Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

37

description

Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Transcript of Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Page 1: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο
Page 2: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Γεννήθηκε στις Μέλαμπες Ρεθύμνου και ζει στο Παλαιόκαστρο Ηρακλείου Κρήτης . Το 2000 εξέδωσε το πρώτο της έργο την ποιητική συλλογή «Προσευχόμενος Μάντης », κι ακολούθησαν το 2006 το παιδικό μυθιστόρημα « Μάρλα .Μ ..! Του φεγγαριού το δάκρυ» , η ποιητική συλλογή «Κατάληψη στην κόλαση » ( Χαφιέδες των Καιρών ) το 2007 και το 2012 το μυθιστόρημα «Αγία Μέλισσα » Άλλα της έργα είναι , « Η Λερναία Ύδρα πάει στο τσίρκο »Παιδική εικονογραφημένη ποιητική συλλογή , «Τι βλέπεις σαν κοιτάς μες στον καθρέπτη »(Ρωγμές ), ποιητική συλλογή , «Συνωμοσία Ονείρου » ποιητική συλλογή , «Του έρωτα και της Φωτιάς » στίχοι , «Ηλιοσταλάγματα » χάι κου ποιήματα .

Page 3: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

ΑΓΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑ Βιβλίο πρώτο

Μαριέλα Μαργαρίτη

Page 4: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

ΑΓΙΑ ΜΕΛΙΣΣΑ βιβλίο πρώτο Μαριέλα Μαργαρίτη Copyritgh Μαριέλα Μαργαρίτη Mariela Margariti @ gmail .com Το εξώφυλλο είναι του ζωγράφου Κωνσταντίνου Ζωγόπουλου ISBN : 978-960-93-4309-1 Επιμέλεια, σελιδοποίηση, κατασκευή e-book Εκδόσεις ΔΟΚΙΜΑΚΗΣ Καντανολέων 4 Ηράκλειο Κρήτης Τηλ 2810 288544 Φαξ 2810 285541 Email:[email protected] Website:Bigbook.gr Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη, η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση, και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

Page 5: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο
Page 6: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

ΜΕΡΟΣ Πρώτο. A 1. Κλεμμένη ζωή ! Η γυναίκα ήταν καρφωμένη στα βράχια. Κορμί ακίνητο, χέρια απλωμένα, ανοιχτή αγκαλιά, σταυρωμένη σε πέτρινο σταυρό. Το κεφάλι γερμένο στο πλάι, παραδομένο.! Κατάμαυρα ρυάκια, ξεχείλιζαν απ’ το σώμα της κουρελιασμένα ρούχα, τρύπωναν στις σχισμές των βράχων κι έφταναν μέχρι τη θάλασσα, που θρηνούσε αφρίζοντας, στη σιγαλιά της θεοσκότεινης νύχτας. Και μόνο τα μαλλιά της κόκκινη φωτιά, φωσφόριζαν αντιφεγγίζοντας στο φως λυπημένου αστεριού, που έπεσε από δυσθεώρητα ύψη και στάθηκε πάνω τους.! *** Κάπου ……ίσως πιο μακριά, ίσως…. πιο κοντά, τέσσερις σκιές γλίστρησαν στο σκοτάδι. Κατάμαυροι χιτώνες, που κινούνταν ανάμεσα στη μαυρίλα, τους καπνούς και τα ερείπια, αθέατοι, όμοιοι με τη νύχτα που γέννησε την τραγωδία. Και μόνο σε λιγοστές αναλαμπές φωτιάς, που ξέφευγε ακόμη από τους πυροσβέστες, οι οποίοι δεν έδειχναν να έχουν αντιληφθεί την παρουσία των ανδρών, που μπλέκονταν ανάμεσα τους, σαν να ήταν αόρατοι, φαίνονταν κάτι να ψάχνουν στα απομεινάρια του χαλασμού. - Εδώ! φώναξε κάποιος, κάνοντας νόημα στους άλλους να πλησιάσουν. Ανάκατα σε αποκαΐδια, χαλάσματα και ανατριχιαστικά τριξίματα, έφταναν ξεψυχισμένα βογκητά. Πλησίασαν και κοίταξαν στο φως του φακού, που κρατούσε ο ένας απ’ αυτούς. Ένα φριχτά πληγωμένο πλάσμα, καλυμμένο με στάχτες και πέτρες, ανάσαινε βαριά, σφαδάζοντας απ’ τους πόνους, που προκαλούσαν οι εκτεταμένες πληγές της φωτιάς στο σώμα του. Σοκαρισμένοι από το απρόσμενο θέαμα, παρέμειναν δισταχτικοί κι αναποφάσιστοι, πάνω από το ανθρώπινο πλάσμα που εξακολουθούσε να βογκά, αβοήθητο! Το φως του φακού, αντιφέγγισε στα μαλλιά. - Αυτή είναι! αναφώνησε ο ένας. Γρήγορα στο φορείο… Τη βρήκαμε...! Δυο, έφεραν ένα πρόχειρο φορείο. Ο άντρας με το φακό έσκυψε πάνω της, εκτίμησε κάπως την κατάσταση, κι ύστερα με τις οδηγίες του, οι άλλοι προσπάθησαν να εναποθέσουν το πληγωμένο σώμα, όσο πιο προσεχτικά μπορούσαν στο φορείο, για να το μεταφέρουν. - Φοίβη... Φοίβη…. μωρό μου.... Το μωρό μου... - Κάτι λέει για ένα μωρό. Που να είναι άραγε; - Μάλλον θα κάηκε.! - Το καημένο! Τι τραγωδία! - Είναι τυχερή που είναι ζωντανή, με τόσο χαλασμό…. - Το μωρό μου... το μωρό μου! βόγκηξε πάλι εκείνη, κι έγειρε το κεφάλι παραδίνοντας και τις ύστατες αντοχές, καθώς την είχαν τοποθετήσει πια στο φορείο και ξεμάκραιναν από το καμένο τοπίο. Έφτασαν σε ένα μικρό ασθενοφόρο, την

Page 7: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

έβαλαν μέσα και χάθηκαν στη νύχτα, ενώ πίσω τους η φωτιά κατάπινε με υποχθόνιους τριγμούς, ό,τι είχε απομείνει.!

*** Η βαριά σιδερένια καγκελόπορτα άνοιξε και το όχημα όρμησε μέσα. Ένας άνδρας, πλησίασε βιαστικά. Ήταν ψηλός, αδύνατος και φορούσε όπως και οι υπόλοιποι, μακρύ μαύρο ράσο. Δύο άλλοι τον ακολουθούσαν και περίμεναν λίγο πιο πίσω. Οι άνδρες από το ασθενοφόρο, κατέβηκαν. Ο επικεφαλής, στάθηκε μπροστά στο νεοφερμένο ρασοφόρο, που είχε ήδη πλησιάσει την πόρτα του οχήματος με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.

- Ζει! ανέφερε, κι έκανε νεύμα να ανοίξουν οι πόρτες..

Ο νεοφερμένος άνδρας σήκωσε το χέρι, να σταθούν. Έκανε δυο τρία δισταχτικά βήματα μέχρι το φορείο, που οι άνδρες είχαν ήδη τραβήξει έξω και στο νεύμα του είχαν ακινητοποιηθεί, περιμένοντας νέα εντολή. Έσκυψε πάνω από το τραυματισμένο πλάσμα, που κάποιος φώτισε με φακό. Οι στιγμές κύλησαν βαριά, σαν να κόλλησε ο χρόνος!.. Χονδρές σταγόνες ιδρώτα , φάνηκαν στο μέτωπό του. Όλοι περίμεναν την αντίδρασή του.! Η ανάσα του έβγαινε κοφτή και βαριά, σαν τη σιωπή του. - Το μωρό μου! βόγκηξε πάλι το δύστυχο πλάσμα στο φορείο, καθώς συγκλονιζόταν από ρίγη, σφίγγοντας πάνω στις πληγές του, ένα σχεδόν καρβουνιασμένο κεφαλάκι μωρού, μπερδεμένο μέσα στα κουρέλια . . Οι άνδρες πάγωσαν! Ένας προσπάθησε να το ανασύρει, από την κατάμαυρη αγκαλιά … Με ανακούφιση είδαν, πως ήταν …ό,τι είχε απομείνει από ..μια πάνινη κούκλα με πορσελάνινο κεφάλι,, θλιβερά απομεινάρι κι αυτό, της πύρινης λαίλαπας. Ο σκυμμένος άντρας τινάχτηκε, αφήνοντας να του ξεφύγει ένας αναστεναγμός ανακούφισης και διέταξε βιαστικά. - Στο χειρουργείο! Γρήγορα στο χειρουργείο!

*** - Είναι όμορφη... πολύ όμορφη! - Τόσο, που χάνεις το νου σου να τη χαζεύεις! - Αποκαλύπτεσαι... Κάνατε εξαίσια δουλειά! - Καταπληκτική! Δεν της έμεινε κανένα σημάδι! Και δεν είχατε κι όλα όσα απαιτούνται, για τέτοιου είδους επεμβάσεις.! .. Κρίμα, που το αφήσατε στη μέση. Σήμερα θα είσαστε ο καλύτερος.! - Ειμαρμένη φίλε μου... κι ύστερα όλα γίνονται, για κάποιο λόγο. Και ο λόγος ο δικός μου, ήταν ετούτη ’δω η στιγμή! Αν ήμουν ο μεγαλογιατρός που σχεδίαζα, σίγουρα δε θα βρισκόμουν τώρα εδώ. Κι εδώ έπρεπε να βρίσκομαι αυτή ειδικά την ώρα και πουθενά αλλού... με κάθε κόστος.! Η κοπέλα που παρατηρούσαν, σχολιάζοντας την κολακευτικά τόση ώρα, έστρεψε το κεφάλι της προς το μέρος τους, χαμογέλασε, κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό και συνέχισε τη βόλτα της ανάμεσα στις ολάνθιστες πεζούλες με τις

Page 8: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

μικρές σκαλίτσες, τα καταπράσινα δέντρα, κι ένα ασπρόμαυρο σκυλί, να τρέχει πότε πίσω, πότε μπροστά, χοροπηδώντας ολόγυρά της. - Κρίμα που θα φύγει σήμερα! είπε ο ένας από τους άνδρες, που την κοίταζαν από μακριά. Έμοιαζε πεντάμορφη νεράιδα, ντυμένη στα λευκά, με ένα μακρύ χιτώνα σχεδόν διάφανο, κι ένα ολάνθιστο πολύχρωμο στεφάνι στα μαλλιά, που αστραποβολούσαν πορφυρό κύμα, ανεβοκατεβαίνοντας στους ώμους της. - Κρίμα! συμφώνησε κι ο άλλος. Αλήθεια, της είπατε .. πως εσείς... Την αφήσατε να σας δει; Ζήτησε τόσες φορές να μάθει, να σας ευχαριστήσει. Περιμένει ακόμη και τώρα, λίγο πριν φύγει, την άδεια να τρέξει κοντά σας. Είστε ο σωτήρας της, αυτός που της έδωσε ζωή, την έκανε να ξαναγεννηθεί κυριολεκτικά.! Ο άνδρας έσκυψε το κεφάλι κι έπιασε το μέτωπο, σαν κάτι ασήκωτο να τον βάραινε… να τον βασάνιζε. Ύστερα σήκωσε το πρόσωπο αποφασιστικά, έκανε στροφή και προχώρησε προς το μέρος που βρισκόταν μια τεράστια αυλή με λουλούδια και τριγύρω διάφορα κτίσματα με σκάλες και δρύινες βαριές πόρτες. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Ο ψηλός αδύνατος που προπορευόταν, έφτασε στην πρώτη σκάλα, κι άρχισε να ανεβαίνει. Οι άλλοι στάθηκαν στην ανοιχτή πόρτα του ισογείου, όπου φαίνονταν αραδιασμένοι καναπέδες και τραπέζια σαν αίθουσα υποδοχής και περίμεναν να ανέβει . Πριν μπουν μέσα, εκείνος κοντοστάθηκε περίπου στη μέση και είπε με χαμηλή φωνή, σε απάντηση των λεχθέντων . . - Κρίμα είναι, .. που πρέπει να πληρώσει ξανά! ….. Ας έρθει κάποιος σε μιαν ώρα, να πάρει το φάκελο. - Ούτε και τώρα Άγιε.. ... ούτε και τώρα; τόλμησε να πει κάποιος, που φάνηκε να το μετάνιωσε κιόλας, γιατί οπισθοχώρησε δυο βήματα, κι έσκυψε το κεφάλι. Ο άνδρας δε μίλησε. Ανασήκωσε τα μακριά του ράσα, ανέβηκε τα υπόλοιπα σκαλιά, πέρασε το μακρύ διάδρομο του μπαλκονιού και χάθηκε πίσω από μια πόρτα, που έκλεισε πίσω του ήσυχα, αφήνοντας την ερώτηση, μετέωρη στο κενό. Οι άλλοι δυο, κοιτάχτηκαν απογοητευμένοι. Ύστερα πέρασαν σιωπηλοί, την ανοιχτή πόρτα του ισογείου. Μια ώρα ακριβώς μετά, ο ένας από τους τρεις ακολουθώντας κατά γράμμα την εντολή, ακολούθησε. τη διαδρομή του άνδρα που αποκαλούσαν Άγιο. Δεν άργησε να φανεί πάλι, κρατώντας αυτή τη φορά στα χέρια του, ένα φάκελο. Διέσχισε με φόρα την αυλή, ανέβηκε μια σκάλα στην απέναντι πλευρά της και τρύπωσε σε μια πόρτα.

*** - Τι έγινε! ρώτησε με αγωνία η κοπέλα, που λίγο πριν του έγνεφε από τον κήπο. Θα τον δω; - Είπε … δεν είναι της ώρας! Μου έδωσε όμως αυτά και συμβούλεψε να ακούσεις προσεκτικά. - Μα γιατί.; .. ..δυσανασχέτησε εκείνη και πήγε πάνω κάτω νευρικά στο δωμάτιο, αγνοώντας το φάκελο που της έτεινε. - Είναι το θέλημά του, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς! συμβούλεψε ο άνδρας. Σε παρακαλώ ηρέμησε, κι άκουσε … Μέσα εδώ, υπάρχουν δύο όμοιοι φάκελοι. Ο ένας γράφει πάνω «Πρώτον», κι ο άλλος «Ύστερον»... Όταν μείνεις μόνη, λίγο πριν φύγεις, θα ανοίξεις και θα διαβάσεις προσεκτικά το «Πρώτον». Μετά θα φύγεις,

Page 9: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

χωρίς να θελήσεις να δεις κανέναν, χωρίς να ζητήσεις να μάθεις, τίποτα παραπάνω.! Όλα όσα πρέπει να ξέρεις, θα είναι εκεί μέσα. Εκεί θα βρεις οδηγίες και για το «Ύστερον», που πρέπει να ακολουθήσεις, πιστά. Άφησε το φάκελο στο τραπέζι και προχώρησε προς την πόρτα. - Στο καλό! είπε... Ο Θεός μαζί σου!.. και χάθηκε αθόρυβα, όπως είχε έρθει. Δυο μικρότεροι φάκελοι γλίστρησαν από μέσα, καθώς άνοιξε το μεγάλο. Τους σήκωσε και τους δυο, κοιτάζοντάς τους απογοητευμένη, μην μπορώντας να πιστέψει ακόμη, πως δεν είχε καταφέρει να δει τον άνθρωπο, που της είχε σώσει τη ζωή. Πέταξε τα χαρτιά κάτω, πήγε στον καναπέ, πήρε αγκαλιά την πάνινη στραπατσαρισμένη κούκλα, κι άρχισε να κλαίει. - Μωρό μου... μωράκι μου! έλεγε ανάμεσα στους λυγμούς, σφίγγοντας την πάνινη κούκλα στο στήθος της και κουνώντας ρυθμικά το σώμα της, μπρος πίσω στον καναπέ. Κάποια στιγμή ηρέμησε, σκούπισε τα μάτια και χωρίς να αφήσει το πάνινο μωρό από την αγκαλιά της, πήρε ένα φάκελο και τον άνοιξε. Ένα μικρό βιβλιάριο γλίστρησε από μέσα, κι ένα λευκό, διπλωμένο χαρτί . «Τα χρήματα είναι δικά σου.! Πάρ’ τα και ζήσε τη ζωή, που σου έκλεψαν».! Υ.Γ. Αν κάποτε θελήσεις να γυρίσεις, άνοιξε το «Ύστερον». Θα σε περιμένω πάντα! Δεν καταλάβαινε τίποτα.! Διάβαζε και ξαναδιάβαζε τις λίγες γραμμές, χωρίς να βγάζει νόημα. Άνοιξε το βιβλιάριο, κι έριξε μια ματιά. Το ποσό που αναγραφόταν ήταν αστρονομικό, αλλά δεν έδωσε σημασία. Στο χέρι της ζύγιζε το «Ύστερον», προσπαθώντας να αντισταθεί στον πειρασμό, να το ανοίξει. Ύστερα το κεφάλι της γέμισε φωτιές, καπνούς, φωνές,... Κάπου ήθελε να πάει... κάποιος την τράβηξε... κάποιον προσπαθούσε να φτάσει….Αγωνία…. Φόβος!. Κι έπειτα, εκείνο το φριχτό μπαμ! …και τέλειωσαν όλα! Έβαλε τα χαρτιά στο μεγάλο φάκελο, τον έριξε σε ένα μικρό σακίδιο, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες. Διέσχισε την έρημη αυλή, χωρίς να ρίξει πίσω της ούτε ματιά. Προχώρησε στον κήπο και βγήκε από τη μισάνοιχτη σιδερένια πόρτα, που έκλεισε πίσω της, τρίζοντας. Χώθηκε σε ένα αυτοκίνητο που την περίμενε, βούλιαξε στο κάθισμα, αφέθηκε προστατευτικά στο χάδι του λευκού γούνινου, πανάκριβου παλτού της, κι έκλεισε τα μάτια!

