ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

233
ΒΑΣΙΛΗ ΡΙΤΣΟΥ Θ Θ Ε Ε Α Α Τ Τ Ρ Ρ Ι Ι Κ Κ Ο Ο Ι Ι Μ Μ Ο Ο Ν Ν Ο Ο Λ Λ Ο Ο Γ Γ Ο Ο Ι Ι Γ Γ Υ Υ Ν Ν Α Α Ι Ι Κ Κ Ν Ν ΞΕΝΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ

description

ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Transcript of ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Page 1: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΒΑΣΙΛΗ ΡΙΤΣΟΥ

ΘΘΕΕΑΑΤΤΡΡΙΙΚΚΟΟΙΙ ΜΜΟΟΝΝΟΟΛΛΟΟΓΓΟΟΙΙ

ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΩΩΝΝ

ΞΞΕΕΝΝΟΟ ΡΡΕΕΠΠΕΕΡΡΤΤΟΟΡΡΙΙΟΟ

Page 2: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

2

ΡΡΩΩΜΜΑΑΪΪΚΚΟΟ

ΘΘΕΕΑΑΤΤΡΡΟΟ

Page 3: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

3

ΠΛΑΥΤΟΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΑΑ ΜΜ ΦΦ ΙΙ ΤΤ ΡΡ ΥΥ ΩΩ ΝΝ Πράξη Πέμπτη.

Η δούλα Βρόμια έχει όλα τα χαρακτηριστικά της απλοϊκής, λαϊκής, υπάκοης γυναίκας. ΒΒΡΡΟΟΜΜΙΙΑΑ Η δύναμη που κράταε τη ζωή μου κι οι ελπίδες μου σκορπίσανε, θαφτήκαν βαθιά μέσα στο στήθος μου, εν έχω κουράγιο στην καρδιά μου, πάει, εχάθη. Η Θάλασσα, τα ουράνια, η γης, τα πάντα θαρρώ με κυνηγούν να με συντρίψουν, να μ’ αφανίσουν. Αχ ! δεν ξέρω η δόλια τι να κάνω. Παράξενα στο σπίτι γενήκαν θάματα. Ωχ ! αλίμονό μου, της δύστυχης. Το θάρρος μου ‘χει λείψει. Λίγο νεράκι κάποιος ας μου δώσει. Έχω τσακίσει, σβήνω, μου πονάει το κεφάλι, κουφάθηκα, δε βλέπουν τα μάτια μου καλά. Καμιά γυναίκα πιο δύσμοιρη από με δεν είναι, μήτε ποτέ κανείς θα δει. Τι ’ταν εκείνο που ’λαχε στην κυρά μου. Σαν την πιάσαν οι πόνοι, τους θεούς φωνάζει. Τότε βροντές και μουγκρητά, σάλαγος, κρότοι. Πόσο τραχιά κι αιφνίδια όλα γύρω με δύναμη φριχτή αντηχούσαν. Όποιος έστεκε ορθός, σωριάζεται στο χώμα και μια φωνή, δεν ξέρω ποια, ακουγόταν βροντερή : «Μη φοβάσαι, Αλκμήνη, κάποιος προστάτης έρχεται από τα ουράνια για σένα σπλαχνικός και τους δικούς σου. Κι εσείς», είπε στους άλλους, «που σας έχει καταγής ρίξει ο τρόμος, σηκωθείτε». ΙΙετιέμαι απάνω ευθύς, όλο το σπίτι καιγότανε θαρρείς, λαμποκοπούσε πλημμυρισμένο φως. Τότε η Αλκμήνη με φώναξε, εγώ έτρεμα απ’ το φόβο, μα η έγνοια μου γι’ αυτήν τον διώχνει. Τρέχω να δω τι θέλει, κι αντικρίζω Να ’χει γεννήσει δίδυμα· κανένας από μας δεν κατάλαβε τη γέννα μήτε πώς έγινε. Μα τι ’ναι τούτο ; Ποιος είναι αυτός ο γέρος που έχει πέσει στο σπιτικό μας εμπρός ; Μήπως ο Δίας τον έχει κεραυνώσει ; Έτσι νομίζω.

Page 4: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

4

Μοιάζει, μα τους Θεούς, σαν πεθαμένος. Ας πάω πιο κοντά, να δω ποιος είναι. Ο αφέντης μου Αμφιτρύωνας. — Αφέντη !

Page 5: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

5

ΤΕΡΕΝΤΙΟΣ Μετ: ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ

ΠΠ ΕΕ ΘΘ ΕΕ ΡΡ ΑΑ Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Βακχίδα, η εταίρα αποκαλύπτει πως τη Φιλουμένη τη βίασε πριν το γάμο της ο άντρας της ο Πάμφιλος.

ΒΒΑΑΚΚΧΧΙΙΣΣ Πόση χαρά δεν έφερα σήμερα στον Πάμφιλο, με το να ’ρθω εδώ ! Πόση ευτυχία δεν του έδωσα ! Από πόσες σκοτούρες, δεν τον γλίτωσα ! Του ξαναδίνω το παιδί του, που παρά λίγο να χαθεί εξαιτίας του ίδιου κι αυτών των γυναικών· τη γυναίκα, που νόμιζε, πως δεν θα την είχε πια δική του, του την επιστρέφω· τον λύτρωσα απ’ την αιτία που τον έκανε ύποπτο στα μάτια του πατέρα του και του Φείδιππου· ακριβώς αυτό εδώ το δαχτυλίδι ήταν η αιτία για να τακτοποιηθούν όλα αυτά. Γιατί θυμάμαι εδώ και δέκα σχεδόν μήνες, την ώρα περίπου που έπεφτε η νύχτα ήρθε σ’ εμένα λαχανιασμένος, μόνος του, μεθυσμένος, μ αυτό το δαχτυλίδι· προς στιγμή τρόμαξα· «Πάμφιλέ μου», του είπα, «αγάπη μου, γιατί λαχανιασμένος έτσι, σε παρακαλώ ; Ή από πού βρήκες αυτό το δαχτυλίδι ; Πες μου». Εκείνος έκανε πως άλλα σκεφτόταν. Όταν το είδα αυτό δεν ξέρω πώς, άρχισα να τον υποπτεύομαι, να επιμένω να μου πει. Ο άνθρωπός μου ομολογεί ότι στο δρόμο εβίασε δεν ξέρω ποιαν, και λέει πως δικό της είναι το δαχτυλίδι που, καθώς την πάλευε, της το πήρε. Το δαχτυλίδι αναγνώρισε η Μυρρίνη στο δάχτυλό μου μόλις πριν, με ρωτά από πού το έχω· της λέω όλ’ αυτά : από ’κει αποδείχτηκε πως εκείνος βίασε τη Φιλουμένη κι έτσι γεννήθηκε το παιδί. Χαίρομαι, γιατί αυτές οι τόσες χαρές τον βρήκαν από μένα· αν και οι άλλες οι εταίρες κάτι τέτοιο δεν θα το ’θελαν· γιατί βέβαια δεν μας συμφέρει εμάς κάποιος εραστής μας να ευτυχεί στο γάμο του. Αλλά, μα το θεό, ποτέ δεν φέρθηκα άσχημα από συμφέρον. Όσο μπορούσα να τον έχω δικό μου, μου στάθηκε καλός και καλόβολος κι ευγενικός. Ο γάμος του μου ήρθε άσχημα, τ’ ομολογώ· όμως, μα το θεό, νομίζω πως του φέρθηκα έτσι που να μην μου πούνε : «Καλά να πάθεις !» Απ’ όποιον δοκίμασες πολλά καλά, είναι σωστό και το κακό που σου ’φερε να το ανεχτείς.

Page 6: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

6

ΣΕΝΕΚΑΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΜΜ ΗΗ ΔΔ ΕΕ ΙΙ ΑΑ

Η Μήδεια ακούγοντας τα τραγούδια του γάμου του Ιάσωνα με τη Γλαύκη.. ΜΜΗΗΔΔΕΕΙΙΑΑ Χάνομαι, το τραγούδι ακούω του γάμου. Μια τέτοια συφορά δε μπορώ ακόμη Να την πιστέψω. Βάσταξε να κάνει την πράξη τούτη ο Ιάσονας, που μ’ είχε αρπάξει απ’ το γονιό μου, απ’ την πατρίδα κι από τους Θρόνους, έτσι να μ’ αφήκει σε ξένους τόπους ο άκαρδος παντέρμη ; Καταφρονάει τη δύναμή μου εκείνος που είδε φωτιές και πέλαα να δαμάζω με τη βοήθεια του κακού ; Ή νομίζει πως τώρα πάει, εχάθει η μπορεσή μου ; Ξώφρενη δώθε κείθε τριγυρνάω Με το μυαλό σκοτεινιασμένο· τάχα ποιον τρόπο εκδίκησης θα βρω ; Μακάρι νά ’χε αδερφό κι αυτός· έχει γυναίκα· σ’ αυτήν θα μπήξω το μαχαίρι· μα ετούτο· φτάνει ν’ αντιζυγιάσει τα δεινά μου ; Όσες κακούργες πράξεις κι αν γνωρίζουν των Πελασγών ή των βαρβάρων όλες οι πόλεις που τα χέρια μου δεν ξέρουν, θα πρέπει να γεννούν. Τα κρίματά σου ξανάρχονται στο νου και σε κεντρίζουν : Το ξακουστό της χώρας μου στολίδι που κλέψαν οι Αργοναύτες, ο μικρούλης σύντροφος της ανόσιας παρθένας με ξίφος κοφτερό κομματιασμένος, θανάτου προσφορά για το γονιό του, στο πέλαο το κορμάκι του σπαρμένο, και τα ψητά σε χάλκινο λεβέτι του γέροντα Πελία τα μέλη. Πόσες φορές αιματοράντιστη δεν έχω Σκορπίσει φρίκη, μα ποτέ οργισμένη δεν το ’καμα , αλλά τώρα στην καρδιά μου πικρός κι άρρωστος έρωτας κοχλάζει. Ο Ιάσονας ποιον άθλον μοναχός κατόρθωσε χωρίς ν ’χει βοήθεια τη γνώση και τη δύναμη ενός άλλου ; Θα ’πρεπε στο γυμνό σπαθί να βάλει Το στήθος του – γλυκύτερα όμως λόγια, ψυχή μου αγριεμένη γι’ αυτόν λέγε.

Page 7: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

7

Μακάρι ο Ιάσονάς μου, καθώς ήταν κάποτε, έτσι να ζει, δικός μου μόνο, αλλιώς ας με θυμάται, τη ζωή του, το δώρο που του χάρισα, αγαπώντας. Ο Κρέοντας φταίει για όλα τούτα, που με του βασιλιά την εξουσία τ’ ανδρόγυνα χωρίζει, από τη μάνα κλέβει τα τέκνα κι άσπλαχνα τσακίζει τις καλοστεργιωμένες υποσχέσεις. Θα τόνε πολεμήσω, αυτός μονάχα Με την εκδίκησή μου θα πληρώσει. Το σπίτι του θα κάμω σωρό στάχτες, κι ο κάβος του Μαλέα που τα καράβια σ’ αργοπορίες μακρόσυρτες κρατάει, τις στέγες του θα δει μέσα στις φλόγες.

Page 8: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

8

ΣΕΝΕΚΑΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΜΜ ΗΗ ΔΔ ΕΕ ΙΙ ΑΑ

Η Μήδεια προχωρεί στην απόφασή της. ΜΜΗΗΔΔΕΕΙΙΑΑ Έφυγε. Έτσι λοιπόν ; Φεύγεις ξεχνώντας εμέ και κάθε μου έργο ; Κιόλας μ’ έσβησες απ’ τη μνήμη ; Δε θα σβήσω ποτέ. Και τώρα εμπρός. Μάζεψε πάσα τέχνη και δύναμή σου. Από τους φόνους το κέρδος σου είναι να μη λογαριάζεις κανένα φόνο πια. Κι η πανουργία δεν ωφελεί σχεδόν· τους φέρνω τρόμο. Εκεί θα τους χτυπήσω, όπου κανέναν τίποτα δεν μπορεί να τον φοβίσει. Τώρα προχώρα, Μήδεια, τόλμα κι ό,τι μπορείς ή δεν μπορείς αρχίνισέ το. Πιστή μου άγια εσύ, που συντροφεύεις τη θλίψη και τις τόσες συφορές μου, βοήθα τα φτωχά μου σχέδια. Κάποιο πέπλο λεπτό κατέχω, αιθέριο δώρο, του παλατιού στολίδι και της χώρας, δοσμένο από τον Ήλιο για σημάδι συγγένειας στον Αιήτη· κι έχω ακόμη μ’ αστραφτερό χρυσάφι δουλεμένο λαμπρό γιορντάνι του λαιμού και χτένα για τα μαλλιά χρυσή κι όλη πετράδια. Τα δώρα τούτα οι γιοι μου θα τα πάνε· στη νύφη, ωστόσο πρώτα θα τα βάψω στης μαγικής μου τέχνης τα βοτάνια. Κάλεσε την Εκάτη και τις κρύφιες θανάσιμες ν’ αρχίσεις ιερουργίες· ύψωσε τους βωμούς, οι φλόγες τώρα τριζοβολούνε πια μέσα στο σπίτι.

Page 9: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

9

ΣΕΝΕΚΑΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΜΜ ΗΗ ΔΔ ΕΕ ΙΙ ΑΑ

Η Μήδεια στην Τροφό και στον Κρέοντα. ΜΜΗΗΔΔΕΕΙΙΑΑ Εγώ να υποχωρήσω ; Μα κι αν είχα φύγει, θα ξαναγύριζα για τούτο : για ν’ αντικρίσω τον καινούργιο γάμο. Γιατί, ψυχή μου, τρέμεις και διστάζεις ; Ό,τι καλό ξεκίνησες, ακλούθα. Η εκδίκησή σου τάχα που γι’ αυτήνε χαίρεσαι, ξαφνικά σου περισσεύει ; Τρελή, τον αγαπάς και τώρα ακόμη, αν μοναχά σου φτάνει αυτό, να μείνει δίχως γυναίκα ο Ιάσονας. Καινούργιες κι άγνωρες να γυρέψεις τιμωρίες κι έτσι τον εαυτό σου να ετοιμάσεις : το δίκιο να σβηστεί, τη ντροπή διώξε· εκδίκηση δοσμένη από καθάρια κι αθώα χέρια διόλου δεν αξίζει. Σμίξε με το θυμό, το λήθαργό σου ξύπνα τον κι απ’ του στήθους σου τα βάθη εκείνη την παλιά να φανερώσεις αδάμαστην ορμή. Την κάθε φρίκη που ’κανες ως τα τώρα, ονόμασέ την ευσέβεια. Μπρος, αρχίνισε κι ας νιώσουν πόσο μικρά, πόσο κοινά ήταν όλα τα εγκλήματα που τότες είχα πράξει. Εγύμναζα το πάθος μου με κείνα· σαν τι τρανό μπορούσαν να τολμήσουν άμαθα χέρια ; Τι μπορούσε τάχα η κοριτσίστικη μανία ; Τώρα η Μήδεια είμαι κι έχει το μυαλό μου με τη βοήθεια του κακού μεστώσει. Ήταν εξαίσιο, εξαίσιο τότες, όταν έκοψα το κεφάλι του αδερφού μου, όταν κομμάτιασα το σώμα του, όταν έκλεψα απ’ τον πατέρα μου το κρύφιο μεγάλο μυστικό κι όταν τις κόρες όπλισα για να σφάξουν το γονιό τους. Τα χέρια μου γνωρίζουν κάθε φρίκη· οργή μου, πού πηγαίνεις, με τι όπλα το δολερό σου εχθρό θες να χτυπήσεις ; Το άγριο πνεύμα μέσα μου &εν ξέρω λογαριάζει κι ούτε που τολμάει

Page 10: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

10

να μου το φανερώσει ακόμη· ωστόσο είμουν ολότελα άμυαλη στην τόση βιασύνη μου — μακάρι να ’χε κι άλλα παιδιά ο εχθρός μου από την παλλακίδα. Ό,τι απ’ αυτόν δικό μου τώρα ανήκει στην Κρέουσα. Μ’ αρέσει αυτός ο τρόπος εκδίκησης, αξίζει, ναι μ’ αρέσει. Καταλαβαίνω, πρέπει να ετοιμάσω για το στερνό το φόνο την ψυχή μου. Τέκνα, δικά μου κάποτε, ήρθ’ η ώρα να πληρώσετε σεις για του γονιού σας τα κρίματα όλα. Η φρίκη την καρδιά μου αγγίζει, το κορμί παγώνει, τρέμει το στήθος μου. Έσβησε ο θυμός, η μάνα ξαναγυρίζει, εχάθηκε η γυναίκα. Το αίμα των παιδιών μου, αίμα δικό μου να χύσω ; Α ! ξέφρενη μανία ! Τέτοια πράξη φριχτή κι ανέγνωρη μακριά μου· βαρύ κακό τα δόλια να πληρώσουν ; Γιατί έχουνε τον Ιάσονα πατέρα κι ακόμα πιο πολύ τη Μήδεια μάνα. Δεν είναι πια δικά μου, να χαθούνε· ν’ αφανιστούν ; — μα είναι δικά μου. Σφάλμα δεν τα βαραίνει ή φταίξιμο κανένα, το παραδέχομαι είναι αθώα, μα είταν κι ο αδερφός μου αθώος. Αχ ! ψυχή μου, γιατί φτεροκοπάς ; Γιατί τα δάκρυα στα μάγουλά μου πλημμυρίζουν κι έτσι δίβουλη με ξεσέρνουν δώθε κείθε έρωτας και θυμός ; Τα ’χω χαμένα, μια ορμή διπλή με συνταράζει κι όπως άνεμοι αντίμαχοι φυσούν με λύσσα και συμπαλεύοντας παντού σηκώνουν τα κύματα στις θάλασσες φουρτούνα και βράζει όλο το πέλαγο, παρόμοια μου δέρνεται η καρδιά. Το θυμό διώχνει η αγάπη στα παιδιά μου κι αυτήν πάλι την κυνηγά ο θυμός. Χάσου, ω ! μανία, μπρος απ’ της μάνας τη λαχτάρα. Ω ! τέκνα, μόνη παρηγοριά του συντριμμένου σπιτιού μου, ελάτε εδώ στην αγκαλιά μου. Απείραχτα ο γονιός σας να σας πάρει, αφού έτσι σας κρατάει κι η μάνα. Ωστόσο με πνίγουν το φευγιό μου κι η εξορία. Να, τώρα κιόλας, μες από τον κόρφο θα μου τ’ αρπάξουν άσπλαχνα, ως θα κλαίνε,

Page 11: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

11

καθώς θα με φιλούν και θα βογγούνε. Τότε ας χαθούν για τον πατέρα, αν είναι χαμένα για τη μάνα τους. Φουντώνει ξανά η μανία, το μίσος μου κοχλάζει η άγρια παλιά Ερινύα πάλι το απρόθυμο γυρεύει χέρι μου. Όπου με πας, οργή μου, ακολουθώ. Μακάρι της Νιόβης της περήφανης οι τόσες γέννες δικές μου να ’ταν, να γεννούσα δυο φορές εφτά γιους. Έκανα δύο — φτωχιά η εκδίκησή μου — αλλά μου φτάνουν για το γονιό και για τον αδερφό μου. Το ακράτητο αυτό σμάρι πού πηγαίνει των Ερινύων ; Ποιον ζητάει ; Ζωσμένο φωτιές σε ποιον είναι έτοιμο να πέσει ; Σε ποιον τους αιματόβαφους πυρσούς της αυτή του Άδη η συντροφιά θα ρίξει ; Ένας πελώριος δράκοντας σφυρίζει, καθώς βαρύ μαστίγιο το χτυπάει. Η Μέγαιρα με το θαμπό αυλό της για ποιον ψάχνει ; Ποιος ίσκιος με ζυγώνει αβέβαιος με το σώμα του κομμάτια ; ο αδερφός μου, εκδίκηση γυρεύει. Για όλα θα πληρώσω. Τις φωτιές σας στα μάτια μου βυθίστε, το κορμί μου κάψτε, ξεσκίστε, να, στις Ερινύες ολάνοιχτο το στήθος μου. Αδερφέ μου, πρόσταξε τις θεές της τιμωρίας και τα φριχτά φαντάσματα να φύγουν ημερωμένα για τον Κάτω Κόσμο· μονάχη μου άφησέ με και το χέρι που σφίγγει το μαχαίρι οδήγησέ το. Με τα σφαχτάρια τούτα εξευμενίζω τον ίσκιο σου. Ο αχός αυτός τι να ’ναι ; Παίρνουν τα όπλα κάποιοι και γυρεύουν να μ’ αφανίσουν. Θ’ ανεβώ στη στέγη την πιο ψηλή του παλατιού, τι ακόμη δεν τέλειωσα το φόνο. Έλα μαζί μου. Και το δικό σου σώμα εγώ θα σύρω. Τώρα, ψυχή μου, εμπρός. Κρυφό δεν πρέπει Το άγριο Θάρρος σου να μείνει· δείξε σ’ όλο τον κόσμο τι μπορείς να κάμεις.

Page 12: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

12

ΣΕΝΕΚΑΣ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ ΜΜ ΗΗ ΔΔ ΕΕ ΙΙ ΑΑ

Η Τροφός μονολογεί. ΤΤΡΡΟΟΦΦΟΟΣΣ Έξω πού πας τόσο γοργά, παιδί μου ; Σταμάτησε και κράτα την ορμή σου, μέρεψε το θυμό που σε ταράζει. Σαν τη μαινάδα που την έχει αρπάξει το πνεύμα του θεού και φρενιασμένη στις χιονοσκέπαστες περιπλανιέται ψηλές κορφές της Πίνδου, είτε στις ράχες της Νίσας, όμοια αυτή πηγαινοφέρνει άσκοπα εδώ κ’ εκεί με τα σημάδια μανίας τρομερής στο πρόσωπό της. Με ξαναμμένη τη θωριά ανασαίνει βαριά, φωνάζει, δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάγουλά της, λάμπει αναγελώντας· ολάκερο το πάθος την κατέχει. Όπου η ψυχή βαραίνει μ’ άγρια φόρα, εκεί τινάζει τις φριχτές φοβέρες κ’ ύστερα ξάφνου δίγνωμη πετρώνει· φλογίζεται απ’ τη λύσσα, φοβερίζει, βογγάει, παραπονιέται. Αυτό το κύμα πού θα ξεσπάσει ; Ακράτητη η μανία έχει περσέψει πια. Δε μελετάει κάποιο κακό κοινό, συνηθισμένο, μήτε εύκολο· θα ξεπεράσει τον εαυτό της. Τώρα αναγνωρίζω σημάδια της παλιάς οργής. Σχεδιάζει κάτι ανόσιο, φριχτό, πελώριο. Το πρόσωπο της τρέλας αντικρίζω. Το φόβο μου οι θεοί ψεύτη να βγάλουν.

Page 13: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

13

ΚΚ ΛΛ ΑΑ ΣΣ ΙΙ ΚΚ ΟΟ

ΘΘ ΕΕ ΑΑ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

Page 14: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

14

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΗΗ ΣΣΤΤΡΡΙΙΓΓΓΓΛΛΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΓΓΙΙΝΝΕΕ ΑΑΡΡΝΝΑΑΚΚΙΙ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Δεύτερη. Η Κατερίνα απευθύνεται στη Χήρα. ΚΚΑΑΤΤΕΕΡΡΙΙΝΝΑΑ Ντροπή! Εσύ μη σουφρώνεις έτσι απειλητικά το μέτωπό σου ! Μη ρίχνεις τις σαγίτες της οργής σου για να πληγώσουν τον κύριό σου, το βασιλιά και νοικοκύρη σου ! Τι αυτό μαραζώνει το πρόσωπο, όπως η παγωνιά που καίει τα χόρτα· κατελεί το καλό όνομα, όπως η ανεμική σκορπά των δέντρων τα τρυφερά μπουμπούκια· και δεν είναι μήτε τιμητικό, μήτε όμορφο. Η οργισμένη γυναίκα είναι, κυρά μου, σαν αναταραγμένη βρυσομάνα με λαμπερά νερά, σκοτεινιασμένη και θολερή, χωρίς καμιά ομορφιά· κι όσο είν’ έτσι, κανείς δε θα θελήσει, όσο στεγνός κι αν είναι ή διψασμένος, να πιει ούτε μια σταλαγματιά απ’ αυτήν. Ο άντρας σου είν’ ο κύριός σου, η ζωή σου, ο φύλακάς σου, ο ρήγας σου· είναι ο άνθρωπος που γνοιάζεται για σένα και για την ευτυχία σου· δίνει σε σκληρούς μόχτους το κορμί του, στη στεριά και στη θάλασσα· τις νύχτες καρτεράει στην τρικυμία, τις ημέρες στο κρύο, όταν εσύ αναπαύεσαι στο σπίτι σου, ζεστή ήσυχη και σίγουρη· και δε γυρεύει άλλη αμοιβή από σένα παρά αγάπη, γελούμενη θωριά και εγκάρδια υποταγή: — Πολύ μικρή αντιπληρωμή για τόσο μεγάλο χρέος. Την υποχρέωση πού ’χει στον ηγεμόνα του ο καλός πολίτης, την έχει και η γυναίκα για τον άντρα της. Και άμα είναι πεισματάρα και στρυφνή, και κατσούφα και στρίγγλα, και παράκουη στο τίμιο θέλημά του, τι είναι παρά ένας ελεεινός αντάρτης

Page 15: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

15

και προδότης θανάσιμος απέναντι του στοργικού κυρίου της ; Α, πώς ντρέπομαι που ειν’ έτσι αλαφρονόητες οι γυναίκες και γυρεύουν τον πόλεμο, εκεί που ’πρεπε να προσπέφτουν γυρεύοντας ειρήνη, ή που ζητούν να πάρουν αυτές την εξουσία και τα πρωτεία και την κυβέρνηση, όταν έχουν χρέος να βοηθούν, ν’ αγαπούν, και να υπακούσουν ! Γιατί είναι το κορμί μας έτσι απαλό και τρυφερό και αδύναμο, και ανίκανο να πάρει απάνω του τα βάρη και τους κόπους μέσα στον κόσμο, παρά για να ταιριάζει η ευαιστησία μας κι η τρυφερή καρδιά μας με τη σωματική κατασκευή μας ; Ελάτε, ελάτε, εσείς κακότροπα κι ανήμπορα σκουλήκια! Και μένα η γνώμη μου ήταν το ίδιο ξιπασμένη όπως κι εσάς· η περηφάνεια μου, άλλη τόση· το πνεύμα μου, απ’ τη φύση του, πιο πρόθυμο ν’ αντιχτυπά το λόγο με το λόγο τον άγριο τρόπο με τον άγριο τρόπο. Τώρα όμως βλέπω, οι λόγχες που κρατούμε είναι άχερα μονάχα· η δύναμή μας το ίδιο λιγοδύναμη, η αδυναμία μας δίχως το όμοιό της : — έτσι, που όσο πιο δυνατές φαινόμαστε, τόσο λιγότερο είμαστε. Λοιπόν αφήστε αυτή την περηφάνια σας που δε φελάει σε τίποτε, κι’ ελάτε ν’ ακουμπήσετε τα χέρια σας από κάτω απ’ τα πόδια των αντρών σας, δίνοντας έτσι δείγμα για την υποταγή που τους χωστάτε. Κι αν προστάζει ο δικός μου, είναι πρόθυμο πάντα αυτό το χέρι το σέβας που χρωστώ να του προσφέρει.

Page 16: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

16

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Η Ελένη μονολογεί. ΕΕΛΛΕΕΝΝΗΗ Πώς πάει τόσο πολλή ευτυχία σε καμπόσους ! Όλη η Αθήνα σαν κι αυτήν με λέει ωραία. Τι μ’ ωφελεί ; Ο Δημήτρης δεν το λέει. Αυτός δεν ξέρει ό,τι όλοι ξέρουνε και μόνο αυτός δεν ξέρει. Πλανιέται αυτός λατρεύοντας τα μάτια της Ερμίας, κι εγώ γυρίζω θαμπωμένη από τις χάρες του. Σε πράματα χυδαία κι ανάξια και μικρά η αγάπη δίνει αξία κι ανάστημα. Η αγάπη δε βλέπει με τα μάτια παρά με τον νου γι’ αυτό και το Ερωτόπουλο στραβό το ζωγραφίζουν. Κι ο νους του Έρωτα δεν έχει στάλα κρίση, τι φτερωτός κι αόμματος θα ειπεί στραβή βιασύνη, γι’ αυτό και το Ερωτόπουλο μωρό το παρασταίνουν, γιατί συχνά γελιέται όταν διαλέγει. Κι όπως παλιόπαιδα, όταν παίζουν, παίρνουν όρκους ψεύτικους, έτσι και το χαμίνι ο Έρως ψευτορκίζεται πάντα παντού. Προτού ο Δημήτρης αντικρύσει τα μάτια της Ερμίας κατέβαζε χαλάζι τους όρκους πως μ αγάπαε. Κι όταν το χαλάζι τ άγγιξε η ζέστα της Ερμίας, ευθύς έλυωσε κι έλυωσαν κι οι κατεβασιές οι όρκοι. Θα πάω να του το ειπώ για την Ερμία πως φεύγει. Τότε κι αυτός θα πάει στο δάσος αύριο βράδυ τρέχοντας από πίσω της. Γι’ αυτήν την είδηση το ευχαριστώ πολύ ακριβά θα μου κοστίσει. Κι όμως μ’ αυτό θα θρέψω πλούσια τον καημό μου, θα ιδώ να πάει και να ’ρθει πάλι τον καλό μου.

(Βγαίνει)

Page 17: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

17

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Μπαίνουν ένα Δαιμόνιο από το ’να μέρος κι ο Πουκ από τ’ άλλο. ΠΠΟΟΥΥΚΚ Το ’βρες, μπράβο. Εγώ ’μαι αυτός Ο πρόσχαρος ο γυρολόγος της νυχτός που κάνω χωρατά για να γελάει ο Όμπερον. Πότε μαβλάω κάνα άλογο καλοθρεμμένο χλιμιντρώντας σαν φοράδα. Πότε γίνομαι ψητό καβούρι και λουφάζω στο ποτήρι καμιάς γλωσσούς κυράτσας. Καθώς πάει να πιει χτυπάω στα χείλια της και χύνει το κρασί της στο ζαρωμένο της προγούλι. Η θεια η πολύξερη κάποτε, εκεί που λέει το πιο φρικιαστικό της παραμύθι, με παίρνει για σκαμνάκι. Τότε εγώ γλιστρώ απ’ τον πισινό της, πέφτει αυτή, σκούζει «φτου, διάολε», και τηνε πιάνει βήχας. Όλη η παρέα τότε γελούν κρατώντας τα πλευρά τους. Και δώσ’ του γέλια, ξόρκια και φτερνίσματα. Φαιδρότερη ώρα δεν περάσανε άλλοτε. Όμως δαιμόνιο, δρόμο τώρα, να τος ο Όμπερον.

Page 18: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

18

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πρώτη.

Ο Πουκ έξαλλος με την κυρά του. ΠΠΟΟΥΥΚΚ Η ρήγισσα έπεσε σ’ αγάπη μ’ ένα τέρας. Πλάι στο λημέρι της, με ξόρκια κλειδωμένο, την ώρα που ήταν σε ύπνο γλαρωμένη, νά σου, μια συντροφιά χοντρομαστόροι, φουκαράδες, μεροδουλιάρηδες μέσ’ στ’ αργαστήρια της Αθήνας, μαζεύονται να κάνουν πρόβα σ’ ένα δράμα που ετοίμαζαν να παίξουν στις χαρές του ρήγα. Απ’ όλο το χαζό σινάφι αυτό ο πιο μπούφος, όπου έκανε τον Πύραμο στο δράμα, τέλειωσε το μέρος του και πήγε πίσω απ’ τα χαμόκλαδα. Βρίσκω λοιπόν εκεί κι εγώ την ευκαιρία, του φόρτωσα μια κεφαλή γαϊδουρινή. Ωστόσο η Θίσβη του απάντηση προσμένει, κι ο κωμικός μου βγαίνει. Μόλις τον αντίκρισαν, σαν άγριες χήνες που είδαν μουλωχτόν τον κυνηγό ή κάργιες πλήθος που σηκώνονται όλες κράζοντας στου ντουφεκιού τον κρότο και τρελοσκορπίζονται στον ουρανό, το ίδιο, μόλις τον αντίκρισαν οι σύντροφοί του εσκόρπισαν. Και σαν τους βάζω εμπρός, άλλος κυλιέται χάμω, άλλος «φονιάδες» σκούζει, άλλος καλεί βοήθεια να ’ρθει απ’ την Αθήνα και το λειψό μυαλό τους, απ’ τον τόσο φόβο τους χαμένο ολότελα, τους κάνει να τους φταίνε τ’ άψυχα πράματα, που φαίνονται όλα σκιάχτρα. Στα βατοπούρναρα άλλοι αφήνουν τα μανίκια τους, άλλοι τις σκούφιες τους, γιατί όποιος παραδίνεται, καθείς τον πιάνει. Με τον φόβο αυτόν τους σκόρπισα κι άφησα κει τον γλυκομούτσουνο τον Πύραμο και να σου, εκείνη τη στιγμή ξυπνά η Τιτάνια κι αμέσως κιόλας ερωτεύεται έναν γάιδαρο.

Λ

Page 19: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

19

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙΝΝΗΗΣΣ ΝΝΥΥΧΧΤΤΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πρώτη.

Η Τιτάνια απευθύνεται στον Όμπερον. ΤΤΙΙΤΤΑΑΝΝΙΙΑΑ Αυτά τα φτιάχνει η ζήλεια. Εμείς ποτέ δε σμίξαμε, μετά απ’ το καλοκαίρι εκείνο, σε βουνό, σε κάμπο ή σε λιβάδι, πλάι σε λιθαρόστρωτη βρυσούλα πλάι σε ρυάκι όλο μεντόχορτο είτε στ’ ακροθαλάσσι, σε στρωτή αμμουδιά, καρέλες να χορέψουμε στο σφύριγμα του ανέμου, τι με τις γκρίνιες σου μας χάλαγες το γλέντι. Γι’ αυτό οι ανέμοι, που μας σφύριζαν του κάκου, σαν για να εκδικηθούν, βυζάξανε απ’ τη θάλασσα αρρώστιας καταχνιές· που πέσαν στη στεριά και φούσκωσαν τα ρέματα με περηφάνια τόση που πλημμυρίσανε τους τόπους όλους. Το βράδι τότε μάταια τράβηξε τη ζεύγλα του, τον ίδρω του έχασε ζευγάς, και τα σπαρτά μαράθη η νιότη τους πριν βγάλει γένια. Τα κοπάδια σταλίζαν νηστικά μέσ’ στον πνιγμένον κάμπο, κι οι κάργιες επαχαίναν τα ψοφίμια· τ’ αλώνι του χορού σκεπάστηκε με γλίνα, και τα τρεκλοδρομάκια, στη θρασιά τη χλόη απάτητα, αφανίστηκαν. Οι ανθρώποι οι δόλιοι θυμούνται τον χειμώνα τους κι αναστενάζουν. Τις νύχτες τώρα δε βλογάει ψαλμός ούτε τραγούδι. Γι’ αυτό ή σελήνη, η κυβερνήτρα των νερών, χλωμή από λύπηση, ξεπλένει τον αέρα, κι οι ρευματόπονοι περίσσια παιρνοδίνουν. Και βλέπεις μέσα στην αναμπουμπούλα αυτή ν’ αλλάζουν οι εποχές : χειμώνας ψαρομάλλης φιλεί το αφράτο μάγουλο του άλικου ρόδου και στης γρια-παγωνιάς την κρουσταλλοκορόνα κάθεται σαν για κοροϊδία ένα στεφάνι μπουμπούκια μοσκοβόλα του καλοκαιριού. Άνοιξη, καλοκαίρι, καρπερό χινόπωρο, χειμώνας άγριος, αλλάζουν τις στολές τους από συνήθεια, και στο διάβα τους ο κόσμος αλαλιασμένος δε γνωρίζει ποιο είν’ το ποιο. Και τούτη η φάρα οι κακοσύνες βγαίνουν απ’ την αμάχη μας, κι απ’ τη διχόνοια μας.

Λ

Page 20: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

20

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΑΑΓΓΑΑΠΠΑΑΤΤΕΕ (ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΣΣΑΑΣΣ ΑΑΡΡΕΕΣΣΕΕΙΙ)

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Ροζαλίντα απευθύνεται στον Ορλάνδο. ΡΡΟΟΖΖΑΑΛΛΙΙΝΝΤΤΑΑ Η αγάπη είναι περισσότερο τρέλα· κι εγώ σου λέω πως της χρειάζεται κλείσιμο σε σκοτεινό δωμάτιο και ματσούκι, όπως κάνουν στους τρελούς· κι ο λόγος που δεν τους τιμωράνε έτσι για να τους γιατρέψουν είναι, πως η μανία αυτή είναι τόσο γενική, που κι αυτοί που δέρνουν είν’ ερωτευμένοι. Εγώ όμως λέω πως τη γιατρεύω την αγάπη με δική μου συνταγή. Κάποτε γιάτρεψα έναν έτσι. Τον έβαλα να φαντάζεται εμένα αγάπη του, την καλή του· και τον έβαζα κάθε μέρα να μου ξομολογιέται τον έρωτά του· κι εγώ τότε, που ‚ήμουνα ένας νεαρούλης και μπορούσα κι άλλαζα σαν φεγγάρι, έκανα τη λυπημένη, τη ναζού, την ιδιότροπη, την αλλοπρόσαλλη, που δεν ξέρει τί θέλει· τη φαντασμένη, την εξωφρενική, τη μαϊμουδίτσα, την επιπόλαιη, την άστατη, την όλο δάκρυα, την όλο γέλια· για κάθε πάθος από λίγο, μα για κανένα πάθος αληθινά τίποτα, μια και τ’ αγόρια κι οι γυναίκες το πλείστο είναι τέτοιας βαφής καματερά· τη μια έκανα πως τον ήθελα, την άλλη πως τον σιχαινόμουνα· πότε τον περιποιόμουνα, πότε τόν απόφευγα· τώρα τόν λυπόμουνα κι έκλαιγα, μετά τόν έφτυνα· έτσι έβγαλα τόν καλό μου από την ερωτική του τρέλα και τον έριξα σε αληθινή τρέλα· που ήταν ν’ απαρνηθεί το ξέχειλο ποτάμι τής ζωής και να πάει να ζήσει σε μιαν άκρη μάλλον σαν ασκητής. Κι έτσι τόν γιάτρεψα· και με τον ίδιο τρόπο αναλαβαίνω να ξεπλύνω το συκώτι σου και να σ’ το κάνω καθάριο σαν καρδιά αρνιού, που να μην έχει ούτε μόριο έρωτα μέσα του.

Λ

Page 21: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

21

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΑΑΓΓΑΑΠΠΑΑΤΤΕΕ (ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΣΣΑΑΣΣ ΑΑΡΡΕΕΣΣΕΕΙΙ)

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Ροζαλίντα προβαίνοντας στη Φοίβη. ΡΡΟΟΖΖΑΑΛΛΙΙΝΝΤΤΑΑ Γιατί παρακαλώ ; Ποια μάνα σ’ έχει κάνει, που βρίζεις, καμαρώνεις και τόσα άλλα κάνεις σ’ αυτόν τον δόλιο ; Αφού δεν είσαι καλλονή — γιατί, μα την αλήθεια, απάνω σου δε βλέπω προς τι να θέλεις φως σαν πας για ύπνο νύχτα — πρέπει να ’σαι περήφανη για τούτο κι άσπλαχνη ; Τι πράματα είν’ αυτά ; Τι με κοιτάς ; Δε βλέπω σε σένα παραπάνω απ’ ό,τι φτιάνει η φύση για το παζάρι. — Θεός φυλάξοι τη ζωούλα μου, αυτή θαρρώ ζητάει να μπλέξει και. τα μάτια μου ! Όχι, κυρά περήφανη, όχι ελπίδες τέτοιες : ούτε τα μελανά σου φρύδια, ούτε τα μαλλιά σου τα μαυρομέταξα, ούτε των ματιών σου οι χάντρες, ούτε τ’ αφράτα σου τα μάγουλα μπορούν να πάρουν τα μυαλά μου για να σε λατρέψω. — Εσύ, τρελοβοσκέ, τι τρέχεις από πίσω της, καθώς η αχνή νοτιά φυσάει μ’ αγέρα και βροχή ; Είσαι χίλιες φορές πιο ωραίος εσύ σαν άντρας ή σαν γυναίκα τούτη· οι βλάκες σαν κι εσένα γιομίζουνε τόν κόσμο τέκνα αδικημένα : όχι ο καθρέφτης της, εσύ τηνε ξιπάζεις κι εσύ την κάνεις να ’χει ιδέα πως είναι πιο όμορφη απ’ όσο τηνε δείχνει κάθε της σουσούμι. — Μα γνώρισε καλά τόν εαυτό σου : πέσε στα γόνατα, νηστεύοντας, να ευχαριστήσεις τον ουρανό για την αγάπη ενού καλού ανθρώπου : τι πρέπει φιλικά να σου το ειπώ στ’ αυτί, πούλα, αν μπορείς : δεν είσαι για όλα τα παζάρια : τ’ άσκημο είν’ ασκημότατο, όταν, όντας άσκημο, περιγελάει. – Βοσκέ μου, πάρ’ τη, ώρα καλή.

Λ

Page 22: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

22

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΑΑΓΓΑΑΠΠΑΑΤΤΕΕ (ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΣΣΑΑΣΣ ΑΑΡΡΕΕΣΣΕΕΙΙ)

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πέμπτη.

Η Φοίβη απευθύνεται στον βοσκό Σύλβιο. ΦΦΟΟΙΙΒΒΗΗ Μη λες πως τον αγάπησα επειδή ρωτάω· είναι παλιοκοπέλι· αλλά μιλάει καλά· μα δίνω σημασία εγώ στα λόγια ; Αλλά τα λόγια ευχαριστούν, όταν αυτός που λέει αρέσει σ’ αυτούς που ακούν· είν’ ομορφόπαιδο· όχι και πολύ· μα σίγουρα περήφανος· κι όμως η περηφάνια τού πάει, θα γίνει ωραίος άντρας· το καλύτερο που ’χει είν’ η όψη του· και πριν προφτάσει η γλώσσα του να σε προσβάλει, με το μάτι σε γιατρεύει· δεν είν’ ψηλός, μα για τα χρόνια του ψηλός· το πόδι του έτσι κι έτσι· μα ’ναι ωραίο πόδι, πολυόμορφο το κόκκινο που ’χε στα χείλια, λίγο πιο γινωμένο και πιο ζωηρό από το ανάμειχτο στο μάγουλό του επάνω· η διαφορά ίσα ίσα από το σκέτο κόκκινο στο ρόδινο. Πολλές γυναίκες, Σίλβιέ μου, που θα τον ξεψαχνίζανε έτσι με το μάτι όπως εγώ, μπορεί να προχωρούσαν πιο πολύ, να τον ερωτευόντουσαν. Μα εγώ από μέρος μου ούτε τον αγαπάω, ούτε τον εχτρεύομαι, αν κι έχω πιο μεγάλη αιτία να τον μισώ, να μην τον αγαπώ· γιατί από πού κι ως πού να με μαλώσει ; Είπε τα μάτια μου είναι μαύρα και τα μαλλιά μου μαύρα· και, θυμάμαι τώρα, με ειρωνεύτηκε : απορώ πώς δεν του απάντησα· μα το ίδιο κάνει : αναβολή δεν είν’ εξόφληση. Θα κάτσω να του γράψω γράμμα να τον ψάλω και συ θα του το πας· ε, Σίλβιέ μου, ε ; Αμέσως θα το γράψω : το ’χω μες στο νου και στην καρδιά μου· θα του δείξω γω εκεινού. Θα ’ναι φαρμακερό και σύντομο όσο παίρνει. Έλα κοντά μου, Σίλβιε.

(Βγαίνουν)

Λ

Page 23: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

23

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ

ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΑΑΓΓΑΑΠΠΑΑΤΤΕΕ (ΟΟΠΠΩΩΣΣ ΣΣΑΑΣΣ ΑΑΡΡΕΕΣΣΕΕΙΙ)

Επίλογος.

Η Ροζαλίντα κάνει τον επίλογο του έργου. ΡΡΟΟΖΖΑΑΛΛΙΙΝΝΤΤΑΑ Δεν είναι της μόδας να ιδείς την πρωταγωνίστρια επίλογο· ούτ’ όμως είναι πιο άσκημο απ’ το να ιδείς τον πρωταγωνιστή πρόλογο. Αν είν’ αλήθεια πως το καλό κρασί δε χρειάζεται στολίδια, είν’ αλήθεια πως ένα καλό έργο δε χρειάζεται επίλογο· κι όμως το καλό κρασί το στολίζουν με κλαδιά· και το καλό έργο γίνεται καλύτερο αν το βοηθήσει ένας καλός επίλογος. Τότε τι θέλω εγώ και βγαίνω, πού ούτε καλός επίλογος είμαι, ούτε μπορώ να σας καταφέρω να βοηθήσουμε ένα καλό έργο ; Δεν είμαι ντυμένος ζητιάνος, γι’ αυτό δε μου πάει να ζητιανέψω· τι άλλο να κάνω απ’ το να σας ξορκίσω ; Κι αρχίζω απ’ τις γυναίκες : σας ξορκίζω, γυναίκες, όπως αγαπάτε τους άντρες, ν αγαπήσετε και τούτο το έργο· και σας ξορκίζω, άντρες, όπως αγαπάτε τις γυναίκες — κι όπως βλέπω απ’ το χαχάνισμά σας κανένας σας δεν τις αποστρέφεται — βάλτε ανάμεσα σε σας και τις γυναίκες το έργο για να σας αρέσει. Αν ήμουνα γυναίκα θα φιλούσα όλους εσάς, όσοι έχετε το γένι που αγαπάω, την όψη που μ’ αρέσει και το χνότο που δεν το σιχαίνομαι : κι είμαι βέβαιος πως όλοι που ’χετε καλό γένι, καλήν όψη, ή γλυκό χνότο θα μου κάνετε τη χάρη όταν προσκυνήσω, να μου ειπείτε στο καλό.

Λ

Page 24: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

24

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: ΑΛΕΞ. ΠΑΛΛΗΣ

ΟΟ ΕΕΜΜΠΠΟΟΡΡΟΟΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΒΒΕΕΝΝΕΕΤΤΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Ο Σαχλότος είναι ένας καραγκιόζης δούλος του Σάηλοκ. Μπορεί να παιχτεί κι από άντρα. ΣΣΑΑΧΧΛΛΟΟΤΤΟΟΣΣ Δεν έχει λόγο, η συνείδησή μου θα μου κάνει τη χάρη να φύγω από ’φτον τον Τσιφούτη, τον αφέντη μου. Ο Οξαποδώς στέκει απόδιπλα και με σκανταλίζει και μου λέει «Γόμπε, Σαχλότο Γόμπε, καλέ μου Σαχλότο, ή καλέ μου Γόμπε ή καλέ μου Σαχλότο Γόμπε, σάλεψε τα πόδια σου, πάρε φόρα, ξέκοψε». Η συνείδησή μου λέει «Όχι, πρόσεξε, τίμιε Σαχλότο, πρόσεξε τίμιε Γόμπε, ή καθώς είπαμε, Σαχλότο Γόμπε, μη φεύγεις, μην καταδεχτείς να το βάλεις στα πόδια». Πάλι ο Σατανάς δεν τραβάει χέρι, μόνε μου λέει να τραβήξω. «Δρόμο!» λέει ο Οξαποδός. «Σύρε» λέει ο Οξαποδός. «Για το Θεό! Κάνε καρδιά» λέει ο Οξαποδώς «φέβγα!» Μα να! Η συνείδησή μου μού σφιχταγκαλιάζει το λαιμό της καρδιάς μου και μου λέει πολύ φρόνιμα «Σαχλότο, τίμιό μου παλικάρι, εσύ πούσαι από τίμιον πατέρα, δηλαδή από τίμια μάννα» – γιατί η αλήθεια είναι ο πατέρας μου έκανε κάτι που σα να μύριζε, κάτι σα να βρωμούσε – έτσι λοιπόν η συνείδησή μου μού λέει «Σαχλότο, μην το κουνάς». «Κούνα το» λέει ο Οξαποδώς. «Μην το κουνάς» λέει η συνείδησή μου. «Συνείδησή μου» λέω γω «καλά μου λες». «Οξαποδώ» λέω γω «καλά μου λες». Για ν’ ακούσω τη συνείδησή μου, πρέπει να μείνω με τον Τσιφούτη τον αφέντη μου, που – τιμή στα μούτσουνά σας – είναι ως είδος Σατανάς. Και για να φύγω απ’ τον Τσιφούτη, πρέπει ν’ ακούσω τον Οξαποδώ, που – να με συμπαθάει η αφεντιά σας – είναι Σατανάς του διαβόλου! Όμως δεν έχει λόγο, ο Τσιφούτης είναι ο Σατανάς σαρκωμένος καθαυτό. Και μα τη συνείδησή μου το λέω, η συνείδησή μου είναι ως είδος άσπλαχνη συνείδηση που βγαίνει και με δασκαλεύει να μείνω με τον Οβριό. Ο Οξαποδώς με δασκαλεύει πιο σα φίλος… Θα φύγω, Οξαποδώ μου, τα πόδια μου στους ορισμούς σου, θα φύγω!

Page 25: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

25

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Ιουλιέτα στο μπαλκόνι απευθύνεται στον Ρωμαίο. ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ Ξέρεις που η μάσκα της νυχτός κρύβει το πρόσωπό μου, Αλλιώς το χρώμα της ντροπής θάβλεπες να μου βάφει την όψη γι’ αυτά που άκουσες απόψε να προφέρω. Θάθελα να είχα κρατηθεί στους τύπους· να μπορούσα τα λόγια πούχω πει να τ’ αρνηθώ. Μα τώρα πάνε οι τύποι... Μ’ αγαπάς ; Θα μου απαντήσεις «ναι», το ξέρω. Και θα πιστέψω ό,τι μου πεις. Μα ωστόσο, και όρκο αν πάρεις, μπορεί πάλι να μ’ αρνηθείς. Και λένε πως ο Δίας γελάει όταν κανείς πατεί τους όρκους της αγάπης. Καλέ Ρωμαίο, αν μ’ αγαπάς, πες μου το τίμια. Αν πάλι θαρείς πως γρήγορα άφησα να με κερδίσεις, τότε θα σοβαρέψω, θα γενώ κακιά, θα σου λέω «όχι», ώστε ν’ αρχίσεις να ζητάς πάλι να σ’ αγαπήσω. Αλλιώς, ποτέ... Ναι, αυτό ’ναι αλήθεια, ευγενικέ Μοντέκη, εύκολα παραδίνομαι στα αιστήματά μου. Κι ίσως θα πεις πως φέρθηκα αλαφριά. Ωστόσο πίστεψέ με, θα σου δειχτώ πιστότερη απ’ τις άλλες που κατέχουν πιότερη τέχνη, αδιάφορες να φαίνονται άμα θέλουν. Θάπρεπε να δειχτώ κι εγώ πιο αδιάφορη σ’ εσένα, τομολογώ. Μα πρόλαβες, πριν να σε καταλάβω, κι άκουσες της αγάπης μου το μυστικό. Για τούτο συχώρεσέ με, κι αλαφρό μην πάρεις το αίστημά μου που έτσι σου το μαρτύρησε της νύχτας το σκοτάδι.

Page 26: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

26

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Ιουλιέτα μπαίνοντας μονολογεί. ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ Καλπάστε, ω φλογοπόδαρα άτια, τρέξτε γοργά στην κατοικία του Φοίβου. Τώρα θάπρεπε νάχατε οδηγό το Φαέθοντα, να σας ρίξει μ’ ορμή κατά τη Δύση, και να φέρει μεμιάς πάνω στη γη την καταχνιά τής νύχτας. Άπλωσε το πυκνό σου παραπέτασμα, νύχτα, προστάτρια της κρυφής αγάπης, και κλείσ’ τα μάτια του κάθε διαβάτη, για να μπορέσει ο Ρωμαίος να πετάξει στην αγκαλιά μου, δίχως να τον δει κανείς και να τον μαρτυρήσει. Όσοι αγαπιούνται μπορούνε, στου έρωτά τους την ιερή γιορτή, να βλέπουν με της ομορφιάς τους μόνο το φως. Ή αν είναι, καθώς λένε, ο έρωτας τυφλός, τότε ταιριάζει πιο καλά με τη νύχτα. Ω, έλα νύχτα, σοβαρή και σεμνή, μαυροντυμένη βασίλισσα, και μάθε με πώς να χάσω κερδίζοντας σ’ ένα παιχνίδι που παίζεται για δυο παρθενικές αμόλυντες καρδιές. Σκέπασε με το μαύρο σου μαντύα το τρομαγμένο μου αίμα που φτεροκοπάει γοργά στο πρόσωπό μου, ώσπου ο άμαθος και δειλός έρωτάς μου ν’ αναθαρρέψει και να βλέπει αγνότητα μονάχα στης πιστής αγάπης τα έργα. Αχ, έλα νύχτα ! έλα, Ρωμαίο ! έλα εσύ μέρα μέσα στη νύχτα ! Γιατί θάσαι, στης νύχτας τα φτερούγια απάνω, πιο άσπρος απ’ το χιόνι στη ράχη ενός κοράκου. Έλα, νύχτα γλυκιά, έλα πονόψυχη μαυροματούσα νύχτα δώσ’ μου το Ρωμαίο. Κι όταν πεθάνει, πάρε τον και σκόρπισε το κορμί του σε μύρια μικρά αστέρια, και θα κάνει την όψη τού ουρανού τόσο όμορφη, πού ό κόσμος θα ερωτευτεί τη νύχτα, και κανένας

Page 27: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

27

δε θα λατρεύει πια του ήλιού τη λάμψη. Απόχτησα, αχ, το σπίτι της αγάπης μα μέσα δεν εμπήκα. Έχω δοθεί, μα δε μ’ εχάρη αυτός που μ’ έχει πάρει. Έτσι στενόχωρη είναι τούτη ή μέρα, όπως η νύχτα πριν από γιορτή για ένα μικρό ανυπόμονο παιδί που έχει καινούργια ρούχα κι ακόμα δεν μπορεί να τα φορέσει.— Α, να τη η παραμάνα που μου φέρνει νέα απ’ το Ρωμαίο· και κάθε στόμα που προφέρει και μόνο τόνομά του μιλάει ουράνια γλώσσα.

Page 28: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

28

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΡΡΩΩΜΜΑΑΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Δέσποινα Καπουλέτου και η Παραμάνα φεύγουν. Η Ιουλιέτα μονολογεί. ΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΕΕΤΤΑΑ Έχετε γεια ! Ο Θεός το ξέρει πότε Θ’ ανταμώσουμε πάλι. Ένας κρυερός άψυχος φόβος τρέχει μες στις φλέβες μου, και παγώνει τη φλόγα της ζωής μου. Θα τις φωνάξω πίσω, να πάρω λίγο θάρρος.— Παραμάνα ! – Μα τι να κάνει αυτή ; Μόνη μου πρέπει να παίξω εδώ τη θλιβερή σκηνή μου.— Έλα εσύ, φάρμακο !— Μα αν το φάρμακο αυτό δεν κάνει τίποτα ; Θα με παντρέψουν αύριο το πρωί ; Ποτέ, ποτέ !— Να, τι θα το εμποδίσει,— Εσύ μείνε κοντά μου !— (Ακουμπά κοντά της ένα μαχαίρι) Πάλι, αν είναι φαρμάκι, και, πονηρά, μου τόδωσε ο καλόγερος για να πεθάνω εγώ, και να γλυτώσει αυτός την ατιμία ενός δεύτερου γάμου που θα ευλογούσε, αφού με ένωσε πρώτα με το Ρωμαίο ;— Ναι, φοβούμαι πως είναι. Κι όμως όχι, θαρώ δεν μπορεί νάναι· γιατί ο πατερ - Λαυρέντιος δείχτηκε ως τώρα πάντα του άγιος άνθρωπος. – Μα τι θα γίνει, αν τύχει και ξυπνήσω μέσα στον τάφο, πριν ναρθεί ο Ρωμαίος ; Να, μια σκέψη φριχτή ! Και τότε εγώ δε θα πνιγώ μες στο κλεισμένο μνήμα, που στο σάπιο του στόμα ποτέ δε μπαίνει της ζωής ο αέρας— και δε θα μ’ έβρει νεκρήν ο Ρωμαίος μου, σαν έρθει να με σώσει ; Ή, κι αν ακόμα ζήσω, η τρομερή φαντασία του θανάτου και της νύχτας, με τη φρίκη μαζί που θα σκορπίζει εκείνη η θέση — το παλιό το υπόγειο, όπου έχουν σωριαστεί τώρα από αιώνες τα κόκκαλα όλων των προγόνων μου,—

Page 29: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

29

όπου το ματωμένο κορμί του Τυβάλδου, νωπό ακόμα στον τάφο, σέπεται μες στο σάβανό του, — κι όπου, καθώς λεν, τριγυρνούν τη νύχτα πνεύματα : — Ω, αλί μου, αλί μου ! ανίσως σηκωθώ πριν απ’ την ώρα, στη φριχτή κακοσμία και στις κραυγές — σαν εκείνες που βγάζει ο μαντραγόρας όταν τον ξεριζώνουν, και που όταν ακούσει ο άνθρωπος χάνει τα λογικά του — ω, αν ξυπνήσω, δε θα με πάρει η τρέλα, άμα βρεθώ σ’ αυτόν τον τρομερό κι απαίσιο κόσμο ; Και δε θαρχίσω, ξέφρενα, να παίζω με των προγόνων μου τα σκέλεθρα ; — να σέρνω το ματωμένο σώμα του Τυβάλδου έξω απ’ το σάβανό του, — και, στην τρέλα μου απάνω, δε θ’ αρπάξω κανένα απ’ των παπούδων μου τα κόκκαλα για να συντρίψω, κάνοντάς το ρόπαλο, το σαλεμένο μου μυαλό ;... Για κοίτα ! Θαρώ είν’ εκεί το πνεύμα του Τυβάλδου : γυρεύει το Ρωμαίο, που του τρύπησε το κορμί, με τ’ ατσάλι. — Στάσου, στάσου, Τυβάλδε ! Αμέσως, έρχομαι, Ρωμαίο! το πίνω αυτό για σένα. (Πίνει και πέφτει στο κρεβάτι)

Page 30: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

30

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΜΜ ΑΑ ΚΚ ΒΒ ΕΕ ΘΘ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πέμπτη.

Ο Αγγελιοφόρος βγαίνει κι η Λαίδη Μάκβεθ μονολογεί. ΛΛΑΑΙΙΔΔΗΗ ΜΜΑΑΚΚΒΒΕΕΘΘ Κι ο κόρακας ακόμη είναι βραχνός που κράζει μηνώντας τον μοιραίο ερχομό του Ντόνκαν στο δικό μου τόν πύργο ! — Ελάτε, πνεύματα, σεις που τους φονικούς βοηθάτε στοχασμούς μου αλλάξτε το γυναίκειο φυσικό μου, κι απ’ την κορφή ως τα νύχια πλημμυρίστε με με τρομερή ασπλαχνία ! Το αίμα μου πήξτε ! φράξτε τόν κάθε δρόμο προς τη συνείδησή μου, ώστε η συμπόνια να μην ταράξει τους φριχτούς σκοπούς μου, μηδέ να βάλει ειρήνη ανάμεσα στην πράξη και σ’ αυτούς ! Στα γυναίκεια μου ελάτε τα στήθια και βάλτε τους χολή για γάλα, ω εσείς μεσίτες του θανάτου, όπου κι αν είστε με την αέρινην ουσία σας και δουλεύετε τον όλεθρο τού κόσμου... Έλα, μαύρη νύχτα, και μες στους πιο πυκνούς τής Κόλασης τυλίξου καπνούς, για να μη δει το κοφτερό μαχαίρι μου την πληγή που θανοίξει, και μήτε ο ουρανός να με κοιτάξει μέσ’ απ’ του σκοταδιού το καταπέτασμα και κράξει : «Στάσου ! στάσου !».

(Μπαίνει ο Μάκβεθ)

Page 31: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

31

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΜΜ ΑΑ ΚΚ ΒΒ ΕΕ ΘΘ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πέμπτη.

Η Λαίδη Μάκβεθ προσπαθεί να πείσει για τον φόνο τον Μάκβεθ. ΛΛΑΑΙΙΔΔΗΗ ΜΜΑΑΚΚΒΒΕΕΘΘ Λοιπόν είταν πιωμένη η ελπίδα πούθρεψες ! Κοιμόταν τότε, και ξυπνάει τώρα και βλέπει, πράσινη κι αχνή, το λεύτερο δημιούργημά της ; Τώρα καταλαβαίνω πια πως τέτοια θα είναι κι η αγάπη σου. Φοβάσαι νάσαι στα έργα και στην αντρεία ό,τι είσαι και στον πόθο ; Θέλεις νάχεις αυτό που είναι για σένα η ομορφιά της ζωής, και στη δική σου την εχτίμηση νάσαι ο φοβιτσιάρης, που έχει το «δεν τολμώ» πάντα να κρύβεται από πίσω από το «Θέλω», σαν την γάτα στην παροιμία ; Ποιο ζώο σε είχε βαλμένο, λοιπόν, να πεις σε μένα τους σκοπούς σου ; Τότε πούχες καρδιά για να τολμήσεις, Τότε είσουν άντρας· κι αν περσότερη είταν η τόλμη σου, περσότερο άντρας θάσουν. Τότε δε σε βοηθούσαν ούτε ο τόπος, ούτε η ευκαιρία· μα συ ήθελες να κάνεις ναρθούνε και τα δυο. Και τώρα που ήρθαν, αλλάζεις δρόμο. Είμουν μάνα και ξέρω με τι γλύκα αγαπούσα το μωρό, που με θήλαζε· κι όμως θάμουν έτοιμη, ενώ θα μου χαμογελούσε, ξεκολώντας τα απαλά του τα γούλια από το στήθος μου, να το συντρίψω το κρανίο στον τοίχο, αν ποτέ μου είχα δώσει τέτοιον όρκο, καθώς εσύ για τούτο. Θαποτύχουμε ! Σφίξε όμως το θάρρος σου καλά ως την άκρη, και δε θαποτύχουμε. Όταν ο Ντόνκαν κοιμηθεί — κι ο κόπος του ταξιδιού θα τον βυθίσει γρήγορα σε βαθύν ύπνο — εγώ τους δυο αυλικούς του θα τους ζαλίσω με κρασί και σπίρτα σε βαθμό, που καπνός θα γίνει η μνήμη τους, ο φύλακας του νου, και το δοχείο του λογικού τους θάναι ένα καζάνι

Page 32: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

32

γεμάτο ατμό. Κι όταν στου ζώου τον ύπνο, σα σε θάνατο, θάχουν βυθιστεί τα χορτασμένα πια κορμιά τους, τότε τι δεν μπορούμε εμείς οι δυο να κάνουμε στον αφύλαχτο Ντόνκαν ; Και τι δε θα μπορούμε να φορτώσουμε στη ράχη των πιωμένων αυλικών του, που θα πάρουν απάνω τους το βάρος του μεγάλου μας φόνου ; Ποιος θα τολμήσει να σκεφτεί τίποτ’ άλλο, άμα ακουστούνε του μεγάλου μας πόνου οι στεναγμοί κι οι θρήνοι για το φόνο του ;

Page 33: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

33

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ Μετ: Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΜΜ ΑΑ ΚΚ ΒΒ ΕΕ ΘΘ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πέμπτη.

Η Εκάτη συναντάει τις τρεις μάγισσες. ΕΕΚΚΑΑΤΤΗΗ Πώς να μην είμαι, στρίγγλα αφορεσμένη, δίχως ντροπή και σέβας ; Πώς τολμάτε το Μάκβεθ μοναχές να συναντάτε, για μυστήρια και φόνους να μιλάτε· κι’ εγώ η δασκάλα κάθε μαγγανείας, η μαστόρισσα, εγώ, κάθε κακίας δεν καλέστηκα εδώ για να σας δώσω τη γνώμη μου, την τέχνη μας να υψώσω. Και, το χειρότερο, όλα αυτά για χάρη ενός κακού, στριμμένου, καυχησάρη, που, όπως όλοι, κι’ αυτός σας αγαπάει μόνο για τους σκοπούς που κυνηγάει, κι όχι για σας ! Εμπρός τώρα, τραβάτε, το κακό φέρσιμό σας να διορθώστε : στου Αχέροντα τη λίμνη οι τρεις ελάτε με την αυγή να μ’ ανταμώστε ! Θάρθει εκειπέρα κι εκείνος αύριο μόλις φέξει η μέρα, της μοίρας του να μάθει τα γραμμένα. Ας έχει η καθεμιά σας, ένα - ένα, τα μαγικά της έτοιμα : κουτάλα, κακάβι, ξόρκια — κι όλα τάλλα ! Εγώ τώρα στον άνεμο καβάλα τη νύχτα στον αέρα θα περάσω, μια πράξη σκοτεινή για να ετοιμάσω, που θα συντελεστεί χέρι με χέρι πριν να σημάνει μεσημέρι. Από του φεγγαριού κρεμάει τη μια άκρη κάποια σταλαματιά, βαρύ ένα δάκρυ, πυκνούς, φαρμακερούς ατμούς γεμάτο : θα το τσακώσω πριν να στάξει κάτω· θα το φιλτράρω τεχνικά, όπως ξέρω, και τέτοια αγερικά στοιχειά θα φέρω, που με τα μάγια ωραία θα τον τυλίξουν και στο χαμό θα τον τραβήξουν. Το Χάρο και τη Μοίρα θαψηφήσει, και τις ελπίδες του όλες θα τις στήσει ψηλότερα από φόβο και σοφία και χάρη θεία.

Page 34: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

34

Κι είναι γνωστό πως η μεγάλη ασφάλεια έχει σπάσει πολλών θνητών κεφάλια.

Page 35: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

35

MΠΕΝ ΤΖΟΝΣΟΝ Μετ: ΚΩΣΤΗΣ ΒΕΛΜΥΡΑΣ

ΗΗ ΣΣΙΙΩΩΠΠΗΗΛΛΗΗ ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Πέμπτη Εικόνα, Σκηνή Δεύτερη.

Η Γιούλια δείχνει τη γυναίκα εκείνη που της αρέσουν τα παραμύθια και τα μεγάλα λόγια των ηλίθιων ανδρών που κολακεύουν τη ματαιοδοξία της. ΓΓΙΙΟΟΥΥΛΛΙΙΑΑ Δεν πιστεύω να του φέρθηκα πολύ κοκέτικα ! Μπα ! Μήπως όμως βαρεθεί, μήπως κουραστεί και αποτραβηχτεί από κοντά μου. Μήπως όμως θάπρεπε να τούλεγα καμμιά ευγενικιά λεξούλα για φύγει ευχαριστημένος ; Θάπρεπε, βέβαια, αλλά ποιος τούπε να φύγει έτσι γρήγορα ; Αυτός φταίει ! Τι να του κάνω ;... Μα τι κάθομαι και στενοχωριέμαι ; Αύριο πάλι, τον ξανακερδίζω μ’ ένα γλυκόλογο.. Όπως και νάναι η Επισήνη έχει δίκιο. Το παρακάνω στη σκληράδα... Θάθελα όμως να ξέρω τι την σπρώχνει αυτήν την κυρία να ενδιαφέρεται για τον ιππότη... Περίεργο πράμα ! Α! νάτην... Τώρα θα την κάνω να εξομολογηθεί όλα της τα μυστικά μέσα σε δυο λεπτά. (Μπαίνει η Επισήνη) Καλώς την που θα γίνει σε μια ώρα σύζυγος του άρχοντα Μορόζου. Τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια κυρία μου... (Σιγά) Το να παντρεύεται κανείς έναν άντρα της ηλικίας του Μορόζου, είναι βέβαια λιγάκι... σοβαρό, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως η ηλικία έχει την πείρα και η πείρα τ’ αγαθά της. (Η Επισήνη

χαιρετάει) Είμαι βέβαιη πως αυτό το επιχείρημα θα σας έπεισε και σας να παντρευτήτε τον Μορόζο... Κι έτσι θ’ αποκτήσει και ο ιππότης Δωφίνος την πιο χαριτωμένη θεία που θα μπορούσε να ονειρευτεί... Ένα μόνο με στενοχωρεί για λογαριασμό του : Βλέπω μέσα σ’ αυτά τα φωτερά μάτια, τόσην εξυπνάδα και τόσην πονηριά που θα μπορούσε ν’ αποκληρώσει όχι έναν, αλλά όλους τους ανηψιούς της γης.

Page 36: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

36

ΤΖΩΝ ΟΥΕΜΠΣΤΕΡ Μετ: ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΟΣ

ΗΗ ΔΔΟΟΥΥΚΚΙΙΣΣΣΣΑΑ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΑΑΛΛΦΦΙΙ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Δούκισσα με φανερή συγκίνηση. ΔΔΟΟΥΥΚΚΙΙΣΣΣΣΑΑ Τώρα στο ξεπληρώνει. Η δυστυχία μας είναι που γεννηθήκαμε σπουδαίοι. Πέφτουμε στην ανάγκη να γυρεύουμε από τους άλλους να μας παντρευτούνε, γιατί κανείς δεν τολμάει να μας ζητήσει σε γάμο. Ο τύραννος διπλό παιχνίδι πάντοτε παίζει με τις λέξεις και γεμάτος φόβο μιλάει με διφορούμενα. Έτσι εμείς αναγκαζόμαστε να λέμε τ’ άγρια πάθη μας σε γρίφους κι όνειρα κι αφήνουμε το μονοπάτι της απλής αρετής, που δεν έτυχε ποτέ της να δείχνει πράγματα που δεν υπάρχουν. Πήγαινε, φύγε, καυχησάρη, μ’ άφησες δίχως καρδιά, την πήρες μες στο στήθος σου που ελπίζω να φουντώσει εκεί τον έρωτα. Τρέμεις· μην κάνεις την καρδιά σου τόσο ψυχρή, ένα κομμάτι σάρκα, που να φοβάται πιότερο παρ’ όσο με αγαπά. Κύριε, εμπιστευθείτε με· τι σας αναστατώνει ; Αυτό είναι σάρκα, κύριε, κι αίμα, κι όχι μια φιγούρα κομμένη στο μάρμαρο, που γονατίζει στου άντρα μου τον τάφο. Ξύπνησε, ξύπνησε, άνθρωπε, έχω αποδιώξει τη μάταιη φιλαρέσκεια κι ήρθα μπρος σου, μια νέα χήρα μόνο, που σε θέλει άντρα της...

Page 37: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

37

ΤΖΩΝ ΦΟΡΝΤ Μετ: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΚΚΡΡΙΙΜΜΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΠΠΟΟΡΡΝΝΗΗ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Πρώτη.

Η Ανναμπέλα με τις προτροπές της βάγιας της Χιτάνα, ενδίδει στον έρωτα του αδερφού της. ΑΑΝΝΝΝΑΑΜΜΠΠΕΕΛΛΑΑ Έχετε γεια, ηδονές, κι εσείς όλες οι απερίσκεπτες Στιγμές, όπου με ψεύτικες χαρές υφάνατε μια ζωή Αποκαμωμένη. Τώρα αποχαιρετώ τους θησαυρούς μου αυτούς. Κι εσύ. Χρόνε πολύτιμε, που τρέχεις με την άμαξα σαν αστραπή Σ’ όλο τον κόσμο, την κούρσα για να τερματίσεις Της ύστατής μου μοίρας, σταμάτα εδώ την αεικίνητη Πορεία σου, και φέρε στους αγέννητους ακόμα αιώνες Την τραγωδία μιας άθλιας και θλιβερής γυναίκας. Η συνείδησή μου τώρα ορθώνεται ενάντια στη λαγνεία μου, Με μαρτυρίες χαραγμένες απ’ την ενοχή, Και μου λέει πως χάθηκα :

(Μπαίνει ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ) Τώρα τ’ ομολογώ, Όψη μ’ ομορφιά ντυμένη, δίχως Χάρη είναι καταραμένη, Εδώ σαν ένα τρυγόνι – στο κλουβί φυλακισμένο – Δίχως ταίρι, κουβεντιάζω με τον άνεμο και τους τοίχους, Και μοιρολογώ την άθλια δυστυχία μου. Ω, Τζοβάνι, λεηλάτησες και τα δικά σου Τα χαρίσματα και τη φήμη μου την ταπεινή, Μακάρι να μη σ’ είχανε πλανέψει τ αστέρια Τα κακότυχα που λάμψανε στη γέννησή μου ! Κι η τιμωρία που ταιριάζει στο μαύρο μου το κρίμα Να μη σ’ άγγιζε, και μόνη εγώ να υπέμενα Το μαρτύριο μιας φλόγας χωρίς έλεος.

Page 38: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

38

ΤΖΩΝ ΦΟΡΝΤ Μετ: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΚΚΡΡΙΙΜΜΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΠΠΟΟΡΡΝΝΗΗ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Χιτάνα, η βάγια της Ανναμπέλα, απευθύνεται στην Ανναμπέλα. ΧΧΙΙΤΤΑΑΝΝΑΑ Να σ’ αφήσω ; Για φαντάσου· μη μ’ αφήνεις ποτέ να σ’ αφήσω, μικρή μου· αυτό κι αν είναι έρωτας. Αλλά δε σε κατηγορώ· έχεις μπροστά σου τέτοια εκλογή, που δε θα την είχε ούτε η πρώτη κυρία της Ιταλίας... Βάλε το χειρότερο με το καλύτερο, κι έχεις τον Γκριμάλντι το στρατιωτικό, έναν άντρα πολύ καλοφκιαγμένο. Λένε πως είναι ρωμαίος, ανεψιός του Δούκα του Μομφεράτο· λένε πως πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στον πόλεμο με τους Μιλανέζους. Μα την αλήθεια, όμως κόρη μου, δε μου αρέσει, αν όχι για τίποτε άλλο παρά μόνο γιατί είναι στρατιωτικός : όλοι τους είναι φωνακλάδες, μα ψάξε τους και δε θα βρεις ούτε ένανε χωρίς κάποιο κρυφό κουσούρι ή κάτι άλλο· που τους εμποδίζει να την έχουνε τσιλίκι. Και το χειρότερο, δε μ’ αρέσει γιατί κρέμονται τα κωλιά του : μόλο που μπορεί να είχε πέραση αν έλλειπαν οι άλλοι άντρες, πάλι δε θα ’ταν ο άντρας που θα διάλεγα... Εγώ σα γυναίκα που είμαι, ξέρεις, προτιμώ τον κύριο Σοράντσο· είναι γνωστικός, κι επί πλέον, πλούσιος· και κάτι παραπάνω, ευγενικός· και πάνω απ’ όλα δαύτα, άρχοντας : τέτοιον άντρα θα λαχταρούσα να έχω, αν ήμουν εγώ η όμορφη Ανναμπέλα. Κι ύστερα, είναι ανοιχτοχέρης· κι εκτός αυτού, όμορφος, και θα ’λέγα μα την αλήθεια. χωρίς αρρώστιες, — κι αυτό είναι ασυνήθιστο για ένα αρχοντόπουλο στα εικοσιτρία του· είναι πονετικός, κατά πως ξέρω· τρυφερός, κατά πως ξέρεις· κι οπωσδήποτε άντρας, διαφορετικά δε θα ’βγαζε τόσο καλό όνομα μ’ εκείνη τη λάγνα τη χήρα, την Ιππολύτη, όσο ζούσε ακόμα ο δικός της άντρας : και μόνο γι’ αυτό το γεγονός, αγαπούλα μου, θα τον ήθελα δικό σου ! Παίνεψε έναν άντρα για τα χαρίσματά του, αλλά παντρέψου εκείνον που όταν μένει τσιτσίδι φτάνει και περισσεύει: αυτός κάνει για το κρεβάτι σου, και τέτοιος είναι ο σινιόρ Σοράντσο, μα τη ζωή μου, σου λέω.

Page 39: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

39

ΤΖΩΝ ΦΟΡΝΤ Μετ: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ

ΚΚΡΡΙΙΜΜΑΑ ΠΠΟΟΥΥ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΠΠΟΟΡΡΝΝΗΗ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Ο Σοράντσο πριν ερωτευθεί την Ανναμπέλα, είχε ξελογιάσει τη χήρα Ιππολύτη στη δολοφονία του άντρα της. ΙΙΠΠΠΠΟΟΛΛΥΥΤΤΗΗ Εγώ είμαι. Τώρα με γνωρίζεις ; Κοίταξε αυτήν, επίορκε, Που εσύ και η παράφορη λαγνεία σου έχουν ρημάξει. Το παθιασμένο σου αίμα το φιλήδονο έκανε τα νιάτα μου Περίγελο στον κόσμο και στα ουράνια· και θα ’μαι Τώρα ένα στολίδι να κοσμώ την ακόρεστη πολυγαμία σου ; Το ξέρεις, κάλπη, ακόλαστε, όταν η σεμνή μου Υπόληψη ήταν άσπιλη από πομπές και σκάνδαλα, Κανένα τέχνασμα του σατανά ή γήτεμα δε μπορούσε Να υποτάξει την τιμή της πάναγνης ψυχής μου. Τα μάτια σου με ικέτευαν με δάκρυα, κι η γλώσσα σου Με τόσους όρκους, που μια καρδιά από ατσάλι Θα λύγιζε από λύπηση, όπως η δική μου : Και η κατάκτηση του νόμιμού μου κρεβατιού, Κι ο θάνατος του αντρός μου πριν της ώρας του Απ’ την ατίμωσή του, και ο χαμός Της γυναικείας μου φύσης, θ’ ακριβοπληρωθούνε τώρα Με μίσος και με χλευασμό ; Όχι, μάθε, Σοράντσο, Πως η ψυχή μου σιχαίνεται τη σκέψη ότι μπορώ Και να σε φοβηθώ, όσο κι εσύ αηδιάζεις Στη θύμηση αυτών που γίναν μεταξύ μας... Εμένα μη με λες καλή, Και μη σκεφθείς με γαλιφιές ν’ απαλύνεις τη σκληράδα Των προσβολών σου : δεν πρόκειται η καινούρια σου Αγαπητικιά, η μελιστάλαχτη κυρία εμπορίνα σου να θριαμβεύσει Με το δικό μου πόνο : κι έτσι πες της χαιρετίσματα, Ότι έχω πιο ευγενική καταγωγή, και πολύ πιο ελεύθερη.

