Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από...

4
1 Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από το Φιλολογικό Σύλλογο Βέροιας 2012 «Η κραυγή» Βρισκόμουν στη γειτονιά εκείνη από τα τέλη του Σεπτέμβρη. Ήμουν φοιτητής και μετακόμισα σε μια πιο λαϊκή συνοικία στην άκρη της πόλης. «Ιδιοκατοίκηση» η αιτία που μου προέβαλαν οι ιδιοκτήτες του διαμερίσματός μου στο κέντρο, μόλις τέλειωσε η εξεταστική μου, χαμηλό ενοίκιο η ερμηνεία που έδωσα εγώ και οι γονείς μου. Ήταν ένα παλιό, επιπλωμένο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, πολύ κοντά στη σχολή μου. Μάλιστα λίγες μέρες αφού έληξε το συμφωνητικό βρήκα τα πράγματά μου έξω από το διαμέρισμα. Δεν ήταν και τίποτε σημαντικό δηλαδή. Τα βιβλία μου μόνο και μια βαλίτσα φτιαγμένη βιαστικά. Είχα λείψει για λίγες μέρες στο τέλος του καλοκαιριού σε μια μοναχική εκδρομή. Μου άρεσαν πολύ τέτοιες εξορμήσεις. Να μην ξέρει κανείς πού πηγαίνω. Να λείπω για λίγες μέρες και μετά να γυρίζω πραγματικά ξεκούραστος και να συνεχίζω την καθημερινότητά μου. Έτσι ήμουν από μικρός, λίγο εσωστρεφής, λίγο απόμακρος. Δεν είναι ότι δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι ή ότι ήμουν αντικοινωνικός. Απλά ήθελα κάποιες φορές να μένω μόνος μου. Στιγμές από εκείνη την ηθελημένη μοναξιά που σ’ αφήνει να γευτείς τις εικόνες, να χαθείς στις δικές σου σκέψεις, να γίνεις ένα με το τοπίο. Θυμάμαι ένα ψηλό βουνό με το δάσος να σκαρφαλώνει λίγο πιο κάτω από τη γυμνή κορυφή του που σημάδευε τον ουρανό. Ένα ταξίδι στα κρυφά μονοπάτια της φύσης. Θυμάμαι ένα ποτάμι, που κατέληγε σ’ ένα μικρό καταρράκτη και ένα σμήνος λευκά πουλιά που τρόμαξαν, όταν με είδαν, και πέταξαν χαμηλά στον ουρανό και ύστερα είδα μια όμορφη λάμψη, σαν σκέψη ζεστή, που με γέμισε ολόκληρο και μπήκα μέσα στο ουράνιο τόξο και γέμισα χρώματα υγρά κι όμορφες μελωδίες. Ένα μετέωρο κορμί, μια εξαγνισμένη ψυχή. Βρήκα λοιπόν, όταν επέστρεψα στην πόλη, τα πράγματά μου έξω από το διαμέρισμά μου. Η κλειδαριά αλλαγμένη. Πήγα και χτύπησα την πόρτα των ιδιοκτητών μου στον πέμπτο όροφο της οικοδομής. Θα περίμενα πιο ευγενική αντιμετώπιση, είναι η αλήθεια… Δεν μου άνοιξαν. Είχαν φως. Άκουσα τα βήματά τους ως την πόρτα. Πρόσεξα το βλέμμα τους να κοιτάζει από το ματάκι, μα δεν άνοιξαν. Λες και δεν υπήρχε κανείς πίσω της. Λες και ήμουν αόρατος. Δεν επέμεινα κι εγώ. Έτσι έψαξα για άλλο διαμέρισμα στη γειτονιά,

description

Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από το Φιλολογικό Σύλλογο Βέροιας 2012

Transcript of Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από...