Page 10: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Α 2. Ανεκπλήρωτον τίποτα ! - Δεσποινίς.... δεσποινίς... τα ρέστα σας!.. .. φώναζε ο σερβιτόρος, κι έτρεχε να προλάβει την αφηρημένη πελάτισσά του, κρατώντας στο χέρι του ένα μάτσο λεφτά. Λίγο πριν, όταν του έδωσε ένα υπερβολικά μεγάλο χαρτονόμισμα, για τον καφέ που είχε πιει, στραβομουτσούνιασε, γκρίνιαξε … που θα εύρισκε ρέστα …και τράβηξε κατά το ταμείο. Όταν γύρισε και είδε, πως εκείνη είχε ήδη σηκωθεί από το τραπέζι και είχε απομακρυνθεί, άρχισε να την κυνηγά, τείνοντας το χέρι με τα χαρτονομίσματα και τα ψιλά. Καθώς δεν του έδινε σημασία κι εξακολουθούσε να απομακρύνεται, κοίταζε μια τα λεφτά στο χέρι του, μια την κοπέλα που έφευγε…. - Δεσποινίς! ξανάπε σιγανά, κι απορημένα. ..Εκείνη ήταν κιόλας μακριά!. Κοίταξε πάλι τα λεφτά στην παλάμη του, έκανε να τρέξει πίσω της, μα κάτι τον συγκράτησε. Απόμεινε να την κοιτάζει, ώσπου χάθηκε από τα μάτια του. Έχωσε τα λεφτά γρήγορα στην τσέπη του και τράβηξε κατά το μαγαζί, μην μπορώντας ακόμη να πιστέψει την απρόσμενη τύχη του. Αυτή η όμορφη κουρελιάρα, με την αποκρουστική πάνινη κούκλα, δεν ήταν άνθρωπος… η τύχη του πρέπει να ήταν! Καλά που δεν την έδιωξε, έτσι αλλοπρόσαλλη κι αλλόκοτη που την είδε και της φέρθηκε αξιοπρεπώς. Δεν είχε και δουλειά εκείνη την ώρα ….ευτυχώς δηλαδή που δεν είχαν αρχίσει να καταφθάνουν, οι κανονικοί, κι ευπρεπείς πελάτες!

*** Έσφιγγε την κούκλα στην αγκαλιά της, κι ανηφόριζε τον παραλιακό δρόμο κατά μήκος της πόλης, αφού είχε περάσει τις ατελείωτες καφετέριες, που είχαν ξεφυτρώσει η μια δίπλα στην άλλη, σε όλη τη διαδρομή και τώρα καθώς ξεμάκραινε, είχαν αρχίσει να αραιώνουν. Ανάσαινε ανακουφισμένη, όπως έφευγε από τον κόσμο που ήταν αραδιασμένος στις πολυθρόνες, κι απολάμβανε το καφεδάκι του. Δεν ήξερε με σιγουριά, αλλά μύριζε πως ήταν κυριακάτικο πρωινό.. από τον αέρα.! Πάντα το ένοιωθε αυτό τις Κυριακές, όταν περίμενε... Αλήθεια τι; Μια αίσθηση ερχόταν αόριστη από μακριά, χωρίς να προσδιορίζει... τίποτε άλλο, παρά μόνο την απουσία.! Περνούσε όλη η εβδομάδα, για να έρθει η επόμενη Κυριακή και να καταλάβει, πως εκείνο που περίμενε, ήταν επί θύρας, από τη μεγάλη προσδοκία, αλλά και πολύ μακριά, από την απογοήτευση του επικείμενου τίποτα, …του ανεκπλήρωτου ουδέν … .. Και η Κυριακή τότε, καταντούσε μια μελαγχολική μέρα, όσο ηλιόλουστη και λαμπερή, κι αν ήταν! Αυτή η μελαγχολία βάραινε σήμερα στον αέρα, καθώς είχε απομακρυνθεί αρκετά και η στάθμη της θάλασσας ήταν ήδη, πολλά μέτρα κάτω από τα πόδια της. Δεξιά τα σπίτια της πόλης, αριστερά το πέλαγος, ανοικτό κι απέραντο, χωρίς τίποτα να την εμποδίζει να απολαύσει τη θέα του. Ακούμπησε στο προστατευτικό, που τη χώριζε από τα απότομα βράχια, κι αφέθηκε, στο υπέροχο πανόραμα του γαλάζιου… Πάντα τις Κυριακές, η θάλασσα έχει ένα αλλιώτικο χρώμα, πιο διάφανο, ..πιο βαθύ,.. πιο έντονο, …πιο μαγικό!

***

Page 11: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

- Η μοναξιά της Κυριακής, μεγάλη και βαθιά, σαν τη θάλασσα! ..Δε συμφωνείτε;

Ο άνδρας που είχε σταθεί δίπλα της και της μιλούσε, ήταν γύρω στα τριάντα, με ξυρισμένο κεφάλι, καπελάκι και στιλάτα γυαλιά ηλίου, μάλλον πανάκριβα, τελευταία λέξη της μόδας. Γενικά, όλη η εμφάνισή του ήταν μοδάτη, επιμελημένα ατημέλητος, ελαφρά αξύριστος και χαμογελαστός. Ο πληθυντικός της φάνηκε παράταιρος, όλο το υπόλοιπο πακέτο ανεξήγητα γνωστό, καθώς στράφηκε και τον κοίταξε. Αυτή η αίσθηση του γνωστού - άγνωστου, από την πρώτη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι της εκεί, μπέρδευε σαν δίχτυ τις αισθήσεις της και τις δυνάστευε, αφόρητα και καταλυτικά. Ένα πανάκριβο τζιπ, ήταν παρκαρισμένο λίγα μέτρα πιο πάνω. Έσφιξε δυνατά την πάνινη κούκλα, καθώς μετά από κάποιες κοινότυπες κουβέντες, τον άφησε να την οδηγήσει σ’ αυτό. Με την άκρη του ματιού της, τον έβλεπε να βάζει μπρος, να ξεκινά με άνεση και στυλ, ..του τύπου … Εν τάξει μωρέ, καμαρώνουμε αλλά... και τι έγινε, εμείς δεν κολλάμε σ’ αυτά!… ενώ, όλο το δήθεν του πράγματος, συνηγορούσε ακριβώς στο αντίθετο. Της ήρθε να γελάσει, καθώς το τεράστιο τζιπ ήταν αταίριαστο με το μικροσκοπικό μέγεθος του άνδρα, που θαρρείς πως προσπαθούσε εναγωνίως, να φτάσουν τα πόδια του στο πεντάλ και να οδηγήσει. Το στιλάκι όμως… ατσαλάκωτο... και το ύφος άψογα φτιασιδωμένο, στα δήθεν των επικαλύψεων.! Και μιλούσε... μιλούσε ακατάπαυστα, όμως εκείνη δεν άκουγε. Μέσα από φίλτρο προστασίας, έπιανε ψιθύρους ανεπαίσθητους …. πως ήταν όμορφη, ….. πως την είχε ερωτευθεί από την πρώτη στιγμή, πως ήταν μόνος, …παντρεμένος,… περίμενε τη γυναίκα του που θα κατέφθανε αύριο, είχε και μια κόρη …που τη λάτρευε…. … Όλα της ήταν γνωστά, χιλιοειπωμένα κι αδιάφορα.! .. Αδιάφορα συμφώνησε μαζί του, όταν της πρότεινε να πάνε για φαγητό σε ένα γραφικό λιμανάκι, που είχε ανακαλύψει τις δυο μέρες τώρα, που τριγυρνούσε μόνος στη πόλη, .…. αδιάφορα τον άκουγε να της παραπονιέται για την ασυμφωνία με τη γυναίκα του και πως αν δεν ήταν η μικρή, θα την είχε χωρίσει εδώ και καιρό, …αδιάφορα ξάπλωσε μαζί του, στο κρεβάτι στο ξενοδοχείο που έμενε. … … Όλα ήταν γνωστά και … χιλιο καμωμένα.! .. .. Τον καημενούλη... τον τρυφερούλη... τον αδικημένο! Όμως τα χάδια του δεν ήταν ούτε τρυφερά, ούτε γλυκά, ούτε εμπνευσμένα.! Ήταν οι βίαιες κινήσεις πληγωμένου ζώου, να κρατηθεί στη ζωή, που ξέσχιζε ό,τι το είχε πληγώσει, σε ό,τι αθώο βρισκόταν μπροστά του. Ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη φορά, ένα τσιγάρο. Πριν την τρίτη, η εξομολόγηση του… βιασμού του σε νεαρή ηλικία, από μεγαλύτερή του, που τον μύησε και τον έθισε σε άλλα κόλπα και …. στην ατέλειωτη αναμονή, για την τέταρτη... - Μα τι έχω πάθει με σένα , πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό -, της είχε ήδη προτείνει να μείνει μαζί του….Θα περνούσαν λέει καλά, εκείνος, η γυναίκα του, κι ...αυτή.! Μια φοιτήτρια που είχαν πριν και ήταν πολύ καλή σ’ αυτό, - θα ήταν εκπαιδευμένη φαίνεται, …έκανε την αγενή διαπίστωση, έτσι όπως τον άκουγε να αξιολογεί πρόσωπα και σχέσεις - , τελείωσε τις σπουδές της, κι έφυγε από την πόλη τους. Αυτή τώρα , ήταν η ιδανική περίπτωση!... Η γυναίκα του... θα την ερωτευόταν αμέσως!

***

Page 12: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Είχε γείρει στο πλάι και κοιμόταν ξεθεωμένος, τον ύπνο του δικαίου! Σίγουρα, τη γυναίκα του θα την έλεγαν Κλαίρη και η άλλη, που τον έκανε θύμα κα θύτη του έρωτα, ίσως ήταν κάποια θεία, που η μάνα του ανυποψίαστη, την έβαζε να … κοιμάται στο κρεβάτι του, παιδί ακόμη, λόγω έλλειψης χώρου, όταν τη φιλοξένησαν για αρκετό διάστημα, τότε που είχε έρθει από το χωριό, γυρεύοντας την τύχη της .. Τον κοίταζε καθώς κοιμόταν, λιγοστός κι ανυπεράσπιστος. Αύριο θα έμπαινε στο τεράστιο τζιπ του, θα ενδυόταν το γιάπικο, μοδάτο επικάλυμμα του και θα γινόταν πάλι μεγάλος..! Θα ερχόταν και η γυναίκα του, θα εύρισκαν σίγουρα... άλλη φοιτήτρια, κι όλα θα ήταν, εν τάξει.! Η μόνη παραφωνία, το κουρελάκι, που θα μπλεκόταν στα δάκτυλά του, όταν ώρες μετά ξυπνούσε και την αναζητούσε. Σίγουρα θα την έβριζε, αναμφισβήτητα θα την έλεγε τρελή, που κλώτσησε τέτοια τύχη, θα τίναζε το ξεφτισμένο κουρελάκι από πάνω του και θα... ξανακοιμόταν!

*** Στον απέναντι τεράστιο βράχο, που υψωνόταν από τη θάλασσα ως το παράθυρο του ξενοδοχείου, ένα μοναχικό δέντρο, γερτό στην πλαγιά του, έμοιαζε να σκαρφαλώνει σαν πελώριο σκαθάρι, προς την κορυφή. Δε χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια, να τραβήξει ένα μικρό κουρελάκι από το σχισμένο φουστάνι της κούκλας της, που όση διάθεση καλή κι αν είχαν οι σωτήρες της, δεν είχαν καταφέρει και πολλά με την επιδιόρθωση της. Πέταξε το κουρέλι στο κρεβάτι, έσφιξε την κούκλα πάνω της, πήρε το μικρό σακίδιό της, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Το στόμα της είχε γεύση πικρή και το κεφάλι της ήταν βαρύ.! Η μόνη ευχάριστη νότα, ήταν το όνειρό της, ..η φαντασίωσή της, όση ώρα, αυτός, με τα σκληρά χάδια του παίδευε το κορμί της !. Εκείνη ταξίδευε μακριά, πέρα από θείες...γυναίκες και φοιτήτριες... και είχε ονειρευτεί, πως της είχε ζητήσει λέει …να περπατήσουν τα σοκάκια αυτής της πόλης μαζί, κάτω από το φεγγάρι, αγκαλιά, σφιγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον κι ερωτευμένοι.! Ύστερα, στο λιγοστό της ύπνο, είδε αυτή τη βόλτα, κι ήταν όλα τόσο ήρεμα και γλυκά, τόσο τρυφερά... σαν το ατσάλινο μετάξι μιας παγωμένης, χειμωνιάτικης νύχτας…. Έλειπε ο έρωτας! Φορτωμένη το ελαφρύ σακίδιο της, άρχισε να κατηφορίζει το φαρδύ δρόμο, χωρίς προορισμό! Το ξενοδοχείο ήταν αρκετά έξω από την πόλη, θα είχε μεγάλη απόσταση να διανύσει, αλλά αφού δεν ήξερε για που, τι την ένοιαζε! Καιρό τώρα, απροσδιόριστο κι άχρονο, τριγυρνούσε, χωρίς να την νοιάζουν διαδρομές και προορισμοί! Η μόνη διαφορά ήταν, πως από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της σε τούτη τη χρονική συγκυρία, ένοιωθε πως σ’ αυτή οριζόταν , η καταληκτική στάση! Η διαδρομή ήταν θαυμάσια, γεμάτη δέντρα, πράσινο και λουλούδια και η μέρα φωτεινή.! Ίσως να ήταν φθινόπωρο, μπορεί κι Άνοιξη, αλλά τι σημασία είχε; Η κατηφόρα ήταν τώρα λίγο απότομη. Ο δρόμος, πήγαινε παραλιακά για κάποια μέτρα, κι ύστερα ανηφόριζε ξανά, για την πόλη. Μια ξαφνική παρόρμηση, την έκανε να αφήσει την κεντρική οδό και να μπει στο μικρό δρομάκι, που έφθανε στην παραλία. Το λιμανάκι μικρό και γραφικό, την καλωσόριζε! Η παραλία έρημη! Μια μοναδική ταβέρνα, ταπεινή και λιτή, περίμενε τους πελάτες της. Ένα μοναχικό δέντρο

Page 13: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

στην άμμο, τράβηξε την προσοχή της και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Στον άγριο κορμό του, χαραγμένη μια καρδιά και δυο γράμματα. Α και Μ. Άγγιξε την καρδιά και χαμογέλασε. Κάποιοι ερωτευμένοι… κάποτε! Τα γράμματα ήταν ξεφτισμένα και ταλαιπωρημένα, από τα κύματα και τα χαλίκια που χτυπούσαν το δέντρο, τις άγριες μέρες του χειμώνα. Ίσως αυτό το χάραγμα, να ήταν το μοναδικό σημάδι αυτού του έρωτα.! Και το ανεμοδαρμένο δέντρο, διατηρούσε την ανάμνησή του, σαν λαβωματιά στο σώμα του.! ….. Ένας λαβωμένος, νεκρός έρωτας! Ένα νεαρό αγόρι με ένα σκυλί, πλησίαζε προς το μέρος της. Θα ήταν πάνω κάτω, στην ηλικία της. Δεκαοκτώ ...δεκαεπτά... τριάντα δυο.. σαράντα...εκατό; Αλήθεια ποια ήταν η ηλικία της;.. Και ποια ήταν η ίδια; Που βρισκόταν αυτή τη στιγμή; Είχε παρελθόν; Που πήγαινε; Χιλιάδες αναπάντητα ερωτηματικά, βρήκαν αφορμή και ξεφύτρωσαν στο κεφάλι της, περιμένοντας απάντηση. Αν άνοιγε το δεύτερο φάκελο; Ίσως να περιείχε πληροφορίες, για την ταυτότητά της. Όμως οι εντολές στον πρώτο, ήταν ρητές! Να τον ανοίξει, μόνο αν ήθελε να επιστρέψει.! Κι αυτή ήξερε μέσα της, πως δεν είχε έρθει ακόμη, η ώρα!

