Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

36
Λίγα λόγια … Θεσσαλονίκη , Οκτώβρης 2005. – Ιούλιος 2006 Τον Οκτώβρη του 2005 , οι 22 μαθητές και μαθήτριες της τάξης μου (τεταρτάκια), παιδιά (τα περισσότερα) με ανησυχίες , δέχτηκαν με ενθουσιασμό να μάθουν ένα καινούργιο παιχνίδι. «Χαρτοπαίγνιο» αλλά όχι σαν τα άλλα, μπορεί να παίζεται με 12 ή 21 ή 31 ή και όσα χαρτιά θέλει το κάθε παιδί. Βασιστήκαμε στις λειτουργίες του Βλαντιμίρ Προπ. Ο Βλαντιμίρ Προπ είναι σοβιετικός εθνογολόγος που δίκαια χαρακτηρίζεται από το Τζιάννι Ροντάρι , μεγαλοφυής και ταυτίζει τη δράση του με αυτή του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ανέλυσε, λοιπόν, τις «λειτουργίες» και τη μορφή του «μαγικού» παραμυθιού , όπως ο Λεονάρντο τις μηχανές στα στοιχεία τους. Ο «σεφ» του παραμυθιού με την πετυχημένη συνταγή είναι ο τίτλος που απέκτησε επάξια μέσα στην τάξη. Ο «σεφ» του παραμυθιού. αναλύοντας λοιπόν, τη δομή του λαϊκού παραμυθιού κατέληξε στη διατύπωση τριών αρχών: 1) «οι σταθερές, δηλαδή, τα μόνιμα στοιχεία του μύθου, που είναι οι λειτουργίες των προσώπων, ανεξάρτητα από το ποιος δρα και από το πώς δρα» 2) «ο αριθμός των λειτουργιών που εμφανίζονται στα μαγικά παραμύθια που είναι περιορισμένος» 3) και «η αλληλουχία των λειτουργιών που είναι πάντοτε ακριβώς η ίδια». Ακολουθούν, εν συντομία οι τριανταμία λειτουργίες του Προπ (αρκετές και φυσικά δεν υπάρχουν όλες σε όλα τα παραμύθια): Ένα πρόσωπο απομακρύνεται από το σπίτι του για οποιοδήποτε λόγο (απουσία - απομάκρυνση). Προβάλλεται μια απαγόρευση (απαγόρευση). Η απαγόρευση παραβαίνεται (παράβαση). Ένα τρίτο πρόσωπο (Ο ανταγωνιστής) επιχειρεί να κάνει ανίχνευση (διερεύνηση - έρευνα). Στον ανταγωνιστή δίνονται πληροφορίες για το θύμα του (εκχώρηση). Ο ανταγωνιστής επιχειρεί να ξεγελάσει το θύμα του, για να γίνει κύριος αυτού ή των υπαρχόντων του (εξαπάτηση). Το θύμα ενδίδει στην απάτη, και έτσι παρά τη θέλησή του βοηθά τον εχθρό (συνενοχή). Ο ανταγωνιστής προξενεί σε ένα αγαπημένο πρόσωπο φθορά ή ζημία (δολιοφθορά - βλάβη). Κάτι δεν αρκεί σε κάποιο πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος , ή αυτό επιθυμεί να αποκτήσει κάτι (έλλειψη). Η δυστυχία ή η έλλειψη γνωστοποιείται, απευθύνουν στον ήρωα παράκληση ή εντολή, τον αποστέλλουν ή τον αφήνουν να φύγει (μεσολάβηση, συνδετική στιγμή).

Transcript of Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

Page 1: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

Λίγα λόγια …

Θεσσαλονίκη , Οκτώβρης 2005. – Ιούλιος 2006

Τον Οκτώβρη του 2005 , οι 22 μαθητές και μαθήτριες της τάξης μου (τεταρτάκια), παιδιά (τα περισσότερα) με ανησυχίες , δέχτηκαν με ενθουσιασμό να μάθουν ένα καινούργιο παιχνίδι.

«Χαρτοπαίγνιο» αλλά όχι σαν τα άλλα, μπορεί να παίζεται με 12 ή 21 ή 31 ή και όσα χαρτιά θέλει το κάθε παιδί.

Βασιστήκαμε στις λειτουργίες του Βλαντιμίρ Προπ. Ο Βλαντιμίρ Προπ είναι σοβιετικός εθνογολόγος που δίκαια χαρακτηρίζεται από το Τζιάννι Ροντάρι , μεγαλοφυής και ταυτίζει τη δράση του με αυτή του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ανέλυσε, λοιπόν, τις «λειτουργίες» και τη μορφή του «μαγικού» παραμυθιού , όπως ο Λεονάρντο τις μηχανές στα στοιχεία τους. Ο «σεφ» του παραμυθιού με την πετυχημένη συνταγή είναι ο τίτλος που απέκτησε επάξια μέσα στην τάξη. Ο «σεφ» του παραμυθιού. αναλύοντας λοιπόν, τη δομή του λαϊκού παραμυθιού κατέληξε στη διατύπωση τριών αρχών:

1) «οι σταθερές, δηλαδή, τα μόνιμα στοιχεία του μύθου, που είναι οι λειτουργίες των προσώπων, ανεξάρτητα από το ποιος δρα και από το πώς δρα»

2) «ο αριθμός των λειτουργιών που εμφανίζονται στα μαγικά παραμύθια που είναι περιορισμένος»

3) και «η αλληλουχία των λειτουργιών που είναι πάντοτε ακριβώς η ίδια».

Ακολουθούν, εν συντομία οι τριανταμία λειτουργίες του Προπ (αρκετές και φυσικά δεν υπάρχουν όλες σε όλα τα παραμύθια):

Ένα πρόσωπο απομακρύνεται από το σπίτι του για οποιοδήποτε λόγο (απουσία - απομάκρυνση). Προβάλλεται μια απαγόρευση (απαγόρευση). Η απαγόρευση παραβαίνεται (παράβαση). Ένα τρίτο πρόσωπο (Ο ανταγωνιστής) επιχειρεί να κάνει ανίχνευση (διερεύνηση - έρευνα). Στον ανταγωνιστή δίνονται πληροφορίες για το θύμα του (εκχώρηση). Ο ανταγωνιστής επιχειρεί να ξεγελάσει το θύμα του, για να γίνει κύριος αυτού ή των υπαρχόντων του (εξαπάτηση). Το θύμα ενδίδει στην απάτη, και έτσι παρά τη θέλησή του βοηθά τον εχθρό (συνενοχή). Ο ανταγωνιστής προξενεί σε ένα αγαπημένο πρόσωπο φθορά ή ζημία (δολιοφθορά - βλάβη). Κάτι δεν αρκεί σε κάποιο πρόσωπο του άμεσου περιβάλλοντος , ή αυτό επιθυμεί να αποκτήσει κάτι (έλλειψη). Η δυστυχία ή η έλλειψη γνωστοποιείται, απευθύνουν στον ήρωα παράκληση ή εντολή, τον αποστέλλουν ή τον αφήνουν να φύγει (μεσολάβηση, συνδετική στιγμή). Ο ήρωας - αναζητητής συμφωνεί ή αποφασίζει για την αντενέργεια (έναρξη της αντενέργειας). Ο ήρωας εγκαταλείπει το σπίτι του (αναχώρηση). Ο ήρωας δοκιμάζεται , ρωτιέται , δέχεται επίθεση κτλ., πράγματα που προετοιμάζουν τη λήψη εκ μέρους του ενός μαγικού μέσου ή βοηθού (πρώτη λειτουργία δωρητή – βοήθεια – μαγικό μέσο). Ο ήρωας αντιδρά στις πράξεις του μελλοντικού δωρητή (αντίδραση του ήρωα).Στη διάθεση του ήρωα τίθεται το μαγικό μέσο (εφοδιασμός , λήψη του μαγικού μέσου).

Page 2: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 2

Ο ήρωας μεταφέρεται, παραδίδεται ή οδηγείται στον τόπο όπου βρίσκεται το αντικείμενο της αναζήτησης (μετακίνηση – ταξίδι του ήρωα). Ο ήρωας και ο ανταγωνιστής του συναντιούνται σε άμεση πάλη (πάλη – αγώνας). Τον ήρωα τον σημαδεύουν (διαδίδονται ψέματα γι‘ αυτόν - στιγμάτισμα, σημάδεμα). Ο ανταγωνιστής νικιέται (νίκη). Η αρχική δυστυχία ή έλλειψη εξαλείφεται (εξάλειψη της δυστυχίας ή της έλλειψης – απαλλαγή από τη συμφορά). Ο ήρωας επιστρέφει (επιστροφή). Ο ήρωας υφίσταται καταδίωξη (καταδίωξη, κυνηγητό). Ο ήρωας σώζεται από την καταδίωξη (διάσωση). Ο ήρωας, αγνώριστος, φτάνει στο σπίτι του ή σε άλλη χώρα (μη αναγνωρίσιμη άφιξη). Ο ψεύτικος ήρωας προβάλλει αβάσιμες απαιτήσεις (αβάσιμες απαιτήσεις - αξιώσεις). Στον ήρωα τίθεται ένα δύσκολο πρόβλημα - άθλο(δύσκολο πρόβλημα). Το πρόβλημα λύνεται (λύση) ή ο άθλος εκτελείται (εκτέλεση). Τον ήρωα τον αναγνωρίζουν (αναγνώριση). Ο ψεύτικος ήρωας ή ανταγωνιστής , ο κακοποιός, ξεσκεπάζεται (ξεσκέπασμα). Στην ήρωα δίνεται μια νέα όψη (μεταμόρφωση). Ο ανταγωνιστής τιμωρείται (τιμωρία). Ο ήρωας παντρεύεται και ανεβαίνει στον θρόνο (γάμος).

Αναλύσαμε τις λειτουργίες και για να ξεδιαλύνουμε τις όποιες απορίες, εντοπίσαμε την ύπαρξη των λειτουργιών του Προπ μέσα σε διάφορα κείμενα που προσφέρονταν.

Χωρισμένα, λοιπόν, τα παιδιά σε πέντε ομάδες εργάστηκαν με κοινό θέμα , ήρωα κ.λ.π., εργάστηκαν στη δημιουργία ενός διηγήματος (παραμυθιού). Ύστερα από αρκετή συζήτηση αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο "Λάθος μονοπάτι" που πρότεινε ο Ηλίας, και ο ήρωάς μας να είναι ο Ορέστης ενώ ο κακός να είναι ο Εφιάλτης.

Αφού απέκτησαν μια εξοικείωση με τα τραπουλόχαρτα του Προπ έγραψαν το καθένα μόνο του με θέμα της επιλογής τους.

Τα κείμενα αναγνώστηκαν στην τάξη, έγιναν συζητήσεις , ακουστήκαν παρατηρήσεις και πολλές φορές δόθηκαν και διορθωτικές κατευθύνσεις από τους ίδιους/ίδιες μαθητές/ριες.

Μαθητές και μαθήτριες εμπνευσμένοι από τα κείμενα ζωγράφισαν σχετικά θέματα που «στολίζουν» τα κείμενα.

Στο τέλος με τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών δαχτυλογράφησαν τα κείμενα τους.

Και να τι έγραψαν !!!!

Με τιμή που είχα τέτοιους μαθητές

Και με την ελπίδα να τους δω να προοδεύουν

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 2

Page 3: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 3

Σαχινίδης Β. Κωνσταντίνος

Μ«Λάθος μονοπάτι»ια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια, ζούσε μια πλούσια, μεγάλη οικογένεια. Ήταν τέσσερα αδέρφια. Ο Γιώργος, η Μαρία, η Στέλλα και ο μεγαλύτερος ο Ορέστης που ήταν είκοσι χρονών. Ένα ανοιξιάτικο πρωί, όταν όλοι είχαν ξυπνήσει, ο Ορέστης συνειδητοποίησε πρώτος ότι ο μπαμπάς του δεν ήταν στο σπίτι. Έψαξε παντού και ρώτησε τα αδέρφια του μα κανείς δεν ήξερε. Τότε σκέφτηκε να παραβιάσει την απαγόρευση που του είχαν πει οι γονείς του. Θέλετε να μάθετε ποια ήταν αυτή η απαγόρευση; θα σας πω ποια ήταν. Να φύγει μακριά σε άλλες χώρες και να ακολουθεί μονοπάτια.

Όμως ο Ορέστης δεν άκουσε τους γονείς του και μια σκοτεινή νύχτα έφυγε περίεργος για να βρει τον πατέρα του. Πέρασε μέσα από τεράστια δάση και πολλούς άλλους κινδύνους μέχρι που έφτασε σε έξι διαφορετικά μονοπάτια. Καθώς σκεφτόταν ποιο από τα έξι μονοπάτια να διαλέξει, ένας μικροσκοπικός άνθρωπος εμφανίστηκε μπροστά του και τον ρώτησε:

- Τι ψάχνεις παλικάρι μου; - Ψάχνω τον πατέρα μου, μήπως ξέρεις πού βρίσκεται; Είναι ψηλός, λεπτός, με μπλέ μάτια. - Ναι, ξέρω. - Πού πήγε; - Ακολούθησε το πρώτο μονοπάτι και θα βρεθείς σε μια σπηλιά. Μπες και στρίψε δεξιά, εκεί είναι ο

πατέρας σου. Ο Ορέστης τον ευχαρίστησε και ξεκίνησε να περπατάει στο πρώτο μονοπάτι Όμως ο ευγενικός κύριος

του είχε πει ψέματα. Του είχε πει λάθος μονοπάτι. Έτσι βρέθηκε στην Τουρκία.Νευριασμένος προσπάθησε να γυρίσει πίσω αλλά δεν έβρισκε το δρόμο. Εκεί κάποιοι κακοί στρατιώτες

τον απήγαγαν. Ήταν πάρα πολλοί και δεν μπορούσε να τους ξεφύγει. Τον πήραν σε μια σκοτεινή σπηλιά και τον έδεσαν, όμως ο Ορέστης γρήγορα αντέδρασε. Κατάφερε να λύσει τα χέρια του και σύρθηκε μέσα σ’ ένα στενό πέρασμα. Τους είχε ξεφύγει. Βρέθηκε όμως σ’ ένα πολύ παράξενο δάσος. Τα δέντρα ήταν μπλε, τα λουλούδια πράσινα, το γρασίδι κίτρινο και ο ουρανός ήταν ροζ . Ο Ορέστης έμεινε έκπληκτος. Ήταν όμως τόσο κουρασμένος, από το ταξίδι του, που λιποθύμησε.

Όταν ξύπνησε, κατάλαβε ότι βρισκόταν επάνω σε ένα πάρα πολύ ψηλό δέντρο. Αν κοίταζε κάτω, θα ζαλιζόταν και θα έπεφτε. Προσπάθησε να κατέβει αλλά αυτό ήταν αδύνατον. Ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα πανέμορφο, λευκό άλογο! Με μεγάλη έκπληξη κατάλαβε πως το άλογο που στεκόταν μπροστά του δεν ήταν ένα συνηθισμένο άλογο. Ήταν ιπτάμενο άλογο! Με μερικά παράξενα νοήματα, το

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 3

Page 4: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 4

άλογο έλεγε στον Ορέστη να ανέβει επάνω του. Εκείνος κατάλαβε τα νοήματα και έκανε ότι του είπε το άλογο. Το άλογο μπορούσε να ακούει αλλά όχι να μιλάει. Έτσι το ρώτησε:

- Πού με πας; Το άλογο με μερικά ακόμα παράξενα νοήματα του είπε: - Σε πηγαίνω στον πατέρα σου, που κάποιος κλέφτης, ο Εφιάλτης, τον έχει δεμένο σε μια σκοτεινή

σπηλιά. Είναι ένας ψηλός, άσχημος και κακός κλέφτης. Σε είχε ξεγελάσει στην αρχή. Σου είχε πει λάθος μονοπάτι! Ντύθηκε και σε ξεγέλασε.

