ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΚΟΡΑΚΩ

1
Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Η Κοράκω Ήτανε μια φορά ένας πάππος 1 με μια βάβω 2 . Ο πάππος είχε και μια σκύλα, την Κοράκω 3 . Η βάβω είχε μια γάτα 4 . Είχαν και καμπόσα ίδια 5 . Η βάβω, άρμεγε τα ίδια κάθε βράδυ που τα γύρναγ’ ο μπιστικός 6 από το λόγγο, έφτιανε κάθε μέρα φαί για τον εαυτό της κι έτρωγε. Εδινε και στη γάτα της. Στον πάππο, έδινε πότε ξυνόγαλο, πότε κουρκούτι. Έπαιρν’ ο μαύρος ο πάππος και κανά κομμάτι ξερή μπρούστουλη 7 που απόμενε, μιαν ελιά, μισό κρομμύδι, ψευτοπορευότανε, αλλά πείναγε, τι να του κάνουνε. Έδινε και στην Κοράκω. Έρθε πόλεμος. Η πείνα μεγάλωσε. Ο πάππος παρακάλαγε: «Ωρ βάβω! Βάλε μου ψια 8 γάλα! Δώσε κάτι και στην Κοράκω, μη δίνεις μονάχα στη γάτα.» Κι βάβω με νεύρο του αντιγύρναγε: «Δεν κάνουν τα ίδια! Έλα μοναχός σου ιδείς τώργια που θα ‘ρθουνε. Στη γάτα δίνω και τρώει γιατί πιάνει τα ποντίκια και τα φίδια. Η Κοράκω σου δε γκάνει τίποτες». Του βαλε λίγο ξυνόγαλο, έτριψε και μια μύτη μπρούστουλη ο πάππος, έφαγε. Έκατσ’ ο πάππος στη θύρα, στο πεζούλι και καρτέραγε τα ίδια. Όπως είχε φάει το ξυνόγαλο οι πορδές πήγαιναν …βροντές. Τα ίδια σκιάζονταν. Τι να κάν’ η βάβω, πήρ’ ένα κότσαλο 9 και του τόχωσε και σταμάτησε, γιατί σταματημό δεν είχε. Την άλλη μέρα ο πάππος τση λέει «Σφάξε ωρ βάβω ένα ίδι να φάμε ψια κριάσι 10 !» «Το λαιμό να σου κόψω, ίδι δε σφάζω, δεν τόχω για τα σένα». Η βάβω, όμως, έδινε ίδια και σφάζανε έπαιρνε κρέας, έδιν’ όσο απόμνεισκε κι είχε καφέ, ζάχαρη, αλεύρι. Την είδ’ ο πάππος όμως και τη χούγιαξε 11 . «Καλά» τούπε «αύριγιο 12 θα σου σφάξω ένα κατσίκι να φας, να σκάσεις». Ησύχασ’ ο πάππος. Πιάν’ η βάβω τη γ’Κοράκω και τη σφάζει. Τη μαγείρεψε στο νταβά 13 με μανέστρα 14 και τούβαλε να φάει. Έκατσ’ ο πάππος κι έτρωγε. ‘Εβγανε τα κόκκαλα και φώναζε «Φτου, Κοράκω, κόκκαλο» κι η βάβω απ’ το κατώι απολογιόντανε «Κοράκω τρως, Κοράκω μαυλάς 15 , …. Κοράκω τρως, Κοράκω μαυλάς». 1 Γέρος, παππούς 2 Γριά, γιαγιά 3 Συνηθισμένο όνομα στις σκύλες που είχαν μαύρο χρώμα (του κοράκου) 4 Σ’ αυτό το σημείο πάντα ρώταγα τη γιαγιά: «Πώς τη λέγανε τη γάτα;» και πάντα, κοφτά, την ίδια απάντηση λάβαινα: «Γάτα. Δε λέει το παραμύθι άλλο!» 5 Γίδια 6 Στο χωριό κάθε σπίτι είχε από λίγα γίδια. Προσλάμβαναν τσοπάνο (μπιστικό) κοινό για όλο το χωριό που μάζευε το πρωί τα ζώα, τα γύρναγε να βοσκήσουν και τα γύρναγε το απόβραδο 7 Ψωμί από καλαμποκάλευρο, μπομπότα 8 Ψίχα, λίγο 9 Το στέλεχος του καρπού του καλαμποκιού που μένει μετά την εκκόκκιση 10 Κρέας 11 Έβαλε τις φωνές 12 Αύριο 13 Ταψί 14 Κριθαράκι 15 Μαυλάω, καλώ το ζώο