***

Όλα της φάνηκαν, αστεία κι αδιάφορα.! … Το αγόρι πλησίαζε.! Ήταν ψηλό, λεπτό, μελαχρινό κι όμορφο. Η καρδιά της χτύπησε παράξενα, σαν μικρή μαθήτρια στο πρώτο ραντεβού. Ποιος ξέρει, μπορεί να ήταν κι έτσι.! Το αγόρι σίμωσε και η καρδιά της κόντευε να σπάσει στο στήθος . - Δάνη ..με λένε. Εσένα; - Φοίβη! ..πέταξε το πρώτο όνομα που της ήρθε στα χείλη, καθώς έτσι θυμήθηκε να την αποκαλούν οι σωτήρες της, χωρίς να ξέρει αν πραγματικά ήταν το δικό της, κι ούτε την ένοιαζε δηλαδή. - Φοίβη! Αν ήταν να σ’ ερωτευόμουν κάποτε, τότε η μισή καρδιά πάνω στο δέντρο, θα ενωνόταν άραγε ποτέ με το άλλο της μισό; Αν είχαμε τουλάχιστον, τα ίδια αρχικά! Το αγόρι έτρεξε να κυνηγήσει το σκυλί του, που απομακρύνθηκε γαβγίζοντας, πίσω από κάτι γάτες. Η μισή καρδιά, …το άλλο μισό, σκέφτηκε. ..Τέλειο! Γύρισε να δει πάλι, την ανεμοδαρμένη καρδιά στο δέντρο. Όμως, …δεν υπήρχε καμία καρδιά! Ούτε δέντρο υπήρχε…. Μόνο ένας κίτρινος σωρός, πάνω στην άμμο.! Της φάνηκε, πως ήταν πριονίδια. Ένας σωρός πριονίδια, πάνω στην ξερή άμμο….

*** Η παραλία είχε γεμίσει ξαφνικά κόσμο, κι από τις γύρω ταβέρνες που ήταν πολλές τώρα, έρχονταν τσίκνες και φωνές. Έτρεξε στο σημείο που ήταν ο σωρός, γονάτισε πάνω στην άμμο, κι άρχισε να σκάβει με τα χέρια της, σαν τρελή. Τα δάχτυλά της, δεν άργησαν να χτυπήσουν σε κάτι σκληρό. Καθάρισε την άμμο. Ένας παλιός, μαυρισμένος κορμός κομμένου δέντρου, ξεπρόβαλε. Απόμεινε να τον κοιτάζει, ώσπου δυο δάκρυα έσταξαν από τα θολωμένα μάτια της. Έκλεισε τα βλέφαρα, κι ένοιωσε τα μαζεμένα δάκρυα να ξεχύνονται και να ποτίζουν, τον ξερό κορμό.

Page 14: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Σκούπισε τα μάτια με την ανάστροφη του χεριού κι αναστέναξε, χωρίς να ξέρει γιατί. Μόνο κάτι βαρύ, πολύ βαρύ, της πλάκωσε απρόσκλητα την καρδιά. Το βλέμμα της τράβηξαν δυο καταπράσινα βλαστάρια, που είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν από την ξερή ρίζα και να πετάνε κιόλας φυλλαράκια. Έσπρωξε τη σωριασμένη άμμο με τις παλάμες της, κι άρχισε να τα σκεπάζει. Σε λίγο ένας μικρός σωρός, ήταν συγκεντρωμένος πάνω τους, στο σημείο εκείνο. Σηκώθηκε, τίναξε την άμμο από τα ρούχα της κι έριξε μια ματιά γύρω, να δει μήπως κάποιος, είχε παρακολουθήσει τη σκηνή. Όμως, όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι, για να αντιληφθούν την παρουσία της. Αναστέναξε ανακουφισμένη! Έριξε στον ώμο το σακίδιο και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Το αγόρι με το σκύλο του, ήταν άφαντο κι αυτό…. Α 3. Σφηνάκι μέλλοντος !

Το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο νου, ήταν να το βάλει στα πόδια.! Διόλου παράξενο θα σκεφτόταν κάποιος, με όλα τα τρελά μεταφυσικά, που συνέβαιναν εκεί. Όμως εκείνη έπρεπε να φύγει, επειδή ακριβώς, αυτά τα τρελά μεταφυσικά, έπαψαν να συμβαίνουν και η εμφανιζόμενη πραγματικότητα την άφηνε αδιάφορη, κι απογοητευμένη.! Όλη η προηγούμενη φάση, έμοιαζε να είναι πιο κοντά στο στοιχείο της, κι ίσως της έδινε απαντήσεις, σε κάποια πράγματα που εξακολουθούσαν να την μπερδεύουν, από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια της γεμάτη εγκαύματα και πόνους. Ένοιωθε διχασμένη, παρανοϊκά διχασμένη, παραπαίοντας ανάμεσα σε ανεξήγητο παρόν και σκοτεινό παρελθόν.! Το μόνο πράγμα, που δεν πέρασε στιγμή από το νου της, ήταν το μέλλον.! Σαν να βρισκόταν ήδη εκεί, το ζούσε υπερβατικά, κι όλα τα άλλα, δεν ήταν παρά αναμνήσεις, σκόρπιες και σκοτεινές, που αναλαμπές, φώτιζαν ό,τι πέρασε οριστικά, κι αμετάκλητα.! Όμως το παρόν; Πού ήταν το παρόν της; Παρόν σημαίνει παρουσία, ύπαρξη, κι αυτή... δεν υπήρχε; Κι ό,τι ζούσε τώρα, αυτή τη στιγμή; Ίσως ήταν … μια αναλαμπή από το μέλλον.! Μα συνέβαινε… τώρα! …Ναι, ..όμως συνέβαινε στο τώρα το δικό της, που κάλλιστα μπορούσε να ήταν …. ένα σφηνάκι μέλλοντος, …στο παρελθόν της.! Σίγουρα ήταν, τουλάχιστον …παράλογο! Εκνευρισμένη με τις περίεργες σκέψεις που μόνο την μπέρδευαν, στράφηκε απότομα, έτοιμη να τρέξει. Έπεσε πάνω σε κάποιον, που βρέθηκε εκείνη τη στιγμή πίσω της. Ψέλλισε όπως-όπως ένα συγνώμη, κι έκανε να το βάλει στα πόδια... Όμως ο άγνωστος άνδρας, την έπιασε από τον αγκώνα, εμποδίζοντας την. - Σας συμβαίνει κάτι; Είστε καλά; ρώτησε. Απέσπασε θυμωμένη το χέρι της, μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της, ένα . . . . ….. παράτα με ήσυχη κι εσύ….. κι έκανε μερικά βήματα μακριά του. - Μα είστε πληγωμένη... έχετε αίματα... Τον κοίταξε απορημένη. Κάτι έσταξε στο γόνατό της. - Τα χέρια σας... Χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της. Από τις παλάμες της έτρεχε αίμα, κι έσταζε στην άμμο, που το κατάπινε λαίμαργα. - Αφήστε να σας περιποιηθώ! Ελάτε ...ελάτε ...έχω φαρμακείο, το αυτοκίνητο είναι εδώ κοντά.

Page 15: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Τον άφησε να την παρασύρει, κρατώντας τα χέρια της αφού τα ένωσε μεταξύ τους, πληγή με πληγή, σφιχτά μέσα στα δικά του. Ώσπου να φτάσουν στο αμάξι, συμπέρανε, πως κάποιο αιχμηρό αντικείμενο θα την πλήγωσε, όταν έσκαβε την άμμο να βρει το κομμένο δέντρο και μέσα στη φούρια της δεν το κατάλαβε, κι αιμορράγησε έτσι.

***

Ο άνδρας, της έδενε τώρα με γάζες τις παλάμες, αφού πρώτα τις είχε καθαρίσει κι απολυμάνει, με τα κατάλληλα σκευάσματα. Ήταν πολύ επιδέξιος και σωστός, φαινόταν να κατέχει καλά το πράγμα. Πρέπει να είναι γιατρός! σκέφτηκε και πρώτη φορά από την απρόσμενη συνάντηση, άφησε τη σκέψη της να ασχοληθεί μαζί του. Το άγγιγμα του, της έφερνε ταραχή.! Το σώμα της αντιδρούσε παράξενα!. Ένοιωσε να παρασύρεται από ένα κύμα νοσταλγίας και το άγγιγμά του ήταν ανεξήγητη αφορμή, για τούτο. Σαν να βρισκόταν σε άγνωστο τόπο, με την αίσθηση πως είχε κάποτε βρεθεί, ξανά εκεί..! Η επαφή των χεριών του πάνω στο δέρμα της, την έκανε να ανατριχιάσει! Τράβηξε τα δικά της. - Εντάξει για τώρα, αλλά πρέπει να γίνει αντιτετανικός και ράμματα. Παράξενα τραύματα… σαν να διαπέρασες τις παλάμες σου, με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο .. σαν να προκλήθηκε επίτηδες…. με καρφιά !. Έλα, θα πάμε στο νοσοκομείο. Δεν έχω βάρδια, αλλά θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται.!

*** Ο διάδρομος ήταν μακρύς και κρύος! Η πόρτα του χειρουργείου κλειστή.! - Κύριε συνάδελφε.. τι ζητάς εδώ; - Καλησπέρα κύριε καθηγητά! στράφηκε στον ομιλούντα, την ώρα που ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα. Ένα μικρό προβληματάκι, εδώ ..με τη φίλη μου. Θα χρειαστούμε λίγο χώρο, στο χειρουργικό. Χωρίς άλλη κουβέντα, ο καθηγητής πήρε το ένα της χέρι, κι άρχισε να ξετυλίγει τη γάζα. Έριξε μια ματιά στο τραύμα και κοίταξε απορημένος το συνάδελφό του. - Πάμε ...μέσα! διέταξε σχεδόν, σπρώχνοντας την πόρτα, κι αφήνοντας τους να περάσουν πρώτοι .. Όση ώρα περιποιόταν τα τραύματα της, το βλέμμα του καθηγητή ήταν καρφωμένο, ενοχλητικά κι επίμονα, πάνω της. Ο γιατρός που την έφερε, ήταν τυπικά απασχολημένος με τις πληγές στις παλάμες της, αλλάζοντας που και που καμιά κουβέντα με τον καθηγητή, που το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του εστιαζόταν στο να μάθει, που την ήξερε, πόσο γνωστή του ήταν και τα σχετικά. Αισθανόταν δυσφορία, όχι μόνο από την ταλαιπωρία και τον πόνο, αλλά επειδή άρχισε να τους αισθάνεται .. σαν αρπαχτικά από πάνω της.! Ένα πληγωμένο ζώο στη μέση μιας ζούγκλας, έρμαιο στη βορά των σαρκοφάγων και το ασθενέστερο αρπακτικό, είχε παραχωρήσει θέλοντας και μη, τη λεία του στο ισχυρότερο, περιμένοντας πάντα τα απομεινάρια, να κορέσει την πείνα του! Έπρεπε να φύγει από εκεί!. Ήταν όμως εγκλωβισμένη! Γύρω της είχαν μαζευτεί σαν σφίγγες, κι άλλοι γιατροί και νοσοκόμες, που της χαμογελούσαν με

Page 16: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

ψεύτικη καλοσύνη και προσποιητό ενδιαφέρον, αφού ο ίδιος ο καθηγητής και διευθυντής, απ’ ό,τι φαινόταν του τμήματος, ενδιαφερόταν γι αυτήν. Μέσα τους σίγουρα την έβριζαν, αφού την έστειλε μάλλον ο διάβολος νυχτιάτικα, να χαλάσει την ησυχία τους στο γραφείο των γιατρών, που κάπνιζαν, χασκογελούσαν, κουτσομπόλευαν και φλέρταραν, μιας και η αποψινή βραδιά, ήταν περιέργως ήσυχη!

*** …. Το σπίτι ήταν πανύψηλο, πετρόχτιστο και παλιό!. Ένα εντυπωσιακό αρχοντικό του περασμένου αιώνα, καλοδιατηρημένο κι αναπαλαιωμένο. Μόλις άνοιξε την πόρτα και μπήκαν μέσα, με δυσκολία συγκράτησε την έντονη επιθυμία της, να ανέβει τρέχοντας την εσωτερική σκάλα, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την πόρτα, κι έβγαζε στον επάνω όροφο. Πάλι εκείνη η νοσταλγική αίσθηση, που την εγκλώβιζε και την έκανε άνω κάτω.! Ένοιωσε τους πόνους στα χέρια της, αφόρητους!. Δεν άντεχε αυτές τις γάζες που την έσφιγγαν, σαν σκουριασμένα σύρματα σ’ ανοιχτή πληγή . .Ήταν γεμάτες γυαλιά, καρφιά και λεπίδες κοφτερές ! … Οι γάζες μάτωσαν και το αίμα άρχισε να στάζει … Μια αιμάτινη λίμνη, σχηματίστηκε γύρω της … και οι αιματοβαμμένες γάζες, σαν φίδια αιμοβόρα, αφού χόρτασαν στις πληγές της, κουλουριάστηκαν στα πόδια της …. Τα χέρια της γυμνά κι ελευθερωμένα, τη σούβλιζαν λιγότερο τώρα! - Ήρθες παιδί μου;

Ένας συμπαθητικός γεράκος, στεκόταν στο άνοιγμα μιας πόρτας απέναντι ακριβώς από τη σκάλα και ρωτούσε, ενώ τα μάτια του στάθηκαν πάνω της, με αγαθή περιέργεια. - Πατέρα, γιατί σηκώθηκες; Είμαι με μια φίλη μου, που …. έμεινε για λίγο άλαλος, βλέποντας τι είχε κάνει με τις γάζες στα χέρια της, αλλά ανακτώντας την ψυχραιμία του, συνέχισε ….. θα μείνει απόψε εδώ !…. Πήγαινε να ξαπλώσεις! Είμαστε εντάξει.! - Σίγουρα δε θα θέλατε, κανένα τσαγάκι ζεστό; Κάνει κρύο απόψε… επέμενε εκείνος, μιλώντας τόσο αργά και ήρεμα, που σε έκανε να τον συμπαθήσεις, πέρα από τα φιλικά χαρακτηριστικά, του προσώπου του. - Έλα! Κάθισε πατέρα... Το τσάι θα το κάνω εγώ. Από δω η φίλη μου η... - Φοίβη! πετάχτηκε εκείνη, βγάζοντας τον από τη δύσκολη θέση, αφού έως τώρα, δεν είχαν σκεφτεί να συστηθούν. - Ο κυρ - Αλέξανδρος, ο πατέρας μου.! - Φοίβη! επανέλαβε εκείνος, προχωρώντας προς το καθιστικό…. Ωραίο όνομα! Τη γιαγιά μου, Φοίβη την έλεγαν θυμήθηκε, καθώς κάθισαν δίπλα στο τζάκι, αλλά δεν καταφέραμε να βγάλομε το όνομά της, καθώς ήμουν μοναχογιός από τη μοναδική της κόρη, κι εγώ δεν κατάφερα να... έχω …παρά μόνο ένα παιδί, τον Άλκη μου.! Η φωνή του ράγισε και χαμήλωσε ο τόνος. Έφερε το χέρι στην καρδιά, σαν να τον βασάνιζε κάποιος πόνος. - Είστε καλά; ρώτησε και κινήθηκε προς το μέρος του. Εκείνος της έκανε νόημα να σιωπήσει, κοιτάζοντας συνωμοτικά προς την κουζίνα, που ο γιος του έκανε το τσάι.