Page 1: Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από το Φιλολογικό Σύλλογο Βέροιας 2012

1

Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από το Φιλολογικό Σύλλογο Βέροιας 2012

«Η κραυγή»

Βρισκόμουν στη γειτονιά εκείνη από τα τέλη του Σεπτέμβρη. Ήμουν φοιτητής και μετακόμισα σε μια πιο λαϊκή συνοικία στην άκρη της πόλης. «Ιδιοκατοίκηση» η αιτία που μου προέβαλαν οι ιδιοκτήτες του διαμερίσματός μου στο κέντρο, μόλις τέλειωσε η εξεταστική μου, χαμηλό ενοίκιο η ερμηνεία που έδωσα εγώ και οι γονείς μου. Ήταν ένα παλιό, επιπλωμένο διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, πολύ κοντά στη σχολή μου. Μάλιστα λίγες μέρες αφού έληξε το συμφωνητικό βρήκα τα πράγματά μου έξω από το διαμέρισμα. Δεν ήταν και τίποτε σημαντικό δηλαδή. Τα βιβλία μου μόνο και μια βαλίτσα φτιαγμένη βιαστικά. Είχα λείψει για λίγες μέρες στο τέλος του καλοκαιριού σε μια μοναχική εκδρομή. Μου άρεσαν πολύ τέτοιες εξορμήσεις. Να μην ξέρει κανείς πού πηγαίνω. Να λείπω για λίγες μέρες και μετά να γυρίζω πραγματικά ξεκούραστος και να συνεχίζω την καθημερινότητά μου. Έτσι ήμουν από μικρός, λίγο εσωστρεφής, λίγο απόμακρος. Δεν είναι ότι δεν μου άρεσαν οι άνθρωποι ή ότι ήμουν αντικοινωνικός. Απλά ήθελα κάποιες φορές να μένω μόνος μου. Στιγμές από εκείνη την ηθελημένη μοναξιά που σ’ αφήνει να γευτείς τις εικόνες, να χαθείς στις δικές σου σκέψεις, να γίνεις ένα με το τοπίο.

Θυμάμαι ένα ψηλό βουνό με το δάσος να σκαρφαλώνει λίγο πιο κάτω από τη γυμνή κορυφή του που σημάδευε τον ουρανό. Ένα ταξίδι στα κρυφά μονοπάτια της φύσης. Θυμάμαι ένα ποτάμι, που κατέληγε σ’ ένα μικρό καταρράκτη και ένα σμήνος λευκά πουλιά που τρόμαξαν, όταν με είδαν, και πέταξαν χαμηλά στον ουρανό και ύστερα είδα μια όμορφη λάμψη, σαν σκέψη

ζεστή, που με γέμισε ολόκληρο και μπήκα μέσα στο ουράνιο τόξο και γέμισα χρώματα υγρά κι όμορφες μελωδίες. Ένα μετέωρο κορμί, μια εξαγνισμένη ψυχή.

Βρήκα λοιπόν, όταν επέστρεψα στην πόλη, τα πράγματά μου έξω από το διαμέρισμά μου. Η κλειδαριά αλλαγμένη. Πήγα και χτύπησα την πόρτα των ιδιοκτητών μου στον πέμπτο όροφο της οικοδομής. Θα περίμενα πιο ευγενική αντιμετώπιση, είναι η αλήθεια… Δεν μου άνοιξαν. Είχαν φως. Άκουσα τα βήματά τους ως την πόρτα. Πρόσεξα το βλέμμα τους να κοιτάζει από το ματάκι, μα δεν άνοιξαν. Λες και δεν υπήρχε κανείς πίσω της. Λες και ήμουν αόρατος. Δεν επέμεινα κι εγώ. Έτσι έψαξα για άλλο διαμέρισμα στη γειτονιά,

Page 2: Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από το Φιλολογικό Σύλλογο Βέροιας 2012

2

μα τα ενοίκια ήταν όλα απαγορευτικά και αποφάσισα να μείνω στην άκρη της πόλης, σε μια περιοχή με λευκά διώροφα, όμορφα σπίτια, που όλα έμοιαζαν μεταξύ τους και είχαν αυλές. Εκεί, στο πρώτο σπίτι που με τράβηξε σαν μια γλυκιά μελωδία κοντά του, αισθάνθηκα τη σιγουριά ότι ανήκα σ’ αυτό το μέρος. Μια αίσθηση πλήρωσης, σαν να γύριζα στο δικό μου μοναδικό σπίτι. Οι ιδιοκτήτες με δέχτηκαν μ’ ένα ζεστό χαμόγελο και μια ευγένεια όμορφη, που μ’ έκανε να νιώθω άνετα, οικεία. Ήταν ένα μεσήλικο ζευγάρι, που πιανόταν συνέχεια απ’ το χέρι, και η γυναίκα, η κυρία Αμαλία, έγερνε συχνά στο στήθος του αρκετά ψηλότερου κυρίου Στέφανου και τον κοίταζε γλυκά. Έτσι το αποφάσισα αμέσως να νοικιάσω εκείνο το σπίτι. Ισόγειο με μια μικρή αυλή γεμάτη τριανταφυλλιές, που, όπως μου είπε η κυρία Αμαλία, «Ανθίζουν όλο το χρόνο, αν ο άνθρωπος που μένει δίπλα τους είναι ευτυχισμένος, γιατί η ομορφιά και η Άνοιξη εξαρτώνται από μας…».