-Πάμε γρήγορα να τον βρούμε, είπε ο Ορέστης. Πετούσαν πάνω από μια βρώμικη, άσχημη πόλη. Εκεί σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και σε λίγο ο

Ορέστης πήγε σ’ ένα εστιατόριο για να αγοράσει νερό και τρόφιμα. Μπήκε μέσα αλλά ο περιπτεράς του είπε άγρια:

- Δεν έχω. Ο Ορέστης βγήκε έξω αμίλητος και άρχισε να ψάχνει για κάποιο άλλο εστιατόριο. Όταν τελικά το

βρήκε, μπήκε μέσα και ζήτησε αυτό που ήθελε. Ο κύριος του έδωσε φαγητό και νερό και ο Ορέστης έκατσε μαζί με το άλογο σε κάποια σκονισμένα σκαλοπάτια για να φάνε. Οι άνθρωποι εκείνης της πόλης, τους κοίταζαν με απορία γιατί δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν ιπτάμενα άλογα. Όταν ο Ορέστης και το άλογο τέλειωσαν, ετοιμάστηκαν για να ξεκινήσουν όμως ξαφνικά λιποθύμησαν γιατί ο κύριος που του είπε να πάει δίπλα ήταν ο κακός Εφιάλτης κι ο άλλος ήταν ο φίλος του ο Γιάννης. Ο Εφιάλτης είχε πει στο φίλο του να βάλει στο φαγητό και στο νερό υπνωτικό. Έτσι οι δύο συνεργάτες πήραν το άλογο και τον Ορέστη στη σκοτεινή σπηλιά όπου ήταν ο πατέρας του Ορέστη.

Όταν συνήλθαν και οι δύο, άρχισαν να σκαρώνουν ένα σχέδιο για το πώς θα ξεφύγουν και για το πώς θα σώσουν τον πατέρα του. Έτσι αφού κατάστρωσαν το σχέδιο που ήταν: το άλογο να τεντωθεί, να πιάσει τα κλειδιά και να τα φέρει κοντά στον Ορέστη για να τα πιάσει και να ανοίξει τις χοντρές αλυσίδες που τους ακινητοποιούσαν. Τελικά το άλογο κατάφερε να ρίξει τα κλειδιά προς το μέρος όπου ήταν ο Ορέστης κι αυτός τα πήρε, άνοιξε τις χοντρές αλυσίδες κι έφυγε με το άλογο τρέχοντας για να βρει τον πατέρα του. Βρήκε ένα τεράστιο μονοπάτι και το ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη αλλά αντί να βρει τον πατέρα του βρέθηκε σε μια άγνωστη χώρα όπου όλοι περπατούσαν ανάποδα.

Ο Ορέστης ρώτησε έναν άνθρωπο: - Ποια είναι αυτή η πόλη; - Η αναποδούπολη φυσικά, απάντησε εκείνος γελώντας. Αφού τον ευχαρίστησε γύρισε προς το άλογο απογοητευμένος κι άρχισε να περπατάει. Σκεφτόταν τι

άραγε να κάνει ο Εφιάλτης στον πατέρα του και τι σχέδια να έχει. Έψαξε παντού για να βρει κάποιο πέρασμα ή κάποιο σημάδι που θα τον βοηθούσε, όμως δεν βρήκε τίποτα. Περπατούσε εξαντλημένος μαζί με το άλογο στα πεζοδρόμια με τα ανάποδα δέντρα, μέχρι που έπεσε πάνω σ’ έναν ψηλό τοίχο. Αλλά αντί να χτυπήσει βρέθηκε σε μια σπηλιά. Δεν άργησε να καταλάβει ότι εκείνη η σπηλιά ήταν η σπηλιά που ήταν ο πατέρας του κι έτρεξε για να τον βρει.

Σε λίγο είδε τον Εφιάλτη να στέκεται στο βάθος της σπηλιάς. Έτρεξε έξαλλος προς το μέρος του και τότε άρχισε μια φοβερή μάχη. Μετά από σκληρή και δύσκολη μάχη ο Ορέστης νίκησε. Αμέσως έτρεξε κι ελευθέρωσε τον πατέρα του. Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και βγήκαν από τη σπηλιά για να ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής. Πολύ σύντομα έφτασαν στο σπίτι τους και όλα έγιναν όπως πριν. Εδώ τελειώνουν οι περιπέτειες του Ορέστη, που έσωσε τον πατέρα του και ζει ευτυχισμένος με τ’ αδέρφια του.

«Η ημερήσια εκδρομή» - Αγγελική Βουχάρα

Επιτέλους, έφτασε η μεγάλη μέρα η Μαρία, ο Μάριος και η Νίκη θα πάνε ημερήσια εκδρομή. Αυτή την ημέρα την περίμεναν με ανυπομονησία. Εδώ και μία εβδομάδα ετοιμάζονταν για το τι θα πάρουν μαζί τους και τι θα παίξουν όταν θα φτάσουν.Στις 8 το πρωί όλη η παρέα μαζεύτηκε στο προαύλιο του σχολείου. Όταν έφτασε το λεωφορείο η παρέα έτρεξε γρήγορα για να προλάβει να καθίσει στη γαλαρία.Στη διαδρομή ο καθένας είχε φέρει και κάτι για να ασχολείται. Η Μαρία είχε φέρει μαζί της ένα βιβλίο, η Νίκη είχε φέρει μια χάρτινη κούκλα και ο Μάριος ένα πράσινο αυτοκινητάκι.

Σε μια στιγμή το λεωφορείο σταμάτησε και οι πόρτες άνοιξαν. Η παρέα κατέβηκε από το λεωφορείο και έτρεξε να παίξει. Μετά από πολλή ώρα παιγνιδιού τα παιδιά πείνασαν, γι' αυτό έκατσαν σε ένα παγκάκι και έβγαλαν από τους σάκους τους το φαγητό τους.

Ένας δάσκαλος είπε: «Απαγορεύεται να απομακρυνθείτε από κοντά μας γιατί μπορεί να χαθείτε».

Όταν τα παιδιά τελείωσαν το φαγητό τους έπαιξαν βόλεϊ. Κάποια στιγμή η μπάλα τους έπεσε σε μια απότομη πλαγιά. Η Νίκη πήγε να την πάρει αλλά κατά λάθος έπεσε στην πλαγιά. Ο Μάριος και η Μαρία

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 4

Page 5: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 5

προσπάθησαν να την βρουν αλλά θυμήθηκαν τα λόγια του δασκάλου τους. Τα παιδιά δίστασαν να κατέβουν την πλαγιά.

Εν τω μεταξύ η Νίκη είχε ακολουθήσει ένα μονοπάτι και χάθηκε. Τελικά τα παιδιά αποφάσισαν να κατέβουν την πλαγιά. Όμως καθώς την κατέβαιναν η Μαρία χτύπησε το πόδι της σε μια πέτρα και ήταν αδύνατον να προχωρήσει.

Είδαν μια σπηλιά, σκέφτηκαν να κοιμηθούν εκεί. Μέσα στη σπηλιά τα παιδιά βρήκαν μια νυχτερίδα που είχε χτυπήσει το φτερό της. Συλλογίστηκαν πως αν την άφηναν αβοήθητη θα πέθαινε γι' αυτό φρόντισαν τη νυχτερίδα μέχρι να γίνει καλά. Όταν έγινε καλά, τα παιδιά κατάλαβαν πως κάτι περίεργο συμβαίνει με αυτήν. Η νυχτερίδα τους μίλησε με ανθρώπινη φωνή και τους είπε: "Σας ευχαριστώ παιδιά μου που με βοηθήσατε. Για να σας το ξεπληρώσω θα σας κάνω τρεις ευχές». Επειδή τα παιδιά ήταν έξυπνα κράτησαν τις τρεις ευχές για να τις χρησιμοποιήσουν όταν θα τις χρειαστούν. Αμέσως μετά σκέφτηκαν πώς τη μια ευχή θα την χρησιμοποιήσουν για να γίνει καλά το πόδι της Μαρίας. Αφού η Μαρία είχε γίνει καλά συνέχισαν το δρόμο τους.

Κάποια στιγμή είδαν δύο μονοπάτια. Ζήτησαν από την νυχτερίδα να τους πει ποιο από τα δύο πρέπει να ακολουθήσουν. Η νυχτερίδα τους έδειξε το σωστό.

Ο δάσκαλος των παιδιών πρόσεξε ότι τα παιδιά δεν ήταν εκεί. Αμέσως πήρε τους γονείς τους τηλέφωνο. Οι γονείς τους και ο δάσκαλος ανησύχησαν.

Τα δύο παιδιά συνέχισαν το δρόμο τους. Απρόσμενα είδαν μια σπασμένη γέφυρα. Στην απέναντι πλευρά βρισκόταν η Νίκη.

«Δόξα το Θεό που σε βρήκαμε» είπαν τα παιδιά.

Όμως δεν είχαν τρόπο να περάσουν τη γέφυρα. Ήταν ώρα να χρησιμοποιήσουν την τρίτη τους ευχή.

Η νυχτερίδα τους πραγματοποίησε και την τρίτη τους ευχή. Επιτέλους η παρέα βρέθηκε ξανά μαζί. Όμως ο πρόβλημα ήταν πως δεν ήξεραν πώς θα γυρίσουν στα σπίτια τους.

Ξάφνου άκουσαν χλιμιντρίσματα μέσα από τους θάμνους. Πήγαν να κοιτάξουν τι είναι και είδαν ένα άλογο με φτερά. Συλλογίστηκαν πως το άλογο μπορούσε να τους πάει ως τα σπίτια τους. Γι’ αυτό αποχαιρέτησαν την νυχτερίδα. Αμέσως μετά ανέβηκαν στο άλογο και ξεκίνησαν την διαδρομή. Και τα τρία ενθουσιάστηκαν μόλις είδαν από ψηλά την πόλη τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα παιδιά είχαν να φτάσει στα σπίτια τους.

Οι γονείς τους χάρηκαν που τα είδαν και που δεν είχαν πάθει τίποτα.Έτσι, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν πέρασαν καλά και μείς καλύτερα.

Αγγελική ΒουχάραΘεσσαλονίκη 2006

«Η περιπέτεια» - Αστέρω–Μαρία Θεοδοσάκη

Μ

ια μέρα η Αγγελική, η φίλη μου, πήγαινε βόλτα τα σκυλάκια της.Ξαφνικά ένας άντρας έκλεψε ένα απ’ αυτά.Η Αγγελική έτρεξε να πιάσει το κουτάβι, αλλά ο άντρας έφυγε γρήγορα με το μηχανάκι του.

Όταν πήγε σπίτι της τα είπε στους γονείς της. Ήθελε να πάει, να τον βρει, να τον δώσει στην αστυνομία και να πάρει το κουταβάκι, αλλά οι γονείς της δεν την άφηναν.

Την επόμενη μέρα πήγαμε εκδρομή. Η Αγγελική σκέφτηκε να ψάξει εκεί που θα πηγαίναμε χωρίς να το καταλάβουν οι γονείς της. Όμως ήθελε παρέα έτσι μας ρώτησε αν θέλουμε να την βοηθήσουμε. Εμείς συμφωνήσαμε και εκείνη μας είπε, τι έγινε.

Μόλις πήγαμε στο χώρο που έγινε η εκδρομή μας είπαν να μην απομακρυνθούμε αλλά εμείς φύγαμε πάρα πολύ μακριά.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 5

Page 6: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 6

Ξαφνικά, είδαμε μια σπηλιά! Ακουγόταν κάτι από εκεί μέσα. Σκεφτήκαμε ότι ήταν ο κακός και όταν μπήκαμε μέσα στη σπηλιά είδαμε πατημασιές ενός κουταβιού και μιας μεγάλης μπότας. Τότε αποφασίσαμε να ψάξουμε εκεί.

Σε μια στιγμή, ένα φτερωτό άλογο εμφανίστηκε μπροστά μας και μας ρώτησε «Τι γυρεύετε εδώ;» και εμείς του είπαμε τι έγινε. Όταν άκουσε τι έγινε ήθελε να μας βοηθήσει και εμείς δεχτήκαμε.

Στην πορεία συναντήσαμε ένα τεράστιο γκρεμό. Έτσι ζητήσαμε απ’ το φτερωτό άλογο να μας πάει απέναντι και μας πήγε.

Όταν περάσαμε απέναντι ακούσαμε ένα γαύγισμα. Καταλάβαμε πως ήταν το κουταβάκι που έκλεψαν απ’ την Αγγελική.

Μετά από μια ώρα είδαμε δυο μονοπάτια. Δεν ξέραμε ποιο μονοπάτι να διαλέξουμε. Ξαφνικά, ακούσαμε ένα γαύγισμα απ’ το δεύτερο μονοπάτι όμως καταλάβαμε ότι ο κακός χρησιμοποίησε ένα ψεύτικο σκυλάκι. Και είχαμε δίκιο. Αν ήταν αληθινό δεν θα το άφηνε να γαυγίζει.

Έτσι πήραμε το πρώτο μονοπάτι.

Αργότερα είδαμε ένα γκρεμό και μετά το γκρεμό το κουταβάκι της Αγγελικής. Τότε είπαμε στο φτερωτό άλογο να μας πάει απέναντι για να πάρουμε το κουτάβι. Τότε εμφανίστηκε ο κακός μπροστά μας. Εμείς, για να πάρουμε το κουτάβι, βγάλαμε από τις τσάντες μας νερομπαλονάκια γεμάτα νερό, του τα ρίξαμε και το φτερωτό άλογο τον κλότσησε στα πόδια του και εκείνος έπεσε κάτω. Τότε τον δέσαμε, τον βάλαμε πάνω στο φτερωτό άλογο, πήραμε το κουτάβι και βγήκαμε απ’ τη σπηλιά.

Όταν ανεβήκαμε, πήγαμε στους δασκάλους, τους δώσαμε το ληστή και οι δάσκαλοι πήραν την αστυνομία, τους είπαν να έρθουν εκεί που ήμασταν και όταν ήρθε η αστυνομία μας έδωσε μετάλλια. Τον κακό τον βάλανε φυλακή και όταν έφυγε η αστυνομία τελείωσε η εκδρομή και πήγαμε στα σπίτια μας.

Ήταν η καλύτερη εκδρομή που πήγαμε!

Αστέρω–Μαρία ΘεοδοσάκηΘεσσαλονίκη 2006

«Χάθηκε η Αγγελική!» - Πελαγία –Μαρία Θεοδοσάκη

Μια μέρα, πήγα με την τάξη μου στο δάσος του Σέιχ-Σου. Όλοι μας είχαμε πάρει ένα μπουκάλι νερό, φαγητό ή γλυκό και κάτι για να παίξουμε.

Όταν φτάσαμε στο δάσος ο κύριος μας είπε να μην πάμε πολύ βαθιά στο δάσος γιατί μπορεί να χαθούμε και αμέσως, τρέξαμε όλοι να παίξουμε. Εμείς, δηλαδή εγώ, η Αγγελική, η Αστέρω, η Μάγδα και η Σαμπίνα παίξαμε βόλεϊ.

Κάποια στιγμή η Σαμπίνα έκανε μία ψηλή μανσέτα και η μπάλα χάθηκε βαθιά στο δάσος. Έτσι πήγαμε να την πάρουμε.

Όταν την εντοπίσαμε τρέξαμε προς στο μέρος της όμως τότε εμφανίστηκαν πολλοί λύκοι. Τρέξαμε γρήγορα, την αρπάξαμε και φύγαμε.

- Φτηνά τη γλιτώσαμε, είπα.- Αλήθεια, πού είναι η Αγγελική; ρώτησε η Μάγδα. - Μου φαίνεται πως χάθηκε στο δάσος, είπε η Σαμπίνα.- Πάμε στον κύριο, φώναξε η Αστέρω και τρέξαμε στον κύριο Κώστα.

Του είπαμε την ιστορία και εκείνος μας είπε να πάμε να την βρούμε.Πήραμε μαζί μας και τις τσάντες μας, όπου είχαμε φαγητό, μήπως πεινάσουμε.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 6

Page 7: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 7

Όταν αρχίσαμε να ψάχνουμε την Αγγελική είδαμε μια αγέλη λύκων. Αμέσως εμφανίστηκε ένας παπαγάλος. Μόλις τον είδαν τρόμαξαν και έφυγαν.

Πελαγία : Ποπό ! Ήταν καταπληκτικό! Πώς το έκανες αυτό παπαγάλε;Παπαγάλος : Έχω μαγικές δυνάμεις που όταν με δουν άγρια ζώα νομίζουν ότι είμαι γιγάντιο τέρας !Μάγδα : Παπαγάλε , θέλεις να έρθεις μαζί μας;Παπαγάλος : Φυσικά.