Page 17: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

- Δεν είναι γιος μου! είπε κοιτάζοντας την, κατ’ ευθείαν στα μάτια. Ο Άλκης μου, συνέχισε τονίζοντας το μου, ..δεν είναι γιος μου.! Το ήξερα από την αρχή, κι εκείνη νόμισε, πως με κορόιδεψε. Σ’ όλο το χωριό, ήταν κοινό μυστικό η σχέση της, με τον άντρα της ίδιας της αδερφής της.! Ναι, αλήθεια σου λέω, με της ίδιας της, της αδερφής, ένα ζάπλουτο ζωέμπορο. Αυτός της έγραψε προίκα και τούτο ΄δω το σπίτι! Για να με παντρευτεί, της το ’γραψε! ..Της έδωσε και λίρες.. πολλές λίρες.! Πως νόμισες πως σπούδασε ο Άλκης μου.! Η ιατρική είναι ακριβή, κι εγώ ένας φτωχός χωριάτης, που η κυρία Όλγα, δε θα γύριζε ποτέ να με κοιτάξει… Τέτοια γυναίκα, ήταν η κυρία Όλγα! Νόμισε πως με κορόιδεψε, συνέχισε, αφού έριξε πάλι μια ματιά στην κουζίνα. Όμως, εγώ την ξεγέλασα, κατά βάθος! Κανείς δεν το ’ξέρε, εκτός από τη συχωρεμένη τη μάνα μου, που της το ’πε η γιαγιά μου, η συνονόματή σου. Από τη στιγμή που γεννήθηκα, ήξερε πως δεν μπορούσα να κάνω παιδιά! Το φύλαξαν ακριβό μυστικό, ακόμη κι από μένα. Εγώ το άκουσα κρυφά… χρόνια μετά…Σοκαρίστηκα, δε λέω…. Έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου…. Έτσι, όταν έγινε το προξενιό με την κυρά, βολευτήκαμε όλοι..! Να σου πω κιόλας; Η γιαγιά μου η πανούργα, Θεός ’σχώρεστην, κίνησε γη και ουρανό και τελικά τα κατάφερε…. Αλήθεια εσένα .. για ποιανής το χατίρι σε βάφτισαν Φοίβη; ρώτησε, αλλάζοντας ξαφνικά την κουβέντα, λες κι αράδιαζε τα πιο ανώδυνα πράγματα, κι όχι ένα φοβερό μυστικό. - Εμένα; ...Δεν ξέρω... δε μου είπαν... δε θυμάμαι... έτσι με φώναζαν. ...Το μωρό μου... θυμήθηκε ξαφνικά και σηκώθηκε ν’ αναζητήσει την κουρελιασμένη κούκλα, που είχε ξεχάσει στην πολυθρόνα, μαζί με το σακίδιό της. Την άρπαξε και γύρισε στη θέση της. Ο ηλικιωμένος άνδρας, είχε πιάσει πάλι το στήθος του, είχε γείρει στο πλάι και ήταν κατάχλομος… . Α 4. Τρύπα στη σοφίτα ! Ο κυρ - Αλέξανδρος πέθανε το ίδιο βράδυ, ξαλαφρωμένος από το βαρύ μυστικό, του Άλκη του. Λες και την περίμενε.! Μια βαριά λύπη πλάκωνε την καρδιά της, για τον αιφνίδιο θάνατό του, αλλά συγχρόνως συνειδητοποιούσε, πως …είχε κάνει κάτι καλό, …πως μοιραία είχε βρεθεί εκεί για να βοηθήσει, αλαφρώνοντάς τον από ένα βάρος, που δεν ήθελε να πάρει μαζί του. Ακολούθησε διακριτικά, μέχρι το νεκροταφείο. Ένοιωθε πως έπρεπε να το κάνει, για το στερνό αντίο, σαν να ήταν δικό της άνθρωπος.! Όλοι ήταν εκεί.! Αντιλαμβανόταν την παρουσία ..γνωστών ..αγνώστων ανθρώπων, με αυτή την αίσθηση, που δεν έλεγε να την αφήσει στιγμή. Πως τίποτα δηλαδή, δεν της ήταν ολότελα άγνωστο, κι όλα είχαν, ή, θα έπαιζαν κάποιο ρόλο, στη ζωή της. Στεκόταν σε μιαν άκρη, παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα. Από το συνηθισμένο κοινωνικό σχόλιο, που δεν αποφεύγεται σε καμιά περίπτωση, έμαθε για την αρραβωνιαστικιά του Άλκη, την Κορίνα, για τη μητέρα του την κυρία Όλγα, που είχε παρατήσει τον πατέρα του και είχε φύγει με τον άνδρα ..της ίδιας της της αδερφής - σαν δε ντρεπόταν να είναι τώρα εδώ - τον κύριο καθηγητή με τη νεαρή γυναίκα του

Page 18: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

τη Φένια, που παρ’ όλο το αβάσταχτα καθώς πρέπει ύφος του, δεν παρέλειπε να της ρίχνει, πονηρές ματιές. Από το μισάνοιχτο σακίδιο της, έριξε μια ματιά στην πάνινη κούκλα και διαπίστωσε το βλέμμα της να τη διαπερνά και να φτάνει στον εγκέφαλό της. Ο κόσμος άρχισε να αραιώνει και σε λίγο, δεν έμεινε κανείς.! Ο Άλκης, έφυγε φυσικά με την αρραβωνιαστικιά του και τον κύριο καθηγητή, χωρίς να της ρίξει, ούτε ματιά. Έμεινε μόνη.! Στη μεγάλη, σιδερένια πόρτα του κοιμητηρίου, διέκρινε μια φιγούρα, που της φάνηκε γνωστή. - Δάνη! φώναξε, κι έτρεξε προς το μέρος του, σαν το ναυαγό που ψάχνει κάτι να πιαστεί, αναγνωρίζοντας το αγόρι με το σκύλο, που είχε συναντήσει στη μικρή παραλία. Όμως καθώς πλησίαζε, είδε, πως ενώ του έμοιαζε πολύ, αυτός δεν ήταν πια το αγόρι, αλλά ένας άντρας με μαλλιά που είχαν αρχίσει ήδη να γκριζάρουν στους κροτάφους, γύρω στα σαράντα. Το βλέμμα του έπεσε εξεταστικό πάνω της και την έκανε να νοιώσει άβολα. - Ίαν με λένε, αλλά δεν πειράζει! Μια παραγνώριση, που έγινε αιτία να γνωριστούμε.!

*** Περπάτησαν μαζί αρκετή ώρα και δεν άργησαν να τα λένε, σαν παλιοί φίλοι. Κάποια στιγμή έφτασαν σπίτι του, κι όταν την κάλεσε πάνω, ανέβηκε σαν να ήταν, το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Η πρώτη φορά μαζί του, ήταν γρήγορη και βιαστική, λες κι ανακάλυπτε παρθενικά, τον έρωτα.! Οι επόμενες ώρες κύλησαν αργά, ηδονιστικά βασανιστικές στα χέρια του, που παίδευαν κάθε εκατοστό της. Η μυρωδιά του, η επαφή με το δέρμα του, η πίεση του κορμιού του πάνω στο δικό της, όλα ..της ήταν γνώριμα και νοσταλγικά.! Το αίσθημα αυτό την πλημμύριζε τρυφερότητα και την έκανε παθιασμένα λαίμαργη και πεινασμένη. Κάποια στιγμή έγειρε στην αγκαλιά της, εξουθενωμένος.! Τα κορμιά τους έσταζαν ιδρώτα, που ανέδυε μια γλυκερή αίσθηση ηδονής στο χώρο, που τώρα της έκανε αίσθηση. Μάλλον, δεν είχε προσέξει πριν, πως εκεί σίγουρα διαφέντευε κάποια νοικοκυρά, με όλη τη σημασία της λέξης. Τα πάντα ήταν τακτοποιημένα, κι όλα άστραφταν κυριολεκτικά..! Μια φωτογραφία, της τράβηξε την προσοχή.! Ήταν εκείνος, μια γυναίκα κι ένα παιδί, σε κάποια εκδρομή. - Η γυναίκα μου.. και ο .. γιος μου! ψέλλισε και η φωνή του ακούστηκε σαν απολογία. Ύστερα, από απολογούμενος έγινε κατήγορος, λέγοντας πως δεν ήταν γυναίκα αυτή, πως μόνο το σπίτι και το γιο της κοιτούσε, πως ήταν κρύα στο κρεβάτι, δεν τον ικανοποιούσε, λάθος που την παντρεύτηκε μόλις στα δεκαεπτά κι αυτός είκοσι τρία, δεν του ταίριαζε, ήταν μόνο μια γυναικούλα, δεν άντεχε μαζί της… ενώ με εκείνη … δε θα του έφτανε μια ζωή.! Όση ώρα της μιλούσε, έβλεπε με τρόμο μια τεράστια, σκοτεινή τρύπα, να χάσκει στα πόδια της και να θέλει να την καταπιεί.! Μετά η τρύπα άλλαζε θέση, άνοιγε στον τοίχο, στο κρεβάτι, στο ταβάνι, πότε σοφίτα, πότε καταπακτή! ..Κι από τα κατάμαυρα σωθικά της, έβγαιναν μέλισσες κι αηδόνια και πλημμύρισαν ασφυχτικά το χώρο. Κι ύστερα, ένα οπλισμένο χέρι υψώθηκε, κρατώντας έναν ξύλινο σταυρό, μυτερό στην άκρη και ήθελε να την καρφώσει... μάλλον όχι, εκείνη κρατούσε το σταυρό και πήγαινε κατά πάνω του….

Page 19: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

…… Το στήθος της ανεβοκατέβαινε από την αγωνία, το χέρι της έτρεμε και το μυαλό της είχε θολώσει…… Έπρεπε να ξορκίσει το κακό, την ψευτιά, την υποκρισία, την κοροϊδία, την απανθρωπιά.! … Ήταν κυριευμένη από θυμό, έναν απέραντο θυμό, που ένοιωθε να την κατακλύζει, κι έκανε το σταυρό βαρύ, στο αδύνατο χεράκι της. Ο άνδρας, που είχε αποκοιμηθεί ανέγνοιαστος για όλον εκείνον το χαμό, ξύπνησε απότομα, μουρμουρίζοντας πως του χαλάει τον ύπνο. Το πόδι του, τινάχτηκε με λύσσα! Ένοιωσε τον πόνο να την κόβει στα δυο και το αδύνατο κορμάκι της, να εκτινάσσεται με δύναμη στον απέναντι τοίχο και να τσακίζεται. …Ύστερα …άνθρωποι με λευκές μπλούζες πηγαινοέρχονταν βιαστικά, ένα φορείο έμπαινε από τη μεγάλη πόρτα, που είχε σταθεροποιηθεί πια στην είσοδο ενός μεγάλου, σιωπηλού κτηρίου. Πρόλαβε να αναγνωρίσει τη γυναίκα της φωτογραφίας, πάνω σ’ αυτό, πριν οι νοσοκόμοι το σύρουν ως το βάθος του διαδρόμου, για να σταθούν μπροστά σε μιαν άλλη, κλειστή πόρτα. …. .. Κατόπιν, όλα τυλίχτηκαν στις φλόγες και χάθηκαν από τα μάτια της.! A5. Το ευτυχισμένο μόριο ! Ο άνδρας δίπλα της ανάσανε ρυθμικά, είχε αρχίσει κιόλας να ροχαλίζει. Σκούπισε τον ιδρώτα από πάνω της και πήρε βαθιές ανάσες, να συνέλθει. Σίγουρα είχε αποκοιμηθεί κι αυτή και είχε δει κάποιον εφιάλτη. Όμως η αίσθηση είχε τόσο διαποτίσει το είναι της, που ήταν.. σαν να το είχε ζήσει! Άπλωσε το χέρι της, κι ακούμπησε τη φωτογραφία, της γυναίκας με το παιδί .. Ανατρίχιασε .. ! Η ασπρόμαυρη εικόνα, είχε βαφτεί κόκκινη … από το αίμα που έρεε πάνω της!.. Στο μέτωπο της γυναίκας, ένα ακάνθινο στεφάνι .. αιμορραγούσε! Πήρε την κορνίζα και την έφερε κοντά στο πρόσωπό της της . - Ως πότε καρδούλα ..μου το πικρό ποτήρι …. Ως πότε καρδιά μου … πότε πια θα στραγγίξει; βγήκε από μέσα της, αναίτια απελπισία. Κόλλησε τα χείλη της και φίλησε τα αγκάθια. Τα ένοιωθε να μπήγονται στην τρυφερή τους σάρκα και καυτό υγρό να στάζει στο στήθος και να κατακαίει τα σωθικά της, όπου το σφυρί του πόνου βρίσκοντας πρόσφορο αμόνι την καρδιά της, χτυπούσε με λύσσα ….τρυπούσε τα μηνίγγια της και τιναζόταν έξω, παρασύροντας ένα - ένα τα αγκάθια, από το στεφάνι της κεφαλής της! ... Ο πόνος υπερέβη τα όρια του, κι … απάλυνε ως την κατάργηση! ...Το κορμί της, άυλο κι ανυπόστατο, πέρασε σε άλλη διάσταση !.. Τα πόδια της δεν πατούσαν τη γη, μετεωριζόμενη σε ένα υγρό, ζεστό κενό, που την περιέκλειε, σαν υμένας μαλακός .. . -Τι ωραία που είναι εδώ….και τι ζεστά! …Ας γινόταν .. να μείνω για πάντα … ας γινόταν .. να μη γυρίσω! …. Τα αγκάθια είχαν εκτιναχτεί και είχαν σχηματίσει έναν τεράστιο κύκλο πάνω της, που έλαμπε, καθώς οι τελευταίες ρανίδες αίματος, που έσταζαν από αυτά, είχαν αποκαλύψει μικρά λουλουδένια ανθάκια, που άστραφταν, πριν πέσουν στο πάτωμα, καταγράφοντας εκεί το σκοτεινό, κυκλικό αποτύπωμα . . Το αγκάθινο στεφάνι, από τον πόνο …είχε ανθίσει! Όλα στη ζωή είναι μικρά, κι ο πόνος της ψυχής τα μεγαλύνει, εξυψώνοντας τα, ως …το θαύμα! Η σκέψη, σαν αποκάλυψη κατέλαβε το νου της, κι έσκυψε το κεφάλι. Όταν τα σήκωσε ξανά, η ασπρόμαυρη φωτογραφία της γυναίκας με το παιδί, ήταν

Page 20: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

στη θέση της… καθαρή και στεγνή όπως πριν .. .. Ανάσανε ανακουφισμένη και ήρεμη και κάνοντας απλά ένα βηματάκι, βγήκε από τον κύκλο! Ύστερα, πήρε την πάνινη κούκλα, έσκισε ένα κουρέλι από το φουστάνι της και το άφησε πάνω στο κρεβάτι. Διέσχισε το δωμάτιο ..πέρασε από το διάδρομο ..το καθιστικό, έριξε μια τελευταία ματιά στο χώρο, άνοιξε την πόρτα και βγήκε.

*** Το δροσερό αεράκι της νύχτας, χάιδεψε το πρόσωπό της .. . Το ιδρωμένο σώμα της, ρίγησε! Οι νυχτερινοί δρόμοι της πόλης, ήταν έρημοι!. Κάτι διερχόμενα αυτοκίνητα της θάμπωναν τα μάτια και προσπερνούσαν βιαστικά. Στη μεγάλη πλατεία, είχαν στήσει μιαν εντυπωσιακή φάτνη, με μάγους και βοσκούς. Πλησίασε… Στάθηκε μπροστά στο νεογέννητο Χριστό, έβαλε το χέρι της στο σακίδιο, έβγαλε έναν ατσαλάκωτο πάκο χαρτονομίσματα, κι άρχισε να τα διασκορπίζει . . Ακολούθησαν κι άλλα.. κι άλλα, ώσπου το σακίδιο, άδειασε εντελώς από τα πολύτιμο φορτίο του και ο χώρος γύρω από τη φάτνη είχε στρωθεί κυριολεκτικά, με πανάκριβο χάρτινο χαλί. ….- Τα δικά μου τριάντα αργύρια, που θα με σταυρώσουν .. Κύριε! ψέλλισε. Έσκυψε, πήρε το πλαστικό βρέφος, του έδωσε ένα φιλί, το έβαλε πάλι στην αγκαλιά της μάνας του και βιάστηκε να απομακρυνθεί. Το σακίδιο βάραινε ελάχιστα στον ώμο της, άδειο σχεδόν. Μόνο η πάνινη κούκλα, είχε απομείνει μέσα. Το κουρέλι που κρεμόταν από το κορμάκι της, ελάχιστα κάλυπτε τη γύμνια της!. Την έσφιξε στην αγκαλιά της, κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς.. Ύστερα μια βιαστική παρόρμηση, την έκανε να τιναχτεί και βιαστικά να κάνει στροφή, για την πλατεία . Στάθηκε μπροστά στη φάτνη, έβγαλε το ελάχιστο κουρέλι που είχε απομείνει πάνω στην κούκλα, πήρε το μικρό χριστό, τον έβαλε να καθίσει χάμω, συγκέντρωσε ένα μάτσο σκόρπια χαρτονομίσματα και τον σκέπασε ολόκληρο, αφού μάζεψε και μερικά πλαστικά ζωάκια, παιχνιδάκια που είχαν φέρει μικρά παιδιά και τα έβαλε γύρω του. Κατόπιν άφησε στην άδεια θέση του, τη θεόγυμνη κούκλα, κι απομακρύνθηκε τρέχοντας …….

*** Ο αέρας που άρχισε να φυσά, έφερνε στα πόδια της χαρτονομίσματα, που τα παρέσερνε και τα σκόρπιζε στην πόλη . Αύριο, οι δρόμοι της μικρής πολιτείας, θα επεφύλασσαν ένα αναπάντεχο δώρο στους αγουροξυπνημένους κατοίκους, που θα κινούσαν αξημέρωτα για το μεροκάματο, που μάλλον δεν ήταν εύκολο. … Άρχισε να γελά! Δε θυμόταν τον εαυτό της από τότε που βρέθηκε στην πόλη, να ξεκαρδίζεται έτσι! Έφερνε στο νου της τη φάτσα των τυχερών, που το πρωί θα μάζευαν χρήματα από τις γωνιές! ..Και τι ντόρος θα γινόταν μετά …και τι σούσουρο θα ακολουθούσε! Οι σύγχρονοι πιστοί, θα μιλούσαν χριστουγεννιάτικα σίγουρα για θαύμα, καθώς το …. θαύμα ήταν κι αυτό, σύγχρονο της εποχής του και το τελικό ποσό, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο! … Θυμόταν ακόμη την έκφραση της υπαλλήλου, όταν της είχε ζητήσει ανάληψη ολόκληρου του ποσού. Είχε οπισθοχωρήσει σχεδόν τρομαγμένη με το θράσος αυτής της κουρελιάρας, που τολμούσε να ζητήσει τόσα χρήματα … Πως ήταν δυνατόν να

Page 21: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

το διανοηθεί, με τόσα κουρέλια..! Σίγουρα δε θα ήξερε καν, τι σημαίνει ένα τέτοιο νούμερο και σίγουρα το βιβλιάριο, ήταν κλεμμένο! Την πρόσταξε σχεδόν, να περιμένει και χώθηκε σε ένα γραφείο. Από τη μισάνοιχτη πόρτα, κάποιος της έριχνε εξεταστικές ματιές. Κατόπιν η πόρτα έκλεισε. Κάποια στιγμή η κοπέλα βγήκε και της ζήτησε τώρα ξανά να περιμένει λίγο, γιατί το ποσό ήταν υπερβολικά μεγάλο και η τράπεζα δε διέθετε εκείνη τη στιγμή, κάτι ανάλογο. Ήταν απλά δικαιολογία, ώσπου να γίνει ο απαιτούμενος έλεγχος. Τόσα κομματάκια …πολύτιμου χαρτιού, δε δίδονται εύκολα! Αργότερα, όταν τη βοηθούσε να βάλει στο σακίδιο τις πολύτιμες δεσμίδες, πόσο θα ήθελε να είχε ξεπεράσει τις αναστολές της και να της είχε πετάξει στα μούτρα, έναν πάκο από τα κολλαριστά χαρτιά που κοιτούσε ξελιγωμένα, αλλά δεν το έκανε !.Αφού η ίδια το ένοιωθε σαν προσβολή, ντρεπόταν να το κάνει σε άλλον, δείχνοντας σεβασμό ακόμη στην ανθρώπινη υπόσταση, .. σαν ύπαρξη, κι όχι σαν καταστάλαγμα παθών κι αντοχών. Ίσως και γιατί, δειλή ακόμη … δεν ήθελε, να γίνει θέαμα .!