Page 40: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

40

ΛΟΠΕ ΝΤΕ ΒΕΓΚΑ Μετ: ΚΑΙΤΗ ΚΑΣΤΡΟ

ΦΦΟΟΥΥΕΕΝΝΤΤΕΕΟΟΒΒΕΕΧΧΟΟΥΥΝΝΑΑ (Προβατοπηγή)

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Λαουρένθια ,δυνατή, περήφανη και ψύχραιμη απευθύνεται στον δήμαρχο Εστεμπάν που είναι και πατέρας της. ΛΛΑΑΟΟΥΥΡΡΕΕΝΝΘΘΙΙΑΑ Μη με λες Κόρη σου... Για πολλούς, λόγους, και να, οι πιο σπουδαίοι : Άφησες να με κλέψουν τύραννοι, δίχως εκδίκηση να πάρεις, προδότες, δίχως να τρέξεις να με σώσεις. Ακόμα βλέπεις, δεν ανήκα στον Φροντόζο, για να δικαιολογηθείς πως τάχα κεινού τούπεφτε σαν άντρας μου, εκδίκηση να πάρει, κι όχι σένανε. Γιατί, πριν σκεπάσει η νύχτα του γάμου την τελετή, ο πατέρας κι όχι ο άντρας την ευθύνη του κοριτσιού την έχει όμοια με κόσμημα, μέχρι σ’ άλλα χέρια να το δώσει, κείνος που το πουλά φροντίζει μην το κλέψουν. Μπρος στα μάτια σας, ο Φερνάν Γκομέθ, στο σπίτι του με πήρε. Σα δειλοί βοσκοί· τ’ άμοιρο το πρόβατο, στο στόμα του λύκου τ’ αφήσατε. Πόσα σπαθιά είδα τα στήθη μου να τ’ απειλούν ! Τι βρωμερές επιθυμίες, τι λόγια, τι απειλές, και φοβέρες κι άλλες τόσες προσβολές, ανέχθηκα για να υπερασπίσω την αγνότητά μου από τις άνομες ορέξεις τους ! Κοιτάξτε τα μαλλιά μου, δε σας το μαρτυράνε ; Τάχα δε βλέπετε τα σημάδια απ’ τα χτυπήματα, το αίμα ; Άντρες είστε σεις ; Πατεράδες και θεοί ; Σεις, που οι καρδιές σας δε λυγάνε σα με βλέπετε σε τέτοιο κατάντημα σε τόση θλίψη βαθιά ; Πρόβατα είστε, καλά το λέει τ’ όνομα του χωριού : Φουεντεοβεχούνα. ΙΙροβατοπηγή δηλαδή ! Δώστε μου εμένα άρματα μια που σεις είστε από πέτρα, από ατσάλι, από μάρμαρο, μια κι είστε τίγρεις... Τίγρεις όχι,... όχι, γιατί θεριά ανήμερα γίνονται εκείνες, σαν κάποιος κλέψει το παιδί τους, και θανατώνουνε τους κυνηγούς πριν από τη θάλασσα προστάσουν να ξεφύγουν και μες στα κύματα πηδούν, για να τους κατασπαράξουν. Σεις γεννηθήκατε λαγοί δειλοί· βάρβαροι κι όχι γενναίοι Ισπανοί. Κλώσσες, που ανέχεσθε άλλοι άντρες τις δικές σας γυναίκες να χαίρονται. Τι κουβαλάτε ξίφη στο ζωνάρι σας ; Δε βάζετε καλύτερα ρόκες στη θέση τους ; Μεγαλοδύναμε Θεέ, τ’ ορκίζομαι πως μονάχες γυναίκες εμείς, πίσω το αίμα και την τιμή θε να πάρουμε, τους τυράννους θε να τιμωρήσουμε, τους προδότες να σκοτώσουμε. Κι αν σας πετροβολήσουνε, κλώστριες, κίσσες, να τι είστε γυναικωτοί κι άνανδροι ! Κι αύριο στολίζεσθε, με τις μαντήλες και τις φούστες μας, βάλτε μπόλικη πούδρα και κοκκινάδι. Ο διοικητής, θέλει τώρα, δίχως δίκη, δίχως ειδοποίηση καμιά τον Φροντόζο να κρεμάσει από του πύργου την πολεμίστρα. Και για όλους σας, το ίδιο θε να κάνει· κι εγώ, θα γελώ, ναι, γιατί σεις άνδρες σωστοί δεν είστε κι ας μείνει δίχως γυναίκες τούτη η πόλη η ξακουστή, κι ας ξανάλθει των αμαζόνων ο καιρός, φόβος και τρόμος των ανδρών !

Page 41: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

41

ΚΑΛΔΕΡΟΝ ΝΤΕ ΛΑ ΜΠΑΡΚΑ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΗΗ ΖΖΩΩΗΗ ΕΕΙΙΝΝΑΑΙΙ ΟΟΝΝΕΕΙΙΡΡΟΟ

Ημέρα Δεύτερη, Σκηνή Δέκατη Τρίτη.

Η Ροδαυγή έχει βρεθεί στο βασίλειο της Πολωνίας αναζητώντας τον Αντόλφο που την ατίμασε και ζητάει εκδίκηση. ΡΡΟΟΔΔΑΑΥΥΓΓΗΗ Θε μου, ποιος να μου το ’λεγε ! Βοήθεια που να βρω ; Ποιος θα μπόρειε να μου δώσει συμβουλή σε μια τόσο μπερδεμένη κατάσταση ; Άραγε να βρίσκεται άλλος κανένας που ο ουρανός τον κατατρέχει με βάσανα και πάθη ως τα δικά μου ; Μες στο μπλέξιμο αυτό. Τι έχω να κάμω ; Που ’ναι πράμα ανεβόλετο να υπάρχει προστασία πουθενά για παρηγόρια. Η πρώτη δυστυχία γεννάει τη δεύτερη, αφήνει η μια κληρονομιά την άλλη : πώς του φοίνικα η στάχτη ξεπουλιάζει, έτσι κι αυτές ! Πεθαίνουνε γεννώντας. Κάτι ξέρω κ’ εγώ ! Μα τι να κάμω στην περίσταση τούτη ; Αν μαρτυρήσω ποια ’μαι, ο Κλοτάλδος, που εστάθη μαζί μου προστάτης κ’ ευεργέτης, θα το πάρει σε προσβολή, γιατί μόνο αν σωπάσω μου ’ταξε να κερδίσει την τιμή μου και δίκιο να μου δώσει. Μ’ αν το κρύψω, ποιο τ’ όφελος ; Ο Αστόλφος, μόλις έρθει και με δει, μονομιάς θα με γνωρίσει, τι αν κρύβουνται η φωνή, τα μάτια, η γλώσσα, η ψυχή δεν μπορεί, θα φανερώσει πως λένε ψέματα. Αλί μου ! Τι να κάμω ; που και να θέλω να κρυφτώ, την ώρα τη δύσκολη, η καρδιά μου η πονεμένη θα μιλήσει : κανένας δεν ορίζει τον πόνο του ! Μα τι να μελετάω το ’να και τ’ άλλο, αν δεν τολμά η ψυχή μου ; ο πόνος θα τον βρει το δρόμο που ’χω να πάρω, αυτός απόφαση θα λάβει μια και καλή. Μα ίσαμε να ’ρθει η ώρα κείνη, στέρξε, ουρανέ, βοήθεια δώσ’ μου !

Β

Page 42: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

42

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΒΒ ΕΕ ΡΡ ΕΕ ΝΝ ΙΙ ΚΚ ΗΗ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Πέμπτη.

Η Βερενίκη απευθύνεται στον Τίτο. ΒΒΕΕΡΡΕΕΝΝΙΙΚΚΗΗ Ω ! άκαρδε ! Κι είναι η στιγμή να μου το πεις ; Τι έχανες ! Αλίμονο ! Πίστευα μ’ αγαπούσες. Στον έρωτά σου ολόψυχα δοσμένη Μόνο για σένα ζούσα. Δεν ήξερες τους νόμους Όταν πρώτη φορά σου είπα «Σε λατρεύω» ; Κοίτα ! μ’ οδήγησες στην έξαρση του πάθους ! Γιατί δεν είπες : «Βασίλισσά μου δύσμοιρη. Στάσου, μην προχωρείς, ελπίδες δεν υπάρχουν, Και την καρδιά σου να δεχτώ δεν μου αρμόζει» ; Όμως τη δέχτηκες, και μου τη δίνεις πίσω Τώρα που μες στα χέρια σου ποθεί να μείνει. Τόσες φορές η Ρώμη συνωμότησε Να μας χωρίσει. Γιατί, τότε, δεν μ’ έδιωξες ; Παρηγοριά θα μου έδιναν τόσα και τόσα, Για τον χαμό μου θα ’φταιγε ο πατέρας σου, Κράτος, λαός και σύγκλητος, η πλάση όλη, Όμως ποτέ αυτά τα χέρια σου, τα λατρεμένα. Η φανερή τους έχθρα, εδώ και χρόνια, Για κάθε όλεθρο μ’ είχε προϊδεάσει. Δεν θα δεχόμουν, κύριε, στυγνό το πλήγμα Τώρα που έλπιζα σε ευτυχία αιώνια, Τώρα που η αγάπη σου μπορεί τα πάντα, Κι η Ρώμη σιωπά, και ο πατέρας σου έχει πεθάνει, Κι η οικουμένη μπρος στα πόδια σου προσπέφτει, Κι απόμεινες μόνον εσύ, να με φοβίζεις. Βασίλεψε, άκαρδε, απόλαυσε τη δόξα. Έως εδώ, αρκεί. Τα μάτια μου έχουν ανοίξει, Ακούγοντας το στόμα σου, που ορκιζόταν Πως θ’ αγαπιόμαστε μέχρι τον θάνατό μας, Το ίδιο ετούτο στόμα εμπρός μου άπιστο, Παντοτινά, εξόριστη, να μ’ αποδιώχνει. Η ίδια θέλησα να ’ρθω και να σ’ ακούσω. Μα τώρα φτάνει. Δεν σε ακούω άλλο. Χαίρε για πάντα, κύριε, για πάντα ! ω, σκέψου, Τι λέξη απαίσια να πει ερωτευμένος ! Ένα μήνα, ένα χρόνο, πόσο θ’ αντέξουμε, Οι θάλασσες να μας χωρίζουν, κύριέ μου ; Τι κι αν χαράζει η μέρα, τι κι αν νυχτώνει, Ποτέ πια δεν θα ιδεί τη Βερενίκη ο Τίτος,

Page 43: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

43

Η μέρα θα περνά, κι ο Τίτος δεν θα υπάρχει ! Μα όχι κάνω λάθος ! Κι οι κόποι μου χαμένοι ! Αχάριστε, με τη φυγή μου αλαφρωμένος, Ως και τις μέρες θα μετράς της εξορίας, Μέρες για μένα απέραντες, θα ’ναι μικρές για σένα !

Page 44: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

44

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΒΒ ΕΕ ΡΡ ΕΕ ΝΝ ΙΙ ΚΚ ΗΗ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Εβδόμη.

Η Βερενίκη στους ηγεμόνες καθώς σηκώνεται. ΒΒΕΕΡΡΕΕΝΝΙΙΚΚΗΗ Αρκεί ! Σταθείτε, ω γενναίοι μου ηγεμόνες ! Σε τι απελπισία κι οι δυο μ’ έχετε φέρει ! Τι κι αν εσάς κοιτώ, το βλέμμα μου κι αν στρέφω, Βρίσκω παντού το πρόσωπο της αγωνίας, Δεν βλέπω παρά δάκρυα και δεν ακούω Άλλο από φρίκη, απόγνωση, θάνατο, αίμα,

(Προς τον Τίτο) Ζώντας κοντά μου, κύριε, θα το ’χεις νιώσει· Ποτέ δεν πόθησα, δεν ζήλεψα τον θρόνο. Της Ρώμης η αίγλη κι η πορφύρα των Καισάρων Ποτέ τα μάτια μου δεν μάγεψαν — το είδες ! Ήθελα αγάπη, ν’ αγαπώ, να μη χορταίνω αγάπη, Σήμερα όμως ένιωσα μέσα μου τρόμο. Ο έρωτάς σου πίστεψα είχε στερέψει. Έκανα λάθος ! Με λάτρευες ακόμα, Μέσα σου πάλευες, είδα τα δάκρυά σου. Η Βερενίκη δεν αξίζει τόσην έγνοια. Ούτε κι ο κόσμος, που μισεί τον έρωτά σου, Μα τώρα ξέφρενος τον Τίτο αποθεώνει Κι απολαμβάνει τους καρπούς της αρετής σου, Δεν θα ’πρεπε να στερηθεί αυτή τη χάρη. Ως τη στιγμή αυτή, εδώ και πέντε χρόνια, Σου πρόσφερα μιαν ανυπόκριτη αγάπη. Όμως δεν μου αρκεί· τη μαύρη τούτη ώρα, Το ύστατό μου δώρο σου προσφέρω· Θα ζήσω, υπάκουη στην εντολή σου. Χαίρε, Βασίλεψε. Στερνή φορά με βλέπεις.

(Προς τον Αντίοχο) Κι εσένα αυτός ο χωρισμός θα σ’ έχει πείσει Πως δεν θ’ αντέξω, αφήνοντας μια τέτοια αγάπη, Μακριά απ’ τη Ρώμη να δεχτώ τον έρωτά σου. Ω βασιλιά μου, ζήσε. Το μεγαλείο δείξε της ψυχής σου. Πάρε παράδειγμα εμένα και τον Τίτο· Κι αν αγαπιόμαστε, χωρίζουμε για πάντα. Μακριά μου πάρε τον καημό, τον οδυρμό σου.

Page 45: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

45

Χαίρε. Κι ας γίνουμε κι οι τρεις για τους αιώνες Το πρότυπο μιας αθεράπευτης αγάπης Και της πιο άτυχης που γνώρισε ο κόσμος. Όλα είν’ έτοιμα. Με περιμένουν. Θέλω να φύγω μόνη.

(Προς τον Τίτο) Χαίρε για πάντα, κύριε.

Β

Page 46: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

46

ΖΑΝ ΜΠΑΤΙΣΤ ΡΑΣΙΝ Μετ: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ

ΦΦ ΑΑ ΙΙ ΔΔ ΡΡ ΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πέμπτη.

Η Φαίδρα στον Ιππόλυτο. ΦΦΑΑΙΙΔΔΡΡΑΑ Ω! άσπλαχνε, τα έχεις όλα νιώσει. Σου είπα όσα έπρεπε τα μάτια σου ν’ ανοίξουν. Μάθε, λοιπόν, τη Φαίδρα κι όλη της τη μανία ! Ναι ! Σ’ αγαπώ. Μα μην σκεφτείς πως αγαπώντας σε Τον έρωτά μου αποδέχομαι και παριστάνω την αθώα. Και το φαρμάκι της αγάπης που τρελή τη σκέψη μου θολώνει Μη φανταστείς ότι νωθρά κι αυτάρεσκα το έχω θρέψει. Μιας Θεϊκής εκδίκησης άμοιρος στόχος, Απ’ ό,τι με αποστρέφεσαι ακόμα πιο πολύ εγώ σιχαίνομαι τον εαυτό μου. Μάρτυρες οι Θεοί, τούτοι οι Θεοί που μες στα σωθικά μου Όλο το γένος μου άναψαν με την ολέθρια φλόγα Τούτοι οι Θεοί που έδρεψαν άσπλαχνη δόξα Καρδιά θνητής αδύναμης παραπλανώντας. Αλλά και συ τα περασμένα για θυμήσου, Δε σε απέφευγα μονάχα, ω άσπλαχνε, σ’ έδιωχνα από μπροστά μου. Φρικτή, απάνθρωπη να σου φανώ είχα θελήσει· Καλύτερα να σου αντισταθώ, το μίσος σου γυρεύω. Μα ποιο το όφελος από τις άχρηστες αυτές φροντίδες; Όσο μ’ εχθρεύοσουν εσύ τόσο σε αγαπούσα. Καινούργια θέλγητρα τα βάσανα σου δίναν. Μες στις φωτιές, στα δάκρυα, ρεύω, στεγνώνω. Για τούτο να πειστείς τα μάτια σου αρκούνε, Για μια μόνο στιγμή αν καταδέχονταν να με κοιτάξουν. Τι λέω; Αυτά που ομολόγησα μόλις πριν λίγο, Τούτα τα αίσχη, θαρρείς πως με τη θέλησή μου Τα ’χω ομολογήσει ; Ανησυχώντας για το γιο μου, που δεν τολμούσα να προδώσω, Να ικετέψω ερχόμουνα μίσος να μην του δείξεις. Σχέδια ανίσχυρα καρδιάς που ξεχειλίζει απ’ αυτόν που αγαπάει ! Γι’ άλλον δε μίλησα, οϊμέ, παρά μόνο για σένα. Για έναν έρωτα φριχτό πάρε εκδίκηση, τιμώρησέ με. Αντάξιος γιος του ήρωα που σ’ έφερε στον κόσμο, Την πλάση απάλλαξε από ένα τέρας που σε οργίζει. Η χήρα του Θησέα τον Ιππόλυτο τολμά να αγαπά ! Τούτο τ’ απαίσιο τέρας μην σου ξεφύγει, πίστεψέ με. Να η καρδιά μου. Εδώ το χέρι σου ας χτυπήσει. Την, προσβολή που σου ’κανα θέλοντας να ξεπλύνω,

Page 47: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

47

Προς του σπαθιού σου κιόλας τη μεριά νιώθω να γέρνω. Χτύπα. Ή αν για τα χτυπήματά σου ανάξια με κρίνεις, Αν μια ποινή τόσο γλυκιά το μίσος σου μου αρνιέται, Ή αν το χέρι σ’ αίμα αισχρό φοβάσαι ότι θα βρέξεις, Αντί στο χέρι το δικό σου δώσε το ξίφος σου σε μένα.

Page 48: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

48

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

ΤΤ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΟΟ ΥΥ ΦΦ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Ντορίνα απευθύνεται στον Κλεάνθη. ΝΝΤΤΟΟΡΡΙΙΝΝΑΑ Αυτό δεν είναι τίποτα. Τον αφέντη να δείτε ! Τρεις χειρότερος αυτός ! Τον καιρό που είχαμε ταραχές στην πόλη, φέρθηκε φρόνιμα και γνωστικά, και με πολλή αντρεία υπηρέτησε το βασιλιά μας. Μα από Τότε που του μπήκε στο μυαλό η ιδέα να φορτωθεί τον Ταρτούφο, λες και του ’στριψε, ψύχωση έπαθε, καλέ, τον φόρεσε σαν πανοφώρι και τον φροντίζει πιο πολύ από γυναίκα, γιο και κόρη ! Τον συμβουλεύεται παντού, τον έχει μπιστικό του, του φανερώνει, Κύριε, το κάθε μυστικό του ! Σαν να ’τανε μαιτρέσα του τον έχει : τον χαϊδεύει, τον φροντίζει, του γελάει, με μια λέξη τον λατρεύει ! Αν πεις πια στο τραπέζι τους : Μη στάξει και μη βρέξει, πρώτος στρογγυλοκάθεται, πίνει και τρώει για έξι και μόλις κάνει να ρευτεί, ο αφέντης λέει «μόσχος». Πάει, τα ’χασε τα λογικά του ο αφέντης μου, και μόνο ο Ταρτούφος υπάρχει πια εδώ μέσα γι’ αυτόν. Αυτό είπε ο Ταρτούφος, εκείνο έκανε ο Ταρτούφος, ήρωας και προφήτης ο Ταρτούφος, θαύματα κάνει ο Ταρτούφος ! Και νααα ο αφέντης να κάθεται μ’ ανοιχτό το στόμα και να θαυμάζει... Από την άλλη μεριά, ο προκομμένος, που έχει καταλάβει με τι κορόιδο έχει να κάνει και ξέρει όλα τα τερτίπια για να τον θαμπώνει, δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί : μέρα δεν περνά που, με τις γαλιφιές του, να μην του αποσπάσει χρήματα. Κι αν πεις πια για μας, μας έχει καθίσει ολονών στο σβέρκο και κόβει και ράβει το στοματάκι του. Αμ δε λέτε που, τώρα τελευταία, άρχισε κι εκείνος ο αγιογδύτης ο υπηρέτης του να παίρνει αέρα και ν’ ανακατεύεται κι αυτός εκεί που δεν τον σπέρνουν ! Έρχεται μ’ αγριεμένο μάτι, μας κάνει παρατηρήσεις, πετάει στα σκουπίδια τις νταντέλες μας, το κοκκινάδι και τα φτιασίδια μας, και, τις προάλλες, ο μασκαράς έσκισε με τα χέρια του ένα μαντιλάκι γιατί το βρήκε, λέει, διπλωμένο μέσα σ’ ένα ψαλτήρι ! «Είναι θανάσιμο αμάρτημα να βάζουμε μέσα σ’ ένα ιερό αντικείμενο τα όργανα της διαφθοράς».

Page 49: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

49

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

ΤΤ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΟΟ ΥΥ ΦΦ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Πέμπτη.

Η Ελμίρα απευθύνεται στον Ταρτούφο με υποκρισία. ΕΕΛΛΜΜΙΙΡΡΑΑ Α! Πόσο λίγο ξέρετε τη γυναικεία καρδιά ! Δεν καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι σημαίνει μια άρνηση τόσο χλιαρή ; Πάντα, σε τέτοιες στιγμές, η σεμνότητά μας θα φέρει κάποια αντίσταση στα τρυφερά λόγια που ακούμε, και, όποιο αίσθημα κι αν μας κυριεύει, νιώθουμε κάποια ντροπή να το φανερώσουμε. Η πρώτη μας λέξη θα είναι πάντα αρνητική, μα ο τρόπος που αρνιόμαστε δείχνει πως η καρδιά μας έχει κιόλας παραδοθεί. Το στόμα μας, από ντροπή, μιλάει πάντα ενάντια στην καρδιά μας. Μα τέτοιου είδους αρνήσεις υπόσχονται τα πάντα. Ίσως μιλάω πολύ ανοιχτά, παραβλέποντας τη συστολή του φύλου μου. Αλλά, μια και έγινε η αρχή, για σκεφθείτε λίγο : θα είχα κάνει τόσες προσπάθειες για να συγκρατήσω το θυμό του Δάμι ; Θα είχα ποτέ καθίσει τόσο ήρεμη να σας ακούω να μου προσφέρετε την καρδιά σας, αν αυτή η προσφορά δε μου άρεσε ; Κι όταν με είδατε να επιμένω να αρνηθείτε το γάμο που σας πρότειναν, τι άλλο έδειχναν τα λόγια μου, παρά ενδιαφέρον για σας, και φόβο μήπως χρειαστεί να μοιραστώ με μια άλλη μια καρδιά που τη θέλω ολόκληρη ;

Page 50: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

50

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΜΜ ΙΙ ΣΣ ΑΑ ΝΝ ΘΘ ΡΡ ΩΩ ΠΠ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Τέταρτη.

Η Σελιμένη απευθύνεται στην Αρσινόη. ΣΣΕΕΛΛΙΙΜΜΕΕΝΝΗΗ Ω! σας εφχαριστώ πολύ, κυρία ! Με καθυποχρεώσατε κι αντίς να σας παρεξηγήσω, θέλω αμέσως να σας πληρώσω με την ίδια αγάπη. Γιατ’ άκουσα κ εγώ να λέει ό κόσμος για λόγου σας, που θίγουν την τιμή σας. Κι όπως σεις μου προφταίνετε ό,τι ακούτε να διαδίδουν εις βάρος μου, κ’ εγώ θ’ ακολουθήσω τ’ ωραίο παράδειγμά σας και θα σας πω για σας τι σούρνει ο κόσμος. Προχτές σ’ ένα γνωστό μου σπίτι εβρήκα μαζεμένο της κοινωνίας μας τ’ άνθος. Γι’ αληθινή αρετή μιλούσανε, όταν εγύρισε σε σας άξαφνα ο λόγος. Βρήκαν, πως τα σεμνά σας ήθη τάχα δεν είναι αληθινά. Προσποιημένο είπαν το σοβαρό εξωτερικό σας. Για φρονιμάδα πάντοτε μιλάτε και τρομαγμένη ξεφωνάτε, μόλις πούνε μια λέξη κάπως διφορούμενη· έχετε ιδέα μεγάλη του εαφτού σας κι από ψηλά με οίχτο κοιτάζετε όλους, τους άλλους νουθετείτε κι αφστηρά τα πλέον αθώα καμώματα επικρίνετε· Για όλα αφτά σας (μ’ αγάπη κ’ ειλικρίνεια σας τα λέγω) όλοι ομόφωνα σας βρίζαν. Τι χρησιμέβει το σεμνό της ύφος, κ’ η φρόνιμή της, λέγανε, θεωρία, όταν μέσα της είναι όλο κακία ; Νυχτόημερα προσέφχεται, μα δέρνει τις καμαριέρες κι ούτε τις πλερώνει. Από καμιά εκκλησιά δε λείπει κι όμως βάφεται για να κάνει την ωραία· στις ζωγραφιές σκεπάζει τα γυμνά, μα στην πράξη πολύ τ’ αποζητάει. Το μέρος σας εγώ, εννοείται, πήρα κ’ είπα, πως είναι αφτά συκοφαντίες, μα με ριχτήκαν όλοι τους σαν ένας κ’ είπανε, πως θα κάμνατε καλά

Page 51: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

51

να μη σας πολυνοιάζει για τους άλλους, μα να κοιτάτε τη δουλειά σας· πρώτα να μελετάμε πρέπει τον εαφτό μας κ’ ύστερα να επικρίνουμε τους άλλους και πρέπει να ναι υπόδειγμα η ζωή μας, αν θέλουμε τους άλλους να διορθώσουμε, και πιο καλά θα κάναμε, αν αφήναμε στους παπάδες τα χρέη του συμβουλάτορα. Σας ξέρω γνωστικιά πολύ κ’ ελπίζω να μην παρεξηγήσετε, κυρία, τα όσα μονάχα από θερμήν αγάπη κι αληθινό σας είπα ενδιαφέρο.

Page 52: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

52

ΜΟΛΙΕΡΟΣ Μετ: ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

ΜΜ ΙΙ ΣΣ ΑΑ ΝΝ ΘΘ ΡΡ ΩΩ ΠΠ ΟΟ ΣΣ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Σελιμένη απευθύνεται θυμωμένη στον Άλκη. ΣΣΕΕΛΛΙΙΜΜΕΕΝΝΗΗ Είστε τρελός, σας τύφλωσεν η ζήλεια. Άξιος δεν είστε να σας αγαπάω. Δε μου λέτε, τι τάχα μ’ αναγκάζει να ρίχνω τόσο χάμου τον εαφτό μου, να υποκρίνομαι την ερωτεμένη ; Κι αν άλλον αγαπούσα, για ποιο λόγο να μη σας το δηλώσω καθαρά ; Κι αφτή μου η καταφάνερη συμπάθεια δε μπόρεσε να σας μποδίσει ολίγο τόσο άστοχα να με υποψιαστείτε ; Α ! πώς το φέρσιμό σας με προσβάλλει ! Το ξέρετε, πως δε τολμά η γυναίκα να ομολογήσει λέφτερα,τι νοιώθει. Έτσι η ντροπή κ’ έτσ’ η τιμή απαιτούνε και την κάνουν σιωπώντας να υποφέρει. Κι αν τολμήσει να πει το μυστικό της, επιτρέπετ’ εκείνος ν’ αμφιβάλλει’. Και δεν εγκληματεί, σαν δεν πιστέβει ό,τι δύσκολα τόσο ομολογιέται ; Αν εσείς με υποψιάζεστε, έχω δίκιο να θυμώνω, να μη σας εχτιμάω. Είμαι πολύ κουτή, που ακόμα νοιώθω καλωσύνη για σας. Να δινα σ’ άλλον την αγάπη και την εχτίμησή μου, θα τανε δίκια τα παράπονά σας.

Page 53: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

53

ΜΑΡΙΒΩ Μετ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΡΒΕΡΗΣ

ΗΗ ΨΨΕΕΥΥΤΤΟΟΥΥΠΠΗΗΡΡΕΕΤΤΡΡΙΙΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Η Κόμισσα απευθύνεται στον Λέλιο. ΚΚΟΟΜΜ11ΣΣΣΣΑΑ Α, Κύριε αρκετά. ιδιότροπη, γελοία, φαντασιόπληκτη και επιπλέον κακόπιστη ! Τι κολακευτικό παρτραίτο! Δε σας αναγνωρίζω, Λέλιο, δε σας αναγνωρίζω. Με ξεγελάσατε. Ναι, η ζήλεια είναι κάτι που το έχω ανάγκη. Όχι όμως αυτή που μου δείχνετε τώρα ε-ε. και που είναι μια ζήλεια ανυπόφορη και μισητή γιατί βγαίνει από άρρωστο μυαλό σας. Σε σας η ζήλεια δεν είναι λεπτότητα, είναι φύσε?. κακός σας χαρακτήρας. Μα & Θα έψαχνα ποτέ να ρω τέτοιο... Η ζήλεια σας ήθελα να ‘ναι μια γλυκιά ανησυχία που Θα πήγαζε από μια καρδιά γεμάτη φυσική συστολή και τρυφερότητα.. και που & Θα ‘ταν Παρά μια ευπρόσδεκτη αμφιβολία για τον ίδιο σας τον εαυτό. Με μια τέτοια ζήλεια, Κύριε, δε βρίζει κανείς τα πρόσωπα που αγαπά· δεν τα βρίσκει ούτε γελοία, ούτε πανούργα, ούτε φαντασιόπληκτα. Το μόνο που φοβάται είναι μήπως πάψουν να το· αγαπούν, επειδή &ν πιστεύει πως αξίζει την αγάπη τους. Όμως όλα αυτά εσάς 6ε σας ενδιαφέρουν, γιατί δεν μπορεί να αφορούν μια ψυχή σαν τη δική σας. Εσείς ή παραφέρεστε ή οργίζεστε ή εξαπατάτε με πυροτεχνήματα. Υποψιάζεστε τα πάντα με τρόπο προσβλητικό. Δεν μπορείτε να νιώσετε εκτίμηση και σεβασμό για τους άλλους, ούτε βέβαια και να τους απο6εχθείτε όπως είναι. Στηρίζεστε σε μια απόδειξη ενός κάποιου χρέους, θεμελιώνοντας τα δικαιώματά σας πάνω στη λογική της συναλλαγής. Μια χάρτινη απόδειξη και χιλιάδες υποψίες ! Κι αυτό εσείς το λέτε αγάπη. Είναι μια αγάπη που με γεμίζει τρόμο. Κύριε. Αντίο !

Page 54: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

54

ΜΑΡΙΒΩ Μετ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΪΚΟΣ

ΤΤΟΟ ΠΠΑΑΙΙΧΧΝΝΙΙΔΔΙΙ ΤΤΟΟΥΥ ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑ ΚΚΑΑΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΤΤΥΥΧΧΗΗΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη.

Η Σίλβια απευθύνεται στον Δοράντη. ΣΣΙΙΛΛΒΒΙΙΑΑ Δεν ξέρεις τι λες. Στον γάμο, η λογική έχει μεγαλύτερη αξία από την ομορφιά. Εν ολίγοις, ζητώ έναν καλό χαρακτήρα, κι ένας καλός χαρακτήρας είναι είδος δυσεύρετο. Εκθειάζουν συχνά τον δικό τους, αλλά έχουν ζήσει μαζί του ; Οι άνδρες υποκρίνονται, κυρίως οι έξυπνοι άνδρες. Εγώ γνωρίζω άνδρες που στη συντροφιά τους παρουσιάζονται ως οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου. Η προσωποποίηση της ηρεμίας, της λογικής, της αβρότητας. Η φυσιογνωμία τους εγγυάται όλες τις αρετές. «Ο Έργαστος φαίνεται άνδρας λογικός, έχει τους ευγενέστερους τρόπους». Έτσι έλεγαν όλοι, ακόμη κι εγώ. Η φυσιογνωμία του είναι σαν καθαρός ουρανός, δεν ξεγελά κανέναν. Εμπιστεύετε με κλειστά μάτια λοιπόν αυτόν τον ήρεμο και ευπροσήγορο άνδρα ! Όμως ο Έργαστος, έπειτα από ένα τέταρτο της ώρας εξαφανίζεται για να παραχωρήσει τη θέση του σ’ έναν αγριάνθρωπο, φόβο και τρόμο ολόκληρης της οικογένειάς του. Ο Έργαστος παντρεύτηκε. Η γυναίκα, τα παιδιά του, ο υπηρέτης του μόνον αυτό το πρόσωπο γνωρίζουν, ενώ, έξω από το σπίτι του, φορά το προσωπείο της καλοσύνης και περιφέρει τον γνωστό αξιαγάπητο εαυτό του... Και τον Λέανδρο; Χαίρεσαι να τον βλέπεις! Στο σπίτι του όμως δεν βγάζει άχνα από το στόμα του, δε γελά αλλά ούτε και γκρινιάζει. Η ψυχή του είναι παγωμένη, μοναχική, απρόσιτη. Η ίδια η γυναίκα δεν τον γνωρίζει, &ν έχει μαζί του καμιά επαφή. Παντρεύτηκε ένα φάντασμα, ένα φάντασμα που βγαίνει απ’ το δωμάτιό του, έρχεται στο τραπέζι για φαγητό και σκορπά γύρω του τον μαρασμό, την παγωνιά και την πλήξη. Διασκεδαστικότατος σύζυγος, εν νομίζεις; .. Για τον Τέρσανδρο ; Τις προάλλες είχε ξεσπάσει πάνω στη γυναίκα του. Τότε φτάνω κι εγώ. Αναγγέλλουν την άφιξή μου, και τι βλέπω ; Έναν άνδρα να με υποδέχεται με ανοιχτές αγκάλες, με μία γαλήνη στο πρόσωπο, σαν Τίποτα να μην είχε συμβεί. Θα έλεγε κανείς πως μόλις είχε τελειώσει την πιο ευχάριστη συζήτηση. Τα χείλη και τα μάτια του γελούσαν ακόμη. Έτσι είναι οι άνδρες, υποκριτές! Ποιος Θα πίστευε ότι η γυναίκα του είναι δυστυχισμένη; Τη βρήκα σωστό ερείπιο, κατάχλωμη, με μάτια κατακόκκινα απ’ το κλάμα. ‘Ήταν όπως ίσως Θα είμαι κι’ εγώ, όταν Θα παντρευτώ. Η μελλοντική προσωπογραφία μου, ή το αντίγραφό της τουλάχιστον. Λιζέτ, τη λυπήθηκα. Θα ήθελες μια μέρα να με λυπάσαι κι εσύ; Δεν Θα είναι φριχτό; Σκέψου καλά τι μπορεί να είναι ένας σύζυγος.

Β

Page 55: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

55

ΚΑΡΛΟ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετ: ΑΝΝΑ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ

ΠΠ ΑΑ ΜΜ ΕΕ ΛΛ ΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Έκτη.

Η Πάμελα προς τον Ιππότη. ΠΠΑΑΜΜΕΕΛΛΑΑ Κύριε, είμαι μια φτωχή υπηρέτρια και σεις αφέντης μου. Εσείς ένας ιππότης και γω γέννημα-θρέμμα της μιζέριας. Όμως, σε δύο πράγματα είμαστε ίσοι : στη λογική και στην υπόληψη. Δεν θα με πείσετε με τίποτα πως έχετε κάμπια εξουσία πάνω στην υπόληψή μου ! Γιατί η λογική με διδάσκει πως είναι ένας θησαυρός, ανεξάρτητα σε ποιον ανήκει ! Το γαλάζιο αίμα των ευγενών είναι θέμα τυχαίο. Οι ευγενικές πράξεις χαρακτηρίζουνε τον ευγενή. Τι θέλετε να πει για σας ο κόσμος, κύριε, άμα πέσετε τόσο χαμηλά, με μια υπηρέτρια; Έτσι υποστηρίζετε την αξιοπρέπεια του ιππότη ; Και είσαστε άξιος του σεβασμού που απαιτεί η γενιά σας ; Μπορείτε να απαντήσετε με τη γλώσσα των άσωτων και των κατεργαραίων: ο άντρας δεν εξευτελίζεται ατιμάζοντας ένα φτωχοκόριτσο! Μα όλες οι κακές πράξεις εξευτελίζουν έναν ιππότη, και δεν υπάρχει πιο απαίσια, πιο αισχρή πράξη από το ν’ ατιμάζεις ένα κορίτσι. Τι μπορείτε να της δώσετε εσείς σ’ αντάλλαγμα της υπόληψής της; Χρήματα ; Α ! Ποταπή αμοιβή για ένα θησαυρό ανεκτίμητο ! Και τι απειλές που δεν μου αξίζουνε ! Κρατήστε τα χρήματά σας, χρήματα ατιμωτικά, ανάξια, που κολακευθήκατε πως θα τα προτιμούσα εγώ, καλύτερα από την τιμή μου ! (Ακουμπάει το βαλάντιο στο τραπεζάκι) Κύριε, ο λόγος μου παρατράβηξε, αλλά η λογική το απαιτούσε. Ό,τι είπα και όσα ακόμα θα μπορούσα να πω, είναι ελάχιστα μπροστά στο λεπτό θέμα της υπόληψής μου. Ετοιμαστείτε λοιπόν να με δείτε νεκρή, παρά να ενδώσω στην παραμικρή σκιά ατίμωσης... Ω, Θεέ μου !.. Θαρρώ πως τα λόγια μου προξένησαν κάποια εντύπωση στην ευγενική καρδιά σας... Στο κάτω-κάτω, εσείς, ιππότης μ’ ευγενική καταγωγή, έντιμος, δεν μπορεί, παρ’ όλο το πάθος που σας τυφλώνει, θα νιώσατε πώς εγώ σκέπτομαι πιο σωστά και δίκαια από σας ! Και... ίσως, ίσως να κοκκινίζετε που σκεφθήκατε τόσο άσχημα για μένα και να ικανοποιηθήκατε που σας μίλησα με τέτοια ειλικρίνεια... Μιλόρδε, σας το είπα. Σας ευχαριστώ που κρατήσατε το λόγο σας. Αυτό με κάνει να ελπίζω ότι έχετε αλλάξει γνώμη ύστερ’ απ’ όσα είπα... Μακάρι, το εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά ! Αυτές οι αρχές που σας ανέφερα, αυτά τα αισθήματα που με οδηγούν στη ζωή μου, είναι καρποί απ’ την ανατροφή που μου έδωσε η γλυκιά μου μακαρίτισσα... Και ίσως να είναι και έργο της όμορφης ψυχής της, που μας ακούει τώρα, η τύψη που νιώθετε, η αφύπνιση της αρετής σας, ώστε να υπερασπίσετε την πολύτιμη τιμή μου...

Ο

Page 56: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

56

ΚΑΡΛΟ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετ: Ν. ΠΟΡΙΩΤΗΣ

ΗΗ ΛΛΟΟΚΚΑΑΝΝΤΤΙΙΕΕΡΡΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Ένατη.

Η Μιραντολίνα μόνη. ΜΜΙΙΡΡΑΑΝΝΤΤΟΟΛΛΙΙΝΝΑΑ Ουφ! Τι τούρθε να μου πει! Ο πανευγενέστατος σιορ μαρκέζος Απενταρίας να με πάρει γυναίκα του; Αγκαλά κι αν ήθελε να με πάρει, θάταν κάποια μικρή δυσκολία. Δεν θα τον ήθελα εγώ. Μ’ αρέσει το ψητό, και με την τσίκνα δεν μπορώ να βέβαια να χορτάσω. Αν έπαιρνα όλους που μου είπαν πως θέλουν να με στεφανωθούν, ω! θάχα τώρα με το τσουβάλι τους άντρες! Όσοι έρχονται σ’ αυτή τη λοκάντα, όλοι μ’ ερωτεύονται, όλοι μου κάνουν τα γλυκά ματάκια, και τόσοι και τόσοι, μια και δυο μου προτείνουν να με στεφανωθούν. Κι αυτός ο σιορ ιππότης, που είναι άγριος σαν αρκούδα, να μου μιλά έτσι πρόστυχα και απότομα! Αυτός είναι ο πρώτος ξένος που πάτησε στη λοκάντα μου, ο οποίος δεν είχε την ευχαρίστηση να μ’ ανοίξει κουβέντες. Δεν λέγω πως τάχα όλοι μονομιάς πρέπει να μ’ ερωτεύονται, μα να με περιφρονεί έτσι δα, α! Αυτό ’ναι ένα πράγμα που μου ανακατώνει φοβερά τη χολή. Είναι, λέγει, εχθρός των γυναικών… δεν μπορεί ούτε να τις δει στα μάτια του. κακομοίρη άμυαλε! Δεν ευρήκε, φαίνεται, ακόμα τη γυναίκα που να ξέρει τη δουλειά της. Μα θα τήνε βρει. Θα τήνε βρει. Και ποιος ξέρει αν δεν την βρήκε κι όλας ; Μ’ αυτούς ίσα-ίσα πικάρομαι εγώ. Αυτοί που μου τρέχουν σαν ξεμυαλισμένοι το κατόπιν, πολύ γρήγορα μου γίνονται βαρετοί. Η αρχοντιά και τα μεγάλα ονόματα δεν ταιριάζουν σ’ εμένα. Τα πλούτη τάχω σε υπόληψη και δεν τάχω… Μ’ αρέσει μονάχα να με περιποιούνται, να με κολακεύουν, να με λατρεύουν. Αυτή ’ναι η αδυναμία μου, και αυτή ’ναι η αδυναμία επάνω κάτω όλων των γυναικών. Να παντρευτώ ούτε το βάζω στο νου μου, δεν έχω ανάγκη από κανένανε. Ζω τίμια, και χαίρομαι την ελευθερία μου. Γλυκομιλώ με όλους, μα δεν ερωτεύομαι ποτέ κανέναν. Μ’ αρέσει να παιζογελώ μ’ όλες αυτές τις καρικατούρες των ξεμυαλισμένων εραστών. Μ’ αρέσει να βάζω εις ενέργειαν όλη την πονηριά μου για να νικώ, να σπάζω και να κατακομματιάζω τις καρδιές των βαρβάρων και σκληρών ανδρών, που μάχονται εμάς, εμάς που είμαστε το καλλίτερο πράγμα που έφερε στον κόσμο η Δημιουργία!

Page 57: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

57

ΚΑΡΛΟ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετ: Ν. ΠΟΡΙΩΤΗΣ

ΗΗ ΛΛΟΟΚΚΑΑΝΝΤΤΙΙΕΕΡΡΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Εικοστή τρίτη.

Μιραντολίνα μόνη. ΜΜΙΙΡΡΑΑΝΝΤΤΟΟΛΛΙΙΝΝΑΑ Με όλα τα πλούτη του, με όλα τα ρεγάλα του, δεν θα μπορέσει ποτέ να με κάνει να τον ερωτευθώ. Και πολύ λιγότερο θα μπορέσει ο Μαρκέζος με την παρουσία του πούναι για γέλια. – Αν δεν μπορούσα να κάμω διαφορετικά παρά να διαλέξω έναν από τους δυο, βέβαια θα προτιμούσα εκείνον που ξοδεύει περισσότερα. Αλλά δεν με νοιάζει ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλον. Εβάλθηκα να ξελογιάσω τον ιππότη Νερολίθαρο, και δεν θάλλαζα αυτή την ευχαρίστηση ούτε με διαμαντικό δυο φορές μεγαλύτερο από τούτο. Θα βάλω τα δυνατά μου. Δεν ξέρω αν θα έχω την τέχνη και την επιτηδειότητα που έχουν αυτές οι δυο τετραπέρατες θεατρίνες, αλλά θα βάλω τα δυνατά μου. Ο Κόντες και ο Μαρκέζος, όση ώρα θα διασκεδάζουν μαζί μ’ αυτές, θα μ’ αφήσουν ήσυχη, κι εγώ θα μπορέσω με όλη την άνεσή μου να πάρω και να δώσω με τον Ιππότη. Μπορεί να μη νικηθεί κι αυτός; Ποιος είν’ αυτός που θα μπορέσει ν’ αντισταθεί σε μια γυναίκα, αφού της δίνει καιρό να βάλει εις ενέργειαν όλη την τέχνη; Όποιος φεύγει, μπορεί να μη φοβάται πώς θα νικηθεί. Αλλ’ αυτός που στέκει, που κάθεται κι ακούει, και νοστιμεύεται τα γλυκά λογάκια, ενωρίς ή αργά, θέλοντας και μη, θα πέσει νικημένος. (Βγαίνει).

Page 58: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

58

ΚΑΡΛΟ ΓΚΟΛΝΤΟΝΙ Μετ: Ν. ΠΟΡΙΩΤΗΣ

ΗΗ ΛΛΟΟΚΚΑΑΝΝΤΤΙΙΕΕΡΡΑΑ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεκάτη τρίτη.

Μιραντολίνα μόνη. ΜΜΙΙΡΡΑΑΝΝΤΤΟΟΛΛΙΙΝΝΑΑ Ω συφορά μου ! Τι κακό μ’ ευρήκε ! Αν με προφθάσει εδώ ο Ιππ6της, αλλοίμονό μου, Εδαιμονίστηκε ο καταραμένος. Φαντάσου να τον πείραζε ό σατανάς νάρχονταν εδώ ! Ας την κλειδώσω αυτή την πόρτα. (Αμπαρώνει την θύραν από

την οποίαν εισήλθε) Τώρα αρχίζω σαν να μετανοώ γι’ αυτό που έκανα· είναι αλήθεια πως διασκέδασα αρκετά όσο έβλεπα να τρέχει πίσω μου σαν το σκυλάκι ένας τέτοιος περήφανος άνδρας, ένας τέτοιος περιφρονητής των γυναικών, μα τώρα που έγινε έξω φρενών, βλέπω πως κινδυνεύει η υπόληψή μου, κ’ η ζωή μου ακόμη, Τώρα πρέπει να κάνω πειά τη μεγάλη απόφαση. Είμαι όλομόναχη, δεν έχω κανέναν που θα με υπερασπίζεται με την καρδιά που να με προστατεύει. Δεν είναι άλλος παρά αυτός ό αγαθός άνθρωπος ο Νικηφόρος, που θα μπορούσε να με βοηθήσει σε τέτοια περίσταση. Θα του υποσχεθώ πως θα τον πάρω... Μα όλο υποσχέσεις, υποσχέσεις ! Θα βαρεθεί κι’ αυτός επί τέλους, και δεν θα με πιστεύει... θάταν καλλίτερα να τον πάρω πραγματικώς. Το κάτω-κάτω της γραφής μ’ ένα τέτοιο γάμο μπορώ να ελπίσω πώς θα εξασφαλίσω τα συμφέροντά μου και την υπόληψή μου, χωρίς να χάσω την ελευθερία μου !

Page 59: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

59

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ

Κάμαρα.

Η Γκρέτα στην κάμαρά τη, στο ροδάνι της. ΓΓΚΚΡΡΕΕΤΤΑΑ Η ησυχία μου πάει, βαριά μου είναι ή καρδιά, δεν την ξαναβρίσκω ποτέ, ποτέ μου πια. Σαν δεν είναι μαζί μου, χάρος είναι η ζωή μου, όλη γύρω η πλάση σα να μου ’χει χολιάσει. Το δόλιο μου κεφάλι σα να είναι σαλεμένο, το δόλιο λογικό μου κατακομματιασμένο. Η ησυχία μου πάει, βαριά μου είναι η καρδιά, δεν την ξαναβρίσκω ποτέ, ποτέ μου πια. Αυτόν στο παραθύρι να δω μονάχα βγαίνω, έξω στο δρόμο μόνο γι’ αυτόν πηγαίνω. Το αγέρωχό του βήμα, το ευγενικό κορμί, και το χαμόγελό του, και της ματιάς η ορμή. Κ’ η μαγεμένη βρύση που τρέχει απ’ τη μιλιά του, κι όπως το χέρι σφίγγει, και αχ, το φίλημά του. Η ησυχία μου πάει, βαριά μου είναι η καρδιά, δεν την ξαναβρίσκω

Page 60: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

60

ποτέ, ποτέ μου πια. Το στήθος μου σε κείνον να ορμήσει λαχταρά, αχ να μπορούσα πάντα να τον κρατώ σφιχτά, Και όσο, όσο θέλω γλυκά να τον φιλώ, και μέσα στα φιλιά του να σβήσω, να χαθώ !

Page 61: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

61

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ

Μεσότειχα του Κάστρου.

Σ’ ένα βαθούλωμα του τείχου ένα εικόνισμα της Mater dolorosa και μπρος του βάζα με άνθη. Η Γκρέτα βάζει φρέσκα άνθη στα βάζα. ΓΓΚΚΡΡΕΕΤΤΑΑ Αχ γείρε, ω πολυπικραμένη, στη συμφορά μου σπλαχνικό το πρόσωπό σου ! Με την καρδιά σκισμένη και χιλιοσπαραγμένη κοιτάς το σταυρωμένο γιο σου. Στον πατέρα κοιτάζεις ψηλά, κι αναστενάζεις για τον πόνο εκεινού και το δικό σου. Ποιος το γνωρίζει πώς μου θερίζει ο πόνος μέσα τα σωθικά ; Πώς η καρδιά μου τρεμουλιάζει, τι λαχταρά και τι τρομάζει, συ, συ το ξέρεις μοναχά. Όπου κι αν πάω, όπου γυρνώ, πόσο πονώ, πονώ, πονώ εδώ στο στήθος μου βαθιά ! Κι αχ ! ότι μένω μόνη, κλαίω, κλαίω, κλαίω — λιώνει, ραγίζει μέσα μου η καρδιά. Τις γλάστρες στα παράθυρά μου τις πότισαν τα δάκρυά μου, σαν έκοψα πρωί θαμπά για σένα τα λουλούδια αυτά. Όταν ο ήλιος μπήκε πρωί στην κάμαρά μου, στην κλίνη καθιστή με βρήκε να κλαίω τη συμφορά μου.

Page 62: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

62

Βόηθα με ! γλίτωσέ με απ’ το κακό ! Αχ γείρε, ώ πολυπικραμένη, στον πόνο μου το πρόσωπό σου σπλαχνικό.

Page 63: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

63

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΦΑΑΟΟΥΥΣΣΤΤ

Φυλακή.

Η Μαργαρίτα στη φυλακή, καθισμένη χάμω. ΜΜΑΑΡΡΓΓΑΑΡΡΙΙΤΤΑΑ Η μάνα μου η πόρνη που μ’ έχει σκοτωμένο! Ο κατεργάρης ο πατέρας που μ’ έχει φαγωμένο! Η αδερφούλα μου η μικρούλα μου φύλαξε τα κόκαλα σε δροσερή μεριά. έτσι έγινα άγριο ωραίο πουλάκι. πέτα μακριά, πέτα μακριά! Έρχονται! Θάνατος πικρός! Αλίμονό μου! Αν είσαι άνθρωπος, νιώσε το κακό μου! Την εξουσία σε μένα αυτή, μπόγια, ποιος σου έχει δώσει; Μεσάνυχτα έρχεσαι. Γιατί; Θα ’ταν αργά, σαν ξημερώσει; Σπλαχνίσου με, να ζήσω δός μου! Αχ, είμαι ακόμα τόσο νέα! Και να πεθάνω! Ήμουν κι ωραία, κι αυτό ήταν ο χαμός μου. Κοντά μου ήταν ο φίλος, τώρα είναι μακριά μου, σπασμένο το στεφάνι, τ’ άνθη σκόρπια χάμου. Ω μη με πιάνεις τόσο δυνατά! Λυπήσου με! Τι σου έχω καμωμένο; Σκληρή μην έχεις την καρδιά, Δε σ’ έχω στη ζωή μου εγώ ιδωμένο! Στην εξουσία σου τώρα μένω. Μόνο άσε πρώτα να βυζάξω το μικρό. Τη νύχτα αυτή το χάδευα οληνώρα. Μου το πήραν, να μου κάνουν κακό, και το ’χω γω σκοτώσει, λένε τώρα. Δε θα χαρώ ποτέ ξανά. Κόσμος κακός! Μου έχει τραγούδια βγαλμένα! Έτσι τελειώνει μια ιστορία παλιά, τι τη λεν για μένα;

Page 64: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

64

Γονάτισε, τους άγιους να κράξουμε! Τήρα κάτω απ’ αυτή τη θύρα, στα σκαλιά εμπρός ο Άδης βράζει! Ο Πονηρός με οργή δεινή τη γη ταράζει.

Page 65: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

65

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΙΙΦΦΙΙΓΓΕΕΝΝΕΕΙΙΑΑ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Ιφιγένεα μόνη. ΙΙΦΦΙΙΓΓΕΕΝΝΕΕΙΙΑΑ Είναι λοιπόν του αντρός δικαίωμα μόνο τ’ ανάκουστα έργα ; Σφίγγει αυτός μονάχα τ’ αδύνατα στο βίαιο αντρείο στήθος ; Τι λεν μεγάλο ; Την ψυχή τι υψώνει του ιστορητή μ’ ευλάβεια, τ άλλο πάρεξ του τολμηρού τ’ άθλα τ’ απίστευτα ; Όποιος τη νύχτα σ’ εχτρικό στρατό μονάχος γλιστρά σα φλόγα ξαφνική, με λύσσα στους κοιμισμένους πέφτει και σε κείνους που ξυπνούν, ώσπου απ’ όσους πήραν θάρρος σπρωγμένος, σ’ εχτρικά άλογα καβάλα με λάφυρα γυρίζει ωστόσο, εκείνος δοξάζεται μονάχα ; Μόνον όποιος καταφρονώντας σίγουρο ένα δρόμο, παράβολος γυρνά βουνά και λόγκους, να καθαρίσει απ’ τους ληστές μια χώρα ; Σε μας δε μένει τίποτε ; Μην πρέπει το φυσικό της δίκιο ν’ αρνηθεί μια τρυφερή γυναίκα ; Με τους άγριους άγρια να γίνει, σαν τις Αμαζόνες το δίκιο του σπαθιού να σας αρπάξει, το σκλάβωμά της να εκδικήσει μ’ αίμα ; Τόλμημα μέγα μέσα μου σαλεύει : Κατάκριση δεινή δε θα γλυτώσω και βαριά συμφορά, αν δε μου πιτύχει. Στα γόνατά σας όμως το απιθώνω ! Αν είστε αληθινοί, όπως σας υμνούνε, βοηθώντας με ας το δείξετε και δω μ’ εμέ ας δοξάστε την αλήθεια ! — Ω μάθε βασιλιά, πως χαλκεύεται μια απάτη κρυφή· τους σκλάβους άδικα γυρεύεις· φευγάτοι είναι, τους φίλους πάνε νάβρουν που με το πλοίο προσμένουν στο ακρογιάλι. Ο πιο μεγάλος απ’ αυτούς, που εδώ η μανία τον είχε πιάσει και γιατρεύτει τώρα — είναι ο αδερφός μου ο Ορέστης, κι ο άλλος φίλος παιδικός, μπιστεμένος του ο Πυλάδης. Απ’ τους Δελφούς ο Απόλλωνας τους στέλνει με προσταγή θεϊκή στο γιαλό τούτο,

Page 66: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

66

της Άρτεμης να κλέψουν την εικόνα και να του παν την αδερφή, και τάζει γι’ αυτό απ’ τις Ερινύες να ελευτερώσει τον ένοχο του φόνου της μητέρας. Τώρα στα χέρια σου έχω παραδώσει εμάς τους δύο που μένουμε απ’ το γένος του Ταντάλου : Αν τολμάς — αφάνισέ μας !

Page 67: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

67

ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ Μετ: ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ

ΤΤΟΟΡΡΚΚΟΟΥΥΑΑΤΤΟΟ ΤΤΑΑΣΣΣΣΟΟ

Πράξη Τίτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Λεονόρα μόνη. ΛΛΕΕΟΟΝΝΟΟΡΡΑΑ Η όμορφη, εγενική καρδιά, τι πόνο μου κάνει αλήθεια ! Τι θλιβερή κλήρα στο μεγαλείο της έλαχε ! Αυτή χάνει... Και φαντάζεσαι εσύ πως θα κερδίσεις ; Είναι, λοιπόν, ανάγκη αυτός να φύγει ; Ανάγκη λες πως είναι, για δικού σου μόνο και μόνο ν’ αποτάξεις τούτη την καρδιά και τον οίστρο που ως τα τώρα μοιράζεσαι με μια άλλη... Κ’ είναι, τάχα, άνιση ή μοιρασιά ; Τίμιο το βρίσκεις φέρσιμο τέτοιο ; Μη δεν είσαι, τάχα, πλούσια αρκετά ; Και τι σου λείπει ακόμη ; Σύζυγος, γιος, σειρά, ομορφάδα, πλούτος ; Όλα αυτά τα ’χεις και ζητάς και κείνον μαζί μ’ όλα αυτά να ’χεις ; Μήνα, τάχα τον αγαπάς ; Μα και γιατί άλλο, τότες, να τον χάσεις δε θες ; Ομολόγησέ το στον εαυτό σου ! Πόσο γοητευτικό ’ναι ν’ άντηλαρίζεσαι η ίδια στ’ όμορφό του το πνέμμα ! Μη διπλά τρανή δε θα ’ναι, διπλά όμορφη, η ευτυχία, με το τραγούδι του αν θα μας παίρνει και μας ανεβάζει ως τ’ ουρανού τα σύννεφα ; Για φθόνο θα ’σαι άξια τότε πια ! Θα ’σαι ! Δε θα ’χεις παρά κτήμα δικό σου μόνον ό,τι πολλοί θα λαχταρούσαν. θα το ξέρουν, θα το γνωρίζουν όλοι αυτό που θα ’χω ! Τ’ όνομά σου η πατρίδα σου θα λέει κι’ απάνω σου τα βλέμματά της θα ’χει στραμένα από άκρη σ’ άκρη. Τέτοια, κρίνω, της ευτυχίας ή πιο υψηλή κορφή ‘ναι. Λάουρα, λοιπόν, το μόνο όνομα θα ’ναι που θ’ αντηχεί στα τρυφερά χείλη όλα : Μόνο ο Πετράρχης το δικαίωμα θα ’χει την άγνωστη Όμορφή του, Θεά να κάνει ; Πού να ’ναι ο άντρας αυτός που θα μπορούσε να συγκριθεί με τον δικό μου φίλο ;

Page 68: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

68

Καθώς ο κόσμος τον τιμά, κ’ οι κόσμοι που θα ’ρθουνε κι’ αυτοί θα τον τιμήσουν μιλώντας τ’ όνομά του. Πόσο θα ’ναι θαυμάσιο, να τον έχεις, μες στη λάμψη της ζωής αυτής, κοντά σου ! Και μαζί του να συντυχαίνεις μ’ αλαφρό το ζάλο τα ερχόμενα ! Και, τότε, μήτε ο χρόνος μήτε τα γερατειά δε θα μπορούνε να σε βλάψουν και μήτε ή ντροπιασμένη κατακραυγή, που την τραβά το κύμα, πότε από δω, πότε από κει, τής δόξας. Το εφήμερο, αιώνιο αυτός το κάνει με το τραγούδι του. Όμορφη, μακάρια, θα ’σαι πάντα, για πάντα, όταν ο κύκλος των πραγμάτων από καιρό θα σ’ έχει σύρει μαζί του πια.— Το δίχως άλλο, πρέπει να τον κερδίσεις· από κείνη δεν παίρνεις τίποτα, άλλωστε, και τούτη ή κλίση της σ’ αυτό τον άξον άντρα μ’ όλα τα πάθη μοιάζει τα δικά της, που φωτίζουν καθώς και το γαλήνιο του φεγγαριού το φως μέσα στη νύχτα μ’ οίκονομία φωτά τόν ταξιδιώτη στο στενό μονοπάτι του : δεν έχουν θέρμη καμιά, μηδέ ηδονή σκορπούνε, μηδέ χαρά της ζωής. Μακρυά, θα χαίρει, μονάχα ευτυχισμένο να τον ξέρει, καθώς χαιρόταν όταν κάθε μέρα τον έβλεπε. Κ’ ύστερα δα δεν έχω σκοπό μηδέ απ’ αυτήν μηδέ από τούτη την Αυλή με το φίλο μου, για πάντα να ξοριστούμε : Θα ξανάρθω πάλι και θα τον ξαναφέρω. Έτσι θα γίνει !— Βλέπω όμως, τον τραχύ να ’ρχεται φίλο : Ας δούμε πώς μπορώ να τον μερώσω.

Page 69: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

69

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΛΛΟΟΥΥΙΙΖΖΑΑ ΜΜΙΙΛΛΛΛΕΕΡΡ (ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΡΡΑΑΔΔΙΙΟΟΥΥΡΡΓΓΙΙΑΑ)

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Έβδομη.

Η αποκάλυψη της Λουίζας είναι η αρχή του τέλους για τους ραδιούργου. ΛΛΟΟΥΥΙΙΖΖΑΑ (Ψύχραιμη και με υψηλοφροσύνη) Και αν πράγματι τον ανακαλύπτατε, τι μ’ αυτό ; Ας πούμε πως με μια περιφρονητική κίνηση της φτέρνας σας ανακαλύπτατε το ασήμαντο σκαθάρι που ο δημιουργός του του έχει δώσει, σαν προστασία, απέναντι στην κακομεταχείρισή του, και ένα κεντρί ; Δεν φοβάμαι την εκδίκησή σας, Μιλαίδη. Μια ταλαίπωρη θανατοποινίτισσα, δεμένη στον τροχό του μαρτυρίου, γελάει σαν βλέπει να ’ρχεται η συντέλεια του κόσμου. Και η δυστυχία μου έχει τόσο αυξηθεί, που ακόμα και η ειλικρνειά μου δεν μπορεί να την κάνει μεγαλύτερη.

(Μετά από παύση, πολύ σο6αρά)

Θέλετε να με βγάλετε από την ταπεινότητα της καταγωγής μου, να με ανυψώσετε. Δεν θέλω να εξετάσω σε τι οφείλεται η ύποπτη τιμή που θέλετε να μου κάνετε. Θα ’θελα μόνο να ρωτήσω, ποιο πράγμα παρακίνησε τη Μιλαίδη να με θεωρήσει τόσο ανόητη, ώστε νομίζει πως θα κοκκινίζω από ντροπή για την ταπεινοσύνη της καταγωγής μου ; Τι της δείνει το δικαίωμα να θεωρήσει τον εαυτό της υποχρεωμένο να μου αλλάξει την τύχη μου ; Και μάλιστα, πριν θελήσει να μάθει, αν θα δεχόμουνα καταρχήν να πάρω από τα χέρια της τη χάρη τούτη ; Εγώ, έχω κιόλας ξεσκίσει μέσα μου οποιαδήποτε αξίωση πάνω στις χαρές του κόσμου τούτου. Παραιτήθηκα κιόλας από την ευτυχία μου, που μου είχε έρθει τόσο βιαστικά και πρόωρα. Για ποιο λόγο να την ξαναδεχτώ από σας, από τα χέρια σας ; Κι όταν ο ίδιος ο Θεός κρύβει από τα μάτια του δημιουργήματός του τις αχτίδες του φωτός του, τότε γιατί πρέπει οι άνθρωποι να ’ναι τόσο φριχτά φιλεύσπλαχνοι ; Πώς συμβαίνει, Μιλαίδη, η τύχη, η ευτυχία που μου προσφέρετε, να έχει τόση ανάγκη από τη ζήλεια και το θαυμασμό της δυστυχίας, ώστε να της την ζητιανεύει ; Έχει τόση ανάγκη η χαρά σας από την απελπισία του άλλου ; Ω, καλύτερα ! Χίλιες φορές καλύτερα να μου χαρίζατε την τύφλωση που συμβαδίζει με τη βαριά μου μοίρα. Το μικρότερο έντομο νιώθει τόσο ευτυχισμένο μέσα σε μια στάλα νερό, και νομίζει πως είναι ένα θεϊκό βασίλειο, πριν του πουν πως υπάρχουν ωκεανοί, με φάλαινες που κολυμπούν και στόλοι που ταξιδεύουν ! Αλλά θέλετε στ’ αλήθεια την ευτυχία μου ; Θέλετε να κάνετε την τύχη μου ; Το θέλετε, Μιλαίδη ;

(Μετά από παύση, ξαφνικά) Εσείς είστε ευτυχισμένη. Μιλαίδη ; (Εκείνη, νιώθει το πλήγμα και απομακρύνεται, η Λουίζα την ακολουθεί, με το χέρι της στο στήθος) Έχει τούτη

Page 70: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

70

η καρδιά ακόμα τη γελαστή θωριά της κοινωνικής σας τάξης ; Και αν ήτανε τώρα να κάνουμε μιαν αλλαγή — να αλλάξουμε η μια την καρδιά και την τύχη της άλλης — να πάρω εγώ τη δική σας τύχη και εσείς τη δική μου μοίρα — και αν με την παιδική αθωοσύνη — ειλικρινά, σας ρωτούσα, σαν να ’σαστε η ίδια η μητέρα μου, θα με συμουλεύατε να επιχειρήσω, ειλικρινά, τούτη την αλλαγή.

Page 71: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

71

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΛΛΟΟΥΥΙΙΖΖΑΑ ΜΜΙΙΛΛΛΛΕΕΡΡ (ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΡΡΑΑΔΔΙΙΟΟΥΥΡΡΓΓΙΙΑΑ)

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Όγδοη.

(Η ηθική δύναμη της Λουίζα λειτουργεί αφυπνιστικά ακόμη και στην αντεράστριά της, Λαίδη που καταλύεται από το μεγαλείο της Λουίζα και βρίσκει δύναμη να δραπετεύσει απ’ την πώρωση της εξουσίας και της ευκολίας που της προσφέρει το κρεβάτι του Δούκα) ΛΛΑΑΙΙΔΔΗΗ Τι ήταν αυτό που είπε, η δυστυχισμένη ; Ακόμα, ω ουρανέ, ακόμα ξεσκίζουν τ’ αυτιά μου τα λόγια εκείνα που τόσο απαίσια με καταδίκασαν : «Πάρτε τον», ποιον, δυστυχισμένη ; Αυτόν που μου χαρίζεις με τον επιθανάτιο ρόγχο σου ; Το τρομαχτικό κληροδότημα της απελπισίας σου ; Θεέ μου ! Θεέ μου ! Τόσο χαμηλά ξέπεσα λοιπόν ; Τόσο ξαφνικά σωριάστηκα χάμω, κάτω από το θρόνο της περηφάνειας μου, που χρειάζεται να περιμένω πεινασμένα, σαν μια ζητιάνα, μεγαλοδωρία της, που εκείνη μου ρίχνει από το νεκροκρέβατό της σαν ανταμοιβή μου ; «Πάρτε τον», λέει ! Και αυτό ειπωμένο με ένα τόνο που — με ένα βλέμμα που — Χα ! Αιμιλία ! Για τούτα λοιπόν θέλησες να ξεπεράσεις τα όρια του γυναικείου σου φύλου ; Για τούτα έπρεπε να ξεπορνέψεις ακόμα και το όνομα μιας μεγάλης αγγλικής οικογένειας ; Για να ’ρθει να σε ξεμπροστιάσει με την αρετή της η πιο δυστυχισμένη από τις κοπέλες του λαού ; Όχι, άμοιρη ! Όχι, περήφανη κόρη ! Όχι ! Μπορεί να σου είναι επιτρεπτό να κάνεις την Αιμιλία Μίλφορδ να ντρέπεται, αλλά όχι και να την προσβάλεις ! Γιατί και εγώ έχω τη δύναμη, ναι, να τον απαρνηθώ ! (Με μεγαλόπρεπο ύφος, βηματίζοντας) Φύγε μακριά μου, αδύναμο γυναικείο πλάσμα — απομακρυνθείτε για πάντα, γλυκειές χρυσές εικόνες του έρωτα — από δω και μπρος, οδηγός μου μόνος θα ’ναι η μεγαλοψυχία ! Αυτό το ερωτευμένο ζευγάρι είναι χαμένο, εκτός αν η Μίλφορδ εξαφανίσει την απαίτησή της, και σβηστεί μια για πάντα από την καρδιά του πρίγκιπα ! — (Μετά από παύση, ζωηρά) Έγινε ! Πάει, το φοβερό εμπόδιο εξαφανίστηκε, κόπηκαν όλα τα δεσμά ανάμεσα σε μέναν και στο Δούκα, πάει ξεριζώθηκε από τα στήθη μου τούτη η οργισμένη αγάπη ! Και τώρα, στην αγκαλιά σου, ρίχνομαι, ω αρετή μου! Πάρε πάλι στα χέρια σου, την παλιά σου κόρη, την Αιμιλία — την Αιμιλία τη μετανιωμένη ! Α, πόσο καλά αισθάνομαι, ξαφνικά ! Πόσο ξανάλαφρη ! Πόσο ανυψωμένη ! Μεγάλη, σαν ένας ήλιος το ηλιοβασίλεμα, καθώς πέφτω από το ζενίθ του μεγαλείου μου, καθώς η λαμπρότητα της ζωής μου πεθαίνει μαζί με την αγάπη μου, και δεν έχω άλλο να με συνοδεύει έξω από την καρδιά μου, σε τούτη την περήφανη απάρνηση ! (Αποφασισμένα πηγαίνει στο σκρίνο) Τώρα λοιπόν, κι αμέσως ! Τώρα πρέπει να γίνει, και τούτη τη στιγμή, πριν η γοητεία του αγαπημένου μου αγοριού μου ξαναματώσει την καρδιά.

Page 72: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

72

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Μαρία στην Ελισάβετ. ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ Πούθε ν’ αρχίσω, πού να ’βρω τα λόγια τα φρόνιμα, που δίχως να πληγώσουν θ’ αγγίξουν την καρδιά σας ; Δώσε, Θεέ μου, στην ομιλία μου δύναμη και βγάλ’ της κάθε κεντρί. Μα για τον εαυτό μου δεν μπορώ να μιλήσω, δίχως πάλι κακό να πω για σας, και δεν το θέλω. Φερθήκατε σ’ εμένα μ’ έναν τρόπο όχι σωστό, γιατί βασίλισσα είμαι κι εγώ, και με κρατήσατε σα σκλάβα· ήρθα άσυλο γυρεύοντας, κι εσείς, τους ιερούς της ξενίας πατώντας νόμους και των εθνών το δίκαιο απέναντί μου, στη φυλακή με κλείσατε, μου πήραν και φίλους και υπηρέτες με ασπλαχνία, σε στέρηση άπρεπη έμεινα, με στήσαν μπρος σ’ ατιμωτικό ένα δικαστήριο... Μα ας τ’ αφήσουμε τούτα· αιώνια λήθη τα φριχτά βάσανά μου ας τα σκεπάσει. Ας πω πως ήταν όλ’ αυτά μοιραία. Δε φταίτε εσείς, δε φταίω κι εγώ, ένα πνεύμα ήρθε κακό απ’ την άβυσσο, ν’ ανάψει στις καρδιές μας το μίσος, που απ’ τα χρόνια τα νεανικά μας έχει χωρισμένες. Άξαινε αυτό μ’ εμάς, και την απαίσια φλόγα άνθρωποι κακοί του τη σιμπούσαν. Τρελοί θιασώτες αρματώναν χέρια, πού κανείς δεν τους ζήτησε τη βοήθεια. Αυτή ’ναι η μαύρη μοίρα των ρηγάδων : διαιρούν τον κόσμο, όταν αυτοί μαλώσουν, και ξαμολάν τις Ερινύες του μίσους. — Δεν έχει ξένο στόμα ανάμεσά μας,

(Την πλησιάζει μ’ εμπιστοσύνη και με ύφος χαϊδευτικό) είμαστε τώρα η μια μπροστά στην άλλη. Πέστε, αδερφή μου, ποιά ’ναι η ενοχή μου και πλέρια ικανοποίηση θα σας δώσω. Αχ, να μ ακούατε τότε, που ζητούσα

Page 73: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

73

με τόση επιμονή ν’ ανταμωθούμε. Δε θα ’φταναν τα πράματα όπου φτάσαν, κι ή θλιβερή συνάντηση σε τούτη τη θλιβερή δε θα γινόταν θέση.

Page 74: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

74

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Ελισάβετ στη Μαρία.

ΕΕΛΛΙΙΣΣΑΑΒΒΕΕΤΤ Με φύλαξε απ’ αυτό η καλή μου η τύχη, στον κόρφο μου την όχεντρα να βάλω. — Στη μοίρα μην τα ρίχνετε, η καρδιά σας η μαύρη φταίει και η άγρια του σπιτιού σας δοξομανία. Χωρίς ανάμεσά μας τίποτα να ’χει γίνει, μου κηρύχνει τον πόλεμο ο παπάς ο λυσσασμένος, ο θείος σας, που τ’ αυθάδικό του χέρι κατά τους θρόνους όλους το ξαμώνει· σας ξεμυάλισε αυτός το οικόσημό μου να πάρετε, να σκώσετε απαιτήσεις στο θρόνο μου, να μπείτε σε μια πάλη για ζωή και για θάνατο μ εμένα. Ενάντια μου ξεσήκωσε τα πάντα, σπαθιά λαών και γλώσσες ερωμένων, της θρησκόληπτης τρέλας τ’ άγρια όπλα. Και στην ειρηνική μου ακόμα χώρα της ανταρσίας μου σίμπησε τις φλόγες. Αλλά ο Θεός είναι μ’ εμέ· τη νίκη δεν κέρδισε ό παπάς ο φαντασμένος. Για το δικό μου ετοίμαζε κεφάλι το χτύπημα, και πέφτει το δικό σας ! Θα με μποδίσει ποιος ; Τους βασιλιάδες ό θείος σας τους εδίδαξε, πως πρέπει με τους οχτρούς να κλειούν ειρήνη : η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου σκολειό μου ας γίνει ! Δίκαιο εθνών για με ή συγγένεια τι ’ναι ; Απ’ τα καθήκοντα όλα η Εκκλησία μας λύνει, αγιάζει αυτή τους ορκοπάτες και τους βασιλοχτόνους. Των δικών σας παπάδων τα μαθήματα εφαρμόζω. Για σας ποια εγγύηση θα ’χα, αν τα δεσμά σας Τα ’λυνα μεγαλόψυχα ; Πού να ’βρω μια κλειδαριά την πίστη σας να κλείσω που να μην την ανοίγει του άγιου Πέτρου το κλειδί ; Μόνη ασφάλεια είναι η βία. Δε γίνονται με φίδια συμφωνίες.

Page 75: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

75

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Έκτη.

Η Ελισάβετ στον Μπέρλι. ΕΕΛΛΙΙΣΣΑΑΒΒΕΕΤΤ Σήμερα τη ζωή μου ’χετε σώσει Από μαχαίρι δολοφόνου. Αχ, Τάλμποτ, γιατί να μην τ’ αφήσετε στο δρόμο του ; Έτσι οι αντιγνωμίες θα ’χαν τελειώσει, και αγνή, λευκή, μακριά απ’ αμφιβολίες στον ήσυχό μου τάφο θα κειτόμουν. Με κούρασε η ζωή και η εξουσία. Από τις δυο βασίλισσες αν είναι ανάγκη η μια να πέσει, για να ζήσει η άλλη — κι είναι ανάγκη αυτό, το βλέπω — δε γίνεται να φύγω εγώ ; Επιστρέφω τα κυριαρχικά δικαιώματά του στο λαό, κι ας κρίνει εκείνος, ας διαλέξει. Μάρτυς μου ο Κύριος, πως για του λαού μου έζησα το καλό, κι όχι για μένα. Πιο ευτυχισμένες αν ελπίζει μέρες Από τη Στούαρτ αυτή, την καλοπιάστρα και την πιο νέα βασίλισσα, ευχαρίστως το θρόνο αυτόν αφήνω, και στου Γούντ - στοκ ξαναγυρνώ την ήσυχη μοναξιά, εκεί που απλά τη νιότη μου έχω ζήσει, κι όπου, μακριά από μάταια μεγαλεία, βρήκα το μεγαλείο μες στην ψυχή μου... Δεν έχω εγώ πλαστεί για κυβερνήτρα ! Στον κυβερνήτη χρειάζεται σκληρότη, κι εμέ η καρδιά μου είν’ απαλή. Για χρόνια κυβέρνησα τη χώρα ευτυχισμένα, γιατί δεν είχα τίποτα να κάμω παρά να δίνω σ’ όλους ευτυχία. Τώρα βαρύ βασιλικό ήρθε χρέος, πρώτη φορά, κι η δύναμή μου σβήνει.

Page 76: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

76

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Έκτη.

Η Μαρία είναι ντυμένη λευκά και γιορτινά. Στο λαιμό της έχει ένα μενταγιόν κρεμασμένο από μικρόκλονο κομπολόι. Από τη μέση της κρέμεται ένα κομποσκοίνι. Κρατάει έναν εσταυρωμένο στο χέρι και στο κεφάλι φοράει διάδημα. Ο μεγάλος μαύρος της πέπλος είναι ριγμένος πίσω. Καθώς μπαίνει, όλοι κάνουν πίσω κατά τις δυο μεριές, με την έκφραση της σφοδρότερης λύπης. Ο Μέλβιλ με μιαν αυθόρμητη κίνηση γονατίζει. ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ (Κοιτάζοντας ολόγυρα με ήρεμο μεγαλείο) Τι κλαίτε και βογγάτε ; Θα ’πρεπε όλοι να χαίρεστε μαζί μου, που το τέρμα σιμώνει των βασάνων μου, που πέφτουν τα δεσμά μου, που ανοίγει η φυλακή μου και μ’ αγγέλων φτερά πετά η ψυχή μου, ολόχαρη, στην αιώνια ελευτερία. Στα χέρια της αγέρωχης εχθράς μου σαν ήμουν, υποφέροντας ανάξια κι άπρεπα για μια ρήγισσα μεγάλη και λεύτερη, τότε έπρεπε να κλαίτε ! Ο Χάρος τώρα, ο σοβαρός μας φίλος, σιμώνει λυτρωτής μου κι ευεργέτης ! Σκεπάζει με τις μαύρες του φτερούγες την καταφρόνια· ή ώρα του θανάτου εξευγενίζει το βαθιά πεσμένον. Νιώθω ξανά το στέμμα στο κεφάλι και την αξιοπρέπεια στην ψυχή μου !

