ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Ο ΠΑΠΠΟΣ...

2
Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Ο πάππος με τον πέτο Ήτανε μια φορά ένας πάππος 1 με μια βάβω 2 . Ο πάππος είχε έναν πέτο 3 κι η βάβω μιαν κότα. Η κότα έκανε κάθε πρωί ένα αυγό, το’ περνε η βάβω το ρούφαγε, πέρναγε καλά. Τσ’ έλεγε ο πάππος: «Ωρ’ βάβω, δώ’ μου και μένα έν’ αυγό!» «Να σου κάνει ο πέτος σου» τ’ αποκρίνονταν η βάβω. Ένα πρωί, σκώνεται ο πέτος και λέει του πάππου: «Ω πάππο, δώ’ μου την ευκή σου, να πάω να καζαντήσω 4 , για δεν αντέχεται άλλο τούτ’ η ζωή.» «Ω μπίρο μ’ 5 , που θα πας να μ’ αφήκεις μοναχό μου. Που θα φτάκεις, θα σε φάνε οι αλουπούδες 6 κι οι λύκοι!» «Δώ’ μου πάππο την ευκή σου, σου λέω, και γω θα γυρίσω μια μέρα να σε γιομίσω φλουριά!» Σκέμπι 7 το κεφάλι ο πέτος, τι να κάνει ο πάππος, του ‘δωκε την ευκή του και ο πέτος έφυγε. Εκεί που πήγαινε, βλέπει ένα ποτάμι που ‘ρχόντανε. Τηράει 8 από δω, τηράει από κει, δεν έβλεπε πόρο 9 να διαβεί. Κάθεται και λέει: «’Ανοιξε κώλε, ρούφα το ποτάμι, άνοιξε κώλε, ρούφα το ποτάμι, άνοιξε κώλε, ρούφα το ποτάμι» το’ πε τρεις βολές 10 . Ανοίγει ο κώλος, ρουφάει το ποτάμι, στέγνωσ’ ο τόπος, διάβηκε. Κατόπι, βήκαν 11 μπροστά του αλουπούδες, χύθηκαν να τον φάνε. Τόπο να κρυφτεί, δεν είχε. Κάθεται και λέει: «’Ανοιξε κώλε, ρούφα τσ’ αλουπούδες, άνοιξε κώλε, ρούφα τσ’ αλουπούδες, άνοιξε κώλε, ρούφα τσ’ αλουπούδες» πάλε τρεις βολές. Ανοίγει ο κώλος, τσι 12 ρούφηξε. Έφτακε σε μιαν πολιτεία που ήτανε το παλάτι του βασιλιά. Το πρωί, ανέβηκε στο καμπαναριό τσ’ εκκλησιάς και φώναξε: «Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου. Να χέσω τα γένια του βασιλιά, του γιού του τα μουστάκια.» Τα ‘κουσε ο βασιλιάς και κρένει τους χουσμεκιάρηδες 13 : «Ποιος είν’ αυτός μωρέ που βρίζει τα γένια μου;» «Ένας πέτος, αφέντη ‘μ.» «Να τον πιάκετε να τον βάλετε στο φούρο 14 να καεί.» Πάνε, τον πιάνουνε τον πέτο, βάλανε και πολλά ξύλα να καεί ο φούρος, τον πέταξαν μέσα, σίγουροι πως θα γένει στάχτη. Κάθεται στη φωτιά μέσα ο πέτος και λέει: «Άνοιξε κώλε, βγάλε το ποτάμι, άνοιξε κώλε, βγάλε το ποτάμι, άνοιξε κώλε, βγάλε το ποτάμι», τρεις βολές. Βγαίνει το ποτάμι, πλημμύρισ’ ο τόπος, σβύστηκ’ η φωτιά. Την άλλη μέρα το πρωί πάλε ανέβηκε στο καμπαναριό τσ’ εκκλησιάς και φώναξε: «Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου. Να χέσω τα γένια του βασιλιά, του γιου του τα μουστάκια.» Τα ‘κούει ο βασιλιάς, νέβριασε 15 : «Να τον πιάκετε, να τον βάλετε στο κοτέτσι, να τον τσιμπήσουν