσες παραγράφους απαριθµούνται οι ειδικότερες εκδηλώσεις θρησκευτικής ελευθερίας οι οποίες είναι συνοπτικά οι εξής: α) Το δικαίωµα κάθε προσώπου να προσδιορίζει την δική του πίστη αποδεχόµενο ορισµένη θρησκεία ή µεταβάλλοντας θρησκεία.

Page 97: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

97

β) Το δικαίωµα κάθε προσώπου να εκδηλώνει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις µε τη λατρεία, τη διδασκαλία και την πράξη. γ) Το δικαίωµα κάθε προσώπου να συνεταιρίζεται µε άλλους για θρησκευτικούς σκοπούς. δ) Το δικαίωµα κάθε θρησκευτικής οργάνωσης να καθορίζει την επί του θρησκευτικού ζητήµατος πολιτική της και να λαµβάνει τα κατάλληλα µέτρα για την εκπλήρωση των σκοπών της. Καταλήγει η ∆ιακήρυξη θέτοντας την αρχή ότι η πολιτεία έχει το δικαίωµα να απαιτήσει υπακοή στους νόµους, οι οποίοι χωρίς να δηµιουργούν δυσµενείς διακρίσεις, εξαιτίας θρησκευτικών λόγων, αποβλέπουν στην περιφρούρηση της δηµόσιας τάξης και της ευηµερίας. 2. Το 1949 η Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. που συνήλθε στο Chichester της Αγγλίας προέβη σε δήλωση σχετικά µε τη θρησκευτική ελευθερία, στην οποία αναγνωρίζεται η αρχή ότι «η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί την προϋπόθεση και τον φρουρό κάθε άλλης ελευθερίας». Η Επιτροπή απευθυνόµενη προς τους χριστιανούς που διαβιώνουν σε χώρες όπου το κράτος ανταγωνίζεται τη χριστιανική θρησκεία ή όπου δεν υπάρχει θρησκευτική ελευθερία, τους καλεί «να θυµηθούν ότι η ελευθερία που έλαβαν από τον Κύριό τους δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί µε τη βία ή µε απειλή από οποιαδήποτε δύναµη». 3. Το 1950 η Κεντρική Επιτροπή του Π.Σ.Ε. που συνήλθε στο Τορόντο του Καναδά κατέληξε σε απόφαση σχετικά µε τη θρησκευτική ελευθερία. Η απόφαση

Page 98: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

98

αυτή, αφού πρώτα επισηµαίνει ότι σε πάρα πολλές περιοχές της γης έγιναν παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, διακηρύττει ότι «αντιτίθεται προς όλες τις πράξεις µε τις οποίες κυβερνήσεις, εκκλησίες ή άλλες οργανώσεις δεσµεύουν την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας».Επίσης η Κεντρική Επιτροπή µε την απόφαση αυτή «καλεί επειγόντως όλες τις κυβερνήσεις να συντάξουν ή να διορθώσουν, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας τους, συντάγµατα ή νόµους, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί σε κάθε άτοµο, εντός της δικαιοδοσίας τους, το θεµελιώδες δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας». 4. Το 1961 η Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε. που συνεδρίασε στο Νέο ∆ελχί υιο-θέτησε µια ∆ιακήρυξη περί θρησκευτικής ελευθερίας. Στην ∆ιακήρυξη αυτή πρώτα γίνεται η διαπίστωση ότι «η ανθρωπότητα απειλείται από πολλές δυνάµεις, οι οποίες της περιορίζουν ή της αρνούνται την ελευθερία». Στη συνέχεια αναγνωρί-ζεται ως επείγουσα «η ανάγκη ενίσχυσης των προσπαθειών για την εγγύηση έναντι κάθε προσώπου της δυνατότητας να εξασκεί ελεύθερα και κατά συνείδηση την θρησκεία του». ∆ιακηρύσσεται ότι η θρησκευτική ελευθερία είναι «ένα θεµε-λιώδες δικαίωµα για κάθε άνθρωπο σε οποιονδήποτε τόπο». Στη συνέχεια αναφέ-ρεται στη ∆ιακήρυξη αυτή ότι κατά τη χριστιανική άποψη η θρησκευτική ελευθερία είναι «µια συνέπεια του δηµιουργικού έργου του Θεού, της εν Χριστώ απολύτρω-σης του ανθρώπου και της πρόσκλησης την οποία απευθύνει προς τους ανθρώ-πους να τον υπηρετήσουν». Κατά συνέπεια, «οι ανθρώπινες προσπάθειες περιο-ρισµού ή καταπίεσης της πίστης µε τη νοµοθεσία ή την κοινωνική πίεση αποτε-λούν παραβιάσεις των βασικών µεθόδων, τις οποίες χρησιµοποιεί ο Θεός έναντι των ανθρώπων. Η ελευθερία, την οποία έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο δια του Χρι-στού, συνεπάγεται µια ελεύθερη ανταπόκριση προς την αγάπη του και την ευθύνη

Page 99: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

99

να βοηθήσουµε τον πλησίον µας στις στιγµές της πλέον βαθιάς αγωνίας του» 128.

2.4 ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ∆ΡΟΜΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑ∆Α

Αναφορές στο δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας στη Νεότερη Ελλάδα υπάρχουν ήδη πριν από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Συγκεκριµένα, ο Ευγένιος Βούλγαρης δηµοσίευσε το 1768 ένα έργο µε τίτλο «Σχεδίασµα περί ανεξιθρησκίας, ήτοι περί της ανοχής των ετεροθρήσκων»129. Χρήση του όρου «ανεξιθρησκία» έγινε για πρώτη φορά από τον Ευγένιο Βούλγαρη, που απέδωσε µε τον όρο αυτό την λατινική λέξη «tolerantiam». Πρόκειται λοιπόν για έναν νεολο-γισµό, που εισήγαγε ο Ευγένιος Βούλγαρης και έκτοτε επικράτησε και πέρασε στο νεοελληνικό λεξιλόγιο130. Σηµαντικό σταθµό στην ιστορία διεκδίκησης του ατοµικού δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελλάδα αποτελεί και η περίφηµη ∆ιακήρυξη του Ρήγα Φεραίου προς τους Έλληνες κατά το 1797, στην οποία συµπεριέλαβε το Πολίτευµα που είχε ο ίδιος συντάξει και καθόριζε τις βασικές αρχές του µελλο-ντικού ελληνικού κράτους. Τα 35 πρώτα άρθρα του Πολιτεύµατος του Ρήγα Φε-ραίου αποτελούν µια ∆ιακήρυξη των Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων. Ειδικότερα, στο άρθρο 3 της ∆ιακήρυξης διακηρύσσεται ότι: «Όλοι οι άνθρωποι, χριστιανοί και Τούρκοι, κατά φυσικό λόγο είναι ίσοι». Με τη διάταξη αυτή ο Ρήγας θέλησε να

128 Βλ. σχετικά για θρησκευτική ελευθερία και Π.Σ.Ε. σε Α. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία, ο.π.,

σελ. 72 επ. 129 Χ. Παπαστάθη, Εκκλησιαστικό ∆ίκαιο, τεύχος πρώτο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,

2003, σελ.84. 130 Α. Μαρίνου, Η θρησκευτική ελευθερία, ο.π., σελ. 4, υποσηµ. 9.

Page 100: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

100

καταστήσει σαφές ότι δεν επιτρέπονται αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας εξαιτίας θρησκευτικών λόγων. Το γεγονός ότι στην ως άνω διάταξη γίνεται αναφο-ρά µόνο σε χριστιανούς και Τούρκους δεν σηµαίνει ότι διακρίσεις επιτρέπονται σε περιπτώσεις ατόµων που πρεσβεύουν κάποιο άλλο θρήσκευµα πλην αυτών των δύο. Προφανώς πρόθεση του Ρήγα είναι να ξεκαθαρίσει ότι στο νέο κράτος, για το οποίο προοριζόταν το Πολίτευµα που συνέταξε, οι Έλληνες δεν επρόκειτο να καταδυναστεύσουν τους Τούρκους εξαιτίας του ότι ήταν αλλόθρησκοι. Παρακάτω, στο άρθρο 7 της ∆ιακήρυξης ρητά διακηρύσσεται η αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας: «Το δίκαιο του να φανερώνουµε τη γνώµη µας και τους συλλογισµούς µας, τόσο µε την τυπογραφία, όσο και µε άλλον τρόπο. Το δίκαιο του να συναθροιζόµαστε ειρηνικά, η ελευθερία κάθε είδους θρησκείας, χριστιανισµού, τουρκισµού, ιουδαϊσµού και τα λοιπά δεν είναι εµποδισµένα στην παρούσα διοίκηση. Όταν εµποδίζονται αυτά τα δίκαια, είναι φανερό πως προέρχεται τούτο από τυραννία, ή πως είναι ακόµη ενθύµηση του εξοστρακισθέντα δεσποτισµού, όπου απεδιώξαµε»131. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καταρτίζονται διάφορα συντάγµατα, στα οποία διακηρύσσεται η αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας. Στην Νοµική ∆ιάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος (τµήµα α΄, κεφ. πρώτο, κστ΄) αναφέρεται: «Αν και όλες τις θρησκείες και γλώσσες δέχεται η Ελλάς και τις τελετές και χρήση αυτών κατ’ ουδένα τρόπο δεν εµποδίζει, την ανατολική όµως του Χριστού Εκκλησία και την σηµερινή γλώσσα, µόνες αναγνωρίζει ως επικρατούσες θρησκεία και γλώσσα

131 Του ιδίου, ο.π., σελ. 80-81.

Page 101: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

101

της Ελλάδος»132. Στο δεύτερο κεφάλαιο «περί των δικαιωµάτων και χρεών του Έλληνα» ορίζεται ότι: «Ο Έλληνας δεν ενοχοποιείται για τα θρησκευτικά και πολι-τικά του φρονήµατα» καθώς και ότι: «Ο Έλληνας έχει χρέος να υποφέρει όλα τα θρησκευτικά και πολιτικά φρονήµατα των οµοίων του»133. Αξίζει να τονιστεί ότι στην Νοµική ∆ιάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος γίνεται για πρώτη φορά µνεία περί επικρατούσας θρησκείας. Στο Προσωρινό Πολίτευµα της Ελλάδος του 1822 (Συνέλευση της Επιδαύρου) και συγκεκριµένα στην πρώτη παράγραφο αυτού ορίζεται ότι: «Η επικρατούσα θρησκεία στην ελληνική επικράτεια είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησία. Ανέχεται όµως η ∆ιοίκηση της Ελλάδος κάθε άλλη θρησκεία, και οι τελετές και ιεροπραγίες εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως». Η παρα-πάνω διάταξη επαναλήφθηκε αυτολεξεί και στο επόµενο Προσωρινό Πολίτευµα της Ελλάδος του 1823 (Συνέλευση του Άστρους)134. Στο Πολιτικό Σύνταγµα της Τροιζήνας του 1827, το άρθρο 1 όριζε: «Καθένας στην Ελλάδα επαγγέλλεται τη θρησκεία του ελεύθερα και για τη λατρεία αυτής έχει ίση υπεράσπιση. Η δε της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού είναι θρη-σκεία της επικράτειας»135.

132 Α. Μαρίνο, Η ίδρυσις ναών και ευκτηρίων οίκων (συµβολή εις την µελέτην της ελευθερίας της

λατρείας), σε: Αναστασίου Μαρίνου, Εκκλησία και ∆ίκαιον, (Θεωρία και Νοµολογία), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 18.

133 Του ιδίου, Η θρησκευτική ελευθερία, ο.π., σελ. 82. 134 Ι. Κονιδάρη, Εγχειρίδιο εκκλησιαστικού δικαίου, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2000, σελ.

46. 135 Του ιδίου, ο.π., σελ. 46.

Page 102: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

102

Στο Ηγεµονικό Σύνταγµα του 1832 οριζόταν ότι: «Η επικρατούσα θρησκεία στην ελληνική επικράτεια είναι της Ανατολικής Ορθοδόξου και Αγίας του Χριστού Εκκλησίας. Καθένας όµως πρεσβεύει τα της θρησκείας του ακωλύτως. Και κάθε θρησκεία της οποίας οι τελετές γίνονται πασιφανώς και δηµοσίως, έχει ίση υπεράσπιση από τους νόµους»136. Για πρώτη φορά στο Ηγεµονικό Σύνταγµα γίνεται λόγος για προστασία θρησκειών από τους νόµους, εφόσον οι τελετές τους γίνονται «πασιφανώς και δηµοσίως». Στο Μοναρχικό Σύνταγµα του Όθωνα του 1844 το άρθρο 1 όριζε: «Η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ανεκτή και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασία των νόµων, απαγορευµένου του προσηλυτισµού και πάσης άλλης επεµβάσεως κατά της επικρατούσας θρη-σκείας»137. Τα νέα στοιχεία που προστίθενται στο Μοναρχικό Σύνταγµα είναι η προϋπόθεση της «γνωστής θρησκείας», η απαγόρευση του προσηλυτισµού και κάθε άλλης επέµβασης κατά της επικρατούσας θρησκείας. Επίσης µεγάλη σηµασία έχει η χρήση του όρου «ανεκτή θρησκεία». Η παραπάνω διάταξη επανα-λήφθηκε αυτολεξεί και στα Συντάγµατα του 1864 (άρθρο 1) και του 1911 (άρθρο 1). 136 Α. Μαρίνου, Η ίδρυσις ναών και ευκτηρίων οίκων (συµβολή εις την µελέτην της ελευθερίας της

λατρείας), σε: Αναστασίου Μαρίνου, Εκκλησία και ∆ίκαιον, (Θεωρία και Νοµολογία), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2000, σελ. 18 -19.

137 Του ιδίου,ο.π., σελ. 19.

Page 103: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

103

Το Σύνταγµα της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας του 1925 στο άρθρο 9 όριζε: «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Τα της λατρείας πάσης θρησκείας τελούνται ελεύθερα υπό την προστασία των νόµων, εφόσον δεν αντίκειται στη δηµόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισµός απαγορεύεται. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας». Με το Σύνταγµα του 1925 εισάγονται µεγάλες καινοτοµίες. Πρώτον, γίνεται διάκριση µεταξύ θρησκευτικής συνείδησης, η οποία είναι απαραβίαστη, και λατρείας, η οποία τελείται ελεύθερα και υπό την προστασία των νόµων, εφόσον όµως πληρούνται οι ακόλουθες δύο προϋποθέσεις: η λατρεία δεν πρέπει να αντίκειται στη δηµόσια τάξη και να θίγει τα χρηστά ήθη. ∆εύτερο, ο προση-λυτισµός απαγορεύεται γενικά και όχι µόνο όταν ασκείται σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας και τρίτο, απαλείφεται η διάταξη κατά την οποία «πάσα άλλη θρησκεία είναι ανεκτή». Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 9 επαναλήφθηκε αυτούσια και στο αναθεωρηθέν κείµενο του Συντάγµατος του 1926 καθώς και στο Σύνταγµα της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας του 1927. Το Σύνταγµα του 1952 στο άρθρο 1 όριζε: «Η επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας. Πάσα δε άλλη γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασία των νόµων απαγορευµένου του προσηλυτισµού και πάσης άλλης επεµβάσεως κατά της επικρατούσας θρησκείας…». Στο άρθρο 2§3 ορίζεται ότι: «Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη». Στο άρθρο 2§4 αναφέρεται ότι: «Η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη». Στο άρθρο 2§5

Page 104: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

104

τέλος αναφέρεται ότι: «Ουδείς δύναται εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των καθηκόντων του προς την Πολιτεία ή να αρνηθεί την εφαρµογή των νόµων της χώρας». Στο Σύνταγµα του 1952 διαπιστώνουµε ότι επανήλθε η ρήτρα περί «πάσης άλλης γνωστής θρησκείας», η οποία όµως κηρύσσεται όχι απλώς «ανεκτή» αλλά «ελεύθερη». Σε όλα τα συντάγµατα της νεότερης Ελλάδας, κατοχυρώνεται άλλοτε η θρησκευτική ελευθερία και άλλοτε η ανεξιθρησκία. Σε όλα επίσης, περιλαµβάνεται συγχρόνως και διάταξη, που αναγνωρίζει και καθιερώνει την Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία ως «επικρατούσα θρησκεία» στην ελληνική επικράτεια. Στο ισχύον Σύνταγµα, για πρώτη φορά, η διάταξη περί επικρατούσας θρησκείας διαχωρίζεται από εκείνη, που καθιερώνει τη θρησκευτική ελευθερία και παρατί-θεται αυτοτελώς στο άρθρο 3 Σ., ως ιδιαίτερο τµήµα των βασικών διατάξεων του Συντάγµατος µε τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας»138.

138 Ι. Κονιδάρη, ο.π., σελ. 47.

Page 105: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

105

Γ ' Ε Ν Ο Τ Η Τ Α

Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ

Η σύγχρονη ∆ηµοκρατία δεν είναι δυνατό να νοηθεί χωρίς την ύπαρξη και πραγµάτωση της θρησκευτικής ελευθερίας. Η θρησκευτική ελευθερία και η απαγόρευση του προσηλυτισµού, αποτελούν κατάκτηση του σύγχρονου κόσµου και κατοχυρώνονται στην Ελλάδα από το Σύνταγµα αλλά και από µια σειρά νέων και παλαιών συµβάσεων, που κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγµατος υπερέχουν των ελληνικών νόµων και παρέχουν προστασία ευρύτερη από εκείνη, που εγγυάται το Σύνταγµα («Οι γενικά παραδεγµένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου,

καθώς και οι διεθνείς συµβάσεις, από την επικύρωσή τους µε νόµο και τη θέση

τους σε ισχύ σύµφωνα µε τους όρους καθεµιάς, αποτελούν αναπόσπαστο µέρος

του εσωτερικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη

νόµου…» α.28παρ.1εδ.α΄Σ).

Page 106: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

106

1. Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΑΣ

Το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας και η πάταξη του προσηλυτισµού, κατοχυρώνονται στο άρθρο 13 του Συντάγµατος. Ειδικότερα το άρθρο 13 περι-λαµβάνεται στο δεύτερο µέρος του Συντάγµατος που έχει τον τίτλο «ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα». Το άρθρο αυτό ανήκει στα λεγόµενα µη αναθεωρήσιµα άρθρα του Συντάγµατος (σκληρός πυρήνας), γεγονός που καταδεικνύει την ιδιαί-τερη έµφαση που δίνει ο συντακτικός νοµοθέτης στην προστασία της θρησκευτι-κής ελευθερίας, θεωρώντας την ουσιώδες και αµετάβλητο στοιχείο του δηµο-κρατικού πολιτεύµατος. Όπως παρατηρήσαµε και σε προηγούµενο κεφάλαιο, ο όρος θρησκευτική ελευθερία, είναι ένας καθολικός όρος που καλύπτει κάθε µορφή ελευθερίας που σχετίζεται µε την θρησκεία και την θρησκευτική πίστη µε την στενή της έννοια ως fides sacra.

Ειδικότερα το Σύνταγµα κατοχυρώνει τόσο την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, όσο και της λατρείας ή ορθότερα της άσκησης της θρησκείας. Κατά τον Κ.Χρυσόγονο, ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης καλείται η ελευθερία επιλογής, διατήρησης, αλλαγής µιας θρησκείας. Από την άλλη ελευθερία άσκησης της θρησκείας, σπουδαιότερη έκφανση της οποίας είναι η λατρεία, καλείται µόνο η άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων µε τελετουργική µορφή και όχι η εξωτερί-κευση θρησκευτικών πεποιθήσεων, ιδεών, δοξασιών, διότι κάτι τούτο αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης 139. Φορείς είναι τα φυσικά πρόσωπα, ηµεδαποί, αλλοδαποί και ανιθαγενείς (όντας ατοµικό δικαίωµα). Παράλληλα προστατεύονται και τα νοµικά πρόσωπα ακόµη και αυτά 139 Κ.Χρυσόγονου, Ατοµικά και Κοινωνικά ∆ικαιώµατα, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2002,

σ. 283.

Page 107: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

107

που είναι ν.π.δ.δ. Αναπτύσσει έµµεση τριτενέργεια (δηλαδή την επενέργεια των ατοµικών δικαιωµάτων στο ιδιωτικό δίκαιο, όχι όµως άµεσα, αλλά δια µέσου της ερµηνείας των αορίστων νοµικών εννοιών και γενικών ρητρών του ιδιωτικού δικαίου).

Συνεχίζοντας την ανάγνωση του άρθρου, ερχόµαστε αντιµέτωποι µε τρεις βασικούς περιορισµούς που το ίδιο το Σύνταγµα επιβάλλει στους φορείς του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας, προκειµένου το εν λόγω ατοµικό δικαίωµα να µην ασκηθεί καταχρηστικά από τους φορείς της. Έτσι ο ιδιώτης δεν µπορεί να απαιτήσει ευνοϊκή µεταχείριση λόγω της θρησκείας που πρεσβεύει (υπεροχή των υποχρεώσεων έναντι του κράτους και της συµµόρφωσης στους νόµους). Παραπέρα απαγορεύεται η άσκηση της λατρείας εκείνης που προσβάλ-λει τα χρηστά ήθη και τη δηµόσια τάξη. Ενώ τέλος απαγορεύεται ο προσηλυ-τισµός εναντίον κάθε γνωστής θρησκείας.

Η τρίτη παράγραφος του αυτού άρθρου καθιερώνει την κρατική εποπτεία, ήτοι όλοι οι θρησκευτικοί λειτουργοί υπόκεινται ανεξαίρετα σε κρατική εποπτεία που έχει ως περιεχόµενο τον έλεγχο τήρησης των νόµων140.

140 Άρθρο 13. 1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των

ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά µε τη λατρεία της τελούνται ανεµπόδιστα

υπό την προστασία των νόµων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισµός απαγορεύεται.

3. Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας.

4. Κανένας δεν µπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συµµορφωθεί προς τους νόµους.

5. Κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόµο, που ορίζει και το τύπο του.

Page 108: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

108

2. Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ (Ρώµη 4 Νοεµβρίου 1950)

Η Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.∆.Α), ούσα ενταγµένη σε ένα γενικότερο σύστηµα πολυµερούς αναγνώρισης και προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου, αποτελεί ένα καταστατικό κείµενο διεθνούς εµβέλειας, στο οποίο τυποποιήθηκαν τα δικαιώµατα και οι ελευθερίες του ανθρώπου, εντός των γεωγραφικών ορίων των κρατών-µελών του Συµβουλίου της Ευρώπης. Υπεγράφη στη Ρώµη και τέθηκε σε ισχύ τρία χρόνια µετά την υπογρα-φή της (3 Σεπτεµβρίου 1953). Η Ελλάδα επικύρωσε δύο φορές την εν λόγω Σύµβαση. Αρχικά στη δεκαετία του '50 (Ν. 2329/1953) · ακολούθησε η περίοδος της δικτατορίας (1967-1974), η αντίδραση του Συµβουλίου της Ευρώπης, που οδήγησε στην καταγγελία της Συµβάσεως και στην παράλληλη αποχώρηση της Ελλάδος από το Συµβούλιο της Ευρώπης το ∆εκέµβριο του 1969, προκειµένου να αποφύγει την επερχόµενη επιβολή κυρώσεων από την Επιτροπή Υπουργών. Με την επανένταξη της χώρας στον Οργανισµό, το Νοέµβριο του 1974 επικυρώθηκε εκ νέου η Ε.Σ.∆.Α και τα Πρωτόκολλά της (Ν.∆ 53/19 του 1974)141.

Τα δικαιώµατα και οι ελευθερίες που εγγυάται η Ε.Σ.∆.Α, στο µεγαλύτερο µέρος τους, εµπίπτουν στην κατηγορία των ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων και ελευθεριών του ανθρώπου142. Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι το προοίµιο αυτής,

141 Σ.Περράκη, ∆ιαστάσεις της ∆ιεθνούς Προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου, εκδ. Α.

Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2003, σ.90 142 Τα οικονοµικής και κοινωνικής φύσης δικαιώµατα της Ε.Σ.∆.Α, είναι µάλλον περιορισµένα –

Page 109: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

109

όπου αναφέρεται σε ορισµένα δικαιώµατα που περιλαµβάνει η Ο.Ο.∆.Α του 1948.

Πιο συγκεκριµένα, ο κατάλογος των δικαιωµάτων που προστατεύονται από την Σύµβαση και τα Πρωτόκολλά της, είναι ευρύτατος (ενδεικτικά αναφέρουµε το δικαίωµα στη ζωή αρ.2 / δικαίωµα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια αρ.5 / δικαίωµα σύναψης γάµου και δηµιουργίας οικογένειας αρ.12 / η αρχή non bis in idem αρ.4, Πρωτόκολλο αριθµ.7). Στο άρθρο 9 §§1,2 κατοχυρώνεται η ελευθερία σκέψης, συνειδήσεως και θρησκείας. Κατ' αυτήν την διάταξη ειδική µέριµνα προβλέπεται για την ακώλυτη άσκηση του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθε-ρίας, περιλαµβάνουσα τόσο την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, όσο και την εκδήλωση λατρείας και των τελετουργικών τυπικών. Το συγκεκριµένο όµως δικαίωµα, όπως και πολλά ακόµη άλλα που κατοχυρώνονται από την Ε.Σ.∆.Α, δεν έχουν απόλυτο χαρακτήρα, αλλά υπόκεινται σε πολλούς περιορισµούς, απαραί-τητους για µια πλήρη ανάπτυξη του ανθρώπου ως ατόµου και την προστασία των αρχών που πρέπει να επικρατούν σε µια δηµοκρατική κοινωνία. Οι περιορισµοί αυτοί κατά τον Σ. Περράκη, διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: στις επιφυλάξεις, στις παρεκκλίσεις και στους προβλεπόµενους από την ίδια την Ε.Σ.∆.Α περιορισµούς143. Στην τελευταία αυτή κατηγορία των περιορισµών, ανήκουν και αυτοί που τυποποιούνται στο άρθρο 9, εκφραζόµενοι µε γενικούς και αόριστους όρους, όπως " περιορισµοί που προβλέπονται από τον νόµο και που αποτελούν

αναγκαία µέτρα για τη δηµόσια τάξη, ασφάλεια, υγεία, ηθική, " κ.ο.κ.144

ενδεικτικά, ένεκεν κυρίως του γεγονότος πως συγκεντρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961, αλλά και στις περαιτέρω αναθεωρήσεις του – συµπληρωµατικά Πρωτόκολλα.

143 Σ.Περράκη, ο.π, σ. 100. 144 Άρθρο 9. Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας 1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την

Page 110: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

110

3. ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΥΜΒΑ-ΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ ΤΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ)

[Κυρώθηκε στη χώρα µας αρχικά µε το Ν. 2329/1953 (ΦΕΚ Α΄ 68/1953). Στη συνέχεια καταγγέλθηκε από τη στρατιωτική κυβέρνηση και κυρώθηκε εκ νέου µε το Ν∆ 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256/1974)]

∆εκατέσσερα Πρωτόκολλα έχουν υιοθετηθεί συνολικά, από τα οποία τα 3ο, 5ο, 8ο, 11ο, τροποποιούν το ίδιο το κείµενο της Σύµβασης και έχουν ήδη ενσωµατωθεί σε αυτήν. Από τη χώρα µας έχουν επικυρωθεί τα εξής Πρωτόκολλα: 1ο, 2ο, 3ο, 5ο, 6ο, 7ο, 8ο, 11ο, 13ο, 14ο . Ειδικότερα για το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο, οι συµβαλ-λόµενες Κυβερνήσεις, Μέλη του Συµβουλίου της Ευρώπης, προκειµένου να λάβουν τα ενδεικνυόµενα µέτρα προς διασφάλιση της συλλογικής εγγύησης των δικαιωµάτων και των ελευθεριών που δε συµπεριλαµβάνονται στο Κεφάλαιο Ι της Ε.Σ.∆.Α, µερίµνησαν πέραν των άλλων και για το δικαίωµα στην εκπαίδευση. Κατά το άρθρο 2 το εν λόγω δικαίωµα καθίσταται αναφαίρετο για κάθε κοινωνό του δικαίου. Το Κράτος υποχρεούται να προβαίνει σε όλους τους απαραίτητους εκείνους χειρισµούς, προκειµένου να εξασφαλίσουν τη µόρφωση και την εκπαί-

ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωµα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων µεµονοµένως, ή συλλογικώς δηµοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείµενον ετέρων περιορισµών πέραν των προβλεποµένων υπό του νόµου και αποτελούντων αναγκαία µέτρα, εν δηµοκρατική κοινωνία δια την δηµοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δηµοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωµάτων και ελευθεριών των άλλων.

Page 111: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

111

δευση που χρειάζεται κάθε άνθρωπος, κυρίως όµως µια εκπαίδευση που συνάδει απόλυτα µε τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές κατευθύνσεις των γονέων, όπως αυτοί επιθυµούν να παρέχουν στα παιδιά τους145.

145 Άρθρο 2. ∆ικαίωµα στην εκπαίδευση - Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώµατος όπως

εκπαιδευθή. Παν κράτος εν τη ασκήσει των αναλαµβανοµένων υπ’ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της µορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωµα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την µόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συµφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις.

Page 112: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

112

4. Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (Νίκαια 7.12.2000)

Ο χάρτης των θεµελιωδών δικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακηρύχθηκε πανηγυρικά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συµβούλιο και την Επιτροπή. Αξιοσηµείωτο είναι ότι το κείµενο του Χάρτη των θεµελιωδών δικαιωµάτων δεν έχει νοµική δεσµευτικότητα. Ωστόσο, αποτελεί ένα σηµαντικότατο κείµενο, που καθορίζει σε γενικές γραµµές τα όρια µέσα στα οποία πρέπει να κινούνται τα κράτη µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά µε την προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων, στα οποία συγκαταλέγεται και η θρησκευτική ελευθερία. Ειδικότερα, ο Χάρτης των Θεµελιωδών ∆ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώνει πλήρως στο άρθρο 10 τη θρησκευτική ελευθερία σε όλες τις εκφάνσεις της (µεταβολή του θρησκεύµατος, εκδήλωση του θρησκεύµατος, άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων). Προβλέπει µάλιστα ειδική ρύθµιση για τους αντιρρησίες συνειδήσεως στους οποίους και αναγνωρίζει τη δυνατότητα αυτή, εφόσον βέβαια κάτι τέτοιο δεν αντίκειται µε την εθνική εσωτερική νοµοθεσία.146

Παραπέρα εξασφαλίζεται το δικαίωµα της εκπαίδευσης σε όλους ανεξαίρετα, το οποίο και συµπεριλαµβάνει την ακώλυτη ίδρυση των εκπαιδευτικών ιδρυµάτων, αλλά και το δικαίωµα των γονέων να παρέχουν στα τέκνα τους κατευθύνσεις 146 Άρθρο 10. Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας - 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωµα

στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Το δικαίωµα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία µεταβολής θρησκεύµατος ή πεποιθήσεων καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύµατος ή των πεποιθήσεών του, ατοµικά ή συλλογικά, δηµοσία ή κατ΄ ιδίαν, µε τη λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές.

2. Το δικαίωµα αντίρρησης συνειδήσεως αναγνωρίζεται σύµφωνα µε τις εθνικές νοµοθεσίες που διέπουν την άσκησή του.

Page 113: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

113

σύµφωνες µε τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και γενικότερα ιδεολογικές τους πεποιθήσεις.147 Πλήρη ισότητα προβλέπεται για όλους, απαγορεύοντας την ίδια στιγµή οιαδήποτε διάκριση οφειλόµενη σε ενδεχόµενη θρησκευτική, εθνική, πολιτική, κοινωνική, κ.ο.κ διαφορετικότητα.148 Η Ευρωπαϊκή Ένωση σέβεται και αυτή µε τη σειρά της αυτόν τον γλωσσικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό πλουραλισµό που διέπει τους πολίτες των Κρατών-Μελών της149.

147 Άρθρο 14. ∆ικαίωµα εκπαίδευσης - 3. Η ελευθερία ίδρυσης εκπαιδευτικών ιδρυµάτων µε

σεβασµό των δηµοκρατικών αρχών καθώς και το δικαίωµα των γονέων να εξασφαλίζουν την εκπαίδευση και τη µόρφωση των τέκνων τους σύµφωνα µε τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και παιδαγωγικές πεποιθήσεις τους, γίνονται σεβαστά σύµφωνα µε τις εθνικές νοµοθεσίες που διέπουν την άσκησή τους.

148 Άρθρο 21. Απαγόρευση διακρίσεων - 1. Απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώµατος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονηµάτων ή κάθε άλλης γνώµης, ιδιότητας µέλους εθνικής µειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισµού

149 Άρθρο 22. Πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυµορφία - Η Ένωση σέβεται την πολιτιστική, θρησκευτική και γλωσσική πολυµορφία.

Page 114: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

114

5. ∆ΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ∆ΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕ-ΡΙΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ (12.4.1989) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το κατ' εξοχήν πολιτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αφού, σύµφωνα µε το άρθρο 189 Σ.Ε.Κ, αποτελείται από τους αντιπροσώπους των λαών των Κρατών-Μελών, που συνενώθηκαν σε αυτήν. Εδρεύει στο Στρασβούργο, όπου και λαµβάνουν χώρα οι δώδεκα µηνιαίες περίοδοι συνόδου της ολοµέλειας. Σύµφωνα µε τη Συνθήκη και το άρθρο 189 αυτής, οι αρµοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι δηµο-σιονοµικές, νοµοθετικές, ελεγκτικές, εκδίδει Ψηφίσµατα, αναλαµβάνει πολιτικές πρωτοβουλίες, συµµετέχει στη διαδικασία διεύρυνσης της Ένωσης και σύναψης συµφωνιών σύνδεσης µε τρίτες χώρες150. Ειδικότερα στα πλαίσια των νοµοθε-τικών αρµοδιοτήτων, κατήρτισε στις 12/4/1989 µια διακήρυξη περιλαµβάνουσα θεµελιώδη δικαιώµατα και ελευθερίες του ανθρώπου. Προβλέπει στο άρθρο 3 πλήρη ισονοµία και ισοπολιτεία, στα άρθρα 4, 5 απόλυτη ελευθερία έκφρασης, σκέψης, γνώµης και θρησκευτικής συνειδήσεως. Ειδική πρόβλεψη τέλος εισάγεται στο άρθρο 16 για το δικαίωµα στην παιδεία και στην εκπαίδευση. Όπως και σε προηγούµενα νοµικά κείµενα που συναντήσαµε, έτσι και εδώ όλοι δικαιούνται να απολαύσουν το αγαθό της µόρφωσης και πνευµατικής κατάρτισης, όπου και σε όποιο βαθµό και αν αυτοί το επιθυµούν. Οι γονείς και πάλι δύνανται να επιλέξουν το είδος και την ποιότητα της εκπαίδευσης των τέκνων τους, ανάλογα µε το εαυτών δοκούν τους151. 150 Π. Κανελλόπουλου, Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή

2003, σ.131. 151 Άρθρο 3 εδ.2. Ισότητα ενώπιον του νόµου. - Απαγορεύεται κάθε διάκριση των ατόµων ιδίως

λόγω φυλής, χρώµατος, φύλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή

Page 115: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

115

6. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ∆ΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩ-ΠΟΥ (Ο.Η.Ε. 10.12.1948) Το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα εκδηλώθηκαν οι πρώτες προσπάθειες διεθνοποίησης της προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου, κυρίως στα πλαίσια των διεθνών οργανισµών της εποχής: της Κοινωνίας των Εθνών και της ∆ιεθνούς Οργανώσεως Εργασίας. Χρειάστηκε πάραυτα ένας δεύτερος Παγκό-σµιος Πόλεµος προκειµένου να ωριµάσει η διεθνής αναγόρευση των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Χάρτης Ο.Η.Ε) και να σχηµατοποιηθεί η πρώτη κωδικοποίησή του σε οικουµενικό επίπεδο (Οικουµενική ∆ιακήρυξη των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου). Πιο συγκεκριµένα στη διάσκεψη του San Francisco ορισµένες αντιπροσωπείες διετύπωσαν την ιδέα να ενσωµατωθεί στο Χάρτη Ο.Η.Ε και µια διακήρυξη δικαιωµάτων του ανθρώπου. Το έργο της κατάρτισης αυτής ανέλαβε το 1947 η Επιτροπή των ∆ικαιωµάτων του ανθρώπου. Ύστερα από πολυκύµαντη και ατέρµονη επεξεργασία, η Επιτροπή κατέληξε σε ένα κείµενο µε βάση το οποίο η τρίτη Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε υιοθέτησε στις 10 ∆εκεµβρίου του 1948 χωρίς αρνητική ψήφο και µε 8 αποχές την Οικουµενική ∆ιακήρυξη των

κοινωνικής καταγωγής, λόγω του γεγονότος ότι ανήκουν σε εθνική µειονότητα, λόγω περιουσίας, γέννησης ή οποιαδήποτε άλλης κατάστασης.

Άρθρο 4. Ελευθερία σκέψης. Καθένας έχει δικαίωµα στην ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας.

Άρθρο 5 εδ.1. Ελευθερία γνώµης και ενηµέρωσης. Καθένας έχει δικαίωµα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωµα αυτό περιλαµβάνει την ελευθερία γνώµης και την ελευθερία λήψης και µετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, ιδίως φιλοσοφικών, πολιτικών και θρησκευτικών.

Άρθρο 16. ∆ικαίωµα παιδείας. Καθένας έχει δικαίωµα εκπαίδευσης και επαγγελµατικής επιµόρφωσης ανάλογα µε τις ικανότητές του. Η εκπαίδευση είναι ελεύθερη. Το δικαίωµα των γονέων να επιλέγουν το είδος της παιδείας σύµφωνα µε τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις είναι κατοχυρωµένο.

Page 116: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

116

∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Ο.∆.∆.Α). Κατά τον Σ. Περράκη πρόκειται για ένα νέο “κοινωνικό συµβόλαιο”, που συνέδεε τα άτοµα µε τη διεθνή κοινότητα, διαµορφώνοντας και αναπτύσσοντας παράλληλα τη διεθνή προστασία των θεµελιωδών δικαιωµάτων και ελευθεριών του ανθρώπου152. Ειδικότερα η Ο.∆.∆.Α κατοχυρώνει στον πολίτη τη δυνατότητα επίκλησης των δικαιωµάτων και των ελευθεριών που εµπερικλείει στο κείµενό της, δίχως αυτή η δυνατότητα να σπιλώνεται και να περιορίζεται από ενδεχόµενες διακρίσεις ένεκεν φυλετικής, γλωσσικής, εθνοτικής, θρησκευτικής ή κοινωνικής ιδιαιτερότητας. Τα ζητήµατα της θρησκευτικής ελευθερίας και της εκπαίδευσης, προβλέπονται εκτενώς στα άρθρα 18 & 26 αντιστοίχως, µε το ίδιο περίπου περιεχόµενο που συναντήσαµε και στα ως άνω νοµικά κείµενα. Πρώτη όµως φορά συναντάµε σε διάταξη που ρυθµίζει την εκπαίδευση, στόχο όχι µόνο τον κλασσικό, τύπου ανάπτυξη πνευµατική και ολοκλήρωση της προσωπικότητας, αλλά και έναν πιο διευρυµένο όπως την προώθηση της ενός κλίµατος φιλίας και ειρηνικής συνύπαρξης µεταξύ των λαών. Εννοεί εν ολίγοις πως η εκπαίδευση που θα παρέχεται πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξευγενιστούν τα ήθη και τα πνεύµατα των ανθρώπων, κατά τρόπον που θα τους συνενώσει και θα τους περιβάλλει µε ένα πέπλο ειρήνης, αγάπης, φιλίας, ανεκτικότητας για το συνάνθρωπο στα πλαίσια της παγκόσµια κοινότητας – της κοινότητας των Ηνωµένων Εθνών 153.

152 Σ. Περράκη, ο.π, σ.54 153 Άρθρο 2 εδ.1. Κάθε άνθρωπος δικαιούται να επικαλείται όλα τα δικαιώµατα και όλες τις

ελευθερίες που προκηρύσσει η παρούσα ∆ιακήρυξη, χωρίς καµία απολύτως διάκριση, ειδικότερα ως προς τη φυλή, το χρώµα, το φύλο, τη γλώσσα, τις θρησκείες, τις πολιτικές ή οποιεσδήποτε άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την περιουσία, τη γέννηση ή οποιαδήποτε άλλη κατάσταση.

Άρθρο 18. Κάθε άτοµο έχει το δικαίωµα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Στο δικαίωµα αυτό περιλαµβάνεται η ελευθερία για την αλλαγή θρησκείας ή πεποιθήσεων, όπως και η ελευθερία να εκδηλώνει κανείς τη θρησκεία του ή τις θρησκευτικές του

Page 117: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

117

7. ∆ΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ (Ο.Η.Ε. 19.12.1966) To παρόν Σύµφωνο χρειάστηκε 10 χρόνια για να τεθεί σε ισχύ (23 Μαρτίου 1976). Μέχρι σήµερα έχει επικυρωθεί από 140 Κράτη τουλάχιστον. Η χώρα µας εσχάτως το επικύρωσε [Ν. 2462/97, Α΄ 25, 26.2.1997]. Πρόκειται για ένα εξαιρετικής σηµασίας συµβατικό κείµενο προστασίας των δικαιωµάτων του ανθρώπου. Πρώτον γιατί µε οικουµενική εµβέλεια εγγυάται έναν ευρύ κατάλογο ατοµικών και πολιτικών δικαιωµάτων και δεύτερον γιατί εγκαθιδρύει έναν µηχανισµό ελέγχου σεβασµού των δικαιωµάτων που κατοχυρώνει. Στο δεύτερο µέρος του εν λόγω Συµφώνου, καταγράφεται µια σειρά από αρχές που διέπουν το πεδίο εφαρµογής των δικαιωµάτων που αναγνωρίζει. Έτσι αρχικά προβλέπεται η αρχή της µη διάκρισης για λόγους φυλής, φύλλου, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών πεποιθή-σεων, κατά την εγγύηση των δικαιωµάτων όλων των ατόµων που εµπίπτουν στη διαδικασία των κρατών – µερών. Παραπέρα διασφαλίζεται η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Ενσωµατώνεται πρόβλεψη για ισονοµία, αλλά και προστασία προσώπων ανηκόντων σε µειονότητες. Τέλος ειδική µέριµνα γίνεται για τα ανήλικα, τα οποία απολαµβάνουν ιδιαίτερης προστασίας, ανεξαρτήτου θρησκεύµατος, γλώσσας, κ.ο.κ. Να σηµειωθεί πως τα εν λόγω δικαιώµατα έχουν

πεποιθήσεις, µόνος ή µαζί µε άλλους, δηµόσια ή ιδιωτικά, µε τη διδασκαλία, την άσκηση, τη λατρεία και µε την τέλεση θρησκευτικών τελετών.

Άρθρο 26. 2. Η εκπαίδευση πρέπει να αποβλέπει στην πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και στην ενίσχυση του σεβασµού των δικαιωµάτων του ανθρώπου και των θεµελιωδών ελευθεριών. Πρέπει να προάγει την κατανόηση, την ανεκτικότητα και την φιλία ανάµεσα σε όλα τα έθνη και σε όλες τις φυλές και τις θρησκευτικές οµάδες, και να ευνοεί την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των Ηνωµένων Εθνών για την διατήρηση της ειρήνης.

3. Οι γονείς έχουν, κατά προτεραιότητα, το δικαίωµα να επιλέγουν το είδος της παιδείας που θα δοθεί στα παιδιά τους.

Page 118: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

118

τύχει µιας συστηµατικής ερµηνείας από την Επιτροπή ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου του Συµφώνου κατά τη διάρκεια του ελεγκτικού της έργου, µέσω Γενικών Σχολίων (general comments), που αποτελούν για τα συµβαλλόµενα κρά-τη έναν σηµαντικό οδηγό ως προς την εφαρµογή τους154.

154 Άρθρο 18. 1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωµα επί της ελευθερίας της σκέψεως, συνειδήσεως και

θρησκείας. Το δικαίωµα τούτο υπονοεί το ελεύθερον διατηρήσεως ή ασπασµού θρησκείας ή πίστεως κατ’ εκλογήν καθώς και το ελεύθερον εκδηλώσεως της θρησκείας ή πεποιθήσεως, κατ’ ιδίαν ή από κοινού, δηµοσία ή ιδιαιτέρως, δια της λατρείας και τελετών, ιεροτελεστιών και διδασκαλίας.

2. Ουδείς δύναται να υποστή εξαναγκασµόν, προσβάλλοντα την ελευθερίαν του να διατηρή ή ασπάζηται θρησκείαν ή πεποίθησιν της εκλογής του.

3. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων υπόκειται µόνον εις τους εκ του νόµου περιορισµούς οίτινες απαιτούνται δια την προστασίαν της δηµοσίας ασφαλείας, τάξεως και υγιεινής ή της ηθικής ή των ελευθεριών και βασικών δικαιωµάτων του πλησίον.

4. Τα συµβαλλόµενα κράτη αναλαµβάνουν την υποχρέωσιν όπως σέβονται την ελευθερίαν των γονέων και ενδεχοµένως των νοµίµων επιτρόπων προς διασφάλισιν της θρησκευτικής και ηθικής µορφώσεως των τέκνων των κατά τας ιδίας αυτών πεποιθήσεις.

Άρθρο 24. 1. Οιοδήποτε τέκνον άνευ διακρίσεως φυλής, χρώµατος, γένους, γλώσσης, θρησκεύµατος, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, περιουσίας ή γεννήσεως έχει δικαίωµα από µέρους της οικογενείας του, της κοινωνίας και του Κράτους εις τα µέτρα προστασίας, άτινα απαιτεί η κατάστασίς του ως ανηλίκου.

Άρθρο 26. Πάντες θεωρούνται ίσοι ενώπιον του Νόµου δικαιούµενοι αδιακρίτως ίσης εκ του νόµου µεταχειρίσεως. Προς τον σκοπόν αυτόν ο Νόµος δέον να απαγορεύη πάσαν διάκρισιν και να εγγυάται εις πάντας ίσην και αποτελεσµατικήν προστασίαν κατά πάσης διακρίσεως, ειδικώτερον φυλής, χρώµατος, γένους, γλώσσης, θρησκεύµατος, πολιτικών πεποιθήσεων και άλλης τοποθετήσεως ή γνώµης, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως οιασδήποτε.

Άρθρο 27. Εις Κράτη όπου υφίστανται εθνικαί µειονότητες, θρησκευτικαί ή γλωσσικαί τοιαύται, οι ανήκοντες εις τας µειονότητας ταύτας δεν είναι δυνατόν να στερηθούν του δικαιώµατος, όπως µετά των λοιπών µελών της οµάδος των χαίρουν από κοινού ίδιον µορφωτικόν βίον, οµολογούν και ασκούν ίδιον θρήσκευµα ή οµιλούν ιδίαν γλώσσαν.

Page 119: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

119

8. Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩ∆ΙΚΑ Ο Ποινικός Κώδικας περιέχει διατάξεις που επιβάλλουν διάφορες ποινές σε όποιον µε οποιονδήποτε τρόπο προσβάλλει την επικρατούσα θρησκεία αλλά και όλες τις γνωστές θρησκείες στην Ελλάδα. Με την προστασία αυτή που παρέχεται έναντι των θρησκειών ενθαρρύνεται η ελεύθερη ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης και η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών εκδηλώσεων. ∆ιαφαίνεται επίσης ότι η ελληνική πολιτεία λαµβάνει θετικά µέτρα για την προστασία των θρησκειών και την διαφύλαξη της θρησκευτικής ελευθερίας. Ειδικότερα εκτενής είναι η πρόβλεψη στον Ποινικό Κώδικα που καλύπτει την βλασφηµία και καθύβριση των θείων, του Τριαδικού Θεού, της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας αλλά και άλλων θρησκειών ανεκτών στην ελληνική επικράτεια155. Πολύ σηµαντική καθίσταται η διάταξη του άρθρου 374 όπου τυποποιείται κακουργηµατική περίπτωση κλοπής και επισύρεται ποινή κάθειρξης έως 10 έτη, αν από τόπο προορισµένο για θρησκευτική λατρεία, αφαιρεθεί πράγµα αφιερωµένο σε αυτήν156. Κατά τον Μυλονόπουλο τέτοια πράγµατα αφιερωµένα

στη θρησκευτική λατρεία της Ορθόδοξης Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας, είναι 155 Άρθρο 198. Κακόβουλη βλασφηµία. 1. Με φυλάκιση µέχρι δύο ετών τιµωρείται όποιος δηµόσια

και κακόβουλα βρίζει µε οποιονδήποτε τρόπο το Θεό. 2. Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, εκδηλώνει δηµόσια µε βλασφηµία έλλειψη σεβασµού προς τα θεία, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι τριών µηνών.

Άρθρο 199. Καθύβριση θρησκευµάτων. Όποιος δηµόσια και κακόβουλα καθυβρίζει µε οποιονδήποτε τρόπο την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ή άλλη θρησκεία ανεκτή στην Ελλάδα τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών.

156 Άρθρο 374. Η κλοπή πράγµατος προορισµένου για θρησκευτική λατρεία. Η κλοπή τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών: α) αν από τόπο προορισµένο για θρησκευτική λατρεία αφαιρέθηκε πράγµα αφιερωµένο σ’ αυτή.

Page 120: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

120

τα αναγκαία για την ιεροτελεστία και χρησιµοποιούµενα στις θρησκευτικές τελετές,

εφόσον έχουν καταστεί ιερά µε ειδική τελετή (consecratio) ή απλή ευλογία.157

Στην προκείµενη ιδιαίτερα διακεκριµένη περίπτωση κλοπής, ως δικαιολογητικό

λόγο αναβάθµισης της απαξίας της πράξεως, ο Σ.Παύλου αναγνωρίζει την

ιδιαίτερη ευαισθησία των κοινωνών. στα αντικείµενα που µετέχουν της θρησκευ-

τικής λατρείας και που την εξυπηρετούν 158. Ενώ οι Μανωλεδάκης – Μπιτζιλέκης

κάνουν λόγο για µια σύνθετη προστασία της ιδιοκτησίας και της θρησκευτικής

λατρείας, ως “κοινωνικής εκδήλωσης” (τόπος – αντικείµενα λατρείας) 159. Τέλος ο

Πουλής αναφερόµενος στη συγκεκριµένη διάταξη, επιχειρεί διάκριση των ιερών

πραγµάτων κατά το Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό ∆ίκαιο, σε καθιερωµένα και

αγιασµένα, βασιζόµενος στην ερµηνεία του άρθρου 45 του Κ.Χ · ενώ αντίθετα

παρατηρεί πως τα λεγόµενα άγια πράγµατα δε συνεπάγονται τον χαρακτηρισµό

της κλοπής ως διακεκριµένης, αλλά ως απλής κλοπής (ΤριµΕφΠειρ 146/1999,

Αρµ 1999, σ.989επ) 160.

Το έγκληµα της διατάραξης των θρησκευτικών συναθροίσεων τυποποιείται στη διάταξη του άρθρου 200 του ΠΚ. Στην πρώτη παράγραφο προβλέπονται δύο εγκλήµατα: α) η προσπάθεια παρακώλυσης θρησκευτικής συνάθροισης β) η διατάραξη θρησκευτικής συνάθροισης

157 Χ. Μυλονόπουλου, Ποινικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, β' έκδοση, εκδ. Π. Σάκκουλα, σειρά ∆ίκαιο και

Οικονοµία, Αθήνα, 2006, σ.96 158 Σ. Παύλου, Εγκλήµατα κατά της Ιδιοκτησίας, Άρθρα 372-384α Π.Κ, εκδ. Π. Σάκκουλα, σειρά

∆ίκαιο και Οικονοµία, Αθήνα, 2006, σ.77. 159 Μανωλεδάκη – Μπιτζιλέκη, Εγκλήµατα κατά της Ιδιοκτησίας, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2004

σ.97. 160 Γ. Πουλή, Νοµοθετικά Κείµενα Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, ε' έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα -

Θεσσαλονίκη, 2002, σ. 229.

Page 121: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

121

Η διαφορά τους έγκειται στο ότι το µεν (α) συνιστά περίπτωση αναγωγής της απόπειρας σε αυτοτελές έγκληµα, ενώ το δε (β) είναι ουσιαστικό έγκληµα, αφού ο νόµος απαιτεί για την πλήρωση της αντικειµενικής υπόστασης να επήλθε διατάραξη από την πράξη του υποκειµένου τέλεσης161. Στη δεύτερη παράγραφο του αυτού άρθρου (ενέργεια υβριστικών ανάρµοστων πράξεων σε λατρευτικούς χώρους), καταδικάζεται οιαδήποτε πράξη που είναι αντίθετη προς τον προορισµό και ιερότητα του τόπου (ΠληµΝαυπλ 1118/1979). Ο τόπος λατρείας και εδώ θα κριθεί µε βάση τους σχετικούς κανόνες του οικείου θρησκεύµατος162. Όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 175 ΠΚ περί αντιποίησης υπηρεσίας θρησκευτικού λειτουργού, έχουµε να παρατηρήσουµε τα εξής: κατ΄αρχήν ως θρησκευτικοί λειτουργοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας νοούνται µόνο οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι. Ακόµη το έγκληµα της αντιποίησης υπηρεσίας θρησκευτικού λειτουργού, προβλέπεται όχι µόνο υπέρ της επικρατούσας θρησκείας, αλλά και υπέρ κάθε άλλης γνωστής κατά το Σύνταγµα θρησκείας. Η δε έννοια της υπηρεσίας παραπέµπει στους σχετικούς κανόνες της αντίστοιχης θρησκείας. Ως θρησκευτικοί λειτουργοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας νοούνται µόνον οι επίσκοποι, πρεσβύτεροι και διάκονοι 163.

161 Κ. Κωνσταντινίδη, Μορφές εµφάνισης του εγκλήµατος ως αυτοτελή αδικήµατα, εκδ. Σάκκουλα,

Θεσσαλονίκη, 1982, σ.72 162 Άρθρο 200. ∆ιατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων. 1. Όποιος κακόβουλα προσπαθεί να

εµποδίσει ή µε πρόθεση διαταράσσει µια ανεκτή κατά το πολίτευµα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο ετών.

2. Με την ίδια ποινή τιµωρείται όποιος µέσα σε εκκλησία ή σε τόπο ορισµένο για θρησκευτική συνάθροιση ανεκτή κατά το πολίτευµα, ενεργεί υβριστικά ανάρµοστες πράξεις.

163 Άρθρο 175. Η αντιποίηση υπηρεσίας θρησκευτικού λειτουργού. 1. Όποιος µε πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δηµόσιας, δηµοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή.

Page 122: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

122

Τέλος ειδική πρόβλεψη υπάρχει στον Ποινικό Κώδικα και δη στη διάταξη του άρθρου 176, για το πληµµέληµα της αντιποίησης στολής θρησκευτικού λειτουρ-γού, όπου προβλέπεται εξάµηνη φυλάκιση ή σχετική χρηµατική ποινή, σ' αυτόν που φέρει στολή ή άλλα διακριτικά γνωρίσµατα θρησκευτικών λειτουργών, αυτών που ορίζει πιο η δεύτερη παραγράφου του προηγούµενου άρθρου. Η αντικει-µενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήµατος πληρούται προφανέστατα είτε γιατί ο δράστης χωρίς να έχει αποκτήσει έγκυρα τη σχετική ιδιότητα φέρει την ανάλογη αµφίεση, είτε γιατί την απέκτησε µεν έγκυρα αλλά µεταγενεστέρως την απώλεσε και εξακολουθεί πάραυτα να φέρει την ιδία περιβολή. Ο δόλος του εγκλήµατος περιλαµβάνει το “άνευ δικαιώµατος” ήτοι άνευ αντίστοιχης εξουσιοδότησης από πλευράς της πολιτειακής έννοµης τάξης να λειτουργεί κατ' αυτόν τον τρόπο164.

2. Η διάταξη αυτή εφαρµόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και

για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα.

164 Άρθρο 176. Η αντιποίηση στολής θρησκευτικού λειτουργού. Όποιος δηµόσια και χωρίς δικαίωµα φορεί στολή ή άλλο διακριτικό σηµείο δηµοσίου, δηµοτικού, κοινοτικού ή θρησκευτικού λειτουργού από εκείνους που αναφέρει η παρ. 2 του άρθρου 175 ή παράσηµο ή τίτλο που δεν δικαιούται να φέρει νόµιµα τιµωρείται µε φυλάκιση έξι µηνών ή µε χρηµατική ποινή.

