Ίσως ναι... ίσως όχι

13
ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος ίσως ναι... ίσως όχι... Μαίρη ΛακουΜέντα ίσως ναι... ίσως όχι... ίσως ναι... ίσως όχι... ΜΑΙΡΗ ΛΑΚΟΥΜΕΝΤΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος

description

Δυο νουβέλες που φέρνουν στο προσκήνιο τη ζωή του καθενός μας. Μέσα στις γραμμές του βιβλίου ο αναγνώστης ανακαλύπτει ένα κομμάτι από τον εαυτό του, που το φυλάει βαθιά μέσα στην ψυχή του. Είναι η ευκαιρία του να βγάλει τα κρυφά και να νιώσει ελεύθερος. Οι ιστορίες τριών γυναικών και ενός άντρα πλεγμένες με ιδιαίτερη μαεστρία από τη συγγραφέα, αφήνουν μια γεύση πίκρας αλλά και ανακούφισης.

Transcript of Ίσως ναι... ίσως όχι

ΕΚΔΟΣΕ ΙΣοσελότος

ίσως ναι... ίσως όχι...Μαίρη ΛακουΜέντα

ίσως ναι... ίσως όχι...

ίσω

ς να

ι... ίσω

ς όχι...

ΜΑΙΡΗ ΛΑΚΟΥΜΕΝΤΑ

ΜΑΙΡ

Η Λ

ΑΚΟ

ΥΜ

ΕΝ

ΤΑ

Η Μαίρη Λακουμέντα γεννήθηκε στην Πάτρα.Μεγάλωσε και σπούδασε στον Πειραιά.Εργάζεται στον δημόσιο τομέα. Παράλληλα, ασχολείται μετη συγγραφή. Παρακολούθησε μαθήματα δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙκαι στο Μεταίχμιο. Έχει γράψει τα διηγήματα: «Μια συνηθισμένηιστορία», « Η γνωριμία», «Το κόκκινο κοράλλι», «Ο Αριστείδηςτου γραφείου», «Ο αγώνας», «Αvotre Sante» που έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

Δυο νουβέλες που φέρνουν στο προσκήνιο τη ζωή του καθενός μας. Μέσα στις γραμμές του βιβλίου ο αναγνώστης ανακαλύπτει ένα κομμάτι από τον εαυτό του, που το φυλάει βαθιά μέσα στην ψυχή του. Είναι η ευκαιρία του να βγάλει τα κρυφά και να νιώσει ελεύθερος. Οι ιστορίες τριών γυναικών και ενός άντρα πλεγμένες με ιδιαίτερη μαεστρία από τη συγγραφέα, αφήνουν μια γεύση πίκρας αλλά και ανακούφισης.

«Μιλάμε, συναναστρεφόμαστε, επιθυμιόμαστε ίσως, μα δεν συνεννοούμαστε. Αυτή είναι η σκληρή μας τύχη.

Η αιώνια παρεξήγηση. Τα λόγια και η σκέψη μας φτάνουν παραμορφωμένα στην αντίληψη του άλλου».

Η Έλενα, η Θάλεια και η Άντζυ κάνουν διακοπές στο όμορφο νησί της Κέρκυρας. Η ιστορία τους ξεδιπλώνεται, πότε με χιούμορ και πότε με παράπονο, όπως τη ζουν οι ίδιες αλλά και από την οπτική γωνία που έχει η μία για την άλλη. Οι μέρες αυτές όμως φέρνουν εκπλήξεις και ανατροπές στη ζωή και των τριών...

Ο Λευτέρης, ένας άντρας της εποχής μας, αποφασίζει να ζήσει τη ζωή που νομίζουν οι δικοί του ότι είναι η καλύτερη για αυτόν. Μέσα από τα θέλω και τα πρέπει, πλέκεται ο ιστός των προβλημάτων και των ανομολόγητων επιθυμιών του. Δείχνει να βολεύεται, αλλά μέσα από τα λάθη των επιλογών του, η προσωπικότητά του συνθλίβεται. Τότε αυτός...