Μετά από ώρα είδαμε ένα ποταμάκι με μια σπασμένη γέφυρα. Σκεφτήκαμε να μην πάμε από τη γέφυρα για να μην πέσουμε στο νερό. Τότε ο παπαγάλος μεγάλωσε και μας πήγε απέναντι.

Μα αυτά δεν ήταν τα μόνα εμπόδια που συναντήσαμε.Αντιμετωπίσαμε τσακάλια, αρκούδες και αγριογούρουνα. Το δυσκολότερο εμπόδιο ήταν τα τρία μονοπάτια.

Το πρώτο που πήραμε ήταν με γλυκά ζωάκια που στ’ αλήθεια ήταν άγρια μεταμφιεσμένα ζώα. Το δεύτερο ήταν με θησαυρούς που στην πραγματικότητα ήταν πολλές αρκούδες.

Το τρίτο ήταν μια πελώρια σπηλιά όπου βρισκόταν οι λύκοι με την Αγγελική. Αμέσως διαλέξαμε το τρίτο μονοπάτι.

Εκεί πέρα βρίσκονταν και πολλές νυχτερίδες. Επειδή δε βλέπαμε μέσα στο σκοτάδι , ο παπαγάλος πήρε τέσσερα ξύλα και με τις φλόγες που έριχνε τα άναψε.

Όταν είδαμε την Αγγελική είπαμε στον παπαγάλο να πάει πρώτος για να φύγουν οι λύκοι.

Αμέσως πήραμε την Αγγελική , ευχαριστήσαμε τον παπαγάλο και πήγαμε έξω από το δάσος να φάμε.

Αυτή ήταν μια εμπειρία που δεν θέλω να ξαναέχω.

Πελαγία –Μαρία ΘεοδοσάκηΘεσσαλονίκη 2006

«Η απρόσμενη εξαφάνιση» - Κωνσταντίνος Κατωπόδης

ΟΓιώργος και η Μαρία ήταν ένα συνηθισμένο νεανικό ζευγαράκι. Μια μέρα, που ο Γιώργος πήγε σπίτι της, είδε ένα σημείωμα στην εξώπορτα: «Πήρα τη Μαρία για να σε εκδικηθώ. Γιατί; Θυμάσαι, στο γυμνάσιο, που όλοι ασχολιόντουσαν μαζί σου; Γι’ αυτό. Ο συμμαθητής σου Γιάννης».

Ο Γιώργος δεν πίστευε στα μάτια του. Ο Γιάννης, ο καλύτερός του φίλος, έκλεψε τη Μαρία. Γύρισε τρέχοντας στο σπίτι.

Η μητέρα του άκουσε την ιστορία και του είπε να περιμένει την αστυνομία.

Ο Γιώργος πήγε για ύπνο. Όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε πάνω και σε λίγα λεπτά τριγυρνούσε στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης.

Στην αρχή ρώτησε τους κατοίκους της οικοδομής αν είχαν δει τίποτα παράξενο τις τελευταίες μέρες. Εκεί έμενε και ένας άνθρωπος του Γιάννη που μάζευε στοιχεία. Αυτός είπε στο Γιώργο ότι μπορεί να του δείξει που βρίσκεται η αγαπημένη του Μαρία.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 7

Page 8: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 8

Αλλά ζήτησε λύτρα. Για την ακρίβεια ζήτησε 100.000€. Ο Γιώργος δέχτηκε. Χαρούμενος ο άνθρωπος του Γιάννη τον παίρνει τηλέφωνο: «Έλα, Γιάννη, του είπα πως θα του έλεγα πού βρίσκεται η Μαρία και πήρα και τη διεύθυνσή του...».

Ο Γιώργος του έδωσε τα λεφτά και ο άντρας τον πήγε στην Αθήνα. Τον άφησε εκεί και του είπε να ψάξει.

Τότε, πίσω στη Θεσσαλονίκη ένας άλλος άνθρωπος του Γιάννη είχε κλέψει τα κοσμήματα της μητέρας του Γιώργου. Ο Γιώργος είπε πως θα το ερευνούσε μαζί με τη μητέρα του όταν γυρίσει.

Ο Γιώργος είχε φτάσει κοντά στο μέρος όπου είχαν τη Μαρία(έτσι νόμιζε τουλάχιστον) όταν του επιτέθηκαν δυο άντρες. Ο πρώτος όρμησε πάνω του αλλά ο Γιώργος με μια λαβή τον πέταξε στον απέναντι τοίχο. Ο άλλος βρήκε την ευκαιρία και έριξε μια πέτρα στο κεφάλι του Γιώργου. Ο Γιώργος ζαλίστηκε και σύντομα βρέθηκαν στο χώμα παλεύοντας. Όμως ο Γιώργος δεν ήταν εύκολος αντίπαλος και σύντομα βρέθηκε σε ευνοϊκή θέση. Ανάγκασε τον άντρα να παραδοθεί και να του πει που είναι ο Γιάννης.

Ο Γιώργος βρήκε το Γιάννη σε ένα σταματημένο αμάξι να δένει τη Μαρία. Ο Γιάννης τον βλέπει και αρχίζουν να παλεύουν. Ο Γιάννης του δίνει μια δυνατή στο σαγόνι και ο Γιώργος ζαλίζεται λίγο αλλά μετά δίνει μια κλοτσιά στο Γιάννη και αυτός πέφτει ξερός.

- Μαρία, σε βρήκα! Δεν θα σε ξαναφήσω να φύγεις ποτέ!- Γιώργο, σ’ αγαπώ!- Γρήγορα, ας πάρουμε το Γιάννη για να τον πάμε στην αστυνομία και ας φύγουμε από εδώ!

Έτσι, ο Γιώργος και η Μαρία επέστρεψαν στη Θεσσαλονίκη, παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένα την υπόλοιπη ζωή τους.

Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορία για το Γιώργο και τη Μαρία, ένα ζευγάρι που χωρίστηκε και ενώθηκε ξανά επειδή οι δυο τους αγαπιόντουσαν πραγματικά.

Αν θέλετε να μάθετε για το Γιάννη, θα σας πω πως τώρα θα πρέπει να σαπίζει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.

Α, ναι, αναγκάστηκε ακόμα να επιστρέψει πίσω στο Γιώργο τα 100.000€! Για τα κοσμήματα, πλήρωσε ο Γιάννης και υποσχέθηκε να είναι τίμιος για όλη του τη ζωή.

Κωνσταντίνος Κατωπόδης Θεσσαλονίκη Μάιος 2006

«Μια περιπέτεια στην ΑΘΛΙΟΥΠΟΛΗ» - Αναστασία Κυρμίζογλου

Μ

ια φορά κι ένα καιρό ήταν μια οικογένεια.

Την μητέρα την έλεγαν Ελένη, τον πατέρα τον έλεγαν Κώστα και τα παιδιά τα έλεγαν Άντζελα, Ιάκωβο, Ιωάννα και Δημήτρη.

Ήταν πολύ αγαπημένη οικογένεια μα πολύ φτωχή.

Μια μέρα, λοιπόν τα παιδιά σκέφτηκαν να πάνε μια εκδρομή για 10 μέρες στο δάσος.

Οι γονείς τους συμφώνησαν μα πρώτα απ’ όλα τους απαγόρευσαν οριστικά να περάσουν τις δυο γιγάντιες πέτρες που τους χώριζαν με την Αθλιούπολη. Μια εντελώς βρώμικη και άσχημη πόλη.

Τα παιδιά είπαν εντάξει, φίλησαν, αγκάλιασαν τους γονείς τους σφικτά και έφυγαν.

Οι μέρες περνούσαν γοργά μα τα παιδιά δεν είχαν ενθουσιαστεί από τίποτα ό,τι και αν είδαν.

Γι’ αυτό αποφάσισαν να παραβούν την απαγόρευση που τους έβαλε η μητέρα τους χωρίς να σκεφτούν τίποτα.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 8

Page 9: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 9

Ξαφνικά χωρίς να το πάρουν είδηση τα παιδιά βρέθηκαν μπροστά σε δυο γιγάντιες πέτρες.

Λίγο πιο έξω από την είσοδο που υπήρχε τα παιδιά βρήκαν ένα σχεδόν νεογέννητο λυκάκι το οποίο είχε χαθεί και έτρεμε..

Τα παιδιά το πήραν πολύ προσεκτικά και του έδωσαν λίγο από το φαγητό που είχαν στις τσάντες τους.

Σε μια στιγμή πετάχτηκε μέσα από ένα θάμνο μια λύκαινα η οποία πήγε να επιτεθεί αλλά το μωρό – λυκάκι της φώναξε να σταματήσει επειδή του είχαν σώσει τη ζωή.

Αμέσως τότε έγιναν καλοί φίλοι μεταξύ τους και γι’ αυτό πήγαν όλοι μαζί στην Αθλιούπολη.

Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα αλλά οι γονείς των παιδιών είχαν τρελαθεί από την αγωνία τους γιατί είχαν περάσει δώδεκα αντί για δέκα μέρες.

Τότε κάτι άρχισε να λείπει από τους γονείς των παιδιών το φαγητό λόγω φτώχιας και η ευτυχία επειδή τους έλειπαν τα παιδιά τους.

Τα παιδιά στο μεταξύ βλέπουν το πόσο χάλια ήταν εκείνη η πόλη.

Ήταν γεμάτη αράχνες κάμπιες κακάσχημους ανθρώπους μαραμένα λουλούδια και μια απαίσια μυρωδιά να γλιστράει στον άνεμο.

Ξάφνου ένα τέρας τους άρπαξε και τους οδήγησε σε μια πολύ σκοτεινή σπηλιά ενώ το καημένο το μικρό λυκάκι που έπεσε από τα χέρια του τέρατος, έφυγε τρέχοντας πίσω από μια πέτρα για να κρυφτεί.

Σε λίγο, μόλις είδε ότι το πεδίο είναι ελεύθερο το λυκάκι, έτρεξε στη σπηλιά που βρίσκονταν και απέσπασε με πολύ θάρρος την προσοχή του τέρατος έτσι ώστε τα παιδιά και η λύκαινα να φύγουν σύντομα από εκεί.

Άρχισαν τότε να τρέχουν βιαστικά χωρίς να βλέπουν μπροστά τους τίποτα.

Σε μια στιγμή σταμάτησαν να τρέχουν και κρύφτηκαν πίσω από δένδρα.

Χωρίς να το περιμένουν είδαν δίπλα τους χίλια πουγκιά με μπόλικο χρυσάφι.

Με την πρώτη ευκαιρία τα άρπαξαν. Άλλα έβαλαν στην τσάντα τους και άλλα στις τσέπες τους.

Με βήμα ταχύ βγήκαν επιτέλους από εκείνη την πόλη χωρίς να τους πάρουν είδηση.Επιτέλους!

Μόλις τα παιδιά έφθασαν στο σπίτι τους, αγκαλιάστηκαν με τους γονείς τους και έδωσαν στη μητέρα και στον πατέρα το χρυσάφι. Η λύκαινα έφυγε τότε και ευχαρίστησε τα παιδιά για όσα έκαναν για εκείνη.

Στο τέλος έγιναν όλοι πλούσιοι σε εκείνο το σπίτι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Αναστασία ΚυρμίζογλουΘεσσαλονίκη 2006

«Μια εκδρομή» - Σαμπίνα Άλλεν

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 9

Page 10: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 10

Ή

ταν η τελευταία μέρα του σχολείου και για αυτό πήγε όλο το σχολείο τριήμερη.

Το μόνο πράγμα που μας απαγόρεψαν ήταν να απομακρυνθούμε. Το σωστό πράγμα θα ήτανε να μην απομακρυνθεί κανείς. Αλλά τότε δεν θα είχε ενδιαφέρον η ιστορία. Οπότε εγώ, η φίλη μου η Μάγδα, η Πέλαγια , η Αγγελική, η Αστέρω και η γάτα μου η Μύστερη, που είχα πάρει κρυφά μαζί μου στην εκδρομή, αποφασίσαμε να εξερευνήσουμε το μέρος.

Την ώρα που περπατούσαμε , νιώσαμε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και είχαμε δίκιο. Δεν μας ένοιαζε όμως τόσο γιατί θέλαμε να βρούμε κάτι μυστηριώδες, κάτι ξεχωριστό. Περπατούσαμε όλη μέρα και άρχισε να νυχτώνει. Δεν ξέραμε πως να γυρίσουμε πίσω. Έτσι πήγαμε σε μια σπηλιά που είδαμε μπροστά μας.

Σαν πέρασε η ώρα, αρχίσαμε να πεινάμε και να νυστάζουμε. Ευτυχώς, η κάθε μια μας είχε φέρει μαζί της μέσα σε μια μεγάλη τσάντα έναν υπνόσακο, φαγητό και νερό, φακό, και ένα κινητό. Έτσι φάγαμε και ύστερα κοιμηθήκαμε. Την επομένη μέρα, αφού ξυπνήσαμε , αντικρίσαμε έναν άσπρο λύκο νευριασμένο έτοιμο να μας ορμήξει. Την ώρα που μας κοιτούσε, η Μάγδα τον έβγαλε μια φωτογραφία. Τότε ο λύκος άρχισε να την κυνηγάει. Μέχρι που ακούστηκε μια φωνή «αουού» και ο λύκος έφυγε. Εμείς πιστέψαμε πως μπορούσαμε να φύγουμε έτσι απλά. Άλλα την ώρα που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε , είδαμε κάποιους λύκους να απαγάγουνε την Αστέρω και την Αγγελική και να εξαφανίζονται. Έτσι αρχίσαμε το ψάξιμο για να τις βρούμε.

Κάποια στιγμή αρχίσαμε να πεινάμε και το φαγητό θα τελείωνε. Έτσι ψάξαμε για να βρούμε φαγητό κάπου αλλού. Αλλά αντί να βρούμε εμείς φαγητό κάποιοι λύκοι μας είδαν και μας νόμιζαν για μεζέ. Τότε , η γάτα μου η Μύστερη τους είπε κάτι και φύγανε.

Εμείς πιστέψαμε πως θα μας ψάχνουνε στην εκδρομή . Τότε προσπάθησα να πάρω τηλέφωνο μια συμμαθήτριά μου αλλά το κινητό μου δεν είχε σήμα.

Στον δρόμο για να βρούμε τις φίλες μας αποκοιμηθήκαμε. Όταν ξυπνήσαμε μπροστά μας βρισκόταν ένας χάρτης και πιο μπροστά δύο μονοπάτια . Στον χάρτη τα έδειχνε και τα δυο αλλά δεν έδειχνε που οδηγούσαν. Στην πάνω μεριά του χάρτη ήταν γραμμένο ένα ποίημα που έλεγε:

«Πρώτα θα μπεις μετά θα δεις και μετά θα οδηγηθείς»

Εμείς στην αρχή θα μπαίναμε στο πρώτο μονοπάτι που ήταν γεμάτο καραμέλες, κοσμήματα και λεφτά . Αλλά τότε , η γάτα μου, η Μύστερη, μας μίλησε και μας είπε να μπούμε στο δεύτερο μονοπάτι. Εμείς ξαφνιαστήκαμε αλλά μπήκαμε στο δεύτερο μονοπάτι και τότε το ποίημα συνέχισε και έλεγε: «και πλούτη δεν θα δεις» Τότε καταλάβαμε πως μπήκαμε στο σωστό μονοπάτι. Καθώς περπατούσαμε είδαμε μπροστά μας μια σπασμένη γέφυρα , που δεν ήτανε αληθινά σπασμένη, απλώς η μισή ήταν αόρατη . Η Μύστερη που το κατάλαβε, μας είπε πως αν κλείσουμε τα μάτια θα την περάσουμε. Πρώτα την πέρασε η Πελαγία με κλειστά τα μάτια μετά εγώ και τελευταία η Μαγδα.

Μόλις την περάσαμε όλες συνεχίσαμε το περπάτημα και τότε είδαμε την Αστέρω και την Αγγελική. Ήτανε δεμένες σε ένα δέντρο έτσι τις λύσαμε και φύγαμε.

Ξαφνικά εμφανίστηκε ο άσπρος λύκος και μας είπε πως αν διαγράψουμε την φωτογραφία θα μας πάει πίσω στην εκδρομή. Εμείς συμφωνήσαμε και γυρίσαμε πίσω στην εκδρομή. Το μόνο πράγμα που είχαμε ξεχάσει να ρωτήσουμε τον λύκο ήτανε γιατί ήθελε να διαγράψουμε την φωτογραφία. Αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ. Το πρώτο πράγμα που κάναμε μόλις φτάσαμε στην εκδρομή ήταν να ζητήσουμε συγνώμη από τον κύριό μας αλλά αυτός μας ρώτησε, «για ποιο πράγμα». Εκείνη την ώρα καταλάβαμε πως βρισκόμασταν στην ίδια ώρα που αρχίσαμε για την εξερεύνηση. Έτσι , δεν μιλήσαμε άλλο και πήγαμε στα σπίτια μας .