*** Τα σπίτια έλαμπαν γιορτινά! Από ένα μεγάλο εκεί απέναντι, ακούγονταν φωνές και τραγούδια.! Σίγουρα μέσα, οι ευτυχισμένοι άνθρωποι γιόρταζαν!. Τώρα με το σακίδιο άδειο, ένα αίσθημα φόβου και μοναξιάς την κυρίεψε ..Δεν είχε και το μωρό της! Χάιδεψε το κουρελάκι μέσα στην τσέπη της και τα δάχτυλα της ακούμπησαν, το βιβλιάριο. Τι το θέλω.. κάγχασε και το τράβηξε έξω να το πετάξει. ¨Όμως στα χέρια της κρατούσε τώρα, ένα μικρό βιβλίο, αραχνοΰφαντο θαρρείς και λεπτεπίλεπτο, από τα χάδια του καιρού και των χεριών, που το κράτησαν κάποτε... Παραξενεμένη για το απρόσμενο εύρημα, ένοιωσε τα χέρια της να τρέμουν και το βιβλίο, έπεσε στο χώμα. Καθώς το σήκωνε ευλαβικά, ένα ξερό τριαντάφυλλο ξέφυγε από τις σελίδες του και σκόρπισε, στο ρεύμα του αέρα που δυνάμωσε ξαφνικά. Έχωσε το μικρό βιβλίο στο σακίδιο της, ανασήκωσε το γιακά της, χουχούλιασε τα χέρια της και τάχυνε το βήμα ... Τη στιγμή που έφθανε έξω από το σπίτι που γιόρταζαν, άνοιξε η πόρτα. Μια καλοντυμένη κοπέλα πετάχτηκε έξω, κι άρχισε να τρέχει σαν τρελή ..! Πέρασε σαν σίφουνας από μπροστά της και ρίχτηκε στη διασταύρωση, χωρίς να ελέγξει το δρόμο. ..Ένα αυτοκίνητο προσπάθησε να φρενάρει, αλλά δεν κατάφερε να την αποφύγει εντελώς και τη χτύπησε στο πλάι, ρίχνοντας την κάτω ... Ένας επίσης καλοντυμένος μεσήλικας, βγήκε από τα αμάξι και προσπάθησε να βοηθήσει την κοπέλα, που φαινόταν να έχει χτυπήσει στο πόδι, να σηκωθεί . Ασυναίσθητα, άκουσε τον εαυτό της, τρέμοντας από ρίγος ξαφνικού πόνου, να παραμιλά, προσπαθώντας να αρνηθεί . .. … ….. - όχι ευχαριστώ δεν έχω τίποτα, δε θέλω.! Καθώς περνούσε δίπλα τους, χωρίς κανείς από τους δυο να έχει αντιληφθεί την παρουσία της, άκουσε την κοπέλα, να αρνείται την προσφορά του να τη μεταφέρει σε κάποιο νοσοκομείο, με τα ίδια λόγια που προηγουμένως εκείνη ψέλλιζε, χωρίς λόγο. Είδε την κοπέλα να παίρνει κάποια, μάλλον κάρτα του και ξαφνιασμένη, κατέβασε το δικό της χέρι, που είχε απλωθεί να τη δεχτεί . Τους προσπέρασε αφήνοντας τους πίσω και τράβηξε κατά τη μικρή ανηφόρα, αντί να συνεχίσει το φαρδύ ομαλό δρόμο, χωρίς να ξέρει γιατί, ακολουθώντας μιαν αόριστη

Page 22: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

προσταγή. Είχε ανέβει ολόκληρη την ανηφόρα, όταν φτάνοντας στο ίσιωμα, την προσπέρασε ουρλιάζοντας τη σειρήνα του ένα ασθενοφόρο, που στάθηκε σε ένα σπίτι, που ήταν μαζεμένος κόσμος. Κάτι την παρότρυνε να το βάλει στα πόδια, όμως εκείνη η αόριστη προσταγή που την όριζε, την έσπρωχνε εκεί! Το συγκεντρωμένο πλήθος, ψιθύριζε συνωμοτικά για κάποια γυναίκα, που είχε πέσει και μάλλον, ήταν αργά για κείνη …κρίμα λέει …και ήταν παντρεμένη ..και είχε και παιδιά ! …Ο καημένος ο άντρας της και τα παιδιά της …. Μια παγωμένη αίσθηση θανάτου τη μαρμάρωσε, κι έκανε τα βήματα της ασήκωτα! Μια αίσθηση εκ διαμέτρου αντίθετη, με εκείνη που ένοιωσε στο θάνατο του κυρ- Αλέξανδρου, του πατέρα του Άλκη. Εκεί αισθάνθηκε, πως ο αξιαγάπητος γεράκος την περίμενε για να φύγει, κι έφτασε στην ώρα της, να τον ελευθερώσει !. ..Εδώ ..κυριεύτηκε από τύψεις …πως άργησε ..δεν πρόλαβε …αν ήταν παρούσα, δε θα γινόταν το κακό! Με κόπο έσερνε τα μολυβένια πόδια της, προσπαθώντας να προσπεράσει, να φύγει όσο γινόταν πιο μακριά από εκεί, όταν ένοιωσε δυο χέρια να την αρπάζουν και να την τραβούν κυριολεκτικά μέσα σε ένα αυτοκίνητο, που ξεκίνησε αμέσως !

*** Με φρίκη διαπίστωσε, πως βρισκόταν μέσα στο ασθενοφόρο, με την πληγωμένη γυναίκα, δίπλα της ...! Με μεγαλύτερη φρίκη είδε, πως εκείνος που την είχε σύρει με τη βία μέσα, δεν ήταν άλλος .. παρά ο Αλκής! Καθισμένος ακριβώς πίσω της, την είχε τραβήξει ανάμεσα στα σκέλια του και είχε κολλήσει το σώμα του, στο δικό της. Τα χέρια του πάνω και γύρω στους ώμους της, την είχαν αγκαλιάσει σφιχτά και την ακινητοποιούσαν!. Την πλήγωσε η ανάσα του στη βάση του λαιμού, κι ανατρίχιασε!. Τα χείλη του κόλλησαν στο δέρμα της, κι άρχισε να τη φιλά. Θέλησε να τον αποτινάξει από πάνω της, αλλά είχε παραλύσει ... Τα χείλη του χάιδευαν γλυκά το δέρμα του αυχένα, ανάμεσα στις ρίζες των μαλλιών! …Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει, έναν αναστεναγμό ηδονής . .. Η πληγωμένη γυναίκα, αναστέναξε κι αυτή. .Είναι ζωντανή … … συνειδητοποίησε, ένα κομμάτι του μυαλού της !… - Άλκη! …Άλκη! ..Είναι ζωντανή…σε χρειάζεται!. Όμως η φωνή δεν έβγαινε από τα χείλη της, καθώς τα χέρια του παίδευαν τολμηρά και κτητικά το κορμί της, που δεν την υπάκουε πια και την έκαναν ανίσχυρη …

- Βοήθα την.! … κατάφερε να ψελλίσει τελικά, με φωνή που βγήκε ξεψυχισμένη από μέσα της και παραδόθηκε.

Όλα .. της ήταν γνωστά και συνηθισμένα..! Ήξερε που να αγγίξει …που να επιμείνει στο κορμί του με τα χείλη, τα χέρια και το σώμα της!. Κι εκείνος ταξίδευε σε γνωστά τοπία και ζώνες ηδονικές, σαν να έκανε περίπατο στο φως! Ένα φως που τους τύλιξε ..τους ανέβασε ψηλά, ώσπου χάθηκαν στον ίλιγγο του πάθους.!

***

Page 23: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Γνωστό το ταξίδι… πεπατημένος ο δρόμος, μόνο που τώρα το πάθος ήταν αχόρταγο και ο πόθος αδηφάγος! Το κορμί της, σκορπισμένο εις τα εξ’ ων συνετέθη, στο Σύμπαν, …αίσθηση τρυφερή κι αγαπημένη! Αλλά αυτή τη φορά, δεν αιωρούνταν ευτυχισμένα μόρια στο άπειρο… Κρέμονταν απλά, διαλυμένα στον ουρανό, κι ύστερα έπεφταν βαριά, στο χώμα!. Ένα λευκό χαρτί, αιωρήθηκε για λίγο στον αέρα, σαν πάλαι ποτέ ευτυχισμένο μόριο και προσγειώθηκε δίπλα της . Α ρ γ η σ ε ς …! Η πόρτα άνοιξε με φόρα! Μια ριπή παγωμένου αέρα, έσπρωξε το χαρτί ψηλά στον ουρανό!.. Ριπές κόσμου την τσαλαπατούσαν βίαια, καθώς πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα ασθενοφόρα, που έφταναν κι έφευγαν, … φορεία που άδειαζαν και γέμιζαν, εν ριπή οφθαλμού!. Κι ύστερα, κατέφθασαν αυτοί, ..με τις άσπρες μπλούζες! …Πολλοί ..αμέτρητοι… μιλιούνια.! Ο κόσμος πλημμύρισε από ανθρώπους, με άσπρες μπλούζες.! Όλα έγιναν κάτασπρα, κι ο Άλκης μες στη δική του άσπρη ποδιά, χάθηκε στο άχρωμο πλήθος. ..Το έβαλε στα πόδια έντρομη! … Χρώμα …λίγο χρώμα.! Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Στάθηκε κι έκανε εμετό, ώσπου ο λαιμός της γδάρθηκε και αίμα κόκκινο, έβαψε τα χέρια της. - Χρώμα .! .ψέλλισε Σύρθηκε σε ένα θάμνο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα και βυθίστηκε, σε ένα σκοτεινό λήθαργο! Α 6. Mεθισμένες νύχτες! - Ει …ξύπνα! Αρκετά δε σου φαίνεται πως κοιμήθηκες; Βαρέθηκα να σε βλέπω να κοιμάσαι! Κάποιος μουρμούριζε στον ύπνο της και δεν την άφηνε να κοιμηθεί. Τι ήθελε τέλος πάντων; Τα μέλη της δυσκίνητα και το κορμί της βαρύ, να βουλιάζει σε λασπερό βούρκο, δεν την άφηναν να ξυπνήσει. - Έλα, ..ξύπνα σου λέω! Δεν είσαι δα και η ωραία κοιμισμένη! Άνοιξε τα μάτια με κόπο και κοίταξε γύρω... Που βρισκόταν; Αισθάνθηκε την παρουσία κάποιου δίπλα της και στράφηκε προς το μέρος του. Ένα τσαχπίνικο τσουλούφι και δυο πύρινα μάτια, τη χάζευαν.! - Ματάρες …βλέπω.! Καλά επέμενα εγώ, να σε ξυπνήσω. Τι μάτια είναι αυτά …σφάζεις αδερφάκι μου! συνέχιζε εκείνος, φέρνοντας το πρόσωπο του, κοντά στο δικό της . Τον έσπρωξε θυμωμένη και σηκώθηκε. Αυτός ο νεαρός, ήταν αναιδέστατος! Της έκανε εντύπωση αυτή η σκέψη και το βαρύ σώμα της. Κατέγραφε πολύ μακριά την ηλικία της, από τη δική του . Εκείνος δε θα ήταν παραπάνω από είκοσι, αυτή ένοιωθε τα διπλά του χρόνια, κι όμως ή υπαρξιακή της συνείδηση, αντιστεκόταν γερά στα δεκατέσσερα ... ! Κομφούζιο και ακαταλαβίστικο αλαλούμ! ..Το μωρό μου!… της ήρθε ανήσυχη μια σκέψη, κι ύστερα θυμήθηκε πως ήταν σε μια φάτνη γέννας ..πολύ μακριά πια!. Σίγουρα είχε χάσει και το κουρελάκι της, ίσως να μην είχε αντέξει στο χρόνο …σκέφτηκε με την αίσθηση, πως είχαν περάσει αιώνες. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και με έκπληξη, το ένοιωσε εκεί!

Page 24: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

- Σε ξέρω! πέταξε ξαφνικά εκείνος. Σε είδα στην κηδεία! Ε…μη σου περάσει από το νου, πως είμαι της καλής κοινωνίας!.. Εγώ είχα πάει να δω τη δικιά μου, που κατάφερε τελικά και τρύπωσε εκεί και με παράτησε η σκύλα.! Της έχωσε κυριολεκτικά στη μούρη, μια φωτογραφία . . Αναγνώρισε το νεαρό και μια εντυπωσιακή ξανθιά, στην αγκαλιά του. Της φάνηκε γνωστή φυσιογνωμία ..σίγουρα κάπου την είχε δει ! - Δεν είναι όμορφη; Εσύ όμως είσαι πιο όμορφη. Αυτή είναι σκύλα ..πουτάνα.. ξεφτιλισμένη γυναίκα! Με πούλησε! Τα μάτια του νεαρού, γυάλιζαν παράξενα! Συνέχισε να βρίζει την εντυπωσιακή ξανθιά, ενώ εκείνη προσπαθούσε να θυμηθεί, που την είχε δει. Η αίσθηση πως την ήξερε γινόταν εντονότερη, τόσο δυνατή, που την κυρίεψε. Αυτή τη γυναίκα, την ήξερε καλά πολύ καλά, αλλά … ποια ήταν; Η Φένια.! ..της ήρθε ξαφνικά η επιφοίτηση. Η γυναίκα του καθηγητή! Θυμήθηκε πως την είχε δει, στην κηδεία του κυρ- Αλέξανδρου, μαζί με τον αξιότιμο κύριο καθηγητή. Γι αυτό έλεγε ο νεαρός, πως είχε πάει να τη δει εκεί! Όμως αυτή η αίσθηση πως την ήξερε καλά, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί με λίγων λεπτών κοντινής παρουσίας, κάποιας ολότελα άγνωστης. Δεν είχαν ανταλλάξει καν, μία λέξη ! ..Κι όμως, την ήξερε καλά …ήταν σίγουρη γι αυτό! Η αίσθηση της σιγουριάς, άρχισε να κολλά πάνω της ..σαν λέπρα! Τινάχτηκε αηδιασμένη! Το δωμάτιο ήταν μικρό, κι ακατάστατο! Ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι ....ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί και διάφορα άλλα περίεργα αντικείμενα και μπουκάλια … πολλά μπουκάλια, σκόρπια ολόγυρα. Πρέπει να πίνει πολύ … ίσως και τώρα να είναι πιωμένος! συμπέρανε, καθώς εκείνος δεν είχε πάψει στιγμή, να βρίζει την ξανθιά. Το περίεργο ήταν, πως ενώ την ενοχλούσε ο σκληρός ήχος των λέξεων, κατά βάθος ήξερε, … πως της άξιζαν όλα.!