ΕΚ∆ΟΣΕ ΙΣοσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108

E-MAIL: [email protected]. ocelotos. gr

Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σοσελότος

ISBN 978-960-9607-14-8

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣοσελότος

140 × 210 SPINE: 10 FLAPS: 60

00_cover_isos.indd 1 11/29/2011 12:51:53 PM

ΤιΤλος Ίσως ναι... Ίσως όχι ςυγγραφέας Μαίρη Λακουμέντα ςειρα Ελληνική λογοτεχνία [1358]1111/24 φωΤο εξωφυλλου Shutterstock photos Διορθωςη Όλγα Παλαμήδη Copyright© 2011 Μαίρη Λακουμέντα ΠρώΤη εκΔοςη Αθήνα, Νοέμβριος 2011 ISBN 978-960-9607-14-8

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108e-mail: [email protected] www. ocelotos. gr

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις πε-ρί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χω-ρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣοσελότος

ίσως ναι... ίσως όχι...

5ίσωσ ΝΑί... ίσωσ όχί... k

Το πούλμαν έτρεχε ήρεμα στον φιδωτό δρόμο, που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας. Τα δέντρα δεξιά και αριστερά σκίαζαν το τοπίο. Το πράσινο εναλλασσό-

ταν με το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Η φύση αναδείκνυε την ομορφιά με κινηματογραφική επιμέλεια. Η αίσθηση ήταν ήρεμη και χαλαρωτική. Δίπλα μου, η Θάλεια είχε ακουμπήσει το κεφάλι της νωχελικά στο παράθυρο και με τα μάτια κλειστά προσποιούνταν ότι κοιμάται. Κοιτούσα το όμορφο τοπίο, αλλά δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σ’ αυτό.

Αχ, βρε Θάλεια, πώς έχασες το μπλα μπλα σου; Μια κου-βέντα μου και μαζεύτηκες σαν μικρό παιδάκι.

Αυτή η δυναμική γυναίκα, η γυναίκα που είχε βιώσει και μάθει τόσα πράγματα στα σαράντα δύο της χρόνια, όσα οι απλοί συνηθισμένοι άνθρωποι θέλουν δυο τρεις ζωές για να ζήσουν.

Ο πατέρας της μαθηματικός, η μητέρα της φιλόλογος. Μοναχοκόρη, αλλά όχι χαϊδεμένη, όπως μας έλεγε η ίδια, σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα. Ο Αντρέας εί-ναι ο αγαπημένος της, ή θα έλεγα εγώ, ένα παιδί που προ-σπαθεί να μεγαλώσει. Αρχιτέκτονας στο επάγγελμα, ζού-σε με τη Θάλεια τέσσερα ή πέντε χρόνια, θα σας γελάσω.

Του έτυχαν κάτι δουλειές μέσα στον Ιούλιο και οι δια-

ίσως ναι... ίσως όχι...

6 ΜΑίρη λΑκόυΜεΝΤΑk

κοπές που είχαν προγραμματίσει οι δυο τους, θα μεταφέ-ρονταν για τον Αύγουστο.

«Ο Αντρέας δεν μπορεί να πάρει άδεια τώρα, πάμε κά-που διακοπές μαζί τέσσερις πέντε μερούλες;» πρότεινε η Θάλεια.

«Ωραία θα είναι…»Άλλωστε, το συνηθίζουμε μια δυο φορές τον χρόνο να

πηγαίνουμε μαζί Σαββατοκύριακα διακοπές. «Πού λες; Στη Ρόδο ίσως...»«Μμ, πολύ μακριά μας πέφτει!» απάντησε η Θάλεια.«Στη Χαλκιδική μήπως;» «Κι εκεί, πολύ μακριά είναι! Άσε να σκεφτώ και θα τα

πούμε».Το επόμενο βράδυ, κατά τις δώδεκα παρά κάτι, ντρίιιν

το τηλέφωνο. «Έλα, Έλενα, δεν πιστεύω να κοιμάσαι;» Όλο αυτό ρωτούσε, λες και δεν είχα τι άλλο να κάνω

παρά να περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο, ακόμα και τα μεσάνυχτα.

«Όχι, αλλά τέτοια ώρα δεν θα ήταν περίεργο αυτό! Τι έπαθες, σε ακούω νευριασμένη».

«Δυο βράδια ψάχνω στο internet και δεν έχω κοιμηθεί, για να βρω πού θα πάμε, κι εσύ με ειρωνεύεσαι;» μου απά-ντησε απότομα .