Ήταν η καλύτερη τριήμερη που έχω πάει πότε μου.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 10

Page 11: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 11

Σαμπίνα ΆλλενΘεσσαλονίκη 2006

«Μια ξεχωριστή εκδρομή» - Έλενα Δούναβη

Η Γιώτα και ο Στέλιος είναι αδέρφια και πηγαίνουνε στο ίδιο σχολείο, και οι δύο πηγαίνουν έκτη τάξη.

Οι δάσκαλοι και ο διευθυντής αποφάσισαν να πάνε μια εκδρομή. Την άλλη μέρα τους ανακοίνωσαν ότι θα πάνε μια διήμερη εκδρομή στο Πήλιο την επόμενη

Πέμπτη.

Το μεσημέρι που τα παιδιά πήγαν στο σπίτι, ρώτησαν τους γονείς τους αν θα μπορούσαν να πάνε.

Οι γονείς τους, τους απάντησαν ΝΑΙ.

Την επόμενη μέρα που ήταν Παρασκευή ο Στέλιος και η Γιώτα είπαν στο δάσκαλο τους ότι οι γονείς τους, τους άφηναν να πάνε στην εκδρομή.

Το Σαββατοκύριακο έκαναν τις βαλίτσες τους. Στο σχολείο μόνο για την εκδρομή μιλούσαν τα παιδιά. Και την Πέμπτη όλα τα παιδιά χαρούμενα πηγαίνουν στο σχολείο.

Συγκεντρώθηκαν όλα τα παιδιά στο προαύλιο του σχολείου και μετά πήγαν στο λεωφορείο. Η διαδρομή είχε διάρκεια 3 ώρες.

Σαν φτάσανε, οι δάσκαλοι πήγαν τα παιδιά στο ξενοδοχείο για να αφήσουνε τις βαλίτσες τους και να ξεκουραστούν.

Κατά το μεσημεράκι τα παιδιά και οι δάσκαλοι πήγανε σε μια ταβέρνα για να φάνε και το απόγευμα θέλησαν να παίξουν κρυφτό έξω από το ξενοδοχείο.

Οι δάσκαλοι όμως, τους είχαν απαγορεύσει να πάνε σε κάποια σημεία του ξενοδοχείου γιατί εκεί λίγο παρακάτω είχε ένα δάσος και μπορούσαν να χαθούν.

Ο Στέλιος όμως ξεχασμένος από το παιχνίδι δεν σκέφτηκε αυτό που τους είχαν πει οι δάσκαλοι και βρέθηκε στο δάσος. Αυτό έγινε όταν άρχισε ο Γιώργος να μετράει και ο Στέλιος έτρεξε να κρυφτεί.

Όσο βράδιαζε ο Στέλιος άρχιζε να φοβάται, γιατί δεν ήξερε πως να βγει από το δάσος και να πάει στο ξενοδοχείο και σκέφτηκε ότι αν δεν μπορούσε να βρει τον δρόμο δεν θα είχε που να κοιμηθεί. Γι’αυτό άρχισε να ψάχνει για κάποιο μέρος που θα μπορούσε να μείνει το βράδυ.

Οι φίλοι του με την αδερφή του άρχισαν να φοβούνται πολύ, γι’αυτό η αδερφή του πήγε κι αυτή στο δάσος για να τον βρει. Στη μέση του δρόμου όμως η Γιώτα σταμάτησε και γύρισε πίσω γιατί είχε βραδιάσει πολύ και φοβόταν.

Ο Στέλιος καθώς περπατούσε είδε μια σπηλιά. Εκεί θα έμενε το βράδυ.

Έτρεξε να βρει λίγα ξύλα για να ανάψει φωτιά.

Τη επόμενη μέρα, το ξημέρωμα που ξύπνησε εμφανίστηκε μπροστά του μια αρκούδα κι ένας λύκος.

Ο Στέλιος βγήκε από τη σπηλιά για να πάρει λίγα ξύλα γιατί είχε σβήσει η φωτιά.

Μαζί του πήγε κι ο λύκος με την αρκούδα. Καθώς περπατούσε ο Στέλιος άρχισε να τρέχει από πίσω του ο λύκος και πίσω από το λύκο η αρκούδα επειδή νόμιζε ότι ο λύκος θα δάγκωνε τον Στέλιο.

Μόλις μάζεψε τα ξύλα πήγε γρήγορα στη σπηλιά για να ανάψει φωτιά. Μετά από λίγο ακούστηκε μία φωνή

«Μην ανησυχείς εγώ ξέρω το δρόμο για να ξαναγυρίσεις πίσω στο ξενοδοχείο».

Δεν ήξερε ποιος του τα έλεγε όλα αυτά μέχρι που εμφανίστηκε μια νυχτερίδα μπροστά του.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 11

Page 12: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 12

Αυτή η νυχτερίδα ήξερε να του απαντήσει σε ό,τι ερώτηση ήθελε αλλά σχετικά με τον γυρισμό μπορούσε να του απαντήσει μόνο σε τρεις ερωτήσεις.

O Στέλιος όταν το άκουσε αυτό, έσβησε τη φωτιά και βγήκε έξω με τον λύκο, την αρκούδα και τη νυχτερίδα.

Η πρώτη ερώτηση που έκανε ο Στέλιος ήταν ποιο από τα δύο δρομάκια πρέπει να πάρει, αυτό που είναι στα αριστερά του ή αυτό που είναι στα δεξιά του.

Η νυχτερίδα του είπε να πάρει το αριστερό δρομάκι. Περπάτησαν και περπάτησαν και είχανε φτάσει πολύ κοντά. Μετά είδαν άλλα δύο δρομάκια.

Το ένα δρομάκι οδηγούσε σε ένα σκοτεινό δάσος και στο άλλο δρομάκι ήταν πεσμένα λεφτά. Ο Στέλιος ρώτησε τη νυχτερίδα από πιο δρομάκι να πάει.

Η νυχτερίδα του είπε να διαλέξει το δρομάκι που οδηγεί στο σκοτεινό δάσος.

Ο Στέλιος όμως ήθελε να πάει από το άλλο δρομάκι με τα λεφτά αλλά σκέφτηκε ότι αφού η νυχτερίδα του είπε να πάει από εκεί έπρεπε να την ακούσει για να μην ξαναχαθεί.

Έτσι πήγε στο δρομάκι που οδηγούσε στο σκοτεινό δάσος. Όμως όταν μπήκαν λίγο πιο μέσα στο δάσος είδαν το ξενοδοχείο. Ο Στέλιος άρχισε να τρέχει προς το ξενοδοχείο.

Όταν έφτασε διηγήθηκε όλη την ιστορία στους φίλους του, γέλασαν, τρόμαξαν αλλά ήταν μια ωραία περιπέτεια.

Λίγο πριν πάει για να κοιμηθεί θυμήθηκε ότι δεν είχε πει και τις τρεις ευχές του και μπορούσε να κάνει ακόμα μία ευχή.

Η ευχή του ήταν να ξαναπάει στο δάσος αλλά να μην ξαναχαθεί.

Έλενα ΔούναβηΘεσσαλονίκη 2006

«Η ωραιότερη εκδρομή στο βουνό» - Ντολίνα Τζιώτζορα

Μ

ια μέρα ένα σχολείο πήγε τριήμερη εκδρομή στο βουνό.

Μόλις έφτασαν στο καταπράσινο βουνό, οι δάσκαλοι κάθισαν κάτω από ένα ξύλινο υπόστεγο και τα παιδιά άρχισαν να παίζουν γεμάτο χαρά μέσα στα χόρτα.

Οι δάσκαλοι δεν άφηναν τα παιδιά να πάνε πολύ μακριά για να μην τους συμβεί κάτι κακό, αλλά δύο παιδιά ήταν περίεργα, δεν άκουσαν τους δασκάλους τους και απομακρύνθηκαν.

Καθώς περπατούσαν ανάμεσα στα πυκνά δέντρα, έπεσαν σε μια μεγάλοι τρύπα και ξαφνικά

βρέθηκαν μπροστά σε μια πέτρινη σπηλιά.

Το βράδυ έκανε κρύο, τα παιδιά μπήκαν στην πέτρινη σπηλιά και με δύο ξύλα άναψαν φωτιά για να ζεσταθούν.

Μέσα στη σπηλιά είδαν ότι σε μια γωνία ήταν κρεμασμένη μια μικρή και μαύρη νυχτερίδα.

Τα παιδιά την πλησίασαν και εκείνη τους είπε ότι μπορεί να τους εκπληρώσει δύο ευχές.

Της ζήτησαν να τους δείξει το δρόμο για τον γυρισμό και την άλλη ευχή την άφησαν για μετά. Εκείνη τους έδειξε ότι ο σωστός δρόμος ήταν δύο στενά μονοπάτια.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 12

Page 13: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 13

Στο ένα μονοπάτι υπήρχε πολύ χρυσάφι και στο άλλο ένα σκοτεινό δάσος.

Άρχισαν να περπατάνε στο σκοτεινό δάσος τρομαγμένα μήπως τους εμφανιστεί μπροστά τους ένα άγριο ζώο.

Ξαφνικά πίσω από ένα δέντρο εμφανίστηκε ένας μεγάλος γκρι λύκος που άρχισε να τους κυνηγάει.

Τότε ήρθε μπροστά στα παιδιά μια άγρια τίγρη και τους προστάτεψε από τον κακό λύκο που ήθελε να τους φάει.

Η τίγρη τους έσωσε , γιατί παλιά τα παιδιά είχαν σώσει το τιγράκι της από αυτόν τον κακό λύκο και για αυτό έσωσε κι εκείνη τα παιδιά.

Περπατούσαν πολλή ώρα, μέχρι που είδαν μπροστά τους έναν μεγάλο ιστό αράχνης και σταμάτησαν γιατί φοβόντουσαν να περάσουν από εκεί.

Ο φόβος τους ήταν ο αντίπαλός τους, γιατί δεν τους άφηνε να γυρίσουν πίσω στους φίλους τους.

Τότε τα παιδιά αποφάσισαν να ξεπεράσουν τον φόβο τους, πήραν φόρα και πέρασαν μέσα από τον ιστό της αράχνης.

Μετά από λίγη ώρα τα παιδιά είδαν μια γέφυρα σπασμένη. Στεναχωρέθηκαν γιατί νόμιζαν ότι ποτέ δεν θα ξαναγυρνούσαν στους φίλους τους και θα έμεναν για πάντα εκεί. Τότε όμως το ένα παραλίγο να πέσει, αλλά δεν έπεσε γιατί η άλλη μισή γέφυρα ήταν αόρατη.

Σε λίγη ώρα τα παιδιά έφτασαν στους φίλους τους και συνέχισαν να παίζουν μαζί τους χαρούμενοι ανάμεσα στα χρωματιστά λουλουδάκια.

Ντολίνα Τζιώτζορα Θεσσαλονίκη 2006

«Όποιος τολμάει νικάει» - Κατερίνα Κουτίνα

Σ’ένα μικρό χωριό στα βάθη της Ανατολής, ζει η μικρή Λίλα με τον πατέρα της. Εκείνος είναι μάστορας ξακουστός και τα πυροτεχνήματα που φτιάχνει, δεν έχουν το όμοιό τους.

Τ’ όνειρο της Λίλας είναι να μάθει την τέχνη του πατέρα της και να γίνει κι εκείνη η καλύτερη στον κόσμο. Για να μάθει όμως το μυστικό που εκείνος κρατάει κρυφό, έπρεπε να κάνει ένα μεγάλο και επικίνδυνο ταξίδι.

Η Λίλα ήθελε από μικρή να κάνει αυτό το ταξίδι, όμως ο πατέρας της, της το απαγόρευε, γιατί ήταν ακόμη πολύ μικρή. Η Λίλα όμως ήταν τόσο περίεργη και ανυπόμονη να μάθει αυτήν τη τέχνη και δεν μπορούσε να περιμένει.

Έτσι ένα ηλιόλουστο πρωινό που όλοι κοιμόντουσαν, η Λίλα μπήκε κρυφά στο γραφείο του πατέρα της και πήρε το μαγικό χάρτη, για να μη χάσει το δρόμο όταν θα κάνει το ταξίδι.

Το μεσημέρι όταν όλοι τρώγανε, η Λίλα σηκώθηκε απ’ το τραπέζι και χωρίς να την δει κανείς, πήρε μαζί της το χάρτη κι έφυγε απ’ το σπίτι.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 13

Page 14: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 14

Όλοι την έψαχναν μα κανείς δεν τη βρήκε. Τότε ο μεγάλος αδερφός της Λίλας ο Αλσέστ έφυγε κι αυτός απ’ το σπίτι για να πάει να τη βρει.

Η Λίλα είχε παγιδευτεί σε μια σπηλιά και δεν μπορούσε να βγει. Την είχε παγιδεύσει ο μνησίκακος μπάτλερ του πατέρα της, που ανταγωνιζόταν μαζί με την μικρή Λίλα, για να μάθει κι εκείνος την τέχνη με τα πυροτεχνήματα.

Ο Αλσέστ γεμάτος αγωνία και άγχος για το αν ζει η μικρή του αδερφή, έτρεχε στα μονοπάτια του δάσους Μαντούμ, μήπως θα άκουγε καμιά κραυγή της ή ένα βοήθεια να βγαίνει από το στόμα της.

Ο μπάτλερ ο οποίος λεγόταν Φράνγκο, είχε και έναν βοηθό τον Τζέσιφερ. Ο Τζέσιφερ κατοικούσε στο αμέσως επόμενο χωριό από αυτό της Λίλας και ήταν ειδικός στο να φτιάχνει πυροτεχνήματα.

Έτσι λοιπόν όπως ήταν φυσικό, ήθελε να καταστρέψει τον πατέρα της Λίλας με απώτερο σκοπό, να έχει αυτός την πλήρη κυριαρχία στην κατασκευή πυροτεχνημάτων.

Μέσα στη σπηλιά λοιπόν, γίνεται η μοιραία συνάντηση της Λίλας με τον Τζέσιφερ.

Η Λίλα συνειδητοποιεί, ποιος είναι και ότι έχει να κάνει με τους καλύτερους εχθρούς του πατέρα της!

Ο Τζέσιφερ της προτείνει ένα σχέδιο, με σκοπό αν το δεχτεί να μην της κάνει κακό. Της λέει λοιπόν ότι πρέπει να τρομάξουν τον πατέρα της, με σκοπό αυτός να παρατήσει τις δουλειές με τα πυροτεχνήματα, γιατί θα ανησυχεί πολύ γι’ αυτή. Η Λίλα για να μην πάθει κακό ούτε αυτή αλλά ούτε και η οικογένειά της, αναγκάζεται να υποκύψει στο σχέδιο του Τζέσιφρε.

Από την άλλη μεριά, ο Φράνγκο ο οποίος ως μπάτλερ ήταν ο μόνος που είχε την ικανότητα, να γυρνάει ελεύθερος στο σπίτι της Λίλας και χωρίς να γνωρίζει κανείς ότι αυτός ευθύνεται για την απαγωγή του κοριτσιού, πήγε και κατέστρεψε το μηχάνημα, με το οποίο ο πατέρας της Λίλας έφτιαχνε τα πυροτεχνήματα, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση.

Ο Αλσέστ απογοητευμένος και πολύ στεναχωρημένος, παίρνει την άδεια του πατέρα του να πάει στο δάσος, εκεί που βρισκόταν και η σπηλιά που ήταν αιχμάλωτη η Λίλα για να ψάξει.

Η νύχτα άρχισε να πέφτει αργά αργά και ο Αλσέστ έμπαινε όλο και πιο βαθιά στο δάσος… άκουγε περίεργες φωνές και τα δέντρα ήταν τόσο ψηλά και άγρια που έμοιαζαν σαν να τον έπνιγαν! Εκεί που περπατούσε λοιπόν ξαφνικά, πέφτει μέσα σ’ ένα λάκκο, τα φίδια τον είχαν πιάσει και τον τραβούσαν προς τα κάτω…

Ξάφνου μια δυνατή λάμψη μεταμορφώνει τη νύχτα σε μέρα και τα φίδια τον άφησαν, έτσι ο Αλσέστ κατάφερε να βγει από τον λάκκο!

