Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

196
1 Ιωάννης Σκοτ Η ουτοπική τραγωδία του σεξ 1

description

Η Σ.Α.Μ.Π.Α. είναι η ουτοπική τραγωδία του σεξ . Το σεξ δεν είναι τραγωδία . Ή μήπως ... είναι;Η σάμπα είναι ο πιο ερωτικός χορός . Ο ερωτισμός είναι συνώνυμός της . Πέντε άνθρωποι ζουν τον ερωτισμό που προκαλεί η σάμπα , στην ψυχή τους . Και μάλιστα το αρκτικόλεξο των ονομάτων τους σχηματίζει τη βραχυγραφία Σ.Α.Μ.Π.Α. . Η Σοφούλα , ο Αλέκος , η Μάρθα , ο Παντελής , ο Ανδρέας .

Transcript of Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

Page 1: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

1

Ιωάννης Σκοτ

Η ουτοπική τραγωδία του σεξ

Page 2: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

2

Page 3: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

3

1

- Συγνώμη, σε ποιό νούμερο έφτασε; τη ρώτησε.Εκείνη ήταν απορροφημένη στη διαδικασία και ξαφνιάστηκε.Γύρισε στα δεξιά της και απάντησε ψιθυριστά , στο δεκαοκτώ κύριε .Καθόταν στο άβολο παγκάκι της αίθουσας δικαστηρίων , στην εξωτερική του άκρη , σφιγμένη , ακουμπισμένη στα γόνατά της με το σώμα της ριγμένο μπροστά . Ξεχώριζαν λαμπερά τα γόνατά της έξω από το κομψό κιτρινωπό ταγεράκι της.- Μπορώ να περάσω; την ξαναρώτησε.Έστριψε δεξιά τα πόδια της κάνοντας χώρο να περάσει και να καθίσει αραιά δίπλα της στις δυο τρεις κενές θέσεις που υπήρχαν.

Ο Αλέκος ήταν λίγο ταραγμένος από τη βιασύνη του να προλάβει την ακροαματική διαδικασία . Είχε χρεοκοπήσει και είχε πολλά χρέη . Έτρεχε στα δικαστήρια . Και μάλιστα χωρίς δικηγόρο αφού δεν είχε να πληρώσει . Έδινε εξηγήσεις . Μάζευε ποινές .Έφτανε η σειρά του. Αυτή τη φορά δεν έχει αναβολή και ποιός τα ακούει ... πήγε να σκεφτεί και αμέσως σταμάτησε εξασκώντας τη συμφωνία που είχε κάνει με τον εαυτό του να μην παρασύρεται σε συναισθηματισμούς , συνειρμούς , λογισμούς που σίγουρα δεν θα τον ωφελούσαν.Το καμπανάκι ήρεμα χτύπησε στο μυαλό του και επανήλθε . Βάζοντας άλλες σκέψεις στη θέση τους , στο μυαλό που δεν σταματά να δέχεται επισκέψεις ...

Μέσα στην αίθουσα δικαστηρίων αυτή η καλλίγραμμη κοπέλα του φαινόταν εντελώς αταίριαστη . Διαζύγιο μάλλον, σκέφτηκε .Από την απέναντι πλευρά των καθισμάτων γύριζαν που και που και την κοίταζαν εχθρικά ένας σκληροτράχηλος ξερακιανός τύπος και μία χλωμιασμένη καλοντυμένη όμορφη κυρία που τα μάτια της , ήταν σαν μάτια φιδιού.Ωχ , την καημένη φαίνεται πολύ το μίσος που τρέφουν γι αυτήν, σκέφτηκε .Την συμπάθησε αμέσως.

Όπως καθόταν της λέει ψιθυριστά ότι έφτασε η ώρα του , χαμογελώντας .Χαμογελώντας του και αυτή , του κούνησε το κεφάλι της συγκαταβατικά .

Φευγαλέα πρόσεξε τα όμορφα χαρακτηριστικά της .Το απαλό λευκό του προσώπου της φωτιζόταν στο κοντράστ με τα σγουρά μαλλιά της που έπεφταν πλούσια στους ώμους της , λαμπερά μαύρα . Η μυτούλα της μικρή και ίσια της έδινε δυναμικότητα, συμμετρική πάνω από τα ωραία σαρκώδη χείλη της που σκέπαζαν μία σειρά κάτασπρα δοντάκια . Τα μάτια της είχαν ένα παράξενο μπλε αστραφτερό χρώμα τονισμένο από πινελιές μπλε μολυβιού ανοιχτές στην άκρη τους . Μεγάλες βλεφαρίδες και καλοβγαλμένα φρύδια σαν περισπωμένες , σαν συννεφάκια σε

Page 4: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

4

ανοιξιάτικο ουρανό έτοιμα να ταξιδέψουν στόλιζαν το πρόσωπό της . Έτσι , φευγαλέα πήρε μια γεύση από την εικόνα της .

Ντριν ντριν το καμπανάκι ξαναχτύπησε . Ήταν η συμφωνία. Είναι μεγάλη υπόθεση να γνωρίζεις ότι έχεις αλήτη νου που όπου θέλει πάει, σε ότι θέλει πάει , σ’ όποιο χρόνο και σ’ όποιο τόπο , πετάγεται . Πάει βόλτες ακόμη και σε τόπους που δεν υπάρχουν , σε χρόνους που δεν υπάρχουν. Πάει όπου φαντάζεται .Μόνο το καμπανάκι τον πειθαρχεί. Κάπου μέσα βαθιά τον πιάνει από το παράξενο αυτί του και σα μικρό παιδί τον σταματάει από τις παλαβομάρες.

Παρών! Φώναξε στο κάλεσμα της προέδρου, συμμαζεύοντας βιαστικά βιαστικά τα χαρτιά του σε ρολό.Μόλις που πρόσεξε το ενθαρρυντικό ύφος της διπλανής του κυρίας περνώντας στριμωχτά δίπλα της . Ένιωσε όμως , το βελούδινο άγγιγμα των ποδιών της στη γάμπα του που διαπέρασε το σκληρό του μπλου τζιν .

Ο κατήγορος του , πρώην συνάδελφος , καλοντυμένος σπορ, φαλακρός με σμιγμένα φρύδια , γαλάζια μάτια και γαμψή μύτη , θα μιλούσε πρώτος.

Με χαμηλή φωνή και λίγο στόμφο τονίζοντας τις λέξεις είπε: Κυρία πρόεδρε θα σας ζητήσω την παραδειγματική τιμωρία του συναδέλφου μου.Ο κύριος αυτός, συνέχισε δείχνοντας προς τα πίσω, όπου καθόταν κατηγορούμενος ο Αλέκος , με τεντωμένο το δείχτη στο τεντωμένο μισοσηκωμένο του χέρι , κάποτε έκανε τον πολύ μεγάλο επιχειρηματία και τον μεγάλο κτηνίατρο, έκανε τον επιστήμονα το μεγάλο.Και δε λέω τα είχε καταφέρει , είχε μαζέψει πολλούς κτηνοτρόφους και αγρότες στην πελατεία του.Όλοι μας απορούσαμε, όπως και γω, έδειξε τον εαυτό του χτυπώντας το δάχτυλο στο στήθος νευρικά, πώς κατάφερνε να προχωράει αυτός τόσο γρήγορα . Ανησυχούσαμε με την ξέφρενη πορεία του ότι εμείς οι υπόλοιποι , όπως και γω , ξανάδειξε τον εαυτό του στο ύψος του στομαχιού, θα κλείσουμε .Και να που ήρθε η ώρα της αλήθειας, ύψωσε τη φωνή του.Είναι ένας κοινός απατεώνας, μισοούρλιαξε κουνώντας το δείκτη πολλές φορές. Πουλούσε αέρα . Πουλούσε , πουλούσε , μάζευε τα χρηματάκια και τα έβαζε στην τσεπούλα του είπε χτυπώντας την τσέπη του δυο φορές.Συστηματικός απατεώνας, ούρλιαξε αυτή τη φορά . Έχει φάει του κόσμου τα λεφτά . Αλλά εγώ δε θα τον χαρίσω , έδειξε πάλι με το δάχτυλο το στήθος του.Και δεν είναι για τα λεφτά , αυτά τα λίγα λεφτά , σπουδαίο πράμα .Πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά γιατί σαν και του λόγου του δημιουργούν τα σινάφια . Αυτοί είναι οι πρόδρομοι που διαταράσσουν και καταστρέφουν την ωραία μας κοινωνία.Πρέπει αυτοί οι αποτυχημένοι , να μπουν στη θέση τους , χωρίς λύπες.Η μυτούλα τους να πέσει χαμηλά .Ήθελαν τάχα να σώσουν τους χαζούς πελάτες , με το πολύ μυαλό τους.

Page 5: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

5

Ας γελάσω .Έκανε τεράστια κτίρια υποδομών και διατροφικές πατέντες να κατακτήσει τον κόσμο , οι πελάτες του θα κατακτούσαν τον κόσμο ...Που είναι τα λεφτά σου , ρε , να μας πληρώσεις φώναξε.Ρεζίλι των σκυλιών! Ξέρει μήπως αυτός πως τα έβγαλα τούτα τα λεφτά, που μου έφαγε ; Με τον ιδρώτα του προσώπου μου , είπε σκουπίζοντας το μετωπό του .Δούλεψα σκληρά, όχι σαν τις εξυπνάδες του.Τον παράτησε και η γυναίκα του και μας κάνει ακόμα τον καμπόσο.Πληρωσέ με , ρε , αν μπορείς , δώσε μου τα λεφτά μου πίσω.Δεν τολμάς ούτε να μου ζητήσεις να στα χαρίσω , απατεώνα , γιατί ξέρεις καλά ότι μου τα έφαγες και με τρέχεις στα δικαστήρια .Γι αυτό κυρία πρόεδρε ζητώ την παραδειγματική τιμωρία .Τέτοια σκουπίδια σαν κι αυτόν σε καθαρίζουν αύριο , τραβάν την κουμπούρα μπαμ και κάτω.Δεν έχουν καμιά αξία πάνω τους . Καμία ηθική . Δολοφόνοι είναι και εγκληματίες.Έτσι να τους δικάσετε . Μέσα . Φυλακή να τον βάλετε τον εγκληματία.Χάνω την ψυχραιμία μου , κυρία πρόεδρε , τι θα πω στα παιδιά μου αύριο;Στα παιδιά μας ; Τι έγιναν τα λεφτά μου καραμέλες;Αλλά δεν είναι τα λεφτά ξαναλέω , αλοιμονό μας!

Κατέβηκε τρεκλίζοντας κοιτάζοντας προς το ακροατήριο αναζητώντας την επιβράυευσή του γεμάτος αυτοπεποίθηση , γεμάτος δίκιο .

Η σειρά του Αλέκου ήρθε. Έχει δίκιο , ο συναδελφός μου , να θέλει τα χρηματά του , είπε.Όμως η σημερινή μου οικονομική κατάσταση δεν το επιτρέπει.Του είχα πει να περιμένει λίγο μετά τη λήξη της επιταγής , αλλά δυστυχώς μου τη σφράγισε . Μπήκα στον Τειρεσία . Οι τράπεζες σταμάτησαν να με χρηματοδοτούν και άνοιξε ο φαύλος κύκλος της οικονομικής μου καταστροφής.Σας προσκομίζω τον τελευταίο ισολογισμό με τις ζημιές , το κατασχετήριο του σπιτιού μου , του αυτοκινήτου μου , γαιών και οικοπέδων με τα κτίριά τους.Δυστυχώς έχω καταστραφεί οικονομικά.

Ξέρετε του απάντησε η πρόεδρος ότι υποχρεωτικά προβλέπονται ποινές για την έκδοση ακάλυπτων επιταγών , 4 μήνες είναι η ποινή σας.Ευχαριστώ , είπε και χαιρέτησε.

Ντράπηκε να κοιτάξει προς την όμορφη κυρία που καθόταν δίπλα της .Έφυγε με αργά βήματα κοιτάζοντας σταθερά προς την έξοδο απ’ όπου έριξε μια κλεφτή ματιά προς τα πίσω.Εκείνη με σταθερό βλέμμα , τον χαιρέτησε με ένα χαμογελαστό νεύμα.

Page 6: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

6

Η Σοφούλα , αργότερα , βγήκε για φαγητό με τον πρώην συζυγό της , τον Ανδρέα , να του πει τις δικαστικές της περιπέτειες . Καθισμένοι σε κάποιο ρομαντικό παραθαλάσσιο ταβερνάκι άρχισαν να συζητούν.Άρχισε η Σοφούλα να του λέει ότι τελικά πήραν αναβολή . Είχαν μεγάλο νούμερο και πήραν αναβολή λόγω ωραρίου . Όμως άμα τους έβλεπε πως έκαναν... ο αδερφός της με τη Μάρθα, οι αντιδικοί της . Υπέφεραν πολύ και θα τους έκανε να υποφέρουν πολύ περισσότερο και γιά πολύ καιρό ακόμη . Έτσι θα τους είχε να τους τρώει ο καημός της χαμένης ευκαιρίας . Ο καημός του πλούτου που προσδοκούσαν μοχθηρά και γλίστρησε μέσα από τα χέρια τους . Ήταν λίγο αρρωστούλα...οι σκέψεις της , το παραδεχόταν , ήταν νοσηρές αλλά από την άλλη τους άξιζε . Έπρεπε να κρατηθεί και να συνεχίσει.

- Πρέπει να προσέχεις αγάπη μου, χωρίς να φοβάσαι της είπε ο Ανδρέας πιάνοντας το χέρι της λίγο σφιχτά θέλοντας να τη στηρίξει , διακρίνοντας ένα μικρό τρέμουλο στα χέρια και στα χείλη της- Ο χαζός ο δικός μου, συνέχισε η Σοφούλα να λέει , είναι υποχείριός της . Προσπάθησα πάλι κάτι να του πω αλλά με αγνόησε εντελώς . Μόνο λοξές ματιές εισέπραξα εκατέρωθεν σα δηλητηριώδη βέλη . Είμαι σίγουρη ότι έχουν ερωτική σχέση μεταξύ τους και νομίζω ότι προυπήρχε πολύ καιρό πριν . Αυτή έχει σχέδιο να του τα φάει όλα . Τον κάνει ότι θέλει . Αυτός ούτε από αδέρφια καταλαβαίνει ούτε από τίποτα . Είναι τυφλά ερωτευμένος και απολύτως υπάκουος σ’ αυτήν και τα σχεδιά της . Έχει τυφλωθεί εντελώς από μίσος . Και για μένα ειδικά αισθάνεται οργή.

-Βρε αγάπη μου , δε σε βοηθάει να σκέφτεσαι έτσι . Έχεις δίκιο . Έχεις συγκεντρώσει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία με υπομονή και σωστές κινήσεις . Δεν έκανες κάτι το παράνομο . Και πάνω απ’ όλα έχεις τα χρήματα στα χέρια σου .Τα πήρες είναι δικά σου . Είναι δικά σου . Ας τους να τρέχουν τώρα . Εσένα δεν πρέπει να σε βασανίζπουν ακραίες αρνητικές πιθανότητες . Κοίτα να χαρείς την μεγάλη εύνοια της τύχης σου . Κοίτα να χαρείς για τη μεγάλη δύναμη που έδειξες και τα αστραπιαία αντανακλαστικά σου . Αστραπιαία κίνηση . Μπήκες στους κοινούς λογαριασμούς και τα πήρες . Τώρα θα με πάρεις και μένα , θα με δεχτείς πίσω της είπε πιάνοντας και το άλλο της το χέρι . Ο δυνατός άντρας μπορεί και γυρίζει πίσω και με το διαζύγιο στο χέρι . Αναγνωρίζει τα λάθη του . Αναγνωρίζω τα λάθη μου . Θα βρεις και για μένα τη δύναμη να ξαναπαντρευτούμε;

-Ανδρέα! Θέλεις να φύγω τώρα αμέσως! Δεν θα ωριμάσεις ποτέ...-Έλα αγάπη μου , επανέλαβε ικετευτικά ο Ανδρέας-Ανδρέα ! Ξαναφώναξε απαγορευτικά τη στιγμή που το γκαρσόνι τους πρότεινε να δοκιμάσουν λίγο από το κρασί που είχαν παραγγείλει και καταλαβαίνοντας καθυστερημένα την αδιακρισία του , τους σέρβιρε βιαστικά το κρασί στα ποτήρια.Η Σοφούλα αμήχανα και νευρικά έφερε το κολονάτο ποτήρι γύρω γύρω και το έβαλε στη μύτη της . Αμέσως ένα μπουκέτο αρωμάτων κατέκλυσε τις αισθήσεις της . Ένιωσε μία ψυχική αγαλλίαση και σαν να ξύπνησε από ένα ήρεμο όνειρο είπε για το πανέμορφο μπουκέτο που μύριζε . Εβαλε στο στόμα της το ποτήρι ρουφώντας μια γουλιά ακόμη. Κλείνοντας τα μάτια της του είπε ότι για ένα τέτοιο κρασί θα έμενε μαζί του . Είχε τον τρόπο να την καταφέρνει να την παιδεύει και αυτή σαν κουτορνίθι να παραμένει μαζί του . Η Σοφούλα ήταν δυο φορές θύμα κι ας έλεγε για τον αδερφό της .

Page 7: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

7

-Θέλω να σε έχω πάλι της είπε γελώντας δυνατά ο Ανδρέας . Κι ας ξέρω ότι είναι αδύνατον , της είπε χωρίς αυτοπεποίθηση . Ελπίζοντας στα αναπάντεχα και ανερμήνευτα γυρισματά της .Όπως εκείνο την ώρα που χωρίζανε .Έκλαιγαν και θύμωνανε και ξαφνικά η Σοφούλα άρχισε να του βάζει ζεστά βοτσαλάκια στο μαγιό του τρυφερά νομίζοντας , ο Ανδρέας , ότι του έβαζε νέες ελπίδες αλλά αμέσως μετά έκανε στροφή και άντε γεια ...Ο Ανδρέας την αγαπούσε ακόμη . Την αγαπούσε , ήταν το μωρό του, του άρεσε το γεύμα , την ήθελε ακόμη. Η Σοφούλα τον διέκοψε. Δεν ήθελε να πηγαίνει ξανά το θέμα εκεί. Αισθανόταν ευάλωτη. Απόψε άλλα ήθελε να του πει.

Ο Ανδρέας υποχώρησε συμφωνώντας να ευχαριστηθούν τη βραδιά μαζί με το κρασάκι που της διάλεξε .Της είπε να βρει αν μπορούσε τα αρώματά του.Η Σοφούλα άρχισε παιχνιδιάρικα κι αυτή να του τα απαριθμεί . Κίτρο , κιτρολέμονο , ανανάς , ροδάκινο , πράσινο μήλο, και λίγο γκρέιπ φρούτ που αφήνει μία ευχάριστη πικρίτσα στο τελείωμά του είπε ολοκληρώνοντας τη γευσιγνωσία της . Και με το τελευταίο που είπε του έριξε λοξές τσαχπίνικες ματιές με όλη της τη γοητεία.Ο Ανδρέας της έδωσε άριστα και επιβεβαίωσε με τον τρόπο αυτό , αυτό που η Σοφούλα ζητούσε φιλάρεσκα. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους στην υγειά τους . Το γεύμα ήταν εξαιρετικό. Ψητός ροφός με σαλάτα μπίρι μπίρι . Το κρασί με την οξύτητά του έδενε απόλυτα .

Βρισκόταν μπροστά στο κύμα . Δίπλα τους σχημάτιζαν σειρά κάποιες μεγαλούτσικες αγγελικές . Με την πανέμορφη κόμη τους έμοιαζαν σαν συννεφάκια στηριγμένα πάνω στα τσαχπίνικα κλαδάκια τους , μοσχοβολούσαν με τα ταπεινά ανθάκια τους μπροστά στα βραχάκια . Εκείνα , εκεί , κρατούσαν τα όνειρα που έφερνε ο θαλασσινός αέρας , στην κόμη τους . Αφήνοντας μόνο τις αλμυρές ευωδιές της ζωής να ανακατώνονται στα σγουρά μαλλιά της . Όλα μαζί με τα αρώματα του κρασιού που έμπαιναν ερεθιστικά στα ρουθούνια της.Το ηλιοβασίλεμα έσβηνε προσθέτοντας τα χρώματά του βαθιά στην ψυχή της . Της χάριζε ένα άγγιγμα που το είχε απαραίτητη ανάγκη εκείνη τη στιγμή . Ήξερε πως θα χτυπούσε ξανά ο ασταμάτητος Ανδρέας . Ήταν πολλά τα χρόνια που είχαν περάσει οι δυο τους μαζί . Από παιδιά . Από φλερτ ... Η πρώτη της αγάπη , που εξελίχθηκε σε γάμο που κατέληξε σε διαζύγιο.

Του είπε ότι θα προτιμούσε να επιστρέψει μόνη της στο σπίτι . Ήξερε ότι αν δεν γινόταν αυτό δεν θα είχε τη δύναμη να του αντισταθεί . Ο Ανδρέας της ήταν όντως πολύ γοητευτικός ακόμη. Δεν ήθελε όμως σε καμιά περίπτωση να ξαναμπεί σε περιπέτειες μαζί του. Του υποσχέθηκε , βέβαια , κάτι όσο πιο αόριστο γινόταν για κάποια άλλη φορά για να τον αποφύγει. Του έδωσε και ένα αληθινό φιλί. Και τελικά σπρωχνοντάς τον με δύναμη στο στήθος ξεκίνησε μόνη της τη βόλτα της επιστροφής ανυποχώρητη . Προχωρούσε μόνη της , έχοντας τα μάτια της σχεδόν κλειστά ακούγοντας τη θάλασσα

Page 8: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

8

μελωδικά να σβήνει δίπλα της . Σταματούσε που και που και δοκίμαζε τη λιπαρή αφή των φύλλων της αγγελικής . Της θύμιζε το ερωτικό άγγιγμα στο λωβό του αυτιού της όταν τα χείλη του Ανδρέα τη φιλούσαν παθιασμένα . Έλιωνε πραγματικά . Χανόταν . Ήταν ένα ακυβέρνητο πλοίο στα χέρια του , στα χάδια , στα φιλιά του. Εκεί πίσω από το αυτί της αρχίζαν όλα . Ο Ανδρέας ήταν ακόλαστος και εξαντλούσε όλη την εξουσία του καλού εραστή πάνω της . Χρόνια ολόκληρα την είχε παρασύρει με κομμένα χαλινάρια . Ξεχνούσε και συγχωρούσε τα πάντα , ότι και αν έκανε . Έτρεχε πίσω του , πειθήνιο όργανό του . Είχε πληρώσει πολύ ακριβά αυτή την παθολογική της συμπεριφορά.

Και επιτέλους τώρα που έμεινε μακριά του , το είχε ξεκαθαρίσει. Κατάφερε ύστερα από μεγάλη πάλη να ανεξαρτητοποιηθεί . Να πατήσει στα δυο της πόδια που τρέκλιζαν τώρα στις γλυκιές μυρωδιές, στη γλυκιά βραδιά... Ήταν απολύτως σίγουρη ότι δεν θα έβρισκε άλλη φορά τόσο όμορφο άντρα και τόσο εξαιρετικό εραστή . Ο εθισμός της ήταν μεγάλος . Ήταν πάνω από τις απεγνωσμένες προσπάθειες της λογικής . Πάνω από τις ψύχραιμες τακτικές και τις τεχνητές υποσχέσεις ψυχολογικής ενδυνάμωσης .Έκανε να γυρίσει πίσω . Ήθελε να τρέξει .Ζαλισμένη κάθισε στο μπρατσάκι ενός κλαδιού . Πιάστηκε να στηριχτεί με τα δυο της χέρια στον κορμό . Ένιωθε σαν ένα μικρό πουλάκι απροστάτευτη . Σαν μικρό πουλάκι τρεμάμενο ήταν καθώς άκουγε το κύμα που χτυπούσε πιο δυνατά . Χτυπούσε πιο δυνατά από την καρδούλα ενός σπουργιτιού , η καρδιά της. Ο άνεμος δυνάμωνε και εκείνη ανοίγοντας ένα κουμπί στο λευκό της πουκάμισο τον άφησε να εισχωρήσει . Γυρίζοντας το λαιμό της ευθύς μπροστά του, τον άφησε να τη χαιδέψει απαλά μέσα στα μαλλιά της , μέσα στα στήθη της , στην ψυχή της μέσα . Έσφιξε τα πόδια απεγνωσμένα . Τα ένιωσε σφιχτά το ένα να ακουμπάει στ’ άλλο .Άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν....

Όταν τα δάκρυά της στον άνεμο στέγνωσαν δροσερά , ξεκίνησε πάλι . Σκέφτηκε ότι το κρασί την είχε μεθύσει . Την είχε γεμίσει ερωτική χαρά . Την είχε κατακλύσει με το γλυκό ερωτικό πόθο . Ένιωθε πολύ ευχαριστημένη, πολύ γεμάτη, πολύ πλούσια. Τα πλούτη της ήρθαν στο μυαλό . Μα δεν τ’ άφησε να μπουν. Ήθελε να διατηρήσει όλη αυτή τη γλύκα . Όλη τη γλυκιά αύρα να τη θωπεύει παντού . Σ’ όλα τα σημεία . Σ’ όλες τις ευαίσθητες γωνιές της. Να μπαίνει μέσα στα μύχια της . Να της απαλύνει ότι σκληρό περιείχε , να το θεραπεύει ηδονικά . Απαλά και βίαια. Και βίαια. Να νιώθει πόνο. Να στενάζει , ελεύθερα . Μακριά από φόβους και συγκαταβάσεις . Να νιώσει την ώρα της αλήθειας ελεύθερα . Γογγύζοντας να ελευθερώσει τον πόνο της . Να τον φωνάξει χωρίς ντροπή με όλη της τη δύναμη .Να σκούξει σαν δυνατός αέρας που περνά μέσα από ρωγμή . Σαν αγέρας που περνά μέσα από τη στενωπό των αληθινών θέλω και δε θέλω.

Όταν έφτασε στο σπίτι της κάθισε ήσυχα μπροστά στον ΗΥ της . Της ήρθε στο μυαλό εκείνο το υπέροχο κρασί που λίγο πριν ήπιε . Χτύπησε στο FB να το βρει .

Page 9: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

9

Χαζεύοντας τις φωτογραφίες είδε έκπληκτη τον κύριο που είχε καθίσει δίπλα της στο δικαστήριο . Κρατούσε μία φιάλη χαμογελαστός . Χωρίς δισταγμό του έστειλε μήνυμα .Με λένε Σοφούλα . Νομίζω ότι είστε ο κύριος που καθόταν δίπλα μου στο δικαστήριο. Το κρασί σας είναι υπέροχο . Αν θέλετε μπορούμε να γίνουμε φίλοι .

O Aλέκος με το τελευταίο του δεκάευρο έβαλε βενζίνη . Ηξερε ότι η καθημερινή διαδρομή του έκαιγε οκτώ ευρώ να πάει και να ‘ρθει . Το λαμπάκι ήταν αναμμένο . Χαμογελούσε στην πιθανότητα να μείνει κάπου στο ενδιάμεσο της διαδρομής . Διασκέδαζε μ’ αυτή την ιδέα . Μάθαινε τα δύσκολα σημεία της διαδρομής . Σκεφτόταν πως θα αντιδρούσε αν έμενε εκεί, σε κάποιο δύσκολο σημείο της , από βενζίνη . Ήταν άνθρωπος της τελευταίας στιγμής . Ήξερε ότι ποτέ δε θα συμβεί . Κάθε φορά που έφτανε στο τελευταίο δεκάευρο το διασκέδαζε απίστευτα . Καλύτερα κι από μικρό παιδάκι διασκέδαζε το θαυματουργικό τρόπο που λίγα χρήματα θα φανερώνονταν κι ας οι λίγες πιθανότητες έλεγαν το αντίθετο. Ζούσε το εκπληκτικό σήμερον . Ευχαριστιόταν την αναμονή της έκπληξης . Την έκπληξη με θετικό πάντα πρόσημο . Την ανατροπή της αρνητικής εξέλιξης , την τελευταία στιγμή .Διασκέδαζε την εύθυμη ανατροπή , περιγελώντας την αρνητική εκδοχή των πραγμάτων. Ζούσε , την πάντοτε προσωρινή , επιτυχή έκβαση . Τη γιορτή της προσωρινής ζωής . Προσωρινή . Προσωρινά .

Στην κατηφόρα έβγαζε την ταχύτητα για οικονομία . Το αυτοκινητάκι του ορμούσε μ’ όλη του την ταχύτητα σαν σε ελεύθερη πτώση . Στις ανηφόρες όπως και να το πάρει κανείς χρειάζεται πάντα σπρώξιμο . Και επίσης κατανάλωση ενέργειας . Η διαδρομή παρόλη τη συνήθεια της καθημερινότητας ήταν πανέμορφη . Ο δρόμος στριφογύριζε ανάμεσα στα λοφάκια εναλλάσσοντας πρασινωπά τοπία ανοιξιάτικα . Έμοιαζαν με καταπράσινα νησιά βόρειων χωρών οι λόφοι αυτή την εποχή . Και η μπλε γαλάζια θάλασσα του ουρανού , γύρω τους , τα στόλιζε σαν ουρανός γεμάτος όνειρα.

Η δουλειά της εποχής ήταν το ξεφύλλισμα του αμπελιού του . Ησυχαστική δουλειά . Μπορεί να μην έβλεπε κανένα, μπορεί κανένα να μη μιλούσε για μέρες . Αν και κρυφά έλπιζε ότι κάποιος θα του χτυπούσε το τηλέφωνο . Θα του ζητούσε κανένα κρασί να πάρει τίποτα ψιλά ... Για τις βενζίνες . Του άρεσε πολύ η δουλειά αυτή. Ήταν πολύ απορροφητική . Το μάτι έμενε προσηλωμένο στα φυλλαράκια που έσπαζε προσεκτικά . Και το μυαλό εκεί , ανάμεσα στις πρασινωπές ανταύγειες μακριά από προβλήματα και έννοιες .Το αεράκι που πάντοτε φυσούσε στην περιοχή του έδινε βαθύτερα την ανάσα στην

Page 10: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

10

αναπνοή του . Τα πουλάκια χορεύοντας κελαηδούσαν τριγύρω . Συνήθως γαλιάντρες που ερωτολογούσαν κελαηδιστά . Κιρκινέζια ζύγιαζαν τρέμοντας τα φτερά τους στον γαλανό ουρανό που κουβαλούσε μαζί του λευκά φουσκωτά συννεφάκια για στολίδι .Αλλά καμιά φορά να που μαζευόταν φουσκώνοντας όλα μαζί προς τα πάνω κατακόρυφα . Τότε ήξερε πως γρήγορα θα ‘ρχόταν η βροχή . Και αν ήθελε να μην κολλήσει μέσα στις λάσπες έπρεπε να διακόψει την απορρόφησή του και να τρέξει πίσω στο ασφαλές καταφύγιο , στο χωριό .

Μπροστά του εκτεινόταν ένα δαντελωτό πλατανόρεμα που κάνοντας κουλούρια και ανάποδες στροφές , κατέβαινε προς τη θάλασσα σχηματίζοντας γκρεμούς αλλά και βατά περάσματα . Ψηλά παρδαλά πλατάνια το περιστόλιζαν με χάρη . Του έδιναν πλούσια δύναμη , ενέργεια και μεγαλοπρέπεια . Το καλοκαίρι γινόταν μία πλούσια γιρλάντα στο ξερό λοφώδες τοπίο . Μία πράσινη φλέβα που οδηγούσε στην καρδιά . Σε μία πράσινη καρδιά μέσα στο ξεραμένο τοπίο . Την έψαχνε . Άπλωνε το μάτι του διερευνητικά να τη βρει και δεν την έβλεπε . Ένιωθε όμως την ύπαρξή της βαθιά μέσα στην ψυχή του . Βαθιά μέσα στην καρδιά του , τον οδηγούσε μια καρδιά γεμάτη ελπίδα .

Έτσι περνούσε η ώρα , οι μέρες , ο καιρός . Αντιμετώπιζε προβλήματα . Από μεγάλος επιχειρηματίας και επιστήμονας, όπως τον έλεγε ο άλλος στο δικαστήριο και ηχούσε ακόμη στα αυτιά του , ήταν πια ενας ταπεινός αμπελουργός . Ένας χειρώνακτας οινοποιός . Κάπως έτσι άρχιζε ένας καθημερινός εσωτερικός μονόλογος μέχρι που το καμπανάκι θα χτυπούσε. Σε άλλου είδους συμφωνίες δεν τα είχε καταφέρει . Αλλά αυτή το καμπανάκι του , ήταν το μεγάλο του κατόρθωμα . Πολύ γρήγορη και πετυχημένη . Ντριν και αλλαγή . Άλλο θέμα .

Εκεί στην ησυχία του πεταγόταν κάτι πρόσωπα σκληρά του παρελθόντος . Τα λυπόταν . Δε θα ήθελε ποτέ να βρεθεί στη θέση τους . Οι ασύστολες δικαιολογίες αυτών των ανθρώπων που του χρωστούσαν και η υποκριτική συγκατάβαση των άλλων , που δεν του χρωστούσαν τον πλήγωναν βαθύτατα . Έρχονταν τα πρόσωπά τους σαν πασχαλίτσες . Ωφέλιμες και αδηφάγες πασχαλίτσες . Στρουμπουλές , κόκκινες , γυαλιστερές , με τις μαύρες τους βουλίτσες . Τις έβαζε πάνω στο δαχτυλό του και τις άφηνε να πετάξουν κάνοντας μια ευχή . Είχε γίνει δυνατός στην αδυναμία των άλλων . Είχε γίνει αδύνατος στην αδυναμία των άλλων . Είχε αποκτήσει αυτή την αντιφατική δύναμη . Και αυτό οφειλόταν στο αμπέλι του . Και αυτό οφειλόταν στο αταλάντευτο ειρηνικό περιβάλλον του .

Page 11: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

11

Εκεί όπου μετατρεπόταν η αγάπη σε κρασί . Ένιωθε την αγάπη αυτή μέσα στο κρασί του .Τη νηφάλια μέθη της στη γεύση του . Και στην αιθέρια ευωδιά του την ένιωθε μυστικά , αποκρυφιστικά .

Τα συννεφάκια του γαλανού ουρανού γινόταν ένα αδιόρατο πτύχωμα των ονείρων του. Ονείρων που στη ζωή του δεν έπαψαν να έρχονται ποτέ . Και τώρα προσεκτικά τα κοίταζε . Κοίταζε τα χρώματά τους ιδιαίτερα . Τα άγγιζε προσεκτικά γιατί φοβόταν . Κι ας ήξερε πια ότι τα κακά , τα πονηρά, τα δόλια μόλις τα αγγίξεις σπάνε . Σπάνε σαν σαπουνόφουσκες . Φοβόταν κι ας γνώριζε το θορυβό τους . Είχε βρει αυτό τον απλό τρόπο διά της επαφής να ονειρεύεται . Ανακάλυψε τη συγκλονιστική δύναμη της αφής . Θεωρούσε πια την αφή ως την πρώτη ζωηφόρο αίσθηση . Έπαιζε πλέον με τα όνειρα όπως τα παιδιά με τα μπαλόνια . Σκέψεις του έφευγαν και μπερδεύονταν με τα όνειρα . Και τα όνειρα του ξέφευγαν και με τις σκέψεις του μπερδεύονταν .

Σαν αταίριαστη κυρία , σαν όνειρο του ήρθε τότε μέσα στις σκέψεις του η αταίριαστη κυρία που καθόταν δίπλα της στο δικαστήριο . Τα μαλλιά της λικνίζονταν στο αεράκι πάνω στα σύννεφα . Η ματιά της του έστελνε ακόμη μυστηριώδη κύματα δύναμης . Έδιωχνε την δειλή ντροπή έξω από την πόρτα του δικαστηρίου . Και τον κρατούσε σαγηνευμένο εμπρός της . Το προσωπό της απλωνόταν χαμογελαστό υποσχόμενο συννεφάκι ...