«Όχι, δεν σε ειρωνεύομαι», τόλμησα να πω κι ένιωσα αμέσως τύψεις, που τόσο παιδευόταν η καημενούλα.

Καθώς την άκουγα να μιλάει, σκεφτόμουν ότι εκείνη το είπε, εκείνη το έκανε, εκείνη τ’ αποφάσισε, όχι εγώ.

«Έχω βγάλει έναν τόμο έντυπα για διακοπές και τελικά το καλύτερο είναι στην Κέρκυρα. Θα σε πάω στο ωραιό-τερο ξενοδοχείο, να μην γκρινιάζεις σαν τις άλλες τις φο-ρές. Έχω κανονίσει όλες τις λεπτομέρειες».

7ίσωσ ΝΑί... ίσωσ όχί... k

«Ωραία ακούγεται, θα το πω και στην Άντζυ, μήπως θέ-λει να έρθει κι αυτή».

Αμέσως μετά μίλησα με την Άντζυ στο τηλέφωνο. «Κανονίσαμε με τη Θάλεια να πάμε στην Κέρκυρα. Κά-

που ο Αντρέας έχει δουλειές και δεν μπορούν να πάνε τώ-ρα διακοπές, κάπου οι άδειές μας συμπίπτουν, είπαμε να το οργανώσουμε. Εσύ τι λες;»

«Αλήθεια;» ακούστηκε λίγο διστακτική η φωνή της από την άλλη μεριά του τηλεφώνου. «Ξέρεις, σκέφτομαι κάτι λίγο τολμηρό… Να, θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα πάμε και οι τρεις μαζί στους δικούς μου, κι εγώ να έρθω με τον Πέτρο. Δεν αντέχω άλλο, κάθε δεκαπέντε μέρες στο ξενο-δοχείο για κάνα δίωρο. Είμαι πολύ ερωτευμένη σου λέω! Τον θέλω όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός. Κοί-τα τι με βάζει ο διαβολάκος να λέω! Μήπως είναι ανήθι-κο αυτό;»

Ίσως και ναι, ίσως και όχι.«Εγώ, ξέρεις, Άντζυ... ξέρεις... να μιλήσουμε και με τη

Θάλεια και κανονίζουμε».

4«Άκουσε, Έλενα, φίλη μας είναι. Ευκαιρία να δει τι πάει να κάνει», μου έλεγε η Θάλεια λίγο αργότερα. «Να συγκρίνει τον γέρο με τον άντρα της και, σε τελική ανάλυση, να πά-ρει τις αποφάσεις της. Ζητάει μια σχέση κάπως πιο πνευ-ματική, πιο ιδανική. Αν τη βρει, έχει καλώς, αν όχι απο-μυθοποιεί τη σχέση και ανακεφαλαιώνει. Εγώ θα την έχω από κοντά και θα βρω την ευκαιρία να της μιλήσω για την ψυχολογία του Πέτρου, τη δική της, των παιδιών της, και εάν την ενδιαφέρει, και για τον άντρα της».

Αφού το λέει η Θάλεια, έτσι θα είναι. Οι αντιρρήσεις ότι καταχράται τη φιλία μας συρρικνώθηκαν. Οπότε κανονί-

8 ΜΑίρη λΑκόυΜεΝΤΑk

στηκε να πάμε εμείς οι δύο πρώτα και η Άντζυ με τον Πέ-τρο θα έρχονταν την επόμενη ημέρα.

Άφησα τη Θάλεια να κανονίσει τις λεπτομέρειες και τελικά πήγαμε, όχι πολύ μακριά, στην Κέρκυρα δηλαδή, με το λεωφορείο. Εννιάμισι ώρες ταξίδι ταλαιπωρίας, αλ-λά αν το ήξερε η Θάλεια, θα έκανε μια προσπάθεια να μπει στο αεροπλάνο!

Επιτέλους, μπήκαμε στο πλοίο για την Κέρκυρα! Το πλοίο φορτωμένο με πόθους, λύπες, κενότητα, χαρές. Υπήρχε και λίγη αθωότητα – μερικά παιδάκια έπαιζαν στο κατάστρωμα, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τα χαρούμε-να ξεφωνητά τους. Ένας όγκος άσπριζε στο βάθος και λί-γο λίγο ξεχώριζαν τα κυβικά σπιτάκια, άλλα μικρά, άλ-λα μεγάλα, συμμαζεμένα το ένα πλάι στο άλλο. Στο σίμω-μά του, όπως σε παραμύθι, πλέομε ανάμεσα σ’ ακρογια-λιές, άλλες καταπράσινες και άλλες γυμνές, που όσο πά-νε, στενεύουν.