Η λάμψη ήταν εκτυφλωτική γι’ αυτόν και συνέχιζε να τον τρομάζει, αλλά καθώς πλησιάζει διαπιστώνει ότι αυτή η λάμψη δεν ήταν παρά μόνο μια μικρή νεράιδα που ήθελε να τον βοηθήσει.

Έτσι ο Αλσέστ ρωτάει τη νεράιδα, τι θέλει σαν αντάλλαγμα που τον έσωσε απ’ το λάκκο. Η νεράιδα του λέει, ότι δεν θέλει κάτι για αντάλλαγμα αντιθέτως, θέλει να τον βοηθήσει να σώσει τη μικρή αδερφή του, που την είχαν αιχμαλωτίσει στη σπηλιά και κάθε βράδυ μαγεύει όλο το δάσος, τραγουδώντας ένα πανέμορφο τραγούδι.

Στη συνέχεια η νεράιδα σκεφτόταν να μεταμορφώσει τον Αλσέστ για να μην τον γνωρίσουν και με το που θα μπει στη σπηλιά, θα ξαναπάρει την κανονική του μορφή! Έτσι κι έγινε! Ο Αλσέστ μεταμορφώθηκε σε νυχτερίδα και πέταξε γρήγορα προς τη σπηλιά που ήταν η αδερφή του!

Ξαφνικά βλέπει τη σπηλιά μπροστά του και ακούει την αδερφή του να τραγουδά, χωρίς κανέναν δισταγμό μπαίνει μέσα και φτάνει στο μεγάλο χώρο της σπηλιάς, που ήταν δεμένη η Λίλα. Μαζί με τη Λίλα όμως, τριγύριζαν εκεί ο Φράνγκο και ο Τζέσιφερ!

Η μορφή της νυχτερίδας φεύγει και ο Αλσέστ παίρνει ξανά την ανθρώπινη μορφή. Ο Φράνγκο τα χάνει και ορμάει καταπάνω του! Αρχίζουν να παλεύουν βίαια. Ο Αλσέστ χτυπήθηκε πολύ, αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να νικήσει τον Φράνγκο!

Τη στιγμή που ο Αλσέστ πήγε να βγει απ’ τη σπηλιά μαζί με τη Λίλα στην αγκαλιά του, ο Τζέσιφερ άρχισε να τους κυνηγάει, αλλά ευτυχώς τους έχασε και έτσι γλίτωσαν.

Όταν άρχισε να ξημερώνει, ο Αλσέστ ευχαρίστησε τη νεράιδα και γύρισε με την μικρή του αδελφή στο σπίτι, ο Αλσέστ είπε στον πατέρα του, ότι ο Φράνγκο και ο βοηθός του ο Τζέσιφερ, είχαν απαγάγει τη

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 14

Page 15: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 15

Λίλα, γι’ αυτό τιμωρήθηκαν και οι δύο, τους έκλεισαν στη φυλακή και δεν τους έδιναν ούτε φαγητό ούτε νερό.

Τώρα η οικογένεια της Λίλας και του Αλσέστ ζει απλά και ειρηνικά χωρίς κανέναν εχθρό!

Κατερίνα ΚουτίναΘεσσαλονίκη 2006

«Η Περιπέτεια του Αλέξανδρου» - Αθανάσιος Βέλλος

Έ

να ωραίο πρωινό ο Αλέξανδρος ξύπνησε χαρούμενος, γιατί δεν είχε σχολείο και έτσι θα είχε περισσότερο χρόνο για να παίξει με την αδελφή του.

Κατέβηκε στην κουζίνα για να φάει πρωινό, τον περίμενε όμως μια έκπληξη. Είδε την μητέρα του να κλαίει.

- Γιατί κλαις μητέρα; τη ρώτησε.

Η μητέρα του τον αγκάλιασε σφιχτά στην αγκαλιά της και με τρεμάμενη φωνή του είπε ότι δεν μπορούσε να βρει από το πρωί την αδελφή του.

Αυτά τα λόγια τα ένοιωσε σαν καρφιά στην καρδιά του, σίγουρα έβλεπε ένα κακό όνειρο, ένα εφιάλτη και όταν θα ξυπνούσε η αδελφή του θα ήταν δίπλα του. Μονομιάς σηκώνεται και χωρίς να πει τίποτα στη μητέρα του τρέχει στον κήπο ελπίζοντας ότι θα την έβρισκε στην κρυψώνα της. Η μητέρα του έτρεξε από πίσω του, φωνάζοντας:

- Αλέξανδρε, που πας;

Ο Αλέξανδρος με ύφος αποφασιστικό της λέει ότι πρέπει να ψάξει να την βρει .Η μητέρα του όμως τον απαγόρευσε να φύγει από το σπίτι. Όλο το βράδυ έμεινε ξάγρυπνος, περίμενε ένα σημάδι ,κάτι που θα τον βοηθούσε να την βρει. Οι σκέψεις του διακόπηκαν από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Θέλω ένα εκατομμύριο ευρώ για να αφήσω την αδελφή σου ελεύθερη, έλα στο κρυσφήγετο με τα λεφτά και θα την αφήσω.

Ήταν ο κακός Πιτ, σκέφτηκε ο Αλέξανδρος.

Εντωμεταξύ στο κρυσφήγετο του κακού Πιτ.

ΠΙΤ : Πές μου ,ο αδελφός σου έχει μεταφορικό μέσο;ΑΔΕΛΦΗ : Όχι, δεν σου λέω.ΠΙΤ : Πες μου, διαφορετικά θα σε βασανίσω.

Βάλτε κατσαρίδες και αράχνες επάνω της.ΑΔΕΛΦΗ : Α,Α,Α,Α,Α,Α,Α «τσιρίδες» Καλά, καλά θα σου πω. Έχει ένα ποδήλατο.

Ο Αλέξανδρος , ήδη είχε ξεκινήσει και βρισκόταν κοντά στο κρυσφήγετο του κακού Πιτ. Οι συνεργάτες του κακού Πιτ βρήκαν τον Αλέξανδρο και τον οδήγησαν στο κρυσφήγετό τους.

- Έφερες τα χρήματα ; τον ρώτησε ο κακός Πιτ.- Όχι, του απάντησε ο Αλέξανδρος.

- Δέστε τον μαζί με την μικρή, ξεφώνισε τότε ο Πιτ.

Δύο μέρες περάσανε, η μητέρα μας θα έχει τρελαθεί από την αγωνία της. Πρέπει να βρω τρόπο να φύγουμε από εδώ. Πρέπει να υπάρχει κάποιο αδύνατο σημείο του κακού Πιτ. Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά ένοιωσε τα σχοινιά χαλαρά , να γλιστράνε από τα χέρια του. Τράβηξε με δύναμη και ελευθερώθηκε . Αμέσως πήγε να κόψει τα σχοινιά της αδελφής του αλλά για κακή του τύχη εκείνη τη στιγμή ερχόταν ο κακός Πιτ.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 15

Page 16: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 16

Βλέποντας ο κακός Πιτ τον Αλέξανδρο ελεύθερο προσπάθησε να τον εμποδίσει. Κάτι όμως τον σταμάτησε. Το καλό πνεύμα προστάτεψε τον Αλέξανδρο και την αδελφή του και τους βοηθούσε να φύγουν.

Ο κακός Πιτ έβγαζε αφρούς από το στόμα του. Ήταν πολύ νευριασμένος.

Σταματήστε τους , φώναξε στους συνεργάτες του, με οποιοδήποτε τρόπο, να μου τους φέρετε πίσω.

Το καλό πνεύμα όμως ακινητοποίησε τον κακό Πιτ και τους συνεργάτες του.

Ο Αλέξανδρος, ξαφνιασμένος, βλέποντας όλα αυτά, χωρίς να χάσει χρόνο αρπάζει την αδελφή του, κάθονται στο ποδήλατό του και τρέχουνε σαν τρελοί.

Πρέπει να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε για να μην μας πιάσει ο κακός Πιτ έλεγε και ξανά έλεγε στην αδελφή του.

Το καλό πνεύμα όμως ήταν συνέχεια κοντά τους και τους άνοιγε το δρόμο καταστρέφοντας ότι έμπαινε εμπόδιο στο δρόμο των δύο παιδιών.

Όταν φτάσαμε στο σπίτι ήμασταν τόσο βρώμικοι και ταλαιπωρημένοι , κανείς άλλος παρά μόνο οι γονείς μας θα μπορούσαν να μας αναγνωρίσουν.

Γελούσαμε και κλαίγαμε μαζί, ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου.

Ο Αλέξανδρος επιτέλους χαμογέλασε. Ήταν ο ήρωας.

- Αλέξανδρε, ξύπνα αγόρι μου, έτσι μπράβο. - Μα ,τι έγινε; που βρίσκομαι; Η καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή, να είμαι λουσμένος από τον ιδρώτα και η μητέρα μου να

κάθεται δίπλα μου να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. - Τι όνειρο έβλεπες αγόρι μου ; με ρωτάει.- Πω, πω μητέρα , αυτό δεν ήταν όνειρο ήταν εφιάλτης. στρέφοντας το πρόσωπό μου σιγά σιγά

προς την πλευρά της αδελφής μου. Ευτυχώς ήταν όνειρο . Είμαστε όλοι μαζί χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Τι ανακούφιση !!!

ΕΥΤΥΧΙΑ -ΑΓΑΠΗ-ΥΓΕΙΑ τα πιο ακριβά αγαθά στον κόσμο

Αθανάσιος ΒέλλοςΘεσσαλονίκη 2006

«Η Μαγική Νυχτερίδα» - Ηλίας Κωτόπουλος

Κ

άποτε ο Πόλεμος που δεν άντεχε τόση αρμονία, γαλήνη και καλοσύνη στον κόσμο, αποφάσισε να ξαναφέρει τη διχόνοια και την κακία. Και για να το πετύχει αυτό φυλάκισε την Ειρήνη βαθιά σε μια σπηλιά.

Τότε ο Σωτήρης ανέλαβε τη δύσκολη αποστολή να την ελευθερώσει. Αποφασισμένος να το κάνει, μπήκε στη σπηλιά όπου ήταν φυλακισμένη η Ειρήνη. Μπαίνοντας στη σπηλιά είδε ένα χαρτί που έλεγε: «αν έρθεις θα σκοτώσω την Ειρήνη».Όμως εκείνος συνέχισε το δρόμο του.

Έπειτα ο Σωτήρης βρήκε μια νυχτερίδα κάτω από μια μεγάλη πέτρα. Επειδή ήταν καλός άνθρωπος σήκωσε την πέτρα και είδε ότι η νυχτερίδα ήταν ακόμα ζωντανή. Η νυχτερίδα του μίλησε και του είπε πως θα τον βοηθούσε τρεις φορές.

Έπειτα έφτασαν σε αδιέξοδο που στην πραγματικότητα δεν ήταν. Και η νυχτερίδα του έδειξε ένα κρυφό μονοπάτι στον τοίχο. Μετά συνάντησαν έναν θεόρατο δράκο που έβγαζε φλόγες από το στόμα του και είχε δυο πύρινα φτερά.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 16

Page 17: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 17

Τότε η νυχτερίδα πέταξε πάνω από το κεφάλι του δράκου κάνοντας τον να χτυπήσει το ταβάνι με φλογοβόλο, και το ταβάνι υποχώρησε πάνω στο δράκο. Μόλις κατέρρευσε το ταβάνι έπεσε μαζί και ο Πόλεμος που ήταν ακριβώς από πάνω.

Έτσι, με τη βοήθεια της νυχτερίδας έπιασαν τον Πόλεμο, τον φυλάκισαν και ελευθέρωσαν την Ειρήνη.

Ηλίας Κωτόπουλος Θεσσαλονίκη 2006

«Τα δυο γενναία αδέρφια» - Βασίλης Αδαμόπουλος

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μικρό παιδάκι που τον έλεγαν Γιάννη κι έμενε με τον αδερφό του και την οικογένειά του. Τον αδερφό του, τον έλεγαν Μπρούνο γιατί ήταν δυνατός.

Μια μέρα ανακάλυψαν ότι ο Μπρούνο έφυγε από το σπίτι. Ο Γιάννης ήθελε να πάει να τον βρει αλλά οι γονείς του δεν τον άφησαν.

Το βράδυ εκείνης της μέρας ο Γιάννης είδε ένα σημείωμα στο κρεβάτι του. Το διάβασε και τρόμαξε πολύ. Το σημείωμα έλεγε ότι ο αδερφός ήταν φυλακισμένος μέσα σ’ ένα κάστρο που είχε το σχήμα ηφαιστείου.

Αφού σκέφτηκε για λίγη ώρα, ο Γιάννης αποφάσισε να πάει να βρει τον μεγάλο του αδερφό. Πήρε το δίκαννο του πατέρα του και ξεκίνησε.Στο δάσος συνάντησε έναν κύριο που του είπε ότι ξέρει τι ψάχνει και μπορεί αυτός να του πει πού θα το βρει.

Ο Γιάννης τον ρώτησε με μεγάλη αγωνία και ο κύριος του έδειξε ένα πραγματικό ηφαίστειο.

Ο Γιάννης πήγε στο ηφαίστειο και εκεί συνάντησε ένα άλογο τυλιγμένο στις φλόγες.

Αμέσως χωρίς να χάσει καιρό ο Γιάννης έτρεξε και έσωσε το άλογο. Αυτό για να τον ευχαριστήσει του είπε ότι θα του πραγματοποιήσει δέκα ευχές.

Για αρχή ο Γιάννης ζήτησε ένα σπαθί και μια πανοπλία. Μετά παρακάλεσε το άλογο να τον πάει στο μέρος όπου κρατούσαν τον αδερφό του φυλακισμένο.

Όταν έφτασαν στο κάστρο, το άλογο τον βοήθησε να μπει κρυφά μέσα. Εκεί όμως τον έπιασαν και τον φυλάκισαν επειδή δεν μπόρεσε να αντισταθεί γιατί κάποιοι του έκλεψαν τα όπλα όταν κοιμόταν.

Μέσα στην φυλακή βρήκε και τον αδερφό του ο οποίος ήταν σε άθλια κατάσταση. Ο Γιάννης χάρηκε που είδε τον αδερφό του αλλά ήταν λυπημένος γιατί δεν μπορούσε να βρει τρόπο για να ελευθερωθούν. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι δεν τελείωσαν οι ευχές του. Αμέσως ευχήθηκε με όλη του τη δύναμη να τους ελευθερώσει το άλογο και να τους στείλει δυο σπαθιά και δυο πανοπλίες.

Ο Γιάννης και ο αδερφός του πολέμησαν γενναία. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο Μπρούνο αφού πρώτα σκότωσε τον βασιλιά.

Έτσι ο Γιάννης έγινε άρχοντας του κάστρου και βασιλιάς όλης της περιοχής. Αργότερα παντρεύτηκε μια όμορφη βασιλοπούλα και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα

Βασίλης ΑδαμόπουλοςΘεσσαλονίκη 2006

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 17

Page 18: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 18

«Μυστηριώδης εξαφάνιση» - Μυρτώ Μαυρογιάννη

Μια σκοτεινή νύχτα, όταν όλοι κοιμόμασταν, κάποιος μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο της αδερφής μου, της Αναστασίας και την πήρε. Ύστερα άνοιξε την πόρτα και χάθηκε μέσα στη νύχτα. Το πρωί όταν ξυπνήσαμε είδαμε πως η αδερφή μου δεν ήταν στο σπίτι και έτσι πανικοβληθήκαμε όλοι.

Ήθελα να πάω να την ψάξω, όμως ο δρόμος θα ήταν επικίνδυνος και δύσκολος. Η μαμά μου, μου απαγόρευε να βγαίνω έξω και να ακολουθώ μονοπάτια. Όμως ανησυχούσα τόσο πολύ, που μια μέρα όταν ο αδερφός μου και η μαμά μου πήγαν στην αστυνομία δεν πήγα μαζί τους για να ψάξω την αδερφή μου. Μόλις έφυγαν, στα γρήγορα πήρα μια τσάντα, έβαλα μέσα φαγητό, νερό και ένα τόξο που είχα φτιάξει μόνη μου από ξύλο ροδιάς και ένα λάστιχο. Πήρα και μερικά ξύλα για βέλη. Μετά άνοιξα την πόρτα και έφυγα.