Page 123: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

123

9. ΕΙ∆ΙΚΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ 1. Ο ν. 927/1979 «Περί κολασµού πράξεων ή ενεργειών που αποσκοπούν σε φυλετικές διακρίσεις» (ΦΕΚ Α΄ 139), τιµωρεί µε διάφορες ποινές φυλάκισης (κατά περίπτωση), όποιον δηµόσια, µε οποιοδήποτε τρόπο, εκ προθέσεως προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες, που µπορεί να προκαλέσουν διακρίσεις κατά ατόµων ή οµάδων, λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, ή διαδίδει ανάλογες ιδέες. Πέντε χρόνια αργότερα, µε το άρθρο 24 του ν. 1419/1984 «Τροποποιήσεις διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 28), ορίστηκε ότι: «Όπου στο ν. 927/1979 αναφέρεται η φυλετική ή εθνική καταγωγή, προστίθεται και η περίπτωση του θρησκεύµατος». 2. Ο α.ν. 1363/1938 (όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 2 του α.ν. 1672/1939), προστατεύει τον προσηλυτισµό σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας αλλά και τη θρησκευτική ελευθερία εν γένει. Αναλυτικότερη αναφορά για το συγκεκριµένο µεταξικό νόµο γίνεται σε άλλο σηµείο της εργασίας.

Page 124: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

124

10. Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΚΩ∆ΙΚΑ Η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται και στον Αστικό Κώδικα και συγκε-κριµένα στο τέταρτο βιβλίο, που αποτελεί το Οικογενειακό ∆ίκαιο. ∆ύο συγκε-κριµένα άρθρα, µπορεί να θεωρηθεί ότι προστατεύουν και ενισχύουν την θρησκευτική ελευθερία του ατόµου. Το πρώτο άρθρο, το 1367 ΑΚ αναφέρεται στην τέλεση του γάµου στην ελληνική έννοµη πραγµατικότητα. Ο γάµος τελείται σύµφωνα µε τις διατάξεις του αυτού άρθρου, είτε µε “δηµόσια” και “πανηγυρική” δήλωση ενώπιον πολιτικής αρχής (δηµάρχου ή προέδρου κοινότητας – πολιτικός γάµος), είτε µε ιερολογία από θρησκευτική αρχή (θρησκευτικός γάµος). Κατά συνέπεια αρκεί και συγχρόνως απαιτείται, για την τέλεση του γάµου να τηρηθεί ο ένας από τους δύο τύπους (πολιτικός ή θρησκευτικός). Το διαζευκτικό αυτό σύστηµα εισήγαγε ο ν.1250/1982 (άρθρο 1), καθιερώνοντας για πρώτη φορά στη νεώτερη Ελλάδα και τον πολιτικό γάµο εναλλακτικά προς τον θρησκευτικό. Καινοτοµία ρηξικέλευθη αφού, η έως το 1982 αποκλειστικότητα του θρησκευτικού γάµου, ίσχυε στην Ελλάδα για σχεδόν 11 συνεχείς αιώνες, ήτοι από το έτος 893, όπου ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός επέβαλε µε τη Νεαρά 89, την ιερολογία ως υποχρεωτικό συστατικό τύπο του γάµου. Ο πολιτικός τύπος του γάµου άρχισε να επικρατεί στην Ευρώπη µετά τη Γαλλική Επανάσταση. Σήµερα ισχύει σχεδόν σε όλες τις προηγµένες χώρες, είτε µε την µορφή του διαζευκτικού συστήµατος (όπως στην Ελλάδα), είτε µε τη µορφή του υποχρεωτικού πολιτικού γάµου για όλους του πολίτες και του προαιρετικού θρησκευτικού γάµου, δηλαδή της πρόσθετης δυνατότητας ιερολόγησης, για όσους το επιθυµούν (ενιαίο σύστηµα). Ειδικά για το ισχύον διαζευκτικό σύστηµα, δυνατή

Page 125: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

125

καθίσταται η τήρηση και των δύο τύπων (πολιτικού και θρησκευτικού). Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητά για την περίπτωση όπου έχει προηγηθεί θρησκευτικός τύπος, αλλά και το αντίστροφο. Ο χρονικά δεύτερος γάµος δεν παράγει έννοµες συνέπειες, αφού αυτές έχουν παραχθεί µε τον πρώτο · δηλαδή δε θα είναι συστατικός του γάµου, εκτός αν ο πρώτος ακυρωθεί. Έτσι λοιπόν εάν τηρηθούν και οι δυο τύποι, θα πρόκειται για έναν γάµο που τελέσθηκε δύο φορές ήτοι µε διπλό τύπο, ωστόσο µόνο ο χρονικά πρώτος τύπος ήταν ο συστατικός. Όσον αφορά τον πολιτικό γάµο και την καθιέρωσή του στην ελληνική πραγµατικότητα, πολλοί υπήρξαν οι λόγοι που τον κατέστησαν αναγκαίο, ώστε τελικά το 1982 να τον εισάγουν και να τον επισφραγίσουν µε τον υπ' αριθµ. Ν.1250. Ο βασικότερος εξ αυτών που έκανε επιτακτική την εισαγωγή του, ήταν το γεγονός ότι η αποκλειστικότητα του θρησκευτικού τύπου ερχόταν σε αντίθεση προς το Σύνταγµα και έθιγε την ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης. Σύµφωνα µε το άρθρο 13 Σ. και το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας, προστατεύεται και ο πολίτης εκείνος, ο οποίος δε θέλει και για λόγους συνείδησης να υπαχθεί στην ιερολογία, ούτε όµως και να µείνει άγαµος. Ο ενδεχόµενος έµµεσος εξαναγκασµός του σε θρησκευτικό γάµο, επειδή λείπει άλλος τύπος γάµου, παραβιάζει την ελευθερία αυτή165. Βέβαια οι περιπτώσεις αυτού του είδους είναι πραγµατικά λίγες, αφού στην συνείδηση του Νεοέλληνα, ο θεσµός του γάµου είναι συνδεδεµένος µε την αναγωγή του σε “µυστήριο” από την Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και για το λόγο αυτό επιθυµεί την ευλογία της Εκκλησίας και τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος να ευλογήσει τον από κοινού βίο. Ωστόσο δε µειώνεται η οξύτητα του προβλήµατος. Τα ατοµικά δικαιώµατα αναγνωρίζονται σε

165 Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, ΕρµΑΚ, Οικογενειακό ∆ίκ, άρθο 1367, τόµος 7ος, εκδ. Π. Σάκκουλα,

Σανταρόζα, Αθήνα, 1991, §§1-4, 23.

Page 126: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

126

κάθε µεµονωµένο πολίτη ανεξαίρετα και τον προστατεύουν ακριβώς κατά αποφά-σεων της πλειοψηφίας. Η θρησκευτική ελευθερία όµως εδώ απαντάται και µε την εξής µορφή: κανένας, είτε αυτός ανήκει, είτε όχι σε µια θρησκεία, δεν πρέπει να ελέγχεται από την Πολιτεία αν δεν το επιθυµεί, για το αν και τι πιστεύει. Η πίστη είναι προσωπικό θέµα και η άσκηση θρησκευτικών δραστηριοτήτων παραµένει καθαρά στην ελεύθερη διακριτική ευχέρεια του καθενός.166 Η αµέσως επόµενη διάταξη του Οικογενειακού ∆ικαίου που θα ασχοληθούµε είναι η υπ' αριθµ 1371 ΑΚ, η οποία ρυθµίζει τον τύπο τέλεσης των µικτών γάµων. Μικτοί γάµοι (υπό ευρεία έννοια), είναι αφενός οι γάµοι µεταξύ ορθόδοξων χριστιανών και ετεροδόξων, ήτοι χριστιανών άλλου δόγµατος, (µικτοί γάµοι υπό στενή έννοια) και αφετέρου οι γάµοι µεταξύ χριστιανών άλλων δογµάτων εκτός από το Ορθόδοξο (διαφορετικού δόγµατος για τον κάθε σύζυγο) ή µεταξύ ετερο-θρήσκων. Εφόσον για το γάµο αυτό επιλέγεται ο πολιτικός τύπος, δεν υπάρχει πρόβληµα. Θα εφαρµοσθούν οι §§1,2 του 1367 ΑΚ. Αφ ής στιγµής όµως επιλέ-γεται ο θρησκευτικός τύπος του γάµου, η 1371 ΑΚ προβλέπει την τήρηση της ιεροτελεστίας που απαιτεί το δόγµα ή θρήσκευµα του καθενός από τους µελλο-νύµφους, εφόσον τούτο είναι αναγνωρισµένο στην Ελλάδα (υπό την παλιά 166 Άρθρο 1367. Τέλεση του γάµου. Ο γάµος τελείται είτε µε τη σύγχρονη δήλωση των µελλονύµφων

ότι συµφωνούν σ’ αυτό (πολιτικός γάµος) είτε µε την ιερολογία από ιερέα της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγµατος ή θρησκεύµατος γνωστού στην Ελλάδα.

Η δήλωση γίνεται δηµόσια κατά πανηγυρικό τρόπο ενώπιον δύο µαρτύρων, προς τον δήµαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου τελείται ο γάµος ή προς το νόµιµο αναπληρωτή τους, που είναι υποχρεωµένοι να συντάξουν αµέσως σχετική πράξη.

Οι προϋποθέσεις της ιεροτελεστίας και κάθε θέµα σχετικό µ’ αυτήν διέπονται από το τυπικό και τους κανόνες του δόγµατος ή του θρησκεύµατος σύµφωνα µε το οποίο γίνεται η ιεροτελεστία, εφόσον δεν είναι αντίθετοι µε την δηµόσια τάξη. Ο θρησκευτικός λειτουργός είναι υποχρεωµένος να συντάξει αµέσως σχετική πράξη. Η τέλεση πολιτικού γάµου δεν εµποδίζει την ιερολογία του ίδιου γάµου κατά τη θρησκεία και το δόγµα των συζύγων.

Page 127: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

127

1367ΑΚ §1 εδ.β΄, που προέβλεπε µόνο την ορθόδοξη ιεροτελεστία για το γάµο ορθόδοξου µε ετερόδοξο, υποστηρίζονταν ότι στους µικτούς γάµους υπό στενή έννοια ήταν απαραίτητη αλλά και αρκούσε η ορθόδοξη ιεροτελεστία. Σήµερα ούτε η διατύπωση της ΑΚ 1367 – που καλύπτει εξίσου την ιερολογία όλων των γνω-στών δογµάτων και θρησκειών – ούτε η συνταγµατικά προστατευόµενη θρησκευ-τική ελευθερία, επιτρέπει τέτοια διαφοροποίηση υπέρ της ορθόδοξης ιεροτελε-στίας και απόκλιση από τις σαφείς διατάξεις των άρθρων 1367 & 1371 ΑΚ). Όσον αφορά το “αναγνωρισµένο”, θα πρέπει να γίνει δεκτό, πως εν όψει της θρησκευ-τικής ελευθερίας και του 13Σ, αναγνωρισµένο είναι κάθε γνωστό δόγµα ή θρήσκευµα. Με την κατάργηση του κωλύµατος από διαφορά θρησκείας, από την πλευρά της Πολιτείας δεν υπάρχει πια κανένα εµπόδιο για τον οποιοδήποτε µικτό γάµο. Αν οι θρησκείες επιτρέπουν στους πιστούς τους το γάµο µε µέλη άλλων δογµάτων ή θρησκειών, είναι εσωτερικό τους θέµα (που µόνο θρησκευτικής φύσης συνέπειες µπορεί να έχει στις σχέσεις τους µε τους πιστούς τους). Για την Πολιτεία οι γάµοι αυτοί είναι έγκυροι, είτε τελούνται µε τον πολιτικό τύπο (1367ΑΚ), είτε µε τον θρησκευτικό (1367, 1371 ΑΚ) και ανεξάρτητα από τυχόν απαγορεύσεις από την πλευρά των θρησκειών. Ζήτηµα όµως γεννάται αν εφόσον οι ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι επιλέγουν το θρησκευτικό τύπο, πρέπει να τηρήσουν και τις δύο ιερολογίες ή αρκεί µόνο η µία από τις δύο. Μολονότι η διατύπωση της 1371ΑΚ φαίνεται να συνηγορεί υπέρ της πρώτης άποψης “...όπως απαιτεί το δόγµα ή το θρήσκευµα του καθενός απ' αυτούς...”, κρατούσα εν τέλει άποψη µε την οποία συνηγορεί και ο Κουτσου-

Page 128: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

128

ράδης, φαίνεται να είναι ότι ο γάµος είναι έγκυρος και µε µία µόνο ιερολογία 167. Εάν επιλέγονταν η αυστηρότερη λύση που απαιτεί και τις δύο ιερολογίες, θα ήταν αντίθετη και στο σκοπό της νέας 1367ΑΚ, που εισάγοντας το διαζευκτικό σύστηµα, αφήνει στα µέρη την επιλογή του τύπου του γάµου τους. Εφόσον αυτά έχουν τη δυνατότητα να παραγκωνίσουν τελείως την ιερολογία και να προσδιοριστούν στον πολιτικό τύπο, θα πρέπει να µπορούν κατά το νόηµα της διάταξης, να επιλέγουν και µια µόνο ιερολογία168.

167 Α. Κουτσουράδη, Νοµικά Μελετήµατα Ι, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1987, σ.95. 168 Άρθρο 1371. Γάµος µεταξύ ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων. Προκειµένου για γάµο µεταξύ

ετεροδόξων ή µεταξύ ετεροθρήσκων η ιεροτελεστία γίνεται όπως απαιτεί το δόγµα ή το θρήσκευµα του καθενός απ’ αυτούς που συνέρχονται σε γάµο, αν είναι αναγνωρισµένο στην Ελλάδα.

Page 129: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

129

11. ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩ∆ΙΚΑ

Ο νέος Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας από την ψήφισή του και τη θέση του σε ισχύ την 1η Αυγούστου 1995, απετέλεσε µια σηµαντικότατη καινοτοµία στα Ελληνικά Στρατιωτικά Ποινικά Χρονικά, εφόσον αφενός πραγµατώνει τη συνταγµατική πρόβλεψη του άρθρου 96 § 5Σ., αφετέρου εισάγει καίριες ρυθµίσεις που µέχρι πρότινος υπήρχε κενό δικαίου επ αυτών.

Ειδικότερα αναφορικά µε το θέµα µας, καίρια εµφιλοχωρεί µία διάταξη στο 8ο κεφάλαιο του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (“περί αιχµαλώτων και αµάχων”), αναφορικά µε την προστασία της θρησκευτικής πεποίθησης των αιχµαλώτων. Σύµφωνα µε αυτήν αν ένα ενεργό στέλεχος του στρατού πλήξει τη θρησκευτική συνείδηση αιχµαλώτου και παραβιάσει το δικαίωµά του στη θρησκευτική ελευθερία, θα του επιβληθεί ποινή φυλάκισης µέχρι ένα έτος. Πρόκειται για ένα υπαλλακτικώς µικτό έγκληµα, που σηµαίνει πως η εν λόγω παραβίαση µπορεί να τελεστεί µε διάφορους τρόπους και µέσα· είτε καθυβρίζοντας τα ιερά της θρησκείας του, είτε παρακωλύοντάς τον να ασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα· µε όσους τρόπους όµως και αν πραγµατωθεί το έγκληµα, µια φορά µόνο ο δράστης θα τιµωρηθεί169.

169 Άρθρο 158. Προσβολή της θρησκείας αιχµαλώτου - Στρατιωτικός που αυθαίρετα παρακωλύει

την εύλογη, εντός των ορίων που επιβάλλουν τα ορισµένα µέτρα τάξης που έχουν ληφθεί από τη στρατιωτική αρχή, άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων αιχµαλώτου ή ενώπιόν του καθυβρίζει τη θρησκεία του, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους.

Page 130: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

130

12. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΗ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Στο εν λόγω νοµοθετικό έργο, πραγµατώνεται η συστηµατοποίηση της ισχύουσας ελληνικής σωφρονιστικής νοµοθεσίας, µέσω των αυθεντικών σωφρονιστικών νοµοθετικών κειµένων, τα οποία άπτονται ζητηµάτων σωφρονιστικής νοµοθετικής ύλης. Ειδικότερα αναφορικά µε το ζήτηµα της θρησκείας των κρατουµένων και της προστασίας αυτής εντός των ορίων των σωφρονιστικών καταστηµάτων, ούκ ολίγες είναι οι διατάξεις που προβλέπουν σχετικά.

Ν 2776/ 24.12.1999 [ΦΕΚ Α 291]

Το ∆εκέµβριο του 1999 ψηφίστηκε στη Βουλή ο “Σωφρονιστικός Κώδικας”, που τυπικά άρχισε να ισχύει από τις 24 ∆εκεµβρίου του 1999, µε τη δηµοσίευσή του στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης. Ο νέος αυτός νόµος περιλαµβάνει 87 άρθρα, πολύ λιγότερα δηλαδή από τον “Κώδικα Βασικών Κανόνων για την µεταχείριση των Κρατουµένων”, που περιλάµβανε 122 άρθρα και ίσχυε από το την 1η Ιανουαρίου 1990.

Ειδικότερα πλήρη ισότητα στη µεταχείριση των κρατουµένων προβλέπει η διάταξη του άρθρου 3, σύµφωνα µε την οποία εισάγονται δύο περιορισµοί (ένας θετικός §2 και ένας αρνητικός §1 του αυτού άρθρου) αναφορικά µε ενδεχόµενη διακριτική µεταχείριση του κρατουµένου. Ο µεν αρνητικός περιορισµός αναφέρεται στην απαγόρευση επικείµενης δυσµενούς συµπεριφοράς του κρατούµενου ένεκεν κάποιων ιδιαιτεροτήτων του, όπως επί παραδείγµατι φυλή, χρώµα, εθνική και κοινωνική καταγωγή, ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις, θρήσκευµα. Ο θετικός από την άλλη περιορισµός επιφυλάσσει συγκεκριµένη µεταχείριση των τροφίµων στα σωφρονιστικά καταστήµατα, όταν αυτή δικαιολογείται αλλά και

Page 131: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

131

επιβάλλεται από τις ιδιαίτερες ανάγκες που εκπορεύονται από τις θρησκευτικές (και άλλες) πεποιθήσεις τους. Έτσι για παράδειγµα αν ένας µουσουλµάνος κρατούµενος, υποχρεωθεί να τελέσει µια εργασία στα πλαίσια του εγκλεισµού του, εργασία η οποία µπορεί να τελεστεί και σε κάποια µεταγενέστερη χρονική στιγµή και αυτός αρνείται ισχυριζόµενος την βασικότατη υποχρέωσή του, της προσευχής170, εφόσον δεν αντίκειται κάτι τέτοιο στη δηµόσια τάξη και στην ισορροπηµένη λειτουργία των σωφρονιστικών καταστηµάτων, οφείλει η Πολιτεία να σεβαστεί την ανάγκη του και να του επιτρέψει να αναβάλλει την εργασία που του ανετέθη, προκειµένου να εκπληρώσει το ύψιστο αυτό θρησκευτικό του καθήκον171.

Πολύ σηµαντική όµως καθίσταται και η διάταξη του άρθρου 32 του ιδίου νόµου, η οποία αναφέρεται στη διατροφή των κρατουµένων. Πιο συγκεκριµένα η παράγρα-φος 4 εισάγει ειδική πρόβλεψη για ιδιαίτερο διατροφολόγιο των κρατουµένων, εφόσον βεβαίως.. α) τούτο επιβάλλεται από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις 170 Η προσευχή “salât”, αποτελεί ένα εκ των πέντε βασικών υποχρεώσεων ενός µουσουλµάνου ·

είναι οι λεγόµενοι “στύλοι του Ισλαάµ”. Ο πιστός υποχρεούται σε πέντε καθορισµένες καθηµερινές προσευχές ηµερησίως, αφού δι αυτών πετυχαίνει να κοινωνεί µετά το Θεού του αλλά και µετά των αδερφών αυτού, οι οποίοι εκείνη τη στιγµή συµπροσεύχονται είτε στο ίδιο µέρος µε αυτόν, είτε σε οποιοδήποτε άλλο σηµείο του πλανήτη και αν βρίσκονται. Πολλά είναι τα χωρία στα οποία παραπέµπει το Κοράνι για την τήρηση των υπό του νόµου προδιαγεγραµµένων προσευχών: Sura 2,3 (2), 177 (172), 277 · 8, 2-3 · 9, 71 (72) · 108,2, aλλά και 62,9 περί της εν Παρασκευή κοινής προσευχής. Βλ. Γ. Ζιάκα, Ιστορία των θρησκευµάτων Β΄, Το Ισλαάµ, ε' έκδοση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1998, σ. 376. & Eπίσης βλ. Αnthony Giddens, Κοινωνιολογία, µετάφρ. ∆.Τσαούση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2002, σ.574.

171 Άρθρο 3. Ισότητα στη µεταχείριση των κρατουµένων - 1.Απαγορεύεται κάθε δυσµενής διακριτική µεταχείριση των κρατουµένων, ιδίως εκείνη που βασίζεται στη φυλή, το χρώµα, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, το θρήσκευµα, την περιουσία ή τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις.

2.Ειδική µεταχείριση των κρατουµένων επιφυλάσσεται, όταν δικαιολογείται από την νοµική ή πραγµατική κατάστασή τους, όπως υποδίκων και καταδίκων, εγγάµων και αγάµων, ανηλίκων και ενηλίκων, γυναικών και ανδρών, ατόµων µε ειδικές ανάγκες ή για τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις, εφόσον γίνεται υπέρ του κρατουµένου και προς εξυπηρέτηση των ειδικών αναγκών που απορρέουν από την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται.

Page 132: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

132

και β) το ζητήσουν οι ίδιοι οι κρατούµενοι. Οµοίως στο παραπάνω παράδειγµα του µουσουλµάνου κρατούµενου, διαρκού-ντως του µήνα Ramadân, αυτός οφείλει να ακολουθήσει την ετέρα εκ των πέντε υποχρεώσεών του, τη νηστεία “sawm”. Η µουσουλµανική όµως νηστεία είναι λίγο ιδιόρρυθµη. Έτσι ο πιστός νηστεύει καθ' όλην τη διάρκεια της ηµέρας και τη λύει µόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας172. Εκτός από τη συγκεκριµένη νηστεία που λήγει την 28η του µήνα Ramadân και που έχει κοινωνικό χαρακτήρα διότι την τηρεί όλος ο µουσουλµανικός κόσµος, υπάρχει και η ατοµική νηστεία του εξιλασµού (για όποιον υπέπεσε σε ατόπηµα παραβίασης θρησκευτικού νόµου), αλλά και η νηστεία της µετάνοιας (γι αυτόν που διέπραξε πράξη κακή). Κατά συνέπεια ειδική πρόνοια θα πρέπει να λαµβάνεται για την διατροφή τους, τόσο όσον αφορά την ποιότητα (π.χ, τροφή απαλλαγµένη από κρέας χοιρινό), όσο και αναφορικά µε την περιοδικότητα και την ώρα που θα τους παρέχεται173. Κορυφαία όµως διάταξη που αποτυπώνει πλέον εύστοχα το δικαίωµα των κρατουµένων στη θρησκευτική ελευθερία εντός των ελληνικών σωφρονιστικών καταστηµάτων, είναι το άρθρο 39, που φέρει τον τίτλο “άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων”. Κατ' αρχήν ο κρατούµενος δικαιούται να δηλώσει ή να σιωπήσει, εάν και εφόσον το επιθυµεί, περί των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. ∆ιότι όπως αναφέραµε και σε προηγούµενη ενότητα, η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης εκτός των άλλων περιλαµβάνει και την εξής παράµετρο: κανείς, άρα και αυτός που 172 Η νηστεία αρχίζει την αυγή, τη στιγµή που ο πιστός δύναται να διακρίνει το µαύρο νήµα από το

λευκό και λήγει µε τη δύση του ηλίου, όταν ο άνθρωπος ωσαύτως είναι σε θέση να κάνει την ανωτέρω διάκριση. Καθ όλη τη διάρκεια της ηµέρας απαγορεύεται η τροφή, η πόση ύδατος, ο ασπασµός, ακόµη και το “πτύειν”. Αντιθέτως κατά τη διάρκεια της νυχτός επιτρέπονται τα πάντα. Εκτενέστατη αναφορά κάνει το Κοράνι: Sura 2, 185 (181)· 97, 1-5 · 44,1 ε. βλ. Γ. Ζιάκα, ο.π., σ.377.

173 Άρθρο 32. ∆ιατροφή. - 4.Πρόνοια λαµβάνεται κατά το δυνατόν για ειδικά διαιτολόγια που επιβάλλουν ορισµένες θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις.

Page 133: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

133

ανήκει σε µια θρησκεία, δεν πρέπει να ελέγχεται από την Πολιτεία, αν δε θέλει, για το αν και τι πιστεύει. Η πίστη του είναι προσωπικό θέµα, όπως κατά συνέπεια προσωπική του θα είναι και η απόφαση για το αν και κατά πόσο θα ασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα. Αναλόγως δικαιούται επικοινωνία µε αναγνωρισµένο εκπρόσωπο του θρησκεύµατος ή του δόγµατός του όταν το ζητήσει, ακόµη δε και χώρο ειδικά διαµορφωµένο µέσα στον οποίο θα µπορεί να προσεύχεται, να παρακολουθεί κάποια θεία λειτουργία ή να προβαίνει σε οιαδήποτε άλλη εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας174.

174 Άρθρο 39. Άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων. - 1.Η θρησκευτική αγωγή είναι προαιρετική και

περιλαµβάνει το δικαίωµα του κρατουµένου να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα και να επικοινωνεί µε αναγνωρισµένο εκπρόσωπο του θρησκεύµατος ή του δόγµατός του. Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ασκήσεως των παραπάνω δικαιωµάτων καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισµό του καταστήµατος.

2.Ο κρατούµενος κατά την εισαγωγή του στο κατάστηµα ερωτάται και δηλώνει, αν το επιθυµεί, το θρήσκευµα ή το δόγµα στο οποίο ανήκει.

3.Σε κάθε κατάστηµα υπάρχει ναός ή κατάλληλος χώρος στον οποίο, όσοι από τους κρατουµένους επιθυµούν, παρακολουθούν τη θεία λειτουργία ή άλλες εκδηλώσεις θρησκευτικής λατρείας.

4.Κρατούµενοι, οι οποίοι βρίσκονται σε ειδικούς χώρους κράτησης ή σε θεραπευτικά καταστήµατα, µπορούν να δέχονται επίσκεψη ιερέα για εκπλήρωση θρησκευτικών καθηκόντων.

Page 134: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

134

ΑΥ∆ικ 58819/7.04.2003 [ΦΕΚ Β΄463 / 17.04.2003] Πρόκειται για τον Εσωτερικό Κανονισµό Λειτουργίας των Γενικών Καταστηµάτων Κράτησης τύπου Α΄ και Β΄, που εξεδόθη µε υπουργική απόφαση και δηµοσιεύ-θηκε στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης στις 17 Απριλίου του 2003. Το σχέδιο του συγκεκριµένου Κανονισµού καταρτίστηκε και υπεβλήθη από το Κεντρικό Επιστη-µονικό Συµβούλιο Φυλακών (Κ.Ε.Σ.Φ), κατόπιν εισηγήσεων των οικείων Συµβου-λίων Φυλακών. Το άρθρο που µας αφορά είναι το 11, από το Γ΄ κεφάλαιο, που αναφέρεται στην λειτουργία των καταστηµάτων κράτησης. Εδώ γίνεται λόγος περί των ειδών που νοµιµοποιείται ο κρατούµενος να φέρει καθ όλη τη διάρκεια του σωφρονιστικού του εγκλεισµού. Πλην των άλλων, η υπ αριθµ (2) περίπτωση περιλαµβάνει στα επιτρεπόµενα είδη και ένα θρησκευτικό σύµβολο αντίστοιχο των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Μία ακόµη εκδήλωση σεβασµού του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας από πλευράς της ελληνικής πολιτείας, η οποία σέβεται σε όλη τους την έκταση τα ατοµικά δικαιώµατα των µελών της, ασχέτως αν αυτοί παραβίασαν εν γνώσει και πλήρη συνειδήσει, το γράµµα και το πνεύµα των νόµων της175.

175 Άρθρο 11. Επιτρεπόµενα είδη. - (Ο κρατούµενος µπορεί να φέρει…) 2.Ρολόι χειρός εφόσον αυτό λειτουργεί, δακτύλιο αρραβώνα (βέρα) και ένα θρησκευτικό σύµβολο,

σύµφωνα µε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.

Page 135: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

135

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΙ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ 1987 Σύσταση αρ.R(87)3 της Επιτροπής Υπουργών των Κρατών-Μελών

του Συµβουλίου της Ευρώπης. Η Επιτροπή Υπουργών σύµφωνα µε τους όρους του άρθρου 15.β του οργανισµού του Συµβουλίου της Επιτροπής, συνέστησε στις Κυβερνήσεις των κρατών – µελών, να καθοδηγούνται στην εσωτερική νοµοθεσία τους και πρακτική από τους Κανόνες που καθιερώνονται στο κείµενο των Ευρωπαϊκών Σωφρονιστικών Κανόνων, µε την προοπτική της βαθµιαίας εφαρµογής τους, δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση στους σκοπούς που καθιερώνονται στο προοίµιο και στις βασικές αρχές του Τµήµατος Ι και να φροντίσουν για τη µεγαλύτερη δυνατή κυκλοφορία του εν λόγω κειµένου. ∆ύο είναι οι διατάξεις που µας αφορούν και υπάγονται στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται “θρησκευτική και ηθική βοήθεια”. Πρόκειται για τα άρθρα 46 και 47, όπου στο µεν πρώτο Κανόνα ειδική µέριµνα προβλέπεται για τον κρατούµενο προκειµένου αυτός να ικανοποιήσει στο έπακρο κάθε θρησκευτική ανάγκη και αν του προκύπτει. Ακόµη σε περίπτωση που κατάλληλος αριθµός κρατουµένων διέπεται από το ίδιο θρήσκευµα, υποχρεούται το κράτος να διορίσει (είτε µε πλήρη είτε µε µερική απασχόληση), εκπρόσωπο της αυτής θρησκείας τους, ως πνευµατικός καθοδηγητής τους176.

176 Θρησκευτική και ηθική βοήθεια Κανόνας 46. - Κάθε κρατούµενος πρέπει να µπορεί, εφόσον είναι πρακτικά εφικτό, να ικανοποιεί

τις θρησκευτικές, ηθικές και πνευµατικές του ανάγκες, παρακολουθώντας τις λειτουργίες ή συγκεντρώσεις που προβλέπονται στο ίδρυµα και κατέχοντας τα απαραίτητα βιβλία ή λογοτεχνήµατα

Κανόνας 47. - 1.Εφόσον κρατούνται στο ίδρυµα αρκετοί κρατούµενοι µε την ίδια θρησκεία, πρέπει να διορίζεται ή να γίνεται δεκτός κατάλληλος εκπρόσωπος αυτής της θρησκείας. Εφόσον

Page 136: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

136

13. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟΝ ΚΩ∆ΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ∆ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Μία εκ των βασικοτέρων υποχρεώσεων του µάρτυρα που καταγράφει ο νόµος, είναι η όρκισή του από τον ανακρίνοντα. Κατά τον Α. Καρρά η υποχρέωση αυτή συνάγεται από το άρθρο 218 που επιβάλλει την όρκιση µε ποινή ακυρότητας, αλλά και από το άρθρο 229 βάσει του οποίου ο αρνούµενος τον όρκο της µαρτυρίας του µάρτυρας, δίχως νόµιµο λόγο, µπορεί να καταδικασθεί από τον ανακρίνοντα εισαγγελέα, ανακριτή, ειρηνοδίκη ή πταισµατοδίκη, µε πρόστιµο από 0,59Є έως 5,90Є και στα ανάλογα τέλη, ενώ παράλληλα επιφυλάσσεται και η προβλεπόµενη από τον ΠΚ βαρύτερη ποινή (225§2) φυλάκισης έως ένα έτος ή χρηµατικής ποινής. Ο Κ.Π.∆ καθιερώνει κατά βάση τον θρησκευτικό τύπο του όρκου και µόνο κατ' εξαίρεση επιτρέπει να µη δίνεται τέτοιου είδους όρκος, όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση µε τις πεποιθήσεις του µάρτυρα και, εποµένως παρα-βιάζεται κατ' αυτόν τον τρόπο η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Κατά συνέπεια το άρθρο 220 ορίζει πως αν ο µάρτυρας δεν είναι Χριστιανός Ορθό-δοξος (και άρα δε θα ορκιστεί στο Ιερό Ευαγγέλιο θέτοντας τη δεξιά του χείρα επ Αυτού), αλλά πρεσβεύει δόγµα ή θρησκεία αναγνωρισµένη ή ανεκτή στην Ελλάδα, οφείλει εν πρώτοις να το δηλώσει ενώπιον της δικαστηριακής αρχής και στη συνέχεια να ορκιστεί επικαλούµενος την τιµή και τη συνείδησή του για την ορθότητα της κατάθεσής του («∆ηλώνω επικαλούµενος την τιµή και τη συνείδησή

το δικαιολογεί ο αριθµός των κρατουµένων και το επιτρέπουν οι συνθήκες, ο εκπρόσωπος αυτός πρέπει να ναι µε πλήρη απασχόληση.

2.Ο εκπρόσωπος που διορίζεται ή γίνεται δεκτός, σύµφωνα µε την παρ.1, πρέπει να δικαιούται να κάνει τακτικές λειτουργίες και εκδηλώσεις και να επισκέπτεται ως πνευµατικός κατά µόνας, σε κατάλληλες ώρες τους κρατουµένους της θρησκείας του.

3.∆εν πρέπει να απορρίπτεται αίτηµα κανενός κρατουµένου να έχει πρόσβαση σε κατάλληλο εκπρόσωπο οποιασδήποτε θρησκείας. Αν κάποιος κρατούµενος αρνηθεί να δεχθεί την επίσκεψη κάποιου θρησκευτικού εκπροσώπου, πρέπει να του επιτραπεί να µην τον δεχθεί.

Page 137: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

137

µου, ότι θα πω όλη την αλήθεια και µόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε”)177. Μία ακόµη µορφή εκδήλωσης της ελευθερίας της θρη-σκευτικής συνείδησης του πολίτη, ο οποίος καλείται να ανταποκριθεί σε επι-βεβληµένη από την Πολιτεία υποχρέωσή του, µε τα δεδοµένα όµως και τις ιδιαιτερότητες που τον διέπουν. Ήτοι και το ∆ικονοµικό ∆ίκαιο, διαµορφώνεται υπό το πρίσµα του σεβασµού των ατοµικών δικαιωµάτων που αναγνωρίζονται σε όλους τους πολίτες ανεξαίρετα178.

177 Α. Καρρά, Ποινικό ∆ικονοµικό ∆ίκαιο, γ' έκδοση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2007,

σ.478. 178 Άρθρο 220. Όρκοι αλλοθρήσκων - Αν ο µάρτυρας πιστεύει σε θρησκεία αναγνωρισµένη ή

απλώς ανεκτή από το Κράτος και σε αυτήν υπάρχει γνωστός τύπος όρκου, ο τύπος αυτός είναι έγκυρος στην ποινική διαδικασία.

Αν ο µάρτυρας πιστεύει σε θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο, καθώς και αν εκείνος που ανακρίνει ή το δικαστήριο πεισθεί ύστερα από σχετική δήλωση του µάρτυρα ότι αυτός δεν πιστεύει σε καµία θρησκεία, ο όρκος που δίνεται είναι ο ακόλουθος: “δηλώνω επικαλούµενος την τιµή µου και τη συνείδησή µου ότι θα πω όλη την αλήθεια και µόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε”.

Page 138: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

138

14. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΣΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Κατ' αρχήν µε τον όρο Κανονικό ∆ίκαιο, εννοούµε το σύνολο των προτροπών, επιταγών ή απαγορεύσεων που προέρχονται από τα αρµόδια µονοπρόσωπα ή συλλογικά όργανα της Εκκλησίας και που ρυθµίζουν όχι µόνο την οργάνωση και τη διοίκηση της Εκκλησίας, αλλά και τη ζωή και τη δράση της 179. Περιλαµβάνει ιερούς κανόνες, τόσο µε τη στενή, όσο και µε την ευρύτερη έννοια· µε την ευρεία έννοια θεωρούνται όλες γενικά οι αποφάσεις ή οι διατάξεις της Εκκλησίας, που αναφέρονται στην οργάνωση, ζωή, διοίκηση και δράση της. Με τη στενή έννοια από την άλλη, χαρακτηρίζονται µόνο οι νοµοθετικού περιεχοµένου αποφάσεις, που θεσπίστηκαν, επικυρώθηκαν, αναγνωρίστηκαν από Οικουµενικές ή Τοπικές Συνόδους. Η ρυθµιστική δύναµη του Κανονικού ∆ικαίου, που συνιστά και την ουσία αυτού, βρίσκεται διάχυτη σε διάφορα σηµεία της Αγίας Γραφής · ενδεικτικά στην Π. ∆, η τήρηση των εντολών του Θεού επισηµαίνεται πολύ καθαρά στους Ψαλµούς 102 &118 · στη δε Κ. ∆ συναντάµε το “ου γαρ εστιν ακαταστασίας ο Θεός αλλά ειρήνης” (Α' Κορ.14, 33), όπως επίσης και το “πάντα δε ευσχηµόνως και κατά τάξιν γινέσθω” (Α' Κορ 14, 40). Ο κανόνας που θα εξετάσουµε είναι ο 27ος κανών, από τους 85 στο σύνολό τους, (για τον οποίον έγινε λόγος και σε παραπάνω κεφάλαιο) των Αγίων, Πάνσεπτων και Πανευφήµων Αποστόλων, έτσι όπως συνετάχθησαν κατά την κρατούσα άπο-ψη, τέλη 4ου µε αρχές 5ου αι. Επειδή ακριβώς έγινε εκτενής αναφορά σε προηγούµενο κεφάλαιο, συνοπτικά να

179 Π. Ακανθόπουλου, Παραδόσεις Κανονικού και Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, επιµέλεια Ν. Μαγγιώρος,

Θεσσαλονίκη, 2000, σ.2.

Page 139: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

139

σηµειώσουµε πως ο εν λόγω κανών, ευρέως νοούµενος (και ειδικότερα βάσει διασταλτικής ερµηνείας) καθιερώνει τη θρησκευτική ελευθερία, επιβάλλοντας ίση µεταχείριση από πλευράς της Εκκλησιαστικής ηγεσίας, µεταξύ των οµόδοξων και των ετεροδόξων, οι οποίοι θα υποπέσουν σε κάποιο αδίκηµα και άρα υποδηλώ-νοντας ανοχή στους τελευταίους, ακόµη και στην περίπτωση που αυτοί παρανο-µήσουν180. Ερµηνεύοντας τον κανόνα µε βάση τη γραµµατική ερµηνεία, διαπιστώνουµε πως πρόκειται για την αναγωγή της αµυντικής πράξης (και δη υπέρ τρίτου) σε κανονικό αδίκηµα. Ειδικότερα τυποποιούνται δύο συναφή κανονικά αδικήµατα...

• η τύψη πιστών για σωφρονιστικούς λόγους και

• η τύψη απίστων που πρώτοι προέβησαν σε επιθετική πράξη για εκφοβισµό.

180 Κανών 27. Επίσκοπον ή πρεσβύτερον ή διάκονον, τύπτοντα πιστούς αµαρτάνοντας, ή απίστους

αδικήσαντας, και διά τοιούτων φοβείν εθέλοντα, καθαιρείσθαι προστάττοµεν.... Βλ. Π. Ακανθόπουλου, Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Νόµων, β' έκδοση, εκδ.

Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2000 σ.29.

Page 140: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

140

∆ ΄ Ε Ν Ο Τ Η Τ Α

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ

1. ΓΕΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ Ως προσηλυτισµός θεωρείται η πνευµατική αλλά και πρακτική εκείνη λειτουργία, που αποβλέπει στην επιρροή της συνείδησης, κυρίως ως προς το θρησκευτικό της περιεχόµενο181. Στην καθηµερινή τρέχουσα γλώσσα ο όρος αυτός υποδηλώνει µια αρνητικά αξιολογηµένη ενέργεια, στάση ή πρακτική, που στοχεύει στην επιρροή της θρησκευτικής συνείδησης του ατόµου. Με πολύ απλά λόγια, ο όρος «προσηλυτισµός» σηµαίνει τον προσεταιρισµό ορισµένου προσώπου, το οποίο πρεσβεύει πεποιθήσεις διαφορετικές από τις δικές µου, στις δικές µου πεποι-θήσεις182. Ο όρος αυτός έλκει την καταγωγή του από τον όρο «προσήλυτος», µε τον οποίο χαρακτηρίζονταν εκείνοι από τους µη Ιουδαίους (εθνικοί), οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στον Ιουδαϊσµό183. Κατά τον ορισµό που δίνει ο Α. Μάνεσης, προσηλυτισµός είναι ιδίως «η άµεση ή

έµµεση προσπάθεια να διεισδύσει κάποιος στη θρησκευτική συνείδηση άλλου, µε

σκοπό τη µεταβολή της, χρησιµοποιώντας για το σκοπό αυτό κάθε είδους παρο-

χές ή υποσχέσεις παροχών, ηθικών ή υλικών, µε µέσα απατηλά, µε κατάχρηση

της απειρίας ή εµπιστοσύνης, µε εκµετάλλευση της ανάγκης, πνευµατικής αδυ-

181 Α. Λοβέρδου, Προσηλυτισµός, Για την αντισυνταγµατικότητα της σχετικής µε τον προσηλυτισµό

ποινικής νοµοθεσίας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα, 1986, σελ. 18. 182 Α. Μαρίνο, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, ο.π., σελ. 56. 183 ο.π, σ.57.

Page 141: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

141

ναµίας ή κουφότητας του άλλου»184. Αυτός είναι ο καταχρηστικός προσηλυτισµός. Εκτός από τον θρησκευτικό προσηλυτισµό υπάρχουν και άλλα είδη προσηλυ-τισµού, όπως για παράδειγµα ο πολιτικός προσηλυτισµός, δηλαδή ο προσεται-ρισµός ενός ατόµου σε ορισµένες πολιτικές πεποιθήσεις. Συνήθως όµως ο όρος προσηλυτισµός χρησιµοποιείται στο θρησκευτικό χώρο. Το Σύνταγµά µας απαγορεύει µόνο τον θρησκευτικό προσηλυτισµό. Ο θρησκευτικός προσηλυτισµός είναι µια αρνητική πτυχή του θρησκευτικού φαινοµένου που παρατηρείται καταρχήν σε πολλές θρησκείες, οµολογίες ή δόγµατα. Ο προσηλυτισµός δηµιουργείται από την τάση που έχει η κάθε θρησκεία να διεκδικεί για τον εαυτό της τη µοναδικότητα της αλήθειας. Κάθε θρησκεία δηλαδή πιστεύει ότι αυτή είναι η αληθινή και ότι πρέπει οι άνθρωποι που δεν ανήκουν σ’ αυτή να προσχωρήσουν στους κόλπους της για να σωθούν. Είναι γεγονός ότι κάθε θρησκευτική διδασκαλία διεκδικεί την αυθεντία και θεωρεί τα εκατοµµύρια των ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές θρησκείες πεπλανη-µένους. Καθώς επίσης είναι αλήθεια ότι κάθε θρησκεία αντί της ειρηνικής συνύ-παρξης µεταξύ των διαφόρων θρησκειών, θα επιθυµούσε την επιβολή της µίας και µοναδικής θρησκείας, που σύµφωνα µε τις πεποιθήσεις της είναι η ίδια. Με τη σκέψη αυτή όµως, εύκολα µπορεί κανείς να οδηγηθεί στη µισαλλοδοξία. Το µεγαλύτερο όµως έγκληµα που τελείται µε το φαινόµενο του προσηλυτισµού είναι η καταπάτηση και η καταστρατήγηση της ελευθερίας του ανθρώπου, που αποτελεί και το µεγαλύτερο δώρο του Θεού προς αυτόν. Ο προσηλυτισµός που γίνεται υπέρ κάποιας συγκεκριµένης θρησκείας υποδηλώνει έλλειψη σεβασµού

184 Α. Μάνεση, Συνταγµατικά ∆ικαιώµατα Α΄ - Ατοµικές Ελευθερίες, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη,

1982, σελ. 255.

Page 142: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

142

της ελευθερίας του ανθρώπου να επιλέξει ο ίδιος τη θρησκεία της αρεσκείας του ενώ ο προσηλυτισµός που γίνεται σε βάρος συγκεκριµένης θρησκείας σηµαίνει έλλειψη σεβασµού προς αυτή τη θρησκεία και την επιλογή του ανθρώπου να προσχωρήσει σ’ αυτή. Αλλά, όπως επισηµάνθηκε και παραπάνω, όλα ξεκινούν από την έλλειψη αλληλοσεβασµού µεταξύ των θρησκειών και την αντίληψή τους ότι κάθε άλλη διαφορετική θρησκεία είναι υποδεέστερη. Αυτή η σύγκριση των θρησκειών είναι και το µεγάλο σφάλµα, το οποίο σε ορισµένες περιπτώσεις µπορεί να έχει ακόµη και επικίνδυνες συνέπειες. Ο προσηλυτισµός επιχειρείται και επιτυγχάνεται µε την κάθε είδους και µορφής διδασκαλία. Συνήθως η τακτική του προσηλυτισµού περιλαµβάνει διδασκαλία συγκεκριµένη που αποσκοπεί στην µεταστροφή της θρησκευτικής συνείδησης του προσηλυτιζόµενου. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύονται συγκεκριµένοι άνθρωποι, οι οποίοι εµφορούνται από ένα αίσθηµα εκπλήρωσης υψηλού χρέους και καθή-κοντος, που διαθέτουν κάποιο επικοινωνιακό χάρισµα, ώστε να πείθουν ευκολό-τερα, και που διαθέτουν µια υποτιθέµενη άριστη κατάρτιση σε θέµατα θρησκευ-τικού περιεχοµένου. Τις περισσότερες φορές βέβαια οι προσδοκίες αυτών που επιστρατεύουν για το σκοπό του προσηλυτισµού τους ανθρώπους αυτούς διαψεύδονται, αφού στην πράξη αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Ο προσηλυτισµός µπορεί να γίνει οποτεδήποτε και οπουδήποτε, ακόµη και σε κατ’ οίκον επισκέψεις. Κάποιες φορές µάλιστα ο προσηλυτισµός µπορεί να γίνει και εξαιρετικά ενοχλη-τικός, όταν για παράδειγµα ο τελών προσηλυτισµό προσπαθεί πάση θυσία να εισβάλει στον ιδιωτικό χώρο ανθρώπων παρά την εκπεφρασµένη αντίρρηση ή όταν η διδασκαλία φτάνει στα όρια της πλύσης εγκεφάλου. Τα αποτελέσµατα της τακτικής του προσηλυτισµού είναι άλλοτε αρνητικά, δηλαδή αυτός που επιχειρεί

Page 143: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

143

προσηλυτισµό αποτυγχάνει στην αποστολή του, ενώ άλλοτε θετικά, δηλαδή βρίσκει πρόσφορο έδαφος και εκµεταλλεύεται καταστάσεις όπως είναι η έλλειψη µόρφωσης, η µεγάλη ηλικία ή µικρή αντίστοιχα, η απειρία, η κουφότητα κλπ.

2. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ

..“Πορευθέντες εις τον κόσµον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη

κτίσει”.. (Κατά Μάρκον, κεφ. Ιστ΄, στιχ. 15)

Σπουδαία είναι η προβληµατική που αναπτύχθηκε γύρω από το ζήτηµα της ιεραποστολής, όπου κατά καιρούς η Χριστιανική Εκκλησία ανέπτυσσε και ακόµη αναπτύσσει. Ο λόγος είναι (και αδικαιολόγητα βέβαια), πως πολλοί, πολέµιοι της Ορθοδοξίας και του Χριστιανισµού, έσπευσαν να χαρακτηρίσουν προσηλυτισµό, τις πράξεις φιλανθρωπίας και φιλαδελφίας της Εκκλησίας, που συµβαδίζουν απόλυτα µε το εν Χριστώ πνεύµα ελέους που διδάσκει η Εκκλησία µας. Η αλήθεια είναι πως πράγµατι καλείται προσηλυτισµός η διενέργεια ιεραποστολών, όπως επίσης και η µαρτυρία ή η διδασκαλία. Τι είδους όµως προσηλυτισµός είναι τούτος και από ποιο πνεύµα διέπεται, είναι το σηµείο που χρήζει διευκρινίσεως. Κατ' αρχήν δύο είναι τα είδη του προσηλυτισµού που υπάρχουν: ο θεµιτός και ο αθέµιτος. Ο τελευταίος πραγµατώνεται µε χρήση αθέµιτων µέσων, ήτοι απατηλών υποσχέσεων, απειλών και λοιπών αντίστοιχων αποδοκιµαστέων συµπεριφορών. Υπάρχει όµως και η άλλη παράµετρος, της µετάδοσης της θρησκευτικής διδασκα-λίας µε θεµιτά µέσα που συνιστά τον θετικό (θεµιτό) προσηλυτισµό, µια διαδι-

Page 144: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

144

κασία καθόλα νόµιµη και ανθρώπινη, εφόσον τελείται πάντα υπό το πρίσµα του σεβασµού και της αξιοπρέπειας. Ωστόσο ο εν λόγω όρος έχει υποπέσει πλέον σήµερα σε θεωρητική αχρησία και τη θέση του έχουν πάρει άλλοι όροι, όπως µαρτυρία, ιεραποστολή, διδασκαλία (αποφεύγοντας µε αυτόν τον τρόπο κάποιες εννοιολογικές συγχύσεις, ιδίως όταν το ζήτηµα του προσηλυτισµού µελετάται εν όψει κάποιων δικαστικών φάσεων). Στο συγκεκριµένο κεφάλαιο θα εξεταστεί αν και κατά πόσο η ιεραποστολή συνιστά αρνητικό προσηλυτισµό, αν λειτουργεί καταχρηστικά, υπό την έννοια που αναφέραµε παραπάνω. Για το λόγο τούτο απαραίτητη κρίνεται µια αναφορά τόσο στο ιστορικό πλαίσιο µέσα στο οποίο ξεκίνησε να υφίσταται και στην πορεία λειτούργησε η ιεραποστολή, όσο και στο σηµασιολογικό, ποια η προσφορά της, τι πρεσβεύει, από που ξεκινά και σε τι ακριβώς αποσκοπεί. Κατ' αρχήν ιεραποστολή καλείται η θεάρεστη εκείνη πράξη του σωτηριολογικού έργου του Κυρίου, το κήρυγµα προς εκείνους που δεν έχουν ακούσει για το Χρι-στό και κατά συνέπεια δεν είναι βαπτισµένοι. Κατά µία άλλη οπτική θεώρηση των Βria και Βασιλειάδη, η ιεραποστολή δε συνίσταται πρωταρχικά στη διάδοση ή στη µεταβίβαση των διανοητικών αληθειών του δόγµατός µας ή των ηθικών επιταγών της Ορθοδοξίας, αλλά (συνίσταται) στη µεταφορά της ζωής της κοινω-νίας που ενυπάρχει στη θεότητα. Άρα µιλάµε για µετάδοση βιωµατικών και αποκεκαλυµµένων αληθειών της πίστης µας. Και τούτο διότι το “πέµπειν” της ιεραποστολής είναι κατ' ουσίαν η αποστολή του Αγίου Πνεύµατος (Ιωάν.14,26), που αποτελεί ουσιαστικά τη φανέρωση της ζωής του Θεού ως κοινωνίας (Β' Κορ.

Page 145: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

145

13,13) 185. Η λέξη ιεραποστολή είναι σύνθετη, αποτελούµενη από τις λέξεις “ιερός” και “αποστολή”. Η προσθήκη λοιπόν του λήµµατος “ιερός” στον όρο αποστολή της Εκκλησίας, προσδιορίζει όχι ένα οιοδήποτε τυχαίο έργο, αλλά ένα έργο ιερό και ευλογηµένο, έργο που αποτελεί τον κύριο σκοπό της Εκκλησίας, να διδάξει δηλαδή το σωτηριολογικό έργο του Κυρίου, σε εκείνους που βρίσκονται εκτός των κόλπων της Εκκλησίας και δε γνωρίζουν το θείο µήνυµα που ευαγγελίστηκε ο Ενσαρκωµένος Λόγος. Αυτοί µπορεί να µη βρίσκονται µέσα σε ένα έθνος µόνο, αλλά και σε περισσότερα ανά την υφήλιο. Ως εκ τούτου το έργο αυτό της Εκκλη-σίας δεν περιορίζεται σε ένα έθνος, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα έθνη και δη-µιουργεί µια ενιαία ενότητα, µε έναν ποιµένα και ένα ενιαίο ποίµνιο. Σε αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία θα είχε χάσει την αποστολή της, αφού Εκκλησία δίχως ιεραποστολή, ίσον Εκκλησία χωρίς αποστολή. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο Κύριος: “...και άλλα πρόβατα έχω, ά ουκ εστιν εκ της αυλής ταύτης · κακεĩνά µε δεĩ αγαγεĩν και της φωνης µου ακούσουσι, και γενήσεται µία ποίµνη, εις ποιµήν...”186. Κατά τον Χ. Βάντσο η ανάγκη της ιεραποστολής πηγάζει από τους εξής παράγοντες:

• από τη φύση της Εκκλησίας και το σκοπό της

• από τον εσχατολογικό χαρακτήρα της Εκκλησίας

• από το χαρµόσυνο µήνυµα της Αναστάσεως του Κυρίου που πρέπει να καταστεί γνωστό στα πέρατα του κόσµου

• από την εσωτερική φωνή που νιώθει ο Απόστολος Παύλος να κηρύξει σε

185 Ι.Βria – Π.Βασιλειάδη, Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη,1989, σ.15. 186 Ιωαν. 10, 16

Page 146: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

146

όλο τον κόσµο 187. Οµολογουµένως λοιπόν η ζωή της Εκκλησίας είναι συνυφασµένη µε την ιεραπο-στολή. Η γενέθλια µέρα της Εκκλησίας, η Πεντηκοστή δηλαδή, συνιστά µέρα προσλήψεως του κόσµου στην Εκκλησία. Ακρογωνιαίος λίθος των πάντων, συνι-στά η εντολή που έδωσε ο Χριστός στους Αποστόλους: “πορευθέντες µαθητεύσα-τε πάντα τα έθνη...”188, µία εντολή που στην πραγµατικότητα, ο Κύριος δεν την απηύθυνε µόνο στους Αποστόλους, αλλά σε όλα τα µέλη της Εκκλησίας και ισχύει διαχρονικά ανά τους αιώνες. “Ουαί δε µοι εστιν, εάν µη ευαγγελίζοµαι...”189, παρα-τηρεί σχετικά ως υποχρέωσή του ο Παύλος, όπου τηρουµένων των αναλογιών, συνιστά υποχρέωση όλων των Χριστιανών. Και τούτο διότι, όταν το κήρυγµα της αγάπης δε φανερώνεται, τότε µαραίνεται. Η ύπαρξη και η διάδοση αυτού, παραπέµπει σε πνευµατική ζωτικότητα. Η µαρτυρία της πίστης, συνιστά φωτισµό του κόσµου, αναζωογόνηση των πιστών, εσωτερική ενίσχυση των δοµών των ευαγγελιζόµενων κοινωνιών. Άνευ αυτού, επέρχεται το τέλµα, το σκότος, ο πνευµατικός θάνατος. Πολύ εύστοχα σηµειώνει ο Μ.Αθανάσιος, “τότε ζην λέγοµεν, ότε κινείται, και τότε θάνατον αυτού είναι, ότε της κινήσεως παύεται”190. Έτσι και η Εκκλησία, ζει και υπάρχει όταν κινείται, όταν µεταβάλλεται, όχι βέβαια υπό την έννοια της µετατροπής του αναλλοίωτου περιεχοµένου της πίστεως, αλλά προσαρµογή και κατάλληλη παρουσίαση στην εκάστοτε χωροχρονική συνάφεια. Τότε λοιπόν µόνο πεθαίνει η Εκκλησία, όταν στο σύνολό της παύει να δίνει τη µαρτυρία της στη συγκεκριµένη στιγµή που ζει. Η κίνηση λοιπόν είναι απαραίτητη για τη ζωή της Εκκλησίας και η προσαρµογή 187 Χ. Βάντσου, Ιεραποστολική, β' έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1999 σ.23 188 Μθ. 28,19 189 Α΄ Κορ. 9,16 190 Κατά Ελλήνων 33, ΡG 25,65 C

Page 147: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

147

του κηρύγµατός της, χωρίς παραφθορές ή συµβιβασµούς είναι αναγκαία για την πορεία της στην ιστορία. Μια πορεία που θα χαρακτηρίζεται από µια ενότητα βιωµατική και χαρισµατική και ουχί θεωρητική (να διέπεται δηλαδή από ακαδη-µαϊκές συζητήσεις ή γραφειοκρατικές διαδικασίες). Μια πορεία που θα φωτίζεται από τη χάρη του Αγίου Πνεύµατος και την Αλήθεια του Ευαγγελίου. Κατά συνέ-πεια ο Χριστιανός, βιώνει την αλήθεια του θείου µηνύµατος και στη συνέχεια σπεύδει να το µοιραστεί µε το συνάνθρωπο, προκειµένου να γευτεί και ο τελευταίος τους καρπούς της θείας Χάρης και της δωρεάς του Αγίου Πνεύµατος. Όπως λοιπόν προείπαµε, για να διατηρεί η Εκκλησία αναλλοίωτο το κήρυγµά της στην ιστορία, µεταβάλλει τη µορφή του στο χώρο και το χρόνο. Βέβαια δε µιλάµε και για το Προτεσταντικό “Εcclesia semper reformanda” ˙ δηλαδή δεν απαιτείται µεταρρύθµιση της Εκκλησίας, µόνο απλή µεταβολή των εξωτερικών παραµέτρων της, δίχως καθόλου να αγγίζεται η περιοχή του θείου µηνύµατος. Η ανυπαρξία µεταβολής, σηµαίνει απουσία ζωής. Πολύ εύστοχα ο Μαντζαρίδης αναπαριστά τη φιλοσοφία της όλης διαδικασίας σχηµατικά µε τρία γράµµατα: “Κ.Τ.Π”. Ειδικότερα αν µε Κ παραστήσουµε το κήρυγµα της Εκκλησίας, µε Τ τον τρόπο προσφοράς του και µε Π το περιβάλλον στο οποίο παρουσιάζεται, έχουµε τη συγκεκριµένη αντιστοιχία. Το περιβάλλον όµως (Π) αλλάζει διαρκώς και ανεξάρ-τητα από τη θέλησή µας. Όταν αυτό γίνεται Π1, Π2,... Πν, πρέπει να αλλάζει ανάλογα µε το Τ, δηλαδή να γίνεται Τ1, Τ2,... Τν, γιατί µόνο έτσι µπορεί να προσφέ-ρεται αµετάβλητο το Κ. Με τις διαδοχικές αλλαγές του περιβάλλοντος, όπου προσφέρεται το κήρυγµα, πρέπει να έχουµε τις αντιστοιχίες:

ΚΚΤΤΠΠ ΚΚΤΤ11ΠΠ11

ΚΚΤΤ22ΠΠ22

..................