Το ξενοδοχείο ήταν πράγματι πολύ ωραίο. Κτισμένο σ’ ένα καταπράσινο ύψωμα. Σιντριβάνια με κόκκινα και λευκά νούφαρα που επέπλεαν ακουμπισμένα στα πρά-σινα πιατάκια των φύλλων τους, στόλιζαν τον περίβολο. Κλαίουσες έγερναν τα κλαριά τους στο χώμα σχηματίζο-ντας μια νυσταλέα σκιά. Ζωηρά σπουργίτια χοροπηδού-σαν στο γρασίδι κι έπαιζαν κρυφτό μέσα στα φυλλώματα των δέντρων. Στα πόδια του λόφου ακουμπούσε η θάλασ-σα, όπου έφτανες με το τελεφερίκ και από ένα στριφογυ-ριστό πέτρινο μονοπάτι. Στο λιμανάκι μπροστά μια βάρκα, χωρίς να βιάζεται, τραβούσε για την προβλήτα. Ο αέρας ζεστός, λίβας. Ο ήλιος ξεχώριζε σαν ένας κύκλος με ακτί-νες. Η αντηλιά έκαιγε τα μάτια.

«Θα πάμε στο Αχίλλειο, Έλενα, συμφωνείς;» είπε χα-ρούμενα η Θάλεια.

9ίσωσ ΝΑί... ίσωσ όχί... k

«Ναι να πάμε, αρκεί να μάθουμε τα δρομολόγια των λε-ωφορείων και να γυρίσουμε να κάνουμε κανένα μπάνιο».

Σημειωτέον, εγώ δεν οδηγώ και η Θάλεια ξέχασε το δί-πλωμα στην τσάντα που άφησε στο σπίτι. Πώς θα νοικιά-ζαμε αυτοκίνητο, δηλαδή;

«Όλο το μπάνιο έχεις στο μυαλό σου. Δεν σε ενδιαφέ-ρουν τα ωραία κτίσματα, η Ιστορία του τόπου, η κουλτού-ρα του; Πότε θα μας δοθεί πάλι η ευκαιρία να τα δούμε;» συνέχισε η Θάλεια ακάθεκτη.

Εδώ μιλούσε η επιστήμη, η όρεξη για μάθηση. «Η Κέρκυρα είναι ολόκληρη μια Ιστορία, δεν μπορού-

με μέσα στις λίγες ημέρες των διακοπών να τα δούμε όλα», ψέλλισα αδύναμα, καθώς μια αμυδρή υποψία ότι θα τρέχα-με από αρχαίο σε αρχαίο και από μουσείο σε μουσείο, πέρα-σε από το μυαλό μου.

«Δεν υπάρχει “δεν μπορώ”, αρκεί να πιέσεις λίγο τον εαυτό σου και να αφήσεις το ραχάτι. Όλα μπορούμε να τα καταφέρουμε!»

Άντε, να πιέσω λίγο τον εαυτό μου! Και να με, να τρέχω κατοστάρι την τελευταία στιγμή να προλάβουμε το λεω-φορείο, γιατί με την κουβέντα είχαμε ξεχαστεί και δεν προ-σέξαμε ότι είχε περάσει η ώρα του δρομολογίου. Λαχανια-σμένη και με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, έτοιμη να πάθω έμφραγμα, στρογγυλοκάθισα σε μια θέση, προσπα-θώντας να πάρω ανάσα.

«Έλενα, πρώτον, χρειάζεσαι επειγόντως να αρχίσεις γυ-μναστική και δεύτερον, βλέπεις πώς ανεβαίνει η αδρεναλί-νη!» φώναξε η Θάλεια, με το μέτωπο γεμάτο σταγονίτσες ιδρώτα, που κυλούσαν στα μάγουλά της.

Αν αυτή είναι η αδρεναλίνη, καλύτερα να μου λείπει, σκέφτηκα.