Στο δρόμο μου, κοντά σ’ ένα δάσος, συνάντησα ένα γέρο που με ρώτησε:

- Πού πηγαίνεις;- Πηγαίνω να βρω την αδερφή μου, που ένας κλέφτης την έχει πάρει μακριά από το σπίτι μου.- Πόσο πολύ λυπάμαι, είπε ο γέρος. Για να σου το αποδείξω, θα σε βοηθήσω. Διάλεξε ένα από αυτά τα πέντε μονοπάτια.- Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθειά σου γέροντα, όμως ποιο από τα πέντε μονοπάτια να διαλέξω;

Μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου, ο γέρος είχε γίνει καπνός. Έτσι έπρεπε να διαλέξω μόνη μου ένα από τα πέντε μονοπάτια. Διάλεξα το τρίτο που από τα χαρούμενα ζώα και τα όμορφα δέντρα φαινόταν πιο εύκολο από τα άλλα που άρχιζαν με ξερά δέντρα και χωρίς κανένα ζώο. Ξεκίνησα στα γρήγορα το ψάξιμο. Σε λίγο μια μεγάλη πόρτα έκλεισε πίσω μου. Όταν προχώρησα λίγο είδα πως δεν υπήρχε τίποτα. Τότε κατάλαβα ότι ο γέρος που είχα δει στην αρχή ήταν ο κλέφτης και ότι με είχε ξεγελάσει. Συνέχισα το δρόμο μου με υπομονή.

Μετά από πολύ περπάτημα, έφτασα μπροστά σ’ ένα τεράστιο δέντρο που είχε δεμένο επάνω του ένα σκοινί, το έλυσα, το έβαλα στην τσάντα μου και ξάπλωσα κάτω από το πυκνό φύλλωμα του δέντρου και έφαγα το φαγητό που είχα πάρει μαζί μου. Όταν τέλειωσα, έβγαλα το τόξο μου από την τσάντα, έδεσα πάνω το σκοινί και προχώρησα.

Σε λίγο είδα μια μεγάλη γέφυρα που περνούσε απέναντι, σε ένα όμορφο δάσος. Άρχισα να περπατάω. Δεν είχα προχωρήσει πολύ όταν η γέφυρα άρχισε να τρίζει και σε λίγο έσπασε. Ίσα που πρόλαβα να περάσω απέναντι. Όμως γλίστρησα. προσπαθώντας να φτάσω στο έδαφος. Μια κουτσή γριά με πλησίασε και με βοήθησε να φτάσω στο δάσος. Αφού την ευχαρίστησα τη ρώτησα μήπως είδε ένα γέρο να περνάει.

- Ναι τον είδα, μου απάντησε.- Σας παρακαλώ πέστε μου πού πήγε, της είπα.- Πήγε μέσα στο δάσος και ακολούθησε το δεξί μονοπάτι.- Σας ευχαριστώ πολύ. Πώς μπορώ να σας το ξεπληρώσω;- Να με βοηθήσεις να πάω στο σπίτι μου. Δεν είναι πολύ μακριά.

Έτσι πήγα τη γριά στο σπίτι της και ξεκίνησα για να βρω το δεξί μονοπάτι. Όταν το βρήκα και άρχισα να περπατάω άλλη μια πόρτα έκλεισε πίσω μου. Βρέθηκα σ’ ένα έρημο μέρος που δεν είχε ψυχή. Κατάλαβα ότι ο κλέφτης με είχε ξεγελάσει άλλη μια φορά με έναν συνεργάτη του που είχε ντυθεί γριά. Έτσι είπε στον κλέφτη πού είμαι και τι κάνω. Αποφάσισα λοιπόν να μην ξανά πιστέψω κανέναν.

Σε λίγο βρέθηκα σε μια άγνωστη πόλη. Έριξα μια ματιά τριγύρω και ύστερα πήγα σ’ ένα περίπτερο ανυποψίαστη για να αγοράσω νερό. Μπήκα μέσα και ζήτησα ένα μπουκάλι. Ο περιπτεράς με κοίταξε καλά-καλά και ύστερα με ρώτησε:-Τι κάνεις εσύ εδώ; δεν σ’ έχω ξαναδεί ποτέ.

Του διηγήθηκα την περιπέτειά μου, πήρα το μπουκάλι με το νερό κι έφυγα. Δεν ήξερα πού να πάω αλλά υποψιαζόμουν ότι ο κλέφτης ήταν αυτός στο περίπτερο και με είχε ξεγελάσει για τρίτη φορά. Μετά από πολλές μέρες άκουσα πως κάποιος είχε κάνει κακό σε έναν από την οικογένειά μου. Αμέσως έτρεξα να βρω ένα τηλέφωνο. Όταν το βρήκα έβγαλα μια κάρτα από την τσέπη μου και πήρα τηλέφωνο. Σε λίγο άκουσα τη φωνή της μητέρας μου που ακουγόταν πολύ στενοχωρημένη. Κατάφερα όμως να την ησυχάσω λέγοντάς της που βρισκόμουν και ότι είμαι καλά. Τότε εκείνη μου είπε πως ο αδερφός μου χρειάζεται

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 18

Page 19: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 19

κάποιο φάρμακο που δεν το βρίσκει πουθενά. Της υποσχέθηκα ότι θα το βρω εγώ και μετά έκλεισα το τηλέφωνο.

Έτσι ξεκίνησα ξανά για να βρω τον κλέφτη και το φάρμακο. Το μυαλό μου είχε κολλήσει. Δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο εκτός από αυτό που είχα να κάνω. Είχα ξεχάσει το σπίτι μου. Βρέθηκα σ’ ένα σκοτεινό μέρος όπου ξαφνικά οι συνεργάτες του κλέφτη με έπιασαν και με έδεσαν με σκοινιά και με έσυραν μέσα σε μια σπηλιά όπου άκουσα τη φωνή της αδερφής μου. Με κόπο κατάφερα να λυθώ, τράβηξα το σκοινί από την τσάντα μου και με μια απότομη κίνηση τους έδεσα από το λαιμό και έτρεξα μέσα στη σπηλιά να βρω την αδερφή μου. Όταν προχώρησα λίγο είδα ένα ιπτάμενο χαλί. Ανέβηκα πάνω και πέταξα στο βάθος της σπηλιάς.

Σε λίγο όμως οι κλέφτες γύρισαν και άρπαξαν το μαγικό χαλί. Μετά μου έδεσαν τα χέρια και τα πόδια με αλυσίδες και κρατώντας με σφιχτά προχώρησαν. Σε λίγα λεπτά είδα τον κλέφτη να έχει την αδερφή μου δεμένη. Οι άλλοι κλέφτες πήγαν δεμένη κι εμένα εκεί, όμως εγώ σήκωσα με τα πόδια μου μια κοφτερή πέτρα, την πήρα στα χέρια μου και έκοψα ένα χοντρό σκοινί που κρατούσε την κλειδαριά.

Τότε ο κλέφτης κι εγώ αρχίσαμε μια φοβερή πάλη. Οι συνεργάτες του κλέφτη με σημάδευαν με όπλα όμως εγώ τους είδα και με ένα μεγάλο ξύλο που βρήκα κάτω έσπρωξα στα γρήγορα μια μικρή πέτρα που έσπρωξε μια πιο μεγάλη πέτρα κι εκείνη με τη σειρά της μια ακόμα πιο μεγάλη με αποτέλεσμα η σπηλιά να χωριστεί στα δύο. Ύστερα πήρα μια πέτρα από κάτω και την έριξα στον κλέφτη που ήταν τόσο κουρασμένος που λιποθύμησε. Πήρα το κλειδί από την τσέπη του και ελευθέρωσα την αδερφή μου.

Έβγαλα μερικές πέτρες και πέρασα απέναντι. Οι υπόλοιπες πέτρες έπεσαν και καταπλάκωσαν τον κλέφτη. Βγήκα από τη σπηλιά κρατώντας την αδερφή μου από το χέρι και φτάνοντας στην πόλη ξαναπήρα τηλέφωνο τη μαμά μου που χάρηκε πολύ όταν άκουσε ότι βρήκα την Αναστασία. Λίγο πιο πέρα συνάντησα ένα νάνο που μου είπε:

-Σε παρακολουθώ πολλές μέρες τώρα κι είμαι πάντα κοντά σου χωρίς να με βλέπεις. Ξέρω τι θέλεις τώρα, συνέχισε, βάζοντάς μου στο χέρι ένα κουτάκι. Πάρε το φάρμακο για τον αδερφό σου και φύγε γρήγορα για το σπίτι σου.

Τον ευχαρίστησα και έφυγα τρέχοντας. Πολύ σύντομα βρήκα το δρόμο και κόντευα να φτάσω στο σπίτι μου όταν κάποιος άρχισε να με κυνηγάει. Τότε, κρατώντας σφιχτά την Αναστασία απ’ το χέρι, άρχισα να τρέχω ακόμα πιο γρήγορα ώσπου του ξέφυγα.

Μετά από λίγο έφτασα στο σπίτι μου και βρήκα τους γονείς μου, όμως αυτοί δεν με αναγνώρισαν γιατί είχα αλλάξει αρκετά. Αναγνώρισαν την αδερφή μου αλλά δεν πίστευαν πως είμαι κόρη τους. Λίγες στιγμές αργότερα έφτασε στο σπίτι και ο άγνωστος που με κυνηγούσε. Ήταν ένα κορίτσι που μου έμοιαζε πάρα πολύ, ειδικά όταν ήμουν πιο μικρή. Οι γονείς μου τότε πίστεψαν ότι εκείνη ήταν η κόρη τους. Η άγνωστη μιλούσε συνεχώς για πράγματα που στους γονείς μου δεν θύμιζαν τίποτα απ’ την κόρη τους.

Τις τελευταίες εκείνες μέρες αντιμετώπιζα πολλά προβλήματα. Προσπαθούσα να πείσω τους γονείς μου ότι εγώ ήμουν η κόρη τους αλλά δεν με πίστευαν. Έτσι με έβαλαν να σκαρφαλώσω έναν πανύψηλο τοίχο που ήταν πολύ δύσκολο να τον ανέβει κανείς αλλά εγώ μπορούσα. Τα κατάφερα και το πρόβλημα είχε λυθεί.

Οι γονείς μου αναγνώρισαν τότε ότι εγώ ήμουν η κόρη τους, με αγκάλιασαν και μου ζήτησαν συγγνώμη. Όταν μετά ζήτησαν από την άγνωστη να σκαρφαλώσει τον τοίχο και δεν τα κατάφερε τότε σιγουρεύτηκαν. Καταλάβαμε ότι η άγνωστη ήταν τελικά άντρας που έπαιρνε όποια μορφή ήθελε και τον διώξαμε μακριά.

Ήμουν πολύ χαρούμενη. Η όψη μου είχε αλλάξει. Είχα γίνει πολύ διαφορετική. Το χαμόγελο ήρθε ξανά στα χείλη μου. Όσο για τον εχθρό τιμωρήθηκε όπως του άξιζε. Πήγε στη φυλακή και κανείς δεν τον ξανάδε.

Έτσι ζήσαμε και ζούμε ευτυχισμένοι χωρίς κανένα πρόβλημα.

Μυρτώ Μαυρογιάννη Θεσσαλονίκη 2006

«Το μαγικό εντελβάις» - Χρήστος Καλουδάς

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 19

Page 20: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 20

Α υτή η ιστορία εκτυλίσσεται στο όρος Άνχελ της Ελβετίας που δεν έχει κατακτηθεί ποτέ όσες προσπάθειες κι αν έγιναν. Το ύψος του είναι 3.964 μέτρα.

Μια ομάδα ορειβατών παιδιών ανέβηκε στο όρος Άνχελ γιατί είχαν ανεβεί και στο περίφημο Έβερεστ. Όταν όμως οι εχθροί τους βρήκαν ακάλυπτες τις οικογένειες τους άρχισαν τις επιθέσεις. Οι γονείς καλούσαν στα κινητά των παιδιών αλλά τα κινητά δεν έπιαναν σήμα!

Μια άλλη ομάδα κακοποιών ξεκίνησε στα ίχνη των παιδιών. Τα παιδιά εντωμεταξύ μάζευαν εντελβάις και ένα ήταν μαγικό αλλά μόνο τριών χρήσεων. Έτσι ευχήθηκαν να τους χάσουν οι κακοποιοί. Κι έγινε.

Οι γονείς τους το άκουσαν στις ειδήσεις και καμάρωναν τα παιδιά τους. Οι επιθέσεις δεν σταμάτησαν. Όμως τα παιδιά δεν ήθελαν να ξοδεύσουν άλλες ευχές γιατί είχαν μείνει μόνο άλλες δύο.

Τότε ο αρχηγός των κακών άρχισε να στέλνει μηνύματα όπως «Γυρίστε πίσω αλλιώς οι οικογένειες σας πέθαναν!» ή «Αφήστε τον θησαυρό μας!» Τότε τα παιδιά κατάλαβαν πως υπήρχε θησαυρός στην κορφή.

Ξαφνικά όμως ακούστηκε ένα βουητό. Το πρόσωπο τους μαστιγώνονταν απ’ τον άνεμο. Ένιωθαν τις αισθήσεις τους να χάνονται στο κρύο. Πολύ γρήγορα όλοι και όλα καλύφθηκαν απ’ το χιόνι. Ένιωθαν να τους πλησιάζει το τέλος τους.

Ένας χαρούμενος ήχος κουδούνισε στα αυτιά τους. Άνοιξαν τα μάτια. Και τότε είδαν τα περίφημα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου που με τις υγρές μουσούδες τους προσπαθούσαν να τους επαναφέρουν στη ζωή. Οι καλόγεροι τους τύλιξαν με ζεστές κουβέρτες και τους βοήθησαν να σηκωθούν.

Τους πήγαν σε ένα μοναστήρι. Εκεί τους έδωσαν να φάνε του κόσμου τα καλά και τους έδωσαν να πιούνε κονιάκ. Τους έβαλαν να κοιμηθούν σε ζεστά κελιά. Από τα παράθυρα έβλεπαν τα όμορφα σκυλιά και τους εκπαιδευτές καλόγερους. Η γαλήνη που ένιωσαν απ’ τις ψαλμωδίες της εκκλησίας ήταν απίστευτη.

Οι φίλοι μας παρόλο που τους άρεσε η γαλήνη του μοναστηριού, έπρεπε να τα αφήσουν όλα αυτά, γιατί έπρεπε να φτάσουν στο στόχο τους. Δύο καλόγεροι με τα σκυλιά τους πήγαν να τους βοηθήσουν. Οι ορειβάτες ευχήθηκαν στο ενταιλβάις να είναι όλοι καλά.

Ο ηγούμενος τηλεφώνησε κι ενημέρωσε την ελβετική αστυνομία για όσα είχαν γίνει.

Η πορεία συνεχίστηκε ομαλά μέχρι την κορφή μέχρι που εμφανίστηκαν κάποιοι άγνωστοι. Τα παιδιά ευχήθηκαν στο ενταιλβάις να αναγνωρίσει τους άγνωστους. Και το ενταιλβάις είπε πως ήταν η ελβετική αστυνομία. Οι ορειβάτες είδαν τους κακοποιούς αιχμάλωτους. Με τη βοήθεια των σκυλιών ξετρύπωσαν το θησαυρό που ήταν αρχαία ελληνικά ευρήματα.

Δυστυχώς ο θησαυρός παρέμεινε στην Ελβετία. Βέβαια έγιναν πολλές διαδηλώσεις αλλά αυτό ας το αφήσουμε στους Έλληνες διπλωμάτες.

Χρήστος ΚαλουδάςΘεσσαλονίκη 2006

«Η Μαγική Ζώνη» - Δημήτριος Αθανασίου

Μια μέρα που ήμουν στο σχολείο, ήθελα να δω την παλιά αυλή του σχολείου.

Στο άλλο διάλειμμα ρώτησα τον κύριό μου αν μπορούσα να πάω σ’ αυτό το μυστικό μέρος, και αυτός μου απάντησε: «Αποκλείεται Τζίμη, ο διευθυντής δεν αφήνει».