Page 148: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

148

ΚΚΤΤννΠΠνν

Αν η αναπόφευκτη µεταβολή του Π σε Π1, Π2,... Πν δε συνοδεύεται και µε ανάλογη µεταβολή του Τ σε Τ1, Τ2,.... Τν, είναι φυσικό να δηµιουργείται ανωµαλία, που οδηγεί βαθµιαία και µοιραία είτε σε αλλοτρίωση του Κ είτε σε αδυναµία µεταδό-σεώς του στον κόσµο191. Στο σηµείο αυτό όµως καλό θα είναι να αναφερθούµε σε κάποια ιστορικά προλε-γόµενα, αναφορικά µε το έργο της διάδοσης του Χριστιανισµού, που οµολογου-µένως αποτελούν σπέρµατα των µετέπειτα αποκαλούµενων ιεραποστολών. Κατ' αρχήν οι λέξεις “ιεραπόστολος” και “ιεραποστολή”, δεν απαντώνται ούτε στην Καινή ∆ιαθήκη ούτε όµως και στα πατερικά κείµενα (δεν είναι δηλαδή λέξεις βιβλικές και πατερικές)192. Είναι όροι που τους πρωτοσυναντάµε στα µέσα του ΙΘ΄ αιώνα, για να χαρακτηριστούν οι διαµαρτυρόµενοι ιεροκήρυκες κατά την εποχή αυτή στον ελλαδικό χώρο, όπως επίσης και το έργο τους. Ήδη στον Ορθόδοξο ελληνικό χώρο αλλά και σε άλλες ορθόδοξες χώρες, δρούσαν προ πολλού οι Ουνίτες, οι οποίοι δίχως καθόλου να θίξουν τα ήθη και έθιµα των Χριστιανών, προσπάθησαν δι αυτού να προσηλυτίσουν τους Ορθοδόξους στο Ρωµαιοκαθο-λικισµό, καλύπτοντας τις διαφορές µεταξύ των δύο Εκκλησιών193. Για τους συγκε-κριµένους µάλιστα αρχικά είχε χρησιµοποιηθεί ο όρος “µισσιονάριος”, εκ του λατινικού “missio”, πολύ αργότερα όµως πήραν και αυτοί το όνοµα ιεραπόστολοι 191 Γ.Μαντζαρίδου, Χριστιανική Ηθική, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2000, σ.297. 192 Στην Κ.∆ αντί των σύνθετων αυτών λέξεων χρησιµοποιούνται πολύ συχνά οι απλές λέξεις

“απόστολος” και “αποστολή”, κυρίως δε το ρήµα “αποστέλλω”. 193 Κ.Π.Κωτσιόπουλου, Η Ουνία στην Ελληνική Θεολογική Βιβλιογραφία. Ιστορική, Θεολογική και

Κοινωνιολογική διερεύνηση, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη, 1993 & Θ.Ζήση, Ουνία, Η καταδίκη της, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη, 1993.

Page 149: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

149

και το έργο τους ιεραποστολή. Αναλογικά λοιπόν, µε το αυτό σκεπτικό, περί τα τέλη του ΙΘ' αιώνα οι όροι αυτοί χρησιµοποιήθηκαν και στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας194. Το έργο λοιπόν αυτό της διαδόσεως, ανέλαβαν µε το κήρυγµά τους οι µαθητές και οι Απόστολοι του Χριστού. Πρώτος όµως Απόστολος που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισµα της διαδόσεως του θείου µηνύµατος, υπήρξε ο ίδιος ο Κύριος. Ο Ιησούς είναι ο αποστελλόµενος (“ο Υιός, ο δι' ου τα πάντα”) και ο Πατέρας ο αποστέλλων (“ο Πατήρ, ο εξ ου τα πάντα”)· ενώ σκοπός της αποστολής είναι η σωτηρία των ανθρώπων, η οποία και επιτυγχάνεται “εν αγίω Πνεύµατι”, “εν ω τα πάντα”. Μια αποστολή που όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Χ.Βάντσος, ως στόχο έχει τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους, την επαναφορά του ανθρώπου στην προτέρα κατάσταση, στην αναµόρφωση του “αρχαίου κάλλους”195 Ο Κύριος λοιπόν είναι ο κατ' εξοχήν αποστελλόµενος και το έργο το οποίο ανέλαβε αποτελεί τη µεγαλύτερη και σπουδαιότερη για τον άνθρωπο αποστολή. Εντύπωση όµως προκαλεί το γεγονός ότι, εξαιρουµένης µίας µόνο φοράς196, ποτέ άλλοτε ο Κύριος δεν οικειοποιήθηκε τον τίτλο του Αποστόλου, παρά µόνο του ποιµένος και δη του καλού και αγαθού ποιµένος: «Εγώ ειµί ο Ποιµήν ο καλός και γινώσκω τα εµά και γινώσκοµε υπό των εµών. Καθώς γινώσκει µε ο Πατήρ καγώ

194 Η. Βουλγαράκη, “Ιεραποστολή κατά τα Ελληνικά κείµενα από το 1821 µέχρι του 1917 ”, σε

περιοδ. Πορευθέντες, Αθήνα, 1971, σ.103. 195 Χ.Βάντσου, ο.π, σ.34 196 Στην προς Εβραίους επιστολή, όπου ο χαρακτηρισµός του αποστόλου αναφέρεται µαζί µε αυτόν

του αρχιερέα, που κυριαρχεί σε όλη την επιστολή:“...όθεν, αδερφοί άγιοι, κλήσεως επουρανίου µέτοοι, κατανοήσατε τον απόστολον και αρχιερέα της οµολογίας ηµών Ιησούν Χριστόν...” (Προς Εβραίους 3,1)

Page 150: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

150

γινώσκω τον Πατέρα και την ψυχήν µου τίθηµι υπέρ των προβάτων” 197. Αναφορικά όµως µε τους Αποστόλους, ασφαλώς το µεγαλύτερο ιεραποστολικό έργο τελέστηκε από αυτούς κατά τον 1ο µ.Χ αιώνα. ∆υστυχώς ελάχιστες είναι οι πληροφορίες που διεσώθησαν, σχετικά µε τη δράση τους. Σηµαντική πηγή αποτελούν οι Πράξεις των Αποστόλων του Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος και µας παρέχει χρήσιµες πληροφορίες για την ίδρυση και εδραίωση της πρώτης Εκκλη-σίας και τον ευαγγελισµό των Ιουδαίων (κεφ. 1-7), για τη διάδοση του Ευαγγελίου στη Σαµάρεια (κεφ. 8-9), κυρίως δε για τον ευαγγελισµό εθνικών από µέρους του Αποστόλου Πέτρου (κεφ. 10-12), για τη µεταβολή του Αποστόλου Παύλου από διώκτης των Χριστιανών σε Απόστολο των εθνών198. Ειδικότερα για τον Απόστολο Παύλο, να σηµειώσουµε πως επιτυχώς την πρώτη του αποστολική περιοδεία, την επιχειρεί στη Μ. Ασία, αρχικά µε τον Απόστολο Βαρνάβα και αργότερα µε άλλους συνεργάτες, όπως τον Σίλα, τον Τιµόθεο, τον Λουκά σε άλλες περιοδείες σε όλη τη Μ. Ασία, στη Μακεδονία και στη λοιπή Ελλάδα, στη Ρώµη, ίσως και στην Ισπανία. Ο ίδιος όµως ο Παύλος σε πολλά χωρία της Κ.∆ αποκαλεί τον εαυτό του ως Απόστολο: “κλητόν απόστολον”199, “απόστολον Χριστού”200, “απόστολον των εθνών”201, αφού όπως ο ίδιος χαρακτη-ριστικά λέει, έγινε Απόστολος... “ούκ απ' ανθρώπων, ουδέ δ' ανθρώπου, αλλά διά Ιησού Χριστού και Θεού Πατρός...”202. Στην αποστολική του ιδιότητα βέβαια έτσι ευθαρσώς αναφέρεται σαφώς ουχί από µαταιοδοξία, αλλά σε περιπτώσεις που

197 Ιω. 10,11 198 Πρξ. 9, 1-30 199 Α΄Κορ. 1,1 200 Γαλ.1,1 201 Ρωµ. 11-13 202 Γαλ. 1,1

Page 151: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

151

υποτιµάται και απαξιώνεται το αποστολικό του αξίωµα, όπως ακριβώς συνέβη µε τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς στη Γαλατία203. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Πατρώνος, ο Απόστολος Παύλος είναι πεπεισµένος, ότι ο ίδιος έχει εκλεγεί σαν ένα συγκεκριµένο όργανο στο έργο της σωτηρίας του κόσµου204. Αλλά και ο Απόστολος Ανδρέας κήρυξε το Χριστιανισµό βορείως της Μ. Ασίας και στη Σκυθία, στη Βιθυνία και στο Βυζάντιο, στη Θράκη, στη Μακεδονία, στην Πάτρα όπου και κατέληξε. Ο Απόστολος Ανδρέας θεωρείται ο ιδρυτής της Εκκλη-σίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία και τον τιµά µε ιδιαίτερη λαµπρότητα στις 30 Νοεµβρίου µε Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία. Ακόµη εκτός από προστάτης της πόλης των Πατρών, όπου κατά την παράδοση εκοιµήθη, θεωρείται και ο προστάτης της Σκωτίας, όπου πιθανολογείται να µεταφέρθηκε τµήµα των λειψάνων του. Αλλά και η Ρώσικη Εκκλησία τιµά τον Απόστολο Ανδρέα, ως τον πρώτο εισηγητή του Χριστιανισµού στη Ρωσία (όπου διαδόθηκε ο Χριστιανισµός τον Ι' αιώνα από το Βυζάντιο). Σηµαντική επίσης καθίσταται και η προσφορά του Αποστόλου Πέτρου, για τον οποίον ούκ ολίγος λόγος γίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Οι πληροφορίες γι αυτόν όµως σταµατούν µετά τη Σύνοδο των Ιεροσολύµων, όπου πιθανότατα ο Απόστολος να συνέχισε το ιεραποστολικό του έργο στην Αίγυπτο, σε µια Εκκλη-σία που προφανώς ιδρύθηκε από Ιουδαιοχριστιανούς της Ιερουσαλήµ, κυρίως δε µετά την καταστροφή της πόλης αυτής. Άλλωστε κατά την άποψη ερµηνευτών χωρίου στην Α΄Πέτρου επιστολή, “...ασπάζεται υµας η εν Βαβυλώνι συνεκλεκτή και Μάρκος ο υιός µου...”205, η αναφορά του Αποστόλου στη Βαβυλώνα δεν

203 Γαλ. 1,11 204 Γ.Πατρώνου, Βιβλικές προϋποθέσεις της ιεραποστολής, εκδ. Απ. ∆ιακονίας, Αθήνα, 1983, σ.87. 205 Ά Πέτρου 5,13.

Page 152: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

152

υποδηλώνει τη γνωστή εν Ασίαις Βαβυλώνα, αλλά τη Βαβυλώνα της Αιγύπτου απ' όπου και γράφει τη συγκεκριµένη επιστολή 206. Αλλά και στους Ιουδαίους της Ρώµης ο Πέτρος φέρεται να κήρυξε το Χριστό, όπου κατά τις πηγές, εκεί µαρτύ-ρησε. Κατά την παράδοση επίσης και ο Θωµάς κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Συρία, την Περσία, τις Ινδίες. Όλοι λοιπόν οι Απόστολοι, λαβόντες τη χάρη και τη δωρεά του Αγίου Πνεύµατος κατά την ηµέρα της Πεντηκοστής, άρχισαν να κηρύττουν το Χριστό και να βαπτίζουν τους πιστεύοντες εις Αυτόν στο όνοµα της Αγίας Τριάδος. Κατά τον ∆. Τσάµη µάλιστα, οι Απόστολοι είναι ανώτεροι από τους λοιπούς αγίους, γιατί τους εξέλεξε ο Κύριος, τον υπηρέτησαν µέχρι θανάτου, ήταν φορείς της εν Χριστώ Αποκαλύψεως, έλαβαν από το Άγιο Πνεύµα όλα τα χαρίσµατα και αποτελούν εν Χριστώ τα θεµέλια της Εκκλησίας που καλείται πλέον “αποστολική”207. Η Εκκλη-σία όµως καλείται αποστολική όχι µόνο γι αυτόν τον λόγο (ένεκεν δηλαδή της αποστολικής διαδοχής), αλλά και διότι κατά τον Α.Γιαννουλάτο, διατηρεί το αποστολικό πνεύµα και την αποστολική φλόγα και λαχτάρα να κηρύξει το Ευαγγέλιο... “πάση τη κτίσει” (Μρκ 16,15)208. Όσον αφορά τώρα τον τόπο, στην περιοχή της Παλαιστίνης ο Χριστιανισµός διαδόθηκε εξαρχής όχι µόνο σε αστικές, αλλά και σε αγροτικές περιοχές. Στον ευρύτερο όµως χώρο της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, η διάδοση του Χριστιανισµού περιορίστηκε κυρίως στις πόλεις, ενώ η ύπαιθρος παρέµεινε επι πολλώ ειδωλο-λατρική. Χαρακτηριστική µάλιστα είναι και η λέξη “paganus”, που σηµαίνει 206 Σ.Σάκκου, Η Βαβυλών του Αποστόλου Πέτρου, Θεσσαλονίκη, 1993 σ.9. 207 ∆. Τσάµη, Αγιολογία, εκδ. Πουρναρά,Θεσσαλονίκη, 1991, σ.56. 208 Α.Γιαννουλάτου, Αδιαφορία για την Ιεραποστολή, σηµαίνει άρνηση της Ορθοδοξίας, εκδ. Απ.

∆ιακονίας, Αθήνα, 1972, σ.10.

Page 153: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

153

αγρότης και που µεταγενέστερα ταυτίστηκε µε τον ειδωλολάτρη. Τούτο δεν οφείλο-νταν σε πάγια τακτική των ιεραποστόλων να επισκέπτονται κατά προτίµηση τα αστικά κέντρα, αλλά στη συντηρητικότητα και καχυποψία που διέκρινε κατά κόρον τους κατοίκους της υπαίθρου και τους προδιέθετε αρνητικά απέναντι σε καθετί καινούργιο. Και πάλι όµως τούτο δεν ήταν απόλυτο, εφόσον κάποιες φορές ο Χριστιανισµός παρέσφρυε και στις επαρχίες. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλίνιος, Ρωµαίος ∆ιοικητής της Βιθυνίας σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανό, πως... “η χριστιανική δεισιδαιµονία δεν περιορίζεται µόνο σε πόλεις, αλλά έχει εξαπλωθεί και σε χωριά της υπαίθρου”209. Σπουδαία όµως απεδείχθη και η συµβολή των µοναχών στο ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας. Αν µελετήσει κανείς την ιστορία της Εκκλησίας µε την προοπτική της διερευνήσεως της συµβολής του µοναχισµού στη διάδοση του ευαγγελίου του Κυρίου στα πέρατα του κόσµου, θα διαπιστώσει πως το µεγαλύτερο µέρος στον τοµέα αυτό το επιτέλεσαν οι µοναχοί, κυρίως δε από τον ∆' αιώνα και εξής, από τότε δηλαδή που άνθισε και οργανώθηκε ο µοναχισµός210. Άριστο πρότυπο στον τοµέα αυτό, αποτελεί η Αίγυπτος µε πρώτο και καλύτερο µοναχό τον Μ.Αντώνιο, αλλά και τον Μακάριο τον Αιγύπτιο, κ.α. Όµως και οι λαϊκοί συνέβαλαν και αυτοί µε τη σειρά τους στην ανάπτυξη του θεόπνευστου και ευλογηµένου ιεραποστολικού έργου της Εκκλησίας. Η Εκκλησία αποτελείται από το σύνολο των πιστών µε κεφαλή τον Χριστό και άρα κανένα µέλος της δεν είναι παθητικό, αλλά όλα συµµετέχουν ενεργά στο χώρο της Εκκλη-σίας και η παρουσία τους είναι ζωντανή σε όλες τις εκφάνσεις της εκκλησιαστικής

209 Γάϊος Πλίνιος Σεκούνδιος, Επιστολή 10,96 210 Α. Γιαννουλάτου, Μοναχοί και Ιεραποστολή κατά τον ∆' αιώνα, Αθήνα, 1966 & Ν. Χατζηµιχάλης,

Ορθόδοξος Μοναχισµός και εξωτερική ιεραποστολή, εκδ. Απ. ∆ιακονίας, Θεσσαλονίκη,1966.

Page 154: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

154

ζωής, στο ποιµαντικό έργο, στη λατρεία και φυσικά στο ιεραποστολικό της έργο 211. Πράγµατι λοιπόν αποτελεί δικαίωµα και καθήκον των λαϊκών να αναπτύξουν και να προάγουν το ιεροποστολικό έργο, αφ ης στιγµής ενώνονται µε την Εκκλησία και µε το Χριστό. Κατά τον Τρεµπέλα µάλιστα, όσοι έχουν βαπτιστεί και είναι ενωµένοι µε το Χριστό και µε την Εκκλησία του, είναι “γένος εκλεκτόν, βασί-λειον ιεράτευµα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν” (Α' Πέτρ 2,9)212. Η συµβολή των λαϊκών στο ιεραποστολικό έργο είναι σήµερα εντονότερη στην Ορθόδοξη Εκκλησία της διασποράς, όπου οι πιστοί δίδουν καθηµερινά µαρτυρία πίστεως. Η ιεραποστολική δραστηριότητα των λαϊκών εντάσσεται σήµερα στα πλαίσια του Π.Σ.Ε213. Το “διαβάς εις Μακεδονίαν” (Πρξ 16,10), αποτελεί κραυγή που απλώ-νεται ωσάν πέπλο σε όλα τα µήκη και πλάτη της γης και ισχύει για όλους τους πιστούς, κληρικούς, µοναχούς και φυσικά λαϊκούς. Σηµαντικές όµως υπήρξαν και οι ιεραποστολές που πραγµατοποίησε το Βυζάντιο, η βάση των οποίων υπήρξε η βαπτισµατική εν Χριστώ ανακαίνιση. Κατ' εξοχήν ιεραποστολικό έργο επιτέλεσαν οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, µε πρώτο και καλύτερο το Μ. Κωνσταντίνο, ο οποίος µε την ανεξιθρησκεία που κήρυξε και µε τη µεταφορά της πρωτευούσης από τη ∆ύση στην Ανατολή, έδωσε άλλη δύναµη και ώθηση στη χριστιανική πίστη. Αλλά και η µητέρα του Ελένη µε το ενδιαφέρον της για τους αγίους τόπους, βοήθησε ώστε η χριστιανική πίστη από την εποχή εκείνη να πάρει άλλη πια ροπή. ∆ικαίως λοιπόν η Εκκλησία χαρακτήρισε και τους δυο αυτούς άγιους “ισαπόστολους”, γιατί το έργο τους ήταν κυρίως ιεραποστολικό. Οι εκχριστιανιζόµενοι λαοί θεωρούνταν ως αδελφοί και όχι ως υποτελείς. Γι' αυτό

211 Ζ.Καρµίρη, Η θέσις και η διακονία των λαϊκών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Αθήνα, 1976. 212 Π. Τρεµπέλα, Οι λαϊκοί εν τη Εκκλησία. Το “Βασίλειον Ιεράτευµα”, Αθήνα, 1976. 213 Β.Σταυρίδη, Ιστορία της Οικουµενικής Κίνησης, Θεσσαλονίκη, 1984, σ.239.

Page 155: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

155

όχι µόνο δεν ευνοούσαν τη διατήρησή τους σε πολιτιστική τους καθυστέρηση, τουναντίον δε φρόντιζαν περί της ανάδειξης της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Γενικότερα το ιεραποστολικό έργο του Βυζαντίου είχε µεγαλειώδη χαρακτήρα και οδηγούσε πραγµατικά σε ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία των λαών. Παραπέρα µε την ανακάλυψη των νέων χωρών και στην πορεία, την αποικιακή εξάπλωση των κρατών της Ευρώπης σε µη χριστιανικές περιοχές, εγκαινιάζεται µια νέα περίοδος διάδοσης του Χριστιανισµού στον κόσµο. Αποκορύφωµα της εν λόγω περιόδου, ο 19ος αιώνας, προσδιοριστικό του οποίου είναι η κυριαρχία της δυνάµεως και της επιρροής της Ευρώπης σε παγκόσµια κλίµακα. Εύλογη λοιπόν και επόµενη θα είναι και η ανάπτυξη της ιεραποστολικής δραστηριότητας, που την περίοδο αυτή πρωτοστατούν οι χριστιανικές οµολογίες της ∆ύσης. Ειδικότερα ο Ρωµαιοκαθολικισµός και ο Προτεσταντισµός ανέπτυξαν διεθνώς ευρύτατο ιεραπο-στολικό έργο το οποίο όµως πόρρω απείχε από το χαρισµατικό εν Χριστώ πνεύµα των Ορθόδοξων ιεραποστολών. Και τούτο διότι οι δυτικές ιεραποστολικές κινή-σεις, συνδέθηκαν κατά κάποιο τρόπο µε την αποικιοκρατική πολιτική των κρατών της ∆ύσης. Μάλιστα το ιεραποστολικό αυτό έργο δεν περιορίστηκε στο µη χριστιανικό κόσµο, αλλά επιχειρήθηκε και σε χριστιανικές περιοχές της Ανατολής. Άρα πλέον εύστοχο θα ήταν όταν αναφερόµαστε στις δυτικές ιεραποστολές, να τις αντιµετωπίζουµε ως στρατηγικές κινήσεις εδαφικού επεκτατισµού, παρά ως καθολικότητα της Εκκλησίας µέσω της διάδοσης του αποστολικού κηρύγµατος (που εκπορεύεται από την Ορθόδοξη ιεραποστολή). Γιατί η αλήθεια είναι πως η Ορθόδοξη ιεραποστολή αποτελεί “αναπνοή του ζώντος σώµατος”, µυστική βεβαιό-τητα της διαρκούς παρουσίας του Παρακλήτου, µαρτυρία, ήθος, µέριµνα, αγωνία, δικαίωση της Εκκλησίας, που αρνείται τον δαιµονικό πειρασµό της αυτάρκειας και του εφησυχασµού. Εξ ου και που η πραγµατική ουσιαστική και γνήσια εν

Page 156: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

156

Χριστώ ιεραποστολή, χαρακτηρίζεται ως “η έξοδος της ευθύνης”, “πορεία προς τους αδελφούς του Κυρίου τους ελαχίστους”, “εκπλήρωση αποστολής αυτών που άκουσαν ενδόµυχα το «πορευθέντες» και δεν ολιγώρησαν, αλλά έσπευσαν στη συνάντηση των αδελφών”. Αφετηρία πάντων, η αγάπη, η ανιδιοτελής αγάπη... “ότι τοις αγαθοις εκειθεν το αγαθύνεσθαι”. Η αγάπη λοιπόν συνιστά το δυναµικό, το θεοειδές, το πλέον αυθεντικότερο κίνητρο για µια τέτοια πορεία, δύσβατη µεν, άκρως συνυφασµένη δε, µε το πρότυπο της κενωτικής θυσίας του Κυρίου. Μιλάµε κατά συνέπεια για αγάπη. Από που ξεκινάει όµως αυτή η αγάπη και προς τα που κατευθύνεται, είναι ένα ζήτηµα που αξίζει να το διερευνήσουµε. Η απάντηση περιορίζεται σε δύο έννοιες, “φιλανθρωπία” και “φιλαδελφία”. Η µεν πρώτη αναφέρεται στην καθοδική αγάπη του Θεού χάρη του πεπτωκότος ανθρώπου, η δε φιλαδελφία καλείται η εκδηλούµενη προβολικά στο διανθρώπινο πεδίο οριζόντια κίνηση της ιεραποστολικής αγάπης για το συνάνθρωπο. Καθώς λοιπόν η φιλανθρωπία εκφράζεται στον κόσµο ως ανιδιοτελής θεία αγάπη, έτσι και η αντίστοιχη ανθρώπινη στο ιεραποστολικό πεδίο αγάπη οφείλει να εκδηλω-θεί κατά τον τύπο εκείνης, δηλαδή µε πνεύµα αληθινής θυσίας και ταπείνωσης, µε βάση πάντων την ανιδιοτέλεια. Σκοπιµότητες και κρατούµενα δεν είχαν ποτέ θέση στις εκάστοτε Ορθόδοξες ιεραποστολές. Ούτε πολιτικοί επεκτατισµοί, ούτε εκκλησιαστικές σφαίρες επιρ-ροής, ούτε αποικιοκρατικές προθέσεις ή υπερεθνικές απόπειρες συσσωµάτωσης των λαών, στάθηκαν κίνητρα για τον ευαγγελισµό των άλλων, όπως εν ολίγοις λειτουργούσαν οι ∆υτικοί214. Ουδεµία εθνοκεντρική ή οµολογιακή απαίτηση προέ-κυπτε για εξάρτηση ή υπαγωγή των νεοφώτιστων σε κέντρα ελέγχου και 214 Ένεκεν αυτού µάλιστα εγράφησαν τον περασµένο αιώνα πολλά άρθρα, τα οποία αναφέρονται

στις δραστηριότητες των Ρωµαιοκαθολικών και Προτεσταντών Ιεραποστόλων στην Ανατολή και συνιστούν τρόπους αποφυγής τους.

Page 157: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

157

αποφάσεων. Τουναντίον δε πλήρης σεβασµός παρατηρούνταν από τότε στις το-πικές παραδόσεις των διδασκοµένων. Παραδόσεις που συνδέονταν µε γλώσσα, ήθη, έθιµα, εθνική και πολιτιστική συνείδηση, παρέµεναν και µετά του κηρύγµατος αναλλοίωτα, υπό το πρίσµα της διαφορετικότητας των εκάστοτε κοινοτήτων (-σήµερα πλέον εθνοτήτων). Στόχος τους σε πνευµατικό επίπεδο ο φωτισµός και σε πολιτισµικό, η πρόοδος και η εξέλιξη εν συνόλω. Με την ευαισθησία αυτή, οι ορθόδοξες χριστιανικές ιεραποστολές, µετέφραζαν στις τοπικές γλώσσες και διαλέκτους τα εκκλησιαστικά και λειτουργικά κείµενα, προκειµένου να στηρίξουν τις ρίζες µιας τοπικής φιλολογίας που θα ευνοούσε και θα προήγαγε βαθµιαία αλλά σταθερά και οριστικά την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των λαών. Όπου δεν υπήρχαν διαµορφωµένοι κώδικες επικοινωνίας, δηµιουργούσαν νέους εξ υπαρχής, µε αλφάβητα, σύµβολα και εκφράσεις βασισµένα στην τοπική αισθη-τική προτίµηση, στις οπτικές επιλογές της και σε κριτήρια πολιτισµικά άµεσα συνδεδεµένα µε την όποια τοπική κουλτούρα και αν διέθεταν (χαρακτηριστικό το ιεραποστολικό έργο Κυρίλλου και Μεθοδίου στις Σλαβικές Χώρες215). ∆ιότι στόχος των ιεραποστόλων δεν ήταν η αλλαγή της εθνικής και πολιτισµικής τους ταυτό-τητας, αλλά η πνευµατική τους πρόοδος και ανέλιξη, η σωτηρία της ψυχής τους. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί επ αυτού ο Κωτσιόπουλος, η Ορθόδοξη Εκκλη-σία ουδέποτε ευνοούσε και στήριζε την απρόσκλητη και αυτεπάγγελτη ιεραποστο-λή, αφού ανέκαθεν σέβονταν τη γλώσσα και τις εθιµικές ιδιοµορφίες των λαών. Πολλώ µάλλον δε, αποδέχτηκε την πολιτική ιδιαιτερότητα και ανεξαρτησία των λαών αυτών216. Η αποτυχία υπήρξε ανέκαθεν ένα ουτοπικό σενάριο, αφού την όλη

215 Για περισσότερα βλ. Α.Α.Ν.Ταχιάου, Κύριλλος και Μεθόδιος, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1997

& Χ.Βάντσου, Ιεραποστολική, ο.π., σ.147κ.ε. 216 Κ. Κωτσιόπουλος, Ορθοδοξία και Φονταµενταλισµός, ο.π., σ.3.

Page 158: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

158

προσπάθεια στήριζε η πρόνοια του Θεού συγκερασµένη µε την αγάπη των πιστών της. Στο σηµείο αυτό αξίζει να αναφέρουµε τα λόγια του Μακεδόνα ιεραπόστολου Κοσµά Γρηγοριάτη (τµήµα συνέντευξής του στο Ραδιοφωνικό Ίδρυµα Κύπρου), που ανέφερε σχετικά: «Βασικός σκοπός ενός ιεραποστόλου, είναι να βοηθήσει του ιθαγενείς να βγουν από το σκότος της ειδωλολατρίας. ∆ευτερευόντως είναι ο εκπολιτισµός τους, δίχως βεβαίως να αποκοπούν οι ιθαγενείς από τις ρίζες τους, να γίνουν δηλαδή Ορθόδοξοι, αλλά να παραµείνουν Αφρικανοί. Η Ορθοδοξία ανέ-καθεν δεν προσπάθησε να κάνει Έλληνες τους Ορθόδοξους, αλλά προσπάθησε να δώσει την αλήθεια στις διάφορες φυλές, γι' αυτό και από την πρώτη στιγµή κάνουµε τη λειτουργία και µεταφέρουµε όλα τα λειτουργικά βιβλία στη γλώσσα τους, στην προκειµένη περίπτωση στη σουαχίλι της Αφρικής. Έχουµε κοντά µας κάπου 100 παιδιά διαφόρων ηλικιών, από τη δεύτερη τάξη του δηµοτικού µέχρι και το Πανεπιστήµιο, παιδιά ορφανά, εγκαταλειµµένα, που δεν έχουν καµιά προο-πτική και καµία δυνατότητα να σπουδάσουν. Αυτά τα παιδιά τα φροντίζουµε τελείως δωρεάν. Τους προσφέρουµε διατροφή, διαµονή, εκπαίδευση, ενδύµατα, τα πάντα, µε απώτερο σκοπό να µορφωθούν και να βοηθήσουν τον τόπο τους. Και αν µέσα σ' αυτούς βρεθούν τα κατάλληλα πρόσωπα, θα γίνουν αυτοί µελλοντικοί συνεχιστές του έργου της ιεραποστολής”. Ουδεµία λοιπόν προσωπική φιλοδοξία δεν εµφιλοχωρεί στο εγχείρηµα των ιεραποστόλων...µόνο αγάπη και επιθυµία για ζωή, σωτηρία, ανάσταση. Πως λοιπόν κάποιοι κακοπροαίρετοι τείνουν να αποχαρακτηρίσουν την όλη προσπά-θεια και να της προσδώσουν µια χροιά εκµετάλλευσης και υστεροβουλίας από πλευράς των διδασκάλων ιεραποστόλων. Στις µέρες µας πλέον το έργο που πραγµατώνεται από τους Χριστιανούς

Page 159: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

159

ιεραπόστολους, είναι πραγµατικά αξιοθαύµαστο· οργανώνουν την ερηµιά. Στα χωριά, στις πόλεις συγκεντρώνουν περίσσευµα και υστέρηµα για τροφές, ρούχα, βιβλία, φάρµακα, σκεύη, σχολεία, νοσοκοµεία, ναούς. Τουλάχιστον στις 150 ανέρχονται σύµφωνα µε πρόσφατες στατιστικές, οι ενορίες στην Αφρική · αρκετοί ντόπιοι κληρικοί · κοντά 10.000 νεοφώτιστοι Ορθόδοξοι και έπεται συνέχεια. Η Ορθοδοξία ευτυχώς εξαπλώνεται, όχι επί σκοπώ επεκτατισµού, αλλά ταπεινής διακονίας σε Κορέα, Ινδίες, Αλάσκα, Ν. Αµερική, Ιαπωνία, Χόνγκ Κόνγκ, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Ινδονησία· και τούτο δε συνιστά αθέµιτο προσηλυτισµό, αλλά θεία Πρόνοια.

Page 160: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

160

3. Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Το Σύνταγµα της Ελλάδας απαγορεύει ρητά τον προσηλυτισµό στο άρθρο 13§2 εδ. 3. Η διάταξη αυτή δεν είναι νέα. Εµφανίστηκε για πρώτη φορά στο σύνταγµα του 1844 (άρθρο 1) και επικράτησε σε όλα τα µετέπειτα συντάγµατα, αλλά µε τη διαφορά ότι σε εκείνα απαγορευόταν ο προσηλυτισµός που τελούνταν σε βάρος της επικρατούσας µόνο θρησκείας217. Στο ισχύον σύνταγµα η απαγόρευση του προσηλυτισµού έχει γενικευθεί µε την έννοια ότι απαγορεύεται γενικά ο προση-λυτισµός ανεξάρτητα από τη θρησκεία εις βάρος της οποίας ή υπέρ της οποίας ασκείται. Κατά συνέπεια, η καινοτοµία του ισχύοντος συντάγµατος έγκειται στο γεγονός ότι πλέον απαγορεύεται ο ασκούµενος προσηλυτισµός και όταν αυτός γίνεται υπέρ της επικρατούσας θρησκείας218 ή κατά πάσης γνωστής θρησκείας219. Κατά τον Ευ. Βενιζέλο, η καινοτοµία αυτή του συντάγµατος αποτέλεσε «µία

ένδειξη χαλάρωσης των σχέσεων κράτους και ορθόδοξης εκκλησίας ή µάλλον µία

ένδειξη της πληρέστερης προστασίας που προσφέρει το ισχύον σύνταγµα στη

θρησκευτική ελευθερία σε σχέση µε τα προγενέστερα συντάγµατα»220. Συµπερα-σµατικά θα λέγαµε ότι στο ισχύον σύνταγµα η απαγόρευση του προσηλυτισµού λειτουργεί πλέον προστατευτικά ως προς την ελευθερία της θρησκευτικής συνεί-δησης και όχι ως προς την επικρατούσα θρησκεία, όπως ίσχυε προηγουµένως. Η απαγόρευση του προσηλυτισµού από το Σύνταγµα προστατεύει κάθε άτοµο,

217 Με εξαίρεση το σύνταγµα του 1927 218 Βλ. Α.Π. 480/1992 219 Βλ. Α.Π. 997/1975 220 Ε.Βενιζέλου, Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας, α΄ έκδοση, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000

σελ. 115.

Page 161: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

161

που πρέπει να παραµένει ελεύθερο στη διαµόρφωση και την επιλογή των θρησκευτικών του πεποιθήσεων χωρίς παρεµβάσεις και µάλιστα δόλιες ή κα-ταχρηστικές άλλων. Τώρα θεωρείται ότι η θρησκευτική ελευθερία καλύπτει και τη διάδοση των θρησκευτικών αντιλήψεων. Απλώς, απαγορεύεται ο καταχρηστικός προσηλυτισµός, όπως περιγράφεται πιο πάνω από τον Α. Μάνεση. Το ισχύον Σύνταγµα, όπως ακριβώς και όλα τα προηγούµενα συντάγµατα, ορίζει µε γενικό τρόπο ότι ο προσηλυτισµός απαγορεύεται, παραλείποντας παράλληλα να δώσει και έναν ορισµό της έννοιας του προσηλυτισµού. Ο Ειδικός Εισηγητής για τη θρησκευτική µισαλλοδοξία της Επιτροπής Ανθρωπίνων ∆ικαιωµάτων του ΟΗΕ, στην έκθεσή του για την κατάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελλάδα, επισηµαίνει την παράλειψη αυτή221. Ένας ορισµός της έννοιας του προσηλυτισµού από το ίδιο το Σύνταγµα φαίνεται να είναι αναγκαίος, έτσι ώστε να οριοθετηθεί η έννοια και να µην υπάρχει ο κίνδυνος σύγχυσης ανάµεσα στον προσηλυτισµό και στην ελευθερία διάδοσης των θρησκευτικών ιδεών και πεποι-θήσεων, που αποτελεί και ειδικότερη µορφή εκδήλωσης της ελευθερίας της θρη-σκευτικής συνείδησης.

221 Κ. Κυριαζόπουλου, “Ελευθερία διάδοσης θρησκείας και επικρατούσα θρησκεία”, σε: Εταιρία

Νοµικών Βορείου Ελλάδος, Θρησκευτική ελευθερία και επικρατούσα θρησκεία, σελ. 54 επ.

Page 162: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

162

4. ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΥ & ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΙΑΣ Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η θρησκευτική διδασκαλία αποτελεί το µέσο δια του οποίου ασκείται ο προσηλυτισµός. Βέβαια, ο προσηλυτισµός και η θρησκευ-τική διδασκαλία είναι δύο διαφορετικά πράγµατα που δεν συµπίπτουν µεταξύ τους. Ο προσηλυτισµός θεωρείται µια συµπεριφορά αξιόµεµπτη, η οποία µάλιστα απαγορεύεται ρητά και κατηγορηµατικά από το Σύνταγµα, ενώ η θρησκευτική διδασκαλία θεωρείται ότι αποτελεί εκδήλωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, αφού καθένας έχει το δικαίωµα να διακηρύσσει και να διαδίδει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ώστε να καταστήσει κοινωνούς των πεποιθήσεων αυτών και άλλους που πρεσβεύουν διαφορετική θρησκεία. Η θρησκευτική διδα-σκαλία όχι µόνο δεν απαγορεύεται, αλλά κατοχυρώνεται µάλιστα από το άρθρο 13§1 του Συντάγµατος και το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α, καθώς και από το γενικότερο δικαίωµα της ελευθερίας διάδοσης των ιδεών. Τίθεται λοιπόν ζήτηµα αντίφασης στο Σύνταγµα, όπου από τη µια κατοχυρώνεται η ελευθερία διάδοσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων και από την άλλη το ίδιο το Σύνταγµα απαγορεύει τη διάδοση αυτή; Η απάντηση είναι απλή · είναι προφανές ότι ο συνταγµατικός νοµοθέτης δεν επιθυµεί την απαγόρευση της διάδοσης των θρησκευτικών ιδεών αλλά την απαγόρευση του καταχρηστικού προσηλυτισµού, δηλαδή της διάδοσης των θρησκευτικών ιδεών που όµως γίνεται µε αθέµιτο τρόπο και καταχρηστικά. Από τα παραπάνω, ευθέως συνάγεται ότι ο προσηλυτισµός διακρίνεται σε θεµιτό και σε αθέµιτο ή καταχρηστικό. Ο πρώτος αποτελεί µορφή διάδοσης των θρη-

Page 163: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

163

σκευτικών ιδεών και πεποιθήσεων σύµφωνα µε το δικαίωµα που έχει κανείς να εκδηλώνει ελεύθερα τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και να προσπαθεί να τις µεταδώσει και στους άλλους, ενώ ο δεύτερος αποτελεί µορφή διάδοσης θρησκευ-τικών ιδεών και πεποιθήσεων που λόγω του τρόπου µε τον οποίο ασκείται, παραβιάζει το ίδιο το Σύνταγµα και άλλες βασικές ανθρώπινες ελευθερίες. Στο σηµείο αυτό πρέπει να γίνει η εξής επισήµανση: Κάθε θρησκευτική διδα-σκαλία επιβάλλει ταυτόχρονα και τη διάδοσή της. Μεγάλο µέρος της θρησκευτικής διδασκαλίας κάθε θρησκείας έχει ως στόχο την διάδοσή της σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Για παράδειγµα η χριστιανική θρησκεία δίνει ιδιαί-τερη έµφαση στο θέµα αυτό. Ειδικά για τους χριστιανούς η «χριστιανική µαρτυρία», δηλαδή η διάδοση των αληθειών του ευαγγελίου αποτελεί καθήκον ιερό κάθε χριστιανού και κάθε εκκλησίας. Αντίστοιχα παραδείγµατα υπάρχουν σχεδόν για όλες τις θρησκείες. (Αναλυτικότερα για το ζήτηµα της χριστιανικής διδασκαλίας και του µαθήµατος των Θρησκευτικών, γίνεται λόγος σε επόµενο κεφάλαιο).

Page 164: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

164

5. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Ή ΜΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΗ-ΛΥΤΙΣΜΟΥ Η παρούσα µελέτη εξετάζει τον υπ αριθµ. α.ν.1363/1938 άρθρο 4 §2, έτσι όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 §2 του α.ν 1672/1939. Ειδικότερα παρατίθενται οι σχετικές διατάξεις... Άρθρο 4 α.ν 1363/1938 “Προσηλυτισµός είναι πάσα διά βίας ή απειλών ή αθεµίτων µέσων ή διά παροχών ή δι' υποσχέσεων περί χρηµατικών ή άλλης φύσεως παροχών, διά µέσων και υποσχέσεων απατηλών, δι΄ επιδαψιλεύσεως ηθικής και υλικής περι-θάλψεως, διά καταχρήσεως της απειρίας ή εµπιστοσύνης ή δι' εκµεταλλεύσεως της ανάγκης ή της πνευµατικής κουφότητος και εν γένει η καθ' οιονδήποτε τρόπον άµεσος ή έµµεσος επιτυγχάνουσα ή µη προσπάθεια ή απόπειρα προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων ανηλίκων ή ενηλίκων επί σκοπώ συνειδητής ή ασυνειδήτου µεταβολής του περιεχοµένου της θρησκευτικής αυτών συνειδήσεως, τ.ε. της θρησκευτικής των πίστεως και προσαρµογής αυτών προς τας ιδέας ή πεποιθήσεις του προσηλυτίζοντος”. Άρθρο 5 εδ. Β΄ α.ν 1363/1938 “Έλληνες υπήκοοι, υποπίπτοντες εις το υπό του άρθρου 4 του παρόντος προ-βλεπόµενον αδίκηµα, διωκόµενος αυτεπαγγέλτως, εισάγονται δι' απ' ευθείας κλήσεως ενώπιον του αρµοδίου δικαστηρίου και τιµωρούνται δια χρηµατικής ποινής µέχρι πεντήκοντα χιλιάδων δραχµών και διά φυλακίσεως, µετά την έκτισιν της οποίας υποβάλλονται εις αστυνοµικήν επιτήρησιν, ης η διάρκεια καθορίζεται

Page 165: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

165

δια της καταδικαστικής αποφάσεως”.

Άρθρο 2 §1 α.ν 1672/1939 “Ο ενεργών προσηλυτισµόν τιµωρείται δια φυλακίσεως και χρηµατικής ποινής χιλίων µέχρι πεντήκοντα χιλιάδων δραχµών, έτι δε και δι' αστυνοµικής επιτηρή-σεως, ης η διάρκεια από εξ µηνών µέχρις ενός έτους ορίζεται δια της καταδικα-στικής αποφάσεως”. “Μετατροπή της ποινής φυλακίσεως εις χρηµατικήν ποινήν δεν επιτρέπεται”. Άρθρο 2§2 α.ν 1672/1939 “Προσηλυτισµός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι' υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, δια µέσων απατηλών, δια κα-ταχρήσεως της απειρίας ή εµπιστοσύνης ή δι' εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή κουφότητος άµεσος ή έµµεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής”. Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετάσουµε την ισχύ του εν λόγω Μεταξικού Νόµου αλλά και την κριτική που δέχθηκε στα πλαίσια ερµηνείας και εφαρµογής του. Γιατί δεν είναι λίγοι αυτοί που αµφισβήτησαν τη συνταγµατικότητά του, µιλώντας µάλιστα όχι απλά για µια εκλεπτυσµένη απόκλιση από το πνεύµα του Συντάγµατος, αλλά για µια κατάφωρη αποµάκρυνση από το γράµµα του. Πιο συγκεκριµένα ο α.ν 1363/1938, στο άρθρο 4 §2, αναγνωρίζει την απόπειρα του προσηλυτισµού ως αυτοτελές έγκληµα, παραθέτοντας την ίδια στιγµή µια ενδεικτική καταγραφή των µέσων πραγµάτωσής του. Από την ανάγνωση του άρθρου πληρούται (όχι πλήρως αλλά εν δυνάµει), τόσο η αντικειµενική όσο και η

Page 166: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

166

υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος του προσηλυτισµού, αναγάγοντάς το σε µια αυτοτελή µορφή εγκληµατικής συµπεριφοράς. Το ζήτηµα όµως που εγείρεται, είναι αν και κατά πόσο συνάδει µε τις συνταγµατικές επιταγές, κατόπιν των µεταβολών που εισήγαγε το Σύνταγµα του 1975, στην κατεύθυνση της αποδοκι-µασίας του προσηλυτισµού. Το σχετικό άρθρο τροποποιείται ένα χρόνο αργότερα µε τον αναγκαστικό νόµο 1672/1939 (άρθρο 2§2), µια τροποποίηση που δεν αφορά τόσο σε ζητήµατα της ουσιαστικής διαφοροποίησης της περιγραφής της νοµοτυπικής µορφής του σχετικού µε τον προσηλυτισµό εγκλήµατος, αλλά αποσαφηνίζει απλά το προηγούµενο άρθρο 4 του α.ν 1363. Αναφορικά τώρα µε την έρευνα της συνταγµατικότητας του σχετικού κανόνα, εντοπίζεται η καταφανής αντίθεση µε τις συνταγµατικές ρυθµίσεις: 13Σ, 7§1Σ, 4§1Σ, 5§2Σ. Πιο αναλυτικά ξεκινάµε µε τη διάταξη του άρθρου 13Σ, που κατοχυρώνει το ατοµικό δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας. Στην παράγραφο 2 του αυτού άρθρου, παρέχεται γενική συνταγµατική προστασία στην απόλαυση ενός ατοµι-κού δικαιώµατος, υποκείµενα του οποίου µπορούν να είναι τόσο οι πιστοί µιας γνωστής θρησκείας όσο και εκείνοι που δεν οµολογούν καµία θρησκευτική πίστη. Αντίθετα ο α.ν 1363, αναφέρεται σε διαφορετική θεµατική, απ' αυτήν που το νέο Σύνταγµα κατατάσσει την αποδοκιµασία του προσηλυτισµού. Ειδικότερα αποδοκιµάζεται το έγκληµα αυτό µόνο σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας, παραβιάζοντας έτσι το σχετικό δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας του 13§1Σ. Ποινικοποιείται ο προσηλυτισµός σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας και µόνο, δίχως να υπάρχει σχετική πρόβλεψη και για τους οπαδούς οιασδήποτε γνωστής και µη θρησκείας. Άρα εντοπίζεται µια ρευστότητα στα κριτήρια

Page 167: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

167

προσδιορισµού του εννόµου αγαθού που προστατεύει το άρθρο αυτό, καθιστώντας την έτσι πέρα για πέρα συνταγµατικά αµφισβητούµενη. Παραπέρα, µία ακόµη κριτική πέραν του έµµεσου προσδιορισµού του εννόµου αγαθού του 4§2, αναφέρεται στην ελλιπή καταγραφή των πλαισίων των “απατηλών και ανήθικων µέσων”, µε τα οποία τελείται το έγκληµα του προση-λυτισµού (καθιστώντας έτσι πληµµελή την πλήρωση της αντικειµενικής υπόστα-σης του εγκλήµατος). Είναι γεγονός ότι ο α.ν 1363, προβαίνει σε µια σειρά αξιολο-γικές και ουχί περιγραφικές έννοιες, µε εύλογο αποτέλεσµα τα δικαστήρια και η νοµολογία στην προσπάθειά τους να προσδιορίσουν κάθε φορά τις εν λόγω έννοιες προκειµένου να αποφανθούν δεόντως, να προκαλούν µια σύγχυση, µια πραγµατική σύγχυση. Η νοµολογία λοιπόν προσέδωσε κατά καιρούς ιδιόρρυθµο νόηµα στις λέξεις αυτές. Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω αποφάσεις... 137/53,59/56, 165/56, 126/57, 54/58, 201/61, 53/73, 238/79 222. Χαρακτηριστική είναι η υπ' αριθµ. 997/75 Α.Π, που ερµηνεύει ως απατηλό µέσο και τη διάδοση των θρησκευτικών αντιλήψεων από υποκείµενο πνευµατικά ανώτερο σε σχέση µε το δέκτη αυτών. Ήτοι όταν αυτός που τις µεταδίδει και ο δέκτης τους έχουν µεγάλη διαφορά µόρφωσης. Η πληµµελής αυτή αναφορά στο συγκεκριµένο στοιχείο της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος του προσηλυτισµού, συνιστά κατάφωρη παραβίαση της συνταγµατικής αρχής του αρ.7 §1 Σ, που απαιτεί απόλυτη σαφήνεια του ποινικού νόµου.. “nullum crimen, nulla poena sine lege certa” (κανένα έγκληµα, καµία ποινή δίχως νόµο ορισµένο). Κατά την εν λόγω αρχή, η οποία προσετέθη για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του 1975, ο νόµος που τυποποιεί το ποινικό

222 Βλ. Ποιν. Χρ. 1953, σ.20,Νο Β 1956, σ.736, Ποιν.Χρ. 1956, σ.374, Ποιν.Χρ.1959, σ.297, Ποιν.Χρ.

σ.273-4, Ποιν.Χρ. 1961, σ.472, Ποιν. Χρ. 1973, σ.367, Ποιν. Χρ. 1979, σ.463

Page 168: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

168

φαινόµενο, πρέπει να είναι ειδικά, αναλυτικά και µε σαφήνεια διατυπωµένος, έτσι ώστε να φαίνεται καθαρά, τί είναι αυτό που απαιτεί η Πολιτεία από τους πολίτες. Ενδεχόµενη λοιπόν ασάφεια των ποινικών νόµων αποδοκιµάζεται, προκειµένου να µην βρεθούν οι πολίτες σε επαχθέστερη θέση εκ των υστέρων. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Κωστάρας, “η ασάφεια προσδίδει στο κείµενο

του νόµου τη θολή εκείνη ατµόσφαιρα, που µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως

προπέτασµα για τη νοµιµοφανή άσκηση της αυθαίρετης εξουσίας”223. Ωσαύτως αποφαίνεται και ο Ανδρουλάκης, όπου ειδικά για το lex certa, παρατηρεί: “..η αρχή της νοµιµότητας δε κινδυνεύει πράγµατι τόσον από την αναλογίαν, όσον από τους αορίστους ποινικούς νόµους. Ποινικός νόµος κηρύσσων λ.χ ''πάσαν πράξιν ή παράλειψιν κατευθυνοµένην κατά της κρατούσης εννόµου τάξεως'', ''πάσαν κοινωνικώς επιβλαβήν πράξιν'' και τα παρόµοια, δεν είναι αληθής ποινι-κός νόµος εν τη εννοία της αρχής της νοµιµότητος, αλλά νοµιµοποίησις της δικαστικής αυθαιρεσίας. Απαραίτητος είναι κατά συνέπεια η εν τω νόµω εξειδί-κευσις των εγκληµάτων...”.224. Απαιτείται λοιπόν σαφής καθορισµός των στοιχείων της εγκληµατικής πράξης. Τρίτο παραπέρα σηµείο που οξύνει την αντιπαράθεση, αφορά τη διαµόρφωση του περί προσηλυτισµού αξιοποίνου, πως τελικά αυτό θα κινηθεί, εάν ασκηθεί προσηλυτισµός σε βάρος οπαδών κάποιας γνωστής (όχι πάντως της επικρα-τούσας) θρησκείας. Η αλήθεια είναι πως στο συγκεκριµένο ζήτηµα προκύπτουν κάποια “κενά τιµώρησης”, στο άρθρο 4§2 του α.ν 1363/1938. Ο εν λόγω κανόνας

223 Α.Κωστάρα, Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ∆ικαίου, β' έκδοση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα –

Κοµοτηνή, 2004, σ.119. 224 Ν.Ανδρουλάκη, Ποινικόν ∆ίκαιον, Αθήνα, εκδ. Σάκκουλα, χ.χρ, σ.183-184.

Page 169: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

169

προβλέπει και τιµωρεί µόνο τον προσηλυτισµό σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας και για να καλυφθούν και οι λοιπές κατευθύνσεις, που δεν έχουν αναχθεί σε εγκλήµατα (βάσει υπό εξέταση νόµου), θα πρέπει αφενός να παραβιασθούν τα καθορισµένα του όρια και αφετέρου να εφαρµόζεται αναλογικά για τα κενά που προείπαµε. Έτσι αυτά αναγκαστικά θα καλυφθούν µε αναλογική εφαρµογή, αναλογική επέκταση του αξιοποίνου. Μείζον πρόβληµα όµως εδώ προκύπτει, αφού στην ποινική νοµοθεσία απαγορεύεται η αναλογία, ένεκεν της βασικής αρχής που επικρατεί, “nullum crimen, nulla poena sine lege stricta” (καµιά ποινή και κανένα έγκληµα χωρίς αυστηρό νόµο). Κατά την αρχή αυτή, απαγο-ρεύεται να εφαρµόζουµε ή να ερµηνεύουµε αναλογικά τον ποινικό νόµο σε βάρος του κατηγορουµένου. Τούτο σηµαίνει πως δεν µπορούµε να πάρουµε έναν ποινικό νόµο που τον δηµιούργησε ο νοµοθέτης για να ρυθµίσει µια περίπτωση και να τον εφαρµόσουµε σε µια άλλη παρόµοια περίπτωση. Όπως χαρακτηρι-στικά παρατηρεί ο Κωστάρας, “κάθε ποινικός νόµος πρέπει να λειτουργεί σαν ένα κοστούµι κοµµένο και ραµµένο στα µέτρα συγκεκριµένου θεσµού και είναι συνταγµατικά ανεπίτρεπτο να προσπαθούµε στο Ποινικό ∆ίκαιο να φορέσουµε το κοστούµι αυτό σε κάποιον άλλον θεσµό, έστω και αν αυτός είναι δίδυµος αδελφός και έχει τα ίδια ακριβώς µέτρα µε το θεσµό για τον οποίο κατασκευάσθηκε ειδικά το συγκεκριµένος κοστούµι”225. Σηµειωτέον πως την εν λόγω απαγόρευση της αναλογικής επέκτασης του αξιοποίνου, διατυπώνει και το Σύνταγµα στη διάταξη του άρθρου 7 §1 Σ. Χαρακτηριστικός εδώ είναι ο προβληµατισµός του Λοβέρδου που σηµειώνει σχετικά πως «στο µέτρο που η αρχή της µη αναλογικής εφαρµογής του ποινικού κανόνα υποχρεωτικά καθηλώνει το άρθρο 4 §2 στην τιµώρηση του προσηλυτισµού µόνο σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας, είναι σαφές πως 225 Α.Κωστάρα, ο.π., σ.117-8.