10 ΜΑίρη λΑκόυΜεΝΤΑk

«Σήκω τώρα να πας να ρωτήσεις τον οδηγό πού θα κατε-βούμε και πώς θα επιστρέψουμε», πρόσθεσε επιτακτικά.

«Ρώτησα, Θάλεια, στο ξενοδοχείο και μου είπαν ότι θα κατεβούμε στο τέρμα, εκεί είναι η πλατεία Σανρόκο. Στην επιστροφή, θα κάνουμε το ανάποδο, θα πάρουμε το λεω-φορείο που λέει “Κανόνι” και κάνει στάση μπροστά στο ξε-νοδοχείο μας», της είπα με μια ανάσα.

Με κοίταξε με το ένα φρύδι σηκωμένο, όπως έκανε πά-ντα όταν αμφισβητούσε κάτι. Θυμήθηκα που έλεγε να παίρ-νω πρωτοβουλίες, να μην κρύβομαι πίσω από τους δυνατούς και να μπορώ να παίρνω στα χέρια μου την κατάσταση.

Το επιτιμητικό φρύδι παρέμενε σηκωμένο, και έτσι ανα-γκάστηκα να πάω στον οδηγό να τον ρωτήσω πώς και τι. Ο άνθρωπος με μεγάλη ευγένεια μου εξήγησε αυτά που ήξερα. Γύρισα πίσω στο κάθισμά μου και τα επανέλαβα στη Θάλεια. Πολύ κουραστικά όλα αυτά, καθώς πιστεύω στην πεμπτουσία της αρετής που παρέχει η σιωπή.

«Θα κατέβουμε στον γυρισμό σε μια απίθανη παραλία που είδα στον χάρτη, Έλενα».

«Αυτή η παραλία απέχει ένα ή δύο χιλιόμετρα από τη στάση», της αντιγύρισα.

«Ε, και τι είναι δύο χιλιόμετρα μέσα στα δέντρα, με το αεράκι να σε δροσίζει!»

Έχει γούστο να κολλήσει και να θέλει να πάμε με τα πό-δια, στην κάψα του μεσημεριού και μέσα στην ερημιά, να βρούμε ακρογιαλιά.

«Ρώτα, τέλος πάντων!» επέμενε η Θάλεια.Το ύφος της δεν σήκωνε αντίρρηση και το φρύδι εί-

χε ξανασηκωθεί υποτιμητικά. Αυτό έδειχνε πόσο ελλιπής ήμουν να εκτίθεμαι στον περίγυρο. «Εεπ», μου έλεγε, «αυ-τή η έκθεσή σου είναι άσκηση για να ξεπεράσεις τη δειλία

11ίσωσ ΝΑί... ίσωσ όχί... k

σου και να αντιμετωπίζεις τον κόσμο. Μην κατεβάζεις τα μάτια! Ρώτησε, μην ντρέπεσαι!»

Τη φυσική μου δειλία και ντροπαλότητα την είχα ξεπε-ράσει εδώ και χρόνια με την προσωπική μου καλλιέργεια. Αλλά μερικοί βλέπουν αυτό που θέλουν να δουν και το χειρίζονται ποικιλοτρόπως.

Όχι, φιλενάδα, δεν θα συναινέσω, βαρέθηκα.Έκανα ότι δεν άκουσα και γύρισα το κεφάλι να απολαύ-

σω τη θέα.Φτάσαμε στο Αχίλλειο. Πέρα μακριά, στο θάμπος του

πελάγου, ένα βραχάκι ολόρθο στεκόταν μοναχικό καταμε-σής της θάλασσας. Ο ήλιος το έντυνε μ’ ένα φως ανοιχτό τριανταφυλλί και το εξαΰλωνε.

Δύο φορές γύρισα το ανάκτορο και η Θάλεια μισή. Ήθε-λε να φωτογραφίσει όλα τα κάγκελα, τα αγάλματα, τα τα-βάνια, τους θάμνους, τα σιντριβάνια! Καθόταν με τις ώρες και απαθανάτιζε ένα άγαλμα. Όπως την έβλεπα αφοσιωμέ-νη να προσπαθεί να «πιάσει» με τη φωτογραφική της μηχα-νή αυτό που ζητούσε, θυμήθηκα μια ταινία που είχα δει κά-ποτε. Ένας κομψός, αξιοπρεπής κλέφτης έργων τέχνης κα-θόταν σε ένα παγκάκι απέναντι από ένα έργο του Γκογκέν. Ακουμπισμένος σε μπαστούνι με περίτεχνη λαβή –ίσως και αυτό έργο τέχνης– φαινόταν ότι θαύμαζε τον πίνακα με τις ώρες, ενώ στην πραγματικότητα το γερακίσιο βλέμμα του παρατηρούσε τις ακτίνες λέιζερ και τις βάρδιες των φυλά-κων, ετοιμάζοντας στο μυαλό του σχέδιο πονηρό.