οι κότες να ψοφήκει» Πάνε, τον πιάνουνε τον ρίξανε στο κοτέτσι. Στέκετ’ αυτός και λέει: «Άνοιξε κώλε, βγάλε τσ’ αλουπούδες, άνοιξε κώλε, βγάλε τσ’ αλουπούδες, άνοιξε κώλε, βγάλε τσ’ αλουπούδες», τρεις βολές. Βήκαν 16 οι αλουπούδες, έφαγαν τσι κότες. Την άλλη μέρα το πρωί πάλε ανέβηκε στο καμπαναριό τσ’ εκκλησιάς και φώναξε: «Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου. Να χέσω τα γένια του βασιλιά, του γιου του τα μουστάκια.» «Ωρέ!» λέει ο βασιλιάς. «Τούτος δεν έχει τελειωμό. Να τον ρίξετε στα φλουριά να τα ειδεί για καλαμπόκια, να τα φάει να ψοφήκει» Τον ρίχνουν στα φλουριά. Στέκεται ο πέτος, κυλιέται στα φλουριά, γιόμισαν τα φτερά του μέσα. Ξάπλωσε κατόπι κι έκανε τον ψόφιο, γκόρδα 17 . Πάν’ οι χουσμεκιάρηδες στο βασιλιά το χαμπέρι 18 . «Να τον πιάκετε να τον πετάξετε όξω στα χωράφια, μη μας βρωμήσει» Τον πιάνουν και τον πέταξαν όξω στα χωράφια. Σκώνετ’ αυτός και αγάλι αγάλια, πάει στον πάππο. «Στρώσε μου παχιά παχιά, δείρε με λιανά λιανά» του λέει. Βάνει ο πάππος μια βελέντζα, πιάνει και μια λιανή βέργα και τον βάραγε αλαφρά. Προυφ, Προυφ πέφτανε οι λίρες και τα φλουριά. Πήρ’ ο πάππος κι έφαγε, ντύθηκε, ποδέθηκε, έδωκε και τση βάβως. Τση βάβως τς ήρθ’ αντάρα 19 . Πιάνει την κότα της και τση λέει: «Να πας και συ να μου φέρεις φλουριά. Καλύτερος είν’ ο πέτος του πάππου;» Κίνησ’ η κότα, έφτακε στο παλάτι. Ανηβαίνει 20 στο καμπαναριό, κραίνει: «Να χέσω τα γένια του βασιλειά, του γυιού του τα μουστάκια». Την πιάνουν τη ρίχνουν σένα ξερό πηάδι 21 με τα φίδια. Γκυλίστηκε, γιομίσανε τα φτερά τση φίδια και πιτσιλιάγκους 22 . Γυρνάει στη βάβω και τση κρένει: «Στρώσε μου λιανά-λιανά, βάρα με βαρειά- βαρειά». Πιάν’ η βάβω και τση στρώνει, αρπάζει κι ένα σκόπι 23 και τη βαράει. Κι όπως τη βάραγε την κότα, πέφτανε τα φίδια κι οι πιτσιλιάγκοι ανταριασμένα και τη φάγανε τη βάβω και πέθανε, πάει. Σημείωση: Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1887, όταν το χωριό μας ήταν ακόμη υπόδουλο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Σουλτάνος ήταν ο Αβδούλ Χαμίτ. Τα παραμύθια αυτά αναφέρονται προφανώς σε εκείνη την εποχή. Η βρισιά στα γένια του Βασιλιά (του μωαμεθανού Σουλτάνου, εκπρόσωπου του Προφήτη) αποτελούσε ύψιστη προσβολή για τους μουσουλμάνους και προδήλως, πράξη αντίστασης για τους ραγιάδες. Από την άλλη διαφαίνεται στο παραμύθι, η περιορισμένη αντίληψη των προ-παππούδων και προ-γιαγιάδων μας, στις μικρές

Transcript of ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Ο ΠΑΠΠΟΣ...