(Προχωρώντας λίγα βήματα) Εδώ είν’ ό Μέλβιλ ; Σηκωθείτε επάνω, ευγενικέ μου σερ ! Στο θρίαμβο είστε της ρήγισσάς σας κι όχι στη θανή της. Μου δόθηκε μια ανέλπιστη ευτυχία, που η φήμη μου δε θα ’ναι, σαν πεθάνω, ολάκερη στα χέρια των οχτρών μου, πού ομόδοξος και φίλος παραστέκει για μάρτυρας την ώρα που πεθαίνω. —Πέστε μου, ιππότη ! Αφότου από κοντά μου σας πήραν, πώς περάσατε σε τούτη την εχθρική κι αφιλόξενη χώρα ; Πολύ συχνά ή ψυχή μου σας γνοιαζόταν. Πριν απ το θάνατό μου και την άλλη Να ’χα ευτυχία, κανέναν τής γενιάς μου αγαπημένον ν’ αγκαλιάσω ! Πρέπει ανάμεσα σε ξένους να πεθάνω, και μόνο εσάς θα δω να με θρηνείτε.

Page 77: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

77

—Τις τελευταίες ευκές για τους δικούς μου μπιστεύομαι σ’ εσάς, πιστέ μου Μέλβιλ. Την ευλογία μου δίνω στο γαμπρό μου, το φιλόχριστο ρήγα, όπως και σ’ όλη τη ρηγική οικογένεια τής Γαλλίας. Δίνω την ευλογία μου και στο θειο μου, τον καρδινάλιο, και στον ξάδερφό μου τόν ‘Ερρίκο τόν Γκίζη. Στου Χριστού μας τον άγιο τοποτηρητή τον πάπα την ευλογία μου δίνω, που κι εκείνος δίνει σ’ εμένα τη δική του· ακόμα το ρήγα τον καθολικό βλογάω, που θέλησε γενναιόψυχα να γίνει εκδικητής μου και σωτήρας μου. Είναι όλοι τους στη διαμήκη μου γραμμένοι· δε θα περιφρονήσουνε, κι ας είναι φτωχικά, της αγάπης μου τα δώρα.

(Γυρίζοντας προς τους υτηρέτες της) Στο ρηγικό αδερφό μου τής Γαλλίας σας έχω εσάς συστήσει· θα φροντίσει για σας, μια νέα πατρίδα να σας δώσει. Κι αν τη στερνή τιμάτε θέλησή μου, μη μείνετε στη χώρ’ αυτή των Άγγλων, να μη χαρεί η περήφανη καρδιά τους στη συμφορά σας, να μη δουν πεσμένους στη σκόνη αυτούς πού μ’ έχουνε δουλέψει. Τάξτε μου στην εικόνα του Χριστού μας να φύγετε, σαν κλείσω εγώ τα μάτια, απ’ την καταραμένη τούτη χώρα. Ό,τι είχα, εγώ η φτωχιά κι ή ρημαγμένη, κι ήταν στην εξουσία μου να το δώσω, το μοιράζω σε σας· θα σεβαστούνε την τελευταία θέλησή μου, ελπίζω. Κι ό,τι φορώ στο δρόμο το θανάτου δικό σας είναι — Αφήστε μου για λίγο μια εγκόσμια λάμψη, ενώ στα ουράνια πάω.

(Στις γυναίκες) Σ’ εσάς, Γερτρούδη, Αλίκη, Ροζαμούντα, τα ρούχα αφήνω, τα διαμαντικά μου· εύφρανση βρίσκει η νιότη στα στολίδια. Σ’ εσένα, Μαργαρίτα, είναι το πρώτο τής μεγαλοψυχίας μου χρέος, γιατί

Page 78: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

78

μένεις ή πιο δυστυχισμένη απ’ όλες. Η διαθήκη μου δείχνει ότι σ’ εσένα δεν τιμωρώ το φταίξιμο του αντρός σου. Πιστή Γιαννούλα εσέ δε σε θαμπώνει των πετραδιών ή λάμψη το χρυσάφι. Η μνήμη μου για σε το πιο ακριβό ’ναι στολίδι. Πάρε τούτο το μαντίλι. Το χέρι μου το κέντησε για σένα στου πόνου μου τις ώρες, το ποτίσαν τα θερμά μου τα δάκρυα. Θα μου δέσεις με το μαντίλι αυτό τα μάτια μου, όταν θα φτάσει εκείνη η ώρα· αυτή τη χάρη τη θέλω απ’ την καλή μου τη Γιαννούλα. Σιμώστε με όλοι, για να σας πω το τελευταίο μου χαίρε

(Απλώνει τα χέρια της· όλοι, ο ένας ύστερ’ από τον άλλον, πέφτουνε στα πόδια της και φιλούνε το χέρι της με αναφιλητά)

Έχε γεια, Μαργαρίτα. Αλίκη γεια σου. Μπούργκοϋν, ευχαριστώ για τις πιστές σας υπηρεσίες. Το στόμα σου είναι φλόγα, Γερτρούδη μου. Μισήθηκα πολύ, μα και πολύ αγαπήθηκα ! Ένας άντρας ευγενικός ας κάμει ευτυχισμένη την καλή μου Γερτρούδη· η φλογερή της καρδιά ζητάει αγάπη. Μπέρτα, εσύ η νύφη του Χριστού ποθείς να γίνεις. Ω μην αργείς το τάμα σου να κάμεις. Αυτός ο κόσμος είναι ψεύτης· πάρε παράδειγμα απ’ τη ρήγισσά σου !... Φτάνει ! Έχετε γεια ! Έχετε γεια, για πάντα !

(Αποτραβιέται γρήγορα από κοντά τους· όλοι φεύγουν εξόν από το Μέλβιλ)

Page 79: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

79

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΜΜΑΑΡΡΙΙΑΑ ΣΣΤΤΟΟΥΥΑΑΡΡΤΤ

Πράξη Πέμπτη, Σκηνή Δέκατη.

Η Ελισάβετ μόνη. ΕΕΛΛΙΙΣΣΑΑΒΒΕΕΤΤ Τι σκλάβος όποιος για το λαό δουλεύει ! Πόσο έχω κουραστεί να κολακεύω το είδωλο αυτό, που απ’ της ψυχής τα βάθη περιφρονώ ! Α η αισχρή δουλεία ! Πότε θα ’μαι λεύτερη πια στο θρόνο απάνω ; Ανάγκη να τιμώ την κοινή γνώμη, να κυνηγάω τον έπαινο του πλήθους, να ευχαριστώ έναν όχλο, που τ’ αρέσουν οι αγύρτες. Βασιλιάς σωστός δεν είναι όποιος χρωστά να ευχαριστεί τον κόσμο. Εκείνος είναι, που σε κάθε ενέργεια κανέναν δε ρωτά αν τ’ αρέσει ή όχι. Γιατί να δείξω πάντα δικαιοσύνη να δείξω μίσος στην αυθαιρεσία, κι έτσι η ίδια τα χέρια μου να δέσω στην πρώτη αυτή αναγκαία βίαιη πράξη ; Το παράδειγμα, που ’χω δώσει ή ίδια, ή καταδίκη μου είναι τώρα ! Αν ήμουν τυραννική, όπως ήταν η Σπανιόλα Μαρία, στο θρόνο εδώ η προκάτοχός μου, βασιλικό αίμα θα ’χυνα, χωρίς καμιά κατάκριση. Όμως η ίδια, αλήθεια, διάλεξα αυτή τη δίκια πολιτεία ; Η ανάγκη ή παντοδύναμη, πού δένει τη λεύτερη βουλή των βασιλιάδων, μου ’χει επιβάλει αυτή την αρετή. Απ’ οχτρούς κυκλωμένη, στήριγμα άλλο στο θρόνο αυτόν, που δε μου αναγνωρίζουν, απ’ τού λαού δεν έχω την αγάπη. Η Ευρώπη πολεμάει να μ’ εξοντώσει. Ο πάπας μου πετάει το ανάθεμά του, φιλί προδοτικό η Γαλλία μου δίνει, και πόλεμο ανοιχτόν και λυσσασμένον στα πέλαα μου ετοιμάζει η Ισπανία. Με ολάκερο έναν κόσμο πολεμάω μια αδύναμη γυναίκα ! Με μεγάλες πρέπει αρετές του δίκιου μου τη γύμνια να κρύβω, το λεκέ της γέννησής μου, που μου κόλλησε ο ίδιος μου ο πατέρας.

Page 80: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

80

Μάταια τον κρύβω... Των οχτρών το μίσος τον ξεσκεπάζει, και μού στήνει αντίκρυ, παντοτινό μου σκιάχτρο, αυτή τη Στούαρτ. Α, αυτός ο φόβος πρέπει να τελειώσει ! Πρέπει να λείψει αυτή. Ποθώ ησυχία ! — Αυτή είν’ ή Λάμια τής ζωής μου, πνεύμα τυραννικό, που η Μοίρα μου έχει στείλει... Όπου φυτέψω μια χαρά, μια ελπίδα, τής κόλασης το φίδι βρίσκω εμπρός μου. Τον εραστή μου παίρνει, το μνηστήρα μου τον αρπάζει. Κάθε δυστυχία, που θα με βρει, τη λεν Μ α ρ ί α Σ τ ο ύ α ρ τ. Αν αυτή ξεγραφτεί απ’ τον κόσμο, θα είμαι λεύτερη πια σαν το βουνίσιο αγέρα.

(Διακοπή) Περιφρονητικά που με κοιτούσε, σα να ’θελε η ματιά της να με κάψει ! Α δόλια. Πιο γερά είναι τ’ άρματά μου· για θάνατο βαρούν και πας για πάντα !

(Πηγαίνοντας με γοργό βάδισμα στο τραπέζι κι αρπάζονταν την πένα) Για σε είμαι νόθα ; — Κακομοίρα ! Ναι, είμαι, όσο εσύ, ζεις και βρίσκεσαι στον κόσμο. Μόλις σε σβήσω, σβήν’ η αμφιβολία της γέννησής μου. Σα δε θα ’χει ο Άγγλος για να διαλέξει, θα ’μαι γεννημένη μέσα στο γνήσιο νυφικό κρεβάτι ! (Υπογράφει με γρήγορη, σταθερή πενιά, ύστερα αφήνει την πένα να πέσει και τραβιέται πίσω με έκφραση τρόμου. Έπειτα

από λίγο, χτυπάει το κουδούνι)

Page 81: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

81

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Ι. ΛΑΜΨΑΣ

ΗΗ ΠΠΑΑΡΡΘΘΕΕΝΝΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΟΟΡΡΛΛΕΕΑΑΝΝΗΗΣΣ

Πρόλογος, Σκηνή Τετάρτη.

Η Ιωάννα μόνη. ΙΙΩΩΑΑΝΝΝΝΑΑ Βουνά μου, έχετε γεια, χρυσές βοσκές μου και σεις ήσυχοι κάμποι μπιστεμένοι ! Δε θάϊδετε ξανά την Ιωάννα, για πάντα πια η φτωχή σας χαιρετίζει ! Λειβάδια μου, που επότισα, δέντρα μου, που εφύτεψα, μην πάψετε να ανθήτε ! Σπηλιές μου, έχετε γεια, και κρύες βρύσες ! [Αντίλαλέ μου εσύ, φωνή του κάμπου γλυκειά, που στα τραγούδια μου απαντούσες, μισεύω και ξανά δε θα γυρίσω !] Ω τόποι εσείς των ήσυχων χαρών μου, αχ, σας αφήνω πίσω μου για πάντα ! Αρνιά μου, σκορπιστείτε στα φαράγγια ! Χωρίς βοσκό κοπάδι τώρα θάειστε. Γιατί άλλο έχω κοπάδι να βοσκήσω στο ματωμένο κάμπο του κινδύνου. Θεού καλεί με πνεύμα, δε με σπρώχνει καμιά λαχτάρα μάταιη κι’ επίγεια ! Τι εκείνος, που απ’ τις φλόγες ενός βάτου στις ράχες του Χωρήβ εφανερώθη, για νάειπη στο Μωυσή να τρέξει αμέσως μπροστά στο Φαραώ, κι’ είχε διαλέξει έναν απλό βοσκό για παλικάρι, το τέκνο του Ιεσσαί, κι’ έδειξε πάντα σ’ άξιους βοσκούς την άπειρή του χάρη, απ’ τα κλαδιά του δέντρου τούτου μούειπε : «Σύρε, για με στη γης να μαρτυρήσεις ! Τραχύς χαλκός θα σφίξει το κορμί σου κι’ ατσάλι το λεπτό σου, κόρη, στήθος, αγάπη αντρός δε θάμπει στην καρδιά σου με φλόγα αμαρτωλή γήινου πόθου ! Δε θάιδεις γάμου στέφανο στην κόμη κι ούτε στο στήθος όμορφο παιδάκι, μια απ’ όλες τις γυναίκες μόνο εσένα με πόλεμου τιμές θε να λαμπρύνω ! Γιατί, όταν οι αντρειότεροι δειλιάσουν και φτάσει πια το τέλος της Γαλλίας, θα πάρεις τη χρυσή μου τη σημαία κι’ όπως τα στάχια η γρήγορη θερίστρα,

Page 82: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

82

τον άγριο νικητή θε να θερίσεις. Της τύχης τον τροχό του θα γυρίσεις, θα σώσεις και το Ρεμς και τη Γαλλία και συ το βασιλιά σου θε να στέψεις !» Σημάδι μου υποσχέθηκε ο Θεός μου, το κράνος στέλνει. Εκείνος τόχει στείλει ! Με δύναμη Θεού το σίδερό του με αγγίζει και το θάρρος με φλογίζει των Χερουβείμ. Με σπρώχνει μεσ’ στης μάχης, το σάλο με της θύελλας τη βιάση. Το πρόσταγμα της μάχης με φωνάζει, καλπάζει το άτι, οι σάλπιγγες ηχούνε !

Page 83: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

83

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Ι. ΛΑΜΨΑΣ

ΗΗ ΠΠΑΑΡΡΘΘΕΕΝΝΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΟΟΡΡΛΛΕΕΑΑΝΝΗΗΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Ενάτη.

Η Ιωάννα απολογείται. ΙΙΩΩΑΑΝΝΝΝΑΑ Πατέρα σεβαστέ, με λεν Ιωάννα. Ασήμαντη είμαι κόρη ενός τσομπάνου του Ντομ - Ρεμύ μικρού χωριού, που ανήκει στης Τουλ την ενορία και φυλάγω από παιδί τα αρνάκια του πατέρα. — Συχνά άκουγα να λεν για τους νησιώτες, που εδιάβηκαν στη χώρα μας και θέλουν να μας σκλαβώσουν όλους κι’ έναν ξένο να βάλουν στο κεφάλι μας για Ρήγα, που αγάπη δε θε νάχει στο λαό μας. Σαν άκουσα, πως πήραν το Παρίσι και σε όλη μας τη χώρα εξουσιάζουν, ικέτεψα τη μάννα του Θεού μας να σώσει απ’ την ντροπή της αλυσίδας της ξένης το λαό και το δικό μας το Ρήγα τον καλό να μας φυλάξει. Μπροστά από το χωριό μας μια είναι εικόνα πανάρχαια της Δέσποινας, που πάντα πολλοί προσκυνηταί σ’ αυτή συχνάζουν, και μια βελανιδιά κοντά της στέκει, δέντρο θαυματουργό που όλοι τη λένε. [Στον ήσκιο της χαρούμενη εκαθόμουν, σαν έβοσκα τα αρνιά, γιατί ετραβούσε το δέντρο την καρδιά μου κι’, αν στα βράχια θε νάχανα ποτές κανένα αρνάκι, μου τόδειχνεν ευθύς το όνειρο πάντα, οπούβλεπα στο δέντρο κοιμισμένη. —] Και μια νυχτιά που εκάθομουν με ευλάβεια στο δέντρο κι’ αντιστέκομουν στον ύπνο, εφάνηκεν η Δέσποινα εμπροστά μου, σημαία και σπαθί κρατώντας, κι’ όμως ντυμένη, όπως εγώ, σα βοσκοπούλα, και μούειπε : «Εγώειμαι ! Σήκω κι’ ας τα αρνάκια ! Σε άλλο σε κράζει ο Πλάστης έργο ! Πάρε ετούτη τη σημαία και ευθύς ζώσου τη σπάθη αυτή ! Με τούτη του λαού μου να σβήσεις τους εχτρούς και να οδηγήσεις του Πλάστη σου το γυιο στο Ρεμς αμέσως κι’ εκεί με την κορώνα να τον στέψεις

Page 84: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

84

του Ρήγα !» Κι’ είπα : «Πως μια τέτοια πράξη εγώ να την τολμήσω, ένα κορίτσι αδύνατο κι ανήξερο από μάχες ! » Κι’ εκείνη μου απανταέι : «Μια αγνή παρθένα στη γη κάθε μεγάλο κατορθώνει, αν κλείσει στην επίγεια την αγάπη για πάντα την καρδιά της. Κοίτα εμένα ! Καλό κι’ αγνό, καθώς εσύ, κορίτσι εγέννησα τον Κύριο και Θεό σου κι’ επήρα θεία φύση ! — Και μου αγγίζει τα βλέφαρα κι’ εγώ ψηλά κοιτώντας, θωρώ τον ουρανό γεμάτο αγγέλους, που εκράταγαν κατάσπρους όλοι κρίνους κι’ ολόγλυκες σκορπούσαν μελωδίες. — Τρεις νύχτες στη σειράν έτσι, εφαινόταν η Δέσποινα και μούκραζε : «Ιωάννα, σε άλλο σε κράζει ο Πλάστης έργο ! Σήκω !» Την τρίτη πια τη νύχτα θυμωμένη με εμάλλωσε πικρά με αυτά τα λόγια : «Η υπακοή είναι χρέος της γυναίκας στη γη κι’ η υπομονή η βαριά της μοίρα. Τραχειά μόνο δουλειά την εξαγνίζει. Αυτή, που θα δουλέψει εδώ, μεγάλη ψηλά θε νάειναι !» Λέγοντας ετούτα το φόρεμα πετά της βοσκοπούλας κι’ εφάνει σαν βασίλισσα εμπροστά μου ουράνια με λαμπάδα μύριων ήλιων κι’ ευθύς σύγνεφα ολόχρυσα την φέρνουν σιγά, σιγά στη χώρα της αιώνιας, της θείας της χαράς κι’ απ’ τη ματιά μου την κρύψαν πια...

Page 85: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

85

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΣΙΛΛΕΡ Μετ: Ι. ΛΑΜΨΑΣ

ΗΗ ΠΠΑΑΡΡΘΘΕΕΝΝΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΟΟΡΡΛΛΕΕΑΑΝΝΗΗΣΣ

Πράξη Τετάρτη, Σκηνή Πρώτη.

Η Ιωάννα μόνη μετά τη μάχη.

ΙΙΩΩΑΑΝΝΝΝΑΑ Ησύχασαν πια τα άρματα, τις μάχες χοροί τις ακλουθούνε και τραγούδια. [Στους δρόμους όλους εύθυμα χορεύουν, γιορτής κάθε εκκλησιά λάμψη στολίζει. Με πράσινα κλαδιά χτίζονται αψίδες, τους στύλους τριγυρνούν ανθοστεφάνια.] Το Ρεμς πια δε χωρεί τους τόσους ξένους, που ως κύμα στη γιορτή απ’ ολούθε τρέχουν. Και μια χαρά τα στήθη όλα φλογίζει και μια κάθε ψυχή σκέψη εγκολπώνει. Ως τώρα όσους τα μίση είχαν χωρίσει, κοινή χαρά για πάντα τους ενώνει. Μονάχα νάεισαι Γάλλος, τούτο φτάνει περφάνεια για να αισθάνεσαι. Μια λάμψη το στέμμα το παλιό καινούργια παίρνει κι’ η χώρα προσκυνάει το Βασιλιά της. Μα εμέ, πούφερα τούτη τη λαμπράδα, αναίσθητη με αφήνει όλη η αναγάλλια της χώρας ! Η καρδιά μου πια έχει αλλάξει ! Πετάει μακριά από τούτο το γιορτάσι και τρέχει στο στρατόπεδο των Άγγλων ! Πλανιέται στον εχτρό μακριά το βλέμμα και πρέπει από τους φίλους να ξεφεύγω, το κρίμα της καρδιάς μου για να κρύβω. [Εγώ να κρύβω εικόνα αντρός στο αγνό μου στήθος ; Να χτυπάει για αγάπη γης τούτη η καρδιά, που ουράνια λάμψη τη φωτάει ; Η σώστρα νάειμαι του λαού κι’ η πολεμάρχα του Θεού και γιάνα εχτρό να ξεψυχήσω ; Πώς να το πω του αγνού του ηλιού κι’ απ’ τη ντροπή μου να μη σβήσω ;

(Η μουσική πίσω από τη σκηνή γυρίζει σιγά, σιγά σε μαλακή και συγκινητική μελωδία)

Τρισαλλοί σε με, τι τόνοι ! Πώς πλανεύουν μου τα αυτιά !

Page 86: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

86

Στον καθένα των προσβάλλει κι η φωνή του κι η ματιά ! Αχ, ας έμπαινα στης μάχης τη φωτιά και τη βουή, το παλιό μου όλο το θάρρος θάειχα πάλι ξαναβρεί ! Τούτοι οι αχοί και τούτοι οι τόνοι πώς μου δένουν την καρδιά, αχ, σε δάκρυα πόθου λιώνει κάθε δύναμή μου πια!]

(Κατόπιν από κάποια διακοπή, με περισσότερο πάθος) Να τον σκοτώσω ; Πώς θε να ημπορούσα κοιτώντας τον στα μάτια ; Στα δικά μου τα στήθη το σπαθί κάλλιο να μπήξω ! Γιατί έδειξα ανθρωπιά, έχω κριματίσει ; Το σπλάχνος είναι κρίμα ; — Σπλάχνος ! Κι’ είχες του σπλάχνους τη φωνή και της συμπόνοιας ακούσει και στους άλλους που εχτυπούσες ; [ Γιατί εβουβάθηκε, όταν σούχε πέσει στα πόδια ο ωραίος νηος της Ουαλλίας ;] Παμπόνηρη ! Στο αιώνιο φως λες ψέμα, δε σε έσπρωξεν η αγνή φωνή του σπλάχνους ! Γιατί να τον κοιτάξω μεσ’ στα μάτια ! Γιατί να ιδώ την ώρια τη μορφή του ! Με αυτή σου τη ματιά, δυστυχισμένη, αρχίζει και το κρίμα σου ! Γυρεύει τυφλά εργαλεία ο πλάστης και με μάτια τυφλά έπρεπε και συ να τον δουλέψεις ! Αχ, μόλις είδες, σε άφησε του Πλάστη η ασπίδα και στα βρόχια του Άδη εμπήκες !

(Οι αυλοί ξαναρχίζουν κι’ η Ιωάννα πέφτει σε ήρεμη μελαγχολία) [Να μη σε άλλαζα, ραβδί μου, αχ, ποτές με το σπαθί, να μην είχε θρόι στα αυτιά μου Δέσποινά μου, να μην είχες στη φτωχιάν εμέ φανεί, να το στέμμα σου, έπαρέ το, δεν το αξίζω η ταπεινή ! Τα επουράνια είδα, Παρθένα, των μακάρων το χορό, μα στη γη έχω τις ελπίδες κι’ όχι πια στον ουρανό !

Page 87: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

87

Αχ, γιατί σε εμέ να δόσεις τέτοια κλήση τρομερή, πως καρδιά εγώ να σκληρύνω, πούχεις πλάσει τρυφερή ; Θες το Κράτος σου να δείξεις ; Να διαλέξεις μόνο αγνά πνεύματα, που δίχως κρίμα ζουν στα αστριά τα φωτεινά, που η χαρά κι’ ο μαύρος πόνος στην καρδιά των δε χωρεί, κι όχι μια φτωχιά βοσκούλα, μια παρθένα τρυφερή ! Τι νογούσα εγώ από μάχες και μαλλώματα Ρηγών, πούβοσκα τα αθώα αρνιά μου στις κορφούλες των βουνών ; Κι’ όμως μέφερες σε τούτη τη ζωή και πια έχω μπει μεσ’ στο κρίμα, μα δεν ήταν αχ, για μένα η κλήση αυτή !]

Page 88: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

88

ΕΡΡΙΚΟΣ ΦΟΝ ΚΛΑΪΣΤ Μετ: K. ΚΑΡΘΑΙΟΣ

ΟΟ ΠΠΡΡΙΙΓΓΚΚΙΙΠΠΑΑΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΧΧΟΟΜΜΠΠΟΟΥΥΡΡΓΓΚΚ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Πρώτη.

Η Ναταλία απευθύνεται στο θείο της. ΝΝΑΑΤΤΑΑΛΛΙΙΑΑ Ω, αυτό το φταίξιμο, όμοιο με γαλανό ξανθόμαλλο παιδί, που θα έπρεπε, προτού καν να ψελλίσει «συχώρεσέ με», να το είχε σηκώσει από χάμω η συμπόνια — όχι Θείε μου, δε θα τον σπρώξεις άσπλαχνα μακριά σου ! Θα τον σφίξεις μ’ αγάπη στην καρδιά σου. για χάρη της μητέρας που τον γέννησε, και θα του πεις : «Έλα, μην κλαις ! Είσαι για μένα αγαπητός, όσο και η ίδια η πίστη». Δεν τον έσπρωξε ο ζήλος για τη δόξα σου, Να ’βγει έξω απ’ τα προστάγματα του νόμου ; Και, μια φορά που η νεανική του ορμή βρέθηκε έξω απ’ αυτά, μήπως δε σύντριψε το κεφάλι του δράκοντα σαν άντρας ; Να του βάλεις της νίκης το στεφάνι κι ύστερα να του κόψεις το κεφάλι είναι κάτι που δεν μπορεί η Ιστορία να απαιτήσει από σένα. Θα ήταν τόσο υπεράνθρωπο, θείε μου, που ίσως έπρεπε να το ονομάσει απάνθρωπο κανένας. Κι άνθρωπο σπλαχνικότερο από σέναν, ο Θεός δεν έχει πλάσει.

Page 89: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

89

ΕΡΡΙΚΟΣ ΦΟΝ ΚΛΑΪΣΤ Μετ: ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ

ΗΗ ΣΣΠΠΑΑΣΣΜΜΕΕΝΝΗΗ ΣΣΤΤΑΑΜΜΝΝΑΑ

Σκηνή Ενδέκατη.

Η κυρά – Μπριγκίτα με μια περούκα στο χέρι. ΜΜΠΠΡΡΙΙΓΓΚΚΙΙΤΤΑΑ Αφέντες, με την άδειά σας, δε νομίζω να ’τανε ο Ρούπρεχτ. Χτες βράδυ αργά, που πήγαινα στο υποστατικό, στην ξαδέρφη μου, πού ’ναι άρρωστη βαριά, λεχώνα, πήρε τ’ αυτί μου τη μικρή μέσα στον κήπο, που κάποιον είχε στρώσει στην κατσάδα σιγανά. Λύσσα και φόβος σα να πνίγαν τη φωνή της. «Φτου σου! Δεν ντρέπεσαι! Ξετσίπωτε! Βρε τι καμώματα είν’ αυτά; Φύγε, γιατί θα βάλω τις φωνές και θα ’ρθει η μάνα μου!» Λες κι είχαν μπει στη χώρα οι Σπανιόλοι. «Εύα!» φωνάζω τότε από το φράχτη. «Εύα, τι έπαθες; Τι τρέχει;» Ησυχία. «Μίλα, γιατί δεν απαντάς;» – «Τι θέλεις θεια;» «Τι έπαθες;» ρωτάω – «Τι να ’παθα;» «Ο Ρούπρεχτ είναι;» – «Ποιος άλλος; Ο Ρούπρεχτ! Άμε στη δουλειά σου!» «Μπριγκίτα, κάθισε στ’ αυγά σου» σκέφτομαι. «αυτοί εδώ αγαπιούνται όπως ο άλλος κόσμος καβγαδίζει». Καμιά φορά, ξαναγυρίζω απ’ το υποστατικό - θα κόντευαν μεσάνυχτα, απάνω κάτω. Κι όπως πηγαίνω στο δρομάκι με τις φλαμουριές, κοντά στης Μάρθας, περνάει σα σίφουνας από μπροστά μου ένας καραφλός με πόδι αλόγου, κι αφήνει πίσω του μια μπόχα - κατράμι, θειάφι και καμένη τρίχα. Λέω το «Κύριε μεθ’ ημών», γυρίζω κοψοχολιασμένη, και τι να δω, ψυχή μου; Βλέπω, άρχοντές μου, την καράφλα του που ξεμακραίνει στο δρόμο με τις φλαμουριές και φέγγει σαν το σαπισμένο κούτσουρο! Σήμερα το λοιπόν,

Page 90: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

90

που ακούω τι έγινε στης κυρά-Μάρθας Ρουλ, τα χάνω. Στάσου, λέω, και θα τον ξεμπροστιάσω εγώ το σταμνοσπάστη, που τον πέτυχα νυχτιάτικα στο μονοπάτι. Πάω μια και δυο, και ψάχνω εκεί που πήδηξε στο χιόνι, και βρίσω, άρχοντές μου, ένα χνάρι. Και τι αχνάρι λέτε ότι βρίσκω; Μια δεξιά πατημασιά, καλογραμμένη, πεντακάθαρη, από κανονικό ανθρώπινο ποδάρι, και μια αριστερή ζαβή, χοντροκομμένη κι άγαρμπη, ένα φριχτό ποδάρια αλόγου μονοκόμματο. Στην τιμή μου! Κοιτάχτε : κάτω απ’ το καφασωτό που πήδηξε, να ’σου ένας κύκλος ποδοπατημένο χιόνι, λες και το αλώνισε γουρούνα, Ανθρώπινο ποδάρι κι αλογίσιο εδώ, ανθρώπινο και αλογίσιο εκεί, ανθρώπινο και αλογίσιο παραπέρα. Τραβάνε από τη μια μεριά του κήπου ως την άλλη και χάνονται στα πέρατα του κόσμου.

Page 91: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

91

ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΑΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ

ΛΛΕΕΟΟΝΝΤΤΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΛΛΕΕΝΝΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Ενδέκατη.

Η Ροζέττα στον Λεοντιο. ΡΡΟΟΖΖΕΕΤΤΤΤΑΑ Μακάρι να με πήγαιναν μακριά, έξω απ’ το χρόνο. (Τραγουδάει και χορεύει) Ω ! Κουραμένα μου πόδια, πρέπει να χορέψετε με πολύχρωμα πασούμια, να χορέψετε ! Αχ, νάταν να χωνόσαστε βαθιά μέσα στα μυρωμένα βάτα βαθιά ! Ω ! Ρόδινά μου μάγουλα, Πρέπει να φλογίζεσθε από άγρια χάδια, να φλογίζεσθε ! Αχ, νάταν ν’ ανθίζατε μέσα στις πράσινες φυλλωσιές, σαν αγριοτριαντάφυλλα ! Ω ! θλιμμένα μου μάτια, πρέπει να λάμπετε απ’ το φως των κεριών, να λάμπετε ! Αχ, νάταν να χανόμαστε στο σκοτάδι στην άγρια νύχτα, ολομόναχα !

Page 92: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

92

ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΑΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ

ΛΛΕΕΟΟΝΝΤΤΙΙΟΟΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΛΛΕΕΝΝΑΑ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δεύτερη.

Ένας κήπος. Η Πριγκίπισσα Λένα ντυμένη νύφη και η Παραμάνα. ΛΛΕΕΝΝΑΑ Ναι, ήρθε πια η ώρα. Ο χρόνος ήταν τόσο αδιάφορος. Φαινόταν να περνά τόσο ελαφρά και ξαφνικά μια μέρα, ορθώθηκε μπροστά μου... Πώς μου σφίγγει αυτό το στεφάνι το κεφάλι... ω, κι αυτές οι καμπάνες, οι καμπάνες ! (Γέρνει πίσω και κλείνει τα μάτια) Αχ, να με σκέπαζε το χορτάρι, έτσι, με το νυφιάτικό μου φόρεμα και τα λεμονάνθια στα μαλλιά ! Θυμάμαι ένα παλιό τραγούδι : Στην αυλή, θ’ αναπαυθώ, στην εκκλησιά Σαν παιδί, στης μάνας την αγκαλιά ! Ω, Θεέ μου, θα μπορούσα ν’ αγαπώ κάποιον, θα μπορούσα ! Ζούμε τόσο μακριά ο ένας απ’ τον άλλον, που ως την ώρα που θα μας σταυρώσουνε τα χέρια μας νεκρά, λαχταράμε ένα χέρι που θα σφίξει το δικό μας. Όμως, γιατί να καρφώνουν έτσι δυο χέρια που ποτέ δεν άγγιξαν το ένα τ’ άλλο ; (Βγάζει ένα δαχτυλίδι απ’ το δάχτυλό της) Με φαρμακώνει σαν Έχιδνα ! Όμως.... ένας άντρας... που δεν αγαπώ... (Σηκώνεται) Μα δεν βλέπεις, πώς αυτό με κάνει να ντρέπομαι ; Αύριο θα έχω μαδήσει απ’ όλη τη δροσιά και τη χάρη μου. Πρέπει σώνει και καλά, ν καθρεφτίσω σα λιμνούλα, στη σιωπηλή μου επιφάνεια, ό,τι κι αν σκύψει απάνω μου ; Τούτα τα λουλούδια ανοίγουν και κλείνουν τους κάλλυκές τους στον πρωινό ήλιο η ενάντια στο βραδύνοα άνεμο, γιατί εκείνα το θέλουν. Ή κόρη ενός βασιλιά είναι λοιπόν κατώτερη κι από να λουλούδι ; Να, κι ό Ιερέας σηκώνει κιόλας το μαχαίρι ! Θεέ μου, Θεέ μου, είναι αλήθεια λοιπόν, πώς λυτρωνόμαστε ανάμεσα απ’ τις συμφορές και τα βάσανα ; Είναι αλήθεια λοιπόν, πώς ολόκληρος ό κόσμος είναι ενας Σταυρωμένσς Λυτρωτής, ό ήλιος τ’ αγκάθινο στέφανο και τ άστρα, τα καρφιά και η λόγχη στα πόδια και στην πλευρά του;

Page 93: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

93

ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΥΧΝΕΡ Μετ: ΙΩ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ

ΜΜΟΟΝΝΟΟΜΜΑΑΧΧΙΙΑΑ ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΩΩΝΝ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Δωδέκατη.

Η Κόμισσα μόνη της. ΚΚΟΟΜΜΙΙΣΣΣΣΑΑ Τον αγαπάει. Γιατί να μην τον αγαπάει ; Μήπως δεν είναι νέα όπως και ’κείνος ; Δεν είναι πλούσια και ευγενής όπως και ‘κείνος ; Τότε γιατί μ’ αυτή τη σκέψη τόσο υποφέρω ; Γιατί όσο μου μιλούσε ένιωθα θυμό για ’κείνη και απέχθεια... όχι δεν είναι δυνατόν. Δεκαπέντε μέρες τώρα δεν τον φρόντιζα σαν φίλη, δεν του μιλούσα σαν μητέρα ; Σήμερα το πρωί ακόμη δεν τον ευχαρίστησα που με αποκάλεσε αδελφή του ; Παρά τη θέλησή μου ο πέπλος πέφτει. Η μητρική αυτή γλώσσα δεν ήταν παρά ένα τερτίπι για να ξεγελασθεί η καρδιά μου. Δεν αναζητούσα σ’ αυτούς τους δήθεν τίτλους της αδελφής ή της μητέρας παρά ένα πρόσχημα, για να έχω το δικαίωμα να του φανερώσω τη στοργή μου. Δεν είναι απλό ενδιαφέρον, φιλία, αφοσίωση, είναι έρως. Αγαπώ. (Με τρόμο) Αγαπώ ! Εγώ ! και αντίζηλός μου είναι το πλάσμα της καρδιάς μου, ένας άγγελος καλωσύνης όλο χάρη. Δεν σου απομένει παρά μία και μόνη απόφαση να πάρεις. Φυλάκισε το τρελό πάθος σου μέσα στην καρδιά σου, σαν να ήταν εντροπή. Κρύψε το, πνίξ’ το. (Έπειτα από μικρή παύση) δεν μπορώ. Αφότου η φωτιά αυτή, που υποβόσκει τόσον καιρό, φλογοβόλησε μπροστά στα μάτια μου, αφότου ομολόγησα τον έρωτά μου στον εαυτό μου, ό,τι κι αν κάνω, ό,τι κι αν σκεφθώ, αυτός ο έρως νιώθω να με κατακλύζει σαν το κύμα που όλο ανεβαίνει. (Αποφασιστικά) Γιατί λοιπόν να τον πολεμήσω ; Είναι γεγονός τετελεσμένο ότι η Λεονή αγαπά τον Ερρίκο. Εκείνος όμως δεν την αγαπάει ακόμη. Αν την αγαπούσε, Θα είχε μιλήσει· κι αν είχε μιλήσει Θα μου το ‘λεγε η Λεονή. (Χαρούμενη) Άρα είναι ελεύθερος. Ας διαλέξει λοιπόν. Είναι ωραία, ναι. Αλλά λένε ότι και γω είμαι όμορφη ακόμα. Ας αποφασίσει εκείνος. (Θλιμμένα) Κακόμοιρο παιδί! Τον αγαπάει τόσο πολύ! Όμως εγώ τον αγαπώ χίλιες φορές περισσότερο! Εκείνη αγαπά όπως αγαπάμε όταν είμαστε δεκάξι χρόνων και έχουμε όλο το μέλλον μπροστά μας, τότε που η καρδιά έχει τόσα πλούτη ώστε μπορεί να γιατρευτεί, να παρηγορηθεί, να ξεχάσει και να ξαναγεννηθεί, Όταν όμως είσαι τριάντα χρόνων, ο έρωτας είναι όλη σου η ζωή. Ας αγωνιστούμε λοιπόν. Ας πολεμήσουμε χωρίς δόλο και γυναικεία πονηριά αλλά με όπλο την αφοσίωση, τη στοργή τη γοητεία. Λένε πως διαθέτω ευφυΐα, ας τη χρησιμοποιήσω λοιπόν. Η άμυνα που διαθέτει η Λεονή είναι τα δεκάξι της χρόνια. Κι αν σήμερα νικήσω εγγυώμαι για το μέλλον. Θα κάνω τον Ερρίκο τόσο ευτυχισμένο, ώστε η δική του ευτυχία Θα είναι η άφεση για τη δική μου. (Μικρή παύση) Θα νικήσω όμως; Ούτε καν γνωρίζω αν μου επιτρέπεται να ριχθώ στην μάχη. Ποιος θα μου το πει ; Όταν έχεις μεγάλο όνομα, περιουσία και οι πάντες σε σέβονται, εκείνοι που σε περιστοιχίζουν σου λένε άραγε την αλήθεια ; (Παίρνει από το τραπέζι αριστερά έναν καθρέφτη) Δεν μπορώ να κρατήσω τον καθρέφτη. Τρέμει το χέρι μου. Δεν είναι η φιλαρέσκειά μου, ο φόβος να κοιτάξω μέσα. Η καρδιά μου κάνει το

Page 94: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

94

χέρι μου να τρέμει. Ας μην κοιτάξω. (Διστάζει, ύστερα κοιτάζει στον καθρέφτη, χαμογελάει και λέει) Καλά, έχει ξεγελάσει τόσους και τόσους ! (Αφήνοντας τον καθρέφτη στο τραπέζι βλέπει την επιστολή) Μπα, μια επιστολή. Κυρίαν κόμησσαν Σεσίλ ντ’ Οτρεβάλ. (Κοιτάζει την υπογραφή) Από τον κύριο ντε Γκρινιόν. Τι να γράφει άραγε ;

(Τη στιγμή που ανοίγει την επιστολή, εμφανίζεται στο βάθος ο ντε Γκρινιόν)

Page 95: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

95

ΠΡΟΣΠΕΡ ΜΕΡΙΜΕ Μετ: Γ. Ν. ΠΟΛΙΤΗ

ΗΗ ΑΑΜΜΑΑΞΞΑΑ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Μπαίνει θυμωμένη η Περικόλ. ΠΠΕΕΡΡΙΙΚΚΟΟΛΛ Το βρίσκω κάπως παράξενο πως για να σας δει κανείς πρέπει να καταλάβει εξ εφόδου την πόρτα του γραφείου σας. Ελπίζω να είναι απλώς παρεξήγηση του μπουνταλά του κλητήρος σας. Είχα κάτι να σας ζητήσω κι ήλπιζα να σας εύρισκα σε καλύτερη διάθεση. Δεν πειράζει όμως εγώ θα σας ζητήσω μια και καλή αυτό που θέλω τώρα. Εσείς, βέβαια, Δε θα μου αρνηθείτε, κι έτσι μένουνε γι’ αύριο οι γκρίνιες κι οι θυμοί. Αυτές οι μουσίτσες της Λίμας έχουν βαλθεί να με ταπεινώσουν με κάθε τρόπο, κι αυτό επειδή είμαι πιο όμορφη από δαύτες. Αλήθεια, δεν είμαι όμορφη σήμερα; Έχουμε κηρύξει μεταξύ μας σωστό μικροπόλεμο με μικροσυκοφαντίες και μικροκακίες. Αν δεν ήμουν τόσο βιαστική, θα σας διηγιόμουνα μερικές. Αφήστε που έχουμε βάλει όλα μας τα δυνατά, ποια θα ξεπεράσει την άλλη σε φανταχτερά στολίδια κι όμορφες τουαλέτες και σ’ άλλα πολλά. Έχουν κάμει την τύχη τους μ’ εμάς οι χρυσικοί κι οι μοδίστρες. (Κάνοντας μια μεγάλη υπόκλιση) Όσο για ερωμένους, κάνω ακριβώς το αντίθετο ίσα – ίσα από τις κυρίες αυτές : Προτιμώ το ποιόν από το ποσόν. Σήμερα, ίσα – ίσα, μου ήρθε μια πρώτης τάξεως ιδέα, που θα σκάσουν απ’ το κακό τους όλες αυτές οι κυρίες. Φτάνει μονάχα να φανείτε και σεις καλός, όπως ξέρετε να είσαστε κάποτε – κάποτε. Σήμερα, καθώς ξέρετε, όλες εδώ στη Λίμα βγαίνουν με την καλύτερη τουαλέτα τους και κοιτάν ποια θα πρωτοθαμπώσει με τον πλούτο της. Όλα – όλα τ’ αμάξια στη Λίμα είναι πέντε: τα δυο τα δικά σας, ένα του επισκόπου, ένα του συμβούλου Πέδρο Χινογιόζα και τέλος η καρότσα της Μαρκησίας Αλταμιράνο, της άσπονδής μου εχθράς, σαράβαλο σχεδόν κι αυτή σαν την κυρία της, μα όσο νάναι καρότσα! Λοιπόν, το πρωί, όταν έμαθα πως δε θα βγαίνατε σήμερα, μου μπήκε στο νου ότι στο χέρι σας είναι να κατατροπώσω την αντίπαλό μου, φτάνει να μου χαρίζατε την ωραία καρότσα, που σας στείλανε απ’ τη Μαδρίτη… Μεγαλύτερη χαρά θα μου κάνατε, αν μου δώσετε αυτή την καρότσα, παρά να μου χαρίζατε ένα μεταλλείο ή μια ινδιάνικη επαρχία. Μήπως δεν είμαι η ινφάντα της Καστίλλιας, η Βασίλισσα του Σαββά, η θεά Αφροδίτη και η Αγία Ιουστίνα, η παρθένος και μάρτυς, όλες μαζί; Όλες αυτές αξίζουν κάτι παραπάνω από μια γριά μαρκησία, που ο πατέρας της πουλούσε τσόχα γι’ αγωγιάτες στην Κόρδοβα! Ελάτε τώρα, χρυσέ μου Αντρίκο, μην είσαστε μουτρωμένος, ξέρω είσαστε καλός, πολύ καλός και θα μου δώσετε την καρότσα σας, ε;

Page 96: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

96

ΛΦΡΕ ΝΤΕ ΜΥΣΕ Μετ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΑΡΙΣΗ

ΔΔΕΕΝΝ ΠΠΑΑΙΙΖΖΟΟΥΥΝΝ ΜΜΕΕ ΤΤΟΟΝΝ ΕΕΡΡΩΩΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πέμπτη.

Η Καμιγί απευθύνεται στον Περντιγκάν. ΚΚΑΑΜΜΙΙΓΓΙΙ Πιστεύετε εσείς; Εσείς που τώρα γονατίζετε μπροστά μου με γόνατα ταλαιπωρημένα απ’ τις γονυκλισίες πάνω στα χαλιά των ερωμένων σας, των ερωμένων που δεν θυμάστε ούτε καν το όνομά τους. Δάκρυα χαράς και απελπισίας, ποτάμια δάκρυα έχουν κυλήσει απ’ τα μάτια σας, όμως ξέρετε καλά πως το νερό της πηγής δεν θα στερέψει όπως τα δάκρυά σας και θα ’ναι πάντα εκεί για να ξεπλένει τα πρησμένα βλέφαρα. Νιάτα και ομορφιά ειν’ το επάγγελμά σας κι όταν ακούτε για απελπισμένες γυναίκες, δεν πιστεύετε πως μπορούν να πεθάνουν από έρωτα, εσείς που ζήσατε και αγαπήσατε. Τι είναι λοιπόν ο κόσμος ! Μου φαίνεται πως περιφρονείτε με όλη σας την ψυχή τις γυναίκες που σας δέχονται έτσι όπως είστε και που διώχνουν τον τελευταίο εραστή τους για να σας τραβήξουν στην αγκαλιά τους, ενώ στα χείλη τους είναι ακόμα νωπό το φιλί του προηγούμενου. Σας ρωτούσα πριν από λίγο αν έχετε αγαπήσει. Μου απαντήσατε σαν κάποιος ταξιδιώτης που τον ρωτούν αν ταξίδεψε ποτέ στην Ιταλία ή στη Γερμανία κι εκείνος απαντά : Ναι, ταξίδεψα, ενώ ταυτόχρονα σκέφτεται τη Σουηδία ή κάποια άλλη χώρα. Είναι λοιπόν η αγάπη σας ένα νόμισμα που μπορεί να περνά αιωνίως από χέρι σε χέρι ; Ούτε καν ένα νόμισμα, γιατί και το ευτελέστερο νόμισμα αξίζει περισσότερο από σας, κι από όσα χέρια κι αν περάσει κρατά την αξία του.

Page 97: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

97

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΛΑΜΠΙΣ Μετ: ΧΑΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ

ΗΗ ΣΣΤΤΑΑΣΣΗΗ ΣΣΑΑΜΜΠΠΩΩΝΝΤΤΕΕ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή πρώτη.

Η Κυρία Σαμπωντέ μόνη παρατηρώντας τον εαυτό της σ’ έναν καθρέφτη του χεριού. ΣΣΑΑΜΜΠΠΩΩΝΝΤΤΕΕ Δεν θέλω να κολακέψω τον εαυτό μου – καθόλου μάλιστα! Αλλά μερικά πρωινά… όταν ο ουρανός είναι καθαρός… κι έχω κάνει την τουαλέτα μου… θα έλεγα πως φαίνομαι το πολύ… το πολύ τριάντα ετών. Μοιάζω με λουλουδάκι… Σ΄ ένα τέταρτο, θα βρίσκεται εδώ ο Πωλ Τακαρέλ, ετών είκοσι και αρχιτέκτων! Μ’ ένα μέτωπο καλλιτέχνη!... Τον λέω Πωλ, γιατί δεν είναι εδώ… Όταν, όμως είναι παρών, τον αποκαλώ Κύριο Πωλ… Υπήρξα πάντοτε ευπρεπής! Μια μέρα αυτός ο νεαρός… που δεν τον είχα δει ποτέ… παρουσιάζεται στο σπίτι μου και μου λέει : «Κυρία μου, είχατε την ατυχία να χάσετε τον Κύριο σύζυγό σας, έναν παλαιό ξυλέμπορο.» - «Αυτό είν’ αλήθεια, κύριε» - «Μήπως σκέπτεστε να του ανεγείρετε μνημείο;» - «Για να το κάνω τι, κύριε;» - «Μα για να τιμήσετε τη μνήμη του.» - «Ω Θεέ μου, σας ομολογώ πως δεν το σκέφθηκα…» Και στ’ αλήθεια, δεν μου είχε έρθει ποτέ η ιδέα να… Αλλά αυτός ο νεαρός αρχιτέκτων είναι τόσο καλοβαλμένος, τόσο τακτικός, τόσο, τόσο αφοσιωμένος… Αναπτύσσει με τόση χάρη τα σχέδιά του, τους προϋπολογισμούς του… τα εξηγεί τόσο γοητευτικά που, μα την πίστη μου… αποφάσισα να τιμήσω τελικά, τη μνήμη του μακαρίτη Σαμπωντέ.. Εδώ και δυο μήνες ο Πωλ έρχεται καθημερινά, στη μία η ώρα… Πίνω ηδονικά τη μεθυστική πνοή του… γιατί με αγαπά! Μια μυστική φωνή μου το λέει… Αλλά κι αυτός είναι όπως εγώ… δεν τολμάει… δεν τολμάει να εκδηλωθεί… Αχ! Αν ήμουν άνδρας εγώ, μου φαίνεται πως θα τολμούσα. Θα τολμούσα !

Page 98: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

98

ΕΝΤΜΟΝ ΡΟΣΤΑΝ Μετ: ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΗ

ΣΣΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ ΝΝΤΤΕΕ ΜΜΠΠΕΕΡΡΖΖΕΕΡΡΑΑΚΚ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Όγδοη.

Η Ρωξάνη απευθύνεται στον Χριστιανό. ΡΡΩΩΞΞΑΑΝΝΗΗ Είνε σφάλμα Δικόν σου, αν διέτρεξα εγώ τόσους κινδύνους. Τα γράμματά σου φίλε μου μεμέθυσαν ! Α ! σκέψου,. Πόσας εντός ενός μηνός μου έγραψες, κ΄ η μια Ωραιοτέρα πάντοτε της άλλης ! Σιώπα ! συ δεν ξεύρεις Θεέ μου, ναι, σε λάτρευα, αλήθεια, από ’να βράδυ, Που με φωνήν αγνώριστην ως τότε, από κάτω Από το παραθύρι μου, αρχίνισε ή ψυχή σου Ναποκαλύπτεται σεμέ ;... Λοιπόν ! τα γράμματά σου, Από ’να μήνα μοιάζουνε, βλέπεις, ωσάν νακούω Την τόσο τρυφεράν φωνήν εκείνης της εσπέρας ! Και σφάλμα σου, ν έρχομαι. Κ’ η Πηνελόπη ακόμη Η φρόνιμη δεν θάμενε στο σπίτι να κεντήσει Αν έγραφεν ο Οδυσσεύς καθώς εσύ ωραία, Μα θάτρεχε να τον εύρει, τρελλή ως η Ελένη, Και όλα της τα μάλλινα κουβάρια θα πετούσε.... Διά6αζα χίλιες φ0ρέ.ς και μέπιανε λαχτάρα, Ήμουν δική σου. Απ’ τα μικρά εκείνα φύλλα ήσαν Καθένα ωσάν πέταλο παπ’ τη ψυχή σου επέτα. Στων φλογερών επιστολών αυτών την κάθε λέξη νοιώθει κανείς την δυνατή κειλικρινή αγάπην. Ω ! αν το νιώθω ! Έρχομαι, - ω Χριστιανέ μου, Ω κύριέ μου αν έπεφτα στα γόατά μου έμπρό σου, Θε να με σήωνες ευθύς, λοιπόν γονατισμένη Εμπρός σου βαίνω την ψυχή, και δεν θα μπόρεσης Να την σηκώσεις πεια ποτέ : - έρχομαι να ζητήσω Συγγνώμην, - κείνε η στιγμή συγγνώμην να ζτμήσω Διότι ναποθάνομεν μπορούμεν ! ) γατί πρώτα. Σου έκαμα την προσβολήν, ’στην ελαφρότητά μου, Να σαγαπήσω μοναχά. δια την ωμορφιά σου. Κι αργότερα, χωρίς να είμαι τόσον Ματαία — καθώς το πουλί που πριν να φτερουγίση, ΙΙηδά, τόσον το κάλλος σου μέδενε, , κι η ψυχή σου Μέσερνε, που και για τα δυο συγχρόνως σαγαπούσα. Συ ο ίδιος νικάς τον εαυτόν σου Και. τώρα πλέον σαγαπώ για την ψυχήν σου μόνον Γίνε ευτυχής λοιπόν. Διότι, φίλε,

Page 99: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

99

Το ναγαπάται μοναχά κανείς γιαυτό που είνε Το ένδυμά του μια σιγμή, μα καρδιά γενναία Κι αχόρταγη σε βάσανα πολλά τήνε βυθίζει. Αλλ’ η φιλτάτη μνήμη σου το πφόσωπον σού σβύνει, Κεκείνο που πρωτάρεσε σεμένα, η ωμορφιά σου, Τώρα καλλίτερα θωρώ... ια1 δεν την βλέπω πλέον ! Αμφιβάλλεις, φίλε μου, για μια τέτοια νίκη ; Δεν ειμπορείς, ω φίλε Εις ένα τέτοιον έρωτα ακόμα να πιστεύσης ;... Για κείνο που κη άλλες σαγαπούσαν ; : Α δεν καταλαμβάνεις! Τώρ’ αγαπώ καλλίτερα, τώρ’ αγαπώ ! Έκείνο Που κάμει εσέ τον ίδιον, με νοιώθεις, το λατρεύω, Και ολιγώτερον λαμπρόν... Θα σ’ αγαπούσα Ακόμη ! Κι αν το κάλος σου όλο με μια ς πετούσε...

Page 100: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

100

ΣΣ ΥΥ ΓΓ ΧΧ ΡΡ ΟΟ ΝΝ ΟΟ

ΘΘ ΕΕ ΑΑ ΤΤ ΡΡ ΟΟ

Page 101: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

101

ΕΡΡΙΚΟΣ ΙΨΕΝ Μετ: Ε. ΡΟΜΠΑΚΗΣ

ΜΜ ΠΠ ΡΡ ΑΑ ΝΝ ΤΤ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Έβδομη.

Η Αγνή, η γυναίκα του Μπράντ. ΑΑΓΓΝΝΗΗ Κλειστά !... όλα κλειστά !... Όλα, ως να ξεχάσω... Φραγμός στα παράπονα, σφραγίδα στους στεναγμούς, κλειδωνιά στην πόρτα τ’ ουρανού και τον τάφου. Θέλω να βγω.. Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω μέσα στη φρίκη της μοναξιάς... Να βγω ; Για να πάω πού ; Δεν είναι πάνω ένα σκληρό μάτι που με κοιτάζει ; Θα μπορέσω να πάρω μαζί μου στη φυγή το θησαυρό της καρδιάς μου ; Θα μπορέσω να φύγω ακόμα το θέλω, από τη θανάσιμη άβυσσο του φόβου μου;

(Έρχεται κοντά στην πόρτα του Μπραντ και ακούει...) Διαβάζει με δυνατή φωνή και δεν μπορεί να μ’ ακούσει. Καμιά σωτηρία... καμιά συμβουλή... καμιά παρηγοριά. Ο Θεός των Χριστουγέννων είναι αρκετά απησχολημένος ν’ ακούει τους πλούσιους... Τους πλούσιους σε παιδιά και σ’ ευτυχία... Ν’ ακούει τους ύμνους, τα παιγνίδια και τους χορούς... Τα Χριστούγεννα είναι η ώρα του και η ώρα της χαράς. Δεν κοιτάζει και δε βλέπει τι κάνει μια φτωχή, πονεμένη μάνα.

(Ζυγώνει με προφύλαξη στο παράθυρο) Δε θ’ ανοίξω ποτέ αυτό το παράθυρο που μας χωρίζει; Έτσι... για να μπορέσει το φως να διώξει από το σκοτεινό μέρος που κοιμάται το φόβο και τη φρίκη της νύχτας;... Όχι, δεν είναι δω... Τα Χριστούγεννα, έχουν τα παιδιά πάψεις... Έχει το δικαίωμα να ξανάρθει στο σπίτι του... Ίσως, νάναι εδώ κάπου... ν’ απλώνει το μικρό του χεράκι για να χτυπήσει το παράθυρο πούκλεισε η μάνα του... Δεν ήταν παιδικό κλάμα ;... Αλφ !... δεν μπορώ να σε βοηθήσω... Είναι κλειστό το παράθυρο... Ο πατέρας σου τάχει όλα κλείσει... Αλφ!... δεν μπορώ να σ’ ανοίξω τώρα. Είσαι ένα φρόνιμο παιδάκι... Ποτέ, ούτε συ, ούτε γω δεν τον πικράναμε... Ω ! ξαναγύρισε στον ουρανό... Εκεί όλα είναι φωτεινά και χαρούμενα... και τα παιδάκια έχουν τόπο για να παίξουν. Μα δεν πρέπει κανένας να σε δει κλαμένο... Μην πεις πως ο πατέρας σου είχε κλειστό το παράθυρο... κι ας χτυπούσες... Το μικρό παιδί δεν μπορεί να καταλάβει τα καθήκοντα των μεγάλων... Πες, πως τον είδες λυπημένο πολύ, πως τον άκουσες ν’ αναστενάζει... Πες, πως του μάζεψες ωραία φύλλα για να σου κάνει ένα στεφάνι... Να, το βλέπεις ;... Είναι δικό σου...

(Αφουγκράζεται και κουνάει το κεφάλι) Ω! ονειρεύομαι !... Αυτό το χώρισμα που μας χωρίζει, είναι αληθινό. Μονάχα η φλόγα, που όλα τα εξαγνίζει μπορεί να το αναποδογυρίσει... Να γκρεμίσει τους τοίχους και τη στέγη της φυλακής, να σπάσει τα κάγκελα και να τραβήξει

Page 102: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

102

το φοβερό σύρτη. Πόσα πράματα έχουν να γίνουν πριχού σμίξουμε !... Πρέπει να δουλεύω, να δουλεύω σιωπηλά για να γαληνέψω αυτόν τον αχόρταγο πόθο. Πρέπει να σκληρύνω του εαυτό μου... Πρέπει να θέλω. Μα απόψε είναι βράδυ γιορτής... Ω ! τι διαφορετικά που ήσαν τα τελευταία μας Χριστούγεννα. Σσσ... Πρέπει η γιορτή νάναι όμορφη... Θα βγάλω όλους μου τους θησαυρούς... τα απομεινάρια της ευτυχισμένης καταστρεμμένης μου ζωής... Αυτά τα πλούτη που μονάχα μια μάνα μπορεί να νοιώσει την απέραντη αξία τους. (Γονατίζει μπροστά στον κομό, ανοίγει ένα συρτάρι και βγάζει μερικά πράματα)

Ε

Page 103: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

103

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετ: ΠΕΛΟΣ ΚΑΤΣΕΛΗΣ

ΗΗ ΠΠΙΙΟΟ ΔΔΥΥΝΝΑΑΤΤΗΗ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Κυρία Χ μιλάει στην Δίδα Χ που κάθεται μποστά σ’ ένα τραπέζι ενός ΒΑΡ με μια μισοτελειωμένη φιάλη μπύρας. ΚΚΥΥΡΡΙΙΑΑ ΧΧ Αν εσύ ή κάποια άλλη μ’ έμαθε να πίνω σοκολάτα κι όχι κανένα άλλο ρόφημα. Τι σημασία έχει : Η σοκολάτα οπωσδήποτε είναι πολύ υγιεινό ποτό. Κι αν έμαθα από σένα πώς να ντύνομαι κομψά, τόσο το καλύτερο tant mieux ! Αυτό άλλωστε έφερε τον άντρα μου πιο κοντά σε μένα κι έτσι έχασες ό,τι κέρδισα εγώ. Κι αν κρίνω μάλιστα από ένα σωρό σημάδια, πιστεύω ότι τώρα τον έχασες τελειωτικά ! Εννοείται πως η πρόθεσή σου ήταν να σου αφήσω ελεύθερο το πεδίο – όπως έκανες εσύ με τον αρραβωνιαστικό σου και που τώρα το μετάνιωσες – αλλά βλέπεις εγώ δεν πρόκειται να το κάνω να ’σαι σίγουρη γι’ αυτό. Δεν πρέπει να ’μαστε τόσο στενοκέφαλοι. Και γιατί να μην επιθυμούν οι άλλοι ό,τι κατέχω εγώ ; Ίσως αγαπητή μου, αν θέλουμε να ’μαστε λογικοί, σε τούτη τη στιγμή, εγώ είμαι η πιο δυνατή. Εσύ δεν πήρες τίποτα από μένα αντίθετα σκόρπισες πολλά απ’ τα δικά σου. Και τώρα συμβαίνει με μένα ότι και με τον κλέφτη καθώς ξύπνησες έχασες όλα όσα πήρα εγώ. Και να γιατί ότι άγγιξες στάθηκε στείρο και χωρίς αξία για σένα. Κανενός ανδρός την αγάπη δεν μπόρεσες να κρατήσεις μ’ όλες τις τουλίπες σου και τα πάθη σου, ενώ εγώ το πέτυχα. Δεν μπόρεσες να μάθεις την τέχνη να ζεις από τα όσα βιβλία σου, ενώ εγώ την έμαθα. Δεν απόκτησες δικό σου παιδί, σαν τον Εστίλ, όσο κι αν του ’δωσες τ’ όνομα του πατέρα σου. Και γιατί νομίζεις σωπαίνεις κι όλο σωπαίνεις ; Στην αρχή θάρρεψα πως αυτό ήταν ίσως η δύναμή σου αλλά όχι ! Ήταν απλώς γιατί δεν είχες τίποτα να πεις, τίποτα να σκεφτείς ! Τώρα πηγαίνω σπίτι. Δεν μπόρεσες να με μάθεις τίποτα απ’ τους άλλους, δεν μπόρεσες ποτέ, για μια στιγμή, να λυγίσεις μπροστά στους άλλους κι έτσι έσπασες σαν ένα ξερό κλαρί. Εγώ όμως δε σου έμοιασα. Σ’ ευχαριστώ Αμέλια για ό,τι μ’ έμαθες. Σ’ ευχαριστώ ιδιαίτερα που έμαθες στον άντρα μου πώς ν’ αγαπά. Τώρα πηγαίνω σπίτι για να χαρώ την αγάπη μου…

Page 104: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

104

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετ: ΠΕΛΟΣ ΚΑΤΣΕΛΗΣ

ΔΔιιςς ΤΤΖΖΟΟΥΥΛΛΙΙΑΑ

Σκηνή παντομίμας.

Η Δις Τζούλια παρατηρεί τον Ζαν στα μάτια. ΔΔιιςς ΤΤΖΖΟΟΥΥΛΛΙΙΑΑ Όλα είναι παράξενα απόψε. Η ζωή, ο κόσμος. Το κάθε τι. Είναι σαν ένα τσόφλι που στριφογυρίζει πάνω στο νερό, ταρακουνιέται δώθε κείθε, ώσπου στο τέλος βουλιάζει, βουλιάζει… Είδα ένα όνειρο κάποτε που κάθε τόσο μου ’ρχεται στο μυαλό. Να όπως αυτή τη στιγμή. Σαν να ήμουνα, λέει, σκαρφαλωμένη στην κορφή μιας ψηλής κολώνας και στέκω εκεί μην ξέροντας πώς να κατέβω κάτω. Όταν κοιτάζω κάτω, ζαλίζομαι και όμως πως πρέπει να κατέβω κάτω, μα δεν έχω το κουράγιο να πηδήσω. Δεν μπορώ να στέκομαι εκεί ψηλά και επιθυμώ να πέσω, μα δεν πέφτω. Κι όμως ξέρω πως δε θα βρω την ησυχία μου αν δε βρεθώ κάτω, κάτω εκεί στο χώμα. Κι αν ακόμα μπορούσα να φτάσω στο χώμα θα ήθελα να τρυπώσω βαθιά όλο και πιο βαθιά μέσα στη γη…

Page 105: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

105

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετ: ΠΕΛΟΣ ΚΑΤΣΕΛΗΣ

ΔΔιιςς ΤΤΖΖΟΟΥΥΛΛΙΙΑΑ

Μπαλέτο – Σκηνή βουβή.

Η Δις Τζούλια δίνει το ποτήρι της στον Γιάννη να της το γεμίσει. ΔΔιιςς ΤΤΖΖΟΟΥΥΛΛΙΙΑΑ Πρέπει να φύγουμε από δω ! Αλλά πρώτα πρέπει να μιλήσουμε, δηλαδή να μιλήσω κι εγώ, γιατί ως τώρα μόνο εσείς μιλήσατε. Μου διηγηθήκατε τη ζωή σας, τώρα πρέπει να σας διηγηθώ κι εγώ τη δική μου. Κι αφού γνωρίσουμε καλά ο ένας τον άλλον ας τραβήξουμε το δρόμο μας. Έτσι κι αλλιώς τα μυστικά μου τα ξέρει ο καθένας. Ακούστε, η μητέρα μου δεν ήταν αριστοκράτισσα. Η οικογένειά της ήταν ταπεινής καταγωγής. Ανατράφηκε μ’ όλες εκείνες τις ιδέες της εποχής της για ισότητα κι ελευθερία της γυναίκας και τα παρόμοια. Έτσι είχε μιαν ακλόνητη αποστροφή για το γάμο. Όταν τη ζήτησε ο πατέρας μου του αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας πως ποτέ δε θα γινόταν γυναίκα του αλλά στο τέλος, υπέκυψε. Κι απ’ όσο ξέρω ήρθα στον κόσμο εγώ, χωρίς τη θέληση της μητέρας μου. Η επιθυμία της ήταν να μ’ αναθρέψει σαν παιδί της φύσης, όπως έλεγε και με ανάγκαζε να μαθαίνω όλα όσα μαθαίνουν τ’ αγόρια, για να σταθώ λέει παράδειγμα πως σε τίποτε δεν μπορεί να διαφέρει μια γυναίκα από τον άνδρα. Μα και σ’ όλο το κτήμα οι άντρες είχαν υποχρεωθεί να κάνουν δουλειές των γυναικών και οι γυναίκες των ανδρών, έτσι το κτήμα έπεσε έξω και μεις καταντήσαμε περίγελος του κόσμου ! Τέλος ο πατέρας μου πάτησε πόδι, πήρε στα χέρια του τη διεύθυνση του κτήματος κι όλα άλλαξαν κατά τη θέλησή του. Τότε η μητέρα μου έπεσε άρρωστη κι υπέφερε συχνά από νευρικούς σπασμούς, κρυβόταν στο υπόγειο και στον κήπο και κάποτε έμεινε έξω όλη τη νύχτα. Τότε συνέβη και η μεγάλη πυρκαγιά που θα έχετε ακούσει. Το σπίτι, οι αποθήκες, οι στάβλοι, όλα κάηκαν κάτω από συνθήκες που άφηναν υποψίες για εμπρησμό – γιατί το ατύχημα έγινε ακριβώς την επομένη που είχε λήξει η ασφάλεια του κτήματος κι η ανανέωσή της που είχε στείλει ο πατέρας μου, δεν έφθασε έγκαιρα από αμέλεια του υπηρέτη. Έτσι μείναμε άστεγοι, χωρίς χρήματα κι έπρεπε να κοιμόμαστε στ’ αμάξια. Ο πατέρας μου δεν ήξερε από πού θα μπορούσε να βρει χρήματα για να ξαναχτίσουμε το σπίτι. Τότε, τον συμβουλεύει η μητέρα μου να δανειστεί από έναν παλιό μας φίλο, εργοστασιάρχη που ζούσε εκεί κοντά μας. Ο πατέρας μου δέχεται και χωρίς δυσκολίες παίρνει το δάνειο και μάλιστα – για μεγάλη του έκπληξη – άτοκο και ξαναχτίζει το σπίτι. Ξέρετε ποιος ήταν ο εμπρηστής του σπιτιού μας ; Η μητέρα μου ! Και ποιος ήταν ο εργοστασιάρχης ; Ο εραστής της μητέρας μου ! Ξέρετε τίνος ήταν τα χρήματα ; Της μητέρας μου ! Μ’ αυτό τον τρόπο η μητέρα μου εκδικήθηκε τον πατέρα μου που της είχε αφαιρέσει τη διεύθυνση του σπιτιού. Τότε εκείνος έφτασε ως την ιδέα της αυτοκτονίας. Λένε μάλιστα πως το επιχείρησε αλλά απέτυχε. Τέλος έζησε και υποχρέωσε τη μητέρα μου να πληρώσει σκληρά για ό,τι είχε κάνει. Τα τελευταία εκείνα πέντε χρόνια ήταν τρομερά για μένα. Συμπονούσα τον πατέρα μου αλλά ήμουν με το μέρος της μητέρας μου γιατί δεν ήξερα, βλέπετε

Page 106: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

106

τα καθέκαστα… Από κείνην έμαθα να ’χω δυσπιστία και μίσος για τους άνδρες – γιατί κι εκείνη τους μισούσε όπως σας είπα – και μ’ έβαλε να της υποσχεθώ πως ποτέ δε θα γινόμουν η σκλάβα ενός άντρα.

Page 107: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

107

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Μετ: ΠΕΛΟΣ ΚΑΤΣΕΛΗΣ

ΔΔιιςς ΤΤΖΖΟΟΥΥΛΛΙΙΑΑ

Μπαλέτο – Σκηνή βουβή.

Η Δις Τζούλια μπαίνει με κοστούμι ταξιδιού. Στο χέρι κρατάει ένα μικρό κλουβί σκεπασμένο με ύφασμα και το αφήνει σε μια καρέκλα. Απευθύνεται στον Ζαν. ΔΔιιςς ΤΤΖΖΟΟΥΥΛΛΙΙΑΑ Έλα μαζί μου. Δεν μπορώ να ταξιδέψω τέτοια μέρα μόνη μου. Όχι δεν μπορώ ! Δεν μπορώ… Κι ύστερα – οι αναμνήσεις – οι αναμνήσεις τα’ Αη-Γιαννιού στα παιδικά μου χρόνια με την εκκλησία στολισμένη με κλαριά σημύδας και κουφοξυλιάς, το μεσημεριανό τραπέζι στρωμένο για φίλους και συγγενείς και το απόγεμα στο πάρκο, μουσική, χορός, παιγνίδια. Ω… όσο μακριά κι αν φύγεις σ’ ακολουθάνε οι αναμνήσεις, τρυπώνουν από παντού και μαζί η θλίψη, η μεταμέλεια !

(Μεσολαβεί το σκότωμα του σπίνου) Νόμισες πως δεν μπορώ να ιδώ αίμα ; Νόμισες πως είμαι έτσι αδύναμη ;Ω πώς θα το ’θελα να ιδώ το αίμα σου, τα μυαλά σου χυμένα πάνω σ’ αυτό το ξύλο. Όλα σου τα ανδρικά μέλη να κολυμπάνε μέσα στο αίμα. Ω, θα μπορούσα να έπινα μέσα απ’ το καύκαλό σου, πόσο θα χαιρόμουνα να τσαλαβουτήσω τα πόδια μου μέσα στα σπλάχνα σου και να φάω την καρδιά σου έτσι καθώς θα την ξεροτηγάνιζα. Θάρρεψες πως είμαι αδύναμη, θάρρεψες πως σ’ αγαπώ γιατί η μήτρα μου τρελάθηκε και θέλησε το σπόρο σου. Και νομίζεις πως θα κρατήσω το έμβρυό σου μέσα στα σπλάχνα μου και θα το θρέψω με το αίμα μου – να το γεννήσω και να πάρω τα’ όνομά σου ! Και ποιο είναι τα’ όνομά σου ; Ποτέ μου δεν τ’ άκουσα. Σίγουρα δε θα ’χεις όνομα ! Και να γίνω εγώ η Κυρία του Πορτιέρη ή η Κυρία του Σκουπιδιάρη ! Σκύλε εσύ, με το λουρί μου γύρω στο λαιμό σου, εσύ λακέ που έχεις τα οικόσημά μου στα μανικέτια σου. Εγώ να σε μοιραστώ με τη μαγείρισσά μου, να γίνω αντίζηλος της δούλας μου ! Ωχ ! Νόμισες πως είμαι μια δειλή και θα ’θελα να το σκάσω μαζί σου. Όχι τώρα θα σταθώ εδώ κι ας χαλάσει όλος ο κόσμος !... Θα γυρίσει ο πατέρας μου – θα βρει το συρτάρι του σπασμένο – και τα λεφτά του παρμένα ! Θα χτυπήσει το κουδούνι –αυτό εκεί πάνω –δυο φορές για το λακέ του – ύστερα θα ειδοποιήσει την αστυνομία και γω θα του τα πω όλα. Όλα ! Ω, να τέλειωναν έτσι όλα αυτά ! Αν μπορούν ποτέ να τελειώσουν ! Ναι, θα του ’ρθει αποπληξία και θα πεθάνει. Έτσι θα τέλειωναν όλα και θα ’ρχότανε η γαλήνη, η γαλήνη – η αιώνια ανάπαυση ! Και τα οικόσημα θα σπάσουν πάνω στο φέρετρο οι τίτλοι θα εξαλειφθούν και ο γόνος του δούλου θα ριχτεί μέσα σ’ ένα ορφανοτροφείο για να δρέψει τις δάφνες του νεροχύτη και να τελειώσει στη φυλακή ! Πάω τώρα να ησυχάσω. Μα πες μου μόνο πριν φύγω πώς κι οι πρώτοι μπορούν να αξιωθούν τη θεία χάρη, έτσι δεν είναι ;Πες μου το κι αν ακόμα δεν το πιστεύεις. Είμαι η τελευταία ! Το ξέρω ! Όμως κι οι πρώτοι έσονται έσχατοι.

Ν

Page 108: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

108

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΠΠΑΑΝΝΤΤΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΗΗΜΜΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Δεύτερη.

Η προξενήτρα Φέκλα προσπαθεί να πείσει την Αγάφια. ΦΦΕΕΚΚΛΛΑΑ Μόνο έναν και δυο ; Μισή ντουζίνα ! Κι’ όλοι τους από ανώτερη τάξη. Μόνο στάσου πρώτα να πάρω ανάσα — έκαμα τόσο κόπο ! Έτρεχα σαν δαιμονισμένη. Δεν άφησα ούτε γραφείο, ούτε υπουργείο. ούτε στρατώνα... Και πού να ξέρεις, κόντεψα να φάω και ξύλο. μα το Θεό ! Με βρήκε κείνη η γριά προξενήτρα πούκαμε το γάμο του Αβέρωφ και τόσο με φορτώθηκε που και τι δε μούψαλλε: «Πείξα – δείξα ! μούλεγε, «μόνο να μου κόβεις το ψωμί μου είσαι ! Να πας στη γειτονιά σου», μου λέει. «Εδώ ο τόπος είναι δικός μου», «Πολύ καλά», της λέω, «αλλά εγώ, κυρά μου, και μη προς βάρος σου, για την δεσποινίδα Αγάφια είμαι έτοιμη και να θυσιαστώ. Και στη γειτονιά σου θαρθώ, κι’ ό,τι μπορώ θα κάνω ! Γι’ αυτό κράτα την όρεξή σου». Και τι γαμπρούς που σου βρήκα, τι γαμπρούς ! Στη γη στην οικουμένη ούτε βρεθήκανε τέτοιοι, ούτε θα ξαναβρεθούνε ! Σήμερα θάρθουν μερικοί από δαύτους. Πέρασα από δω επίτηδες να σε προειδοποιήσω... Καλοί, όμορφοι, όλοι καθώς πρέπει. Τέτοιους άντρες δεν έχεις ξαναδεί ! Ο πρώτος — ο Βαλταζάρ Βαλταζάροβιτς Ζεβάκιν, είναι τόσο καλός ! Υπηρετεί στο Ναυτικό — σου ταιριάζει μια χαρά ! Λέει : «Τη νύφη τη θέλω νάναι σαρκωμένη» — οι ξερακιανές λέει δεν του αρέσουν. Αν θες πάλι να πάρεις κανένα σοβαρό και σπουδαίο πρόσωπο, πάρε τον Ιβάν Παύλοβιτς. Έχει μεγάλη θέση στο Δημόσιο. Είναι Πάρεδρος... Και τόσο σοβαρός άνθρωπος που δε μπορείς να τον πλησιάσεις. Χοντρός, παρουσιαστικός άνθρωπος και σα μούμπιξε κείνη τη φωνάρα του : «Μη μου λες εμένα άρες - μάρες, πως η νύφη είναι τέτοια και τέτοια. Πες μου καθαρά και ξάστερα, πόσα κινητά και πόσα τα ακίνητά της ! «Τόσα και τόσα, του λέω, αφέντη μου ! «Ψέματα λες, διαόλου κόρη !» Και μου ξεφούρνησε κι ένα τέτοιο βρωμόλογο που ντρέπομαι να σου το ξεστομίσω. Τότε κατάλαβα πως αυτός πρέπει νάναι σπουδαίος άνθρωπος... Ακόμα είναι κι ο Νικανώρ Ιβάνοβιτς Ανούτσκην, ένας ευγενέστατος άνθρωπος. Να δεις τα χείλη του, βύσσινο καθαυτό βύσσινο. Λαμπρός άνθρωπος ! «Εγώ, λέει, θέλω τη νύφη νάναι ωραία, νάναι μορφωμένη και να μιλεί και γαλλικά. Μάλιστα, λεπτής ανατροφής άνθρωπος, γερμανομαθημένος, κι έχει και κάτι ποδαράκια, λεπτά-λεπτά, σαν τα μπρατσάκια κοριτσιού.

Page 109: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

109

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΠΠΑΑΝΝΤΤΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΗΗΜΜΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Τρίτη.