Μήπως θα έπρεπε και εγώ να σταθώ σε κάθε έργο τέχνης, για να το απολαύσω λίγο περισσότερο; αναρωτήθηκα.

Όχι για να γίνω η μοχθηρή κλέφτρα, αλλά γιατί έτσι πρέπει να γίνεται με τα έργα τέχνης. Θα χρειαζόμουν όμως κάτι μήνες, ίσως χρόνια για να μπορώ να θαυμάζω αυτά τα

12 ΜΑίρη λΑκόυΜεΝΤΑk

έργα, γιατί κάθε φορά που τα κοιτάς, ανακαλύπτεις κάτι άλλο που σε συναρπάζει.

Βγήκα από την ονειροπόλησή μου και η Θάλεια ακόμη στο δωμάτιο της Σίσσυς να φωτογραφίζει, να διαβάζει με προσήλωση τις επιγραφές, ο κόσμος να σπρώχνει και να σπρώχνεται, και εκείνη να μουρμουρίζει:

«Πώς οι βλάκες δεν έχουν ένα έντυπο που να δίνει πε-ρισσότερες πληροφορίες!»

Εντάξει, την ξέρω άλλωστε. Ευκαιρία ήταν για μένα να ξεκουραστώ και να πιάσω κουβέντα με μια ηλικιωμένη γυ-ναίκα, που ήρθε και στάθηκε δίπλα μου στον ίσκιο. Φορού-σε κάπως παλιομοδίτικα ρούχα και έδειχνε πολύ εντυπω-σιασμένη. Της μίλησα για τη διαύγεια, την καθαρή ατμό-σφαιρα και τον γαλάζιο ουρανό. Τα αιθέρια βουνά, για την αρμονία της ύλης με το πνεύμα. Με κοίταζε χωρίς να μιλάει. Τη ρώτησα πώς φανταζόταν τους αρχαίους. Στάθηκε συλ-λογισμένη, έχωσε δυο δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά της.

«Εγώ δεν ξέρω γράμματα», μου απάντησε. «Φαντάζο-μαι πως ζούσαν όπως εμείς, μόνο πιο ξετσίπωτα».

Επιτέλους, βγήκαμε από το Αχίλλειο και στηθήκαμε να περιμένουμε το λεωφορείο για την επιστροφή. Η Θάλεια κοίταζε σ’ ένα περίπτερο τις καρτ ποστάλ.

«Ωραία», μονολόγησα, «είναι όλα υπό έλεγχο». Αμ δε!Το λεωφορείο ήρθε και της φώναξα: «Φεύγουμε, ήρθε το λεωφορείο!» Βλέπω τότε με τρόμο να παίρνει ένα πακέτο καρτ πο-

στάλ, να το πληρώνει, να κάνει δύο βήματα προς το λεω-φορείο και να γυρίζει πάλι πίσω. Απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν της άρεσαν αυτά που είχε διαλέξει και γύρισε να τ’ αλλάξει!

«Το λεωφορείο φεύγει», της ξαναφώναξα απελπισμένη.

ίσως ναι... ίσως όχι...

ίσω

ς να

ι... ίσω

ς όχι...

ΜΑΙΡΗ ΛΑΚΟΥΜΕΝΤΑ

ΜΑΙΡ

Η Λ

ΑΚΟ

ΥΜ

ΕΝ

ΤΑ

Δυο νουβέλες που φέρνουν στο προσκήνιο τη ζωή του καθενός μας. Μέσα στις γραμμές του βιβλίου ο αναγνώστης ανακαλύπτει ένα κομμάτι από τον εαυτό του, που το φυλάει βαθιά μέσα στην ψυχή του. Είναι η ευκαιρία του να βγάλει τα κρυφά και να νιώσει ελεύθερος. Οι ιστορίες τριών γυναικών και ενός άντρα πλεγμένες με ιδιαίτερη μαεστρία από τη συγγραφέα, αφήνουν μια γεύση πίκρας αλλά και ανακούφισης.