Το τηλέφωνο που περίμενε χτύπησε πολλές φορές μέχρι να το σηκώσει . Χαμογέλασε με ρεαλισμό που θα έβαζε βενζίνη ... Γύρισε στο σπίτι του και με τριάντα ευρώ . Το ποσό αυτό το θεωρούσε προμήνυμα απιστίας . Ειδικά από την ώρα που τον χώρισε η αγαπημένη του γυναίκα . Για τριάκοντα αργύρια η φτώχεια σε χωρίζει . Φτωχή προδοσία είναι η φτώχια . Φτωχή φτώχια ...

Σε εκείνο το σημείο είχε βάλει το γενικό συναγερμό . Εκεί όλα τα καμπανάκια του χτυπούσαν εκκωφαντικά . Ήταν το απόλυτο σημείου κινδύνου . Με όλα τα καμπανάκια να βροντούν ντριν κάθισε να ξεφύγει , να διασκεδάσει λίγο στο FB . Είχε χτίσει μια καλή παρέα φεισμπουκική και διασκέδαζε , ενημερωνόταν , περνούσε φτηνά την ώρα του.Μόλις διάβασε το μηνυμά της αισθάνθηκε μία αδιόρατη επικίνδυνη έλξη . Όπως συνήθιζε αντιστεκόμενος στο ένστικτο του δεν έκανε αμέσως αποδοχή στο αίτημα της Σοφούλας . Μπήκε ανιχνευτικά στο προφίλ της .

Η γυρισμένη πλάτη της στη φωτογραφία ντυμένη σ’ ένα γαλάζιο ντεκολτέ με την αύρα που άφηνε πίσω της τον γοήτευσε ακόμη περισσότερο .

Page 12: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

12

Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στη γυρισμένη γυναικεία πλάτη . Του προκαλούσε τη φαντασία αυτού του είδους η αδιαφορία χωρίς προφυλάξεις που εξέπεμπε . Του προκαλούσε τη φαντασία πως θα ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της η αδιαφορία αυτή . Η φωτογραφία του εξωφύλλου της ήταν ένα ξεβρασμένο σπασμένο παλαμάρι στην αμμουδιά . Περιπλεγμένος χαλαρός ναυτικός κόμπος . Θαλασσινό σκουπίδι παραπεταμένο σε κάποια μοναχική ακρογιαλιά γεμάτη πολύχρωμα κοχύλια. . Του θύμισε την ψυχή του. Ένιωσε τη ναυαγισμένη ψυχή της. Ένιωσε τη χρυσή καθαρτήρια βροχή που ξεχύθηκε μόλις απαλά άγγιξε του ονείρου το συννεφάκι της . Γλυκιά βροχή , πόσιμη . Έπεφτε πάνω τους καθώς αγκαλιαστά χορεύοντας γίνονταν ένα γαλάζιο ένα ... Δίστασε στην πραγματικότητα αλλά αποδέχτηκε τη φιλία της .

Η Μάρθα ήταν αντικειμενικά μία πολύ όμορφη γυναίκα ψυχρής ομορφιάς . Τα μακριά μαύρα μαλλιά της χύνονταν ίσια στη στητή ράχη της . Τα μάτια της σπινθηροβόλα μελιά , τονισμένα με παχύ μπλε μολύβι .Τα χείλη της λεπτά και μακριά έτοιμα να σφιχτούν με δυναμισμό . Τις οξείες γωνίες του προσώπου της όξυνε η ίσια μύτη της , που έχοντας τα ρουθούνια ανοιχτά εξέφραζε όλο το δυναμισμό του χαρακτήρα της. Ήταν ένα μαύρο άλογο ατίθασο, δυσκολοκαβάλητο . Κι ο Παντελής , ήταν όμορφος , ψηλός κι ευκίνητος . Είχε λίγα σγουρά μαλλιά και λίγο φαλακρίτσα . Τα λαμπερά γαλανά μάτια του δεν του προσέδιδαν καθόλου ψυχρότητα και δεν επηρέαζαν την ήρεμη και συμπαθητική φυσιογνωμία του. Μέχρι που της έκανε το χατίρι και άφησε ένα λεπτό μουστάκακι να πέφτει κάτω από τα χείλη του . Η Μάρθα ήθελε να έχει κάτι άγριο δίπλα της , ζευγάρι στην ομορφιά της .

Μπαίνοντας στο σπίτι τους ακριβώς μετά το δικαστήριο που είχαν με τη Σοφούλα, η Μάρθα εκσφενδόνισε την τσάντα της στον καναπέ με θυμό . Έβγαλε το μαργαριταρένιο κολιέ της , με αντίθετες νευρικές κινήσεις του κεφαλιού της προς τα δω και προς τα κει και μόλις κατάφερε να το ξεκουμπώσει το πέταξε στο μαρμάρινο πάτωμα . Φώναξε με όλη της τη δύναμη ότι δεν ήθελε να την ξαναδεί . Ο Παντελής γνώριζε πολύ καλά τον εκρηκτικό χαρακτήρα της και προσπάθησε να πάρει μια καλή θέση πίσω της . Εκνευρισμένη όπως ήταν έπεσε φαρδιά πλατιά στην πολυθρόνα του καθιστικού . Μέσα από τη σχιστή φούστα της έλαμπαν τα σφριγηλά μακριά πόδια της ντυμένα επίσημα στο μαύρο καλσόν . Ο Παντελής έπεσε στα γόνατα να της βγάλει τα γυαλιστερά κόκκινα τακούνια της και αφού τα έβγαλε , τη ρώτησε αν ανακουφίστηκε καθόλου .

Page 13: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

13

Η Μάρθα τίναξε αριστερά δεξιά τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά της κρεμώντας το κεφάλι της πίσω από την πολυθρόνα . Η Σοφούλα θα την τρέλαινε ξαναείπε . Ο Παντελής της είπε ότι κάποια στιγμή το δικαστήριο θα γινόταν. Θα ξαναγινόταν και τότε όλα θα λύνονταν . Τα λεφτά θα ήταν και πάλι δικά τους. Η Μάρθα δεν άντεχε να περιμένει . Ήθελε να τη σκίσει . Ήθελε τώρα να τη σκίσει . Ο Παντελής τρέμοντας κατάλαβε ότι δεν ήταν μία συνήθης έξαρσή της . Κατάλαβε στο μάτι της που γυάλιζε ότι ήταν έτοιμη να το κάνει . Ήταν έτοιμη να τη σκίσει αληθινά . Φοβισμένος σιώπησε περιμένοντας ...

Οι φλέβες ξαναμμένες χτυπούσαν στα μηνίγγια του Παντελή όπως την πρώτη τους βραδιά , θυμήθηκε ... Η Μάρθα ήταν πολλά χρόνια δίπλα στον χήρο πατέρα τους . Ήταν η ιδιαιτέρα του . Και όπως έλεγαν και οι δύο ποτέ δεν υπήρξε ερωτική σχέση μεταξύ τους . Παρά μόνο μία ιδιαίτερη επαγγελματική σχέση και συνοδεία . Και ο Παντελής έτσι ήθελε να το πιστεύει . Η αδελφή του η Σοφούλα όμως την απεχθανόταν ενστικτωδώς , του έλεγε , από την πρώτη ώρα και δεν είχε καμιά αναστολή να της το δείχνει . Πολλά χρόνια από την εφηβεία του ακόμη , η Μάρθα αποτελούσε για τον Παντελή τον διακαή κρυφό του πόθο .

...Θυμήθηκε , πως του φάνταζαν τα μισάνοιχτα πόδια της , όταν η Μάρθα πατώντας στο ξύλινο υποστήριγμα της καρέκλας έπαιζε παιχνιδιάρικα πάνω κάτω τα τακούνια της . Φούντωναν τα μηνίγγια του . Πάλευε με τη ντροπαλή ματιά του να μην τον δει . Και να δει όσο βαθύτερα μπορούσε . Ο Παντελής θαύμαζε την καμπύλη του ποδιού της κάτω από το μπούτι της και η φιλάρεσκη ματιά της Μάρθας τον κοίταζε σαν να μη τον βλέπει για να τον αφήσει κι άλλο να την κοιτά μέσα στο ανασηκωμένο της φουστάνι . Ανάστατος . Οι εικόνες κολλημένες στα μάτια του παρέμεναν . Κι όταν τα έκλεινε γίνονταν φωτιές . Ερωτικές κοφτές κινήσεις του τανγκό . Έτσι , αργότερα έγινε άριστος χορευτής του τανγκό . Κι όταν πράγματι έγινε ένιωσε σίγουρος ότι θα την κατακτούσε . Περίμενε να έρθει η στιγμή όπως όταν περίμενε να δει μέσα στα πόδια της . Ξαναμμένος περίμενε . Προσπαθούσε , έκανε δοκιμές μαθαίνοντας σε άλλες που της έμοιαζαν . Και ήταν όλες πετυχημένες. Είχε γίνει δεινός κατακτητής εφήμερων σχέσεων. Εξαιτίας της . Μόνο στο τανγκό ένιωθε ανάλογες φαντασιώσεις . Και της άρεσε το τανγκό της Μάρθας και το έβλεπε στα πόδια της . Υπομονετικά περίμενε να κατακτήσει το μεγάλο πόθο του .

Και ήρθε εκείνο το πρώτο βράδυ τους ... Ο Παντελής τη χόρευε ακουμπώντας το μετωπό του στο μετωπό της με όλο τον παράφορο πόθο του . Όλος ο κρυφός ερωτισμός του τους διέρρεε .

Page 14: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

14

Διέρρεε τα σώματά τους σύγκορμα . Έλιωνε σαν ιδρώτας στο μετωπό της . Κυλούσε στα στήθη της . Η ψυχή του ένιωθε τις ηλεκτρικές λάμψεις των αγγιγμάτων της . Οι κινήσεις των ποδιών έδιωχναν μακριά τα αερικά πνεύματα που τους εμπόδιζαν . Η αύρα τους έγινε μια .. Ενώθηκε . Χόρευαν σαν δυο ηλεκτρόνια χαωδώς γύρω από τον πυρήνα τους . Τον πυρήνα του έρωτά τους ...

Λιωμένοι κάθισαν να δροσιστούν με παγωμένο κρασί , και με ζουμερά κοχύλια .Κι όταν , η Μάρθα , ρουφούσε τα κοχύλια βουτώντας βαθιά τα δαχτυλά της ο Παντελής δεν άντεξε άλλο . Έκλεισε τα μάτια του και τη ρούφηξε δυνατά . Κόλλησε πάνω της . Κόλλησε πάνω του . Έγιναν ένα με το κοχύλι .

Στο τέλος τη ρώτησε διστακτικά πως της φάνηκε . Κι η Μάρθα του απάντησε παγερά και διφορούμενα , ότι ήταν καλή προσπάθεια από κακό εραστή ή κακή προσπάθεια από καλό εραστή , γελώντας αδιάκριτα . Ο Παντελής αμέσως ένιωσε την υπεροχή της . Η κατάκτηση του πόθου του ήταν μία στιγμιαία ψευδαίσθηση . Μία στιγμιαία ψευδαίσθηση χωρίς διάρκεια .Κι αυτό του δημιουργούσε αξεπέραστη εξάρτηση . Μία εξάρτηση διαρκείας . Ένιωθε εντελώς αδύναμος . Ήταν εντελώς αδύναμος . Κι ας βρισκόταν γονατιστή εμπρός του η Μάρθα . Της παραδόθηκε οριστικά στο ακαθόριστο των διαθέσεων του δεσποτικού της χαρακτήρα .Όπως τότε έτσι και τώρα ήταν έτοιμος .

Η ιδέα της δεύτερης διαθήκης ήταν αποκλειστικά δική της , αλλά συμφωνούσε κι ο ίδιος με την ιδέα της αυτή. Ήθελαν να είναι σίγουροι ότι ολόκληρη η περιουσία του πατέρα του θα γινόταν δική τους παρόλες τις διαβεβαιώσεις του . Ανησύχησαν ιδιαίτερα όταν μπήκε στη μύτη τους η αδελφή του , η Σοφούλα , τις τελευταίες ώρες του πατέρα τους . Γνώριζαν καλά πόσο μπορεί να αλλάξει ο άνθρωπος στις τελευταίες στιγμές του . Πόσο εύκολα λυγίζει . Το διαισθάνονταν ότι κάτι δεν τους πήγαινε καλά πλέον . Η ανυπόφορη αλαζονεία της αδελφής του προς τα υλικά αγαθά του πατέρα τους , ενίσχυε τις υποψίες τους για το καλοκρυμένο σχέδιο επαναφοράς της . Όλα τα άλλα ήταν κουραφέξαλα . Όταν χάιδευε τρυφερά το γερασμένο χέρι του πατέρα στο νοσοκομείο και του μιλούσε ψιθυριστά λόγια αγάπης πώς το έπαιζε δηλαδή ; Μετανοημένη παιδούλα που του κάνει χατιράκια . Αυτή του ζητάει χατιράκια . Του ερχόταν του Παντελή καθώς την έβλεπε την Σοφούλα να την αρπάξει από το μαλλί και να την κοπανήσει στον τοίχο .

Page 15: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

15

Ήταν μεγάλη υποκρίτρια . Ήταν μια ανερυθρίαστη καταφερτζού . Αυτοί δούλεψαν . Αυτοί στάθηκαν δίπλα του .

Απέναντι στη Σοφούλα έβλεπε την αληθινή φροντίδα της αγαπημένης του Μάρθας . Την έννοια με την οποία ενημερωνόταν από τους γιατρούς . Το κόστος δεν το λογάριαζε καθόλου . Έβρισκε τις αποκλειστικές να στέκεται κάποιος πάντα δίπλα του . Αληθινά ανήσυχη πηγαινοερχόταν από τη δουλειά αμέσως στο προσκέφαλό του . Πιστή ιδιαιτέρα του. Κάτι φυσικά που το σεβόταν ο Παντελής παρακολουθώντας από δίπλα της την ακούραστη θυσία της . Αποδείξεις έμπρακτες ύστερα από σκληρή και αφιερωμένη υπηρεσία που του είχε προσφέρει αδιάκοπα όλα αυτά τα χρόνια . Βρισκόταν πάντα δίπλα του . Ο πατέρας του της Μάρθας της εκμυστηρευόταν τα πάντα . Όσα σε κανέναν άλλο . Όλες τις λειτουργίες της εταιρείας . Την αληθινή του γνώμη για τον καθένα από μας . Τα σχεδιά του . Τα πλούσια οικονομικά του .Κι η Μάρθα τα κρατούσε όλα μέσα της . Ποτέ δεν της ξέφυγε η παραμικρή κουβέντα να προδώσει ένα έστω μικρό του μυστικό . Να κάνει ένα λάθος . Κανένα . Ούτε καν ο ίδιος ο Παντελής , ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος , δεν γνώριζε σε τέτοιο βάθος τα μυστικά τους στα θέματα της εταιρείας . Ακόμη και σε κείνον , εκείνη δεν έλεγε παρά ελάχιστα . Πρόσεχε πολύ η σχέση τους να παραμένει μυστική υπόθεση των δυο τους . Θεωρούσε προδοσία να μάθαινε ο πατέρας για τη σχέση τους . Το θεωρούσε υπέρβαση των καθηκόντων της . Και καταστροφή .Θα κατέρρεε όλος ο σεβασμός που έτρεφε ο πατέρας του για εκείνη και τις υπηρεσίες της .

Και ο Παντελής αυτό έβλεπε . Έβλεπε να εξελίσσεται ο απέραντος σεβασμός της δίπλα στο προσκεφάλι του ,με την εγκαρτέρησή της . Έβλεπε την υπομονή της , στην σύγκρουση που επεδίωκε η Σοφούλα τις ατελείωτες ώρες που βρίσκονταν απέναντι . Στην απέναντι πλευρά του κρεβατιού . Λες και ο πατέρας του , κρατούσε με το ρολόι του ποια θα έμενε περισσότερο δίπλα του . Φύγε φώναζε η μία στην άλλη από μέσα της . Ο Παντελής παρακολουθούσε αμίλητος τη Σοφούλα να βασανίζει τον πατέρα τους . Το έβλεπε στα στυλωμένα μάτια του στο κενό ανάμεσά τους . Ανάμεσα στη Μάρθα και στη Σοφούλα . Ζούσαν πραγματικά αφόρητες στιγμές . Και αποδείχτηκε περίτρανα . Αποδείχτηκε πόσο καλά έπαιζε το ρόλο της η Σοφούλα ... Εκτελούσε το σχέδιό της σαν ψυχρός εκτελεστής . Αλύπητα . Αδίστακτα . Ο Παντελής καθυστερημένα κατάλαβε πόσο δίκιο είχε η Μάρθα του . Το αλάνθαστο ένστικτό της .

Page 16: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

16

Και ο αιφνιδιασμός της Σοφούλας απόλυτος . Σε μιά στιγμή οι λογαριασμοί εξαφανίστηκαν . Λογαριασμοί που μόνο η Μάρθα γνώριζε . Αμύθητα ποσά ένα μετά το άλλο μετακινήθηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση από γνωστό πρόσωπο , τη Σοφούλα . Αν είναι δυνατόν .Αν είναι δυνατόν , τη μέρα της κηδείας του πατέρα η Μάρθα άναυδη το ανακάλυψε . Το ένστικτό της την είχε προειδοποιήσει . Αλλά ήταν ασύλληπτο το θράσος του γλυκού προσώπου της Σοφούλας που έκλαιγε ασταμάτητα πάνω στο κλειστό φέρετρο του πατέρα . Αίσχος! Φώναξε ο Παντελής . Όρμηξε πάνω στη Σοφούλα και της άστραψε δυο χαστούκια . Γύρισε γύρω γύρω το πρόσωπό του στα άναυδα βλέμματα των παρευρισκομένων στην κηδεία , έξαλλος . Αίσχος! Ξαναφώναξε στο απορημένο ύφος όλων και αλλόκοτος εξαφανίστηκε τρέχοντας , αφήνοντας την αδελφούλα του να κλαίει ακατάπαυστα . Η Μάρθα συγκρατήθηκε . Στάθηκε στο ύψος της . Χωρίς κλάματα και ψευτοκλάματα συνόδευσε τον πατέρα στην τελευταία του κατοικία , πιστή υπηρέτης του .

Ο Παντελής αποσβολωμένος κοιτάζοντας την ξεκούμπωτη Μάρθα βυθισμένη στην πολυθρόνα την έβλεπε εκτός ορίων πια . Η Σοφούλα είχε υπερβεί την αντοχή της . Το ύφος της Σοφούλας στο δικαστήριο τη λύγισε .Η Μάρθα από σήμερα θα λειτουργούσε όπως και εκείνη σκληρά , αδίστακτα , αιφνιδιαστικά .Η Μάρθα έβραζε . Το κοριτσάκι με το γλυκό πρόσωπο θα το χτυπούσε αλύπητα στο αληθινό της πρόσωπο . Θα την πονούσε εκεί που ποθούσε . Η Μάρθα θα τη χτυπούσε με τον παλιό κρυμμένο χαρακτήρα της . Θα την χτυπούσε με όλη της την ψυχή . Έτρεμαν τα χείλη της . Ίδρωνε το μετωπό της . Τα μάτια της άνοιξαν κάτω από τα συνοφρυωμένα φρύδια της θυμωμένα . Ο Παντελής και η Μάρθα συναντήθηκαν σε κείνο το σημείο ακριβώς με τις ίδιες σκέψεις . Η κοινή ιδέα τους διαπέρασε . Τους διαπέρασε όπως το πρώτο τους βράδυ , την πρώτη τους φορά .Μέσα από τα μετωπά τους σε ολόκληρο το σώμα τους . Το σώμα τους ανατρίχιασε . Φιλήθηκαν παθιασμένα . Αυτή τη φορά επιτέλους ο Παντελής αισθάνθηκε ότι την κατέκτησε . Η ηδονή ήταν απαράμιλλη . Ένα μουγκρητό έσβηνε όλες τις λέξεις της περιγραφής . Λιωμένος δεν τόλμησε να ξανακάνει την ερώτηση . Και η Μάρθα δεν θα ήθελε να του απαντήσει . Τον ήθελε δικό της . Τον έκανε δικό της . Ένα μικρό μέρος του μυαλού της αλώβητο .Τον πιο γενναίο υπερασπιστή της . Ένα καθαρό σαμουράι της .

Page 17: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

17

Η Σοφούλα και ο Αλέκος συνομιλούσαν στο FB τακτικά . Ο Αλέκος θα έκανε μία εκδήλωση στο οινοποιείο του . Η Σοφούλα πήγε να τον συναντήσει με την ευκαιρία αυτή από κοντά . Την υποδέχτηκε περιχαρής . Την αγκάλιασε σαν να τη γνώριζε χρόνια . Χωρίς να της φανεί καθόλου αγενής ο τρόπος του σφίχτηκε και αυτή πάνω του .Αρκετός κόσμος βρίσκονταν στην αυλή του μικρού οινοποιείου . Κάτω από τις ψηλές φλαμουριές γνωρίζονταν μεταξύ τους . Έπιναν τσιπουράκι , έπαιρναν λουκουμάκι , ξεδιψούσαν με δροσερό νεράκι σε ένα παραδοσιακό καλωσόρισμα .Στη ράχη μιας λοφώδους απόληξης απλωνόταν το χωριό . Στην πιο ψηλή άκρη του βρισκόταν το μικρό συμπαθητικό οινοποιείο του Αλέκου . Από εκεί ξάνοιγε το μάτι . Ταξίδευε στον ανοιχτό καταπράσινο ορίζοντα .Ανέβαινε στα στρουμπουλά συννεφάκια . Κατέβαινε στα ασπριδερά προβατάκια που ροβολούσαν στις απέναντι πλαγιές . Ξαναπετούσε στα φτερά ενός αετού που στριφογύριζε με χορευτικές φιγούρες . Την ίδια ώρα που κοπαδιαστά περιστέρια πλατάγιζαν πάνω από τα κεφάλια τους . Το γλυκό άρωμα της φλαμουριάς συμπλήρωνε τη γλύκα του λουκουμιού .

Θα έπαιζαν γκολφ ακριβείας . Προχώρησαν πολλοί μαζί στο αυτοσχέδιο γήπεδο το οποίο βρισκόταν σε κοντινή πλαγιά κάτω από το οινοποιείο . Το γήπεδο ήταν μία στενή λωρίδα φυσικού χλοοτάπητα του λιβαδιού ανάμεσα σε ψηλά πουρνάρια , ανάμεσα σε θρούμπια και αγριοδυόσμους που χάριζαν τη φρεσκάδα τους στην ατμόσφαιρα του παιχνιδιού . Ευγενικά ο Αλέκος προσπάθησε να της δείξει πως πιάνουν το μπαστούνι , πως ρίχνουν τη βολή . Ήρθε πίσω της την τύλιξε στην αγκαλιά του . Έπιασε τις παλάμες της και της έπλεξε πάνω στη λαβή του μπαστουνιού μέσα στις χούφτες του . Και με ένα τίναγμα του μπαστουνιού και του κεφαλιού ταυτόχρονα της έδειξε πως γίνεται η βολή και το σκληρό μπαλάκι ταξίδεψε απαλά στον αέρα , κύλησε στο χορτάρι . Η Σοφούλα αναστέναξε χαρούμενη από την πετυχημένη βολή . Το μπαλάκι σταμάτησε μέσα στο προσημειωμένο τετράγωνο στόχο . Οι επευφημίες , τα πειράγματα και οι εύστοχοι σχολιασμοί δημιουργούσαν μία πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα .

Και αφού έπαιξαν ανηφόρισαν πίσω στο οινοποιείο όπου τους περίμενε στρωμένο το μακρύ τραπέζι λιτά . Το δροσερό κρασί συνόδευαν αποξηραμένα μακρόστενα κίτρα , ζυμωτό μαύρο ψωμί , χωριάτικη φέτα περιχυμένη με φρέσκια ρίγανη και λάδι . Το κρασί απελευθέρωνε τις αισθήσεις . Γινόταν απλή συνοδεία στην αναζήτηση των αρωμάτων της ψυχής . Αναζήτησης μέσα από μονοπάτια απλότητας που εκπλήσσουν σε κάθε τους στροφή . Το κρασί γινόταν ιχνηλάτης στα μύχια της ψυχής .

Page 18: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

18

Ανάμεσα στις λαγκαδιές της . Πάνω στις κορφές της . Έξω . Έξω από από τη λογική αντιμετώπιση μιας αναπάντεχης πιθανότητας .

Η Σοφούλα μισοκάθισε δίπλα στον Αλέκο πάνω στο πέτρινο πεζούλι . Άρχισε να του μιλάει . Να του μιλάει ακατάσχετα . Ήθελε να του τα πει όλα . Και κείνος την άκουγε . Άκουγε όλα όσα του έλεγε . Άκουγε καθισμένος στο πέτρινο πεζούλι δίπλα της . Η Σοφούλα τα είπε όλα . Για τον Ανδρέα , για την πάλη που έδινε , για τη λαγνεία που ένιωθε , για το χωρισμό τους . Για τις αντιστάσεις του πατέρα της και τον εκρηκτικό καβγά τους που την οδήγησε χρόνια ολόκληρα μακριά από την πατρική αγκαλιά του .Ήταν μία άθλια αντίδρασή της που εξαθλίωσε την ηθική της . Ένας κραυγαλέος εγωισμός που τη μεταμόρφωσε σε μία επώδυνη σάρκα . Η σαρκική απόλαυση την καθοδηγούσε στην ατραπό της ψυχικής εξάρτησης . Ώσπου . Η σκληρή στιγμή της οριστικής πια απώλειας του πατέρα της ήρθε . Το σοκ ήταν μεγάλο . Όταν βρέθηκαν οι δυο τους , κόρη και πατέρας στην κατάσταση αυτή της αδυναμίας τα ψέματα τελείωσαν. Ο χρόνος που είχαν πλέον στη διάθεσή τους ήταν πολύ λίγος και πολύτιμος . Τα δάκρυά τους έτρεχαν στολισμένα με καλειδοσκοπικές λάμψεις αγάπης . Ο πατέρας της της μίλησε εξομολογητικά . Της είπε για τη Μάρθα . Πόσο υπέφερε κι αυτός σαν και κείνη . Πόσο πάλευε με τις υποσυνείδητες αξίες του . Πόσο πάλευε με τις υποχθόνιες ορμές του , που εφορμούσαν ενορχηστρωμένες από τη σαγηνευτική δύναμη της Μάρθας . Τον έκαναν σεξουαλικό κουρέλι . Ένιωθε ξεσκισμένη γιρλάντα στο φουστάνι της Μάρθας . Λόγια σκληρά , δακρυσμένος ξομολογιόταν . Κι ας μην ταίριαζαν τέτοιες κουβέντες μπροστά στην κόρη του , την κορούλα του . Τα δάκρυα κυλούσαν να ξεπλύνουν το ζαρωμένο του σώμα . Να το φρεσκάρουν για το οριστικό του ταξίδι . Και τα δάκρυα της Σοφούλας τον δρόσιζαν καθαρτικά . Ένιωθε ότι θα τον δρόσιζαν και στην άλλη του ζωή σαν προσευχή . Ένιωθε την αιώνια αγάπη της κορούλας του .Για τον αδερφό της δεν είχε κάτι να της πει . Της τόνισε όμως ότι ήταν αδερφός της και έπρεπε να φροντίζει για την αγάπη τους . Στο τέλος της είπε για την αμύθητη περιουσία του . Της έδωσε στο χέρι ένα μάτσο τυλιγμένο με λαστιχάκι τα βιβλιάρια τραπεζών που είχε φυλαγμένα κάτω από το μαξιλάρι του νοσοκομείου .Βιβλιάρια τραπεζών με το όνομά της γραμμένο ανάμεσα στα ονόματα της Μάρθας και του Παντελή .Και τη διέταξε να πάρει όλα τα χρήματα πάνω της . Τη διέταξε εξ ονόματος του χρόνου που έχασαν . Εξ ονόματος της βαθιάς του αγάπης . Στον παντελή καθώς και στη Μάρθα ήδη τους είχε δώσει πολλά ...

Αναλογιζόταν η Σοφούλα πως έγιναν όλα αυτά μονολογώντας στον Αλέκο . Πως κατάφερε ο πατέρας της να της πει τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο κάτω από τη δεσποτεία της απεχθέστατης Μάρθας .

Page 19: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

19

Αλλά περισσότερο απορούσε με την αντίδρασή της που τόλμησε και τράβηξε όλα αυτά τα ποσά και μάλιστα αστραπιαία .Τα είπε όλα στον Αλέκο .

Οι δυο τους καθισμένοι κάτω από μια φλαμουριά πάνω στο πέτρινο πεζούλι σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος γύρω τους . Δεν υπήρχε κανείς άλλος γύρω τους . Το παραλήρημά της διέκοψε μία ανοιξιάτικη μπόρα που ήρθε με δυνατές αστραπές και βροντές . Η Σοφούλα έπρεπε να φύγει . Αλλά γιατί να φύγει . Ο Αλέκος την τράβηξε βρεγμένη στην βρεγμένη αγκαλιά του . Την αγκάλιασε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των συμπαρευρισκομένων . Έκπληκτων από την απροφύλακτη διαχυτικότητα του Αλέκου . Γνώριζαν τον κλειστό χαρακτήρα του . Ιδιαίτερα τώρα , ύστερα από το χωρισμό του και τη δεινή του οικονομική και ψυχολογική του κατάσταση .Βέβαια το σταθερό του χαρακτήρα του δεν τους άφηνε περιθώρια για περιπαιχτικούς σχολιασμούς . Ο αξιοπρεπής και μετρημένος Αλέκος τους επέτρεψε να μείνουν μόνο έκπληκτοι .Έφευγαν αμήχανοι προσπαθώντας να βραχούν όσο λιγότερο .Εκείνοι αγκαλιασμένοι τους ξεπροβοδίσανε ευλαβικά απολαμβάνοντας τη βροχή .

Απόμειναν δυο τους να βρέχονται . Ο Αλέκος της είπε για το όνειρό του . Για τα σύννεφα που άγγιζε και γίνονταν βροχή . Χρυσή βροχή που τους έλουζε . Καθάριζε την ψυχή τους . Καθάριζε το ρύπο της ψυχής τους . Φάνταζαν τα πρόσωπά τους . Φάνταζε ένα φως . Ένα φως που έλαμπε ανάμεσα στις σταγόνες της βροχής . Της βροχής που έσταζε ανάμεσα στα δακρυά τους . Στα δάκρυά τους που έσταζαν εκεί που στέκονταν ακίνητοι , αγκαλιασμένοι μπροστά στο μικρό οινοποιείο . Δίπλα στις ευωδιαστές φλαμουριές . Πάνω στο βρεγμένο χώμα . Πάνω στο χώμα που δε μύριζε χώμα . Μύριζε ουρανό . Μύριζε ουράνιο τόξο . Ένα ουράνιο τόξο ανοιχτό στον ορίζοντα τους μεθούσε σαν κρασί . Έστελνε όλη τη λαμπερή παλέτα των χρωμάτων κατευθείαν στην καρδιά τους . Μία ολόχρωμη καμπύλη βολή πέτυχε το κέντρο του έρωτά τους .

Αργότερα στεγνοί κάθονταν γυμνοί πάνω σε ένα πλατύ ντιβάνι . Χαμογελούσαν αγνά σαν μικρά παιδάκια , ακουμπισμένοι στους ώμους τους . Οι καρδιές τους έσπασαν τα καμπανάκια με τον ξέφρενο ρυθμό τους . Ο Αλέκος της μιλούσε για τη γυναίκα του που τον είχε εγκαταλείψει . Της έδινε απόλυτο δίκιο που τον εγκατέλειψε . Θεωρούσε υπεύθυνο τον εαυτό του . Πρώτα την οδήγησε στη φτώχια και μετά σε άλλη αγκαλιά . Η ανεπαίσχυντη φτώχια του , ντροπιάστηκε από την εγκατάλειψη της γυναίκας του . Καταστράφηκε διπλά . Αλλά αυτή ήταν η πραγματική ολοσχερής καταστροφή του . Η γυναίκα του βρισκόταν σε μία άλλη αγκαλιά . Πονούσε περισσότερο από τη φτώχια ο έρωτάς του . Η φτώχια του έγινε η πιο σκληρή δοκιμασία . Ήταν απίστευτη η

Page 20: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

20

καταστροφική της δύναμη στον έρωτα . Η έλξη της σαγήνης ήταν αβάσταχτη . Και δεν ήταν αυτός που θα την βαστούσε . Δεν είχε κανενός είδους τέτοιες μυστηριώδεις δυνάμεις . Ήταν φτωχός αλλά ένιωθε πλούσιος . Όταν είχε τη γυναίκα δίπλα του . Όταν είχε τον έρωτά της .Όταν τον είχε πολυτιμότερο στολίδι πλάι του . Λαμπερό στολίδι μέσα στην ανάσα της ψυχής του . Όταν έτρεξε η γυναίκα του αλλού , τα όνειρα του γκρεμίστηκαν . Η προσωρινή του φτώχια γέμισε με μόνιμη ντροπή . Μόνος με τον έρωτά του , χωρίς τον έρωτά της .Ένιωθε τη ντροπή στα μάτια των άλλων . Άλλων που δεν ξέρουν . Άλλων που δεν υποψιάζονται τη δύναμη της σαγήνης , ασφαλείς . Τη δύναμη της σαγήνης να ανιχνεύει με κλέφτικο φακό έρωτες . Πόθους που εγκυμονούν . Έρωτες , που κρύβονται πίσω από το παράλογο και πάνω από το θέλω . Κι άμα τους βρει η σαγήνη τους κλέβει . Κι άμα συμβεί αυτό όλο το ποτάμι χύνεται στη θάλασσα και στερεύει . Η σαγήνη ψάχνει σαν τον τυμβωρύχο τον αρχαίο θησαυρό . Κι όταν τον βρει τον πουλάει .Ο έρωτας είναι αρχαίος θησαυρός και μην τον βρει ο τυμβωρύχος . Έτσι , λοιπόν , ο Αλέκος απόμεινε μόνος με τον όρκο της αγάπης πιστός . Είπε στη Σοφούλα ότι ορκίστηκε να μη γίνει ποτέ τυμβωρύχος του εαυτού του . Καθισμένοι γυμνοί τα είπαν με την ψυχή τους . Γυμνοί ξεγυμνώθηκαν .

Ο Αλέκος είχε αργήσει κι έτρεχε . Σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη Σοφούλα αλλά χαμογέλασε γιατί είχε φραγή εισερχόμενων κλήσεων . Δεν μπορούσε να της τηλεφωνήσει . Βρήκε όμως τα χρήματα να βάλει δυο καλά μεταχειρισμένα λάστιχα στο αυτοκίνητό του . Και με καινούργια μεταχειρισμένα έτρεχε με λαχτάρα να τη συναντήσει . Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε καθυστερήσει . Του είχε κλατάρει το ένα του λάστιχο πάνω στο καλύτερο σημείο της διαδρομής . Γέλασε όταν του έδειξαν στο βουλκανιζατέρ τα κορδόνια που φαίνονταν ξεφτισμένα . Γέλασε επειδή αυτός πίστευε ότι για το τρέμουλο χρειαζόταν ζυγοστάθμιση . Όταν του έδειξαν και το άλλο του λάστιχο σαν μιά φουσκωτή πάνινη μπάλα κατάλαβε τη μεγάλη του τύχη .Οι αφραγκίες του δεν έλεγαν να τελειώσουν . Πίστευε όμως πολύ στο προιόν του και ήταν αποφασισμένος να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα . Το κρασί του ήδη ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη . Αυτή θεωρούσε σαν την πιο κατάλληλη αγορά και συνεπώς αυτή θα ήταν και η τελευταία περίοδος της απενταρίας του .