Η Αγία κάθεται μόνη. ΑΑΓΓΑΑΦΦΙΙΑΑ Αχ, τι δύσκολο να διαλέξεις! Και νάταν ένας – δυο άντρες… αλλά τέσσερις! Ο Νικανώρ Ιβάνοβιτς Ανούτσκην, αν και ντελικάτος, δεν είναι κι άσχημος! Κι ο Ιβάν Κούσμιτς, κι αυτός δεν είναι άσχημος. Αλλά κι ο Ιβάν Παύλοβιτς Σφουγγάτος, αν και χοντρός, είναι γοητευτικός άνθρωπος. Τώρα τι να κάμω; Ο Βαλταζάρ Βαλταζάροβιτς Ζεβάκην είναι τόσο πολύξερος!… Αχ, τι δύσκολο να διαλέξει κανείς. Αν μπορούσα να ταιριάξω τα χείλη του Νικανώρ Ιβάνοβιτς Ανούτσκην και τη μύτη του Ιβάν Κουσμίτς Ποτκαλιόσιν και να προσθέσω λίγη από τη σιγουριά του Βαλταζάρ Βαλταζάροβιτς Ζεβάκην, να πάρω και λίγη σταθερότητα από τον Ιβάν Παύλοβιτς Σφουγγάτο, τότε να δεις που θ’ αποφάσιζα αμέσως… Τώρα όμως, σπάζε όσο θες το κεφάλι σου. Κι αρχίζει κι όλας να μου πονεί!… Ξέρω τι θα κάνω: Θα βάλω κλήρους και θα τ’ αφήσω πια στο θέλημα του Θεού. Εκείνος που θα βγει, θα γίνει, άντρας μου. Θα τους γράψω όλους σε χαρτάκια, θα τα στρίψω σε κλήρους, κι ας γίνει ότι γίνει!

(Πάει στο τραπέζι, βγάζει ψαλίδι και χαρτί, το κόβει σε τετράγωνα κομματάκια, και το στρίβει σε κυλίνδρους)

Τι δυσάρεστη που είναι η θέση μιας κοπέλας και μάλιστα όταν δεν είναι ερωτευμένη! Κανείς άντρας δεν καταλαβαίνει πόσο υποφέρει. Κι ούτε κάνει καμιά προσπάθεια για να καταλάβει. Ορίστε! Οι κλήροι είναι έτοιμοι. Θα τους ρίξω μέσα στη σακκουλίτσα, θα κλείσω τα μάτια μου, κι ας γίνει το θέλημα του Θεού.

(Ρίχνει τους κλήρους σε μια σακκουλίτσα και τους ανακατεύει)

Αχ, τρέμω… Νάδινε η τύχη νάβγαινε ο Νικανώρ Ιβάνοβιτς Ανούτσκην, μα όχι, γιατί το είπα αυτό; Καλύτερα νάβγαινε ο Ιβάν Κουσμίτς Ποτκαλιόσιν!… Μα γιατί αυτός; Μήπως οι άλλοι είναι χειρότεροι; Αχ, όχι, δεν πρέπει. Έναν πρέπει να διαλέξω! Ας γίνει το θέλημα του Θεού!

(Αναστενάζει συγκινημένη. Βγάζει το χέρι της από μέσα από τη σακκουλίτσα κι αντί για έναν κλήρο τραβάει όλους)

Ω! Όλοι βγήκαν! Έβγαλα και τους τέσσερις! Α, όχι, όχι, τι ανοησία! Πόσο χτυπά η καρδιά μου! Όχι, έναν, έναν, χωρίς άλλο έναν! Στον τόπο μας υπάρχει μονογαμία. Ένας σύζυγος, μία γυναίκα! Πρέπει έναν άντρα να πάρω…

(Ρίχνει πάλι τους κλήρους στο σακκούλι και τους ανακατεύει)

Αχ. Αν έβγαινε ο Ζεβάκην… Α, όχι, τι λέω! Ο Ανούτσκην ήθελα να πω! Ποιος νάναι ο κλήρος του. (Ταράζεται) Α, όχι, θάμαι καλό κορίτσι… Ας δούμε καλύτερα την τύχη!

Page 110: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

110

ΝΙΚΟΛΑΪ ΓΚΟΓΚΟΛ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΠΠΑΑΝΝΤΤΡΡΟΟΛΛΟΟΓΓΗΗΜΜΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Τρίτη.

Μπαίνει η Αγάφια. ΑΑΓΓΑΑΦΦΙΙΑΑ Τόσο πολύ χτυπά η καρδιά μου! Παντού όπου κι αν γυρίσω βλέπω μπροστά μου τον Ποτκαλιόσιν. Λένε πως «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον». Τώρα το καταλαβαίνω αυτό το ρητό! Δοκίμασα πριν να τον βγάλω απ’ το μυαλό μου. Προσπαθούσα να κουβαριάσω νήμα, έπιασα το κέντημα… Τίποτα… Όλη την ώρα έβλεπα μπροστά μου τον Ποτκαλιόσιν.

(Ύστερα από παύση)

Νεανικοί, παρθενικοί μου χρόνοι, έχετε γεια! Τώρα θα με πάρουν, θα με πάνε στην εκκλησία… και θα μ’ αφήσουν μόνη μ’ αυτόν τον άντρα… Ούου, ρίγος με πιάνει.

(Κλαίει) Ωραία, παιδικά μου χρόνια έχετε γεια. Καλώς ναρθήτε στενοχώριες και φροντίδες… Ω, Θεέ μου, πόσες φροντίδες. Παιδιά, αγοράκια, σκανταλιάρικα… Ύστερα θα γεννηθούν και κοριτσάκια… Θα μεγαλώσουν… έπειτα η φροντίδα να τ’ αποκαταστήσεις… και καλά να τους τύχουνε καλοί άντρες, μα αν είναι τίποτα μέθυσοι ή απ’ αυτούς που χάνουνε ό,τι κι αν έχουνε στα χαρτιά;

(Αρχίζει πάλι να κλαίει)

Δε μούτανε γραφτό να χαρώ τη ζωή μου ελεύθερη για πολύν καιρό. Μόνο εικοσιεφτά χρόνια μπόρεσα να χαρώ τη ζωή!

Page 111: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

111

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟ ΓΓΛΛΑΑΡΡΟΟΣΣ

Πράξη Πρώτη.

Ανοίγει η αυλαία. Φαίνεται η λίμνη. Το φως του φεγγαριού στον ορίζοντα αντανακλάται στο νερό. Η Νίνα, κάτασπρα ντυμένη, κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα. ΝΝΙΙΝΝΑΑ Άνθρωποι, λιοντάρια, αετοί κα πέρδικες, ελάφια, αγριόπαπιες, αράχνες, ψάρια βουβά πού ζούνε στο νερό, άστρα θαλασσινά κα πλάσματα που το μάτι δεν τα θωρεί, κι όλα τα ζωντανά πλάσματα, όλα τα πλάσματα που διάβηκαν μέσα από τον κύκλο του πόνου, είναι σβησμένα... Για χιλιάδες χρόνια η γης δεν γεννά ζωντανά στην επιφάνειά της και τούτο το φτωχό φεγγάρι ανάβει το λύχνο του μάταια. Πάνω στο λειβάδι δεν ακούγονται πια τα κραξίματα των γερανών που ξυπνούνε και μήτε το κελάιδισμα που κάνουν οι γρύλλοι το Μάι ανάμεσα στις φιλύρες αγροικιέται. Κάνει κρύο, κρύο, κρύο ! Ερημιά, ερημιά, ερημιά ! Τρόμος, τρόμος, τρόμος ! (Παύση) Τα σώματα των ζωντανών πλασμάτων σκορπίστηκαν σε σκόνη, και η αιώνια ύλη τα μεταμόρφωσε σε βράχους, σε νερό, σε νέφαλα, κι όλες οι ψυχές τους σμίξανε σε μια μόνο ψυχή. Αυτή η ψυχή του Κόσμου είμαι – Εγώ... Μέσα μου ζει η ψυχή του Αλέξανδρου του Μεγάλου, του Καίσαρα, του Σαίξπηρ και του Ναπολέοντα, ακόμη και της ταπεινότερης βδέλλας. Μέσα μου ή συνείδηση των ανθρώπων έσμιξε με τα ένστιχτα των ζώων κι αναθυμούμαι όλα, όλα, όλα ! Και ξαναζώ κάθε ζωή μέσα στον εαυτό μου.

(Η Λίμνη φωσφορίζει. Στο βάθος ανάβουν βεγγαλικά) Είμαι ολομόναχη. Κάθε εκατό χρόνια ανοίγω τα χείλη μου να μιλήσω μα η φωνή μου αντηχάει λυπητερά στο κενό — Κανείς δε μ’ ακούει... Μήτε και σεις αχνόθωρες ψυχές δε μ’ ακούτε... Ο λασπερός βάλτος σάς γεννά πριν απ’ το χάραμα και σεις περιπλανιέστε ώσπου να ξημερώσει, χωρίς λογισμούς, χωρίς θέληση, χωρίς το σφρίγος της ζωής. Από το φόβο μην η ζωή αναστηθή στα σπλάχνα σας, ο κυρίαρχος της αιώνιας ύλης, ο σατανάς, κρατεί τα μόρια εντός σας, καθώς στις πέτρες και στο νερό, σε παντοτινή ροή, που αιώνια σας μεταμορφώνει. Γιατί μέσα στο σύμπαν τίποτα δεν απομένει σταθερό κι ανάλλαχτο παρά το πνεύμα. Σαν ένας φυλακισμένος, ριγμένος μέσα σε βαθύ αδειανό πηγάδι, δεν ξέρω πούθε είμαι Και τι με περιμένει. Εκείνο μονάχα πού γνωρίζω είναι ότι στον επίμονο κι άγριο αγώνα μου με το σατανά - τον κυρίαρχο των δυνάμεων τής ύλης - είναι γραμμένο να νικήσω εγώ... Ύστερα, πνεύμα και ύλη, θ’ ανταμωθούν μέσα σε δοξασμένη αρμονία και η Βασιλεία της θέλησης του Κόσμου θα προβάλει. Αλλά τούτο θαρθεί αγάλια-αγάλια, ύστερ’ από πολλές - πολλές χιλιάδες χρόνια, όταν το φεγγάρι κι ο λαμπερός Σείριος και η γης, γίνουνε στάχτη... Ως τότε - τρόμος, τρόμος...

(Παύση. Στο βάθος της λίμνης προβάλλουν δυο μεγάλα πύρινα μάτια)

Page 112: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

112

Και να, εδώ σιμώνει ο δυνατότερος εχθρός μου ό Σατανάς... Θωρώ τα φοβερά κόκκινα μάτια του...

Page 113: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

113

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΟΟ ΓΓΛΛΑΑΡΡΟΟΣΣ

Πράξη Τέταρτη.

Η Νίνα έχει βάλει το καπέλο και την κάπα της. Μιλάει στον Τρέπλεφ. ΝΝΙΙΝΝΑΑ Γιατί λες πως φιλείς το χώμα που πατώ; Εγώ θέλω σκότωμα. (Γέρνει πάνω στο

τραπέζι). Είμαι τόσο κουρασμένη! Αν μπορούσα να ξεκουραστώ… Αν μπορούσα να ησυχάσω!… (Σηκώνει το κεφάλι της). Είμαι γλάρος… Όχι, άλλο ήθελα να πω… Είμαι ηθοποιός… Ω, μάλιστα! (Ακούει τη ΜΑΝΤΑΜ ΑΡΚΑΝΤΙΝ και τον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ που γελούν.

Αφουγκράζεται μια στιγμή, ύστερα τρέχει στην πόρτα αριστερά και κρυφακούει από την κλειδαρότρυπα). Είναι κι αυτός εδώ!… (Γυρνώντας πίσω στον ΤΡΕΠΛΕΦ). Καλά… Ας είναι… Δεν πειράζει. Δεν επίστευε στο θέατρο, πάντα γελούσε με τα όνειρά μου, ώσπου σιγά – σιγά έπαψα κι εγώ να πιστεύω, έχασα το θάρρος μου… Έπειτα οι αμφιβολίες για την αγάπη του, η ζήλια, ο φόβος κι η αγωνία για το παιδί μου… Έγινα ποταπή, ασήμαντη, έπαιζα κουτά.. Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια μου, δεν ήξερα να σταθώ στη σκηνή, δεν μπορούσα να κανονίσω τη φωνή μου. Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τι νοιώθει εκείνος που ξέρει πως παίζει ελεεινά. Είμαι ένας γλάρος. Όχι, δεν είν’ αυτό… Θυμάσαι που σκότωσες κάποτε ένα γλάρο; Ένας άνθρωπος πέρασε κατά τύχη, τον είδε, και μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει τον κατάστρεψε… Ένα θέμα για μικρό διήγημα… Όχι, δεν είν’ αυτό… μ’ όλο που… Τι έλεγα;… Α, για τη σκηνή. Ναι, τώρα πια δεν είμ’ έτσι. Τώρα είμαι μια πραγματική ηθοποιός, παίζω με πάθος, μ’ ενθουσιασμό, μεθώ πάνω στη σκηνή, νιώθω πως είμαι ωραία… Και τώρα, αφότου βρίσκομαι δω, περπατώ τριγύρω και σκέφτομαι, σκέφτομαι, και νιώθω πως η ψυχή μου γίνεται κάθε μέρα πιο δυνατή! Τώρα το ξέρω, το καταλαβαίνω, Κώστια, πως στη δουλειά μας – στο παίξιμο ή στο γράψιμο – κείνο που αξίζει δεν είναι η φήμη, δεν είναι η δόξα, μήτε εκείνα που ονειρευόμαστε, αλλά το να μάθεις πώς να κάνεις υπομονή… Να μάθεις να σηκώνεις το σταυρό σου και να ’χεις πίστη. Εγώ τώρα πιστεύω, κι αυτό με κάνει να πονώ λιγότερο. Κι όταν σκέφτομαι την τέχνη μου, την αποστολή μου, δε φοβάμαι τη ζωή.

Page 114: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

114

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΘΘΕΕΙΙΟΟΣΣ ΒΒΑΑΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη.

Η Έλενα στη Σόνια μιλάει για τον Αστρώβ. ΕΕΛΛΕΕΝΝΑΑ Δεν πρόκειται μόνα για τα δάση κα τη γιατρική. Αγαπητή μου, πρέπει να το καταλάβεις, είναι μια μεγαλοφυία ! Και ξέρεις τι σημαίνει αυτό ; Τόλμη, ελεύθερη σκέψη, πλατύς ορίζοντας... Φυτεύει ένα δεντράκι και ξέρει κι όλας τι θα βγει απ’ αυτό ύστερ’ από χίλια χρόνια. Οραματίζεται τη μελλοντική ευτυχία της ανθρωπότητας. Τέτοιοι άνθρωποι είναι σπάνιοι και πρέπει να τους αγαπά κανείς. Βέβαια πίνει, καμιά φορά φέρνεται βάναυσα, αλλά τι σημασία έχει αυτό ; Ένας άνθρωπος με ταλέντο δε μπορεί νάναι άψογος στη Ρωσία. Σκέψου μονάχα, τι ζωή κάνει αυτός ο γιατρός ! Όλη μέρα γυρίζει στους λασπωμένους δρόμους — παγωνιές, χιονοθύελλες, αποστάσεις τεράστιες, λαός απολίτιστος, βάρβαρος, ολόγυρά του φτώχια, κακομοιριά, αρρώστιες... Όταν δουλεύει κανείς από το πρωί ως το βράδυ, τόσο σκληρά, μέσα σε τέτοιο περιβάλλον, δύσκολα μπορεί να μείνει αγνός και άσπιλος ως τα σαράντα του χρόνια. (Τη

φιλεί) Σου εύχομαι να ευτυχήσεις, μ’ όλη μου την ψυχή. Σου αξίζει η ευτυχία. (Σηκώνεται) Όσο για μένα, είμαι μια γυναίκα κουραστική — ασήμαντη. Στο Ωδείο, στο σπίτι του άντρα μου, στον έρωτα και παντού, ήμουν πάντα ένα πρόσωπο χωρίς σημασία. Αλήθεια, Σόνια, αν το καλοσκευτείς, είμαι πολύ —πολύ δυστυχισμένη ! (Πηγαινοέρχεται στη σκηνή ταραγμένη) Δεν υπάρχει για μένα ευτυχία σ’ αυτό τον κόσμο. Δεν υπάρχει ! Γιατί. Γελάς ;

Page 115: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

115

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΘΘΕΕΙΙΟΟΣΣ ΒΒΑΑΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη.

Η Έλενα μόνη. ΕΕΛΛΕΕΝΝΑΑ Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να ξέρεις το μυστικό κάποιου άλλου και να μη μπορείς να τον βοηθήσεις. (Σκέφτεται) Εκείνος δεν την αγαπά — είναι φανερό... Θα μπορούσε όμως να την παντρευτεί. Δεν είναι όμορφη, αλλά για έναν γιατρό του χωριού και μάλιστα της ηλικίας του, θα ήτανε μια πρώτης τάξεως σύζυγος. Είναι τόσο γνωστική, ευγενικιά, καλόκαρδη... Όχι, όχι, δεν είν’ έτσι... (Παύση) Το καταλαβαίνω αυτό το καημένο το κορίτσι. Μέσα σ’ αυτή την απελπιστική πλήξη, που αντί για ανθρώπους, βλέπει μόνο κάτι γκρίζους ίσκιους που περιπλανιούνται, που δεν ακούς παρά μονάχα ηλίθιες κουβέντες, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ξέρουν τίποτ’ άλλο παρά να τρώνε, να πίνουν και να κοιμούνται — παρουσιάζεται καμιά φορά, αυτός, που δε μοιάζει με τους άλλους, που είναι όμορφος, ενδιαφέρων, ελκυστικός, σαν ένα λαμπρό φεγγάρι μέσα στη σκοτεινή νύχτα... Να παραδοθείς στη μαγεία ενός τέτοιου ανθρώπου... Να ξεχαστείς... Μου φαίνεται πως κι εγώ είμαι λιγάκι γοητευμένη μαζί του. Ναι, νοιώθω κάτι σαν στενοχώρια όταν δεν έρχεται και τώρα που τον σκέφτομαι χαμογελώ... Αυτός ο θείος Βάνιας, λέει πως στις φλέβες μου τρέχει αίμα νεράιδας. Αφήστε και μια φορά τον εαυτό σας να ζήσει τη δική του ζωή. Ναι, λοιπόν, ίσως αυτό θάπρεπε να κάμω... Αν μπορούσα να πετάξω ελεύθερη σαν το πουλί, μακριά απ’ όλους σας — από τις κοιμισμένες σας φυσιογνωμίες, από τις κουβέντες σας, να ξεχάσω πως όλοι εσείς υπάρχετε... Αλλά είμαι τόσο δειλή, τόσο δύσπιστη... Νοιώθω τύψεις στη συνείδησή μου... Αυτός έρχεται δω κάθε μέρα... Μαντεύω για ποιο λόγο έρχεται και νοιώθω κι όλας πως είμαι ένοχη. Είμαι έτοιμη να πέσω στα γόνατα μπροστά στη Σόνια και να ζητήσω συγνώμη, να κλάψω...

Page 116: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

116

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΘΘΕΕΙΙΟΟΣΣ ΒΒΑΑΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Τέταρτη.

Η Σόνια μιλάει στο θείο της. ΣΣΟΟΝΝΙΙΑΑ Τι να κάνουμε; Πρέπει να ζήσουμε! (Παύση). Θα ζήσουμε, θείε Βάνια! Θα ζήσουμε πολλές – πολλές μέρες αράδα κι ατέλειωτα βράδια. Θα υποφέρουμε υπομονητικά τις δοκιμασίες που μας στέλνει η μοίρα. Εμείς θα δουλέψουμε για τους άλλους και τώρα και στα γερατειά μας – χωρίς ξεκούραση. Κι όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε ήσυχα – ήσυχα, χωρίς κανένα παράπονο. Κι εκεί, πέρα απ’ τον τάφο μας, θα πούμε πως υποφέραμε, πως κλάψαμε, πως η ζωή μάς πίκρανε, κι ο Θεός θα μας σπλαχνιστεί. Και τότε κι εγώ κι έσύ, θείε μου αγαπημένε, θα δούμε τη ζωή φωτεινή, χαρούμενη, ωραία. Θα χαιρόμαστε τότε και θα κοιτάζουμε πίσω τα τωρινά μας βάσανα και τις πίκρες με καλοσύνη, με χαμόγελο – και θ’ αναπαυτούμε. Έχω πίστη, θείε μου. Πιστεύω θερμά, με πάθος! (Γονατίζει μπροστά του και βάζει το κεφάλι της στα χέρια του. Με κουρασμένη φωνή). Θ’ αναπαυτούμε!

Page 117: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

117

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΚΑΛΛΕΡΓΗΣ

ΗΗ ΑΑΡΡΚΚΟΟΥΥΔΔΑΑ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Πόποβα γελώντας σαρκαστικά. ΠΠΟΟΠΠΟΟΒΒΑΑ Οι άντρες!.. Οι άντρες αληθινοί και πιστοί στον έρωτα! Να κάτι καινούργιο! (Με πίκρα). Και με ποιο δικαίωμα το λέτε αυτό; Οι άντρες αληθινοί και πιστοί! Αφού είν’ έτσι λοιπόν, θα σας το πω: Απ’ όλους τους άντρες που γνώρισα στη ζωή μου, ο άντρας μου ήταν ο καλύτερος. Τον αγαπούσα με πάθος, μ’ όλη μου την ψυχή, έτσι όπως μόνο μια νέα κι ευαίσθητη γυναίκα μπορεί ν’ αγαπήσει… Του χάρισα τη ζωή μου, τα νειάτα μου την ευτυχία μου, την περιουσία μου. Ήταν η ανάσα της ζωής μου. Τον λάτρευα σαν είδωλο, σαν Θεό!… Και τι νομίζετε;… Αυτός ο καλύτερος απ’ όλους τους άντρες, μ’ απατούσε με κάθε ευκαιρία με τον χειρότερο τρόπο! Μετά το θάνατό του βρήκα στο γραφείο του ένα συρτάρι γεμάτο ερωτικές επιστολές. Κι όταν ζούσε πάλι – πούναι φριχτό να το σκέφτεται κανείς – μ’ άφηνε μονάχη βδομάδες ολόκληρες. Έκανε κόρτε σ’ όλες τις γυναίκες μπροστά στα μάτια μου και μ’ απατούσε! Σπαταλούσε το χρήμα μου, περιφρονούσε τον έρωτά μου! Κι όμως παρ’ όλ’ αυτά, εγώ τον αγαπούσα!… Του ήμουνα πιστή κι αφοσιωμένη. Θάφτηκα μέσα σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους για πάντα, και θα φορώ αυτά τα πένθιμα ρούχα ως το θάνατό μου…

Page 118: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

118

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ Μετ: ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΗ

ΟΟΙΙ ΜΜΙΙΚΚΡΡΟΟΑΑΣΣΤΤΟΟΙΙ

Πράξη Πρώτη.

Η Έλενα συλλογισμένη. Μιλάει στον Τετερέφ τον ψάλτη και οικότροφο του σπιτιού. ΕΕΛΛΕΕΝΝΑΑ Ξέρετε στην πόλη που ζούσα, πριν έρθω εδώ, ο άντρας μου ήταν Διευθυντής των φυλακών. Πήγαινα λοιπόν συχνά κι έβλεπα τους φυλακισμένους. Τους αγαπούσα και τους φρόντιζα όσο μπορούσα. Ο άνδρας μου ήταν χαρτοπαίχτης. Έπινε πολύ και πήγαινε συχνά στο κυνήγι. Ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη... Οι άνθρωποι εκεί ήταν... πώς να το πω... σαν σε διαθεσιμότητα. Ήμουνα λεύτερη, δεν έκανα όμως επισκέψεις κι ούτε δεχόμουνα κανέναν. Προτιμούσα να περνάω τον καιρό μου με τους φυλακισμένους... Όλοι τους μ’ αγαπούσαν !... Αλήθεια !... Κι είναι όλοι τους τόσο παράξενοι άμα τους δεις από κοντά !... Είναι άνθρωποι εξαιρετικά απλοί και αγαθοί, σας βεβαιώνω. Καμιά φορά τους κοίταζα και ήταν αδύνατο να πιστέψω πως τούτος εδώ σκότωσε... πως εκείνος έκλεψε... πως ο άλλος είχε κάνει κάποιο άλλο έγκλημα. Κάποτε ρωτούσα κανέναν απ’ αυτούς: «Αλήθεια, εσύ σκότωσες ;» «Ναι, σκότωσα, Καλή μου Έλενα Νικολάγενα, σκότωσα. Τι να γίνει; » Και μου φαίνονταν πως αυτός ο δολοφόνος είχε φορτωθεί το έγκλημα κάποιου άλλου... Πως αυτός ήταν η πέτρα, να πούμε. όμως το χέρι που την έριξε ήταν αλλουνού. Τους αγόραζα διάφορα βιβλία... τους μοίραζα στα κελιά τους τράπουλες, τάβλια... Τους πήγαινα καπνό και κρασί ακόμα, αλλά πολύ λίγο... Στον περίπατο παίζανε μπάλα... ομάδες... Διασκεδάζανε σαν παιδιά ! Αλήθεια σας λέω !... Κάποτε-κάποτε τους διάβαζα χιουμοριστικά βιβλία αυτοί μ’ άκουγαν και ξεκαρδίζονταν στα γέλια, σαν μικρά παιδιά. Τους αγόρασα και πουλιά. Κάθε κελί είχε και το δικό του κλουβί. Και τ’ αγαπούσαν... όπως κι εμένα !... Τους άρεσε, ξέρετε, φοβερά να με βλέπουν να φοράω τίποτα χτυπητά χρώματα... Κόκκινα... κίτρινα, να πούμε... Αγαπούσαν πολύ τα χαρούμενα χρώματα ... και γω για να τους ευχαριστήσω φορούσα τα πιο παρδαλά φορέματα!... (Αναστενάζει) Διασκέδαζα ωραία μαζί τους ! Κοντά σ’ αυτούς η ζωή μου είχε κάποιο νόημα, κάποιο σκοπό. Πέρασαν τρία χρόνια χωρίς να το καταλάβω. Και όταν ο άντρας μου έπεσε από τ’ άλογο και σκοτώθηκε... δεν έκλαψα τόσο γι’ αυτόν, όσο τη φυλακή... Λυπόμουνα κατάκαρδα που θα την άφηνα... Μα κι οι φυλακισμένοι... και κείνοι λυπόντουσαν!... (Κοιτάζει τριγύρω της) Εδώ όμως... σ’ αυτή την πόλη... η ζωή είναι για μένα βαριά... Σε τούτο το σπίτι υπάρχει κάτι... κακό... Όχι πως οι άνθρωποι είναι κακοί... Κάτι άλλο... Με πλημμυρίζει μια θλίψη... κάτι με βαραίνει... Να τώρα καθόμαστε εμείς εδώ... κουβεντιάζουμε... και εκεί μέσα, ίσως ένας άνθρωπος πεθαίνει...

Page 119: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

119

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΣΑΑΛΛΩΩΜΜΗΗ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας, έχει μια παράξενη όψη λες και μοιάζει με πεθαμένη που ψάχνει να βρει πεθαμένους. Μιλάει στο Γιοχανάν. ΣΣΑΑΛΛΩΩΜΜΗΗ Γιοχανάν ! Είμαι ερωτευμένη με το κορμί σου. Το κορμί σου είναι άσπρο σαν το κρίνο του λιβαδιού, που ποτέ δεν το θέρισε θεριστής. Το κορμί σου είναι άσπρο σαν τα χιόνια που απλώνονται στα βουνά της Ιουδαίας και κατεβαίνουν στις κοιλάδες. Τα ρόδα στον κήπο της βασίλισσας της Αραβίας δεν είναι τόσο άσπρα όσο το κορμί σου. Ούτε τα πόδια της αυγής που χοροπηδούν πάνω στα φύλλα, ούτε ο κόρφος της σελήνης όταν πλαγιάζει πάνω στον κόρφο της θάλασσας… Τίποτα στον κόσμο δεν υπάρχει τόσο άσπρο όσο το κορμί σου. Άσε με ν’ αγγίξω το κορμί σου!

(Τη διώχνει)

Το κορμί σου είναι αποτρόπαιο. Είναι σαν το κορμί του λεπρού. Είναι σαν τοίχος από γύψο που πέρασαν απάνω του οχιές, σαν τοίχος από γύψο όπου οι σκορπιοί φκιάξανε τη φωλιά τους. Είναι σαν ασπρισμένος τάφος, γιομάτος από πράματα που φέρνουν αηδία. Είναι φρικτό, είναι φρικτό το κορμί σου!… Με τα μαλλιά σου είμαι ερωτευμένη, Γιοχανάν. Τα μαλλιά σου μοιάζουν με τα τσαμπιά των μαύρων σταφυλιών που κρέμονται στ’ αμπέλια της Εδώμ. Οι μακριές μαύρες νύχτες, οι νύχτες που το φεγγάρι είναι κρυμμένο και τ’ αστέρια φοβισμένα, δεν είναι τόσο μαύρες. Η σιωπή που κατοικεί στους λόγγους, δεν είναι τόσο μαύρη. Τίποτα στον κόσμο δεν υπάρχει τόσο μαύρο όσο τα μαλλιά σου… Άσε με ν’ αγγίξω τα μαλλιά σου.

(Τη διώχνει) Τα μαλλιά σου είναι φρικτά. Λάσπη και σκόνη τα σκεπάζει. Λες κι είναι αγκάθινο στεφάνι που σου το βάλανε στο μέτωπο. Λες κι είναι μια θηλειά από μαύρα φίδια κουλουριασμένα πάνω στο λαιμό σου. Δεν τ’ αγαπώ τα μαλλιά σου… Με το στόμα σου είμ’ ερωτευμένη, Γιοχανάν. Το στόμα σου είναι σαν άλικη ταινία σε φιλντισένιο πύργο. Είναι σαν το ρόδι που το κόψαν με μαχαίρι φιλντισένιο. Το στόμα σου είναι πιο κόκκινο από τα πόδια κείνων που πατάν τα κρασοστάφυλα μέσα στα πατητήρια. Είναι το κόκκινο απ’ τα πόδια των περιστεριών, που κατοικούνε στους ναούς και που τα θρέφουν οι παπάδες. Είναι πιο κόκκινο από τα πόδια κείνου που γυρίζει από το λόγγο, όπου σκότωσε λιοντάρι, κι είδε τίγρεις χρυσόμαλλες. Το στόμα σου είναι πιο κόκκινο από κλαδί κοραλλί, που βρήκανε ψαράδες μεσ’ στη θαμπόφεγγη τη θάλασσα και το φυλάνε για τους βασιλιάδες!… Τίποτα στον κόσμο δεν είναι τόσο κόκκινο όσο το στόμα σου… άσε με να φιλήσω το στόμα σου.

(Τη διώχνει)

Page 120: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

120

Θα το φιλήσω το στόμα σου, Γιοχανάν. Θα το φιλήσω το στόμα σου.

Page 121: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

121

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΣΑΑΛΛΩΩΜΜΗΗ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Σαλώμη αρπάζει το κεφάλι του Γιοχανάν. ΣΣΑΑΛΛΩΩΜΜΗΗ Δε θέλησες να μ’ αφήσεις να φιλήσω το στόμα σου, Γιοχανάν. Καλά λοιπόν! Τώρα θα το φιλήσω. Θα το δαγκώσω με τα δόντια, όπως δαγκώνει κανείς τον ώριμο καρπό. Ναι, θα το φιλήσω το στόμα σου, Γιοχανάν. Σου το είπα, δεν είν’ έτσι; Σου το είπα. Ε, λοιπόν! Θα το φιλήσω τώρα… Αλλά γιατί δε με κοιτάς, Γιοχανάν; Τα μάτια σου που ήσαν τόσο τρομερά, που ήσαν τόσο γεμάτα οργή και καταφρόνια, είναι κλεισμένα τώρα. Γιατί είναι κλεισμένα; Άνοιξε τα μάτια σου! Σήκωσε τα βλέφαρά σου, Γιοχανάν. Γιατί δε με κοιτάζεις; Με φοβάσαι, Γιοχανάν, που δε θέλεις να με κοιτάξεις;… Κι η γλώσσα, που ήταν σαν κόκκινο ερπετό που ακοντίζει δηλητήρια, δεν κουνιέται πια, δε λέει τίποτα τώρα, Γιοχανάν, η κόκκινη αυτή οχιά που ξέρασε το φαρμάκι της απάνω μου. Δε με θέλησες, Γιοχανάν. Μ’ απόκρουσες. Μου είπες πράματα αποτρόπαια. Μου φέρθηκες σα να ήμουν εταίρα, σα να ήμουν πόρνη, εγώ, η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας, Πριγκίπισσα της Ιουδαίας! Ε, λοιπόν, Γιοχανάν, εγώ ζω ακόμα, αλλά εσύ είσαι νεκρός και το κεφάλι σου μου ανήκει. Μπορώ να το κάμω ό,τι θέλω. Μπορώ να το ρίξω στα σκυλιά και στα πουλιά του αέρα. Ό,τι αφήσουν τα σκυλιά, τα πουλιά του αέρα θα το φάνε… Α! Γιοχανάν, Γιοχανάν, ήσουν ο μόνος άντρας που αγάπησα. Όλοι οι άλλοι άντρες μου φέρνουν αηδία. Αλλά εσύ ήσουν ωραίος. Το κορμί σου ήταν φιλντισένια κολώνα πάνω σ’ ασημένιο βάθρο. Ήταν κήπος γεμάτος περιστέρια κι ασημένια κρίνα. Η φωνή σου ήταν θυμιατό, που σκορπούσε παράξενα αρώματα, κι όταν σε κοιτούσα, άκουγα μια παράξενη μουσική! Αχ! Γιατί δε με κοίταξες, Γιοχανάν; Έκρυψες το πρόσωπό σου πίσω από τα χέρια κι από τις κατάρες σου. Έβαλες πάνω στα μάτια σου την καλύπτρα εκείνου που θέλει να δει το θεό του. Ε, λοιπόν, τον είδες το Θεό σου, Γιοχανάν, όμως εμένα, εμένα… ποτέ δε με είδες. Αν με είχες δει, θα μ’ είχες αγαπήσει. Ξέρω καλά πως θα μ’ είχες αγαπήσει, και το μυστήριο της αγάπης είναι πιο μεγάλο απ’ το μυστήριο του θανάτου. Μόνο την αγάπη πρέπει να κοιτάζει κανείς.

(Φιλάει το στόμα του Γιοχανάν) Α, το φίλησα το στόμα σου, Γιοχανάν, το φίλησα το στόμα σου. Είχανε μια πικρόστυφη γεύση τα χείλια σου. Να ήταν τάχα η γεύση που έχει το αίμα;… Όμως μπορεί να ήταν του έρωτα η γεύση. Λένε πως ο έρωτας έχει πικρόστυφη γεύση. Τι πειράζει όμως; Τι πειράζει; Το φίλησα το στόμα σου, Γιοχανάν, το φίλησα το στόμα σου.

Page 122: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

122

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΗΗ ΔΔΟΟΥΥΚΚΙΙΣΣΣΣΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΠΠΑΑΔΔΟΟΥΥΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη.

Η Δούκισσα μιλάει στον γέρο Κόμη Μοραντσόνε . ΔΔΟΟΥΥΚΚΙΙΣΣΣΣΑΑ Πως με παράτησε, το ξέρεις Ω, δώσε μου τον πάλι, δώσε μού τον πάλι σου λέω, αλιώς θα σου ξεσκίσω το κορμί σου, κομμάτι από κομμάτι θα χωρίσω και το κεφάλι σου θα το καρφώσω απάνω στην κοινή κρεμάλα, ώσπου να το γδάρουν και γυμνό να τ’ αφήσουν τα κοράκια που τρέχουν στα ψοφίμια. Κάλλιο στο δρόμο σου ένα πεινασμένο να ’βρισκες θηλυκό λιοντάρι, παρά να μπεις ανάμεσά μας, να χωρίσεις την αγάπη μου από μένα. (Περισσότερο παθητικά) Ναι, δώσε μού τον πάλι· πόσο τον αγαπώ δεν ξέρεις. Εδώ και μισήν ώρα, γονατιστός ήταν πλάι στο κάθισμα τούτο· εκεί δα στεκόταν κι από κει με κοιτούσε· ετούτο φίλησε το χέρι και σε τούτων των αυτιών τις ανοιχτές πύλες εστάλαξε μιαν ιστορία αγάπης, με τόση μουσική γεμάτη, που πάψαν τα πουλιά να κελαδούνε ! Ω, δώσε μού τον πάλι... Εκδίκηση ! Ποτέ μου Δεν έχω πειράξει, πιστεύω, ούτε μικρό παιδάκι. Τι θα ’ρχόταν να κάμει στη δική μου η Εκδίκηση την πόρτα ; Ας είναι, δεν πειράζει, ο Θάνατος εκεί βρίσκεται κιόλας, προσμένοντας με το θαμπό πυρσό του το δρόμο μου να μου φωτίσει. Αλήθεια, σε μισούν οι άνθρωποι, Θάνατε, όμως εγώ πιστεύω,

Page 123: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

123

πως από κείνον που αγαπάω πιο στοργικός εσύ μαζί μου θα ’σαι, κι αμέσως μαντατοφόρους θα στείλεις, της αργοπόρας μέρας τα τεμπέλικα να βιάσουνε τ’ άτια και στη θέση της να ’ρθει η νύχτα, η αδερφή σου, με πένθος τον κόσμο να ντύσει· η κουκουβάγια, που ’ναι λειτουργός σου, από τον πύργο της ας σκούξει κι ας ξυπνήσει με το κράξιμό της το φρύνο· κι η νυχτερίδα, που ’ναι σκλάβα της θαμπόφωτης Περσεφόνης, ας τριγυρνά φτεροκοπώντας στο σκοτεινιασμένον αγέρα. Τους μανδραγόρες που στριγγλίζουν, από τη γης ξερίζωσέ τους και πρόσταξέ τους μουσική για μας να παίξουν και πες στον τυφλοπόντικα βαθιά να σκάψει το παγερό και στενό του κρεβάτι, γιατί απόψε εγώ στην αγκάλη σου θα γείρω.

Page 124: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

124

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΗΗ ΔΔΟΟΥΥΚΚΙΙΣΣΣΣΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΠΠΑΑΔΔΟΟΥΥΑΑΣΣ

Πράξη Τρίτη.

Η Δούκισσα κατεβαίνει μερικά σκαλοπάτια μιλώντας στον Γκουίντο Φερράντι. ΔΔΟΟΥΥΚΚΙΙΣΣΣΣΑΑ Φόνο είπες ; Ο Φόνος πεινάει και φωνάζει κι άλλο ζητώντας· κι ο Θάνατος, που ’ναι αδερφός δικός του, δεν έχει χορτάσει, αλλά γυρίζει το σπίτι και δε θέλει να φύγει, αν δεν πάρει ένα σύντροφο μαζί του ! Θάνατε, κοντοστάσου κι έναν πολύ πιστό υπηρέτη θα σου δώσω, για να ταξιδέψει μαζί σου ! Άλλο πια μη φωνάζεις, Φόνε, γιατί θα φας και θα χορτάσεις. Σ’ αυτό το σπίτι θα ξεσπάσει καταιγίδα, πριν την αυγή, και τρομερή θα ’ναι τόσο, που το φεγγάρι το λευκό έχει αρχίσει κιόλα μουντό να παίρνει χρώμα κι ανήμπορο να δείχνει απ’ την τρομάρα. Θρηνολογάει το σιγαλό τ’ αγέρι καθώς περνάει γύρω στο σπίτι, και τ’ άστρα ψηλά τρελό δρόμο στο θολωτό το στερέωμα παίρνουν, λες κι έχυσεν η νύχτα δάκρια από φωτιάν αναλυτή για κείνα που θα ’χει η μέρα ν’ αντικρύσει. Ω, κλάψε, δύστυχε ουρανέ ! Χόρτασε κλάμα ! Ακόμα κι αν τον κάμπο η θλίψη σαν καταρράχτης τον μουσκέψει κι αν τη γης ολόκληρη κάμει πικρή λίμνη από δάκρυα. και πάλι δε θα ’φτανε τούτο.

(Ακούγεται βροντή) Δεν άκουσες ; Κανόνια στον Ουρανό βροντούν απόψε. Η Εκδίκηση ξύπνησε και στον κόσμο απόλησε λέφτερα τα σκυλιά της. Σ’ αυτό που τους δυο μας χωρίζει, εκείνος που τ’ αστροπελέκι τραβάει στο κεφάλι του απάνω,

Page 125: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

125

στο χαλασμό το νου του ας έχει, που ξοπίσω της φέρνει η διχαλωτή φλόγα.

(Μια αστραπή, που την ακολουθεί βροντή)

Page 126: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

126

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΗΗ ΒΒΕΕΝΝΤΤΑΑΛΛΙΙΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΛΛΑΑΙΙΔΔΗΗΣΣ ΟΟΥΥΙΙΝΝΤΤΕΕΡΡΜΜΙΙΡΡ

Πράξη Τρίτη.

Η Λαίδη στέκεται κοντά στο τζάκι.. ΛΛΑΑΙΙΔΔΗΗ Γιατί δεν έρχεται ; Είναι τρομερή αυτή η αναμονή. Έπρεπε να είν’ εδώ. Γιατί εν είν’ εδώ, ν’ ανάψει κάποια φλόγα μέσα μου με λόγια παθητικά ; Κρυώνω — όπως κρυώνει ένα πλάσμα χωρίς αγάπη. Ο Άρθουρ θα έχει διαβάσει τώρα το γράμμα μου. Αν ενδιαφερόταν για μένα, θα είχε τρέξει από πίσω μου, θα με είχε πάρει πίσω δια της βίας. Αλλά δε νοιάζεται. Τον έχει αλυσοδέσει αυτή η γυναίκα — είναι μαγεμένος— κυριευμένος απ’ αυτήν μια γυναίκα Θέλει να κρατήσει έναν άντρα, δεν έχει παρά ν’ απευθυνθεί σε ό,τι χειρότερο έχει μέσα του. Θεοποιούμε εμείς τους άντρες κι εκείνοι μας εγκαταλείπουν. Άλλες τους μεταβάλλουν σε κτήνη κι εκείνοι κυλιούνται στα πόδια τους και τους είναι πιστοί. Τι σιχαμένη που είναι η ζωή !... Ω ! ήταν τρέλα μου να ’ρθω εδώ, φοβερή τρέλα. Αλλά πάλι, κι εγώ δεν ξέρω ποιο είναι το χειρότερο, να είσαι στο έλεος ενός ανθρώπου που σ’ αγαπά, ή να είναι γυναίκα ενός ανθρώπου που σ’ ατιμάζει μέσα στο ίδιο σου το σπίτι : Ποια γυναίκα το ξέρει ; Ποια γυναίκα μέσα σ’ όλον τον κόσμο : Θα μ’ αγαπάει όμως παντοτινά αυτός ο άντρας που του δίνω τη ζωή μου ; Τι του φέρνω ; Χείλη που έχουν χάσει τον τόνο της χαράς, μάτια που τυφλώθηκαν απ’ τα δάκρυα, κρύα χέρια και παγερή καρδιά. Τίποτα εν του φέρνω. Πρέπει να γυρίσω πίσω — όχι· δεν μπορώ να γυρίσω· Το γράμμα μου μ’ έχει ρίξει στην εξουσία τους — ο Άρθουρ δε θα μ’ έπαιρνε πίσω ! Εκείνο το μοιραίο γράμμα! Όχι! Ο Λόρδος Ντάρλινγκτον φεύγει απ’ την Αγγλία αύριο. Θα πάω μαζί του — έχω να διαλέξω. (Κάθεται για λίγες στιγμές. Ύστερα σηκώνεται απότομα και βάζει στην κάπα της) Όχι, όχι ! Θα γυρίσω πίσω, ας με κάνει ο Άρθουρ ό,τι τ’ αρέσει. Δεν μπορώ να περιμένω εδώ. Ήταν τρέλα ο ερχομός μου. Πρέπει να φύγω αμέσως. Όσο για το Λόρδο Ντάρλινγκον — Ω! να τον, ήρθε! Τι να Κάνω; Τι να Του πω : Θα μ’ αφήσει καν να φύγω ; Έχω ακούσει πως οι άντρες είναι απότομοι, φρικτοί... Ω!

Page 127: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

127

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΗΗ ΒΒΕΕΝΝΤΤΑΑΛΛΙΙΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΛΛΑΑΙΙΔΔΗΗΣΣ ΟΟΥΥΙΙΝΝΤΤΕΕΡΡΜΜΙΙΡΡ

Πράξη Τρίτη.

Η Κα Έρλυν τινάζεται με μια χειρονομία πόνου. Ύστερα συγκρατείται και πλησιάζει εκεί που είναι καθισμένη η Λαίδη Ουίντερμιρ. Μιλώντας απλώνει τα χέρια της προς εκείνη αλλά δεν τολμάει να την αγγίξει.. ΚΚαα ΕΕΡΡΛΛΥΥΝΝ Πιστέψτε για μένα ό,τι προτιμάτε. Δεν αξίζω να με λυπηθείτε ούτε μια στιγμή. Μην καταστρέφετε όμως την όμορφη νεανική σας ζωή εξαιτίας μου ! Δεν ξέρετε τι μπορεί να σας περιμένει, αν δεν αφήσετε αμέσως αυτό το σπίτι. Δεν ξέρετε τι θα πει να πέσετε στο βάραθρο. Τι θα πει να σας περιφρονούν, να σας κοροϊδεύουν. να σας εγκαταλείπουν, να σας περιγελούν — τι θα πει να είσαστε απόβλητη της κοινωνίας ! Να βρίσκετε τις πόρτες κλεισμένες μπροστά σας, να πρέπει να τρυπώνετε από σιχαμερά παραπόρτια, να τρομάζετε κάθε στιγμή μήπως σας βγάλουν τη μάσκα από το πρόσωπο και ν’ ακούτε διαρκώς το γέλιο, το φρικτό γέλιο του κόσμου, κάτι πιο τραγικό απ’ όλα τα δάκρυα που ’χυσε ποτέ ο κόσμος. Δεν ξέρετε τι είν’ αυτό. Πληρώνει κανένας για το αμάρτημά του και ύστερα ξαναπληρώνει και εξακολουθεί να πληρώνει σ’ όλη του τη ζωή. Ποτέ δεν πρέπει να το γνωρίσετε αυτό. Όσο για μένα, αν ο πόνος είναι εξιλέωση, τότε αυτή τη στιγμή εξιλεώθηκα για όλα μου τα σφάλματα, όποια κι αν ήταν· γιατί απόψε δημιουργήσατε σεις μια καρδιά σε κάποιον που δεν είχε, τη δημιουργήσατε και την κάνατε κομμάτια. Ας τ’ αφήσουμε όμως αυτά. Μπορεί να κατέστρεψα εγώ τη ζωή μου, αλλά δε θ’ αφήσω εσάς να καταστρέφετε τη δική σας. Εσείς — μα εσείς είσαστε ένα κοριτσάκι, εσείς θα χανόσαστε. Δεν έχετε εκείνο το είδος του μυαλού που κάνει μια γυναίκα ικανή να ξανασηκωθεί. Δεν έχετε ούτε την ικανότητα ούτε το θάρρος. Δε θα μπορούσατε να υποφέρετε την ατίμωση ! Όχι ! Γυρίστε, Λαίδη Ουίντερμιρ, στον άντρα σας που σας αγαπά και τον αγαπάτε. Έχετε ένα παιδί, Λαίδη Ουίντερμιρ. Γυρίστε σ’ αυτό το παιδί, που ακόμη και τώρα, στον πόνο ή στη χαρά του, μπορεί να σας φωνάζει. (Η Λαίόη Ουίντερμιρ σηκώνετα.) Ο Θεός σας έδωσε αυτό το παιδί. Εκείνος θ’ απαιτήσει από σας να του κάνετε τη ζωή του ωραία, να μένετε άγρυπνος φύλακας κοντά του. Τι απόκριση θα δώσετε στο Θεό, αν η ζωή του παιδιού σας καταστραφεί εξαιτίας σας ; Γυρίστε στο σπίτι σας, Λαίδη Ουίντερμιρ — ο άντρας σας σας αγαπά! Ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν ξέφυγε από την αγάπη που έχει για σας. Μα και χίλιες αγάπες αν είχε εκείνος, εσείς πρέπει να μείνετε με το παιδί σας. Αν φάνηκε τραχύς μαζί σας, σεις πρέπει να μείνετε με το παιδί σας. Αν σας φέρθηκε άσχημα, εσείς πρέπει να μείνετε με το παιδί σας. Αν εκείνος σας εγκατέλειψε, η δική σας η θέση είναι κοντά στο παιδί σας. (Η Λαίδη Ουίντερμιρ ξεσπάει σε κλάματα κα κρύβει το πρόσωπο στα χέρια. Η Κα Έρλυν ορμάει κοντά

της) Λαίδη Ουίντερμιρ !

Page 128: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

128

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΗΗ ΒΒΕΕΝΝΤΤΑΑΛΛΙΙΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΛΛΑΑΙΙΔΔΗΗΣΣ ΟΟΥΥΙΙΝΝΤΤΕΕΡΡΜΜΙΙΡΡ

Πράξη Τέταρτη.

Η Κα Έρλυν στον Λόρδο Ουίντερμιρ μ’ έναν τόνο ειρωνείας στη φωνή της. ΚΚαα ΕΕΡΡΛΛΥΥΝΝ Ν’ αποχαιρετήσω την κόρη μου, βέβαια. (Ο Λόρδος Ουίντερμιρ, δαγκώνει με θυμό το κάτω χείλος του. Η Κα Έρλυν τον κοιτάζει, και η φωνή και ο τρόπος της γίνεται σοβαρός. Καθώς μιλάει, μια απόχρωση βαθιά τραγική χρωματίζει τους τόνους της φωνής της. Για μια στιγμή αποκαλύπτει τον εαυτό της) Ω, μη φανταστείς πως πρόκειται να ’χω μια παθητική σκηνή μαζί της, να κλάψω στο λαιμό της και να της πω ποια είμαι, και τα παρόμοια. Δεν έχω καμιά φιλοδοξία να παίξω ρόλο της μητέρας. Μόνο μια φορά στη ζωή μου γνώρισα τα αισθήματα της μητέρας. Κι αυτό συνέβη χτες τη νύχτα. Ήταν τρομερά – μ’ έκαναν να υποφέρω – μ’ έκαναν να υποφέρω πάρα πολύ. Είκοσι χρόνια, όπως είπες, έζησα χωρίς παιδί— θέλω να ζήσω ακόμη χωρίς παιδί. (Κρύβοντας τα αισθήματά της μ’

ένα κοινό γέλιο) Εξάλλου, αγαπητέ μου Ουίντερμιρ, πώς θα ήταν ποτέ δυνατό να παρουσιάζομαι για μητέρα με μια τόσο μεγάλη κόρη ; Η Μάργκαρετ είναι εικοσιενός χρόνων, κι εγώ ποτέ μου δεν παραδέχτηκα πως έχω περάσει τα εικοσιεννιά ή το πολύ τα τριάντα. Εικοσιεννιά, όταν υπάρχουν ροζ σκιές, τριάντα όταν δεν υπάρχουν. Βλέπεις λοιπόν δυσκολίες θα μου’ φερνε αυτό. Όχι, από τη δική μου την πλευρά, μπορείς ν’ αφήσεις τη γυναίκα σου να λατρεύει τη μνήμη αυτής της πεθαμένης κι άμωμης μητέρας. Γιατί ν’ ανακατευτώ εγώ με τις δικές της τις αυταπάτες; Εγώ το βρίσκω αρκετά δύσκολο να διατηρήσω τις δικές μου. Χτες τη νύχτα έχασα μια. Νόμιζα πως δεν είχα καρδιά. Βρήκα πως έχω. Και η καρδιά δε μου ταιριάζει εμένα, Ουίντερμιρ. Δεν ξέρω για ποιο λόγο, δεν ταιριάζει με το σημερινό ντύσιμο. Κάνει τη γυναίκα να φαίνεται γριά. (Παίρνει έναν καθρέφτη του χεριού από το τραπέζι και κοιτάζεται) Και της καταστρέφει την καριέρα στις κρίσιμες στιγμές...

(Σηκώνεται) Υποθέτω, Ουίντερμιρ, πως θα σου άρεσε ν’ αποσυρθώ σε κανένα μοναστήρι, ή να γίνω νοσοκόμος, ή τίποτα παρόμοιο, όπως γίνεται στα ανόητα μοντέρνα μυθιστορήματα. Αυτό είναι κουτό εκ μέρους σου, Άρθουρ· στην πραγματική ζωή δεν κάνουμε τέτοια πράγματα — πάντως δεν τα κάνουμε όσο μας μένει ακόμη κάποια καλή εμφάνιση. Όχι — εκείνο που μας παρηγορεί στη σημερινή εποχή δεν είναι η μεταμέλεια, αλλά η απόλαυση. Η μεταμέλεια είναι εντελώς απηρχαιωμένη. Κι εξάλλου, αν μια γυναίκα με— μετανοεί πραγματικά, πρέπει να πάει να ραφτεί σε μια κακή μοδίστρα, αλλιώς κανένας δε θα την πιστέψει. Κι εμένα τίποτα στον κόσμο δε θα μ’ ανάγκαζε να το κάνω αυτό. Όχι· σκοπεύω να βγω τελείως από τη ζωή και των δυο σας. Το ότι μπήκα στη ζωή σας, υπήρξε λάθος μου — αυτό το ανακάλυψα χτες τη νύχτα.

Page 129: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

129

ΦΡΑΝΚ ΒΕΝΤΕΚΙΝΤ Μετ: ΕΥΜΟΛΠΟΣ ΣΥΝΑΔΗΝΟΣ

ΛΛ ΟΟ ΥΥ ΛΛ ΟΟ ΥΥ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Λούλου απευθύνεται στον Άλβα αφού φεύγει ο Σίγκολχ. Σηκώνεται με μεγάλη ευχέρεια. ΛΛΟΟΥΥΛΛΟΟΥΥ Επιτέλους ελεύθερη ! Δυο χρόνια έχω να δω τούτο το δωμάτιο : κουρτίνες... καναπές... εικαστικά... Και το πορτραίτο μου τι έγινε ; (Εύθυμα) Τώρα, οπωσδήποτε, θα βρίσκεται στη θέση μου, πίσω απ’ τα σίδερα. ή δυστυχισμένη. Η κόμησσα Γκέσβιτς μερίμνησε για όλα με ακαταγώνιστη οξυδέρκεια. Με την επιδημία της χολέρας στο Αμβούργο — πέρσι το καλοκαίρι σκαρφίστηκε χονδροειδώς τον σκελετό της απόδρασης. Παρακολούθησε μερικά εντατικά μαθήματα νοσοκομειακής περίθαλψης κι απορροφήθηκε αμέσως στις νοσηλευτικές μονάδες του Αμβούργου, όπου οι ανάγκες ήσαν επείγουσες και τεράστιες. Χωρίς χρονοτριβές και μόλις δόθηκε η ευκαιρία φόρεσε αδίστακτα τα εσώρουχα μιας χολερόβλητης πούχε πεθάνει μόλις πριν λίγο. Εννοείται πως έπρεπε να τάχει αποτεφρώσει. Την ίδια μέρα ήρθε και μ’ επισκέφθηκε στη φυλακή, όπου κάποια στιγμή πού η επόπτρια δεν έβλεπε, αλλάξαμε αστραπιαία τα εσώρουχά μας. Φυσικά ! Όπως ήταν επόμενο, η κόμησσα μεταφέρθηκε ακαριαία κι απομονώθηκε σε ειδική πτέρυγα τού Νοσοκομείου όπου αναγκαστικά διακομίστηκα κι εγώ αφού δεν είχαν πού αλλού να με βάλουν. Απ’ την πρώτη κιόλας μέρα η κόμησσα έκανε τα πάντα για να μοιάζουμε όσο το δυνατό περισσότερο. Προχθές που θεραπεύτηκε εντελώς της δόθηκε το εξιτήριο και σήμερα γύρισε πάλι με πρόφαση πως είχε λησμονήσει το ρολόι της. Φόρεσα τα ρούχα της κι έφυγα ενώ εκείνη γλιστρώντας στη στολή μου πήρε τη θέση μου στη φυλακή. Ωστόσο αδυνάτισα λιγάκι στο πρόσωπο. Σκόπιμα, για να ξεφορτωθώ τον Ροντρίγκο. Έλα λοιπόν ! Θα μ’ άρεσε τώρα δα ένα φιλί !

(Τον τραβάει δίπλα της στον καναπέ)

Page 130: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

130

ΦΡΑΝΚ ΒΕΝΤΕΚΙΝΤ Μετ: ΕΥΜΟΛΠΟΣ ΣΥΝΑΔΗΝΟΣ

ΛΛ ΟΟ ΥΥ ΛΛ ΟΟ ΥΥ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Λούλου απευθύνεται στον Σεν αφού φεύγει η Άλβα. ΛΛΟΟΥΥΛΛΟΟΥΥ Έχετε δίκιο να μου υποδεικνύετε τη θέση μου. Το καλύτερο μέσο είναι να με βάλετε να χορέψω skirtdamce μπροστά στην αρραβωνιαστικιά σας... Είναι το καλύτερο μάθημα για να καταλάβω ποια είναι η θέση μου. Ακόμα κι αν δεν ξέρουν πού να κοτάξουν εξαιτίας της αδιαντροπιάς μου. Ό,τι και να σκέφτονται για μένα, μου είναι τελείως αδιάφορο. Για τίποτα στον κόσμο δεν θα ήθελα να γένω καλύτερη. Είμαι πολύ καλά έτσι όπως είμαι τώρα. Μακάρι να ’ξερα αν έχω τη παραμικρή σπίθα σεβασμού για τον εαυτό μου. Θεέ μου, ξέρω πολύ καλά τι θα γινόμουνα αν δε με είχατε προστατέψει. Και τι ευτυχισμένη που είμαι έτσι ! Λίγο με νοιάζει πώς και μπροστά σε ποιον θα χορέψω ! (Σαν παδί παρακαλεί) Ένα λεπτό ακόμα. Σας παρακαλώ. Δε μπορώ ακόμα να σταθώ καλά στα πόδια μου. Να χτυπήσει πρώτα το κουδούνι. (Ειρωνικά) Υπερεκτιμήσατε τις ευεργεσίες της επιρροής σας. Ο πρίγκιπας ήρθε. Θα με πάρει στην Αφρική. Και γιατί όχι ; Με κάνατε χορεύτρια για να ’ρθει κάποιος να με πάρει. Γιατί δε μ’ αφήσατε να λιποθυμήσω ήσυχα ευχαριστώντας σιωπηλά το Θεό ;(Κοροϊόευτκά) Δεν σας χώραγε ο τόπος...; Φοβόσαστε μήπως παρόλα αυτά ληφθούν σοβαρά τα μέλη μου ; Ώστε λοιπόν το ξέρατε ; Κανείς δε σας κρατάει. Μόλις έχετε τη δύναμη θα φύετε ! Πού βρίσκεται η δύναμή σας ; Αρραβωνιαστήκατε εδώ και τρία χρόνια. Γιατί δεν παντρευτήκατε ; Αγνοείτε τα εμπόδια. Γιατί θέλετε να φταίω πάντα εγώ ; Με διατάξατε να παντρευτώ τον δόκτωρα Γκολλ. Ανάγκασα τον δόκτωρα Γκολλ να με παντρευτεί Με διατάξατε να παντρευτώ τον ζωγράφο. Έκανα την ανάγκη φιλοτιμία. Φτιάχνετε καλλιτέχνες. Προστατεύετε πρίγκιπες. Γιατί λοιπόν δεν παντρευόσαστε ; (Από Τώρα μέχρι το τέλος της σκηνής θριαμβολογούσα) Αν ξέρατε τι χαρά μου δίνει η οργή σας ! Πόσο είμαι υπερήφανη που με ταπεινώνετε με κάθε τρόπο ! Με ταπεινώνετε τόσο — όσο μπορεί κανείς να ταπεινώσει μια γυναίκα, διότι ελπίζετε να μπορέσετε τότε ευκολότερα να περάσετε πέρα απ’ το άτομό μου. Μ’ όλα αυτά που μου λέτε, το πρόσωπό σας έγινε ανέκφραστο. Το βλέπω καθαρά. Έχετε χάσει κάθε έλεγχο. Πηγαίνετε ! Στο όνομα της αθώας αρραβωνιαστικιάς σας, αφήστε με μόνη ! Ένα λεπτό ακόμη και η διάθεσή σας θ’ αλλάξει, θα μου κάνετε κι άλλη σκηνή τελείως διαφορετική από τούτη για την οποία δε θα μπορέσετε να δώσετε απάντηση ! Δε σας έχω ανάγκη. Σας παρακαλώ, πηγαίνετε ! Μη λέτε πως φταίω εγώ. Ξέρετε πως δεν είχα ανάγκη να λιποθυμήσω για να καταστρέψω το μέλλον σας. Έχετε μια εμπιστοσύνη απεριόριστη στην τιμιότητά μου ! Δεν πιστεύετε μόνο ότι είμαι ένα παιδί γοητευτικό. Πιστεύετε επίσης ότι είμαι ένα πλάσμα μεγαλόκαρδο. Δεν είμαι ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Page 131: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

131

ΦΡΑΝΚ ΒΕΝΤΕΚΙΝΤ Μετ: ΕΥΜΟΛΠΟΣ ΣΥΝΑΔΗΝΟΣ

ΛΛ ΟΟ ΥΥ ΛΛ ΟΟ ΥΥ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Λούλου απευθύνεται στον Σεν αφού φεύγει η Άλβα. ΛΛΟΟΥΥΛΛΟΟΥΥ Πείτε μου, ποιος από τους δυο μας είναι πιο απαιτητικός; Εσείς ή εγώ ; Εξαιτίας της σκοτεινής καταγωγής μου ; Εξαιτίας της διαφθοράς σας ! Με τι χαρά παίρνω απάνω μου το φταίξιμο ! Επί του παρόντος πρέπει να αισθάνεστε αγνός. Πρέπει να θεωρείτε τον εαυτό σας υπόδειγμα σοβαρού ανθρώπου, πρότυπο αρετής με αμετακίνητες αρχές, αλλιώς δε θα μπορούσατε να παντρευήτε αυτό το άπειρο παιδί... (Γρήγορα) Ναι ! Ναι ! Τι άλλο πρέπει να πω για να το κάνετε ; Ακόμα και για ολόκληρο βασίλειο, δε θα ’θελα ν’ αλλάξω μ’ αυτό το αθώο παιδί ! ΄Ομως αυτή η κοπελίτσα σας αγαπά, όπως καμιά γυναίκα δε σας αγάπησε ποτέ. Παντρευτήτε την ! Και τότε στην παιδική της απόγνωση, Θα χορέψει αυτή κάτω απ’ τα μάτια μου κι όχι εγώ μπροστά της ! Χτύπα με ! Πού είναι το μαστγιό σου ; Χτύπα τα πόδια μου... Γίνετε λοιπόν άντρας ! Κοιτάξτε τον εαυτό σας καταπρόσωπο, για μια φορά. Δεν έχετε ίχνος ηθικής συνείδησης. Δεν κάνετε πίσω μπροστά σε κανένα έγκλημα. Θέλετε με τη μεγαλύτερη ψυχραιμία να κάνετε δυστυχισμένη την κοπέλα που σας αγαπά. Κατακτάτε τον μισό κόσμο. Κάνετε αυτό που θέλετε — ενώ ξέρετε πολύ καλά ότι εγώ — ότι... Είστε πολύ αδύναμος για να ξεκολλήσετε από μένα... Εμένα αυτή η στιγμή μου κάνει καλό — δεν ξέρω να πω πόσο ! — Κλαίει σαν παιδί — ο τρομερός άνθρωπος της εξουσίας! Πηγαίνετε λοιπόν έτσι κοντά στην αρραβωνιαστικιά σας και διηγηθείτε της πόσο καλή ψυχή έχω. Δεν είμαι καθόλου ζηλιάρα ! Είδες πώς μπορεί να μαλακώσει ο ενσαρκωθείς διάολος ; Και τώρα φύγετε, σας παρακαλώ. Δεν είσαστε τίποτα πια για μένα. Έξω! Ελάτε κοντά μου όταν ξαναβρείτε τις δυνάμεις σας.

(Σηκώνεται, το μαντώ της μένει στην πολυθρόνα. Σπρώχνοντας τα κοστούμια στο κεντρικό τραπέζι) Ορίστε χαρτί... Όρθια πίσω του, ακουμπά στην πλάτη της πολυθρόνας: Γράψτε ! Πολυαγαπημένη μου δεσποινίς... (Διστάζοντας) Πολυαγαπημένη μου δεσποινίς... Πάρτε πίσω αυτό που είπατε. Δεν μπορώ συνειδητά (Καθώς ο Σεν αφήνει κάτω την πένα και της ρίχνει μια ικετευτική ματιά) γράψτε συνειδητά ! — να σας δεσμεύσω με την ολέθρια μοίρα μου... Σας δίνω το λόγο μου ότι δεν είμαι άξιος της αγάπης σας (Καθώς ο Σεν γυρίζει πάλι το

κεφάλι του) Γράψτε αγάπη ! Αυτές οι γραμμές είναι η απόδειξη. Εδώ και τρία χρόνια προσπαθώ να αποτραβηχτώ. Και δεν έχω τη δύναμη. Σας γράφω πλάι στη γυναίκα που κυριαρχεί μέσα μου. Ξεχάστε με ! Λούντβιχ Σεν. (Μισοτρομαγμένη) Προπάντων όχι «Θεέ μου» ! (Επίμονα) Δόκτωρ Λούντιχ Σεν. Υστερόγραφο: Μην προσπαθήσετε να με σώσετε.

Page 132: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

132

ΜΩΡΙΣ ΜΑΙΤΕΡΛΙΝΚ Μετ: ΞΕΝΙΑ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΠΡΡΙΙΓΓΚΚΙΙΠΠΙΙΣΣΣΣΑΑ ΜΜΑΑΛΛΕΕΝΝΑΑ

Πράξη Τέταρτη, Σκηνή Τρίτη.

Η Μαλένα σε εφιαλτική κατάσταση. ΜΜΑΑΛΛΕΕΝΝΑΑ Εδώ, Πλούτων ! Πλούτων, εδώ ! Μ’ άφησαν ολομόναχη ! Μ’ άφησαν ολομόναχη μια τέτοια νύχτα ! Ο Γιάλμαρ δεν ήρθε να με δει. Η νταντά μου δεν ήρθε να με δει, κι όταν φωνάζω κανείς δεν μου απαντά. Κάτι συνέβη στον πύργο... Δεν άκουσα σήμερα τον παραμικρό θόρυβο. Λες και κατοικείται από νεκρούς. — Που είσαι, φτωχέ μαύρε μου σκύλε ; Μήπως θα μ’ αφήσεις κι εσύ; — Πού είσαι, φτωχέ μου Πλούτωνα ; — Δεν σε βλέπω μες στο σκοτάδι, είσαι μαύρος στ’ την κάμαρα μου. — Εσύ είσ’ εκεί στη γωνιά. — Μα τα μάτια σου γυαλίζουν έτσι !... Κλείσε τα μάτια σου, για όνομα του Θεού ! Εδώ, Πλούτων ! Πλούτων, εδώ ! (Ξεσπάει καταιγίδα) — Εσύ είσαι που τρέμεις στη γωνιά; — Μα δεν είδα ποτέ να τρέμουν έτσι ! Τρέμουν τα έπιπλα ! — Είδες τίποτα ; — Απάντησέ μου, φτωχέ μου Πλούτων ! Είναι κανείς στο δωμάτιο ; Έλα εδώ, Πλούτων, έλα εδώ ! Μα έλα κοντά μου, στο κρεβάτι μου ! — Μα πώς τρέμεις έτσι σ’ αυτή τη γωνιά !

(Σηκώνεται και πηγαίνει προς τον σκύλο, που κρύβεται κάτω από ένα έπιπλο) — πού είσαι, φτωχέ μου Πλούτων ! —Ω ! τα μάτια σου καίνε !... — Μα γιατί με φοβάσαι απόψε ;

(Πλαγιάζει πάλι) — Αν μπορούσα ν’ αποκοιμηθώ για μια στιγμή... — Θεέ μου ! Θεέ μου ! Είμαι τόσο άρρωστη ! Και δεν ξέρω τι έχω και κανείς δεν ξέρει τι έχω, ο γιατρός δεν ξέρει τι έχω, η νταντά δεν ξέρει τι έχω...

(Ο αέρας ταράζει τις κουρτίνες του κρεβατιού) Α ! Κάποιος αγγίζει τις κουρτίνες του κρεβατιού μου ! Ποιος αγγίζει τις κουρτίνες του κρεβατιού μου ; Είναι κανείς στο δωμάτιό μου ; — Πρέπει να ’ναι κάποιος στο δωμάτιό μου ! — Ω! το φεγγάρι μπαίνει στην κάμαρά μου ! — Μα τι είν’ αυτή η σκιά πάνω στο υφαντό του τοίχου ; — Θαρρώ πως ο εσταυρωμένος πάνω στον τοίχο κινείται ! Ποιος τον αγγίζει ; Θεέ μου ! Θεέ μου ! Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ !

(Σηκώνεται και πηγαίνει προς την πόρτα, την οποία προσπαθεί να ανοίξει)

Page 133: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

133

— Με κλείδωσαν στην κάμαρά μου ! — Ανοίξτε μου, για όνομα του Θεού ! Κάτι υπάρχει εδώ μέσα ! — Θα πεθάνω αν μ’ αφήσουν εδώ ! Νταντά ! νταντά! Πού είσαι ; Γιάλμαρ ! Γιάλμαρ ! Γιάλμαρ ! Πού είστε;

(Ξανάρχεται προς το κρεβάτι) — Δεν τολμώ να ξανασηκωθώ από το κρεβάτι μου. — Θα γυρίσω απ’ την άλλη πλευρά. — Έτσι δεν θα βλέπω τι υπάρχει πάνω στον τοίχο.

(Λευκά ρούχα πάνω στο προσκυνητάρι, κινούνται αργά απ’ τον αέρα) — Α ! Κάποιος είναι στο προσκυνητάρι! (Γυρνάει απ’ την άλλη πλευρά) Α ! η σκιά είν’ ακόμη στον τοίχο ! (Γυρνάει απ’ την άλλη) Α ! είν’ ακόμη στο προσκυνητάρι ! Ω ! ω ! ω ! ω ! — Θα προσπαθήσω να κλείσω τα μάτια.

(Τα έπιπλα τρίζουν κι ο άνεμος ογκά) — Ω ! ω ! ω ! τι είναι πάλι ; Κάτι ακούω στο δωμάτιό μου !

(Σηκώνεται) — Θέλω να δω τι υπάρχει στο προσκυνητάρι ! — Φοβόμουν το νυφικό μου ! Μα τ’ είναι αυτή η σκιά στο υφαντό του τοίχου ; (Τραβάει το υφαντό) Είναι στον τοίχο τώρα ! Θα πιω λίγο νερό !

(Πίνει κι αφήνει το ποτήρι πάνω σ’ ένα έπιπλο) — Ω! πως σφυρίζουν τα καλάμια μέσα στο δωμάτιό μου ! Κι όταν περπατώ, όλα στην κάμαρα μιλούν ! Θαρρώ πως είν’ ο ίσκιος του κυπαρισσιού, είν’ ένα κυπαρίσσι μπροστά στο παράθυρο.

(Πηγαίνει προς το παράθυρο) —Ω. τι θλιβερό δωμάτιο που μου ’δωσαν ! (Ακούγεται κεραυνός) Βλέπω μόνο σταυρούς στο φως των αστραπών, και φοβάμαι μήπως μήπως οι νεκροί μπουν από τα παράθυρα. Τι καταιγίδα στο νεκροταφείο ! Και τι αέρας φέρνει τις κλαίουσες ιτιές !

(Ξαπλώνει στο κρεβάτι της) Δεν ακούω τίποτα τώρα. Προτιμώ ν’ ακούω θόρυβο. (Αφουγκράζεται) Ακούω βήματα στον διάδρομο. Παράξενα βήματα, παράξενα βήματα, παράξενα βήματα... Ψιθυρίζουν γύρω από το δωμάτιό μου κι ακούω χέρια πάνω στην πόρτα μου ! (Ο σκύλος αρχίζει να ουρλιάζει) Πλούτων ! Πλούτων ! Κάποιος θα μπει ! — Πλούτων ! Πλούτων ! Πλούτων ! Μην ουρλιάζεις έτσι ! Θεέ μου ! Θεέ μου ! Θαρρώ, πως η καρδιά μου θα σπάσει !

Page 134: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

134

ΜΩΡΙΣ ΜΑΙΤΕΡΛΙΝΚ Μετ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΠΑΝΤΑΖΗ

ΤΤΟΟ ΓΓΑΑΛΛΑΑΖΖΙΙΟΟ ΠΠΟΟΥΥΛΛΙΙ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πέμπτη.

Η Γάτα μόνη. ΓΓΑΑΤΤΑΑ ((Μιλάει με τα δέντρα))

Μεγάλη μέρα η σημερινή ! Ο εχθρός μας έρχεται να ελευθερώσει δυνάμεις σας, έρχεται μόνος του να πέσει στην παγίδα. Είναι ο Τιτίλ, ο γιος του ξυλοκόπου, που τόσο κακό σας έχει κάνει... Ψάχνει να βρει το Γαλάζιο Πουλί, ναι, αυτό που από την αρχή του Κόσμου κρατάτε κρυμμένο από τον Άνθρωπο, το Γαλάζιο Πουλί, που μόνο αυτό γνωρίζει το μυστικό μας... (Ψίθυρος στις φυλλωσιές) Πώς είπατε;... Α, μιλάει η Λεύκα... Πράγματι. έχει ένα Διαμάντι που μπορεί σε μια στιγμή να ελευθερώσει τις ψυχές μας. Μπορεί να μας υποχρεώσει να του παραδώσουμε το Γαλάζιο Πουλί, και τότε Θα βρεθούμε μια για πάντα στο έλεος του Ανθρώπου !... (Ψίθυρος στ φυλλωσιές) Ποιος μίλησε ;... Α, η Βελανιδιά... Πώς είστε. αγαπητή μου ;... Ακόμη σας ταλαιπωρεί εκείνο το συνάχι ;... Και η γλυκόρριζα, δεν σας ανακουφίζει πια ;... Πώς ; οι ρευματισμοί σας ;... Σας το ’χω πει, τα κρύα φταίνε. Σας έχουν πνίξει τα πόδια... Έχετε πάντα το Γαλάζιο Πουλί ;... (Ψίθυρος στα φύλλα της Βελανιδιάς) Πώς είπατε ;... Όχι, κανένας δισταγμός ! Πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία, πρέπει να τον αφανίσουμε... (Ψίθυρος στις φυλλωσιές) Παρακαλώ ;... Ναι, με τη μικρή του αδελφή. Πρέπει κι εκείνη να πεθάνει... (Ψίθυρος στις φυλλωσιές) Ναι, ο Σκύλος έρχεται μαζί τους... Δεν τους αφήνει ρούπι... (Ψίθυρος στις φυλλωσιές) Τι λέτε;... Να τον δωροδοκήσουμε;... Αδύνατον... Δοκίμασα τα πάντα... (Ψίθυρος στις φυλλωσιές) Έλατο, εσύ ;... Να ετοιμάσεις τέσσερις σανίδες... Ναι, είναι ακόμα η Φωτιά, η Ζάχαρη, το Νερό και το Ψωμί... Όλοι με το μέρος μας — αν και για το Ψωμί δεν είμαι τόσο σίγουρη... Μόνο το Φως υποστηρίζει Άνθρωπο. Αλλά το Φως δεν θα ’ρθει... Έπεισα τα χαζοπούλια μας να φύγουνε κρυφά την ώρα που κοιμόταν... Η ευκαιρία είναι μοναδική... (Ψίθυρος στις φυλλωσιές) Για σταθείτε ! Ακούω την Οξιά... Ναι, καλά λέτε, πρέπει να ειδοποιήσουμε τα Ζώα... Πού είναι το Κουνέλι με το ταμπούρλο του ;... Είναι σε σας ;... Ωραία. να καλέσει αμέσως προσκλητήριο... Έρχονται !...

Page 135: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

135

ΜΩΡΙΣ ΜΑΙΤΕΡΛΙΝΚ Μετ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΠΑΝΤΑΖΗ

ΤΤΟΟ ΓΓΑΑΛΛΑΑΖΖΙΙΟΟ ΠΠΟΟΥΥΛΛΙΙ

Πράξη Τέταρτη, Εικόνα Ένατη.

Η Χοντρή Ευτυχία κάνει τις συστάσεις για τις ευτυχίες. ΧΧΟΟΝΝΤΤΡΡΗΗ ΕΕΥΥΤΤΥΥΧΧΙΙΑΑ

Είμαι η πιο χοντρή από τις Ευτυχίες, η Ευτυχία να είσαι πλούσιος, και έρχομαι εκ μέρους όλων των αδελφών μου, να σας ζητήσω να τιμήσετε με την παρουσία σας, εσείς και η φαμελιά σας, το αέναο φαγοπότι μας. Θα γνωρίσετε την αφρόκρεμα των αληθινών και χοντρών Ευτυχιών του Κόσμου. Επιτρέψτε μου να σας συστήσω τις σημαντικότερες. Από δω, με την κοιλιά σαν κολοκύθα, ο γαμπρός μου, η Ευτυχία να είσαι ιδιοκτήτης. Ο κύριος που φουσκώνει σαν παγόνι είναι η Ευτυχία της ικανοποιημένης ματαιοδοξίας. (Η

Ευτυχία της ικανοποιημένης ματαιοδοξίας χαιρετά με ύφος προστατευτικό) Η Ευτυχία να πίνεις δίχως να διψάς και η Ευτυχία να τρως δίχως να πεινάς, που έχουν πόδια από μακαρόνια. (Χαιρετούν τρεκλίζοντας) Ο κύριος από δω, κουφός ωσάν κουφάλογο, είναι η Ευτυχία να μην ξέρεις τίποτα, και δίπλα του τυφλός σαν τυφλοπόντικας, η Ευτυχία να μην καταλαβαίνεις τίποτα. Η Ευτυχία να μην κάνεις απολύτως τίποτα και η Ευτυχία να σαπίζεις στον ύπνο. Τα χέρια τους είναι από ψίχα ψωμιού και τα μάτια τους από κομπόστα ροδάκινο. Τέλος, το ακαταμάχητο Χοντρό Γέλιο, που γελάνε και τ’ αυτιά του. Κανείς και τίποτα δεν του αντιστέκεται... Μη δίνετε προσοχή, νιώθει κάπως άβολα και &ν γυρίζει να σας δει. Είναι ακατάλληλος για ανηλίκους... (Πιάνοντας τον Τιλτίλ από τα χέρια) Μα ελάτε λοιπόν ! Το γλέντι ξαναρχίζει... είναι η δωδέκατη φορά από το πρωί. Ελάτε, σας περιμένουν... Ακούτε ; Ξελαρυγγιάστηκαν να σας φωνάζουν!... Δεν θα μπορέσω να σας τους συστήσω όλους, είναι πάρα πάρα πολλοί.. . (Προσφέροντας το

μπράτσο του στα δύο παιδιά) Επιτρέψτε μου να σας οδηγήσω στις θέσεις των επισήμων...