«Μιλάμε, συναναστρεφόμαστε, επιθυμιόμαστε ίσως, μα δεν συνεννοούμαστε. Αυτή είναι η σκληρή μας τύχη.

Η αιώνια παρεξήγηση. Τα λόγια και η σκέψη μας φτάνουν παραμορφωμένα στην αντίληψη του άλλου».

Η Έλενα, η Θάλεια και η Άντζυ κάνουν διακοπές στο όμορφο νησί της Κέρκυρας. Η ιστορία τους ξεδιπλώνεται, πότε με χιούμορ και πότε με παράπονο, όπως τη ζουν οι ίδιες αλλά και από την οπτική γωνία που έχει η μία για την άλλη. Οι μέρες αυτές όμως φέρνουν εκπλήξεις και ανατροπές στη ζωή και των τριών...

Ο Λευτέρης, ένας άντρας της εποχής μας, αποφασίζει να ζήσει τη ζωή που νομίζουν οι δικοί του ότι είναι η καλύτερη για αυτόν. Μέσα από τα θέλω και τα πρέπει, πλέκεται ο ιστός των προβλημάτων και των ανομολόγητων επιθυμιών του. Δείχνει να βολεύεται, αλλά μέσα από τα λάθη των επιλογών του, η προσωπικότητά του συνθλίβεται. Τότε αυτός...

οσελότος

οσελότος

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣοσελότος

13ίσωσ ΝΑί... ίσωσ όχί... k

«Μέχρι να μπουν όλοι, θα έχω έρθει. Τι, έδωσα τέσσερα ευρώ και δεν μου αρέσουν. Θα τ’ αλλάξω!»

Ο οδηγός περίμενε να ανέβει και ο τελευταίος επιβάτης και έκλεισε τις πόρτες.

«Περιμένετε… περιμένετε», άρχισα να φωνάζω βλέπο-ντας τη Θάλεια να κουνά το καπέλο της και να τρέχει να μας προλάβει.

Μπήκε λαχανιασμένη και σκουντώντας με μου λέει: «Τι φωνάζεις, ορίστε, πρόλαβα· κι αυτός ο βλάκας, αφού

με βλέπει να κουνώ τα χέρια μου, πάει να φύγει!»Το λεωφορείο ξεκόλλησε από το πεζοδρόμιο και κύλη-

σε γοργά πάνω στην καυτή άσφαλτο, πότε σε ευθεία, πότε σε καμπύλη, μέσα σε πράσινα ξέφωτα και σκιές ασημένιες. Σε κάποια σημεία της διαδρομής σταχτόγκριζοι απόκρη-μνοι βράχοι κατέληγαν στη θάλασσα και αυτή υποταγμέ-νη, δρόσιζε τα πόδια τους ασταμάτητα. Ο ουρανός και η γη είχαν δώσει τα χέρια σε μια συμφωνία μυστική.

Η Θάλεια δεν έπαυε να μουρμουρίζει:«Τον βλάκα, τον ηλίθιο, τον τρελό, πώς τρέχει έτσι; Θα

μας γκρεμοτσακίσει».Θυμήθηκα τις συζητήσεις που κάναμε κάποτε, όταν σε

μια φάση της ζωής της, που τα είχε μπλέξει με έναν ψυχο-λόγο, διάβαζε ψυχολογία. Μου εξηγούσε κάποια πράγ-ματα από τα βιβλία, που αναφέρονταν σε ψυχολογικούς προσδιορισμούς.

«Όταν θέλουμε να προσεγγίσουμε τον άλλον ψυχολογι-κά, δεν εκφραζόμαστε με χαρακτηρισμούς όπως κλέφτης, ηλίθιος, τεμπέλης, ανάξιος κτλ. Και αυτό για να το επιτύχου-με, πρέπει να συμπεριφερόμαστε αναλόγως, όχι μόνο εκεί που χρειάζεται, αλλά σε όλες γενικά τις συναναστροφές μας».

Σκεφτόμουνα πόσο ωραία πράγματα ήταν αυτά που μου έλεγε και πως θα μπορούσαν οι σχέσεις των ανθρώ-