Page 170: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

170

όλες οι άλλες κατευθύνσεις παραµένουν ατιµώρητες”.226. Πέραν όµως από τη ακρογωνιαία διάταξη του άρθρου 13Σ, παραβιάζονται και άλλες εξίσου σηµαντικές διατάξεις του, όπως η αρχή της ισότητας που κατοχυρώ-νεται στο άρθρο 4 §1Σ. αλλά και η προστασία της ελευθερίας του άρθρου 5§2Σ. Πιο συγκεκριµένα η αρχή της ισότητας του 4§1Σ, που ορίζει πως όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου, παραβιάζεται σαφώς στο βαθµό που ένας ποινικός κανόνας καθορίζει όρια προστασίας µόνο σε συγκεκριµένους πολίτες, δυνάµει των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Από την άλλη ο κανόνας της απόλυτης προστασίας της ελευθερίας που παρέχει το άρθρο 5§2Σ, εξαιρεί όλους όσους δεν οµολογούν πίστη στην επικρατούσα θρησκεία κατά το γράµµα του 4§2 α.ν 1363. Εισάγεται µια καθολική εξαίρεση, όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Λοβέρδος, στην απόλαυση του εν λόγω δικαιώµατος, ένεκεν των θρησκευτικών πεποιθήσεων του ατόµου. H εφαρµογή όµως του συγκεκριµένου ποινικού κανόνα δε θέτει προβλήµατα που ενδιαφέρουν αποκλειστικά και µόνο την ελληνική έννοµη τάξη, αλλά και τη διεθνή. Ειδικότερα οι υποστηρικτές της εν λόγω άποψης, επικαλούνται το άρθρο 9 §§ 1,2 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (που παρουσιάσαµε σε παραπάνω ενότητα). Ενδεικτικά να υπενθυµί-σουµε πως η §1 διακηρύσσει τη θρησκευτική ελευθερία υπό την έννοια της ελευ-θερίας της µεταβολής θρησκευτικών πεποιθήσεων ή δόγµατος αλλά και ελευθερία εκδήλωσης αυτών, ιδιωτικά ή δηµόσια. Η δε §2, εισάγει περιορισµούς στην εν λόγω ελευθερία, όταν όµως αυτοί προέρχονται από το νόµο και αποσκοπούν στη δηµόσια τάξη, στη δηµόσια ασφάλεια και στο γενικότερο δηµόσιο συµφέρον.

226 Α.Λοβέρδος, Προσηλυτισµός, Για την αντισυνταγµατικότητα της σχετικής µε τον προσηλυτισµό

ποινικής νοµοθεσίας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα, 1986, σ.49.

Page 171: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

171

Θεωρούν λοιπόν πως το άρθρο 4 του α.ν 1363, αποτελεί για την άσκηση του δικαιώµατος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, σαφή περιορισµό του δικαιώµατος (όπως αυτό κατοχυρώνεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 ΕΣ∆Α), ένας περιορισµός που (κατ' αυτών), πόρρω απέχει από την προάσπιση της δηµό-σιας τάξης, την υγεία, την ηθική και την προστασία του δικαιώµατος των άλλων (9§2 ΕΣ∆Α). Στο συγκεκριµένο σηµείο παρατηρεί σχετικά ο Λοβέρδος (βάλλοντας για µια ακόµη φορά κατά της επικρατούσας θρησκείας), πως ο συγκεκριµένος ποινικός κανόνας δε θεσπίστηκε για κάποιον από τους παραπάνω λόγους, αλλά για να περιοριστεί µέσω των διατάξεών του η ελευθερία της θρησκευτικής συνεί-δησης και κατ' επέκταση να ενισχυθεί η θέση της επικρατούσας θρησκείας227. Αυτή λοιπόν είναι η µία άποψη, ακραία µεν υπαρκτή δε, που θεωρεί ως κατά-φωρα αντισυνταγµατική τη διάταξη του άρθρου 4 §2 του α.ν 1363/1938. Τα δικαστήρια βέβαια και η νοµολογία γενικότερα, απεφάνθησαν πολλές φορές κατά τρόπο τέτοιο ώστε να υποστηρίζεται (λακωνικά µεν) η συνταγµατικότητα του α.ν 1363 (ενδεικτικά αναφέρονται... ΑΠ 997/75, 1305/75, Πληµµ. Εδέσσης 25/84).

Χαρακτηριστική δε είναι η υπόθεση “Κοκκινάκης κατά Ελλάδος”, όπου το Ευρ∆∆Α παρόλο που δικαίωσε τον προσφεύγοντα κρίνοντας την καταδίκη του από τα Ελληνικά δικαστήρια ως αδικαιολόγητη, εν τούτοις θεώρησε ότι το άρθρο 4 στο βαθµό που αποσκοπεί να καταστείλει τον αθέµιτο προσηλυτισµό, δεν αποτελεί παραβίαση των διατάξεων, τόσο του Συντάγµατος, όσο και της ΕΣ∆Α, τουναντίον δε συνάδει µε το άρθρο 9§2 ΕΣ∆Α. (Ανάλυση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου, παρακάτω Κεφάλαιο Ε΄). Εξάλλου το 4§2 δε θίγει το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας εν γένει, αλλά την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας, όταν αυτή πραγµατώνεται µε αποδοκι- 227 Α. Λοβέρδο, ο.π., σ.52.

Page 172: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

172

µαστέα εκ του νόµου µέσα – αθέµιτος προσηλυτισµός · απλά εξειδικεύεται στην επικρατούσα θρησκεία, χωρίς όµως έτσι να ακυρώνει τη γενικότερη διάταξη του άρθρου 13 του Συντάγµατος, ήτοι τη θρησκευτική ελευθερία. Παραπέρα αν επιχειρήσουµε να το προσεγγίσουµε κοινωνικο-πολιτικά, θα πρέπει να παραδεχτούµε πως ζούµε σε µια πραγµατικότητα, που η αποκαλούµενη από τη δικαιική τάξη “επικρατούσα θρησκεία” ήτοι η Ορθόδοξη Χριστιανική, συνυπάρχει και συµπορεύεται µε τη γενικότερη κουλτούρα µας, την ιστορία µας, την παράδοσή µας. Η ιδιαίτερη πολιτισµική µας ταυτότητα (όπως εξάλλου αναλύθηκε και στην αρχή της παρούσας µελέτης), προσδιορίζεται από δύο άρρηκτα δεµένες έννοιες Ελλάδα και Χριστιανισµός. Στην προµετωπίδα εξάλλου του Συντάγµατος, στο άρθρο 3, ο νοµοθέτης σπεύδει να κατοχυρώσει αυτή τη συναλληλία, κηρύσσοντας τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ως επικρατούσα, µε τον Κύριο ηµών Ιησού Χριστό ως κεφαλή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Πως λοιπόν µπορούµε να χαρακτηρίσουµε ως άστοχη τη διάταξη του άρθρου 4 §2 του Μεταξικού νόµου, αφού συνάδει απόλυτα µε τη συνταγµατική διάταξη του άρθρου 3. Κατά συνέπεια δικαιολογείται αν µη τι άλλων να τυποποιείται µια διάταξη στο νόµο που να αναφέρεται και να προσδιορίζει ειδικά την προστασία της επικρατούσας θρησκείας, της θρησκείας των Ελλήνων, που στο σύνολό τους, όντας Χριστιανοί, αισθάνονται πως θίγεται ενίοτε το θρησκευτικό τους αίσθηµα, όταν εντάσσεται στην ίδια διάταξη η προστασία του Ορθόδοξου Χριστιανισµού (δηλαδή της επικρατούσας θρησκείας), µε τις λοιπές απλά γνωστές θρησκείες. Όπως και να χει, η πλειάδα των δικαστικών αποφάσεων στην ελληνική έννοµη τάξη, καταδεικνύει τη διακριτική ευχέρεια του κοινού νοµοθέτη, να ερµηνεύει κατά

Page 173: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

173

περίπτωση, κάθε φορά µε διάφορους και επίκαιρους όρους, το νόηµα της ρητής επιταγής του συνταγµατικού νοµοθέτη.

Ε ' Ε Ν Ο Τ Η Τ Α

ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙ∆ΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

1. Ο ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΟΡΚΟΥ Όρκος είναι η επίκληση του ονόµατος του Θεού ή κάποιας ανώτερης δύναµης και συνεπώς συνδέεται κατ’ ανάγκη µε τις θρησκευτικές, αθρησκευτικές ή αθεϊστικές πεποιθήσεις κάθε ανθρώπου. Ο όρκος είναι πράξη µε την οποία ο ορκιζόµενος εκδηλώνει τη θρησκευτική του συνείδηση και άρα από την άποψη αυτή ο όρκος καλύπτεται από το ατοµικό δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας228. Ο όρκος έχει θρησκευτική βάση και προϋποθέτει την πίστη στη θεοκρισία, δηλαδή στο ότι ο Θεός επεµβαίνει στα ανθρώπινα πράγµατα για να αποκατα-στήσει την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη και να τιµωρήσει το ψεύδος ή την αδικία. Ο ορκιζόµενος επικαλούµενος το όνοµα του Θεού, ουσιαστικά παραδίδεται στην κρίση Του και αποδέχεται οποιαδήποτε τιµωρία σε περίπτωση αναληθείας ή 228 Α.Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, ο.π., σελ. 70.

Page 174: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

174

ανειλικρίνειας των λόγων του. Ο όρκος λοιπόν προϋποθέτει τη θρησκευτική πίστη, διαφορετικά δεν έχει νόηµα. Το κύρος του θρησκευτικού όρκου δεν επη-ρεάζεται από το αν µία θρησκεία είναι αναγνωρισµένη ή όχι, εφόσον ο ορκι-ζόµενος πιστεύει σ’ αυτήν229. Ο ορκιζόµενος χρησιµοποιεί τον όρκο για την επικύρωση της αλήθειας κάποιας διαβεβαιώσεως ή της ειλικρίνειας κάποιας υποσχέσεως. Έτσι, ανάλογα µε το περιεχόµενό του ο όρκος χαρακτηρίζεται είτε ως όρκος αληθείας είτε ως όρκος υποσχέσεως. Ο πρώτος συνδέεται µε το παρελθόν, ενώ ο δεύτερος µε το µέλλον. Η παράβαση του όρκου αληθείας ονοµάζεται ψευδορκία ενώ η παράβαση του όρκου υποσχέσεως επιορκία230. Ο συνταγµατικός νοµοθέτης έθεσε την περί όρκου διάταξη στο άρθρο 13 του Συντάγµατος, προφανώς λόγω της σχέσης του όρκου και της θρησκευτικής ελευθερίας. Συγκεκριµένα στο άρθρο 13§5 του Συντάγµατος ορίζεται ότι: «Κανέ-νας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόµο που ορίζει και τον τύπο του». Εκ της διάταξης αυτής συνάγεται ότι: α) Ο τύπος του όρκου καθορίζεται µόνο µε τυπικό νόµο (δηλαδή µε νόµο που ψηφίζεται από τη Βουλή). β) Ο κοινός νοµοθέτης είναι ελεύθερος να καθορίσει σε ποιες περιπτώσεις απαιτείται η απόδοση όρκου. Αυτό πρακτικά σηµαίνει ότι ο συντακτικός νοµοθέτης δεν καθιστά υποχρεωτική την απόδοση όρκου σε συγκεκριµένες περιπτώσεις, αλλά ορίζει ότι, εάν ο κοινός νοµοθέτης κρίνει ότι σε µία περίπτωση πρέπει να δοθεί όρκος, τότε οφείλει να καθορίσει συγχρόνως και τον τύπο του όρκου. γ) Ο τύπος του όρκου δεν µπορεί 229 Γ. Μαντζαρίδου, Χριστιανική Ηθική, ο.π., σελ. 409. 230 ο.π., σ.409.

Page 175: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

175

να είναι ενιαίος για όλους τους ορκιζόµενους. Εφόσον ο όρκος συνδέεται άµεσα µε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ορκιζόµενου, πρέπει να δίνεται η δυνατότητα σ’ αυτόν που ορκίζεται, να ορκίζεται σύµφωνα µε τις θρησκευτικές του πεποι-θήσεις. Έτσι, µπορεί κάποιος να ορκίζεται επικαλούµενος το όνοµα του Θεού της θρησκείας, την οποία πρεσβεύει, εάν βέβαια είναι θρησκευόµενος και η θρησκεία του επιτρέπει τη χρησιµοποίηση του ονόµατος του Θεού προς όρκιση. Στην περίπτωση αυτή τηρείται το τυπικό της οικείας θρησκείας του ορκιζόµενου, εάν υπάρχει, ως προς τον τύπο του όρκου. ∆ηλαδή ακολουθείται συγκεκριµένη διαδικασία µε συγκεκριµένη φρασεολογία κλπ. Από την άλλη πλευρά, µπορεί κάποιος να ορκίζεται κατά τρόπο µη θρησκευτικό, εάν είναι άθεος ή άθρησκος ή εάν η θρησκεία του δεν του επιτρέπει την όρκιση. Στην περίπτωση αυτή, ο ορκιζόµενος επικαλείται την τιµή και τη συνείδησή του. Με την υπ’ αριθµ. 2601/1998 απόφαση του ΣτΕ έγιναν δεκτά όλα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν αναφορικά µε τον τύπο του όρκου231. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σηµασία, είναι το γεγονός ότι καθιερώνονται δύο ειδών όρκοι, ο θρησκευτικός και ο µη θρησκευτικός. Ο θρησκευτικός όρκος δίνεται σύµφωνα µε τη θρησκεία του ορκιζόµενου, πράγµα που φαίνεται λογικό και σύµφωνο µε τη θρησκευτική ελευθερία, παρόλο που επιβάλλεται όρκος, ενώ απαγορεύεται από την ίδια τη θρησκεία!232 Εάν υπήρχε ενιαίος θρησκευτικός όρκος για όλους, τότε θα είχαµε σαφή παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας, αφού θα εξαναγκάζονταν άνθρωποι, που ανήκουν σε διαφορετικά θρησκεύµατα,

231 Α. Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, ο.π., σελ. 71. 232 Το συγκεκριµένο ζήτηµα της απαγόρευσης του όρκου από τη θρησκεία µας αναλύεται

διεξοδικότερα σε άλλο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας.

Page 176: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

176

να ορκίζονται σύµφωνα µε το τυπικό µιας συγκεκριµένης θρησκείας. Στην πράξη, άτοµα θα ορκιζόταν στο όνοµα κάποιας θρησκείας, που δε ασπάζονται και άρα µε µεγάλη ευκολία θα µπορούσαν να οδηγηθούν στην ψευδορκία, αφού δεν θα είχαν καµία θρησκευτική, σύµφωνα µε τη συνείδηση και τα πιστεύω τους, συνέπεια. Από την άλλη µια τέτοια πρακτική δε θα εξυπηρετούσε ούτε το φορέα προς τον οποίο απευθύνεται ο όρκος, γιατί έτσι δε θα διασφαλιζόταν ο ίδιος και δε θα είχε λόγο ύπαρξης ο όρκος ως µέσο αυτοπεριορισµού και «φόβου» του ορκιζόµενου. Ποια είναι η σκοπιµότητα της ύπαρξης του όρκου και σε τι συνίσταται η χρησιµότητά του; Ο όρκος χρησιµοποιείται κυρίως για την απόδειξη κάποιων πραγµάτων ή ως προϋπόθεση για τη µαρτυρική κατάθεση, όπως συµβαίνει µε τον όρκο στα δικαστήρια. Για παράδειγµα, ο εξεταζόµενος ως µάρτυρας σε δίκη, ορκίζεται προκειµένου να βεβαιώσει το αληθές της κατάθεσής του και να πείσει το δικαστήριο επικαλούµενος είτε το Θεό που πιστεύει είτε την τιµή του. Επίσης, χρησιµοποιείται για να δοθεί από πλευράς ορκιζόµενου µια «διαβεβαίωση» ότι υπόσχεται να τηρήσει στο µέλλον αυτά τα οποία πρέπει να τηρήσει στα πλαίσια των υποχρεώσεών του, που απορρέουν από µία ιδιότητα που έχει. Για παρά-δειγµα αυτός που πρόκειται να ορκιστεί για τη λήψη του πτυχίου του, ο στρατιώτης, ο βουλευτής ή ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, ορκίζονται για να διαβε-βαιώσουν ότι θα τηρήσουν στο µέλλον αυτά τα οποία είναι υποχρεωµένοι να τηρήσουν. Ο όρκος δηλαδή χρησιµοποιείται για να βεβαιώσει την αλήθεια κά-ποιων πραγµάτων, όταν συνδέεται µε το παρελθόν ή για να ενισχύσει µια υπό-σχεση, όταν συνδέεται µε το µέλλον. Το Ε∆∆Α έκρινε ότι η αδικαιολόγητη απαίτηση να ορκιστεί κάποιος στο

Page 177: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

177

Ευαγγέλιο εξοµοιώνεται µε οµολογία πίστης σε µια συγκεκριµένη θρησκεία, που παραβιάζει το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α233. Από την άλλη, εάν δεν υπήρχε η εναλλακτική µορφή όρκου, που είναι ο µη θρησκευτικός, θα εξαναγκάζονταν αυτοί που δεν πρεσβεύουν καµία θρησκεία ή κανέναν Θεό, να επικαλεστούν ένα Θεό τον οποίο σε τελική ανάλυση δεν πιστεύουν. Όπως και αυτοί, που η θρησκεία τους δεν τους επιτρέπει την όρκιση, θα εξαναγκάζονταν να έρθουν σε ρήξη µε τις αρχές της θρησκείας τους και να ορκιστούν, γεγονός που συνιστά κατάφωρη παραβίαση της θρησκευτικής τους ελευθερίας. Ειδικά για τον θρησκευτικό τύπο του όρκου, ο Α. Μάνεσης τον χαρακτηρίζει ως «επιβίωση της µαγικής θεοδικίας» και θεωρεί πως η θέσπισή του από την κοινή νοµοθεσία δεν συµπορεύεται προς το άρθρο 13§1 Σ, αλλά ούτε και προς τα άρθρα 2§1 και 7§2 Σ. Θεωρεί λοιπόν τον θρησκευτικό όρκο αντίθετο µε τις αρχές της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, του σεβασµού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας234. Όπως προαναφέρθηκε, ο νόµος οφείλει να καθορίζει συγχρόνως και τον τύπο του όρκου. Κατά τον Α. Μαρίνο, εάν δεν τον καθορίζει, δεν δηµιουργείται κανένα πρό-βληµα, διότι το πώς θα ορκιστεί αυτός που έχει υποχρέωση ορκοδοσίας προκύ-πτει από την έννοια του ατοµικού δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας. Συνεπώς, η σχετική περί ορκοδοσίας διάταξη δεν καθίσταται ανενεργή, επειδή δεν καθορίζει συγχρόνως και τον τύπο του όρκου, όπως ορίζει το άρθρο 13§5 του

233 Απόφαση της 18.2.1999 στην υπόθεση Buscarini κατά Αγίου Μαρίνου (∆ιοικητική ∆ίκη 2000,

452). 234 Α. Μάνεση, Συνταγµατικά ∆ικαιώµατα – ατοµικές ελευθερίες α΄, ο.π., σελ. 258.

Page 178: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

178

Συντάγµατος235. Ένα µεγάλο ζήτηµα είναι επίσης, το κατά πόσο έχει το δικαίωµα η πολιτεία να επιβάλλει τον όρκο στους πολίτες της. Τον καθορισµό των περιπτώσεων, στις οποίες η ορκοδοσία είναι υποχρεωτική καθώς και τον προσδιορισµό του τύπου του όρκου αφήνει ο συντακτικός νοµοθέτης στον κοινό νοµοθέτη (άρθρο 13§5 Σ.). Εποµένως, παρόλο που η υποχρεωτική ορκοδοσία αποτελεί εξαναγκασµό σε πράξη, που ενδέχεται να αντίκειται στην ελευθερία της θρησκευτική συνείδησης, εντούτοις το Σύνταγµα δίνει την εξουσία στον κοινό νοµοθέτη, να κρίνει σε ποιες περιπτώσεις χρειάζεται ο όρκος και µε ποιον τύπο πρέπει να δοθεί.

235 Α. Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, ο.π., σελ. 71-72.

Page 179: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

179

1.1 Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ Το άρθρο 59 του Συντάγµατος καθορίζει τον τύπο του όρκου των βουλευτών, που δίνουν πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Συγκεκριµένα το άρθρο 59§1 ορίζει: «Οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους δίνουν στο Βουλευτήριο και σε

δηµόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζοµαι στο όνοµα της Αγίας και

Οµοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να είµαι πιστός στην Πατρίδα και το δηµο-

κρατικό πολίτευµα, να υπακούω στο Σύνταγµα και τους νόµους και να εκπληρώ-

νω ευσυνείδητα τα καθήκοντά µου».». Στην δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου (59§2 Σ.) ορίζεται ότι: «Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές δίνουν τον ίδιο όρκο

σύµφωνα µε τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγµατος». Επί του συγκεκριµένου άρθρου πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις: Πρώτον, το ίδιο το Σύνταγµα, στην περίπτωση της ορκοδοσίας των βουλευτών, καθορίζει τον τύπο του όρκου που πρέπει να δοθεί. Ενώ, όπως είδαµε, ο τύπος του όρκου καθορίζεται συνήθως µε τυπικό νόµο, στην περίπτωση του όρκου των βουλευτών, ο συντακτικός νοµοθέτης καθόρισε ο ίδιος τον τύπο του όρκου που πρέπει να δίνουν οι βουλευτές. Και δεύτερον, από το ίδιο το άρθρο 59 συνάγεται ότι ο νοµοθέτης καθόρισε τον τύπο του όρκου, ο οποίος πρέπει να είναι θρησκευτικός. Πουθενά δεν αναφέρεται στο άρθρο 59 το δικαίωµα των βουλευτών να δίνουν όρκο µη θρησκευτικό. Όµως όπως πολύ εύστοχα συµπληρώνει ο Α. Μαρίνος, εξυπακούεται ότι, εάν ένας βουλευτής είναι άθεος, έχει το δικαίωµα να µη δώσει θρησκευτικό όρκο, τακτική που ακολουθούν οι βουλευτές του κοµµουνιστικού κόµµατος236.

236 Α.Μαρίνου, ο.π.,σ.72.

Page 180: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

180

1.2. Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕ∆ΡΟΥ ΤΗΣ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Το άρθρο 33§2 του Συντάγµατος καθορίζει τον τύπο του όρκου που δίνει ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας, πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του. Ειδικότερα το άρθρο 33§2 Σ. ορίζει ότι: «Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας πριν

αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του, δίνει ενώπιον της Βουλής τον

ακόλουθο όρκο: «Ορκίζοµαι στο όνοµα της Αγίας και Οµοούσιας και Αδιαίρετης

Τριάδας να φυλάσσω το Σύνταγµα και τους νόµους, να µεριµνώ για την πιστή

τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της

Χώρας, να προστατεύω τα δικαιώµατα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και να

υπηρετώ το γενικό συµφέρον και την πρόοδο του Ελληνικού Λαού».». Και στον όρκο του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, όπως και στον όρκο των βουλευτών, ο τύπος του καθορίζεται από το ίδιο το Σύνταγµα και όχι από τυπικό νόµο. Το γεγονός αυτό δείχνει τη βαρύτητα που θέλει να δώσει ο συντακτικός νοµοθέτης στις δύο αυτές περιπτώσεις όρκου. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στην ως άνω διάταξη γίνεται αναφορά µόνο σε θρησκευτικό όρκο και µάλιστα ενώπιον της Αγίας και Οµοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας, που αποτελεί τη βάση του Τριαδι-κού δόγµατος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εκ πρώτης, φαίνεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να εκλεγεί κάποιος Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας είναι η ιδιότητά του ως χριστιανού ορθόδοξου237. Κατά τον Α. Μαρίνο, η διάταξη αυτή αναφέρεται στη συνήθη περίπτωση ενός Προέδρου χριστιανού ορθόδοξου. Εάν όµως εκλεγεί ως Πρόεδρος κάποιος που δεν είναι χριστιανός ορθόδοξος, πράγµα το οποίο δεν απαγορεύεται από το Σύνταγµα, τότε ο Πρόεδρος θα ορκιστεί κατά τον τύπο της θρησκείας που πρεσβεύει ή θα ορκιστεί επικαλούµενος την τιµή και τη συνείδησή 237 Α.Μαρίνου, ο.π., σ.71-72.

Page 181: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

181

του, εφόσον είναι άθρησκος ή άθεος ή δεν του το επιτρέπει η θρησκεία του238. Στο άρθρο 31 του Συντάγµατος αναφέρονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να έχει κάποιος για να µπορεί να εκλεγεί Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Συγκεκριµένα το άρθρο 31 Σ. ορίζει ότι: «Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µπορεί να εκλεγεί όποιος

είναι Έλληνας πολίτης πριν από πέντε τουλάχιστον έτη, έχει από πατέρα ή µητέρα

ελληνική καταγωγή, έχει συµπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και

έχει τη νόµιµη ικανότητα του εκλέγειν». Το παραπάνω άρθρο του Συντάγµατος

πουθενά δεν αναφέρει ότι ανάµεσα στα άλλα προσόντα που πρέπει να διαθέτει ο

Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας πρέπει να έχει και την ιδιότητα του οπαδού της επι-

κρατούσας θρησκείας. Αντίθετα, στα προϊσχύσαντα Συντάγµατα η ιδιότητα αυτή

του χριστιανού ορθόδοξου ως απαραίτητη προϋπόθεση υπήρχε και δηλωνόταν

ρητά239.

Κατά την ορθότερη άποψη του Ι. Κονιδάρη, «το θέµα έχει θεωρητική µόνο σηµα-σία, αφού το συνήθως συµβαίνον, ως εκ της θρησκευτικής οµοιογένειας του ελλη-νικού λαού, θα είναι ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας να ανήκει στη χριστιανική θρησκεία»240.

Κατά µία άλλη άποψη, αυτή του Π. ∆αγτόγλου, Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µπορεί να γίνει µόνο χριστιανός, όχι όµως αναγκαστικά ορθόδοξος241. Η δικαιολογητική βάση της παραπάνω θέσης έγκειται στο γεγονός ότι την πίστη στο Τριαδικό

238 ο.π, σ.72 239 Άρθρο 47 του Σ. 1952, που ορίζει ότι: «Πας διάδοχος του Ελληνικού Θρόνου απαιτείται να

πρεσβεύη την θρησκείαν της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας». Αυτό ήταν το πρόβληµα µε τους βασιλείς που δεν ήταν ελληνικής καταγωγής.

240 Ι. Κονιδάρη, Εγχειρίδιο εκκλησιαστικού δικαίου, ο.π., σελ. 51. 241 Π. ∆αγτόγλου, Συνταγµατικό ∆ίκαιο – Ατοµικά ∆ικαιώµατα, τ.α΄, ο.π., σελ.452.

Page 182: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

182

δόγµα συµµερίζονται και η ρωµαιοκαθολική εκκλησία καθώς και οι περισσότερες διαµαρτυρόµενες εκκλησίες.

Page 183: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

183

1.3. Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ∆ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Στο άρθρο 19 του υπαλληλικού κώδικα (Ν. 2683/1999) περιλαµβάνεται ο τύπος του όρκου, που δίνουν οι δηµόσιοι υπάλληλοι, πριν την ανάληψη της υπηρεσίας τους. Συγκεκριµένα το άρθρο 19§1 αναφέρει: 1. Ο όρκος που δίνεται ενώπιον του οργάνου που έχει εκδώσει την πράξη

διορισµού ή του οργάνου που ορίζεται στο έγγραφο κοινοποίησης.

α) Ο όρκος έχει ως εξής: «Ορκίζοµαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο

Σύνταγµα και τους νόµους και να εκπληρώνω τιµίως και ευσυνειδήτως τα

καθήκοντά µου».

β) Ο όρκος των αλλοδαπών έχει ως εξής: «Ορκίζοµαι να φυλάττω πίστη στην

Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγµα και τους νόµους της και να εκπληρώνω τιµίως και

ευσυνειδήτως τα καθήκοντά µου».

γ) Όσοι δηλώνουν ότι δεν πρεσβεύουν καµία θρησκεία ή πρεσβεύουν θρησκεία

που δεν επιτρέπει τον όρκο, παρέχουν, αντί όρκου, την ακόλουθη διαβεβαίωση:

«∆ηλώνω, επικαλούµενος την τιµή και τη συνείδησή µου, ότι θα φυλάττω πίστη

στην Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγµα και τους νόµους και ότι θα εκπληρώνω

τιµίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά µου»242.

Όπως προκύπτει από το παραπάνω άρθρο, ο υπαλληλικός κώδικας προβλέπει δύο ειδών όρκους, τον θρησκευτικό και τον µη θρησκευτικό (την λεγόµενη διαβε-βαίωση). Ο θρησκευτικός όρκος αφορά τους δηµοσίους υπαλλήλους (ηµεδαπούς 242 Χ. Χρυσανθάκη, Υπαλληλικός Κώδικας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1999, σελ. 21. & Α.

Τάχου, ∆ηµοσιουπαλληλικό ∆ίκαιο, δ΄ έκδοση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1996, σ.150.

Page 184: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

184

ή αλλοδαπούς), που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία. Η δε διαβεβαίωση αντί του όρκου αφορά αυτούς, που δεν πρεσβεύουν καµία θρησκεία ή πρεσβεύουν θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο. Πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε θρησκευτικό όρκο άλλης θρησκείας ή δόγµατος, για την περί-πτωση που ένας δηµόσιος υπάλληλος πρεσβεύει άλλη θρησκεία ή δόγµα, διαφο-ρετικά της επικρατούσας. Και γεννάται εύλογα το ερώτηµα: τι γίνεται στην περί-πτωση ετερόδοξου ή ετερόθρησκου δηµοσίου υπαλλήλου; Ο ετερόδοξος ή ετερό-θρησκος υπάλληλος καλείται να ακολουθήσει τη λύση της διαβεβαίωσης, αντί να ορκιστεί κατά τον τύπο του όρκου της θρησκείας του, εφόσον επιτρέπεται. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο όρκος του δηµοσίου υπαλλήλου χρειάζεται να τροποποιηθεί και να συµπεριλάβει και την περίπτωση του όρκου για τους ετερόδοξους ή ετερόθρησκους, σύµφωνα µε τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγµατος, όπως ισχύει στην περίπτωση του όρκου των βουλευτών.

Page 185: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

185

1.4. Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΟΡΚΟΣ Στο άρθρο 3 του γενικού κανονισµού υπηρεσίας στο στρατό περιλαµβάνεται ο όρκος, που δίνει αυτός που εντάσσεται στις τάξεις του στρατού. Ειδικότερα, το άρθρο 3 ορίζει: 1. Όποιο άτοµο εντάσσεται στις τάξεις του Στρατού, υποχρεώνεται να δώσει τον

πιο κάτω όρκο στη Σηµαία και το Ιερό Ευαγγέλιο ή στα Ιερά Σύµβολα που πιστεύει

καθένας: «Ορκίζοµαι να φυλάττω πίστη στην Πατρίδα. Υπακοή στο Σύνταγµα,

τους Νόµους και τα ψηφίσµατα του Κράτους. Υποταγή στους ανωτέρους µου. Να

εκτελώ προθύµως και άνευ αντιλογίας τις διαταγές τους. Να υπερασπίζω µε πίστη

και αφοσίωση, µέχρι τελευταίας ρανίδος του αίµατός µου, τις Σηµαίες. Να µην τις

εγκαταλείπω, ούτε να αποχωρίζοµαι ποτέ από αυτές. Να φυλάττω δε ακριβώς

τους στρατιωτικούς νόµους. Και να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιµος

στρατιώτης».

2. Ο όρκος είναι η επίσηµη υπόσχεση που δίνεται από αυτόν που ορκίζεται στα

Εθνικά και Θρησκευτικά Σύµβολα ότι θα τηρεί πιστά, όσα περιλαµβάνονται στον

όρκο. Από την υπόσχεση αυτή απαλλάσσεται αυτός που ορκίσθηκε, µετά την

έξοδό του από τις τάξεις του Στρατού και την επάνοδό του στην ιδιωτική ζωή 243.

Από το παραπάνω άρθρο συνάγεται καταρχήν ότι ο όρκος που δίνει αυτός που εισέρχεται στις τάξεις του στρατού είναι θρησκευτικού τύπου. Ο τύπος του θρησκευτικού όρκου είναι ένας, δηλαδή υπάρχει ένα ενιαίο κείµενο όρκου, αλλά ο όρκος δίνεται είτε ενώπιον του Ιερού Ευαγγελίου είτε ενώπιον άλλων Ιερών 243 Στρατιωτικός Κανονισµός 20-1

Page 186: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

186

Συµβόλων. Αυτοί που ανήκουν στην επικρατούσα θρησκεία επικαλούνται το ευαγγέλιο, ενώ οι ετερόθρησκοι ή ετερόδοξοι επικαλούνται τα δικά τους ιερά σύµβολα. Στο σηµείο αυτό δηλαδή, υπάρχει πλήρης και αδιαµφισβήτητος σεβασµός της θρησκευτικής ελευθερίας.

Page 187: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

187

1.5. Ο ΟΡΚΟΣ ΣΤΑ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΑ Στα ποινικά δικαστήρια, µία από τις υποχρεώσεις του µάρτυρα είναι και η όρκισή του από τον ανακρίνοντα. Η υποχρέωση αυτή συνάγεται από το άρθρο 218 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, που επιβάλλει την όρκιση µε ποινή ακυρότητας, αλλά και από το άρθρο 229, βάσει του οποίου ο αρνούµενος τον όρκο µαρτυρίας χωρίς νόµιµο λόγο µπορεί να καταδικαστεί από τον ανακρίνοντα εισαγγελέα, ανακριτή, ειρηνοδίκη ή πταισµατοδίκη µε πρόστιµο από 0,59 € έως 5,90 € και στα ανάλογα τέλη, ενώ παράλληλα επιφυλάσσεται και η προβλεπόµενη από τον Ποινικό Κώδικα βαρύτερη ποινή244. Ο Κώδικας Ποινικής ∆ικονοµίας καθιερώνει κατά βάση τον θρησκευτικό τύπο του όρκου και µόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να µη δίνεται τέτοιου είδους όρκος, όταν αυτό έρχεται σε αντίθεση µε τις πεποιθήσεις του µάρτυρα και παραβιάζεται µε αυτόν τον τρόπο η ελευθερία της συνειδήσεως. Ο δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης από τον Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας του θρησκευτικού όρκου οφείλεται στην αντίληψη των συντακτών του ότι «η θρησκευτική επίκληση βρίσκει στην ψυχή πολλών µαρτύρων ζωηρή απήχηση και τους ωθεί να πουν την αλήθεια καθώς το θρησκευτικό συναίσθηµα είναι ριζωµένο µεταξύ των λαϊκών τουλά-χιστον τάξεων»245. Κατά το άρθρο 218§1 ΚΠ∆ κάθε µάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατή-ριο, να ορκιστεί δηµόσια θέτοντας το δεξιό του χέρι στο ιερό ευαγγέλιο τον εξής

244 Α. Καρρά, Ποινικό ∆ικονοµικό ∆ίκαιο, ο.π., σελ. 446. 245 Βλ. σχετικά την αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου Κώδικος Ποινικής ∆ικονοµίας

Page 188: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

188

όρκο: «Ορκίζοµαι στο Θεό να πω µε ευσυνειδησία όλη την αλήθεια και µόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε». Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη. Ο παραπάνω όρκος δίνεται από τους µάρτυρες και στην προδικασία, δηλαδή στο στάδιο που προηγείται της δίκης στο ακροατήριο κατά το άρθρο 219 ΚΠ∆. Αν ο µάρτυρας είναι κληρικός ή ιερωµένος οποιουδήποτε θρησκεύµατος, που απαγορεύει τον όρκο, δεν ορκίζεται αλλά αντί για τον όρκο διαβεβαιώνει στην ιεροσύνη του και σύµφωνα µε τους αντίστοιχους κανόνες του θρησκεύµατός του το περιεχόµενο του όρκου (άρθρο 218§2 ΚΠ∆). Αν πάλι ο µάρτυρας πρεσβεύει οποιαδήποτε θρησκεία αναγνωρισµένη ή απλώς ανεκτή από το κράτος και σ’ αυτήν προβλέπεται ορισµένος γνωστός τύπος όρκου, ο τύπος αυτός θεωρείται επίσης έγκυρος στην ποινική διαδικασία (άρθρο 220§1 ΚΠ∆). Αν τέλος, ο µάρτυρας πρεσβεύει θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο, καθώς και όταν ο ανακρίνων πεισθεί ότι ο µάρτυρας δεν πρεσβεύει καµία θρη-σκεία, ο όρκος δίνεται ως ακολούθως: «∆ηλώνω επικαλούµενος την τιµή µου και τη συνείδησή µου ότι θα πω όλη την αλήθεια και µόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτα» (άρθρο 220§2 ΚΠ∆). Με τον ίδιο τύπο µπορεί να ορκιστεί, όπως γίνεται δεκτό246, και ο χριστιανός ορθόδοξος µάρτυρας, εφόσον δηλώσει ότι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις δεν του επιτρέπουν τον όρκο. Τα παραπάνω εφαρµόζονται κατ’ αναλογία και στους διορισθέντες πραγµατογνώµονες και διερµηνείς, που λαµβάνουν µέρος στη δίκη (άρθρα 194, 236 ΚΠ∆). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του όρκου των ενόρκων στο µικτό ορκωτό δικαστήριο. Σύµφωνα µε το άρθρο 398 ΚΠ∆, οι ένορκοι που κληρώθηκαν, 246 Α. Καρρά, Ποινικό ∆ικονοµικό ∆ίκαιο, ο.π., σελ. 447.

Page 189: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

189

λίγο πριν την έναρξη της δίκης και σε δηµόσια συνεδρίαση καλούνται να ορκι-στούν ενώπιον του εισαγγελέα και του κατηγορουµένου δίνοντας τον καθιερωµένο όρκο. Ο πρόεδρος του µικτού ορκωτού δικαστηρίου διαβάζει στους ενόρκους τον παρακάτω όρκο: «Ορκιστείτε και υποσχεθείτε ότι θα θεωρήσετε µε προσοχή και

θα εξετάσετε µε ευσυνειδησία, στη διάρκεια της δικαστικής συζήτησης, την

κατηγορία εναντίον του, καθώς και την υπεράσπισή του, ότι δεν θα συνεννοηθείτε

µε κανέναν σχετικά µε την απόφαση που θα εκδοθεί και ότι κατά την εκπλήρωση

των καθηκόντων που σας επιβάλλονται δεν θα ενεργήσετε επηρεασµένοι από

φιλία, έχθρα ή χάρη, ούτε για κάποια ιδιαίτερη ωφέλεια ή για άλλη παρόµοια αιτία,

αλλά θα έχετε στο νου σας µόνο το Θεό, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια και ότι θα

ψηφίσετε κατά συνείδηση και κατά την ελεύθερη πεποίθηση που θα σχηµατίσετε

από τη συζήτηση, προσφερόµενοι εντελώς πιστά και άδολα, για να έχετε βοηθό το

Θεό και το ιερό Ευαγγέλιό του» (άρθρο 398§3 ΚΠ∆). Στους µη χριστιανούς ενόρκους επαναλαµβάνεται από τον πρόεδρο η ανάγνωση του ανωτέρου όρκου, χωρίς να γίνεται στο τέλος η επίκληση του ιερού Ευαγγελίου. Αφού διαβάσει τον όρκο ο πρόεδρος του δικαστηρίου, καλεί ονοµαστικά κάθε ένορκο να σηκώσει το δεξί του χέρι και να προφέρει τη λέξη «ορκίζοµαι» (άρθρο 398§5 ΚΠ∆). Η υποχρέωση όρκισης των ενόρκων προκαλεί σοβαρά προβλήµατα στις περι-πτώσεις, όπου κάποιος ένορκος, παρόλο που είναι χριστιανός, θεωρεί ότι δεν πρέπει να ορκιστεί γιατί δεν του το επιτρέπει η θρησκεία του ή πιστεύει σε θρησκεία, η οποία δεν του επιτρέπει τον όρκο ή δεν πιστεύει σε καµία θρησκεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις συγκρούεται η υποχρέωση ορκοδοσίας από τη µία και η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης από την άλλη. Η άρνηση των προσώπων αυτών να ορκιστούν φαίνεται να είναι απολύτως δικαιολογηµένη, αλλά δεν

Page 190: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

190

µπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντα του ενόρκου, εφόσον η όρκιση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση των καθηκόντων του247. Η αντίθετη άποψη ότι ο ένορκος επιτρέπεται να ορκίζεται τηρώντας τους τύπους της θρησκείας του ή γενικότερα µε επίκληση της τιµής και της συνείδησής του κατ’ αναλογία του άρθρου 220§2 ΚΠ∆, δυστυχώς δεν µπορεί να γίνει δεκτή, εφόσον ο όρκος του ενόρκου προβλέπεται πανηγυρικά µε ορισµένο περιεχόµενο, το οποίο διαφέρει ριζικά από τον όρκο του µάρτυρα. Αλλά και γενικότερα υπάρχει θεµελιώδης διαφορά ανάµεσα στον όρκο του ενόρκου και στον όρκο του µάρτυρα, όσον αφορά κυρίως την εντελώς διαφορετική διαδικαστική θέση τους, ώστε να µην είναι δυνατή η αναλογική εφαρµογή του άρθρου 220§2248. Στα αστικά δικαστήρια ισχύουν σε γενικές γραµµές, όσα ισχύουν και στα ποινικά. Το άρθρο 408 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας καθορίζει τον τύπο του όρκου, που δίνει ο µάρτυρας κατά την εξέτασή του στο δικαστήριο. Πριν την εξέτασή του οφείλει να ορκιστεί. Για το λόγο αυτό, ερωτάται αν προτιµά να δώσει θρησκευτικό όρκο ή πολιτικό (408§1 ΚΠολ∆). Ο τύπος του χριστιανικού όρκου είναι: «Ορκίζο-

µαι ενώπιον του Θεού να πω ευσυνείδητα όλη την αλήθεια και µόνο την αλήθεια,

χωρίς να προσθέσω ούτε να αποκρύψω τίποτε». Αν ο µάρτυρας πιστεύει σε γνωστή θρησκεία ή δόγµα, που ορίζει άλλο τύπο όρκου, δίνει τον όρκο σύµφωνα µε αυτόν τον τύπο (408§2 ΚΠολ∆). Ο πολιτικός όρκος δίνεται ως διαβεβαίωση µε τον εξής τύπο: «∆ηλώνω στην τιµή και στη συνείδησή µου, πως θα πω όλη την

αλήθεια και µόνο την αλήθεια, χωρίς να προσθέσω ούτε να κρύψω τίποτε» (408§3 ΚΠολ∆). 247 ο.π., σ.150 248 ο.π., σ.150

Page 191: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

191

Οι κληρικοί κάθε θρησκεύµατος ορκίζονται διαβεβαιώνοντας στην ιεροσύνη τους (408§4). Ανάλογα µε το άρθρο 408 ΚΠολ∆ ισχύουν και για την όρκιση των πραγµατογνωµόνων στην αστική δίκη (άρθρο 385 ΚΠολ∆). Στο προϊσχύσαν αστικό δικονοµικό δίκαιο, ό όρκος συγκαταλέγονταν ανάµεσα στα αποδεικτικά µέσα. Με το άρθρο 14§1 του ν. 2915/2001 έχει πλέον καταργη-θεί. Ισχύουν όµως οι ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες δίνονται ενώπιον του ειρηνο-δίκη ή συµβολαιογράφου και θεωρούνται αποδεικτικά µέσα. Στον Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας δεν υπάρχει συγκεκριµένη διάταξη, που να ορίζει τον τύπο του όρκου που δίνει ο µάρτυρας, όταν δίνει ένορκη βεβαίωση. Και στις ένορκες βεβαιώσεις, µπορεί να γίνει δεκτό ότι ισχύουν κατά αναλογική εφαρµογή, όσα ισχύουν στον όρκο των µαρτύρων στη δίκη.

Page 192: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

192

2. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ∆ΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡ-ΓΙΑΣ ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΕΥΚΤΗΡΙΩΝ ΟΙΚΩΝ Η ελεύθερη άσκηση της λατρείας κατοχυρώνεται στο άρθρο 13§2 Σ. που ορίζει ότι: «Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά µε τη λατρεία της τελούνται ανεµπόδιστα υπό την προστασία των νόµων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δηµόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Ο προση-λυτισµός απαγορεύεται». Η άσκηση της λατρείας είναι καταρχήν ελεύθερη αλλά τελεί υπό τρεις ορισµένες προϋποθέσεις: 1) Πρέπει η θρησκεία να είναι «γνωστή», 2) Η λατρεία να µην προσβάλλει τη δηµόσια τάξη και τα χρηστά ήθη και 3) Να µην υφίσταται προσηλυτισµός. Απόρροια του δικαιώµατος της ελευθερίας της λατρείας είναι και το δικαίωµα ανέγερσης και λειτουργίας ναών και ευκτήριων οίκων. Η ελευθερία της λατρείας προϋποθέτει και την ελευθερία κατασκευής και λειτουργίας χώρων ειδικά προορισµένων για την εκδήλωση της λατρείας. Στην Ελλάδα, υπάρχει µια διάκριση ανάµεσα στην ανέγερση και λειτουργία ναών της επικρατούσας θρησκείας και των λοιπών δογµάτων ή θρησκειών. Αναφορικά µε την ίδρυση, ανέγερση και λειτουργία ναών της Ορθόδοξης Εκκλη-σίας της Ελλάδας, ισχύουν οι διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της (Ν. 590/1977) και οι οικείοι Κανονισµοί της. Υπάρχει µια διάκριση ως προς την εν γένει ανέγερση και επισκευή ναών αφενός, και αφετέρου ως προς την ίδρυση ενοριών. Όσον αφορά το πρώτο, ο Κανονισµός 8/1979, άρθρο 15§1, απαιτεί άδεια του οικείου Μητροπολίτη καθώς και άλλες προϋποθέσεις (άρθρο 47§2 Ν. 590/1977, Κανονισµός 15/1974). Το Πολεοδοµικό Γραφείο του Υπουργείου

Page 193: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

193

Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων Έργων είναι αρµόδιο µόνο για τους όρους δόµησης. Όσον αφορά το δεύτερο, για την ίδρυση ενορίας απαιτείται: 1. Ένας ελάχιστος αριθµός πιστών (600 µε 300 οικογένειες στις πόλεις, µέχρι 50 στα χωριά και τους συνοικισµούς). 2. Αίτηση των µισών τουλάχιστον οικογενειών. 3. Σύµφωνη γνώµη του οικείου µητροπολιτικού συµβουλίου. 4. Γνωµοδότηση του δηµοτικού ή κοινοτικού συµβουλίου. 5. Έκδοση Προεδρικού ∆ιατάγµατος, κατόπιν πρότασης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων (Ν. 590/1977, άρθρα 11§3 και 36. Καν. 58/1975, άρθρο 2§2. Καν. 8/1979). Σε ό, τι αφορά λοιπόν στην επικρατούσα θρησκεία, η ίδρυση ναών και ενοριών γίνεται αυτοτε-λώς από την ίδια, είτε σε συνεργασία µε την Πολιτεία249. Σχετικά µε την ανέγερση και λειτουργία ναών και ευκτήριων οίκων των ετεροδόξων και αλλοθρήσκων µέχρι πρότινος ίσχυαν και εφαρµόζονταν νοµοθε-τήµατα που θεσπίστηκαν στο µακρινό παρελθόν, επί µεταξικής δικτατορίας (της 4ης Αυγούστου) και επί εχθρικής κατοχής. Ειδικότερα: Το άρθρο 41 του α.ν. 1369/1938 «Περί Ιερών ναών και εφηµερίων», που όριζε ότι: 1. «∆ιά την ανέγερσιν παντός ναού οιουδήποτε δόγµατος απαιτείται άδεια του

αρµοδίου κατά περιφέρειαν µητροπολίτου και έγκρισις του Υπουργείου

Θρησκευµάτων και Εθνικής Παιδείας»250. 2. «Πάσα κατά παράβασιν της ανωτέρω

διατάξεως επιχειρουµένη ανέγερσις εµποδίζεται υπό της αστυνοµικής αρχής και

οι παραβάται τιµωρούνται δια φυλακίσεως, ο δε τυχόν ανεγειρόµενος ούτω ναός 249 Χ. Παπαστάθη, “Ελευθερία της λατρείας και επικρατούσα θρησκεία”, σε: Εταιρία Νοµικών Βορείου

Ελλάδος, Θρησκευτική ελευθερία και επικρατούσα θρησκεία, σελ. 26. 250 Γ. Πουλή, Νοµοθετικά Κείµενα Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, ε' έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα –

Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 211.

Page 194: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

194

κατεδαφίζεται παρά της αστυνοµικής αρχής, τη παραγγελία του οικείου Μητρο-

πολίτου»251.

Το άρθρο 1 του α.ν. 1363/1938 «Περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγµατος», όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 1 του α.ν. 1672/1939 «Περί τροποποιήσεως του Αναγκαστικού Νόµου υπ’ αριθµ. 1363/1938 (Περί κατοχυρώσεως των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι Συντάγµατος)», που όριζε ότι: «∆ιά την ανέγερσιν ή λειτουργίαν ναού οιουδήποτε δόγµατος προαπαιτείται

άδεια της οικείας ανεγνωρισµένης εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου

Θρησκευµάτων και Εθνικής Παιδείας, κατά τα διά Βασιλικού ∆ιατάγµατος, εκδι-

δοµένου προτάσει του Υπουργού Θρησκευµάτων και Εθνικής Παιδείας ειδικώ-

τερον καθορισθησόµενα. Ναοί ή ευκτήριοι οίκοι από της δηµοσιεύσεως του κατά

την προηγούµενην παράγραφον Β. ∆ιατάγµατος ανεγειρόµενοι ή λειτουργούντες

άνευ της τηρήσεως των εν αυτώ διατυπώσεων ή εγκαθιστώµενοι και λειτουρ-

γούντες εντός οικηµάτων ή αποθηκών ή οιασδήποτε φύσεως κτισµάτων ή στεγά-

στρων κατά µετατροπήν πάντων τούτων κλείονται και σφραγίζονται υπό της

οικείας Αστυνοµικής Αρχής, απαγορευοµένης της λειτουργίας αυτών, οι δε

ανεγείραντες ή θέντες εις λειτουργίαν τιµωρούνται δια χρηµατικής ποινής µέχρι

50.000 δραχµών και φυλακίσεως 2 µέχρις 6 µηνών µη µετατρεποµένης εις

χρηµατικήν. ∆ιά τους άνευ αδείας ανεγηγερµένους και λειτουργούντας κατά την

έναρξιν της ισχύος του παρόντος Νόµου ναούς ή ευκτήριους οίκους απαιτείται

άδεια κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, χορηγούµενη κατά τα διά Β.∆. καθο-

ρισθησόµενα. ∆ιά του αυτού ∆ιατάγµατος καθορισθήσονται τα της χορηγήσεως

251 Κ. Κυριαζόπουλου, Προστασία πολιτιστικών αγαθών και θρησκευτική ελευθερία, εκδ. Σάκκουλα,

Θεσσαλονίκη 1993 (∆ιδακτορική ∆ιατριβή ΑΠΘ), σελ.227

Page 195: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

195

αδειών ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου.

Υπό τον όρον «Ναός» νοούνται εν τω παρόντι Νόµω και τω υπ’ αυτού προβλε-

ποµένω Βασιλικώ ∆ιατάγµατι παντός είδους (ενοριακοί ή µη, εξωκκλήσια και

παρεκκλήσια)»252.

Το άρθρο 1 β.δ. 20.5/2.6.1939 «Περί εκτελέσεως διατάξεων του Αναγκ. Νόµου υπ΄ αριθ. 1672/1939 περί τροποποιήσεως του Αναγκ. Νόµου υπ΄ αριθ. 1363.1938 περί κατοχυρώσεως των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύι, Συντάγµατος», που όριζε ότι: «∆ιά την έκδοσιν της υπό της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Αναγκ. Νόµου

υπ’ αριθ. 1672/1939 προβλεποµένης αδείας προς ανέγερσιν ή λειτουργίαν ναών,

µη υπαγοµένων εις τας διατάξεις της εκάστοτε κειµένης περί Ναών και εφηµερίων

της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος Νοµοθεσίας, απαιτούνται τα εξής: α)

Αίτησις τουλάχιστον πεντήκοντα οικογενειών κατά το µάλλον και ήττον προς

αλλήλας γειτνιαζουσών και διαµενουσών εις περιφέρειαν ήτις κείται εις µεγάλην

από υπάρχοντος οµόδοξου Ναού απόστασιν, εφ’ όσον η εκπλήρωσις των

θρησκευτικών αυτών καθηκόντων δυσχεραίνεται εκ της από υπάρχοντος Ναού

αποστάσεως. Ο περιορισµός του αριθµού των πεντήκοντα οικογενειών δεν ισχύει

δια συνοικισµούς ή χωρία, β) Την αίτησιν αυτών υποβάλλουσιν αι οικογένειαι

προς την οικείαν εκκλησιαστικήν αρχήν, υπογράφουσι δε οι αρχηγοί των οικο-

γενειών, σηµειούντες και τας διευθύνσεις των κατοικιών αυτών. Αι υπογραφαί

επικυρούνται δια την γνησιότητα αυτών υπό του εν τη περιφερεία αστυνοµικού

τµήµατος, όπερ, µετ’ επιτόπιον υπεύθυνον εξακρίβωσιν, βεβαιοί και ότι συντρέ-

χουσιν οι λόγοι του προηγουµένου εδαφίου προς δεδικαιολογηµένην έκδοσιν της

απαιτουµένης αδείας, γ) Η οικεία Αστυνοµική Αρχή αποφαίνεται επί της αιτήσεως 252 ο.π., σ.211-212.

Page 196: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

196

ητιολογηµένως, µεθ’ ο διαβιβάζει αυτήν µετά της γνώµης αυτής εις το Υπουργείον

Θρησκευµάτων και Εθνικής Παιδείας, δυνάµενον να αποδεχθή την αίτησιν ή και

να απορρίψη αυτήν, εάν κρίνη, ότι δεν συντρέχουσιν οι την ανέγερσιν ή λειτουρ-

γίαν νέου ναού επιβάλλοντες πραγµατικοί λόγοι ή δεν ετηρήθησαν αι διατάξεις του

παρόντος. ∆ιά την χορήγησιν αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτήριου οίκου ή

θρησκευτικού εντευκτηρίου δεν έχουσιν εφαρµογήν αι διατάξεις της παρ. 1

εδαφίων α΄ και β΄ του παρόντος, επαφιεµένης εις το Υπουργείον Θρησκευµάτων

και Εθνικής Παιδείας της κρίσεως, εάν συντρέχωσιν ουσιαστικοί λόγοι προς

χορήγησιν της σχετικής αδείας. Προς τούτο οι ενδιαφερόµενοι υποβάλλουσι διά

του ποιµένος αυτών αίτησιν εις το Υπουργείον Θρησκευµάτων και Εθνικής Παι-

δείας ενυπόγραφον, κεκυρωµένην ως προς το γνήσιον της υπογραφής υπό του

∆ηµάρχου ή Προέδρου της Κοινότητος. Εν τη αιτήσει αναγράφονται και αι

διευθύνσεις των κατοικιών των αιτούντων. Κατά τα λοιπά ισχύουσιν αι διατάξεις

του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου»253.

Πλέον όµως η νοµοθεσία τροποποιήθηκε µε τον υπ΄ αριθµ. Ν.3467/2006 (Φ.Ε.Κ Α 128/21.6.2006), όπου στο άρθρο 27 ορίζεται το εξής: “Για την ίδρυση, ανέγερση ή λειτουργία ναού ή ευκτήριου οίκου οποιουδήποτε δόγµατος ή θρησκείας, πλην της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν απαιτείται άδεια ή γνώµη της οικείας εκκλησιαστικής αρχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος. Κάθε άλλη διάταξη που ρυθµίζει µε τρόπο διαφορετικό το ίδιο θέµα, καταργείται, [άρθρο 1 του α.ν 1363/1938 (ΦΕΚ 305 Α΄), όπως τροπο-ποιήθηκε µε το άρθρο 1 του α.ν 1672/1939 (ΦΕΚ 123Α΄), άρθρο 41 του α.ν 1369/1938 (ΦΕΚ 317Α΄)].Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως, ανεγέρσεως 253 Γ. Πουλή, Νοµοθετικά Κείµενα Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, ο.π., σελ. 212-214.