Transcript of ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΚΟΡΑΚΩ

Page 1: ΣΙΔΕΡΗ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΟΠΩΣ ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΚΟΡΑΚΩ

Όπως μου τα ‘χε μολοήσει η γιαγιά μου. Η Κοράκω Ήτανε μια φορά ένας πάππος1 με μια βάβω2. Ο πάππος είχε και μια σκύλα, την Κοράκω3. Η βάβω είχε μια γάτα4. Είχαν και καμπόσα ίδια5. Η βάβω, άρμεγε τα ίδια κάθε βράδυ που τα γύρναγ’ ο μπιστικός6 από το λόγγο, έφτιανε κάθε μέρα φαί για τον εαυτό της κι έτρωγε. Εδινε και στη γάτα της. Στον πάππο, έδινε πότε ξυνόγαλο, πότε κουρκούτι. Έπαιρν’ ο μαύρος ο πάππος και κανά κομμάτι ξερή μπρούστουλη7 που απόμενε, μιαν ελιά, μισό κρομμύδι, ψευτοπορευότανε, αλλά πείναγε, τι να του κάνουνε. Έδινε και στην Κοράκω. Έρθε πόλεμος. Η πείνα μεγάλωσε. Ο πάππος παρακάλαγε: «Ωρ βάβω! Βάλε μου ψια8 γάλα! Δώσε κάτι και στην Κοράκω, μη δίνεις μονάχα στη γάτα.» Κι βάβω με νεύρο του αντιγύρναγε: «Δεν κάνουν τα ίδια! Έλα μοναχός σου ιδείς τώργια που θα ‘ρθουνε. Στη γάτα δίνω και τρώει γιατί πιάνει τα ποντίκια και τα φίδια. Η Κοράκω σου δε γ’κάνει τίποτες». Του βαλε λίγο ξυνόγαλο, έτριψε και μια μύτη μπρούστουλη ο πάππος, έφαγε. Έκατσ’ ο πάππος στη θύρα, στο πεζούλι και καρτέραγε τα ίδια. Όπως είχε φάει το ξυνόγαλο οι πορδές πήγαιναν …βροντές. Τα ίδια σκιάζονταν. Τι να κάν’ η βάβω, πήρ’ ένα κότσαλο9 και του τόχωσε και σταμάτησε, γιατί σταματημό δεν είχε. Την άλλη μέρα ο πάππος τση λέει «Σφάξε ωρ βάβω ένα ίδι να φάμε ψια κριάσι10!» «Το λαιμό να σου κόψω, ίδι δε σφάζω, δεν τόχω για τα σένα». Η βάβω, όμως, έδινε ίδια και σφάζανε έπαιρνε κρέας, έδιν’ όσο απόμνεισκε κι είχε καφέ, ζάχαρη, αλεύρι. Την είδ’ ο πάππος όμως και τη χούγιαξε11. «Καλά» τούπε «αύριγιο12 θα σου σφάξω ένα κατσίκι να φας, να σκάσεις». Ησύχασ’ ο πάππος. Πιάν’ η βάβω τη γ’Κοράκω και τη σφάζει. Τη μαγείρεψε στο νταβά13 με μανέστρα14 και τούβαλε να φάει. Έκατσ’ ο πάππος κι έτρωγε. ‘Εβγανε τα κόκκαλα και φώναζε «Φτου, Κοράκω, κόκκαλο» κι η βάβω απ’ το κατώι απολογιόντανε «Κοράκω τρως, Κοράκω μαυλάς15, …. Κοράκω τρως, Κοράκω μαυλάς». 1 Γέρος, παππούς 2 Γριά, γιαγιά 3 Συνηθισμένο όνομα στις σκύλες που είχαν μαύρο χρώμα (του κοράκου) 4 Σ’ αυτό το σημείο πάντα ρώταγα τη γιαγιά: «Πώς τη λέγανε τη γάτα;» και πάντα, κοφτά, την ίδια απάντηση λάβαινα: «Γάτα. Δε λέει το παραμύθι άλλο!» 5 Γίδια 6 Στο χωριό κάθε σπίτι είχε από λίγα γίδια. Προσλάμβαναν τσοπάνο (μπιστικό) κοινό για όλο το χωριό που μάζευε το πρωί τα ζώα, τα γύρναγε να βοσκήσουν και τα γύρναγε το απόβραδο 7 Ψωμί από καλαμποκάλευρο, μπομπότα 8 Ψίχα, λίγο 9 Το στέλεχος του καρπού του καλαμποκιού που μένει μετά την εκκόκκιση 10 Κρέας 11 Έβαλε τις φωνές 12 Αύριο 13 Ταψί 14 Κριθαράκι 15 Μαυλάω, καλώ το ζώο