Page 136: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

136

ΜΩΡΙΣ ΜΑΙΤΕΡΛΙΝΚ Μετ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΠΑΝΤΑΖΗ

ΤΤΟΟ ΓΓΑΑΛΛΑΑΖΖΙΙΟΟ ΠΠΟΟΥΥΛΛΙΙ

Πράξη Τέταρτη, Εικόνα Ένατη.

Η Ευτυχία κάνει συστάσεις. ΕΕΥΥΤΤΥΥΧΧΙΙΑΑ

Τον ακούσατε ;... Αν έχει, λέει, το σπίτι του Ευτυχίες !... Μα, κακομοίρη μου, έχει τόσες Ευτυχίες, που κοντεύει να σκάσει ! ... Χοροπηδάνε πόρτες και παράθυρα !... Γελάμε, τραγουδάμε, γκρεμίζουμε τους τοίχους, σηκώνουμε τα κεραμίδια απ’ τη χαρά μας... Αλλά· του κάκου, εσύ δεν βλέπεις τίποτα, τίποτα δεν ακούς... Στο μέλλον ελπίζω να φανείς πιο γνωστικός... Στο μεταξύ, έλα να σου συστήσω τις πιο σημαντικές. Έτσι, όταν με το καλό γυρίσεις πίσω, θα τις αναγνωρίσεις πιο εύκολα... Κι ίσως κάποια βραδιά, στο τέλος μιας όμορφης μέρας, ίσως να νιώσεις την ανάγκη, μ’ ένα χαμόγελο, με μια καλή κουβέντα, να τις ευχαριστήσεις. Γιατί, να ξέρεις, βάζουν τα δυνατά τους για να σου κάνουν τη ζωή εύκολη και γλυκιά... Εγώ, καταρχάς, η Ευτυχία της Υγείας, δούλη σου αφοσιωμένη... Δεν είμαι τόσο όμορφη, το ξέρω, μα είμαι η πιο σημαντική. Θα με θυμάσαι άραγε ;... Από εδώ η Ευτυχία του καθαρού αέρα που είναι σχεδόν διάφανη... Εκείνη με το γκρι είναι η Ευτυχία ν’ αγαπάς τους γονείς σου, πάντα λίγο θλιμμένη, γιατί ποτέ κανείς δεν την υπολογίζει... Να η Ευτυχία του γαλανού ουρανού, ντυμένη φυσικά στα γαλάζια. Και η Ευτυχία του δάσους, ντυμένη, εξίσου φυσικά, στα πράσινα, που θα τη βλέπεις κάθε φορά που θα βγαίνεις στο παράθυρο... Να και η Ευτυχία της λιακάδας, με τις διαμαντένιες ανταύγειες, και η Ευτυχία της άνοιξης με το έξαλλο σμαραγδί. Μα βέβαια. Κάθε μέρα είναι γιορτή, σ’ όλα τα σπίτια — αρκεί να ’χεις τα μάτια σου ανοιχτά... Κι όταν έρχεται το βράδυ, να σου και η Ευτυχία της δύσης του ήλιου, πιο όμορφη απ’ όλες τις βασίλισσες του κόσμου. Κι αυτήν τη διαδέχεται η Ευτυχία να βλέπεις τ’ αστέρια ν ανάβουν, ολόχρυση σαν είδωλο αλλοτινού θεού... Ύστερα, όταν έχει παλιόκαιρο, έρχεται η Ευτυχία της βροχής, με τα πέπλα της τα μαργαριταρένια, και η Ευτυχία της φωτιάς του χειμώνα, που τυλίγει τα παγωμένα χέρια στην πορφυρή προβιά της... Και δεν μιλώ για την καλύτερη απ’ όλες, γιατί είναι σαν αδελφή με τις Μεγάλες διάφανες Χαρές που θα δείτε σε λίγο, την Ευτυχία των αθώων σκέψεων, την πιο φωτεινή ανάμεσά μας... Κι ακόμα έχουμε την Ευτυχία... μα είναι πάρα πολλές, αλήθεια !... δεν θα τελειώναμε ποτέ, και πρέπει να ειδοποιήσω τις Μεγάλες Χαρές που βρίσκονται εκεί ψηλά, στο βάθος, κοντά στις πόρτες του ουρανού, και δεν ξέρουν ακόμα ότι είστε εδώ... Θα στείλω την Ευτυχία να τρέχεις ξυπόλυτος στο δροσερό γρασίδι, που είναι πιο σβέλτη... Στην Ευτυχία που ονόμασε, που έρχεται χοροπηδώντας) Πήγαινε !

Page 137: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

137

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΔΔΟΟΝΝΑΑ ΡΡΟΟΖΖΙΙΤΤΑΑ

Πράξη Τρίτη.

Η Δόνα Ροζίτα στη Θεία της γονατιστή. ΔΔΟΟΝΝΑΑ ΡΡΟΟΖΖΙΙΤΤΑΑ Τόσα χρόνια συνήθισα να ζω έξω από μένα και να συλλογιέμαι πράματα που ήταν πολύ μακριά. Και τώρα που όλα αυτά &ν υπάρχουν πια, γυρίζω και ξαναγυρίζω στο ίδιο παγωμένο μέρος, γυρεύοντας μια πόρτα για να βγω δίχως ν’ ανταμώσω κανένα. Τα ’ξερα όλα... Το ’ξερα πως είχε παντρευτεί. Κάποια σπλαχνική ψυχή βρέθηκε να μου το πει. Κι αυτό τότε, σαν διάβαζα τα γράμματα που μου ’στελνε, ζούσα μέσα σ’ ένα ψεύτικο όνειρο, γεμάτα λυγμούς, που και μένα την ίδια με φόβιζε. Αν δεν είχε μιλήσει ο κόσμος κι αν όλοι εσείς δεν το ξέρατε, αν δεν το ξερε άλλος κανείς από μένα, τα γράμματά του και τα ψέματά του θα θρέφανε τ’ όνειρό μου όπως και τον πρώτο χρόνο που ’φυγε. Μα όλοι το ξέραν και με δαχτυλοδείχναν, και το σεμνό το ύφος της αρραβωνιασμένης ήτανε γελοίο, κ’ η παρθενικιά μου βεντάλια κωμικιά. Κάθε χρόνος που ’φευγε, ήταν σαν ένα ακριβό φυλαχτό που μου τραβάγαν απ’ το λαιμό. Και σήμερα παντρεύεται η μια μου φίλη, κ’ ύστερα η άλλη, κ’ η άλλη, κι αύριο έχει παιδί κι αναθρέφει κ’ έρχεται να μου δείξει τους βαθμούς του, κ’ έχουν όλες καινούργια σπιτικά και καινούργια τραγούδια — εγώ μένω ανάλλαχτη, με την ίδια πάντα τρεμούλα μες στην καρδιά — και ίδια πάντα όπως και πρώτα, να κόβω το ίδιο γαρίφαλο, να κοιτάζω τα ίδια σύννεφα. Και τη μέρα, σαν βγαίνω στο δρόμο, νιώθω πως δε γνωρίζω πια κανένα. Τ’ αγόρια και τα κορίτσια με προσπερνάν γιατί κουράζομαι και περπατάω σιγά — κ’ ένα απ’ τ’ αγόρια λέει «Να η γεροντοκόρη» — κ’ ένα άλλο, όμορφο, με σγουρά μαλλιά, απαντάει «Αυτή έχει μείνει στο ράφι». Κ εγώ τ’ ακούω, και δεν μπορώ να φωνάξω. μα προχωράω με το στόμα γεμάτο φαρμάκι και μ’ έναν αβάσταχτο πόθο να φύγω μακριά, να βρω μια γωνιά να βγάλω τα παπούτσια μου, να ξαποστάσω και να μη σαλέψω από κει ποτέ πια. Είμαι γριά... Χτες σ’ άκουσα να λες στη Νένα πως μπορώ ακόμα να παντρευτώ. Αυτό είναι αδύνατο. Βγάλ’ το απ’ το νου σου. Έχασα πια την ελπίδα να παντρευτώ κείνον που αγαπούσα μ’ όλη μου την ψυχή — κείνον που αγαπούσα — κείνον... που αγαπώ... Όλα τέλειωσαν... κι ωστόσο, μόλο που ξέρω πως είναι χαμένο το όνειρό μου, κοιμάμαι και ξυπνάω έχοντας εδώ μέσα μου κάτι φοβερό: μια νεκρή ελπίδα. Θέλω να φύγω μακριά και να μη βλέπω κανένα, να ’συχάσω, να μη σκέφτομαι. Δεν έχει τάχα το δικαίωμα μια δυστυχισμένη ν’ ανασάνει ;... Κι όμως η ελπίδα με κυνηγάει ακόμα, με σκοτώνει. Σαν λύκος μισοπεθαμένος, που απλώνει τα νύχια για στερνή φορά. Είναι πράματα που δεν μπορείς να πεις γιατί δεν υπάρχουν λόγια. Μα κι αν έβρισκα τα λόγια, κανένας δε θα ’νιωθε τη σημασία τους. Εσείς με νιώθετε όσο πρέπει για να μου δώστε ψωμί ή νερό ή έστω κ’ ένα φιλί. Αλλά ποτέ δε θα μπορέσετε ούτε να δείτε, ούτε να βγάλετε από μέσα μου αυτό τα μαύρο χέρι που μου σφίγγει την καρδιά κάθε φορά που μένω μονάχη — και που δεν ξέρω αν μου τη ζεσταίνει ή αν μου την παγώνει.

Page 138: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

138

Θα ’ταν ένα τροπάρι δίχως τελειωμό... Ξέρω πως τα μάτια μου θα βλέπουν παντού τα νιάτα, ενώ εγώ κάθε μέρα θα γερνάω και πιο πολύ. Στο κάτω κάτω, κείνο που ’λαχε σε μένα, έλαχε και σε χίλιες άλλες... (Παύση) Μα γιατί τα ’πα όλα αυτά ; (Στη Νένα) Εσύ πήγαινε να μαζέψεις τα πράματα, γιατί σε λίγο θα φύγομε απ’ αυτό το σπίτι. Κ εσύ, Θεία, πάψε ν’ ασχολείσαι μαζί μου. (Παύση. Στη Νένα) Πήγαινε. Δε μ’ αρέσει να με κοιτάς έτσι. Με ενοχλεί αυτό το βλέμμα του πιστού σκύλου. (Η Νένα φεύγει) Αυτά τα πονετικά σας βλέμματα με γεμίζουν Θυμό κι αγανάχτηση. Να με παρατήσεις σαν κάτι που ξεράθηκε. (Παύση. Βηματίζει) Ξέρω τώρα πού Πάει ο νους σου. Συλλογιέσαι την αδερφή σου τη γεροντοκόρη... γεροντοκόρη σαν και μένα. Έσταζε φαρμάκι και μισούσε τα παιδιά και κάθε γυναίκα που φόραγε καινούργιο φουστάνι. Εγώ όμως δε θα γίνω έτσι ! (Παύση) Με συγχωρείς.

Page 139: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

139

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μεν: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα Πρώτη.

Το Φεγγάρι μέσα στη νύχτα. ΦΦΕΕΓΓΓΓΑΑΡΡΙΙ Είμαι κύκνος στρογγυλός μες στο ποτάμι μάτι σε στέγες ιερές ψεύτικη αυγή στις φυλλωσιές δε μου ξεφεύγετε ! Ποιος κρύβεται ; Ποιος σιγοκλαίει στης κοιλάδας τις άγριες μονιές ; Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει στον αέρα καρτεράει στο μολύβι πόνος διψάει να γίνει μες στο αίμα Αφήστε με να μπω ! Από τοίχους έρχομαι, παγωμένο, κι από κρύσταλλα ! Ανοίξτε στέγες και στήθη μέσα να μπω, να ζεσταθώ ! Κρυώνω ! Οι στάχτες μου, μέταλλα κοιμισμένα, την κορφή ψάχνουν της φωτιάς στα βουνά και στις στράτες Όμως στις πλάτες του πάνω τις λαμπερές με παίρνει το χιόνι και παγωμένο με πνίγει σε σταχτοπράσινες υγρές αγκαλιές Γιατί τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλά μου κόκκινο αίμα και τα πυκνά τα βούρλα στα πέλματα θα ’ναι τα πλατιά του αέρα Να μην είναι σκιά ούτε φωλιά να μην ξεφύγουν ! Να μπω θέλω σ’ ένα στήθος να ζεσταθώ ! Μια καρδιά θέλω ! Ζεστή ! Να πλημμυρίσει αίμα τα στήθια μου, τα βουνά τα παγωμένα Αφήστε με να μπω, αφήστε με !

(Στα κλαδιά)

Ίσκιους δε θέλω. Πρέπει παντού οι αχτίδες μου να μπουν κι οι σκοτεινοί κορμοί μες στη βουή να λουστούν τη φωτεινή για να βαφτούν τούτη τη νύχτα τα μάγουλά μου κόκκινο αίμα και τα πυκνά τα βούρλα στα πέλματα να ’ναι τα πλατιά του αέρα Ποιος κρύβεται ; Έξω, φωνάζω ! Όχι ! Δε θα ξεφύγετε ! θ’ αστράψω στ’ άλογο πυρετό διαμαντένιο

Page 140: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

140

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μεν: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα Πρώτη.

Το Φεγγάρι φεύγει και παρουσιάζεται η Ζητιάνα. ΖΖΗΗΤΤΙΙΑΑΝΝΑΑ Το φεγγάρι φεύγει και κείνοι ζυγώνουν. Ως εδώ. Του ποταμιού η βουή και των δέντρων η μιλιά μαζί, θα σκεπάσουν τα βογκητά, τα σκισμένα φτερά τους. Εδώ πρέπει να γίνει, και γρήγορα. Απόστασα. Ανοίγουν οι κάσες κι οι άσπρες κλωστές στου κρεατιού την αγκαλιά τα βαριά τους κορμιά καρτερούν με το λαιμό τον κομμένο. Να μην ξυπνήσει πουλί κι η αύρα στη φούστα της, τους λυγμούς να μαζέψει και μαζί τους να φύγει στις μαύρες κορφές ή στη λάσπη τη μαλακή να τους θάψει. (Ανυπόμονη) Αυτό το φεγγάρι, αυτό το φεγγάρι !

(Εμφανίζεται το Φεγγάρι. Γεμίζει ξανά σκηνή με έντονο φως)

Page 141: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

141

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα Δεύτερη.

Η Μάνα στην πόρτα. ΜΜΑΑΝΝΑΑ Κανείς δεν είν’ εδώ ; (Φέρνει τα χέρια στο μέτωπο) Κι όμως καρτέραγα το γιό μου να μου μιλήσει. Αλλά ο γιος μου τώρα, είναι μιαν αγκαλιά ξερά λουλούδια. Ο γιος μου είναι μια σκοτεινή φωνή πίσω από τα βουνά. (Με λύσσα στη Γειτόνισσα) Θα πάψεις ; Δε θέλω μοιρολόγια σε τούτο το σπίτι. Τα δάκρια τα δικά σας βγαίνουν από τα μάτια μοναχά, τίποτ’ άλλο. Μα τα δικά μου θα ’ρθουνε όταν θα μείνω μοναχή, θ’ ανέβουν από τις ρίζες των ποδιών, εδώ από τα σωθικά μου βαθιά, και θα ’ναι πιο καφτερά κι απ’ το αίμα. Εδώ θέλω να μείνω, εδώ. Τι έχω να φοβηθώ πια; Όλοι τους τώρα πεθάνανε. Τώρα, θε να κοιμάμαι τα μεσάνυχτα, θε να κοιμάμαι χωρίς να μου ταράζουν την καρδιά τα ντουφέκια και τα μαχαίρια. Άλλες μανάδες θα κρέμουνται στα παράθυρα και θα τις μαστιγώνει ή βροχή, προσμένοντας το γυρισμό των παιδιών τους. Εγώ, όχι. Εγώ θα κάμω με τ’ όνειρό μου ένα μικρό παγωμένο περιστέρι από φίλντισι, για να το στέλνω την αυγή να φέρνει καμέλιες πάχνης πάνου απ’ το κοιμητήρι. Μα όχι, όχι. Δεν είναι κοιμητήρι, δεν είναι κοιμητήρι: κρεβάτι γης, κούνια που τους φυλάει και που τους νανουρίζει στον ουρανό. (Μπαίνει μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, πηγαίνει δεξιά και γονατίζει. Στη Γειτόνισσα) Βγάλε τα χέρια από τα μάτια σου. Θα ’ρθουν ημέρες δύσκολες. Δε θέλω να ιδώ κανέναν. Η γη κι εγώ. Τα δάκριά μου κι εγώ. Και τούτοι οι τέσσεροι τοίχοι. Αχ ! Αχ !

(Κάθεται αποκαμωμένη)

Page 142: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

142

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα τελευταία.

Μπαίνει η Νύφη και μετά από έναν μικρό διάλογο με τη Μάνα. ΝΝΥΥΦΦΗΗ Γιατί έφυγα με τον άλλο, ναι, έφυγα! Και συ το ίδιο θα ’κανες. Καιγόμουνα, ήμουνα γιομάτη πληγές κι απομέσα κι απόξω, κι ο γιος σου ήτανε μια σταλιά νερό, κι εγώ από κείνη τη σταλιά τα καρτέραγα όλα, γη, χώμα, παιδιά, ευτυχία. Αλλά ο άλλος ήταν ένα ποτάμι σκοτεινό γιομάτο κλαριά, που ερχόταν κοντά μου βουίζοντας και τραγουδώντας μουρμουριστά ανάμεσα στα καλάμια. Έτρεχα ν’ ανταμώσω το γιο σου που ήτανε σαν παιδάκι από κρύο νερό, κι ο άλλος μόστελνε τότε χιλιάδες πουλιά που δε μ’ αφήναν να περπατήσω, κι έριχναν πάχνη πάνου στις λαβωματιές μου, τις λαβωματιές μιας φτωχής μαραμένης γυναίκας, ενού αδύνατου κοριτσιού που το ’χε η φωτιά χαϊδεμένο. Δεν ήθελα, μ’ ακούς; Δεν το ήθελα! Ο γιος σου ήταν η ίδια μου η ζωή, και δεν τον γέλασα, όχι, δεν τον εγέλασα. Αλλά το χέρι του άλλου με πήρε σαν ένα κύμα της θάλασσας, μού ’δωκε μια σαν κουτουλιά μουλαριού, και δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς, θα μ’ έσερνε κοντά του παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά, ακόμα κι αν είχα γίνει γριά κι όλα του γιου σου τα παιδιά κρεμόντανε στα μαλλιά μου!

Page 143: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

143

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΜΜΑΑΤΤΩΩΜΜΕΕΝΝΟΟΣΣ ΓΓΑΑΜΜΟΟΣΣ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα τελευταία.

Η Μάνα στο κέντρο της σκηνής. ΜΜΑΑΝΝΑΑ Γειτόνισσες: μ’ ένα μαχαίρι, μ’ ένα μικρό – μικρό μαχαίρι, μια μέρα αφορεσμένη και πικρή, καν δυο καν τρεις θα ’ταν η ώρα, δυο άντρες σκοτωθήκανε γι’ αγάπη. Μ’ ένα μικρό – μικρό μαχαίρι, π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει, μα κείνο μπαίνει παγωμένο στην ξαφνιασμένη μας καρδιά, και σταματάει εκεί που τρέμει θολή κι αξήγητη για πάντα η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής. Κι είναι σας λέω, ένα μαχαίρι, Ένα μικρό – μικρό μαχαίρι, ψάρι χωρίς ποτάμι, χωρίς λέπια, π’ ούτε το χέρι δεν το πιάνει. Κι όμως μια μέρα αφορεσμένη, καν δυο καν τρεις θα ’ταν η ώρα, με τούτο το μικρό μαχαίρι δυο παλικαριά μείναν ξερά με πανιασμένα τα χείλια τους. Ούτε το χέρι δεν το πιάνει μα κείνο μπαίνει παγωμένο στην ξαφνιασμένη μας καρδιά, και σταματάει εκεί που τρέμει θολή κι αξήγητη για πάντα η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής.

Φ

Page 144: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

144

ΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΓΓΕΕΡΡΜΜΑΑ

Πράξη Πρώτη, Εικόνα δεύτερη.

Στον κάμπο. Μπαίνει η Γέρμα. Βαστάει πανέρι. Μπαίνει η Γριά. ΓΓΕΕΡΡΜΜΑΑ Μια φορά ο Βίκτωρ με πήρε απ’ τη μέση και γω δεν μπόρεσα να του πω μήτε λέξη, γιατί μου ’χε κοπεί η λαλιά. Και μιαν άλλη φορά, πάλι ο Βίκτωρ – ήμουνα τότε δεκατεσσάρω χρονώ και κείνος ακόμα τσοπανόπουλο – με πήρε στα χέρια του να με περάσει από ’να ποταμάκι και γω έτρεμα τόσο που χτυπάγανε τα δόντια μου. Ήμουνα πάντα ντροπαλή, γι’ αυτό. Ο άντρας μου είναι άλλο πράμα. Μου τον έδωσε ο πατέρας μου και γω τον πήρα. Με χαρά μου. Αυτό, στ’ ορκίζομαι. Γιατί από την ίδια κιόλας μέρα π’ αρραβωνιαστήκαμε, συλλογιόμουνα τα… παιδιά. Και κοιταζόμουνα στα μάτια του, για να βλέπω πόσο ήμουνα μικρούλα, σάματις εγώ η ίδια να ’μουν η κορούλα μου. Εγώ ονειρεύομαι πολλά πράγματα, πολλά κι είμαι σίγουρη πως εκείνα που ονειρεύομαι θα τα φκιάσει το παιδί μου. Δόθηκα στον άντρα μου για χάρη του παιδιού και εξακολουθώ να του δίνω το κορμί μου για να δω να ’ρχεται το παιδί. Μα ποτές για χαρά δικιά μου. Όχι. Όχι η κοιλιά μου δεν είναι αδειανή. Γιατί είμαι γεμάτη μίσος. Πε μου είναι το φταίξιμο δικό μου ; Τότε λοιπόν τι πρέπει ν’ αποζητάς τον άντρα και τίποτ’ άλλο ; Τότε λοιπόν τι πρέπει να συλλογιέσαι όταν τα μάτια σου κοιτάζουνε θλιμμένα το ταβάνι και κείνος γυρίζει στο πλευρό κι αποκοιμιέται; Πρέπει πάντα μου αυτόν να συλλογιέμαι, ή εκείνο, τα’ άλλο, το μικράκι που μπορεί να ξεπηδήσει μέσ’ απ’ το στήθος μου, γιομάτο ήλιο και φως ;… Στον κάμπο που γεννήθηκα τα κορίτσια μεγαλώνουν πίσω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες. Κι όλα αυτά τα λένε μπροστά τους με μισόλογα και νοήματα, γιατί δεν κάνει, λέει, να τα ξέρουν. Έτσι και συ τώρα σωπαίνεις. Κάνεις σαν γιατρός, π’ όλα τα ξέρει, μα π’ αρνιέται να σ’ τα πει κι ας σε σπαράζει ο πόνος. Τότες, μοναχά ο Θεός μπορεί να με βοηθήσει.

Page 145: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

145

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΓΓΕΕΡΡΜΜΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Εικόνα δεύτερη.

Το σπίτι της Γέρμας. Σούρουπο. Ο Χουάν είναι καθισμένος. Οι δυο κουνιάδες όρθιες. Η Γέρμα προς τον Χουάν. ΓΓΕΕΡΡΜΜΑΑ Σωστά, οι γυναίκες στα σπίτια τους. Όταν τα σπίτια δεν είναι σαν τάφοι. Όταν οι καρέκλες σπάζουν και τα σεντόνια λιώνουν. Μα όχι εδώ. Κάθε βράδυ που πάω να πέσω, βρίσκω το κρεβάτι μου πιο καινούργιο και πιο λαμπερό, σαν να το ’χαν φέρει τωραδά απ’ την πολιτεία. Ζω υποταγμένη σε σένα και τον καημό που με τρώει τον κρατάω κλειδωμένο μέσα μου. Και κάθε μέρα που περνά θα ’ναι για μένα και πιο μαύρη. Μα ας μη μιλάμε. Θα βαστάξω το σταυρό μου όσο πιο καλά μπορώ και συ μη με ρωτήσεις πια τίποτα. Μονάχα αν γινόμουνα μεμιάς γριά, με στόμα σαν πελεκημένο λουλούδι, θα μπόραγα να σου χαμογελάσω και να βαστάξω τη ζωή κοντά σου. Μα τώρα άσε με, άσε με στον πόνο μου και να χτυπάω το κεφάλι μου σ’ ένα βράχο που είναι ντροπή που ’ναι βράχος, ενώ θα ’πρεπε να ’ταν όμορφο λιβάδι με λουλούδια και δροσερό νερό. Κι αν διάλεξα να ζήσω μες σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους, δεν ήταν για να υποταχτώ στη μοίρα μου. Σαν θα ’ρθει η μέρα να μου δέσουν μαντήλι στο σαγόνι και να μου σταυρώσουν τα χέρια μες στην κάσα, τότε μονάχα θα υποταχτώ στη μοίρα μου. Θέλω να πιω νερό και δεν έχω μήτε νερό μήτε ποτήρι. Θέλω ν’ ανέβω στο βουνό και δεν έχω πόδια. Θέλω να κεντήσω το φουστάνι μου και δεν έχω κλωστή.

Page 146: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

146

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΤΤΟΟ ΣΣΠΠΙΙΤΤΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΜΜΠΠΕΕΡΡΝΝΑΑΡΡΝΝΤΤΑΑ ΑΑΛΛΜΜΠΠΑΑ

Πράξη Τρίτη.

Η Αδέλα απευθύνεται στη Μαρτίριο. ΑΑΔΔΕΕΛΛΑΑ Αυτό δεν είναι τίποτα ! Είναι μονάχα η αρχή ! Κι έχω τη δύναμη να το πάω ως το τέλος ! Την ψυχή και την ομορφιά που εσένα σου λείπει ! Αντίκρισα το θάνατο μέσα σε τούτο το σπίτι και βγήκα να βρω εκείνο που ήταν δικό μου που ήταν η ίδια μου η ζωή ! Δε μπορώ πια να μένω σ’ αυτή την κόλαση από τότε που μ’ άγγιξε η φωτιά των χειλιών του ! Θα είμαι όπως με θέλει εκείνος να είμαι ! Όλο το χωριό θα ριχτεί καταπάνω μου, οι άνθρωποι θα με καίνε με τα φλογισμένα τους δάχτυλα, θα με κυνηγάνε όλοι εκείνοι που λένε πως είναι τίμιοι – κι εγώ, η αγαπητικιά ενός παντρεμένου, θα βάλω στο κεφάλι μου το αγκαθένιο στεφάνι της ντροπής… Ναι, ναι ! Πάμε τώρα να κοιμηθούμε κι ας τον αφήσουμε να παντρευτεί την Ανγκούστιας ! Τι με νοιάζει εμένα ;Εγώ θα πάω να κλειστώ σ’ ένα καλύβι μοναχικό και θα τον καρτερώ να ’ρχεται να με βλέπει όποτε εκείνος θα θέλει, όποτε θα του ’ρχεται η όρεξη !

Page 147: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

147

ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ Μετ: ΑΛΕΞΗΣ ΣΟΛΟΜΟΣ

ΘΘΑΑΥΥΜΜΑΑΣΣΤΤΗΗ ΜΜΠΠΑΑΛΛΩΩΜΜΑΑΤΤΟΟΥΥ

Πράξη Πρώτη.

Η Μπαλωματού έρχεται από το δρόμο, έξω φρενών και σταματάει στην εξώπορτα. Έχει όψη άγρια και μαζί γλυκιά. ΜΜΠΠΑΑΛΛΩΩΜΜΑΑΤΤΟΟΥΥ Σκάσε πια βρωμόγλωσσα, φαρμακερή οχιά! Κι αν τόκανα, τόκανα γιατί έτσι μου γουστάρει! Άντε, τράβα τώρα… Και σφάλνα την πόρτα σου, αν δε θες να σ’ αρπάξω απ’ τον κότσο, μπροστά σ’ όλες της γειτόνισσες. Είναι όλες τους πίσω απ’ τα κλειστά παντζούρια και παραφυλάνε – το ξέρω. Γι’ αυτό το φωνάζω, και για κείνες και για σένα. Πιο καλά πούμαι παντρεμένη μ’ ένα γέρο – ακούς; - Παρά νάμουνα παντρεμένη μ’ ένα γκαβό σαν τον δικό σου! (Μπαίνει στο σπίτι κλείνοντας την πόρτα με βρόντο). Α, μα πια… Τόξερα εγώ πως δεν πρέπει νάχει κανένας πολλά σούπα – μούπες μ’ αυτούς τους χωριάτες. Μα εγώ φταίω – εγώ, εγώ, εγώ – που θάπρεπε να κάθομαι σπιτάκι μου αντίς να… Τον άντρα μου;… Δεν μπορώ να το πιστέψω… Είναι στιγμές που αναρωτιέμαι μην τυχόν κι ονειρεύομαι… Εγώ, μ’ αυτή τη μουσουδίτσα, μ’ αυτά τα χρώματα, μ’ αυτή τη μεσούλα… νάμαι παντρεμένη μ’ ένα… μ’ ένα… Αχ! Έτσι μούρχεται να ξεριζώσω τα μαλλιά μου!.. Α… Χαζή, χαζή, χαζή!.. (Χτυπάει το κούτελό της). Με τόσους λεβέντες που με τιγυρίζαν!.. Τα πιο σπουδαία παλικάρια όλης της επαρχίας – τα πιο ζηλευτά. Μα κείνος που μου γούσταρε πιότερο απ’ όλους ήταν ο Εμιλιάνο – ο Εμιλιάνο που ερχόταν καβάλα σε μια μαύρη φοράδα, στολισμένη με κόκκινες φούντες και μικρά καθρεφτάκια. Ναι, είχε μικρά καθρεφτάκια στα χάμουρα, και κράταγε πάντα στο χέρι του ένα κλαρί λυγαριάς κι είχε μεγάλα γυαλιστερά σπιρούνια. Α, και τι όμορφη κάπα που φόραγε το χειμώνα! Με πέτα από γαλάζιο βελούδο και με σιρίτια μεταξωτά.

Page 148: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

148

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΗΗ ΕΕΒΒΡΡΑΑΙΙΑΑ

Μονόπρακτο απ’ τη συλλογή «Τρόμος και αθλιότητα του Γ’ Ράιχ».

Μια γυναίκα φτιάχνει τις βαλίτσες της. Σταματάει κι αρχίζει να μιλάει μόνη της: «προβάρει» το «λογίδριο» που θα πει στον άντρα της, μιλώντας προς μια καρέκλα. ΕΕΒΒΡΡΑΑΙΙΑΑ Ναι, φεύγω, Φριτς, τώρα. Ίσως έμεινα πιο πολύ απ’ όσα έπρεπε... συχώρεσέ με, αλλά... (Σταματάει, σκέφτεται κα ξαναρχίζει) Φριτς, μην προσπαθήσεις να με κρατήσεις άλλο, δεν μπορείς πια... Είναι ολοφάνερο πως, αν μείνω, θα σε καταστρέψω,... ξέρω πως δεν είσαι δειλός, δε φοβάσαι την Αστυνομία, όμως υπάρχουν και χειρότερα. Δε θα σε πάνε βέβαια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, αλλά αύριο - μεθαύριο, δε θα σ’ αφήσουν να μπεις στην Κλινική σου... εσύ δε θα πεις τίποτα, μα θ’ αρρωστήσεις. Δε θέλω να σε βλέπω καθισμένον όλη μέρα εδώ μέσα, να ξεφυλλίζεις περιοδικά... Φεύγω από καθαρό εγωισμό, και τίποτ’ άλλο. Μην πεις τίποτα... (Σταματάει πάλι. Ξαναρχίζει) Μην πεις πως δεν έχεις αλλάξει. Έ χ ε ι ς !... Δε στο είπα πως θέλω να φύγω, πως ήθελα να φύγω από καιρό, γιατί δεν μπορώ να μιλήσω όταν σε κοιτάω, Φριτς. Τότε, τα λόγια μου φαίνονται τόσο άχρηστα και μάταια... «Αυτοί» έχουν αποφασίσει για όλα και για όλους, το ξέρεις. Όμως, τι τους έχει πιάσει ; Τι θέλουν, π ρ α γ μ α τ κ ά ; Τι τους έκανα ε γ ώ ; Ποτέ μου δεν ανακατεύτηκα στην πολιτική. Είμαι μια αστή νοικοκυρά, με υπηρεσία και λοιπά... και ξαφνικά. σου λένε πως μονάχα οι ξανθές γυναίκες έχουν το δικαίωμα να είναι νοικοκυρές και αστές !... (Σταματάει πάλι. Ξαναρχίζει) Ναι, φτιάχνω τις βαλίτσες μου. Μην κάνεις πως δεν κατάλαβες τίποτα, όλες αυτές τις μέρες... Φριτς, μπορώ να υπομείνω τα πάντα, εκτός από ένα : να μην κοιταγόμαστε στα μάτια, τις τελευταίες ώρες που μας μένουν. Αυτό δεν πρέπει να το καταφέρουν οι ψεύτες που αναγκάζουν όλο τον κόσμο να λέει ψέματα... Πριν δέκα χρόνια, άμα έλεγε κανένας ότι δε φαίνομαι πώς είμαι Εραία, εσύ απαντούσες αμέσως: «Πως, φ α ι ν ε τα !» Και χαιρόμουνα γι’ αυτό. Ήταν τίμιο και ξεκάθαρο... Γιατί, λοιπόν, τώρα να κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας ; Φεύγω, επειδή, αν μείνω, θα σε πάψουν από Αρχίατρο. Κι επειδή σου έχουν κιόλας κόψει την καλημέρα στην Κλινική, κι επειδή δεν κλείνεις μάτι, τις νύχτες... Μη μου πεις να μείνω. Φεύγω βιαστικά επειδή δε θέλω να μου πεις ε σ ύ, μια μέρα, να φύγω. Γιατί αυτό θα γίνει, αργά ή γρήγορα. Είναι ζήτημα χρόνου. Ο χαρακτήρας είναι ζήτημα χρόνου. Αντέχει περισσότερο ή λιγότερο, όπως και τα γάντια. Τα καλά κρατάνε πολύ, αλλά όχι για πάντα... Μη νομίζεις πώς είμαι θυμωμένη. Όχι, ε ί μ α ι ! Γιατί πρέπει ε γ ώ να δείχνω πάντα «κατανόηση» ; Τι κακό υπάρχει στο σχήμα της μύτης μου ή στο χρώμα των μαλλιών μου ; Πρέπει να παρατήσω την πόλη όπου γεννήθηκα, για να μην είναι «αυτοί» υποχρεωμένοι να μου δίνουν κι εμένα βούτυρο !... Τι είδους άνθρωποι είσαστε ; ναι, κ α ι σ υ ! Βρήκατε τη θεωρία των κβάντα, κι όμως κάθεστε και σας διατάζουν αυτοί οι κανίβαλοι... σας τάζουν πως θα κατακτήσετε τον Κόσμο, αλλά δε σας επιτρέπουν να κρατήσετε τη γυναίκα που θέλετε. Απ’ τη μια, τεχνητή αναπνοή — κι απ’ την άλλη, θηλειά στο λαιμό !... Είσαστε τέρατα ή ποδογλείφτες τεράτων !... Ναι, είμαι παράλογη, αλλά

Page 149: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

149

χρησιμεύει η λογική σ’ έναν τ ε τ ο ι ο Κόσμο ; Κάθεσαι εκεί και βλέπεις τη γυναίκα σου να φεύγει και δε λες λέξη. Οι τοίχοι έχουν αυτιά, ε ; Μα τι να τα κάνουν, αφού δε μ ι λ ά ε ι κανένας σας; Οι μισοί ακούνε κι οι άλλοι μισοί σωπαίνουν. Στο διάολο !... Ξέρω, κι εγώ έπρεπε να μη μιλάω. Όταν σ’ αγαπούσα, δε μίλαγα. Σ’ αγαπώ αληθινά... Δώσ’ μου εκείνα τα εσώρουχα. Έχουν «σεξ αππήλ», Θα μου χρειαστούν. Είμαι 36 χρονών, δε με πήρανε τα χρόνια, αλλά δεν μπορώ πια να κάνω πειράματα... Στην πρώτη χώρα όπου θα πάω, θα είναι αλλιώτικα από δω. Ο πρώτος άντρας που θα βρω, Θα ’χει το δικαίωμα να με κρατήσει... Και μην πεις πως θα μου στέλνεις χρήματα, ξέρεις πως δεν μ π ο ρ ε ί ς . Και μην κάνεις πως πιστεύεις ότι αυτή η ιστορία δε θα κρατήσει πάνω από τέσσερις εδομάδες. Εδώ οι «ιστορίες» κρατάνε πολύ περισσότερο. Το ξέρω και το ξέρεις. Λοιπόν, μη μου πεις : «στο κάτω, κάτω, λίγες βδομάδες είναι αυτές», όταν θα μου δίνεις το γούνινο παλτό μου, που θα το χρειαστώ παρά τον άλλο χειμώνα... Κι ας μη μιλήσουμε για «α τ υ χ ί α». Ας μιλήσουμε για ν τ ρ ο π ή ... Ω, Φριτς !

Page 150: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

150

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ Μετ: ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΑΡΖΟΓΛΟΥ

ΜΜΑΑΝΝΑΑ ΚΚΟΟΥΥΡΡΑΑΓΓΙΙΟΟ

Σκηνή Τρίτη.

Η Μάνα Κουράγιο σε πολιτικό κήρυγμα. ΜΜΑΑΝΝΑΑ ΚΚΟΟΥΥΡΡΑΑΓΓΙΙΟΟ Νικημένοι ; Ποιοι, εμείς ! Άλλο οι νίκες των τρανών, κι’ άλλο των μικρών. Άλλο οι χασούρες των τρανών, άλλο των μικρών. Ξέρεις, καμιά φορά η νίκη των αποπάνω δεν παναπεί και νίκη των μικρών. Καμιά φορά μάλιστα, αν θες να στο πω, η χασούρα του μεγάλου είναι κέρδος γι’ αυτουνούς που βρίσκουνται στον πάτο —για μας δηλαδή. Εμείς οι μικροί τι έχουμε να χάσουμε — την τιμή μας μόνο. Χαρά στο τζοβαίρι, αυτήνε ας τήνε χάνουμε καθεμέρα. Μια δόση θυμάμαι, στη Λιθουανία, ο Λοχαγός μας έπαθε τέτοια νίλα απ’ τον εχτρό σ’ ένα πατατράκι, όπου διαλύθηκε το σύμπαν. Όπου εγώ, μέσα στο σαματά και στο πατείς-με-πατώ-σε βάνω στο χέρι μια γκρίζα φοράδα άλφα πράμα... Με βόλεψε εφτά μήνες ολάκερους, την είχα ζέψει στον αραμπά —μεγαλεία ! Όπου απάνω στους εφτά μήνες νικάμε, γίνεται καταγραφή, και πάει η φοράδα. Ό,τι και να πεις όμως, τι χασούρα τι νίκη, για μας τους μικρούς είναι άσκημο πράμα, πάντα εμείς το πληρώνουμε. Το πιο καλύτερο είναι να μη γίνουνται μανούβρες στην πολιτική.

Page 151: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

151

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ Μετ: ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΑΡΖΟΓΛΟΥ

ΜΜΑΑΝΝΑΑ ΚΚΟΟΥΥΡΡΑΑΓΓΙΙΟΟ

Σκηνή Ενάτη.

Η Μάνα Κουράγιο στην Κατερίνα. ΜΜΑΑΝΝΑΑ ΚΚΟΟΥΥΡΡΑΑΓΓΙΙΟΟ Κτερίνα ! Κατερίνα — μη χειρότερα ! Για που τόβαλες με το μπογαλάκι ; Για τ’ όνομα του Θεού και των αγίων ! (Ψαχουλεύει το δέμα) Ορίστε ! Όλα της τα πράματα ! Ώστε μας άκουσες τι λέγαμε ; Εγώ του τόπα, το άκουσες, δε γίνεται τίποτα του είπα, με γεια του με χαρά του η Ουτρέχτη του και το χάνι του, τι δουλειά έχουμε εμείς, εσύ κι εγώ, με χάνια! Εδώ ο πόλεμος έχει ακόμη πολύ ψωμί ! (Βλέπει το παντελόνι κα το φουστάνι) Χαζή είσαι ; Δε σκέφτεσαι, τι θάκανα άμα τάβρισκα τούτα δω — κι εσύ ήσουνα φευγάτη, ε; (Κρατάει γερά την Κατερίνα που

προσπαθεί να φύγει) Κι ούτε να νομίζεις πως για χατήρι σου τον παρατάω. Ο αραμπάς είναι που μ’ εμπόδισε, ο αραμπάς ! Δε μπορείς να μας χωρίσεις Κύριε, εμένα και τον αραμπά μου, τον έχω συνηθίσει πια.. εσύ δηλαδή νόμισες πως... λάθος ! Τον αραμπά σκέφτηκα. Άντε, εμείς θα πάρουμε τον άλλον δρόμο. Μια στιγμή, να βγάλουμε τα πράματα του Μάγερα. Θα τ’ απιθώσουμε δω, να τα βρει μόλις θάρθει... ο παλιοβλάκας... (Ανεβαίνει στον αραμπά και πετάει μερικά πράματα δίπλα στο πανταλόνι) — Έτσι. Τον απολύσαμε. Και άλλη φορά, δεν ξαναπαίρνω εγώ άντρα στη δουλειά που μακάρι. Έτσι. Και τώρα, να φεύγουμε. Οι δυο μας. Έμπα μπροστά και ζέψου. Θα περάσει κι’ αυτός ο χειμώνας... όπως κι οι άλλοι. Κουκουλώσου καλά, έρχεται χιονιάς.

Page 152: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

152

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΠΑ

ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ ΜΜΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ

Πράξη Πρώτη.

Η Φιλουμένα αηδιασμένη. ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ Μονάχα αυτό ξέρεις εσύ: Τα λεφτά. Με τα λεφτά σου έκανες πάντα ό,τι ήθελες. Σάμπως και μένα δε μ’ αγόρασες; Γιατί εσύ ήσουνα βλέπεις ο κύριος Μίμης ο Σοριάνο… Ραβόσουνα στους καλύτερους ραφτάδες, στις πιο φίνες πουκαμισούδες. Έτρωγες κι έπινες το καταπέτασμα στα νυχτερινά κέντρα. Τ’ άλογά σου έτρεχαν στις κούρσες. Η Φιλουμένα, ένα φτωχό κορίτσι, σ’ έκανε και κείνη να τρέχεις σαν τ’ άλογά σου!… Έτρεχες, έτρεχες, δεν το καταλάβαινες… Είκοσι πέντε χρόνια έτρεχες, κι ακόμα τρέχεις… Κι ως σήμερα δεν κατάλαβες πώς ζει κανένας και πώς φέρεται σαν κύριος. Για να καταλάβεις πρέπει να ιδρώσεις αίμα! Ο γιατρός δεν ήξερε τίποτα σου λέω. Το πίστεψε κι αυτός όπως κι εσείς… Κι έπρεπε να το πιστέψει. Ποια γυναίκα μπορούσε να ζήσει πλάι σου είκοσι πέντε χρόνια και να μην πεθάνει; Ήμουν η δούλα σου…

(Στη Ροζαλία και στον Αλφρέντο) Τον περέτησα είκοσι πέντε χρόνια, σεις το ξέρετε… Όταν πήγαινε στις Λόντρες και στα Παρίσια για να φάει λεφτά και να δει τ’ άλογά του στις κούρσες, εγώ έκανα τον καραμπινιέρο στο εργοστάσιο. Του βάσταξα το σπίτι καλύτερα κι από νόμιμη γυναίκα. Του ’πλενα κάθε βράδυ τα πόδια. Κι όχι, τώρα που γέρασα, μα από τότε, που κάτι άξιζα κι εγώ. Ποτέ δεν τ’ αναγνώρισε… Σαν δούλα με μεταχειρίστηκε, έτοιμος με το παραμικρό, να με πετάξει όξω απ’ την πόρτα.

(Στον Ντομένικο) Πότε ήθελες να με δεις να κοιμάμαι; Εσύ κοιμόσουν όλη τη μέρα και τη νύχτα γλεντούσες. Την αυγή μονάχα εύρισκες το δρόμο για το σπίτι. Επίσημες νύχτες έλειπες απ’ το σπίτι. Πότε κάναμε Χριστούγεννα μαζί; Σαν χτυπούσαν χαρούμενα οι καμπάνες, εγώ ήμουνα μονάχη σαν σκύλα. Για να κλάψει κανένας, πρέπει κάποιο καλό αίσθημα να τον συγκινήσει. Κι η Φιλουμένα ποτέ στη ζωή της δεν ένιωσε ένα τέτοιο πράμα! Είναι γλυκό να κλαις… Να μπορείς να κλαις… σαν παλιογυναίκα με μεταχειρίστηκες, ναι, σαν την τελευταία γυναίκα του δρόμου.

(Στη Ροζαλία και στον Αλφρέντο) Ας αφήσουμε τα χρόνια που ήτανε νέος. Μπορεί να πει κανένας: «Νέος είναι, λεφτά έχει, τα καλύτερα κοστούμια φοράει μέσα στη Νάπολη» Μα τώρα; Τώρα που ’ναι πενήντα δυο χρονώ, μήπως δε γυρίζει σπίτι με τα μαντήλια του γεμάτα κοκκινάδια; Του λέει η λεγάμενη: «Πέτα τα τα μαντήλια αυτά… θα τα βρει η Φιλουμένα». Και της λέει αυτός: «Κι αν τα βρει, ποια είν’ αυτή; Τι δικαίωμα έχει να πει λέξη;» Παναγιά μου, πώς τον σιχαίνομαι!

Page 153: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

153

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΠΑ

ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ ΜΜΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ

Πράξη Πρώτη.

Η Φιλουμένα φέρνει στη μνήμη της τη συνάντησή της με την παναγία και μονολογεί. ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ Ήτανε τρεις απ’ τα μεσάνυχτα… ήμουνα μόνη… Στο δρόμο κανένας… Πριν έξι μήνες είχα αφήσει το σπίτι μου…

(Θυμάται τα πρώτα συμπτώματα μητρότητας) Ήταν η πρώτη φορά… Τι να ’κανα ; Σε ποιον να το πω; Οι φιλενάδες μού λέγανε… «Τι περιμένεις; Δεν το πετάς να συχάσεις; Θα σε πάμε σ’ έναν καλό γιατρό…» Δίχως να καταλάβω βρέθηκα μπροστά στο προσκυνητάρι της Παναγίτσας. Τ’ άγαλμά της φωτίζονταν απ’ το καντηλάκι… Μεγάλα τριαντάφυλλα τη στεφάνωναν… Σηκώνω το κεφάλι μου και την αντικρίζω με θάρρος. Όπως αντικρίζονται δυο γυναίκες.

(Βάζει τις γροθιές στους γοφούς της, και σηκώνει το βλέμμα προς ένα υποθετικό ομοίωμα της Παρθένου) «Λοιπόν, της λέω, τι πρέπει να κάνω; Εσύ που τα ξέρεις όλα, συμβούλεψέ με τι να κάνω». Εκείνη δε μ’ αποκρίθηκε. Της ξαναλέω. «Εσύ ξέρεις, γιατί το ’κανα. Γιατί Δε μιλάς; Όσο δε μιλάς τόσο σε πιστεύουν οι άνθρωποι. (Με θάρρος πολύ). Αποκρίσου μου λοιπόν! Αποκρίσου μου ντε (μιμούμενη

μια άγνωστη φωνή). «Τα παιδιά είναι παιδιά!» ακούω να μου λέει μια φωνή. Πάγωσα, έμεινα μια στήλη αλάτι, που λέει ο λόγος.

(Φρικιά προσηλωμένη προς τη φανταστική εικόνα της Παναγίας) Εκείνη τη στιγμή αν γυρνούσα το κεφάλι, θα καταλάβαινα από πού είχε έρθει η φωνή. Από κάποιο μπαλκόνι, από κάποιο παράθυρο εκεί κοντά, απ’ τ’ άλλο σοκάκι… Μα σκέφτηκα: «Γιατί ν’ ακουστεί ΤΟΥΤΗ ΔΑ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ; Τι ξέρει ο κόσμος τι φτιάνω εγώ; Ήταν λοιπόν Εκείνη; Ήταν η Παναγία; Βλέποντας μια κοπέλα να της μιλάει δίχως προσευχές και καψούρες, με το «συ», όπως σε μιαν αδερφή, αποφάσισε ν’ απαντήσει; Ποιος ξέρει αν δεν ήταν η ίδια που με τις φιλενάδες μου με συμβούλευε να το ξεφορτωθώ, για να με δοκιμάσει… Μα, «τα παιδιά είναι παιδιά» είπε η φωνή μέσα στη νύχτα. Κι εγώ γι’ αυτή και μόνο τη φωνή, κάθισα τόσα χρόνια κοντά σου και υπόμενα όσα μου ’κανες…

Page 154: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

154

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΠΑ

ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ ΜΜΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ

Πράξη Δεύτερη.

Η Φιλουμένα αποφασιστικά. ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ Ποιος είσαι συ, που θα μ’ εμποδίσεις να πω στα παιδιά μου πως είμαι μάνα τους; (Στο δικηγόρο). Κύριε δικηγόρε, αυτό, μου το επιτρέπει ο νόμος του… κόσμου σας, ή όχι; Ακούτε; Είστε παιδιά μου! Φυσικά εγώ είμαι η… Φιλουμένα η Μαρτουράνο, η Ναπολιτάνα… Σεις, νέοι, καθώς είσαστε, θα ’χετε ακούσει για μένα… Δε χρειάζεται να σας εξηγήσω… Για το τώρα δεν έχω τίποτα να σας πω… Τα βλέπετε… Μα για το τότε, κάτι πρέπει να μάθετε… Ήμουνα δεκαεφτά χρονώ… Κύριε δικηγόρε, έχετε πάει ποτέ στις φτωχογειτονιές του Σαν Τζιοβανιέλλο… του Βέρτζινι… του Φορτσέλλα, του Παλονέττο… Έχετε δει κείνα τα στριμωγμένα τους καπνισμένα χαμόσπιτα, όπου το καλοκαίρι κρεπάρεις από ασφυξία και το χειμώνα κοκαλώνεις απ’ το κρύο; Μέσα σε κείνα τα σοκάκια, που μήτε το μεσημέρι δε βλέπεις τη μύτη σου… Σ’ ένα τέτοιο σοκάκι, που λέτε, κύριε δικηγόρε, του Σαν Λιμπόριο… κατοικούσε η οικογένειά μου… Πόσοι ήμαστε; Ένα κοπάδι! Ούτε ξέρω τι απόγιναν τόσες ψυχές! Δε θέλω να ξέρω… Δε θέλω να τους θυμάμαι… Πάντα με τα μούτρα κατεβασμένα… αγέλαστοι… έτοιμοι για καυγά… Πλαγιάζαμε το βράδυ δίχως «καληνύχτα» και ξυπνούσαμε δίχως να πει ένας: «καλημέρα». Και γιατί να λέγαμε… Θα ’ταν σαν να κοροϊδεύαμε ο ένας τον άλλο… Σαν έγινα δεκατριώ χρονώ, τρέμω που το φέρνω στο νου μου, μου ’πε ο πατέρας μου με μια παράξενη λύπη στα λόγια του: «Μεγάλωσες, Φιλουμένα… Ξέρεις πως δεν έχουμε ούτε ψωμί;..» Ύστερα, στα δεκαεφτά μου, έβλεπα τα κορίτσια να περνούν ντυμένα, με παπούτσια στα πόδια τους και κάλτσες… Κι εγώ ξιπόλητη τα κοιτούσα… Περνούσαν με τους αγαπητικούς τους χαρούμενες κοπέλες… Ένα βράδυ, απαντώ μια γειτονοπούλα μας… Φορούσε τόσα λούσα, που δεν τη γνώρισα… Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι… και κείνη η μπόχα, κι η ζέστη, αχ!… Τότε ήταν που σε γνώρισα (στον Ντομένικο). Ναι… τ ό τ ε. Εκεί πάνω στο ψηλό σπίτι… που ’χα πάει και πουλιόμουνα με τις άλλες κοπέλες. Μου φαίνονταν παλάτι. Σαν γύριζα ένα βράδυ στο Σαν Λιμπόριο να ιδώ τ’ αδέρφια μου, η καρδιά μου έτρεμε… «Θα γυρίσουν να με κοιτάξουν; Ή θα με πετάξουν όξω απ’ την πόρτα;» Σκεφτόμουν… Σαν μπήκα, κανένας δε μου ’πε τίποτα… Ίσα με υποδεχτήκανε, σαν μια κυρία! Σκούπισε την καρέκλα μ’ ένα πανί ο πατέρας μου και μου την έδωσε γελαστός να κάτσω… Άλλος με χάιδευε… άλλος με θαύμαζε… Μονάχα η μάνα μου, σαν σηκώθηκα να φύγω, έβαλε τα κλάματα… Από τότε δεν ξαναπήγα σπίτι μου! Δεν τους ξανάδα! Μα τα παιδιά μου δεν τα ’πνιξα, δεν τα παράτησα… Α, όχι… Τα παιδιά είναι παιδιά. Είχα πάντα τη λαχτάρα να κάνω μια οικογένεια… (Στα παιδιά). Γι’ αυτό σας μεγάλωσα και σας έκανα άντρες!

Page 155: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

155

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ ΝΤΕ ΦΙΛΙΠΠΟ Μετ: ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΠΑ

ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ ΜΜΑΑΡΡΤΤΟΟΥΥΡΡΑΑΝΝΟΟ

Πράξη Τρίτη.

Η Φιλουμένα συγινημένη απ’ τη σκασμένη και απελπισμένη φωνή του Ντομένικο, ζητά να συγκεντρώσει τα πιο μυστικά της συναισθήματα, για να πλαισιώσει μ’ αυτά τον τύπο του λόγου της, έτσι που να τον πείσει τελειωτικά με συγκεκριμένες εξηγήσεις. ΦΦΙΙΛΛΟΟΥΥΜΜΕΕΝΝΑΑ Ντομένικο, πρόσεξε τι θα σου πω... Άνοιξε καλά τ’ αυτιά σου, για να μην ξαναρχίσουμε αύριο τα ίδια... (Με θερμή τρυφερότητα, που από τόσο καιρό συγκρατούσε) Εγώ πάντα σ’ αγάπησα, και το ξέρεις, μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς μου. Σ’ αγάπησα όπως ήθελες εσύ. Στα μάτια μου δεν ήσουνα ένας άντρας, μα ένας Θεός, Ντομένικο. Δεν έπαψα στιγμή να σ’ αγαπώ, δεν μπορούσα να μη σ’ αγαπώ. Και τώρα, πίστεψε, σ’ αγαπώ ακόμα πιο πολύ. (Θυμάται ξαφνικά, πόσο λίγο της ανταποκρίνεται στα ειλικρινή της αισθήματα) Κι εσύ, τι έκανες ; Ο Θεός, απλοχέρης σε σένα, τίποτα δε σ’ αρνήθηκε, για να ’σαι ευτυχισμένος : υγεία, εξυπνάδα, λεφτά και... μένα το κορόιδο, που για να μη σου δώσω την παραμικρή στενοχώρια, θα ’μουνα ικανή να μη βγάλω τσιμουδιά μπροστά σου, να μη σου ζητήσω τίποτα, να πεθάνω βουβή, δίχως ένα παράπονο... Και συ ; Εσύ διστάζεις φανείς καλός, γενναιόδωρος, σε τρία παιδιά δίχως πατέρα... Τα παιδιά μου. Τι σου κοστίζει να τ’ αγαπήσεις δίχως εγωισμό, και τα τρία ; (Παύση) Μη με ξαναρωτήσεις ποιος είναι γιος σου, ποτέ δε θα σου πω... Γιατί δεν μπορώ να σου πω. Να φανείς κι εσύ κύριος, και να μην κάνεις λόγο... Γιατί, άνθρωπος είμαι κι εγώ, και μπορεί να βρεθώ σε στιγμή μπόσικη και να σου πω την αλήθεια... Αυτή η στιγμή θα ’ταν η καταστροφή μας, Ντομένικο. Είδες ; Μόλις σου ’πα πως είναι γιος σου ο Μικέλε, άρχισες να λογαριάζεις, εργοστάσια, συρμαγιές, εμπόρια... Σιγά σιγά θ’ άρχιζες να σκέφτεσαι : «Και γιατί να μην του πω πως είναι παιδί μου ; Και για ποιο λόγο να βοηθώ, και τους άλλους δυο και να τους έχω μέσα στο σπίτι μου και στην περιουσία μου ;» Δηλαδή, με μιας, θα γινόταν εδώ μέσα η κόλαση του Δάντη Αλιγκέρη ! Το συμφέρον θα ’ριχνε τον έναν ενάντια στον άλλο. Θα φούντωνε το μίσος κι η έχθρητα. Και, καθώς δεν είναι μικρά παιδιά, θα μπορούσαν απάνω στους καυγάδες τους και να σκοτωθούνε. Μη σκέφτεσαι εγωιστικά. Ό,τι κάνεις θα το κάνεις γι’ αυτούς. Ούτε για σένα, ούτε για μένα. Ήταν της μοίρας μου να μη βαστήξω στην αγκαλιά μου τα παιδιά μου... Ήταν γραφτό να ζήσομε χωρίς την ευτυχία που δίνουν τα παιδιά στους γονιούς... Αυτήν τη χαρά, πάει πια, τη χάσαμε, Ντομένικο, κι εσύ το θέλησες έτσι... Γιατί, αν σου δίνουν ευτυχία τα παιδιά, σου τη δίνουν σαν είναι μικρά. Τότε, που τα σηκώνεις μωρά στις φασκιές και τα φασκιώνεις και τα ξεφασκιώνεις... Τότε, που τα χορεύεις στα γόνατά σου και τα νανουρίζεις στην κούνια τους... Τότε, που αρρωσταίνουν και δεν ξέρουν να σου πουν πού πονάνε, μόνο στηλώνουν τα ματάκια τους πάνω σου και σου ζητούνε βοήθεια... Τότε, που τρέχουν μ’ ανοιχτά τα χεράκια, σαν γυρίζεις στο σπίτι, φωνάζοντας : «μπαμπά»!... Τότε που γυρίζουν το χειμώνα απ’ το σχολείο, με κόκκινες μυτούλες και παγωμένα χεράκια και συ τ’ αγκαλιάζεις και τα χουχουλίζεις με την ανάσα σου για να τα ζεστάνεις... Τότε, που σου ζητούν ζαχαρωτά και

Page 156: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

156

παιχνίδια... Μα, σαν μεγαλώσουν και γίνουν άντρες ή γυναίκες, για είναι φίλοι σου, για είναι εχτροί σου... Ακόμα είναι καιρός, να το σκεφτείς, Ντομένικο. Θέλεις ν’ αφήσουμε τα πράματα εκεί που βρίσκονται και να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του λεύτερος; Εγώ, ξέρε το, κακία κι έχθρητα δε θα σου κρατήσω...

Page 157: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

157

ΝΤΑΡΙΟ ΦΟ Μετ: ΒΑΛΕΤΤΑ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΡΥΔΗ

ΗΗ ΜΜΕΕΓΓΑΑΛΛΗΗ ΠΠΑΑΝΝΤΤΟΟΜΜΙΙΜΜΑΑ

Μέρος Δεύτερη.

Η Δασκάλα στις μαθητευόμενες εργάτριες.

ΔΔΑΑΣΣΚΚΑΑΛΛΑΑ Θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ ! (Ο Καθηγητής βγαίνει από τη σκηνή) Εμπρός, εκείνες οι τρεις που διαλέξαμε εχτές !! (Μπαίνουν Τρία κορίτσια λίγο ταραγμένα που στέκονται στο προσκήνιο πλάι στη Δασκάλα και ακολουθούν σιγά σιγά τις κινήσεις που τους δείχνει) Ετοιμαστείτε χρυσές μου, παρακαλώ. Είναι ανώφελο να σας βάλουμε να δοκιμάσετε απ’ ευθείας στην πραγματική αλυσίδα εργασίας, αν πρώτα δεν έχετε μάθει τέλεια κάθε μοναδική κίνηση από τις 24 διαφορετικές που πρέπει να κάνετε με αρμονία και ακριβή χρόνο... Είναι όλες απλές... δεν είναι κουραστικές... είναι μάλιστα λεπτές και διασκεδαστικές... Κοιτάξτε... πρέπει όμως να δώσετε μεγάλη προσοχή ! Ο σκοπός μας είναι να εργαζόσαστε με χαρά. Ας φανταστούμε λοιπόν πως εδώ, σ’ αυτό το ύψος περνά η απάνω κορδέλα της αλυσίδας και σ’ αυτό, η κάτω. Στην απάνω κορδέλα και σε απόσταση δέκα εκατοστών η μια από την άλλη, είναι τοποθετημένες βίδες. Κάθε μια από σας, και με τα δυο χέρια, πρέπει ν’ αρπάζει δυο και να τις περνά με εναλλασσόμενες κινήσεις, στο κατασκευαζόμενο κομμάτι που περνά στην κάτω κορδέλα δοκιμάστε... ορίστε... έτσι... σιγά... μη βιάζεστε... σιγά... δεν είναι δύσκολο, εεε ;... ένα... δύο... ένα... δύο... Προσέξτε τώρα : Πάντα στην επάνω κορδέλα περνά ένας κύλινδρος... ένα είδος μεταλλικού τσιγάρου που πρέπει να το αρπάζετε με τα δοντάκια... έτσι... άααμμμ... Ελάτε μπράβο... προσοχή... φτάνει... Αααμμμ... μπράβο... έτσι. Τώρα χωρίς να σταματήσετε να δουλεύευτε τα χέρια, περάστε τα αδράχτια σε μια τρύπα που βρίσκεται σε μιαν άλλη μηχανική μπομπίνα που αυτήν τη στιγμή Θα περάσει τ’ αριστερά σας. Θα ’ναι δυο στη σειρά τ’ αδράχτια που πρέπει περάσετε... σταματήστε για μια στιγμή τα χέρια... λοιπόν με χτυπηματάκια του μετώπου, πρέπει να πιέσετε τα αδράχτια γρήγορα... ώωωωπ... ώωωωωπ... επαναλάβατε ήρεμες τη βασική κίνηση... ένα, δύο... ένα, δύο... ήρεμα... δεν πρέπει να κουράζεστε !! Δεν είναι διασκεδαστικό ;... Απλό και διασκεδαστικό... Τώρα : Τρίτη κίνηση ! Αρπάξτε με τα ρουθουνάκια της μυτούλας σας δυο μικρά λαστιχάκια που θα δείτε να περνούν από την κάτω κορδέλα... Αναπνεύστε... εμπρός... γρήγορα... εμπρός ! Σ’ αυτά τα λαστιχάκια είναι κρεμασμένα λεπτά νήματα χαλκού... δώστε δυο χτυπήματα για να τα τεντώσετε... ύστερα, γρήγορα, τυλίξτε τα στα κοντινά μασούρι του στελέχους του κατασκευαζομένου τμήματος αριστερά σας. Τρεις βόλτες φτάνουν. Εμπρός... ένα, δύο, τρία... αρκετά... Φυσίξτε δυνατά τη μύτη για να βγουν τα λαστιχάκια... ρουθουνίστε δυνατά... μπράβο... Απομακρύνετε μια στιγμή το δεξί χέρι και συνοδέψτε το νήμα ως το μασούρι της κάτω κορδέλας... εμπρός... μαλακά... τυλίξτε το, έτσι με χάρη... μπράβο ! Θησαυροί μου !!! Δυο στριψίματα της αριστερής παλάμης για να βιδώσετε τις κορδέλες στις δες... Αργά... ένα, δύο... Αρκετά ! Προσοχή ! Κάτω από το δεξί σας πόδι υπάρχει ένα πεντάλ που επικοινωνεί με τον κοπτήρα. προσέξτε να τραβήξετε τα χεράκια σας, αλλιώς... τσακ... ένα γερό. χτύπημα... και τρακ... σκόρπισαν κάτω όλα τα

Page 158: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

158

δαχτυλάκια !! Τ αφεντικό δεν το θέλει αυτό... δημιουργεί ακαταστασία ! Εμπρός. μπράβο... τέλειο. Με το πλευρό, σταματήστε το περιστροφικό.. Ένα χτύπημα του γοφού στο αριστερό πιστόνι... μπράβο... και τώρα δυο στο δεξί... όπως όταν κουνιέστε... κι άλλο ένα αριστερά.. τσαμ ! Φέρτε μπροστά τη λεκάνη, την κοιλιά, ώσπου να πιέσετε τον αφαλό πάνω στη βεντούζα που ’ναι προσαρμοσμένη στη λαβή της μανιβέλας του τρυπανιού... πιέστε... εεεκεί... και τώρα γυρίστε κυκλικά τη λεκάνη... ναι, ακριβώς όπως στο χορό της κοιλιάς... θαυμάσια... ακόμα... Απομακρύνετε γρήγορα τη λεκάνη και χτυπήστε τον ποπό... (Αρνητική διάθεση των εργατριών) Ναι, δώστε μια κωλιά στο μοχλό που βρίσκεται ακριβώς πίσω σας, και που προκαλεί το κλείσιμο του κύκλου... και την αρχή του καινούριου... Βάλτε δύναμη στην κωλιά !!! Ωωωωπ, είδατε πόσο απλό είναι ; Επί πλέον έχει το πλεονέκτημα να δυναμώνει τους μυς και να εξαφανίζει κυτταρίτιδα. Ποιος ξέρει πόσες κυρίες θα ’θελαν να βρίσκονται στη θέση σας. Λοιπόν από την αρχή !! Ας ξαναρχίσουμε με ηρεμία !

Page 159: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

159

ΝΤΑΡΙΟ ΦΟ Μετ: ΑΝΝΑ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ ΤΖΟΓΙΑ

ΛΛΕΕΥΥΤΤΕΕΡΡΟΟ ΖΖΕΕΥΥΓΓΑΑΡΡΙΙ

Μονόπρακτο.

Η Σύζυγος Αντωνία μετά από αλλεπάλληλες απόπειρες αυτοκτονίας λόγω των απιστιών του συζύγου συμφωνεί μαζί του να δοκιμάσουν να εκμοντερνίσουν τη σχέση τους. ΑΑΝΝΤΤΩΩΝΝΙΙΑΑ Πραγματικά, ο γιος μου, ο Ρομπέρτο, ήταν εκείνος που μ’ έσπρωξε να δοκιμάσω... Αλήθεια σας λέω !... (Αρχίζει να μιμείται τον ξένοιαστο τρόπο που μιλάει ένας νέος ύστερα απαντάει

εκείνη σαν μητέρα) — «Ρε μάνα! Εσείς οι δυο γινόσαστε μπίλιες κάθε τρεις και δύο ! Θα φαγωθείτε για τα καλά καμιάν ώρα !» — «Ρε μάνα, θα σκοτωθείτε, ρε !... Βρες κάτι να σταματήσεις να ζεις σαν να’ σαι η σκωληκοειδής απόφυση του πατέρα ! Τι διάολο ! Δεν είσαι ικανή να ζήσεις αυτόνομη ;... Στο κάτω κάτω ο μπαμπά πάει με άλλες γυναίκες... Χάθηκε ο κόσμος να πας και συ μ’ έναν άλλον άντρα ;» — «Ρομπέρτο ! Τι λόγια είν’ αυτά που λες ; Ξέχασες πως μιλάς μητέρα σου !» — «Σταμάτα ρε μάνα ! Δες τα πράγματα κατάφατσα ! Τι παριστάνεις, δηλαδή; Έχεις πάρει την απόφαση να θαφτεί ζωντανή ; Για ποιον ; Για την ηθική ; Για το παιδί σου ; Για τον κόσμο; Κόψ’ το ρε μάνα, να χαρείς ! Είσαι μια γυναίκα απίθανη, τόσο νέα ακόμα, επίθυμητή, φανταχτερή !... Άκου με που σ’ το λέω...» — «Μα Ρομπέρτο !... Στο Θεό σου ! Τι λες τώρα !... Εσύ με βλέπεις έτσι...» — «Καθόλου ! Τα... παιδιά το λένε,... η παρέα... Πολλές φορές σε σχολιάζουνε... και πετάνε και κάτι χαρακτηρισμούς που ώρες ώρες μου τη δίνει !... Ξύπνα μάνα !... Ο μπαμπάς ξενογυρνάει... Ε. και συ λοιπόν, κοίτα την πάρτη σου, όχι από εκδίκηση, αλλά επειδή είναι δίκαιο, σωστό, ανθρώπινο και υγιεινό... βρες και συ κάποιον να βγαίνεις !... Κάνα συμπαθητικό... ακόμα και πιο νέο... Να ’ναι ζωηρός, πνευματώδης, να ’χεις μια παρέα δικιά σου, ρε αδερφέ. Κοίτα... αν θες σε βοηθάω εγώ... (Στο κοινό) : Είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα να τον ακούω να με προτρέπει να... τσιλιμπουρδίζω ! Εγώ : Στην ηλικία μου... Ν’ αρχίσω να ψάχνω για άντρα ; Μ’ έπιανε ζάλη μόνο που το σκεπτόμουνα... Άσε που μια γυναίκα... σύζυγος-μητέρα, στα μάτια του κόσμου, έτσι και αρχίσει να κοκορεύεται της κολλάνε αμέσως την ετικέτα : «Μμμ... Θα ’ναι νυμφομανής... σαλεμένη, δόλια...» ή ξεκάθαρα : «Πουτάνα !» Και να ’χεις και τον Ρομπέρτο να μου ξεροκοπανάει : «Δοκίμασε ! Τι θα χάσεις ; Δοκίμασε !» Και έτσι δοκίμασα και γω !

(Αρχίζει να τραγουδάει ένα τραγουδάκι για άντρες που την τριγυρίζουνε)

«Μια γυναίκα, δύο άντρες κομπολόι δίχως χάντρες...»

Page 160: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

160

(Στο κοινό) Πρώτα πρώτα, αυτοί που μου ριχτήκανε... ήτανε νέοι... νεαροί... πολύ πιο νέοι από μένα ! Αν είναι δυνατόν ! Τι γυρεύανε από μια γυναίκα σαν και μένα αυτά τα παιδαρέλια ; Κοντεύανε να ’ναι ίσα με το γιο μου ! Τι τους έλειπε ; Μια μάνα ; Ένιωσα ακόμα πιο χάλια ! Ένιωσα διεφθαρμένη και ένοχη! Εγώ μ’ αυτούς ; Ποτέ !! Βρεθήκανε βέβαια και μερικοί άντρες της ηλικίας μου ! Αλλά να μου λείπανε ! Κάτι μελαγχολικοί, κάτι μουτρωμένοι. όλο ψυχικά τραύματα που με χρειαζότανε για να ξεσπάνε τον πόνο τους ! Τον έναν τον είχε αφήσει στα κρύα του λουτρού η μνηστή του ! Τον άλλον τον είχε κερατώσει η γυναίκα του ! Άλλος ήταν απογοητευμένος από τα παιδιά του... κι ένας άλλος είχε αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει ! Βέβαια! Ένας κι ένας τα πουλάκια μου, οι επίδοξοι εραστές μου! Και δώσου να μου διηγούνται για το συκώτι τους, για τη χολή τους, για τη μέση τους και για τον τσιγαρόβηχα που τους έπνιγε ! Α, α ! Και το πιο σπουδαίο : Ένας κατέβαζε τα σκονάκια του! Μάλιστα ! Ναρκομανής ο άνθρωπος και βρήκε εμένα για να ξεδώσει ! Και γιατί έγινε ναρκομανής ; Όταν του ’φυγε η γυναίκα του και πήγε να συζήσει με μια... κολλητή της φίλη !... Πολιτισμένα πράγματα ! Πρόοδος ! Όχι αστεία !... (Παύση) Όμως... ο κύριος αποδώ... ο κύριος σύζυγός μου, όσο πήγαινε και μεταμορφωνότανε στο καλύτερο ! Τι άνεση, τι ευγένεια, τι πρεμούρες απέναντί μου ! Τι κατανόηση ! Και με πόση ειλικρίνεια μ’ αντιμετώπιζε...

Page 161: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

161

ΝΤΑΡΙΟ ΦΟ Μετ: ΑΝΝΑ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΥ ΤΖΟΓΙΑ

ΓΓΥΥΡΡΙΙΣΣΑΑ ΣΣΠΠΙΙΤΤΙΙ

Μονόπρακτο.

Ο μονόλογος μιας μικροαστή γυναίκας. ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΑΑ Τι μέρα κι αυτή, Χριστέ μου ! Τρελοκομείο ! Ξεκίνησε πρωί-πρωί μ’ να γερό καυγά με τον άντρα μου, για το πώς είχαμε κάνει έρωτα το προηγούμενο βράδυ... «Είχαμε κάνει» τρόπος του λέγειν «είχαμε» ! Είχε κάνει... μόνος του, αυτός... Είχα μετρήσει ως τα είκοσι ένα. Τα τελευταία δύο χρόνια μετράω πάντα όταν κάνουμε έρωτα. Μάλιστα, είκοσι ένα δευτερόλεπτα ! και κείνος είχε ξεμπερδέψει ! Είχε σπάσει όλα τα ρεκόρ ! Που πα ’να πει, πως μ’ έπαιρνε πια σαν ένα βιντεοπαιχνίδι : Πλικ-πλοκ-πλουκ ! Και δε φτάνει αυτό, Παρά μου ήρθε και να πάω στο μπάνιο να πλυθώ... Κρύο νερό... βραστό νερό... κατακάηκα... Λυσσώντας απ’ το κακό μου, γυρνάω στο δωμάτιο και τι να δω ; Να ’χει κοιμηθεί κιόλας, ξαπλαρωμένος μπρούμυτα ! Μ’ έπιασε ένας θυμός ασυγκράτητος ! Τραβάω τις κουβέρτες απότομα... και κραδαίνοντας το παπούτσι του, παφ !... του κοπανάω μια ξεγυρισμένη στον πισινό !... Ούρλιαγμα πληγωμένου ζώου ! Παράπονα και διαμαρτυρίες από τους ένοικους του απάνω διαμερίσματος, του κάτω, του πλαϊνού... και σφυρίγματα σειρήνας από την αστυνομία που καταφθάνει !... Σιωπή όλοι ! Μιλιά ! Ως εκεί ήτανε ! Το θέμα είχε κλείσει ! Στις έξι και μισή όμως, όταν το πιτ-πιτ-πιτ του ηλεκτρονικού ρολογιού τον ξύπνησε, εγώ εκεί...!... Να το μάτι μου... τον κοιτάω... και του ξερνάω όλα όσα μάζευα μέσα μου, όσα είχα μαζέψει με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της λύσσας μου : «Μην τολμήσεις και με ξαναγγίξεις ! Σ’ το λέω ! Με σένα. πάει πια ! Τέρμα !... Αρνιέμαι να εξακολουθήσω να είμαι το καλάθι των αχρήστων σου». Τη λέξη «ταπείνωση» την είχα διαγράψει απ’ το μυαλό μου. Ποια ταπείνωση ; Τιμωρία ! Θα σε τιμωρήσω να με θυμάσαι ! Θα σου ανοίξω ένα μπορντέλο μπροστά στην Τράπεζα που δουλεύεις !... Θα στηθώ στο πεζοδρόμιο, με μια ταμπέλα στο κεφάλι που θα γράφει : «Εδώ κύριοι, μοσκοπλυμένη κι αρωματισμένη, σε ειδική προσφορά, η σύζυγος του τμηματάρχη Γκαρτζιούλο, εξαιρετικές εκπτώσεις για όσους είναι του ΙΚΑ, της ΓΣΕΕ και της ΑΣΔΥ... Σάββατο και Κυριακή, κλειστά, για να πηγαίνω τα παιδιά στο πάρκο !» Στο μεταξύ ντυνόμουνα. Κι έτσι έξω φρενών που ήμουνα δεν πήρα χαμπάρι τι είχα βάλει απάνω μου ! Τι είχα βάλει ; Μια τουαλέτα γαλάζια, ασημί, λαμέ, με νταντελικό, τη μόνη που έχω, μια φρίκη ! Και μακιγιαριζόμουνα, λες και θα πήγαινα σε αποκριάτικο χορό κι όχι στο γραφείο μου. Πασαλειβόμουνα ανάμεσα στην κάθε βρισιά που πέταγα, μ’ ό,τι έβρισκα μέσα στα συρτάρια μου και μέσα στο νεσεσέρ του ταξιδιού μου !... Έτσι κάνω εγώ όταν θυμώνω... Μια άλλη φορά, είχα «φτιάξει βαλίτσες», αλλά... μόλις έφτασα στο ασανσέρ... το μόνο που έκανα ήτανε να πάω ν’ αγοράσω εφημερίδα. να την πιάσω με τα δόντια μου και βάζοντας την ουρά μου κάτω απ’ τα σκέλια μου, να ξαναγυρίσω στο σπίτι, σαν σκυλάκι... Αυτή τη φορά όμως, δε σφάξανε ! Πάει καιρός που δεν ταιριάζουμε σε τίποτα !... Δίνω μια της πόρτας και δρόμο !