Page 197: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

197

ή λειτουργίας ναού οποιουδήποτε δόγµατος ή θρησκείας, πλην της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, υποβάλλεται απευθείας στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων και όχι προς την οικεία εκκλησιαστική αρχή. Κάθε διάταξη που ρυθµίζει µε τρόπο διαφορετικό το ίδιο θέµα καταργείται [άρθρο 1 του β.δ 20.5/2.6.1939 (ΦΕΚ 220Α΄)]”. Σύµφωνα µε τις ως άνω διατάξεις, όπως ερµηνεύθηκαν από το Συµβούλιο της Επικρατείας, οι προϋποθέσεις για να ιδρυθεί και να λειτουργήσει ετερόδοξος ή ετερόθρησκος ναός στην Ελλάδα, είναι: α) Η θρησκεία πρέπει να είναι γνωστή. Συνήθως το Συµβούλιο της Επικρατείας αποφαίνεται θετικά για το αν µια θρησκεία µπορεί να χαρακτηριστεί ή όχι ως γνωστή. Από την µέχρι τώρα νοµολο-γία του, ουδέποτε αρνήθηκε την ιδιότητα γνωστή σε συγκεκριµένη θρησκεία. Ισχύει δηλαδή κατά κάποιον τρόπο το «τεκµήριο της γνωστής θρησκείας» και κατά συνέπεια όλες οι θρησκείες θεωρούνται γνωστές, µέχρις αποδείξεως του εναντίου. β) Η θρησκεία δεν πρέπει να ασκεί προσηλυτισµό, ούτε να προσβάλλει τη δηµόσια τάξη και τα χρηστά ήθη της ελληνικής κοινωνίας.. γ) Πρέπει να υπάρχει ανάγκη ίδρυσης ναού ή ευκτήριου οίκου για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των πιστών µιας συγκεκριµένης θρησκείας. Συνεπώς, αν στον τόπο που ζητείται να ιδρυθεί ναός ή ευκτήριος οίκος, υπάρχει ήδη αντί-στοιχος χώρος, δεν µπορεί να χορηγηθεί άδεια. δ) Πρέπει να αποφανθεί ο Υπουργός Θρησκευµάτων αναφορικά µε την αίτηση που θα του υποβληθεί, αν και κατά πόσο θα χορηγήσει την περί ου ο λόγος άδεια. Αν διαπιστώσει τη συνδροµή των ανωτέρω προϋποθέσεων, είναι υποχρεωµένος να την χορηγήσει. Εποµένως δεν είναι θέµα της διακριτικής ευχέρειας αυτού, αλλά καθήκον και υποχρέωσή του να προβεί στην έκδοση της σχετικής άδειας, εφόσον πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις που ο υπ' αριθµ. Ν. 3467/2006

Page 198: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

198

3. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΠΟΥ∆ΕΣ Στην Ελλάδα λειτουργούν δύο Θεολογικές Σχολές, που είναι ενταγµένες στην τριτοβάθµια εκπαίδευση και υπάγονται στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων. Η πρώτη είναι η Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστη-µίου Θεσσαλονίκης, που υποδιαιρείται σε Τµήµα Θεολογίας και σε Τµήµα Ποιµα-ντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, και η δεύτερη είναι η Θεολογική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, που υποδιαιρείται σε Τµήµα Θεολογίας και σε Τµήµα Κοινωνικής Θεολογίας. Οι Θεολογικές Σχολές έχουν ως αντικείµενο και ως στόχο την µελέτη και την έρευνα της επιστήµης της θεολογίας. Ο κύριος προσανατολισµός των σπουδών τους είναι ορθόδοξος – χριστιανικός. Και οι δύο σχολές άλλωστε, ασχολούνται περισσότερο µε την επιστηµονική µελέτη του Χριστιανισµού και ιδιαίτερα της Ορθοδοξίας. Κάτι τέτοιο είναι κατανοητό για τα δεδοµένα της Ελλάδας, όπου η Ορθοδοξία διαδραµάτισε σηµαντικό ρόλο στην ιστορία και εξέλιξη του νεοελλη-νικού κράτους, αλλά και συνεχίζει να αποτελεί βασικό στοιχείο διαµόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας. Είναι επίσης λογικό και επόµενο, αφού στην Ελλάδα επικρατούσα θρησκεία είναι η ορθόδοξη χριστιανική. Θα ήταν περίεργο, για παράδειγµα, οι Θεολογικές Σχολές στην Ελλάδα να ήταν προσανατολισµένες προς την κατεύθυνση της Μουσουλµανικής ή Βουδιστικής Θεολογίας, αφού κάτι τέτοιο δε θα συµβάδιζε µε την ελληνική πραγµατικότητα. Εξάλλου, ένας από τους σκοπούς των Θεολογικών Σχολών στην Ελλάδα, είναι και να προετοιµάσει κατάλ-ληλα τους µελλοντικούς θεολόγους καθηγητές µέσης εκπαίδευσης, οι οποίοι θα κληθούν να διδάξουν το µάθηµα των θρησκευτικών, σύµφωνα µε το χριστιανικό

Page 199: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

199

δόγµα. Έτσι, αποστολή των Θεολογικών Σχολών είναι να παρέχει στους αυρια-νούς θεολόγους, όσο το δυνατόν αρτιότερη θεολογική µόρφωση, ώστε να ανταπο-κριθούν στο δύσκολο έργο τους. Στο σηµείο αυτό πρέπει να σηµειωθεί ότι η αλλα-γή των αντιλήψεων για το θρησκευτικό µάθηµα οδηγεί και στην αλλαγή της κατανόησης των σκοπών και των προγραµµάτων των θεολογικών σχολών. Ανάλογα παραδείγµατα ισχύουν και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου οι Θεολογικές Σχολές έχουν έναν ιδιαίτερο οµολογιακό χαρακτήρα (π.χ. Καθολικές Θεολογικές Σχολές, Προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές κ.ο.κ.). Σε πολλές χώρες µάλιστα, η λειτουργία των Θεολογικών Σχολών ανατίθεται αποκλειστικά στις διά-φορες εκκλησίες. Το γεγονός αυτό είναι µάλλον αρνητικό, αφού η ανάµειξη αυτή διαφόρων εκκλησιών στο χώρο της επιστήµης, δεν παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα µιας επιστηµονικής ενασχόλησης µε το αντικείµενο, γεγονός που βαίνει σε βάρος της επιστήµης. Στην Ελλάδα, η ευθύνη για τη λειτουργία των Θεολογικών Σχολών ανήκει αποκλειστικά στην πολιτεία, που µε τη σειρά της, την αναθέτει στα πανεπιστήµια. Αυτό αποτελεί µια κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας, που θεωρεί ότι η επιστήµη της θεολογίας πρέπει να ανήκει στο χώρο του πανεπιστηµίου και όχι στο χώρο της εκκλησίας. Έτσι, η Εκκλησία δεν αναµειγνύεται και δεν επεµβαίνει στη λειτουργία των Θεολογικών Σχολών, οι οποίες είναι αυτόνοµες και λειτουργούν, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο ανεπηρέαστες και ελεύθερες, όπως αρµόζει σε ένα πανεπιστήµιο.

Page 200: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

200

Όσον αφορά το Τµήµα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ., αξίζει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις: 1. Στο Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.), αναφέρεται ως ένας από τους στόχους, η «στελέχωση της Εκκλησίας και της ∆ηµόσιας Εκπαίδευσης µε µέλη – κατόχους υψηλής θεολογικής παιδείας» (άρθρο 2§β εδ.3 Υπουργικών Αποφάσεων Β7/73/17.3.94 και Β7/315/17.7.2000). Από την ως άνω διάταξη, προκύπτει µε σαφήνεια η σύνδεση του Τµήµατος και κατ’ επέκταση της Σχολής, όχι µόνο µε τη δηµόσια εκπαίδευση, αλλά και µε την Ορθόδοξη Εκκλησία. 2. Μεταξύ των άλλων στόχων αναφέρεται επίσης «η διερεύνηση και σπουδή των ζητηµάτων που σχετίζονται µε την ιστορική και πολιτιστική ταυτότητα του νεοελ-ληνικού βίου, τη ζωή του σηµερινού ανθρώπου και το ρόλο της Ορθοδοξίας και της θρησκείας γενικότερα στο σύγχρονο κόσµο» (άρθρο 2§β εδ. 4 Υπουργικών Αποφάσεων Β7/73/17.3.94 και Β7/315/17.7.2000). Από τη διάταξη αυτή προκύ-πτει ότι το Τµήµα Θεολογίας Α.Π.Θ. δίνει ιδιαίτερη έµφαση και βαρύτητα στη µελέτη της Ορθοδοξίας (οµολογιακός χαρακτήρας). Στην πράξη όµως, κάνει και άλλα πράγµατα στο πρόγραµµά της. 3. Στο Π.Μ.Σ. του Τµήµατος Θεολογίας, υπάρχει ∆ιατοµεακός Κλάδος Οικουµε-νικής Θεολογίας µε ειδίκευση «Οικουµενική Θεολογία» (άρθρο 3§1 εδ. ε΄ Υπουρ-γικών Αποφάσεων Β7/73/17.3.94 και Β7/315/17.7.2000). 4. Στο Π.Μ.Σ. γίνονται δεκτοί, ύστερα από επιλογή, οι εξής κατηγορίες πτυχιούχων: 1) Πτυχιούχοι Τµηµάτων Θεολογικών Σχολών της ηµεδαπής ή

Page 201: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

201

οµοταγών αναγνωρισµένων Θεολογικών Σχολών της αλλοδαπής (άρθρο 4§α εδ. 1 Υπουργικών Αποφάσεων Β7/73/17.3.94 και Β7/315/17.7.2000). Το Τµήµα Θεολογίας Α.Π.Θ. δηλαδή, δέχεται ως µεταπτυχιακούς φοιτητές πτυχιούχους από οποιαδήποτε θεολογική σχολή, αρκεί αυτή να είναι αναγνωρισµένη. Παρόλο που το Τµήµα Θεολογίας έχει οµολογιακό χαρακτήρα, δεν θέτει κάποια επιπρόσθετη προϋπόθεση αναφορικά µε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των εισακτέων. Μπορεί λοιπόν να εγγραφεί κανείς ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, εφόσον επιθυµεί να σπουδάσει την Ορθόδοξη Θεολογία. Ήδη, το Τµήµα Θεολο-γίας έχει µεταπτυχιακούς φοιτητές, που ανήκουν σε διαφορετικά δόγµατα ή ακόµη και θρησκείες. Εποµένως, δεν λαµβάνει υπόψη το οµολογιακό στοιχείο, δέχεται µη ορθοδόξους φοιτητές και δεν εξετάζει το πιστεύω τους (ύψιστη έκφραση θρησκευτικής ελευθερίας). Όσον αφορά το Τµήµα Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. πρέπει να σχολιαστούν τα εξής: 1. Σύµφωνα µε το άρθρο 2§2 των Υπουργικών Αποφάσεων Β7/85/29.03.1994 (ΦΕΚ 259/12.04.1994) και Β7/112/11.05.2000 (ΦΕΚ 663 τ. Β/24.05.2000), που ρυθµίζουν τη λειτουργία του Π.Μ.Σ. του Τµήµατος Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, «σκοπός του Π.Μ.Σ. είναι ο ειδικός καταρτισµός πτυχιούχων των Τµηµάτων των Θεολογικών Σχολών στην έρευνα θεολογικών και εκκλησιαστικών θεµάτων για να καταστούν ικανοί προς περαιτέρω ακαδηµαϊκή εξέλιξη και στελέχωση της Εκκλησίας και της Θεολογικής Παιδείας και εξειδικευµένη ερευ-νητική στήριξη υπηρεσιών και ιδρυµάτων». Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι στόχος του τµήµατος είναι εκτός από την στελέχωση της εκπαιδευτικής

Page 202: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

202

κοινότητας µε θεολόγους καθηγητές, και η στελέχωση της Εκκλησίας. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ιδίως το Τµήµα Ποιµαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας αποτελεί φυτώριο των µελλοντικών ιερωµένων της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδας, οι οποίοι θα διαθέτουν θεολογική µόρφωση πανεπιστηµιακού επιπέδου. Το παρα-πάνω κρίνεται αναγκαίο, αφού οι µορφωµένοι ιερείς συντελούν στην εξύψωση και αναβάθµιση της Εκκλησίας 2. Σύµφωνα µε το άρθρο 4§1 των Υπουργικών Αποφάσεων Β7/85/29.03.1994 (ΦΕΚ 259/12.04.1994) και Β7/112/11.05.2000 (ΦΕΚ 663 τ. Β/24.05.2000), «στο Π.Μ.Σ. γίνονται δεκτοί πτυχιούχοι των τµηµάτων των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών των Α.Ε.Ι. της ηµεδαπής και των αντίστοιχων τµηµάτων και σχολών της αλλοδαπής. ∆ύνανται να εγγραφούν στο Π.Μ.Σ. και ορθόδοξοι πτυχιούχοι µη Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών, αφού εξεταστούν σε ορισµένα µαθήµατα του προπτυχιακού κύκλου σπουδών, που καθορίζονται για κάθε υποψήφιο µε απόφα-ση της Γ.Σ.Ε.Σ.». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι καταρχήν το τµήµα δέχεται ως µεταπτυχιακούς φοιτητές πτυχιούχους Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών. Κατά περίπτωση µπορεί να δεχτεί και πτυχιούχους µη Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών, αρκεί αυτοί να είναι ορθόδοξοι στο θρήσκευµα. Απαραίτητη προϋπόθεση λοιπόν για την εγγραφή στο µεταπτυχιακό αποτελεί η αποφοίτηση από Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή ή η ιδιότητα του φοιτητή ως ορθοδόξου. Η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., πριν από µερικά χρόνια προέβη σε µια ενέργεια, η οποία αναµφισβήτητα µπορεί να χαρακτηριστεί ως θετική και εποικοδοµητική. Στο κτίριο, όπου στεγάζεται η Σχολή, είχε διαµορφωθεί ειδικός χώρος για να καλύψει τις λατρευτικές ανάγκες των µουσουλµάνων φοιτητών του Α.Π.Θ. Μια κίνηση σαν αυτή δεν µπορεί παρά να θεωρηθεί αξιόλογη και πολιτισµένη, τη στιγµή µάλιστα

Page 203: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

203

που πολλοί είναι αυτοί που αντιδρούν στην ανέγερση τζαµιού στην Αθήνα. Αποτέλεσε πραγµατικά δείγµα ευαισθησίας της Θεολογικής Σχολής απέναντι στους φοιτητές, που διεκδικούσαν το αυτονόητο: να µπορούν να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Και το γεγονός ότι ο χώρος αυτός παραχωρήθηκε από µια Θεολογική Σχολή, σήµαινε πάνω από όλα ότι στην εν λόγω απόφαση της διοίκησης της Σχολής, πρυτάνευσε η λογική της ειρηνικής συνύπαρξης µεταξύ των θρησκειών και του σεβασµού της διαφορετικότητας. Η ταυτόχρονη συνύπαρξη µιας εκκλησίας (Αγίας Τριάδος) στον τέταρτο όροφο του κτιρίου και ενός χώρου προορισµένου ως τζαµιού, ήταν σίγουρα µια πρωτοποριακή κίνηση. Τέτοιες κινήσεις θα έπρεπε να επιβραβεύονται, να προβάλλονται και να αποτελούν παράδειγµα προς µίµηση. Όσον αφορά το Τµήµα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών πρέπει να σχολιαστούν τα παρακάτω: 1. Το Π.Μ.Σ. του Τµήµατος Θεολογίας που συντάχθηκε µε βάση το Νόµο 2083/1992 (τεύχος Α ΦΕΚ 159) έχει µεταξύ άλλων ως αντικείµενο και σκοπό την εξυπηρέτηση αναγκών της Εκκλησίας της Ελλάδος, των άλλων Ορθοδόξων Εκκλη-σιών (ιδιαίτερα των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης) και του πέραν των ορίων της Ελλάδος Ελληνισµού (άρθρο 1§γ ν. 2083/1992). Και εδώ φαίνεται καθαρά ο στενός σύνδεσµος του Τµήµατος µε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας αλλά και της Ανατολικής Ευρώπης. 2. ∆εκτοί στο Π.Μ.Σ. γίνονται α) Οι κάτοχοι πτυχίου Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών β) Ορθόδοξοι πτυχιούχοι Θεολογικών Ιδρυµάτων της αλλοδαπής,

Page 204: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

204

πανεπιστηµιακού επιπέδου, αναγνωρισµένου στο σηµείο αυτό από το ∆ΙΚΑΤΣΑ, και γ) Από τους ετερόδοξους, κατά περίπτωση και µετά από απόφαση της Γ.Σ.Ε.Σ., οι Προχαλκηδόνιοι, οι Παλαιοκαθολικοί, οι Ρωµαιοκαθολικοί, οι Αγγλικα-νοί, οι Λουθηρανοί και οι Μεταρρυθµισµένοι (άρθρο 2§β ν. 2083/1992). Οι προϋποθέσεις δηλαδή για να εισαχθεί κανείς στο µεταπτυχιακό του Τµήµατος είναι καταρχήν να έχει σπουδάσει σε Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή ή να µην έχει σπουδάσει απαραίτητα σε Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή, αλλά να είναι πάντως ο ίδιος ορθόδοξος ή αν πρόκειται για ετερόδοξο, να ανήκει σε κάποια από τις συγκεκριµένες οµολογίες, που αναφέρονται πιο πάνω. Το ερώτηµα που τίθεται είναι τι γίνεται στην περίπτωση, που κάποιος θελήσει να εγγραφεί αλλά δεν είναι πτυχιούχος ορθόδοξης ή συγκεκριµένης ετερόδοξης θεολογικής σχολής; Θα αρνηθεί µια Θεολογική Σχολή, που µάλιστα ανήκει στην τριτοβάθµια εκπαίδευση να εγγράψει έναν θεολόγο, που επιθυµεί να φοιτήσει σε µεταπτυχιακό επίπεδο, µόνο και µόνο επειδή φοίτησε σε µη ορθόδοξη ή άλλη από αυτή που ορίζει η ίδια, θεολογική σχολή; Εφόσον η Θεολογική Σχολή που αποφοίτησε είναι αναγνωρισµένη και εφόσον ο ίδιος επιθυµεί να λάβει κάποια µεταπτυχιακή εξειδίκευση πάνω στην ορθόδοξη θεολογία, είναι δυνατόν να µην τον εγγράψουν µε µοναδικό λόγο το γεγονός ότι είναι ετερόδοξος; Ή τι θα γινόταν άραγε στην περίπτωση που κάποιος αποφοίτησε από Θεολογική Σχολή µη Ορθόδοξη, πλην όµως αναγνωρισµένη και ισότιµη, αλλά δεν είναι ο ίδιος ορθόδοξος; Το ορθό είναι, να µπορεί ο οποιοσδήποτε πληροί τις προϋποθέσεις εισαγωγής, να φοιτά ελεύθερα στις θεολογικές σχολές της Ελλάδας, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Για παράδειγµα, στην Αγγλία υπάρχουν Τµήµατα Εβραϊκών ή Μουσουλµανικών Σπουδών, στα οποία µπορεί να φοιτήσει οποιοσδήποτε το επιθυµεί, ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά του πιστεύω. Είναι πιθανό να επιθυµεί

Page 205: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

205

κάποιος µη χριστιανός ορθόδοξος στο θρήσκευµα να λάβει ορθόδοξη θεολογική µόρφωση σε πανεπιστηµιακό επίπεδο. Μπορεί κανείς άραγε να του το απαγορεύσει και µε ποια αιτιολογία; Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστηµίου των Αθηνών αρνήθηκε στο παρελθόν να εγγράψει ως φοιτητή της κάποιον, που δήλωσε ότι είναι άθεος. Ο συγκεκριµένος προσέφυγε στο ΣτΕ για να προσβάλει την απόφαση της Σχολής να µην τον εγγράψει και αυτό έκρινε µε την υπ’ αριθµ. 194/87 απόφασή του ότι η άρνηση αυτή παραβιάζει τη θρησκευτική ισότητα254. 3. Οι ορθόδοξοι θεολόγοι λαµβάνουν δίπλωµα ειδικεύσεως σε κάποιο κλάδο της Ορθόδοξης Θεολογίας, οι δε ετερόδοξοι το ίδιο δίπλωµα ειδικεύσεως σε κάποιο κλάδο της Ορθόδοξης Θεολογίας, στο οποίο θα αναγράφεται και η οµολογία τους (άρθρο 8§β ν. 2083/1992). Οι ετερόδοξοι θεολόγοι, που κατά περίπτωση και µετά από απόφαση της Γ.Σ.Ε.Σ., εγγράφονται τελικά για φοίτηση στο Τµήµα, µετά την ολοκλήρωση των µεταπτυ-χιακών σπουδών τους, λαµβάνουν το ίδιο ∆ίπλωµα Ειδίκευσης, στο οποίο αναγράφεται και η οµολογία τους. Γίνεται εν ολίγοις κατά κάποιο τρόπο ένας διαχωρισµός των φοιτητών σε ορθοδόξους και ετεροδόξους, ο οποίος πραγµατικά φαίνεται να εξυπηρετεί κάτι ιδιαίτερα σηµαντικό και να κατέχει σπουδαία σηµασιολογία, εφόσον µεταγενέστερα ενδεχοµένως να κληθούν ή να επιθυµή-σουν να διδάξουν στη β' /βαθµια εκπαίδευση. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτηµα, τίνι τρόπω ένας Καθολικός για παράδειγµα στο θρήσκευµα, θα καταφέρει να διδάξει επιτυχώς και να µεταλαµπαδεύσει το Ορθόδοξο δόγµα σε µια ανάλογη περίπτωση; 254 Α. Μαρίνου, Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, ο.π., σελ. 42.

Page 206: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

206

Αναφορικά τώρα µε το Τµήµα Κοινωνικής Θεολογίας του Εθνικού Καποδιστρια-κού Πανεπιστηµίου Αθηνών, µπορούν να γίνουν τα ακόλουθα σχόλια: 1. Σύµφωνα µε το άρθρο 2 εδ. γ΄ της Υπουργικής Απόφασης Β1/716/23.09.1993 (ΦΕΚ τ. Β 798/93), µε την οποία εγκρίνεται το Π.Μ.Σ. του Τµήµατος, µεταξύ των σκοπών του Προγράµµατος αυτού είναι και «η εξυπηρέτηση αναγκών της Εκκλησίας της Ελλάδος, των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης και των χωρών της Ορθοδόξου Ιεραποστολής και του πέραν των ορίων της Ελλάδος Ελληνισµού». Και εδώ, όπως και στο Τµήµα Θεολογίας των Αθηνών, αναφέρεται ως στόχος η στελέχωση και η εξυπηρέτηση των αναγκών της Εκκλησίας της Ελλάδας, των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης και επιπρόσθετα των χωρών της Ορθοδόξου Ιεραποστολής. Υπάρχει εποµένως άµεση σχέση µεταξύ του Τµήµατος και της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού το τµήµα θα προετοιµάσει το ανθρώπινο δυναµικό, που πρόκειται να αξιοποιηθεί από την τελευταία για την εκπλήρωση της αποστολής της. 2. Κατά το άρθρο 4 της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης, «δεκτοί στο Π.Μ.Σ. µπορούν να γίνουν: α) οι κάτοχοι πτυχίων Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών, β) ορθόδοξοι πτυχιούχοι Θεολογικών Σχολών της αλλοδαπής, πανεπιστηµιακού επιπέδου, κατά περίπτωση (µετά από απόφαση της Γ.Σ.Ε.Σ.), αναγνωριζοµένου από το ∆ΙΚΑΤΣΑ, και γ) από τους ετεροδόξους οι: Προχαλκηδόνιοι, οι Παλαιοκαθολικοί, οι Ρωµαιοκαθολικοί, οι Αγγλικανοί, µέλη ∆ιαµαρτυροµένων Οµολογιών – µελών του Παγκοσµίου Συµβουλίου των Εκκλησιών, πτυχιούχοι των αντίστοιχων πανεπιστηµιακών Σχολών». Όσον αφορά τη διάταξη αυτή, ισχύουν

Page 207: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

207

όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω για την αντίστοιχη διάταξη που αφορά το Τµήµα Θεολογίας των Αθηνών. 3. Όπως ισχύει και στο Τµήµα Θεολογίας των Αθηνών, έτσι και στο Τµήµα Κοινωνικής Θεολογίας, σύµφωνα µε το άρθρο 3 της ίδιας Υπουργικής Απόφασης, “οι ετερόδοξοι λαµβάνουν ειδικό δίπλωµα µεταπτυχιακών σπουδών”. Στο ∆ίπλωµα αυτό Ειδικεύσεως αναγράφεται και η οµολογία του ετεροδόξου φοιτητή, όπως προβλέπεται από το άρθρο 8§α του Κανονισµού του Π.Μ.Σ. Και εδώ ισχύουν, τα όσα ανωτέρω εκτέθηκαν για την αντίστοιχη ρύθµιση του Τµήµατος Θεολογίας των Αθηνών. 4. Τέλος, και σε συνάρτηση µε το παραπάνω, πρέπει να σηµειωθεί ότι ο διαχω-ρισµός σε ορθοδόξους και ετεροδόξους, που ισχύει στο µεταπτυχιακό δίπλωµα σπουδών, ισχύει και στον τύπο του διδακτορικού διπλώµατος καθώς και στη διαδικασία της αναγόρευσης του υποψηφίου διδάκτορα. Ωσαύτως λοιπόν χορη-γείται κανονικά και στους ετεροδόξους διδακτορικό δίπλωµα, µε την αναγραφή της οµολογίας της πίστης τους. Και σαφώς, η αναγόρευση του Ορθοδόξου σε διδάκτορα γίνεται µε καθοµολόγηση, ενώ του ετεροδόξου χωρίς (άρθρο 9§γ, δ και ε Κανονισµού του Π.Μ.Σ). Από αυτή την ενδεικτική αναφορά σε διατάξεις που αφορούν το σκοπό, την κατηγορία των φοιτητών που γίνονται δεκτοί στα Π.Μ.Σ και την απονοµή του µεταπτυχιακών διπλωµάτων στις Θεολογικές Σχολές της χώρας, διαφαίνεται ότι: α) οι Θεολογικές Σχολές στην Ελλάδα έχουν επίκεντρο την διδασκαλία της Ορθόδοξης Θεολογίας, β) η ιδιότητα του ορθοδόξου βοηθά αναµφισβήτητα εκεί-

Page 208: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

208

νον, που θα επιλέξει να ασχοληθεί µε το αντικείµενο της Ορθόδοξης Θεολογίας, γ) υπάρχουν συγκεκριµένες προϋποθέσεις για την φοίτηση κάποιου σε µεταπτυ-χιακό επίπεδο, εφόσον αυτός είναι ετερόδοξος, δ) δεν γίνεται καθόλου αναφορά σε ετερόθρησκους, που από επιστηµονικό καθαρά ενδιαφέρον, θα επιθυµούσαν να σπουδάσουν Ορθόδοξη Θεολογία και ε) ενώ ορθόδοξοι και ετερόδοξοι σπουδάζουν το ίδιο αντικείµενο και αποκτούν τον ίδιο τίτλο σπουδών, εντούτοις οι τίτλοι διαφοροποιούνται χωρίς να υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος. Η εισαγωγή των φοιτητών στις Θεολογικές Σχολές, σε προπτυχιακό επίπεδο, δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήµατα, αφού το ποιοι θα εισαχθούν για φοίτηση δεν καθορίζεται από τις ίδιες τις Σχολές, αλλά από τη γενικότερη επίδοσή τους στις πανελλήνιες εξετάσεις του ΥΠ.Ε.Π.Θ. Έτσι, αν κάποιος µαθητής καταφέ-ρει και επιτύχει σε κάποιο από τα Θεολογικά Τµήµατα, έχει το δικαίωµα να εγγρα-φεί, ανεξάρτητα από την θρησκεία που πρεσβεύει ή αν είναι άθεος, όπως συνέβη µε την περίπτωση του φοιτητή της Θεολογικής Αθηνών. Συµπερασµατικά θα λέγαµε ότι οι Θεολογικές Σχολές στην Ελλάδα καλούνται να παρέχουν την επιστηµονική γνώση, να προωθούν την επιστηµονική έρευνα και να καλλιεργούν την θεολογική παιδεία. Η θεολογική µόρφωση πρέπει να είναι ελεύθερη και χωρίς προϋποθέσεις που να σχετίζονται µε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός. Η επιστηµονική γνώση του αντικειµένου της Ορθόδοξης Θεολογίας εν τέλει δεν µπορεί να περιορίζεται µόνο σε αυτούς, που ανήκουν στο θρήσκευµα αυτό ή και σε µερικούς συγκεκριµένους ακόµη.

Page 209: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

209

4. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ∆Ι∆ΑΣΚΑΛΙΑ - ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ Η Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία είναι ένα ζήτηµα που απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί σοβαρά την Πολιτεία. Αρκετή συζήτηση έγινε γύρω από το θέµα αυτό, ιδίως µετά τη µεταπολίτευση, και δόθηκε η αφορµή να θιγούν διάφορα ζητήµατα, που άπτονται της διδασκαλίας του µαθήµατος των θρησκευτι-κών όπως η αναγκαιότητα ύπαρξης του µαθήµατος, ο σκοπός του, το περιεχόµενό του, ακόµη και η ονοµασία του. Από τη γενικότερη αυτή συζήτηση φαίνεται να επικράτησαν δύο κυρίως κατευθύνσεις: Η πρώτη υποστήριζε τη διατήρηση του κατηχητικού – οµολογιακού χαρακτήρα του µαθήµατος και η δεύτερη την κατάργησή του255. Η θρησκευτική διδασκαλία σήµερα πραγµατώνεται κυρίως µέσω της διδασκαλίας του µαθήµατος των θρησκευτικών στα σχολεία, δηµόσια ή ιδιωτικά, από καθηγητές θεολόγους. Το µάθηµα των θρησκευτικών θεωρείται υποχρεωτικό. Τα τελευταία χρόνια και λόγω των αλλεπάλληλων αλλαγών που συντελέστηκαν στο χώρο της εκπαίδευσης, το µάθηµα των θρησκευτικών δυστυχώς περιορίστηκε, όσον αφορά τις ώρες διδασκαλίας στο εβδοµαδιαίο πρόγραµµα και «παραµερί-στηκε» εξαιτίας της βαρύτητας που δόθηκε σε άλλα µαθήµατα που θεωρήθηκαν πιο ουσιαστικά, διότι καθορίζουν και την εισαγωγή των µαθητών στα πανεπιστή-µια.

255 Ι.Πέτρου, Πολυπολιτισµικότητα και θρησκευτική ελευθερία, ο.π., σ.257.

Page 210: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

210

Εκτός από τα σχολεία, όπου διδάσκεται το µάθηµα των θρησκευτικών, θρησκευ-τική διδασκαλία πραγµατοποιείται και µε την επιµέλεια της ίδιας της Εκκλησίας, που για το σκοπό αυτό χρησιµοποιεί τα κατηχητικά σχολεία. Τα κατηχητικά σχολεία λειτουργούν µε ευθύνη και εποπτεία της εκάστοτε µητρόπολης ή ενορίας, η οποία επιλέγει τα πρόσωπα που θα διδάξουν, το αντικείµενο διδασκαλίας κ.ο.κ. Σκοπός των κατηχητικών σχολείων είναι η µύηση των νεαρών παιδιών στις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης. Παράλληλα µε τα κατηχητικά που ανήκουν σε κάποια µητρόπολη της Εκκλησίας της Ελλάδας, λειτουργούν και κατηχητικά σχολεία από διάφορες χριστιανικές οργανώσεις, οι οποίες αναλαµβάνουν να δια-παιδαγωγήσουν χριστιανικά τα ανήλικα παιδιά256. Εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, κατηχητικά σχολεία αντίστοιχα υπάρχουν και σε άλλα δόγµατα ή θρησκείες. Οι θρησκείες λοιπόν, ασχολούνται ιδιαίτερα µε την θρη-σκευτική διδασκαλία των ανήλικων παιδιών και επιχειρούν να διαµορφώσουν τη θρησκευτική τους συνείδηση, αφού κατά την κοινή πείρα η συνείδηση αυτή διαµορφώνεται κυρίως σε νεανική ηλικία. Πέρα από τους διάφορους φορείς που παρέχουν θρησκευτική εκπαίδευση, όπως η πολιτεία και οι διάφορες εκκλησίες ή θρησκευτικές κοινότητες, θρησκευτική διαπαιδαγώγηση παρέχεται στα ανήλικα παιδιά και µέσα στην οικογένεια, αφού όπως είδαµε οι γονείς έχουν δικαίωµα να διαπαιδαγωγούν θρησκευτικά τα τέκνα τους σύµφωνα µε τις αρχές της δικής τους θρησκείας, δικαίωµα που απορρέει από το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας των γονέων. Έτσι, οι γονείς παίζουν καθοριστικό ρόλο, αφού ουσιαστικά αυτοί είναι που καθοδηγούν τα 256 Περισσότερα περί της Ελληνικής Ορθοδόξου Κατηχήσεως και Χριστιανικής Παιδαγωγικής στον

20ο αιώνα, βλ. Κ. Φράγκου, Εισαγωγή στην Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, τόµος Ι, εκδ. Θεσσαλονίκη, 2001, σ.232επ.

Page 211: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

211

παιδιά τους και τα µυούν σε µια ορισµένη θρησκεία, που τις περισσότερες φορές είναι η δική τους. Η θρησκευτική διδασκαλία που µας ενδιαφέρει επί του παρόντος είναι αυτή που παρέχεται από την Πολιτεία. Γιατί ως προς τις άλλες δύο περιπτώσεις, τη θρη-σκευτική διδασκαλία που παρέχουν οι εκκλησίες ή οι ίδιοι οι γονείς, η θρησκευ-τική διαπαιδαγώγηση που παρέχεται είναι καθαρά ζήτηµα επιλογής είτε αυτών που γίνονται αποδέκτες, είτε αυτών που αποφασίζουν για τους αποδέκτες, δηλαδή των γονέων που αποφασίζουν για λογαριασµό των ανήλικων τέκνων τους. Η οικογένεια και οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες, εφόσον καλύπτουν και τα έξοδα της θρησκευτικής εκπαίδευσης, είναι ελεύθερες να προβαίνουν σε οργάνωση θρησκευτικής διδασκαλίας και αυτή είναι θεµιτή, εφόσον βέβαια δεν παραβιάζονται άλλες στοιχειώδεις ανθρώπινες ελευθερίες ή ατοµικά δικαιώµατα και εφόσον δεν προσβάλλει τη δηµόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Το ζήτηµα της θρησκευτικής διδασκαλίας και γενικότερα της θρησκευτικής εκπαίδευσης παρουσιάζει αρκετές δυσχέρειες στον ελληνικό χώρο257. Σχετικά µε το ζήτηµα αυτό υποστηρίζονται δύο απόψεις. Η πρώτη έχει ως έρεισµα τη συνταγµατική αναγνώριση της ορθόδοξης χριστια-νικής θρησκείας ως «επικρατούσας», κατά το άρθρο 3§1 του Συντάγµατος, καθώς και το δικαίωµα των γονέων να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά τους σύµφωνα µε τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, πράγµα που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του

257 Περισσότερα για το µάθηµα των θρησκευτικών και τις κυριότερες επιδράσεις που ασκήθηκαν

στους προσανατολισµούς και στο περιεχόµενό του, από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους µέχρι και σήµερα, βλ. Ι. Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, β' έκδοση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2000, σ.393επ. & επίσης του ιδιίου, ∆ιδακτική των Θρησκευτικών, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1999.

Page 212: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

212

δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας και βρίσκει ρητή κατοχύρωση στα άρθρα 18§4 ∆ΙΣΑΠΟ∆ (ν. 2462/1997) και του άρθρο 2 εδάφιο β' του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α. Κατά την άποψη αυτή, η Πολιτεία υποχρεού-ται να διδάσκει στα σχολεία δηµοτικής και µέσης εκπαίδευσης το µάθηµα των θρησκευτικών κατά το ορθόδοξο δόγµα, διότι το δόγµα αυτό αποτελεί τη θρησκεία της πλειοψηφίας των Ελλήνων, οι οποίοι έχουν δικαίωµα, που τους παρέχεται ευθέως από το Σύνταγµα, να αξιώσουν από την Ελληνική Πολιτεία να παρέχει στα παιδιά τους θρησκευτική εκπαίδευση σύµφωνα µε το δόγµα αυτό. Την άποψη αυτή ενισχύει το άρθρο 2 π.δ. 583/1982, το οποίο ορίζει ότι «σκοπός του µαθή-µατος των θρησκευτικών είναι να κάνει τα παιδιά κοινωνούς των αληθειών της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης». Στο ίδιο πνεύµα, η νοµολογία του ΣΤ΄ Τµήµατος του Συµβουλίου της Επικρατείας δέχτηκε τον καταρχήν υποχρεωτικό χαρακτήρα του µαθήµατος των θρησκευτικών και των σχολικών θρησκευτικών εκδηλώσεων (προσευχή, εκκλησιασµός-ειδικότερα για το ζήτηµα της επικουρικής διαπαιδαγώ-γησης, βλ. αµέσως επόµενο κεφάλαιο). Όσον αφορά τους ετερόδοξους, ετερόθρη-σκους, άθρησκους ή άθεους, αυτοί έχουν το δικαίωµα να µην παρακολουθούν και να απέχουν από το µάθηµα των θρησκευτικών. Έγινε επίσης δεκτό ότι το µάθηµα των θρησκευτικών πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία σύµφωνα µε τις αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας επί ικανό αριθµό ωρών διδασκαλίας εβδοµα-διαίως258. Με άλλη νεότερη απόφαση το ΣτΕ έκρινε ότι ο περιορισµός της διδα-σκαλίας του µαθήµατος των θρησκευτικών σε µία ώρα εβδοµαδιαίως στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου αντιβαίνει στο άρθρο 16§2 του Συντάγµατος259. Οι δύο αυτές αποφάσεις σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως και έδωσαν αφορµή για 258 Βλ. ΣτΕ 3356/1995. 259 Βλ. ΣτΕ 2176/1998.

Page 213: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

213

περαιτέρω συζήτηση και προβληµατισµό, αναφορικά µε την ερµηνεία της διάταξης 16§2 Σ. περί ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης, µε την σχέση της παρα-πάνω διάταξης µε το άρθρο 3 Σ περί επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα, µε την συνταγµατική επιβολή της κατηχητικής – ορθόδοξης εκπαίδευσης κ.λ.π. Αυτό επίσης, που σχολιάστηκε ιδιαίτερα, είναι το ζήτηµα, αν το δικαστήριο είχε το δικαίωµα ή έπρεπε να ελέγξει την ουσιαστική κρίση του Υπουργείου, του Παιδα-γωγικού Ινστιτούτου και των ειδικών, για µείωση των ωρών διδασκαλίας, υποκα-θιστώντας κατά κάποιο τρόπο την ίδια την κυβέρνηση και επεµβαίνοντας αποφασιστικά στο νοµοθετικό έργο της260. Η δεύτερη άποψη είναι αντίθετη της πρώτης και υποστηρίζει ότι η ελευθερία της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ως απόρροια της θρησκευτικής ελευθερίας που κατοχυρώνεται στα άρθρα 13 του Συντάγµατος και 9 της ΕΣ∆Α, κατοχυρώνει στον χώρο του σχολείου τον πλουραλισµό των θρησκευτικών ιδεών, θεµελιώνοντας ειδικότερα αξιώσεις για αποχή των εκπαιδευτικών µηχανισµών του κράτους από κάθε προσπάθεια µονόπλευρης επιβολής µιας συγκεκριµένης στάσης απέναντι στο θείο. Κατά την άποψη αυτή, το άρθρο 16§2 του Συντάγµατος δεν επιτάσσει συγκεκριµένο προσανατολισµό της θρησκευτικής εκπαίδευσης, αλλά ο όρος «θρησκευτική συνείδηση» εκεί αναφέρεται σε όλη τη δυνατή ποικιλία θρησκευ-τικών ή αθρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως γίνεται δεκτό ούτως ή άλλως και για το άρθρο 13§1 του Συντάγµατος. Κατά συνέπεια, το Σύνταγµα επιβάλλει είτε την απλή θρησκειολογική ενηµέρωση, έτσι ώστε ο µαθητής να γνωρίσει διάφορες θρησκείες και δόγµατα ή και αθεϊστικές κοσµοθεωρίες, προκειµένου να επιλέξει

260 Ν. Αλιβιζάτου, Τα θρησκευτικά στο Συµβούλιο της Επικρατείας, σε: Νίκο Αλιβιζάτο, Ο αβέβαιος

εκσυγχρονισµός, ο.π., σελ.85-90.

Page 214: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

214

µόνος του µεταξύ αυτών, είτε την παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης σε προαιρετική βάση. Ειδικά για τη διάταξη του άρθρου 16§2 του Συντάγµατος, που ορίζει ότι «η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευ-µατική, επαγγελµατική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύ-θυνους πολίτες», πρέπει να επισηµανθεί ότι έχουν διατυπωθεί δύο ερµηνείες. Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, η παιδεία αποσκοπεί εκτός των άλλων και στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης. Ειδικά για την συνταγµα-τικά κατοχυρωµένη ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, οι δύο αντίθετες ερµηνείες ερίζουν µεταξύ τους για την έννοια που επιχειρεί να αποδώσει ο συντακτικός νοµοθέτης στη διάταξη αυτή. Κατά µια έννοια η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης σηµαίνει την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης. Το συµπέρασµα αυτό βγαίνει πιο εύκολα, αν ληφθεί υπόψη και η διάταξη του άρθρου 3§1 του Συντάγµατος περί επικρατούσας θρησκείας. Έτσι, οι οπαδοί της άποψης ότι η θρησκευτική διδασκαλία και εκπαίδευση πρέπει να γίνεται σύµφωνα µε το ορθόδοξο χριστιανικό δόγµα, χρησιµοποιούν ως επιπρόσθετο επιχείρηµα και τη διάταξη αυτή. Η παραπάνω όµως διάταξη έχει ερµηνευθεί µε διάφορους τρόπους και έχει ιστορικές αιτίες που καθιερώθηκε. Από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης δεν σηµαίνει υποχρεωτικά και την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνείδησης. Από πουθενά δεν προκύπτει “ρητά” ότι το άρθρο 16§2 του Συντάγµατος επιτάσσει συγκεκριµένο προσανατολισµό της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Φαίνεται εποµένως ορθότερο ότι ο όρος «θρησκευτική συνείδηση» αναφέρεται σε όλη τη

Page 215: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

215

δυνατή ποικιλία θρησκευτικών ή αθρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως γίνεται δεκτό ούτως ή άλλως και για το άρθρο 13§1 του Συντάγµατος. Κατά συνέπεια, το Σύνταγµα επιβάλλει είτε την απλή θρησκειολογική ενηµέρωση, έτσι ώστε ο µαθητής να γνωρίσει διάφορες θρησκείες και δόγµατα ή και αθεϊστικές κοσµοθεωρίες, προκειµένου να επιλέξει µόνος του µεταξύ αυτών (κάτι το οποίο συµβαίνει βέβαια στη δευτέρα τάξη του Λυκείου, όπου οι µαθητές στο µάθηµα των Θρησκευτικών, διδάσκονται θρησκειολογία), είτε την παροχή θρησκευτικής εκπαίδευσης σε προαιρετική βάση. Το περιεχόµενο της θρησκευτικής εκπαίδευ-σης κρίνεται από διάφορους παράγοντες και ιδίως πολιτιστικούς και κοινωνικούς. Εξάλλου, εάν ήθελε ορθόδοξη ο συνταγµατικός νοµοθέτης θα το έλεγε. Θέτοντας «θρησκευτική» άφησε ελευθερία στον προσδιορισµό της. Από τις δύο αυτές ερµηνείες που αποδίδονται στο άρθρο 16§2 του Συντάγµατος, ο Κ. Χρυσόγονος φαίνεται να συνάδει µε τη δεύτερη, αφού κατά την άποψή του, µε την πρώτη «επιχειρείται ο ερµηνευτικός εξοστρακισµός από το νοµικό πεδίο του Συντάγµατος της επιταγής του άρθρου 16§2 του Συντάγµατος για ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης». Και συνεχίζει θέτοντας το επιχείρηµα ότι «διαφο-ρετικά, δεχόµαστε τη δυνατότητα η παιδεία να οργανώνεται ως όργανο επιβολής µιας συγκεκριµένης συνείδησης, κάτι που αναιρεί ολοκληρωτικά τη βασική αρχή του άρθρου 5§1 του Συντάγµατος»261.

261 Κ. Χρυσόγονου, Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2002,

σελ.254.

Page 216: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

216

ΣΧΟΛΙΑ – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 1. Αναφορικά µε την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης σε σχέση µε την παιδική ηλικία προκύπτει το εξής... Το πρωταρχικό δικαίωµα που απορρέει από την ελευθερία της θρησκευτικής εκπαίδευσης, είναι το δικαίωµα του συνειδησια-κού αυτοκαθορισµού των µαθητών262.Το πότε υπάρχει η ωριµότητα αυτοτελούς άσκησης του δικαιώµατος αυτού είναι κατ' αρχήν ζήτηµα πραγµατικό. Για τους µαθητές του ∆ηµοτικού φαίνεται εν πρώτοις υπερβολικό να ασκούν τέτοια δικαιώµατα. Όπως όµως σε αυτό σηµείο τονίζει ο Βασιλόπουλος, η ανάδειξη της σηµασίας του δικαιώµατος του συνειδησιακού αυτοκαθορισµού των µαθητών, ούτε αναιρεί, ούτε υποβαθµίζει το αντίστοιχο δικαίωµα των γονέων να έχουν τον πρώτο λόγο στο ζήτηµα της θρησκευτικής εκπαίδευσης των τέκνων τους, µε την παρατήρηση βέβαια, πως τα παιδιά δεν αποτελούν φερέφωνο και ευθεία προέ-κταση της προσωπικότητας των γονέων τους263. 2. Είναι γεγονός, που δύσκολα µπορεί να αµφισβητηθεί, ότι οι γονείς των παιδιών που φοιτούν στα ελληνικά σχολεία είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία Χρι-στιανοί ορθόδοξοι. Από το γεγονός αυτό όµως δεν σηµαίνει ότι συνάγεται αυτό-µατα και αµάχητο τεκµήριο για το είδος της θρησκευτικής εκπαίδευσης, που επιθυµούν να δοθεί στα παιδιά τους. Οι γονείς λοιπόν των µαθητών θα µπορού-σαν να εκφραστούν σχετικά µέσα από τις συνταγµατικά κατοχυρωµένες δηµοκρα-τικές διαδικασίες και να δηλώσουν ρητά αν επιθυµούν αρχικά τη θρησκευτική 262 Γ.Σωτηρέλλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγµα και την Ε.Σ.∆.Α. Από τον κατηχησµό

στην πολυφωνία, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1998, σ.397. 263 Χ.Βασιλόπουλου, ∆ιδακτική του Μαθήµατος των θρησκευτικών, β' έκδοση, εκδ. Κυριακίδη,

Θεσσαλονίκη, 1996, σ.48.

Page 217: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

217

διδασκαλία για τα παιδιά τους και ποιο είδος αυτής θεωρούν καλύτερο έχοντας τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάµεσα στο κατηχητικό – οµολογιακό πρότυπο ή το πλουραλιστικό. 3. Το άρθρο 2 εδ. β΄ του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α καθώς και η συνταγµατική προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης δεν αφορούν µόνο την ολότητα, αλλά και τους γονείς κάθε παιδιού ξεχωριστά. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνεται σεβαστό το δικαίωµα των γονέων να αρνούνται να δεχθούν για τα παιδιά τους την παρεχόµενη από το σχολείο θρησκευτική εκπαίδευση, ανεξάρτητα από το είδος ή τη µορφή της. Και η πολιτεία θα πρέπει να δέχεται την επιλογή αυτή µε µόνη την επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης και χωρίς να τίθεται θέµα απόδειξής τους. Μια τέτοια «αποδεικτική διαδικασία» προσβάλλει ευθέως το δικαίωµα µη αποκάλυψης των θρησκευτικών πεποιθή-σεων. 4. Το άρθρο 16§2 του Συντάγµατος θέτει ως στόχο την ανάπτυξη της θρησκευ-τικής συνείδησης, χωρίς να καθορίζει ειδικότερα και τα µέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Φαίνεται δηλαδή ο συντακτικός νοµοθέτης να θέτει τον γενικό στόχο και να αφήνει στον κοινό νοµοθέτη τον καθορισµό των µέσων. Η δέσµευση λοιπόν του τελευταίου εξαντλείται καταρχήν στην πρόβλεψη του µαθήµατος των θρησκευτικών. Περαιτέρω δεν τίθεται καµία δέσµευση από το ίδιο το Σύνταγµα αναφορικά µε την διδασκαλία των θρησκευτικών σε όλες τις τάξεις, µε τις ώρες διδασκαλίας ή µε το περιεχόµενο. 6. Έχει ειπωθεί ότι οι γονείς είναι φορείς του δικαιώµατος της θρησκευτικής

Page 218: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

218

ελευθερίας των παιδιών τους. Η άποψη αυτή όµως, δεν πρέπει να παραθεωρεί το γεγονός ότι φορείς του παραπάνω δικαιώµατος µπορούν να είναι και οι ίδιοι οι µαθητές, οι οποίοι µάλιστα µπορούν να το ασκήσουν αυτοπροσώπως από ένα σηµείο ωρίµανσης και έπειτα.

5. ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ∆ΙΑΠΑΙ∆ΑΓΩΓΗΣΗ (Εκκλη-σιασµός και Προσευχή) Το ζήτηµα του Εκκλησιασµού και της Προσευχής ρυθµίζεται κατά βάση µε εγκύκλιο του 1977, που εξεδόθη µετά από ερωτήµατα που τέθηκαν στο Υπουργείο Παιδείας από Εκκλησιαστικές Αρχές, γονείς µαθητών και διευθυντές σχολείων. Στη συνέχεια υπήρξαν και άλλες εγκύκλιοι (συνήθως µετά από οχλήσεις Εκκλη-σιαστικών Αρχών), οι οποίες όµως παραπέµπουν στην προαναφερθείσα. Από αυτές προκύπτει πως προς επίρρωση του θρησκευτικού συναισθήµατος των µαθητών, πλην των άλλων θα βοηθήσει και η καθηµερινή κοινή προσευχή, η οποία πρέπει να πραγµατώνεται µε την απαιτούµενη ευλάβεια κάθε µέρα πριν από την έναρξη των µαθηµάτων, σε κοινή συγκέντρωση µαθητών και διδακτικού προσωπικού στο προαύλιο του σχολείου, καθώς και ο εκκλησιασµός των µαθητών. Στην εν λόγω εγκύκλιο επίσης αναφέρεται ότι ο εκκλησιασµός πρέπει να γένεται ανά δεκαπενθήµερο ή τουλάχιστον ανά µήνα. Κάποιες σηµαντικές αλλαγές επιχειρούνται από θέµα του εκκλησιασµού και της προσευχής από τα Π.∆ 389/ 392/393 περί της “οργάνωσης και λειτουργίας των ∆ηµοτικών Σχολείων, Γυµνα-σίων και Λυκείων”. Σε αυτά θεσµοθετείται η ελευθερία το διδάσκοντος να

Page 219: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

219

αποφασίσει για τη συµµετοχή του σχολείου του στις συγκεκριµένες λατρευτικές εκδηλώσεις (άρθρα 8,5,6). Παραπέρα προβλέπεται το εξής: “Μαθητές που ανήκουν σε άλλο δόγµα ή θρήσκευµα και εκείνοι των οποίων οι γονείς θα ζητήσουν γραπτώς την εξαίρεσή τους, µπορούν να µη συµµετάσχουν στον εκκλησιασµό”. Εν ολίγοις από τον εκκλησιασµό εξαιρούνται και οι Ορθό-δοξοι µαθητές που θα ζητήσουν γραπτώς την εξαίρεσή τους. Τα ίδια διαλαµβάνονται και στον ισχύον Π.∆ 201/1988, που διέπει την οργάνωση και λειτουργία των δηµοτικών σχολείων. Συγκεκριµένα στο άρθρο 13 παράγραφος 5Α, προβλέπεται η κοινή προσευχή των µαθητών στο προαύλιο πριν την έναρξη των µαθηµάτων, από την οποία απαλλάσσονται µε γραπτή δήλωση των γονέων τους οι ετερόδοξοι µαθητές. Στην παράγραφο 9 του αυτού άρθρου προβλέπεται ο εκκλησιασµός των µαθητών (µε σχετική απόφαση του Συλλόγου ∆ιδασκόντων), σε συγκεκριµένες εορτές αλλά και εκτάκτως. Και στην περίπτωση αυτή προβλέπεται η απαλλαγή των ετερόδοξων µαθητών µε γραπτή δήλωση των γονέων τους. Στην παράγραφο 10Β τέλος, παρέχεται η δυνατότητα απαλλαγής των ετερόδοξων µαθητών από την συµµετοχή τους στο µάθηµα των θρησκευτικών και πάλι µε την υποβολή σχετικής δήλωσης των γονέων τους.

Page 220: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

220

Σ Τ ΄ Ε Ν Ο Τ Η Τ Α

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ 1. ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ∆ΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ Μέσα στο πλαίσιο της πολυφωνικής δηµοκρατίας και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωµάτων που προσδιορίζουν ένα Κράτος ∆ικαίου, εντάσσεται και η σταθερή προαγωγή και προστασία των δικαιωµάτων των προσώπων εκείνων που ανήκουν σε θρησκευτικές µειονότητες264. Η Χώρα υποχρεούται και δεσµεύεται να σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία των ατόµων που ανήκουν σε θρησκευτικές µειονότητες, σε συνδυασµό πάντα µε την αρχή της ισότητας και της µη διάκρισης, αλλά και το δικαίωµά τους για ίση αντιµετώπιση και προστασία από τον Νόµο. Παράλληλα δεσµεύεται να προάγει και να προστατεύει τη θρη-σκευτική ταυτότητα των θρησκευτικών µειονοτήτων και την ίδια στιγµή να εγγυά-ται το δικαίωµα των ατόµων αυτών, να διατηρούν, να εκφράζουν, να ανα-

264 Βλ. Το Γενικό Σχόλιο 23 (50)/1994 της Επιτροπής του ∆ΙΣΑΠΟ∆ επί του αρ.27 ∆ΙΣΑΠΟ∆. Στην

παρ. 5.2 του Γενικού Σχολίου αναφέρεται ότι... «τα άτοµα που ανήκουν σε εκείνες τις µειονότητες (εθνικές/θρησκευτικές/γλωσσικές), δε θα πρέπει να στερηθούν το δικαίωµα, από κοινού µε µέλη της οµάδας του, να απολαµβάνουν τη δική τους κουλτούρα, να ασκούν θρησκεία τους και να οµιλούν τη γλώσσα τους. ∆εδοµένου ότι δεν χρειάζεται να είναι υπήκοοι ή πολίτες, δεν απαιτείται να είναι µόνιµοι κάτοικοι. Έτσι οι µετανάστες εργάτες ή ακόµη και οι επισκέπτες σε ένα Κράτος Μέρος, οι οποίοι αποτελούν τέτοιες µειονότητες, έχουν το δικαίωµα να µη στερηθούν την άσκηση εκείνων των δικαιωµάτων....... Η ύπαρξη µιας εθνικής, θρησκευτκής ή γλωσσικής µειονότητας, δεν εξαρτάται από απόφαση του εν λόγω Κράτους Μέρους, αλλά απαιτείται να καθοριστεί µε αντικείµενικά κριτήρια”.Τ ο απόσπασµα αυτό καταδεικνύει πως η Επιτροπή του ∆ΙΣΑΠΟ∆, αφοµοιώνει µε εντελώςδιαφορετικό τρόπο το αρ.27 ∆ΙΣΑΠΟ∆ απ' ό,τι µέχρι τώρα.

Page 221: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

221

πτύσσουν, να προάγουν(πάντα µε γνώµονα το σεβασµό), την ταυτότητα αυτή, δίχως να έρχονται αντιµέτωποι µε διακρίσεις, τουναντίον δε, να απολαµβάνουν πλήρης ισότητας ενώπιον του νόµου.