Παιδί του χωριού ήμουν, με στένευαν τα διαμερίσματα, ήθελα χώρο. Και η μικρή εκείνη αυλή, οι ζεστοί εκείνοι άνθρωποι, το όμορφο σπίτι, ήταν ωραίες παράμετροι. Θα είχε σίγουρα και περισσότερη ησυχία και δεν πείραζε που θα ήμουν μακριά απ’ τη σχολή. Λίγο περπάτημα ακόμη δεν έβλαπτε, είχα πάντα και στο νου μου ένα σκουτεράκι - δεν τολμούσα να πω μηχανή - από παιδί το ονειρευόμουν, αν έβρισκα και καμιά δουλίτσα παράλληλα, τώρα που το ενοίκιο ήταν και χαμηλότερο…

Πάνω απ’ όλα όμως το διάβασμα, τέταρτο έτος πια, το πτυχίο με περίμενε, ήξερα και τι θυσίες έκαναν οι γονείς μου, για να σπουδάσω κι έπρεπε να τους απαλλάξω απ’ τα μεγάλα έξοδα στην ώρα μου. Είχαν εξάλλου και τον μικρό μου αδερφό να φροντίσουν, ένα παιδί με χρυσή καρδιά κι αληθινό χαμόγελο, που καταλάβαινε τον ερχομό μου πριν απ’ τους άλλους. Ακόμη κι όταν δεν τους ειδοποιούσα, φώναζε με το δικό του παράξενο τρόπο – και τόσο οικείο σε μας – το όνομά μου. Είχα την αίσθηση ότι αυτό το παιδί έβλεπε μπροστά απ’ το χρόνο, ζούσε σε μια άλλη διάσταση, προαισθανόταν πράγματα ακατάληπτα σε μας και τρόμαζε από εικόνες που εμείς δεν βλέπαμε. Ο Δημήτρης ήταν αυτιστικός, μα για μένα ήταν απλά ο μικρός μου αδερφός. Όταν τον έβλεπα να κάθεται σταυροπόδι, να κοιτά το πάτωμα με βλέμμα απλανές και να κουνιέται μπρος πίσω, τον αγκάλιαζα κι ένιωθα να με σφίγγει, να κρέμεται από πάνω μου, αν και δεν άλλαζε καθόλου έκφραση. Ένιωθα την ψυχή του. Τον κρύο φόβο του. Την ανάγκη του να νιώσει την αγάπη.

Από την πρώτη μέρα σε κείνο το σπίτι άρχισα να διαβάζω συστηματικά. Η σχολή δεν είχε ανοίξει ακόμη. Κάθε βράδυ κλεινόμουν μέσα νωρίς και έφτανα πολλές φορές ως τις τρεις. Στην αρχή ασυνείδητα, μετά πιο προσεκτικά, διαπίστωσα ότι κάθε βράδυ λίγο πριν τις τρεις ακουγόταν μια κραυγή από κάπου κοντά ή πάλι ίσως να ήταν η σιωπή της νύχτας που έκανε αυτή την κραυγή ν’ ακούγεται κοντινή. Κάθε βράδυ, πλησιάζοντας τρεις, μ’ έπιανε η αναμονή, τα μάτια μου αρνούνταν να διαβάσουν παρακάτω, παρά καθηλωμένα περίμεναν να εντοπίσουν την προέλευση του ήχου, λες και θα έβλεπαν στο σκοτάδι, λες και θα τραβούσαν μια νοητή γραμμή και θα

Page 3: Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από το Φιλολογικό Σύλλογο Βέροιας 2012