Page 162: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

162

Ούτε ασανσέρ δεν πήρα ! Ροβολάω τις σκάλες τραγουδώντας το γνωστό τραγουδάκι : «Αντρούλη μου, πάψε να κλαις που φεύγω και σ’ αφήνωωω !!...» Κι όπως κατέβαινα, να ’σου κι όλες οι άλλες γυναίκες της πολυκατοικίας, να βγαίνουνε στους διαδρόμους, να σκύβουνε απ’ τα κάγκελα της σκάλας και να μου τραγουδάνε το παρακάτω : «Αντρούλη, τη γυναίκα σου αν την πιάσει το γλυκό της δε θα την ξαναδείς !!...» Κόρο να δουν τα μάτια σου !... Και βαράγανε και παλαμάκια !

Page 163: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

163

ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ Μετ: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΒΑΓΕΝΑΣ

ΟΟ ΑΑΝΝΔΔΡΡΟΟΚΚΛΛΗΗΣΣ ΚΚΑΑΙΙ ΤΤΟΟ ΛΛΙΙΟΟΝΝΤΤΑΑΡΡΙΙ

Πράξη Πρώτη.

Η Λαβίνια στον Λοχαγό. ΛΛΑΑΒΒΙΙΝΝΙΙΑΑ Όχι. Δεν θα μπορούσα. Αυτό είναι το παράξενο, λοχαγέ, ότι λίγο λιβάνι κάνει όλη τη διαφορά. Η θρησκεία είναι ένα τόσο μεγάλο πράγμα ώστε όταν συναντώ πραγματικούς θρήσκους ανθρώπους γινόμαστε μεμιάς αμέσως φίλοι και δεν μας ενδιαφέρει τι όνομα δίνουμε στο θεό. Α, και νομίζεις πως εγώ, μια γυναίκα, θα μάλωνα μαζί σου για το αν πρέπει να προσφέρω θυσία σε μια θεά σαν την Άρτεμη, αν Άρτεμη σήμαινε για σένα, κείνο που ο Χριστός για μένα ; Όχι, θα γονατίζαμε ο ένας πλάι στον άλλο μπροστά στο βωμό της, σαν δυο μικρά παιδιά. Αλλ’ όταν υπάρχουν άνθρωποι που δεν πιστεύουν ούτε στο δικό μου Θεό, ούτε στο δικό τους — άνθρωποι που δεν ξέρουν τι πάει να πει η λέξη θρησκεία — όταν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι σέρνουν στο βάθρο ενός σιδερένιου αγάλματος που έγινε το σύμβολο του τρόμου και του σκοταδιού, το σύμβολο της σκληρότητας και της απληστίας, του μίσους του θεού και της τυραννίας του ανθρώπου, όταν αυτοί οι άνθρωποι μου ζητούν να δεσμεύσω την ψυχή μου μπροστά στο λαό και να παραδεχτώ πως αυτό το αποκρουστικό είδωλο είναι θεός και πως όλη αυτή η κακοήθεια και η ψευτιά είναι θεϊκή Αλήθεια, ε, τότε, δεν μπορώ να το κάμω αυτό, ακόμα κι αν με καταδίκαζαν να υποφέρω χίλιους σκληρούς θανάτους ! Σου λέω, πως είναι αδύνατο. Άκουσε, λοχαγέ. Δοκίμασες ποτέ ν πιάσεις ένα ποντίκι στο χέρι ; Μια φορά ήτανε ένα ποντικάκι που συνήθιζε να βγαίνει και να ’ρχεται να παίζει στο τραπέζι μου καθώς διάβαζα. Ήθελα να το πάρω στο χέρι μου και να το χαϊδέψω : και να που κάποτε πήγε ανάμεσα στα βιβλία μου, έτσι που δεν μπορούσε σε να μου ξεφύγει όταν θάπλωνα το χέρι μου. Και όμως δεν το άπλωσα. Παρ’ όλο που αυτό συνέχιζε να τριγυρνάει εκεί, πεισματώνοντάς με. Δεν το φοβόμουνα κι όμως το χέρι μου αρνιόταν να κάνει αυτό το πράγμα. Δεν ήταν φυσικό του χεριού μου ν’ αγγίζει ποντίκι. Λοιπόν, λοχαγέ. Αν πιάσω λίγο λιβάνι στο χέρι μου και θελήσω να το ρίξω πάνω στη φωτιά του βωμού, το χέρι μου θα τραβηχτεί πίσω. Το σώμα μου θάναι πάντα γερά δεμένο στην πίστη μου, κι αν ακόμα κατορθώνατε να διαφθείρετε το πνεύμα μου. Και ακόμα λέω πως θα πίστευα στην Άρτεμη πολύ περισσότερο απ’ όσο πιστεύουν αυτοί που με καταδιώκουν. Είσαι σε θέση να το καταλάβεις αυτό ;

Page 164: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

164

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΠΟΟΘΘΟΟΙΙ ΚΚΑΑΤΤΩΩ ΑΑΠΠ’’ ΤΤΙΙΣΣ ΛΛΕΕΥΥΚΚΕΕΣΣ

Πράξη Πρώτη, Σκηνή Τέταρτη.

Η Άμπη ήρεμα στον Ήμπεν. ΑΑΜΜΠΠΗΗ Αν σου κάνει καλό να με βρίζεις, βρίσε με όσο θέλεις. Τόχα υπόψη μου πως θάσαι εναντίον μου — στην αρχή. Δε σε παρεξηγώ γι’ αυτό. Το ίδιο θάνιωθα κι εγώ για μια άγνωστη που θαρχόταν να πάρει τη θέση της μητέρας μου. (Αυτός αναταράζεται σα να τον έπιασε ρίγος. Εκείνη τον παρατηρεί προσεχτικά) Θα την αγαπούσες βέβαια, πολύ τη μητέρα σου, δεν είν’ έτσι ; Η δική μου μητέρα μ’ άφησε πολύ μικρή. Δεν τη θυμάμαι καν. (Παύση) Αλλά το μίσος σου Ήμπεν, για μένα δε θα κρατήσει πολύ. Δεν είμαι δα κ’ η χειρότερη του κόσμου όλου — κι ανάμεσα σε σένα και σε μένα υπάρχουν πολλά που ταιριάζουν. Το βλέπω αυτό στην όψη σου. Ναι — πέρασα κι εγώ μια σκληρή ζωή — βουνά οι δυστυχίες και γι’ ανταμοιβή μόνο δουλειά. Έμεινα ορφανή από νωρίς κι αναγκάστηκα να δουλεύω για ξένους σε ξένα σπίτια. Ύστερα παντρεύτηκα, αυτός όμως ήταν ένας μπεκροκανάτας και τίποτε άλλο. Έτσι άρχισα πάλι να δουλεύω σε ξένα σπίτια, και το μωρό μου πέθανε κι ό άντρας μου αρρώστησε και πέθανε κι αυτός. Για μια στιγμή νόμισα πώς ήμουν ευτυχισμένη γιατί θάμουνα ελεύθερη πια. Μα όλη μου η ελευθερία ήταν αυτή πούχα και πριν να παντρευτώ. Ξενοδούλευα πάντα, σε ξένα σπίτια ξένες δουλειές ώσπου απελπίστηκα Πως ποτέ θ’ αξιωθώ να δουλέψω στο δικό μου το σπίτι, για μένα. Και τότες ήρθε ο πατέρας σου —

Page 165: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

165

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ

ΤΤΟΟ ΦΦΕΕΓΓΓΓΑΑΡΡΙΙ ΤΤΩΩΝΝ ΚΚΑΑΤΤΑΑΡΡΑΑΜΜΕΕΝΝΩΩΝΝ

Πράξη Τρίτη.

Η Τζόσι γέρνει επάνω στον Τζιμ με μητρική τρυφερότητα. ΤΤΖΖΟΟΣΣΙΙ Έλα, έλα. Ξέρω γιατί ήρθες εδώ. Ήθελες ν’ αφήσεις την καρδιά σου ελεύθερη να κλάψει για τη μετάνοιά σου. Να κλάψει στο στήθος εκεινής. (Το πρόσωπο του Τζιμ είχε συστραφεί. Κρύβεται στο στήθος της και κλαίει με λυγμούς. Αυτή τον αγκαλιάζει πιο ζεστά και του μιλάει τρυφερά, κοιτάζοντας το φεγγαρόφωτο) Εκείνη ακούει. Το αισθάνομαι. Η ψυχή της είναι μεταξένια σαν το φεγγαρόφωτο, και σε καταλαβαίνει και σε δικαιολογεί. Κι έχεις την ευλογία της. (Παύση. Οι λυγμοί του σταματούν βαθμιαία. Τον κοιτάζει και του μιλάει σαν να ήτανε

παιδί) Έλα, έλα, ηρέμησε. Α, έτσι, ε ; Ήθελες να μ’ αφήσεις και να φύγεις, αν και μου ’χες τάξει πως θα είναι δικιά μας αυτή η νύχτα. Δικιά μας και διαφορετική απ’ όλες τις άλλες. Μια νύχτα που δεν θα χρειάζεται να το σκάσεις απ’ το παράθυρο το ξημέρωμα (Χαμογελάει) Μ’ ακούς, Τζιμ ; Το περίμενες να μιλάω εγώ τόσο τρυφερά ; Φαίνεται πως ο έρωτας μας δίνει έμπνευση. (Παύση. Τον κοιτάζει. Τα μάτια του κλειστά. Στο στήθος της, το πρόσωπό του χλωμό, φωτισμένο απ’ το φεγγαρόφωτο. Ήρεμο πρόσωπο, με την εξουθενωμένη γαλήνη του θανάτου. Για μια στιγμή η Τζόσι τρομάζει. Μετά καταλαβαίνει, του ψιθυρίζει) Κοιμήθηκες ! (Τρυφερά) Κοιμήσου ήσυχα, καλέ μου ! (Με αγωνιώδη λαχτάρα) Αχ, Τζιμ, Τζιμ, η αγάπη μου θα μπορούσε να σε σώσει. Αν αισθανόσουνα την ανάγκη να τη ζητήσεις. (Κουνάει το κεφάλι) Όχι, αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. (Σηκώνει τα μάτια απ’ το πρόσωπό του. Κοιτάζει τον ουρανό. Είναι εξοντωμένη, τσακισμένη,

θλιμμένη. Χαμόγελο αυτοάμυνας) Θεέ μου, συγχώρεσέ με, αλλά τι ταλαιπωρία κι αυτή ! Κοίτα πού κατάντησα, παρ’ όλα τα μεγάλα σχέδια που ’κανα. Ο νεκρός στην αγκαλιά μου, κι αυτό το ανόητο φεγγάρι να μορφάζει από κει πάνω. Γιατί το φεγγάρι απολαμβάνει τέτοια πικρά αστεία ;

Page 166: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

166

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΠΕΛΙΕΣ

ΤΤΟΟ ΦΦΕΕΓΓΓΓΑΑΡΡΙΙ ΤΤΩΩΝΝ ΚΚΑΑΤΤΑΑΡΡΑΑΜΜΕΕΝΝΩΩΝΝ

Πράξη Τέταρτη.

Η Τζόσι απευθύνεται στον Χόγκαν της. ΤΤΖΖΟΟΣΣΙΙ Σκάσε! (Φαρμακερά) Ποιος ξέρει τι άλλα ψέματα έχεις σκεφτεί. Είσαι αλεπού, αλλ’ αυτή τη φορά δε θα με ξεγελάσεις. Αρκετά ! (Ο Χόγκαν της ρίχνει ένα τρομαγμένο

βλέμμα, λες και είχε συμβεί κάτι που φοβότανε πολύ. Η Τζόσι συνεχίζει επιθετικά) Τι φριχτό ψέμα ήταν αυτό που μου ’πες ! Ότι ο Τζιμ πούλησε το χτήμα. Ήξερες ότι τα κληρονομικά του ταχτοποιήθηκαν κι ότι σε λίγες μέρες θα ’φευγε για το Μπρόντγουέη. Κι είπες όλ’ αυτά τα ψέματα για να μη χάσεις την τελευταία ευκαιρία να βάλεις χέρι στα λεφτά του. Είδες πόσο θυμωμένη ήμουν εγώ που μ’ έστησε, και το εκμεταλλεύτηκες. Ήξερες ότι τον αγαπούσα και το εκμεταλλεύτηκες. Εκμεταλλεύτηκες όλους κι όλα. Και τι καλά που το σχεδίασες ! Θα πρέπει να ’σαι περήφανος. Το ’φερες έτσι που να πρ0τείνω εγώ το βρόμικο σχέδιό σου. Ήξερες ότι, άμα μέναμε μόνοι, εγώ θα παρασυρόμουνα και θα ’πινα, για πρώτη φορά. Κι όταν ο Τζιμ μου έλεγε, τελικά, την αλήθεια, θα ήταν ήδη πολύ αργά : θα είχαμε μεθύσει κι οι δύο μας. Και μετά ; Μετά, είχες την ελπίδα ότι ο πόθος του θα τον έκανε να... Και τότε θα ’βλεπε πως είμαι παρθένα. Κι αυτό το ’ξερες, παλιόγερε. Θα τον πιάναν οι τύψεις, και θα πηγαίναμε για γάμο. Αλλά, ο Τζιμ δεν θ’ άντεχε πολύ μακριά απ’ το Μπρόντγουέη. Θα μ’ άφηνε, λοιπόν, εδώ, να σου κάνω τη δούλα, και θα ’φευγε. Κι όταν σε λίγο καιρό τα τίναζε απ’ το πιοτό, εγώ, η χήρα του, θα κληρονομούσα όσα δεν είχε προλάβει να φάει με τις χορεύτριες. Όλα τα σκέφτηκες, παλιόγερε ! Τι συζητάμε τώρα ; Η ιστορία τελείωσε. Αλλά μόνο κάτι ακόμα.. πατέρα : Φεύγω κι εγώ σήμερα, όπως φύγανε και τ’ αδέλφια μου. Να μείνεις ολομόναχος εδώ, να ρημάξεις κάνοντας δολοπλοκίες — αλλά σε ποιον τώρα πια ;

(Κοιτάζει τον ουρανό. Ξημερώνει) Δόξα τω Θεώ, υπέροχο ξημέρωμα. Ώρα είναι. (Στον Χόγκαν) Εσύ θα πας μέσα και δεν θα βγεις προτού φύγει. (Δεν της φέρνει καμιά αντίρρηση. Σηκώνεται δειλά, μπαίνει στο σπίτι, κλείνει

σιγά πίσω του την πόρτα. Το πρόσωπο της Τζόσι μαλακώνει με μητρική τρυφερότητα. Στον Τζιμ) Λυπάμαι που σε ξαναφέρνω στη ζωή, καλέ μου. Ξέρω πόσο θα ’θελες να είχες πεθάνει στον ύπνο σου. (Τον κουνάει μαλακά) Τζιμ, ξύπνα ! (Αυτός γυρίζει, ακουμπάει πιο πολύ στο στήθος της. Αυτή

τον κοιτάζει) Θεέ μου, κάνε να θυμάται μόνον ότι για λίγες ώρες ξεκουράστηκε πραγματικά. Αυτό εμένα μου φτάνει. (Πιο δυνατό κούνημα) Τζιμ, ξύπνα, είπα ! Είναι ώρα.

Page 167: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

167

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΣΤΑΘΗΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΑΝΝΝΝΑΑ ΚΚΡΡΙΙΣΣΤΤΙΙ

Πράξη Τέταρτη.

Η Άννα φοβερά ταραγμένη – αδύναμα. ΑΑΝΝΝΝΑΑ Ω, Ματ, Δε μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχει καμιά σημασία το τι ήμουν, αφού δεν είμαι πια; Άκουσέ με! Ετοίμασα τη βαλίτσα μου τ’ απόγευμα και βγήκα στη στεριά. Κάθισα εδώ και περίμενα ολομόναχη δυο μέρες, με την ιδέα πως ίσως να γύριζες – πως ίσως να τα ξανασκεφτόσουν όσα σου είπα – κι ίσως – κ’ εγώ δεν ξέρω τι ελπίδες είχα! Αλλά φοβόμουν, ακόμα και να βγω για μια στιγμή απ’ την καμπίνα – αλήθεια σου το λέω – φοβόμουνα μην έρθεις και δε με βρεις εδώ. Ύστερα έχασα κάθε ελπίδα, αφού Δε φάνηκες, και πήγα στο σταθμό. Έφευγα για τη Νέα Υόρκη – έφευγα για να ξαναπάω! Άκουσε, Ματ! Εσύ δεν είχες έρθει κ’ εγώ είχα χάσει κάθε ελπίδα. Αλλά – σαν έφτασα στο σταθμό – Δε μπόρεσα να τραβήξω μπρος. Είχα πάρει το εισιτήριό μου, ήμουν έτοιμη σε όλα. (Βγάζει το εισιτήριο από την τσέπη της και προσπαθεί να του το

βάλει μπροστά στα μάτια του): Όμως άρχισα να συλλογιέμαι σένα – και δε μπορούσα να πάρω το τραίνο – Δε μπορούσα! Κ’ έτσι ξαναγύρισα εδώ – για να περιμένω ακόμα. Ω, Ματ, δε βλέπεις πως άλλαξα; Δε μπορείς να συχωρέσεις κάτι που είναι φευγάτο και νεκρό – και να το ξεχάσεις ;

Page 168: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

168

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΒΑΣ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΟΛΛΑΑ ΤΤΑΑ ΠΠΑΑΙΙΔΔΙΙΑΑ ΤΤΟΟΥΥ ΘΘΕΕΟΟΥΥ ΕΕΧΧΟΟΥΥΝΝ ΦΦΤΤΕΕΡΡΑΑ

Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Τρίτη.

Μπαίνει η Έλλα κρατώντας το μεγάλο μυτερό μαχαίρι της κουζίνας.Το πρόσωπό της φαίνεται κουρασμένο, αλλά τα μάτια της γυαλίζουν απ’ την ξέφρενη υπερδιέγερση. Οι κινήσεις της είναι απότομες και σπασμωδικές. Κοιτάζει με προφύλαξη γύρω της, κ’ ύστερα προχωρεί και στέκεται μπροστά στη μάσκα με τα χέρια της στηριγμένα στους γοφούς. Δείχνει τρελή σαρκαστική διάθεση και φόβο. ΕΕΛΛΛΛΑΑ Έννοια σου και θα σε συγυρίσω εγώ. Περίμενε και θα δεις! (Ύστερα με

εκμυστηρευτικό ύφος). Πίστεψε πως κοιμόμουνα! Φώναξε «Έλλα, Έλλα» – μα εγώ είχα κλεισμένα τα μάτια μου κ’ έκανα πως ροχάλιζα. Τον κορόιδεψα μια χαρά. (Βγάζει ένα σύντομο βραχνό γέλιο). Τούτη είναι η πρώτη φορά που τόλμησε να μ’ αφήσει μονάχη μου, ύστερα από τόσους μήνες. Τόθελα από πολύν καιρό να σου μιλήσω, μα τώρα μόλις μου δόθηκε η μοναδική ευκαιρία – (Με ξαφνική ορμή –

σαλεύοντας το μαχαίρι της). Τι χάσκεις, βρομιάρη Νέγρο, παλιοτόμαρο; Πώς τολμάς και χάσκεις μπροστά μου; Θαρρώ πως ξεχνάς τι είσαι! Αυτό γίνεται πάντα. Αρκεί νάναι κανείς καλός μαζί σας, να σας μεταχειριστεί μ’ ευγένεια, κι αμέσως παίρνει αέρα το κεφάλι σας, θαρρείτε πως κάτι είσαστε και μας κάνετε παντού τον καμπόσο. Που να σας πάρει ο διάβολος, τα καταφέρατε έτσι που να περπατάει κανείς στο δρόμο και να μη βλέπει γύρω τίποτ’ άλλο από Νέγρους, Νέγρους, παντού Νέγρους. Να βόσκουνε δεξιά κι αριστερά και να χάσκουν, να χάσκουν – ή να πηγαίνουν στο σκολειό – να καμώνονται πως είναι λευκοί κ’ ελόγου τους – να δίνουν εξετάσεις – (Για μια στιγμή σωπαίνει σα να αιχμαλωτίστηκε στο

άκουσμα αυτής της λέξης κ’ ύστερα ξαφνικά). Εκεί πήγε – κάτω στο γραμματοκιβώτιο – για να δει αν τούρθε κανένα γράμμα από το πανεπιστήμιο – που του γράφει – Μα γιατί αργεί τόσο πολύ; (Φωνάζει σπαραχτικά). Τζιμ! (Ύστερα κλαυθμηρίζοντας περίτρομη). Μπορεί νάχει πετύχει. Μπορεί νάχει πετύχει! (Έξω φρενών). Όχι. Μα όχι. Δεν μπορεί. Θάμουνα ικανή να τον σκοτώσω! Να σκοτωθώ! (Μ’ απειλητικό τόνο στη

μάσκα). Εσύ φταις γι αυτό! Ναι, εσύ! Ω! Θα μου το πληρώσεις! (Ύστερα ικετευτικά). Μα γιατί θέλεις να μας το κάνεις έτσι αυτό; Τι σούκανα εγώ κακό, ποτέ μου; Τι παράπονο έχεις από μένα; Σε παντρεύτηκα. Μήπως Δε σε παντρεύτηκα; Γιατί λοιπόν δεν τον αφήνεις ήσυχο τον Τζιμ; Γιατί δε τον αφήνεις νάναι ευτυχισμένος έτσι όπως είναι κοντά μου; Γιατί δε μ’ αφήνεις να νιώσω κ’εγώ λίγη χαρά; Είναι άσπρος. Μη δεν είναι; - Ο πιο λευκός άνθρωπος που έζησε ποτέ μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί έρχεσαι και μπαίνεις ανάμεσά μας, και χαλάς την ευτυχία μας; Νέγρο, Νέγρο; Μαύρε σαν τη βρωμιά! Μ’ έχεις μολέψει. Δεν μπορώ πια να την ξεπλύνω τη μαυρίλα σου από πάνω μου και να καθαριστώ. Ω, σε σιχαίνουμαι. Σε μισώ! Γιατί Δε μας αφήνεις εμένα και τον Τζιμ νάμαστε ευτυχισμένοι;

Page 169: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

169

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΣΣΤΤΙΙΣΣ ΘΘΑΑΛΛΑΑΣΣΣΣΕΕΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΒΒΟΟΡΡΡΡΑΑ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Κα Κήνεϋ υστερικά προσπαθεί να πείσει τον άντρα της.

ΚΚαα ΚΚΗΗΝΝΕΕΫΫ Ω, δεν μπορώ να υποφέρω! Δε βαστάω πια! Όλη αυτή την τρομερή χτηνωδία, τούτα τα χτήνη τους ναύτες, αυτό το φοβερό καράβι, αυτό το δωμάτιο που είναι σαν κελί φυλακής, και τον πάγο που μας ζώνει από παντού, και τη σιωπή. (Μετά το ξέσπασμά της ησυχάζει). Ήθελα να βρίσκουμαι κοντά σου, Ντάβιντ, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν τόθελα να σε περιμένω ολομόναχη στο σπίτι, όπως έκανα τα τελευταία έξη χρόνια, από τότες που παντρευτήκαμε – όλο να καρτερώ, να περιμένω και ν’ ανησυχώ για σένα – μην έχοντας με τίποτα ν’ ασχοληθώ – μη μπορώντας να πάω στο σκολειό και να κάνω τη δασκάλα γιατί ήμουνα βλέπεις γυναίκα του Ντέιβ Κήνεϋ. Ονειρευόμουνα συχνά πως ταξιδεύω κ’ εγώ στον απλόχωρο μεγάλο, ατέλειωτο ωκεανό. Ήθελα να βρίσκουμαι κοντά σου στις στιγμές του κινδύνου, να ζήσω κ’ εγώ την αγέρωχη ζωή της θάλασσας. Ήθελα να σε βλέπω έτσι ήρωα, όπως σε λέγανε στο λιμάνι μας. Κι αντίς για όλ’ αυτά – (η φωνή της τρέμει): το μόνο που βρήκα είναι πάγοι, κρύο – και χτηνωδία! Ω, το ξέρω πως δεν ήταν δικό σου φταίξιμο, Ντάβιντ. Τότε δε σε πίστευα, βλέπεις. Σε φανταζόμουνα και σένα έναν βίκιγκς – τα βιβλία που διάβασα μου πήραν τα μυαλά. Ναι, ήσουνα πολύ καλός, Ντάβιντ. Δεν έχω αντίρρηση. Δε θέλω να μείνω πια εδώ πέρα – δεν μπορώ να το υποφέρω – έτσι κλεισμένη απ’ αυτούς τους τοίχους των πάγων σα νάμαι φυλακισμένη! Πάρε με μακριά από δω Ντάβιντ! Αν δε φύγω από δω, απ’ αυτό το φοβερό καράβι, θα τρελαθώ! Πήγαινέ με στο σπίτι Ντάβιντ! Δεν μπορώ πια να σκεφτώ. Νιώθω το μυαλό μου να πήζει απ’ το κρύο και τη σιωπή. Φοβάμαι! Φοβάμαι!

Page 170: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

170

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Ο’ ΝΗΛ Μετ: ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

ΟΟ ΒΒΡΡΟΟΧΧΟΟΣΣ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Άννυ με το πρόσωπό της κόκκινο από θυμό. ΑΑΝΝΝΝΥΥ Κι αν ακόμα της μοιάζω, είμαι ευχαριστημένη που πήρα απ’ αυτήν κι όχι από σένα γεροξεκούτη! Σα να μη σου πάει και τόσο να μιλάς ολημερίς με ρητά απ’ την Αγία Γραφή – εσύ που έστειλες τη μητέρα στον τάφο πριν της ώρας της. Μην τάχα δεν την ξεθέωνες στη δουλειά, δεν την έδερνες, δεν την άφηνες να πεινάει από τσιγκουνιά σου; Αν είχες σκοπό να προσευχηθείς θάπρεπε να πας στο κοιμητήρι, να γονατίσεις μπροστά στον τάφο της και να παρακαλέσεις το Θεό να σε σχωρέσει που φαρμάκωσες έτσι τη ζωή της. Εσύ να βάζεις στο στόμα σου τα λόγια της γραφής! Κι όμως ούτε τα εννιάμερα της μητέρας δεν είχαμε κάνει ακόμα και συ είχες κατέβει στο λιμάνι κι άρχισες να κορτάρεις κείνη τη βρώμα που όλη η πολιτεία είχε να λέει για τις πομπές της! Και σα να μην έφτανε αυτό ατίμασες και τον εαυτό σου και μένα και την παντρεύτηκες – την παντρεύτηκες – και την κουβάλησες εδώ στο σπίτι, τον καιρό που εγώ κάθε μέρα πήγαινα λουλούδια στον τάφο της μητέρας, που εσύ την είχες ξεχάσει ολότελα. Και θα με στέλνατε και μένα στον τάφο αν δεν παντρευόμουνα τον Πατ Σουίνεϋ κι αν δε σας παράταγα για να ζήσω με την ησυχία μου. Αμ’ τα έξη χρόνια πούζησες μαζί της όταν πια έφυγα εγώ; Όλη η χώρα μίλαγε για τις ντροπές σου. Η γυναίκα σου είχε κάνει παιδί που έλεγε πως ήταν δικό σου και τον ίδιο καιρό τάχε φτιάξει με κείνον τον τσιφλικά και πήγαινε ακόμα και με ναύτες του λιμανιού και συ έκανες τα στραβά μάτια! Κι ύστερα, τον άλλο χρόνο – σ’ άφησε μονάχο μ’ αυτό το δικό σου παιδί, τον Λιουκ, όπως τον έλεγε – ένα βυζανιάρικο πέντε χρονώ!

Page 171: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

171

ΘΟΡΤΟΝ ΟΥΑΪΛΝΤΕΡ Μετ: ΜΙΝΩΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ

ΜΜΕΕ ΤΤΑΑ ΔΔΟΟΝΝΤΤΙΙΑΑ

Πράξη Πρώτη.

(Ανοίγει η αυλαία. Το χωλ — όπου κάθεται συνήθως ή οικογένεια — του σπιτιού ενός σταθμάρχη σιδηροδρόμων. Η Σαβίνα – αχυρόξανθα μαλλιά, φανταχτερά βαμμένη -— στέκει κοντά στο παράθυρο, βάθος, κέντρο, με ένα φτερό πού ξεσκονίζουν στη μασχάλη)

ΣΣΑΑΒΒΙΙΝΝΑΑ Ωχ, ωχ, ωχ Έξη η ώρα κι ο κύριος ακόμα να γυρίσει. Να δώσει ο Θεός να μην τούτυχε τίποτα σοβαρό καθώς περνούσε το ποτάμι. Αν τον έβρισκε τίποτα, θα είμαστε το δίχως άλλο άλλο απαρηγόρητοι και θα αναγκαστούμε να κουβαλήσουμε σε καμιά λιγότερο ευάερη κι ευήλια συνοικία. Η αλήθεια είναι πως ούτε ξέρω τι θ’ απογίνει με μας. Να, που έχουμε μέσα Αυγούστου κι είναι η πιο κρύα μέρα της χρονιάς. Παγωνιά σωστή, τα σκυλιά ξυλιάζουν στα πεζοδρόμια, μπορεί κανείς να μου το εξηγήσει αυτό ; Όχι. Αλλά δεν παραξενεύομαι. Ο κόσμος όλος είναι άνω κάτω και πως δεν έχει πέσει το σπίτι να μας καπελώσει από καιρό, εγώ το βρίσκω θαύμα (Ένα κομμάτι απ’ τον τοίχο δεξιά γέρνει ετοιμόρροπο πάνω απ’ τη σκηνή. Η Σαβίνα το κοιτάζει νευριασμένη και το κομμάτι αργά - αργά γυρνάει στη θέση του) Κάθε βράδυ ή ίδια αγωνία α θα γυρίσει ο κύριος γερός στο σπίτι, αν φέρνει τίποτα να φάμε. Καταμεσίς στη ζωή μας, αναμεσίς στο θάνατο είμαστε. Πιο σωστή κουβέντα δεν έχω ακούσει. (Το κομμάτι του σκηνικού πετάει στα ουράνια, η Σαβίνα μένει άναυδη απ’ την κατάπληξή της, σηκώνει τους ώμους της και αρχίζει να ξεσκονίζει την πολυθρόνα του κ. Ανθρώπου από πάνω κι από κάτω) Φυσικά, ό κ. Άνθρωπος είναι πολύ ωραίος άντρας, πρώτης τάξεως σύζυγος και πατέρας, επίτροπος στην ενορία του και στυλοβάτης τής εκκλησίας, κι όλα τα συμφέροντα τής κοινότητας τάχει στης καρδιάς του την καρδιά. Φυσικά, κάθε του μούσκουλο τεντώνει, σαν περάσει κοντά από αστυφύλακα. Μα εγώ πάλι νομίζω πως είναι κάτι κατηγορίες που δεν θάπρεπε να γίνονται και θαρρώ, μπορώ να προσδέσω, δεν θάπρεπε να επιτρέπονται να γίνονται. Το κάτω κάτω τής γραφής άνθρωποι είμαστε όλοι, Ποιος δεν είναι ; (Ξεσκονίζει την κουνιστή πολυθρόνα της κυρίας Ανθρώπου) Η κυρία Ανθρώπου είναι πολύ ωραία και θεωρητικιά γυναίκα. Ζει μονάχα για τα παιδιά της, κι αν θα ήταν για των παιδιών της το καλό, θα μας έβλεπε τέντα όλους εμάς, νεκρούς μπροστά στα πόδια της, χωρίς να της καεί καρφί — αυτή είν’ η αλήθεια. Αν θέλετε να μάθετε τίποτ’ άλλο για την κυρία Ανθρώπου, άντε να κοιτάξετε μια τίγρη, και κοιτάξτε την καλά. Όσο για τα παιδιά, ο Χάρρυ Άνθρωπος είναι ένα απλό παιδί, όπως όλα τα παιδιά στην ηλικία του. Θα βγάλει το Γυμνάσιο μια απ’ αυτές τις μέρες, αν κάνουνε μια στάλα ευκολότερο το αλφάβητο. ‘Ο Χάρρυ, όταν βρεθεί πέτρα στο χέρι του, είναι πρώτης τάξεως σκοπευτής, μπορεί να πετύχει ότιδήποτε, από ένα πουλί μέχρι το μεγάλο τον αδερφό — ωχ ! αυτό μου ξέφυγε, δεν ήθελα να το πω — αλλά δίχως άλλο ήταν τρομερό δυστύχημα, και μεγάλος μπελάς να κρατήσουμε την αστυνομία μακριά απ’ το σπίτι. Την κόρη του κυρίου και τής κυρίας Ανθρώπου τη λένε Χαρά. Θα γίνει καλή σύζυγος ενός καλού παιδιού, Καμιά μέρα, φτάνει να κατεβεί απ’ το πανί του σινεμά να τη ζητήσει.

Page 172: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

172

Ώστε νάμαστε ! Τα καταφέραμε να ζήσουμε κάμποσο καιρό τώρα, να περάσουμε ένας θεός ξέρει πόσα καλά χρόνια και μαύρα χρόνια, κι αν δεν μας τσαλαπατήσουν οι δεινόσαυροι, κι αν δεν πέσουν ακρίδες να μην αφήσουνε χλωρό κλαρί στον κήπο μας, θα ζήσουμε όλοι μας να δούμε καλύτερες μέρες, χτύπα ξύλο. Κάθε καινούργιο παιδί που γεννούν οι άνθρωποι το βρίσκουνε σοβαρό λόγο να κάνουνε το σύμπαν άνω κάτω, και για κάθε καινούργιο παιδί που τους πεθαίνει, φαίνεται νάχουν φυλάξει έναν κόσμο θλίψη, και πού θα τελειώσει αυτό, είναι αλήθεια ζήτημα. Συρθήκαμε στο δρόμο μας, μες από κρύα κι από ζέστη, κάμποσο καιρό τώρα, (Ένα κομμάτι από τον τοίχο πάνω απ’ την πόρτα δεξιά, πετάει ψηλά κι έξαφανίζεται) και το μόνο που σας συμβουλεύω είναι να μη ρωτάτε το γιατί και το για πού, παρά να τρώτε τη σούπα σας όσο βρίσκεται στο πιάτο σας — αυτή είναι η φιλοσοφία μου. Μην ξεχνάτε πως πριν λίγα χρόνια μόλις, στην πείνα και στον πληθωρισμό και τη μαύρη αγορά, κρατηθήκαμε με τα δόντια στη ζωή. Κι αν δεν ήταν το πλιγούρι, πού θα βρισκόμαστε σήμερα, παρακαλώ ; (Αυτό είναι η αττάκα για την είσοδο της κ. Ανθρώπου. Κανείς δεν φαίνεται. Η Σαβίνια κοιτάει θυμωμένη την πόρτα της κουζίνας και επαναλαμβάνει)— και την πείνα και τη μαύρη αγορά, κρατηθήκαμε με τα δόντια στη ζωή. Κι αν δεν ήταν το πλιγούρι πού θα βρισκόμαστε σήμερα ; (Συγχυσμένη πάει και κοιτάζει απ’ το άνοιγμα στο δεξί τοίχο, μετά πάει και στέκει στο παράθυρο και ξαναρχίζει την πράξη απ’ την αρχή) Ωχ, ωχ, ωχ ! Έξη η ώρα και ο κύριος ακόμα να γυρίσει ! Να δώσει ο Θεός να μην τούτυχε τίποτα καθώς περνούσε το ποτάμι. Έχουμε μέσα Αυγούστου κι είναι η πιο κρύα ημέρα της χρονιάς. Παγωνιά σωστή, τα σκυλιά ξυλιάζουν στα πεζοδρόμια. Και η πείνα κτλ. κτλ. Κι αν δεν ήταν το πληγούρι, που θα βρισκόμασταν σήμερα παρακαλώ ; Αυτό είναι ένα πολύ ορατό σπίτι.., και.., και... όλοι είμαστε πολύ ευτυχισμένοι και... και... (Ξαφνικά στέλνει κάθε προσπάθεια στα κομμάτια, έρχεται μπροστά στη ράμπα κα λέει έξω φρενών) Δεν μπορώ να βγάλω λόγια απ' το κεφάλι μου γι’ αυτό το έργο και χαίρομαι που δεν μπορώ. Το συχαίνουμαι και το έργο και τα λόγια του. Όσο για μένα, δεν καταλαβαίνω ούτε λέξη απ’ ότι λέει, πάντως όλο για τις σνμφορές που πέρασε ή ανθρώπινη ράτσα και πως πάντα κρατιόταν με τα δόντια στη ζωή, και αν βγάλετε εσείς λέξη, χάρισμά σας. Μετά αυτός ό σαχλός ό σνγγραφέας δεν μπορεί να πάρει μιαν απόφαση, αν βρισκόμαστε σε σπηλιές προϊστορικές πριν από χιλιάδες χρόνια, ή σε μια σύγχρονη πολιτισμένη πόλη, κι έτσι πάει ως το τέλος. Αχ ! Γιατί να μην έχουμε ένα έργο σαν και κείνα που είχαμε άλλοτε — τόν Αρχισιδηρουργό και η καρδιά μου είναι δική σου και..., τι διασκεδάστηκα, και που είχαν κι ένα νόημα που τόβαζες στην τσέπη σου και το πήγαινες και σπίτι. Τον δέχτηκα αυτόν τον απαίσιο ρόλο γιατί, τι θέλατε να κάμω ; Δύο χρόνια πέρασα στο δωμάτιό μου με σάντουιτς κι ένα φλυτζάνι τσάι την ημέρα, περιμένοντας ν’ ανοίξει η τύχη μου στο Θέατρο. Και κυττάξτε με τώρα: Εγώ..., εγώ που έπαιξα στις «Δύο Ορφανές» και στο «Ήτανε όλοι τους Παιδιά μου». Κύριε των δυνάμεων !

Page 173: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

173

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΟΟ ΓΓΥΥΑΑΛΛΙΙΝΝΟΟΣΣ ΚΚΟΟΣΣΜΜΟΟΣΣ

Σκηνή Έκτη.

Η Αμάντα απευθύνεται στη Λάουρα της. ΑΑΜΜΑΑΝΝΤΤΑΑ Υπομόνεψε την ψυχή σου - και θα δεις ! Κάτι που νεκρανάστησα από κείνο το παλιό μπαούλο. Δεν άλλαξε και τόσο πολύ η μόδα, στο κάτω-κάτω (Ανοίγει τις κουρτίνες) Τώρα, κοίταξε τη μητέρα σου ! (Φοράει ένα κοριτσίστικο φόρεμα από κίτρινο βουαλάζ, με

γαλάζια μεταξωτή ζώνη. Κρατάει ένα μπουκέτο ναρκίσσους — ο θρύλος της νιότης της ξαναζεί σχεδόν. Πυρετικά) Μ’ αυτό το φόρεμα διεύθυνα το κοτιγιόν. Βγήκα πρώτη δυο φορές στο χορό του Διοικητή στο Τζάκσον. Δες πώς στριφογυρνούσα μέσα στη σάλα του χορού, Λάουρα ! (Σηκώνει το φουστάνι της και κάνει μερικά βήματα με ακκίσματα γύρω στο δωμάτιο) Το φορούσα τις Κυριακές για τους καλεσμένους μου ! Αυτό φορούσα την ημέρα που πρωτογνώρισα τον πατέρα σου - είχα ελονοσία όλη την άνοιξη. Η αλλαγή του κλίματος απ’ το Ανατολικό Τεννεσή στο Δέλτα - μ’ αδυνάτισε λιγάκι - είχα πάντα λίγο πυρετό - όχι βέβαια τίποτα σοβαρό - έτσι μονάχα για να με κάνει ανήσυχη και ζαλισμένη ! Οι προσκλήσεις έπεφταν βροχή - πάρτυ σ’ όλο το Δέλτα ! – «Κάτσε στο κρεβάτι», έλεγε η μαμά, «έχεις πυρετό» - μα πού να κάτσω - Έπαιρνα κινίνα, κι όλο πήγαινα, πήγαινα ! - Τα βράδυα, χοροί ! - Τ’ απογέματα, μακρυνές, ατέλιωτες ιππασίες ! Εκδρομές ! Όμορφα ! Τόσο όμορφα στην εξοχή το Μάη ! Εκείνη την άνοιξη μ’ είχε πιάσει τρέλλα για τους ναρκίσσους. Οι νάρκισσοι μού είχανε γίνει αληθινή μανία. Η μαμά έλεγε: «Παιδάκι μου, δεν χωράνε άλλοι νάρκισσοι». Κι εγώ όλο κι έφερνα κι άλλους, κι άλλους ! Όποτε κι όπου τους έβλεπα, φώναζα : «Σταθείτε, σταθείτε ! Νάρκισσοι ! » Έβαζα τους νεαρούς κι έτρεχαν να μου μαζέψουν ναρκίσσους ! «Η Αμάντα και οι νάρκισσοί της», έλεγε όλος ο κόσμος Ώσπου, τέλος, δεν υπήρχαν πια άλλα βάζα, ο κόσμος είχε πνιγεί στους ναρκίσσους ! Δεν υπάρχουν άλλα βάζα ; Πολύ καλά ! Θα τους κρατώ εγώ ! Και τότε... (Σταματά

μπροστά στη φωτογραφία. Μουσική) γνώρισα τόν πατέρα σου ! Ελονοσία και νάρκισσοι Κι’ ύστερα - αυτό - τ’ αγόρι... (Ανάβει τη ροζ λάμπα) - ελπίζω νάρθουν πριν βρέξει. (Προχωρεί απάνω και βάζει τους ναρκίσσους σ’ ένα βάζο) Έδωσα στον αδερφό σου πιο πολλά λεφτά για να φέρει τον κύριο Ο’ Κόννορ με το λεωφορείο.

Page 174: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

174

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΛΛΕΕΩΩΦΦΟΟΡΡΕΕΙΙΟΟΝΝ ΟΟ ΠΠΟΟΘΘΟΟΣΣ

Εικόνα Πρώτη.

Η Μπλανς που το παρουσιαστικό της είναι πρόκληση μέσα σε τούτο τον κόσμο, εκνευρισμένη μιλάει στην αδερφή της Στέλλα. ΜΜΠΠΛΛΑΑΝΝΣΣ Εγώ! Εγώ! Εγώ δέχτηκα όλα τα χτυπήματα στο πρόσωπο και στο κορμί. Όλους εκείνους τους θανάτους! Την ατέλειωτη πομπή ως το νεκροταφείο! Ο πατέρας, η μητέρα! Η Μάργκαρετ πέθανε μ’ ένα φριχτό θάνατο! Ήταν τόσο φουσκωμένη, που δεν χωρούσε στο φέρετρο. Έπρεπε να την κάψουνε, σαν να ’ταν ένας σωρός από σκουπίδια! Εσύ ερχόσουν ίσα – ίσα για να προφτάσεις της κηδείες, Στέλλα. Κι οι κηδείες είναι χίλιες φορές καλύτερες απ’ τους θανάτους. Οι κηδείες είναι ήσυχες, οι θάνατοι όχι! Πότε οι ανάσες βραχνιάζουνε, πότε μουγκρίζουν, και καμιά φορά βογκάνε: «Μη μ’ αφήνεις να φύγω! Μη μ’ αφήνεις!» Ακόμα κι οι γέροι φωνάζουν «μη μ’ αφήνεις!» Λες και μπορείς να τους κρατήσεις. Όμως οι κηδείες είναι ήσυχες, όλο όμορφα λουλούδια… Ω, εκείνες οι πολυτελέστατες κάσσες!… Αφού δε βρέθηκες στο προσκέφαλο εκείνων που φωνάζανε «κράτησέ με», ποτέ δεν θα καταλάβεις πως εκεί ματώναμε και παλεύαμε για μιαν ανάσα! Εσύ, ούτε που τα φαντάστηκες αυτά! Όμως εγώ τα είδα. Τα είδα! Και τώρα κάθεσαι δω και μ’ αντικρίζεις σα να με ρωτάς γιατί άφησα και χάθηκε το Μπελ Ρεβ. Και πώς στο διάβολο θαρρείς πληρώθηκαν τόσες αρρώστιες και τόσοι θάνατοι; Ο θάνατος είναι πολυέξοδος, δεσποινίς Στέλλα. Λίγο ύστερα από την Μάργκαρετ, πέθανε κι η γριά ξαδέρφη της η Τζέσσυ. Ο απαίσιος θεριστής έστησε το τσαντίρι μπρος στο κατώφλι μας. Το Μπελ Ρεβ, Στέλλα, ήταν το στρατηγείο του! Έτσι, χρυσή μου, ξεγλίστρησες μέσ’ απ’ τα δάχτυλά του. Ποιος απ’ όλους αυτούς μας άφησε κληρονομιά; Ποιος απ’ όλους αυτούς ασφάλισε τη ζωή του, έστω και μ’ ένα σεντ; Μόνο η καημένη η Τζέσσυ, άφησε ένα κατοστάρικο για να πληρωθεί η κάσσα της. Τι θες να σου κάνει ο άθλιος μισθός μιας δασκάλας; Εμπρός, κατηγόρησέ με! Κάτσε και κοίτα με, σάμπως εγώ να ξεπούλησα το σπίτι μας! Εγώ το ξεπούλησα; Και πού βρισκόσουν εσύ, ε; Στο κρεβάτι βρισκόσουν με τον Πολωνέζο σου!

Page 175: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

175

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΛΛΕΕΩΩΦΦΟΟΡΡΕΕΙΙΟΟΝΝ ΟΟ ΠΠΟΟΘΘΟΟΣΣ

Εικόνα Tέταρτη.

Η Μπλανς απευθύνεται στην αδερφή της Στέλλα ενώ ο Κοβάλσκυ κρυφακούει. ΜΜΠΠΛΛΑΑΝΝΣΣ Δεν μπορεί να ξέχασες τόσο γρήγορα την ανατροφή μας, Στέλλα, ώστε απλώς να ν ο μ ζ ε ι ς πως μέσα του , υπάρχει ίχνος ανώτερου ανθρώπου. Ούτε μόριο, ούτε ίχνος, τίποτα ! Ω ! αν ήταν τουλάχιστον ένας σ υ ν η θ ι σ μ έ ν ο ς άνθρωπος ! Μα δεν είναι ! Ένας καλός και λογικός... Τίποτα ! Έχει πάνω του κάτι το αληθινά κτηνώδες. Με μισείς που σου τα λέω ; Ε ; Φέρνεται σα χτήνος Έχει τρόπους χτήνους ! Τρώει, μιλάει, χειρονομεί σαν χτήνος ! Έχει πάνω του κάτι το υπάνθρωπο, δεν έφτασε ακόμα σε κατάσταση ανθρώπου ! Ναι, κάτι — που θυμίζει πίθηκο — σαν εκείνες τις φωτογραφίες που είδα σ’ ανθρωπολογικά συγγράμματα. Χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε και νάτος ! ο Στάνλεϋ Κοβάλσκυ — διατηρείται απ’ την Λίθινη Εποχή. Φέρνει στο σπίτι ωμό κρέας, το κέρδισε με φόνο, στη ζούγκλα. Κι εσύ — εσύ εδώ - τον περιμένεις. Μπορεί να σε χτυπήσει. Μπορεί να ουρλιάζει και να σε φιλήσει — αν ξέρανε κιόλας από φιλιά στην εποχή του ! Βραδιάζει και μαζεύονται νέοι πίθηκοι. Τώρα, εκεί στ’ άνοιγμα της σπηλιάς, όλοι, όπως αυτός, ουρλιάζουνε και μασουλάνε και ξεδιψούν σα λυσσασμένοι και τεμπελιάζουν. Η βραδυά του πόκερ – έτσι τη λες αυτή την παρέα των πιθήκων. Ούρλιαξε ο ένας – ο άλλος άρπαξε κάτι κι η μάχη άρχισε !... Θεέ μου ! Ίσως να γίνουμε κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού, όμως, Στέλλα, αδερφή μου, έγινε κ ά π ο ι α εξέλιξη από τότε. Με την τέχνη, την ποίηση, τη μουσική - ένα καινούργιο φως άστραψε στον κόσμο. Σ’ ορισμένο είδος ανθρώπων, άρχισαν ν’ αναπτύσσονται κάποια ευγενικότερα αισθήματα. Πρέπει να τα κάνουμε ν’ ανθίσουν αυτά τα αισθήματα, να τ’ αδράξουμε γερά και να τα υψώσουμε για σημαία μας. Σ’ αυτή τη σκοτεινή πορεία, ό,τι κι αν είναι αυτό που πλησιάζουμε ! Μη – μη μένεις πίσω με τα χ τ ή ν η !

Page 176: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

176

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΛΛΕΕΩΩΦΦΟΟΡΡΕΕΙΙΟΟΝΝ ΟΟ ΠΠΟΟΘΘΟΟΣΣ

Εικόνα Πρώτη.

Η Μπλανς απευθύνεται στον Μιτς. ΜΜΠΠΛΛΑΑΝΝΣΣ Ήταν ένα αγόρι - ένα αγόρι. Κι εγώ τότε ήμουνα πολύ νέα. Δεκάξη χρονώ ανακάλυψα τον έρωτα — μονομιάς και μ’ όλο μου το είναι : όπως όταν ρίχνεις ξαφνικά ένα δυνατό φως πάνω σε κάτι βαθειά κρυμμένο στο μισοσκόταδο κι ανοίγεται μπροστά σου ολόκληρος κόσμος. Αλλά ήμουν άτυχη. Είχε κάτι το παράξενο αυτό το αγόρι. Μια νευρικότητα... Κάτι το πολύ μαλακό και τρυφερό, κάτι που δεν ταίριαζε και τόσο σε άντρα. Ήρθε σε μένα για να το βοηθήσω. Δεν ήξερα τίποτα τότε. Όλα τα ’μαθα μετά το γάμο μας, όταν γυρίσαμε απ’ το ταξίδι του μέλιτος. Το μόνο που ήξερα ήταν πως δεν μπόρεσα να σταθώ δίπλα του — δε μπόρεσα να του δώσω τη βοήθεια που ζητούσε... Έφευγε η γη κάτω απ’ τα πόδια του, γαντζωνόταν απάνω μου, μα εγώ δε μπορούσα να τον κρατήσω – γλυστρούσα μαζί του. Δεν ήξερα τίποτα τότε. Το μόνο που ’ξερα ήταν πως τον αγαπούσα μ’ όλη μου τη δύναμη και πως δε μπορούσα να τον βοηθήσω. Ούτε τον εαυτό μου μπορούσα να βοηθήσω. Αργότερα τα ’μαθα όλα — και με το χειρότερο τρόπο. Μπήκα ξαφνικά σ’ ένα δωμάτιο, που νόμιζα πως δεν ήταν κανείς μέσα. Είχε όμως δυο ανθρώπους — τ’ αγόρι που παντρεύτηκα κι έναν άντρα μεγαλύτερο, κάποιον που τον είχε χρόνια φίλο... Κάναμε σα να μην έγινε τίποτα. Ναι, τραβήξαμε με τ’ αυτοκίνητο κι οι τρεις μαζί για το Μουν Λέικ Καζίνο ! Όλη την ώρα πίναμε και γελούσαμε ! (Μουσική) Χορέψαμε τη Βαρσοβιάνα. Ξαφνικά, στη μέση του χορού τ’ αγόρι που παντρεύτηκα, μ’ αφήνει και τρέχει έξω, στον κήπο του Καζίνου. Σε λίγο, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. (Η μουσική σβήνει) Όρμησα προς τα εκεί — τρέξανε όλοι – μαζεύτηκε κόσμος στην άκρη της λίμνης, γύρω από ένα φριχτό θέαμα. Ο κόσμος ήταν τόσο πολύς, ώστε δε μπορούσα να προχωρήσω. Κάποιος μ’ έπιασε απ’ το χέρι. «Μη πλησιάσετε, γυρίστε πίσω, δεν κάνει να δείτε». Να δω ; Τι να δω ; Άκουσα φωνές να λένε : Ο Άλλαν ! Ο Άλλαν ! Ο Άλλαν Γκρέυ ! Έβαλε το περίστροφο στο στόμα και τράβηξε ! Το κεφάλι του πίσω έγινε κομμάτια ! (Ταλαντεύεται και σκεπάζει το πρόσωπό της. Ακούγεται πάλι

μουσική) Σκοτώθηκε γιατί, καθώς χορεύαμε, δεν κρατήθηκα και του είπα «Σε είδα ! Ξέρω ! Σε σιχαίνομαι !...» Και τότε, ο προβολέας που φώτιζε τον κόσμο, έσβυσε... Από κείνη τη στιγμή, δε βρέθηκε για μένα ούτε ένα φως δυνατότερο από τούτο το κερί τής κουζίνας...

Page 177: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

177

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

ΛΛΕΕΩΩΦΦΟΟΡΡΕΕΙΙΟΟΝΝ ΟΟ ΠΠΟΟΘΘΟΟΣΣ

Εικόνα Πρώτη.

Η Μπλανς απευθύνεται στον Μιτς. ΜΜΠΠΛΛΑΑΝΝΣΣ «Φλαμίνγκο» ; Ποτέ «Ταραντούλα» λεγότανε το ξενοδοχείο που έμενα. «Τα χέρια τής Ταραντούλα», το λέγανε. Ναι, «Ταραντούλα». Είναι μια μεγάλη αράχνη ! Εκεί οδηγούσα τα θύματά μου (Βάζει κι άλλο ποτό στο ποτήρι) Ναι, είχα πολλές γνωριμίες με περαστικούς. Μετά το θάνατο του Άλλαν, οι γνωριμίες με τους περαστικούς νόμιζα πως ήταν το μόνο που μ’ απόμενε για να γεμίζω την άδεια μου καρδιά. Θαρρώ πως μ’ είχε πιάσει κάτι σαν πανικός, ένας πανικός που μ’ έσπρωχνε από τον ένα στον άλλον. Ζητούσα προστασία εδώ κι εκεί, στα πιο απίθανα μέρη ! Ακόμα τώρα τελευταία μ’ ένα παιδί δεκαεφτά χρονών. Αλλά κάποιος έγραψε στον επιθεωρητή : αυτή η γυναίκα είναι ηθικώς ακατάλληλη για δασκάλα. (Ρίχνει πίσω

το κεφάλι μ’ ένα σπασμωδικό – σα λυγμός γέλιο. Ύστερα ξαναλέει τα τελευταία της λόγια, αναστενάζει και πίνει) Να ήταν αλήθεια ; Έτσι μου φαίνεται. Από μια πλευρά - ήμουνα βέβαια, ακατάλληλη... Γι’ αυτό ήρθα εδώ. Δεν είχα πουθενά αλλού να πάω. Ήμουνα ένα κουρέλι. Ξέρεις τι θα πει να ’σαι κουρέλι ; Τα νιάτα μου σβύσανε ξαφνικά και τότε γνώρισα εσένα. Μου είπες πως είχες ανάγκη από κάποιον. Είχα κι εγώ ανάγκη από κάποιον. Ευχαριστούσα το Θεό που σ’ έφερε κοντά μου, γιατί φαινόσουνα τόσο καλός – ένα άνοιγμα στο βράχο τού κόσμου, για να μπορέσω να κρυφτώ. Αλλά το νοιώθω, είχα πολλά ζητήσει κι είχα ελπίσει πάρα πολλά... Ο Κηφάμπερ, ο Στάνλεϋ κι ο Σόου έσταξαν το φαρμάκι τους κι έκαναν το ποτήρι τους να ξεχειλίσει

Page 178: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

178

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΓΓΛΛΥΥΚΚΟΟ ΠΠΟΟΥΥΛΛΙΙ ΤΤΗΗΣΣ ΝΝΙΙΟΟΤΤΗΗΣΣ

Πράξη Πρώτη. Εικόνα Πρώτη.

Η Πριγκίπισσα στον Τσανς. ΠΠΡΡΙΙΓΓΚΚΙΙΠΠΙΙΣΣΣΣΑΑ Ασ’ το, αυτό, στην πάντα... Όταν λύκος συναντηθεί με λύκο, ο ένας απ’ τους δυο πρέπει να υποχωρήσει — κ ι α υ τ ό ς δ ε ν ε μ α ι π ο τ έ ε γ ώ ! Είμαι πιο παλιά καραμπίνα σ’ αυτά.... με πολύ μεγαλύτερο φυσικό ταλέντο από σένα... Λοιπόν... (Σουλατσάροντας)... πρόσεξε καλά τώρα αυτά που θα σου πω... τους όρους μου για να σε κρατήσω στην υπηρεσία μου... ύστερ’ απ’ αυτόν τον «κακό υπολογισμό που έκανες... Π ρ ώ τ ο ν : Θα ξεχάσεις το θρύλο της Αλεξάντρα ντελ Λάγκο και το γκρέμισμα αυτού του θρύλου... Δ ε ύ τ ε ρ ο ν : Είτε έχω είτε δεν έχω κάποια καρδιακή πάθηση που θα βάλει πρόωρο τέρμα στη ζωή μου, δε θα την αναφέρεις ποτέ, με κανέναν τρόπο. Δε θ’ αναφέρεις ποτέ το θάνατο, ποτέ, ποτέ, ούτε λέξη γι’ αυτό το απαίσιο πράγμα... Με κατηγόρησαν ότι ποθώ το θάνατο αλλά νομίζω πως τη ζωή ποθώ, τρομερά, ξεδιάντροπα, ό,τι αντάλλαγμα κι αν μου ζητήσουν γι’ αυτήν... Τ ρ ί τ ον : Όταν λέω « τ ώ ρ α », εννοώ πως πρέπει να μου απαντήσεις α μ έ σ ω ς. Μόνο Ένας τρόπος υπάρχει για να ξεχάσω αυτά τα πράγματα που δε θέλω να θυμάμαι: κι αυτός ο τρόπος είναι η ερωτική πράξη. Αυτή είναι η μόνη σίγουρη λησμονιά... Λοιπόν, όταν λέω «τώρα», επειδή τη χρειάζομαι αυτή τη λησμονιά, πρέπει να την έχω τώρα, όχι αργότερα... Τσανς, τη χρειάζομαι αυτή τη λησμονιά ! (Του παίρνει το στυλό και το πετάει) Ήρθε η ώρα να δω α ν μ π ο ρ ε ι ς να μου τη δώσεις... Μην κρεμιέσαι στην ανόητη ιδέα πως μπορείς να μεγαλώσεις την αξία σου γυρίζοντας αλλού και κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, την ώρα που κάποιος σε θέλει... Σ ε θ έ λ ω, Τσανς... (Πάει στο κρεβάτι κα κάθεται) « Τ ώ ρ α », Θα πει για μένα « τ ώ ρ α »... Κι έπειτα, θα τηλεφωνήσω κάτω, στον ταμία του ξενοδοχείου, πως του στέλνω ένα νέο με μερικές επιταγές, να μου τις εξαργυρώσει...

Page 179: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

179

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΞΞΑΑΦΦΝΝΙΙΚΚΑΑ ΠΠΕΕΡΡΣΣΙΙ ΤΤΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ

Μονόπρακτο. Εικόνα Τέταρτη.

Η Κα Βεναμπλ, η μητέρα του Σεμπάστιαν προσπαθεί με κάθε τρόπο τη σιωπή της ανηψιάς της Κάθρην. ΚΚαα ΒΒΕΕΝΝΑΑΜΜΠΠΛΛ Δεν είχα πάθει συμφόρηση ! Έπαθα ένα μικρό ανεύρυσμα. Ξέρετε τι είναι αυτό, γιατρέ: Ένας μικρός σπασμός κάποιου αιμοφόρου αγγείου. Το έπαθα όταν ανακάλυψα πως αυτή προσπαθούσε να μου κλέψει το γιο μου. Μου ’φερε μια μικρή, παροδική... συστολή των μυών... Στη μια μεριά του προσώπου μου... (Ξαναγυρίζει στο κέντρο της σκηνής) Αυτοί εδώ δεν είναι δικοί μου συγγενείς, αλλά του άντρα μου. Πάντα μου τους σιχαινόμουνα — την αδελφή του μακαρίτη του άντρα μου και τα δυο... ανεπρόκοπα παιδιά της. Αλλά έκανα το καθήκον μου και με το παραπάνω, για να τους βοηθήσω. Ο γιος μου είχε αφάνταστα τρυφερή καρδιά και, για να τον ευχαριστήσω, έφτασα να ξοδέψω ένα σωρό χρήματα και να ταπεινωθώ, παρουσιάζοντας αυτή την κύπελλα στον κύκλο» μας. Α, τι φιάσκο ήταν εκείνο το ντεμπούτο της ! Κανένας δεν τη συμπάθησε, όταν την έβγαλα στον κόσμο ! Ω, κατάφερε να βγάλει κάποιο όνομα !... Είχε κοφτερή γλώσσα, που μερικοί ανόητα περνούσαν για εξυπνάδα! Γελούσε κατάμουτρα σε καθωσπρέπει ανθρώπους, κι αυτό τους έκανε έξω φρενών, κι αντανακλούσε άσκημα στον Σεμπάστιαν και σε μένα. Αλλά εκείνον, τον Σεμπάστιαν τον διακέδαζε αυτή η κοπέλα. Ενώ εμένα μ’ αηδίαζε ! Και πριν περάσει ο χειμώνας, έπαψαν να την καλούν στα πάρτυ και στις συγκεντρώσεις, κι ας ήταν ανιψιά μου ! Γιατί ; Γιατί ξετρελλάθηκε μ’ ένα νεαρό παντρεμένο κι έκανε ένα φοβερό σκάνδαλο σ’ έναν αποκριάτικο χορό, , καταμεσίς στην πίστα ! Τότε όλοι της γύρισαν τις πλάτες να ’ταν... μολυσμένη, αλλά — (Της κόβεται η ανάσα) Ο γιος ο Σεμπάστιαν, τη λυπόταν ακόμα, και την πήρε μαζί του, πέρσι το καλοκαίρι αντί για μένα...

Page 180: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

180

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΞΞΑΑΦΦΝΝΙΙΚΚΑΑ ΠΠΕΕΡΡΣΣΙΙ ΤΤΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ

Μονόπρακτο. Εικόνα Τέταρτη.

Η Κάθρην στο γιατρό. ΚΚΑΑΘΘΡΡΗΗΝΝ Σ’ έναν αποκριάτικο χορό κάποιος... κάποιος νέος... ο καβαλιέρος μου... μέθυσε τόσο πολύ που δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια του (Αφήνει ένα σύντομο,

άκεφο γελάκι)... Αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Το παλτό μου ήταν στο βεστιάριο... τη μάρκα την είχε εκείνος... έψαξαν στις τσέπες του και δε μπορούσαν να τη βρουν... Είπα: «Ω, ας πάει στο διάολο το παλτό» !... Ξεκίνησα να βρω ένα ταξί. Κάποιος μ’ άρπαξε απ’ το μπράτσο και είπε : «Θα σας πάω εγώ σπίτι σας». Έβγαλε το σακκάκι του, καθώς φεύγαμε απ’ το ξενοδοχείο και τύλιξε τους ώμους μου, και τότε τον κοίταξα και... Δεν ήξερα, πρώτη φορά τον είδα κείνη τη στιγμή... αλήθεια! Μ’ έβαλε στ’ αυτοκίνητό του, για να με πάει σπίτι, αλλά με πήγε πρώτα σ’ ένα άλλο μέρος ! Σταματήσαμε κοντά στις αγριοβαλανιδιές, Ξέρετε... Ρώτησα: «Γιατί σταθήκατε ;» Δε μου αποκρίθηκε, μόνο έβγαλε ένα σπίρτο κι άναψε το τσιγάρο του... τον κοίταξα και κατάλαβα «γιατί στάθηκε».... Θαρρώ βρήκα απ’ τ’ αυτοκίνητο πριν αυτόν και τρέξαμε πάνω στο νοτισμένο γρασίδι κατά τις μεγάλες βαλανιδιές, που χάνονταν μέσα στην καταχνιά... τρέξαμε σαν κάποιος από κει πάνω να μας φώναζε βοήθεια!... Τον έχασα... Με πήγε σπίτι και μου είπε κάτι απαίσιο: «Ας ξεχάσουμε ό,τι έγινε», είπε, «η γυναίκα μου είναι έγκυος και στο σπίτι... έκατσα λίγο και σκεφτόμουνα και ξαφνικά φώναξα ένα ταξί και γύρισα πίσω στο ξενοδοχείο. Ο χορός δεν είχε λειώσει ακόμα. Νόμιζα πως είχα γυρίσει για να πάρω το παλτό μου... ήταν δανεικό... Αλλά όχι. Γύρισα για να κάνω μια σκηνή καταμεσίς στην πίστα... ναι... δε σταμάτησα στο βεστιάριο... έτρεξα ίσια στην αίθουσα του χορού και τον είδα στην πίστα και χύμιξα απάνω του και τον χτύπησα μ’ όλη μου τη δύναμη στο πρόσωπο και στο στήθος με τις γροθιές μου, ώσπου... Ο ξάδερφος Σεμπάστιαν με πήρε και φύγαμε... Ύστερα απ’ αυτό, την άλλη το πρωί άρχισα να γράφω το ημερολόγιό μου στο τρίτο πρόσωπο. να έτσι : «Ζει ακόμα σήμερα το πρωί», κι ήθελα να πω «Ζω ακόμα...». «Τι άλλο την περιμένει ; Ένας Θεός ξέρει !»... Δε μπορούσα πια να βγω έξω... Ωστόσο, ένα πρωί, ο Σεμπάστιαν ήρθε στην κάμαρά μου και μου είπε : «Σήκω !»... Γιατρέ, άμα ζεις ακόμα, ύστερ’ από το θάνατό σου, κάνεις ό,τι και να σου πουν... Σηκώθηκα. Με πήγε κάτω στην πόλη σ’ ένα μέρος όπου βγάζουν φωτογραφίες για διαβατήρια Είπε : «Η μαμά δε μπορεί να ταξιδέψει μαζί μου, αυτό το καλοκαίρι. Θα ’ρθεις εσύ μαζί μου εφέτος αντί για τη μητέρα». Αν δε με πιστεύετε, διαβάστε το ημερολόγιό μου, τι έγραφα όταν ήμαστε στο Παρίσι: «Ξύπνησε την αυγή, ήπιε τον καφέ της, ντύθηκε κι έκανε έναν μικρό περίπατο...» Εκείνη... Εγώ !... Από το ξενοδοχείο «Πλάζα» ως την «Ετουάλ», σαν κυνηγημένη από ένα κοπάδι λύκους της Σιβηρίας ! (Αφήνει πάλι το κουρασμένο γελάκι της) Ίσια μπροστά, χωρίς σταματημό, μέσα από τ’ αυτοκίνητα, αψηφώντας τα σήματα της τροχαίας... «Πού θαρρούσε ότι πήγαινε; Πάλι εκεί, στις Αγριοβαλανιδιές;»... Όλα ήτανε παγωμένα και θαμπά, εξόν απ’ το καυτερό αχόρταγο στόμα του!

Page 181: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

181

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΞΞΑΑΦΦΝΝΙΙΚΚΑΑ ΠΠΕΕΡΡΣΣΙΙ ΤΤΟΟ ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ

Εικόνα Τέταρτη.

Η Κάθρην συνεχίζει τη διήγησή της. ΚΚΑΑΘΘΡΡΗΗΝΝ Ο Σεμπάστιαν έμοιαζε νάχει παραλύσει εκεί στην πόρτα… κι εγώ του είπα: «Πάμε να φύγουμε». Θυμήθηκα πως ο δρόμος ήταν πολύ φαρδύς κι ανηφορικός και είπα: «Σεμπάστιαν, εκεί κάτω είναι η προκυμαία, θα βρούμε κανένα ταξί… Ή ας γυρίσουμε πίσω… και ας πούμε στα γκαρσόνια να μας φωνάξουν ένα ταξί!… Ναι, αυτό είναι το καλύτερο… Πάμε, πάμε!…» «Τρελάθηκες, μου είπε, τρελάθηκες; Να γυρίσουμε σ’ αυτό το βρωμερό μαγαζί; Ποτέ! Αυτά τα αλητόπαιδα μ’ έβριζαν με απαίσια λόγια στα γκαρσόνια»… «Τότε, του είπα, πάμε κατά την αποβάθρα κάτω απ’ το λόφο, μην ανέβουμε το λόφο μ’ αυτή την τρομερή ζέστη». Κι ο Σεμπάστιαν μου φώναξε: «Πάψε σε παρακαλώ, άσε να κάνω εγώ αυτό που νομίζω». Κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τον ανηφορικό δρόμο, με τόνα χέρι χωμένο στο σακάκι του, εκεί που ήξερα πως τον πονούσε το στήθος του από τους χτύπους της καρδιάς του… Περπατούσε γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, αλαφιασμένος, μα όσο πιο γρήγορα περπατούσε εκείνος, τόσο πιο πολύ δυνάμωνε και ζύγωνε η μουσική. Το «ούμπα – ούμπα» των παιδιών… που τον είχαν πάρει από πίσω… Δεν ξέρω πώς κατάφεραν να βγουν απ’ το συρματόπλεγμα και τον ακολουθούσαν, τον ακολουθούσαν στον κάτασπρο, φλογισμένο δρόμο… Ο Σεμπάστιαν άρχισε να τρέχει και τα γυμνά παιδιά έβαλαν μεμιάς έν’ άγριο ουρλιαχτό και φάνηκαν σα να πετάνε στον αέρα… τον πρόφτασαν αμέσως… Φώναξα!… Άκουσα τον Σεμπάστιαν να φωνάζει κι αυτός… μόνο μια φορά… προτού όλα κείνα τα μαύρα, μαδημένα πουλιά τον φτάσουν στα μισά του δρόμου για το λόφο… Εγώ έτρεξα κατά κάτω! Στον άσπρο, φλογερό δρόμο φωνάζοντας αδιάκοπα «βοήθεια!» ώσπου τα γκαρσόνια, οι αστυφύλακες κι ένα σωρό άλλοι… πεταχτήκαν έξω και χίμηξαν κατά το λόφο μαζί μου… Άμα φτάσαμε εκεί πάνω, ο Σεμπάστιαν είχε χαθεί μέσα στο κοπάδι των μαύρων, μαδημένων πουλιών, είχε… Κοιτόταν γυμνός, όπως εκείνα, κάτω από έναν άσπρο τοίχο, και… αυτό δε θα το πιστέψετε, κανένας δεν το πίστεψε, κανένας στον κόσμο δε θα μπορούσε να το πιστέψει, και δε θάχει άδικο… τα παιδιά είχαν καταβροχθίσει τα κομμάτια απ’ το κορμί του!… Είχαν ξεσκίσει κομμάτια απ’ τον Σεμπάστιαν με τα χέρια τους, με μαχαίρια ή με κείνες τις τενεκεδένιες κονσέρβες που τις είχαν για τύμπανα… έκοψαν κομμάτια απ’ τον Σεμπάστιαν και τάχωσαν στα μαύρα, άδεια, μανιασμένα στόματά τους… Δεν ακουγόταν τίποτα πια, ψυχή δεν ήταν ολόγυρα… μόνο ο Σεμπάστιαν… ό,τι είχε μείνει από κείνον… κι έμοιαζε σαν ασπροτυλιγμένο μπουκέτο από κόκκινα τριαντάφυλλα, που το ξέσκισαν, το πέταξαν, το τσαλαπάτησαν… κάτω απ’ τον άσπρο φλογισμένο τοίχο…

Page 182: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

182

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΙΤΗΣ

ΚΚΑΑΛΛΟΟΚΚΑΑΙΙΡΡΙΙ ΚΚΑΑΙΙ ΚΚΑΑΤΤΑΑΧΧΝΝΙΙΑΑ

Μέρος Δεύτερο, Εικόνα Ενδέκατη.

Ενώ η Άλμα μιλάει στον Τζων, ο αέρας δυναμώνει ακόμα πιο πολύ. Αυτή πιάνει το καπέλο της, Σα να φοβήθηκε μην της το πάρει αυτός ο αέρας. Ένας τραχύς τόνος ανεβαίνει στη φωνή της. ΑΑΛΛΜΜΑΑ Μην προσπαθείτε να μου δώσετε κουράγιο, σα νάμουνα καμιά απ’ τις πελάτισσές σας. Δε χρειάζεται. Είμαι δυνατή τώρα. Ήρθα εδώ σαν ίσος προς ίσον… Είπατε να μιλήσουμε μ’ ανοιχτά χαρτιά. Εμπρός, λοιπόν, ας μιλήσουμε, χωρίς ψέματα – χωρίς έλεος – ακόμα και χωρίς ντροπή. Όλος ο κόσμος το ξέρει πως σας αγαπώ… Πάντα τόξερε… Σας αγαπούσα από παιδί, από τότε που συναντιόμαστε μπροστά στο σιντριβάνι, και διαβάζαμε την επιγραφή κάτω απ’ τον Άγγελο: «Αιωνιότης»… Ναι, θυμάμαι τ’ ατέλειωτα απογεύματα, που έπρεπε να μένω σπίτι για να διαβάσω μουσική κι οι φίλοι σας απ’ έξω φώναζαν: «Τζόννυ! Τζόννυ!» Πώς τρεμούλιαζα, και μόνο που άκουγα τ’ όνομά σας! Και πώς… έτρεχα στο παράθυρο, για να σας δω να πηδάτε τα κάγκελα! Σας έπαιρνα από πίσω, ως τα μισά του δρόμου, μόνο και μόνο για να μπορώ να βλέπω το παλιό κόκκινο πουλόβερ σας, να τρέχει στο οικόπεδο όπου παίζατε!.. Ναι, τόσο νωρίς άρχισε αυτή η θλιβερή αγάπη και δε μ’ άφησε στιγμή από τότε, μα όλο και μεγάλωνε, μεγάλωνε… Έζησα, δυο βήματα απ’ την πόρτα σας, όλες τις μέρες της ζωής μου, αδύναμη και χαμένη, γεμάτη λατρεία και φόβο, για την απλότητα και τη δύναμή σας… Αυτή είναι η ιστορία μου!.. Και τώρα, πείτε μου εσείς: γιατί δεν έγινε τίποτα μεταξύ μας; Γιατί απότυχα; Γιατί ήρθατε τόσο κοντά – κι όμως, όχι ολότελα κοντά μου;

Page 183: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

183

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

ΠΠΡΡΟΟΣΣ ΚΚΑΑΤΤΕΕΔΔΑΑΦΦΙΙΣΣΙΙΝΝ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Γουίλλυ είναι ένα κορίτσι γύρω στα 13. Το παιδικό της πρόσωπο δείχνει όλες τις εμπειρίες που έχει αποκομίσει απ’ την αδερφή της, την Άλβα. ΓΓΟΟΥΥΙΙΛΛΛΛΥΥ Ένα κορίτσι χρειάζεται προπαντός κοινωνική μόρφωση. Το ξέρω από την αδερφή μου την Άλβα. Τη συμπαθούσαν πολύ οι σιδηροδρομικοί. Οι μηχανικοί, οι θερμαστές, οι ελεγκτές, ακόμη και οι φορτοεκφορτωτές. Το σπίτι μας ήτανε πανσιόν για σιδηροδρομικούς. Κι η Άλβα ήτανε η ατραξιόν, που λένε, το αστέρι μας. Όμορφη, Χριστούλη μου. Σαν σταρ του σινεμά. Ένας απ’ αυτούς κάθε φορά που γυρνούσε της έφερνε ταχτικά ένα μεγάλο κόκκινο μεταξωτό κουτί, σαν καρδιά, γιομάτο σοκολατάκια και κουφέτα. Ωραία, ε; Ξέρεις πού είναι η Άλβα τώρα; Στο οστεοφυλάκιο, στο νεκροταφείο, στο κοιμητήρι. Είδες ποτέ σου την Γκρέτα Γκάρμπο στην «Κυρία με τας Καμελίας»; Το παίζανε στο «Σταρ» πέρσι την άνοιξη. Πέθανε κι αυτή σαν την Άλβα. Από φυματίωση. Μόνο που η Γκρέτα Γκάρμπο πέθανε όμορφα. Γύρω της παίζανε βιολιά. Και την είχαν σκεπάσει με πολλά άσπρα λουλούδια. Κι είχε και μια σκηνή που ξαναγύριζαν όλοι οι εραστές της. Της Άλβα όμως οι εραστές είχαν όλοι εξαφανιστεί. Σαν τα ποντίκια όταν το καράβι βουλιάζει. Έτσι έλεγε η Άλβα. Ω, δεν ήταν όπως στο σινεμά. Ρωτούσε: «Πού είναι ο Άλμπερτ. Πού είναι ο Κλεμένς». Δεν φαινόταν κανείς. Εγώ της έλεγα ψέματα, της έλεγα «σου στέλνουν τους χαιρετισμούς, θα ’ρθουν να σε δουν αύριο». «Πού είναι ο κύριος Τζόνσον» με ρωτούσε». Ο κύριος Τζόνσον ήταν ο επιστάτης των φορτοεκφορτωτών, το πιο σπουδαίο πρόσωπο στην πανσιόν μας». «Τον μεταθέσανε στη Γρανάδα» της έλεγα «σου στέλνει όμως τους χαιρετισμούς του». Καταλάβαινε πως της έλεγα ψέματα. «Αυτό είναι το τέλος» έλεγε. «Όλοι φεύγουν από κοντά μου, όπως φεύγουν τα ποντίκια απ’ το καράβι σαν βουλιάζει». Μόνο ο Σύτνεϋ έμεινε. Αυτός που της έφερνε το μεγάλο κουτί με τις σοκολάτες. Αυτός της έμεινε πιστός. Όμως η Άλβα δεν τον συμπαθούσε τον Σύτνεϋ. Έλεγε πως τα δόντια του ήταν σάπια και πως μύριζε το στόμα του. Δεν πέθανε όπως στο σινεμά. Σαν πεθάνει κανείς στο σινεμά παίζουν βιολιά. Για την Άλβα όμως δεν παίξανε. Ούτε το παλιογραμμόφωνο δεν της βάλανε. Δεν συμφωνούσε λέει με τις διαταγές του νοσοκομείου. Όλη τη μέρα τραγουδούσε μέσα στο σπίτι. Νάξερες τι γλέντια κάναμε σ’ εκείνο το μεγάλο κίτρινο σπίτι. Ότι μουσική ήθελες είχαμε. Να, πιάνο, γραμμόφωνο, χαβάγιες. Ο καθένας έπαιζε και κάτι. Αλλά τώρα όλα ησυχάσανε. Δεν ακούγεται τίποτα πια εκεί. Μόνο εγώ μένω εκεί. Καρφώσανε και μια μεγάλη ταμπέλα: ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΡΡΟΠΟ. ΠΡΟΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΙΝ.