Page 222: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

222

2. ΤΟ ∆ΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΙ∆ΕΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΕ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ Η Χώρα µας δυνάµει του αρ.8 της Συνθήκης των Σεβρών, υποχρεούται να ανα-γνωρίζει δίχως να προκαλεί διακρίσεις, το δικαίωµα των Ελλήνων υπηκόων που ανήκουν όµως σε θρησκευτική µειονότητα, να ιδρύουν, να συντηρούν, και διευθύνουν, µε δικά τους έξοδα, σχολεία και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύµατα. Βάσει της παραγράφου 16.6 του Καταληκτικού Εγγράφου της Συνάντησης Συνέ-χειας της Βιέννης (1989), κατοχυρώνεται, το δικαίωµα οποιουδήποτε να παρέχει και να λαµβάνει θρησκευτική µόρφωση στη γλώσσα της επιλογής του, είτε ατοµικά είτε από κοινού µε άλλους. Το δικαίωµα παροχής θρησκευτικής εκπαί-δευσης, στα παιδιά και στους νέους αναγνωρίζεται στην παράγραφο 10χ. της Σύ-στασης 1086 (1988) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συµβουλίου της Ευρώ-πης, τη σχετικής µε την κατάσταση των Εκκλησιών και των θρησκευτικών ελευ-θεριών στην Ανατολική Ευρώπη. Τα πρόσωπα που ανήκουν σε θρησκευτικές µειονότητες, σύµφωνα εξάλλου µε το άρθρο 27 ∆ΙΣΑΠΟ∆, δε µπορούν να στερηθούν το δικαίωµα να έχουν από κοινού µε άλλα µέλη της οµάδας τους τη δική τους πολιτιστική ζωή και να ασκούν τη δική τους θρησκεία. Η ίδρυση µειονοτικών σχολείων, που αποτελεί αναπόσπαστο τµήµα της πολιτιστικής ζωής, είναι εκτός από κοινωνικό και πολιτιστικό δικαίωµα. Το εν λόγω δικαίωµα αναγνωρίζεται κατ'αρχήν από τις σχετικές διατάξεις των διεθνών πράξεων, που είναι δεσµευτικά τόσο σε νοµικό, όσο και σε ηθικο-πολιτικό επίπεδο. Οι διατάξεις αυτές συνδυάζονται µε την αρχή της ισότητας και της µη διάκρισης, ενώ ισχύει αυτοτελώς και το άρθρο 26 ∆ΙΣΑΠΟ∆, που κατοχυ-ρώνει το δικαίωµα στην ισότητα του νόµου. Ειδικότερα, το δικαίωµα ίδρυσης

Page 223: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

223

µειονοτικών σχολείων θεµελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 27 ∆ΙΣΑΠΟ∆. Σύµφωνα εξάλλου µε την ∆ιακήρυξη265 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για τα δικαιώµατα των προσώπων των ανηκόντων σε εθνικές ή εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές µειονότητες (1993)266 [εφεξής ∆ιακήρυξη του 1993], έχουν το δικαίω-µα να απολαµβάνουν το δικό τους πολιτισµό, καθώς και να οµολογούν και να ασκούν τη δική τους θρησκεία ελεύθερα και χωρίς κρατική παρέµβαση ή οποιασδήποτε µορφής διάκριση. Έχουν επίσης το δικαίωµα να συµµετέχουν ενεργά στην πολιτιστική και θρησκευ-τική ζωή267. Τα ίδια πρόσωπα δύνανται να ασκούν ατοµικά ή από κοινού µε άλλα µέλη της οµάδας τους, όλα τα οικουµενικώς αναγνωρισµένα ανθρώπινα δικαιώ-µατα και τις θεµελιώδεις ελευθερίες, δίχως καµιά διάκριση και µε πλήρη ισότητα ενώπιον του νόµου, συµπεριλαµβανοµένων σαφώς και των δικών τους µειονοτι-κών δικαιωµάτων268.

Τα κράτη δεσµεύονται να προστατεύουν την πολιτιστική και θρησκευτική ταυτό-τητα των µειονοτήτων και να ενθαρρύνουν την προαγωγή της. Καθιερώνεται ήτοι, 265 Άρθο 2 παράγραφοι 1 & 2 της ∆ιακήρυξης του 1993 266 Άρθρα 3 & 4 παράγραφος 1 της ∆ιακήρυξης του 1993 267 Άρθρο 1 της ∆ιακήρυξης του 1993. Ειδικότερα τα Κράτη θα λαµβάνουν µέτρα, για να

δηµιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες, οι οποίες θα επιτρέπουν στα πρόσωπα που ανήκουν σε θρησκευτικές µειονότητες να εκφράζουν τα χαρακτηριστικά τους και να αναπτύσσουν τον πολιτιτσµό, τη γλώσσα, τις παραδόσεις, τα έθιµά τους, µε την εξαίρεση των πρακτικών, οι οποίες παραβιάζουν τον εθνικό νόµο και ταυτόχρονα είναι αντίθετες στους διεθνείς κανόνες. Θα λαµβάνουν επίσης µέτρα στον τοµέα της εκπαίδευσης, προκειµένου να ενθαρρύνουν τη γνώση της ιστορίας, των παραδόσεων, της γλώσσας και του πολιτιτσµού τωων µειονοτήτων που υπάρχουν στην Επικράτειά τους. Καθώς και να δηµιουργούν κατάλληλες ευκαιρίες, ώστε τα πρόσωπα που ανήκουν σε θρησκευτικές µειονότητες, να αποκτούν γνώση της ιστορίας ως συνόλου (άρθρο 4 παράγραφοι 2,4 της ∆ιακήρυξης αυτής).

268 Η άσκηση των µειονοτικών δικαιωµάτων, όµως δεν πρέπει να είναι καταχρηστική, ήτοι αντίθετη στους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωµένων Εθνών, στις οποίες περιλαµβάνονται εκείνες της κυριαρχικής ισότητας, της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας των Κρατών (άρθρο 8 της ∆ιακήρυξης του 1993).

Page 224: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

224

η ερµηνευτική αρχή πως τα δικαιώµατα αυτά είναι κατ' αρχήν σύµφωνα µε την αρχή που προαναφέραµε, δηλαδή της ισότητας και της µη διάκρισης. Κατά το έγγραφο της Συνάντησης της Κοπεγχάγης, τα δικαιώµατα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές µειονότητες, αποτελούν τµήµα των καθολικά αναγνωριζό-µενων ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Εξάλλου τα συµµετέχοντα στη ∆ΑΣΕ Κράτη, επιβεβαιώνουν ότι ο σεβασµός για τα δικαιώµατα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές µειονότητες, είναι ουσιώδης παράγοντας της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της σταθερότητας και της δηµοκρατίας (και φυσικά της προόδου).

Page 225: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

225

3. Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ Ι∆ΡΥΣΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΗΡΙΩΝ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΩΝ ΘΡΗΣΚΕΥ-ΜΑΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Η ίδρυση θρησκευτικών εκπαιδευτηρίων εκ µέρους των µειονοτικών θρησκευµά-των ερείδεται στην ελευθερία της εκδήλωσης ή της άσκησης θρησκείας ή πεποί-θησης µέσω της διδασκαλίας, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 13 παρά-γραφος 2 εδάφια α΄και β΄ Σ και όχι στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης που κατοχυρώνεται στην ίδια διάταξη της πρώτης παραγράφου του Συντάγµατος. Βασίζεται ακόµη και στην ελευθερία της διδασκαλίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 Σ. Το ατοµικό δικαίωµα να ιδρύουν θρησκευτικές σχολές έχουν όχι µονό Έλληνες πολίτες, αλλά και αλλοδαποί. Και τούτο διότι και οι αλλοδαποί είναι φορείς της θρησκευτικής ελευθερίας (όντας ατοµικό δικαίωµα και άρα φορείς αυτού είναι άπαντες πάντες) και της ελευθερίας της διδασκαλίας, ελευθερίες εν ολίγοις εκ των οποίων απορρέει η ελευθερία ίδρυσης θρησκευτικού εκπαιδευτηρίου. Στις σχολές αυτές διδάσκεται το µάθηµα των θρησκευτικών ή κατ άλλη διατύπωση (πλέον µετριοπαθή), οι αρχές ορισµένου θρησκεύµατος στα µέλη του. Το άρθρο 3 Σ σε συνδυασµό µε το άρθρο 13 παράγραφοι 1,2 Σ, έχει περιο-ρισµένη κανονιστική ισχύ ως προς τη διδασκαλία των αρχών της επικρατούσας θρησκείας σε ορθόδοξα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια (όπως π.χ. τα εκπαιδευτήρια του Απ. Παύλου που εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη). ∆εν έχει όµως σχέση µε την ίδρυση τέτοιων εκπαιδευτηρίων, από τους οπαδούς της επικρατούσας θρησκείας. Τα εκπαιδευτήρια αυτά ως γνωστόν περιλαµβάνουν σχολεία τα οποία καλύπτουν σχεδόν όλο το φάσµα της γενικής εκπαίδευσης, τόσο της υποχρεωτικής όσο και

Page 226: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

226

της προαιρετικής, δηλαδή από την προσχολική αγωγή, µέχρι και τη λυκειακή εκπαίδευση. Ακολουθούν δε στην εκπαίδευση τις αρχές της επικρατούσας θρησκείας. Η πρώτη όµως συνταγµατική διάταξη ουδεµία απολύτως κανονιστική ισχύ έχει, σε σχέση µε την ίδρυση “ετερόδοξων ή ετερόθρησκων” εκπαιδευ-τηρίων269.

Ενδεχόµενη αντίθετη άποψη, θα παραβίαζε οµολογουµένως, το θεµελιώδες δι-καίωµα στην ισότητα του νόµου, το οποίο αναµφισβήτητα κατοχυρώνεται και για τα θρησκεύµατα. Και αυτό διότι θα σχετικοποιούσε τρόπον τινά, τη θρησκευτική ελευθερία των ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, υπέρ της ιδιαίτερης προστασίας της επικρατούσας θρησκείας.

Ο Π. ∆αγτόγλου υποστηρίζει την µάλλον ακραία άποψη, ότι υπό το ισχύον

Σύνταγµα, δεν ευσταθεί η άποψη πως οι συνταγµατικές διατάξεις περi θρησκευτι-

κής ελευθερίας και ελευθερίας της εκπαίδευσης, οι οποίες αποτελούν νοµικές

βάσεις της ελευθερίας ίδρυσης ετερόδοξων ή ετερόθρησκων εκπαιδευτηρίων, θα

πρέπει να ερµηνεύονται σε συνδυασµό µε τη συνταγµατική διάταξη που καθιε-

ρώνει την επικρατούσα θρησκεία270, άποψη µε την οποία κάθετα αντίκειται ο Ε.

Βενιζέλος, ο οποίος συνδυάζει τις παραπάνω διατάξεις ως άµεσα συνεχόµενες

µεταξύ τους 271.

269 Κ. Κυριαζόπουλου, Περιορισµοί στην ελευθερία διδασκαλίας των µειονοτικών θρησκευµάτων,

∆ίκαιο και Θεσµοί, Θεσσαλονίκη, 1999. 270 Κατά τον Π. ∆αγτόγλου, η ελευθερία ασκήσεως θρησκείας, κατοχυρώνεται στο άρθρο 13

παράγραφος 2 εδάφια α΄, β΄ (Ατοµικά ∆ικαιώµατα. ο.π., 375-376). Η εκδήλωση θρησκείας σύµφωνα µε τα διεθνή standads, που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Α.1...., περιλαµβάνει τη λατρεία, τη διδασκαλία, τη συµµόρφωση προς τη θρησκευτική συνείδηση και την τήρηση των θρησκευτικών εθίµων καιθ της θρησκευτικής πράξης. Ο Αν. Μαρίνος, ισχυρίστηκε ότι η ίδρυση ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου, βασίζεται στη διάταξη που καθιερώνει το απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης ( Η θρησκευτική ελευθερία ο.π., σ.150) βλ.σχετικώς Αν. Μαρίνου, ο.π., σ.149-150.

271 Περισσότερα βλ. Ε.Βενιζέλος, Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, εκδ. Παρατηρητής, α'

Page 227: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

227

Κατά το Σ.Τρωϊάνο, το ισχύον Σύνταγµα έχει περιορίσει κατά κάποιο τρόπο την

ιδιαίτερη κρατική προστασία της επικρατούσας θρησκείας, δηλαδή την προστασία

που παρέχεται πέρα από εκείνη που διασφαλίζεται για όλες τις γνωστές θρησκείες

και η οποία ερείδεται στη συλλογική διάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας 272. Η

τροποποίηση αυτή προκύπτει από ουσιαστικές αλλαγές, τις οποίες επέφερε το

ισχύον Σύνταγµα σε σύγκριση µε το Σύνταγµα του 1952273. Στο σηµείο αυτό όµως

να τονίσουµε πως µιλάµε για περιορισµό και όχι για πλήρη κατάργηση της ιδιαί-

τερης κρατικής προστασίας της οποίας λαµβάνει η επικρατούσα θρησκεία, αφού

δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις (και δικαιολογηµένα βέβαια), όπου η Ορθοδοξία

καταλαµβάνει καίρια και κοµβική θέση στην ελληνική έννοµη τάξη και στον ευρύ-

τερο κρατικό µηχανισµό· ενδεικτικά αναφέρουµε το ορθόδοξο εορτολόγιο, τους

Ορθόδοξους καθηγητές Θρησκευτικών στα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης, τη

λιτάνευση των εικόνων, το τιµητικό προβάδισµα των ιερέων της Επικρατούσας

θρησκείας.

έκδοση,εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2000. 272 Αν.Μαρίνου, ο.π., σ.141. 273 Ο Σπ.Τρωϊάνος επισηµαίνει τις αλλαγές, τις οποίες επέφερε το ισχύον Σύνταγµα στις σχέσεις

Κράτους και Θρησκείας (Παραδόσεις Εκκλησιαστικού ∆ικαίου σ.94). Ο αρχηγός του Κράτους δεν είναι απαραίτητο να ανήκει στην Επικρατούσα θρησκεία, [αρ.33 παρ.2 Σ. αρ.47 & 43 παρ.2 Σ. (1952) ].Ο προσηλυτισµός απαγορεύεται γενικά, δηλαδή όχι µόνο σε βάρος της επικρατούσας, αλλά σε ωάρος κάθε γνωστής θρησκείας. ∆εν απαγορεύονται οι κάθε είδους επεµβάσεις ειδικά σε βάρος της επικρατούσας θρησκείας, [αρ.13 παρ.2 εδ.β Σ.΄& αρ.1 παρ.1 Σ. (1952)]. Η κατάσχεση εντύπων επιτρέπεται λόγω προσβολής όχι µόνο της χριστιανικής, αλλά και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας, [ αρ.14 παρ3 Σ. & αρ. 14 παρ.2 Σ.(1952)]. Η παιδεία δεν πρέπει να στηρίζεται στις ιδεολογικές κατευθύνσεις δηλ. στην κρατική ιδεολογία του λεγόµενου “ελληνοχριστιανικού πολιτισµού” [αρ.16 παρ.2 Σ. (1952)].

Page 228: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

228

4. ΤΟ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ (ΓΕΝΙΚΑ) Στην Ελλάδα σήµερα, ισχύει και εφαρµόζεται το ιερό µουσουλµανικό δίκαιο επί ορισµένων εννόµων σχέσεων των µουσουλµάνων Ελλήνων πολιτών. Ειδικότερα, το µουσουλµανικό δίκαιο ισχύει ως ειδικό διαπροσωπικό δίκαιο στους Έλληνες µουσουλµάνους της Θράκης. Στο παρελθόν ίσχυε και το ισραηλιτικό δίκαιο ως ιδιαίτερο δίκαιο, το οποίο όµως έπαψε να ισχύει στην Ελλάδα από το 1946, µε τη θέση σε ισχύ του Αστικού Κώδικα το 1946. Έτσι, το µοναδικό διαπροσωπικό δίκαιο στην Ελλάδα αυτή τη στιγµή είναι το µουσουλµανικό. ∆ιαπροσωπικό δίκαιο σηµαίνει το ιδιαίτερο δίκαιο, το οποίο αποτελείται από το σύνολο των κανόνων που καθορίζουν ποιο από τα προσωπικά δίκαια που ισχύουν παράλ-ληλα µέσα στην ίδια πολιτεία θα ρυθµίσει ορισµένη έννοµη σχέση. Το διαπρο-σωπικό δίκαιο εφαρµόζεται σε µία ή περισσότερες κατηγορίες πολιτών ενός κράτους κατ’ εξαίρεση, συνήθως λόγω της διαφορετικής τους θρησκευτικής βάσης. Στην ελληνική έννοµη τάξη, το µουσουλµανικό δίκαιο εφαρµόζεται στους Έλληνες µουσουλµάνους της Θράκης µετά από τη Συνθήκη των Αθηνών το 1913, τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920 και τη Συνθήκη της Λωζάνης το 1923. Ζήτηµα ανέκυψε για το αν το µουσουλµανικό δίκαιο επεκτείνεται και στους Έλληνες µουσουλµάνους άλλων περιοχών της Ελλάδας, όπως για παράδειγµα στους µου-σουλµάνους της ∆ωδεκανήσου274. Κατά την κρατούσα άποψη, που ενισχύεται

274 Γραµµατικάκη-Αλεξίου-Παπασιώπη-Πασια-Βασιλακάκης, Ιδιωτικό ∆ιεθνές ∆ίκαιο, γ΄έκδοση,

εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2002, σ.47.

Page 229: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

229

από τη νοµολογία, το διαπροσωπικό µουσουλµανικό δίκαιο καλύπτει µόνο τους µουσουλµάνους της Θράκης. Για τους υπόλοιπους µουσουλµάνους λοιπόν των άλλων περιοχών της Ελλάδας, ισχύει και εφαρµόζεται κανονικά το κοινό ελληνικό δίκαιο275. Ακόµη όµως και για τους µουσουλµάνους της Θράκης, η επιλογή του µουσουλµανικού δικαίου αντί του κοινού ελληνικού, είναι προαιρετική και όχι υποχρεωτική. Έτσι, οι µουσουλµάνοι έxουν το δικαίωµα να επιλέξουν αν θα υπαχθούν στη δικαιοδοσία του Μουφτή ή αν θα υπαχθούν τελικά στη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων. Συνήθως επιλέγουν τη δικαιοδοσία του Μουφτή, γεγονός που καταδεικνύει την µεγάλη επιρροή που ασκεί η θρησκεία των µου-σουλµάνων στη ζωή τους καθώς και τις συντηρητικές δοµές της µουσουλµανικής ιεραρχίας. “Ο Μουφτής έχει δικαιοδοσία για τις σχέσεις οικογενειακού, κληρονοµικού και προσωπικού θεσµού”276. Η δικαιοδοτική εξουσία του Μουφτή αφορά γάµους, διαζύγια, διατροφές, επιτροπείες, κηδεµονίες, χειραφεσίες ανηλίκων, ισλαµικές διαθήκες και την εξ αδιαθέτου διαδοχή εφόσον αυτή διέπεται από τον ιερό µου-σουλµανικό νόµο. Τα παραπάνω περιλαµβάνονται στη διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 2 του υπ' αριθµ. ν. 1920/1991, µε τον οποίο κυρώθηκε η από 24.12.1990 Πράξη Νοµοθετικού Περιεχοµένου «Περί µουσουλµάνων θρησκευ-τικών λειτουργών», το άρθρο 9 του οποίου κατήργησε τον υπ' αριθµ. ν. 2345/1920, τον οποίο είχε διατηρήσει ο ΕισΝΑΚ του 1946 (άρθρο 6). Εποµένως, ο 275 ΜονΠρΘηβών 405/2000, ΝοΒ2001.661επ., ΑΠ 1723/1980, ΝοΒ1981.1217επ., Εφ∆ωδ 48/1952, Θ.

Ξ∆΄.1092επ., ΑΠ738/1967 (Ολοµ), ΝοΒ1968.381επ., ΕφΘρ 356/1995, Ελλ∆νη1996.1368 (µε παρατηρήσεις Κ.Φουντεδάκη)

276 ο.π, σ.47. Περισσότερα βλ. Σ. Γεωργούλη, Ο θεσµός του Μουφτή στην ελληνική και αλλοδαπή έννοµη τάξη, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1993. Επίσης και Κ. Τσιτσελίκη, “Η θέση του Μουφτή στην ελληνική έννοµη τάξη”, σε: Σειρά Μελετών - Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Οµάδων (επιµελ. ∆ηµήτρη Χριστόπουλου), Νοµικά ζητήµατα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, σελ.298.

Page 230: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

230

Μουφτής εκτός από τα θρησκευτικά του καθήκοντα, τα οποία απορρέουν από τον ιερό µουσουλµανικό νόµο, καθώς και τα γνωµοδοτικά του καθήκοντα, ασκεί και δικαιοδοσία µεταξύ των µουσουλµάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του πάνω σε διάφορα θέµατα αστικού δικαίου. Σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 3 εδ. α΄ του ν. 1920/1991 οι αποφάσεις του Μουφτή κηρύσσονται εκτελεστές από το Μονοµελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας που έχει την έδρα του ο Μουφτής 277. Το δικαστήριο, το µόνο που ελέγχει είναι αν η απόφαση του Μουφτή εκδόθηκε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, καθώς επίσης και το ζήτηµα της συνταγµατικότητας των εφαρµοσθέντων από το Μουφτή διατάξεων278. Πρόβληµα φαίνεται να δηµιουργείται µε τους διάφορους θεσµούς που δέχεται το µουσουλµανικό δίκαιο, οι οποίοι αντίκεινται στην ελληνική έννοµη τάξη. Για παράδειγµα η πολυγαµία είναι ένας θεσµός, που γίνεται µεν αποδεκτός από το µουσουλµανικό δίκαιο, έρχεται όµως σε αντίθεση µε την ελληνική έννοµη τάξη. Εντούτοις, οι διάφορες διατάξεις του µουσουλµανικού δικαίου δεν θεωρήθηκαν ότι προσβάλλουν την ηµεδαπή έννοµη τάξη, διότι το δίκαιο αυτό θεωρείται ελληνικό, ως διαπροσωπικό δίκαιο, που διέπει τη συγκεκριµένη αυτή κατηγορία πολιτών. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα συνάγεται το συµπέρασµα ότι η ελληνική πολιτεία αναφορικά µε τους µουσουλµάνους της Θράκης επιδεικνύει ιδιαίτερη ανοχή, αφού εισάγει εξαιρέσεις υπέρ των µουσουλµάνων πολιτών από την γενική εφαρµογή 277 “Οι εκδιδόµενες από το Μουφτή αποφάσεις επί υποθέσεων αµφισβητούµενης δικαιοδοσίας δεν

µπορούν να εκτελεστούν ούτε αποτελούν δεδικασµένο, αν δεν κηρυχθούν εκτελεστές από το Μονοµελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου η έδρα του Μουφτή, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας” (αρ.5§3 εδ.α', του ν.1920/1991).

278 Το ζήτηµα του ελέγχου της συνταγµατικότητας των εφαρµοσθέντων διατάξεων από το Μουφτή, προστέθηκε µε το ν. 1920/1991 και δεν υπήρχε παλαιότερα.

Page 231: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

231

του νόµου. Το γεγονός αυτό αποτελεί σεβασµό στη θρησκευτική ελευθερία των µουσουλµάνων της Θράκης, διότι η ελληνική πολιτεία σέβεται και προστατεύει το δικαίωµα των ανθρώπων αυτών να ζουν σύµφωνα µε τις επιταγές και τους κανόνες της δικής τους θρησκείας. Μάλιστα, ο σεβασµός της ελευθερίας της θρη-σκευτικής συνείδησης υπέρ των µουσουλµάνων πολιτών, φτάνει σε σηµείο η ελληνική πολιτεία να εφαρµόζει το µουσουλµανικό δίκαιο για αυτούς, έστω κι αν δηµιουργεί προβλήµατα στην ελληνική έννοµη τάξη. Γεγονός επίσης είναι ότι η ευνοϊκή αυτή µεταχείριση εισάγει διακρίσεις σε βάρος άλλων θρησκειών στην Ελλάδα, που δεν τυγχάνουν της ίδιας µεταχείρισης, παρόλο που θα το ήθελαν.

Page 232: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

232

5. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΤΗΣ ∆ΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ Την κρατούσα άποψη ως προς την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης στο χώρο της εκπαίδευσης, συµπληρώνει η θέσπιση και η θετική ερµηνευτική αξιολόγηση της δυνατότητας που έχουν οι µη Ορθόδοξοι µαθητές, ενδεχοµένως δε και οι Ορθόδοξοι, να τύχουν θρησκευτικής εκπαίδευσης διαφορε-τικής από την καθιερωµένη. Είτε όταν πρόκειται για την αναγνωρισµένη θρησκευ-τική µειονότητα των Μουσουλµάνων της ∆υτικής Θράκης, στο πλαίσιο της επίσηµης εκπαίδευσης, είτε σε κάθε άλλη περίπτωση, στο πλαίσιο της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Η θρησκευτική εκπαίδευση των Μουσουλµάνων της ∆υτικής Θράκης αποτελεί υπό το Σύνταγµα του 1975 (όπως και υπό τα προηγούµενα), αντικείµενο ειδικής νοµο-θετικής ρύθµισης. Σύµφωνα µε το πρώτο άρθρο του ισχύοντος νόµου 694/1977, “περί Μειονοτικών Σχολείων της Μουσουλµανικής Μειονότητας εις ∆. Θράκην”, (ΦΕΚ 264/16.9.1977, τ.Α'): “τα της εκπαιδεύσεως της εν ∆υτική Θράκη µουσουλµανικής µειονότητος διέπονται:

• Υπό των διατάξεων της δια του άρθρου 1 του Ν.∆/τος της 25ης Αυγούστου 1923 κυρωθείσης Συνθήκης περί Ειρήνης, συνοµολογηθείσης εν Λωζάννη.

• Υπό του νόµου 309/1976 '' περί οργάνωσης της Γενικής Εκπαιδεύσεως. 279

• Υπό του παρόντος νόµου, επιφυλασσοµένης εν πάση περιπτώσει της αρχής της διακρατικής αµοιβαιότητας

279 Ήδη από τον νόµο 1566/1985.

Page 233: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

233

Στο δεύτερο δε άρθρο προβλέπεται ότι: “Σκοπός του µειονοτικού σχολείου είναι η εξασφάλισης της σωµατικής, πνευµα-τικής, ηθικής αναπτύξεως και προόδου των µαθητών συµφώνως προς τους βασι-κούς σκοπούς της εν Ελλάδι γενικής εκπαιδεύσεως και τας εις τα προγράµµατα των αντιστοίχων δηµοσίων σχολείων της Χώρας καθοριζοµένας αρχάς”. Παρόλο που στις γενικές αυτές ρυθµίσεις απουσιάζει ένας ρητός προσδιορισµός του προσανατολισµού της “ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης”, ο χαρακτή-ρας της θρησκευτικής εκπαίδευσης προκύπτει εµµέσως πλην σαφώς, από τη διάταξη του άρθρου 7 του αυτού νόµου. Ειδικότερα προβλέπεται ότι στα θέµατα των µειονοτικών σχολείων που ρυθµίζονται µε αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, περιλαµβάνονται και τα “αφορώντα εις την διδασκαλίαν εν γένει”. Μεταξύ αυτών δε, και πιο συγκεκριµένα και “η συµµετοχή Μουσουλµάνων θρησκευτικών λειτουργών εις την διδασκαλίαν των θρησκευτικών”. Με δεδοµένα τα ανωτέρω, η θρησκευτική εκπαίδευση της µουσουλµανικής µειονότητας συνεχίζει κατά βάση να έχει και στη νυν ισχύουσα έννοµη τάξη την οργανωτική και ιδεολογική δοµή που διαµορφώθηκε στο πλαίσιο εκείνης που ίσχυε προηγουµένως. Ειδικότερα, η θρησκευτική εκπαίδευση280, γίνεται από Μουσουλµάνους θρησκευτικούς λειτουργούς και ειδικά επιλεγµένους οµόθρη-σκους εκπαιδευτικούς, οι περισσότεροι των οποίων είναι απόφοιτοι της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδηµίας Θεσσαλονίκης και στοχεύει σύµφωνα µε την Εγκύκλιο

280 Σ.Μηναίδη, Η θρησκευτική ελευθερία των Μουσουλµάνων, Σειρά Σύνταγµα – ∆ιοίκηση – Πολιτική,

εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1990, σ.261.

Page 234: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

234

149251/1957 του Υπουργείου Παιδείας, στην “ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήµατος”, µε τη µετάδοση “της πίστης προς το Θεό” και µε τη διδασκαλία στους µαθητές “ότι η ισλαµική θρησκεία στηρίζεται επί αρχών ηθικών και καλών”. Παράλληλα έχει ληφθεί πρόνοια και για την αποφυγή έµµεσων επηρεασµών, µε την αφαίρεση από τα άλλα βιβλία (ιδίως αναγνωστικά), κεφαλαίων µε θρησκευ-τικό περιεχόµενο, ενώ ισχύει εύλογα -όπως και για όλους τους µη ορθόδοξους281 -και η απαλλαγή από τη δεδοµένη κατηχητική ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, στις όχι σπάνιες περιπτώσεις των µωαµεθανών µαθητών που επιλέγουν τα δηµόσια αντί των µειονοτικών σχολείων µέσης εκπαίδευσης. Η µειονοτική θρησκευτική εκπαίδευση κατά συνέπεια, γίνεται αποκλειστικά και µόνο σύµφωνα µε τα δόγµατα της θρησκείας που πρεσβεύουν οι γονείς και συγκεκριµένα οι πατέρες, λόγω της ανδροκρατικής δοµής της µουσουλµανικής οικογένειας282. Αυτοί εξάλλου έχουν και την πρωτοβουλία υποβολής της αίτησης για την ίδρυση µειονοτικών σχολείων, κατά τα οριζόµενα ειδικότερα στα άρθρα 5 & 6 του προαναφερθέντος νόµου υπ' αρίθµ. 694/1977. Όσο για το χαρακτήρα της µου-σουλµανικής θρησκευτικής εκπαίδευσης, αυτός είναι εντόνως κατηχητικός και ιδιαιτέρως σκληροπυρηνικός, ενώ αποσκοπεί τόσο µε την ποσοτικά εκτενή διδα-σκαλία, όσο και µε τον εκκλησιασµό και την προσευχή, στην ιδεολογική εγχάραξη των αρχών του Κορανίου και τη “σµίλευση” της ισλαµικής πίστης και της κουλ-τούρας τους εν γένει, µε κριτήρια όχι µόνο θρησκευτικής αλλά και ευρύτερης

281 Γ.Σωτηρέλη, Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγµα και την Ευρωπαϊκή Σύµβαση, Από τον

Κατηχητισµό στην Πολυφωνία, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1998, σ.139επ., ∆ηµοσιεύµατα Συνταγµατικού ∆ικαίου.

282 Την οποία συντηρεί και αναπαράγει ο χειρισµός των σχετικών µε το οικογενειακό δίκαιο θεµάτων από τον Μουφτή, επί τη βάσει του “νοµοκανονικού ισλαµισµού”, βλ.Μηναϊδη, ο.π., σ.360επ.

Page 235: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

235

κοινωνικής ένταξης στους κόλπους της µουσουλµανικής µειονότητας. 283. Εποµένως η “ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης”, στη συγκεκριµένη περί-πτωση, αφενός µεν αντιστοιχεί προς τις θρησκευτικές αντιλήψεις των υποκειµέ-νων του ως άνω δικαιώµατος, ήτοι των µουσουλµάνων γονέων, αφετέρου δε έχει την ίδια ακριβώς κατηχητική µορφή (επί το προπαγανδιστικότερον όµως), µε την ορθόδοξη χριστιανική εκπαίδευση.

Βέβαια µια προσεχτικότερη µατιά καταδεικνύει ότι παρόλ' αυτά η θρησκευτική εκπαίδευση της µουσουλµανικής µειονότητας, δηµιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, κάποια ανατροπή στην κατά απόλυτο τρόπο ερµηνευτική ανάγνωση της διάταξης του άρθρου 16 παράγραφος 2 Σ. ∆ιότι αφενός µεν µεταβάλλεται η βασική πλειο-ψηφική αιτιολογία, αφετέρου δε, γίνεται αποδεκτή µια πρώτη παρέκκλιση από τη -συνεκτική για την κρατούσα άποψη- ταύτιση της θρησκευτικής µε την ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση284.

283 Σ.Μηναϊδη, ο.π., σ.266 επ. 284 Περισσότερα βλ. Γ.Σωτηρέλη, ο.π.

Page 236: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

236

6. Ι∆ΡΥΣΗ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΤΗΣ ∆ΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ Η ύπαρξη µουσουλµανικών µειονοτικών σχολείων στη ∆υτική Θράκη, καταδει-κνύει για µια ακόµη φορά µε τον πλέον εύστοχο τρόπο, τον από πλευράς της Ελληνικής Επικράτειας σεβασµό, απέναντι στο ατοµικό δικαίωµα της θρησκευ-τικής ελευθερίας, απέναντι στην πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα, απέναντι στο δικαίωµα της εκπαίδευσής τους (κάτι το οποίο βέβαια πόρρω απέχει από την αντί-στοιχη αντιµετώπιση των µουσουλµάνων και τη γενικότερη στάση που λαµβάνουν σε αυτά τα ζητήµατα, τα ισλαµικά αναπτυσσόµενα -κατά τ ' άλλα – Κράτη). Όπως και να χει, αναφορικά µε το νοµοθετικό καθεστώς που τα διέπει, ισχύουν τα εξής... Κατ' αρχήν ειδικές κατηγορίες ιδιωτικών σχολείων αποτελούν τα ξένα σχολεία του Νόµου 4862/31,285 τα κοινοτικά ισραηλιτικά σχολεία και τα µουσουλµανικά µειο-νοτικά σχολεία της ∆υτικής Θράκης, τα οποία διέπονται από το Νόµο 694/1977. Τα µουσουλµανικά µειονοτικά σχολεία, σύµφωνα µε απόφαση του ΣτΕ, 1748/1987, είναι ιδιωτικά286. Καλύπτουν τις βαθµίδες του εκπαιδευτικού φάσµα-τος της πρωτοβάθµιας και δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και σκοπός τους είναι η 285 Βλ. Από πλευράς Ο.Η.Ε: α) άρθρα 27,26 και 2 παράγραφος 1 ∆ΙΣΑΠΟ∆, (Ν.2462/1997, Φ.Ε.Κ,

Α΄, 25,26.2.1997). β) ∆ιακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε, για τα ∆ικαιώµατα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές ή εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές µειονότητες(Α/RES/47/135/3.2.1993).Από πλευράς Συµβουλίου της Ευρώπης: α) Σύµβαση Πλαίσιο, για την προστασία των εθνικών µειονοτήτων, άρθρα 5 παράγραφοι 1,6,7,8 β) Σύσταση 1134 (1990) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης σχετική µε τα δικαιώµατα των µειονοτήτων γ) Σύσταση 1177 (1992), της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, σχετική µε τα δικαιώµατα των µειονοτήτων δ) Σύσταση R (92) 10 της Επιτροπής Υπουργών για την εφαρµογή των δικαιωµάτων, των ατόµων που ανήκουν σε εθνικές µειονότητες ε) Σύσταση 1201 (1993) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, σχετική µε πρόσθετο πρωτόκολλο στην ΕΣ∆Α για τα δικαιώµατα των εθνικών µειονοτήτων στ) Σύσταση 1255 (1995) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης, σχετική µε την προστασία των δικαιωµάτων των εθνικών µειονοτήτων.

286 Περί των Μειονοτικών Σχολείων της Μουσουλµανικής Μειονότητος εις ∆υτικήν Θράκην, Φ.Ε.Κ

Page 237: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

237

εξασφάλιση της σωµατικής, πνευµατικής και ηθικής ανάπτυξης και προόδου των µαθητών που ανήκουν στη µουσουλµανική µειονότητα της ∆υτικής Θράκης. Η εξασφάλιση αυτή πραγµατώνεται σύµφωνα µε τους στόχους της γενικής εκπαί-δευσης, ήτοι σύµφωνα µε το σκοπό της παιδείας του άρθρου 16 παραγράφου 2 Σ και κατά τις αρχές που καθορίζονται στο αναλυτικό πρόγραµµα των αντίστοιχων δηµοσίων σχολείων287. Τα µειονοτικά σχολεία ελέγχονται και εποπτεύονται από το Υπουργείο Παιδείας288. Οι προϋποθέσεις ισοτιµίας των σχολείων αυτών µε τα αντίστοιχα της δηµόσιας εκπαίδευσης καθορίζονται από το ίδιο το Υπουργείο, ύστερα από πρόταση του αρµόδιου προϊσταµένου του γραφείου µειονοτικής εκπαίδευσης. Η αναγνώριση όµως της ισοτιµίας τους, εξαρτάται και υπό τον όρο της τήρησης της αρχής της διακρατικής αµοιβαιότητας στο ζήτηµα αυτό 289. Τα µουσουλµανικά µειονοτικά σχολεία ιδρύονται µε απόφαση του οικείου Νοµάρ-χη, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Παιδείας. Η άδεια ίδρυσης290 εκδίδεται ύστερα από αίτηση που υπογράφεται από τους γονείς ή κηδεµόνες µειονοτικών µαθητών.

Για την ίδρυση των σχολείων αυτών ισχύουν αναλογικά και οι διατάξεις του νόµου για τα ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης, ήτοι του Ν.682/1977291.

287 ΣτΕ, Ευρετήριο καθ' ύλην των αποφάσεων, 1987, σ.806, άρθρο 2 του υπ' αριθµ. Ν. 694/1977. 288 Άρθρο 3, Ν. 694/1977. 289 Άρθρο 5 παράγραφος 6 Ν. 694/1977 290 Η άδεια λειτουργίας του µουσουλµανικού µειονοτικού σχολείου ανακαλείται, εφόσον οι

προϋποθέσεις λειτουργίας του σχολείου εκλείψουν, κατά την κρίση του Νοµάρχη. Η ανάκληση γίνεται µε απόφαση του Νοµάρχη, που πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογηµένη και η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Παιδείας (αρθρο 5 Ν. 694/1977)

291 Οι υπογράφοντες δεν πρέπει να στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώµατα, ενώ πρέπει να είναι µόνιµοι κάτοικοι της πόλης, της κωµόπολης, του χωριού του συνοικισµού ή της συνοικίας της

Page 238: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

238

Όσον αφορά τα θρησκευτικά σχολεία που ιδρύονται, αυτά διακρίνονται στις ιερατικές σχολές και στα µουσουλµανικά ιεροσπουδαστήρια. Μουσουλµανικά ιεροσπουδαστήρια (“Μενδρεσές”), έχουν ιδρυθεί και λειτουργούν στην Κοµοτηνή από το 1949, αλλά και στο ακριτικό µουσουλµανοκρατούµενο χωριό της Ξάνθης τον Εχίνο, από το 1956292. Τα εν λόγω ιεροσπουδαστήρια, λειτουργούν ως ιδιω-τικά εκπαιδευτήρια, των οποίων ιδρυτές αναγνωρίζονται οι οικείοι Μουφτήδες. Μουσουλµανικό Ιερατικό Τµήµα, ήτοι ιεροσπουδαστήριο, ιδρύθηκε δυνάµει του νόµου 1920/1991293, στην Ειδική Παιδαγωγική Ακαδηµία Θεσσαλονίκης, που αποτελεί δηµόσια Σχολή, προκειµένου να εκπαιδεύονται θρησκευτικοί λειτουργοί, οι οποίοι ''θεωρητικά '' καλύπτουν τις θρησκευτικές ανάγκες των Μουσουλµάνων της ∆υτικής Θράκης, στη δε πράξη βέβαια η αλήθεια είναι πως µεριµνούν πρώ-τιστα και κυρίως για τον εθνικό τους προσανατολισµό και κατόπιν για το θρησκευτικό τους. Αναφορικά τώρα µε την οργάνωση / τη λειτουργία / τις προϋποθέσεις λειτουργίας των σπουδαστών τους, τούτα ρυθµίζονται µε Προεδρικό ∆ιάταγµα294.

τοπικής περιφέρειας (που τους φιλοξενούν), για την οποία ζητείται η ίδρυση σχολείου. Η αίτηση υποβάλλεται στον προϊστάµενο του αρµόδιου γραφείου µειονοτικής εκπαίδευσης, ο οποίος τη διαβιβάζει στον οικείο Νοµάρχη. Στην άδεια ίδυσης µουσουλµανικού µειονοτικού σχολείου αναγράφεται ο ιδυτής του, ο οποίος έχει την Ελληνική ιθαγένεια. Ο ιδρυτής εκπροσωπεί το µειονοτικό σχολείο στις σχέσεις του µε τις αρµόδιες εκπαιδευτικές ή άλλες διοικητικές αρχές του Κράτους ή ενώπιον των δικαστηρίων, σύµφωνα µε τις σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Παιδείας (άρθρο 5 παράγραφος 7 Ν. 694/1977)

292 Άρθρο 4 Ν. 694/1977. Και για τη λειτουργία, την επιθεώρηση και την εποπτεία των µειονοτικών σχολείων, εκτός του Ν.694/1977, ισχύουν αναλογικά οι διατάξεις του νόµου για τα ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης, δηλαδή του υπ' αρίθµ. Ν. 682/1977

293 Η Ιερατική Μουσουλµανική Σχολή για τη µόρφωση ΄΄Ναιπήδων΄΄, δηλαδή Μουφτήδων και Ιεροδικών, µε έδρα την Αθήνα, Σχολή η οποία ιδρύθηκε µε το άρθρο 13 παράγραφος 1 Ν. 2345/1920, “περί προσωρινού αρχιµουφτή και µουφτήδων των εν των Κράτει Μουσουλµάνων και περί διαχειρίσεως των περιουσιών των Μουσουλµανικών Κοινοτήτων” (Φ.Ε.Κ, Α΄, 148, 3.7.1920), ουδέποτε λειτούργησε

294 Την Πράξη Νοµοθετικού Περιεχοµένου “Περί Μουσουλµάνων Θρησκευτικών Λειτουργών”, βλ. σε:

Page 239: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

239

Να σηµειωθεί τέλος πως για τη διδασκαλία του µαθήµατος των θρησκευτικών, κατά το µουσουλµανικό θρήσκευµα, στα µειονοτικά σχολεία της µουσουλµανικής µειονότητας στη ∆υτική Θράκη, χρησιµοποιούνται βιβλία, τα οποία εγκρίνονται από τα αρµόδια Γραφεία Μειονοτικών Σχολείων Πρωτοβάθµιας και ∆ευτερο-βάθµιας Εκπαίδευσης, που υπάγονται στο Συντονιστικό Γραφείο Μειονοτικής Εκπαίδευσης (στην ουσία βέβαια επιλέγονται από τα αντίστοιχα πολιτικά κλιµά-κια της εκάστοτε τουρκικής κυβέρνησης).

Φ.Ε.Κ, Α΄, 182, 24.12.1990. Άρθρο 8 του υπ' αρίθµ. Ν. 1920/1991

Page 240: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

240

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η πρόβλεψη περί απαγόρευσης του προσηλυτισµού αλλά και η θρησκευτική ελευθερία εν γένει, συνιστούν κατάκτηση του σύγχρονου κόσµου και απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγµάτωση της αυθεντικής δηµοκρατίας. Ειδικότερα η απαγόρευση του προσηλυτισµού στην Ελλάδα, κατοχυρώνεται από το Σύνταγµα αλλά και από µια σειρά διεθνών και Ευρωπαϊκών Συµβάσεων, που παρέχουν προστασία ευρύτερη. Εποµένως, δεν τίθεται θέµα κατοχύρωσής του. Ενώ όµως θεωρητικά κατοχυρώνεται και προστατεύεται, στην πράξη συναντά αρκετές δυσχέρειες, που οφείλονται σε πληµµελή διατύπωση νόµων, στην διατήρηση παλαιών νοµοθετικών διατάξεων και στην εσφαλµένη εφαρµογή τους. Αυτό άλλωστε προκύπτει από τον µεγάλο αριθµό προσφυγών και από τις αρκετές καταδίκες της Ελλάδας για ζητήµατα προσηλυτισµού από το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο του Στρασβούργου, που δίνουν αφορµή σε κάποιους να υποστη-ρίζουν ότι στην Ελλάδα η θρησκευτική ελευθερία παραβιάζεται. Ένας σηµαντικός λόγος επίσης, για τον οποίο στην Ελλάδα δηµιουργούνται προβλήµατα, που σχετίζονται µε το πολυσυζητηµένο πλέον ζήτηµα του προση-λυτισµού, είναι το ιδιόµορφο καθεστώς της σχέσης κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η σχέση αυτή είναι ιδιαίτερα στενή, γεγονός που οφείλεται στον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραµάτισε η Ορθόδοξη Εκκλησία σε όλη την πορεία του ελληνικού έθνους, πριν ακόµη συσταθεί το νεοελληνικό κράτος. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα την ταύτιση του Έλληνα και του Ορθοδόξου (χωρίς φυσικά αυτό να είναι πάντα απόλυτο) και κατά συνέπεια την προνοµιακή µεταχείριση της επικρα-τούσας θρησκείας. Μια θρησκεία που απευθύνεται σχεδόν στο σύνολο των

Page 241: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

241

πολιτών της Ελληνικής Επικράτειας. Όλη η δοµή της ελληνικής κοινωνίας είναι προσανατολισµένη προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, γεγονός που δυσαρεστεί έναν µικρό σχετικά αριθµό πολιτών µε Ελληνική ιθαγένεια, που είτε ανήκουν σε διαφορετικό θρήσκευµα, είτε δεν επιθυµούν να θρησκεύονται.. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει και οι διάφορες θρησκευτικές κοινότητες στην Ελλάδα να πάψουν να βλέπουν η µία την άλλη µε πνεύµα καχυποψίας, να σταµατήσουν να βάλλουν κατά της επικρατούσας θρησκείας και να αναπτύξουν σχέσεις αγαστής συνεργασίας µε σκοπό την προαγωγή του σεβασµού, της αλληλοεκτί-µησης και της ειρηνικής συνύπαρξης. Η Πολιτεία θα πρέπει (και πράγµατι το πετυχαίνει) να ενθαρρύνει τη διαφορετικότητα και την ελεύθερη έκφραση του θρησκευτικού πιστεύω, λαµβάνοντας κάθε µέτρο θετικό για την περιφρούρησή του και απέχοντας από κάθε ενέργεια, που θίγει οποιαδήποτε µορφή θρησκευτικής εκδήλωσης. Αλλά και ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, ανεξάρτητα από το θρήσκευµα το οποίο πρεσβεύει, θα πρέπει να έχει την κατάλληλη παιδεία να συνειδητο-ποιήσει ότι η µισαλλοδοξία δεν προάγει τον ανθρώπινο πολιτισµό και δεν συνά-δει µε τα ιδανικά της δηµοκρατίας. Εποµένως, κάθε άνθρωπος οφείλει να σέβεται και να αποδέχεται τις διαφορετικές εκφάνσεις του θρησκευτικού φαινοµένου επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ανοχή και ανεκτικότητα πάντα βέβαια υπό το πρίσµα του σεβασµού των νόµων, των διατάξεων και των δεδοµένων που επιβάλλει η Ελληνική έννοµη πραγµατικότητα.

Page 242: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

242

Π Α Ρ Α Ρ Τ Η Μ Α

ΑΑ. ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Ε.Ε.∆.Α. ΓΙΑ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Σύµφωνα µε δηµοσίευµα στην Ελευθεροτυπία295, η Εθνική Επιτροπή για τα ∆ικαιώµατα του Ανθρώπου (Ε.Ε.∆.Α.) αναφέρει στην αιτιολογική της έκθεση προς τον Πρόεδρο της Βουλής ότι «η παρούσα πρόταση υπηρετεί ένα διπλό σκοπό: Αποβλέπει αφενός µεν στο να βελτιώσει τις εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευ-θερίας και ισότητας ενόψει των νέων συνθηκών, που έχουν επικρατήσει στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Και αφετέρου, να δηµιουργήσει τις θεσµικές προϋπο-θέσεις, που, σε µακροπρόθεσµη προοπτική, θα επιτρέψουν στην Εκκλησία της Ελλάδας και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες, να αναπτυχθούν σε υγιείς βάσεις στη χώρα µας και να εκπληρώσουν την αποστολή τους, απαλλαγµένες από τον ασφυκτικό εναγκαλισµό του κράτους». Τονίζει επίσης ότι «δεν βάλλει κατά του θρησκευτικού αισθήµατος του ελληνικού λαού, ούτε αµφισβητεί τις παραδόσεις του. Επιδιώκει απλώς, σε ένα κόσµο, που εξελίσσεται µε ιλιγγιώδεις ρυθµούς, να συµβάλει στην προσαρµογή ενός απαρχαιωµένου θεσµικού πλαισίου, που γέννησε τα γνωστά προβλήµατα, στις καινούριες συνθήκες». Οι προτάσεις της Ε.Ε.∆.Α. προβλέπουν µεταξύ άλλων: 1. Το κράτος να διασφαλίζει την ακώλυτη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και να σέβεται όλα τα θρησκεύµατα.

295 Οι προτάσεις της Ε.Ε.∆.Α. δηµοσιεύθηκαν στην εφηµερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ την 20.10.2005.

Page 243: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

243

2. Οι θρησκευτικές ενώσεις να απαλλαχθούν από κάθε φόρο για τα εισοδήµατα και τα κάθε είδους έσοδα, που πραγµατοποιούν κατά την επιδίωξη των θρη-σκευτικών σκοπών τους. 3. Η Εκκλησία της Ελλάδας και τα κάθε είδους νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου, που εξαρτώνται από αυτήν, να µετατραπούν σε νοµικά πρόσωπα ιδιω-τικού δικαίου. 4. Οι Μουφτήδες να µετατραπούν σε νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και να περιοριστούν στο αµιγώς πνευµατικό έργο τους. 5. Με Προεδρικό ∆ιάταγµα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Παιδείας, να επανακαθοριστεί το αναλυτικό πρόγραµµα του µαθήµατος των θρησκευτικών, έτσι όπως αυτό διδάσκεται στη στοιχειώδη και τη µέση εκπαίδευ-ση, ώστε η διδασκαλία του να πάψει να έχει οµολογιακό χαρακτήρα και η ύλη του να περιλάβει εισαγωγή στην ιστορία, την κοινωνιολογία και τη δογµατική όλων των θρησκειών. Ειδικά στο λύκειο, το µάθηµα των θρησκευτικών να µετονοµαστεί σε θρησκειολογία. 6. Οι Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές να περιέλθουν στην ευθύνη, εποπτεία και οικονοµική στήριξη των Εκκλησιών, που υπάγονται. 7. Τα εκπαιδευτήρια να λειτουργούν εφεξής ως ιδιωτικά, υπαγόµενα στις οικείες διατάξεις για την ιδιωτική εκπαίδευση.

Page 244: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

244

8. Αλλαγή του όρκου των µαρτύρων στα δικαστήρια. 9. Σε ορκωµοσίες, που διεξάγονται σε δηµόσιες αρχές και υπηρεσίες, να µην συµµετέχουν θρησκευτικοί λειτουργοί. 10. Ο γάµος να τελείται µε την ταυτόχρονη δήλωση των µελλονύµφων ότι συµφωνούν σε αυτόν. Η δήλωση να γίνεται δηµόσια, κατά πανηγυρικό τρόπο, ενώπιον δύο µαρτύρων, προς το δήµαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου, όπου τελείται ο γάµος, ή προς το νόµιµο αναπληρωτή τους, που είναι υποχρεωµένοι να συντάξουν αµέσως σχετική πράξη. 11. Να απαγορευθεί η αναγραφή του θρησκεύµατος σε δηµόσιο έγγραφο, τίτλο σπουδών ή βεβαίωση δηµόσιας αρχής, εκτός από τις βεβαιώσεις, που εκδίδουν τα ληξιαρχεία ύστερα από αίτηση του ενδιαφεροµένου. 12. Όποιος πιέζει πρόσωπο σε βαθµό καταναγκασµού, µε σκοπό να µεταβάλει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις (προσηλυτισµός), να τιµωρείται µε πρόστιµο. 13. Σε κάθε κοιµητήριο να διαµορφωθεί, µε µέριµνα του οικείου Οργανισµού Τοπικής Αυτοδιοίκησης, διακεκριµένος χώρος, µε προορισµό τον αποχαιρετισµό των νεκρών, που είχαν εκφράσει την επιθυµία να ενταφιαστούν χωρίς τη διεξαγωγή θρησκευτικής κηδείας. 14. Για την αποτέφρωση νεκρού να χρειάζεται δήλωση του ιδίου προσώπου, όσο

Page 245: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

245

ζούσε. Αν τέτοια δήλωση δεν υπάρχει, να αρκεί δήλωση των πλησιεστέρων συγγενών ότι ο νεκρός, όσο ζούσε, δεν είχε εκφράσει ρητά σχετική αντίρρηση. Σε περίπτωση διαφωνίας µεταξύ των συγγενών του ιδίου βαθµού, να αποφαίνεται ο εισαγγελέας. 15. Το ελληνικό δηµόσιο να καλύπτει τις δαπάνες µισθοδοσίας των λειτουργών της Εκκλησίας της Ελλάδας, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων της ∆ωδεκανήσου, για διάστηµα δύο (2) ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος. 16. Το ελληνικό δηµόσιο να επιστρέψει στην Εκκλησία της Ελλάδας, µέσα σε προθεσµία δύο (2) ετών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, όσα ακίνητα αυτή του είχε παραχωρήσει από την 1.1.1945 και εφεξής, προκειµένου να αναλάβει τη µισθοδοσία των λειτουργών όλων των βαθµών. 17. Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων (ΥΠ.Ε.Π.Θ.) να µετονοµαστεί σε Υπουργείο Παιδείας. 18. Η Γενική Γραµµατεία και η Γενική ∆ιεύθυνση Θρησκευµάτων του Υπουργείου Παιδείας να καταργηθούν. 19. Το Θρησκευτικό Σώµα Ενόπλων ∆υνάµεων και η ∆ιεύθυνση Θρησκευτικού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άµυνας να καταργηθούν. 20. Να καταργηθούν οι «µεταξικοί νόµοι».

Page 246: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

246

Οι παραπάνω προτάσεις της Ε.Ε.∆.Α. προκάλεσαν έντονο ενδιαφέρον όσο και διχασµό, αφού σε περίπτωση που αυτές εφαρµοστούν, τότε πρόκειται να αλλάξει άρδην το ισχύον καθεστώς. Μια αλλαγή που µόνο θετική δε θα είναι, αφού έτσι αποχρωµατίζονται έως και κονιορτοποιούνται κορυφαίοι θεσµοί και ιδανικά, που για τον τόπο µας απετέλεσαν προσδιοριστικά στοιχεία της πολιτισµικής µας ιδιαιτερότητας, ταυτότητας και κληρονοµιάς. Παραπέρα θα συµβάλλει στη σταδιακή µείωση της πρακτικής σηµασίας της διακήρυξης της Ορθοδοξίας ως “επικρατούσας θρησκείας” (µιας διακήρυξης που δυστυχώς σήµερα πλέον κατέληξε να έχει τη σηµασία της στατιστικής απλώς διαπίστωσης), µε εύλογο αποτέλεσµα στο βωµό της θρησκευτικής ελευθερίας και της ισότητας όλων των θρησκειών, να επέλθει πλήρη ισοπέδωση, σε βάρος φυσικά της Ορθοδοξίας µας. Πολλοί είναι αυτοί που κάνουν λόγο για ρηξικέλευθες, τολµηρές και πρωτοπόρες προτάσεις, ωστόσο πρόκειται για επικίνδυνα εγχειρήµατα, που αν γίνουν ποτέ πράξη στην Ελληνική πραγµατικότητα κάθε άλλο παρά πρόοδο, ισορροπία και προπαντός τον Ελληνισµό θα προάγουν.