Αν είχε την πρώην γυναίκα του μαζί του θα τον έπρηζε . Σκεφτόταν τι θα του έλεγε ...

Page 21: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

21

Κοιτάζοντας πέρα , έξω από το παράθυρο θα του τόνιζε ότι αφού δεν την σκότωσε με τα παλιολάστιχά του και πόσο άχρηστος ήταν με τα μηχανήματα και θα τον περιγελούσε για τη ζυγοστάθμιση που της κοπανούσε και θα κατέληγε στο πόσο άσχετος ήταν και ανίκανος .Είχε τον τρόπο να τον γεμίζει ενοχές . Τις φύτευε μία μία μέσα στην καρδιά του και χτυπούσε ακριβώς στο σημείο που κρυβόταν .Καταχθόνιοι φόβοι . Τους χτυπούσε την πόρτα να ανοίξουν . Να πεταχτούν έξω . Να κυριέψουν το κάστρο της ελπίδας . Να σηκώσουν ψηλά τη μαύρη τους σημαία . Και ύστερα να τον βάλουν δεμένο χειροπόδαρα στη φυλακή τους . Οι φόβοι αυτοί υπάρχουν το ένιωθε καλά ο Αλέκος . Αλλά δεν ήθελε ποτέ να δει τα προσωπά τους . Δε θα τους έδινε ποτέ αυτή τη δυνατότητα . Θα τους πάλευε αόρατα . Θα τους άφηνε εκεί μοχθηρούς να περιμένουν . Να αισθάνονται ότι θα έπεφτε θύμα τους . Θα τους άφηνε να αισθάνονται αυτή τη χαρά της προσμονής χωρίς να γνωρίσουν ποτέ τους την άλλη χαρά . Την αληθινή χαρά . Αλλά σκέφτηκε πως σκεφτόταν λανθασμένα . Δεν υπήρχε περίπτωση οποιοδήποτε υποσυνείδητο να μην άγγιξε την αληθινή χαρά . Αυτοί οι μαύροι φόβοι διάλεξαν από μόνοι τους να την εχθρεύονται .Διάλεξαν , να χαίρονται άχαρα σε αχάραγα σκοτάδια . Εκεί κάπου χωμένοι , καταπιεσμένοι να χαίρονται όταν χαθεί η χαρά και και κάποιων άλλων . Όταν ο ποταμός της χαράς χυθεί όλος στη μαύρη θάλασσα . Τότε αυτοί χαίρονται χαιρέκακα .

Ο Αλέκος κατηγορούσε τον εαυτό του για εκείνη τη στιγμή . Τη στιγμή που κόπηκαν τα παλαμάρια . Την ώρα που το πλοίο φουντάρισε στην ακυβέρνητη θάλασσα . Την ώρα που αυτός μουδιασμένος το κοίταζε . Μουδιασμένος από το απροσδόκητο ταξίδι που ξεκινούσε . Το ταξίδι που ξεκινούσε με άλλο κυβερνήτη στην ακυβέρνητη θάλασσα η γυναίκα του . Κατηγορούσε τον εαυτό του για την αδύνατη δύναμη της αγάπης του να χτυπηθεί με την άλλη δύναμη . Τη δύναμη που σαν έρωτας έσπασε τον κάβο . Έσπασε το παλαμάρι . Και σε μιά στιγμή μικρή ήρθε ο χωρισμός . Ένιωθε ο μεγαλύτερος δυστυχής του κόσμου . Και αυτό ήταν πολύ ερωτικό . Μισοσπασμένος έρωτας , ολόκληρη αγάπη . Και αυτό ήταν πολύ ηρωικό ! Ο μεγαλύτερος δυστυχής όλων των εποχών είναι ο ήρωας . Ο ορισμός της δυστυχίας είναι ο ήρωας . Παίρνει απάνω του όλο το κακό από αγάπη . Δίνει τη ζωή του από αγάπη . Δεν υπάρχει άλλου είδους ήρωας . Ο ήρωας είναι το είδος : άνθρωπος της αγάπης .

Ο Αλέκος έφτασε με τις σκέψεις αυτές φορτωμένος έξω από το σπίτι της Σοφούλας .

Page 22: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

22

Χτύπησε το κουδούνι έτοιμος να της παραπονεθεί που δεν του τηλεφώνησε . Σκέφτηκε την έκφραση του προσώπου της όταν της έλεγε ότι ήρθε να φάει γιατί δεν είχε χρήματα να φάει . Όταν της έλεγε πως δεν της τηλεφωνούσε επειδή δεν είχε τα χρήματα να πληρώσει τους παλιούς λογαριασμούς του τηλεφώνου του .Ο Αλέκος έπαιζε έτσι . Το θεωρούσε παιχνίδι . Ήταν το παιχνιδάκι του . Ένα πλούσιο παιχνίδι που του έδινε πολλές χαρές με το τίποτα , χωρίς δραχμή . Φορούσε το λιωμένο παλιό σορτσάκι του και του ερχόταν στο μυαλό όλα τα αθλητικά του χρόνια . Γινόταν αθλητής . Έπαιζε μπάλα με τους φίλους του . Ύστερα πήγαινε τις βόλτες του ανέμελος . Τα φλερτάκια του . Τα ταξίδια του . Φορούσε σε μια φανέλα τα καλύτερα χρόνια της ζωής του . Χωρίς δραχμή . Χωρίς φράγκο έρχονταν οι πλουσιότερες μικροχαρές σαν τη μεγάλη ευφορία του αθλητισμού .

Ξαναχτύπησε το κουδούνι με απορία για την ασυνήθιστη συμπεριφορά της .Κοίταξε δίπλα από το φράχτη και τα είδε όλα ανοιχτά . Σίγουρα η Σοφούλα ήταν μέσα . Κράτησε το κουδούνι πατημένο αυτή τη φορά , αλλά πάλι τίποτα . Η Σοφούλα ήταν η μεγάλη του αγάπη . Η αδελφούλα του . Το πιο ευχάριστο μπαλκόνι από το οποίο ατένιζε τα καλύτερα τοπία . Ήταν το καλύτερο μέρος της ψυχής του . Η αγάπη που αισθανόταν ήταν η ανοιχτή πρόσβαση σε όλη την αλήθεια . Όλα ορθάνοιχτα και ελεύθερα . Μέσα από τα ματάκια της να σε κοιτούν να τα θαυμάσεις . Να σε κοιτούν να σε θαυμάσουν . Δεν του άρεσε το παιχνίδι της . Με ένα σάλτο πέρασε την αυλόπορτα . Χτύπησε στην πόρτα του σπιτιού . Τίποτα πάλι . Έκανε ένα γύρω και μπήκε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα . Τη βρήκε πεσμένη ανάσκελα στο πάτωμα με ένα ποτήρι κρασί χυμένο και σπασμένο δίπλα της . Κοίταξε γύρω του . Είδε πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού ανοιχτό ένα μπουκάλι από το κρασί του . Έπιασε το σφυγμό της . Χτυπούσε . Ήταν λιπόθυμη . Ήταν μισοπεθαμένη . Πήρε τηλέφωνο αμέσως στο εκατό , στο ασθενοφόρο . Της χάιδεψε το χεράκι της . Ψιθύρισε στη Σοφούλα του πόσο την αγαπούσε .

Οι ανακρίσεις έγιναν αμέσως . Ο Ανδρέας , ο Παντελής , ο Αλέκος και η Μάρθα κατέθεσαν . Ήταν απόπειρα δολοφονίας με δηλητηρίαση ; Ήταν απόπειρα αυτοκτονίας με δηλητηρίαση ; Δεν βρέθηκαν ίχνη παραβίασης . Δυό μπουκάλια κρασί του Αλέκου βρέθηκαν γεμάτα δηλητήριο . Δηλητήριο χωρίς αντίδοτο που χτυπάει κατευθείαν στα πνευμόνια κόβοντας την αναπνοή για πάντα ...

Page 23: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

23

Η Σοφούλα διασωληνωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου και γύρω της όλοι συγκλονισμένοι . Αμίλητοι . Ο Ανδρέας , ο Παντελής , η Μάρθα , ο Αλέκος . Τρεις ολόκληρες μέρες έστεκαν περιμένοντας τις εξελίξεις . Προσηλωμένοι στον εαυτό τους . Βυθισμένοι στις σκέψεις τους . Αδημονούσαν την ελάχιστη αντίδραση ζωής της Σοφούλας . Η ευτυχής ώρα ήρθε με ένα νεύμα της . Ο δείκτης του αριστερού χεριού της κουνήθηκε , τρεμούλιασε . Ο Παντελής έτρεξε στους γιατρούς πρώτος . Μέχρι να έρθουν οι γιατροί , η Σοφούλα άρχισε να κουνάει το μετωπό της . Πάνω από τα φρύδια της μικρές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν . Τα μάτια της αρχίνησαν να δακρύζουν . Ήταν το σημάδι της ζωής που περίμεναν . Το σημάδι προς το δρόμο της ζωής .Οι γιατροί το επιβεβαίωσαν . Ο δρόμος της επιστροφής άρχισε . Όλα θα πήγαιναν καλά . Σε λίγο θα άνοιγε τα ματάκια της .

Ο Αλέκος παρατήρησε μιά ματιά πίσω από τις μαβιές βλεφαρίδες που έπαιζαν με αυτοπεποίθηση να έρχεται ευθύβολα πάνω του . Κοίταζε τα καλλίγραμμα πόδια της Μάρθας να υψώνονται πάνω από τις τεντωμένες γάμπες της . Η Μάρθα στεκόταν όρθια ακουμπισμένη στον πλαινό τοίχο . Του έστειλε ένα δειλό χαμόγελο ανασηκώνοντας τη μια άκρη των χειλιών της . Ο Αλέκος , με τα δυο του μάτια σταθερά θαύμαζε την ομορφιά της . Το κορμί της . Τα στήθη της που ξεχώριζαν μέσα από το μπλε ηλεκτρίκ ντεκολτέ της , άναυδος . Της κούνησε το κεφάλι του με σφιχτά χείλη συγκατανεύοντας και μαζεύτηκε . Μαζεύτηκε κουλουριασμένος στα γόνατά του .

Ο Ανδρέας προσφέρθηκε να τους φέρει κάτι και αυτό ήταν μία ωφέλιμη κίνηση . Ήταν η προσιδιάζουσα κίνηση που έσπασε την ακινησία των τελευταίων ημερών . Κούνησε το μυαλό τους παραπέρα . Η Μάρθα τον ακολούθησε . Ο Παντελής αναστέναξε δυνατά μπρος στο κρεβάτι . Αναστέναξε ξανά με σφιγμένες τις γροθιές του στα χείλη του μπροστά . Επέστρεψαν με καφέδες και κάτι κουλουράκια . Ήταν αρκετά χαλαροί έτσι που μπορούσαν να χαμογελάνε και να σιγομιλάνε για κάποια άλλα θέματα που είναι πολύ παρήγορα τέτοιες δύσκολες ώρες . Σου δίνουν κάποια απαραίτητη ψυχραιμία . Η ατμόσφαιρα κάπως χαλάρωσε . Ο Αλέκος τόλμησε μια δεύτερη ματιά . Έριξε μια δεύτερη εξεταστική ματιά στη Μάρθα . Δεν τη γνώριζε παρά μόνο απ’ ότι είχε ακούσει γι’ αυτήν . Θαύμαζε το διπλωμένο πόδι , το σχίσιμο της λευκής δερμάτινης φούστας της , το παίξιμο με το τακούνι της . Τη γάμπα που φούσκωνε , σάρκινη , φουσκωτή , υποσχόμενη . Τα μελιά μάτια της χαμογελούσαν πάνω του παίζοντας με τα κατάμαυρα μαλλιά της ...

Τ’ άνοιξε , τ’άνοιξε ! Φώναξε ο Παντελής . Ο Αλέκος γύρισε και είδε τα θολά ματάκια της Σοφούλας να τον κοιτούν .

Page 24: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

24

Ο Ανδρέας προσπαθώντας να πάει προς τη Σοφούλα έφαγε μια δυνατή σπρωξιά από το τίναγμα του Παντελή που εκτινάχτηκε στα γόνατά του . Στάθηκε γονατιστός μπροστά στη Σοφούλα φωνάζοντας με βραχνή φωνή : Εγώ σε σκότωσα , εγώ σε σκότωσα . Αγάπη μου . Αδελφούλα μου . Σοφούλα μου . Τι σ΄έκανα ; Τι σ’ έκανα ; Α φώναξε παρατεταμένα ώσπου η βραχνάδα του έγινε βήχας . Α αα ... ξαναφώναζε . Έκλαιγε γοερά . Πεσμένος κρατούσε το ακούνητο χέρι της Σοφούλας σφιχταγκαλιασμένο στις χούφτες του . Το έφερε στα μάγουλά του , το έβρεχε με δάκρυα καυτά .Με δάκρυα δροσερά το φιλούσε . Ο Ανδρέας αντέδρασε πρώτος πηγαίνοντας από πάνω του δοκίμασε να τον τραβήξει . Εγώ , εγώ έβαλα το δηλητήριο έλεγε ο Παντελής . Εγώ , εγώ τα σχεδίασα όλα . Ήθελα εκδίκηση . Τα παρακολούθησα όλα ... Την αγάπη σου για το κρασί , την αγάπη σου για τον Αλέκο έλεγε μες τα αναφιλητά του . Α φώναξε για να πάρει νέα ανάσα . Εγώ σου έφερα τα κρασιά . Εγώ σου έκανα το μετανιωμένο και συ με δέχτηκες . Αγάπη μου . Σοφούλα μου . Πήρε βαθιά ανάσα και συνέχισε . Εγώ εγώ θα σκοτωθώ , εγώ . Οχι εσύ . Όχι εσύ , αγάπη μου . Κραύγασε και εκτινάχτηκε προς το απέναντι παράθυρο .Ο Ανδρέας τον έσωσε . Τον κράτησε με τα δυνατά του μπράτσα . Τον ξάπλωσε κάτω . Φώναξαν τους γιατρούς . Τον πήραν . Η Σοφούλα έκλεισε τα μάτια της λιποθυμώντας . Οι γιατροί έπεσαν όλοι από πάνω της . Η Μάρθα έσφιξε το χέρι του Αλέκου δίνοντάς του δύναμη .

Η Σοφούλα έπαιρνε καλύτερα . Ο Αλέκος έμενε μαζί της και τη φρόντιζε . Η απόπειρα δηλητηρίασης από τον Παντελή έμεινε το κοινό μυστικό τους .Η κρίση πανικού που του συνέβη εκείνη την ημέρα δεν του ξαναεκδηλώθηκε .Είχε μετανοήσει με όλη του την δύναμη . Η αγάπη προς την αδελφή του είχε επιτέλους νικήσει . Ξαναγίναν οι δυο τους πολύ αγαπημένοι . Όπως τότε που ήταν μικρά παιδιά . Όπως τότε , που κάθε βράδυ άκουγε την αναπνοή της μικρούλας του να τον νανουρίζει . Της είχε μεγάλη αδυναμία . Πάντοτε νοιαζόταν να έχει φίλες και να παίζει . Χωρίς να στενοχωριέται . Ήταν πάντα έτοιμος να επέμβει να στρώσει τα πράγματα όπου και όποτε χρειαζόταν . Άφηνε πάντα λίγο από το παγωτό του ή λίγα κερασάκια ή λίγο βυσσινάδα για την αδελφή του . Ήταν τα αγαπημένα της και ήθελε να ευχαριστήσει λίγο πραπάνω τις παιδικές αδυναμίες της . Παρόλα αυτά προσπάθησε να τη δολοφονήσει έτσι απλά . Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό . Κανείς δεν ήθελε να το ξανασυζητήσει . Να ξαναπλησιάσει στο θέμα . Ούτε την πιθανότητα να σκεφτεί μία άλλου είδους επανάληψη .

Page 25: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

25

Με μία μικρή φαρμακευτική αγωγή ο Παντελής πλέον δεν εμφάνιζε κανένα σημάδι και οι γιατροί ήταν απολύτως βέβαιοι γι’ αυτόν .

Η Μάρθα φαινόταν αιφνιδιασμένη , στάθηκε όμως στο πλευρό του . Στο σεξ ήταν πια επιβεβαιωτική μαζί του . Ούτε έπαιζε μαζί του και δεν του άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για την ικανότητά του ως εραστή . Τα έδιναν όλα . Ερωτικά φαγητά , ερωτικά ποτά , ερωτικές ταινίες , ερωτικά είδη ρουχισμού , ερωτικά βοηθήματα και παχνίδια , ερωτικά χάπια , τους ενίσχυαν τη φυσική τους αχαλίνωτη επιθυμία . Μάλιστα για τη χρήση χαπιών οι γιατροί τους ενθάρρυναν . Ακόλαστα ταγκό έκρυβαν τους στεναγμούς τους . Περνούσαν τέλεια . Μιλούσαν πολύ λίγο μεταξύ τους . Το σεξ δεν τους άφηνε καθόλου χρόνο .

Επισκεπτόταν τακτικά οι δυο τους τη Σοφούλα συνήθως όταν ο Αλέκος ήταν στον αμπελώνα του . Ο Παντελής ξεπέρασε την αρχική του επιφύλαξη για τη σχέση της Σοφούλας με τη Μάρθα βλέποντας το μεταξύ τους καλό κλίμα . Τις έβλεπε να συζητούν σαν δυό καλές φιλενάδες όταν απομακρυνόταν για να περιποιηθεί τον κήπο της Σοφούλας . Του Παντελή του άρεσε να ποτίζει τον πράσινο χλοοτάπητα , να τακτοποιεί τη νέα βλάστηση στα καλλωπιστικά της περίφραξης , να καθαρίζει τα παλιά μαραμένα τριαντάφυλλα , να μαζεύει πεσμένα κίτρινα φύλλα . Του άρεσε να είναι όλα φροντισμένα . Του άρεσε να είναι όλα στην ακμή τους χωρίς υπόνοια κάποιας φθοράς . Η ομορφιά έπρεπε να είναι πάντα στο φουλ της . Να είναι μεγαλειώδης . Να μεταδίδεται μεγαλειώδης. Να τους τέρπει , πιστή συνοδεία των συνομιλιών τους και των καθημερινών τους απολαύσεων . Καθημερινή αψεγάδιαστη συντροφιά που να φέρνει μόνο στο νου ανάλογες εφηβικές εντυπώσεις . Να τις φέρνει μέσα στην ανθρώπινη ψυχή παρήγορα .

Η Σοφούλα και η Μάρθα αντάλλασσαν εντυπώσεις για την κοινή τους αγάπη , τον Παντελή . Η μία καθησύχαζε την άλλη . Η Μάρθα ήταν πιό πειθαρχημένη προσέχοντας ιδιαίτερα να μη φτάσει η κουβέντα σε κείνη την οδυνηρή μικρή περίοδο , και περισσότερο σε εκείνη την οδυνηρή στιγμή. Της έλεγε τι όμορφα που περνούσαν αυτές τις τελευταίες ημέρες . Πόσο αισθάνονταν τον ερωτά τους να δυναμώνει . Πόσο κοντά ένιωθαν οι δυό τους . Η σχέση τους προχωρούσε και σκέφτονταν πια να έκαναν ένα παιδάκι , ένα ανιψάκι της . Η Σοφούλα την άκουγε με χαρά . Η Σοφούλα της μιλούσε πολύ για τα παιδικά της τα χρόνια . Ένα θέμα για το οποίο είχε μεγάλη αδυναμία να συζητά . Η Μάρθα αντιθέτως το απέφευγε και το γύριζε γρήγορα στο μέλλον της . Στη Σοφούλα φαινόταν παράξενο που η Μάρθα δεν μιλούσε καθόλου για τις παιδικές της αναμνήσεις . Και αισθανόταν σχεδόν χαζούλα με την εμμονή της στα παιδικά της χρόνια και τις

Page 26: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

26

παιδικές αναμνήσεις . Και δεν της ταίριαζε καθόλου αυτό καθώς σκεφτόταν , η Σοφούλα , από την άλλη πλευρά ότι η Μάρθα ήταν η μοναδική γυναίκα από αυτές που γνώριζε που δεν μιλούσε καθόλου μα καθόλου ούτε καν για τα νεανικά της έστω χρόνια .Σήμερα της έδειχνε ένα παιδικό άλμπουμ και η Μάρθα το ξεφύλλιζε γρήγορα χωρίς σχολιασμούς . Η Σοφούλα επιθυμούσε λεπτομερείς αναλύσεις ανά φωτογραφική απαθανάτιση . Η Μάρθα μόνο για το κοντό παντελονάκι του Παντελή είπε , το κοντό παντελονάκι και για τα μούσια του ως φοιτητή είπε , τα μούσια του και κατευθείαν πήρε στα χέρια της το νεότερο άλμπουμ του ταγκό . Τελικά βρέθηκαν η καθεμιά τους με το αγαπημένο της θέμα , να ρεμβάζουν . Ο Παντελής τις διέκοψε υπενθυμίζοντας το σούρουπο και τη νυχτερινή έξοδο που είχε υποσχεθεί στη Μάρθα του . Η Σοφούλα από τη μεριά της τους υπενθύμισε την γιορτή που τους ετοίμαζε για την πλήρη ανάρρωσή της , που θα γινόταν κάτω από την ολόγιομη πανσέληνο , που γέμιζε με φως όπως τους έδειξε με το δαχτυλό της , προς το φεγγάρι .

Η Σοφούλα έμεινε μόνη της απολαμβάνοντας τη φεγγαράδα . Το φεγγάρι ανέβαινε γεμίζοντας γλυκό φως τη βραδιά . Σκεφτόταν τη Μάρθα με συμπάθεια πια , ύστερα από τόσο καιρό . Ένιωθε την υποστήριξή της , την γλυκιά της παρέα τις ώρες της ανάρρωσής της . Ήθελε να γνωριστούν βαθύτερα μ’ αυτή την αλλόκοτη , παράξενη , μυστηριώδη γυναίκα . Την είδε σαν το φεγγάρι να κρύβεται πίσω από τα σύννεφα . Ή σαν το φεγγάρι να φωτίζει τη νυχτερινή της ζωή ώσπου να γίνει απόλυτο σκοτάδι πίσω από τη σκιά της γης . Απόλυτο χωμάτινο σκοτάδι . Νύχτα βαθιά κατάμαυρη . Έμεινε έτσι εκεί να κοιτάζει το φεγγάρι με ερεθισμένες τις βλεφαρίδες της . Ο Αλέκος είχε πάλι αργήσει ποιος ξέρει τι θα του έτυχε πάλι ...

Η φροντίδα είναι το βασικό συστατικό της αγάπης , αλλά χωρίς σεξ ; Τι χωρίζει τη βαθιά φιλία από την αγάπη και τι θα ήθελε να έχει περισσότερο στη ζωή της , επιτέλους . Πόσο γέμισε τη ζωή της ο Αλέκος , ειδικά αυτές τις ατελείωτες ώρες της ανάρρωσής της . Της πάλης με τη ζωή και το θάνατο. Και πόσο μόνη αισθανόταν στην πάλη με την παλιά ζωή , με τον Ανδρέα . Οι συνέπειες ήταν μεγάλες . Βασανίζαν τους πόθους της . Τους ερωτικούς πόθους της . Τώρα αντιμετώπιζε τη βασανιστική αργοπορία του Αλέκου . Η Σοφούλα ήθελε . Ήθελε να γίνουν ένα . Να κάνουν σεξ . Να κάνουν ένα ανεπανάληπτο σεξ . Της ήταν ακατανόητη η στάση του Αλέκου . Δεν ήξερε τι θα μπορούσε να κάνει περισσότερο . Τι άλλο θα έπρεπε να κάνει μαζί του . Ο Αλέκος την είχε κυριεύσει . Την είχε τραβήξει εντελώς από τον Ανδρέα . Η σεξουαλική επιθυμία από την οποία πάλευε να ξεφύγει , ανέλπιστα εξαφανίστηκε .

Ύστερα από την οριστική διακοπή των σχέσεων με τον πατέρα της , όταν παντρεύτηκε με

Page 27: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

27

τον Ανδρέα , είχε δουλέψει ως πωλήτρια σε καταστήματα αθλητικών ειδών . Ήταν μία απολαυστική εμπειρία . Ήθελε να αποδείξει ότι μπορεί . Η καλομαθημένη κόρη θα τα έβγαζε πέρα . Και πράγματι το βρήκε πιο απολαυστικό από τις πετυχημένες σπουδές της . Η φιλοσοφική σχολή της είχε δώσει πολλά εφόδια . Της είχε καλλιεργήσει τις ψυχικές της αρετές που συμπλήρωσε η κοσμοπολίτικη ζωή της στο εξωτερικό . Προχώρησε τις ευαισθησίες της προσθέτοντας . Ο πατέρας της χαιρόταν προσδοκώντας την ακαδημαική της εξέλιξη . Η κρυμμένη ευαισθησία του σκληρού χαρακτήρα του κρύφτηκε ακόμα σκληρότερα . Οι επαφές τους διακόπηκαν σκληρά . Αφού η Σοφούλα ήθελε έτσι . Τη διέγραψε από κόρη του . Τέρμα . Τοίχος .Ας ζούσε όπως ήθελε . Μακριά απ’ αυτόν . Η νέα αρχή , στην αρχή της ήταν εύκολη για τη Σοφούλα . Γρήγορα όμως έπεσε σε άλλους τοίχους . Στους εσωτερικούς της τοίχους . Σιγά σιγά αισθανόταν πέτρινα ντουβάρια μέσα της . Άλλα καυτά με την φλόγα τους να την καίει . Άλλα ψυχρά με την ψύχρα τους να την παγώνει . Χτίστηκε ολόκληρος λαβύρινθος . Ο Μινώταυρος παραμόνευε και μη μπορώντας να βρει το νήμα η Σοφούλα διάλεξε κάποιους τοίχους να βολευτεί ανάμεσα . Είχε μεταμορφωθεί και η ίδια σαν μία μικρή Μινώταυρος . Εκεί μέσα στη φωλιά της έφερνε για έρωτα γοητευτικούς έξυπνους άντρες . Η δουλειά της , της εξασφάλιζε ένα καλογυμνασμένο περιβάλλον . Οι πωλήτριες αρέσουν και πολλοί δοκίμαζαν να την κατακτήσουν . Η Σοφούλα είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες . Τις απολάμβανε σαν μία ελκυστική αμαζόνα . Τις απολάμβανε μέσα στο λαβύρινθο των σεξουαλικών της ορέξεων . Τις απολάμβανε καβάλα στ’ άλογό της . Αρματωμένη ή γυμνή . Δεχόταν χτυπήματα . Χτυπούσε και αυτή . Πολεμούσε για την ηδονή . Ζούσε για την ηδονή . Λυπόταν για τις νίκες . Λυπόταν γι’ αυτούς που ήθελαν να νικούν .Ήταν μία πολεμίστρια . Γι’ αυτήν ήταν μόνο ο πόλεμος . Μόνο η ηδονή . Η ηδονή του πολέμου . Έτσι λοιπόν αυτή η παρατεταμένη ανακωχή με τον Αλέκο την είχε απορυθμίσει . Αυτή η μονομερής ανακωχή , της ήταν αφόρητη . Και οι αφορμές της όλες είχαν αποτύχει .Θα τον περιμένει αποφάσισε μέσα της . Το φεγγάρι έσβησε από τα μάτια της . Ο Αλέκος ήρθε αθόρυβα πίσω της . Της έκλεισε τα μάτια με τα ζεστά αψιά χέρια του . Είχε τον τρόπο να μην την τρομάζει . Της έδωσε ένα ζεστό φιλί .

Τι φαγάκι έχουμε σήμερα πουλάκι μου , ρώτησε ο Αλέκος τη Σοφούλα κάποια άλλη μέρα .

Page 28: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

28

Κοτοπουλάκι με γλυκόξινη σαλτσούλα που θα στο σερβίρω τώρα αμέσως , πολύ πεινασμένη του απάντησε εκείνη . Και συνέχισε ρωτώντας τον τι άλλο του συνέβη και ως συνήθως άργησε να επιστρέψει . Σε λίγο τρώγοντας ο Αλέκος άρχισε να της διηγείται το σήμερον . Σήμερον τρίτωσε το κακό , ευτυχώς , της είπε αρχίζοντας την εξιστόρηση . Πρωί πρωί ξεκινώντας με το σαραβαλάκι του τον σταματήσαν οι τροχονόμοι . Ο Αλέκος τους είπε ότι πάει στη δουλειά του και ότι δεν γυρίζει από διασκέδαση .Του ζήτησαν την άδεια , το δίπλωμα , τα τέλη κυκλοφορίας , Κ.Τ.Ε.Ο , κάρτα καυσαερίων και τέλος ασφάλεια ... Ασφάλεια δεν είχε . Προσπάθησε να τους μιλήσει , να τους εξηγήσει ότι ήταν ένας φτωχός χρεοκοπημένος που του έλειπαν αυτά τα χρήματα πραγματικά . Αυτοί του είπαν ότι κάνουν τη δουλειά τους . Δεν ψηφίζουν αυτοί τους νόμους . Και ότι το πρόστιμο είναι τόσο και ότι επίσης έχει αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας και του διπλώματος για τόσο . Ο Αλέκος το διαπραγματεύτηκε ζητώντας αν γίνεται να τον έγραφαν για κάτι άλλο , γιατί αλλιώς ... τους είπε κάποιους χιλιοακουσμένους για αυτούς λόγους . Τελικά με ένα πρόστιμο στο ένα τρίτο του αρχικού έμεινε ικανοποιημένος . Όπως και οι τροχονόμοι που βοήθησαν έναν ακόμη δυστυχή κι ας γνώριζαν πόσο αχάριστα θα σκέφτονταν γι’ αυτούς , λίγο αργότερα , που δεν ήξεραν πόσα μεροκάματα θα χρειαζόταν να πληρωθεί το μικρό αυτό υποτίθεται πρόστιμο .

Η Σοφούλα γέλασε και γέλουσε ακόμη δυνατά , όταν ο Αλέκος συνέχισε στο δεύτερο που του συνέβη . Όταν πήρε το αγροτικό να πάει προς το αμπέλι , στην πρώτη ανηφορίτσα , του έσβησε . Το στροφόμετρο μόλις έφτανε στις δύο χιλιάδες στροφές , το αγροτικό έσβηνε . Ο τρομπατζής του είπε να αλλάξει φίλτρο πετρελαίου και του έδωσε ένα σπρέι να ρίξει μέσα στο ρεζερβουάρ για να το καθαρίσει . Άλλαξε με πολύ κόπο και πολύ χρόνο το φίλτρο μιας και τα χέρια δεν έπιαναν , της είπε δείxνοντας της τα χέρια του . Τσούγκρισαν τα ποτηράκια τους πίνοντας από μία γουλιά .

Στη Σοφούλα άρεσε πολύ να ακούει τέτοιες ιστορίες της καθημερινότητας. Μιας άγνωστης γι’ αυτήν καθημερινότητας ανθρώπων που της φαινόταν άνθρωποι κάποιας άλλης χώρας , κάποιας άλλης εποχής ενδεχομένως .

Ο Αλέκος συνέχισε άντε να έφτανε τρεις χιλιάδες στροφές , της λέει , και πάλι έσβηνε . Δεν μπορούσε να πάει πουθενά . Και το μεγαλύτερο σπάσιμο ήταν ότι το υπό κατάσχεση αγροτικό του , το χρειαζόταν για περίπου ένα μήνα ακόμη για να μεταφέρει τα σταφύλια στο οινοποιείο του κι ύστερα ας πήγαινε στο καλό .Μετά ο τρομπατζής του είπε ότι θα ήταν βουλωμένο ένα άλλο φιλτράκι μετά το φίλτρο πριν από τα μπεκ . Που σήμαινε ότι η ζημιά θα ήταν μικρή . Διαφορετικά αν ήταν τα μπεκ ... Πάει ο τρύγος .

Η Σοφούλα ήθελε να τον υποστηρίξει οικονομικά . Τόλμησε πολλές φορές να του το προτείνει αλλά ο Αλέκος πραγματικά προσβαλλόταν .

Page 29: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

29

Ήταν ένα λεπτό ευαίσθητο σημείο γι’ αυτόν . Μόνος του θα πλήρωνε το τίμημα της χρεοκοπίας . Θάρθει ο θείος από το Αμέρικα ήταν η σαρκαστική του απάντηση .

Και ... Της λέει κατά της τρεισήμιση το μεσημέρι χτυπάει το κινητό . Μην αφήσουν κανένα να πάρει καμιά ανάσα μεσημεριάτικα αυτοί οι άλλοι , που δουλεύουν ασταμάτητα . Ήταν από την κινητή τηλεφωνία ένας σκληρός αδιαπραγμάτευτος τύπος , ο οποίος αφού θεώρησε ότι ο Αλέκος δεν είχε καμία διάθεση να πληρώσει το λογαριασμό θα είχε πλέον να κάνει με το νομικό τμήμα της εταιρείας για το κατοστάρικο που χρωστούσε και ότι σε τρεις μέρες θα γινόταν και φραγή εισερχόμενων κλήσεων .Είδες τι ταμείο έκανα σήμερον της είπε .

Τότε ο Ανδρέας εισέβαλε απρόοπτα με μια αγκαλιά λουλούδια . Με ανοιχτή την αγκαλιά του έσφιξε τη Σοφούλα και μετά της έδωσε την ανθοδέσμη που κρατούσε στο άλλο του ανοιχτό χέρι . Της έκανε και υπόκλιση και κοιτάζονταν χαμογελαστοί σαν να κόλλησαν δευτερόλεπτα ολόκληρα . Η ακινησία είναι η αιτία των μολύνσεων . Τα μικρόβια αμέσως λερώνουν οτιδήποτε μένει ακούνητο . Ο Αλέκος αισθάνθηκε καθαρά το μαύρο καλικαντζαράκι που πήδηξε σαν πειρατής γελώντας μέσα στο κεφάλι του . Πήδηξε μέσα στο κεφάλι του κρατώντας μία κόκκινη σημαία που έγραφε ζήλια . Και μάλιστα έγραφε δύο φορές ζήλια ζήλια ανεμίζοντας .

Η Σοφούλα έβαλε τον Ανδρέα να καθίσει ανάμεσά τους , στο στρογγυλό , μαρμάρινο τραπεζάκι του κήπου .Συνέχισαν οι τρεις τους την παρέα με φρουτάκια και σανγκρία . Να δροσιστούν συζητώντας δροσιστικά . Ο Αντρέας ήταν ο πρώτος έρωτας της Σοφούλας και ο πρώτος της εραστής . Πρώτος έρωτας . Πρώτος εραστής . Ένας ανεξίτηλος τίτλος . Ένας ζηλευτός τίτλος . Μοναδικό χρυσό μετάλλιο . Ένα και μοναδικό . Δίνεται για μία φορά , για πάντα . Το πρώτος , είναι επίθετο τιμής . Από εκεί και ύστερα τα επίθετα μπορεί και να επαναλαμβάνονται . Μία σειρά από άλλα πολλά , προσδιοριστικά επίθετα του έρωτα . Λάμπουν δίπλα στον έρωτα σαν κάποια άλλα μέταλλα . Μπακίρια μπροστά στο χρυσό πρώτο . Με τέτοιες σκέψεις γαργαλούσε το καλικαντζαράκι τον Αλέκο . Κοινές σκέψεις που μοιάζουν λογικές σε πολλούς ανθρώπους .

Ο Ανδρέας έκανε πολλά , δύσκολα , εξωτικά , αληθινά σπάνια ταξίδια στη ζωή του . Ήταν εξάλλου και ναυτικός της εμποροπλοιάρχων . Τα χρόνια του γάμου τους εκτός των άλλων δυσκολιών , ο Ανδρέας έλειπε πολύ στη Σοφούλα . Πίστευαν όμως σε μία γρήγορη αλλαγή της ζωής τους και ο μεγάλος έρωτάς τους , τους έδινε την δύναμη να αντέχουν την απόσταση των μακρινών ταξιδιών .