***

Παρέμεινε εκεί, δέσμια άγνωστων βουλών, της παράξενης ζωής της! Πόσο έμεινε και τι έκανε όλο εκείνο, το σκοτεινό διάστημα; Πως περνούσαν οι μέρες, που ξόδευαν τις νύχτες; Έκαναν κάτι κακό, κάτι παράνομο … πως ζούσαν, πως επιβίωναν; Έπαψε να μετρά και να αναρωτιέται! Πώς να μετρήσει άλλωστε, πνιγμένη συνεχώς στο ποτό και πώς να αναρωτηθεί, όταν όλα τα σκέπαζε η πάχνη της λήθης, για τα έργα τους! Ο νεαρός την είχε εθίσει για τα καλά, στο πάθος του και οι μέρες περνούσαν κοιμισμένες και οι νύχτες μεθυσμένες..! Και το μεταξύ αυτών … θεοσκότεινο διάστημα, ίσως να ήταν το πλέον μαύρο κι άραχνο, στη ζωή της! Τώρα όμως η μνήμη, λίαν επιλεκτική έως την εκμηδένιση, την απομόνωνε εντελώς από τα τεκταινόμενα και την εξέθετε άκριτα, σε επιβουλές . . Άμαθη καθώς ήταν στο ποτό και τα συνακόλουθα, της έπεφτε βαρύ και κοιμόταν διαρκώς !. Συνήθως την ξυπνούσε εκείνος, να του κάνει παρέα, να μεθύσουν . . Καμιά φορά … έτρωγαν κιόλας! Μια δυο φορές που είχε ξυπνήσει μόνη της, εκείνος έλειπε! Ήθελε να σηκωθεί, να βγει έξω, να δει που είναι, όμως τα βλέφαρα της ήταν βαριά, το στόμα της πικρό και το στομάχι της τόσο χάλια, που της έφερναν υπνηλία και κοιμόταν ξανά, ώσπου ερχόταν και την ξυπνούσε αυτός.. Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια, με ένα μούδιασμα, ξαφνικού τρόμου ... Κάποιος, ήταν σκυμμένος πάνω της και φορούσε μαύρη κουκούλα! Παρ’ όλο που παρέλυσε

Page 25: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

από φόβο, προσπάθησε να αντιδράσει. Όμως εκείνος πιο δυνατός, την ακινητοποίησε. Άρχισε να τη φιλά αδιάκριτα, όπου εύρισκε γυμνό κομμάτι, σάρκας. Τα χείλη του διέτρεχαν ξεδιάντροπα το κορμί της και τα χέρια του, την έσφιγγαν δυνατά. Χαλάρωσε ασυναίσθητα το σώμα της, υποταγμένη σε άλλους πια ορισμούς, κι αφέθηκε στην ηδονή. Το κορμί της αναγνώρισε τα χάδια …τα φιλιά ..το σφίξιμο.. τον τρόπο που το άλωσε, σαν μπήκε μέσα της! Ήταν εκείνος, αλλά γιατί φορούσε κουκούλα; Ίσως ήταν παιχνίδι, που όμως τον έκανε άγριο και βίαιο! Πολλές φορές ένοιωσε να την πονά και να την εξουσιάζει με τη δύναμη του, σαν να περίμενε κάποια αντίδραση της, για να την κατασπαράξει. Παραδόθηκε στα χέρια του γλυκιά, τρυφερή, κυρίεψε το είναι του, διαπέρασε κάθε ίνα του κορμιού του, έγινε ένα μαζί του!…. Κι όταν πια, ..μετά από αλλεπάλληλους ηδονικούς ποταμούς, έγειρε αποκαμωμένος δίπλα της, κατάλαβε πως νίκησε και χαμογέλασε. Κανείς δεν είδε, εκείνο το σκοτεινό χαμόγελο! Μόνο η νύχτα και της χαλάλισε ανάσες δύναμης, από το απύθμενο είναι της!.. Μια δύναμη φίλη, που έρχονταν από μακριά, κι όπως τόσες άλλες. φορές σε απροσδιόριστο χρόνο, ένοιωσε και πάλι, να την ατσαλώνει..!

***

Άνοιξε τα μάτια, από την παγωνιά της απουσίας του.! Δίπλα της, δεν ήταν ψυχή! Πιο κει άκουσε θόρυβο ... κάποιος όρθιος μέσα στο σκοτάδι, έψαχνε κάτι. Φαίνεται πως το βρήκε και κρατώντας το, είχε πλησιάσει στο παράθυρο στο λιγοστό φως του φεγγαριού, που τρύπωνε μέσα από τις τραυματισμένες γρίλιες. Αναγνώρισε το σακίδιο της. Δε θα εύρισκε τίποτα …είναι άδειο! σκέφτηκε, χωρίς να την πειράξει καθόλου η αδιακρισία του, αλλά αμέσως τινάχτηκε πάνω και όρμησε καταπάνω του, προσπαθώντας να του αποσπάσει το σάκο από τα χέρια. Σαν αναλαμπή της είχε έρθει στο νου, πως υπήρχαν ακόμη μέσα οι φάκελοι, κι εκείνο το ουρανοκατέβατο, μικρό βιβλίο, παρ’ όλο που τόσον καιρό, είχε ξεχάσει ολότελα την ύπαρξη τους. - Ήσυχα πριγκηπέσα! Τα δικά μου, δικά σου.. και τα δικά σου .. πάλι δικά σου; Δε λέει ! Για να δούμε , τι έχει εδώ! - Όχι .ι ..ι ! ούρλιαξε, κι έπεσε με ορμή πάνω του, προσπαθώντας να τον χτυπήσει με το πρώτο βαρύ αντικείμενο, που άρπαξαν τα χέρια της . Ήταν τόση η φόρα της, που εκείνος μεθυσμένος καθώς ήταν, έκανε μερικά βήματα, έπεσε τρεκλίζοντας πάνω στον τοίχο, κι ύστερα σωριάστηκε κάτω, κι έμεινε ακίνητος. Πλησίασε κι άρπαξε το σακίδιο, ενώ εκείνος βόγκηξε και κινήθηκε ζαλισμένος προς το μέρος της. Το έβαλε σαν τρελή στα πόδια, σφίγγοντας με όλη της τη δύναμη, ό,τι κρατούσε πάνω στο στήθος της !.

*** Έτρεχε …έτρεχε … φεύγοντας από δρόμους, σπίτια, σκοτάδια! Ύστερα ανεξήγητα, μπλέχτηκε με ανθρώπους πολλούς, που έτρεχαν κι εκείνοι.!.. Προσπαθώντας να τους αποφύγει, έπεσε πάνω σε ένα αυτοκίνητο

- Ε .ε .ε εσείς, ασυνείδητοι άλυτες! ..Παλιόσκυλα! .. .. έβρισε ο καλοβαλμένος μεσήλικας κύριος που το οδηγούσε, βγαίνοντας έξω να δει τη ζημιά, που του έκανε αυτή η τρελή, που έσκασε πάνω στο καπό του πανάκριβου

Page 26: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

αυτοκινήτου του. Ο κύριος έβριζε, … έβριζε, ..εκείνη κοιτούσε τρομαγμένη το στόμα του, που μεγάλωνε να την καταπιεί … η μορφή του άλλαζε συνεχώς . ..Φάνηκαν ο Ιαν …ο Άλκης …ο Δάνης …ο καθηγητής … ο νεαρός! Ύστερα χάθηκε ο κόσμος και μαζί κι ο καλοβαλμένος, με τις ανθρώπινες μάσκες του. Σιωπή! …Ατέλειωτη σιωπή …σαν ξεδιπλωμένος, μισοσκότεινος διάδρομος.!… Απέραντη κι ατέρμονη, σαν το Σύμπαν! … Από το τέρμα του απείρου, ένα …φορείο ερχόταν με φόρα! Πλησίαζε …όλο πλησίαζε! Κάποιοι την είχαν αρπάξει και προσπαθούσαν, να τη βάλουν πάνω του. Ένας κρατούσε μια τεράστια σύριγγα, που έσταζε …κι ο καθηγητής έλεγε …έλεγε …Ένοιωθε χέρια να την πνίγουν.!.. Στο δικό της χέρι έσφιγγε ακόμη το μπουκάλι, που είχε αρπάξει φεύγοντας, από το σπίτι του νεαρού. Το σήκωσε και το εκσφενδόνισε με δύναμη, στο πανάκριβο αμάξι ... Ένας εκκωφαντικός κρότος, κι όλα τυλίχτηκαν στις φλόγες !

*** Ανέβαινε ψηλά, ανάμεσα σε καπνούς, φλόγες, κύματα καυτής κόλασης.! Ήταν ανάλαφρη ..ελεύθερη …αθώα .. αυλή και άχρονη.!… Ίσως στη γη, να έλεγαν δεκατέσσερα. … Μια ακατανόητη λέξη..! Ένα παιδί με ποδήλατο, την προσπέρασε, ως το επόμενο σύννεφο. Εκεί στάθηκε και την περίμενε, όσο καθυστερημένη κι αν ήταν ….Στη γη θα έλεγαν, πως δε θα πρόφταινε. …Αδιανόητος χρόνος..! - Ανέβα! της είπε και την έβαλε να καθίσει, μπροστά στη σέλα. Το ποδήλατο άρχισε να κυλά στον ουρανό, να ανεβοκατεβαίνει …να περνά ανάμεσα από σύννεφα… να καλπάζει σαν άλογο, διασχίζοντας τους αιθέρες! Ύστερα, το άλογο έγινε σίφουνας ..μπόρα! Ο αναβάτης αντί να το συγκρατήσει, το τσιγκλούσε, τρυπώντας με τα σπιρούνια του, με λύσσα τα πλευρά του!. Αρπάχτηκε απεγνωσμένα πάνω του, προσπαθώντας να συγκρατηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε.! Το θεόρατο σκοτεινό στόμα της δίνης, άρχισε να την καταπίνει …. - Πρέπει να πάω στη Μέλισσα! πρόλαβε να καταγράψει στο νου της, κι αυτή ήταν, η τελευταία της σκέψη. Α 7. Καπέλα κι ελάφια.. ! Ένα απαλό αεράκι πέρασε νωχελικά, ανάμεσα στα μαύρα κουρέλια και τα έκανε να ανατριχιάσουν, πάνω στο ακίνητο κορμί., βάλσαμο στις ματωμένες πληγές, που έκαιγαν ακόμη!... Ύστερα το αεράκι δυνάμωσε και ο θρήνος της θάλασσας, έγινε αγκομαχητό και βόγκος !. Θυμωμένη, έφτανε μέχρι το πληγωμένο σώμα και το έγλυφε με ορμή!… Αποτραβιόταν, κι επέστρεφε με περισσότερο μένος, καλύπτοντας το ολόκληρο, διασκελίζοντας άσεμνα από πάνω του, σκεπάζοντας το με αφρούς και νερά, πασχίζοντας να σβήσει την πληγωμένη φλόγα.! Κατόπιν ο θυμός, έγινε

Page 27: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

αντάρα και οργή! Τεράστια κύματα, έσκαζαν με ορμή στα θεοσκότεινα βράχια, κι ύστερα ορμούσαν πίσω με λύσσα, να το τραβήξουν στην υγρή, θυμωμένη αγκαλιά! Μα δεν ανταποκρίθηκε, στο τεράστιο μένος! ..Τα βράχια το όριζαν πια, κρατώντας το σταθερά, στον πέτρινο σταυρό τους! ..Μόνο κάτι αδύναμα κουρέλια, ..ξέφυγαν, παρασύρθηκαν από το μεγάλο θυμό, κι εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι..!

*** - Πω…πω …γίναμε μούσκεμα ! - Πως άλλαξε έτσι ξαφνικά, ο καιρός … θα μας πνίξει ! - Θα μας τραβήξει μέσα, όπως πάει ..καλύτερα να φύγουμε ! - Ναι ..πάμε ..πάμε !

…Φωνές και γκρίνιες διαμαρτυρίας, από τη μικρή συντροφιά κοριτσιών και αγοριών, που απολάμβαναν τη νυχτερινή σιγαλιά της καλοκαιρινής νύχτας, πριν το ξαφνικό μπουρίνι κάνει την ανατροπή και χαλάσει τη μαγεία!. Τώρα, έτρεχαν πανικόβλητα στα απόκρημνα περάσματα, προσπαθώντας να απομακρυνθούν από τα κύματα, που καταχτυπούσαν με ορμή τα βράχια και τα ίδια …. Τα αγόρια στην αρχή, διασκέδαζαν με τον τρόμο και τις φωνές των κοριτσιών, αλλά καθώς το μπουρίνι δυνάμωνε, άρχισαν να σκιάζονται κι αυτά. Έλειπε κι ο αρχηγός της παρέας, που θα συντόνιζε κάπως τα πράγματα. Έλειπε και κάποια άλλη, αλλά αυτή, … καλύτερα που έλειπε! Σίγουρα για τον κοριτσόκοσμο της συντροφιάς, που δεν την έβλεπαν με καλό μάτι.! Όσο ήταν αυτή, εκείνες λες και ήταν ανύπαρκτες.! .. … Κρίμα μόνο …. που μαζί της, έλειπε κι ο Δέλφινας !

*** - Μ’ αγαπάς;

Η μαυροφορεμένη γυναίκα, γαντζωμένη στα βράχια ..έγειρε και τείνοντας την προσοχή της, προσπάθησε να ακούσει ... Ήταν καλυμμένη μ’ ένα κατάμαυρο ράσο σαν καλόγρια, που το είχε τραβήξει χαμηλά στο μέτωπο καλύπτοντας το πρόσωπο, μέχρι τα μάτια της . . Όμως στην προσπάθεια της, να ελευθερώσει το αυτί της για να ακούσει καλύτερα, το κάλυμμα γλίστρησε και ξεπετάχτηκαν ατίθασες κατακόκκινες τούφες, που άστραψαν στο φως του φεγγαριού !… . Τρομαγμένη σχεδόν, έκρυψε βιαστικά τις τούφες στην κουκούλα, κατεβάζοντας την ακόμη πιο χαμηλά, καλύπτοντας ολόκληρο το κεφάλι της, σαν φάντασμα . - Μ’ αγαπάς ; Το νεαρό αγόρι δισταχτικά και τρυφερά, πρόφερε τις λέξεις..Ένα αγωνιώδες ερώτημα, που ήθελε να αγγίξει, τα όρια της διαπίστωσης!. Το κορίτσι που καθόταν πλάι του, έσκυψε και κοίταξε τη θάλασσα, μέσα από τις σχισμές των βράχων .. Το νερό έφτανε μέχρι πάνω, κάλυπτε το κενό και αποσυρόταν, για να φανεί πάλι με ένα υπόκωφο μουρμουρητό, που έκανε ανατριχιαστικά παρούσα, τη νυχτερινή σιωπή .…

Page 28: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

- Μ’ αγαπάς ; Το αγόρι ρώτησε πιο έντονα τώρα και σκύβοντας προς το μέρος του κοριτσιού, έκανε προσπάθεια στο φως των καλοκαιρινών αστεριών, να συναντήσει το βλέμμα της. Εκείνη κινήθηκε νευρικά και στην απότομη στροφή της να τον αποφύγει, το καπέλο που φορούσε παράταιρα για την ώρα, ξέφυγε από κεφάλι της και πριν προλάβει να το συγκρατήσει, έπεσε στα βράχια και κατέληξε στο νερό. - Το καπέλο μου …βρέχεται το καπελάκι μου!.. Σε παρακαλώ! Το αγόρι είχε ήδη τιναχτεί πάνω και πηδώντας στα βράχια σαν αγριοκάτσικο, κατέβηκε στο μέρος που είχε πέσει το καπέλο. Το κορίτσι, δεν τον άφηνε στιγμή από τα μάτια της. Τώρα μπορούσε να τον κοιτάζει όσο ήθελε, χωρίς να ντρέπεται!... Πόσο όμορφος ήταν ..Θεέ μου! Ψηλός, μελαχρινός, γεροδεμένος, με εβένινα μαλλιά και μάτια … Πόσο της άρεσε να είναι μαζί του, να κάθεται πλάι του, να νοιώθει την αύρα του κορμιού του και την κρυφή επιθυμία που τους ένωνε, κι έλιωναν, να είναι συνέχεια μαζί!. Το αγόρι έπιασε το καπέλο που σούρωνε θαλασσινό νερό, κι αφού το στριφογύρισε στο χέρι του, το πέταξε ψηλά, προς το μέρος της. Το κορίτσι άπλωσε το χέρι, αλλά δεν πρόλαβε. Η μαυροφορεμένη γυναίκα, που παρακολουθούσε αθέατη τόση ώρα, άπλωσε κι αυτή το χέρι της και το καπέλο τινάχτηκε μακριά και έπεσε ξανά στο νερό. - Ωχ… όχι! αναφώνησε απογοητευμένο το κορίτσι. Το αγόρι που είχε φτάσει ήδη στα μισά της ανάβασης, γύρισε πίσω, το σήκωσε και το πέταξε ξανά στα πόδια της. Πάλι η ίδια κίνηση και πάλι η μαυροφόρα πρόλαβε και το καπέλο βρέθηκε ξανά, στο νερό - Όχι πάλι!… στέναξε το κορίτσι …. - Παράτα το!. …γκρίνιαξε το αγόρι και με μεγάλες δρασκελιές, σκαρφάλωσε τα μυτερά βράχια και βρέθηκε δίπλα της . .Το καπέλο μου ……το καπελάκι μου! διαμαρτυρόταν εκείνη με αληθινό παράπονο, σαν να έχασε το θησαυρό της γης . Δεν το αφήνω εκεί κάτω … θα πάω να το πάρω ..εγώ! Και λέγοντας αυτά, άρχισε να κατεβαίνει τα βράχια . Δεν άργησε να διαμαρτυρηθεί για την άγρια επιφάνεια, που της πλήγωνε τα πόδια, αλλά συνέχισε … διαμαρτυρόμενη!. Το αγόρι βλέποντας την, άρχισε να γελά. Χα!…Χα! …Χα !…. Ένοιωθε το γέλιο του να την πληγώνει, περισσότερο από τα μυτερά βράχια και ο πόνος, της έφερε δάκρυα στα μάτια …. ¨Όχι …δε θα σταματούσε .!Δε θα του έκανε αυτή τη χάρη, ..στο τέλος, αυτή θα νικούσε! Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, καθώς πλησίαζε στα ολοσκότεινα νερά, αλλά δεν τα παράτησε. Θα του έδειχνε αυτή …δεν τον είχε ανάγκη! Η μαυροφόρα των βράχων, είχε αφήσει τη θέση της και πήγαινε πλάι της, χωρίς να τολμά να την αγγίξει για να τη βοηθήσει . Ούτε το αγόρι, ούτε το κορίτσι, φαίνονταν να έχουν αντιληφθεί ούτε και τώρα την παρουσία της, σαν να ήταν πραγματικά, … αόρατη!