Β. Η ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑ∆Α – ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΚΥΡΙΟ-ΤΕΡΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Από το 1985, που η χώρα µας αναγνώρισε την ατοµική προσφυγή µέχρι σήµερα, ένας µεγάλος αριθµός υποθέσεων που αφορούσαν παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας εισήχθη ενώπιον των οργάνων της ΕΣ∆Α. Ο αριθµός των προσφυγών

Page 247: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

247

Ελλήνων πολιτών κατά της Ελλάδος για παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α είναι τόσο µεγάλος, ώστε η νοµολογία του Ευρ∆∆Α στο πεδίο του άρθρου 9 να διαµορφώνεται κυρίως από αυτές. Παρακάτω εκτίθενται εν συντοµία οι σηµαντικότερες υποθέσεις που απασχόλησαν το Ευρ∆∆Α για παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας σε υποθέσεις ελληνικού ενδιαφέροντος:

Page 248: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

248

1. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΠΡΟΣΗΛΥΤΙΣΜΟ

1.1. Υπόθεση «Κοκκινάκης κατά Ελλάδας»

Το Ευρ∆∆Α ασχολήθηκε µε τη συµβατότητα της ελληνικής νοµοθεσίας και δικα-στικής πρακτικής περί προσηλυτισµού στην υπόθεση Κοκκινάκη, η οποία οδήγη-σε σε µερική καταδίκη της χώρας µας για παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α. Το ζεύγος Κοκκινάκη, που ήταν οπαδοί της θρησκείας των µαρτύρων του Ιεχωβά, καταδικάστηκε αρχικά από τα ελληνικά δικαστήρια για παράνοµο προσηλυτισµό. Ειδικότερα, το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: το ζεύγος Κοκκινάκη στις 2 Μαρτίου του 1986 επισκέφτηκε την κ. Κυριακάκη, που ήταν χριστιανή ορθόδοξη και κατόπιν επιµονής τους εισήλθαν και παρέµειναν στην οικία της. Εκεί ο Κοκκι-νάκης ανέπτυξε τις απόψεις του για διάφορα θέµατα και έπειτα διάβασε στην κ. Κυριακάκη αποσπάσµατα από την Αγία Γραφή και από βιβλία της δικής του θρησκείας, προσπαθώντας να την επηρεάσει και να την πείσει να µεταβάλει τη θρησκευτική της συνείδηση. Το ζεύγος Κοκκινάκη συνελήφθη µετά από καταγγε-λία του περιστατικού στην αστυνοµία από το σύζυγο της Κυριακάκη, τους απαγ-γέλθηκε κατηγορία για προσηλυτισµό και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση και χρη-µατική ποινή, µε το σκεπτικό ότι το ζεύγος Κοκκινάκη άσκησε προσηλυτισµό και προσπάθησε να επηρεάσει τη συνείδηση χριστιανών ορθοδόξων µε σκοπό να τους την αλλάξει εκµεταλλευόµενο την απειρία, πνευµατική αδυναµία και την αφέλειά τους. Σε δεύτερο βαθµό η σύζυγος του Κοκκινάκη αθωώθηκε, ενώ η ποινή του ίδιου µειώθηκε. Τέλος, ο Κοκκινάκης προσέφυγε κατά της δευτεροβάθµιας απόφασης στον Άρειο Πάγο, υποστηρίζοντας µεταξύ άλλων ότι η νοµοθεσία περί

Page 249: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

249

προσηλυτισµού ήταν αντισυνταγµατική ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 13 Σ., αλλά η αίτηση αναίρεσής του απορρίφθηκε, αφού θεωρήθηκε ότι η νοµοθεσία αυτή όχι µόνο δεν αντίκειται στο άρθρο 13 Σ. αλλά είναι απόλυτα συµβατή µε το Σύνταγµα, εφόσον υπάρχει συνταγµατική διάταξη που απαγορεύει τον προσηλυτισµό σε βάρος οποιασδήποτε αναγνωρισµένης θρησκείας. Αφού λοιπόν εξάντλησε όλα τα ένδικα µέσα που µπορούσε να ασκήσει ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, τον Αύγουστο του 1988 προσέφυγε ενώπιον της ΕυρΕ∆Α ισχυριζόµενος ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 7, 9, 10, 14 της ΕΣ∆Α. Τόνισε ότι το άρθρο 4 του νόµου 1363/1938 είναι ασυµβίβαστο µε το δικαίωµα που κατοχυρώνει το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α, το οποίο έχει αυξηµένη τυπική ισχύ έναντι αντιθέτου νόµου. Όσον αφορά το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α, ισχυρίστηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου, όπου κατέληξε η υπόθεση, ότι υπήρξε περιορισµός του δικαιώµατός του στην ελευθερία της θρησκείας, καθώς αυτή περιλαµβάνει την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων και την ελευθερία εκδήλωσης αυτών των πεποιθήσεων δηµόσια ή ιδιωτικά, µέσω των θρησκευτικών πρακτικών. Επεσήµανε δε, ότι η απαγόρευση του προσηλυτισµού δεν είναι µόνο αντισυ-νταγµατική, αλλά θεωρείται µαζί µε άλλες διατάξεις του ανωτέρω νόµου «οπλο-στάσιο απαγορεύσεων και κινδύνου ατιµωρησίας, που απειλούσε τους οπαδούς όλων των θρησκειών και όλων των δογµάτων». Ο Κοκκινάκης τέλος, κατήγγειλε την επιλεκτική εφαρµογή του νόµου από τις διοικητικές και δικαστικές αρχές, υποστηρίζοντας ότι δεν θα διώκονταν ποτέ ένας χριστιανός ορθόδοξος για προ-σηλυτισµό υπέρ της επικρατούσας θρησκείας. Αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι στην Ελλάδα όλες οι θρησκείες

Page 250: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

250

είναι ελεύθερες. Εκείνο που απαγορεύεται είναι ο άτοπος προσηλυτισµός, εκείνος δηλαδή που χρησιµοποιεί απατηλά, ανέντιµα ή ανήθικα µέσα και όπου γίνεται εκµετάλλευση της αδυναµίας και της απειρίας του ατόµου. Κατά την ελληνική κυβέρνηση το άρθρο 13Σ απαγορεύει τον προσηλυτισµό σε σχέση µε άλλες θρη-σκείες και το άρθρο 4 του α.ν. 1363/1938 δεν αντιβαίνει στην παραπάνω συνταγ-µατική διάταξη. Η Ελληνική κυβέρνηση προέβαλε ως υπερασπιστικό επιχείρηµα ότι η ποινική απαγόρευση του προσηλυτισµού αποτελεί περιορισµό εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ο οποίος είναι θεµιτός στα πλαίσια του άρθρου 9§2 της ΕΣ∆Α και έχει τη βάση του στο άρθρο 13 του Σ. που απαγορεύει τον προσηλυτισµό σε σχέση µε όλες τις θρησκείες. Το Ευρ∆∆Α αρχικά έκανε δεκτό ότι η ελευθερία της σκέψης, των πεποιθήσεων και της θρησκείας ανήκουν στις θεµελιώδεις αξίες µιας δηµοκρατικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα η θρησκευτική ελευθερία θεωρείται ως ένα από τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας των πιστών. Η ελευθερία της θρησκείας δεν αφορά µόνο τον εσωτερικό κόσµο των ανθρώπων αλλά περιλαµβάνει και τη δυνατότητα να την εκφράζουν µε λόγια ή πράξεις, δηµόσια ή ιδιωτικά. Περιλαµβάνει εποµένως και τη δυνατότητα να πείσεις τον πλησίον σου για την ορθότητα των πεποιθήσεών σου. Χωρίς αυτή την παράµετρο, η έκφραση «ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθή-σεων» του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α, δεν έχει καµία αξία. Το Ευρ∆∆Α επίσης δέχτηκε ότι οι επιταγές του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α αντικατοπτρίζονται στο ελληνικό σύνταγµα και συγκεκριµένα στο άρθρο 13, που αναγνωρίζει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την ελευθερία οποιασδήποτε αναγνωρισµένης θρησκείας. Η θρησκεία των µαρτύρων του Ιεχωβά θεωρείται «γνωστή θρησκεία» και ως τέτοια, απολαµβάνει όλων των πλεονεκτηµάτων που απορρέουν από τον χαρακτηρισµό

Page 251: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

251

της αυτόν. Περαιτέρω, το Ευρ∆∆Α θεώρησε ότι σε µια πλουραλιστική κοινωνία, όπου συνυπάρχουν πολλές θρησκείες ταυτόχρονα, καθίσταται αναγκαία η επιβο-λή περιορισµών στην άσκηση αυτής της ελευθερίας, ώστε να µην θίγονται τα συµφέροντα των διαφόρων θρησκευτικών οµάδων και να εξασφαλίζεται ο αµοι-βαίος σεβασµός των πεποιθήσεων του καθενός. Ο περιορισµός αυτός για την Ελλάδα εκδηλώνεται µε τη µορφή απαγόρευσης του προσηλυτισµού, η οποία έχει ως στόχο την προστασία του ατόµου από δραστηριότητες που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και προσωπικότητα. Το Ευρ∆∆Α τελικά έκανε δεκτό τον ισχυρισµό ότι η ποινική καταστολή του προσηλυτισµού θίγει την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας, όχι όµως και το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας. Αφού εξέτασε το κατά πόσο ο περιο-ρισµός αυτός ήταν νόµιµος στα πλαίσια του άρθρου 9§2 της ΕΣ∆Α, έκρινε ότι αυτός βασιζόταν σε ρητή νοµοθετική διάταξη (άρθρο 4 α.ν. 1363/1938). Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη αυτή δεν διακρίνεται για τη σαφήνειά της. Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, το δικαστήριο κατέληξε στο συµπέρασµα ότι ο περιορισµός για τον οποίο διαµαρτυρόταν ο προσφεύγων, επιβλήθηκε µε νόµο, υπό την έννοια του άρθρου 9§2 ΕΣ∆Α και ότι εξυπηρετούσε την προστασία των δικαιωµάτων και ελευθεριών των άλλων, έναν σκοπό δηλαδή που ήταν καθ’ όλα θεµιτός. Επίσης, προέβη σε διάκριση ανάµεσα σε καταχρηστικό ή µη προσηλυ-τισµό, χαρακτηρίζοντας τον δεύτερο ως «παραµόρφωση του γνήσιου πνεύµατος του ευαγγελίου», ασυµβίβαστο προς το δικαίωµα στην ελευθερία της σκέψης. Τελικά το δικαστήριο θεώρησε ότι η ρύθµιση του άρθρου 4 α.ν. 1363/1938, στο µέτρο που αποσκοπεί να καταστείλει τον αθέµιτο προσηλυτισµό, δεν αποτελεί

Page 252: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

252

παραβίαση των διατάξεων της ΕΣ∆Α. Εντούτοις, επειδή από το δικαστήριο δεν διαπιστώθηκε η χρήση αθέµιτων µέσων από πλευράς του Κοκκινάκη, κρίθηκε ότι η καταδίκη του ήταν αδικαιολόγητη και ότι στοιχειοθετούσε παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α296.

1.2. Υπόθεση «Λαρίσσης και λοιποί κατά Ελλάδας»

Η υπόθεση αυτή αφορά τρεις αξιωµατικούς της ελληνικής αεροπορίας, τους ∆. Λαρίσση, Σ. Μανταλαρίδη και Ι. Σαράντη, οι οποίοι πρέσβευαν το δόγµα της εκκλησίας της Πεντηκοστής. Οι παραπάνω κατά το διάστηµα µεταξύ των ετών 1986-1989 πλησίαζαν επανειληµµένα διάφορους σµηνίτες χριστιανούς ορθοδό-ξους και τους µιλούσαν για τις δοξασίες της εκκλησίας της Πεντηκοστής. Επι-πλέον, κατά το ίδιο διάστηµα, δύο από τους παραπάνω αξιωµατικούς προσπά-θησαν να προσηλυτίσουν και αρκετούς πολίτες. Σε βάρος τους ασκήθηκε ποινική δίωξη για το αδίκηµα του προσηλυτισµού (άρθρο 4 α.ν. 1363/38). Στις 18.5.1992 το ∆ιαρκές Αεροδικείο Αθηνών τους καταδίκασε σε ποινές φυλάκισης µε αναστο-λή 12, 13 και 14 µηνών αντίστοιχα µετατρέψιµες σε χρηµατική ποινή. Το παραπά-νω δικαστήριο, αφού πρώτα αποφάνθηκε ότι το άρθρο 4 α.ν. 1363/38 δεν παρα-βίαζε τις διατάξεις του Συντάγµατος για τη θρησκευτική ελευθερία, απέρριψε τη σχετική ένσταση αντισυνταγµατικότητας που είχαν υποβάλλει οι κατηγορούµενοι. Μετά την καταδίκη τους από το ∆ιαρκές Αεροδικείο Αθηνών, άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ενώπιον του Αναθεωρητικού Στρατοδικείου Αθηνών, το οποίο διατήρησε την απόφαση του Αεροδικείου αλλά µείωσε τις ποινές κατά

296 βλ. Α. Τσαγγάρη, “Ζητήµατα θρησκευτικής ελευθερίας στις ελληνικές υποθέσεις του Ευρωπαϊκού

∆ικαστηρίου”, Αρµενόπουλος, Επιστηµονική Επετηρίδα, εκδοση ∆ικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, τόµος 26, Θεσσαλονίκη 2005, σ.299.

Page 253: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

253

δύο µήνες. Στη συνέχεια άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, ισχυ-ριζόµενοι ότι η απόφαση του ΑΝ 1363/38 αντέβαινε στα συνταγµατικά κατοχυ-ρωµένα δικαιώµατα nullum crimen, nulla poena sine lege certa και στο δικαίωµα στη θρησκευτική ελευθερία καθώς και στο άρθρο 9 της ΕΣ∆Α. Ο Άρειος Πάγος µε την από 30.6.1993 απόφασή του έκρινε ότι η σχετική διάταξη δεν ήταν αντίθετη προς το Σύνταγµα. Αφού εξάντλησαν όλα τα ένδικα µέσα ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων οι καταδικασθέντες για προσηλυτισµό αξιωµατικοί προσέφυγαν στις 28.1.1994 ενώπιον της ΕυρΕ∆Α επικαλούµενοι παραβίαση των άρθρων 7, 9, 10 και 14 της ΕΣ∆Α. Η ΕυρΕ∆Α έκρινε την προσφυγή τους παραδεκτή στις 27.11.1995 και την παρέπεµψε στο Ευρ∆∆Α στις 28.9.1996. Το Ευρ∆∆Α µε την απόφασή του της 24.2.1998 επανέλαβε τη θέση που εξέφρασε στην υπόθεση Κοκκινάκη αναφορικά µε τη διάκριση του προσηλυτισµού σε καταχρηστικό και µη. Επίσης, διέκρινε τις περιπτώσεις απόπειρας προσηλυτισµού των σµηνιτών από τους πολίτες. Ως προς τους πρώτους έκρινε ότι λόγω της στρατιωτικής ιεραρχίας και της θέσης τους ως υφισταµένων έναντι των προσφευγόντων, τους ήταν δύσκολο να αρνηθούν ή να αποφύγουν τη συζήτηση. Κατά συνέπεια, η συ-µπεριφορά των αξιωµατικών είχε όντως το στοιχείο του καταχρηστικού προσηλυ-τισµού. Αντίθετα ως προς τους πολίτες, το Ευρ∆∆Α έκρινε ότι τα µέτρα που λήφθηκαν σε βάρος των δύο από τους τρεις προσφεύγοντες ήταν αδικαιολόγητα σκληρά, αφού το δικαίωµα ελευθερίας έκφρασης της θρησκείας περιλαµβάνει και το δικαίωµα να προσπαθεί να πείσει κανείς και τους άλλους για την ορθότητα των απόψεών του µε τη χρήση θεµιτών µέσων και ότι ως προς τους πολίτες τα µέσα τα οποία είχαν χρησιµοποιηθεί ήταν θεµιτά.

Page 254: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

254

2. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ Ι∆ΡΥΣΗ ΝΑΟΥ Ή ΕΥΚΤΗΡΙΟΥ ΟΙΚΟΥ

2.1. Υπόθεση «Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδας»

Το ΕυρΕ∆Α ασχολήθηκε µε το ζήτηµα της ίδρυσης ναών και ευκτήριων οίκων σε σχέση µε το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α στην υπόθεση Μανουσάκης και λοιποί. Στην υπόθεση αυτή το Ευρ∆∆Α εξέτασε το ζήτηµα κατά πόσο η ελληνική νοµοθεσία σχετικά µε την ίδρυση ή λειτουργία ναών ή ευκτήριων οίκων ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, παραβιάζει την ελευθερία εκδήλωσης της θρησκευτικής λατρείας ως έκφανση του δικαιώµατος της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως αυτό κατοχυ-ρώνεται στο άρθρο 9 της ΕΣ∆Α. Σύµφωνα µε το ιστορικό της υπόθεσης, ο πρώτος από τους προσφεύγοντες είχε µισθώσει στις 30.3.1983 µια αίθουσα σε κτίριο στο Ηράκλειο. Στη µισθωτική σύµβαση που σύναψε µε τον εκµισθωτή οριζόταν ρητά ότι η αίθουσα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί για συναντήσεις, γάµους ή άλλες εκδηλώσεις των µαρτύρων του Ιεχωβά. Λίγους µήνες µετά άγνωστοι έσπασαν τα τζάµια της αίθουσας και προσπάθησαν να παρεµποδίσουν τις θρησκευτικές δραστηριότητες των µαρτύ-ρων του Ιεχωβά µε ανάλογα περιστατικά, για τα οποία ο Μανουσάκης υπέβαλε µηνύσεις δύο φορές. Στις 28.6.1983 οι προσφεύγοντες υπέβαλαν αίτηση στο υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων προκειµένου να τους χορηγηθεί άδεια για να χρησιµοποιούν τη συγκεκριµένη αίθουσα ως χώρο λατρείας. Το Υπουργείο απάντησε ότι το αίτηµά τους εξετάζεται χωρίς ποτέ να κριθεί µέχρι τη συζήτηση της προσφυγής το 1996. Στις 30.7.1984 η Ορθόδοξη Εκκλησία της περιοχής ειδοποίησε την αστυνοµία του Ηρακλείου ότι λειτουργούσε χωρίς άδεια ένας ευκτήριος οίκος των µαρτύρων του Ιεχωβά και ότι είχαν υποβάλει αίτηση

Page 255: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

255

στον Υπουργό. Ταυτόχρονα ζητούσε από τις αρχές να διενεργήσουν επί τόπου έλεγχο, να τιµωρήσουν τους υπευθύνους και να απαγορεύσουν οποιαδήποτε συνάθροιση µέχρι να τους δώσει άδεια ο Υπουργός. Στις 3.3.1986 ο εισαγγελέας Ηρακλείου άσκησε ποινική δίωξη για παραβίαση του άρθρου 1 του α.ν. 1363/38 όπως αυτό τροποποιήθηκε µε τον α.ν. 1672/39 µε το αιτιολογικό ότι οι προσφεύ-γοντες είχαν προχωρήσει σε ίδρυση χώρου λατρείας για την τέλεση θρησκευτικών συγκεντρώσεων των µελών του δόγµατος των µαρτύρων του Ιεχωβά, χωρίς την προηγούµενη άδεια της αρµόδιας εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε πρώτο βαθµό στις 6.10.1987, το Μονοµελές Πληµµελειοδικείο Ηρακλείου αθώωσε τους κατηγορουµένους µε το αιτιολογικό ότι «οι οπαδοί κάθε θρησκείας δικαιούνται να συναθροίζονται οποτεδήποτε χωρίς να απαιτείται σχετική άδεια». Ο εισαγγελέας του Ηρακλείου όµως άσκησε έφεση, ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση και οι πρωτόδικα αθωωθέντες καταδικάστηκαν. Στη συνέχεια, οι καταδικασθέντες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου η οποία απορρίφθηκε µε την αιτιολογία ότι η θρησκευτική ελευθερία δεν κατοχυ-ρώνεται απεριόριστα ή ανεξέλεγκτα, διότι τελεί υπό ορισµένους περιορισµούς. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 13 του Συντάγµατος πρέπει να πρόκειται για γνωστή θρησκεία, να µην προσβάλλεται η δηµόσια τάξη και να µην διενεργείται προση-λυτισµός. Επίσης κατά το άρθρο 9§2 της ΕΣ∆Α η εκδήλωση της θρησκευτικής λατρείας υπόκειται σε περιορισµούς υπέρ της δηµόσιας ασφάλειας, τάξης, υγείας και ηθικής. Με το παραπάνω σκεπτικό ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι οι διατάξεις που προβλέπουν εξακρίβωση των ανωτέρω προϋποθέσεων από τον αρµόδιο υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, είναι σύµφωνες προς τα άρθρα 13Σ και 9

Page 256: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

256

της ΕΣ∆Α, αφού η έρευνα έχει καθαρά διαπιστωτικό χαρακτήρα. Σε περίπτωση δε που διαπιστωθεί η συνδροµή των προϋποθέσεων ο Υπουργός έχει δέσµια αρµο-διότητα για την έκδοση της σχετικής πράξης. Έτσι, στις 20.11.1993 η αστυνοµία του Ηρακλείου σφράγισε την πόρτα εισόδου της αίθουσας που είχε νοικιάσει ο Μανουσάκης και άλλοι µάρτυρες του Ιεχωβά. Οι καταδικασθέντες προσέφυγαν στην ΕυρΕ∆Α το 1994 ισχυριζόµενοι ότι υπήρξε παραβίαση διαφόρων άρθρων της ΕΣ∆Α. Η Επιτροπή παραδέχτηκε την παρα-βίαση του άρθρου 9. Όσον αφορά το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο θεώρησε καταρχήν ότι η καταδικαστική απόφαση του πληµµελειοδικείου Ηρακλείου επειδή ο οίκος λειτουργούσε χωρίς την απαιτούµενη άδεια, αποτελεί παρέµβαση στην άσκηση του δικαιώµατος της ελεύθερης εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Για να µην παραβιάζεται το άρθρο 9 της Σύµβασης, η παρέµβαση πρέπει να προβλέπεται από το νόµο. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι ουσιαστικά ο νόµος του 1938 απαγορεύει γενικά και διαρκώς την εγκαθίδρυση µιας εκκλησίας ή ενός οίκου προσευχής σε οποιαδήποτε άλλη θρησκεία ή δόγµα πλην της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ειδικότερα δεν παραπονέθηκαν τόσο για τη µεταχείριση που υπέστησαν όσο για τα εµπόδια που ορθώνονται συνεχώς µπροστά στους µάρτυρες του Ιεχωβά, όταν πρόκειται να εγκαθιδρύσουν µία εκκλησία ή ένα χώρο λατρείας. Περαιτέρω, υποστήριξαν ότι οι περιορισµοί αυτοί καταλήγουν στην άρνηση του δικαιώµατος στην ελευθε-ρία της λατρείας και τόνισαν ότι η καταδίκη τους ήταν αδικαιολόγητη και µη αναγκαία σε µια δηµοκρατική κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική κυβέρνηση προέβαλε ενώπιον του Ευρ∆∆Α

Page 257: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

257

προδικαστική ένσταση για µη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων µέσων, την οποία στήριξε στο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες δεν θεώρησαν σκόπιµο να απευθυνθούν στο ΣτΕ κατά της σιωπηρής άρνησης του Υπουργού να τους χορηγήσει την απαιτούµενη άδεια. Το Ευρ∆∆Α όµως δεν έλαβε υπόψη του αυτό τον ισχυρισµό. Τελικά το ΕυρΕ∆Α έκρινε ότι οι ρυθµίσεις του α.ν. 1363/38 για την ίδρυση ευκτήριων οίκων, αποτελούν σαφή επέµβαση στο δικαίωµα στη θρησκευτική ελευθερία. Ως προς τη νοµιµότητα του περιορισµού αυτού στα πλαίσια του άρθρου 9§2 ΕΣ∆Α κατέληξε στα ακόλουθα συµπεράσµατα: 1) Οι µάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούν «γνωστή θρησκεία». 2) Ο σκοπός που επιδιώκουν οι σχετικές διατάξεις είναι καταρχήν θεµιτός, υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην προστασία της δηµόσιας τάξης. 3) Η διάταξη του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α δεν αναγνωρίζει στα συµβαλλόµενα κράτη την εξουσία να προβαίνουν σε εκτιµήσεις για το νόµιµο ή µη χαρακτήρα των διαφόρων θρησκευτικών δογµάτων και τον τρόπο εκδήλωσης των αντίστοιχων θρησκευτικών πεποιθήσεων. Εποµένως, η τασσόµενη εκ του νόµου προϋπόθεση για την χορήγηση άδειας από τον Υπουργό, µπορούσε να είναι συµβατή µε το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α, µόνο στην περίπτωση που αφορά αποκλει-στικά στη διαπίστωση της συνδροµής των τυπικών προϋποθέσεων. 4) Από την αποδεικτική διαδικασία και τις αναφορές των προσφευγόντων σε άλλες υποθέ-σεις, οι αρµόδιες ελληνικές αρχές τείνουν να εκµεταλλεύονται στο έπακρο τα περι-θώρια που επιτρέπει η κείµενη νοµοθεσία προκειµένου να επιβάλλουν αυστηρούς περιοριστικούς όρους στην άσκηση της θρησκευτικής λατρείας ορισµένων µη ορθοδόξων δογµάτων και ιδίως των µαρτύρων του Ιεχωβά. 5) Το ποινικό Εφετείο και ο εισαγγελέας Ηρακλείου, βασίστηκαν στην παράλειψη των προσφευγόντων

Page 258: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

258

να λάβουν την έγκριση του Υπουργού και του Μητροπολίτη. Με βάση τα παραπάνω το Ευρ∆∆Α έκρινε ότι η ποινική καταδίκη των προσφευγόντων οφειλόταν στην παράλειψή τους να συµµορφωθούν προς µία τυπική προϋπόθεση, προκειµένου να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Θεωρήθηκε λοιπόν ότι ο περιορισµός αυτός της θρησκευτικής ελευθερίας ήταν υπέρµετρα σκληρός και ως εκ τούτου παραβίαζε την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση προς τον επιδιωκόµενο σκοπό της προστασίας του κοινωνικού συνόλου που είναι αναγκαίος σε µια δηµοκρατική κοινωνία. Υπήρξε εποµένως παραβίαση του άρθρου 9 της Σύµβασης.

2.2. Υπόθεση «Πεντίδης και λοιποί κατά Ελλάδας»

Παρόµοια ήταν και η υπόθεση Πεντίδης και λοιποί κατά Ελλάδας, που απασχό-λησε το Ευρ∆∆Α. Οι προσφεύγοντες µάρτυρες του Ιεχωβά είχαν ιδρύσει ναό στην Αλεξανδρούπολη χωρίς να υποβάλουν αίτηση για άδεια λειτουργίας του. Η ΕυρΕ∆Α, ενώπιον της οποίας προσέφυγαν οι ανωτέρω καταδικασθέντες από τα ελληνικά δικαστήρια για παραβίαση των διατάξεων του Α.Ν. 1363/1938, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α. Το Ευρ∆∆Α δεν έκρινε τελικά την υπόθεση επί της ουσίας, διότι στο µεταξύ οι προσφεύγοντες κατέθεσαν αίτηση ενώπιον των ελληνικών αρχών και τους χορηγήθηκε τελικά άδεια λειτουργίας χώρων λατρείας από τη διοίκηση και ζήτησαν τη διαγραφή της υπόθεσης, πράγµα που αποδέχθηκε το Ευρ∆∆Α.

2.3. Υπόθεση «Τσαβαχίδης κατά Ελλάδας»

Στην υπόθεση αυτή ο προσφεύγων µάρτυρας του Ιεχωβά κατηγορήθηκε για

Page 259: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

259

παράνοµη λειτουργία ευκτήριου οίκου. Η ΕυρΕ∆Α στην έκθεσή της δεν έκρινε ότι υπήρξε τελικά παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α, αλλά του άρθρου 8, λόγω των στοιχείων που εµφανίστηκαν από Όργανα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών σε βάρος του κατηγορουµένου για τη δράση του ως µέλος των µαρτύρων του Ιεχωβά. Η υπόθεση κατέληξε σε φιλικό διακανονισµό µε την ελληνική κυβέρνηση.

3. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗ

3.1. Υποθέσεις «Βαλσάµης κατά Ελλάδας» και «Ευστρατίου κατά Ελλάδας»

Στις υποθέσεις αυτές το Ευρ∆∆Α εξέτασε το ζήτηµα κατά πόσο η επιβολή ορισµέ-νων ελαφρών πειθαρχικών ποινών σε µαθήτριες, για συµπεριφορά τους οφειλό-µενη στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, έρχεται σε σύγκρουση µε το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α. Και οι δύο υποθέσεις αφορούσαν περιπτώσεις επιβολής ολιγοήµερων αποβολών από το σχολείο σε µαθήτριες που αρνήθηκαν να συµµετάσχουν σε σχολικές παρελάσεις επικαλούµενες τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Σύµφωνα µε το ιστορικό των δύο υποθέσεων, που τελικά συνεκδικάστηκαν λόγω συνάφειας, κατά την έναρξη της ακαδηµαϊκής χρονιάς 1992-1993 οι γονείς της Βικτωρίας Βαλσάµη και Σοφίας Ευστρατίου αντίστοιχα, µάρτυρες του Ιεχωβά κατά το θρήσκευµα, ζήτησαν να µην παρακολουθήσουν οι κόρες τους το µάθηµα των θρησκευτικών και να µην υποχρεωθούν να συµµετάσχουν στον οµαδικό εκκλησιασµό σε ορθόδοξη εκκλησία ούτε σε οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση που αντίκειται στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, όπως ο εορτασµός των εθνικών επετείων ή οι παρελάσεις. Οι διευθύνσεις των σχολείων, στα οποία φοιτούσαν οι µαθήτριες συµφώνησαν και τις απάλλαξαν από το µάθηµα των θρησκευτικών και

Page 260: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

260

του οµαδικού εκκλησιασµού. Τον Οκτώβριο του 1992, του 1993 και του 1994 οι µαθήτριες κλήθηκαν να λάβουν µέρος στις µαθητικές παρελάσεις για την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Αυτές αρνήθηκαν επικαλούµενες τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και σύµφωνα µε την εγκύκλιο Γ1/1/1/02.01.1990 του Υπουρ-γείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, οι διευθυντές των σχολείων τους τις τιµώρησαν, την πρώτη µε αποβολή µιας µέρας για µη συµµετοχή της στην παρέλαση της 28.10.1992, τη δε δεύτερη για µη συµµετοχή της στην παρέλαση της 28.10.1993 µε δύο µέρες αποβολή και αποβολή µιας µέρας για µη συµµετοχή της στην παρέλαση της 28.10.1994. Οι δύο οικογένειες προσέφυγαν, η πρώτη τον Απρίλιο του 1993 και η δεύτερη τον Απρίλιο του 1994, στην ΕυρΕ∆Α επικαλού-µενες προσβολή του δικαιώµατος των γονέων να αποφασίζουν για τη µόρφωση των παιδιών τους (άρθρο 2 Πρώτου Πρωτοκόλλου ΕΣ∆Α), του δικαιώµατος στη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 9 ΕΣ∆Α), της απαγόρευσης υποβολής του προσώ-που σε εξευτελιστική συµπεριφορά (άρθρο 3 ΕΣ∆Α) και τέλος, του δικαιώµατος πραγµατικής προσφυγής (άρθρο 13 ΕΣ∆Α). Οι δύο υποθέσεις, όπως προανα-φέρθηκε, συνεκδικάστηκαν λόγω της µεγάλης συνάφειας που παρουσίαζε το ιστορικό τους και κρίθηκαν παραδεκτές. Η ελληνική κυβέρνηση προέβαλε τα εξής επιχειρήµατα: 1) ότι η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου δεν έχει στρατιωτικό χαρακτήρα αλλά διατηρεί ένα πνεύµα ιδεαλιστικό και ειρηνικό που υπογραµµίζεται από την παρουσία των µαθητών, 2) ότι οι υποκειµενικές αντιλήψεις των γονέων των µαθητριών δεν µπορούν να στοιχειοθε-τήσουν παραβίαση του άρθρου 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α, γιατί η παιδεία συνιστά αποστολή της πολιτείας, που οργανώνει τη λειτουργία της. Έτσι, επιτρέπεται να εντάσσεται στο σχολικό πρόγραµµα ως υποχρέωση των µαθητών

Page 261: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

261

η συµµετοχή τους σε παρελάσεις, 3) ότι η ολιγοήµερη αποβολή ενός µαθητή έχει αµελητέα επίδραση στο ετήσιο πρόγραµµα των σπουδών του και δεν µπορεί να θεωρηθεί ως στέρηση του δικαιώµατος στην εκπαίδευση. Το Ευρ∆∆Α έκανε δεκτούς τους παραπάνω ισχυρισµούς της ελληνικής κυβέρ-νησης και έκρινε ότι δεν στοιχειοθετούνταν παραβίαση των άρθρων 3 και 9 της ΕΣ∆Α καθώς και του άρθρου 2 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α. Η υποχρεωτική συµµετοχή των µαθητών στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου δεν προσβάλλει το δικαίωµα των γονέων να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους σύµ-φωνα µε τις δικές τους αντιλήψεις, δεν στοιχειοθετούν προσβολή του δικαιώµατος των παιδιών στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησής τους και συνακόλουθα δεν αποτελούν παρέµβαση στη θρησκευτική ελευθερία. Έκρινε όµως ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της Σύµβασης και στις δύο υποθέσεις297.

297 ο.π., σ.299 – 300.

Page 262: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

262

4. ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ

4.1. Υπόθεση «Ιµπραήµ Σερίφ κατά Ελλάδας»

Η υπόθεση αυτή αφορά την εκλογή µουφτή στην περιοχή της Θράκης. Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής: Το 1985 απεβίωσε ο µουσουλµάνος θρησκευτικός ηγέτης της Ροδόπης. Το ελληνικό κράτος όρισε τότε προσωρινό θρησκευτικό ηγέ-τη. Όταν αυτός παραιτήθηκε, ορίστηκε κάποιος άλλος ως προσωρινός µουφτής. Στις α 6.4.1990 ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας επικύρωσε το διορισµό του νέου προσωρινού µουφτή. Τον ∆εκέµβριο του 1990, οι δύο ανεξάρτητοι µουσουλµάνοι βουλευτές της Ξάνθης και της Ροδόπης ζήτησαν από το ελληνικό κράτος να διενεργήσει εκλογές, σύµφωνα µε το νόµο, για να πληρωθούν οι θέσεις του µουφτή τόσο της Ξάνθης όσο και της Ροδόπης. Το ελληνικό κράτος όµως δεν ανταποκρίθηκε θετικά στο παραπάνω αίτηµα και έτσι αποφάσισαν να οργανώ-σουν οι ίδιοι τις εκλογές στις 28.12.1990 στα ιερά τεµένη µετά την προσευχή. Στο µεταξύ, στις 24.12.1990 ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µετά από πρόταση του Υπουργικού Συµβουλίου υπέγραψε ένα διάταγµα που άλλαζε τον τρόπο επιλογής των µουφτήδων298. Τέσσερις µέρες αργότερα ο Σερίφ εξελέγη µουφτής Ροδόπης από τους ίδιους τους πιστούς. Εν συνεχεία, µαζί µε άλλους µουσουλµάνους προσέφυγε ενώπιον του ΣτΕ αµφισβητώντας τη νοµιµότητα του διορισµού του προσωρινού µουφτή, που είχε νωρίτερα γίνει από το ελληνικό κράτος. Την ίδια περίοδο ο εισαγγελέας Ροδόπης άσκησε ποινική δίωξη κατά του Σερίφ 298 Με ένα νόµο του 1920 προβλεπόταν ότι η οργάνωση των εκλογών για την ανάδειξη µουφτή ανήκε

στο κράτος. Εκ των υστέρων, ένα βασιλικό διάταγµα θα προσδιόριζε τη διαδικασία της εκλογής, αλλά αυτό δεν υπογράφηκε ποτέ και έτσι µέχρι το 1990 το ελληνικό κράτος διόριζε τους µουφτήδες. Αργότερα υπογράφηκε ένα νοµοθετικό διάταγµα, που προέβλεπε το διορισµό των µουφτήδων µε Προεδρικό ∆ιάταγµα, µετά από πρόταση του Υπουργού Παιδείας, ο οποίος νωρίτερα φρόντιζε να συµβουλευτεί µουσουλµάνους αξιωµατούχους

Page 263: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

263

για αντιποίηση του έργου λειτουργού γνωστής θρησκείας (άρθρο 175 ΠΚ) και για το ότι έφερε δηµόσια και χωρίς δικαίωµα τα επίσηµα άµφια (άρθρο 176 ΠΚ). Ο Άρειος Πάγος φοβούµενος τυχόν επεισόδια στη Ροδόπη διέταξε τη µεταφορά της υπόθεσης στη Θεσσαλονίκη. Τελικά, ο Σερίφ κρίθηκε ένοχος για την τέλεση των παραπάνω αδικηµάτων από το Πληµµελειοδικείο Θεσσαλονίκης. Ο Σερίφ άσκησε έφεση, αλλά το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση µειώνοντας απλά την αρχική ποινή. Στη συνέχεια άσκησε αναίρεση στον Άρειο Πάγο µε τον ισχυρισµό της εσφαλµένης ερµηνείας του νόµου από το Εφετείο. Αφού εξάντλησε όλα τα ένδικα µέσα ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, ο Σερίφ προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ισχυριζόµενος παραβίαση των άρθρων 6, 9 και 10 της ΕΣ∆Α. Το δικαστήριο έκρινε την προσφυγή του παραδεκτή και στις 14.12.1999 αποφάνθηκε ότι η Ελλάδα παραβίασε όντως το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α. Η παραβίαση του άρθρου αυτού συνετελέσθη µε την καταδίκη του προσφεύγο-ντος από το ελληνικό δικαστήριο βάσει των άρθρων 175 και 176 ΠΚ. Η καταδίκη αυτή συνιστούσε περιορισµό της θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικότερα του δικαιώµατός του «…από κοινού µετά άλλων και δηµοσίως να εκδηλώνει τη θρησκεία του στη λατρεία και τη διδασκαλία» (άρθρο 9§1 ΕΣ∆Α). Περαιτέρω, το Ευρ∆∆Α θεώρησε ότι η καταδίκη του Σερίφ από τα ελληνικά δικαστήρια αποτε-λούσε περιορισµό της θρησκευτικής ελευθερίας του, ο οποίος ναι µεν «προβλε-πόταν από το νόµο» και επεδίωκε «νόµιµο σκοπό», δηλαδή την προστασία της δηµόσιας τάξης, ωστόσο το Ευρ∆∆Α θεώρησε ότι η καταδίκη του για αντιποίηση αρχής δεν συνιστούσε περιορισµό της θρησκευτικής ελευθερίας «αναγκαίο σε µια δηµοκρατική κοινωνία». Ο περιορισµός αυτός που του επιβλήθηκε µε την απόφα-

Page 264: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

264

ση του ελληνικού δικαστηρίου κρίθηκε πως δεν αντιστοιχούσε σε µια «επείγουσα κοινωνική ανάγκη» ούτε ότι ήταν «ανάλογος του νόµιµου επιδιωκόµενου σκο-πού». Το Ευρ∆∆Α αναγνώρισε µεν το δικαίωµα του ελληνικού κράτους να λαµβάνει προς όφελος του γενικότερου δηµοσίου συµφέροντος αναγκαία µέτρα για την προστασία του κύρους του αξιώµατος των θρησκευτικών λειτουργών από µετερ-χόµενους απάτη, εντούτοις κατά την άποψη του δικαστηρίου «η τιµωρία ενός προσώπου για το απλό γεγονός ότι ενήργησε ως θρησκευτικός ηγέτης µιας οµά-δας πρόθυµης να τον ακολουθήσει, δύσκολα µπορεί να θεωρηθεί συµβατή µε τις απαιτήσεις του θρησκευτικού πλουραλισµού σε µια δηµοκρατική κοινωνία». Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, το Ευρ∆∆Α έκρινε ότι η παρέµβαση του ελληνι-κού κράτους µε την καταδίκη του Σερίφ, δεν ήταν δικαιολογηµένη στις περιστάσεις από µια επιτακτική ανάγκη. Κατά συνέπεια, η παρέµβαση αυτή δεν ήταν αναγκαία σε µια δηµοκρατική κοινωνία για την προστασία της δηµόσιας τάξης. Υπήρξε εποµένως παραβίαση του άρθρου 9 της ΕΣ∆Α.

4.2. Υπόθεση «Αχµέτ Σαδίκ κατά Ελλάδας»

Η υπόθεση αυτή αφορούσε µια σειρά από προσφυγές σχετικά µε το προεκλογικό υλικό και την ονοµασία «Τούρκος» και «τουρκική µειονότητα» για τους µειονο-τικούς της Θράκης, για την παραµέληση της µειονότητας από τη διοίκηση και για το θέµα του ελάχιστου ορίου εισόδου των κοµµάτων στο ελληνικό κοινοβούλιο. Οι ανωτέρω προσφυγές κρίθηκαν από την ΕυρΕ∆Α ως απαράδεκτες και αβάσιµες, έθιξαν όµως ενώπιον των οργάνων του Στρασβούργου καίρια ζητήµατα της

Page 265: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

265

θρησκευτικής µειονότητας.

4.3. Υπόθεση «Αντάν Ραΐφ Ογκλού κατά Ελλάδας»

Η υπόθεση αυτή αφορούσε δάσκαλο της µειονότητας, που απηύθυνε έντυπο υλικό προς Τούρκους συναδέλφους του µε αναφορά σε τουρκικά τοπωνύµια. Κατόπιν τούτου, του επιβλήθηκε διοικητική ποινή από τον διευθυντή του, η οποία ακυρώθηκε από τα διοικητικά δικαστήρια. Αυτό όµως είχε ως συνέπεια τη µεγάλη καθυστέρησή του να αναλάβει εκ νέου τη θέση του. Το Ευρ∆∆Α έκρινε την προσφυγή του παραδεκτή για παραβίαση της δικαστικής προστασίας σε συνδυασµό µε διακρίνουσα µεταχείριση. Η απόφαση επί της ουσίας αναµένεται.

Page 266: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

266

ΣΧΟΛΙΑ Μέσω αυτών των υποθέσεων, δόθηκε η δυνατότητα να έρθουν στη δηµοσιότητα και µάλιστα σε ευρωπαϊκή κλίµακα οι διάφοροι νόµοι καθώς και η διοικητική πρακτική, που προβάλλουν και ορθά βέβαια µια ευνοϊκή µεταχείριση υπέρ της επικρατούσας θρησκείας. Είναι γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία είναι σε γενικές γραµµές ανεκτική. Ποιο είναι όµως το βαθύτερο αίτιο στο οποίο οφείλεται η καθέλκυση της χώρας µας στη δεινή θέση της καταδίκης από τα Ευρωπαϊκά ∆ικαστήρια; Κατά την άποψη της Α.Τσαγγάρη, που είναι και η επικρατούσα, το πραγµατικό αίτιο που οδηγεί στην αυτή κατάσταση, είναι στη βάση του νοµο-τεχνικό299. Έτσι υποχρεώνεται η ελληνική πολιτεία και η ελληνική κοινωνία ευρύ-τερα, να τροποποιήσει κατά κάποιο τρόπο τη νοµοθεσία της και να την εναρµο-νίσει προς τις επιταγές της ΕΣ∆Α και της νοµολογίας των οργάνων της.

299 ο.π., σ.300.

Page 267: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

267

ΓΓ. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ∆ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΕΤΩΝ 1953 – 1993

ΕΤΗ 1953-1960

I. §~∆εν αποτελεί προσηλυτισµόν η καθαρά πνευµατική διδασκαλία, έστω και αν αυτή καταδεικνύει το ηµαρτηµένον των άλλων θρησκειών και αποσπά τυχόν οπαδούς τούτων, προσερχοµένους αυτή εκουσίως, διότι η πνευµατική διδασκαλία έγκειται εν τη φύσει πάσης ελευθέρως και ακωλύτως τελουµένης λατρείας, ΣΕ 2276 / 1953, ΕΕΝ 21.470, Θ. ΞΕ΄398, Ν∆ 10.208, Νο Β 2.298.

II. §~... συνιστά όµως τοιούτον η δια µέσων αθεµίτων ή καταδικαζοµένων υπό της ηθικής έντονος και φορτική προσπάθεια αποσπάσεως οπαδών της επικρατούσης θρησκείας, ΣΕ 2276 / 1953 ΕΕΝ 21. 470, Θ. ΞΕ΄398, Ν∆ 10. 208, Νο 2 298.

III. §~... ούτω συνιστά προσηλυτισµόν απαγορευόµενον η υπόσχεσις συν-δροµής ηθικής και υλικής αναφορικώς προς την οικονοµικήν ανάπτυξιν επιχειρήσεων και την αποστολήν εις την αλλοδαπήν χάριν σπουδών, ΣΕ 2276 / 1953 ΕΕΝ 21.470, Θ. ΞΕ΄398, Ν∆ 10.208, Νο Β 2.208.

IV. §~ Ανάγκη διακρίσεως των ορίων µεταξύ του δικαιώµατος πάσης θρη-σκείας να αυξάνη τους οπαδούς της δια της συζητήσεως και της διδα-σκαλίας και της φορτικής προσπάθειας επεµβάσεως και δη δι' αθεµίτων µέσων, ιδία πάσης φύσεως παροχών ή δι' υποσχέσεων τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως ή διά µέσων απατηλών, καταχρήσεως της απειρίας ή εµπιστοσύνης ή δι' εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευµα-τικής αδυναµίας ή κουφότητος αµέσου ή εµµέσου προσπαθείας προς

Page 268: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

268

διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξου επί σκοπώ µετα-βολής του περιεχοµένου αυτής. Εις την δευτέραν περίπτωσιν έχοµεν προ-σηλυτισµόν απαγορευόµενον υπό του Συντάγµατος, Επ. Γνµδ. 35 / 1958 Εισ. ΑΠ (Αντ / λεως Α. Τούση) ΝοΒ 7.789.

V. §~ Ποινικώς κολαζόµενος προσηλυτισµός συντελείται, όταν προσπαθή να διεισδύσει εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής, χρησιµοποιών µέσα εκ των εν ταις διατάξεσι των άρθρων 4 §2 του αν.ν 1363/1938 και 2 του αν.ν 1672/1939 ενδεικτικώς και διαζευκτικώς αναγραφοµένων, ανεξαρτήτως αν ήτο δυνα-τόν να επιτύχωσι του σκοπού των λόγω του προσώπου προς ό απευ-θύνονται και αδιαφόρως του άν επετεύχθη ο σκοπός ή άν ο ετερόδοξος, ήτο ή ού επιδεκτικός προσηλυτισµού, ΑΠ. 59/1956 Ν∆ 12.562, ΝοΒ 4.736.

VI. §~ Πατήρ προσδιορίζων ή µεταβάλλων το θρήσκευµα ή το δόγµα του ανηλίκου τέκνου του, δεν διαπράττει το αδίκηµα του προσηλυτισµού, καθ' όσον ασκεί νοµικόν καθήκον και δικαίωµα εκ του νόµου προσήκον αυτώ, αρκεί να µη υπόκειται καταχρηστική άσκησις τούτου, Βούλ. Πληµ. Πειρ. 69 / 1958 ΝοΒ 6.70.

VII. §~... δεν παρίσταται ως καταχρηστική η άσκησις τοιούτου δικαιώµατος όταν γίνεται συναινέσει αµφοτέρων των συζύγων εξ ών η σύζυγος ανήκει εις το καθολικόν δόγµα, Βούλ.Πληµ. Πειρ.69 / 1958 ΝοΒ 6.70

VIII. §~Κατά την σαφή έννοιαν της διατάξεως του άρθρου 4 του αν.ν. 1672/1939, αντικαταστήσαντος το άρθρον 8 του αν.ν. 1363/1938, ουχί επί παντός, θρησκευτικού περιεχοµένου εντύπου πρέπει να σηµειούται έντυπος ένδειξις του θρησκεύµατος, ή του δόγµατος ή της αιρέσεως, ών

Page 269: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

269

την διδασκαλίαν περιέχουν, αλλά µόνον επί καθαρώς διδακτικών βιβλίων, δηλονότι βιβλίων, εχόντων αποκλειστικόν σκοπόν να αναπτύξωσιν εις τους αναγνώστας και να πείσουσιν αυτούς περί ωρισµένης θρησκευτικής δοξασίας ή αιρέσεως, ήν διδάσκει το έντυπον, Επ.Γνωµ. 35/1958 Εισ. ΑΠ (Αντ/λεως Α.Τούση) ΝοΒ 7.789.

IX. §~ Προσηλυτισµός πονικώς κολαχόµενος εστί και η δωρεάν προς ετεροδόξους αποστολή αιρετικών βιβλίων προς διείσδυσιν εις την συνεί-δησιν των παραληπτών και µεταβολήν του περιεχοµένου αυτής, αδιαφό-ρως του αν ο σκοπός επραγµατώθη, ΑΠ 165/1956 (Ποιν.), Ν.∆ 12.753, Α.Ν Ζ' 353.

X. §~ Ούτως αποστολή εις ιερείς εντύπων φυλλαδίων, παρά οπαδών της θρησκευτικής αιρέσεως µαρτύρων του Ιεχωβά, συνιστώντων εις αυτούς την µελέτην και την εφαρµογήν των εν αυτοίς αναγραφοµένων, συνιστά ποινικώς κολαζόµενον προσηλυτισµόν, Επ. Γνωµ. 35/1958 Εισ. ΑΠ. ΝοΒ 7.789.

XI. §~ Η διοίκησις, δικαίωµα έχουσα και υποχρέωσιν, να λαµβάνη πάν µέτρον διά να προστατεύη την επικρατούσαν θρησκείαν κατά πάσης πράξεως προσηλυτισµού ή άλλης επεµβάσεως, δύναται επίσης να αρνηθή την χορήγησιν της αιτουµένης αδείας ιδρύσεως ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου, εάν αποδεικνύεται ότι σκοπός της ιδρύσεως αυτού είναι η άσκησις προση-λυτισµού κατά της επικρατούσης θρησκείας, Σ.Ε. 555/1953 ΕΕΝ κ΄537, Θ.Ξ∆' 365, Αρµ. Ζ' 640, Α.Ν. ∆' 541.

Page 270: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

270

ΕΤΗ 1961-1963

I. §~ Χαρακτηρίζεται ως προσηλυτισµός πάσα προσπάθεια πρός διείσδυσιν εις την θρησκευτικής συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής, εφ' όσον ασκείται διά των εν τω νόµω 1363/1938, ενδεικτικώς αναφεροµένων µέσων, Πληµ. Αθ. 3720/61 Ποιν.Χρ. ΙΒ' 43.

II. §~... όθεν το κριτήριον περί του άν αποτελή προσηλυτισµόν µία δεδοµένη προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν κ.λ.π συνιστά η ηθική ποιότης του χρησιµοποιούµενου µέσου, Πλ.Αθ. 3720/61 ενθ' ανωτ.

III. §~... η “προσπάθεια” καθ' εαυτήν δεν απαγορεύεται, τοσούτω µάλλον καθόσον τοιαύτη απαγόρευσις θα αντέφασκε πρός το συνταγµατικώς απαραβίαστον της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως περιλαµβα-νούσης και την συµφυή ελευθερίαν διδασκαλίας και διαδόσεως των ιδίων εκάστου θρησκευτικών πεποιθήσεων, Πλ.Αθ. 3720/61 ενθ' ανωτ.

IV. §~ Προσηλυτισµός υφίσταται µόνον εφ' όσον το χρησιµοποιούµενον µέσον είναι αθέµιτον, ως τοιούτο δε χαρακτηριστέον το ασυµβίβαστον προς την, κατά παράδοσιν πνευµατικότητα και ανεκτικότητα της ορθοδό-ξου χριστιανικής εκκλησίας, Πλ. Αθ. 3720/61 ενθ. ανωτ.

V. §~ Ο διά των προβλεποµένων ποινών κολαζόµενος προσηλυτισµός συνίσταται ιδία εις την διά πάσης φύσεως παροχών ή δι' υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, διά µέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή εµπιστοσύνης ή δι' εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή κουφότητος άµεσον ή έµµεσον

Page 271: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

271

προσπάθειαν προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετερο-δόξου επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής, Α.Π. 498 / 61 Ποιν.Χρ. ΙΒ' 212.

VI. §~ Η δωρεάν διανοµή εντύπων αιρετικού αποτελεί ποινικώς διωκόµενον προσηλυτισµόν, Πλ. Πειρ. 36/62 ΕΕΝ. 29.421.

VII. §~ Ειδική και εµπεριστατωµένη η αιτιολογία της προσβαλλοµένης αποφά-σεως, καθ' όσον εν αυτή εκτίθενται εκ τίνων πραγµατικών περιστατικών συνήγαγε το δικαστήριον την ύπαρξιν των στοιχείων του εγκλήµατος του προσηλυτισµού, Α.Π 201/61 Ποιν.Χρ. ΙΑ' 472.

VIII. §~ Η απόφασις καταδικάσασα τον κατηγορούµενον προς τω εφ' ω εισήχθη εις δίκην διά του κλητήρ. Θεσπίσµατος αδικήµατι του προσηλυτισµού εις την αίρεσιν των µαρτύρων του Ιεχωβά εις ην ούτως ανήκε και επι τω εφ' ω δεν ησκήθη ποινική δίωξις, ταυτοχρόνω προσηλυτισµώ εις την αίρεσιν των Αντδενιστών της 7ης ηµέρας ής ήν επίσης ανήκε δι ' ην δεν ησκήθην δίωξις ουσιαστικώς διάφορως εκείνης δι' ην εισήχθη εις δίκην ο αναιρεσίων, είναι αναιρετέα, Α.Π 473/60 Ελλ.∆ικ. 2.258.

Page 272: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

272

ΕΤΗ 1964-1968

I. §~ Η έννοια του εγκλήµατος του προσηλυτισµού δεν είναι σαφώς καθορισµένη γενικώς δε χαρακτηρίζεται ως προσηλυτισµός εν τω Α.Ν. 1363/1938, πάσα προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων, επί σκοπώ µεταβολής τους περιεχοµένου αυτής, εφ' όσον ασκείται δια των εν των νόµω τούτω ενδεικτικώς αναφεροµένων µέσων, δηλονότι η “δια πάσης φύσεως παροχών ή δι ' υποσχέσεων τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως διά µέσων απατηλών, δια καταχρήσεως της απειρίας ή εµπιστοσύνης, δι' εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή της κουφότητος, άµεσος ή έµµεσος προσπάθεια” προς τον ως είρηται σκοπόν, Προτ.Εισ.Εφ. Εις το Βουλ. Πληµ. Μυτιλ. 364/1967 Ελλ.∆ικ.9.636.

II. §~ Εκ της τοιαύτης του νόµου διατάξεως σαφώς συνάγεται, ότι δια την συντέλεσιν της κατά τα τ' άνω αξιοποίνου πράξεως του προσηλυτισµού αρκεί και µόνη η εκ µέρους του δράστου προσπάθεια, έστω και έµµεσος, προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν άλλου, µη προς αυτόν οµοδόξου, επι σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής, ήτοι των θρη-σκευτικών αυτού δοξασιών και πεποιθήσεων, διά της προς τούτο χρησι-µοποιήσεως ενός ή πλειόνων των ανωτέρω µνηµονευοµένων ενδεικτικώς δελεαστικών, απατηλών ή και απλώς παραπλανητικών µέσων, εν ής ούτω περιλαµβάνεται και η έντεχνος και παραπειστική υποβολή των διαδιδο-µένων υπό του προσηλυτίζοντος θρησκευτικών δοξασιών, δι ' αποστολής περιεχόντων τοιαύτας εντύπων δωρεάν εις διάφορα ετεροδοξούντα πρό-σωπα, ων είναι γνωστή ή απειρία ή πνευµατική αδυναµία, µη προσα-

Page 273: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

273

παιτουµένου όπως επιτευχθή ο ως είρηται σκοπός του επηρεασµού οπωσδήποτε τούτων εις τας θρησκευτικάς των δοξασίας, Η αυτή εισαγγ. Προτ. ενθ. ανωτ.

III. §~... όθεν το κριτήριον περί του άν αποτελη προσηλυτισµόν µία δεδοµένη προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξου επί τω ρηθέντι σκοπώ, ι εις ηθικήν ποιότητα το χρησιµοποιούµενου µε-σου, Η αυτή εισαγγ. προτ. ένθ. ανωτ.

IV. §~ Η προσπάθεια όµως καθ' εαυτήν δεν απαγορεύεται, τοσούτω µάλλον καθ' όσον τοιαύτη απαγόρευσις θα αντέφασκε προς το συνταγµατικώς κατοχυρωµένον απαραβίαστον της ελευθερίας της θρησκευτικής συνει-δήσεως, περιλαµβανούσης και την συµφυά ελευθερίαν διδασκαλίας και διαδόσεως των ιδίων εκάστου θρησκευτικών πεποιθήσεων, η αυτή εισαγγ. προτ. εν ' ανωτ.

V. §~ Ώστε προσηλυτισµός υφίσταται µόνον όταν το χρησιµοποιούµενον προς τοιούτον σκοπόν µέσον είναι αθέµιτον, ως τοιούτο δε χαρακτηρίζεται το ασυµβίβαστον προς την, κατά παράδοσιν, πνευµατικότητα και ανεκτικό-τητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η αυτή Εισαγγ. προτ. ενθ. ανωτ.

VI. §~ Αλλ' ως εικός, η διάθεσις εντύπου, περιέχοντος τα δόγµατα οιασδήποτε θρησκευτικής αιρέσεως και ειδικώτερον ως εν προκειµένω του περί ου πρόκειται εντύπου εφ' ου αναγράφεται εν τω εξωφύλλω η ένδειξις “έκδοσις µαρτύρων του Ιεχωβά”, δι ης δήλη καθίσταται η θρησκευτική αίρεσις, την διδασκαλίαν της οποίας περιέχει το ανάγνωσµα τούτο, αποτρεποµένης ούτω της παγιδεύσεως των ανυπόπτων αναγνωστών, έστω επ ' ευτελεί τιµήµατι ή και δωρεάν γενοµένη, επ' ουδενί λόγω δύναται να θεωρηθή ως

Page 274: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

274

αθέµιτον µέσον, εφ' όσον το πρόσωπον προς ό εγένετο ή τοιαύτη διάθεσις δεν έχει ως εν προκειµένω τα εν τω νόµω ενδεικτικώς αναφερόµενα χαρα-κτηριστικά (κουφότης, πνευµατική αδυναµία, κ.τ.λ, Γνωµ. Εισ. Α.Π.25/56 Ποιν.Χρ. ΣΤ' 406, η αυτή Εισ. προτ. ενθ 'ανωτ.

Page 275: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

275

ΕΤΗ 1969-1971

(Επίσηµες γνωµοδοτήσεις)

I. §~ Προσηλυτισµός εν κατηχήσει υπό του πατρός του ανηλίκου τέκνου του εις την αίρεσιν των χιλιαστών, δεν διαπράττεται το έγκληµα του προσηλυ-τισµού οδηγούντος αυτό εις συγκεντρώσεις χιλιαστών, κ.τ.λ εάν όµως το τέκνον έχη κατηχηθή εις την ορθόδοξον θρησκείαν, οδηγών ο πατήρ τούτο εις συγκεντρώσεις χιλιαστών, διαπράττει αξιόποινον προσηλυτισµόν, Γνωµ. Εισαγγ. Α.Π. 20/69 Ε.Ε.Ν. 36.787, Ποιν. Χρον. ΙΘ' 575, ΝοΒ 17.1163.