3

γεφύρωναν εκείνη την κραυγή με τη δική μου πόρτα και με το βλέμμα μου, μα και πάλι δεν ήξερα αν θα είχα το θάρρος να κάνω κάτι. Και τι θα μπορούσα να κάνω; Ήταν μια μόνη κραυγή. Τσάκιζε το σκοτάδι, έκοβε τη νύχτα στα δύο κι έσβηνε, αφήνοντας μιαν επίγευση πόνου κι αγωνίας, ένα τρέμουλο σαν ρίγος, που ανατρίχιαζε για λίγο σαν γρήγορο κύμα το δέρμα μου κι ύστερα χανόταν κι όλα βυθιζόταν στη σιωπή τους, το σκοτάδι και πάλι μαύρο και συμπαγές, το ρολόι και πάλι ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά του χρόνου αργά, ο ήχος απ’ την ανάσα μου να μου λέει πως η ζωή είναι τόσο ευάλωτη, τόσο εύθραυστη, τόσο τυχαία…

Σε κείνο το καταφύγιο της νύχτας, με αφορμή αυτή την απόκοσμη κραυγή, άρχισα να πλάθω έναν άλλο κόσμο με ανοιχτά τα βιβλία μου, ορθάνοιχτα τα μάτια μου και σκέψεις που με κοιτούσαν κατάματα και περίμεναν. Μόλις ακουγόταν η κραυγή, ήταν σαν να λυνόταν τα δεσμά μου κι έτρεχα ελεύθερος. Προσπαθούσα να φανταστώ. Στην αρχή τρόμαζα, μετά όμως έπλαθα ιστορίες και τις έγραφα. Εκείνη η κραυγή έγινε απαραίτητη, μια μυσταγωγία απαραίτητου φόβου, απαραίτητου πόνου, που έκανε τα ακραία συναισθήματα λέξεις, μέχρι που άρχισα σιγά-σιγά να ψάχνω την πηγή της. «Παράξενη, αστεία αναζήτηση…», σκεφτόμουν.

Το πρώτο βράδυ έμεινα αρκετή ώρα στην ανοιχτή πόρτα του δωματίου μου, κοιτώντας την κλειστή καγκελόπορτα της αυλής, μα, όταν ακούστηκε η κραυγή, δεν μπόρεσα να καταλάβω τίποτε. Ήρθε κι έφυγε αστραπιαία, σκοτάδι παντού, οι πιο πολλές κολώνες χωρίς φως, αχνή ομίχλη στην πόλη, οι τυχαίοι ήχοι κροτάλιζαν και πνίγονταν μέσα της. Τις επόμενες μέρες έβρεχε. Αποφάσισα να παίρνω κάθε βράδυ κι ένα δρόμο, να κάνω κι ένα μικρό πρόχειρο χάρτη της γειτονιάς, ν’ αποκλείω δρόμους και σπίτια, να προκρίνω σημεία για εξερεύνηση. Φορούσα ένα κόκκινο αδιάβροχο μπουφάν με κουκούλα και βάδιζα σκεφτικός στους δρόμους, που γυάλιζαν σαν μαύροι καθρέφτες.

Ο χρόνος, πλησιάζοντας τρεις, επιβράδυνε. Μύριζα σαν αγρίμι τον αέρα, στύλωνα το βλέμμα μου στο σκοτάδι και περίμενα, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, η ανάσα μου λαχανιασμένη. Μόλις άκουγα την κραυγή, έτρεχα σαν τρελός προς την πηγή της, έφτανα κάπου, το σημείωνα στον πρόχειρο χάρτη μου και γύριζα σκυφτός στο σπίτι μου. Την άλλη βραδιά ήμουν εκεί, πιστός στο ραντεβού μου. Με είχε απορροφήσει τόσο πολύ αυτή η ιστορία, που δεν ένιωθα καν τη νύστα από τα τόσα ξενύχτια ούτε πάλι μπορούσα να φανταστώ ότι ίσως κάποια στιγμή θα πάψει ν’ ακούγεται αυτή η κραυγή κι όλος ο κόπος μου θα πήγαινε χαμένος και βέβαια δεν ήξερα καν τι θα έκανα, αν εντόπιζα τελικά το μυστήριο εκείνο σημείο. Ένιωθα μάλιστα αυτή την κραυγή πια οικεία, σαν κάλεσμα, κι είχα χρέος να δω, να καταλάβω, να βοηθήσω, αν χρειαστεί. Ναι, ήταν ένα κάλεσμα, μια πύλη σ’ έναν ακατάληπτο χώρο, σ’ έναν καινούργιο χρόνο, σ’ έναν άλλο κόσμο.