Αλλά εμένα μου είχε γίνει έμμονη ιδέα να δω εκείνο το παράξενο μέρος. Άραγε γιατί δεν άφηνε ο διευθυντής;

Τότε βγήκα από το σχολείο και πήρα το δρόμο για εκείνο το μακρινό μέρος.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 20

Page 21: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 21

Οι φίλοι μου και ο κύριός μου ανησύχησαν για μένα, έψαξαν παντού αλλά δεν με βρήκαν.

Στο δρόμο βρήκα ένα σωρό εμπόδια, αλλά τα πέρασα και πήγα στην παλιά αυλή του σχολείου.

Εκεί βρήκα μια ζώνη, ήταν χρυσή και έλαμπε σαν καθρέφτης.

Λοιπόν, μόλις τη βλέπω, τα μάτια μου θάμπωσαν και πήγα να την πάρω. Όταν την πήρα, τη φόρεσα και τότε βρέθηκα σε ένα καΐκι που ήταν έτοιμο να γίνει χίλια κομμάτια, επειδή είχε σπάσει το τιμόνι και ακριβώς μπροστά μας βρισκόταν ένας ύφαλος.

Τότε παίρνω ένα τρύπιο δίχτυ και την τρύπα που είχε την περνάω μέσα από τον ύφαλο και αλλάζω πορεία στη διαδρομή του καραβιού.

Περνούν μέρες που είμαι μακριά απ’ τους ανθρώπους μου και ανησυχώ μην έπαθαν τίποτα κακό.Ξαφνικά ο καπετάνιος του πλοίου φωνάζει: «Στεριά! Στεριά!» Ήταν ένα μικρό νησάκι.

Μόλις φτάσαμε εκεί βρήκαμε ένα φίλο που ήταν ένα ζωντανό χαλί! Το όνομά του ήταν Πλεχτός. Μας είπε για τον Τζιντζίν, ήταν ένα τζίνι που μπορούσε να κάνει μόνο δυο ευχές.

Άνοιξα το μαγικό σακούλι και σε δευτερόλεπτα το τζίνι εμφανίστηκε μπροστά μου.

Όταν είδα τον Τζιντζίν, του είπα: «Θα σε παρακαλούσα να μου δίνεις κάθε μέρα φαγητό και νερό».Φτάσαμε στη Δεντρούπολη. Εκεί ήταν όλα κανονικά εκτός από τα σπίτια που ήταν δεντρόσπιτα.

Την άλλη μέρα είδα στην πόλη ένα κουτί που φορούσε ένα καπέλο και ένα μπουφάν.

Λίγο πιο μετά άρχισε να πολλαπλασιάζεται, να πηγαίνει στα δεντρόσπιτα των παιδιών για να τα αποβλακώνει και κόλλησε στα παράθυρα των δεντρόσπιτων εικόνες με καταιγίδες. Και όλα αυτά τα έκανε η τηλεόραση.

Στις έξι θα έβλεπα τα παιδιά που παίζαν μπάλα, αλλά δεν ήρθαν γιατί έβλεπαν τηλεόραση.

Ξαφνικά ο ήλιος έφυγε γιατί ήταν μόνος.Θύμωσα με τις τηλεοράσεις και έτσι πήγα και πήρα ένα μαγικό πετράδι που απορροφά τη δύναμη

της τηλεόρασης.

Όταν το ενεργοποίησα, εξαφάνισα όλες τις τηλεοράσεις και έτσι τα παιδιά άρχισαν να ξαναπαίζουν και ο ήλιος ξαναγύρισε.

Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό «κρατς» και τότε ξαναγύρισα στο σχολείο.

Δημήτριος ΑθανασίουΘεσσαλονίκη 2006

«Η καρδιά της θάλασσας» - Μαγδαλινή Κόμνου

Π

ρωτοχρονιά.

Έξω χιονίζει. Η αίθουσα χορού είναι γεμάτη από κόσμο. Η ώρα κοντεύει δώδεκα. Όλοι περιμένουν να αλλάξει ο χρόνος. Οι τρεις κυρίες φοράνε τις φουντωτές και πολύχρωμες τουαλέτες τους καθώς και λαμπερά τους κοσμήματα. Η μουσική γεμίζει χαρά τις ψυχές των ανθρώπων.

Χτυπάει το ρολόι ακριβώς στις δώδεκα. Σβήνουν τα φώτα Πυροτεχνήματα αστράφτουν στον ουρανό. Άλλα κόκκινα, άλλα μπλε κι άλλα πράσινα. Αρχίζει η μουσική. Όλοι εύχονται «ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος». Ανάβουν τα φώτα. Ο κόσμος χορεύει, ώσπου ακούγεται μια κραυγή, «Το κολιέ μου». Η μουσική σταματά. Δημιουργείται φασαρία. Όλοι αναρωτιούνται τι συμβαίνει στην Κα. Ωνάση.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 21

Page 22: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 22

Ο διευθυντής της αίθουσας φωνάζει την αστυνομία. Εκείνο το βράδυ η Κα. Ωνάση φορούσε ένα κόσμημα αμύθητης αξίας, συλλεκτικό, με την ονομασία «Η καρδιά της θάλασσας». Καταφθάνουν δύο περιπολικά. Οι πόρτες κλείνουν, δεν επιτρέπεται κανείς να φύγει. Η Κα Ωνάση κλαίει και φωνάζει. «Δεν είναι δυνατόν, πριν από λίγο το φορούσα».

Στα γραφεία της αστυνομίας ο διευθυντής αναθέτει την έρευνα στον αστυνόμο Ζαρόγλου. Οι ανακρίσεις αρχίζουν. Η αστυνομία ψάχνει να βρει ποιος μπορεί να θέλει το κακό της Κα. Ωνάση. Διάφορα στοιχεία αρχίζουν να συγκεντρώνονται.

Από τον διευθυντή της εταιρίας του συζύγου της Κα. Ωνάση μαθαίνουν ότι οι δουλείες του δεν πάνε καθόλου καλά. Οι γείτονες πολλά βράδια τους ακούνε να μαλώνουν. Η Κα. Παπαδοπούλου στενή φίλη της Κα. Ωνάση λέει ότι ο σύζυγος γυρνούσε κάθε βράδυ από το καζίνο χωρίς λεφτά.

Ο σύζυγος φαίνεται ύποπτος. Ο αστυνόμος Ζαρόγλου διατάζει να παρακολουθούν το σύζυγο της 24 ώρες το 24 ωρο.

Επισκέπτεται την Κα. Παπαδοπούλου στο σπίτι της, για περισσότερες πληροφορίες.

Πάνω στη συζήτηση του λέει ότι ποτέ δεν της άρεσαν τα ακριβά κοσμήματα. Κάποια στιγμή πηγαίνει να του φέρει καφέ. Ο αστυνόμος χαζεύει τα βιβλία. Ένα βιβλίο με θέμα το ψάρεμα του τραβά την προσοχή γιατί είναι το χόμπι του. Το παίρνει στα χέρια του για να το ξεφυλλίσει.

Η έκπληξη του είναι πολύ μεγάλη όταν ανοίγοντας το εξώφυλλο βλέπει ένα άλλο βιβλίο με θέμα «Κοσμήματα αμύθητης αξίας». Γιατί άραγε να υπάρχει ένα τέτοιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη της Κα. Παπαδοπούλου και τόσο καλά κρυμμένο Το βάζει γρήγορα στη θέση του και κάθεται στον καναπέ.

Η Κα. Παπαδοπούλου επιστρέφει με τον καφέ και συνεχίζουν την συζήτηση σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο αστυνόμος από την Κα. Παπαδοπούλου δεν έμαθε τίποτα παραπάνω απ’ όσα του είχαν πει ήδη οι άλλοι μάρτυρες.

Ο αστυνόμος πηγαίνει στα γραφεία της αστυνομίας και ψάχνει στο διαδίκτυο για πληροφορίες που αφορούν το παρελθόν της Κα. Παπαδοπούλου. Βρίσκει ότι έκανε τρεις γάμους με τους πιο πλούσιους έμπορους κοσμημάτων του εξωτερικού.

Ο αστυνόμος παρακολουθεί την Κα. Παπαδοπούλου και την βλέπει να μιλάει με έναν κλεπταποδόχο που τον κυνηγάει χρόνια η αστυνομία. Ο αστυνόμος αφήνει την Κα. Παπαδοπούλου και ακολουθεί τον κλεπταποδόχο νύχτα μέρα. Οργανώνει έφοδο με πενήντα αστυνόμους για να πιάσει τον κλεπταποδόχο την ώρα που θα πουλάει το κόσμημα. Η συνάντηση με τους αγοραστές γίνεται στις πέντε η ώρα τα ξημερώματα σε ένα παλιό εργοστάσιο.

Η αστυνομία περικυκλώνει το εργοστάσιο. Τα όργανα της αστυνομίας είναι οπλισμένα, έτοιμα να ορμήσουν στο κτίριο. Έτσι και γίνεται. Τους πιάνουν όλους στα πράσα. Στην αστυνομία η Κα. Ωνάση είναι πολύ συγκινημένη και χαρούμενη που βλέπει ξανά το κολιέ της. Εκείνη την ώρα φέρνουν την Κα. Παπαδοπούλου δεμένη με χειροπέδες. Η Κα. Ωνάση πέφτει από τα σύννεφα που βλέπει τη φίλη της με χειροπέδες. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι η στενή της φίλη έχει σχέση με την κλοπή. Ο αστυνόμος της εξηγεί την υπόθεση και της μιλά για το παρελθόν Κα. Παπαδοπούλου. «Είναι μια αδίστακτη γυναίκα με πάθος για τα πανάκριβα κοσμήματα, που κατάφερε να τους ξεγελάσει όλους.»

Μαγδαλινή ΚόμνουΘεσσαλονίκη 2006

«Η περιπέτεια των δύο παιδιών» – Παναγιώτα Αγγελίδου

Μ «Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 22

Page 23: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 23

ια φορά κι έναν καιρό σε ένα ξύλινο σπίτι, υπήρχε μια οικογένεια που δεν άφηνε τα δυο παιδιά τους να βγουν έξω.

Ένα βράδυ όταν οι γονείς τους κοιμόντουσαν αποφάσισαν να βγουν μόνα τους. Δεν ήταν πολύ μικρά σε ηλικία. Το ένα ήταν 16,5 και το άλλο 14 χρονών.

Περπατούσαν και περπατούσαν ώσπου, έφτασαν στο λιμάνι της πόλης.

Εκεί πήραν ένα καΐκι έφτασαν σε ένα νησί. Στο νησί βρήκαν μια σπηλιά και μπήκαν μέσα. Στο βάθος βρήκαν δυο πέτρες, τις έτριψαν πάνω σε ξύλα κι άναψαν φωτιά.

Την άλλη μέρα το πρωί βρήκαν μια νυχτερίδα που τους είπε ότι μπορεί να πραγματοποιήσει τρεις ευχές. Μπορούσαν να ζητήσουν ότι θέλουν εκτός από να τους γυρίσει πίσω στο σπίτι τους.

Εκείνα ζήτησαν φαγητό για να έχουν να φάνε.

Μετά από λίγο μπήκε μέσα μια καλή αρκούδα που την είχαν βοηθήσει όταν ήρθαν στο νησί.

Ύστερα μπήκε κρυφά ένας κακός λύκος που ήθελε να φάει τα παιδιά και προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να μπορέσει να το κάνει αυτό.

Η αρκούδα όμως το κατάλαβε και τους βοήθησε να φύγουν από την σπηλιά γρήγορα πριν ξαναέρθει ο κακός λύκος.

Αυτός τότε ζήτησε από ένα σκίουρο να του δώσει πληροφορίες για τα παιδιά κι αυτός θα τον βοηθούσε να μαζέψει πολλά φουντούκια.

Το σκιουράκι δέχτηκε και άρχισε να τρέχει για να τους βρει.Εντωμεταξύ ο κακός λύκος πήγε στο ξύλινο σπιτάκι και το διέλυσε ενώ οι γονείς των

παιδιών έψαχναν να τους βρουν. Τότε ο κακός λύκος βρήκε ένα σκυλάκι και του είπε να πει στα παιδιά ότι αύριο πρέπει να

πάνε στο ξύλινο σπίτι τους αλλιώς θα σκοτώσει τους γονείς τους . Ο σκύλος θα έπαιρνε κόκαλα για ανταμοιβή.

Όταν το έμαθαν τα παιδιά αντενέργησαν και είπαν σε ένα παπαγάλο να πει στους γονείς τους να φύγουν από την πόλη αλλιώς θα πεθάνουν. Ο παπαγάλος θα έπαιρνε σποράκια για ανταμοιβή.

Την άλλη μέρα τα παιδιά βρήκαν κάποια δρομάκια και πήραν ένα που τους έβγαλε σε δυο δρόμους, ο ένας ήταν ένα σκοτεινό, ομιχλώδες δάσος και ο άλλος ήταν ένας δρόμος γεμάτος χρυσό.

Τα παιδιά πήγαν από το χρυσό δρόμο αλλά πριν μπουν πολύ βαθιά η νυχτερίδα τους είπε πως είναι παγίδα και τότε έτρεξαν γρήγορα στο ομιχλώδες δάσος.

Εκεί βρήκαν μια σπασμένη γέφυρα, προβληματίστηκαν για λίγο γατί δεν ήθελαν να τελειώσουν οι ευχές τους και τότε η αρκούδα έκοψε ένα δέντρο και τους βοήθησε να περάσουν.

Στο δρόμο τους βρήκαν ξανά τον κακό λύκο και ζήτησαν για τελευταία τους ευχή ένα όπλο. Τον πυροβόλησαν και ο κακός λύκος έπεσε στο έδαφος νεκρός.

Ο λύκος νικήθηκε και δεν είχαν άλλα εμπόδια.

Η αρκούδα τους οδήγησε στον υπόλοιπο δρόμο μέχρι την ξένη χώρα που ήταν οι γονείς τους.

Από τότε, ζουν ευτυχισμένοι όλοι μαζί και δεν φοβούνται τίποτα γιατί ο ένας προστατεύει και βοηθά τον άλλο.

Παναγιώτα ΑγγελίδουΘεσσαλονίκη 2006

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 23

Page 24: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 24

«Σφύρα μου κι έρχομαι» – Σοφία Ανδρεάδου

ταν Κυριακή πρωί όταν η Αναστασία έμεινε για πρώτη φορά μόνη της στο σπίτι. Οι γονείς της πήγαν να επισκεφθούν τη γιαγιά της που ήταν άρρωστη στο νοσοκομείο.Ή

Πριν φύγουν, της είπαν να μην ανοίξει την πόρτα σε αγνώστους. Αφού πέρασε αρκετή ώρα χτύπησε το κουδούνι. Πήγε στην πόρτα, ρώτησε ποιος είναι και της απάντησε μια αντρική φωνή:

- Είμαι φίλος του πατέρα σου και μου είπε να σε προσέχω όσο θα λείπει.

Η Αναστασία δε θυμήθηκε αυτό που της είπαν οι γονείς της και άνοιξε την πόρτα.

Ο άντρας τη ρώτησε :

- Μπορώ να ρίξω μια ματιά στο σπίτι;

Και η ανυποψίαστη Αναστασία του απάντησε, ναι. Μαζί είδαν το σπίτι και μετά πήγαν να παίξουν.

Ο άντρας, όλη την ώρα ρωτούσε πράγματα για τον εαυτό της. Ύστερα πρότεινε στην Αναστασία να παίξουν το παιχνίδι του κρυμμένου θησαυρού αλλά να έβρισκαν κάτι που να έμοιαζε σαν αληθινός θησαυρός.

Η Αναστασία που τρελαινόταν γι’ αυτό το παιχνίδι αμέσως σκέφτηκε τα κοσμήματα της μαμάς της, τα έφερε και τα έδωσε στον άγνωστο άντρα.

Αυτός τα πήρε και της είπε να βγει από το δωμάτιο για να τα κρύψει. Τα έβαλε στην τσέπη του και όταν η Αναστασία μπήκε στο δωμάτιο την έκανε να ξεχαστεί με νέα παιχνίδια.

Σαν βαρέθηκε να παίζει μαζί του, τον ρώτησε, αν μπορεί να πάει στο λούνα παρκ που ήταν λίγο πιο κάτω από το σπίτι της. Ο άντρας της απάντησε ότι μπορεί να πάει αλλά , να είναι προσεχτική.