Page 184: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

184

ΤΕΝΝΕΣΣΗ ΟΥΙΛΛΙΑΜΣ Μετ: ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΗΗ ΑΑΔΔΕΕΣΣΜΜΕΕΥΥΤΤΗΗ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Γκλόρια είναι μια λεπτή, ξανθιά γυναίκα, με ξαναμμένη όψη. Η πείρα που απόκτησε στο θέατρο φαίνεται με έμφαση στο πρόσωπό της. ΓΓΚΚΛΛΟΟΡΡΙΙΑΑ Είναι μια κραυγή, βαθιά, μέσα από την ψυχή! (Στο παράθυρο). Το πουλί του καιρού λέει πως η βροχή θα εξακολουθήσει… για πάντα… Ένα αγόρι μονάχα μ’ άρεσε κάποτε σ’ αυτό τον τόπο. Κι αυτό τα’ αγόρι μητέρα, ήταν ο Ρεντ Άλισον… Αυτός είναι πιο καλά από μένα… Έχασε λιγότερα από κείνα που έχασα εγώ… Εγώ έχασα τα φτερά μου… Τα φτερά στα παπούτσια μου… του χορού… Και δεν τάχασα μονομιάς, ξέρεις. Λίγο – λίγο. Έλιωσαν στον ήλιο… Όπως τα φτερά εκείνου του παιδιού απ’ την Ελλάδα, που ήθελε τόσο πολύ να πετάξει… Μπορεί να τέλιωσε κι η βροχή, δεν θυμάμαι πια. Ο Ρεντ κι εγώ είχαμε ένα κλαμπ, που είχε μονάχα δυο μέλη – εκείνον κι εμένα! Είχαμε βρει κι ένα σύνθημα δικό μας… ναι, ναι, φτιάξαμε ακόμα κι έναν ολόκληρο κανονισμό, δικό μας! Κι ο πρώτος του όρος ήταν να μη σταματάμε ποτέ… να βρισκόμαστε πάντα σε κίνηση. Φτωχέ Ρεντ! Δεν μπόρεσε να μείνει πιστός στον κανονισμό μας… Μας άρεσε να κολυμπάμε μαζί, σ’ επικίνδυνα μέρη, στη λίμνη του Σίκεστον… Ω, τίποτα κακό δεν υπήρχε σ’ όλα τούτα, ήμασταν μονάχα παιδιά… Πήγαινα στο Σεγιέν, όταν τ’ άκουσα… Ήταν κιόλας πεθαμένος. Πήγα δέκα λεπτά πιο αργά κι είχανε κιόλας τραβήξει το σεντόνι πάνω απ’ το κεφάλι του. Όμως δεν ήτανε αρκετά μεγάλο το σεντόνι… Τα μαλλιά του πετάγονταν έξω, σα να γιόρταζαν, όπως ακριβώς γινότανε στην επέτειο της 4ης Ιουλίου! Ήταν μια εμφάνιση γεμάτη πρόκληση, μα την αλήθεια! «Συγχαρητήρια», είπα, «δεν σου χρειάζονται πια τα πόδια…».

Page 185: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

185

ΙΡΒΙΝ ΣΟΟΥ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ

ΘΘΑΑΨΨΤΤΕΕ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΝΝΕΕΚΚΡΡΟΟΥΥΣΣ

Σκηνή Δέκατη Ένατη.

Ο προβολέας φωτίζει τον 5ο Νεκρό, τον οπλίτη Λεβί, όπως στέκει μέσα στον τάφο, με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Αντίκρυ του, από πάνω, κάθεται η κοπέλα του, η Τζόαν, νοστιμούλα, αλέγρα και του μιλά. ΤΤΖΖΟΟΑΑΝΝ Εμένα μ’ αγαπούσες πιο πολύ απ’ όλες έ, Χένρι — απ’ όλες τους, όλες που γνώρισες, εμένα μ’ αγαπούσες πιο πολύ. Το ’ξερα για τις άλλες, για τη Ντόρις και κείνη την άλλη, τη σιγανοπαπαδιά τη Τζάνετ. Πες μου Χένρι, είσαι ζωντανός, ε ; δεν είσαι; Τ’ άρβυλά σου είναι λαασπωμένα, Λεβί. Πώς τούς αρέσει, κι όλους τούς πολέμους τούς κάνουν μέσα σε τέτοια λάσπη. Ποτές δεν το ’βαζε ο νους μου πως θα ’ταν έτσι χάλια. Μοιάζει, τι να σου πω — βόθρος. Ου, να δεις τι προόδους έχω κάνει στο χορό ! Ξέρεις τ χοροί γίνονται τώρα εκεί σε μας ; Χορός για τα ορφανά, για τ’ αναρρωτήρια, για τον έρανο τής νίκης. Όλη τη βδομάδα, εφτά βράδια κάθε βράδυ, κάθε βράδυ χορός. Απ’ όλες τις κοπέλες τα πιο πολλά εγώ τα μάζεψα στον έρανο της νίκης. Κέρδισα κι ένα κράνος — δικό τους κράνος — με μια τρύπα από σφαίρα στη μέση — επειδή πούλησα 11.000 δολλάρια ένσημα. Γιατί — γιατί δεν αφήνεις να σα θάψουν, Λεβί ; Ό πεθαμένος δεν μπορεί ν’ αγγίξει γυναίκα. Δε θα βρεθεί γυναίκα, να περπατήσει αγκαλιαστά μαζί σου, Χένρυ Λεβί, μια και λιποτάχτησες απ’ τον τάφο σου. Χένρι, Χένρι. Μου ’λεγες κάποτε πώς μ’ αγαπάς ; Γι’ αγάπη μου, Χένρι, έμπα στον τάφο. Γι’ άγάπη μου.

Page 186: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

186

ΙΡΒΙΝ ΣΟΟΥ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ

ΘΘΑΑΨΨΤΤΕΕ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΝΝΕΕΚΚΡΡΟΟΥΥΣΣ

Σκηνή Εικοστή.

Ο προβολέας φωτίζει τον 3ο Νεκρό, τον οπλίτη Μόργκαν και την Τζούλια Μπλέικ. Εκείνος μές’ στον τάφο, με την πλάτη του στο κοινό, εκείνη από πάνω και δεξιά του. Η Τζούλια κλαίει μ’ αναφιλητά.. ΤΤΖΖΟΟΥΥΛΛΙΙΑΑ Γιατί δε με σκοτώνουν και μένα ; Θα τους άφηνα εγώ να με θάψουν. Το λαχταρώ να με θάψουν, να γλιτώσω απ’ όλα. Δυο βδομάδες τώρα, δεν έχω σταματήσει το κλάμα. Έλεγα πάντα πως είμαι σκληρή. Ποτέ δεν έκλαιγα και μωρό ακόμα. Πού βρέθηκαν τόσα δάκρυα ; Φαίνεται, δεν έχει στερεμό το δάκρυ. Έλεγα στράγγιξα πια στο κλάμα, σαν έμαθα πως μου σκοτώσαν το Φρεντ. Τον αδελφούλη μου. Του χτένιζα κάθε πρωί τα μαλλάκια του που πήγαινε σχολείο. Δε... δε... Μετά μου σκότωσαν εσένα. Σε σκότωσαν — ναι ; Δεν το αντέχω άλλο... έτσι πού τ’ ακούω από σένα. Και να ξέρω Πως είσαι... Πως είσαι... Πιο αβάσταχτο είναι έτσι πού είσαι... Πιο εύκολα θα το ξεχνούσα, αν... Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να σ’ ακούσω. Αχ, αγάπη μου, τι φρίκη που είν’ όλα ! Κάθομαι. και μεθώ. Σιχαίνουμαι τον εαυτό μου, κι όμως μεθώ. Τραγουδώ φωναχτά Κι όλοι γελάνε. Ανασκάλευα προχτές ό,τι είναι δικό σου. Είμαι. τρελή. Κάθομαι κι ανασκαλεύω, καθετί που άφησες, όλη ώρα. Αγγίζω τα ρούχα σου, διαβάζω τα βιβλία σου, τα πιο όμορφα ρούχα είν’ τα δικά σου. Θυμάσαι το τετράστιχο που μου ’γραψες τότε πού ήσουν στο Μπόστον και... Στην αρχή γέλασα, μετά έκλαψα, μετά... Όμορφο ποίημα... θα γινόσουν πολύ καλός, μπορεί κι ο πιο μεγάλος ποιητής που... Τα χέρια σου δεν κόπηκαν, καλέ μου ; Δε θα το άντεχα αν είχαν πάθει τίποτε τα χέρια σου. Πόνεσες πολύ, γλυκέ μου ; Όμως τα χέρια σου δεν κόπηκαν. Κάτι είναι κι αυτό. Μάθαμε και παρηγοριόμαστε με το τίποτε. Κάποια παρηγοριά αποζητά κόσμος κι είναι τόσο δύσκολο να βρεθεί. Με τέτοιο πόλεμο κι όλα αυτά. Καλέ μου, ποτέ δε σ’ έβαζε ό νους μου νεκρό. Πώς μου φαινόταν, δε σου ταίριαζε νεκρός. Πιο ήσυχη θα ’μουν να σ’ είχαν θάψει σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι κι ένα σωρό χαζά λουλουδάκια να ξεπηδάνε γύρω στο σταυρό που θα ’γραφε : «ιΟυόλτερ Μόργκαν. Γεννήθηκε το 1913. Πέθανε το 1937». Δε θα μεθούσα πια, θα ’κοβα το τραγούδι φωναχτά, να μη με περιγελάει ό κόσμος. Το πιο αβάσταχτο είναι να βλέπω τα βιβλία σου, στοίβες ολόκληρες, που δεν πρόλαβες να τα διαβάσεις. Σε περιμένουνε. Περιμένουνε τα χέρια σου να ’ρθουν να τ’ ανοίξουν και να —. Ο, άφησέ τους να σε θάψουν, άφησε να σε θάψουν. Τίποτε δεν απόμεινε πια ! Τρελοί μονάχα — και φορεσιές που δε θα φορεθούν ποτέ πια — κρέμονται άδειες στις ντουλάπες ! Γιατί δε θέλεις ; Όμορφα θα φάνταζε τ’ όνομά σου σε μια σκέτη μαρμαρένια πλάκα, σ’ να πράσινο λιβάδι : «Ουόλτερ Μόργκαν, πολυαγαπημένος της Τζούλια Μπλέικ». Κι ολόγυρα παπαρούνες και μαργαρίτες και κείνα τα κόκκινα λουλουδάκια... Πώς τα λένε ;

(Έχει διπλωθεί στα δυο, θρηνώντας σχεδόν. Μια λάμψη πυροβολισμού ξεπετιέται απ’ τα χέρια της, παραπατά, σωριάζεται)

Page 187: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

187

Τώρα μπορούν να βάλουν και το δικό μου όνομα στον κατάλογο των απωλειών. Πώς τα λένε τα κόκκινα λουλουδάκια, καλέ μου ;

Page 188: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

188

ΙΡΒΙΝ ΣΟΟΥ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ

ΘΘΑΑΨΨΤΤΕΕ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΝΝΕΕΚΚΡΡΟΟΥΥΣΣ

Σκηνή Εικοστή Πρώτη.

Ο προβολέας ακολουθεί την Κάθριν Ντρίσκολ, καθώς πηγαίνει από νεκρό σε νεκρό μέσα στον τάφο, κοιτώντας τους στο πρόσωπο. Κοιτά πρώτα τον 6ο Νεκρό, ανατριχιάζει, σκεπάζει τα μάτια της και προχωρεί πιο πέρα. Σταματά στον 5ο Νεκρό. ΚΚΑΑΘΘΡΡΙΙΝΝ Με λένε Κάθριν Ντρίσκολ. Ζητώ τον αδελφό μου. Είναι νεκρός. Μην είσαι ο αδελφός μου ;

(Η Κάθριν προχωρεί στον 4ο Νεκρό σταματά, τον κοιτά, προχωρεί στον 3ο Νεκρό) Ζητώ τον αδελφό μου. Με λένε Κάθριν Ντρίσκολ. Τ’ όνομά του είναι —.

(Η Κάθριν προχωρεί σταματά αναποφάσιστα μπρος στον 2ο Νεκρό) Μήπως είσαι ;

(Αντιλαμβάνεται πως δεν είναι ο αδελφός της. Πάει στον 1ο Νεκρό) Ζητώ τόν αδελφό μου. Με λένε Κάθριν Ντρίσκολ. Τ’ όνομά του είναι —. Εσύ είσαι ! Γεια σου. Δε σε θυμάμαι. Πάνε δεκαπέντε χρόνια. Και... Κι εσύ δε θα με θυμάσαι. Αστείο μου φαίνεται, ήρθα να μιλήσω σ’ ένα πεθαμένο, να τον πείσω για κάτι, επειδή προ πόσα χρόνια, έτυχε να ’ναι αδελφός μου. Πες πες, με καταφέρανε. Δεν ξέρω και πώς ν’ αρχίσω. Θα στέλνανε καμιάν άλλη πιο κοντινή σου, που να σ’ αγάπαγε, μα δε βρέθηκε καμιά. Η πιο κοντινή σου, λέει, εγώ είμαι. Προ δεκαπέντε χρόνια ! Κακομοίρη Τομ. Ζωή που θα πέρασες δεκαπέντε χρόνια. Θα ’σουνα και φτωχός. Και πάλι ζητάς να γυρίσεις πίσω ! Ντιπ άμυαλοι γίνονται οι πεθαμένοι, Τομ, πιο πολύ κι απ’ τους ζωντανούς ! Είσαι πεθαμένος. Τέλεψε ο αγώνας σου. Τομ ! Και τη θρησκεία σου απαρνιέσαι ! Μιλάς και φαίνεται ή καυχησιά σου ! Ήρθα να σου πω να πλαγιάσεις και να σταθείς να σε θάψουν. Ανοησία, τώρα το βλέπω, μα... Δεκαπέντε χρόνια ! Καλά που δε ζει η μητέρα. Πώς αποχαιρετάνε ένα νεκρό αδελφό, Τομ ; Σου εύχομαι ανθόσπαρτο κι ευχάριστο τάφο, Τομ, όταν πια, για καλά, θα ’χεις... Ανθόσπαρτο κι ευχάριστο.

Page 189: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

189

ΙΡΒΙΝ ΣΟΟΥ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ

ΘΘΑΑΨΨΤΤΕΕ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΝΝΕΕΚΚΡΡΟΟΥΥΣΣ

Σκηνή Εικοστή Δεύτερη.

Ο προβολέας φωτίζει τον οπλίτη Ντιν, τον 6ο Νεκρό, που στέκεται στο σκοτάδι, με την πλάτη του στο κοινό, ακούοντας τη μάνα του, μια λιγνή, φτωχοντυμένη, σαρανταπεντάρα, με κοκκινισμένα μάτια, που κάθεται έξω απ’ τον τάφο, από πάνω του, δεξιά του, και τη φωτίζει γεμάτα ο προβολέας. ΚΚΥΥΡΡΙΙΑΑ ΝΝΤΤΙΙΝΝ Άσε με να δω το πρόσωπό σου, αγόρι μου. Του μωρού μου το προσωπάκι. Στερνή φορά — προτού —. Ρώτησα το γιατρό. Μου ’πε, ένα κομμάτι οβίδα, χτύπησε το κεφαλάκι σου πλάγια. Ότι να ’ναι, άσε... Πώς είσαι, αγόρι μου ; Ξέχασα ! Πόσες φορές σε ρώτησα, όσο μου μεγάλωνες, Τζίμι. Άσε να δω το προσωπάκι σου, Τζίμι μου, μια μονάχα. Κάρφωσε στο παράθυρό της το χρυσό άστρο που βάζουν όσοι χάνουνε δικό τους στον πόλεμο. Λέει σ’ όλους, θα παντρευόσασταν. Αλήθεια ; Ήρθε σπίτι, στα γενέθλιά σου. Προτού πάθεις — αυτό. Έφερε λουλούδια. Κάτι. μεγάλα χρυσάνθεμα. Κίτρινα. Έφερε πολλά, χρειαστήκαμε δυο βάζα. Έψησα κέικ. Πώς μου ’ρθε ; Δύσκολο νά ’βρεις σήμερα αυγά και καλό αλεύρι. Το αγόρι. μου, είκοσι χρονώ. Άσε να δω το προσωπάκι σου, Τζίμι, αγόρι μου. Άφησέ με να σου πω, αγοράκι μου, άσε να σα θάψουν. Τέλεψε πια τώρα. Καλύτερα θα ’ναι για σένα. Άσε να δω το πρόσωπό σου, Τζίμι. Όμορφο πού ήτανε το προσωπάκι σου. Σαν του μωρού τρυφερό. Που άχισες να ξυρίζεσαι, με πείραξε. Να δεις, δε θυμάμαι πώς ήσουνα, αγόρι μου. Σε θυμάμαι σαν ήσουνα πέντε χρονώ, σαν ήσουνα δέκα, ήσουνα παχουλό, ξανθό, χάιδευα το μαγουλάκι σου, ίδιο μεταξωτό μαξιλαράκι. Μα δε θυμάμαι πώς ήσουνα σαν έφυγες, με τη στολή και κείνο το κράνος που έκρυβε το προσωπάκι σου. Άσε νά σε θάψουν. Στον τάφο έχει γαλήνη... για πάντα. Σε λίγο λησμονάς το θάνατο, Θυμάσαι μονάχα τη ζωή πριν έρθει ο θάνατος. Έτσι, δε θα ξεχάσεις ποτέ, σαν μι’ ανοιχτή πληγή που θα τριγυρνά αγαλήνευτη στον αιώνα. Για το καλό σου — και για μένα και για τον πατέρα σου, μωρό μου. Αχ μωρό μου, αγόρι μου, ποτές δε θα γαληνέψεις έτσι. Στο παρακαλώ, άσε να δω το προσωπάκι σου, του μωρού μου το προσωπάκι. (Γυρνά το πρόσωπό του κατά κείνη. Εκείνη γέρνει πίσω, σκεπάζοντας με τα χέρια της τα μάτια της, στριγγλίζοντας. Η στριγγλιά εξακολουθεί και σβήνει, απόμακρα, ώσπου στο τέλος σωπαίνει)

Page 190: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

190

ΙΡΒΙΝ ΣΟΟΥ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΤΙΚΟΓΛΟΥ

ΘΘΑΑΨΨΤΤΕΕ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΝΝΕΕΚΚΡΡΟΟΥΥΣΣ

Σκηνή Εικοστή Τρίτη.

Η Μάρθα μιλάει στον 4ο νεκρό που είναι ο άντρας της. ΜΜΑΑΡΡΘΘΑΑ Πες τίποτες. Κάτι τις, ότι να ’ναι. Μίλα μονάχα. Παγώνω που σε βλέπω και στέκεις έτσι δα – και με τηράς έτσι δα. Σώνει που το υπόμενα σαν ήσουνα ζωντανός. Δε φταίω του λόγου μου που είσαι πεθαμένος. Σε μπούχτισα έτσι δα. Και ζωντανός που ήσουνα, μιλιά δεν έβγανες να μου πεις και με τήραγες, λες και σού ’μπαινα όλο εμπόδιο. Ήθελα να σου το πω να το μάθεις. Τι λογαριάζεις τώρα, θα μου κουβαληθείς ξανά στο σπίτι, να μου στρογγυλοκάτσεις και να μου απορημάξεις τη ζωή. Νάσουνα πλούσιος, να σε περίμενε ζωή χαρισάμενη, να πώς να γύρναγες πίσω. Όμως ήσουνα φτωχός, δεν ήβγε ποτές η βρώμα κατ’ από τα νύχια σου. Ποτές σου δεν έφαες να χορτάσεις και μένανε μ’ εχθρευόσουνα – τη γυναίκα σου εμένανε – σου ’ρχόταν πλάκωση να μείνεις μαζί μου στην κάμαρα. Ολάκερη ζωή, ένα θυμήθηκες να πεις πως φχαριστιόσανε: τα Σαββατόβραδα που ’πινες μπύρα παρέα με χαραμοφαγάδες. Και δεν ήσουνα ευτυχισμένος στο ίδιο σου το σπίτι! Το λοιπόν, μήτες κι εγώ ήμουνα φτυχισμένη. Ζωή τη λες, σε μια τρύπα που ήλιο δεν εγνώρισε. Να βλέπεις τις κατσαρίδες να σουλατσέρνουνε στα ντουβάρια. Ευτυχία βέβαια! Ότι μπόραγα, λέει! 18,50 κι άντε ξεροφαγία και δυο δολαριώ ζευγάρι παπούτσια το χρόνο. 18,50 να τρέμει στο καθετί το φυλλοκάρδι σου, το νοικοκύρη, τον υπάλληλο π’ το γκάζι και μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, λαχτάρα μην έπιασες παιδί. Γιατί να μην έχω και ’γω μωρό! Το σπίτι το αποζητά το παιδί. Μα να ’ναι σπίτι παστρικό και να ’χει τ’ αγαθά του το ντουλάπι. Εσύ πήγες και πουλήθηκες να σε μακελέψουνε και παίρνω ’γω τώρα 20 δολάρια το μήνα. Ολημερίς στην ουρά, για μια μπουκιά σάπιο κρέας. Γυρνώ τα βράδια σπίτι. Ποιανού να μιλήσω; Ήταν ανάγκη να φύγεις! Τι σου είναι σένα ο πόλεμος κι έφυγες και πήγες; Ζούσες με 18,50 τη βδομάδα, παρέα με τις κατσαρίδες, άχνα δεν έβγαζες κι απέ σε σκότωσαν και σηκώνεσαι! Χαμένε! Ήρθε η ώρα να πάρεις τα δίκια σου. Ήρθε η ώρα ν’ ασκωθήτε όλοι οι φουκαράδες για τα δίκια σας, των γυναικώνε σας και των παιδιώνε που δε βολεί να κάνετε. Πέ τους ολουνούς ν’ ασκωθούνε. Πε τους! Πε τους!

Page 191: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

191

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΕΡ Μετ: Λ. ΔΑΝΟΥ

ΗΗΤΤΑΑΝΝ ΟΟΛΛΟΟΙΙ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΠΠΑΑΙΙΔΔΙΙΑΑ ΜΜΟΟΥΥ

Πράξη Πρώτη.

Η Μητέρα απευθύνεται στο γιο της τον Κρις. ΜΜΗΗΤΤΕΕΡΡΑΑ Είχα αποκοιμηθεί βαθειά κα... (Σηκώνοντας το χέρι πάνω απ τους θεατές) Θυμάσαι πώς πετούσε σύρριζα πάνω απ’ το σπίτι, τότε πού εκπαιδευόταν ; Τόσο χαμηλά, που βλέπαμε το πρόσωπο του στη θέση του πιλότου ; Έτσι τον είδα. Μόνο που ήταν ψηλά. Πολύ, πολύ ψηλά — εκεί που είναι τα σύννεφα. Ήταν τόσο αληθινός που νόμιζα ότι αν άπλωνα το χέρι μου θα μπορούσα να τον αγγίξω. Και ξαφνικά άρχισε να πέφτει. Και μου Φώναζε... Μανούλα ! Μανούλα ! Τον άκουγα τόσο καθαρά, λες και ήταν μέσα στο δωμάτιό μου. Μανούλα ! Ήταν η φωνή του ! Αχ, να μπορούσα να τον αγγίξω, θα τον σταματούσα, το ήξερα. Αν μπορούσα... (Διακόπτει αφήνοντας το τεντωμένο χέρι να πέσει) Ξύπνησα —κι ήταν τόσο παράξενο... ο αγέρας μούγκριζε σαν την μηχανή του. Κατέβηκα κάτω, εδώ στην αυλή... Πρέπει να ήμουν μισοκοιμισμένη ακόμα. Άκουγα τον άνεμο και μου φαινόταν πως ακούω την μηχανή του, ότι περνούσε από πάνω μου με το αεροπλάνο του. Και σπάζει ξαφνικά το δέντρο, εκεί μπροστά στα πόδια μου και τότε σαν να... ξύπνησα. (Κοιτάζει το δέντρο. Ξαφνικά, σαν να καταλαβαίνει κάτι αυτή τη στιγμή,

γυρνά και απλώνει προς τον Κέλλαρ ένα δάχτυλο επιτιμητικό, που τρέμει ελαφριά) — Το βλέπεις ; Δεν έπρεπε να το είχαμε φυτέψει αυτό το δέντρο. Το είπα εγώ απ’ την αρχή. Βιαστήκαμε πολύ να το φυτέψουμε. Ναι, πάρα πολύ. Δεν βλέπατε την ώρα να το θάψετε. Το είπα εγώ απ’ την αρχή να μην το φυτέψουμε.

Page 192: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

192

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΕΡ Μετ: Λ. ΔΑΝΟΥ

ΗΗΤΤΑΑΝΝ ΟΟΛΛΟΟΙΙ ΤΤΟΟΥΥΣΣ ΠΠΑΑΙΙΔΔΙΙΑΑ ΜΜΟΟΥΥ

Πράξη Δεύτερη.

Η Μητέρα απευθύνεται στον Τζωρτζ. ΜΜΗΗΤΤΕΕΡΡΑΑ Μου φαίνεται ότι απ’ όλους σας εγώ είμαι η πιο έξυπνη. Είχατε μεγάλες αρχές, πετούσατε στα σύγνεφα, και οι τρεις σας... Και τώρα εμένα μου μένει ετούτο δω, (δείχνει το δέντρο), κι αυτός, (δείχνει τόν ΚρΙς) πού κι αυτός δεν αντέχει στις μπόρες. (Δείχνει προς τ σπίτι τής Λύντιας) Κι αυτός ο βλάκας, απέναντι, που ποτέ του δεν διαβάζει τίποτε απ’ τον ονειροκρίτη, έχει κιόλας τρία παιδιά και σπίτι δικό του. Πάψε να είσαι φιλόσοφος. Κοίτα τον εαυτό σου. Όπως λέει κι ο Τζο, έλα πάλι εδώ, κοντά μας. Θα φροντίσει αυτός να σου βρει πελατεία κι ένα καλό σπίτι, θα σου βρω κι εγώ ένα καλό κορίτσι, κι έτσι θα γυρίσει το χαμόγελο στο πρόσωπό σου. Όχι, Τζωρτζ, κατά βάθος δεν μας μισείς καθόλου. Σε ξέρω πολύ καλά. Δεν με γελάς εμένα. Σου άλλαζα τα πανάκια σου σαν ήσουν μωρό. (Ξαφνικά στην Αννυ) Θυμάσαι την κόρη του κυρίου Μάρσυ ; Πρέπει να τη γνωρίσεις, Τζωρτζ. Έχει γίνει πολύ όμορφη.

Page 193: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

193

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΑΛΜΠΥ Μετ: ΚΑΙΤΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ - ΜΥΡΙΒΗΛΗ

ΠΠΟΟΙΙΟΟΣΣ ΦΦΟΟΒΒΑΑΤΤΑΑΙΙ ΤΤΗΗ ΒΒΙΙΡΡΤΤΖΖΙΙΝΝΙΙΑΑ ΓΓΟΟΥΥΛΛΦΦ

Πράξη Τρίτη.

Μπαίνει η Μάρθα μονολογώντας. ΜΜΑΑΡΡΘΘΑΑ Έεεεϊ... Δεν είναι κανείς εδώ ; (Είναι φανερό πως η απουσία τους δεν τη στενοχωρεί) Έτσι λοιπόν ; Με ρίξανε. Με ξεπουπουλιάσανε καλά, καλά... και μετά με αφήσανε στα κρύα του λουτρού σαν μαδημένη κότα... Τζώρτζ ; (Κοιτάει γύρω της) Τζωρτζ ! (Σιωπή) Τζωρτζ ! Μα τι κάνεις τέλος πάντων ; Κρύβεσαι ; (Σιωπή) Τζωρτζ !... (Σιωπή) Το Χριστό σου... (Πηγαίνει στο μπαρ, ετοιμάζει ένα ποτό και διασκεδάζει μόνη της

με την παράσταση που ακολουθεί) Εγκαταλειμμένη ! Παρατημένη ! Πεταμένη έξω στο κρύο σαν βρωμογάτα. ΧΑ ! «Μπορώ να σου ετοιμάσω κάτι να πιεις, Μάρθα;» «Μα, βέβαια, σ’ ευχαριστώ. Τζωρτζ. Είσαι τόσο ευγενικός». «Μα τι λες Μάρθα, εγώ ’κανα το παν για σένα». «Αλήθεια, Τζωρτζ ; Κι εγώ θα ’κανα το παν για σένα». «Αλήθεια, Μάρθα ;» «Ασφαλώς, Τζωρτζ !». «Κι εγώ που σ’ είχα αδικήσει». «Κι εγώ σε είχα αδικήσει, Τζωρτζ !» ΜΑ ΠΟΥ ΕΙΣΑΣΤΕ ΛΟΙΠΟΝ !!! Ορμάτε στην Οικοδέσποινα ! (Γελάει ανοιχτά μ’ αυτό, μετά πέφτει σε καρέκλα,

ηρεμεί, μοιάζει ηττημένη. μιλάει μαλακά) Πάει πια ! (Ακόμα πιο μαλακά) Πάει... (Τώρα σαν μωρό) Μπαμπά ; Μπαμπά ; Φύγανε όλοι... την εγκατέλειψαν την Μάρθα... την άφησαν μόνη με τα λάθη της στις... (Κοιτάει το ρολόι της)... κάπου στα ξημερώματα. Μπαμπά ! Ασπροπόντικα αλήθεια έχεις κόκκινα μάτια; ε; Για να δω. Αααα ! Ναι, έχεις. Έχεις ! Μπαμπά, έχεις κόκκινα μάτια... επειδή κλαις όλη την ώρα, δεν είν’ έτσι, μπαμπά ; Ναι, κλαις. Κλαις όοολη την ώρα. ΘΑ ΜΕΤΡΗΣΩ, ΒΡΕ ΜΠΑΣΤΑΡΔΟΙ, ΩΣ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΚΙ ΑΛΛΙΜΟΝΟ ΣΑΣ ΑΝ ΔΕ ΒΓΕΙΤΕ ΑΠ’ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΣΤΕ !... (Παύση) Κι εγώ Μπαμπά κλαίω όλη την ώρα. Κλαίω όοολη την ώρα, αλλά κλαίω μέσα μου βαθιά, ώστε κανείς να μην μπορεί να με δει. Κλαίω όλη την ώρα. Και ο Τζωρτζ κλαίει όλη την ώρα. Κι οι δυο μας κλαίμε συνεχώς, και μετά μαζεύουμε τα δάκρυά μας και τα βάζουμε μέσ’ στο ψυγείο, μέσα σ’ αυτές τις βρωμοθήκες για τα παγάκια... (Αρχίζει να

γελά)... μέχρις ότου παγώσουν. (Γελάει πιο πολύ) και μετά βάζουμε... μέσα στα... ποτά μας... (Περισσότερα γέλια, που τώρα είναι κάτι διαφορετικό. Μετά νηφάλια σιωπή) Τα βάζουμε... τα βγάζουμε... πεθαμένα, περασμένα και ξεχασμένα... (Θλιμμένα) Γι’ αυτά τα δάκρυα, όπως τ’ αυτοκίνητα, έχω βάλει κι εγώ στα μάτια μου καθαριστήρες... Τζωρτζ, γιατί σε παντρεύτηκα, μωρό μου... Καλέ, αυτό μπορούσε να γίνει τραγούδι... Εγώ, παιδί μου, θα μπορούσα να γράφω και τραγούδια... (Χτυπάει τα

παγάκια στο ποτήρι της) ΚΛΙΝΚ !... ΚΛΙΝΚ !... ΚΛΙΝΚ !... ΚΛΙΝΚ !...

Page 194: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

194

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΑΛΜΠΥ Μετ: ΚΑΙΤΗ ΚΑΣΙΜΑΤΗ - ΜΥΡΙΒΗΛΗ

ΠΠΟΟΙΙΟΟΣΣ ΦΦΟΟΒΒΑΑΤΤΑΑΙΙ ΤΤΗΗ ΒΒΙΙΡΡΤΤΖΖΙΙΝΝΙΙΑΑ ΓΓΟΟΥΥΛΛΦΦ

Πράξη Τρίτη.

Η Μάρθα στον Νικ. ΜΜΑΑΡΡΘΘΑΑ Όλοι σας είστε αποτυχημένοι. Εγώ είμαι η Μάννα Γη, κι εσείς, όλοι, είστε αποτυχημένοι. (Λίγο πολύ στον εαυτό της) Έχω σιχαθεί τον εαυτό μου. Περνώ τη ζωή μου με τιποτένιες, χωρίς καμιά σημασία απιστίες... (Γελάει λυπημένα)... δήθεν απιστίες. Ορμάμε στην Οικοδέσποινα ; Ωραίο αστείο. Μια παρέα από μεθυσμένους ανίκανους ηλίθιους. Η Μάρθα τους κλείνει το μάτι... και οι ηλίθιοι χαμογελούν σαν χαζοί, της ρίχνουν κι αυτοί ματιές και ξαναχαμογελούν, η Μάρθα ξερογλείφεται... και οι ηλίθιοι ορμάνε στο μπαρ να πάρουν λίγο κουράγιο και παίρνουν λίγο κουράγιο και γυρνάνε πίσω στη γερο-Μάρθα. Εκείνη τους κάνει μερικά κουνήματα που τους ερεθίζουν... εγκεφαλικά... κι έτσι ξαναορμάνε πάλι στο μπαρ για να πάρουν λίγο ακόμα κουράγιο... ενώ οι γυναίκες τους και οι αγαπημένες τους κάνουν πως δε βλέπουν... πως τάχα κοιτάν έξω απ’ το παράθυρο... πράγμα που κάνει τους ηλίθιους να ξανατρέξουν στην κάνουλα για να ξαναγεμίσουν το ντεπόζιτό τους, ενώ η Μάρθα κάθεται εκεί με ανεβασμένα τα φουστάνια πάνω απ’ το κεφάλι της... ασφυκτιώντας ! Δεν ξέρεις πόσο αποπνικτικό όταν έχεις το κεφάλι σου μέσ’ στα φουστάνια σου ! Ασφυξία ! Περιμένοντας ν’ αποφασίσουν οι ηλίθιοι ! Στο τέλος βρίσκουν το κουράγιο τους... αλλά αυτό είν’ όλο, μωρό μου ! Μάλιστα φίλε μου, μερικές φορές υπάρχουν πολύ καλές δυνατότητες, αλλά !... (Ζωηρά) Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα σε μια πολιτισμένη κοινωνία. (Πάλι στον εαυτό της) Αχ, όλοι αυτοί οι εξαίσιοι ηλίθιοι. Κακόμοιρα ανήλικα... (Στον Νικ τώρα, σοβαρά) Μόνον ένας άντρας υπήρξε σ’ όλη μου τη ζωή... που μ’ έκανε ευτυχισμένη. Το ξέρεις αυτό ; Ένας !

Page 195: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

195

ΦΡΑΝΣΙΣ ΓΚΟΥΝΤΡΙΧ Μετ: ΜΑΡΙΟΥ ΠΛΩΡΙΤΗ

ΑΑΝΝΝΝΑΑ ΦΦΡΡΑΑΝΝΚΚ

Πράξη Πρώτη, Εικόνα Τέταρτη.

Η Άννα είναι 13 ετών, σβέλτα στις κινήσεις, συγκινείται εύκολα. ΑΑΝΝΝΝΑΑ Προσπαθώ, μπαμπά… Προσπαθώ μ’ όλη μου την καρδιά… κάθε βράδυ κάθομαι και σκέφτομαι ότι κακό έκανα την ημέρα… όπως τότε που έβαλα τη βρεμένη σκούπα μέσα στο κρεβάτι του κ. Ντούσσελ… ή τώρα, με τη μητέρα… Και λέω μόνη μου πως δεν ήταν σωστό… κι ορκίζομαι μέσα μου, πως δε θα το ξανακάνω, ποτέ, ποτέ πια… Βέβαια μπορεί να κάνω κάτι χειρότερο, λέω.. μα τουλάχιστο δε θα ξανακάνω ποτέ το ίδιο!.. Μπαμπά, ξέρεις, υπάρχει και μια καλύτερη Άννα μέσα μου.. πιο γλυκιά, πιο… καλή… Αλλά φοβάμαι να τη δείξω. Φοβάμαι πως οι άλλοι θα γελάσουν μαζί μου, αν είμαι «σοβαρή»… Κι έτσι η κακιά Άννα βγαίνει έξω και η καλή Άννα μένει μέσα, και γω προσπαθώ να τις αναποδογυρίσω και να φέρω έξω την καλή Άννα και να κρατήσω την κακιά Άννα μέσα, και να είμαι όπως θα ήθελα να είμαι… και θα μπορούσα… να είμαι… αν… αν…

(Αποκοιμιέται)

Page 196: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

196

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Δεύτερη.

Η Υζέ απευθύνεται στον Μεζά. ΥΥΖΖΕΕ Με κρατάς, σε κρατάω, η σάρκα μου σπαρταράει, Μα δεν τραβιέμαι, μένω αποσβολωμένη, να τη λοιπόν, να την εκείνη που νόμιζες τόσο περήφανη και κάκιζα ! Δεν ξέρεις τι είναι η γυναίκα και πόσο θαυμάσια με όλους αυτούς τους δικούς της τρόπους, Πόσο εύκολα μπορεί να λυγίσει και ξαφνικά να βρεθεί ανάξια και υποταγμένη και καρτερική, Και βαριά και μουδιασμένη και άπραγη μέσα στα χέρια του εχθρού της και ανήμπορη να κουνήσει έστω και το μικρό της δαχτυλάκι Αχ, καλέ μου Μεζά, δεν είσαι πια ένας άντρας μόνο και τίποτ’ άλλο, είσαι δικός μου, που εγώ είμαι μια γυναίκα, Είμαι το διπλό από σένα κι από μένα, κι εσύ είσαι το διπλό από μένα κι από σένα, και αισθανόμαστε να χτυπάει μέσα στη σάρκα η ίδια καρδιά, Μια μόνο καρδιά που δουλεύει για δυο. Δεν υπάρχει πια όνομα τώρα. Δεν υπάρχει πια τώρα Μεζά, και Υζέ δεν υπάρχει τώρα πια. Υζέ, Υζέ, καημένη Υζέ ! Δεν υπάρχει πια Υζέ. Καημένη Υζέ ! Μα πού είναι, πού είναι η Υζέ ; Και εγώ δεν πρέπει να μπορώ να καταλάβω τον Μεζά, κι αυτός δεν πρέπει να με φωνάζει Με λέξεις που ξέρουν οι άλλοι Αλλά με άλλες, με λέξεις τόσο αστείες, σαν αυτές που περνάνε δίχως ήχο, στα όνειρα, Που να μην μπορώ με κανένα τρόπο να τις καταλάβω, ή τ’ όνομά μου, το καημένο, το ψεύτικο το όνομά μου σαν αληθινό Μόνο όπως το λέτε εσείς, Υζέ, Για να φτάνουν αυτές οι λέξεις ολόισια στην καρδιά μου, Τόσο βαριές, βαριές όπως το άγνωστο παιδί που κουβαλάει η ετοιμόγεννη.

Page 197: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

197

ΠΩΛ ΚΛΩΝΤΕΛ Μετ: ΤΖΟΥΛΙΑ ΤΣΑΚΙΡΗ

ΟΟ ΚΚΛΛΗΗΡΡΟΟΣΣ ΤΤΟΟΥΥ ΜΜΕΕΣΣΗΗΜΜΕΕΡΡΙΙΟΟΥΥ

Πράξη Δεύτερη.

Η Υζέ απευθύνεται στον Μεζά. ΥΥΖΖΕΕ Δίκιο έχεις. Δεν υπάρχει αύριο ! αχ, αυτό ήταν που έπρεπε να πεις αμέσως, όχι κάτι άλλο ! α ! δεν είναι η μορφή σου αυτό που αγαπώ είναι αυτά τα αχόρταγα μάτια που με κοιτάζουν και με σιχαίνονται ! Εδώ που τα λέμε, Μεζά, Κύριε Τελωνειακέ Επιθεωρητά, δεν το ’χουμε βαρεθεί πια το αναθεματισμένο μας το καλύβι ; Περίμενα λιγάκι να βάλω το στόμα μου πάνω στο δικό σου και θα τα μάθεις όλα ! Και δεν υπάρχει πια παρελθόν ούτε μέλλον, ούτε άντρας ούτε παιδιά, ούτε, ούτε, ούτε ! Τίποτα ! nada ! nothing at all ! O λόγος ; Ρωτάς το λόγο ; Εγώ είμαι ο λόγος. Για πες μας λοιπόν πάλι αν δεν είναι έτσι όπως το περίμενες !.. Εγώ είμαι ο λόγος. Είναι αλήθεια. Είμαι ο λόγος. Είμαι η Υζέ, η ψυχή σου. Τι σημασία έχουν οι άλλοι ; Είσαι μοναδικός κι εγώ είμαι μοναδική. Κι ακούω τη φωνή σου μες στα σπλάχνα μου σαν μια κραυγή που δε αντέχεται, Κι ανεβαίνω προς εσένα με δυσκολία σαν κάτι τεράστιο και ατόφιο και τυφλό και ποθητικό και αμίλητο. Όμως αυτό που ποθούμε δεν είναι να δημιουργήσουμε, είναι να καταστρέψουμε, είναι χα !

(Μια άγρα κραυγή) Δεν υπάρχει πια τίποτ’ άλλο εκτός από σένα κι εμένα, και σ’ εσένα μονάχα εγώ, και σ’ εμένα μόνο η κατοχή και η οργή, και η τρυφεράδα, και να σε καταστρέψω, και να μην ενοχλούμαι άλλο Σιχαμερά από τούτη τη φορεσιά, τη σάρκα, και από αυτά τα ανελέητα δόντια μες στην καρδιά μου, Που δεν είναι σκληρά ! Α, δεν είναι αυτό που σου φέρνω η ευτυχία, ο θάνατός σου είναι και ο δικός μου θάνατος μαζί. Μα τι είναι για μένα να σε πεθάνω Αν πεθάνω κι εγώ, και όλα, και ό,τι θέλει ας γίνει, αρκεί με αυτό το τίμημα που είναι εγώ κι εσύ,

Page 198: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

198

Παραδομένοι, απορριγμένοι, ξεριζωμένοι, σπαραγμένοι, αφανισμένοι Να νιώσω την ψυχή σου, μια στιγμή που είναι όλη η αιωνιότητα, Να αγγίζει

(Παύση) Να παίρνει Τη δική μου σαν τον ασβέστη που στύβει την άμμο καίγοντας και τσιρίζοντας!

Page 199: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

199

ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ Μετ: ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΜΠΑΤΗΣ

ΗΗ ΨΨΕΕΥΥΤΤΡΡΑΑ

Από τον ομώνυμο μονόπρακτο μονόλογο.

Μπορεί να παιχτεί κι από άντρα ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΑΑ Θάθελα να λέω την αλήθεια, αγαπάω την αλήθεια, αλλά η αλήθεια δε μ’ αγαπάει. Μόλις την ξεστομίζω αυτή αλλάζει όψη και στρέφεται εναντίον μου. Μοιάζω σα να λέω ψέματα κι όλος ο κόσμος με κοροϊδεύει, κι όμως δεν αγαπάω το ψέμα σας τ’ ορκίζομαι. Το ψέμα φέρνει πίσω του τρομερές φασαρίες και μπελάδες. Πιάνεσαι στην παγίδα του, παραπατάς και πέφτεις κι όλοι σε κοροϊδεύουν και γελάνε. Ενώ είναι τόσο απλό! Ας πούμε εγώ. Όταν με ρωτάνε λέω την αλήθεια, θέλω να λέω αυτό που σκέπτομαι μέσα μου. Δεν ξέρω τι παθαίνω. Με πιάνει έτσι, κάτι, πώς να σας το πω, δεν μπορώ να σας το αναλύσω, αλλά είναι κάτι σαν φόβος. Μου φαίνεται ότι θα φανώ γελοία αν πω την αλήθεια. Κάτι παθαίνω, ανοίγω το στόμα μου και λέω ψέματα. Λέω ψέματα και τετέλεσθαι. Είναι πολύ αργά. Δεν μπορώ να τα πάρω πίσω. Αν μπεις μέσα στο ψέμα χάθηκες. Χώνεσαι μέσα ως το λαιμό. Και δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Σας το βεβαιώνω. Ενώ τι εύκολο είναι να λες την αλήθεια! Η αλήθεια είναι η πολυτέλεια των τεμπέληδων, τη λες και ξενοιάζεις. Δε φοβάσαι πως θα κάνεις κανένα λάθος. Ύστερα δεν πρέπει να θυμάσαι τι είπες. Πρόσεξε, ό,τι κακό είναι να σούρθει από την αλήθεια σούρχεται έτσι. Σε βρίσκει επί τόπου και τελειώνει η υπόθεση. Ενώ το ψέμα… Έπειτα δεν είναι, να πεις, το ψέμα ένας πες κρημνός που πέφτεις μέσα σκοτώνεσαι και τελειώνει. Το ψέμα είναι κύμα θεόρατο που σε αρπάζει, σε σηκώνει ψηλά, σου κόβει την αναπνοή, σου σταματάει την καρδιά και σου τη δένει θηλιά στο λαιμό σου. Όταν αγαπάω λέω πως δεν αγαπάω, κι όταν δεν αγαπάω λέω πως αγαπάω. Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια!

Page 200: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

200

ΖΑΝ ΚΟΚΤΩ Μετ: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΜΠΑΤΗΣ

ΤΤΟΟ ΠΠΑΑΝΝΗΗΓΓΥΥΡΡΙΙ Από τον ομώνυμο μονόπρακτο μονόλογο.

Μπορεί να παιχτεί κι από άντρα. ΓΓΥΥΝΝΑΑΙΙΚΚΑΑ Στο πανηγύρι… Στο πανηγύρι εκεί… Στο πανηγύρι τον βρήκα, στο πανηγύρι τον έχασα. Στο πανηγύρι! Ήταν μεγάλο πανηγύρι!… Με τη σκοποβολή του, τις κούνιες του, τ’ αλογάκια του, τα γιαπωνέζικα μπιλιάρδα του, τα κιόσκια του με τις μπουκάλες της σαμπάνιας και τις μηλόπιτες!… Τα μπιλιάρδα έκαναν καραμπόλες, τ’ αλογάκια στριφογυρίζανε γύρω – γύρω! Οι καραμπίνες σκόπευαν, οι μηλόπιτες μοσχοβολούσαν!… Εγώ σημάδευα με μια καραμπίνα να βρω το στόχο και κει τον είδα!… Όχι, όχι κάνω λάθος! Δεν τον συνάντησα στη σκοποβολή, όχι! Στο κιόσκι με τις μηλόπιτες τον συνάντησα. Τον είδα να τρώει λαίμαργα δυο μηλόπιτες και να φυσάει τη ζάχαρη που ερχόταν στα μούτρα μου και γέλαγε!… Εγώ πασπαλισμένη από τη ζάχαρη που φύσαγε στα μάτια μου, τον ρώτησα: «Πώς σε λένε;»!… Κι αυτός μου είπε! «Θα στο πω αργότερα!… Τότε τον ακολούθησα στο σκοπευτήριο και καθώς εγώ σκόπευα ένα τριγωνάκι, τότε τον έχασα!… Στην αρχή καθόταν δίπλα μου και μόλις σκόπευα μου φώναζε: «Μπράβο» και πηδούσε από τη χαρά του. Έριξα κάτω όλα τα τρίγωνα κι όλους τους στύλους κι έβαλα σημάδι την κορφή του σιντριβανιού! Γυρνάω με δεν τον βρίσκω δίπλα μου. Τον έχασα στη σκοποβολή. Έτρεχα σαν τρελή μέσα στον κόσμο που μ’ έβριζε γιατί έπεφτα πάνω τους, έψαχνα να τον βρω, τον ζητούσα παντού και να, τον είδα στις μπουκάλες! Αγόρασα κρίκους, γέμισα τα χέρια μου και τα χέρια του κι αρχίσαμε να ρίχνουμε μαζί. Καθώς ρίχναμε, του φώναζα: «Πώς σε λένε;»! Κι αυτός ολοένα μου ’λεγε: «Θα σου πω αργότερα». Τον πήρα και τον οδήγησα στις κούνιες, στις κούνιες που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν και κάνουν τόξα και κύκλους στον ουρανό. Μα μόλις έφτασα στις κούνιες γυρίζω να δω και δεν ήταν μαζί μου!… Ξαναγύρισα στις μπουκάλες, μετά ξανάρθα στις κούνιες! Η νύχτα έπεφτε, ο ουρανός σκοτείνιαζε, τα φώτα ανάβανε. Αυτός πουθενά. Άρχισα πάλι να τρέχω!… Να τρέχω μέσα στη σκόνη, μέσα στις βρισιές αυτών που σκουντούφλαγα, να τρέχω, να τρέχω… Έτρεχα πίσω απ’ τις σκιές και φώναζα: «Πώς σε λένε;» Κι από πουθενά δεν έπαιρνα απόκριση! «Πώς σε λένε;» φώναζα… «Πώς;» Στο πανηγύρι τον βρήκα και στο πανηγύρι τον έχασα!… Μην πηγαίνετε ποτέ σε πανηγύρια!… Εκεί βρίσκει ο ένας τον άλλον κι έπειτα τον χάνει εύκολα, τον χάνει εύκολα!… Χάνονται… Ξεχνιούνται… Και μένουν χωρίς να ξέρουν τ’ όνομά τους!… Του φωνάζω: «Πώς σε λένε;»! «Πώς σε λένε;»! «Πώς σε λένε;»!

Page 201: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

201

ΑΝΡΙ ΝΤΕ ΜΟΝΤΕΡΛΑΝ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΗΗ ΝΝΕΕΚΚΡΡΗΗ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΣΣΣΣΑΑ

Πράξη Πρώτη. Σκηνή Τέταρτη.

Η Ινές στον Φερράντε. ΙΙΝΝΕΕΣΣ Αυτή η γλύκα η ανακατωμένη με θλίψη, αυτή είναι η γεύση του έρωτά μας. Δε μου έδωσες παρά χαρές· ωστόσο, πάντα, όταν σε σκεπτόμουν, θα μπορούσα αν ήθελα να λυθώ σε κλάμα. Εδώ και δυο χρόνια, από πάνω μας, αυτή η φοβέρα, αυτή η αίστηση από μια μαύρη βροχή που ’ναι έτοιμη να πέσει και που δεν πέφτει. Η ειμαρμένη που τη νιώθεις να συσσωρεύεται σιωπηλά. Πόσες φορές, στο σπίτι μας, καθισμένη κοντά σου, φαντάστηκα τον καιρό οπόταν τούτες οι ώρες θα ήταν παρελθόν. Τις νοσταλγούσα την ίδια στιμή που τις ζούσα. Και μου ήταν διπλά αγαπητές, επειδή υπήρχαν και μπορούσα να τις χαίρομαι, και συνάμα επειδή δεν μπορούσα πια να τις χαρώ. Βλέπεις, είμαι σαν το γέρο καπετάνιο τον Ορόσκο, που ’χε πολεμήσει σα λιοντάρι εφτά χρόνια, εδώ και στην Αφρική, και που, όταν αποστρατεύθηκε, μου είπε : «Είμαι πολύ ευχαριστημένος ! Είχα κουραστεί να βάνω σε κίντυνο τη ζωή μου καθημερινώς : με την ίδια απλότητα, θα σου πω κ’ εγώ : κουράστηκα να φοβούμαι καθημερινώς. Να ξαναβρίσκω το φόβο κάθε πρωί, στο ξύπνημά μου, σαν ένα πράμα που το αφήνεις αποβραδίς πάνω στο τραπέζι. Ο φόβος, πάντα ο φόβος ! Ο φόβος που σου παγώνει τα χέρια... Από την αγωνία να περιμένεις το κακό και να μην έρχεται. Τη μέρα που πέφτει ο κεραυνός βρίσκεσαι σχεδόν ήρεμη. Έπειτα, σήμερα, μου φαίνεται πως στηρίζομαι απ’ το παιδί μας. Κάνει μέσα μου έναν άγριο αγώνα, κ’ εγώ, θα ντρεπόμουν αν δεν ήμουν τόσο δυνατή όσο εκείνο, για να το σώσω, σώζοντας εμάς. Όταν ήρθε για πρώτη φορά, εδώ και δυο χρόνια, ήμουν χωρίς αντίσταση μπροστά σου. Ένας και μόνο σκληρός σου λόγος θα μ’ έριχνε κάτω, ναι. μ’ έριχνε καταγής. Δεν μπορούσα να υπερασπίσω τον εαυτό μου εγώ. Μα για να το υπερασπίσω εκείνο, νιώθω μέσα μου όλα τα θάρη. Ως το σημείο να λέω στον εαυτό μου πως αν το γεννούσα μέσα στην ευκολία, αυτό θα ήταν μια μείωση. Ως το σημείο να λέω στον εαυτό μου πως αν ωριμάζει μέσα στη δοκιμασία, αυτό είναι πράμα καλότυχο. Εσένα σε βρήκα πλασμένο, κ’ εσύ ύστερα μ’ έπλασες. Αυτό, το δημιούργημα κάθε στιγμής, το υλικό και το άυλο, που με κάνει να ζω με την αίστηση ενός αδιάκοπου θαύματος, αυτό είναι δικό μου αγαθό, Πέντρο ! Πέντρο ! Ναι, γιατί νομίζω πως μήδε συ δεν ξέρεις... Αλλά είμαι τρελή, δεν είν’ έτσι ; Όμως αυτό που του δίνω, όχι μονάχα δε σου το παίρνω, αλλά δίνοντάς του το, σου το δίνω. Σε κρατώ, σε σφίγγω απάνω μου, και είναι εκείνο. (Αγκαλιάζονται) Ο λαιμός του δεν έχει ακόμα την ίδια ευωδιά με το δικό σου, μυρίζει παιδί.. Και η ανάσα του είναι σαν της λαφίνας που θρέφεται μ’ άγριες βιολέτες. Και τα χεράκια του είναι πιο ζεστά από τα δικά σου. Και τα μπρατσάκια του είναι γύρω στο λαιμό μου καθώς το νερό, το καλοκαίρι, όταν βουτάς, κι αυτό ξανακλείνει πάνω στους ώμους σου, γεμάτο ήλιο. Και Κάνει γύρω στο λαιμό μου ένα — γλυκό τραγούδισμα που

Page 202: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

202

γουργουρίζει... Λατρεμένο παιδί, που από τη δύναμή σου θα μπορέσω ν’ αγαπώ περισσότερο !

Page 203: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

203

ΑΝΡΙ ΝΤΕ ΜΟΝΤΕΡΛΑΝ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΗΗ ΝΝΕΕΚΚΡΡΗΗ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΣΣΣΣΑΑ

Πράξη Τρίτη. Σκηνή Έκτη.

Η Ινές στον Φερράντε. ΙΙΝΝΕΕΣΣ Είστε τεχνίτης στους λόγους που απελπίζουν ! — Α! Πώς να κρατήσω τα δάκρυά του, πώς να τα πάρω απάνω μου, να τα κάμω να κηλύσουν εντός μου ; Εγώ, όλα μπορώ να τα βαστάξω : να υποφέρω στη θέση του, να κλαίω αντί για κείνο. Αλλά το αγόρι μου ! Ω ! πώς θα ’θελα η αγάπη μου να του χάριζε ένα παντοτινό χαμόγελο ! Ωστόσο από τώρα κιόλας την πολεμούν την αγάπη μου. Με αποδοκιμάζουν, με συμβουλεύουν, περνούν για μανάδες καλύτερες από μένα. Κι από πάνω εσείς, Κύριε, ρίχνετε το ανάθεμα σ’ αυτή την αγάπη. Ενώ εγώ νόμισα κάποτε πως, αν οι άνθρωποι ήξεραν πόσο αγαπώ το παιδί μου αυτό θα αρκούσε για να στρέψει το μίσος στην καρδιά τους. Γιατί όσο εγώ το θρέφω στο σπλάχνο μου, νιώθω μέσα μου μια θαυμάσια δύναμη τρυφερότητας για τους ανθρώπους. Εκείνο είναι που υπερασπίζει τα μύχια του είναι μου, απ’ όπου αναβρύζει η αγάπη μου για την πλάση και τα πλάσματα. Η αγνότητά μου διαφεντεύει τη δική μου. Η αθωότητά μου προφυλάσσει τη δική μου ενάντια σε κείνους που γυρεύουν να τη χαλάσουν. Ξέρετε ποιον θέλω να πω,

Page 204: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

204

ΑΝΡΙ ΝΤΕ ΜΟΝΤΕΡΛΑΝ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΟΟ ΚΚΑΑΡΡΔΔΙΙΝΝΑΑΛΛΙΙΟΟΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΙΙΣΣΠΠΑΑΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη. Σκηνή Τρίτη.

Η Βασίλισσα στον Καρδινάλιο. ΗΗ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΣΣΣΣΑΑ Μου αρέσει να με νομίζουν πεθαμένη. Δε με κοιτάτε ποτέ : το πρόσωπό μου σας προξενεί φόβο ; Βλέπετε αυτά τα σημάδια ; Είναι από τις νυχτερίδες. Στριφογυρίζουν πάνω απ’ το κεφάλι μου. Δε θέλω να παρουσιάζομαι, γιατί το πρόσωπό μου προξενεί φόβο. Και δε θέλω να μιλώ, γιατί, όταν μιλώ, δεν μπορώ να κρύψω την τρέλα μου. Μια στάλα γλυκύτητα θα με γιάτρευε, αλλά ξέρω πως γυρεύω πολλά. Εσείς το πρωτοείπατε. Κανείς δε θέλησε τραχύτερα από σας μένω φυλακισμένη εδώ. Και κάματε το παν για να διακηρυχθεί επίσημα από τις Κορτές πως είμαι τρελή, και ανίκανη. Αυτή υπήρξε η πρώτη σας πράξη όταν αποχτήσατε την εξουσία. Σήμερα, λέτε πως είμαι τρελή, πότε πως έχω τα λογικά μου, ανάλογα με τα πολιτικά συμφέροντα της στιγμής. Στην πραγματικότητα, είμαι τρελή· τα παιδιά που παίζουν κάτω απ’ το παράθυρό μου το φωνάζουν όλη μέρα. Το Μάιο θα είμαι ακόμα πιο τρελή. με τις πρώτες ζέστες. Η ζέστη ξινίζει τα κρασιά και τα μυαλά. Η ζέστη είναι φριχτή. Το κρύο είναι φριχτό. Όλα είναι φριχτά. Αν οι άνθρωποι ήξεραν με τι έχω να παλεύω, θα εθαύμαζαν που βρίσκομαι εδώ και κουβεντιάζω μαζί σας. Γιατί ήρθατε να με δείτε ;

(Καταρρέοντας έξαφνα) Κουράστηκα. Μη μ’ αφήσετε να πέσω στο κρεβάτι μου, γιατί δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ. (Πίνει από ένα πήλινο κύπελλο) Δεν μπορώ να κουνήσω το χέρι μου παρά για να πιω λίγο κρύο νερό. όταν υποφέρω πολύ. Αυτό το νεράκι με κρατά στη ζωή όλη τη μέρα. Πρέπει να ζήσω τουλάχιστο ως τη στιγμή που θα πιω το νεράκι μου. Άλλοτε πέθαινα έτσι, όσο δεν είχα δει το βασιλιά Φίλιππο. Εκείνος ήταν το νεράκι μου. Πάνε έντεκα χρόνια — αφότου τον έχασα — που κοιτάζω τα πράματα εδώ-κάτω καθώς τα κοιτάζει όποιος ξέρει πως σε λίγες μέρες θα πάψει να υπάρχει : με μια αδιαφορία χωρίς τέρμα και βυθό. (Πίνει ξανά) Γιατί να κάνω τίποτ’ άλλο παρά να πίνω το νεράκι μου, αφού από τις πράξεις μου δεν περιμένω τίποτα ; Γι’ αυτό και τις αποφεύγω, ή αν τις κάνω, αυτό γίνεται με τόσο πόνο... Άσε που πίσω από την καμωμένη πράξη, υπάρχει άλλος πόνος, επειδή δεν έχω πια τίποτα να κάνω, και τότε είναι το κενό.

Page 205: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

205

ΑΝΡΙ ΝΤΕ ΜΟΝΤΕΡΛΑΝ Μετ: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ

ΟΟ ΚΚΑΑΡΡΔΔΙΙΝΝΑΑΛΛΙΙΟΟΣΣ ΤΤΗΗΣΣ ΙΙΣΣΠΠΑΑΝΝΙΙΑΑΣΣ

Πράξη Δεύτερη. Σκηνή Τρίτη.

Η Βασίλισσα στον Καρδινάλιο.

ΗΗ ΒΒΑΑΣΣΙΙΛΛΙΙΣΣΣΣΑΑ Σκανδαλίζεστε όταν λέω πως ο Θεός είναι το τίποτα. Το τίποτα δεν είναι ο Θεός, αλλά είναι το μέσο για να τον προσεγγίσεις, είναι η απαρχή. Όταν ο βασιλιάς μου ο Φίλιππος ήτανε στη Φλάνδρα, κ’ εγώ έμενα εδώ, πήγαινα στη Μεδίνα ντελ Κάμπο για να ’μαι λίγο σιμότερα στη θάλασσα όπου βρισκόταν εκείνος· ανάσαινα τον άντρα μου από τη μια στην άλλη μεριά της θάλασσας· έτσι ανασαίνω το Θεό όταν βρίσκομαι μέσα στο τίποτα. Το είπατε μόνος σας : υπάρχουν δυο κόσμοι, ο κόσμος του πάθους και ο κόσμος του τίποτα· αυτό είναι όλο. Σήμερα ανήκω στον κόσμο του τίποτα· Δεν αγαπώ τίποτα, δε θέλω τίποτα, δεν αντιστέκομαι σε τίποτα. Δεν το βλέπετε που οι γάτοι με τρώνε ζωντανή, χωρίς να αμύνομαι ; τίποτα πια για μένα δε θα συμβεί πάνω στη γη , και αυτό ακριβώς το τίποτα με κάνει καλή χριστιανή, ό,τι και να λένε, και αυτό θα μου επιτρέψει να πεθάνω ευχαριστημένη μπροστά στην ψυχή μου και τακτοποιημένη μπροστά στο Θεό, παρ’ όλο το βάρος από τις αμαρτίες και τον πόνο μου. Για κάθε πράξη που δεν εκτελώ πιστώνεται ο λογαριασμός μου σ’ ένα βιβλίο που το κρατούν οι άγγελοι...

(Σηκώνεται, πηγαίνει στο παράθυρο και τραβάει την κουρτίνα) Δεν είχε σύννεφα. Τώρα έχει. Θ’ αλλάξουν όψη. Θα σκορπίσουν, ύστερα θα ξανασμίξουν μ’ άλλο τρόπο. Όλα αυτά είναι χωρίς σημασία. Μαύρα σύννεφα απλωμένα πάνω στη Μαδρίτη σαν πελώριοι βάτραχοι. Κι αποκάτω, τα ανθρώπινα όντα που κάνουν πράματα, που πηγαίνουν προς τα πράματα... Και τίποτα σοβαρό σ’ όλα αυτά, εξόν τα άλογα που τα φέρνουν να ποτιστούν στον ποταμό. Κ’ εγώ θα μπορούσα να κάνω πράματα, και μάλιστα από κείνα που ονομάζετε «μεγάλα». Μα θα έπρεπε να τα λογαριάζω. Προτίμησα είμαι αυτό που είμαι. Τα παιδιά που μαζεύονται κάτω στο δρόμο λέγουν αναμεταξύ τους: «Θέλεις να παίξεις μαζί μας ;» Εγώ λέγω «Δεν παίζω μαζί σας».

(Κοιτάζει γύρω της με φρίκη) Ποιος αυτός ο κόσμος όπου θέλουν να λάβω μέρος ; Όταν τον κοιτάζω, τα γόνατά μου λυγίζουν. Ποια είναι αυτή η φωνή που σχηματίζει στο στόμα μου λέξεις που δε με αφορούν ; Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που στέκει αντίκρυ μου και θέλει να με πείσει πως υπάρχει ; Μπορείτε να πιστεύετε σ’ αυτό που σας περιβάλλει, ενώ δεν είστε τίποτα περισσότερο από αυτό που σας περιβάλλει και όταν εγώ δεν πιστεύω σ’ αυτό, ενώ, καθώς φαίνεται, είμαι ζωντανή ; Και θέλετε να το κατευθύνετε αυτό, να παίζετε μαζί του, να εξαρτάσθε απ’ αυτό ; Και περνάτε για άνθρωπος έξυπνος και καλός χριστιανός ! Με τη διπλή αυτή ιδιότητα, θα έπρεπε να κάνετε τον πεθαμένο, όπως εγώ κάνω την πεθαμένη. (Πετάει τα προσκέφαλα του κρεβατιού της γύρω στο

Page 206: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

206

δωμάτιο, πέφτει στο κρεβάτι και ξαπλώνεται ανάσκελα, με σταυρωμένα τα χέρια και το στόμα μισανοιχτό) Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι καλά, είμαι επιτέλους καλά. (Μικρή παύση) Όχι, δεν είμαι καλά, η αρρώστια με ξαναπιάνει : αυτό γίνεται επειδή ήμουν καλά. Τα μάτια μου είναι γεμάτα αναλυτό μολύβι, το στόμα μου γεμάτο χώμα, τα νεύρα μου συστρέφονται σα φίδια. — Ω ! μια νυχτερίδα κουτουλά στα μελίγγια μου! — Η γιαγιά μου έζησε μισότρελη σαράντα δυο χρόνια. Ο βασιλιάς Ερρίκος ο θειος μου ήταν μισότρελος. Ο πατέρας μου πέθανε από θλίψη. Όλοι αυτοί κουλουριάζονται μέσα μου. Ω ! να πιω, να πιω το νεράκι μου ! (Σηκώνεται και πάει να πιει από το κύπελλο. Ύστερα το προσφέρει στον Καρδινάλιο) Θέλετε ; (Ο Καρδινάλιος κάνει όχι με το κεφάλι) Τότε, πηγαίνετε. Αφήσετέ με να βγω από το όνειρο που είστε σεις και εκείνο που αντιπροσωπεύετε· μονάχα εγώ δεν είμαι όνειρο για τον εαυτό μου. (Κάνοντας μερικά χορευτικά βήματα) Αλλά, πρωτύτερα, ας χορέψουμε λιγάκι ! Δε θέλετε βέβαια ν’ αρχίσω να χορεύω μονάχα όταν θα έχετε φύγει, από τη χαρά μου που θα έχετε εξαφανιστεί. (Ο Καρδινάλιος τραβιέται πισωπατώντας. Φωνάζει προς την πόρτα του βάθους: «Κύριοι! Κύριοι!» Μερικοί παλατιανοί, μαζεύονται στην πόρτα και μάλιστα μπαίνουν στο δωμάτιο, χωρίς να τολμούν να προχωρήσουν παραμέσα. Ακούγονται φωνές : «Εκλαμπρότατε, εξορκίσετέ την!» «Φωνάξετε την Ντόνια Ινές!» «Ραντίσετέ την με αγίασμα!») Χορεύω συχνά με τον παπαγάλο που ο Χοακίν μου έφερε από τις Ινδίες· είναι ολοκόκκινος όπως εσείς, Καρδινάλιε, αλλά δεν ξέρει να λέει τους Χαιρετισμούς. Ας χορέψουμε, ας χορέψουμε λιγάκι ! Ας χορέψουμε με συνοδεία το κλαψογέλιο. Υπάρχει το τίποτα και υπάρχει το είναι : καμωμένα για να χορεύουν μαζί. Το ναι και το όχι είναι για μένα σα δυο μύγες που χορεύουν ζευγαρωμένες : δεν ξεχωρίζεις τη μια από την άλλη...

Page 207: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

207

ΡΟΖΕ ΒΙΤΡΑΚ Μετ: ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΤΕΣΙΣ

ΒΒΙΙΚΚΤΤΟΟΡΡ

Πράξη Πρώτη. Σκηνή Τρίτη.

Η Εσθήρ μιλάει με τον Βικτόρ.. ΕΕΣΣΘΘΗΗΡΡ Βικτοράκο… έχω κι εγώ να σου διηγηθώ κάτι. Έχω μια ιστορία να σου πω παρόμοια με τη δική σου. Για το μπαμπά σου και τη μαμά μου! Ήμουνα στο σαλόνι – με είχε η μαμά στα γόνατά της. Και κρατούσα τόνα από τα σκουλαρίκια της. Ξέρεις, μόλις μου είχαν τρυπήσει τα’ αυτιά. «Δεν ανάβουμε τη λάμπα;» Όχι. Δεν ήθελε. Όπου χτυπάει το κουδούνι. Πετάγεται απάνω η μαμά, βροντάω εγώ στο πάτωμα. Παφ, πιφ, να κάτι γρήγορες – και με τα δυο χέρια μαζί. «Πού έχεις το νου σου! Αποβλακωμένο!»… εγώ ήμουνα το αποβλακωμένο. Αποτέλεσμα: ένα μάγουλο γρατζουνισμένο. Το σκουλαρίκι όμως τόχα κρυμμένο στη χούφτα μου, σπασμένο. Και αν το βρεις, ποιος ήτανε; Ο μπαμπάς σου. Ήτανε ξυρισμένος… παντού. Όχι, όχι δεν ήρθε ολόγυμνος. Μόνο τα χέρια του και τα μούτρα του ήτανε γυμνά. Εγώ μένω. Μου χώνουν ένα βιβλίο στα χέρια. «Καλησπέρα Κάρολε, καλησπέρα Θηρεσία. Πού είναι ο αγαπητός Αντωνάκης;» Ο μπαμπάς είχε πάει για ύπνο. Κάθουνται στον καναπέ. Κοίτα τώρα τι έπιασε τ’ αυτί μου. Η μαμά έλεγε: «ζουμπουρλό, ζουμπουρλό, ζουμπουρλό…» Ο μπαμπάς σου: «θηρεσιάκι, θηρεσιάκι, θηριάκι, θηριάκι…» Η δική μου: «Κάρλο, Καρολίνο, Καρολίνο, μη, μη, μη, μη! Ειδωλίζουμαι παντού, μη ειδωλίζουμαι!»… Τώρα τι σχέση είχαν τα είδωλα… Λοιπόν ο δικός σου: «Μόνοι μας! Τι νίκη, νίκη, νίκη, νίκη…» Η δική μου: «Νίκη! Μα νίκη το λες αυτό! Αχ… όποιος πιστεύει μόνο στο σαρκαστικό έρωτα – ΜΗ! Αν ξαφνικά ο Αντώνης – πάνω στο κόλπο;» Ο δικός σου: «ας τούρθει κόλπος…» Η δική μου: «κάτι είπε για τον μπαμπά, και για πράσα… ξέρω γω. Ο δικός σου: «…χταπόδι πορνευτό… χταποδαράκι πορνευτό… Άστο αυτό το ρόδινο μαλάκιο… πω, πω, ένα τροφαντό γουνάκι»… το γουνάκι τόπιασα καλά, για το άλλο δεν είμαι σίγουρη. Η δικιά μου πάτησε το κλάμα, ο δικός σου έφυγε βροντώντας την πόρτα. Κείνη τη στιγμή έρχεται ο μπαμπάς με την πουκαμίσα. Φέρνει βόλτα το σαλόνι και φωνάζει: «Δεν είμαι καλά, κάτι έχω». Πάντα το λέει αυτό ο μπαμπάς. «Κι εγώ δεν είμαι καλά», λέει η μαμά. Όπου εκείνος πέφτει γονατιστός μπροστά της, αρχίζει να τρέμει η μαμά, ξαναρχίζει να φωνάζει ο μπαμπάς – δηλαδή το φωνάζει από κάμποσες μέρες αυτό: « Και τα μοσχάρια, πιο πολύ αξίζουν από τα μικρά σου! Ανάξιε Μπαζαίν! Άκαπνε στρατάρχη!» Αλλά επειδή ο γιατρός μας έχει συστήσει να μην του πάμε κόντρα, πήγαμε όλοι για ύπνο.

Page 208: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

208

ΖΑΝ – ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΤΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΟΟΙΙ ΜΜ ΥΥ ΓΓ ΕΕ ΣΣ

Πράξη Πρώτη. Σκηνή Τρίτη.

Η Ηλέκτρα κρατάει έναν τενεκέ με σκουπίδια και πλησιάζει το άγαλμα του Δία χωρίς να δει κανέναν. ΗΗΛΛΕΕΚΚΤΤΡΡΑΑ Κάθαρμα ! Μπορείς να με κοιτάξεις με τα στρογγυλά σου μάτια, χωμένα στην πασαλειμμένη απ’ τα ζουμιά των μούρων φάτσα σου. Δε σε φοβάμαι. Μίλα. Ήρθαν το πρωί, οι άγιες γυναίκες, οι γριές μαυροφορεμένες σβούρες. Σέρνανε τα τσόκαρά τους γύρω σου. Χαιρόσουνα, ε ; Σκιάχτρο ! Τις αγαπάς τις γριές. Όσο περισσότερο μοιάζουν με τους πεθαμένους τόσο περισσότερο τις αγαπάς. Έχυσαν στα πόδια σου αρωματισμένα κρασιά, βλέπεις, γιορτάζεις σήμερα, και γαργάλισε τα ρουθούνια σου η μουχλιασμένη ευωδιά που ξεχύνεται από τις λερές πουκαμίσες τους. Ακόμα είναι ερεθισμένα απ’ αυτό το διαλεχτό άρωμα. (Τρίβεται πάνω στο άγαλμα) Ε, λοιπόν, τώρα νιώσε και το δικό μου. Νιώσε τη μυρωδιά της τρυφερής σάρκας μου. Εγώ είμαι νέα, είμαι ζωντανή Ανατριχιάζεις, ε ; Σου προσφέρω και τα δικά μου θυμιατά, μιας και ολόκληρη η πόλη προσεύχεται για σένα. Πάρ’ τα! Να ! Φλούδια, φλούδια, στάχτη απ’ την πυροστιά μας, σάπια κρέατα γιομάτα, σκουλήκια, μουχλιασμένο ψωμί, που και τα γουρούνια μας δε το καταδέχουνται. Θα χορτάσουν οι μύγες σου. Χρόνια πολλά ! Να ! Χρόνια πολλά ! Εύχομαι να ’ναι τα τελευταία σου. Δεν έχω τη δύναμη να σε γκρεμοτσακίσω στη γη ! Αλλά μπορώ να σε φτύσω όπως είσαι. Αυτό μπορώ να το κάνω. Φτου ! Έννοια σου όμως, θα ’ρθει αυτός που περιμένω. Θα κρέμεται στο πλευρό του ένα βαρύ σπαθί. Θα σε κοιτάξει καγχάζοντας, έτσι, με τα χέρια στους γοφούς, γερά στημένος στα πόδια του. Κι ύστερα θα τραβήξει το σπαθί του και θα σε σκίσει στα δύο. Έτσι ! Και τότε θα κατρακυλήσει ανοιγμένος στα δύο ο Δίας, κι όλος ο κόσμος θα δει πως είναι από άσπρο ξύλο. Πως δεν είναι παρά κάτασπρο κούτσουρο ο Θεός των Νεκρών. Η φρίκη, το ματωμένο πρόσωπο, τα πράσινα σκοτεινά μάτια δεν παρά μια ψεύτικη μπογιά. Χωρίς αλήθεια. Το ξέρεις πως από είσαι κάτασπρος; Άσπρος σαν ένα νιογέννητο σκουλήκι ! Μια δυνατή σπαθιά θα σε σκίσει μεμιάς κι ούτε καν θα ματώσεις. Καθαρό ξύλο. Σκέτο καθαρό άσπρο κούτσουρο ! Καλό για προσάναμα ! (Βλέπει τον Ορέστη) Α !...

Page 209: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

209

ΖΑΝ – ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΤΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΚΚΕΕΚΚΛΛΕΕΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΩΩΝΝ ΤΤΩΩΝΝ ΘΘΥΥΡΡΩΩΝΝ

Μονόπρακτο. Σκηνή Πέμπτη.

Η Ινές αποστρέφεται τον έρωτα του Γκαρσέν. ΙΙΝΝΕΕΣΣ Να ξεχάσουμε ; Παιδιαρίσματα. Σας νιώθω μέχρι το μεδούλι μου. Η σιωπή σας μου ξεφωνίζει μέσα στ’ αυτιά. Μπορείτε να καρφώσετε το στόμα, να κόψετε τη γλώσσα. Αυτό θα σας εμποδίσει μήπως υπάρχετε ; Θα σταματήσει τη σκέψη σας ; Την ακούω κι όλας κάνει τικ τακ σαν ξυπνητήρι και ξέρω πως κι εσείς ακούτε τη δικιά μου. Του κάκου κουρνιάζετε στον καναπέ σας. Είσαστε παντού. Οι ήχοι φτάνουν σε μένα λερωμένοι, γιατί περνάνε πρώτα από σας. Μου κλέψατε ακόμα και το πρόσωπό μου. Εσείς το ξέρετε. Εγώ δεν το ξέρω. Κι αυτή ; Μου την κλέψατε κι αυτή. Αν ήμασταν μόνες, φαντάζεστε πως θα μου φερνότανε έτσι όπως μου φέρθηκε ; Όχι... όχι... Βγάλτε τα χέρια από το πρόσωπό σας. Δεν πρόκειται να σας αφήσω. Θα ’τανε πολύ βολικό. Θα μένατε εκεί, αναίσθητος, βυθισμένος στον εαυτό σας σα Βούδας κι εγώ θα ’χα κλειστά τα μάτια για να τη νιώθω να σας αφιερώνει όλους τους θορύβους της ζωής της, ακόμα και το θρόισμα του φουστανιού της και να σας στέλνει χαμόγελα που δε θα βλέπετε. Να μου λείπει. Θέλω να διαλέξω την κόλασή μου. Θέλω να σας κοιτάζω με ορθάνοιχτα μάτια και να πλέψω με καθαρό πρόσωπο.