Και κανένα βράδυ εκείνη την ώρα δεν είχα δει ούτε έναν άνθρωπο στους δρόμους. Λες και η πόλη ήταν άδεια. Λες και είχα κλειστεί σ’ ένα όνειρο, σ’ έναν εφιάλτη καλύτερα, ή σε μια ρωγμή του χρόνου, που μόνο εγώ ζούσα.

Page 4: Ντελής Ευάγγελος. «Η κραυγή». Βραβευμένο διήγημα από το Φιλολογικό Σύλλογο Βέροιας 2012

4

Και σε κανένα σπίτι δεν υπήρχε φως. Και δεν ακουγόταν τίποτα. Μια σιωπηλή βοή σφύριζε στα αυτιά μου, σαν αβάσταχτη πίεση. Ο χάρτης που έφτιαξα ήταν σαν λαβύρινθος. Έστριβε συνέχεια προς μια κατεύθυνση, τυλιγόταν από εξωτερικά προς ένα αδιόρατο κέντρο. Ήταν μια σπείρα. Είχα απομακρυνθεί πολύ περισσότερο απ’ ότι φανταζόμουν. Είχα γυρίσει σε δρόμους που δεν είχα πάει άλλη φορά. Και όλοι έμοιαζαν μεταξύ τους.

Το σκοτάδι, οι σβηστές κολώνες, η ομίχλη που όλο και πιο συχνά έπεφτε στη πόλη αυτή την ώρα, η απουσία κόσμου, ο στάσιμος χρόνος, το απλανές

μου βλέμμα, που άφηνε τα ηνία των αισθήσεων στην ακοή, η μυρωδιά της ακίνητης, υγρής νύχτας με οδήγησαν κάποια στιγμή σ’ ένα παράθυρο με λίγο φως. Δεν υπήρχε άλλο φως πουθενά. Τα μάτια μου αγκιστρώθηκαν πάνω του. Πλησίασα αργά, δειλά σχεδόν. Δεν ξέρω αν ήταν φόβος ή κάτι άλλο που δεν υπάρχει η κατάλληλη λέξη, για να το δηλώσω. Ίσως η αίσθηση του να μην θέλεις να τελειώσει κάτι. Η αίσθηση ότι ζεις τα τελευταία δευτερόλεπτα της ζωής σου και διστάζεις ακόμη και στις σκέψεις. Το φως εκείνο έβγαινε από ένα χαμηλό σπίτι, που ήταν κολλητά στο δρόμο. Δεν υπήρχε εκεί ούτε καν πεζοδρόμιο. Το παντζούρι – από εκείνα τα παλιά, ξύλινα παντζούρια - σε κάποιο σημείο ήταν χαλασμένο. Έσκυψα όλο αγωνία να δω. Δεν είχε ακουστεί ακόμη εκείνο το βράδυ η κραυγή. Είδα χαμηλά ένα τραπέζι γεμάτο κλειδιά κι ένα παιδί καθισμένο στο πάτωμα να πηγαίνει μπρος πίσω ρυθμικά. Δίπλα του ξαπλωμένο κι ακίνητο ένα σώμα γυμνό. Έκανα να δω καλύτερα. Έπιασα με τα χέρια μου το παντζούρι, ήταν ξεκλείδωτο. Το άνοιξα αργά. Αυτό έβγαλε έναν τριγμό σαν να είχε χρόνια ν’ ανοιχθεί. Το παιδί σταμάτησε να κινείται. Με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν λευκά. Μάτια τυφλά. Πάγωσα. Κοίταξα το ξαπλωμένο κορμί. Ήταν νεκρό με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα ορθάνοιχτα μάτια του. Ξανακοίταξα ξαφνιασμένος το παιδί. Ήταν ο μικρός μου αδερφός! Και τότε άκουσα την κραυγή να βγαίνει απ’ τα χείλη του, να ξεχύνεται στη νύχτα, να σκεπάζει την πόλη και να ξεριζώνει τις αισθήσεις μου. Ο νεκρός στο πάτωμα ήμουν εγώ…