Page 30: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

30

Ο Αλέκος μασουλώντας ένα κομματάκι ξινόμηλου της σανγκρίας σκέφτηκε τη δικιά του ιδανική αγάπη ακούγοντας για τα μακρινά ταξίδια που δυναμώνουν έρωτες . Σκέφτηκε την δικιά του ιδανική αγάπη σα μια γυναίκα του Βερμέερ , του Ολλανδού ζωγράφου . Μία σπιτίσια γυναίκα . Μπροστά στο μισάνοιχτο παραθύρι . Προσηλωμένη , πάνω από ένα σβησμένο γράμμα. Έξω . Έξω από περιορισμούς . Να πλέει . Να πλέει στον ιδανικό της σύζυγο . Συζυγή .Να πλέει η μεγαλοδύναμη αγάπη της με καρτερία αεικίνητη . Η ιδανική γυναίκα για τον Αλέκο ήταν μία ανοιχτή πληγή . Ποθούσε πάντοτε , ποθούσε διακαώς . Ποθούσε την απίθανη σύμπτωση . Ποθούσε την ιδανική γυναίκα να τον προσμένει με ιδανική αγάπη . Γεμάτοι έρωτα . Τι χαρές θα έκαναν τότε ! Αληθινές στιγμές ειλικρίνειας , ολοζώντανες άνοιγαν τότε . Μέσα από τα μάτια του Αλέκου ξάνοιγαν στα πέλαγα της ζωής .Η Σοφούλα του έδινε τέτοια σημάδια . Σα φως φάρου τρεμόπαιζαν στις αισθήσεις του . Ο μαύρος πειρατής του σκόρπισε μια χούφτα αλάτι χοντρό που παραλίγο να φωνάξει από πόνο , όταν η Σοφούλα τρέχοντας πήγε να ξαναγεμίσει την κρυστάλλινη κανάτα με σανγκρία . Ο Ανδρέας του χτύπησε το γόνατο δυνατά με την παλάμη του και τον ρώτησε πώς πάει με τη Σοφούλα του . Αυτό το του , ήταν το σημείο που έπεσε όλο το χοντρό αλάτι .

Και η Σοφούλα επιστρέφοντας άκουσε τον Αλέκο να λέει στον Ανδρέα ότι η Σοφούλα του (χωρίς να καταλάβει που πήγαινε το του ) έγινε περδίκι . Περδικούλα που με χάρη κάνει πια όλες τις δουλειές και που τον στηρίζει με το φαγάκι της , με τις βενζίνες που του βάζει να πηγαινοέρχεται ... Τον στηρίζει αυτή . Με την αγάπη της , αυτή η πραγματική φίλη του . Μέχρι την αυριανή μεγάλη μέρα της γιορτής . Της γιορτής για την πλήρη ανάρρωσή της κάτω από την πανσέληνο .Μετά ο Αλέκος θα γύριζε στο σπίτι του . Έπρεπε σιγά σιγά να προετοιμαστεί για τη δικιά του γιορτή , τον τρύγο .

Η Σοφούλα ψιλοσκοντάφτοντας έβρεξε το παντελόνι του Ανδρέα ψηλά προς την τσέπη . Πήρε τη λευκή υφασμάτινη πετσέτα από το τραπέζι και ακούμπησε γονατιστή να τον σκουπίσει . Σχεδόν ζαλισμένη της ήρθε να πέσει πάνω του . Πάνω στα δυνατά χέρια του Ανδρέα . Στα δυνατά του στήθη . Να τον αρπάξει . Να μπει μέσα στην αγκαλιά του . Αλλά στηριγμένη στον ώμο του σηκώθηκε . Πέταξε την κοκκινισμένη πετσέτα πίσω στο μαρμάρινο τραπέζι με δύναμη . Με θυμό . Αμάν πιά ! Φώναξε κοιτάζοντας τον Αλέκο . Συνέχισε λέγοντας ότι ήταν όλο ζημιές. Ότι ήταν μιά ζημιάρα και έτσι κατάφερε να κρύψει την έκρηξή της με αυτόν τον Αλέκο . Πατώ ξυπνώ τους λέει γεμίζοντας τα ποτηράκια τους .

Page 31: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

31

Η κουβέντα συνεχίστηκε μεταξύ λιμανιών και αναμνήσεων του γάμου τους . Ώσπου έφτασαν στην τυχερή στιγμή του Ανδρέα . Κάτι παλιοχώραφα της ταπεινής φτωχικής καταγωγής του απαλλοτριώθηκαν . Ένα μεγάλο ενεργειακό έργο θα γινόταν . Έτσι ο Ανδρέας ξύπνησε ένα πρωινό αναπάντεχα πλούσιος . Ήταν από εκείνη τη στιγμή ένας πλούσιος ξέμπαρκος . Αυτή την αλλαγή στη ζωή τους η Σοφούλα για ανεξήγητους λόγους δεν την άντεξε . Δεν άντεξε την συνεχή παρουσία του . Μέσα από λεπτομερείς περιγραφές ξαναέφεραν τους καβγάδες τους . Τους καβγάδες που τους χώρισαν . Γλυκούς καβγάδες . Πιο γλυκούς και από τη σανγκρία . Η σανγκρία τους έκανε πιο γλυκούς . Ο Ανδρέας τη μάζεψε δυνατά στα γονατά του απάνω . Ήθελε να πιουν ακόμη μία κανατίτσα . Εκείνη κοίταξε προς τον Αλέκο που ευγενικά προσφέρθηκε να αποσυρθεί . Τον περίμενε πολλή δουλειά την επομένη . Μισοκοιμόταν ήδη . Ήταν και πολύ νευριασμένος , κάτι σπάνιο για τον χαρακτήρα του . Ο Αλέκος τους έφερε την κανάτα γεμάτη και πήγε για ύπνο βαριεστημένος . Τους άκουγε από το κρεβάτι να σιγομιλούν και να σιγοχαχανίζουν . Τους άκουγε που έβαλαν μουσική .

Ο Ανδρέας και η Σοφούλα χόρεψαν με την ψυχή τους ροκ εντ ρολ . Έκαναν όλες τις φιγούρες γλυκομεθυσμένοι . Για πρώτη φορά στη ζωή της αισθάνθηκε τον Ανδρέα φίλο της . Έτσι απλά . Η ψυχή της ξαλάφρωσε . Πετούσε . Χόρευε . Πετούσε στα σύννεφα . Γελούσε με τα συννεφιασμένα μούτρα του Αλέκου . Επιτέλους ο πόλεμος άρχισε . Μέσα από τις μουσικές πετάγονταν οι κλαγγές του . Στο τέλος με τα παπούτσια στο χέρι, περπατώντας στις μύτες των ποδιών , αστειευόμενοι ότι κάνουν ησυχία , ξεπροβόδισε αθόρυβα η Σοφούλα τον Ανδρέα . Τον ξεπροβόδισε με μια αγκαλιά σφιχτή και με ένα φιλί αποχαιρετιστήριο .

Η Σοφούλα γλίστρησε απαλά πάνω στο σατέν σεντόνι . Ημίγυμνη τύλιξε ρίχνοντας γύρω από τη μέση της την άκρη του σεντονιού . Ζεσταινόταν . Ο Αλέκος ήταν γυρισμένος στην αντίθετη πλευρά του κρεβατιού , ακούνητος , γυμνός .Είχαν καταφέρει όλο αυτό το διάστημα να κοιμούνται γυμνοί σαν να είναι ντυμένοι . Της είχε μάθει τον ελαφρύ ελεύθερο ύπνο . Ίσως απόψε η Σοφούλα να αισθανόταν κάποια ενοχή για τη συμπεριφορά της . Ίσως γι’ αυτό να φόρεσε το λεπτό της εσώρουχο . Ίσως ακόμη να πίστευε ότι έτσι θα ήταν πιο ερεθιστική .Ή ακόμη να ένιωθε πιο απροστάτευτη . Πιο γυναίκα . Η ακινησία του Αλέκου τον πρόδιδε .

Page 32: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

32

Ήξεραν και οι δυο ότι κανείς τους δεν κοιμόταν .Η Σοφούλα έκανε δυο τρεις απαλές κινήσεις χαιδεύοντας με τη γάμπα της το σεντόνι ανεπαίσθητα . Η σιωπή δεν έσπαζε με τίποτα .

Τη γοήτευε το αγριοπούλι που είχε δίπλα της . Η στωική του αποδοχή της ζωής . Η ταπεινή υποταγμένη ζωή του . Η προσδοκία του ιδανικού . Του χαμένου ιδανικού . Πάλευε χωρίς να αλείβεται με λάδι . Χωρίς να ξεγλιστράει . Δεν έμαθε από τους παλαιούς παλαιστές . Πάλευε μόνος του . Πώς να παλέψει ο καημενούλης της ; Όλο ψευτοφοβέρες ήταν . Έχει και το μουστάκι του . Μωρέ μωρέ τον πολεμιστή . Πώς λάκισε σήμερα ; Πώς φοβήθηκε τις σκέψεις του . Το μωρό της . Δε θα το φιλήσει απόψε . Θα το σκάσει . Θα το κάνει να μάθει για τις ψευτοαπειλές του ότι αύριο φεύγει . Ο φοβητσιάρης . Και της ίδιας όμως της είχε ξεφύγει λίγο ο θυμός της . Μπορεί ο θυμός της να την ταλάνισε λίγο παραπάνω . Να της δημιούργησε για λιγάκι ένα δίλημμα . Αλλά μέχρι εκεί . Αυτό ήταν .Η Σοφούλα ήταν ευμετάβλητη και ανατρεπτική . Γνώρισε την αδυναμία της αυτή και την κατάφερε . Κατάφερε να κάνει την αδυναμία της πλεονέκτημα . Έστριβε γρήγορα στην καλή της διάθεση χωρίς να αφήνει να την επηρεάσουν δυσάρεστες καταστάσεις .

Ήταν ένα πουλάκι που κατάφερνε να κελαηδάει στην καρδιά του χειμώνα . Η καρδιά και η αγάπη είναι τόσο φλογερές που μόνο στην καρδιά του χειμώνα θα μπορούσαν να φωλιάσουν . Ο χειμώνας μόνο ψάχνει την αγάπη . Θέλει την αγάπη ζεστούλα στην καρδιά του . Τώρα όμως που ήταν καλοκαίρι η Σοφούλα αισθανόταν τη βαρυχειμωνιά στην καρδιά της . Στη ζωή της . Σαν όνειρο έβλεπε ένα σκληροτράχηλο άντρα τυλιγμένο στην κάπα του . Με την παγωνιά κρυσταλλωμένη στα μουστάκια του . Βάδιζε βαριά λιώνοντας το παχύ χιόνι σε κάθε του βήμα . Κρατούσε στη χούφτα του σποράκια και ψίχουλα . Κελαηδούσε . Τα πουλάκια το χειμώνα δεν μπορούν να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους με φτερουγίσματα και με χορούς . Ούτε με γλυκοφιλήματα τρεμοπαίζοντας στον αγέρα . Μισοκρυμμένα κάθονται και μόνο κελαηδούν . Γι’ αυτό κι αυτός ο σκληροτράχηλος άντρας κελαηδούσε .Προσπαθούσε σ’ αυτή την ξεχωριστή γλώσσα των πουλιών να επικοινωνήσει . Ήθελε να τα βγάλει από τη φωλιά τους . Να έρθουν στις χούφτες του , που ήταν γεμάτες αγάπη . Γεμάτες σπόρους αγάπης και ψίχουλα . Λίγα ψίχουλα ζητάει η αγάπη να ζεσταθεί μες την καρδιά του χειμώνα .Μες στην καρδιά του κελαηδούσε με τα πουλιά . Κυλιόταν στο χιόνι απάνω . Ένα πουλάκι ήρθε . Πολύ τρυφερά φούσκωσε τα πούπουλά του . Κάθισε στο χέρι του .

Page 33: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

33

Τσιμπολόγησε από την αγάπη του . Τον κοίταξε ευθύβολα στα μάτια του . Ολόγλυκα .

Η Σοφούλα έβλεπε στο όνειρό της που μπορεί να μην ήταν όνειρο , πόσο γλυκά , πόσο πουπουλένια χάδια του μοίραζε . Της μοίραζε . Της χάιδευε το κοτσιδάκι , τα φτερά , το στήθος . Η Σοφούλα ήταν ένα μικρό πουλάκι μέσα στα τραχιά , ζεστά του χέρια . Μέσα στην καρδιά του χειμώνα . Αχ! Έκανε . Αχ ! Ονειρό μου . Ζεστανέ μου την καρδιά . Ζεστανέ μου την καρδιά όλο τον χειμώνα . Όλους τους χειμώνες . Για πάντα . Δάγκωσε τα χείλη της μισοξυπνημένη . Ένιωσε . Ένιωσε το χέρι του κάτω . Μέσα στο λεπτό εσωρουχό της , να παίζει . Να πάλλεται . Να πάλλεται κι η Σοφούλα , κουνώντας ανεπαίσθητα τη λεκάνη της . Δεν ήταν όνειρο .Το χέρι του Αλέκου έλιωνε το χιόνι της , ολόγλυκα . Φιλήθηκαν με τα μάτια κλειστά . Κρατούσαν το όνειρο σφιχτά στις βλεφαρίδες τους .Οι ανάσες τους έλιωναν τα κρύα του χειμώνα . Οι καρδιές τους χτυπούσαν ρυθμικά προοιωνίζοντας την Άνοιξη . Μία Άνοιξη μέσα στο καλοκαίρι όπου ήταν ο χειμώνας στην καρδιά της .Μέσα στον ύπνο τους ενώθηκαν τα όνειρά τους . Έσμιξαν με τις αναπνοές τους . Έγιναν σύννεφα . Στόλισαν τον ουρανό πάνω από το κρεβάτι τους . Τον γέμισαν χρώματα και ήχους απόλαυσης .

Δεν ήταν το σκληρό σεξ που είχε γνωρίσει η Σοφούλα . Που ολοκληρωνόταν με τον άγριο φυσικό οργασμό . Τα κύματα της ηδονής συνέχιζαν να την πλημμυρίζουν με άγνωστα χάδια σε άγνωστα μέρη . Αισθάνθηκε ξανά το γλυκό παφλασμό . Γλυκιές στιγμές του παρελθόντος της ήρθαν στο νου . Βρέθηκε πάνω στο βραχάκι της ,παιδί . Κάτω από τη σκιά της ελιάς , παίζοντας τα ποδαράκια της με τη θάλασσα . Ακουμπούσε στο γλυπτό κορμό . Χάιδευε τους ρόζους . Τα έλκη . Τη χυτή αποξηραμένη φλούδα λέπι λέπι . Πηδούσε στα κλαδιά . Έψαχνε τα τζιτζίκια . Την ανεμελιά . Το τραγούδι . Το ψιθυριστό τραγούδι . Το θρόισμα των φύλλων , των αργυροπράσινων φύλλων. Τα παιχνιδίσματα με τον ήλιο στη σκιά της . Στο βραχάκι της . Το ασπροκίτρινο καφεδί μαργαριτάρι . Ένας απαλός θρόνος που ήταν γεμάτος μικροαυλακιές και χαραδρίτσες και κοραλλένιες φουσκίτσες . Καθόταν πάνω του , πάνω τους και , της άγγιζαν πολλές νευρικές απολήξεις . Την ηρεμούσαν βαθύτατα . Της έστελναν όνειρα εκεί . Όνειρα που έρχονταν μακριά από το ηλιοβασίλεμα . Που έρχονταν μέσα από τη νύχτα , από μακριά . Έπαιζε τα ποδαράκια της στη θάλασσα . Τη χάιδευε με τα χεράκια . Την ημέρωνε με τα χεράκια . Ημέρωνε κι αυτή . Ο παφλασμός ισοκρατούσε με το θρού το σκληρό τραγούδι των τζιτζικιών καθώς το

Page 34: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

34

αεράκι αυξομείωνε τις εντάσεις . Έβαζε τότε κι αυτή τις πινελιές της βουτώντας και πλατσουρίζοντας . Έριχνε πετρούλες ανοίγοντας κύκλους . Άπλωνε κλειδιά του σολ . Στα μάτια της ερχόταν χρώματα έντονα που απαλυνόταν στη ράχη των βουνών . Στα ύψη του ουρανού . Διασκορπίζονταν στη θάλασσα . Τα ρουφούσε ο βυθός και τα έστελνε χαλί στα ποδαράκια της . Έγλειφε το βραχάκι της . Έστελνε με αφρούς αλάτι . Έψηνε το κορμί της σαν το κορμί της ελιάς με λαδάκι . Το λαδάκι εισχωρούσε παντού , στο σώμα της , στην ψυχή της . Την θεράπευε . Η ηδονή είναι η απόλυτη θεραπεία . Έτσι ένιωθε την ηδονή .

Έτσι ένιωσε την ηδονή .Ήταν η πρώτη της φορά , η παρθενική . Ο ιδρώτας έσταξε από την μπούκλα της Σοφούλας . Κύλησε στη θηλή της . Σαν αλμυρή σταγόνα . Σαν αλμυρό λάδι έλαμψε μπροστά στην καρδιά της . Έλαμψε μέσα στην καρδιά της η νέα , η αληθινή αγάπη . Ένα δάκρυ κύλησε προσπέρασε τα μάγουλα , στάθηκε στα χείλη . Με υγρά χείλη ξαναφιλήθηκαν αγκαλιασμένοι , γυμνοί . Ολόγυμνοι στον έρωτά τους μπροστά .Γλιστρούσαν ελεύθεροι πάνω στο σατέν σεντόνι . Όπου ήθελαν ταξίδευαν . Στον γαλανό ουρανό , στα φουσκωτά όνειρα . Στην άσπρη βάρκα στη μπλε θάλασσα . Θαλασσοπούλια στον αφρό της θάλασσας βουτούσαν παίζοντας με τα δελφίνια .Σε ορεινό λιβάδι αγριολούλουδα μικρούτσικα . Χρυσοπράσινα ζουζούνια φωσφόριζαν βουίζοντας έψαχναν τη γλυκερή γύρη σε πολύχρωμα άνθη . Άνθη του γιαλού , άνθη του βυθού , του βυθού του ουρανού.Υψιπετής είναι ο έρως , αιθέριος σ’ όλους τους τόπους , σ’ όλους τους χρόνους . Εκτός .

Το κουδούνι χτύπησε με το σκληρό διαπεραστικό του ήχο , σαν το κακό καθημερινό ξυπνητήρι . Χτύπησε μία φορά ακόμη προειδοποιώντας ότι θα ξαναχτυπούσε αν δεν γινόταν αυτό που πρέπει . Η Σοφούλα , καθώς πρέπει έριξε πάνω της ένα ρούχο και με το συγκαταβατικό νεύμα του Αλέκου μισοάνοιξε την πόρτα ακουμπώντας τη ανάμεσα στα στήθη .Ο Παντελής και η Μάρθα ένιωσαν την αδιάκριτη παρεμβολή τους , διστακτικά μπαίνοντας . Ο Παντελής κρατώντας από πίσω τους εξώπλατους ώμους της Μάρθας είπε ότι πέρασαν για ένα κρασάκι . Η Σοφούλα με το ανακατεμένο της μαλλί και το αγουροξυπνημένο μάτι κοίταξε προς την μπαλκονόπορτα να βρει με το φως τι ώρα πήγε .Ο Παντελής τη βοήθησε λέγοντας ότι όταν φεύγει η μέρα έρχεται το κρασάκι .

Κάθισαν στο νυχτερινό πια κήπο . Σε λίγο ήρθε και ο Αλέκος με τη Σοφούλα .

Page 35: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

35

Η Μάρθα φορούσε ένα πράσινο μακό φόρεμα που μέσα από το άνοιγμα στο στήθος περνούσε ένα ζαρωμένο σουτιέν , σα φαρδιά λευκή ζώνη αγνότητας πάνω στα πλούσια στήθη της . Στ’ αυτιά της κρέμονταν δύο μεγάλα σκουλαρίκια σα φτερά παγονιού που έπαιρναν χρώμα από το μοβ μολύβι του ματιού της . Ο Παντελής φορούσε ένα λευκό πουκάμισο , ανοιχτό στο στήθος και μαύρο παντελόνι σα Σπανιόλος χορευτής .

Ο Αλέκος υποκινούμενος από τις ακατάπαυστες ηδονικές δονήσεις που έρχονταν κυματοειδώς μέσα του και χτυπούσαν , χτυπούσαν θέλοντας να βγουν έξω , να γίνουν κουβέντες να εκφραστούν , άρχισε να μιλάει . Δεν ήταν άνθρωπος που έμενε στις τυπικές γνωριμίες . Ήξερε ότι αυτές έχουν σύντομο τέλος . Άμα πεις ποιος είσαι , από που είσαι και τι επάγγελμα κάνεις τέλειωσαν . Κι ας προσθέσεις κάνα δυο ιστοριούλες , δεν κρατούν . Τελειώνουν σύντομα . Καταλάβαινε ότι τα χαρακτηριστικά του προσώπου και οι πρώτες εντυπώσεις που μετέδιδαν ήταν ρηχές μπροστά στη βαθιά ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης , της ανθρώπινης επαφής . Είχε συμπεράνει πια ότι από το πρόσωπο κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα . Κανείς δεν μπορεί να ανιχνεύσει τη συμπεριφορά , την αντίδραση , την πράξη που θα ‘ρθεί , που θα γίνει καθοριστικά , που θα φανερωθεί ξαφνικά σβήνοντας με το σκοτάδι ή με το φως της όλη την εικόνα του προσώπου . Των εντυπώσεων που αφήνει το πρόσωπο . Γνώριζε ότι μόνο όταν τολμήσει κανείς να βαδίσει μέσα στα σκοτάδια με φόβο με προσοχή , με ένταση , ήρεμα , αργά , γρήγορα θα ανακαλύψει φώτα . Φως θα αρχίσει να λάμπει στο προσωπό του . Φως θα αρχίσει να βλέπει και στο πρόσωπο των άλλων. Και φυσικά όπου το και το σκοτάδι .Τότε οι εντυπώσεις των αντανακλάσεων του φωτός στο σκοτάδι , θα ζυγώνουν στην αλήθεια . Σαν πρωινές χαραγές . Θα χαράζονται πάνω του τα πρόσωπα των άλλων στα μάτια , στα μάτια τους .

Έτσι , λοιπόν , ο Αλέκος ξεκίνησε να τους μιλάει . Για τις φορές που έτυχε μικρό παιδί όταν ήταν , να ροβολάει νύχτα τα πρόβατα στο μικρό χωριό του . Για τις πρώτες φορές που βάδισε στα σκοτάδια .Τους έλεγε ότι αγάπησε τα τσοπανόσκυλα και φοβήθηκε τους λύκους στην αρχή , στα πρώτα σκοτάδια . Ύστερα ακούγοντας τα κουδουνίσματα μάθαινε να ψάχνει τους λύκους . Τα άγρια γαβγίσματα των σκυλιών στην αρχή του έδιναν ασφάλεια . Σιγά σιγά όμως κατάλαβε τους λύκους . Τους αγάπησε . Αγάπησε τη μοναξιά τους . Τη σκληρή ζωή τους έξω από τα παραμύθια . Τα τσομπανόσκυλα εξαγριωμένα γάβγιζαν . Χαλούσαν τον κόσμο , υπονοώντας απειλές . Αυτά χαλούσαν τον κόσμο .Τότε ο Αλέκος κατάλαβε τις λυκοφιλίες τους . Κι ας γάβγιζαν πιστά με τη λαιμαριά στο σβέρκο τους . Ο Αλέκος σεβόταν τη νύχτα και δεν έπαιζε μαζί της . Ήξερε πόσο σύντομη ήταν . Δεν ήταν και ουρανός .

Page 36: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

36

Ο ξάστερος ουρανός δεν ήταν στολίδι δικό της . Ήταν κρυσταλλωμένα δάκρυα της ημέρας . Ήταν ζωντανά σημάδια . Η ζωή έχει πληγές που φέρνουν δάκρυα . Αυτά τα δάκρυα κρυσταλλώθηκαν. Νίκησαν τον πόνο και τρεμοπαίζουν χαρούμενα διαμάντια , χαρούμενα σμαράγδια , χαρούμενα ρουμπίνια , χαρούμενα αστέρια στον ουρανό .Η μέρα δεν έχει νύχτα . Το φως τη σβήνει . Πόσο άρεσε στον Αλέκο ο ξάστερος ουρανός . Κάτω από την ξαστεριά δεν ένιωθε κανένα φόβο .

Ο Αλέκος τους είχε παρασύρει στο παιδικό του ταξίδι . Τσούγκρισαν τα ποτηράκια τους και η Μάρθα τους είπε ότι και αυτή είχε χτυπήσει στρούγκα . Η Σοφούλα και ο Παντελής αλληλοκοιτάχτηκαν χαμογελώντας με την ποιμενική ζωή των συντρόφων τους . Ήταν συνεπαρμένοι όμως από τις ατελείωτες σκηνές που αποκαλύπτονταν στα μάτια τους . Ήταν επίσης ξαφνιασμένοι από τη μικρή, ως εδώ , αποκάλυψη της Μάρθας . Η Μάρθα παίρνοντας για μεζεδάκι ένα κοματάκι κασέρι τους είπε με νόημα ότι ήξερε και από χλωρό τυρί . Το κρασάκι με τα εξωτικά αρώματά του πλαισίωνε τις βουκολικές αναμνήσεις . Η Μάρθα ξεκίνησε τη δική της αφήγηση .

Μίλησε για το δικό της χωριό και για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια .Η οικογένειά της ήταν φτωχή από πλούσιο σόι . Ήταν φτωχοί συγγενείς σε πλούσιο συγγενολόι . Εκείνα τα χρόνια κάποια εργοστάσια άνοιγαν στην περιοχή τους . Ο πατέρας της , που με τα λίγα προβατάκια δεν τα έβγαζε πέρα , πήγε εργάτης σε κάποιο από αυτά , μαζί με άλλους συγχωριανούς του, από τις φτωχότερες οικογένειες του χωριού . Η βάρδια μπήκε στη ζωή τους . Οι ώρες που η Μάρθα έβλεπε τον μπαμπά της γυρίζοντας από το σχολείο ήταν λιγοστές . Τα χάδια του είχαν λιγοστέψει . Η αγάπη της όμως δυνάμωνε . Τον έβλεπε να δουλεύει σκληρά . Από το εργοστάσιο στα πρόβατα . Από τα πρόβατα στο εργοστάσιο . Η Μάρθα τον φώναζε τη νύχτα , αλλά αυτός δεν ήταν εκεί . Δεν ήταν εκεί να τη σκεπάζει τρυφερά και να της δίνει το φιλάκι της καληνύχτας . Η νυχτερινή βάρδια έδινε περισσότερα χρήματα . Έτσι το κοριτσάκι του , η Μάρθα του , θα είχε περισσότερες ευκαιρίες για μιά καλύτερη ζωή . Ο αθλητισμός είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της παιδικής ηλικίας , συνέχισε . Η Μάρθα έδειξε το ταλέντο της στους δρόμους ημιαντοχής μέσα από τα σχολικά πρωταθλήματα , παρόλο το ύψος της . Ο μπαμπάς της καμάρωνε δίπλα στα μεταλλιά της . Με το χλωρό τυρί , με το τρέξιμο και το διάβασμα χτύπησε την πόρτα της γυμναστικής ακαδημίας και κατάφερε να περάσει με υποτροφία . Ήταν μια μεγάλη επιτυχία για όλο το χωριό και στήθηκε πανηγύρι . Δύσκολα τα συνομήλικά της παιδιά κατάφερναν να περάσουν .

Page 37: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

37

Ούτε ο Παντελής ούτε η Σοφούλα γνώριζαν ότι η Μάρθα ήταν γυμνάστρια και με έπληξη αναφώνησαν και οι δυο αλήθεια ; Η Σοφούλα , βέβαια , δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τη διακόψει . Δεν ήθελε να διακόψει τον ειρμό της εξομολογητικής της διάθεσης στη φεγγαρόλουστη βραδιά της φεγγαρόλουστης παιδικότητας . Το κρασί έρεε με γρήγορο ρυθμό συνοδεύοντας. Βρέχοντας τα λαρύγγια τους μιλούσαν και άκουγαν γουλιά γουλιά . Μικρή γουλιά μεγάλη γουλιά έπιναν στιφογυρίζοντας το ποτήρι ανάπνεαν μαζί με τα αρώματα τις μυρωδιές της εξομολόγησης . Η Μάρθα ξεδιπλώνοντας το πόδι της καθώς πήγε να ακουμπήσει το ποτήρι , τραμπαλίστηκε στην καρέκλα σαν να ζαλίστηκε, κοντοστάθηκε . Ο Παντελής με αντανακλαστικά έπιασε την καρέκλα της σταθερά . Αγκάλιασε τους ώμους της . Την έσφιξε και της έδωσε ένα επιβραβευτικό φιλί . Η Σοφούλα κοίταξε τον Αλέκο γλυκά με χαμόγελο κατανόησης . Η κουβέντα τους σταμάτησε για λίγο και η Σοφούλα περίμενε την τολμηρή Μάρθα να συνεχίσει . Ήταν πράγματι τολμηρό έπειτα από τόσα χρόνια που γνωρίζονταν να αποκαλύπτει κάποιες ανέγγιχτες πλευρές της ζωής της , οπωσδήποτε πολύ ευαίσθητες και σημαντικές . Σκέφτηκε πόσο διαφορετική ήταν η αστική ζωή της με αυτήν του Αλέκου και της Μάρθας . Σκέφτηκε τη μεγάλη χαρά του Αλέκου όταν τον έβλεπε να φοράει το λιωμένο σορτσάκι του .

Ο Αλέκος ήταν ανάμεσα σε δύο , ανάμεσα σε δύο επιλογές συνέχισε σπάζοντας τη σιωπή πρώτος , ή γυμναστής ή κτηνίατρος . Όλα τα παιδικά του χρόνια και τα φοιτητικά ήταν γεμάτα μπάλα . Αγαπούσε το χωριό και πάλευε για τη φανέλα του . Τους αγώνες τους θεωρούσε μάχες επικές για χαμένα ιδανικά . Πέρασε ωραία μαζί τους . Πήρε μαθήματα . Έμαθε να χάνει . Κάτι πολύτιμο για τη ζωή του .Όσες νίκες και αν πέτυχε ήταν στα μέτρα ενός μικρού χωριού . Ενός μικρού ανθρώπου . Στα μέτρα του δυνατού . Έγινε όμως κτηνίατρος . Για τους ίδιους λόγους ενστικτωδώς επέλεξε κτηνιατρική .

Με τα ένστικτα είχε πάντα μεγάλο θέμα . Δεν τον οδήγησαν ποτέ στο σωστό δρόμο . Αλλά του δημιουργούσαν μεγάλα ερωτηματικά . Αναπάντητα ερωτηματικά . Προσωρινά αναπάντητα . Σαν ριγμένα θαλασσόξυλα στις άγνωστες θάλασσες . Ριγμένα στις άγνωστες αμμουδιές της ζωής του . Κάποια σιγά σιγά το κύμα τα ξέβραζε ξανά μπροστά του , στο θαλασσινό ταξίδι του . Άτακτα . Μέσα από ακατανόητες διαδικασίες χαώδους θεωρίας . Ο Αλέκος τα ξανακοίταζε δημιουργώντας νέα ερωτήματα. Με άλλο μάτι κοίταζε το φυσικό γλυπτό θαλασσόξυλο. Το κοίταζε γιατι δεν ήταν μόνο η θάλασσα που το έγλυψε , ήταν και το βουνό . Ήταν και το βουνό απ’ όπου ξεκίνησε . Απ’ όπου ξεκίνησαν τα παραπεταμένα κούτσουρα . Κούτσουρα σαν θαλασσοδαρμένοι βράχοι , αραδιασμένα κατά μήκος της ακτογραμμής , ντυμένα με φύκια .

Page 38: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

38

Η αγάπη είναι δύσκολη υπόθεση , είναι όμως αγάπη για τη ζωή . Όπως ένα δέντρο σπασμένο και καμένο και τσουπ πετάει από δίπλα βλαστάρι. Θέλει να ζήσει , αγαπάει τη ζωή . Ένας βράχος απόμερος . Ένας βράχος απόμερος παίζει με το κύμα . Ή παίρνει ζέστη από το πουλάκι που θαρθεί για λίγο να σταθεί πάνω του . Ο πονηρός ο άνθρωπος δεν έχει αγάπη . Μόνο πατάει . Πατάει το χώμα . Πατάει το βράχο . Πατάει το βλαστάρι και το σπάει . Και τίποτα δεν κάνει . Θα φύγει . Θα φύγει και θαρθεί άλλο πουλάκι το βράχο να ζεστάνει . Άλλο βλαστάρι θα πεταχτεί . Η πονηριά δε σταματάει τη ζωή . Απλά της φέρνει καινούριες χαρές. Φέρνει την αγάπη από την αρχή . Η αγάπη δεν έχει τέλος . Η αγάπη έχει μοναχά αρχή . Μονάχη αρχή .

Ο Παντελής άκουγε . Για τον Παντελή αυτές ήταν θλιβερές ιστορίες . Του θύμιζαν ξεπεσμένο θίασο που περιφέρεται βασανιστικά διακηρύσσοντας την σπουδαία τέχνη του . Ενώ αυτός αγαπούσε την ελαφρότητα της ζωής . Ν’ αρμενίζει , με ανοιχτά πανιά . Να χαίρεται τη ζωή σε κάποιο καλοκαιρινό νησί , με την αγάπη του τη Μάρθα . Την πολυπόθητη Μάρθα του . Την κοίταζε με όλο του τον πόθο . Με όλο του τον πόθο που γέμιζε την φαντασία του .Η Σοφούλα απεναντίας άκουγε με μεγάλη ευχαρίστηση . Και αφού άκουγε καλά έπαιρνε απαντήσεις από δεύτερες φωνές . Εσωτερικές φωνές που έβγαιναν από μέσα της . Της απαντούσαν , μετά από κάποια αδιόρατη επεξεργασία .

Μέσα στο μυαλό της Μάρθας ήρθε και στρογγυλοκάθισε η ιδέα ότι απόψε ήταν η κατάλληλη βραδιά να βγάλει μέσα από την ψυχή της το κρυμμένο μυστικό . Απόψε ήταν η στιγμή που έψαχνε πολύ καιρό με φόβο .Μόνη της μπροστά στον Παντελή δεν θα το ομολογούσε ποτέ . Στη Σοφούλα ναι θα μπορούσε να το μαρτυρήσει . Ο Αλέκος με τη στιβαρότητά του θα της πρόσφερε μια πολύ καλή υποστήριξη , το καταλάβαινε . Αποφασιστικά ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι φέρνοντας μπροστά το κορμί της . Τους κοίταξε με τη σειρά έναν έναν και ξεκίνησε από την γυμναστική ακαδημία . Στο γλέντι που είχε στηθεί για την πετυχημένη είσοδό της στη σχολή , ο μπαμπάς της έπαθε καρδιακή ανακοπή . Η Μάρθα έλεγε τα γεγονότα κοιτάζοντας διαδοχικά από τον ένα στον άλλο , γύρω γύρω κυκλικά αρχίζοντας από τον Παντελή .Στη συνέχεια στραμμένη προς τη Σοφούλα είπε ότι την ημέρα της κηδείας έπιασε τη μάνα της με τα φουστάνια κάτω . Ο εραστής της ήταν ένας αντιπαθής συγγενής , πλούσιος του χωριού . Όταν η Σοφούλα γούρλωσε τα μάτια με αυτό που άκουσε , η Μάρθα στράφηκε προς τον Αλέκο . Συνέχισε να μιλάει για τη ζωή της . Για την πολύ δύσκολη ζωή της που μόλις άρχιζε .