Page 210: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

210

ΖΑΝ – ΠΩΛ ΣΑΡΤΡ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΤΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΚΚΕΕΚΚΛΛΕΕΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΩΩΝΝ ΤΤΩΩΝΝ ΘΘΥΥΡΡΩΩΝΝ

Μονόπρακτο. Σκηνή Πέμπτη.

Η Εστέλλα θα διεκδικεί ερωτικά τον Γκαρσέν. ΕΕΣΣΤΤΕΕΛΛΛΛΑΑ Α, δικιά μου ; Ε, λοιπόν, ποιος απ’ τους δυο σας θα τολμούσε να με πει «Πηγή της ζωής του» ; Δεν μπορεί να σας γελάσει εσάς κανένας. Ξέρετε πως είμαι μια βρώμα. Να με σκέφτεσαι, Πιερ. Μονάχα εμένα να σκέφτεσαι και να με υπερασπίζεσαι. Όσο θα σκέφτεσαι την «Πηγή της ζωής σου», την αγαπημένη «Πηγή της ζωής σου», εγώ θα είμαι εδώ μόνο η μισή. Δε θα είμαι παρά η μισή ένοχη. Είμαι η «Πηγή της ζωής σου» εκεί πάνω, κοντά σου... Έχει κοκκινίσει σα ντομάτα. Μα δεν είναι δυνατόν... Χιλιάδες φορές είχαμε γελάσει σε βάρος της ο Πιερ κι εγώ. Ποιο είναι αυτό το κομμάτι ; Κάποτε μ’ άρεσε πολύ... Α... είναι το «Σαν Λούι Μπλουζ». Χορέψτε, λοιπόν, χορέψτε. Γκαρσέν, θα σκάζατε στα γέλια αν μπορούσατε να τη δείτε. Δε θα μάθει λοιπόν ποτέ πως τη βλέπω ; Σε βλέπω... σε βλέπω... με τα αχτένιστα μαλλιά σου, το σαραβαλιασμένο σου πρόσωπο. Σε βλέπω που του πατάς τα πόδια. Μα είναι να πεθάνει κανείς στα γέλια. Μπρος... πιο γρήγορα... πιο γρήγορα. Την τραβάει, τη σπρώχνει... Είναι χυδαίο. Πιο γρήγορα. Μου ’λεγε: «Είστε τόσο ελαφριά»... Εμπρός... εμπρός... (Χορεύει μιλώντας) Σου λέω πως σε βλέπω. Δεν την νοιάζει. Χορεύει ανάμεσα απ’ τα βλέμματά μου. Η αγαπημένη μας Εστέλλα... Τι, η αγαπημένη μας Εστέλλα ; Α, πάψε. Δεν έχυσες ούτε ένα δάκρυ στην — κηδεία. Του λέει: «Η αγαπημένη μας Εστέλλα». Έχει το θράσος να μιλάει για μένα. Εμπρός... με το ρυθμό. Δεν μπορούσε ποτέ της να μιλάει και να χορεύει μαζί Μα... για στάσου... Όχι... όχι... Μην πεις... (Σταματάει να χορεύει)... Εντάξει. Τώρα μπορείς να τον κρατήσεις. Του τα ’πε όλα, Γκαρσέν. Για το Ροζέ, το ταξίδι στην Ελβετία, το παιδί... Του τα διηγήθηκε όλα. «Η αγαπημένη Εστέλλα δεν ήταν...» Όχι, όχι... στο κάτω κάτω δεν ήμουν. Κουνάει το κεφάλι του με θλιμμένο ύφος, μα δεν μπορεί να πει κανένας πως αυτό τον συγκλόνισε. Κράτησέ τον τώρα. Δεν πρόκειται να σκοτιστώ για τα μακριά του τσίνουρα, ούτε για το ντροπαλό κοριτσίστικο ύφος του. Α... μ’ έλεγε η «Πηγή της ζωής του», η «Κρυσταλλένια του». Ε, λοιπόν, το κρύσταλλο έγινε κομμάτια. «Η αγαπημένη μας Εστέλλα»... Χορέψτε, λοιπόν... χορέψτε. Με το ρυθμό. Ένα, δύο... (Χορεύει) Τι δε θα ’δινα για να μπορούσα να ξαναγύριζα μια στιγμή στη γη. Μια μόνο στιγμή, για να χορέψω. Δεν ακούω πια καλά. Σβήσανε τα φώτα όπως κάνουνε στο ταγκό. Γιατί — ζουν τόσο σιγά ; Πιο δυνατά... Πόσο είναι μακριά... Δεν... δεν ακούω πια τίποτα. Η γη μ’ άφησε. Γκαρσέν, κοίταξέ με... Αγκάλιασέ με...

Page 211: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

211

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΗΗ ΦΦΑΑΛΛΑΑΚΚΡΡΗΗ ΤΤΡΡΑΑΓΓΟΟΥΥΔΔΙΙΣΣΤΤΡΡΙΙΑΑ

Σκηνή Πέμπτη.

Η Μαίρη, η υπηρέτρια αποδεικνύει πως τελικά το ζευγάρι όχι μόνο δεν είναι ζευγάρι, αλλά το κάθε πρόσωπο είναι διαφορετικό απ’ αυτό που ισχυρίζεται πως είναι. ΜΜΑΑΙΙΡΡΗΗ Η Ελισάβετ και ο Ντόναλντ πλέουν τώρα σε τέτοια πελάγη ευτυχίας που αποκλείεται να με ακούσουν, έτσι μπορώ να σας φανερώσω ένα μυστικό. Η Ελισάβετ δεν είναι η Ελισάβετ και ο Ντόναλντ, με τη σειρά του, δεν είναι ο Ντόναλντ. Και αυτό θα σας το αποδείξω αμέσως. Η κορούλα που γι’ αυτήν μας μίλησε ο Ντόναλντ εν είναι κοριτσάκι της Ελισάβετ, δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Συμφωνώ πως το κοριτσάκι του Ντόναλντ έχει ένα ματάκι άσπρο και ένα ματάκι κόκκινο, ακριβώς όπως και η κορούλα της Ελισάβετ Αλλά ενώ το κοριτσάκι του Ντόναλντ έχει το ματάκι άσπρο και το αριστερό ματάκι κόκκινο, η κορούλα της Ελισάβετ, το κακόμοιρο, έχει το δεξί ματάκι κόκκινο και το αριστερό ματάκι άσπρο. Έτσι όλη η πυραμίδα των επιχειρημάτων του Ντόναλντ σκοντάφτοντας σ’ αυτό το τελευταίο εμπόδιο καταρρέει, και αυτόματα διαλύει όλη τη θεωρία του. Διότι παρά τις καταπληκτικές συμπτώσεις που μοιάζουν αληθοφανείς αποδείξεις, ο Ντόναλντ και η Ελισάβετ αφού δεν είναι οι γονείς του ίδιου παιδιού δεν μπορούν να είναι ο Ντόναλντ και η Ελισάβετ. Αυτός μπορεί να πιστεύει όσο θέλει πως είναι ο Ντόναλντ κι εκείνη μπορεί να πιστεύει όσο θέλει πως είναι η Ελισάβετ. Αυτός μπορεί να πιστεύει όσο θέλει πως είναι η Ελισάβετ και εκείνη μπορεί να πιστεύει όσο θέλει πως είναι ο Ντόναλντ. Εντούτοις και οι δυο κάνουν ένα χοντροειδέστατο λάθος. Έτσι τίθεται το ερώτημα, ποιος είναι πραγματικός Ντόναλντ, ποια είναι η αυθεντική Ελισάβετ ; Ποιος έχει λοιπόν συμφέρον να συνεχιστεί αυτή η παρεξήγηση ; Προσωπικά δεν έχω ιδέα. Αλλά καλύτερα ας μη σκαλίζομε τα καλώς κείμενα, Κι ας αφήσουμε τα πράγματα να συνεχίσουν το δρόμο τους. (Κάνει μερικά βήματα προς την έξοδο, ύστερα ξαναγυρίζει και στρέφεται στο κοινό) Ξέχασα να σας πω, το πραγματικό μου όνομα είναι Σέρλοκ Χολμς.

Page 212: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

212

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΙΟΝΕΣΚΟ Μετ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΣ

ΗΗ ΠΠΕΕΙΙΝΝΑΑ ΚΚΑΑΙΙ ΗΗ ΔΔΙΙΨΨΑΑ

Επεισόδιο Πρώτο.

Σε συνδυασμό με το φάντασμα μιας μυθομανούς γριάς θείας, ο Ζαν τείνει να φύγει. Και θα φύγει μετά από ένα ανόητο παιχνίδι κρυφτού με τη γυναίκα του για να αναζητήσει το μακρινό και φωτεινό άγνωστο. ΜΜΑΑΡΡΙΙ –– ΜΜΑΑΝΝΤΤΛΛΕΕΝΝ (Ψάχνοντας) Ζαν, μικρέ μου Ζαν. Αγάπη μου, αγαπούλη μου... Είσαι σ’ αυτό το δωμάτιο, είσαι έξω απ’ το δωμάτιο... Κούκου... Κούκου... Κρύφτηκες πίσω απ’ την ντουλάπα ; Είσαι κάτω απ’ το τραπέζι, πίσω απ’ τον μπουφέ ; Στο διάδρομο... στην κουζίνα : Σε τούτη τη μεριά, αποδώ ;... σ’ εκείνη τη μεριά αποκεί ; Πού είσαι ; Μίλα μου. Πού είσαι ; Κούκου... Αφού απαντάει, είναι στο σπίτι. Ζαν, σε παρακαλώ... σε ικετεύω... Όχι. Δε θα μπορέσεις να ξεριζώσεις απ’ την καρδιά σου την αγάπη. Την αγάπη που με δένει. Την αγάπη που σε δένει. (Τραγουδώντας, ψάχνει πάντα στα πιο απίθανα μέρη) Απ’ την καρδιά σου, απ’ την καρδιά σου, δεν μπορείς να ξεριζώσεις την αγάπη, δεν μπορείς να ξεριζώσεις την αγάπη απ’ την καρδιά σου. Την αγάπη της καρδιάς σου, δεν μπορείς να ξεριζώσεις. Δεν μπορείς να την ξεριζώσεις. Δεν μπορείς να την ξεριζώσεις. Κούκου... Κούκου... Σε ποιο δωμάτιο κρύβεσαι ; Δεν σε βρίσκω μήτε στην κουζίνα, μήτε στο μπάνιο, ούτε κάτω απ’ το κρεβάτι. Χώθηκες σε κανένα μπαούλο ; Βγες, σε παρακαλώ. Αν χωνιάστηκες στο τζάκι, θα λερωθείς και θα χτυπήσεις. Κούκου... Κούκου... Μη γίνεσαι παιδί! Πού τρύπωσες, πίσω απ’ την πόρτα ; Όχι. με φωνάζεις απ’ το διπλανό σπίτι ;... Η φωνή του έρχεται απ’ την αποθήκη. Κρύφτηκε στην αποθήκη; Ανέβηκε στα κεραμίδια ; Η φωνή του έρχεται απ’ τα κεραμίδια. Κούκου... Κούκου... Όχι. Δεν μπορεί να ξεριζώσει απ’ την καρδιά του την αγάπη. Χωρίς λαβωματιά αυτή την αγάπη δεν μπορεί να την ξεριζώσει. Αυτή την αγάπη που έχει βλαστήσει βαθιά στην καρδιά του, απ’ την καρδιά του, δεν μπορεί να την ξεριζώσει. Δεν έφυγε, είναι εδώ. Τον ακούω. Μ’ απαντάει Κούκου... Ζαν... Κούκου... (Ψάχνει σαν τρελή σ’ όλη τη σκηνή, λίγο σαν μαριονετα, λίγο σαν ένα παιδί) Τέλειωνε. Έλα, άσε τ’ αστεία. Σε ικετεύω. Δες, η μικρή σου απλώνει τα χεράκια της. Απάντησέ μου... Κούκου... Απάντησέ μου λοιπόν, απάντησέ μου. Κούκου... Απάντησε, σε παρακαλώ. Δε σε βρίσκω πουθενά. Ξέρω όλες τις παλιές σου κρυψώνες, αλλά αυτή δεν μπορώ να τη βρω. Άνοιξε η γη και σε κατάπιε ; Δε γίνεται να έφυγες. Λοιπόν !... Θα παίξω ακόμα τρία λεπτά, μόνο τρία. Σύμφωνοι. Θα ψάξω ακόμα ένα λεπτό, αλλά τουλάχιστον ν’ ακούσω τη φωνή σου. Φώναξε «Κούκου... Κούκου...». (Συνεχίζει να ψάχνει κάτω απ’ το τραπέζι, πίσω απ’ τις καρέκλες, κάτω το τραπεζομάντιλο, κάτω απ’ την καρέκλα, κάτω απ’ τον μπουφέ μέσα στα συρτάρια του. Φοράει τα γυαλιά της, παίρνει ένα φακό και ψάχνει με τα γυαλιά. Την έχει πιάσει πανικός και φωνάζει ασταμάτητα) Κούκου... Κούκου... Πριν από λίγες στιγμές απαντούσες Ζαν... Πες μου πως δε βγήκες απ’ το σπίτι ; Πες μου πως δεν μπόρεσες να φύγεις ; Θα μου το ’λεγες δεν είναι έτσι ; Απάντησέ μου Κούκου... Νάτος... όχι δεν ήταν αυτός. Με τυραννάς μ’ αυτό το παιχνίδι. Καταλαβαίνεις τι σου λέω ; Είναι ένα παιχνίδι αμείλικτο. Με βασανίζεις πολύ, πάρα πολύ. (Συνεχίζει να ψάχνει σαν

Page 213: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

213

αυτόματο, όλο και πιο αργά, με λιγότερη πεποίθηση, δίχως να πολυπροσέχει) Όχι. Δεν μπορεί να ξεριζώσει απ’ την καρδιά του την αγάπη.

Page 214: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

214

ΖΑΝ ΑΝΟΥΙΓ Μετ: ΜΑΡΙΟΥ ΠΛΩΡΙΤΗ

ΑΑΝΝΤΤΙΙΓΓΟΟΝΝΗΗ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Αντιγόνη ψιθυρίζει με τα μάτια μακριά. Απέναντί της ο Κρέων. ΑΑΝΝΤΤΙΙΓΓΟΟΝΝΗΗ Η ευτυχία… Ποια θα είναι η δικιά μου η ευτυχία ; Τι είδους ευτυχισμένη γυναίκα η μικρή Αντιγόνη ; Τι είδους μικρότητες θα πρέπει να κάνει κι αυτή, μέρα με την ημέρα, για ν’ αποσπάσει με τα δόντια της το μικρό κουρέλι της ευτυχίας που της ανήκει ; Σε ποιον θα πρέπει να πει ψέματα, σε ποιον να χαμογελάσει, σε ποιον να πουληθεί ; Πείτε μου. Ποιον θα πρέπει ν’ αφήσει να πεθάνει, κάνοντας πως δεν βλέπει ; Θέλω να μάθω πώς θα κάνω κι εγώ για να γίνω ευτυχισμένη ; Κι αμέσως, γιατί αμέσως πρέπει να διαλέξω. Λέτε πως είν’ ωραία η ζωή. Θέλω να μάθω πώς θα κάνω για να ζήσω. Ναι, αγαπώ τον Αίμονα. Αγαπώ έναν Αίμονα γερό και νέο, έναν Αίμονα απαιτητικό και πιστόν, όπως εγώ. Αν πρόκειται όμως η ζωή σας, η ευτυχία σας να περάσουν από πάνω του και να τον αφανίσουν με τη φθορά τους, αν πρόκειται να μη χλομιάζει πια ο Αίμων όταν εγώ χλομιάζω, αν πρόκειται να μη νομίζει πως πέθανα όταν αργώ πέντε λεφτά, αν πρόκειται να μη νοιώθει ολομόναχος στον κόσμο και να μη με μισεί όταν γελάω χωρίς να ξέρει αυτός γιατί, αν πρόκειται να γίνει κοντά μου ο Κύριος Αίμων, αν πρόκειται να μάθει να λέει «ναι» κι αυτός – τότε δεν τον αγαπώ πια τον Αίμονα. Σας μιλάω από πολύ μακριά τώρα, από ένα βασίλειο όπου δεν μπορείτε πια να μπείτε, με τις ρυτίδες σας, τη σύνεσή σας, την κοιλιά σας. (Γελάει) Α, γελάω, Κρέων, επειδή σε ξαναβλέπω με μιας δεκαπέντε χρονών. Έχεις το ίδιο ύφος του αδύνατου που νομίζει πως είναι παντοδύναμος. Η ζωή, μόνο που σου πρόσθεσε όλες αυτές τις ζαρωματιές στο πρόσωπο κι αυτό το λίπος ολόγυρά σου. Ξέρεις πως έχω δίκιο, μα δε θα τ’ ομολογήσεις ποτέ, επειδή υπερασπίζεσαι την ώρα τούτη την ευτυχία σου, όπως ο σκύλος το κόκαλό του. Μ’ αηδιάζετε όλοι με την περίφημη ευτυχία σας. Με την περίφημη ζωή σας που πρέπει να την αγαπάμε και καλά. Κάνετε σα σκυλιά που γλύφουν ό,τι βρεθεί. Μια μικρούλα πιθανότητα ευτυχίας για κάθε μέρα, και δε ζητάμε άλλο… Εγώ, τα θέλω όλα, αμέσως, δίχως παζάρια, ειδάλλως δε δέχομαι τίποτα ! Δε θέλω νάμαι ολιγαρκής, εγώ και νάμαι ευτυχισμένη μ’ ένα ξεροκόμματο, αν έκατσα φρόνιμα. Θέλω να βεβαιωθώ για όλα σήμερα και για να βεβαιωθώ πως είναι τόσο όμορφα όπως και τον καιρό που ήμουν μικρή – ειδάλλως να πεθάνω. Ναι, είμαι άσκημη. Είναι απαίσιες, ε, αυτές οι φωνές, αυτά τ’ αναπηδήματα, αυτή η πάλη με τα’ απόκρυφα ; Ο πατέρας δεν ομόρφυνε παρά έπειτα, όταν βεβαιώθηκε πια ολότελα πως είχε σκοτώσει τον πατέρα του, πως είχε παντρευτεί τη μητέρα του και πως τίποτα, τίποτα πια δεν μπορούσε να τον σώσει. Τότε γαλήνεψε μονομιάς, κάτι σαν χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του κι έγινε όμορφος. Είχαν όλα τελειώσει. Δεν τούμενε πια παρά να κλείσει

Page 215: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

215

τα μάτια του, για να μη σας βλέπει άλλο. Α, οι φάτσες σας, οι κακομοίρικές σας φάτσες των υποψηφίων της ευτυχίας ! Εσείς είσαστε άσκημοι, όσο ωραίοι κι αν φαντάζετε. Έχετε όλοι σας κάτι άσκημο στη γωνιά του ματιού ή των χειλιών. Έχετε φάτσες μαγείρων.

Page 216: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

216

ΖΑΝ ΑΝΟΥΙΓ Μετ: ΜΑΡΙΟΥ ΠΛΩΡΙΤΗ

ΑΑΝΝΤΤΙΙΓΓΟΟΝΝΗΗ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Η Αντιγόνη στον Αίμωνα. ΑΑΝΝΤΤΙΙΓΓΟΟΝΝΗΗ Ναι, κι εσύ γέλασες, και μαλώσαμε κι ο στριμμένος μου χαρακτήρας με παράσυρε κι έφυγα. (Προσθέτει χαμηλόφωνα) Όμως, χτες ρβάδυ, είχα έρθει στο δωμάτιό σου για να με κάνεις δική σου, για να γίνω γυναίκα σου, πριν... (Ο Αίμων

πισωπλατίζει, κάνει να μιλήσει, εκείνη φωνάζει) Ορκίστηκες να μη με ρωτήσεις γιατί ! Μου τ’ ορκίστηκες, Αίμων ! (Πιο χαμηλόφωνα, σχεδόν ταπεινά) Σε παρακαλώ. (Και προσθέτει, σκληρά,

γυρίζοντας αλλού) Κι έπειτα, θα στο πω. Ήθελα χτες να γίνω γυναίκα σου, επειδή σ’ αγαπώ έτσι, εγώ, πολύ δυνατά, κι επειδή — θα σε πονέσω, αγαπημένε μου, συχώρεσέ με — επειδή ποτέ, ποτέ δε θα μπορέσω να σε παντρευτώ. (Αυτός μένει βουβός από κατάπληξη, η Αντιγόνη τρέχει στο παράθυρο και φωνάζει) Αίμων, μού τ’ ορκίστηκες ! Φύγε, φύγε αμέσως, χωρίς να πεις τίποτα. Αν μιλήσεις, αν κάνεις κι ένα βήμα προς τα εδώ, θα πέσω απ’ το παράθυρο. Στ’ ορκίζομαι στο αγοράκι που αποχτήσαμε στ’ όνειρό μας, στο μόνο αγοράκι που θάχω ποτέ μου. Φύγε τώρα. Φύγε γρήγορα. Θα μάθεις αύριο. Θα μάθεις σε λίγο. (Αποτελειώνει με τέτοια απελπισία, που

ο Αίμων υπακούει και ξεμακραίνει) Σε παρακαλώ, πήγαινε, Αίμων. Είναι το μόνο που μπορείς να κάνεις για μένα, αν μ’ αγαπάς.

Page 217: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

217

ΖΑΝ ΑΝΟΥΙΓ Μετ: ΜΑΡΙΟΥ ΠΛΩΡΙΤΗ

ΕΕΥΥΡΡΥΥΔΔΙΙΚΚΗΗ

Πράξη Τρίτη. Εικόνα Πρώτη.

Η Ευρυδίκη απευθύνεται στον Ορφέα. Εκείνος δεν την κοιτάζει καθόλου. ΕΕΥΥΡΡΥΥΔΔΙΙΚΚΗΗ Σε λίγο θα ξημερώσει αγάπη μου και θα μπορείς να με κοιτάξεις… Όμως σε παρακαλώ, μη μιλάς άλλο, μη σκέφτεσαι. Άσε το χέρι σου να με χαϊδέψει. Όλα θα γίνουν τόσο απλά, αν αφήσεις το χέρι σου να μ’ αγαπήσει, μόνο του, χωρίς να μιλήσουμε άλλο !

(Ο Ορφέας τη χαϊδεύει) Το χέρι σου είναι ευτυχισμένο, αυτή την ώρα. Δε ζητάει από μένα, παρά να είμαι εδώ, ζεστή και υπάκουη, κάτω απ’ την παλάμη του. Κι εσύ, μη μου ζητάς τίποτ’ άλλο. Αγαπιόμαστε. Είμαστε νέοι. Θα ζήσουμε. Δέξου την ευτυχία, σε παρακαλώ.

(Ο Ορφέας απομακρύνεται Εκείνη τρέχει κοντά του και του κλείνει τα μάτια με τα χέρια της)

Αγάπη μου ! Περίμενε, περίμενε, σε παρακαλώ. Το μόνο που πρέπει, είναι να βγούμε απ’ τη νύχτα ! Σε λίγο ξημερώνει. Κι όλα θα γίνουν απλά πάλι! Ω, σε παρακαλώ, αγάπη μου, μη γυρίσεις, μη με κοιτάξεις. Μπορεί να μην είμαι όπως με ήθελες, μπορεί να μην είμαι εκείνη που έπλασες με τη φαντασία σου μέσα στην ευτυχία της πρώτης μέρας… Όμως, με νιώθεις κοντά σου, δεν είν’ έτσι ; Είμ’ εδώ, είμαι ζεστή, είμαι απαλή και σ’ αγαπώ. Θα σου δώσω όλη την ευτυχία που μπορώ. Αλλά μη μου ζητάς περισσότερα… Άφησέ με να ζήσω ! Θέλω τόσο πολύ να ζήσω !...

Page 218: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

218

ΖΑΝ ΑΝΟΥΙΓ Μετ: ΦΩΝΤΑΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

ΜΜΗΗΔΔΕΕΙΙΑΑ

Από το ομώνυμο μονόπρακτο.

Μήδεια και Παραμάνα ακουμπισμένες καταγής, μπροστά σε μια χειράμαξα – σπίτι. ΜΜΗΗΔΔΕΕΙΙΑΑ Άφησέ με γυναίκα! Δεν τα χρειάζομαι πια τα χέρια σου. Το παιδί μου ήρθ’ ολομόναχο. Κι είναι αγόρι τη φορά τούτη. Ω, μίσος μου! Τι νέο που είσαι… Τι γλυκό, πόσο όμορφα μυρίζεις. Μικρέ μαύρε μου γιε, δεν έχω πια τι άλλο από σένα ν’ αγαπήσω στον κόσμο. Άκουω το μίσος μου… Ω, γλύκα! Ω, δύναμη χαμένη!… Τι έβγαλε από μένα, παραμάνα, με τα μεγάλα ζεστά χέρια του; Υπέφερε να μπαίνει μες στο παλάτι του πατέρα μου και να μ’ αγγίζει. Πέρασαν δέκα χρόνια, και τώρα το χέρι του Ιάσονα μ’ αφήνει. Ξαναβρίσκω τη Μήδεια. Ονειρεύομαι μήπως; Είμαι εγώ. Είμαι η Μήδεια! Δεν είμαι πια εκείνη η γυναίκα που δέθηκε με την οσμή κάποιου άντρα, αυτό το σκυλί που περιμένει ξαπλωμένο. Ντροπή! Ντροπή! Τα μάγουλά μου καίνε, παραμάνα. Τονε περίμενα όλη μέρα, με τα πόδια ανοιχτά, να λιώνω… Ταπεινά, μ’ εκείνο το κομμάτι του κορμιού μου που μπορούσε να δώσει και να ξαναπάρει, με την κοιλιά μου ολόκληρη, που ήταν δική του… Ήταν ανάγκη να υπακούω και να του χαμογελώ και να στολίζομαι για να του αρέσω, αφού μ’ άφηνε κάθε πρωί παίρνοντάς με μαζί του, τρισευτυχισμένη που ξαναρχόταν το βράδυ να μου επιστρέψει τον εαυτό μου. Ήταν ανάγκη να του το δώσω κείνο το χρυσόμαλλο δέρας αν το ’θελε, κι όλα να του τα ψιθυρίσω τα μυστικά του πατέρα μου και τ’ αδερφού μου, να τον ακολουθήσω μετά σ’ εκείνη τη φυγή, φόνισσα και δυστυχισμένη. Έκανα ότι έπρεπε, αυτό είν’ όλο, και θα μπορούσα να ’χα κάνει πιο πολλά. Τα ξέρεις όλ’ αυτά, γυναίκα. Εσύ; Αγάπησες κι εσύ ποτέ; Ακρωτηριασμένη! Μισερή!… Ω, ήλιε, αν είν’ αλήθεια ότι κατάγομαι από σένα, γιατί με μισέρωσες ; Γιατί μ’ έκανες γυναίκα; Γιατί τα στήθια αυτά; Γιατί τούτη η αδυναμία; Γιατί τούτη η ανοιχτή πληγή στο κέντρο του κορμιού μου; Δε θα ’ταν όμορφο έν’ αγόρι με τ’ όνομά μου; Δε θα ’ταν δυνατό; Με το κορμί σκληρό σαν πέτρα, καμωμένο να παίρνει και να φεύγει μετά, κλειστός, ανέπαφος, ολόκληρος αυτός! Α! Θα μπορούσε τότε να ’χει έρθει, ο Ιάσων, με τα μεγάλα, φοβερά του χέρια. Θα ’κανε να μ’ αγγίξει. Μ’ ένα μαχαίρι ο καθένας στο χέρι – ναι – κι ο πιο δυνατός σκοτώνει τον άλλο και φεύγει λευτερωμένος. Όχι αυτός ο αγώνας όπου δεν ήθελα παρά μονάχα ν’ αγγίξω του ώμους, αυτή την πληγή που εκλιπαρούσα. Γυναίκα! Γυναίκα! Σκύλα! Σάρκα καμωμένη με λίγη λάσπη κι ένα αντρικό πλευρό! Κομμάτι αντρός! Πουτάνα!

Page 219: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

219

ΖΑΝ ΖΕΝΕ Μετ: ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΟΟ ΙΙ ΔΔ ΟΟ ΥΥ ΛΛ ΕΕ ΣΣ Μονόπρακτο.

Η Σολάνζ παραδομένη στην ψευδαίσθησή της μονολογεί.

ΣΣΟΟΛΛΑΑΝΝΖΖ Νεκρή ! Επιτέλους ! Να την η Κυρία, κείτεται νεκρή, χάμου στο πάτωμα... στραγγαλισμένη με τα γάντια της κουζίνας, τα λαστιχένια... Καλά κάθεστε, Κυρία μου ; Ωραία είναι εκεί ;... Α, να μη με λέτε τώρα Σολάνζ, να με λέτε «Δεσποινίς Σολάνζ»... Ναι, ναι, γι’ αυτό τον λόγο, επειδή έκανα αυτό που ’κανα... Κι εσείς κι ο Κύριος να με λέτε «Δεσποινίδα Σολάνζ»... Είμαι η «Δεσποινίς Σολάνζ Λεμερσιέ»... Πω, πω, δεν έπρεπε να φορέσετε αυτό το μαύρο φουστάνι — τι πάθατε... (Μιμείται τη φωνή της Κυρίας) Να που κατάντησα τώρα να μαυροφορέσω και για τη δούλα μου ! Στο νεκροταφείο, την ώρα που έβγαινε ο κόσμος, μου κουβαλήθηκε όλο το δουλομάνι της γειτονιάς, να μου σφίξει το χέρι... λες κι ήμουνα κανένα μέλος της οικογενείας ! Καλά να πάθω ! Τι ήθελα όλη την ώρα να λέω πως την έχω σαν κόρη μου... Από τον τάφο της τώρα μου το πληρώνει το αστείο μου... Όμως κοιτάξτε Κυρία... είμαι κι εγώ Κυρία τώρα... κοιτάξτε πώς περπατώ... (Γελάει) Α, όχι, Κύριε Αστυνόμε, μην επιμένετε, δε θα σας το πω αυτό... Ναι, βέβαια, μαζί καταστρώσαμε τα σχέδια... μαζί κάναμε τον φόνο... Πώς τον κάναμε ; Α, όχι, μη με ρωτάτε, δε θα σας το πω... Τι είπατε ; Τα φορέματα ; Μα δεν υπάρχει λόγος, ας τα κρατήσει η Κυρία... Παρακαλώ... Έχουμε τα δικά μας εμείς, αυτά που βάζαμε κρυφά τις νύχτες... Να, βλέπετε το φουστάνι που φορώ ; Είναι το κόκκινο — αυτό που φοράνε οι φονιάδες... Γελάτε, ε ; Σας φαίνεται αστείο. Με παίρνετε για τρελή, αλλά δεν είμαι τρελή. Μόνο που ’χω μια μοναξιά !... Την βλέπετε τη μοναξιά μου μήπως ; Την βλέπετε ; Είναι τρομερή ! Αχ ! αν ξέρατε τι τρομερά πράγματα μπορούσα να σας πω ! Αλλά είμαι καλή, δεν τα λέω... Έννοια σας, Κυρία, δεν ήταν τίποτε σπουδαίο, θα περάσει... Δικά σας θα ’ναι πάλι όλα, και τα λουλούδια, και τ’ αρώματα, κι οι τουαλέτες, όλα ! Θυμάστε εκείνη την άσπρη τουαλέτα που ’χατε βάλει ένα βράδυ στον χορό της Όπερας; Αυτή... δεν άφησα την αδερφή μου να τη φορέσει, ποτέ !... Βλέπετε, εσείς έχετε τα διαμαντικά σας, έχετε τους ερωμένους σας... Εγώ έχω την αδερφή μου... Έχω μιαν αδερφή, ξέρετε... Το λέω και δε φοβούμαι. Γιατί να φοβηθώ — τι θα μου κάνετε ;... Για δοκιμάστε μια στιγμή να πείτε «κόρη μου»... Δεν το βαστάει η καρδιά σας, ε ; Ήμουνα δούλα εγώ, γεννημένη δούλα ! Και τι δεν ήξερα να κάνω... Να σερβίρω, να σκουπίζω, να στρώνω κρεβάτια, να σφουγγαρίζω πατώματα, να καθαρίζω πατάτες, να κρυφακούω πίσω απ’ τις πόρτες, να κοιτάζω από τις κλειδαρότρυπες... Έσκυβα, όλο έσκυβα για να τα κάνω αυτά. Κατάντησα να μην κάνω τίποτε άλλο στη ζω μου — μόνο να σκύβω ! Αλλά τώρα πάνε αυτά — κοιτάξτε : στέκω ίσια κι αλύγιστη ! Είμαι η «φόνισσα» εγώ ! Είμαι η «Δεσποινίς Σολάνζ», αυτή που στραγγάλισε την αδερφή της... Πώς ; Τι είπατε ; Να πάψω ;... Αχ, αλήθεια, τι λεπτή ψυχή που έχετε, Κυρία. Είναι να σας λυπάται κανείς. Εγώ τι είμαι — ένας φονιάς είμαι που περιμένει να τον δικάσουνε. Στα χέρια της Αστυνομίας είμαι... Τι είπατε ; Η Κλαίρη ; Α, ναι, η Κλαίρη, αυτή σας αγαπούσε, Κυρία, σας αγαπούσε πολύ... Όχι, Κύριε Αστυνόμε, μην επιμένετε, μπροστά τους δε λέω τίποτε...

Page 220: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

220

Δεν κάνει ν’ ακούσουν οι άλλοι — αυτά θα τα πούμε αργότερα, μεταξύ μας... (Ανάβει ένα τσιγάρο και το καπνίζει αδέξια. Πνίγεται απ’ τους καπνούς και βήχει) Δε θα μάθετε τίποτα, ούτε εσείς ούτε κανένας άλλος... Ένα μόνο να ξέρετε, ότι αυτήν τη φορά η Σολάνζ πήγε μακριά, πολύ μακριά... ως εκεί που δεν έχει άλλο... που δεν υπάρχει τίποτα... Ντύθηκε στα κόκκινα. την βλέπετε... Γιατί θα βγει έξω... Είναι ώρα να βγει... (Η Σολάνζ ανοίγει την μπαλκονόπορτα και βγαίνει στο μπαλκόνι. Τα λόγια που ακολουθούν τα λέει με τη ράχη στραμμένη προς το κοινό. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσάει στις κουρτίνες και τις κάνει να σαλεύουν) Να την !... Ετοιμάζεται να κατέβει τη μεγάλη σκάλα... Πω, πω, τι αστυνομικοί που την έχουνε ζώσει !... Βγάτε όλοι στα μπαλκόνια να δείτε πώς προχωράει, ανάμεσα στους σταυρωτήδες... Είναι μέρα μεσημέρι... Κοιτάξτε την πώς πάει ! Σηκώνει μια λαμπάδα βαριά — εννιά οκάδες θα ’ναι! Από δίπλα της βαδίζει ο Δήμιος. Της ψιθυρίζει στ’ αυτί λόγια γλυκά κι ερωτικά... Κλαίρη ! Να τος ο Δήμιος, δίπλα μου είναι — δίπλα μου είναι σου λέω ! (Γελάει) Να κι αυτοί που ’χανε πάει στην κηδεία της Κλαίρης, ακολουθούνε από πίσω της τώρα... όλοι... τι ατέλειωτη συνοδεία, Θεέ μου ! (Κοιτάζει προς τα έξω) Βαστάνε λουλούδια, στέφανα, λάβαρα, εξαφτέρυγα. χτυπάν οι καμπάνες... Πω, πω, τι κηδεία ! Τι ωραία κηδεία ! Πρώτοι πρώτοι έρχονται οι σερβιτόροι με τα φράκα τους... Κουβαλάνε κάτι μεγάλα στεφάνια... Ύστερα έρχονται οι λακέδες, με το βελουδένιο κοντοβράκι και τις μακριές λευκές κάλτσες... Άλλα στεφάνια αυτοί... Κι από πίσω οι καμαριέρες κι οι καμαριέρηδες... ντυμένοι σαν εμάς αυτοί.. Ούου, είναι κι οι θυρωροί, κι οι κλητήρες. κι άλλοι, κι άλλοι, όλοι οι σταλτοί της γης και τ’ ουρανού... Θε μου. τι ατέλειωτη συνοδεία... Κι εγώ πάω πρώτη, μπροστά, και τους οδηγώ... Κι από δίπλα μου ο Δήμιος... Άκου... φωνάζουνε τώρα... Κι είμαι χλωμή σαν το κερί.. θα πεθάνω! (Ξαναμπαίνε στο δωμάτιο) Πω, Πω, τι λουλούδια ! Ήταν ωραία κηδεία όμως... ε ; Αχ, Κλαίρη, Κλαίρη, μικρούλα μου Κλαίρη ! (Ξεσπάει σε λυγμούς και σωριάζεται σε μια πολυθρόνα. Ύστερα ξανασηκώνεται) Είναι περιττό, Κυρία μου. Εγώ πια ό,τι μου πει η Αστυνομία θα κάνω. Μονάχα αυτή με καταλαβαίνει. Μονάχα οι αστυνόμοι με νιώθουν που ’ναι άμοιροι κι αυτοί, σαν κι εμένα. (Στο άνοιγμα της πόρτας που πάει προς την κουζίνα, στέκει ακουμπισμένη, από κάμποση ώρα τώρα, η Κλαίρη) Τώρα πια είμαι η «Δεσποινίς Σολάνζ Λεμερσιέ». Η Κυρα-Λεμερσιέ. Η Λεμερσιέ καλέ — η φόνισσα με τ’ όνομα ! (Πολύ κουρασμένα) Κλαίρη, δεν υπάρχει σωτηρία —. Χαθήκαμε !

Page 221: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

221

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ Μετ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

ΗΗ ΠΠΑΑΡΡΕΕΞΞΗΗΓΓΗΗΣΣΗΗ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Μάρθα, η κόρη δικαιολογείται για το ‘έγκλημά της. ΜΜΑΑΡΡΘΘΑΑ Όχι! Δεν ήταν δική μου δουλειά να φροντίσω για τον αδερφό μου κι να ’μαι τώρα εξόριστη στην ίδια μου την πατρίδα, ακόμα κι η μητέρα μου μ έδιωξε, γιατί ο αθώος να πληρώνει τ άδικο. Αυτός πήρε αυτό που ήθελε, ενώ εγώ μένω εδώ μόνη, μακριά απ’ τη θάλασσα που τόσο λαχταρώ. Ω! τον μισώ. Όλη μου η ζωή πέρασε με την. προσμονή ενός κύματος που θα μ’ έπαιρνε, και που τώρα ξέρω πως δεν πρόκειται να ’ρθει ποτέ πια ! Δεν μπορώ να ζήσω μόνη χωρίς κανέναν πλάι μου, βλέποντας όλους αυτούς κι έχοντας γύρω μου πεδιάδες και βουνά, που εμποδίζουν το θαλασσινό αέρα να έρθει ως εδώ, βλέποντας όλους αυτούς, όλους αυτούς τους λαούς κι όλα τα έθνη, που η φλυαρία τους και τα μουρμουρητά τους εμποδίζουν το κάλεσμά του. (Πιο σιγά) Άλλοι έχουν περισσότερη τύχη ! Υπάρχουν μέρη μακριά απ’ τη θάλασσα όπου ο βραδινός αέρας φέρνει καμιά φορά τη μυρωδιά απ’ τα φύκια της θάλασσας, μιλάει για τις υγρές ακροθαλασσιές και τις φωνές των γλάρων, για τις χρυσές αμμουδιές και τις ατέλειωτες νύχτες. Μα ο αέρας πριν ακόμα φτάσει ως εδώ, απαλλάσσεται απ’ όλ’ αυτά. Ποτέ πια δεν πρόκειται ν’ αποκτήσω αυτό που λαχταρώ. Ακόμα κι αν κολλήσω τ’ αυτί μου πάνω στη γη, δε θ’ ακούσω τον ήχο των κυμάτων ούτε θα αισθανθώ τη μυρωδιά της γαλάζιας θάλασσας. Αυτό που λαχταρώ βρίσκεται πολύ μακριά, με χωρίζει μια ατέλειωτη απόσταση. Πόσο τον μισώ, τον μισώ γιατί πήρε αυτό που ήθελε ! Ενώ εγώ έχω για πατρίδα αυτόν τον τόπο που μοιάζει με φυλακή, αυτόν τον ουρανό χωρίς ορίζοντα. Για να χορτάσω την πείνα μου έχω αυτή τη στυφή κορομηλιά και τίποτα για τη δίψα μου έξω απ’ το αίμα που είναι διάχυτο γύρω μου. Αυτό είναι το τίμημα που μπορεί να πληρώσει κανείς για την τρυφερότητα μιας μητέρας ! Χίλιες φορές να πεθάνει, αφού δε μ’ αγαπά ! Ας κλείσουν οι πόρτες γύρω μου ! Ας μ’ αφήσουν στη δίκαιη οργή μου ! Γιατί μέχρι να πεθάνω δεν πρόκειται να σηκώσω το κεφάλι μου για να παρακαλέσω τον ουρανό. Εκεί κάτω μπορεί κανείς να ξεφύγει, να ελευθερωθεί, να πιέσει το κορμί του πάνω σ’ ένα άλλο κορμί, να περιπλανιέται με τα κύματα, σε μια χώρα που την υπερασπίζεται η θάλασσα και δεν την πλησιάζουν οι θεοί. Ενώ εδώ, το βλέμμα σταματά όπου κι αν το περιφέρεις, η γη είναι έτσι σχεδιασμένη για να σηκώνουνε το πρόσωπο και να ζητάμε έλεος. Ω ! μισώ αυτόν τον κόσμο όπου είμαστε αναγκασμένοι να καταφεύγουμε στο Θεό. Όμως εγώ που υπποφέρω από την αδικία, δε θα γονατίσω. Χωρίς μια θεση σ’ αυτή τη γη αποδιωγμένη απ’ τη μητέρα μου, μόνη, βουτηγμένη στο έγκλημα, θ’ αφήσω αυτόν τον κόσμο χωρίς να συμφιλιωθώ με τίποτα.

Page 222: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

222

ΑΜΠΕΡ ΚΑΜΥ Μετ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

ΗΗ ΠΠΑΑΡΡΕΕΞΞΗΗΓΓΗΗΣΣΗΗ

Πράξη Τρίτη, Σκηνή Δεύτερη.

Η Μάρθα, η κόρη εξακολουθεί να δικαιολογείται για το ‘έγκλημά της. ΜΜΑΑΡΡΘΘΑΑ (Έφτασε στην πόρτα, γυρίζοντας απότομα) Ανταμείφτηκε αυτή η τρέλα. Σε λίγο θ’ ανταμειφτείτε κι εσείς. (Γελώντας) Προς τι αυτή η μεγάλη επίκληση του είναι; Αυτός ο συναγερμός των ψυχών ; Γιατί να επιθυμούμε τη Θάλασσα ή την αγάπη ; Αυτό είναι γελοίο. Ο άντρας σας γνωρίζει καλά τώρα την απάντηση. (Με μίσος) Θα θυμόσαστε πάντα αυτό το σπίτι και τη σημερινή ημέρα που νομίσατε ότι μπήκατε στην πιο σκληρή εξορία. Καταλάβετε πως πόνος σας δεν μπορεί να εξισωθεί με την αδικία, και για να τελειώνω, ακούστε τη συμβουλή μου. Σας χρωστάω μια συμβουλή, αφού σας σκότωσα τον άντρα ! Προσευχηθετε στο Θεό σας να σας κάνει σκληρή σαν πέτρα. Ε η μόνη αληθινή ευτυχία που μπορεί να σας προσφέρει. Κάντε σαν αυτόν, γίνετε κουφή σ’ όλες τις φωνές, κάντε την καρδιά σας πέτρα όσο είναι καιρός. Κι όταν το καταφέρετε, ελάτε να συναντηθούμε στο κοινό μας σπίτι. Αντίο αδερφή μου ! Όλα είναι εύκολα. το βλέπετε. Δεν έχετε παρά να διαλέξετε ανάμεσα στην ηλίθια ευτυχία των χαλικιών και το γλιστερό κρεβάτι όπου θα σε περιμένουμε.

Page 223: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

223

ΖΑΝ ΝΤΕ ΧΑΡΤΟΓΚ Μετ: ΜΑΝΘΟΣ ΚΡΙΣΠΗΣ

ΤΤΟΟ ΝΝΥΥΦΦΙΙΚΚΟΟ ΚΚΡΡΕΕΒΒΑΑΤΤΙΙ

Πράξη Τρίτη, Εικόνα Πρώτη.

Η Αγνή κάθεται στο τραπέζι της τουαλέτας, κρατώντας ένα νυφικό μπουκέτο, που ταιριάζει στο φόρεμα και το καπέλο της. Έπειτα από ένα λεπτό ακούγεται εκείνος να σιγοτραγουδάει το γαμήλιο εμβατήριο. Της μιλάει και την αποκαλεί «άγγγελό του». ΑΑΓΓΝΝΗΗ Πάψε πια να με λες άγγελό σου! Μου φέρεσαι σαν να είμαι κιόλας κανένα χούφταλο. Θέλω να ζήσω – το καταλαβαίνεις; Όλη μου τη ζωή δεν έκανα τίποτ’ άλλο, από το ν’ αναθρέψω παιδιά. Όλη μου τη ζωή ντάντευα – πότε τον έναν πότε τον άλλον. Ούτε μια στιγμή δεν ένοιωσα ότι ανήκω στον εαυτό μου. Ποτέ! Απ’ την πρώτη στιγμή με αλυσόδεσες, μ’ έριξες στο σκοτάδι. Ήμουνα κοριτσόπουλο, δεν ήξερα καλά – καλά τι παναπεί γυναίκα – κι εσύ μ’ έκανες μάννα… Δε μιλάω ούτε για το Ρόμπερτ, ούτε για τη Λίζι. Για σένα λέω, για τον εγωισμό σου, για… Α, Μάικ (Βάζει το χέρι της στον ώμο του). Δεν ήθελα να μιλήσω έτσι, στ’ ορκίζομαι. Ήθελα μόνο να σου μιλήσω με ειλικρίνεια, ήσυχα κι ωραία, μα… μα δε μπορώ να κάνω αλλιώτικα. Δε μπορώ! Το ύφος μόνο που με κοιτάς τώρα, αυτή τη στιγμή! Αυτή η κατάπληξη που δείχνεις, αυτή η συγκινητική σου άγνοια! Μα δεν το νιώθεις κι ο ίδιος ότι δεν έχει απομείνει μεταξύ μας τίποτα πια, ούτε ίχνος τρυφερότητας, αγάπης; Ότι είμαστε νεκροί – νεκροί! Καρφωμένοι δίπλα – δίπλα; Κουνιόμαστε, μιλάμε, σκεπτόμαστε σαν… Σα μαριονέτες. Κάνουμε κάθε μέρα τις ίδιες χειρονομίες, λέμε τα ίδια λόγια – με τον ίδιο τρόπο φιλιόμαστε… Σήμερα, στο αμάξι, μ’ έπιασε απελπισία. Τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια, όλο τα ίδια. Μουρχόταν ν’ ανοίξω την πόρτα, να πηδήσω έξω, να πέσω, να σκοτωθώ… φτάνει να νοιώσω πως ζω, πως υπάρχω! Έβλεπα το πρόσωπό μου στο τζάμι του παραθύρου και νόμιζα πως ήμουν φάντασμα. Διόρθωνα το καπέλο μου, έτσι, για ν’ αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν ήμουν φάντασμα, ότι δεν πήγαινα στην κηδεία μου… Δε θέλω, όχι, δε θέλω να πω ότι μούφταιξες εσύ για όλα. Εσύ ήσουνα πάντα ένας άγγελος για μένα. Έκανες ό,τι μπορούσες ό,τι σου πέρναγε απ’ το χέρι… αν και ποτέ δεν άνοιξες μια πόρτα να περάσω πρώτη, ποτέ δε μ’ αγόρασες ένα όμορφο πραγματάκι… (Του δείχνει τα χέρια της). Κοίτα, κοίτα! Ρυτίδες μόνο και μια βέρα – και κάθε χρόνο ένα καινούριο σημειωματάριο για να γράφω τα έξοδα του σπιτιού. Δε θέλω να σε πληγώσω αγάπη μου, όμως είμαι σίγουρη πως Δε σ’ αγαπάω πια.

Page 224: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

224

ΜΠΕΡΝΑΡ – ΜΑΡΙ ΚΟΛΤΕΣ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ΡΡΟΟΜΜΠΠΕΕΡΡΤΤΟΟ ΤΤΣΣΟΟΥΥΚΚΟΟ

Η Μητέρα απευθύνεται στο γιο της τον Τσούκο. ΜΜΗΗΤΤΕΕΡΡΑΑ Εγώ, Ρομπέρτο, εγώ σε γέννησα ; Από μέσα μου βγήκες ; Αν δεν σ’ είχα γεννήσει εδώ, αν δεν σ’ είχα δει να βγαίνεις, καν δεν σ’ είχα παρακολουθήσει με τα μάτια ώσπου σ’ έβαλαν στην κούνια σου· αν, απ’ την κούνια ακόμα, δεν είχα ρίξει πάνω σου το βλέμμα μου χωρίς να σ’ αφήσω ούτε στιγμή, κι αν δεν είχα προσέξει την κάθε αλλαγή του κορμιού σου σε τέτοιο σημείο ώστε να μην έχω δει να γίνονται οι αλλαγές κι αν δεν σ’ εβλεπα τώρα εκεί, ίδιον μ’ αυτόν που έχει βγει από μένα πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι, θα πίστευα πως αυτό που έχω μπροστά μου, δεν είν’ ο γιος μου. Κι όμως, σ’ αναγνωρίζω, Ρομπέρτο. Αναγνωρίζω το σχήμα του κορμιού σου, το παράστημά σου, το χρώμα των μαλλιών σου, το χρώμα των ματιών σου, το σχήμα των χεριών σου, αυτά τα μεγάλα δυνατά χέρια που δεν χρησίμεψαν ποτέ παρά για να χαϊδεύουν τον λαιμό της μάνας σου, να σφίγγουν το χέρι του πατέρα σου, που τον σκότωσες. Γιατί αυτό το παιδί, τόσο φρόνιμο επί εικοσιτέσσερα χρόνια, στα καλά καθούμενα τρελάθηκε ; Πώς έγινε κι εκτροχιάστηκες, Ρομπέρτο ; Σ’ αυτόν τον τόσο ίσιο δρόμο ποιος έβαλε ένα κούτσουρο για να σε ρίξει στην άβυσσο ; Ρομπέρτο, Ρομπέρτο, έν’ αυτοκίνητο που έγινε κομμάτια στο βάθος μιας χαράδρας, δεν διορθώνεται. Ένα τρένο που εκτροχιάστηκε, δεν προσπαθούν να το ξαναβάλουν στην τροχιά του. Το παρατάνε, το ξεχνάνε. Σε ξεχνώ, Ρομπέρτο, σ’ έχω ξεχάσει.

Page 225: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

225

ΜΠΕΡΝΑΡ – ΜΑΡΙ ΚΟΛΤΕΣ Μετ: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

ΡΡΟΟΜΜΠΠΕΕΡΡΤΤΟΟ ΤΤΣΣΟΟΥΥΚΚΟΟ

Η Αδελφή απευθύνεται στο γιο της τον Τσούκο. ΜΜΗΗΤΤΕΕΡΡΑΑ Πού είναι η περιστέρα μου ; Μέσα σε ποια βρωμιά την έχουν κυλήσει ; Μέσα σε ποιο απαίσιο κλουβί την έχουν κλείσει ; Τι διεστραμμένα κι ανώμαλα ζώα την έχουν περικυκλώσει ; Θέλω να σε ξαναβρώ, τρυγόνα μου, Θα ψάξω να σε βρω μέχρι που να πεθάνω απ’ αυτό. (Παύση) Ο αρσενικός είν’ απ’ όλα τα σιχαμερά ζώα που έχει πάνω της η γη, το πιο σιχαμερό. Ο αρσενικός έχει μια μυρωδιά που μ’ αηδιάζει. Ποντίκια μες στους υπονόμους, γουρούνια μες στο βούρκο, μια μυρωδιά βάλτου όπου σαπίζουν πτώματα. (Παύση) Ο αρσενικός είναι βρόμικος, δεν πλένονται οι άντρες, αφήνουν τη βρομιά και τα σιχαμερά υγρά απ’ τις εκκρίσεις τους να μαζεύονται πάνω τους, και δεν τα πειράζουν, σαν να είναι κανένα πολύτιμο αγαθό. Οι άντρες δεν μυρίζουν ο ένας τον άλλο γιατί έχουν όλοι την ίδια μυρωδιά. Γι’ αυτό κάνουν παρέα συνεχώς μεταξύ τους, γι’ αυτό κάνουν παρέα με πουτάνες, γιατί οι πουτάνες, για τα λεφτά, την υποφέρουν αυτή τη μυρωδιά. Την έπλυνα τόσο πολύ αυτή τη μικρούλα. Την μπανιάριζα τόσο πολύ πριν απ’ το δείπνο, και την μπανιάριζα το πρωί, έτριβα την πλάτη και τα χέρια με τη βούρτσα, και βούρτσιζα τα νύχια, έπλενα κάθε μέρα τα μαλλιά, έκοβα τα νύχια. την έπλενα ολόκληρη κάθε μέρα με ζεστό νερό και σαπούνι. Την φύλαξα λευκή όπως μια περιστέρα, ίσιωσα τα φτερά της όπως μια τρυγόνα. Την προστάτευσα και τη φύλαξα μέσα σ’ ένα κλουβί πάντα καθαρό για να μη λεκιάζει την άσπιλη λευκότητά της όταν έρχεται σ’ επαφή με τη βρομιά αυτού του κόσμου, με τη βρομιά των αρσενικών, να μην αφήνει να την πανουκλιάζει η πανούκλα απ’ τη μυρωδιά των αρσενικών. Κι ο αδελφός της, αυτό το χειρότερο απ’ όλα τα ποντίκια, αυτό το βρομερό γουρούνι, αυτός ο διεφθαρμένος αρσενικός, αυτός τη βρόμισε και την κύλησε μες στη λάσπη και την τράβηξε απ’ τα μαλλιά μέχρι την κοπριά του. Θα ’πρεπε να τον σκοτώσω, Θα ’πρεπε να τον φαρμακώσω, Θα ’πρεπε να τον εμποδίσω να γυρίζει γύρω απ’ το κλουβί της τρυγόνας μου. Θα ’πρεπε να βάλω συρματοπλέγματα γύρω απ’ το κλουβί της αγαπούλας μου. Θα ’πρεπε να λιώσω αυτό το ποντίκι με το πόδι και να το κάψω μες στη σόμπα. (Παύση) Όλα είναι βρόμικα, εδώ. Όλη αυτή η πόλη είναι βρόμικη και γεμάτη αρσενικούς. Ας βρέξει, ας βρέξει κι άλλο, ας πλύνει η βροχή λιγάκι την τρυγονίτσα μου πάνω στην κοπριά που βρίσκεται.

Page 226: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

226

ΧΑΙΝΕΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΚ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΕΕ ΤΤ ΟΟ

Η Μερτέιγ απευθύνεται φανταστικά στον Βαλμόν ο οποίος δε βρίσκεται στη σκηνή.. ΜΜΕΕΡΡΤΤΕΕΙΙΓΓ Βαλμόν. Πίστευα το πάθος σας για μένα σβησμένο. Από πού η έξαφνη αυτή αναζωπύρωση. Και με τέτοια της νιότης σφοδρότητα. Πολύ αργά το δίχως άλλο. Δεν θα μου φλογίσετε πλέον την καρδιά Ούτε μια φορά ακόμη. Ποτέ πια. Σας το λέω όχι χωρίς θλίψη. Βαλμόν. Οπωσδήποτε υπήρξαν λεπτά, ίσως θα έπρεπε να λέω δευτερόλεπτα, ένα λεπτό είναι και μια αιωνιότητα, που χάρη στη συναναστροφή σας ήμουνα ευτυχισμένη. Για μένα είναι που μιλάω, Βαλμόν. Από τα δικά σας αισθήματα τι να ξέρω. Ίσως πάλι θα έπρεπε καλύτερα να ονομάζω λεπτά εκείνα όπου μπορούσα να σας μεταχειρίζομαι, κι αυτό ήταν μια επιτηδειότητά σας ενώ συνδιαλεγόσασταν με τη φυσιολογία μου, για να νιώθω όσα στην ανάμνησή μου εμφανίζονται σαν ευτυχίας συναίσθημα. Δεν έχετε λησμονήσει πως καταγίνεται κανείς με τη μηχανή αυτή. Μην απομακρύνετε το χέρι σας. Όχι επειδή θα μπορούσα να αισθανθώ κάτι για σας. Η επιδερμίδα μου είναι που αναθυμάται. Εκτός αν της είναι, μιλάω για την επιδερμίδα μου, Βαλμόν, εντελώς αδιάφορο το πώς, σε ποιο ζώο βρίσκεται φυτεμένο το όργανο της φιληδονίας της, χέρι ή νύχι. Όταν κλείνω τα μάτια, είστε όμορφος, Βαλμόν. Ή καμπούρης, αν το θελήσω. Το προνόμιο των τυφλών. Στον έρωτα έχουν τον καλύτερο κλήρο. Η κωμωδία των παρεπόμενων καταστάσεων δεν τους παρέχεται αφειδώς : βλέπουν ό,τι θέλουν να δουν. Το ιδανικό θα ήταν τυφλό και κωφάλαλο. Έρωτας λιθαριών. Σας τρόμαξα, Βαλμόν. Πόσο εύκολα υποκύπτετε στην αποθάρρυνση. Δεν σας ήξερα έτσι. Σας γέμισε πληγές ύστερα από μένα ο κόσμος των Κυριών. Δάκρυα. Καρδιά έχετε, Βαλμόν. Από πότε. Ή μήπως έπαθε ο ανδρισμός σας ζημιές απ’ όσες με διαδέχτηκαν. Η ανάσα σας αφήνει τη γεύση της μοναξιάς. Αυτή που διαδέχτηκε εκείνην που με διαδέχτηκε σας έδωσε τα παπούτσια στο χέρι. Ο εγκαταλελειμμένος εραστής. Όχι. Μην αποσύρετε την τρυφερή σας πρόταση. Κύριε. Αγοράζω. Αγοράζω εν πάση περιπτώσει. Τα αισθήματα δεν είναι για να τα φοβόμαστε. Γιατί θα ’πρεπε να σας μισώ, αν σας είχα αγαπήσει. Ας τρίψουμε τα δέρματά μας, το ένα με το άλλο. Αχ. η δουλεία των σωμάτων. Το μαρτύριο να ζεις και να μην είσαι Θεός. Να έχεις συνείδηση και καμιάν εξουσία πάνω στην ύλη. Μην είστε βιαστικός, Βαλμόν. Έτσι, είναι καλά. Ναι, ναι, ναι, ναι. Ωραία παίχτηκε, ναι. Τι με μέλει η απόλαυση του κορμιού μου, δεν είμαι κανένα κορίτσι του στάβλου. Το μυαλό μου δουλεύει κανονικά. Είμαι εντελώς ψυχρή, Βαλμόν. Ζωή μου, Θάνατέ μου, αγαπημένε μου.

Page 227: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

227

ΧΑΙΝΕΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΚ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΕΕ ΤΤ ΟΟ

Μπα ο Βαλμόν και η Μερτέιγ απευθύνεται σ’ αυτόν. ΜΜΕΕΡΡΤΤΕΕΙΙΓΓ Βαλμόν. Έρχεσθε πάνω στην ώρα. Σχεδόν με θλίβει η ακρίβειά σας. Συντομεύει μιαν ευτυχία που ευχαρίστως θα τη μοιραζόμουνα μαζί σας, συμβαίνει όμως ακριβώς να μην επιδέχεται μοιρασιά, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Αποσταθεροποιείσθε, Βαλμόν, γίνεσθε ευαίσθητος. Η αρετή είναι μια αρρώστια κολλητική. Τι είναι η ψυχή μας. Ένας μυς ή ένας βλεννογόνος. Αυτό που φοβάμαι είναι η νύχτα των σωμάτων. Τέσσερις μέρες ταξίδι, μακριά από το Παρίσι, σε μια γλοιώδη τρύπα που ανήκει στην οικογένειά μου, αυτήν την αλυσίδα από όργανα και αιδοία, δεμένα το ένα πίσω από το άλλο με το σχοινί ενός τυχαίου ονόματος που έδωσε σε έναν κακοπλυμένο πρόγονο ένας δυσώδης βασιλιάς, κάτι ζει, κάτι ανάμεσα σ’ άνθρωπο και ζώο. Ελπίζω να μην υποχρεωθώ να το συναντήσω σ’ αυτήν τη ζωή ούτε σε κάποιαν άλλη, αν υποτεθεί πως υπάρχει άλλη ζωή. Και μόνο η σκέψη της μυρωδιάς του με κάνει να ιδρώνω απ’ όλους τους πόρους. Οι καθρέφτες μου αχνίζουν το αίμα του. Δεν θαμπώνει την εικόνα μου, γελάω με το μαρτύριο των άλλων όπως κάθε ζώο που είναι προικισμένο με λογική. Μου συμβαίνει όμως καμιά φορά να ονειρεύομαι ότι βγαίνει από τους καθρέφτες μου με ποδάρια από κοπριά και δίχως πρόσωπα, βλέπω όμως τα χέρια του με ακρίβεια, τα νύχια και τις οπλές όταν μου ξεσκίζει το μετάξι των μηρών και ρίχνεται πάνω μου σαν χώμα σε φέρετρο και ίσως να είναι η βία του το κλειδί που ανοίγει την καρδιά μου. Πηγαίνετε, Βαλμόν, η παρθένα αύριο βράδυ στην όπερα.

(Ο Βαλμόν φεύγει)

Page 228: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

228

ΧΑΙΝΕΡ ΜΙΛΛΕΡ Μετ: ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΚ ΟΟ ΥΥ ΑΑ ΡΡ ΤΤ ΕΕ ΤΤ ΟΟ

Η Μερτέιγ μόνη υποδυόμενη τον Βαλμόν. ΜΜΕΕΡΡΤΤΕΕΙΙΓΓ Κυρία ντε Τουρέλ. Η καρδιά μου στα πόδια σας. Μην τρομάζετε, αγαπημένη της ψυχής μου. Πιστεύετε πράγματι ότι στο στήθος αυτό μπορεί να φωλιάζει μια σκέψη άσεμνη ύστερα από τόσες εδομάδες ευλαβούς επικοινωνίας μαζί σας. Ομολογώ ήμουνα κάποιος άλλος προτού με αγγίξει η λάμψη των ματιών σας. Βαλμόν, ο δήμιος των καρδιών. ΣΥΝΘΛΙΒΩ ΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΤΩΝ ΠΙΟ ΥΠΕΡΗΦΑΝΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ. Δεν σας εγνώριζα, Κυρία. Ντροπή όσο το σκέφτομαι. Σε τι βρομιές πλατσούριζα. Οποία τέχνη μεταμφιέσεων. Τι φαυλότητα. Αμαρτήματα πλήθος, σαν σπυριά ευλογιάς. Και μόνο η θέα μιας ωραίας γυναίκας — τι λέω, τα οπίσθια μιας πωλήτριας στη λαχαναγορά, και μεταμορφωνόμουνα σε αρπακτικό ζώο. Ήμουν μια άβυσσος, Κυρία. Από πού αντλεί η φαντασία σας τα χρώματα με τα οποία σας ζωγραφίζει τις διαστροφές μου. Στο μυστήριο του γάμου μήπως όπου σας πίστευα αρματωμένη ενάντια στη γήινη βία της αποπλάνησης. Θα έμπαινα στον πειρασμό να ξεδιπλώσω μπροστά σας τις αμαρτίες μου σ’ όλες τις λεπτομέρειες, σας κάνει κέφι ο κατάλογος, για να σας βλέπω περισσότερη ώρα κατακόκκινη από ντροπή, σας πάει τόσο πολύ. Συμπεραίνει πάντως κανείς ότι τρέχει αίμα στις φλέβες σας. Αίμα. Τι τρομερό γραφτό να μην είσαι ο πρώτος. Μη με αναγκάζετε να το σκέφτομαι. Αλλά κι αν ανοίγατε για μένα τις φλέβες σας, όλο το αίμα σας δεν θα μπορούσε να με αποζημιώσει γι’ αυτόν το γάμο όπου ένας άλλος προηγήθηκε από μένα και για πάντα. Η ανεπανόρθωτη στιγμή. Το θανάσιμα μοναδικό ανοιγόκλειμα των βλεφάρων. Και ούτω καθεξής. Μη με κάνετε να το σκέφτομαι. Μη φοβάστε τίποτε. Σέβομαι τα ιερά δεσμά που σας ενώνουν με το σύζυγό σας κι αν δεν έβρισκε πια το δρόμο προς το κρεβάτι σας θα ήμουν ο πρώτος που θα τον βοηθούσα να ξανανέβει. Η απόλαυσή του είναι χαρά μου αφότου η αρετή σας με δίδαξε να μισώ τον πλάνητα που ήμουνα και πως η κοιλιά σας είναι σφραγισμένη. Μόλις και τολμώ να φιλήσω το χέρι σας. Και δεν είναι από γήινο πάθος που παίρνω αυτό το θάρρος. Μην αποσύρετε το χέρι σας, Κυρία. Μια πηγή καταμεσής στην έρημο. Ακόμη κι η αγάπη του Θεού είχε ανάγκη από ένα σώμα. Αλλιώς γιατί Θα έκανε αυτός τον Υιό του άνθρωπο και Θα του έδινε το Σταυρό για ερωμένη. Η ΣΑΡΚΑ ΕΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑ. Θέλετε να γίνετε ο Σταυρός μου. Είστε ο Σταυρός μου με το μυστήριο του γάμου σας, όχι με μένα. Πιστεύετε πραγματικά ότι τόση ομορφιά πρέπει να έχει μοναδικό σκοπό την αναπαραγωγή, μία και διηνεκή χρήση. Δεν είναι βλασφημία να προορίζεται το στόμα αυτό αποκλειστικά για την εισπνοή και εκπνοή, για την πρόσληψη της τροφής και η χρυσή οπή στα υπέροχα αυτά οπίσθια για το θλιβερό καθήκον να εκκενώνει περιττώματα. Μπορεί αυτή η γλώσσα να κινεί μονάχα συλλαβές και ύλη νεκρή. Τι σπατάλη. Και ταυτόχρονα τι φιλαργυρία. Δίδυμη διαστροφή. Ναι, προσβάλλετε το Θεό, Κυρία μου, παραδίδοντας τη φθορά των χαρισμάτων σας στο ροκάνισμα του

Page 229: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

229

χρόνου και στην τρυφερή πανίδα του νεκροταφείου. Είναι το λιγότερο θανάσιμο αμάρτημα να αρνιόμαστε να πράξουμε ό,τι μας δόθηκε να σκεφτόμαστε. Το να στραγγαλίζουμε, έμβρυα ακόμη, τα αποκυήματα των ευλογημένων εγκεφάλων μας πριν από την πρώτη συνεσταλμένη τους κραυγή. Το όργανο που είναι το σώμα μας, μήπως δεν μας προσφέρθηκε για να παίζουμε μ’ αυτό έως ότου η σιωπή κάνει τις χορδές του να σπάσουν. Η σκέψη που δεν γίνεται πράξη, δηλητηριάζει την ψυχή. Τη σωτηρία της αθάνατης ψυχής σας, Κυρία, λαχταράει η καρδιά μου κάθε φορά που γίνεται επίθεση στο φθαρτό, αλίμονο, κορμί σας. Θα απαλλαγείτε πιο εύκολα απ’ αυτό όταν θα έχει χρησιμοποιηθεί καθ’ ολοκληρίαν. Ο ουρανός είναι άπληστος για ύλη κι η κόλαση εξίσου. τιμωρεί την οκνηρία και την αποχή, το αιώνιο μαρτύριό της εμμένει στα μέρη που παραμελήθηκαν. Η πιο μεγάλη πτώση είναι η πτώση από το ύψος της αθωότητας.

Page 230: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

230

ΤΖΩΝ ΟΣΜΠΟΡΝ Μετ: ΔΕΣΠΩ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΟΥ

ΟΟΡΡΓΓΙΙΣΣΜΜΕΕΝΝΑΑ ΝΝΙΙΑΑΤΤΑΑ

Πράξη Πρώτη.

Η Άλισον μιλάει στον Τζίμμυ για το μωρό που έχασε. ΑΑΛΛΙΙΣΣΟΟΝΝ Δεν έχει σημασία ! Είχα άδικο, άδικο ! Δε Θέλω να ’μαι αμέτοχη, δε θέλω να ’μαι αγία. Θέλω να ’μαι κι εγώ μια χαμένη υπόθεση. Θέλω να ’μαι χαλασμένη και ασήμαντη !

(Αυτός, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι, να την παρακολουθεί Η φωνή της δυναμώνει λιγάκι, υψώνεται)

Μα καταλαβαίνεις ; Πάει ! Πάει ! Έφυγε. Αυτό το αβοήθητο πλασματάκι που είχα μέσα μου. Νόμιζα πως εκεί μέσα εν κινδύνευε, πως είχε κάθε ασφάλεια. Νόμιζα πως τίποτα εν μπορεί να μου το πάρει. Ήτανε δικό μου, εγώ είχα κάθε ευθύνη. Μα πάει. Το ’χασα.

(Κυλάει κάτω, στα πόδια του τραπεζιού) Το μόνο που αναζητούσα ήτανε ο θάνατος. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ μου. Δεν φανταζόμουνα Πώς θα ’ναι έτσι ! Πονούσα και μονάχα εσένα σκεφτόμουνα, εσένα κι αυτό που έχασα.

(Μόλις που καταφέρνει να μιλήσει) Σκεφτόμουνα : αν μπορούσε — αν μπορούσε να με δει τώρα, έτσι ηλίθια, άσχημη, ξευτελισμένη. Έτσι αποζητούσε να με δει. Σ’ αυτό ήθελε να τσαλαβουτήσει μέσα ! Είμαι μέσα στη φωτιά, καίγομαι και το μόνο που ζητάω, είναι να πεθάνω ! Του κόστισε το παιδί του, κι όλα όσα θα μπορούσα ίσως να αποχτήσω! Μα τι σημασία έχει — αυτό ζητούσε από μένα !

(Σηκώνει το κεφάλι της και τον κοιτάζει) Μα δεν το βλέπεις ; Επιτέλους, χώθηκα μέσα στη λάσπη. Σούρνομαι στο χώμα. Αχ, Θε μου.

Page 231: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

231

ΡΑΙΝΕΡ ΒΕΡΝΕΡ ΦΑΣΜΠΙΝΤΕΡ Μετ: ΡΟΥΛΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ

ΤΤΑΑ ΠΠΙΙΚΚΡΡΑΑ ΔΔΑΑΚΚΡΡΥΥΑΑ ΤΤΗΗΣΣ ΠΠΕΕΤΤΡΡΑΑ ΦΦΟΟΝΝ ΚΚΑΑΝΝΤΤ

Πράξη Τέταρτη.

Η Πέτρα μόνη και μεθυσμένη. ΠΠΕΕΤΤΡΡΑΑ Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ! Να μπορούσα μόνο να πεθάνω. Να μην υπάρχω πια! Αυτός ο πόνος! Δεν τον αντέχω. Δεν… μπορώ. Όχι, δεν τον μπορώ, δεν τον μπορώ πια. Θεέ και Κύριε αυτό το βρομοθήλυκο. Αυτό το μίζερο βρομοθήλυκο. Μια μέρα θα σου δείξω εγώ. Θα σε κάνω λιώμα. Θα σε διαλύσω. Θα σέρνεσαι στα πόδια μου παλιοπουτανί! Θα μου φιλάς τα πόδια. Στο διάολο, γαμήθηκε, γαμώτο. Θεέ μου τι έκανα και το πληρώνω έτσι; τι έκανα και το πληρώνω έτσι; Κι όμως σ’ αγαπώ. Μην είσαι τόσο πρόστυχη μαζί μου, Κάριν. Ω! Σκατά. Σε χρειάζομαι τόσο πολύ! Τηλεφώνα μου, τουλάχιστον. Τηλεφώνα που να πάρει… τουλάχιστον, σε παρακαλώ! Ν’ ακούσω τη φωνή σου τουλάχιστον. Κι όμως τι θα σου κόστιζε ένα τηλεφώνημα; Τίποτα. Ένα μικρό τηλεφώνημα. Δε θα σου κόστιζε τίποτα. Αλλά ούτε που το σκέφτεσαι η σκύλα. Είναι όλα τόσο υπολογισμένα. Προμελετημένα. Μ’ αφήνει να περιμένω γιατί… Α! Είναι όλα τόσο σκάρτα. Κάριν, μ’ αηδιάζεις! Τέτοιο παλιοπουτανί! Κι εγώ σ’ αγαπώ τόσο πολύ. Είμαι τρελή για σένα. Αν ήξερες μόνο πόσο πονάω! Εύχομαι να το πάθεις κι εσύ μια μέρα αυτό. Εύχομαι να φτάσεις κι εσύ κάποτε στο απροχώρητο. Τότε θα δεις πόσο αλλάζουν όλα. Είσαι όμως τόσο βλάκας, τόσο φρικτά ηλίθια. Τι ωραία θα περνούσαμε μαζί. Πόσο ωραία. Θα δεις, θα το καταλάβεις κι εσύ μια μέρα, θα το καταλάβεις και μόνη σου. Αλλά τότε θα ’ναι πολύ αργά. Πάρα πολύ αργά. Πίστεψέ με θα μου το πληρώσεις, Κάριν.

Page 232: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

232

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΝΑΣ Μετ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΟΟ ΒΒΡΡΟΟΧΧΟΟΠΠΟΟΙΙΟΟΣΣ

Πράξη Πρώτη.

Η Μαγκυ δίνει την εντύπωση μιας κοπέλλας πρακτικής και προσγειωμένης. Είναι 27 κι όλας χρόνων και κανένας άντρας έξω απ’ την οικογένειά της, δεν την έχει αγαπήσει κι ούτε την έχει βρει όμορφη. Αν όμως κάποια μέρα κάποιος άντρας την ανακαλύψει, θα βρει μια γυναίκα ώριμη, έτοιμη να του χαρίσει όλο τον πλούτο του ολοκληρωμένου εαυτού της. ΜΜΑΑΓΓΚΚΥΥ Πατέρα, ας αφήσουμε τα ψέματα. Ξέρω, γιατί με στείλατε στο Σουητρίβερ. Γιατί ο θείος Νεδ έχει έξη αγόρια. Τρία απ’ αυτά είναι κι όλας σε ηλικία, που πρέπει να παντρευτούνε. Κι εγώ το ίδιο. Λυπάμαι, που κάνατε τόσα έξοδα – τα ναύλα μου κι όλα εκείνα τα καινούργια ρούχα – αλλά το ταξίδι απέτυχε. Μήπως δεν ήξερα, γιατί βρισκόμουνα εκεί; Μήπως δεν το ξέρανε όλοι τους; Λοιπόν Δε μου ήταν ευχάριστο να νοιώθω τα μάτια τους καρφωμένα απάνω μου όλη την ώρα. Γι’ αυτό, μόλις τελειώναμε το φαΐ, κλεινόμουνα στο δωμάτιό μου. Γέμιζα τη βαλίτσα μου – την άδειαζα – έλουζα τα μαλλιά μου – διάβαζα και ξαναδιάβαζα έναν κατάλογο επίπλων, που βρήκα σ’ ένα συρτάρι… Ώσπου στο τέλος μ’ έπιασε τρέλα και είπα : «Μάγκυ, είπα, δεν ντρέπεσαι; Κουνήσου λιγάκι…» Έτυχε νάναι Σάββατο βράδυ κι ήξερα πως θα πήγαιναν όλοι στο χορό του ροντέο… Τι έκανα λοιπόν… Λουσαρίστηκα, φόρεσα τα ψηλότερά μου τακούνια και το πιο ντεκολτέ μου φουστάνι. Κι όταν κατέβηκα στην τραπεζαρία – και γύρισαν όλοι εκείνοι οι μαντράχαλοι και με κοίταζαν, ένοιωσα σαν νάμουν εντελώς γυμνή. Για κάμποση ώρα δεν άκουγες τίποτ’ άλλο, παρά το θείο Νεδ, που ρουφούσε τη σούπα του. Και ξαφνικά με δυνατή φωνή σαν πιστολιά – ο μεγάλος του γιος με ρωτάει : «Μάγκυ, μου λέει, πόσο ζυγίζεις»; «Ζυγίζω 55 κιλά, έχω ύψος ένα κι εξήντα πέντε και δεν έχω ούτ’ ένα ψεύτικο δόντι». Πέρασαν κάπου δέκα λεπτά, χωρίς να μιλάει κανείς. Τότε μπήκε τρέχοντας ο μικρός ο Πήτερ. Κρατούσε ένα βιβλίο γεωγραφίας και ρωτάει: «πατέρα, πού είναι η Μαδαγασκάρη»; Κι εγώ σκέφτηκα πως θάταν ευκαιρία να κάνω μια καλή εντύπωση και λέω: «Είναι μια νήσος εις τον Ινδικόν Ωκεανόν, πλησίον τη ακτής της Αφρικής, απέναντι της Μοζαμβίκης». (Με πόνο). Φταίω εγώ, αν ήμουνα καλή στη γεωγραφία; Έπεσε τέτοια μουγκαμάρα, λες κι είχε φτάσει το τέλος του κόσμου. Κι ύστερα ακούω τον πιο μεγάλο να λέει: «Οι γραμματισμένες δεν είναι καλές παρά μόνο για δασκάλες». Κι έτσι – δεν πήγα μαζί τους στο ροντέο. Έμεινα σπίτι και ξαναδιάβασα τον κατάλογο των επίπλων.

Page 233: ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

233

ΤΤΕΕΛΛΟΟΣΣ