***

Ένοιωσε τον ίσκιο του, να περνάει δίπλα της. Με μεγάλα πηδήματα από βράχο σε βράχο, προσπέρασε, κι έφτασε στη μεγάλη ρωγμή που βρυχιόταν το νερό,

Page 29: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

έπιασε το μισοκατεστραμμένο καπέλο και γυρνώντας πίσω, το άφησε πάλι στα πόδια της. - Να, παρ’ το καπέλο σου και σιγά το καπέλο, δηλαδή! είπε εκνευρισμένος, από την προσβολή που του έκανε, να τον αγνοήσει και να κατέβει μόνη της. Το κορίτσι έριξε μια ματιά στο καπέλο και δεν έκανε καν, τον κόπο! Γύρισε την πλάτη, κι άρχισε να ανεβαίνει βογκώντας από τον πόνο, που η άγρια πέτρα προκαλούσε, στις γυμνές πατούσες των ποδιών της. Με δυο δρασκελιές, την έφτασε το αγόρι.! Την άρπαξε σαν πούπουλο στα δυο του χέρια και κρατώντας την αγκαλιά, έφτασε στην αποβάθρα. Ένοιωθε τα χέρια του να την κρατούν τρυφερά και στέρεα, το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει, την ανάσα του γοργή, στο πρόσωπό της. Εκείνος, δεν την άφηνε.! … Εξακολουθούσε να την κρατά στην αγκαλιά του, σαν πολύτιμο εύρημα, με το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο από την ορμή του έρωτα και το δισταγμό της νιότης. Έσκυψε το κεφάλι του. Τα χείλη του ακούμπησαν απαλά, τα δικά της.! Ύστερα την απόθεσε κάτω και της γύρισε βιαστικά την πλάτη, ντροπιασμένος, που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί.!

*** Το μελτέμι δυνάμωνε.! Οι ανάσες του επίμονες και δυνατές, τους έσπρωχναν επικίνδυνα στους βράχους.. Τα κύματα, που ξεσπούσαν με θυμό στη στεριά, τους έδερναν με αλμυρό νερό, κι αποτραβιόταν μουγκρίζοντας ..Το μεγάλο θεριό είχε ξυπνήσει, από τους αυγουστιάτικους αέρηδες, σε εναρμονισμένη συμφωνία στο καλοκαιρινό ρέκβιεμ, για το πρελούντιο του χειμώνα. Ένοιωσε ανατριχίλα, σ ' ολόκληρο το κορμί της!. Τον πλησίασε και τον άγγιξε απαλά, στον αγκώνα. Όσο μπορούσε πιο τρυφερά και πιο λίγο.! Εκείνος γύρισε απότομα και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Έμειναν έτσι ακίνητοι, αγκαλιασμένοι, βρεγμένοι ως το κόκαλο, με τα κορμιά να αχνίζουν, ολόφωτες λαμπάδες, στην ανταριασμένη αυγουστιάτικη νύχτα. Εκεί, στη μέση της καταιγίδας, τριγυρισμένοι από τη θαλασσινή θεομηνία, σαν το φάρο το μοναχικό, στην άκρη της γης...

***

Την ησυχία τάραξαν ξαφνικά, φωνές και γέλια. Κάποιοι πλησίαζαν τραγουδώντας, φωνάζοντας, με αστεία και πειράγματα. Ήταν η παρέα... Το κορίτσι, αντέδρασε πρώτο. Με μια βεβιασμένη κίνηση, αποσχίστηκε από την αγκαλιά του αγοριού, κι απομακρύνθηκε λίγα βήματα. - Θεέ μου ..ας μη μας είδαν! ψέλλισε τρομαγμένη. Αύριο θα το ξέρουν όλοι και θα πεθάνω από ντροπή.! - Έλα ησύχασε… την καθησύχασε το αγόρι, ..είναι ακόμη πολύ μακριά.! Θα κάνουμε έναν κύκλο και θα βρεθούμε πίσω τους, σαν να ερχόμαστε τώρα. - Πάμε τότε! είπε βιαστικά το κορίτσι, κι αρπάζοντάς τον από το χέρι, έκανε να τρέξει. - Μια στιγμή! τη συγκράτησε...Κάτι σε ρώτησα πριν... και δε μου απάντησες!

Page 30: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

- Ω... πάμε σε παρακαλώ! είπε εκείνη και αφήνοντάς τον, άρχισε να τρέχει στη χαμηλή αποβάθρα, ενώ η παρέα ανέβαινε τη μικρή πέτρινη σκάλα, που οδηγούσε στο μόλο, που συναντιόταν κάθε βράδυ. Α 8. Ξεδοντιασμένο θεριό ! Η παρέα! Ένα σμάρι αγόρια και κορίτσια, που αντάμωναν κάθε καλοκαίρι σαν τα αποδημητικά πουλιά, μετά το χειμώνα. Κάποια έμεναν ακόμη μόνιμα εκεί και πηγαινοέρχονταν στο μικρό σχολείο του χωριού, που ήταν κοντά στο γραφικό λιμανάκι του παραθαλάσσιου οικισμού .... Άλλα πάλι έμειναν στην πόλη, κι έρχονταν με τους γονείς τους μόνο για διακοπές τα καλοκαίρια, όπως ετούτο δω.

*** Η νεανική παρέα είχε φτάσει πια, στην άκρη του τείχους. Άλλοι κάθονταν κι αγνάντευαν κατά τη θάλασσα, άλλοι είχαν ξαπλώσει και θαύμαζαν τον ουρανό, κι άλλοι συνέχιζαν απτόητοι τα γέλια και τα πειράγματα. - Έ.. ε .. εσείς, πού χαθήκατε απόψε! φώναξαν κάποιοι μόλις είδαν τα δυο παιδιά να πλησιάζουν... Αρχίσαμε τα ραντεβουδάκια και ξεφύγαμε; - Σαν πολύ γρήγορα, δε γίνατε επίορκοι; φώναξε κάποιος άλλος. - Βρε, αφήστε τα παιδιά …να ερωτευτούν με την ησυχία τους! έκανε ειρωνικά μάλλον, μια σγουρομάλλα κοντούλα. - Αφήστε τους στ’ αλήθεια! φώναξε με ενθουσιασμό μια μακρυμάλλα, με πολύ όμορφα χαρακτηριστικά. Μπορεί να προέκυψε, καλοκαιρινή αγάπη! - Μπρ… τι έξυπνο! Και τι είναι η αγάπη, που προκύπτει έτσι ξαφνικά! αντέτεινε μια άλλη ξανθιά, που το σκυθρωπό ύφος της δεν έδενε καθόλου με το χαρούμενο, ανάλαφρο παρουσιαστικό της. - Καταιγίδα! αποκρίθηκε αναπάντεχα το κορίτσι, που είχε φτάσει με το νεαρό και είχαν δεχτεί τα πυρά της παρέας... Καλοκαιρινή καταιγίδα! συνέχισε με έμφαση, αλλά σαν να το μετάνιωσε ξαφνικά, πέταξε σαρκαστικά… . Έλα, ποιος έχει όρεξη τώρα, ..για τέτοια! και ξάπλωσε ανάμεσα σε δυο αγόρια, πάνω στο ζεστό τσιμέντο.

*** …. Σιωπή! Κανείς δεν είχε όρεξη να πει κάτι, κι όλοι έδειχναν απορροφημένοι και χαμένοι στο πουθενά. Ακόμη και το μικρό της παρέας, η Φούλη, που κάποιες φορές έπαιρναν μαζί, κι όλο πνιχτά γελάκια και ζαβολιές ήταν, τώρα καθόταν σοβαρή και αμίλητη!

Page 31: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

- Τα αστέρια έχουν κατεβεί πολύ χαμηλά... είναι κοντά μας... τόσα καθαρά … τόσο λαμπερά... είναι ανάμεσά μας.!… Εμείς είμαστε αστέρια μέσα στ’ αστέρια, γυρίζουμε…. όλο γυρίζουμε... έχουμε χαθεί στο αστρικό χάος, εδώ, που ο ουρανός κατεβαίνει κάποιες μέρες μαγεμένες, …τόσο χαμηλά, που ουρανός και γη είναι ένα... σ’ αυτό το μέρος, το μοναδικό στον κόσμο!. Κάθε βράδυ η παρέα ανέβαινε στα "μπλόκια", όπως έλεγαν τα τεράστια τσιμεντένια μπλοκ, που είχαν τοποθετηθεί εκεί, κατά μήκος του βραχίονα, που εισχωρούσε στη μέση της σκοτεινής θάλασσας και ταξίδευαν στ’ αστέρια.! Ήταν το αγαπημένο τους, καλοκαιρινό ταξίδι!. Κι εκεί ξαπλωμένοι, χαμένοι στο άπειρο, στροβιλίζονταν σαν άστρα, γύρω από την τροχιά τους, ο καθένας γύρω από τον εαυτό του, κι όλοι μαζί, στο χάος…. - Μπορεί και να μην είναι καταιγίδα! είπε η μικρή κοκκινομάλλα, επιστρέφοντας πρώτη και λύνοντας τη μαγική σιωπή… Μπορεί να είναι ένα μικρό, καλοκαιρινό ταξίδι, στο άγνωστο... - Με βάρκα την ελπίδα; πέταξε ένα κοντούλης γαλανομάτης, κι έσκασαν όλοι στα γέλια, ακόμη κι εκείνοι που εξακολουθούσαν να μετεωρίζονται μαγεμένοι, στη μυστική διαδρομή. - Τι απαίσιος που είσαι! σχολίασε το κορίτσι και ντράπηκε που αφέθηκε, παρασυρμένη, από τη μαγεία της βραδιάς. - Άσε το κορίτσι… είναι ρομαντικό, μην το πειράζεις! δεν έχασε την ευκαιρία ο ψηλός μελαχρινός, που ήταν ο μοναδικός από την παρέα που δεν είχε ξαπλώσει και είχε μείνει καθισμένος σε έναν ψηλό βράχο, που ξεφύτρωνε αφύσικα, ανάμεσα στα άτακτα ριγμένα, τσιμεντένια μπλοκ, βγαλμένος κατευθείαν μέσα από τον Παπαδιαμάντη, κι έκανε ακόμη την ατμόσφαιρα, πιο επιβλητική. Σηκώθηκε, στάθηκε όρθιος και με τα χέρια ανοιγμένα σαν φτερούγες, φώναξε: - Τελικά θα μας πει κάποιος ..τι είναι η αγάπη η η ..η!!!

*** Η φωνή ταξίδεψε στη νυχτιά, σκόνταψε στ’ αστέρια και ο αντίλαλός της, πλημμύρισε το Σύμπαν.! Ύστερα όλα ξαναγύρισαν, στην πρωτινή τους ησυχία.! - Δε μιλάει κανείς; Τότε, θα σας πω εγώ.!.. Θεριό, είναι η αγάπη... θεριό που κατασπαράσσει, όποιον πέσει στα νύχια του! - Ακόμη εκεί … είσαι καημένε! γέλασε ειρωνικά ένας ξανθομάλλης, ένα από τα αγόρια που είχε ξαπλώσει νωρίτερα ανάμεσά τους, το κορίτσι. Σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι, στο μελαχρινό νεαρό. Δυο πανύψηλες φιγούρες μέσα στην καλοκαιρινή νύχτα, μακρινοί ήρωες ενός παραμυθιού, εκεί στη μέση του άπειρου, έτοιμοι για μονομαχία. - Αυτό, ήταν για την εποχή του κοσμοκαλόγερου και του στοχαστή αντάρτη... Τώρα, γέρασε το θεριό! Ξέπεσε... φαγώθηκαν τα νύχια του... έπεσαν τα δόντια του... Είναι για λύπηση! Το σώμα του είχε γείρει λίγο μπροστά, τα πόδια του μισάνοιχτα, με τα γόνατα ελαφρά λυγισμένα, πατούσαν γερά τη γη, τα χέρια ανυψωμένα, το ένα ψηλότερα και το άλλο, κοντά στο στέρνο, ήταν σε ετοιμότητα!. Όλο το σώμα, ήταν σ’ επιφυλακή!

Page 32: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Ο άλλος, δεν έχασε στιγμή! Με ένα σάλτο, πήδηξε από το βράχο και στάθηκε απέναντι, ψηλός, αγέρωχος, περήφανο άτι, που δεν υποχωρεί, έτοιμο να συντριβεί .. μέχρι τέλους.!

*** Χρόνια τώρα καθώς μεγάλωναν, ένας κρυφός ανταγωνισμός έδενε τα δυο αγόρια, μαζί με μια δυνατή φιλία. Τόσο όμοιοι, τόσο δυνατοί, τόσο περήφανοι, τόσο εγωιστές, με την αγριάδα της νιότης και την περηφάνια του φυσικού μεγαλείου!. Κάθε φορά με την παραμικρή αφορμή, πιανόταν στα χέρια σαν κοκόρια, ιδίως, όταν ήταν μικρότεροι. Όσο μεγάλωναν, οι καυγάδες αραίωναν, αλλά όταν γινόταν, ήταν με μεγαλύτερη ένταση και συντάραζαν την παρέα. Μα ήταν ξαφνικοί, σαν περαστική καταιγίδα, που μετά την μπόρα ο ήλιος της φιλίας, έβγαινε πιο δυνατός! Όμως ετούτο το καλοκαίρι, τα πράγματα ήταν αλλιώς!. Η ένταση ήταν πιο φανερή και οι κραδασμοί της, κάθε τόσο συντάραζαν το νεαρόκοσμο, που φαινόταν να περιστρέφεται γύρω από αυτό, σαν την πεταλούδα γύρω από τη φλόγα, που κινδυνεύει να την κάψει. - Με κάτι ξενέρωτους…. ναι! Ούτε νύχια… ούτε δόντια, μα την ουρά στα σκέλια!. Σαλιαρίσματα, παρακάλια και ξεράσματα, στην κάθε αλεπού που θα κουνήσει την ουρά της; .. . Ου να χαθείς σκούπα! του πέταξε κατάμουτρα, καγχάζοντας ο μελαχρινός. - Τι είπες ρε! αρπάχτηκε ο άλλος και τα δυο παιδιά αστραπιαία ήρθαν στα χέρια, πριν προλάβει να αντιδράσει κανείς, από την υπόλοιπη παρέα. Ποιος να αντιδράσει δηλαδή, εκτός από έναν, που κι αυτός φαινόταν, να είναι αλλού απόψε... Αυτοί οι καυγάδες ήταν ιεροί, σαν φυσική επιβολή!... Ιεροί, σαν τρόπος της φύσης, …ιεροί σαν αναπόφευκτος δρόμος, που δεν έχει επιστροφή, μονόδρομος στη μοναδικότητα και την αναγκαιότητά του... - Εμένα ..είπες σκούπα ρε; Εγώ γυρίζω στα βραχάκια τη νύχτα, ρεζιλεύοντας το λόγο μου; Εγώ τρέχω, πίσω από τα φουστάνια της; - Όχι βέβαια! .. Εσύ βάζεις χέρι, όταν οι άλλοι ταξιδεύουν στ’ αστέρια.! Που τον γράφεις το λόγο σου τότε, ρε μαλάκα;

Η παρέα είχε κάνει έναν κύκλο γύρω τους, ανίκανη να παρέμβει, κι έτοιμη να δεχτεί την εξέλιξη, όποια κι αν ήταν, ως συνήθως. ¨Όμως απρόσμενα, το τοπίο άλλαξε . Κάποιος, διέρρηξε τον κύκλο.! Με αργά βήματα, πέρασε μέσα και πλησίασε τους μονομάχους. - Καλά, ..δε ντρέπεστε ρε; Η φωνή του ήταν αργή σαν τις κινήσεις του, κι επιβλητική, με καθησυχαστικά παράταιρη ηρεμία, που όμως, δε σήκωνε αντιρρήσεις… . Δε βαρεθήκατε, να κάνετε σαν κοκόρια; - Βρε καλώς τον, κι ας άργησε! στράφηκε προς το μέρος του ασυγκράτητα παρορμητικός, ο ξανθομάλλης. Καλό κουμάσι είσαι κι εσύ... Κρυφό ποταμάκι! Ο τελευταίος τον κοίταξε ήρεμα, χωρίς να πει λέξη. Ύστερα τον πήρε από το μπράτσο και κάθισαν σε ένα βράχο μακρύτερα, κι άναψαν τσιγάρο. - Τι κατάσταση είναι αυτή! σιγοψιθύριζαν τα κορίτσια... Αυτό το καλοκαίρι το έχουν παρακάνει... μύγα τους τσίμπησε;; Μόνη, αμίλητη, η μικρή κοκκινομάλλα, πλησίασε το μελαχρινό αγόρι που λίγο πριν ήταν μαζί του στα βράχια και τώρα είχε απομακρυνθεί από τους άλλους, είχε