Page 39: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

39

Η Μάρθα έφυγε . Εγκατέλειψε το σπίτι της αμέσως μετά την κηδεία . Έριξε μια γρήγορη τελευταία ματιά στο σπίτι της και στο χωριό και έφυγε για πάντα . Άρχισε να δουλεύει σ’ ένα μπαράκι σερβίροντας ποτά , ακούγοντας τα ανόητα φλερταρίσματα των θαμώνων . Ήταν απαραίτητο να δουλέψει για να βιοποριστεί , δικαιολογήθηκε κοιτάζοντας τον Παντελή στα μάτια . Ο Παντελής ξεροκαταπίνοντας το κρασί με γρήγορες γουλιές την άκουγε αποσβολωμένος να συνεχίζει . Εκεί η Μάρθα έγινε φίλη κολλητή με κάποια άλλη κοπέλα . Αυτή η φίλη της ήταν sugar baby, τους τόνισε ντροπαλά . Η Σοφούλα άνοιξε και άλλο τα μάτια της . Η Μάρθα με δυσκολία συνέχιζε και ο Αλέκος ανέλαβε να τους σερβίρει ήρεμα προσπαθώντας να μην σπάσει την ροή της εξομολόγησης . Έτσι και η Μάρθα έγινε sugar baby . Έψαξε να βρει κάποιον που θα την υποστήριζε οικονομικά , κάποιον sugar daddy . Γύρισε προς τον Αλέκο . Κοίταξε στα ψύχραιμα μάτια του παίρνοντας θάρρος και μια βαθιά ανάσα . Μετά από πολλές περιπέτειες συνάντησε ένα κύριο , Έλληνα της Νέας Υόρκης . Είχε πολύ καλή ψυχούλα . Η Μάρθα έζησε πλούσια μαζί του . Παράλληλα σπούδαζε διοίκηση επιχειρήσεων . Αυτός την είχε ερωτεύτει . Η Μάρθα μπορούσε πλέον να ασχοληθεί με ότι επιθυμούσε σπάταλα . Εκεί έμαθε πολλά . Όμως κάποια στιγμή αισθάνθηκε μία ξαφνική , βαθιά λύπη . Μία ασήκωτη λύπη γέμισε την ψυχή της με θλίψη .Τότε γνωρίστηκε με τον πατέρα τους , που ήταν φίλος του είπε με δυσκολία . Την προσέλαβε γραμματέα του και την πήρε από κει είπε , πέφτοντας κλαμένη στην αγκαλιά του Παντελή .Η Σοφούλα και ο Αλέκος έπεσαν πάνω τους συντετριμμένοι κι αυτοί . Το φεγγάρι σηκώθηκε ψηλά , ανήσυχο . Έστελνε το δυνατότερό του φως κάθετα πάνω τους να δει τι συμβαίνει . Ο Παντελής είχε το κεφάλι του κρεμασμένο πίσω στην καρέκλα . Η καρδιά του χτυπιόταν . Ήθελε να δραπετεύσει . Ήθελε να πεταχτεί έξω . Ήθελε να πάρει το φεγγαρόδρομο . Να κρυφτεί . Να κρυφτεί πίσω από όποιο γκρίζο σύννεφο . Ένιωθε κάρβουνο .

Ο Παντελής με τον Ανδρέα ήταν φίλοι κολλητοί . Ο Ανδρέας , όταν δημιουργήθηκε αυτή η κατάσταση μεταξύ της Σοφούλας και του Παντελή , ήταν βέβαιος ότι θα ήταν ένα προσωρινό καπρίτσιο . Ήξερε καλά τα καπρίτσια των κακομαθημένων παιδιών . Πείραζε και τους δύο σαρκαστικά . Πότε τον ένα , πότε τον άλλο . Έλεγε στον Παντελή ότι η Σοφούλα του τα έφαγε .

Page 40: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

40

Σου τα έφαγε η μικρή , του έλεγε γελώντας δυνατά . Και με το ίδιο γέλιο έλεγε στη Σοφούλα ότι καλά του τα έκανε .Ξέροντας καλά τον παιδικό τους χαρακτήρα , πίστευε ότι αυτός ήταν ο κατάλληλος τρόπος να τους συγκινήσει . Ο Ανδρέας προσπαθούσε να τους συγκινήσει από την αντίθετη πλευρά . Την ανάποδη , πλευρά που όλοι γνωρίζουμε ότι έχουμε άδικο , και λέμε ότι έχουμε δίκιο και περισσότερο τα μικρά παιδιά . Τους σκάλιζε το άδικο δίνοντάς τους δίκαιο . Τους σκάλιζε για να κάνουν το αντίθετο σαν μικρά παιδιά . Να κάνουν το άδικο δίκαιο . Να μονιάσουν αγαπημένοι . Ο Παντελής θαύμαζε το φίλο του τον Ανδρέα . Ήξερε ότι ήταν τέλειος εραστής . Ο εραστής με το χρονόμετρο που αδιαμφισβήτητα έδειχνε την αξία του . Στην παρέα τους ο Παντελής είχε το ρόλο της προσέγγισης . Ήταν σίγουρα ένα γερό καμάκι . Ο Παντελής πότε με ένα εμπνευσμένο χιούμορ που εκδηλωνόταν ιδιαίτερα όταν τον κέντριζε ο Ανδρέας , πότε με τις χορευτικές του ικανότητες , πότε με το χαρακτήρα του καλού παιδιού έσπαζε κάθε πάγο της πρώτης προσέγγισης . Τα κατάφερνε άριστα απέναντι σε ανέτοιμες γυναίκες . Απροετοίμαστες να γνωρίσουν τον έρωτα .Αλλά μέχρι εκεί . Μέχρι τη Μάρθα . Εκεί σταμάτησαν όλα . Εκεί σταματούσαν όλα . Ποια άλλη εξάλλου θα μπορούσε να του προσφέρει ανάλογες ηδονές ;Ο Παντελής δε θα τολμούσε ξανά τέτοια δοκιμή . Ο Ανδρέας ξεκινούσε ύστερα , από κει και πέρα . Έτσι δρούσε η παρέα . Και περισσότερο στο στέκι τους , στο αγαπημένο μπαράκι τους .

Εκεί συζητούσαν οι δυο τους την τραγική ιστορία της Μάρθας . Τον πόνο του Παντελή . Του θύμισε ο Παντελής μια βραδιά τους . Ένα μπουρίνι που πέρασαν ο Ανδρέας με τον Παντελή .Τη βραδιά με το μπουρίνι ... Που περνούσαν αργά αργά στην ήρεμη θάλασσα χαζεύοντας στην κοντινή ακρογιαλιά σε κάποιο μικρό νησάκι . Πάνω στην αμμουδιά , κάτω από τα αλμυρίκια δύο ασυνήθιστα ζευγάρια έκαναν ασυνήθιστο σεξ . Ο Ανδρέας και ο Παντελής έπαθαν σοκ από αυτά που έβλεπαν . Το αεράκι όμως με ένα φου πήρε τη βάρκα τους μέσα και τα ρούχα τους μαζί , χωρίς να καταλάβουν οι συνουσιαζόμενοι τίποτα . Με την πρώτη αστραπή ο άνεμος φύσηξε από παντού μανιασμένα .Αυτοί έμειναν , σα ναυαγοί γυμνοί . Εκλιπαρούσαν να τους πάρουν στο σκάφος τους . Ήρθαν κολυμπώντας απεγνωσμένα . Ζύγωσαν και αυτοί το ιστιοφόρο τους και τους μαζέψανε . Με φουλ τις μηχανές πεταχτήκαν απέναντι στο λιμανάκι του μικρού χωριού . Γυμνές τους ευχαρίστησαν στο σύντομο ταξίδι και τους είπαν να μην το πούνε σε κανένα . Ύστερα έφυγαν τρέχοντας στα στενά σοκάκια .

Page 41: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

41

Το μπουρίνι ξέσπασε ραγδαία .Οι τουρίστες , δυο γέροι , ένας αδύνατος και ένας ψηλός , έβγαλαν να τους δώσουν χρήματα από το δερμάτινο πορτοφόλι που είχαν τυλιγμένο στη γυμνή τους μέση . Ο Παντελής και ο Ανδρέας θιγμένοι τους είπαν ότι αυτοί δε γαμιούνται , γαμάνε . Τους το τόνισαν θυμωμένοι στη γλώσσα τους αηδιασμένοι από τα χούφταλα . Ο χαλασμός σταμάτησε αργά το βράδυ . Ο Παντελής και ο Ανδρέας κάθονταν για ψαράκι στο γραφικό ταβερνάκι του χωριού . Ο κόσμος άρχισε τη βόλτα του . Τις είδαν απέναντι . Η μία χάιδευε και φιλούσε τη φαλάκρα του χοντρού με τη φουσκωτή κοιλιά συζύγου της . Η άλλη καθόταν ήσυχη , σοβαρή δίπλα στο σοβαρό σύζυγό της , που έμοιαζε σα δάσκαλος του χωριού . Κάθονταν , όπως σε μία καθημερινή οικογενειακή ευτυχισμένη έξοδο . Κάθονταν και τους έριχναν ματιές σίγουρες ότι δεν θα έλεγαν τίποτα . Η μία , η πιο σοβαρή , αφού έφυγαν γύρισε πίσω και τους είπε αν ήθελαν να συναντηθούν αργότερα στον κόκκινο βράχο , στην είσοδο του λιμανιού . Ο Ανδρέας είχε πάει και τα χρονόμετρα έσπασαν μέχρι το πρωί . Το σεξ δεν σοκάρει όταν το κάνει κανείς . Αλλιώς είναι όταν το βλέπεις .Ο Παντελής άνοιξε πανιά στη θάλασσα να ξεζαλιστεί . Απεχθανόταν τις πουτάνες , ο Παντελής . Κορόιδευε , από τότε , τους απατημένους συζύγους ο χοντροφαλακρός και ο σοβαρός . Έτσι ακριβώς ένιωθε ο Παντελής εκείνη τη στιγμή .

Δήλωσε στον Ανδρέα ότι ένιωθε χοντροφαλακρός και σοβαρός . Ο Ανδρέας τον άκουγε ήσυχα με κατανόηση . Όταν τέλειωσε ο Παντελής , ο Ανδρέας του ομολόγησε ότι και αυτός είχε πάει μαζί της . Ο Ανδρέας είχε πάει με τη Μάρθα .Ένα βράδι που γύριζαν οι δυο τους από το σπίτι της Σοφούλας και περνούσαν από το πάρκο ... Εκεί ο Ανδρέας σταμάτησε .Ο ένας κοίταζε τον άλλο σταθερά μέσα στα μάτια , ανιχνευτικά . Ο Παντελής έσκυψε το κεφάλι μέσα στους ώμους του , στη σιωπή . Ο Ανδρέας του σκούντησε τον ώμο από μπροστά και καθώς ο Παντελής σήκωσε ξανά το κεφάλι του, του έδειξε κάπου απέναντι δυο όμορφες κοπέλες που μόλις είχαν σταματήσει την ξαναμμένη κουβέντα τους . Του έκανε νεύμα να πάει , να τις γνωρίσει . Ο Παντελής βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα και δεν ξαναγύρισε .

Περπάτησε με δύναμη και με νεύρο μέσα στη νύχτα . Περπάτησε όλη τη νύχτα , ώσπου τα ξημερώματα , ο Παντελής τρεκλίζοντας στάθηκε στο πέτρινο παγκάκι του λευκού εξωκκλησιού , μπροστά στη θάλασσα . Ο ήλιος χάραζε μέσα από το ψηλό καμπαναριό χτυπώντας τις πρώτες του ακτίνες στην ορειχάλκινη καμπάνα. Τις άπλωνε στη σκοτεινή θάλασσα .Τα κύματα έσπαζαν στα μυτερά βράχια πριν φτάσουν στο σκληρό τεράστιο βράχο , που στην κορυφή του έστεκε το εκκλησάκι , σαν λευκό θαλασσοπούλι . Στεκόταν σαν λευκό θαλασσοπούλι πάνω από τους λευκούς αφρούς που έφταναν στα

Page 42: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

42

ρουθούνια του Παντελή που ξεφυσούσε . Πόσο τον γοήτευαν τα ρουθούνια της Μάρθας . Αισθανόταν να τον ρουφάνε μέσα στα πνευμόνια της όταν ακουμπούσε τρυφερά στα στήθη της από κάτω . Πόσο του άρεσε να ακουμπάει εκεί το κεφάλι του . Κι εκείνη να του χαιδέυει τα μαλλιά με τα μυτερά της νύχια . Εκεί ησύχαζε . Όπως ησυχάζουν τα κύματα στα κοφτερά βραχάκια πριν πέσουν στο σκληρό βράχο με αφρούς . Στο σκληρό βράχο που στεκόταν πάνω του , μπροστά στο εκκλησάκι , σαν λευκό θαλασσοπούλι . Τα χελιδονάκια τιτίβιζαν . Φτεροκοπώντας τάιζαν τα χελιδονάκια τους στη χωμάτινη φωλιά . Η καρδιά , του Παντελή , ήταν σκέτο χώμα . Σκέτο πλιθί . Έκανε όνειρα να κάνουν τα χελιδονάκια τους . Περίμενε . Περίμενε κάποια ώρα καλή . Σε ένα τέτοιο ξωκλήσι . Θυμήθηκε τη μάνα του . Το σκεπασμένο πιάτο με το φαγητό που τον περίμενε στο τραπέζι όταν γύριζε από τις κραιπάλες του . Γλυκιές στιγμές θυμήθηκε . Γλυκιές στιγμές , της γλυκιάς οικογένειας που ήθελε να δημιουργήσει . Περίμενε σε κάθε Παντελή , που έλεγε η Μάρθα θα άκουγε αμέσως μετά , ότι ήθελε πια να παντρευτούνε . Ήταν έτοιμος . Στο έρημο εξωκκλήσι . Έρημο ξωκλήσι στην αυγή όπως έρημος ένιωθε κι αυτός τώρα . Η έσχατη ερημιά , η σιωπή . Η σιωπή που φώναζε στα αυτιά του . Φώναζε ένα ασταμάτητο α . Μία κραυγή . Ένα διηνεκές χτύπημα βαριάς καμπάνας . Της ορειχάλκινης καμπάνας που έβλεπε μπροστά του να γίνεται φως . Φως της θάλασσας . Φως τ’ ουρανού . Τ’ ουρανού και της θάλασσας μαζί .Εκτυφλωτικό μπλε φως του έκλεισε τα μάτια . Αρχίνησαν δάκρυα πνιχτά να κυλούν . Τα δάκρυα αναμιγνύονταν με το φως της αυγής . Αναμιγνύονταν μες το μυαλό του . Με τις καμπάνες που χτυπούσαν α . Αναμιγνύονταν τα δάκρυα με τις καμπάνες που χτυπούσαν α . Χτυπούσαν α , έναν μακρόσυρτο αμανέ . Έναν αμανέ της χαραυγής .

Ο Ανδρέας , ο μοναδικός του φίλος , ήταν ένα τέρας . Ήταν ένα ανθρωποφάγο κτήνος . Το κτήνος . Σκέτη σάρκα ήταν . Σκέτο σεξ , ένα σάρκινο σεξ . Άθλιος . Αποπλανούσε την αγάπη , ανέκαθεν .Κορόιδεψε την αγάπη του . Την αποπλάνησε . Αποπλάνησε την αγάπη . Αποπλάνησε την αγαπημένη του Μάρθα . Το κοριτσάκι του . Πόσο τραγική ήταν η ζωή της . Πόσα χάδια έπρεπε , ο Παντελής να της χαρίσει , να γλυκάνει την πικρή ζωή της . Κανείς δεν έχει ανάγκη από χρονόμετρα να νιώσει . Το τέρας πήγε να του καταστρέψει τη ζωή , ξανασκέφτηκε ο Παντελής .

Page 43: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

43

Θέλησε να του καταστρέψει ότι είχε αγαπήσει κι ας το ήξερε καθαρά και ξάστερα πόσο ο Παντελής αγαπούσε τη Μάρθα . Αχ! Σοφούλα και συ από τι γλίτωσες . Φώναζε από μέσα του Μάρθα , αγάπη μου , γλυκιά μου αγάπη , βασανισμένη , τραγική μου Μάρθα . Τάβαλε με τον εαυτό του . Τον άτολμο εαυτό του . Έπρεπε να της φιλάει τα πόδια , να την παρηγορήσει . Και αυτός την είπε πουτάνα . Την ένιωσε πουτάνα . Πόσο ανόητα σκέφτηκε για το πουλάκι του. Πνιγμένος στα δάκρυα , ο Παντελής σηκώθηκε κρύβοντας τα μάτια με την αντίθετη πλευρά του αγκώνα του . Έκρυψε τα μάτια του από το ταπεινό εκκλησάκι που τον άκουγε αμίλητο και με στροφή χορευτή έφυγε τρέχοντας .Άρχισε να ψιχαλίζει .

Η Μάρθα τον πρόσμενε μπροστά στο ανοιχτό παραθύρι . Έβλεπε ψιχάλες και φύλλα να παίζουν ένα ιδιόμορφο πιάνο , με πολλά πλήκτρα με πολλές σταγόνες να παίζουν μαζί τους χοντρές , ψιλές άχνες . Στέλνοντας ήχους σε μια άλλη κλίμακα μπάσους , οξείς , αχνούς . Τους ένιωθε σαν χιλιάδες δάχτυλα να ψαύουν την ψυχή της , τους κρυφούς φόβους της που θρόιζαν , αντίκρυ . Όπως ένιωθε την ανάγκη να τους ακούει αντίκρυ στους κρυφούς της φόβους . Γνώριζε βαθιά τον Παντελή και τις αντιδράσεις του .Μόλις του άνοιξε την πόρτα ο Παντελής στάθηκε παλικαρίσια απέναντί της . Με κατακόκκινα μάτια τη ρώτησε αν πήγε με τον Ανδρέα , ξερά κοφτά . Η Μάρθα ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο και τον τράβηξε στην αγκαλιά της . Βρε κουτό , βρε κουτό του έλεγε . Όχι , βρε κουτό του είπε ύστερα ξεκάθαρα . Ξαλαφρωμένος ο Παντελής , έπεσε στα πόδια της . Αποκαμωμένος τα φιλούσε , ώσπου κοιμήθηκε εκεί χάμω στο ασπρόμαυρο πάτωμα , κουλουριασμένος .

Το βράδυ ήταν η μεγάλη γιορτή . Ο Ανδρέας , το κτήνος , δε θα τολμούσε να εμφανιστεί εμπρός του . Ο Παντελής ήταν τρελά ερωτευμένος με τη Μάρθα . Φόρεσαν τα ανάλογα ρούχα και ξεκίνησαν με την πιο δυνατή διάθεση να ξεφαντώσουν . Θα ήταν η βραδιά της μεγάλης συγχώρεσης . Τον είχε συγχωρήσει η Σοφούλα .Τον είχε συγχωρήσει η Μάρθα του . Την είχε συγχωρήσει κι αυτός . Θα ξεφάντωναν για τα καλά απόψε . Και επιπλέον γλίτωσε από ένα σιχαμερό φίλο . Ήταν σίγουρος ότι θα εξαφανιζόταν πια από προσώπου τους . Σκέφτηκε τι θα τράβηξε μαζί του και η αγαπημένη του Σοφούλα . Με αυτό το γομάρι . Αχ ! Σοφούλα μου , αναστέναξε . Πόσο ανόητος ήταν . Έπρεπε να πιει ο ίδιος το δηλητήριο . Θα το έπινε αν δεν ένιωθε το απαλό χάδι της Σοφούλας , το απαλό χάδι της συγχώρεσής της .

Page 44: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

44

Η συγχώρεση είναι το πιο απαλό χάδι στο μάγουλο .Το γιορτινό τραπέζι τους περίμενε . Οι μουσικές έπαιζαν σιγανά στον καλοκαιρινό άνεμο . Το φεγγάρι πανσέληνο έριχνε τον πιο ρομαντικό του φωτισμό . Ο Αλέκος με τη Σοφούλα τους υποδέχτηκαν με μία σφιχτή αγκαλιά , χαρούμενοι πολύ χαρούμενοι , αληθινά αδέλφια . Υπήρχε και ακόμη ένας λόγος παραπάνω να χαρούν . Ο Αλέκος είχε λάβει το πολυπόθητο μέιλ να στείλει όλα τα κρασιά του στο Αμέρικα . Μιλούσαν αχόρταγα μεταξύ τους με όρεξη . Την όρεξη που έχουν οι μέλισσες , όταν πολύβουες χορεύουν γύρω από ένα λουλούδι με κίτρινους ανθήρες γεμάτους γλυκό νέκταρ . Η μουσική τους συνόδευε μέχρι ακριβώς τη στιγμή που τσούγκρισαν και ήπιαν την τελευταία τους γουλιά . Τότε η μουσική άλλαξε δυναμώνοντας απότομα με ένα φλογερό τανγκό να παίζει . Ο Ανδρέας κοντοστάθηκε χαμογελώντας στην πόρτα . Ο Παντελής βρόντηξε τα μαχαιροπίρουνα και όρμησε . Με φόρα και με ταραχή ο Αλέκος πρόλαβε και τον σταμάτησε έκπληκτος , μπροστά στον πάντα χαμογελαστό Ανδρέα , στητό μπροστά στον Παντελή . Μόνο έτσι , μόνο έτσι θα καταλάβαινες φίλε , είπε ο Ανδρέας στον Παντελή .Ο Ανδρέας τον αγκάλιασε . Αγκαλιάστηκαν και έκλαψαν φυσικά . Έκλαψαν φυσικά σαν δυο άντρες . Έκλαψαν σαν δυο αγαπημένοι φίλοι κάτω από την ολόγιομη πανσέληνο . Μπροστά στη Σοφούλα , μπροστά στη Μάρθα . Στον Αλέκο μπροστά που τις είχε και τις δύο στην αγκαλιά του πιασμένες από τους ώμους . Ο Ανδρέας τράβηξε με αποφασιστικό τρόπο τη Μάρθα σπρώχνοντας και τον Παντελή . Τους έσπρωξε αγκαλιασμένους στο χορό .Ο Παντελής χόρεψε φλογερά με τη Μάρθα το αγαπημένο τους φλογερό τανγκό .

Χόρεψαν . Χόρεψαν . Χόρεψαν με την ψυχή τους . Μία μπάντα λαικών μουσικώνν ήρθε με κλαρίνα , με ζουρνάδες , με νταούλια .Μία ασυνήθιστη κυρία τους τραγουδούσε . Τα μαύρα μακριά μαλλιά της έφταναν από τη μέση της πιο κάτω . Τραγουδούσε πολύ μεθυστικά . Ήταν η γυναίκα του αρχηγού της μπάντας . Του πρώτου σολίστα , του κλαριντζή . Αυτός έπαιζε το κλαρίνο στο αυτί τους με νότες απόκοσμες . Τους δονούσε ολόκληρους . Τραγουδούσε μέσα στην ψυχή τους . Έκανε την ψυχή τους γλυκό κρασί . Τους μεθούσε . Άναβε το μεγάλο τους έρωτα . Άναβε έρωτες μεγάλους με τη μουσική του . Χρυσοντυμένος χρυσοκέντητα . Φορούσε χρυσά βραχιόλια και κολιέ . Σαν ψεύτικος .

Page 45: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

45

Κόνταινε λύνοντας το κλαρίνο , βάθαινε τη μέθη . Το λαούτο κεντούσε με γλυκιές μπασιές . Τα νταούλια κρατούσαν το ρυθμό .Οι ζουρνάδες χαλούσαν τον κόσμο . Πρώτη χόρευε η Μάρθα , ο Αλέκος την κρατούσε . Αυτοί οι δύο ήξεραν τέτοιο χορό από το χωριό τους . Ένιωθαν τη μυστική δύναμη του χορού μέσα στα μύχια τους . Είχαν ξανά αφήσει τέτοιες νότες να φτάσουν εκεί βαθιά . Μέσα στα μυστικά τους σημεία που μεθούν . Κι όταν μεθύσουν αυτά , όλο το σώμα τρέμει . Οι άλλοι ακολουθούσαν το χορό σαν τουρίστες . Τεχνικά , με τα βήματα . Οι δυο τους το καταλάβαιναν περισσότερο , το ένιωθαν . Το έτρεμαν . Το κλαρίνο έπαιζε στο αυτί του Αλέκου που πέρασε χορεύοντας μπροστά . Χόρευε με τα μάτια κλειστά . Το κλαρίνο έπαιζε πάνω στην καρδιά του . Η κυρία τραγουδούσε σα Σειρήνα στο αυτί της Μάρθας που τον κρατούσε .Το χέρι της Μάρθας με ένα μικρό σφίξιμο έστειλε στον Αλέκο καθαρό μήνυμα . Το ήθελε . Ήθελε να κολλήσει πάνω της . Εκείνη συνέχισε να του στέλνει το ίδιο μήνυμα . Τα στήθη της φούντωσαν . Πετάχτηκαν οι ρώγες , καθαρά έξω από το φούξια ηλεκτρίκ τιραντέ μακό της . Τεντώθηκαν ξεδιάντροπα . Δε θα άντεχε άλλο πια .Ο Αλέκος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε . Η μουσική σταμάτησε . Σκούπισε το μέτωπό του μ’ ένα μαντίλι και πριν ακόμη αφήσουν τα χέρια τους της έκανε με χωριάτικο τρόπο ένα μικρό τραβηγματάκι να τον ακολουθήσει .

Η Μάρθα ήρθε σχεδόν αμέσως στην τουαλέτα , πίσω του . Πήδηξε στην αγκαλιά του σηκώνοντας τη φούστα της . Φιλήθηκαν σαν έφηβοι . Φιλήθηκαν μέχρι που μελάνιασαν τα χείλη τους , κολλημένα . Ο Αλέκος τη φίλησε στο λαιμό , πίσω από το αυτί . Στο λαρύγγι . Παντού . Τη γέμισε μελανιές και ρουφηγματάκια . Κατέβασε τις τιράντες της . Χάθηκε ανάμεσα στις ρώγες της Μάρθας . Γεύτηκε το πιο νόστιμο ερυθρό σταφύλι . Ύστερα, η Μάρθα κατέβηκε , έπεσε στα γόνατα εμπρός του . Με μια κίνηση του ενός χεριού της τίναξε την πέτσινη ζώνη πέρα . Και με τα δυο της χέρια ξέσκισε το φερμουάρ . Ο Αλέκος τίναζε αριστερά δεξιά το κεφάλι του στον τοίχο , στην τουαλέτα , δίπλα από τον καθρέφτη . Προσπαθούσε να μη φώναξει . Τότε πιθανόν να τραβούσε το καζανάκι , σκέφτηκε . Άνοιξε για λίγο τα μάτια του , γυρίζοντας το κεφάλι του αριστερά , ξεφεύγοντας μια στιγμούλα από την ηδονή . Είδε την πρώην γυναίκα του να στέκεται εμπρός στην κόκκινη πόρτα της λευκής , γενικά, τουαλέτας .

Page 46: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

46

Η πρώην γυναίκα του έκλεισε απότομα την πόρτα και έτρεξε έξω . Βγαίνοντας έξω την άκουσε που φώναξε μπροστά σε όλους . Την έβλεπε που φώναζε σαν αρχηγός πολέμου . Μόνο εγώ γνωρίζω αυτό το λωποδύτη , τον Αλέκο , φώναζε με όλη της τη δύναμη . Άρπαξε τη Σοφούλα από τον καρπό . Την έσυρε στην ανοιχτή κόκκινη πόρτα της λευκής τουαλέτας . Νάτος ! Της λέει . Ο Αλέκος κοίταζε με ορθάνοιχτα μάτια το ρεζιλίκι του , σαν κοιμισμένος . Η Μάρθα δεν είχε καταλάβει ακόμη τίποτα . Η ηδονή ήταν μεγάλη .Η Σοφούλα έπεσε στα γονατά της , κλείνοντας με τα χεράκια της το προσωπό της σε στάση προσευχής . Να ! Ξαναλέει η πρώην γυναίκα του . Νάτος ! Και ρίχνει μέσα τον κακόμοιρο τον Παντελή . Ο Παντελής γλιστρώντας με την πλάτη του στον τοίχο κλαίγοντας μες τα χέρια κατέρρευσε .Δεν πίστευε αυτό που έβλεπαν τα μάτια του να κάνει η αγαπημένη του Μάρθα... Μάρθα , Μάρθα , φώναζε . Φυσικά η Μάρθα πλημμυρισμένη ηδονή δεν άκουγε τίποτα πια . Και νάτος ! Ρίχνει μέσα τον πατέρα τους που δεν άντεξε καθόλου το θέαμα και έπεσε αμέσως μονοκόμματα , νεκρός .Τελευταίο φέρνει τον Ανδρέα με το χρονόμετρο στο χέρι . Μα, λέει ο Ανδρέας , στην πρώην γυναίκα του Αλέκου , μα , είναι πολύ καλός εραστής , πολύ καλός εραστής , χτυπώντας με το δείχτη του χεριού του έδειχνε το χρονόμετρο . Ο Αλέκος ξύπνιος έκλεισε τα μάτια . Δεν άντεχε άλλο πια να τον προδίδει η πρώην γυναίκα του . Του χάλασε το όνειρο .

Άνοιξε τα μάτια , ο Αλέκος , ξύπνησε . Ένιωσε κάτι , βέβαια , να τον γαργαλάει κάτι , κάτω προς την πέτσινη ζώνη του .Σήκωσε το κεφάλι του ανάμεσα στα κουλουριασμένα πόδια του . Ένας σκαντζόχοιρος δεν ήξερε από που να φύγει και χτυπούσε πάνω του και ξαναχτυπούσε .Ξύπνησε ζαλισμένος πάνω στο γκαζόν . Σκόρπια τριγύρω του στον καταπράσινο κήπο , τα τρόπαια της χτεσινής βραδιάς . Στηριγμένος στο ένα του χέρι , έτριψε με το άλλο τα μάτια του .Το σκατζοχοιράκι κουλουριάστηκε φοβισμένο .Δίπλα του πεσμένη σα λιπόθυμη , η Σοφούλα του . Άλλος κανείς . Με ένα τράβηγμα την έφερε στην αγκαλιά του . Μες το πρωινό που γλυκοχάραζε φιλήθηκαν . Φιλήθηκαν με πρωινά φιλιά .Ολόφρεσκα φιλιά , γεμάτα δροσιά . Σηκώθηκαν όρθιοι απορώντας με το σκαντζοχοιράκι . Η Σοφούλα χάιδεψε απαλά τα αγκάθια του . Πήρε το σκαντζοχοιράκι στις χούφτες της , το πήγε παρακάτω , το άφησε με την αγάπη της ελεύθερο να φύγει .Το έδιωξε από τα όνειρά του παντοτινά . Ήταν το τελευταίο κακό όνειρο .

Page 47: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

47

Η ζωή είναι έξυπνο όνειρο , καθημερινό . Η Σοφούλα και ο Αλέκος πήραν από μια χούφτα ροδοπέταλα και έπαιξαν στην πρωινή δροσιά της νέας μέρας τους . Έπαιξαν με τα ροδοπέταλα χιονοπόλεμο , γυμνοί .

2

Η Σοφούλα κάθισε στο φρεσκοασβεστωμένο πεζούλι με ανακούφιση .Είχε σουρουπώσει για τα καλά . Τα χέρια της μύριζαν λιβάνι . Κοίταξε προς την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού . Καπνοί από θυμίαμα τούφες τούφες ήσυχα ήσυχα ανέβαιναν προς τον ουρανό . Ανέβαιναν αναμιγμένα με τα αρώματα του αγιοκλήματος που σκέπαζε ένα κομμάτι του φράχτη της αυλής .Άνοιξε το δεξί της χέρι πάνω στο πεζούλι , στήριξε καλύτερα την πλάτη της στον τοίχο και ακούμπησε πίσω το κεφάλι κλίνοντας τα κλειστά της μάτια , προς τον ουρανό . Στάθηκε έτσι ηρεμώντας για κάμποση ώρα .Ο Αλέκος ήρθε αθόρυβα . Κάθισε δίπλα της στο πεζούλι με στραμμένα τα δυό του πόδια προς τη Σοφούλα . Της έπιασε το χέρι όσο απαλότερα μπορούσε να διακόψει το ρεμβασμό της . Η Σοφούλα άνοιξε τα μάτια της με χαμόγελο . Τα μπλε μάτια της φώτισαν το βαθύ σούρουπο . Έγειρε και τον φίλησε , χαιδεύοντας το πρόσωπό του . Την αγκάλιασε κι αυτός . Την έβαλε πάνω στα πόδια του . Έμειναν με τα κεφάλια τους ακουμπισμένα στους ώμους . Με ένα γλυκό νανούρισμα έμειναν έτσι να κουνιούνται ώρα πολλή . Έψαχναν μαζί με τη σιωπή της νύχτας , μέσα από τα κλειστά μάτια τους . Οι πανύψηλες καρυδιές της αυλής τους άρχισαν να θροΐζουν ανοίγοντας πανιά στις επιθυμίες τους . Στην επιθυμία του . Ήθελαν να κάνουν παιδί . Ένα πουλάκι στάθηκε στο πόδι και από κει πέταξε στο δέντρο . Είχε αργήσει να κουρνιάσει . Η Σοφούλα έφερε στο δίσκο σκορδάτες ελιές , λίγο τσιπουράκι και δροσερό νερό . Τα ακούμπησε εμπρός του σε μια ψάθινη καρέκλα . Ήταν πολύ λυπημένη από το πρωί .

Ήταν πολύ λυπημένη σαν από ένα όνειρο κακό . Ένας υποβολέας σαν ένας κακός εισβολέας της έλεγε με ύφος διδακτικό . Οι πλούσιοι πρέπει να υποφέρουν . Είναι λαική απαίτηση . Να υποφέρουν και οι άλλοι να χαίρονται . Να χαίρονται τον παρά τους και οι άλλοι τη φτώχια τους . Ότι και να κάνουν οι πλούσιοι ποτέ δε θα χαρούν αληθινά . Δίπλα τους πάντα θα έχουν κάποια θλίψη μεγάλη . Κι ας λένε σιγά το πρόβλημα . Είναι σημαδεμένοι . Είναι ψεύτικη η χαρά τους .