II. §~ 'Εννοια της θρησκευτικής ελευθερίας. Χάριν προστασίας της επικρα-τούσης θρησκείας απαγορεύεται ο προσηλυτισµός, ούτινος η έννοια καθορίζεται υπό του άρθρου 4 Ν∆ 1363/1938. Πάν έντυπον δέον να φέρη ένδειξιν της θρησκείας, ής την διδασκαλίαν περιέχει. Η αίρεσις των µαρτύ-ρων του Ιεχωβά είναι γνωστή θρησκεία. Ποίαι αι απαιτούµεναι προϋπο-θέσεις διά την κατάσχεσιν εντύπων. Η εισαγωγή εντύπων υπό µαρτύρων του Ιεχωβά δεν είναι αξιόποινος, Γνωµ. Εισαγ. Π. Θεσσαλονίκης 16987/ 69 Ποιν. Χρον. ΙΘ' 579.

III. §~ ∆εν αποτελεί προσηλυτισµόν η παρά των οπαδών της θρησκευτικής αιρέσεως των µαρτύρων του Ιεχωβά προσαγωγή των ανηλίκων τέκνων των εις τας θρησκευτικάς κατ' οίκον συγκεντρώσεις, καθ' ας αναπτύσσονται χιλιαστικαί διδασκαλίαι. ∆υνατότης επεµβάσεως του πολιτικού δικαστη-ρίου, Γνωµ. Εισ.Π.Καλαµ. 28/69 Ποιν.Χρ.ΙΘ' 381.

Page 276: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

276

ΕΤΗ 1972-1974

I. §~ Προσηλυτισµός αποτελεί πάσα άµεσος ή έµµεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ µετα-βολής του περιεχοµένου αυτής, Α.Π. 53/73 Ποιν.Χρον. ΚΓ' 367.

II. §~ Συνιστά τοιούτον και η δωρεάν αποστολή εντύπων προς ετεροδοξούντα πρόσωπα, ανεξαρτήτως του εάν επετεύχθη ο σκοπός ούτος ή εάν το παθητικόν υποκείµενον της πράξεως είναι ή ού επιδεικτικόν προσηλυ-τισµού, Α.Π. 53/73 ενθ' ανωτ.

III. §~... είναι αδιάφορον εάν ο δράστης προήλθεν εις προσωπικήν επαφήν µετά των προσηλυτιζοµένων ή εάν επήλθε το σκοπούµενον, Α.Π. 366/73 Ποιν.Χρ.ΚΓ' 556.

Page 277: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

277

ΕΤΗ 1975-1977

I. §~ Εκ της διατάξεως του άρθρου 4 α.ν 1363/38 ως ετροποποιήθη υπό του άρθρου 2 α.ν 1672/39, σαφώς συνάγεται ότι προσηλυτισµός είναι η διά τινος µέσου, εν οίς και η κατάχρησις της απειρίας ή η εκµετάλλευσις της πνευµατικής αδυναµίας ή κουφότητος, άµεσος ή έµµεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής, Α.Π. 997/1975 Ποιν.Χρ. ΚΣΤ' 380, Α.Π.1035/1975 Ποιν.Χρ.ΚΣΤ' 391.

II. §~ Ο προσηλυτισµός απαγορεύεται καθ' οιασδήποτε και αν στρέφεται θρησκείας, Α.Π.997/75 Ποιν.Χρ.ΚΣΤ ' 380, Α.Π. 1035/1975 Ποιν.Χρ.ΚΣΤ ' 391.

III. §~ Η καταδικαστκή επί προσηλυτισµώ απόφασις δέον να προσδιορίζη το απατηλόν των χρησιµοποιηθέντων µέσων και τον τρόπον δι' ου ο δράστης κατεχράσθη την απειρίαν, την εµπιστοσύνην και την πνευµατικήν κουφό-τητα του προσηλυτισθέντος, Α.Π. 1084/1974 Ποιν.Χρ.ΚΕ' 316, contra Α.Π. 997/1975 Ποιν.Χρ.ΚΣΤ ' 380.

IV. §~ ∆εν απαιτείται ειδικώτερος καθορισµός των αθεµίτων µέσων, Α.Π. 997/1975 Ποιν.Χρ.ΚΣΤ ' 381.

V. §~ ∆εν απαιτείται ο ενεργών προσηλυτισµό, να υπερέχη κατά την µόρφωσιν του προσηλυτισθέντος, δεν είναι ούτω αναγκαίον να προσδιο-ρίζεται αύτη, Α.Π. 1035/1975 Ποιν.Χρ. ΚΣΤ ' 391.

VI. §~ Το άρθρον 4 του α.ν 1363/1938 ως ήδη ισχύει δεν είναι αντισυνταγ-µατικόν, Α.Π. 997/1975 Ποιν.Χρ.ΚΣΤ ' 380, Α.Π. 1035/1975 Ποιν.Χρ.ΚΣΤ ' 391.

Page 278: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

278

ΕΤΗ 1978-1979

I. §~ Προσηλυτισµός είναι ιδία η διά πάσης φύσεως παροχών ή δι' υποσχέσεως τοιούτων, ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, διά µέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή εµπιστοσύνης ή δι' εκµεταλ-λεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή κουφότητος, άµεσος ή έµµεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων, επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής, Α.Π. 238/1979 Ποιν.Χρ.ΚΘ' 463, ΝοΒ 27.1160. Α.Π.1155/1978 Ποιν.Χρ.ΚΘ'.264, ΝοΒ. 27.457.

II. §~ ∆εν είναι απαραίτητον όπως ο ενεργών τον προσηλυτισµόν επιτύχη τον σκοπόν του, Α.Π. 238/1979 ενθ' ανωτ.

III. §~ Κατά το άρθρον 4 του Α.Ν. 1363/1938, ως ετροποποιήθη διά του άρθρου 2 του Α.Ν. 1672/1939 §1, ο ενεργών προσηλυτισµόν τιµωρείται διά φυλακίσεως και χρηµατικής ποινής..., Α.Π. 1155/1978 ενθ' ανωτ.

IV. §~ Είναι ορθή και ητιολογηµένη η καταδίκη του, δι' εντύπων και εντέχνου επεξηγήσεως του περιεχοµένου τούτων, προσπαθήσαντος αµέσως και εµµέσως να µεταβάλη την θρησκευτικήν συνείδησιν απαιδεύτων και αγραµµάτων χωρικών, Α.Π. 238/1979 Ποιν.Χρ.ΚΘ'. 463, ΝοΒ. 27. 1160. Α.Π. 1155/1978 Ποιν.Χρ.ΚΘ' 264.

V. §~ Αναιρείται δι' έλλειψιν αιτιολογίας η προσβαλλοµένη καταδικαστική επί προσηλυυτισµώ απόφασις, διότι αφ' ενός µεν ουδέν διαλαµβάνει περί προσπαθείας διεισδύσεως εις την θρησκευτικήν συνείδησιν του ενός εκ των φεροµένων ως υποστάντων τοιαύτην πίεσιν, αφ' ετέρου δε η ιδιότης

Page 279: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

279

του ετέρου ως απλοϊκού και αγραµµάτου χωρικού δεν δύναται να προσδώση τον χαρακτηρισµόν αυτού ως κουφού, Α.Π.1155/1978 Ποιν.Χρ.ΚΘ ' 264.

VI. §~ Ορθή και ητιολογηµένη καταδίκη διά προσηλυτισµόν του µάρτυρος του Ιεχωβά, όστις εµοίραζε µετά φορτικότητος εις αγραµµάτους και απαιδεύ-τους χωρικούς περιοδικά της αιρέσεως τούτου και διά καταλλήλου επεξη-γήσεως του περιεχοµένου τούτων, παρώτρυνε τους χωρικούς να µεταβά-λουν το περιεχόµενον της θρησκευτικής των συνειδήσεως, Α.Π.238 /1979 ενθ' ανωτ.

Page 280: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

280

ΕΤΟΣ 1981

I. §~ Το Σύνταγµα θεσπίζει εν άρθρω 13 αυτού, την ελευθερίαν της θρη-σκευτικής συνειδήσεως και την, υπό την απόλυτον αυτής µορφήν, ελευθερίαν της ασκήσεως της λατρείας, πάσης γνωστής θρησκείας, την οποίαν άσκησιν οφείλει ο Νοµοθέτης να προστατεύη και ουχί να εµποδίζη, παρά µόνον όταν προσβάλλωνται διά της τοιαύτης ασκήσεως η δηµοσία τάξις και τα χρηστά ήθη και όταν δι' αυτής ενεργήται προσηλυτισµός, Πληµ. Τριπ. 74/1981 (Μον.) Ποιν.Χρ.ΛΑ ' 386

Page 281: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

281

ΕΤΟΣ 1983

I. §~ Προσηλυτισµός είναι η προς τον σκοπόν της µεταβολής του περιεχοµένου της θρησκευτικής συνειδήσεως του προσηλυτισζοµένου ετεροδόξου, άµεσος ή έµµεσος προσπάθεια τινός (και πάντως µή ανήκοντος εις την επικρατούσαν Ανατολικήν Εκκλησίαν), προς διείσδυσιν εις αυτήν την θρησκευτικήν συνείδησίν του, ιδίως διά πάσης φύσεως παροχών ή δι ' άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, διά µέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή της εµπιστοσύνης ή δι' εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή της κουφότητος αυτού (του προσηλυτιζοµένου), Α.Π. 1304/1982 Ποιν.Χρ.ΛΓ ' 502.

II. §~... Προς τούτο αρκεί, βεβαίως, και εις µόνον ει των ανωτέρω τρόπων διεισδύσεως και έν και µόνον έγκληµα συνιστώσης της συγχρόνου υπό του δράστου χρησιµοποιήσεως και πλειόνων ή και πάντων τούτων, αφού το πληµµέληµα τούτο είναι διαζευκτικώς µικτόν, Α.Π.1304/1982 ενθ' ανωτ.

III. §~ ∆ιά να θεωρηθή η συγκεκριµένη συµπεριφορά ως προσηλυτισµός, δέον η προσπάθεια αυτή να κατευθύνεται εις διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν, Πληµ. Μυτιλ.. 112/1982 (Συµβ.) Αρµ.37.409.

IV. §~... Ο νόµος δεν διευκρινίζει την έννοιαν της διεισδύσεως, είναι όµως λογικόν να λεχθή ότι µε την ως άνω έννοιαν νοείται αναµφιβόλως, ουχί µόνον µία απλή συζήτησις ή έκφρασις γνώµης, Πληµ. Μυτιλ. 112/82 (Συµβ.) ενθ' ανωτ.

V. §~ Ως διείσδυσιν θα ηδύνατο να χαρακτηρισθή η επέµβασις εις τας απόψεις του ετέρου, η προσπάθεια ανατροπής των και η κατά τρόπον

Page 282: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

282

επίµονον, οχληρόν είτε πιεστικόν, προσπάθεια ενστερνισµού των αυτών απόψεων, Πληµ. Μυτιλ. 112/1982 (Συµβ.) ενθ' ανωτ.

VI. §~ ∆ιά να είναι η προσπάθεια διεισδύσεως ικανή να χαρακτηρισθή ως προσηλυτισµός, δέον να µετέρχεται ο δράστης έν εκ των περιγραφοµένων εις την §2 του άρθρου 4 του Α.Ν.1363/1938 µέσων, ήτοι να υπόσχεται παροάς ή οιασδήποτε µορφής περίθαλψιν, να καταχράται την απειρίαν ή εµπιστοσύνην, να εκµεταλλεύεται την ανάγκην, την πνευµατικήν αδυναµίαν ή κουφότητα, Πληµ. Μυτιλ. 112/1982 (Συµβ.) ένθ' ανωτ.

VII. §~... Η απαρίθµησις των τρόπων τελέσεως του εγκλήµατος του προση-λυτισµού είναι ενδεικτική είναι, κατά συνέπειαν, δυνατή η πραγµάτωσις τούτου και δι' άλλων τρόπων, αρκεί ούτοι να ξεπερνούν το µέτρον µιάς συνήθους επικοινωνίας και να περιέχουν τι το αθέµιτον, Πληµ. Μυτιλ. 112/1982 (Συµβ.) Αρµ. 37.409.

VIII. §~ ∆εν υφίσταται προσηλυτισµός διά της απλής προσκλήσεώς τινος νά παρευρεθή εις συγκέντρωσινµελών της Ευαγγελικής Εκκλησίας, ουδέ διά της ακροάσεως εκ του µαγνητοφώνου εκκλησιαστικής µουσικής ή διά της απλής συζητήσεως επί κειµένων της Αγίας Γραφής, Πληµ. Μυτιλ. 112/1982 (Συµβ.) Αρµ. 37.409.

IX. §~ Η απαγόρευσις του προσηλυτισµού δέν αντίκειται είς το Σύνταγµα. Όµως, τυχόν διεύρυνσις της εννοίας “προσηλυτισµός”, θα ωδήγει τον Α.Ν. 1363/1938 εις αντίθεσιν πρός τα άρθρα 13§1 και 14§1 του Συντάγµατος, Πληµ.Μυτιλ. 112/1982 (Συµβ.) Αρµ. 37.409.

X. §~ Συµφώνως προς ρητήν διάταξιν του άρθρου 13§2 του Συντάγµατος καθ' ήν “ο προσηλυτισµός απαγορεύεται”, η συνταγµατικότης του Α.Ν.

Page 283: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

283

1363/1938 δέν δύναται να αµφισβητηθή, Πλ. Μυτιλ. 112/1982 (Συµβ.) Αρµ.37.409.

XI. §~ Ο νοµοθέτης έχει αναγάγει εις αυτοτελές έγκληµα την απόπειραν προσηλυτισµού, καθιστών αξιόποινον την συµπεριφοράν του δράστου πρό της επελεύσεως του αποτελέσµατος και ανεξαρτήτως του άν επήλθεν τούτο, Πληµ. Μυτιλ. 112/1982 (Συµβ.) Αρµ. 37.409.

XII. §~ Είναι ητιολογηµένη καταδίκη επί προσηλυτισµώ της αναιρεσειούσης ήτις προσεπάθησε να µεταβάλη το θρησκευτικόν φρόνηµα των τέκνων αυτής, το οποίον είχε προσδιορισθή υπό του έχοντος την πατρικήν εξουσίαν πατρός των, Α.Π. 728/1983 Ποιν.Χρ.ΛΓ' 937.

Page 284: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

284

ΕΤΟΣ 1985

I. §~ Ως προσηλυτισµός χαρακτηρίζεται πάσα προσπάθεια πρός διείσδυσιν είς την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής, εφ' όσον ασκείται διά των εν τω νόµω, ενδεικτικώς αναφεροµένων µέσων, δηλονότι της διά πάσης φύσεως παροχών ή δι' υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής υλικής περιθάλψεως διά µέσων απατηλών, διά καταχρήσεως τής ευπιστίας ή εµπιστοσύνης, δι' εκµεταλ-λεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή της κουφότητος, αµέσου ή εµµέσου προσπαθείας προς τον ώς είρηται σκοπόν, Πληµ. Εδέσ. 25/1984 Ποιν.Χρ.ΛΕ' 422, Αρµ. 39.55.

II. §~ ∆ιά την συντέλεσιν της αξιοποίνου πράξεως του προσηλυτισµού αρκεί και µόνη εκ µέρους του δράσου προσπάθεια, έστω και έµµεσος, πρός διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν άλλου, µή πρός αυτόν οµοδόξου, επί σκοπώ µεταβολής του περιεχοµένου αυτής, ήτοι των θρησκευτικών δοξασιών και πεποιθήσεων αυτού διά της πρός τούτο χρησιµοποιήσεως ενός ή πλειόνων των ανωτέρω µνηµονευοµένων ενδεικτικώς, δελεαστικών, απατηλών, ή και απλώς παραπλανητικών µέσων, Πληµ. Εδεσ.25/1984 ενθ ' ανωτ.

III. §~ Εκ της διατυπώσεως του κειµένου της διατάξεως της §2 του άρθρου 4 του α.ν.1363/1938 (ως αντικατεστάθη δι' άρθρου 2 του α.ν. 1672/1939), εν τω οποίω χρησιµοποιείται η λέξις “προσπάθεια”, αναµφιβόλως προκύπτει ότι ο νοµοθέτης ανήγαγεν εις αυτοτελές έγκληµα την απόπειραν προση-λυτισµού, καταστήσας αξιόποινον τήν συµπεριφοράν πρό της επελεύσεως

Page 285: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

285

του αποτελέσµατος και ανεξαρτήτως επελεύσεως ή µή τούτου, Πληµ.Εδεσ. 25/1984 ένθ' ανωτ.

IV. §~ ∆ιείσδυσις σηµαίνει επηρεασµόν ή άσκησιν επιρροής κια γενικώς πάσαν ενέργειαν τείνουσαν εις το να παρασύρη τον προσηλυτιζόµενον εις άλλου είδους και περιεχοµένου θρησκευτικάς δοξασίας ή ιδέας, Πληµ. Εδεσ. 25/1984 ένθ' ανωτ.

V. §~... Το κριτήριον περί του άν αποτελή προσηλυτισµόν µία δεδοµένη προσπάθεια πρός διείσδυσιν εις τήν θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξου επί τω ρηθέντι σκοπώ, συνιστά η ηθική ποιότης του χρησιµοποιούµενου µέσου, Πληµ. Εδεσ. 25/1984 ένθ ' ανωτ.

VI. §~ Προσηλυτισµός υπάρχει µόνον εφ' όσον το χρησιµοποιούµενον πρός τοιούτον σκοπόν µέσον είναι αθέµιτον, ως τοιούτον δέ χαρακτηριστέον το ασυµβίβαστον προς τον κατά παράδοσιν πνευµατικότητα και ανεκτικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Πλήµ. Εδεσ. 25/1984 ένθ' ανωτ.

VII. §~ Αυτή µόνη η εις άγνωστον αριθµόν προσώπων δωρεάν διανοµή εντύπων περιοδικών, περιεχόντων τα δόγµατα οιασδήποτε θρησκευτικής αιρέσεως, ώς των τοιούτων “ΣΚΟΠΙΑ” ΚΑΙ “ΞΥΠΝΑ” περιεχότων δοξασίας της αιρέσεως των “Μαρτύρων του Ιεχωβά” ή “σπουδαστών των Γραφών”, ή “Χιλιαστών” ήτις θεωρείται γνωστή εν Ελλάδι θρησκεία και άτινα έντυπα νοµίµως κυκλοφορούν και περιέχουν εν τω εξωφύλλω δι' εµφανών στοι-χείων την ένδειξιν της αιρέσεως, ής την διδασκαλίαν περιέχουν, αποτρε-ποµένης ούτω της παγιδεύσεως ανυπόπτων αναγνωστών, δέν δύναται να θεωρηθή προσηλυτισµός ποινικώς διωκτέος, εάν δεν συντρέχουν και τα άλλα στοιχεία του νόµου, Πληµ. Εδέσ. 25/1984 ένθ' ανωτ.

Page 286: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

286

VIII. §~... Η έντεχνος και παραπειστική διδασκαλία και ανάπτυξις του περιε-χοµένου των εντύπων τούτων και επεξήγησις των αγαθών, άτινα θέλουν προκύψει δ' αυτόν εκ της αποδοχής της τοιαύτης διδασκαλίας, συνιστά διωκτέον προσηλυτισµόν, Πληµ. Εδεσ. 25/1984 ενθ 'ανωτ.

IX. §~ Η “προσπάθεια” διαδόσεως θρησκευτικών απόψεων καθ' εαυτήν δεν απαγορεύεται, Πληµ. Εδεσ. 25/1984 ενθ ' ανωτ.

X. §~ Το δόγµα των “µαρτύρων του Ιεχωβά” είναι “γνωστή” θρησκεία, δεν ασκούν δέ ούτοι προσηλυτισµόν και δεν προσβάλλουν την δηµόσιαν τάξιν ή τα χρηστά ήθη κατά την άσκησιν της λατρείας των, ∆. Εφ. Αθ. 1700/1983 Ε.Ε.Ν 52.113.

Page 287: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

287

ΕΤΟΣ 1986

I. §~ Κατά το γράµµα και τη σαφή έννοια των διατάξεων των §§ 1 και 2 του άρθρου 4 του α.ν. 1363/1938 “περί κατοχύρωσης των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του (τότε ισχύοντος) Συντάγµατος”, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του α.ν. 1672/1939, προσηλυτισµός τιµωρούµενος µε φυλάκιση και χρηµατική ποινή, είναι η πρός το σκοπό µεταβολής του περιεχοµένου της θρησκευτικής συνείδησης ετεροδόξων, άµεση ή έµµεση προσπάθεια προς διείσδυση στη θρησκευτική αυτή συνείσηση, ιδιαίτερα µε παροχές οποιασδήποτε φύσεως ή µε υπόσχεση τέτοιων παροχών ή άλλης ηθικής ή υλικής περίθαλψης και µε µέσα απατη-λά, µε κατάχρηση της απειρίας ή τς εµπιστοσύνης ή µε εκµετάλλευση της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας, ή της κουφότητας του προσηλυτι-ζόµενου, Α.Π. 840/1986 Ποιν.Χρ.ΛΣΤ' 767, ΝοΒ. 34. 1269. Πληµ. Τρι.186/1986 (Συµβ.) Αρµ. 40. 999.

II. §~ Οι διατάξεις των §§ 1 και 2 των άρθρων 4 α.ν 1363/1938 περί προση-λυτισµού συµπορεύονται µε τις διατάξεις του άρθρου 13 του ισχύοντος Συντάγµατος, καθώς και µε τις διατάξεις των άρθρων 18 και 29 της Οικου-µενικής ∆ιακήρυξης του Ο.Η.Ε και των άρθρων 9 και 14 της Συµβάσεως της Ρώµης, Α.Π. 840/1986 ενθ' ανωτ.

III. §~ Για την τέλεση προσηλυτισµού απαιτείται ο δράστης να προσπαθεί, µε τα µέσα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 4 του α.ν. 1363/1938, να διεισδύει στη θρησκευτική συνείδηση ετεροδόξου, µε σκοπό τη µετα-βολή του περιεχοµένου αυτής Πληµ. Τρικ. 186/1986 (Συµβ.) Αρµ. 40. 999.

Page 288: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

288

IV. §~ Το έγκληµα του προσηλυτισµού συντελείται µόνο µεταξύ ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, Πληµ. Τρικ. 186/1986 (Συµβ.) ένθ' ανωτ.

V. §~ Για την πλήρωση της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος του προσηλυτισµού δεν είναι αναγκαίο να έχει επιτευχθεί ο προσηλυτισµός, Πληµ. Τρικ. 186/1986 (Συµβ.) ενθ' ανωτ.

VI. §~ Ο προσηλυτισµός συγκροτείται και µόνο µε έναν από τους τρόπους και τα µέσα που αναφέρονται στο άρθρο 4 παρ. 2 του α.ν. 1363/1938, είναι δηλαδή υπαλλακτικά µεικτό έγκληµα, Πληµ. Τρικ. 186/1986 (Συµβ.) ενθ' ανωτ.

VII. §~ Ο ποινικά κολαζόµενος προσηλυτισµός (άρθρο 4 παρ. 1 του α.ν. 1363/1938)τελείται µε έναν από τους τρόπους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ.2 του ανωτέρω νόµου, είναι αδιάφορο όµως άν το παθητικό υποκείµενο του εγκλήµατος είανι δεκτικό προσηλυτισµού, Πληµ.Τρικ. 186/1986 (Συµβ.) ενθ ' ανωτ.

VIII. §~ Ο προσηλυτισµός είανι ποινικά κολάσιµος όταν ασκείται πιεστικά και µε φορτικότητα, καθώς και µε τρόπους που αποτελούν εκµετάλλευση της αδυναµίας, της κουφότητας και της απειρίας του παθητικού υποκειµένου, Πληµ. Τρικ. 186/1986 (Συµβ.) ενθ 'ανωτ.

IX. §~ Από τη λέξη “προσπάθεια” στην παρ.2 του άρθου 4 του α.ν 1363/1938 καταφαίνεται πως το έγκληµα του προσηλυτισµού τιµωρείται σε απόπειρα, Πληµ. Τρικ. 186/1986 (Συµβ.) ενθ ' ανωτ.

X. §~ Η συζήτηση καθώς και η απλή δανοµή των εντύπων που περιέχουν αιρετικές δοξασίες σε πολίτες, δεν αποτελεί προσπάθεια διεισδύσεως στη θρησκευτική συνείδηση ετεροδόξου, Πληµ. Τρικ. 186/1986 (Συµβ.) ένθ '

Page 289: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

289

ανωτ.

XI. §~ ∆εν στοιχειοθετείται η αξιοποινη πράξη του προσηλυτισµού από την οργάνωση “Χάρε Κρίσνα”, όταν απλώς γίνεται διάδοση δοξασιών και δεν υπάρχει χρήση δόλιων µέων ή πιέσεων πρός ανώριµα άτοµα για να εισδύσουν οι κατηγορούµενοι στη θρησκευτική τους συνείδηση και να µεταβάλλουν, Εφ. Αθ. 3551/1986 Ελλ. ∆ικ. 27.1054.

Page 290: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

290

ΕΤΗ 1987-1988

I. §~ Από τη διάταξη του άρθου 4 παρ. 2 του α.ν. 1363/1938, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 2 του α.ν. 1672/1939, η οποία είναι απόλυτα σύµφωνη µε τις ισχύουσες συνταγµατικές διατάξεις, προκύπτει ότι προσηλυτισµό διενεργεί εκείνος ο οποίος άµεσα ή έµµεσα προσπαθεί να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση ετεροδόξου, σκοπώντας τη µεταβολή του περιεχοµένου της και χρησιµοποιώντας όχι µόνο τα µέσα που διαζευκτικώς αναφέρονται στο πιο πάνω άρθρο, αλλά και όποιο-δήποτε άλλο µέσο, αρκεί να γίνεται µε τον προαναφερόµενο σκοπό, αφού η µνηµόνευση των παραπάνω µέσων είναι ενδεικτική (“προσηλυτισµός ιδία είναι...”), Πληµ. Αθ. 51487/1986 Ποιν.Χρ.ΛΖ' 342. Πληµ. Αθ. 958/1987 Ποιν.Χρ.ΛΖ' 934.

II. §~ Για τη συντέλεση της αξιόποινης πράξης του προσηλυτισµού αρκεί και µόνη η προσπάθεια του δράστη, έστω και έµµεση, να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση άλλου που δεν είναι οµόδοξος µε αυτόν, σκοπώ-ντας στη µεταβολή του περιεχοµένου της, δηλ. Τη µεταβολή των θρησκευ-τικών πεποιθήσεων του άλλου, χρησιµοποιώντας οποιοδήποτε µέσο, έστω και άν αυτό το µέσο δεν είναι ιδανό να επιφέρει την επιδιωκόµενη µετα-βολή ή αν το παθητικό υποκείµενο της πράξης δεν είναι επιδεκτικό τέτοιας µεταβολής, Πληµ. Αθ.51587/1986 ενθ 'ανωτ.

III. §~ Για τη στοιχειοθέτηση του προσηλυτισµού δεν είναι απαραίτητο αυτός που τον ενεργεί, να υπερέχει κατά τη µόρφωση του παθητικού υποκει-µένου της πράξης, Πληµ. Αθ. 51487/1986 ενθ' ανωτ.

Page 291: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

291

IV. §~ Ο νοµοθέτης απαρίθµησε ενδεικτικά τους τρόπους και τα µέσα που καθιστούν ποινικά αξιολογήσιµη την προσπάθεια διείσδυσης στη θρη-σκευτική συνείδηση ετεροδόξου, η οποία πρέπει να γίνεται για να πλη-ρωθεί η αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος “(ιδία)” διά πάσης φύ-σεως παροχών ή δι' υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περι-θάλψεως διά µέσων απατηλών, διά καταχρήσεως της απειρίας ή της εµπι-στοσύνης ή δι' εκµεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευµατικής αδυναµίας ή της κουφότητας, Πληµ. Χαν. 172/1986 Ποιν.Χρ.ΛΖ ' 118. Πληµ. Αθ. 958/1987 Ποιν.Χρ.ΛΖ ' 934.

V. §~ Ο προσηλυτισµός είναι έγκληµα υπαλλακτικώς ή διαζευκτικώς µεικτό, δηλαδή ακόµη και άν στη συγκεκριµένη περίπτωση πραγµατοποιηθούν χωριστά όλοι οι τρόποι τέλεσής του, που περιγράφει ο νόµος, ένα µόνο έγκληµα έχει διαπράξει ο δράστης, Πληµ. Χαν. 172/1986 Ποιν.Χρ.ΛΖ' 118.

VI. §~Ο προσηλυτισµός είναι έγκληµα “τετελεσµένο εν αποπείρα” ή “τελειο-ποιηµένης απόπειρας”, αφού ο νόµος τιµωρεί µε την ποινή του τετελε-σµένου εγκλήµατος και την προσπάθεια διείσδυσης κ.τ.λ. (οι όροι προ-σπάθεια και απόπειρα είναι ταυτόσηµοι) και κατά συνέπεια, αφενός µεν δίωξη για απόπειρα προσηλυτισµού δεν είναι νοητή, αφετέρουδε, είναι αδιάφορο άν θα ολοκληρωθεί ή όχι η προσπάθεια του δράστη αν δηλαδή προσηλυτιστεί τελικά ή όχι το θύµα, Πληµ. Αθ. 51487/1986 Ποιν.Χρ. ΛΖ'342.

VII. §~ ∆εν αποτελεί προσηλυτισµό η απλή προσφορά για πώληση από σπίτι σε σπίτι χιλιαστικών εντύπων και η πρόσκληση για θεολογική συζήτηση, αντίθετη δε άποψη θα ελεγχόταν για κατάφωρη παραβίαση των συνταγ-µατικά κατοχυρωµένων δικαιωµάτων της ελευθερίας της έκφρασης και της

Page 292: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

292

θρησκευτικής συνείδησης, υπερβολική υποτίµηση της προσωπικότητας του ατόµου και ανεπίτρεπτη συνταγµατικά προστασία της επικρατούσας θρησκείας, Πληµ. Χαν. 172/1986 ενθ' ανωτ.

VIII. §~ ∆ιέπραξαν προσηλυτισµό οι κατηγορούµενοι που απέστειλαν το ανήλικο τέκνο τους να προσφέρει φυλλάδια των µαρτύρων του Ιεχωβά σε πιστό εξερχόµενο από την εκκλησία µε την απατηλή δήλωση ότι πρόκειται για διαφηµιστικά φυλλάδια, Πληµ. Αθ. 51487/1986 Ποιν.Χρ. ΛΖ' 342.

IX. §~ ∆ε διαπράττει το έγκληµα του προσηλυτισµού µητέρα που οδηγεί τα ανήλικα τέκνα της από ετών σε εκκλησία που ανήκει στην αίρεση της Πεντηκοστής, διότι τα ανήλικα παιδιά δεν είχαν σχηµατίσει ήδη θρησκευ-τική συνείδηση διαφορετική από εκείνη της µητέρας τους, ώστε να µπορέσει η µητέρα να διεισδύσει σε ήδη διαµορφωµένη θρησκευτική συνείδηση, εκµεταλλευόµενη την απειρία τους, Πληµ. Αθ. 958/1987 Ποιν.Χρ.ΛΖ' 934.

X. §~ Εφόσον η διδασκαλία δεν είναι απόκρυφη ούτε οι διάφορες τελετές (π.χ γάµου) µυστικές, έχουσα και εκ του λόγου αυτού η κίνηση των Χιλιαστών το χαρακτήρα της γνωστής θρησκείας, η προσπάθεια ελεύθερης διαδό-σεως των θρησκευτικών ιδεών δι' ευσχήµων και καθαρώς πνευµατικών µέσων, προφορικώς ή εγγράφως, δε συνιστά προσηλυτισµό, Εφ. Λαρίσ. 749/1986 ΝοΒ 35. 1283.

Page 293: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

293

ΕΤΟΣ 1989

I. §~ Η διάταξη του άρθρου 4 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Α.Ν. 1672/1939, “Περί κατοχυρώσεως των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του Συντάγµατος”, που εκδόθηκε υπό την ισχύ του τότε ισχύοντος Συντάγµατος του 1911, όχι µόνο δεν είναι αντίθετος αλλά συµβιβάζεται απόλυτα προς τις διατάξεις του άρθρου 13 του Συντάγµατος 1975, µε την οποία αναγνωρίζεται ως απαραβίαστη η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, Α.Π. 704 / 1988 Ποιν.Χρ.ΛΗ' 776.

II. §~ Είναι ορθή και αιτιολογηµένη η καταδίκη για παράβαση του άρθρου 4 του α.ν. 1363/1938 του αναιρεσείοντος, ανήκοντος στην αίρεση των µαρτύρων του Ιεχωβά ο οποίος προσπάθηκε να πετύχει τη µεταβολή της θρησκευτικής συνείδησης χριστιανή ορθοδόξου, διαβάζοντας τις περικοπές σχετικά µε την Αγία Γραφή από βιβλίο µε δοξασίες της πιο πάνω αιρέσεως, τις οποίες ανέλυε εντέχνως, καταχρώµενος την απειρία της περί τα δογµατικά και εκµεταλλευόµενος την πνευµατική της αδυναµία (contra µειψ.), Α.Π. 704/1988 ενθ' ανωτ.

III. §~ Η προσβαλλόµενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί για εσφαλµένη εφαρµογή της διατάξεως του άρθρου 4 του α.ν. 1363/1938, γιατί δεν αναφέρεται σε αυτή µε ποιες παροχές ή υποσχέσεις τέτοιων παροχών κ.τ.λ προσπάθησε ο αναιρεσείων να διεισδύσει στη θρησκευτική συνείδηση της χριστιανής ορθοδόξου ούτε σε τι συνίσταται η απειρία και η πνευµατική της αδυναµία, Α.Π. 704/1988 ενθ ' ανωτ.

Page 294: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

294

ΕΤΟΣ 1993

I. §~ Η απαγόρευση του προσηλυτισµού είναι αµφιµερής, όπως άλλωστε αδιαστίκτως προνοείται στο άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. τελ. του Συντάγµατος, Α.Π. 480/1992 Ποιν.Χρ.ΜΒ' 558, Ελλ.∆ικ. 33.1573.

II. §~ Το τέκνο, έστω και ανήλικο, εφόσον έχει βαπτιστεί κατά το Ορθόδοξο ∆όγµα, έχει αποκτήσει τη θρησκεία αυτή, κατά τους εφαρµοστέους,ως προς τα έννοµα αποτελέσµατα της βάπτισης, Ιερούς Κανόνες, άρα το έγκληµα του προσηλυτισµού νοείται εις βάρος παιδιών νεαρής ηλικίας, εφόσον έχουν βαπτιστεί κατά το Ορθόδοξο ∆όγµα, Α.Π. 480/1992 ενθ' ανωτ.

III. §~ Είναι ορθή και αιτιολογηµένη η καταδικαστική απόφαση για προση-λυτισµό του πρώτου αναιρεσείοντα, ο οποίος εκµεταλλευόµενος την απειρία και ανωριµότητα των ανηλίκων, προσπάθησε να διεισδύσει, είτε µε οµιλίες από τον άµβωνα του εντευκτηρίου της “Ελεύθερης Αποστολικής Εκκλησίας της Πεντηκοστής”, είτε µε κατ' ιδίαν συνοµιλίες, στη θρησκευτική συνείδηση των ανηλίκων αυτών, που είχαν διαµορφώσει θρησκευτική συνείδηση κατά τους κανόνες της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας, µε σκοπό να την επη-ρεάσει, πράγµα που πέτυχε, επίσης της δεύτερης αναιρεσείουσας, µητέρας των ανηλίκων, για απλή συνέργεια διότι έδωσε µε πρόθεση απλή βοήθεια και συνδροµή στον πρώτο µε το να οδηγεί τα τέκνα της στο εντευκτήριό του και να τον καλεί στο σπίτι της για ιδιαίτερες συνοµιλίες, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του πατέρα των παιδιών, µε τον οποίο βρισκόταν σε διάσταση, Α.Π. 480/1992 ενθ ' ανωτ.

Page 295: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

295

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγαλοπούλου, Π., Βασικές Έννοιες Αστικού ∆ικαίου, εκδ. Α. Σάκκου-λας, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2003.

Αγουρίδη, Σ., Τα ανθρώπινα δικαιώµατα στο ∆υτικό Κόσµο (ιστο-

ρική και κοινωνική ανασκόπηση), εκδ. Φιλίστωρ, 1998.

Ακανθόπουλου, Π., Κώδικας Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών

Νόµων, β' έκδοση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2000.

___ Παραδόσεις Κανονικού και Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, επιµέλεια Ν. Μαγγιώρος, Θεσσαλονίκη, 2000.

___ Παράρτηµα του Κώδικα Ιερών Κανόνων και Εκκλη-

σιαστικών Νόµων, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1995.

Αλεβιζόπουλου, Α., Αποκρυφισµός, Γκουρουϊσµός, Νέα Εποχή, δ' έκδοση, Αθήνα, 1997.

Αλιβιζάτου, Ν., Ο αβέβαιος εκσυγχρονισµός (και η θολή συνταγµα-

τική αναθεώρηση), εκδ. Πόλις, 2001.

Ανδρουλάκη, Ν., Ποινικόν ∆ίκαιον, Αθήνα, εκδ. Σάκκουλα, χ.χρ.

Βάντσου, Χ., Ιεραποστολική, β' έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1999.

Βαρβιτσιώτη, ∆., Νέα Εποχή - Εξέλιξη ή Χειραγώγηση, εκδ. Σταµού-

Page 296: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

296

λη, Αθήνα, 2004.

Βασιλειάδη, Π.,-Βria, I., Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη,1989.

Βασιλόπουλου, Χ., ∆ιδακτική του Μαθήµατος των Θρησκευτικών, β' έκδοση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1996.

Βενιζέλου, Ε., Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, α΄ έκδοση, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000.

Βλάχου, Ι., Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, δ΄ έκδο-ση, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδειά, 2005.

Βουλγαράκη, Η., «Ιεραποστολή κατά τα Ελληνικά Κείµενα από το 1821 µέχρι του 1917”, σε περιοδ. Πορευθέντες, Αθήνα, 1971.

Βούλγαρη, Ι., “Παγκοσµιοποίηση και Ενοποίηση του ∆ικαίου”, πρακτικά συνεδρίου Το δίκαιο µπροστά στην πρό-

κληση της παγκοσµιοποίησης, επιµέλεια Α. Καζά-κος, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2001, σ.143-157.

Γεωργιάδη, Α., Γενικές αρχές αστικού δικαίου, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2007.

Γεωργιάδη, Α., Αστικός Κώδιξ (Ε.Ρ.Μ.Α.Κ), Ερµηνεία κατ' άρθρο –

Σταθόπουλου, Μ., Νοµολογία – Βιβλιογραφία, τόµος 7ος: Οικογενειακό ∆ίκαιο,εκδ. Π. Σάκκουλα, Σανταρόζα, Αθήνα, 1991, §§1-4,23.

Page 297: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

297

Γεωργούλη, Σ., Ο θεσµός του Μουφτή στην ελληνική και αλλοδαπή

έννοµη τάξη, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1993.

Γιανναρά, Χ., Προτάσεις Κριτικής Οντολογίας, εκδ. ∆όµος, Αθήνα, 1995.

Γιαννουλάτου, Α., Αδιαφορία για την Ιεραποστολή σηµαίνει άρνηση

της Ορθοδοξίας, εκδ. Απ. ∆ιακονίας, Αθήνα, 1972.

___ Μοναχοί και Ιεραποστολή κατά τον ∆΄ αιώνα, Αθή-να, 1966.

Γιούλτση, Β., Πνευµατικότητα και Κοινωνική Ζωή, εκδ. Πουρνα-ρά, Θεσσαλονίκη, 1999.

___ Εισαγωγή στη Γενική Κοινωνιολογία, Θεσσαλονίκη, 1985.

___ Κοινωνιολογία της Θρησκείας, γ' έκδοση, εκδ. Πουρναρα, Θεσσαλονίκη, 1996.

___ Νέες προοπτικές στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολι-

τείας, Τα σύγχρονα δεδοµένα οργάνωσης της κοι-

νωνίας και οι απαιτήσεις για µια διακονούσα Εκκλη-

σία, Σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας, Εισηγήσεις, εκδ. Θεολογικού Συνδέσµου, 1, Θεσσαλονίκη, 1988.

___ Γενική Κοινωνιολογία, ε΄ έκδοση, εκδ. Κυριακί-δη,Θεσσαλονίκη 1997.

Γουσίδη, Α., Ποιµαντική στη Σύγχρονη Κοινωνία, β' έκδοση, εκδ.

Page 298: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

298

Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1991.

Γραµµατικάκη–Αλεξίου Α., Ιδωτικό ∆ιεθνές ∆ίκαιο, γ΄έκδοση, Αθήνα – Παπα-σιώπη – Πασιά Ζ., Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Σάκκου-

λα, 2002 Βασιλακάκη Ε., .

∆αγτόγλου, Π., Ατοµικά ∆ικαιώµατα, τ. Α' & Β', β΄έκδοση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2005.

∆ερβιτσιώτη, Α., Σύνταγµα της Ελλάδας, εκδ. Π. Σάκκουλα, σειρά ∆ίκαιο και Οικονοµία, Αθήνα, 2001.

∆ρίτσα, ∆., “Το συγγραφικό ύφος του Τερτυλλιανού”, Θεολογία (46), 851-881, 1957.

Ζηζιούλα, Ι., “Απο το Προσωπείον εις το Πρόσωπον, Η συµβολή

της Πατερικής Θεολογίας εις την έννοια του προσώ-

που”, συλλογή κειµένων από συλλογικό έργο, Η

ιδιοπροσωπία του Νέου Ελληνισµού, Ίδρυµα Γου-λανδρή – Χορν, Αθήνα, 1983.

Ζήση, Θ., Ουνία, Η καταδίκη της, εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσα-λονίκη, 1993.

Ζιάκα, Γ., Ιστορία των Θρησκευµάτων Β' - Το Ισλαάµ, ε' έκδο-ση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1998.

Καραβιδόπουλου, Ι., Το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1997.

Καρµίρη, Ζ., Η θέση και διακονία των λαϊκών εν τη Ορθοδόξω

Εκκλησία, Αθήνα, 1976.

Page 299: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

299

Καρρά, Α., Ποινικό ∆ικονοµικό ∆ίκαιο, γ' έκδοση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2007.

Κανελλόπουλου, Π., Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Α. Σάκκου-λα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2003.

Κογκούλη, Ι., ∆ιδακτική των Θρησκευτικών, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1999.

___ Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, β' έκδο-ση, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 2000.

Κονιδάρη,Ι., Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, εκδ. Α. Σάκκου-λα, Αθήνα – Κοµοτηνή 2000.

Κουτσουράδη, Α., Νοµικά Μελετήµατα Ι. εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλο-νίκη, 1987

Κυριαζόπουλου, Κ., “Ελευθερία διάδοσης θρησκείας και επικρατούσα θρησκεία”, Εταιρία Νοµικών Βορείου Ελλάδος, Θρησκευτική Ελευθερία και Επικρατούσα θρησκεία.

___ Περιορισµοί στην ελεύθερη διδασκαλία των µειονο-

τικών θρησκευµάτων, Θεσσαλονίκη, 1999.

___ Προστασία πολιτιστικών αγαθών και θρησκευτική

ελευθερία, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1993 (∆ι-δακτορική ∆ιατριβή ΑΠΘ).

Κωνσταντινίδη, Κ., Μορφές εµφάνισης του Εγκλήµατος ως αυτοτελή

αδικήµατα, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1982.

Κωστάρα, Α., Έννοιες και θεσµοί του Ποινικού ∆ικαίου, β' έκδο-

Page 300: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

300

ση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2004.

Κωτσιόπουλου, Κ., Ανεξιθρησκία, Τα ανθρώπινα δικαιώµατα στον

Ευρωπαϊκό και Νεοελληνικό ∆ιαφωτισµό, Το παρά-

δειγµα του J. Locke και του Ευγένιου Βούλγαρη,

υπό έκδοση στις εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλο-νίκη.

___ Η Ουνία στην Ελληνική Θεολογική Βιβλιογραφία,

Ιστορική - Θεολογική - Κοινωνιολογική ∆ιερεύνηση, εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη, 1993.

___ Ορθοδοξία και Ευρώπη, Θεσσαλονίκη, 1998.

___ Ορθοδοξία και Παγκοσµιοποίηση, εκδ. Πανεπιστη-µιακό Τυπογραφείο, Θεσσαλονίκη, 2001.

___ “Ορθοδοξία και Φονταµενταλισµός”, (εισήγηση σε συνέδριο της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου) Θεσσαλο-νίκη, 2003 (υπό δηµοσίευση) στο περιοδικό Νέα

Σιών.

___ Το κίνηµα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-

1349), Ιστορική, Θεολογική και Κοινωνική ∆ιερεύ-

νηση, Θεσσαλονίκη, 1997.

Λοβέρδου, Α., Προσηλυτισµός - Για την αντισυνταγµατικότητα της

σχετικής µε τον προσηλυτισµό ποινικής νοµοθε-

σίας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα, 1986.

Μάνεση, Α., Συνταγµατικά ∆ικαιώµατα: Ατοµικές Ελευθερίες

(πανεπιστηµιακές παραδόσεις), εκδ. Σάκκουλα,

Page 301: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

301

Θεσσαλονίκη, 1982.

Μαντζαρίδου, Γ., Κοινωνιολογία του Χριστιανισµού, εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999.

___ Παγκοσµιοποίηση και Παγκοσµιότητα, Χίµαιρα και

Αλήθεια, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2001.

___ Χριστιανική ηθική, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000.

Μανωλεδάκη, Ι., Εγκλήµατα κατά Ιδιοκτησίας, εκδ. Σάκκουλα, Μπι-τζιλέκη, Θεσσαλονίκη, 2004.

Μαρίνου, Α., Η θρησκευτική ελευθερία, (∆ιδακτορική ∆ιατριβή), Νοµική Σχολή Πανεπιστηµίου Αθηνών, 1972.

___ Τα βασικά της θρησκευτικής ελευθερίας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2004.

___ Εκκλησία και ∆ίκαιον (Θεωρία και Νοµολογία), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2000.

Ματσούκα, Ν., Ιστορία της φιλοσοφίας, Με σύντοµη εισαγωγή στη

φιλοσοφία, στ΄ έκδοση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσα-λονίκη, 1997.

___ Ιωάννου ∆αµασκηνού ∆ιαλεκτικά, Κείµενο - Μετά-

φραση - Εισαγωγή-Σχόλια, εκδ. Πουρναρά, Θεσσα-λονίκη, 1995.

Μηναΐδη, Σ., Η θρησκευτική ελευθερία των µουσουλµάνων στην

ελληνική έννοµη τάξη, Σειρά Σύνταγµα – ∆ιοίκηση –

Page 302: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

302

Πολιτική, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1990.

Μπεκριδάκη, ∆., “Ο εναλλακτικός Θεός, Η ανάδυση της Νέας Θρη-σκευτικής Συνείδησης”, Θεός και Θρησκεία (8), 2000.

Μυλονόπουλου,Χ., Ποινικό ∆ίκαιο, Ειδικό Μέρος, β' έκδοση, εκδ. Π. Σάκκουλα, σειρά ∆ίκαιο και Οικονοµία, Αθήνα, 2006.

Νικολακάκη, Η., Ο Ιερός πόλεµος του Ισλαάµ “Τζιχάντ”, Σύσταση-

Καθιέρωση - Σύγχρονες Εφαρµογές του, Θεσσαλο-νίκη, 1989.

Παπαστάθη, Χ., Στοιχεία Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, τεύχος πρώτο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994.

___ Εκκλησιαστικό ∆ίκαιο, τεύχος πρώτο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2003.

___ «Ελευθερία της λατρείας και επικρατούσα θρη-σκεία”, Εταιρία Νοµικών Βορείου Ελλάδος, Θρη-

σκευτική ελευθερία και επικρατούσα θρησκεία.

Πατρώνου, Γ., Βιβλικές προϋποθέσεις της Ιεραποστολής, εκδ. Απ. ∆ιακονίας, Αθήνα, 1983.

Πάτση, Χ., Επίτοµο Λεξικό Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστη-

µών, διεύθυνση - σύνταξη Κ. Παπαδηµητρίου, Αθήνα, 1969.

Page 303: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

303

Παύλου, Σ., Εγκλήµατα κατά Ιδιοκτησίας, Άρθρα 372-384α Π.Κ, εκδ. Π.Σάκκουλα, σειρά ∆ίκαιο και Οικονοµία, Αθήνα, 2006.

Περράκη, Σ., ∆ιαστάσεις της ∆ιεθνούς Προστασίας των ∆ικαιω-

µάτων του Ανθρώπου, τόµος Α΄, β΄ έκδοση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 2003.

___ ∆ιεθνής προστασία των δικαιωµάτων του ανθρώ-

που (ΟΗΕ – ΟΥΝΕΣΚΟ – ∆ΙΕΘΝΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ – ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ – ΟΑΣΕ

– ΕΕ κ.α.) τόµος ∆', β΄ έκδοση, Σειρά Κείµενα ∆ιε-θνούς Πρακτικής, εκδ. Α. Σάκκουλα,Αθήνα -Κοµο-τηνή, 2000.

Πέτρου, Ι., Ανθρώπινο πρόσωπο και Μεταµοντέρνα Κοινωνία, από συλλογικό έργο Περί Σύγχρονου Πολιτισµού, Θεσσαλονίκη, 2000.

___ Θεολογία και Κοινωνική ∆υναµική, α' έκδοση, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1993.

___ Πολυπολιτισµικότητα και θρησκευτική ελευθερία, α΄ έκδοση, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2003.

Πουλή, Γ., Νοµοθετικά Κείµενα Εκκλησιαστικού ∆ικαίου, ε' έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2002.

Σάκκου, Σ., Η Βαβυλών του Αποστόλου Πέτρου, Θεσσαλονίκη, 1993.

Page 304: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

304

Σατανιάντα Σαρασουάτι, Σουάµι, Φως στη σχέση Γκουρού και Μαθητή, εκδ. Σατυανάντασραµ Ελλάδος, Αθήνα, 1984.

Σταυρίδη, Β., Ιστορία της Οικουµενικής Κίνησης, Θεσσαλονίκη, 1984.

Σωτηρέλη, Γ., Θρησκεία και εκπαίδευση: κατά το Σύνταγµα και την

Ευρωπαϊκή Σύµβαση. Από τον κατηχισµό στην

πολυφωνία, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1998.

Τατάκη, Β., Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, µετάφραση από γαλλική έκδοση Εύας Καλπουρτζή, εποπτεία και βιβλιο-γραφική ενηµέρωση Λ. Μπενάκη, Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισµού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1977.

Ταχιάου, Α-Α., Κύριλλος και Μεθόδιος, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσα-λονίκη, 1997.

Τάχου, Α., ∆ηµοσιοϋπαλληλικό ∆ίκαιο, δ΄ έκδοση, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1996.

Τρεµπέλα, Π., Οι λαϊκοί εν τη Εκκλησία. Το “Βασίλειον Ιεράτευµα”, Αθήνα, 1976.

Τρωϊάνου, Σ., “Ελευθερία Θρησκευτικής Συνείδησης και Επικρα-τουσα Θρησκεία”, Εταιρία Νοµικών Βορείου

Ελλάδος, Θρησκευτική ελευθερία και επικρατούσα θρησκεία.

Τσάµη, ∆., Αγιολογία, εκδ. Πουρναρά,Θεσσαλονίκη, 1991.

Page 305: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

305

___ Εισαγωγή στη σκέψη των Πατέρων της Ορθόδοξης

Εκκλησίας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1992.

___ Εκκλησιαστική Γραµµατολογία, Από την Αποστο-

λική Εποχή ώς την άλωση της Κωνσταντινούπολης, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1996.

Τσαγκάρη, Α., “Ζητήµατα θρησκευτικής ελευθερίας στις ελληνικές υποθέσεις το Ευρωπαϊκού ∆ικαστηρίου”, Αρµενό-

πουλος, Επιστηµονική Επετηρίδα, (26), Θεσσαλο-νίκη, 2005.

Τσαούση, ∆., Η κοινωνία του ανθρώπου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1983.

___ Χρηστικόν Λεξικόν Κοινωνιολογίας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1984.

___ Η κοινωνία µας, Οργάνωση-Λειτουργία-∆υναµική, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2001.

Τσέλλερ – Νέστλε., Ιστορία της Φιλοσοφίας, µετάφραση από 13η έκδοση Χ. Θεοδωρίδη, εκδ. Πανεπιστηµίου Θεσσα-λονίκης, Αθήνα,1942.

Τσιτσελίκη Κ., “Η θέση του Μουφτή στην ελληνική έννοµη τάξη”, Σειρά Μελετών - Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών

Οµάδων (επιµελ. ∆ηµήτρη Χριστόπουλου), Νοµικά

ζητήµατα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, σελ. 298.

Φαρασιώτη, ∆., Ο Γκουρού, ο Νέος και ο Γέροντας Παϊσιος, έκδ. Α.

Page 306: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

306

Ρακοβάλης, Θεσσαλονίκη, 2002.

Φράγκου, Κ., Εισαγωγή στην Κατηχητική και Χριστιανική Παιδα-

γωγική, τόµος Ι, εκδ. Θεσσαλονίκη, 2001.

Φωτόπουλου, Ι., Θεανθρώπινη Καθολικότητα ή Πανθρησκειακή

Παγκοσµιότητα, Αθήνα, 2003.

Χατζηµιχάλη, Ν., Ορθόδοξος Μοναχισµός και εξωτερική Ιεραπο-

στολή, εκδ. Απ. ∆ιακονίας, Θεσσαλονίκη, 1966.

Χρυσανθάκη, Χ., Υπαλληλικός Κώδικας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα – Κοµοτηνή, 1999.

Χρυσόγονου, Κ., Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα, εκδ. Α. Σάκκου-λα , Αθήνα – Κοµοτηνή, 2002.

Duverger, M., Introduction à la Politique, σε µετάφραση Οικονό-µου Σ., Εισαγωγή στην Πολιτική, Αθήνα, 1971.

Esslemont, J., Μπαχάολα και Νέα Εποχή, εκδ. Αηδόνι, Αθήνα, 1986.

Fukuyama, F., Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος, σε µετάφραση Φακατσέλης Α., εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 1992.

Giddens, A., Koινωνιολογία, σε µετάφραση και επιµέλεια Τσαού-σης ∆., εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2002.

Heidegger, M., Eίναι και χρόνος, εκδ. ∆οδώνη, Αθήνα, 1978.

Revault D' Allones, O., Μικρή Ιστορία της λέξης Μεταµοντέρνο, σε µετά-φραση Μπαλάσκα Μ., Αθήνα, 1988.

Page 307: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

307

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Berger, P., The social Reality of Religion, London, 1969.

Bϋhl, W., Die Ordnung des Wissens, Berlin, 1984.

Cole, S., History of Fondamentalism, Boston (Mass.), 1971.

Fϋrstenberg, F., Religionsoziologie, Neuwied – Berlin, 1970.

Rendtorff, T., Gesellschaft ohne Religion ?, Mϋnchen, 1975.

Rousseau, J., Du contrat Social, Paris, 1762.

Shlossmann, S., Persona und Πρόσωπο im Recht und im Christ. Dogma, 1906.

Weber, M., Gessamelte Aufsätze zur Religionsoziologie, τόµος ΙΙΙ Das Antike Judentum, Tϋbingen, 1971-2.

Youssef, M., Revolt against Modernity: Muslim Sealots and the West, Leiden, 1985.

Page 308: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

308

ΠΕΡΙΟ∆ΙΚΑ

1. Αρµενόπουλος

2. Ελληνική Επιθεώρηση ∆ικαίου

3. Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού ∆ικαίου

4. Eταιρία Νοµικών Βορείου Ελλάδος

5. ∆ικαιοσύνη

6. ∆ίκη

7. Θεολογία

8. Νέα Σιών

9. Νοµικό Βήµα

10. Ποινικά Χρονικά

11. Ποινική ∆ικαιοσύνη

12. Συµπλήρωµα Νοµολογίας (επιµ. Ζαχαρόπουλου)

13. Το Σύνταγµα

14. Υπεράσπιση

Page 309: Πασχαλία Κωσταρλίδου, Το Πρόβλημα Του Προσηλυτισμού, 2008

309

ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ (Απο όπου ηντλήθησαν τα κείµενα και οι αποφάσεις του παραρτήµατος)

1. Νόµος (Hλεκτρονική ∆ιεύθυνση: http: // lawdb.intrasoftnet.com)

2. Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών ∆ικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (Ηλεκτρονική ∆ιεύθυνση: www. dsa. gr)