Page 1: ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Ο ΠΑΠΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΤΟΣ

Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Ο πάππος με τον πέτο Ήτανε μια φορά ένας πάππος1 με μια βάβω2. Ο πάππος είχε έναν πέτο3 κι η βάβω μιαν κότα. Η κότα έκανε κάθε πρωί ένα αυγό, το’ περνε η βάβω το ρούφαγε, πέρναγε καλά. Τσ’ έλεγε ο πάππος: «Ωρ’ βάβω, δώ’ μου και μένα έν’ αυγό!» «Να σου κάνει ο πέτος σου» τ’ αποκρίνονταν η βάβω. Ένα πρωί, σκώνεται ο πέτος και λέει του πάππου: «Ω πάππο, δώ’ μου την ευκή σου, να πάω να καζαντήσω4, για δεν αντέχεται άλλο τούτ’ η ζωή.» «Ω μπίρο μ’5, που θα πας να μ’ αφήκεις μοναχό μου. Που θα φτάκεις, θα σε φάνε οι αλουπούδες6 κι οι λύκοι!» «Δώ’ μου πάππο την ευκή σου, σου λέω, και γω θα γυρίσω μια μέρα να σε γιομίσω φλουριά!» Σκέμπι7 το κεφάλι ο πέτος, τι να κάνει ο πάππος, του ‘δωκε την ευκή του και ο πέτος έφυγε. Εκεί που πήγαινε, βλέπει ένα ποτάμι που ‘ρχόντανε. Τηράει8 από δω, τηράει από κει, δεν έβλεπε πόρο9 να διαβεί. Κάθεται και λέει: «’Ανοιξε κώλε, ρούφα το ποτάμι, άνοιξε κώλε, ρούφα το ποτάμι, άνοιξε κώλε, ρούφα το ποτάμι» το’ πε τρεις βολές10. Ανοίγει ο κώλος, ρουφάει το ποτάμι, στέγνωσ’ ο τόπος, διάβηκε. Κατόπι, βήκαν11 μπροστά του αλουπούδες, χύθηκαν να τον φάνε. Τόπο να κρυφτεί, δεν είχε. Κάθεται και λέει: «’Ανοιξε κώλε, ρούφα τσ’ αλουπούδες, άνοιξε κώλε, ρούφα τσ’ αλουπούδες, άνοιξε κώλε, ρούφα τσ’ αλουπούδες» πάλε τρεις βολές. Ανοίγει ο κώλος, τσι12 ρούφηξε. Έφτακε σε μιαν πολιτεία που ήτανε το παλάτι του βασιλιά. Το πρωί, ανέβηκε στο καμπαναριό τσ’ εκκλησιάς και φώναξε: «Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου. Να χέσω τα γένια του βασιλιά, του γιού του τα μουστάκια.» Τα ‘κουσε ο βασιλιάς και κρένει τους χουσμεκιάρηδες13: «Ποιος είν’ αυτός μωρέ που βρίζει τα γένια μου;» «Ένας πέτος, αφέντη ‘μ.» «Να τον πιάκετε να τον βάλετε στο φούρο14 να καεί.» Πάνε, τον πιάνουνε τον πέτο, βάλανε και πολλά ξύλα να καεί ο φούρος, τον πέταξαν μέσα, σίγουροι πως θα γένει στάχτη. Κάθεται στη φωτιά μέσα ο πέτος και λέει: «Άνοιξε κώλε, βγάλε το ποτάμι, άνοιξε κώλε, βγάλε το ποτάμι, άνοιξε κώλε, βγάλε το ποτάμι», τρεις βολές. Βγαίνει το ποτάμι, πλημμύρισ’ ο τόπος, σβύστηκ’ η φωτιά. Την άλλη μέρα το πρωί πάλε ανέβηκε στο καμπαναριό τσ’ εκκλησιάς και φώναξε: «Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου. Να χέσω τα γένια του βασιλιά, του γιου του τα μουστάκια.» Τα ‘κούει ο βασιλιάς, νέβριασε15: «Να τον πιάκετε, να τον βάλετε στο κοτέτσι, να τον τσιμπήσουν οι κότες να ψοφήκει» Πάνε, τον πιάνουνε τον ρίξανε στο κοτέτσι. Στέκετ’ αυτός και λέει: «Άνοιξε κώλε, βγάλε τσ’ αλουπούδες, άνοιξε κώλε, βγάλε τσ’ αλουπούδες, άνοιξε κώλε, βγάλε τσ’ αλουπούδες», τρεις βολές. Βήκαν16 οι αλουπούδες, έφαγαν