Page 48: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

48

Πρωί πρωί η Σοφούλα πήγε στη βρύση να φέρει νερό . Μια παράξενη γυναίκα κάθισε στον ξύλινο πάγκο της βρύσης σταύρωσε τα πόδια της και της είπε αλλόκοτα πράγματα . Επιθετικά . Ότι τόσα χρόνια παντρεμένη και παιδιά δεν είχε . Τι θα τα έκανε τα πλούτη της χωρίς παιδιά ; Ποτέ της δεν θα έκανε παιδιά γιατί τα χρήματά της ήταν κλεμμένα . Τα χρήματα που είχαν ήταν κλεμμένα από τους γονείς της παράξενης αυτής γυναίκας . Και ότι αυτή θα ήταν η τιμωρία για την βάναυση κλοπή . Έλεγε , έλεγε . Χτυπήσαν τους δικούς της πάνω στο κάρο και τους τα έκλεψαν . Ο Αλέκος , οι γονείς του κι οι παππούδες του . Και ότι χαιρόταν πολύ με τη θεία εκδίκηση . Θα την πλήρωνε αυτή . Της ξαναδήλωσε ότι παιδί δεν θα έκανε ποτέ της . Και πολλές άλλες βρισιές που η Σοφούλα έκλεινε τα αυτιά της ακόμα και τώρα να μην τις ακούει . Να τις ξεχάσει οριστικά .Η Σοφούλα αφνιδιασμένη από τη δριμεία επίθεση της άγνωστης γυναίκας προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να αρθρώσει κάποια απάντηση . Τι να απαντήσει στους εφιάλτες . Της απάντησε ντροπαλά κοιτάζοντας τη μέσα στις μπλε χάντρες των ματιών της σαν κεφαλιού καρφίτσες , στο κέντρο των ξαναμμένων ματιών της . Είπε για την εργατικότητα του Αλέκου , για τα χωράφια και τα γεννήματα τους που αποδίδουν .Ότι αυτοί ποτέ τους δεν έβλαψαν κανένα . Ότι όλα αυτά είναι φριχτά παραμύθια και ψέματα . Με τη σκληρή δουλειά τα κατάφεραν . Κι όσο για παιδί αν ο Κύριος δώσει θα έρθουν και τα παιδιά . Αυτή πιο αγριεμένη από την ήρεμη απάντηση , φώναξε ότι θα μείνει στέρφα κι ο Θεός δε θα της δώσει τίποτα για τιμωρία . Θα είναι μία δίκαιη τιμωρία .Η Σοφούλα λυπήθηκε και παρόλη την ταραχή της , της είπε όταν θα ήθελε να περνούσε από το σπίτι να μιλούσαν καλύτερα . Οι άλλες γυναίκες γύρω από τη βρύση μουρμούριζαν σε πηγαδάκια . Η Σοφούλα γέμισε το παγούρι της , έσφιξε τα χείλη , κούνησε το κεφάλι της προς τα κάτω χαιρετώντας και απομακρύνθηκε όσο πιο σταθερά μπορούσε .

Ήθελε να το διώξει μακριά σαν όνειρο κακό , σαν εφιάλτη .Αλήθεια είχαν πολύ καιρό παντρεμένοι και όσο περνούσε ο καιρός τόσο τους βασάνιζε η ιδέα .Η νύχτα προχωρούσε. Οι μυρωδιές δυνάμωναν . Τα νυχτολούλουδα άνοιγαν τα ασπροκίτρινα , ασπροκόκκινα , κιτρινομόβ χωνάκια τους . Το δενδρολίβανο , η φλαμουριά με τα σκουλαρίκια της . Όλα τα αστεράκια έπαιζαν με τους ήχους της σιωπής . Ο Αλέκος της έπιασε τα χέρια και την κάθισε καλύτερα στα γόνατά του . Η Σοφούλα ένιωσε τη δύναμη μες στην ψυχή της . Πατώντας τα πόδια της κάτω έκανε σαν μικρό παιδί στην αγκαλιά του .

Page 49: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

49

Κι εκείνος παίζοντας σηκώνοντας τις φτέρνες του στις μύτες , συνέχισε το παιχνίδι . Το παχνίδι που τόσο πολύ ήθελαν και τόσο πολύ πονούσε .Οι φτέρνες ανεβοκατέβαιναν ενώ σφιγγόταν πιο πολύ η αγκαλιά τους . Τα στήθη της φούντωσαν πάνω του . Δεν ήθελαν να πάνε ακόμα μέσα . Η βραδιά τους μεθούσε . Τους κρατούσε εκεί ανατριχιασμένους . Στη μυστική σιωπή των αστεριών που λάτρευαν . Στη λαμπερή αστρόσκονη . Αιχμάλωτοι στα αιχμηρά στήθη . Οι αιχμηρές ρώγες απέναντι στην φλογερή καρδιά . Κανείς δεν ήθελε να σπάσει η σιωπή . Παρέμεναν εκεί πάνω στο φρεσκοασβεστωμένο πεζούλι . Σφιχτά αγκαλιασμένοι . Σφιχτά αγκαλιασμένοι μαζί με τον νυχτερινό ουρανό , με τα ουράνια νεφελώματα , με τους γαλαξίες .Οι ψηλές καρυδιές πίσω τους , τους έστελναν χάδια . Όσα χάδια έπαιρναν από το ελαφρύ αεράκι τους τα έστελναν με χαρά . Χαίρονταν την παρέα που τους έκαναν . Χαίρονταν την αγάπη τους . Οι καρυδιές ήξεραν πολλά από αγάπη . Ήξεραν το σκληρό καρπό της αγάπης . Απαλοκέλυφος , γεμάτος γλύκα και γεύση και δύναμη ο καρπός της αγάπης . Απαλοκέλυφο καρύδι .Ο Αλέκος και η Σοφούλα στην αγκαλιά του ταξίδευαν με καρυδότσουφλο . Ταξίδευαν με καρυδότσουφλο στα πέλαγα του ουρανού . Του νυχτερινού ουρανού .Η Σοφούλα έτρεμε στο δυνατό άνεμο . Έτρεμε στον δυνατό άνεμο του φόβου . Αισθανόταν μεγάλη ανασφάλεια για τη γονιμότητά της . Ο φόβος της μεγάλωνε όταν σκεφτόταν τον Αλέκο . Όταν σκεφτόταν την μεγάλη του επιθυμία για ένα παιδί . Ένα παιδάκι θα τους άλλαζε αμέσως τη ζωή . Φοβόταν . Ένιωθε καρυδότσουφλο στη μεγάλη δύναμη . Τη θαλασσινή δύναμη . Τη θαλασσινή αντίδραση . Στην ξαφνική μεταστροφή της σε κυκλώνα , σε κλήδονα . Καταβόθρες τα βάθη της . Κι οι απειλές της τέρατα θαλάσσια .Κι ας ήταν γαλήνη . Κι ας αισθανόταν γαλήνη , η Σοφούλα .Πάνω στα ισχυρά πόδια του , ο Αλέκος , καθόταν γαλήνιος . Ήρεμος γίγαντας . Ήρεμος γίγαντας ήταν η αγάπη του . Κι η Σοφούλα καθόταν στο θρόνο του κι έπαιζε σαν παιδούλα .

Έπαιζαν με φιλιά . Τον κοίταζε μέσα στα μάτια . Μουδιασμένος κι αυτός την κοίταζε . Του σούφρωσε τα χείλη ζουπώντας τον με το χέρι της . Τον ξαναφίλησε δυνατά . Με ένα μμμ τον ευχαριστήθηκε . Μμμ σαν τα μικρά μοσχαράκια που χοροπηδούσαν παρδαλά σαν αρνάκια . Αρνάκια που κλοτσούσαν τον αέρα στο πράσινο λιβάδι . Το σκληρό του μουστάκι την τσίμπησε , σαν τους φόβους της . Σαν τριάκανθο αγκάθι με χρυσοκίτρινες βελόνες . Σαν κολλητσίδα στο μαλλί , πάνω στο άσπρο αρνάκι του πράσινου λιβαδιού που κλοτσούσε με χαρές στον αέρα .

Page 50: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

50

Κι αυτή η κολλητσίδα παρέμενε κολλημένη πάνω στο λευκό φουντωτό μαλλάκι του . Φουντωτό σα λευκό συννεφάκι στον ουρανό με κολλημένη κολλητσίδα . Κι έσπασε το σύννεφο κι άρχισε να κλαίει . Έκλαιγε η Σοφούλα πάνω στην αγκαλιά του Αλέκου . Ο Αλέκος τυφλός στους φόβους της , μόνο νιώθοντας την αγάπη του , σκούπιζε τα δάκρυα της με τις παλάμες του . Ένιωθε μία απεριόριστη αγάπη για την Σοφούλα . Ένιωθε τα δάκρυά της γεμάτος χαρά να κυλούν πάνω στις παλάμες του , απάνω στις γραμμές της μοίρας του . Της μοίρας τους .Ένιωθε να μαλακώνουν δροσίζοντας όλα τα δύσβατα σημεία . Όλες οι λαγκαδιές και οι σκληροτράχηλες βουνοκορφές . Απαλή χλόη φύτρωνε παντού . Τα άγρια ζιζάνια εξοντώνονταν .Η μοίρα τους γινόταν απαλή γη . Ένα λιβάδι γεμάτο μικρολούλουδα . Η πολυχρωμία τους ένα πολύχρωμο ερωτικό παχνίδι . Μόνο χαρές θα μπορούσαν να κυλιστούν , να χοροπηδήσουν , να κάνουν κωλοτούμπες πάνω τους . Οι φόβοι δεν χωρούν . Οι αποδιοπομπαίοι τράγοι ας χόρευαν ψηλά στα κατσάβραχα με τα στριφογυριστά κέρατά τους . Ας χόρευαν κι αυτοί , δεν τους πείραζε . Η αγάπη τους ήταν απείραχτη . Ο Αλέκος δεν ένιωθε κανένα φόβο . Κανέναν από τους φόβους της Σοφούλας .Όταν σταμάτησε να κλαίει τη σήκωσε . Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε μέσα . Ξάπλωσαν στα μαλακά στρωσίδια . Στα σκοτεινά άρχισαν να κυλιούνται . Άρχισαν να κυλιούνται στο καταπράσινο λιβάδι της αγάπης χωρίς φόβο .Έπαιζαν με τα αγριολουλουδάκια της . Τα κατσίκια από ψηλά , σκαρφαλωμένα στα κακοτράχαλα βράχια τους κοίταζαν με βλέμμα αγελάδας . Σ’ όλους αρέσει η αγάπη στο καταπράσινο λιβάδι . Χωρίς φόβο . Όταν προηγουμένως ο Αλέκος της έπιασε το χέρι και την οδήγησε πάνω στο μαλακό στρωσίδι , ο φόβος έφυγε μακριά της . Πήγε πάνω στα βράχια κατσικωμένος . Η Σοφούλα τον ξέχασε . Τον άφησε εκεί σαν ένα κακό όνειρο . Ο Αλέκος είχε τη δύναμη στα χέρια του να ανοίγει τα μάτια στην αγάπη . Να διώχνει τα κακά όνειρα . Να της κλείνει τα μάτια γλυκά από ηδονή . Σα μοσχαράκι , σαν αρνάκι , σαν καταπράσινο λιβάδι έκανε ο έρωτας τους . Ο έρωτας που έκαναν εκείνο το βράδυ . Αύριο θα του μαγείρευε στη γάστρα κατσικάκι .

Page 51: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

51

Η Μάρθα της χτύπησε την πλάτη σιγανά να μην την τρομάξει . Η Σοφούλα γύρισε την αγκάλιασε και φιλήθηκαν σταυρωτά . Η Μάρθα είχε μέρες να φανεί και η Σοφούλα χάρηκε που ήρθε . Είχε γίνει η καλύτερή της φίλη . Σχεδόν αδελφή . Σε λίγο αδελφή της . Κάθισαν στα κουτσουράκια της αυλής κάτω από τον ίσκιο της κληματαριάς .Τα σταφύλια άρχισαν να κοκκινίζουν . Τα κρασοστάφυλα στο αμπέλι τους θα ωρίμαζαν όπου νάναι . Ο Αλέκος έβαζε τα δυνατά του να ετοιμαστεί . Ο τρύγος ήταν η πιο σκληρή δουλειά . Σήμερα όμως θα επέστρεφε νωρίς . Ήταν η επέτειος του θανάτου της μαμάς του. Τέτοια μέρα τον είχε χαιρετήσει για τους ουρανούς .Έβαλαν καφέ στη χόβολη να ψηθεί . Καβουρδισμένες μυρωδιές έμπαιναν στα ρουθούνια της Μάρθας . Μυρωδιές που τις λάτρευε. Όπως και τη μυρωδιά από τα αράπικα φιστίκια . Η Μάρθα φάνταζε σαν αράπικο μαύρο άλογο . Γυαλιστερό κατάμαυρο άλογο με κατάμαυρη χαίτη . Η μαύρη της πλεγμένη κοτσίδα μέσα από το καφεδί χρυσοκέντητο μαντίλι που φορούσε έπεφτε παχιά στην πλάτη της . Σαν ουρά , της έδινε πλούσια ισορροπία στην ατίθαση ομορφιά της σε κάθε κίνηση του κεφαλιού της . Της πρόσθετε χάρη . Τη χάρη ενός πουλιού που κοιτάει προς τα που να κελαηδήσει . Ενός πουλιού που έχει το στήθος του γεμάτο χρώματα . Γεμάτο πινελιές σαν αρμονικές χορδές σαν καλοπλεγμένες κλωστές στον αργαλειό μάλλινες . Βαμμένες με τα ωραιότερα φυτικά χρώματα από κρόκους και κρεμέζια . Ο καφές φούσκωνε σιγά σιγά . Έριξαν από λίγο στα δυο τους φλιτζάνια κι όταν ξαναφούσκωσε τα απογέμισαν με παχύ καιμάκι . Το φλιτζάνι δε θα το έλεγαν αλλά θα απολάμβαναν αυτή την τραχιά υφή που αφήνει το καιμάκι στο λαρύγγι τους . Έβγαλαν και το αγαπημένο τους γλυκό του κουταλιού από σύκο αποστολιάτικο . Έφεραν το δίσκο και τον ακούμπησαν στο χαμηλό σοφρά και κάθισαν αγαπημένες ατα κουτσουράκια τους από κορμό καστανιάς . Παραδίπλα τους το κατσικάκι στη γάστρα , για το εορταστικό γεύμα , ψηνόταν και που και που κανένα καρβουνάκι έκανε παφ σβήνοντας . Η Σοφούλα , αφού σταμάτησε τις δουλειές του σπιτιού για να μιλήσουν ευκολότερα, πήρε μαζί της στην αυλή το νήμα για να πλέξει . Με την κίνηση των χεριών με τη χοντρή βελόνα και το νήμα , οι κουβέντες ελευθερώνονταν , η ατμόσφαιρα χαλάρωνε , η γλώσσα έρεε . Πέρασε το μπλε μάλλινο νήμα πίσω από το σβέρκο της και άρχισε να πλέκει ένα ζεστό χειμωνιάτικο γιλέκο αμάνικο για τον Αλέκο . Η Μάρθα πίνοντας με γουλίτσες τον καφέ της , φέρνοντας τα παχιά χείλη του φλιτζανιού , στα παχιά , σαρκώδη χείλη της , ρουφώντας με πολύ θηλυκό ήχο , απολάμβανε τη δεξιοτενία της φίλης της να πλέκει .

Page 52: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

52

Η Σοφούλα της έλεγε για τα παιδικά σχέδια που θα έπλεκε , αν είχαν την ευτυχία να αποκτήσουν ένα παιδάκι . Η Μάρθα τη διασκέδασε , ξέροντας τη μεγάλη της ανησυχία , λέγοντας ότι στο χωριό της , τα παιδιά γεννιούνται αφού απλώσουν τραχανά . Μια δικιά της αυθόρμητη σκέψη που όταν την ξεστόμισε της φάνηκε ωραία σαν παροιμία . Η Σοφούλα με την ταχύτητα που έπλεκε γρήγορα θα τέλειωνε τη μπροστινή πλευρά του μπλε γιλέκου του Αλέκου .Ευχαριστιόταν τη συμπαράσταση της Μάρθας που με τον ωραίο αρχοντικό της τρόπο, την παρηγορούσε . Ήταν αρχόντισσα . Σ’ ένα μικρό χωριουδάκι με ωραίες βρύσες , με πλατάνια , με πανύψηλες καρυδιές , φλαμουριές , συκιές και βυσσινιές . Περίφημο για το αεράκι του που γέμιζε τις καρδιές των κατοίκων του . Στην κορυφή ενός λόφου στεκόταν . Γύρω του λιβάδια με πρόβατα , κατσίκια και αγελάδες . Παρακεί γόνιμες πλαγιές με τούφες από πουρνάρια και αλσύλλια με βελανιδιές . Η Μάρθα ήταν η πρώτη του χωριού .Πανέμορφη αρχόντισσα του μικρού χωριού που είχε γίνει η καλύτερή της φίλη . Ποτέ στη ζωή της δεν είχε τόσο καλή φιλενάδα . Πόσο πολύ επιθυμούσε να γίνει αδελφή της .Κι αυτός ο Παντελής πόσο βασανιστικά αργούσε . Ήταν γεμάτος συμπλέγματα αντί να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου με αυτό το αρχοντικό πλάσμα δίπλα του .Η Σοφούλα σταμάτησε για λίγο το πλέξιμο και τις σκέψεις της και κοιτάχτηκαν χαμογελαστές . Η μια ομορφότερη της άλλης . Η Μάρθα λάτρευε την ψυχούλα της Σοφούλας . Κι Σοφούλα θαύμαζε την ομορφιά της . Η Σοφούλα ήξερε να κάνει και τραχανά και προσκάλεσε τη Μάρθα να ερχόταν να τον έκαναν μαζί . Έτσι θα μάθαινε καλύτερα , στην πράξη . Της ειπε , βέβαια τη διαδικασία . Το ζύμωμα , το τρίψιμο , το άπλωμα . Στη Μάρθα άρεσε να μαθαίνει καινούρια πράγματα που αφορούσαν δουλειές του σπιτιού . Της άρεσε να γίνει καλή νοικοκυρά όπως ήταν η μαμά της κι η γιαγιά της . Ήπιαν το καφεδάκι τους και πριν φάνε το γλυκάκι τους , μπήκαν στο σπίτι μέσα . Η Σοφούλα για να κάνει έκπληξη στον Αλέκο μαζί με τα καλά της θα φορούσε το δώρο της γιαγιάς της , στη μαμά της και έπειτα σ’ αυτή . Πήγε να το δείξει στη Μάρθα . Ένα υπέροχο περιδέραιο με τρεις σειρές φλουριά .Το φόρεσε και ξαναβγήκαν για το γλυκάκι οτυς . Η Μάρθα έπαιζε με τον στριγγό ήχο που έκαναν τα κρεμασμένα φλουριά , αληθινά φλουριά έλεγαν και γελούσαν . Η Σοφούλα είχε φορέσει και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με κρίκους που είχαν πάνω τους δύο χρυσές μέλισσες .Η Μάρθα έβλεπε τις χρυσές αναλαμπές τους γύρω από τα μπλε φωτεινά μάτια της Σοφούλας αγαλλιασμένη . Η Σοφούλα με ανοιχτά τα δάχτυλα της παλάμης της , τεντωμένα προς διάφορες κατευθύνσεις , έδειχνε το χρυσό δαχτυλίδι με το μπλε σφραγιδόλιθο που είχε πάνω του

Page 53: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

53

χαραγμένο το σταυρό . Το δαχτυλίδι αυτό ήταν ακόμη παλιότερο και μπορεί να έφτανε και από την προγιαγιά της πιο πίσω . Το αποστολιάτικο συκαλάκι έδεσε τη γλύκα , με τη δεμένη του γλύκα . Η Μάρθα αποφάσισε να μάθει πολλά . Κι όταν σηκώθηκαν να αποχαιρετιστούν ήρθε ο Αλέκος . Έπιασε με το αριστερό του χέρι το δεξί χέρι της Σοφούλας , το άνοιξε να τη δει ολόκληρη και αφού επαίνεσε την ομορφιά της , τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την έφερε ένα γύρω . Κι αυτή χορευτικά στηριγμένη με τα χέρια της στο στήθος του Αλέκου και τις γάμπες μαζεμένες προς τα πάνω , το ευχαριστήθηκε . Και έδωσαν έτσι στον αέρα ένα φιλί σαν γαλιάντρες την Άνοιξη , στον μεγάλο τους έρωτα απάνω . Η Μάρθα πολύ το χάρηκε . Χαιρόταν τις ευτυχισμένες τους στιγμές . Όπως και τις δικές της με τον Παντελή . Σκέφτηκε ως προσωρινή την ψυχρότητα του Παντελή , σαν παιχνίδι . Πάλι θα ήταν έτσι . Ήταν σίγουρη . Τον ήξερε από μικρό παιδί . Η υπομονή της θα νικούσε τα παιχνίδια του .

Ο Αλέκος δεν την άφησε να φύγει . Θα έτρωγαν μαζί οπωσδήποτε . Η μέρα της κοιμήσεως της μάνας του ήταν γι’ αυτόν η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης. Η μάνα του ήταν αγία για τον Αλέκο , όπως κάθε μάνα για το γιό της . Έστρωσαν όπως ήταν στην αυλή . Ο Αλέκος έπιασε το τρίχορδο μπουζούκι του και άρχισε να το κουρδίζει . Η Μάρθα με τη Σοφούλα γελούσαν με τα ρελαρε που έφταναν ακατανόητα στ’ αυτιά τους . Το κατσικάκι μοσχομύριζε καλομαγειρεμένο με πατάτες από τον κήπο τους και δενδρολίβανο , και μαριναρισμένο με άγρια βότανα μαζεμένα από τα χεράκια της Σοφούλας . Έβαλαν κρασί , έφεραν και δροσερό νερό σε μια πήλινη κανάτα και το σέρβιραν σε κούπες κεραμικές . Έβαλαν και ζυμωτό ψωμί . Η Σοφούλα ζύμωνε ψωμί μιά φορά την εβδομάδα στον πλίθινο φούρνο που είχαν φρεσκοασβεστωμένο στην αυλή τους . Έφαγαν με όρεξη . Με τα χέρια τους , με την ψυχή τους στη λαδόκολλα απάνω . Όταν δοκίμασε και από το τυρί η Μάρθα το ξαναπήρε απόφαση , θα γινόταν η καλύτερη νοικοκυρά .Ο Παντελής θα τρελαινόταν . Το τυρί της Σοφούλας ήταν καλύτερο κι από της γιαγιάς της . Έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο της Σοφούλας για συγχαρητήρια .Έκαναν και άσπρο πάτο . Ο Αλέκος όσο πήγαινε ανέβαζε ρυθμούς . Από τους καθιστικούς σκοπούς άρχισε να πλέκει κι αυτός τους δικούς του ήχους .Στους δικούς του δρόμους . Να έφταναν στους ουρανούς να τους ευχαριστιόταν η μάνα του σαν ψαλμούς . Η Σοφούλα και η Μάρθα σιγοτραγουδούσαν δίπλα του σιγοντάροντας .

Page 54: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

54

Σκηνές ευτυχισμένης ειρηνικής ζωής σκαλισμένες με ζωηρά χρώματα στην πήλινη κανάτα στριφογύριζαν στα ζαλισμένα τους μάτια . Έλαμπαν ο τρύγος , το θέρος , το γάλα , το τυρί , το κρασί , το ψωμί .Έλαμπαν από χαρά πλάι στη λαμπερή Σοφούλα . Έλαμπαν πλάι στην πανέμορφη Μάρθα κι ας ήταν σήμερα απλά ντυμένη . Πιασμένες αγκαλιά από τους ώμους χόρευαν ένα δικό τους μοντέρνο χασάπικο , φέρνοντας γύρω γύρω .Ήταν ζαλισμένες . Ήταν δυο φίλες . Ήθελαν να γίνουν δυο αδελφές .

Ο Παντελής με τον κολλητό του τον Ανδρέα κάθισαν για καφεδάκι . Είχαν καιρό ν’ ανταμώσουν έτσι ήρεμοι , πάνω στην πλατεία του χωριού τους .Ο Ανδρέας ήταν ο καλύτερός του φίλος και ο μοναδικός . Του είχε πλήρη εμπιστοσύνη . Ήθελε τη γνώμη του . Άκουγε τη γνώμη του , τη μετρούσε πιο πολύ και από τη δικιά του . Ο Ανδρέας ήταν πολύ ψημένος στη ζωή και στις γυναίκες . Είχε από παιδί γενναίο φρόνημα . Αλλά του έλειπε η σωφροσύνη . Μόνο στον Παντελή έκανε διάνα . Η σωφροσύνη του όλη συμπυκνωνόταν όταν ο Παντελής ζητούσε τη συμβουλή του . Η φιλία τους τρεφόταν από τη χαρά των πρώτων παιδικών χρόνων . Είχε κτιστεί μέσα στην άδολη παιδική αγαθοσύνη . Και χαιρόταν και λυπόταν σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους . Είχε κτιστεί σαν πέτρινο φρούριο . Ένα πέτρινο φρούριο που άνοιγε την παλιά ξύλινη πόρτα του να προστατέψει με αγάπη τον ταραγμένο Παντελή .Και ο Ανδρέας χαιρόταν ως φρούριο , αλλιώς θα ήταν σκέτη πέτρα . Μία πέτρα από τις πολλές που είχε ο τόπος τους . Πέτρες που τους έκαναν πάντοτε ετοιμοπόλεμους . Οι νοερές πετριές ήταν πιο επικίνδυνες . Ήταν μαύρες πέτρες , αυτές . Ακόνια . Ακόνια έτοιμα να γίνουν αιχμηρά όπλα . Να καταφέρουν πλήγματα αγιάτρευτα . Σε τέτοια πετρώδη μέρη τα φρούρια ήταν απαραίτητα για ευαίσθητους , για ευάλωτους άντρες . Κι αυτοί ήταν δυο παλικάρια θηρία , έτοιμοι πολεμιστές που σαν πολεμιστές είχαν και τις ευαισθησίες τους. Φρούριο ο ένας για τον άλλο . Είχαν μάθει τον τόπο τους και τις κακοτοπιές του απ’ έξω και ανακατωτά . Και δε φοβόνταν , μπορούσαν πλέον να πολεμήσουν μέσα κι έξω από το φρούριο .Η φιλία τους , τους έδινε αυτή την υπεροχή .

Έπιναν το καφεδάκι τους .Πάνω στις πέτρινες πλάκες , κάτω από το γέρικο πλατάνι . Δίπλα στο χοντρό κορμό που ήθελε την πιο χοντρή αγκαλιά να τον αγκαλιάσει . Μόνο στα πανηγύρια όλοι μαζί με τα χέρια απλωτά στο χορό κατάφερναν να τον αγκαλιάσουν .

Page 55: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

55

Τέτοιες χαρές χαιρόταν το γεροπλατάνι . Παρδαλό άπλωνε τα μπράτσα του όπως τα παλικάρια στις κοπελιές . Χόρευαν τα φύλλα του όπως χόρευαν οι καρδιές των χορευτών . Η μέρα του πανηγυριού , ήταν η μέρα που έπρεπε να γίνουν όλα . Δεν υπήρχαν και πολλές ευκαιρίες . Άντε να τύχαινε και κάποιος γάμος . Τότε μόνο θ’ αντάλλασσαν τις ματιές τα παλικάρια με τις κοπελιές . Γρήγορες ματιές . Ερωτικές ματιές μέσα από ξαναμμένες νεανικές καρδιές που ανυπομονούσαν . Που προσδοκούσαν να δουν , να βρουν την ανάλογη ανταπόκριση . Υπήρχαν και περιπτώσεις που δεν ήθελαν .Και αν συνέβαινε αυτό προς ένα άντρα από μια κοπέλα τότε ήταν μια πραγματική τραγωδία .Το παλικάρι θα παρέμενε με τα φτερά του κομμένα .Η κοινωνική διαφορά πονούσε περισσότερο τέτοιες πληγές .Όσο ισχυρότερο οικονομικά ήταν το παλικάρι και η κοπελιά από χαμηλότερα στρώματα , τόσο πολλαπλασιαζόταν ο πόνος . Όσο μικρότερη ήταν η κοινωνία , όσο μικρότερο ήταν το χωριό τόσο ανάλογα πολλαπλασιαζόταν ο πόνος .Ανεξίτηλο το σημάδι . Άγαλμα κούρου με σπασμένο φτερό , ο παθών . Ο ρόλος του πατέρα σκληρός , σε τέτοιες περιπτώσεις . Αλλά και σε αντίθετες περιπτώσεις . Όταν φτωχό παλικάρι ήθελε μια πλούσια κόρη . Κι όταν η πλούσια κόρη τον ήθελε ακόμα χειρότερα . Και μη χειρότερα . Αετός που κλωθογύριζε νευρικά ο πατέρας της τότε . Ορμούσε τότε να υπερασπιστεί την κόρη του . Ορμούσε απάνω στο μικρό θήραμα που τόλμησε απερίσκεπτα . Όλοι ξέρουν τον αετό και πρέπει να προσαρμοστούν στο καταφύγιό τους . Όχι να τολμήσουν και τα φίδια . Ο πατέρας ορμούσε σαν αετός σε φίδι . Κι ας ήταν τρυφερό προβατάκι που ήθελε να χαίρεται στο λιβαδάκι . Οι μικρές κοινωνίες έχουν φυσικούς νόμους . Νόμους εμπνευσμένους από τη φύση . Στο καφενείο συζητούσαν πολλές τέτοιες περιπτώσεις . Κυρίως οι γεροντότεροι . Ένιωθαν και την ευθύνη να μεταβιβάσουν τέτοιους έρωτες στα νεότερα παιδιά . Κι από το καφενείο έμπαιναν στα σπίτια , στις γυναίκες του σπιτιού που ύστερα το συζητούσαν στη βρύση . Ή με καμιά φίλη τους πλέκοντας . Ή κεντώντας , το δικό τους κρυφό έρωτα . Ήταν αδυναμία ο φανερός έρωτας . Ο δυνατός έρωτας έπρεπε να ζει κρυμμένος στους χτύπους της καρδιάς . Να βγαίνει σα μαντίλι να σκουπίζει το ερωτευμένο μέτωπο . Αναστενάζοντας ψιθυριστά τις ήσυχες ώρες , όταν η μέρα έσβηνε και η λάμπα έφεγγε αμυδρά . Ο Παντελής ρούφηξε μια από τον καφέ του . Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήθελε να δεχτεί τη συμβουλή του Ανδρέα . Και αυτό φάνηκε από τον τρόπο που άφησε το φλιτζάνι πίσω στο γαλάζιο μεταλλικό τρίποδο τραπεζάκι του καφενείου .

Θυμήθηκε ... Ή καλύτερα ξανάζησε τη σκηνή .

Page 56: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

56

Τη σκηνή που εκτυλίχτηκε εκεί που τώρα έπιναν το καφεδάκι τους . Τη σκηνή που ζωντάνευε συνεχώς στην καρδιά του . Όταν είχε σκύψει κουρασμένος να πιει νερό με τη χούφτα του σ’ αυτήν την πέτρινη βρύση της πλατείας . Και σηκώθηκε χορτασμένος σκουπίζοντας τα χείλη του . Σκούπισε το μουστάκι του που φύλαγε σταγόνες δροσιάς του κρυστάλλινου νερού . Με το χέρι του είχε τινάξει τη δροσιά ευχαριστημένος ραντίζοντας τις πέτρινες πλάκες . Γυρίζοντας πίσω του , ο πατέρας της Μάρθας τον κοίταζε κατευθείαν στα μάτια σταθερός στα δυο του πόδια , τον περίμενε στηριγμένος με τα δυο του χέρια πάνω στη γκλίτσα . Ήταν η ώρα που όλο το χωριό συνήθιζε γυρίζοντας από τις δουλειές να ξεκουραστεί πίνοντας ένα τσιπουράκι με στραγάλια και ελιές σκορδάτες . Οι άσπρες τρίχες του όρθιες κάτω από το κασκέτο του . Τα μεταλλικά μάτια του στυλώθηκαν καταπάνω στον Παντελή . Μουρμούρισε κάτω από τα δόντια του θυμωμένος στον Παντελή , μπροστά σε όλο το χωριό: Ξέρεις γιατί έσφαξες το κοπαδάκι σου ; Τα προβατάκια τα έρμα . Γιατί είσαι ένας άχρηστος . Είσαι ένας φτωχός τσομπάνος , του είπε .Τόσο φτωχός που ούτε για τσομπάνος μου δεν κάνεις . Τολμάς και κοιτάς το κορίτσι μου . Μην τολμήσεις και ξανακοιτάξεις την κόρη μου , υπερήφανο ζαγάρι . Σκύλε ! Φτωχών τσομπαναραίων . Μη ξανασηκώσεις τα μάτια σου στη Μάρθα μου , παλιόσκυλο . Έσφαξες τα προβατάκια , σφάξε και το τομάρι σου , ούρλιαξε . Ούρλιαξε σταματώντας με κομμένη αναπνοή από τη δύναμη που έβαζε να φωνάξει και οι φλέβες του λαιμού πετάγονταν έξω από το γιακά του κουμπωμένου λευκού πουκαμίσου του . Ο Παντελής δίπλωσε τα χείλη του προς τα μέσα . Είχε απομείνει λίγη ακόμη δροσιά στα χείλη του . Με γερμένο λίγο εμπρός το κεφάλι του , με τη ματιά λοξή τον κοίταζε σκεπτικός και του είπε χωρίς ακόμη να θυμώσει , ότι σέβεται την ηλικία του και τους γεροντότερους που τους έβλεπαν από το καφενείο . Και να το ξέρει καλά ότι η Μάρθα πολύ τον αγαπάει .Και όσο η Μάρθα θα τον αγαπά αυτός θα την περιμένει . Ο πατέρας της Μάρθας αγριεμένο θηρίο ορμάει και του ρίχνει μια με τη γκλίτσα . Ο Παντελής μόλις που πρόλαβε να γυρίσει το κεφάλι , να βάλει την πλάτη του . Η γκλίτσα έσπασε στην πλάτη του απάνω με δύναμη . Κι ας ήταν γκλίτσα ιτιάς . Τσακίστηκε .Ο Ανδρέας πετάχτηκε , άρπαξε από το μπράτσο τον πατέρα της Μάρθας κι έβαλε στο στήθος του Παντελή μπροστά το άλλο του χέρι , σταματώντας τον . Ευτυχώς που βρέθηκε ο Ανδρέας εκεί . Και είδε το θολωμένο μάτι του Παντελή να αστραποβολεί κεραυνούς . Μόνο αυτός θα μπορούσε να τον κρατήσει . Να τον σωφρονίσει εκείνη την ταραγμένη στιγμή που βράζει η ψυχή του κάθε ανθρώπου .Ο Παντελής συγκρατήθηκε .

Page 57: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

57

Έσφιξε μόνο τις γροθιές του προς τα κάτω . Ρίχνοντας τις τελευταίες αστραπές της καταιγίδας που πέρασε , ο Παντελής κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια του είπε ότι η αγάπη του για την Μάρθα τον νίκησε . Η αγάπη της μπορεί να σπάσει όλες τις γκλίτσες του κόσμου . Και τέλειωσε λέγοντας του σιγανά με πείσμα ότι θα την αγαπά και θα τον αγαπάει . Ο Παντελής έφυγε γυρίζοντας την πλάτη του άφοβα . Ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια δίπλα στην πόρτα της ταπεινής πετροσκέπαστης εκκλησίας κι όταν πέρασε πίσω από το ιερό της έκανε το σταυρό του . Ο Ανδρέας έτρεξε πίσω του να τον προλάβει . Ο πατέρας της Μάρθας γελώντας τραγανά προς τους συγχωριανούς του κάθισε δίπλα στον άλλο πλούσιο του χωριού παρέα . Σαρκάζοντας βροντοφώναξε ότι η φτώχια του τον νίκησε , το παλιοζαγάρι . Κι αν δεν επέμβαινε ο Ανδρέας θα τον καθάριζε . Θα καθάριζε αυτή τη λέρα που ενοχλεί ξεδιάντροπα τα κορίτσια . Συζητούσε ήρεμος με τον άλλο πλούσιο του χωριού και στο τέλος τον κέρασε το λουκούμι και τον καφέ . Το έκανε για να τον ευχαριστήσει για τα χίλια δίκια που του έδινε . Και για την παλικαριά του πολύπειρου γέροντα , του ανθρώπου που δούλεψε και πέτυχε με το σπαθί του και με τη γκλίτσα του . Όλα αυτά ήταν πολύ κολακευτικά . Άξιζαν ένα λουκούμι . Τους συγχωριανούς δεν τους κέρασε τίποτα . Ήταν τσιγκούνης . Και δεν τον πολυενδιέφερε κιόλας η γνώμη τους .Σιγά να μην τους κέρναγε κιόλας .