Καθώς περπατούσε στο δρόμο σκεφτόταν αν όλα αυτά που έκανε ήταν σωστά, αλλά μόλις είδε τις καινούριες και φρεσκοβαμμένες κούνιες, τα ξέχασε όλα. Όταν έπαιζε είδε εκείνον τον άντρα να την κοιτάζει άγρια από μακριά. Κατάλαβε πως δεν έπρεπε να κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά που έκανε. Σταμάτησε να παίζει και άρχισε να τρέχει μακριά. Βρήκε ένα θάμνο και κρύφτηκε εκεί πέρα. Ξαφνικά μπροστά της εμφανίστηκε ένα ξωτικό μικρό με μυτερά αυτιά και της είπε:

- Μην κλαις, ήρθα να σε βοηθήσω. Πάρε αυτή τη σφυρίχτρα και κάθε φορά που θα κινδυνεύεις σφύρα κι εγώ θα έρχομαι κι αμέσως εξαφανίστηκε.

Η Αναστασία χάθηκε, περπατούσε μέσα σε ένα δάσος που ήταν τρομακτικό και φοβερό. Άκουσε βήματα και γύρισε και είδε ότι ο άγνωστος άντρας την ακολουθούσε. Άρχισε να τρέχει αλλά αυτός έτρεχε πιο γρήγορα και την έπιασε. Προσπαθούσε να ξεφύγει αλλά δεν μπορούσε. Τότε έβγαλε τη μαγική σφυρίχτρα και σφύριξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.

Εμφανίστηκε ξαφνικά το μικρό ξωτικό και ρίχνοντας μια μαγική σκόνη την έκανε μια όμορφη πεταλούδα με φανταχτερά φτερά. Πετούσε μέχρι το βασίλειο της Νεραϊδοχώρας και ζήτησε από τη βασίλισσά τους την Ιζαμπέλ να την κάνει ξανά άνθρωπο. Η βασίλισσα Ιζαμπέλ της έκανε τη χάρη αφού πρώτα της έδωσε να λύσει ένα γρίφο κι αφού κατάφερε και τον έλυσε, έγινε ξανά άνθρωπος.

Ήταν όμως τόσο όμορφη, που η βασίλισσα την κράτησε για πάντα στη Νεραϊδοχώρα. Η Αναστασία γνώρισε τον πρίγκιπα της Νεραϊδοχώρας και πολύ γρήγορα παντρεύτηκαν.

Ο κακός έζησε μια ζωή μιζέριας. Όσο για το μικρό μας ξωτικό, έμεινε για πάντα στο πλευρό της Αναστασίας.

Σοφία Ανδρεάδου

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 24

Page 25: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 25

Θεσσαλονίκη 2006

«Χάθηκε ο Μιχάλης» - Πρόδρομος Παπανικολάου

Κάποτε, ήταν ένα παιδί που το έλεγαν Μιχάλη.

Οι γονείς του αποφάσισαν να πάνε ταξίδι με κρουαζιερόπλοιο. Του ζήτησαν να μη βγει από το δωμάτιο του.

Το μεσημεράκι και ενώ οι γονείς του κοιμόντουσαν, αυτός έφυγε και πήγε να δει τη θάλασσα. Τότε ξαφνικά ένα κακό παιδί, τον έσπρωξε και έπεσε μέσα στη θάλασσα. Ο Μιχάλης προσπάθησε, με όλες του τις δυνάμεις να σωθεί.

Εκεί που κολυμπούσε , ευτυχώς γι’ αυτόν, ήρθε ένα δελφίνι και τον ανέβασε στη ράχη του. Προσπάθησε να πιαστεί από τα πλάγια, στα σχοινιά του καραβιού αλλά δεν τα κατάφερε.

Γλιστρούσαν ! Ξανάπεσε στη θάλασσα.

Κουρασμένος καθώς ήταν , τρομάζει με την εμφάνιση μια τεράστιας μέδουσας. Τότε, εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά το δελφίνι και ο Μιχάλης σκαρφάλωσε στη ράχη του για να σωθεί. Το δελφίνι για δεύτερη φορά τον πήγε μέχρι το πλοίο.

Όταν έφτασαν στο πλοίο , ο Μιχάλης αγκάλιασε το νέο του φίλο , τον ευχαρίστησε και τον αποχαιρέτησε.

Ανέβηκε στο πλοίο βρήκε την οικογένειά του και συνέχισαν το ταξίδι τους για τη Χαβάη.

Πρόδρομος ΠαπανικολάουΘεσσαλονίκη 2006

«Το υπόγειο» - Δημήτριος Δημητρακόπουλος

Μια μέρα που ο πατέρας μου έλειπε στην Αμερική για ένα συνέδριο, αποφασίσαμε με τους φίλους μου

να εξερευνήσουμε το υπόγειο του σπιτιού μου.

Η μαμά μας, δεν μας άφηνε να πάμε στο υπόγειο και μας είχε απαγορεύσει να μπούμε στην

διπλανή πόρτα, από εκεί που παίρνουμε τα ξύλα για το τζάκι.

Ετοίμασα τη τσάντα μου και μαζί με την αδερφή μου και μερικούς φίλους μου κατεβήκαμε στο

υπόγειο. Μόλις μπήκαμε και προχωρήσαμε λίγα σκαλιά ακούσθηκε ένα κρακκκκκκ … και έκλεισε η

πόρτα. Οι φίλοι μου τρόμαξαν αλλά εγώ τους καθησύχασα γιατί ήξερα ότι η πόρτα έκλεισε μόνη της γιατί

είχε αυτόματο μηχανισμό. Όμως με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι η πόρτα δεν είχε πόμολο εσωτερικά για να

ανοίγει από μέσα, αλλά μόνο την κλειδαριά, που όμως έλειπαν τα κλειδιά. Σκεφτήκαμε ότι κάπου εκεί θα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 25

Page 26: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 26

υπήρχαν και έτσι αποφασίσαμε να πάμε προς τα κάτω για να τα βρούμε. Καθώς προχωρούσαμε μερικά

σκαλιά πιο κάτω είδαμε ένα βαγόνι σαν αυτά στα χρυσωρυχεία, τότε όλοι μπήκαμε μέσα στο βαγόνι

και ξεκινήσαμε .

Μετά από λίγο βρεθήκαμε μπροστά από δυο εισόδους . Το βαγόνι μπήκε στη δεύτερη είσοδο,

όμως σε όποια είσοδο κι αν μπαίναμε θα ήταν το ίδιο γιατί οδηγούσαν στο ίδιο σημείο. Σε μια στιγμή

είδαμε το τέλος της γραμμής που είχε σπάσει και τη τελευταία στιγμή πηδήξαμε έξω από το βαγόνι

. Σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά μας από το φόβο μας! ! !

Όταν συνήλθαμε, από το φόβο μας, και αφού όλοι ήμασταν καλά συνεχίσαμε με τα πόδια.

Μετά από λίγα βήματα είδαμε δυο σήραγγες . Τότε όλοι είπαμε να πάμε από εκεί που συνέχιζαν

οι ράγες, γιατί η άλλη, στο βάθος οδηγούσε σε αδιέξοδο.

Μόλις περπατήσαμε λίγο, είδαμε πολλά καλώδια , πολλές λάμπες και πολλά άλλα σύνεργα.

- Τι είναι εδώ ; Ρώτησε ο Χρήστος ενθουσιασμένος !

- Είναι σύνεργα της ΔΕΗ που τα άφησαν εδώ όταν έφτιαχναν την πολυκατοικία! Είπα με

θαυμασμό.

Άρχισα να ανησυχώ, έτσι και καταλάβαινε η μητέρα μου που είμαστε, θα με μάλωνε και θα με έβαζε

τιμωρία.

-Παιδιά γυρνάμε; είπα. Δεν νομίζω να έχει κάτι άλλο εδώ για να δούμε.

- Ελπίζω να μη χαθήκαμε είπε, ο Γιώργος.

Στην επιστροφή ψάξαμε λίγο στους τοίχους και βρήκαμε τα κλειδιά κρεμασμένα. Ανοίξαμε την πόρτα

και ανεβήκαμε στο σπίτι. Είχαμε διψάσει όλοι. Χτυπήσαμε το κουδούνι και η μαμά μας άνοιξε.

- Που ήσουν Δημήτρη; ρώτησε.

Είχα αποφασίσει να μην πω την αλήθεια αλλά μπροστά στους φίλους μου ντρεπόμουν να πω ψέματα.

- Στο υπόγειο μητέρα

- Και τι σου έχω πει εγώ;

- Να μην πηγαίνω εκεί γιατί είναι επικίνδυνα.

- Όπως καταλαβαίνεις θα σε βάλω τιμωρία , γιατί με παράκουσες.

Όταν έφυγαν οι φίλοι μου η μητέρα μου με μάλωσε και μου είπε ότι δεν θα παίξω για μια εβδομάδα

στον υπολογιστή.

Εγώ έβαλα τα κλάματα και πήγα και κλείστηκα στο δωμάτιο μου.

Δημήτριος ΔημητρακόπουλοςΘεσσαλονίκη 2006

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 26

Page 27: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 27

«Χάσαμε τον Εμμανουήλ» - Παναγιώτης Τζιώτζορας

Μια φορά και έναν καιρό , ζούσε ένα παιδί που το έλεγαν Εμμανουήλ.

Η μητέρα του , του είπε :

- Μη βγεις έξω από το σπίτι μόνος σου, γιατί μπορεί να χαθείς.

Δεν την άκουσε τη μητέρα του και βγήκε κρυφά χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς.

Πήγε έξω μόνος του. Εκεί που περπατούσε στο δρόμο συνάντησε πολλούς κακούς που του έκλεισαν το στόμα και τον απήγαγαν.

Η μητέρα του ανησύχησε πολύ , όταν δεν τον βρήκε στο δωμάτιό του και τηλεφώνησε στην αστυνομία.

Η αστυνομία πήγε για να ψάξει για το παιδί.

Δεν κατάφεραν να το βρουν το παιδί. «Δεν το βρήκαμε. Αλλά θα συνεχίσουμε τις έρευνες…» της είπαν.

Ύστερα, από καιρό, η αστυνομία κατάφερε να τον βρει τον Εμμανουήλ και να τον φέρει στο σπίτι.

Παναγιώτης ΤζιώτζοραςΘεσσαλονίκη 2006

«Μια οικογενειακή επιχείρηση» - Μπερίτσα Ευγενεία

Σε μια οικογενειακή επιχείρηση όλα βαίνουν καλώς.

Έτσι ο πατέρας αποφασίζει να πάει τριήμερες διακοπές.

Φωνάζει λοιπόν το μεγάλο του παιδί για να του δώσει οδηγίες, αφού αυτός θα τον αντικαταστήσει στη διεύθυνση της επιχείρησης.

- ‘‘ Άκου παιδί μου Νίκο’’, του λέει. Στο διάστημα που θα λείπω θα αναλάβεις την επιχείρηση. Όμως πρέπει να προσέχεις. Δεν θα κάνεις αγορές όσο θα λείπω.

Ο Νίκος τον διαβεβαιώνει ότι θα προσέχει και ο πατέρας φεύγει για διακοπές ήσυχος.

Όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται ομαλά. Εμφανίζεται ένας προμηθευτής και καθώς γνωρίζει ότι ο Νίκος δεν έχει εμπειρία από αγοραπωλησίες τον πείθει να κάνει αγορές.

Μετά από λίγες μέρες έρχεται το εμπόρευμα.

Ο Νίκος δίχως να κάνει έλεγχο, το παραλαμβάνει. Πληρώνει τα τιμολόγια και ευχαριστεί τον προμηθευτή.

Την επόμενη ημέρα ανοίγοντας τα κιβώτια με το εμπόρευμα βρίσκεται προ εκπλήξεως. Αλλά είχε παραγγείλει και άλλα του έστειλαν.

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 27

Page 28: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 28

Εκνευρισμένος ο Νίκος επικοινωνεί με τον προμηθευτή και παράλληλα ειδοποιεί και τον πατέρα του.

Στη συνέχεια, καταγγέλλει τον απατεώνα προμηθευτή και αρχίζει το δικαστήριο.

Ο πατέρας του Νίκου θορυβημένος, επιστρέφει βιαστικά από τις διακοπές του για να εξακριβώσει από κοντά τι συμβαίνει.

Όταν φτάνει στην επιχείρηση συναντιέται με το Νίκο και τον μαλώνει γιατί δεν άκουσε τις συμβουλές του, Ο Νίκος νιώθει ένοχος και αποφασίζει να φύγει από το σπίτι.

Όλη αυτή η κατάσταση φέρνει μια νευρικότητα σε όλη την οικογένεια.

Όμως η λύση δεν αργεί να έρθει.

Το δικαστήριο πολύ σύντομα δικαιώνει το Νίκο.

Οι γονείς του τον ειδοποιούν να επιστρέψει στο σπίτι.

Πράγματι ο Νίκος δικαιωμένος επιστρέφει και η γαλήνη στο πατρικό του.

Μετά από αυτή την εμπειρία ο Νίκος ζητά από τον πατέρα του να αναλάβει περισσότερες πρωτοβουλίες στην επιχείρηση.

Ο πατέρας δείχνει ικανοποιημένος και συμφωνεί με το Νίκο.

Ευγενεία ΜπερίτσαΘεσσαλονίκη 2006

ΤΕΛΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Λίγα λόγια …........................................................................................................1«Η ημερήσια εκδρομή» - Αγγελική Βουχάρα.......................................4«Η περιπέτεια» - Αστέρω–Μαρία Θεοδοσάκη.......................................5«Χάθηκε η Αγγελική!» - Πελαγία –Μαρία Θεοδοσάκη......................6«Η απρόσμενη εξαφάνιση» - Κωνσταντίνος Κατωπόδης.......................7«Μια περιπέτεια στην ΑΘΛΙΟΥΠΟΛΗ» - Αναστασία Κυρμίζογλου..........8«Μια εκδρομή» - Σαμπίνα Άλλεν......................................................10«Μια ξεχωριστή εκδρομή» - Έλενα Δούναβη......................................11«Η ωραιότερη εκδρομή στο βουνό» - Ντολίνα Τζιώτζορα..............13«Όποιος τολμάει νικάει» - Κατερίνα Κουτίνα.....................................14«Η Περιπέτεια του Αλέξανδρου» - Αθανάσιος Βέλλος.........................16«Η Μαγική Νυχτερίδα» - Ηλίας Κωτόπουλος......................................17«Τα δυο γενναία αδέρφια» - Βασίλης Αδαμόπουλος............................18«Μυστηριώδης εξαφάνιση» - Μυρτώ Μαυρογιάννη............................19«Το μαγικό εντελβάις» - Χρήστος Καλουδάς......................................21«Η Μαγική Ζώνη» - Δημήτριος Αθανασίου.........................................22«Η καρδιά της θάλασσας» - Μαγδαλινή Κόμνου.................................23«Η περιπέτεια των δύο παιδιών» – Παναγιώτα Αγγελίδου..................24«Σφύρα μου κι έρχομαι» – Σοφία Ανδρεάδου......................................25«Χάθηκε ο Μιχάλης» - Πρόδρομος Παπανικολάου..............................27«Το υπόγειο» - Δημήτριος Δημητρακόπουλος....................................27«Χάσαμε τον Εμμανουήλ» - Παναγιώτης Τζιώτζορας..........................29

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 28

Page 29: Η συνταγή για ένα καλό διήγημα

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 29

«Μια οικογενειακή επιχείρηση» - Μπερίτσα Ευγενεία........................29ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ.................................................................................31ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.................................................................................31Μορφολογία του μαγικού παραμυθιού , Βλαντιμίρ Προπ....................31Μετασχηματισμοί στα μαγικά παραμύθια, Βλαντιμίρ Προπ................31Γραμματική της φαντασίας , Τζιάννι Ροντάρι, εκδ. Τεκμήριο.............31Δικτυακό υλικό................................................................................31http://www.collectionscanada.ca/pagebypage/index-e.html..............................31

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Μορφολογία του μαγικού παραμυθιού , Βλαντιμίρ Προπ

Μετασχηματισμοί στα μαγικά παραμύθια, Βλαντιμίρ Προπ

Γραμματική της φαντασίας , Τζιάννι Ροντάρι, εκδ. Τεκμήριο

Δικτυακό υλικό

http://www.collectionscanada.ca/pagebypage/index-e.html

«Παίζοντας με την τράπουλα του Προπ» Σελ 29