Page 33: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

ακουμπήσει σε ένα τσιμεντένιο μπλοκ, κοίταζε τη θάλασσα και κάπνιζε κι αυτός, έχοντας γυρίσει την πλάτη σε όλους. - Πάντως εγώ.. στην εποχή του Παπαδιαμάντη θα ήθελα να ζω! του ψιθύρισε πίσω από την πλάτη, κοντά στ’ αυτί του… όμως δεν μπορώ, να γυρίσω πίσω.! Α 9. Η κόντρα ! Γύρισε το κεφάλι ξαφνιασμένος! Όμως πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη, το κορίτσι απομακρύνθηκε και πλησίασε τα άλλα αγόρια που κάθονταν μαζεμένα στην απέναντι πλευρά, από εκείνη, που είχαν μαζευτεί τα κορίτσια. Λίγο μετά, ακούστηκαν γέλια και ξεφωνητά. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, με νόημα και μετά προχώρησαν όλες μαζί προς το μέρος των αγοριών, εκτός από την ψηλή ξανθή, την Τάρια, που τράβηξε κατά το μέρος του μελαχρινού, που εξακολουθούσε να κάθεται μόνος του και να καπνίζει. Ξαφνικά, πριν προλάβει να ζυγώσει, εκείνος πέταξε το τσιγάρο με θυμό, όρμησε στο θεόρατο βράχο και με ένα σάλτο βρέθηκε στον αέρα, με το πουκάμισό του να ανεμίζει, πάλλευκο σημάδι μέσα στο σκοτεινό ουρανό, ώσπου άγγιξε με βία το κατάμαυρο νερό και χάθηκε στα βάθη. - Θεέ μου, ούρλιαξε το κορίτσι, βοήθεια...! Είναι τρελός, μεθυσμένος, θα πνιγεί! Η παρέα πάγωσε!. Έστρεψαν τα βλέμματα στη σκοτεινή θάλασσα και περίμεναν, μουδιασμένοι από τον τρόμο. Το αγόρι, δε φαινόταν πουθενά!. - Τι είναι απόψε, αυτό πάλι; … Θεέ μου βοήθα τον! δεν άντεξε και ξέσπασε η κοντή σγουρομάλλα, σπάζοντας τη σιωπή. Η παρέα, λες και ξύπνησε από λήθαργο ξαφνικά, έτρεξε στα βράχια. Το αγόρι, ήταν δεινός κολυμβητής! Γεννήθηκε και μεγάλωσε, μέσα στη θάλασσα. Ήταν από τα παιδιά, που έμεναν μόνιμα στο χωριό. Έτρωγε την αρμύρα με το κουτάλι, σε μπονάτσες και φουρτούνες, όμως τώρα... τώρα, …. αργούσε πολύ να φανεί.!

*** Τα αγόρια πέταξαν τα ρούχα τους, κι ετοιμάστηκαν να βουτήξουν... Ο ξανθομάλλης, μ’ ένα σάλτο, βρέθηκε πρώτος στο νερό. Ακολούθησαν ο Μιχέλες, ένα από τα παιδιά που είχε ήδη δική του βάρκα και όλη η παρέα τον θαύμαζε γι αυτό και ο γίγαντας ο Κλεόμβροτος, ή, Βρούτος όπως του είχαν κολλήσει, που παρ’ όλες τις τεράστιες πραγματικά διαστάσεις του, ήταν απίστευτα σβέλτος, κι ευέλικτος. Μια αιωνιότητα… μια στιγμή!. Βουτούσαν, έβγαιναν στην επιφάνεια, έψαχναν τριγύρω με αγωνία... Βουτούσαν ξανά, έμεναν κάτω, ώσπου τα πνευμόνια τους κόντευαν να εκραγούν, ..ανέβαιναν πάνω και βουτούσαν πάλι. - Θεέ μου βοήθα τους... βοήθα τους! έκλαιγε με λυγμούς η άλλη ξανθιά η Λώρη, η κολλητή της Τάριας . Η μικρή Φούλη, είχε αγκαλιάσει σφιχτά την αδελφή της την Ερριέτη και δεν κοιτούσε. Και κάποια άλλα αγόρια, είχαν βουτήξει κι εκείνα στα σκοτεινά νερά.

Page 34: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

- Ε. .ε...ε... άνθρωπος στη θάλασσα.. α α !!.. . Ρίξτε ένα σωσίβιο ρε ε !...Χα...χα... χα!... ακούστηκε μια φωνή, στην αντίθετη εντελώς κατεύθυνση, από εκείνη που κοίταζαν όλοι, με κομμένη την ανάσα. Ήταν το μελαχρινό αγόρι, που είχε κολυμπήσει υποβρύχια κάτω από ένα επικίνδυνο πέρασμα, είχε βγει από την απέναντι πλευρά της αποβάθρας και γελούσε μαζί τους. Εκείνη τη στιγμή, βγήκε ξανά στην επιφάνεια και το ξανθό αγόρι, απογοητευμένο που δεν κατάφερε τίποτα, κοιτώντας ολόγυρα με αγωνία. - Εδώ.. στην πίσω πλευρά! άκουσε κάποιον από τους άλλους, που έψαχναν μαζί του, να λέει….. Μας την έσκασε πάλι, ο Δέλφινας ! Ανάσανε με ανακούφιση και με γρήγορες απλωτές, κατευθύνθηκε προς τα εκεί, παρακάμπτοντας το μόλο προς την ανοιχτή θάλασσα, ενώ το μελαχρινό αγόρι έκανε το ίδιο, προς το μέρος του. Συναντήθηκαν στα μισά, ένωσαν προς στιγμήν τα χέρια και αμέσως μετά, άρχισαν να παραβγαίνουν κολυμπώντας κατά τη στεριά, προς μεγάλη ανακούφιση των υπολοίπων. ..

*** Τα δυο παιδιά είχαν μεγαλώσει μαζί, μέχρι τα δέκα τους χρόνια. Ύστερα όταν ο γιατρός, ο πατέρας του ξανθομάλλη, παίρνοντας φυσικά και την οικογένεια του μαζί, μετακόμισαν στην πόλη και τα δυο παιδιά χώρισαν, ο Δέλφινας, δεν το συγχώρεσε ποτέ στον επιστήθιο φίλο του, κι ας ήταν γόνος γιατρών, κι έπρεπε τηρώντας την παράδοση να σπουδάσει κι εκείνος, το ίδιο. Από τότε του κόλλησε το παρατσούκλι, ο Πρίγκιπας, κι όλοι τον φώναζαν πια έτσι, αφού λέει, το μικρό σχολειό και το φτωχό χωριό του έπεφταν λίγα και ταπεινά και ο υψηλότατος, ήθελε πριγκιπικό σχολειό και πολιτεία.! Όμως παρά τα πειράγματα και τους ομηρικούς καυγάδες, τα δυο παιδιά παρέμεναν αχώριστοι φίλοι και δεν είχαν περάσει ούτε ένα καλοκαίρι έως τώρα, χωριστά. Είχαν ζήσει αξέχαστες στιγμές, κολυμπώντας, ψαρεύοντας, περνώντας δολώματα κάτω από το μεγάλο δέντρο. Πόσες φορές, παλικάρια πια, δεν είχαν βοηθήσει το θείο του Δέλφινα να ρίξει τα δίχτυα και πόσες φορές δεν είχαν επιστρέψει, με το καΐκι γεμάτο ψάρια! Κι ύστερα ξενύχτηδες, ξεψάριζαν, διάλεγαν τα ψάρια για να τα πουλήσουν στον κόσμο, που έκανε ήδη ουρά, στο μικρό λιμανάκι. Κι ο θείος τότε, τους έδινε ψάρια για τον κόπο τους, κι εκείνοι έτρεχαν στα σπίτια τους περήφανοι, με τα λάφυρα. Ύστερα μπάνιο όλη μέρα με την παρέα και τα βράδια, άναβαν φωτιά δίπλα στη θάλασσα, για καλομαγειρευμένη κακαβιά και παγωμένο κρασί...

*** …. Δελ.. φι..νας!... Δέ..λφι..νας! .. … άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά, πάνω από το μόλο οι υπόλοιποι, βλέποντας τα αγόρια, να μάχονται κολυμπώντας. Μόνο η μικρή αδερφή της Ερριέτης, ψέλλισε δειλά το όνομα του Πρίγκιπα, αλλά μετά παρασύρθηκε κι αυτή. ….. Δέλ..φιν..ας!... Δέλ..φι..νας!

Page 35: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Ήταν και το δικό του παρανόμι, εγγενές πλέον ιδίωμα, - αφού το πραγματικό του όνομα, κανείς δεν το θυμόταν πια -, για τις δεινές κολυμβητικές του ικανότητες, ζώντας κι ανασαίνοντας κυριολεκτικά μέσα στο υγρό στοιχείο, παρέα με περαστικά δελφίνια και γοργόνες, όπως έλεγε. Αλλά και ο Πρίγκιπας δεν πήγαινε πίσω! Ήταν άριστος κολυμβητής, όμως ο Δέλφινας δε πιανόταν! Έτσι, στήθος με στήθος στην αρχή, κατόπιν αφήνοντας τον πίσω, βγήκε στο μόλο με τα ρούχα να στάζουν και το στήθος να ανεβοκατεβαίνει, ικανοποιημένος, καθώς έτρεξε και κάθισε στα βράχια, λίγο πριν τον ακολουθήσει κι ο κολλητός του, με τους άλλους. Τα αγόρια άρχισαν να βουτούν, το ένα μετά το άλλο. Ο Πρίγκιπας έπεσε ξανά, ακολούθησαν η Δάφνη, η γλυκιά Ερριέτη και η μαυρομάτα Ζωή που πήγαν προς το μέρος του, με τη μικρή Φούλη να ακολουθεί από τη στεριά, αγκομαχώντας πάνω στα βράχια, χωρίς να το βάζει κάτω, φωνάζοντας κάθε τόσο να την περιμένουν κι αυτή και η αδελφή της να της υπενθυμίζει, πως άλλη φορά, θα είναι καλύτερα να μένει στο σπίτι. Η μικρή σταματούσε για λίγο, κι έκανε φιλότιμες προσπάθειες να τους φτάσει, χωρίς παράπονα, από φόβο μη δεν την πάρουν άλλη φορά, μαζί. Η ψηλή ξανθομαλλούσα, εντυπωσιακή Τάρια, πήγε με το Δέλφινα, που την έπιασε αγκαλιά και προχωρούσαν αντάμα, μπαίνοντας στην παρέα τους και η κολλητή της Τάρια, η ξανθομαλλούσα επίσης Λώρη. Η υπόλοιπη παρέα, κατέβηκε από το μόλο και από τη στεριά ακολουθούσε τους κολυμβητές, που κατευθύνονταν για την αγαπημένη τους παραλία, σιγοτραγουδώντας με την κιθάρα του Στάιν. Η μικρή κοκκινομάλλα περπατούσε μόνη, προσπαθώντας να ισορροπήσει στα μυτερά βράχια της αμμουδιάς, καθώς τώρα είχαν αφήσει το λιμανάκι κι ανηφόριζαν το στενό, ανύπαρκτο σχεδόν μονοπάτι, το μοναδικό πέρασμα για την ανοιχτή θάλασσα, με την αγαπημένη τους παραλία. Ένοιωθε αβάσταχτη μοναξιά, τούτη την ώρα! Απόψε, ούτε η μικρούλα Φούλη, δε φαινόταν να προτιμά την παρέα της. Με τα κορίτσια γενικά, η σχέση της ήταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, το ήξερε αυτό και δεν περίμενε πια τίποτα περισσότερο και με τα αγόρια, εφέτος ειδικά, … μάλλον, σκέτη πανωλεθρία..!

*** Πήγε όσο πιο μακριά μπορούσε, από τις παράξενες συμμαχίες της παρέας και παρόλο που τα πόδια της έτσουζαν στα βράχια, κατάφερε να φτάσει το ψηλόλιγνο αγόρι, το αγόρι που λίγο πριν είχε μπει στη μέση και χώρισε τους δυο μονομάχους, που τον έλεγαν ¨Αδωνη, όμως η παρέα τον φώναζε Πειρατή, επειδή σπούδαζε πλοίαρχος και προχωρούσε τώρα παρέα με τον Τίτο, το πιο ήσυχο κι αθόρυβο παιδί, της καλοκαιρινής συντροφιάς. Ήταν κι αυτός φοιτητής στην πόλη και σπούδαζε Νομικά με χίλια βάσανα, καθώς οι γονείς του ήταν όχι μόνο έρμαια της απίστευτης φτώχειας τους, αλλά και ολότελα παραδομένοι στο ριζικό τους. Εθισμένοι στο ποτό, τόσο ο πατέρας όσο και τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του, ενώ ο πρωτότοκος έμενε χρόνια καθηλωμένος στο κρεβάτι, παράλυτος, χτυπημένος από τη σκληρή μοίρα της οικογένειας του, όταν θέλοντας να ξεφύγει από αυτήν, είχε πάει στην πόλη να εργαστεί και τραυματίστηκε από αδέσποτη σφαίρα, σε κάποια συμπλοκή, έννομων και άνομων οπλοφόρων. Μόνο η μάνα και ο μικρός Τίτος, έμοιαζαν να αντιστέκονται όρθιοι στα χτυπήματα, ώσπου η φτωχή, εξαντλημένη από όλα αυτά πέθανε και ο Τίτος, πάλευε μόνος με τα άγρια κύματα, του πεπρωμένου του.

Page 36: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο

Ώσπου να φτάσουν οι άλλοι, εκείνοι είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά. Κάθισαν όλοι ένα γύρω. Ο γαλανομάτης ο Γιώργος, ο φοιτητής του φυσικού, ο Στάιν όπως τον πείραζε η παρέα για την τρέλα που είχε για το μεγάλο επιστήμονα, βάλθηκε να παίζει κιθάρα. Τα παιδιά άρχισαν να τραγουδούν αγκαλιασμένα και γερμένα νωχελικά το ένα, πλάι στο άλλο . Το τραγούδι πλημμύρισε τη σκοτεινή απεραντοσύνη, ομογενοποιήθηκε με τα κύματα, διαπέρασε τα μύχια του χάους, κι ενώθηκε με τα κύτταρα του Σύμπαντος.! Μια στιγμή μαγική...

*** Η γυναίκα που καθόταν λίγο παρά ’κει και παρακολουθούσε, ήταν τώρα ντυμένη στα άσπρα! Κανείς δε φαινόταν να της δίνει σημασία, αφού κανείς δεν έδειχνε, να αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Εκείνη, σηκωνόταν κάποιες στιγμές από τη θέση της, κι έριχνε ξυλαράκια στη φωτιά, που φαινόταν να αναζωπυρώνεται ξαφνικά, χωρίς αιτία. Μα ούτε και αυτό, τους παραξένεψε! Η φωτιά της νιότης που έκαιγε μέσα τους, ήταν πιο δυνατή, η νύχτα μαγεμένη, η μελωδία τους ταξίδευε σε μέρη μακρινά κι ανεπανάληπτα, σαν κι εκείνα, που μόνο όταν είναι κανείς στον ανθό της νιότης του, μια μαγεμένη νύχτα δίπλα στη θάλασσα, μπορεί να ταξιδέψει…

*** Ξημέρωνε πια, όταν η παρέα σιγοτραγουδώντας, πήρε το δρόμο για το χωριό. Η καινούρια μέρα, θα τους εύρισκε σε λίγο και πάλι, στην παραλία. Έφτασαν στη μικρή πλατεία, κι εκεί χώρισαν. Η Ερριέτη με τη μικρή της αδελφή, ανηφόρισαν το δρομάκι, για να ανέβουν τα λιγοστά σκαλιά και να βρεθούν στο σπίτι τους, που ήταν ακριβώς πάνω από την πλατεία. Λίγο μετά τους άφησε και η Τάρια με την ξαδέρφη της την Κόνυ, που τη φιλοξενούσαν τα τελευταία καλοκαίρια, μοναχοκόρη του αδερφού της μητέρας της, καθώς είχαν φτάσει στο σπίτι τους, που βρισκόταν στο μοναδικό μεγάλο δρόμο του χωριού, και παραπέρα αντικριστά, η Λώρη. Αρκετά σπίτια μακρύτερα ο Πρίγκιπας, στο αρχοντικό του παππού του και πάνω - πάνω ψηλά στην ανηφοριά, ο Δέλφινας. Δίπλα αμέσως, το σπίτι της θείας, της μικρής κοκκινομάλλας. Συνέχισαν ο Στάιν, με τη Δάφνη και η Ζωή. … Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου, έβαφαν ήδη ανυπόμονες, τον ορίζοντα.! Α 10. Όμορφες Μέρες ! - Πρέπει να της σφίξεις λίγο τα λουριά, αδερφή.. . Δεν είναι κατάσταση αυτή! Την έχετε κακομάθει, της κάνετε τα χατίρια και στο τέλος, θα χτυπάτε το κεφάλι σας...

Page 37: Αγία Μέλισσα - Βιβλίο Πρώτο