Ο Παντελής είχε σφάξει τα προβατά του , τους κόπους όλης του της ζωής . Έπεσε σ’αυτόν ο κλήρος . Στην αρχή κάποιες προβατίνες του κούτσαιναν . Λίγο αργότερα δύο από τα μαύρα πρόβατα , ψόφησαν τουμπανιασμένα . Είχε σκεφτεί ότι πιθανόν έφταιγε που ήταν μαύρα . Ίσως ... Σκεφτόταν κάποιες δικαιολογίες . Η φοβερή αρρώστια είχε πέσει στο κοπάδι του . Το κοπάδι που με κόπο μεγάλωνε σε κάθε ακρίτσα του λιβαδιού . Στις ακρίτσες του λιβαδιού και μακρύτερα στο λιβάδι του Αι Λια . Εκεί όπου δεν βοσκούσαν οι δύο πλούσιοι του χωριού οι οποίοι είχαν αγορασμένη τη νομή του λιβαδιού . Και μάλιστα ο Παντελής , βοσκούσε όλη τη νύχτα . Το έκανε αυτό για να μη δίνει δικαιώματα στις απρόσμενες συναντήσεις με τους τσομπάνους των αφεντικών νοικοκυραίων . Δεν μπορούσαν , βέβαια , να τραβήξουν και το σκοινί . Ο Παντελής δεν τους φοβόταν καθόλου . Τους γνώριζε από παιδιά . Τους πάλευε δυο δυο και τους νικούσε .

Page 58: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

58

Κι όταν ερχόταν κι ο Ανδρέας , ας έρχονταν και δεκαπέντε μαζί , τους σκορπούσαν και τους έβαζαν τον ένα απάνω στον άλλο , σωρό για να σπάσουν πλάκα . Ήταν κιοτήδες . Μια ψευτοθυμωμένη ματιά και σκόρπιζαν .Και το σπουδαιότερο ήταν ότι όλοι γνώριζαν για τα ψευτοχαρτιά . Για τα ψευτοχαρτιά που παρουσίαζαν και δεν τα παρουσίαζαν . Αλλά έλεγαν οι δυο πλούσιοι του χωριού ότι τα είχαν . Και ότι η νομή του λιβαδιού ήταν αποκλειστικά δικό τους δικαίωμα . Το λιβάδι ανήκε σ’ όλο το χωριό και είχε τόσο πλούσιο χορτάρι ώστε να φαν αγελάδες πέντε χωριών . Τους έλεγαν ότι η νομή ήταν δικιά τους με όλους τους τρόπους ...

Αν ήθελε όμως κάποιος να σπείρει ή να καλλιεργήσει κάτι μπορούσε να το κάνει . Αλλά βοσκή απαγορευόταν , για όλους τους υπόλοιπους .Ο Αλέκος ήταν ο μοναδικός που το έκανε . Χρειαζόταν και χρήματα για να το καλλιεργήσεις . Τα σπόρια , τα δέντρα , τα υλικά που χρειαζόταν κόστιζαν ακριβά . Και οι χωριανοί δεν είχαν ούτε να φάνε καλά καλά . Έτρωγαν το τυρί χλωρό , πριν προλάβει να σφίξει . Ο Αλέκος τα είχε καταφέρει και αυτό ενίσχυε τις φήμες που κυκλοφορούσαν . Τις φήμες που έλεγαν ότι οι γονείς του Αλέκου κάποιο βράδυ έκλεψαν ένα σεντούκι λίρες . Τις λίρες τις είχαν βρει άλλοι . Τους έδειραν και τους τις πήραν . Τους φοβέρισαν ότι θα τους σκότωναν αν το μαρτυρούσαν . Άσε που κανένας δεν θα τους πίστευε . Αυτοί που τις είχανε βρει ήταν οι χαζοί του χωριού . Δικαιολογούσαν αυτή την αγριότητα οι συγχωριανοί γιατί έλεγαν ότι πάλι χαμένες θα πήγαιναν οι λίρες με τους χαζούς .Ενώ τώρα με τον Αλέκο έπιασαν τόπο . Έγιναν ένα ωραίο αμπέλι . Ευχαριστιόταν όλοι να πίνουν το κρασί του . Όσο για το τσίπουρο , δεν έφτανε με τίποτα να τους χορτάσει . Ζητούσαν από τον Αλέκο να βγάλει περισσότερο πολύ . Γι’ αυτό η πλάστιγγα έγερνε περισσότερο η ιστορία με τις λίρες να είναι παραμύθι , στην κοινή γνώμη των χωριανών . Στον Αλέκο δεν είχε βέβαια κανείς , τίποτα να του προσάψει . Κανείς δεν είχε να πει παρά μόνο καλές κουβέντες . Το ότι ήταν καλός το απέδειξε κιόλας όταν χρειάστηκε . Πήρε για γυναίκα του τη Σοφούλα την αδερφή του Παντελή . Κι ας τον λιμπίζονταν για γαμπρό οι δύο πλούσιοι του χωριού . Ο ένας στη μοναχοκόρη του τη Μάρθα , ο άλλος για τη μικρή του κόρη . Πίστευαν ότι με τις ικανότητες του Αλέκου θα εξασφάλιζαν τις περιουσίες τους για πολλές γενιές ακόμη .

Τώρα όμως όπως ήρθαν τα πράγματα , ο Αλέκος τους χαλούσε τα σχέδιά τους .Η Μάρθα ήταν ερωτευμένη με τον Παντελή και ο Αλέκος σίγουρα τον στήριζε σαν αδελφό του .

Page 59: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

59

Αυτό φάνηκε και από τις καλοβαλμένες κουβέντες του Παντελή στον καβγά με τον πατέρα της Μάρθας . Όλο το χωριό το έλεγε . Ότι ο Παντελής το έκανε σχεδιασμένα . Είχε τις πλάτες του Αλέκου . Και επιπλέον ότι ο Ανδρέας βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή . Ήταν σχέδιο αυτή η τολμηρή στάση του Παντελή . Ο άλλος πλούσιος το εκμεταλλεύτηκε το γεγονός . Διέδωσε την καταλαλιά ότι ο Παντελής ήταν άχρηστος . Τον είχε όμως εκτιμήσει για την μεγάλη του ικανότητα στη δουλειά και τον υπολόγιζε αληθινά σαν πολύ επικίνδυνο για την περιουσία του . Και περισσότερο για τις περιουσίες των άλλων που σκόπευε να μαζέψει . Όταν ο πατέρας της Μάρθας πέθανε , ο άλλος πλούσιος αύξησε ,από τους κρυφούς του φόβους, τις διαδόσεις ότι ο Παντελής θα έμπαινε κάτω από τα φουστάνια της Μάρθας βολεμένος . Της Μάρθας της χαζούλας αρχοντοπούλας . Ο άχρηστος και ανάξιος Παντελής δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα από μόνος του , θα έπεφτε στα έτοιμα . Ο Παντελής δεν ήθελε ν’ ακούει . Πίστευε πολύ στις δυνάμεις του . Κι αν είχε σφάξει τα πρόβατά του το είχε κάνει για να σώσει το χωριό του . Να σώσει τα κοπάδια των χωριανών του . Αγαπούσε τον τόπο αυτό . Είχε δώσει όρκο βαρύ με τις λέξεις που ψιθύρισε στο αυτί του πατέρα του . Θα έφτιαχνε το μεγαλύτερο κοπάδι . Θα είχε μια καλύτερη ζωή . Μια ζωή που θα την έβλεπε ο πατέρας του από ψηλά . Μια ζωή που ο πατερας του άξιζε να την είχε ζήσει . Και ο πατέρας του , του έκανε το τελευταίο νεύμα του να το κάνει . Τον ευλόγησε και ξεψύχησε . Ο πατέρας του θα τον βλέπει από ψηλά να το πετυχαίνει και θα αναπαύεται .Ο Παντελής ήταν σίγουρος ότι θα τα ξανακαταφέρει .

Με πείσμα κοίταζε προς τον ουρανό μικρά σύννεφα να μαυρίζουν . Ο Ανδρέας κατάλαβε από το προσωπό του ότι ο Παντελής ταξίδευε στις σκέψεις του . Προσπάθησε κι αυτός κάτι παρήγορο να βρει να πει για να τον βοηθήσει . Αλλά οι σκέψεις όταν έρχονται πολλές μαζί τα κάνουν όλα να φαίνονται παρδαλά . Κι έτσι παρέμειναν αμίλητοι , αλλά ο νους έτρεχε .Αν το έκρυβε και πουλούσε τα πρόβατά του στο χασάπη , ο Παντελής θα ήταν πλούσιος πια . Κανείς δεν θα τον έπαιρνε χαμπάρι . Μόνο όταν θα ήταν πολύ αργά . Όταν τα κοπάδια θα ψοφούσαν ένα μετά το άλλο . Κι αυτός θα ήταν πλατανάς . Κάτω από το γεροπλατάνι . Θα περίμενε πιο κοριτσόπουλο θα του γυαλίσει μαζί με το κρύο νεράκι της βρύσης . Σιγά να μην περίμενε τότε τη Μάρθα . Σιγά το τρόπαιο . Αυτή την εύκολη . Αισθάνθηκε πολύ χαζός που έσωσε τους άλλους .Τώρα θα έπεφταν φτωχοί στα πόδια του . Δεν θα τον χλεύαζαν οι αχάριστοι . Θα παραδεχόταν την αλήθεια . Τη δύναμή του , τους κόπους του . Την αξία του .

Ο Παντελής ανακάτευε τους λογισμούς του με πόνο .

Page 60: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

60

Σκέφτηκε ότι εκείνο το πρώτο τους το βράδυ με τη Μάρθα έπρεπε να είναι και το τελευταίο . Έλα όμως που γλυκάθηκε . Γλυκάθηκε τόσο πολύ ο Παντελής που κάθε βράδυ έτρεχε . Έτρεχε αφήνοντας τα προβατάκια του να βοσκούν στις ακρίτσες του λιβαδιού κι έτρεχε . Η Μάρθα άνοιγε το παραθύρι στο πρώτο σιγανό χτύπημα . Την κατέβαζε στα δυο του μπράτσα προσεκτικά μισοαφήνοντας ανοιχτό το παραπέτο . Κρύβονταν ύστερα μέσα στον αχυρώνα πίσω από ένα χώρισμα πλεγμένο από λυγαριές . Εκεί φυλούσαν τα μαλακά άχυρα από σιτάρι . Εκεί ήταν το απαλό στρώμα της αγάπης τους . Εκεί γλυκαίνονταν .

Κοίταξε τον Ανδρέα αμίλητος , νιώθοντας ότι ούτε κι αυτός μπορούσε πια να τον αγγίξει .Ο πόνος του Παντελή επέμενε.Η Μάρθα ήταν πολύ εύκολη , του δόθηκε από την πρώτη βραδιά . Και ο Ανδρέας συμφωνούσε σ’ αυτό . Ούτε κι εκείνος το περίμενε που είχε περισσότερες εμπειρίες από τον Παντελή . Που τόσες κοπέλες τρελαίνονταν γι’ αυτόν . Και μόνο ο Παντελής ήξερε τα μυστικά του . Έμπιστος , ποτέ δεν επιβεβαίωσε για τους έρωτες του Ανδρέα ούτε άφηνε το παραμικρό υπονοούμενο . Μαζί πήγαιναν και ξέβγαζαν τις ερωμένες του Ανδρέα την μία μετά την άλλη . Μυστικά μέσα στην νύχτα . Μαζί πήγαιναν και στη Μάρθα . Αλλά μόνο με τη Μάρθα πήγαινε ο Παντελής .Δεν μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη από κείνη τη βραδιά και ύστερα . Κι ας τον υποδαύλιζε ο κρυφός πόνος της εύκολης γυναίκας . Τα μυστικά των δύο φίλων έμεναν ερμητικά κλεισμένα .Μόνο οι δυο τους γνώριζαν τις λεπτομέρειες . Είχαν σχηματίσει ένα αδιάσπαστο τείχος . Εκείνη η πρώτη βραδιά στριφογύριζε στο μυαλό του Παντελή . Ερχόταν με πόνο . Με γλύκα που πάλευε τον πόνο . Με γλύκα ερχόταν ασυγκράτητη η ερωτική του επιθυμία για τη Μάρθα . Όταν βρέθηκαν πρώτη φορά μόνοι τους μέσα στον αχυρώνα . Πίσω από από το πλεγμένο από λυγαριές χώρισμα . Πάνω στα απαλά άχυρα του σιταριού , όρθιοι . Καθώς έπιασε το καλλίγραμμο κορμί της , ζεστό . Το έπιασε ζεστό μέσα από τη νυχτικιά της , πάνω στα λαγόνια , με δυο χέρια που έτρεμαν .Η Μάρθα του έβαλε το δάχτυλο στα χείλη και του έκανε άνα απαλό σσσς. Ύστερα κατευθείαν τον φίλησε . Έπιανε τα δυο του μάγουλα και τον φιλούσε αχόρταγα . Ο Παντελής έφερε τα δυο του χέρια πίσω από την πλάτη της και την έσφιξε . Έφερε τα γυμνά της στήθη στα στήθη του . Ένιωσε τις θηλές να τινάζονται σαν άγριες πικραγγουριές . Κατέβασε τα χέρια του στους γλουτούς της και τους έσφιξε . Τους έσφιξε όσο μπορούσε να κρατήσει τη δυναμη της παλάμης του από το συνεχές άρμεγμα . Γι’ αυτό άρχισε να τη χαιδεύει . Της χάιδευε τους γλουτούς ενώ ήθελε να τους σφίξει .

Page 61: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

61

Τις χάιδευε τους γλουτούς που φωτίζονταν από το απαλό φεγγαρόφως που περνούσε μέσα από τις πλεγμένες λυγαριές . Η Μάρθα τον ξάπλωσε κάτω στα μαλακά άχυρα του σιταριού . Ήρθε από πάνω του και τον καβάλησε . Σαν άγριο άλογο παραδόθηκε όπως ήταν με τα ρούχα αυτός και αυτή με τη νυχτικιά της . Της παραδόθηκε σ’ ένα αχαλίνωτο αξημέρωτο σεξ . Τα ρουθούνια της Μάρθας φούσκωναν και ξεφούσκωναν με αναστεναγμούς . Δίπλα τα άλογα χλιμίντριζαν για να τους κρύψουν . Με το πρώτο φως της αυγής γύρισαν πίσω στο μισάνοιχτο παραθύρι .Ο Παντελής την έπιασε από τους γλουτούς και την έριξε από μέσα . Εκείνη του έστειλε ένα φιλί και του έκανε γρήγορα να φύγει . Κανόνισαν για το επόμενο βράδυ . Λίγο αργότερα βρέθηκαν με τον Ανδρέα κι οι δυο χαρούμενοι . Ο Ανδρέας δεν πίστευε στ’ αυτιά του . Ρώτησε τον Παντελή αν ήταν παρθένα .Κι ο Παντελής δεν είχε καταλάβει τίποτα μέσα στην ταραχή του . Ο Ανδρέας αμέριμνος δεν κατάλαβε τις βαθιές στενάχωρες σκέψεις του φίλου του . Και αν τις είχε καταλάβει τις θεωρούσε χαζομάρες . Ήπιαν τον καφέ της παρηγοριάς , τώρα έπρεπε να αποφασίσει σκέφτηκε χαμογελαστός , ο Ανδρέας . Σκούντησε τον ώμο του Παντελή και τον επανέφερε στο θέμα . Του έλεγε να την παντρευτεί . Δεν έπρεπε να περιμένει άλλο . Ο Παντελής δεν θα τον άκουγε , αυτή τη φορά . Ο Ανδρέας τότε του είπε ότι την ήθελε κι αυτός . Αν ο Παντελής δεν ήθελε να την παντρευτεί θα παντρευόταν αυτός τη Μάρθα. Και του ομολόγησε , ότι χτες το βράδυ που γύριζε ζαλισμένη από τη Σοφούλα και τον Αλέκο της το είχε ζητήσει . Και εκείνη του είπε να περιμένει μέχρι ένα μήνα . Ο Ανδρέας κοίταζε τον Παντελή σταθερά και αμείλικτα . Στην άκρη του ματιού του περνούσε η τρελοΚική . Του την έδειξε και με την ευκαιρία να αλλάξουν θεμα . Τον ρώτησε αν τη θυμάται . Θυμήθηκαν . Θυμήθηκαν πως τους μάθαινε πίσω από το σχολείο να κάνουν έρωτα .Η Κική είχε επιστρέψει στο χωριό . Πολύ όμορφη ακόμη . Και πολύ τρελή .

Ο Αλέκος δεν είχε πολλά χρόνια που γύρισε στο χωριό .Το αμπέλι του ήταν στα πρώτα χρόνια της παραγωγής του . Με τον καιρό θα έδινε περισσότερο κρασί και ακόμη καλύτερο . Και τσίπουρο φυσικά . Μόλις επέστρεψε ξεχέρσωσε κάτι πουρναριές στα ριζά του λιβαδιού με πολύ όρεξη και ιδρώτα .Οι χωριανοί δεν τον περίμεναν τόσο εργατικό . Τον θεωρούσαν άνθρωπο της πόλης .

Page 62: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

62

Φαντάζονταν τους ανθρώπους της πόλης λίγο τεμπέληδες . Από ολόκληρο το χωριό μόνο ένας είχε φύγει στην πόλη. Και σ’ αυτόν είχαν στείλει τον Αλέκο οι γονείς του .Ο δάσκαλος του χωριού είχε ξεχωρίσει τον Αλέκο για πολύ έξυπνο στα γράμματα . Πίεσε τους γονείς του να τον στείλουν στην πόλη . Έπρεπε να μάθει γράμματα . Ο Αλέκος δεν ήθελε . Γι’ αυτό έδειξε μεγαλύτερη όρεξη για τις δουλειές στους γονείς του . Έβγαζε τα προβατάκια για βοσκή . Έστελνε τα λίγα γελαδάκια , που είχαν κυρίως για να πίνουν γάλα , στο γελαδάρη και τα έφερνε πίσω το μεσημέρι , τα πότιζε και τα ξαναπήγαινε πάλι πίσω στο γελαδάρη . Άρχισε και να αρμέγει . Έδειχνε ζήλο να μάθει τα ξεγεννήματα . Είχε δημιουργήσει μία άριστη σχέση με τα τσομπανόσκυλα που τον υπάκουαν πρόθυμα σε κάθε κίνηση του χεριού του . Αλλά τη μάνα του δεν μπορούσε να την ξεγελάσει με τα τερτίπια του αυτά , ο κανακάρης . Πείστηκε , για την πρόοδο της ζωής από το δάσκαλο και ο γιος της θα γινόταν γραμματιζούμενος . Σιγά να μην τον άφηνε στα χέρια αυτής της ζουρλοΚικής . Από όλα τα παιδιά του χωριού μόνο ο δικός της ήταν ντιπ βλάκας . Δεν θα επέτρεπε , λοιπόν, να ξεμυαλιστεί , το έξυπνο παιδί της . Όλες οι γυναίκες συμφωνούσαν μαζί της . Έλεγαν κι αυτές ότι ντιπ χαζό ήταν το παιδί της . Αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό τις ικανότητες του Αλέκου . Έριχναν τις ευθύνες στη μάνα , στη μάνα του .Τα παιδιά ξεμυαλίζονται . Ο Αλέκος δεν αισθανόταν έτσι . Είχαν πάρει τα μυαλά του αέρα . Στις δουλειές είχε γίνει ξεφτερι και ένιωθε ακούραστος . Στα γράμματα ξεφτέρι . Είχε σχεδόν ρόλο βοηθού δασκάλου . Ξαναέδειχνε τα μαθήματα στους συμμαθητές του και αυτοί του έλεγαν ότι τα καταλάβαιναν καλύτερα και από το δάσκαλό τους . Κάθε μέρα ήταν στον πίνακα . Αλλά κυρίως αισθανόταν την υπεροχή του που η Κική τον είχε ξεχωρίσει απ’ όλα τα παιδιά του χωριού . Όλα τα παιδιά το είχαν καταλάβει αυτό . Ήταν ο πιο καλός εραστής της Κικής . Κανείς άλλος δεν μπορούσε να την ευχαριστήσει τόσο . Πίσω από το σχολείο ήταν αραιά φυτεμένες κάτι τεράστιες μουριές και ανάμεσά τους πασχαλιές άσπρες και μοβ . Εκεί πίσω από το σχολείο , ήταν το υπαίθριο σχολείο του έρωτα .

Εκεί η Κική του έβαζε κατευθείαν το χέρι πάνω στο παντελόνι , πάνω στο πουλί του .Τον έσπρωχνε με τα στήθια της . Τον έριχνε πάνω στην πασχαλιά . Τον φιλούσε στο λαιμό . Ένιωθε τη γλώσσα της καυτή , τα χείλια της , την ανάσα της . Τον ξεκούμπωνε . Σήκωνε τη φούστα της και πηδούσε πάνω του . Τον τύλιγε με τα πόδια , με τις γάμπες της .Της έπιανε τους γλουτούς . Οι πασχαλιές τους έδιναν ένα χορευτικό ρυθμό .

Page 63: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

63

Και τα κλαδιά σαν ελατήρια του ερέθιζαν την πλάτη . Τον ερέθιζαν σύγκορμο , τον γαργαλούσαν . Οι μυρωδιές από τα λευκά ή τα μοβ άνθη έμπαιναν στην ψυχή του .Η φαντασία του άναβε όνειρα πιο ηδονικά . Η κίνηση του κεφαλιού της αριστερά και δεξιά τον χαστούκιζε με τη μυρωδιά του ιδρώτα της . Την πιο καθαρή μυρωδιά του εφηβικού έρωτα .Κι από κει μετά τρεκλίζοντας σα δαμάλι τιναζόταν με δύναμη . Πιανόταν με τα χέρια ψηλά από το ελαστικό κλαδί της μουριάς . Και πάνω κάτω σαν τρελοί στην πιο γλυκιά κούνια κουνιόνταν . Η Κική τυλιγμένη με τα βρώμικα νύχια της πάνω στην πλάτη του Αλέκου . Τελείωναν με φωνές ηδονής . Μία φορά το κλωνάρι από τη μεγάλη ένταση έσπασε . Αυτές οι φωνές τους πρόδωσαν . Τους είδαν . Τα μαρτύρησαν στη μάνα του . Η μάνα του στην αρχή ανεύθυνα καμάρωνε με το παλικάρι της . Όμως τώρα πια δεν πήγαινε άλλο . Όχι άλλο του φώναξε , με αυτή τη ζουρλοΚική , συντρίβοντας με όλη τη δύναμή της ένα πιάτο στο πάτωμα . Συντρίβοντας κάθε ελπίδα του Αλέκου να τη γλιτώσει , να καταφέρει να μείνει στο χωριό .Την άλλη μέρα το πρωί έφυγε . Η μάνα του του μάζεψε τα μπογαλάκια του . Λίγα πράγματα τυλιγμένα σφιχτά σ’ ένα σεντόνι . Κι ένα γιδοτρίχινο ταγάρι .

Η πόλη άρεσε στον Αλέκο κι ας έκλαιγε μυστικά το βράδυ στο κρεβάτι του . Άρχισε να μαθαίνει γράμματα από το ψαλτήρι . Μελετούσε το ψαλτήρι και μάθαινε ψαλτική από κάποιο καλλίφωνο παππού. Οι συγχωριανοί του τον είχαν σαν παιδί τους και τον φρόντιζαν πολύ . Ήταν και γι’ αυτούς όλη τους η μνήμη της παλιάς ζωής , που έκαναν στο χωριό . Το χωριό τους ήταν ένα πολύτιμο κομμάτι φυλαγμένο στην καρδιά τους και ήταν όλο αυτό ο Αλέκος . Έτσι πέρασε τα χρόνια αυτά με αγάπη . Κάποια φορά κοντά στην εκκλησία , κοντά στην παραλία της πόλης άκουσε τους πρώτους ήχους του τρίχορδου μπουζουκιού περνώντας έξω από ένα ταβερνείο . Οι συγχωριανοί του , του έκαναν δώρο ένα πολύ ωραίο όργανο . Ένα τρίχορδο καλοδουλεμένο με σκαλιστή ταστιέρα και με λεπτό μανίκι που φάνταζε ξάστερος ουρανός στη βαθύτερη νύχτα . Ο Αλέκος βάλθηκε με όρεξη μεγάλη να το μάθει . Να βρει τους δρόμους μες στην ξαστεριά , μες τη βαθύτερη νύχτα . Τους έπαιζε και αυτοί αγαλλιασμένοι ταξίδευαν στα όνειρά τους . Ταξίδευαν στην παλιά ζωή . Έκαναν όνειρα για τον Αλέκο σαν ευχές , ήταν σπουδαίο παιδί . Τον αγαπούσαν . Ήταν σίγουροι ότι θα γινόταν δάσκαλος . Η πόλη είχε μεγάλα σχολεία . Τι κρίμα να μην μπορούν να πουν τις χαρούμενες ειδήσεις στη μάνα του , στον πατέρα του , στο χωριό τους . Οι μετακινήσεις ήταν πολύ δύσκολες .

Page 64: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

64

Ευκολότερο ήταν να πας στην Αμερική με πλοίο παρά στο χωριό τους .Ο Αλέκος μεγάλωσε και κάποια μέρα τους είπε ότι θα γύριζε πίσω .Δεν τους είπε ότι θα έφευγε για πάντα από κοντά τους . Τους αγαπούσε και δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει με την απόφασή του .

Γύρισε στο χωριό . Οι χωριανοί ήθελαν να τον κάνουν δάσκαλο στο σχολείο τους . Ο Αλέκος φύτεψε το αμπέλι αμέσως . Ήξερε ότι διαφορετικά δεν θα άντεχε τις τιμητικές πιέσεις . Ύστερα είχε πολύ δουλειά . Δε θα μπορούσε και τα δυο . Τον κέρδισε το αμπέλι . Το αμπέλι τον ήθελε πάντα εκεί , πάντα δίπλα του . Η μάνα του δεν έσπασε άλλο πιάτο . Εξάλλου το μυαλό της, το σχέδιό της ήταν να πιέσει αλλού . Έπρεπε να παντρευτεί . Άσε που φοβόταν να μη μπλέξει πάλι . Βέβαια αυτή η ξεμυαλίστρα η Κική είχε φύγει από το χωριό τους . Είχε πάει πέντε χωριά πιο κάτω και μάλλον είχε παντρευτεί . Τον προόριζε για την κόρη του άλλου πλουσίου . Μια τσαχπίνα μελαχρινή . Ένα μελανούρι που θα άρεσε σ’ έναν ψημένο άντρα , σαν το παλικάρι της , τον Αλέκο . Ο Αλέκος μια από τις πρώτες μέρες που είχε επιστρέψει , πηγαίνοντας στην εκκλησία μια Κυριακή το πρωί , συνάντησε στο δρόμο μια πολύ όμορφη κοπέλα που ερχόταν προς το μέρος του . Όσο ζύγωνε η γλυκιά της σεμνότητα τον κεραυνοβολούσε . Κεραυνοβολημένος σταμάτησε στο πρώτο βήμα που την προσπέρασε . Που τον προσπέρασε κοιτώντας τον με ένα αστραποβόλο βλέμμα μπλε που έριξε κάτω από τις βλεφαρίδες της που ανοιγόκλεισε . Συγνώμη , της είπε γυρίζοντας και εκείνη σταμάτησε και τον κοίταζε γλυκά στα μάτια . Είσαι η Σοφούλα ; τη ρώτησε . Εγώ είμαι Αλέκο του απάντησε. Της έπιασε τα δυο της χέρια από τους καρπούς . Την έριξε προς τα πίσω σαν να ήθελε να κάνουν γύρω γύρω όλοι και της είπε πόσο κούκλα έγινε και πως τη θυμόταν μικρούλα . Η Σοφούλα φανερά αμήχανη , άμαθη από τέτοιες διαχυτικές συναντήσεις απλά του χαμογέλασε κατεβάζοντας τα μάτια της .Αυτό ήταν . Χαιρετήθηκαν προς στιγμήν . Ο Αλέκος άναψε ένα κεράκι στο όνομά της και ανέβηκε στο ψαλτήρι να βοηθήσει . Η Σοφούλα έφυγε σαν αναμμένο κερί , ήθελε να τον ξανασυναντήσει . Τον είχε αμέσως ερωτευτεί . Ο έρωτάς τους ήταν μια ξαφνική πυρκαγιά . Δεν μπορούσαν άλλο να είναι χώρια .

Η μάνα του Αλέκου δεν ήθελε .Δεν ήταν ακριβώς ότι δεν ήθελε . Η Σοφούλα ήταν το καλύτερο κορίτσι του χωριού και από τις ομορφότερες . Κι ας είχαν ακουστεί κάποια πράγματα για τον Ανδρέα τον φίλο του αδερφού της , του Παντελή . Την πείραζε που ήταν πολύ φτωχή και ορφανή . Ο αδερφός της ο Παντελής όσο κι αν την αγαπούσε δεν είχε να της δώσει , προίκα .

Page 65: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

65

Παλικάρι ήταν κι αυτός και προσπαθούσε να φτιάξει λίγα προβατάκια . Δε μπορούσε αντικειμενικά να της δώσει , προίκα . Η άλλη ήταν πιο ξανάφτρα , θα ταίριαζε καλύτερα με το παιδί της . Και ο πατέρας της θα χαλούσε κόσμο για τον Αλέκο, είχε παρά να του δώσει . Θα ήταν άρχοντας ο Αλέκος . Άρχοντας του χωριού . Ο Αλέκος όμως είπε στη μάνα του ότι θα έφευγε για την Αμερική . Τότε η μάνα του τα έχασε . Όσο κι αν φώναξε , φώναξε απλά για να μη χάσει αμαχητί . Ήξερε ότι δεν ήταν πια παιδάκι και ότι σοβαρολογούσε . Κι απ’ την άλλη ήξερε σαν καλή πεθερά ότι δεν έπρεπε επ’ ουδενί να πληγώσει τη Σοφούλα , ότι δεν τη θέλει για νύφη της . Τέτοιες πληγές δεν θεραπεύονται ύστερα ποτέ τους . Σχηματίζουν μία βαθιά χαράδρα που καμιά γέφυρα δε θα μπορούσε να τις γεφυρώσει . Έτσι καλοδέχτηκε τη Σοφούλα , τη Σοφούλα της . Ότι κι αν είπε στο γιο της , ήταν γιος της και τα είπε . Της έδωσε τα καλύτερα κοσμήματα που είχε . Ένα περιδέραιο με τρεις σειρές φλουριά . Δυο σκουλαρίκια με μεγάλους κρίκους που είχαν πάνω τους δυο μέλισσες χρυσές . Το δαχτυλίδι της προγιαγιάς της , που μπορεί να ήταν και ακόμη παλιότερο , με το μπλε σφραγιδόλιθο , με το σταυρό απάνω . Όταν πήγαν στο σπίτι τους , όπου έμενε με τον αδερφό της τον Παντελή , της φόρεσε το δαχτυλίδι για αρραβώνα . Μόνο το δαχτυλίδι . Έπρεπε να είναι προσεκτική μην καμιά φορά από τους μεγάλους έρωτες τα χαλάσουν κιόλας . Το δαχτυλίδι αυτό είχε πολύ μεγάλη συναισθηματική αξία αφού ήταν και από την προγιαγιά της ακόμα πιο πίσω . Αλλά δεν είχε και πολύ χρυσό απάνω του . Τα άλλα κοσμήματα της τα φόρεσε όταν έφτασαν στο γάμο . Φόρεσε στη Σοφούλα το περιδέραιο με καμάρι . Ύστερα της πέρασε τα σκουλαρίκια . Οι μέλισσες θα τους χάριζαν γονιμότητα . Θα τους γέμιζαν παιδιά . Θα τη γέμιζαν εγγόνια να μεγαλώσει . Τι χαρά . Ήταν η νυφούλα της . Η Σοφούλα της . Μπορεί να έχουν έτοιμο και κανένα παιδάκι για να βιάζονται να παντρευτούν σκεφτόταν η μάνα του Αλέκου . Αμάν αυτός ο έρωτας , ο έρωτάς τους . Ο Αλέκος έχει το μυαλό να σιγουρεύει τα πράγματα τι δάσκαλος του χωριού θα γινόταν τότε . Η πεθερά της έζησε λίγο ακόμα μαζί τους κι ύστερα πέθανε . Δεν ήταν πολύ πιεστική στη Σοφόυλα . Στον Αλέκο έλεγε ότι ήθελε κοριτσάκι το πρώτο, να πάρει τ’ όνομά της . Με τη λαχτάρα αυτή πέθανε . Ο Αλέκος αγαπούσε πολύ τη μάνα του . Κι η Σοφούλα την αγάπησε , ήταν καλή πεθερά .

Page 66: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

66

Η Σοφούλα μόλις ετοίμαζε το φαγητό έψηνε το καφεδάκι της στη χόβολη . Το άφηνε στο σοφρά της μπροστινής αυλής κάτω από την κληματαριά . Έπιανε τη σκούπα της , το φουκάλι και φουκάλιζε μπροστά στο δρόμο , έξω από τον πέτρινο τοίχο του σπιτιού της . Τώρα το καλοκαίρι μαζευόταν πολλή σκόνη . Ο ζεστός αέρας κουβαλούσε λογής λογής ξυλάκια , κοτσαλάκια μαζί με χώματα και τα εναπέθετε μπροστά στο φρεσκοασβεστωμένο πεζούλι , μπροστά στον πέτρινο τοίχο της αυλής . Γι’ αυτό και το πεζούλι ήταν πάντοτε φρεσκοασβεστωμένο για να είναι καθαρό . Ασβεστωμένοι ήταν και οι κορμοί των δέντρων . Στόλιζαν τους κορμούς των πανύψηλων καρυδιών , της συκιάς , της κληματαριάς , τον πέτρινο τοίχο που περιτριγύριζε την αυλή τους , με ασβέστη . Οι πήλινες γλάστρες ήταν βαμμένες κόκκινες , γεμάτες λουλούδια . Κοράλλια , μαργαρίτες , γαριδάκια , χρυσάνθεμα , ζουμπούλια , σπαθόφυλλα , ορτανσίες και ιβίσκους .Γαρδένιες είχαν σε σκουριασμένους ντενεκέδες τυριού , ασβεστωμένες εξωτερικά . Στα παρτέρια που έφερναν τον τοίχο γύρω γύρω από την εσωτερική πλευρά του , ήταν φυτεμένα τριαντάφυλλα , άκανθες , δενδρολίβανα , κροκάκια , νυχτολούλουδα και ένα αγιόκλημα που σκέπαζε ένα μέρος του τοίχου . Εδώ και κάποιες ημέρες , την ώρα που φουκάλιζε περνούσε από μπροστά της η Κική . Διασχίζοντας το δρόμο πήγαινε πέρα , έξω από το χωριό . Η Σοφούλα προσπαθούσε να τη χαιρετήσει σταματώντας να φουκαλάει για να μην την γεμίσει σκόνες και χώματα . Την κοίταζε γλυκά με έτοιμο χαμόγελο να της μιλήσει . Αλλά αυτή γύριζε το κεφάλι της προς τα δω και προς τα κει . Κοίταζε σχεδόν ειρωνικά τη Σοφούλα και έφευγε στα γρήγορα πιάνοντας τη φούστα της με τα δυο της χέρια περιορίζοντας το νευρικό λίκνισμα της λεκάνης της . Κοίταζε ανήσυχη προς την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού σαν έψαχνε κάποιον κι έφευγε . Η Σοφούλα σταματούσε για λίγο , καθόταν στο κουτσουράκι της να πιει μια γουλιά καφέ , λίγο νερό , να πάρει μιαν ανάσα . Να καθαρίσει τη σκόνη από το λαρύγγι της . Προτιμούσε τον καφέ της χλιαρό σχεδόν κρύο , αφού απολάμβανε πρώτα τις ζεστές μυρωδιές του .