τσι κότες. Την άλλη μέρα το πρωί πάλε ανέβηκε στο καμπαναριό τσ’ εκκλησιάς και φώναξε: «Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου, Κίκι ρίκου. Να χέσω τα γένια του βασιλιά, του γιου του τα μουστάκια.» «Ωρέ!» λέει ο βασιλιάς. «Τούτος δεν έχει τελειωμό. Να τον ρίξετε στα φλουριά να τα ειδεί για καλαμπόκια, να τα φάει να ψοφήκει» Τον ρίχνουν στα φλουριά. Στέκεται ο πέτος, κυλιέται στα φλουριά, γιόμισαν τα φτερά του μέσα. Ξάπλωσε κατόπι κι έκανε τον ψόφιο, γκόρδα17. Πάν’ οι χουσμεκιάρηδες στο βασιλιά το χαμπέρι18. «Να τον πιάκετε να τον πετάξετε όξω στα χωράφια, μη μας βρωμήσει» Τον πιάνουν και τον πέταξαν όξω στα χωράφια. Σκώνετ’ αυτός και αγάλι αγάλια, πάει στον πάππο. «Στρώσε μου παχιά παχιά, δείρε με λιανά λιανά» του λέει. Βάνει ο πάππος μια βελέντζα, πιάνει και μια λιανή βέργα και τον βάραγε αλαφρά. Προυφ, Προυφ πέφτανε οι λίρες και τα φλουριά. Πήρ’ ο πάππος κι έφαγε, ντύθηκε, ποδέθηκε, έδωκε και τση βάβως. Τση βάβως τς ήρθ’ αντάρα19. Πιάνει την κότα της και τση λέει: «Να πας και συ να μου φέρεις φλουριά. Καλύτερος είν’ ο πέτος του πάππου;» Κίνησ’ η κότα, έφτακε στο παλάτι. Ανηβαίνει20 στο καμπαναριό, κραίνει: «Να χέσω τα γένια του βασιλειά, του γυιού του τα μουστάκια». Την πιάνουν τη ρίχνουν σένα ξερό πηάδι21 με τα φίδια. Γκυλίστηκε, γιομίσανε τα φτερά τση φίδια και πιτσιλιάγκους22. Γυρνάει στη βάβω και τση κρένει: «Στρώσε μου λιανά-λιανά, βάρα με βαρειά-βαρειά». Πιάν’ η βάβω και τση στρώνει, αρπάζει κι ένα σκόπι23 και τη βαράει. Κι όπως τη βάραγε την κότα, πέφτανε τα φίδια κι οι πιτσιλιάγκοι ανταριασμένα και τη φάγανε τη βάβω και πέθανε, πάει. Σημείωση: Η γιαγιά μου γεννήθηκε το 1887, όταν το χωριό μας ήταν ακόμη υπόδουλο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Σουλτάνος ήταν ο Αβδούλ Χαμίτ. Τα παραμύθια αυτά αναφέρονται προφανώς σε εκείνη την εποχή. Η βρισιά στα γένια του Βασιλιά (του μωαμεθανού Σουλτάνου, εκπρόσωπου του Προφήτη) αποτελούσε ύψιστη προσβολή για τους μουσουλμάνους και προδήλως, πράξη αντίστασης για τους ραγιάδες. Από την άλλη διαφαίνεται στο παραμύθι, η περιορισμένη αντίληψη των προ-παππούδων και προ-γιαγιάδων μας, στις μικρές

Page 2: ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Ο ΠΑΠΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΤΟΣ

πατριαρχικές κοινωνίες του καιρού, που θεωρούσαν ότι ο Σουλτάνος ασχολείται με τα καθημερινά, γνωρίζει τα κοτέτσια, τους φούρνους κλπ. 1 Γέρος, παππούς 2 Γριά, γιαγιά 3 Πετεινό, κόκορα 4 Να κάνω την τύχη μου, να πλουτίσω 5 Γιέ μου 6 Αλεπούδες 7 Πέτρα, αγύριστο κεφάλι 8 Κοιτάει 9 Διάβαση 10 Φορές 11 Βγήκαν 12 τις 13 Υπηρέτες 14 Φούρνο 15 Εκνευρίστηκε 16 Βγήκαν 17 Τεντωμένος, με την αγκύλωση του πεθαμένου 18 Νέο, μήνυμα 19 Σκοτοδίνη 20 Ανεβαίνει 21 Πηγάδι 22 Σκορπιούς 23 Ραβδί