Η Κική πέρασε και σήμερα κι η Σοφούλα καθισμένη στο κουτσουράκι σκεφτόταν την τρελή συμπεριφορά της . Δεν τη φοβόταν . Ήθελε και το περίμενε κάποια στιγμή να έπιναν ένα καφεδάκι καθισμένες στα κουτσουράκια της καστανιάς . Δε φοβόταν . Στο χωριό όλοι είχαν τα σπίτια τους ανοιχτά . Μόνο τα κοπάδια τους φυλούσαν . Στο σπίτι δεν υπήρχε και τίποτα το πολύτιμο να κλέψει κανείς . Πρόσεχαν κυρίως να μην μπει καμιά γάτα και τους κλέψει το φαγητό . Πρόσεχαν και για κανένα φίδι . Τα φίδια τα τραβούσαν τα τυριά και τα γάλατα που όλα τα σπίτια είχαν κάτω στα δροσερά υπόγεια . Αλλά κι αυτά δεν τα φοβόταν , τα είχαν συνηθίσει . Ο Αλέκος έπαιζε μαζί τους .

Page 67: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

67

Είχε μάθει ένα κόλπο που τ’ άρπαζε από τη νουρά , τα σήκωνε ψηλά στον αέρα κι αυτά κρέμονταν ανήμπορα, παράλυτα . Μετά τα βουτούσε από το κεφάλι πίσω . Όταν ήταν παιδιά έπαιζαν κυνηγώντας το ένα το άλλο με τα φίδια , έτσι σαν αγρίμια . Ύστερα ο Αλέκος το πετούσε παραπέρα .Αν ήταν κανένα πολύ μεγάλο , κάνα δυο μέτρα , το σκότωνε κατευθείαν και το πετούσε . Κάποιο πουλί , κάποιος αετός θα περνούσε να το φάει έτοιμο . Πραγματικά η Σοφούλα τη συμπαθούσε την αλλοπαρμένη Κική . Ύστερα από το περιστατικό της βρύσης ... που βρήκε τη Σοφούλα απροετοίμαστη και ξαφνιασμένη , πήρε το μάθημά της . Σκέφτηκε κάποιες έτοιμες και καλύτερες αντιδράσεις που θα μπορούσε να έχει . Κυρίως να μη στενοχωριέται με αιφνιδιασμούς .

Όμως με την Κική αισθάνθηκε ανάποδα . Αντί να πονέσει για τον εαυτό της και τον πόνο της , πονούσε για την Κική .Και περισσότερο όταν έμαθε για την τραγική , όπως τη θεώρησε , ιστορία της . Ένιωσε τη μοναξιά της . Ένιωσε την ορφάνια της , σαν ορφανή που ήταν κι αυτήν .Η Κική είχε μείνει ορφανή σε τρυφερή ηλικία και μεγάλωσε μόνη της . Συγγενείς δεν είχε στο χωριό . Ο πατέρας της , η μάνα της και ο αδερφός της είχαν καεί ζωντανοί μέσα στο μικρό αχυρώνα , μες το μικρό μαντρί .Πάλευαν να σβήσουν την πυρκαγιά που έπεσε πάνω στο μαντρί τους . Ο άνεμος ήταν σφοδρός καλοκαιρινός λίβας . Και πέρασε γραμμή πάνω από το μαντρί και το κοπαδάκι τους . Τα έκαψε όλα .Η Κική μεγάλωσε από δω κι από κει . Είχε λίγες κοτούλες και κάνα δυο μαναράκια και έτσι σιγά σιγά μεγάλωσε. Της είχε απομείνει μόνο το πλίθινο σπίτι της . Αν και σε κάπως προχωρημένη ηλικία πια η Κική στεκόταν ακόμη καλά .Το σώμα της ιδιαίτερα ήταν πολύ ωραίο . Είχε φύγει από το χωριό και γι’ αυτό η Σοφούλα δεν τη γνώριζε . Είχε επιστρέψει τελευταία στο ερειπωμένο πλίθινο σπίτι που ήταν πια σχεδόν πλίθινα χαλάσματα .Η Κική είχε παντρευτεί με κάποιο γυρολόγο . Αυτός ερχόταν με το γαιδουράκι του φορτωμένο πραμάτεια . Αριστερά και δεξιά από το σαμάρι είχε δεμένα δύο ξύλινα κιβώτια μακρόστενα με πόρτες , σαν σιρβάνια . Και εκεί μέσα είχε πολλά χρήσιμα και απαραίτητα μικροπραγματάκια , καραμέλες και κολόνιες . Καθρεφτάκια , τσατσάρες , μαχαιράκια , ψαλιδάκια , τσιμπιδάκια ... Με τα καθρεφτάκια , τις τσατσάρες , τις καραμελίτσες και τις κολόνιες ερωτευτήκαν .

Και μάλιστα η Σοφούλα είχε ακούσει μια πολύ αστεία ιστορία γι΄αυτούς που ακόμη τη διηγούνταν στο χωριό . Μια φορά που έκαναν έρωτα γυμνοί μέσα στο σπίτι της Κικής , τα παιδιά του χωριού πήγαν σιγά σιγά , έδεσαν στην ουρά του γαιδάρου, μια ουρά με πολλά άδεια τενεκεδάκια . Σήκωσαν την ουρά του γαιδάρου και έριξαν νέφτι .Ο καημένος ο γάιδαρος έτρεχε αλαφιασμένος από το τσούξιμο . Και όσο άκουγε τα τενεκεδάκια να βροντούν τόσο έτρεχε .

Page 68: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

68

Ο γυρολόγος έτρεχε πίσω του με μισοκατεβασμένο το σώβρακο να τον προλάβει . Κι η Κική γελούσε νευρικά , γυμνή στο παραθύρι της . Λένε ότι ο γυρολόγος έτρεχε μέχρι το χωριό του , εκεί σταμάτησε ο γάιδαρος . Ύστερα γύρισε , μάζεψε τα παντελόνια του . Πήρε μαζί του και την Κική .Έτσι παντρεύτηκαν και από τότε δεν ξαναφάνηκαν στο χωριό . Η Κική είχε γυρίσει πίσω μόνη της . Ο άντρας της τη ζήλευε . Ήταν μέθυσος, την έδερνε και αν δεν έφευγε από εκεί θα τη σκότωνε . Έλεγαν πολλά . Αλλά η Σοφούλα δεν άντεχε να ακούει τέτιοες θλιβερές ιστορίες . Γι’ αυτό και δεν άνοιγε ποτέ τέτοιες συζητήσεις . Μόνο αυτή τη φορά το έκανε για να καταλάβει τι είχε συμβεί , εκείνη τη μέρα στη βρύση . Η Σοφούλα ήθελε να έπιναν ένα καφεδάκι , να την κερνούσε ένα γλυκάκι αποστολιάτικο σύκο κι ας μη μιλούσαν . Τη λυπόταν και ήθελε να τη γλυκάνει .

Την είδε που ερχόταν από μακριά . Η Κική κρατούσε στα χέρια της ένα κλωνάρι . Ένα ξερό αγκάθι με παχιά ξεραμένα φύλλα που στην άκρη τους είχαν μυτερά αγκάθια . Το στριφογύριζε παίζοντας .Η Σοφούλα προσπάθησε για ακόμη μία φορά να την πιάσει από τα μάτια , έτοιμη να της μιλήσει .Η Κική όμως προσπέρασε . Και πριν προλάβει η Σοφούλα να της φωνάξει την είδε που στραβοπάτησε ζαλισμένη .Η Κική έπεσε κάτω στο σκουπισμένο δρόμο . Τρέμοντας άρχισε να χτυπάει με σπασμούς τα χέρια της στο χώμα σπαρταρώντας .Η Σοφούλα έτρεξε από πάνω της και είδε στις άκρες των χειλιών της στεγνωμένους αφρούς και τα μάτια της που άρχιζαν να γυρίζουν . Τη χτύπησε στο μάγουλο δυνατά με μια σφαλιάρα . Τίποτα , όμως . Έτρεμε περισσότερο . Η Σοφούλα έτρεξε στον κήπο της αυλής της . Έκοψε τραβηχτά ένα φυτό που έσταζε γάλα . Το έσταξε στις άκρες των χειλιών της Κικής . Το άλειψε . Της έπιασε το χέρι και περίμενε . Η Κική χαλάρωσε . Τα χέρια της σιγά σιγά σταμάτησαν να χτυπούν . Τα πόδια της απλώθηκαν ακούνητα .Σε λίγο άνοιξε τα μάτια της . Ξεθόλωσαν . Καθάρισαν . Ένα φως με λάμψη εκτινάχτηκε από την κόρη των ματιών της . Ξεζαλίστηκε κι ακούμπησε σηκώνοντας την πλάτη της , στα χέρια της πίσω , πάνω στο χώμα του δρόμου . Η Σοφούλα της έφερε την πήλινη κανάτα . Της έβαλε νερό στην κούπα . Η Κική ήπιε λίγο και σηκώθηκε . Κάθισε μισοζαλισμένη ακόμη , στο πεζούλι . Η Σοφούλα της έριξε νερό στα χέρια κι αφού η Κική τα ξέπλυνε από το χώμα του δρόμου , ένιψε τα μάτια της . Ξανάσανε ξεζαλισμένη . Σηκώθηκε αγκάλιασε τη Σοφούλα σφιχτά στην αγκαλιά της και αφού της έδωσε ένα ζωντανό φιλί στο μάγουλο έφυγε αμίλητη .

Page 69: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

69

Η Σοφούλα πήρε στα χέρια της το ξύλινο αγκάθι. Κάθισε στο κουτσουράκι της και ρούφηξε μονορουφηξιά το υπόλοιπο του καφέ της για να συνέλθει . Ήξερε πολλά από βοτάνια που με όρεξη είχε μάθει από μια γιαγιά γειτόνισσά της .

Από μικρή η Σοφούλα ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Ανδρέα το φίλο του αδερφού της . Ήταν ο πρώτος της δυνατός έρωτας . Έβγαιναν κρυφά . Δεν ήθελαν ο Παντελής να το μάθει . Αδερφή και φίλος αδερφικός . Ο Ανδρέας έμπαινε στο σπίτι το βράδυ όταν ο Παντελής έβγαζε για βοσκή τα πρόβατα στο λιβάδι . Ήταν τρομερός εραστής . Όλη τη μέρα , όποιο μέρος του σώματός της κι αν ακουμπούσε η Σοφούλα , ξάναβε . Έλιωνε να ξαναφτάσει η στιγμή να έρθει το βράδυ , να βρεθεί μες στα σκέλια του , μες στην αγκαλιά του . Έλιωνε . Ζούσε μόνο γι’ αυτό . Το βράδυ δεν τους έφτανε . Ήθελαν συνέχεια . Άλλαζαν όρκους αγάπης πνιγμένοι στην ηδονή . Πάνω στον οργασμό τους φώναζαν κι οι δυο μαζί την αιώνια αγάπη , την αγάπη τους . Σαν ερωτικό παιχνίδι τους βοηθούσαν οι όρκοι να τελειώνουν απολαμβάνοντας την απόλυτη ηδονή . Έτσι το είχαν βρει σαν παιχνίδι . Και μετά χαλαροί τους επαναλάμβαναν γελώντας κάνοντας χαρούλες με τσιμπηματάκια, με χτυπηματάκια , με γαργαλητά , μέχρι να ντυθούν .

Ο Παντελής τη λάτρευε τη Σοφούλα , δεν την αγαπούσε απλά . Η Σοφούλα ήταν πάνω από τη ζωή του . Κάποια φορά καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας άρχισε να της λέει για τη Μάρθα . Η μεγάλη λατρεία για τη Σοφούλα τον εμπόδιζε να μιλήσει και με λεπτομέρειες γιατί ντρεπόταν .Η Σοφούλα ήταν η αγνή του αγάπη και μπροστά στην αγνότητα της κόμπιαζε . Και έτσι τόφερε η κουβέντα και είπε λίγα πράγματα για τον Ανδρέα από την ντροπή που αισθανόταν . Θέλοντας κάπως να δικαιολογηθεί , να πει ότι υπάρχουν και χειρότερα .Απλά είπε ότι ο Ανδρέας έβγαινε τα βράδια με πολλές ενώ αυτός είχε μόνο τη Μάρθα αγαπήσει . Σταμάτησε σε εκείνο το σημείο . Ντροπιασμένος σηκώθηκε να βγάλει τα πρόβατα για βοσκή . Η Σοφούλα παρόλη την ταραχή της τον σταμάτησε , τον αγκάλιασε . Στάθηκε δίπλα του , δίπλα στην αγάπη του για τη Μάρθα . Τον άφησε να φύγει με ένα φιλί στο μάγουλο και με το χαμόγελό της για συνοδεία εκεί στα λιβάδια . Εκεί στη νύχτα . Να έχει πλάι του το χαμόγελό της , πλάι στα όνειρά του . Στα όνειρα του έρωτά του για τη Μάρθα . Να τον στηρίζει σα φιλί στο μέτωπο , σα μάνα , σαν πατέρας , σαν αδερφή . Να μη νιώθει ποτέ μόνος . Να τον αγαπάνε όλοι μαζί με τη Μάρθα .

Λίγο αργότερα ο Ανδρέας μπήκε διστακτικά από την ανοιχτή ξύλινη πόρτα του

Page 70: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

70

πλυσταριού . Το σύνθημά τους ήταν ένας χτύπος , αλλά η πόρτα ήταν ανοιχτή . Η Σοφούλα τον τράβηξε μέσα . Κλείνοντας την πόρτα τη μαντάλωσε .Άρχισε να τον φιλάει παράφορα , χωρίς κουβέντες και χαιρετισμούς . Χωρίς να κάτσουν πρώτα στο τραπέζι για γλυκόλογα και παιχνίδια που θα τους ξανάψουν την έξαψη στο λίγο της νύχτας που είχαν στη διάθεσή τους . Τον φιλούσε παράφορα . Ζητούσε τα φιλιά . Της άρεσαν τα φιλιά του . Της άρεσε να τη φιλάει σαν τρελός παντού . Να αισθάνεται τις άγριες τρίχες του να τη γρατσουνούν . Τον φιλούσε σα να μην της έφτανε απόψε η νύχτα , σα να ήταν η τελευταία βραδιά .Ο Ανδρέας έτσι κορόιδευε τον εαυτό του , έτσι σκεφτόταν σαν να ήταν η τελευταία βραδιά . Αυτό ήταν ένα από τα μυστικά του ως εραστή . Η Σοφούλα του ξεκούμπωσε τα κουμπιά με ταχύτητα και επιδεξιότητα . Πέταξε το μαύρο του πουκάμισο μισό στην ψάθινη καρέκλα , μισό στο πάτωμα κάτω . Έπεσε από πάνω του στο σκληρό στρωσίδι του πατώματος . Τρίφτηκε πάνω του μισόγυμνη . Με το ένα της στήθος απ’ έξω φιλιόταν . Ξεγυμνώθηκαν . Τα νύχια της άρχισαν να τσιμπάνε την πλάτη του . Δεν ήθελε να τον πονέσει . Ήθελε η ίδια να πονέσει . Να πονέσει πολύ δυνατά . Με δυνατό πόνο να απαλύνει την πληγή της , τον πόνο που ένιωθε . Το μεγαλύτερο πόνο , της προδοσίας . Μες την οδυνηρή πληγή της οι προδομένοι όρκοι γίνονταν αλάτι χοντρό . Φώναζε από πάνω του από ηδονή . Κραύγαζε από πόνο . Απόψε δεν ήθελε να κρυφτεί , δεν ήθελε να σιγανοφωνάξει . Ήθελε να είναι αληθινή . Ήθελε να πει αλήθεια . Να φωνάξει αληθινά . Φώναζε . Ήταν από πάνω του . Δεν ήθελε να τον βλέπει . Ήθελε να νιώθει τον πόνο της ηδονής που πίστεψε . Να πονέσει για το ψέμα . Η ηδονή ήταν ο πόνος . Ίδιος ο πόνος . Ίδιος ο Ανδρέας . Έπρεπε να πονέσει . Για πρώτη φορά , σαν τελευταία φορά . Δεν ήθελε άλλο να τον βλέπει . Γύρισε τα οπίσθιά της γονατισμένη στα τέσσερα . Λύγισε να του φανούν ολοστρόγγυλα φεγγάρια , πανσέληνα μες τη νυχτιά . Το φεγγάρι ακούει τους πόνους . Θ’ ακούσει τον πόνο της . Ο Ανδρέας έχασε τον ανδρικό έλεγχο . Εκτελούσε την πρόκληση της Σοφούλας , γονατιστός .Γονατιστός πίσω της , έσταζε ιδρώτα πάνω στα οπίσθιά της . Τα γυάλιζε σαν αυγουστιάτικα φεγγάρια . Τα μάτια του έσβηναν . Δεν μπορούσε να βλέπει . Πονούσε κι αυτός .Η Σοφούλα με λυγισμένο το σώμα της ακουμπώντας τις θηλές στις κρύες πλάκες του πατώματος , ένιωθε κρύο τον πόνο . Κι ας ήταν ο Ανδρέας πίσω της ζεστός .Οι αγκώνες της τρίβονταν στις τραχιές πλάκες , τα γόνατα της πονούσαν .Οι θηλές καρφιά που χτυπούνε στον τοίχο .

Page 71: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

71

Χτυπούσαν στις κρύες πέτρινες πλάκες . Κάρφωσέ με φώναζε . Κάρφωσέ με φώναζε την ώρα του οργασμού . Ο Ανδρέας κύλησε με τα πλευρά , στρώμα πάνω στις πέτρινες , τραχιές πλάκες . Δε μιλούσαν καθόλου . Αμίλητοι σηκώθηκαν όρθιοι . Η Σοφούλα του έδωσε το μαύρο του πουκάμισο , κρεμασμένο στο τεντωμένο της δάχτυλο .Ο Ανδρέας το φόρεσε , κουμπώθηκε . Το έβαλε μέσα από το παντελόνι , το ταίριαξε βυθίζοντας τις παλάμες κάτω από τη ζώνη . Η Σοφούλα τον κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια , βαθιά μέσα στη νύχτα . Ο Ανδρέας είδε το απειλητικό της ύφος . Η Σοφούλα είδε το φόβο του . Ο Ανδρέας άκουσε τη Σοφούλα με αποφασιστικό τρόπο να του λέει : ορκίσου πως δεν θα ξαναρθείς .Σταμάτησε εκεί και τον ξανακοίταξε βαθύτερα. Είδε το δισταγμό του . Ορκίσου πως δεν θα ξαναρθείς επανέλαβε .Ο Ανδρέας κατέβασε το κεφάλι . Εντάξει της είπε . Γύρισε και σχεδόν τρέχοντας , βάζοντας τα δυο του χέρια στο πρόσωπο έφυγε . Έφυγε ξεμανταλώντας όπως όπως τη μανταλωμένη ξύλινη πόρτα του πλυσταριού , μάλλον κλαίγοντας . Η Σοφούλα γυμνή ακόμη, δεν γύρισε να τον δει .

Στάθηκε ώρα έτσι όρθια και γυμνή να στάζει ιδρώτα . Ιδρώτα από πόνο . Ιδρώτα από ηδονή . Ίδιο ακριβώς ιδρώτα . Ίδιοι ήταν η ηδονή κι ο πόνος . Ίδιοι ήταν με τον Ανδρέα . Δεν ήθελε να ξανανιώσει πόνο . Δεν ήθελε να ξανανιώσει ηδονή . Ούτε Ανδρέα . Ήταν ο πρώτος και τελευταίος ιδρώτας . Έπειτα γύρισε . Προχώρησε στην ανοιχτή ξύλινη πόρτα του πλυσταριού μπροστά . Ανοιχτή όπως την είχε αφήσει ο Ανδρέας . Ακούμπησε το ένα της χέρι στο πλάι και κοίταξε το φεγγάρι που είχε ανεβεί ψηλά . Ούρλιαξε με πόνο προς το φεγγάρι . Δάκρυα άρχισαν να κυλούν και να της βρέχουν το γυμνό σώμα . Δάκρυα καυτά ξέπλεναν τον ιδρώτα της . Χωρίς ίχνος ιδρώτα πια ούρλιαξε για τελευταία φορά τον πόνο της , την ηδονή της . Το φεγγάρι την ένιωσε σαν ανατριχίλα . Την ένιωσε και την κράτησε για πάντα , σε μικρό σκοτεινό του σημείο , τον πόνο της , την ηδονή της . Τα κράτησε για πάντα μακριά της . Κανένας άνθρωπος δεν θα έφτανε ποτέ εκεί να της τα πάρει . Μόνο καμιά φορά αν κοίταζε πολλή ώρα στο φεγγάρι , πολύ προσεκτικά κάτι μπορεί να έβλεπε . Κάποιο σκοτεινό σημάδι θα θυμόταν μες στην ψυχή της μες στο ολόγιομο φως του φεγγαριού .

Ο Αλέκος της έκανε ένα παιδικό σκούντημα πίσω από τον ώμο της .Μόλις γύρισε τρομαγμένη από την ονειροπόλησή της , ο Αλέκος με μια γρήγορη κίνηση της πήρε από τα χέρια το ξύλινο ξεράγκαθο λέγοντάς της ότι την ευχαριστεί για το λουλούδι της .

Page 72: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

72

Ύστερα το πέταξε παραδίπλα και την αγκάλιασε και την φίλησε . Η Σοφούλα σε ελαφριά ζάλη τον φίλησε κι αυτή ηρεμώντας στην αγκαλιά του . Ο ήλιος πήγαινε να βασιλέψει . Του έστρωσε στα γρήγορα στο σοφρά να προλάβει να φάει ο καλός της πριν νυχτώσει . Του είχε φτιάξει μπουτσκάρια μαρινάτα . Όταν είχε δει η Σοφούλα ,αυτές τις λαχταριστές ψαρούκλες έβγαλε το τσουκάλι από τη φωτιά . Άλλαξε γνώμη . Άλλαξε φαγητό . Ο ψαράς με το κάρο φορτωμένο ψάρια ήξερε τις κατάλληλες ώρες να περνάει . Φώναζε κι από μακριά να κερδίσει χρόνο . Αγόρασε τα μεγαλύτερα . Τα μάτια τους έλαμπαν από φρεσκάδα .Ύστερα η Σοφούλα μάζεψε από τον κήπο όλα τα μυρωδικά . Σκορδάκια , μαιντανό και αρωματικά βοτανάκια . Ζούπηξε και ώριμη ντομάτα . Ο Αλέκος βρήκε το φαγητό της εξαιρετικό . Ήπιε και το κρασάκι του . Η Σοφούλα επίσης απολάμβανε το φαγητό καθαρίζοντας προσεκτικά τα αγκαθάκια . Τα μπουτσκάρια είναι πολύ νόστιμα ψάρια αλλά έχουν κι αυτά πολλά αγκάθια . Τα έφερναν πέρα από μια λίμνη . Εδώ στα βουνά ήταν ένα σπάνιο γεύμα . Μια σπάνια απολαυστική έκπληξη . Η Σοφούλα πέταξε τα ψαροκόκαλα παράμερα στις γάτες . Τσούγκρισαν εις υγείαν τις κούπες τους . Ο Αλέκος άρχισε να παίζει το τρίχορδο . Προσπαθούσε να βγάλει ένα τραγουδάκι που να λέει ότι ήθελε να της πάρει το αγκάθι . Και δοκίμαζε διάφορα ακόρντα . Εκείνη γλυκά τον άκουγε να παίζει . Τον κοίταζε ανιχνευτικά αν έλεγε αλήθεια .Ήθελε να της πάρει το αγκάθι . Τα αγκάθια . Έτσι θα ένιωθε αληθινή . Η αληθινή αγάπη που ένιωθε για τον Αλέκο δεν μπορούσε να κρατάει μυστικά αγκάθια . Η απόφαση ήρθε τελεσίδικα στο μυαλό της . Δε θα κρατούσε κανένα μυστικό , θα του τα έλεγε όλα . Τον κοίταζε να την κοιτά γρατσουνώντας τις χορδές . Έτσι ήταν . Ο Αλέκος είχε γρατσουνίσει απαλά τις ευαίσθητες χορδές της .Το φεγγάρι ανέβαινε , η νύχτα ερχόταν με τις μυρωδιές της . Είδε στα μάτια του την ακλόνητη αγάπη . Ζαλίστηκε . Της ήρθε μια ελαφριά ζαλάδα .Ο Αλέκος την πήγε να ξαπλώσει . Άφησε το μπουζούκι . Ξάπλωσε δίπλα της . Ήταν κουρασμένοι κι οι δυο .

Η Μάρθα λίγο πριν το μεσημέρι ήρθε στη Σοφούλα . Είχε μερικές μέρες να τη δει , από εκείνη τη μέρα με τις ωραίες μουσικές του Αλέκου και το χορό που έριξαν .Η Σοφούλα την υποδέχτηκε όπως πάντα με χαρά . Άρχισαν την κουβεντούλα .Ο άνεμος φυσούσε δυνατά από το πρωί . Οι καρυδιές το ευχαριστιόταν ιδιαίτερα στις πιο ψηλές κορυφές τους . Κάθισαν στην εξωτερική πλευρά της αυλής , στο φρεσκοασβεστωμένο πάντοτε πεζούλι .

Page 73: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

73

Έτσι είχαν τον αέρα πίσω τους και απάγκιαζαν ακουμπώντας την πλάτη τους στο τοίχο με τις ζεσταμένες πέτρες . Ο άνεμος φυσούσε όμως ο ήλιος έκαιγε ζεστά . Έφεραν και το σοφρά με το δίσκο , με το καφεδάκι και το γλυκάκι .Η Μάρθα ήταν λίγο αναστατωμένη και δεν έφταιγε ο άνεμος γι’ αυτό . Ο Παντελής είχε παράξενη συμπεριφορά τις τελευταίες ημέρες . Άρχισε , λοιπόν , να τα λέει στη Σοφούλα . Οι δικαιολογίες του φαίνονταν ψεύτικες από μακριά και στις δυο που τον ήξεραν απ’ έξω και ανακατωτά . Η Σοφούλα τον δικαιολόγησε λίγο γιατί πράγματι ήταν η περίοδος που γεννούσαν τα πρόβατα . Και , χρειαζόταν επαγρύπνηση σε όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας . Έπρεπε να βρίσκεται εκεί με τα μάτια τετρακόσια . Να δει ποια προβατίνα γέννησε να προσέξει το αρνάκι αν θα πιάσει το μαστάρι να βυζάξει . Χρειαζόταν πολλές φορές και ξεγεννήματα και ο Παντελής έπρεπε να επέμβει βάζοντας το χέρι μέσα να βγάλει το αρνάκι , να την ξεγεννήσει . Είχε και πολλά διπλάρια αρνιά που του πρόσθεταν εργασία . Περισσότερο όμως ήταν ο ζήλος του Παντελή να μη χάσει κάποιο αρνάκι , έτσι ώστε να αβγατίσει το κοπάδι του γρήγορα . Ξέραν και οι δυό τους καλά τον πληγωμένο του εγωισμό . Η Σοφούλα είπε στη Μάρθα για την υπόσχεση που είχε δώσει ο Παντελής στον πατέρα τους την ώρα που ξεψυχούσε ότι θα τον καμάρωνε από ψηλά . Κι ο Παντελής καμάρωνε τον πατέρα τους . Τον θαύμαζε . Αλλά , τον θεωρούσε και υπερβολικά υποχωρητικό . Υπερβολικά παραχωρητικό . Σχεδόν χάριζε τον ιδρώτα του . Δούλευε πολύ σκληρά για να αβγαταίνουν οι άλλοι και ειδικά ο άλλος πλούσιος τα κοπάδια . Έτρεχε να τους βοηθήσει κι ας έμενε πίσω η δουλειά του . Κι έτσι έμειναν φτωχοί . Του είχε υποσχσθεί ότι θα τον καμάρωνε από ψηλά . Έκανε υπομονή . Είχε πείσμα . Ένιωθε μεγάλη πίστη ότι θα τα κατάφερνε και πάλι .Συμφώνησαν και οι δυο τους ότι ο Παντελής καθυστερούσε το γάμο με προφάσεις . Πότε το ένα και πότε το άλλο . Τώρα είχε εξαφανιστεί .Περνούσε στα γρήγορα πάνω στο ντορή του τάχα να της δώσει ένα φιλί και έφευγε καλπάζοντας χωρίς να της το δώσει . Και στη Σοφούλα είχε μέρες , τις ίδιες μέρες να φανεί . Ήρθε , λοιπόν, μήπως η Σοφούλα είχε κάτι παραπάνω να της πει . Όχι Μάρθα μου γλυκιά της απάντησε η Σοφούλα πιάνοντας το χέρι της .

Κάθονταν δίπλα δίπλα γυρισμένες η μία προς την άλλη σαν αδελφούλες αγαπημένες .Η Σοφούλα σαν να ζαλίστηκε λίγο και η Μάρθα αμέσως πήρε το λαγήνι , γέμισε την κανάτα κι έτρεξε να της φέρει νερό .Η Σοφούλα της διηγήθηκε τι έγινε χτες με την Κική . Μάλλον θα ταράχτηκε λοιπόν και δεν είχε ακόμη συνέλθει γι’ αυτό ήταν ζαλισμένη . Η Μάρθα τη ρώτησε για την περίοδο . Μέτρησαν τις μέρες και σίγουρα υπήρχε μια καθυστέρηση μικρή .

Page 74: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

74

Ο αέρας έφερε με κωλοτούμπες και κόλλησε δίπλα τους το αγκάθι της Κικής , πάνω στο αγιόκλημα της αυλής .Η Σοφούλα κοίταξε από το αγκάθι στη Μάρθα και πίσω στο αγκάθι . Ήθελε να μοιραστεί το μυστικό της . Τα λόγια έρχονταν με τον αέρα πιο πρόθυμα και απ΄όταν έπλεκε το νήμα . Τη Μάρθα δεν τη ντρεπόταν . Ήξερε ότι ήταν καλλιεργημένη κοπέλα . Ένιωθε απόλυτη εμπιστοσύνη στην αδελφή της .Με δισταγμό στην αρχή ρώτησε τη Μάρθα αν ήξερε τι δουλειά κάνει το αγκάθι αυτό . Η Μάρθα ήξερε να ζωγραφίζει και έτσι της φάνηκε ότι θα ήταν ένα όμορφο θέμα δίπλα σε έναν αρχαίο μύθο . Γέλασαν . Αυτό το βοτάνι της είπε η Σοφούλα είναι το πιο ισχυρό εκτρωτικό .Η Μάρθα την κοίταξε σταματώντας το βλέμμα της ύποπτα σε λοξή θέση , αναμένοντας να συνεχίσει χωρίς να τη διακόψει με ερωτήσεις . Η Σοφούλα της είπε ότι το είχε χρησιμοποιήσει , αλλά είχε τρομερές παρενέργειες . Μπορεί και να πέθαινε κανείς . Κάνει όμως άριστα τη δουλειά του και . Και δεν ήξερε αν μετά τη χρήση του θα μπορούσε να ξαναπιάσει παιδιά είπε και σταμάτησε κομπιάζοντας . Η Μάρθα κατάλαβε τι της προκαλούσε το μεγάλο της φόβο . Το φόβο ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά . Ήταν η αιτία του φόβου της . Η Μάρθα έπιασε τα χέρια της Σοφούλας μες τις ζεστές χούφτες της . Αδελφούλα μου της είπε τι έκανες . Τη χάιδεψε με την παλάμη της απαλά στο μάγουλο . Η Σοφούλα την κοίταξε φανερώνοντας κι αυτή ότι απορούσε με αυτή την εγκληματική της πράξη . Ο Αλέκος τη ρώτησε , στη συνέχεια η Μάρθα . Ο Ανδρέας , της απάντησε γεμίζοντας το χέρι της Μάρθας που τη χάιδευε με δάκρυα. Ύστερα η Σοφούλα έπεσε στην αγκαλιά της και έκλαιγε ασταμάτητα .

Όταν ηρέμησε στην παρηγορητική αγκαλιά της Μάρθας και στη διακριτική σιωπή της ξανασηκώθηκε . Ζέστανε την πλάτη της στις ζεστές πέτρες του τοίχου .Συμμάζεψε τα δάκρυα σκουπίζοντας τα κόκκινά της μάτια με ένα λευκό υφασμάτινο μαντίλι μισοζουπώντας τη μύτη της . Η Μάρθα είχε απομείνει με άνοιχτο το στόμα , τα μάτια , τα ρουθούνια της . Τα μαλλιά της ανέμιζαν στον αέρα ξετρελαμένα . Της φαινόταν ασήκωτο το μυστικό . Ασήκωτη η εμπιστοσύνη της Σοφούλας .Έφερε το χέρι της στο στόμα της μπροστά . Γεμάτο στεγνά δάκρυα της Σοφούλας την αρμύρισε . Η Μάρθα της έπιασε το πόδι πάνω από το γόνατο , αχ αγάπη μου της είπε . Καίει η καρδιά μου της απάντησε η Σοφούλα . Η Σοφούλα της είπε ότι έτρεμε .Έτρεμε στην ιδέα ότι δε θα μπορούσε ποτέ της να κάνει παιδί . Και για τον Αλέκο . Αν έχανε τον Αλέκο καλύτερα να πέθαινε . Καλύτερα να πέθαινε τότε . Τότε που το έκανε . Αλλά ο Παντελής την έσωσε με τη φροντίδα του . Χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί . Την είχε σώσει χωρίς να ξέρει μέχρι και τώρα .Ο Παντελής έλιωνε από πάνω της να της βάζει κομπρέσες μέρες ολόκληρες . Της έλουζε το σώμα .

Page 75: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

75

Της έλουζε ολόκληρο το σώμα της που έστεκε ακούνητο , μουδιασμένο . Κάθιδρο . Την πότιζε νεράκι και μέλι με το κουταλάκι . Έτσι την κράτησε στη ζωή . Η Σοφούλα σταμάτησε με κλάματα και με λυγμούς έχοντας το κεφάλι της σκυμμένο μες τα χέρια της . Και συνέχισε έτσι να της λέει ότι το τελευταίο βράδυ που ήταν με τον Ανδρέα . Το βράδυ που χωρίσανε , έμεινε έγκυος .Άργησε να το καταλάβει . Ο Παντελής δεν ήξερε ότι ο καλύτερος του φίλος και η αδερφή του , η αγνή αδερφή του , τα είχαν πίσω από την πλάτη του . Ότι ο φίλος του ερχόταν βράδυ και μόλυνε το σπίτι του .Ο Ανδρέας την πρόδιδε με πολλές άλλες . Την κορόιδευε με ψεύτικους όρκους . Όταν έμεινε έγκυος πίστευε ότι η αδιαθεσία της οφειλόταν στη μεγάλη της στενοχώρια . Όταν το κατάλαβε δεν υπήρχε άλλη λύση . Ή θα πέθαινε καθαρή στη συνείδηση του Παντελή ή διαφορετικά σταματούσε τη σκέψη της στο διαφορετικά . Σταμάτησε ξαφνικά . Γυρίζοντας προς την άλλη πλευρά το σώμα της έκανε εμετό . Ίδρωσε το μέτωπό της . Η Μάρθα της σκούπισε το μέτωπο . Καθάρισε το στόμα της με λίγο νερό . Έριξαν πολύ νερό να καθαρίσει ο εμετός . Ύστερα κάθισαν αμίλητες πολλή ώρα . Η Μάρθα εξετάζοντας βαθιά τις σκέψεις της , κατάλαβε ότι κι αυτή το ίδιο θα έκανε . Σκέφτηκε τον Παντελή . Είπε το συμπέρασμά της στη Σοφούλα .Η Σοφούλα πήρε κουράγιο . Είπε στη Μάρθα ότι είχε αποφασίσει να τα πει όλα στον Αλέκο . Αλλά πάλι δεν μπορούσε . Δεν μπορούσε και συνέχισε να κλαίει .Η Μάρθα σκέφτηκε τα δικά της ...

Έχει για μένα κουτσουράκι ; ρωτώντας διέκοψε τις απορημένες Μάρθα και Σοφούλα , η Κική . Είχε έρθει από την αντίθετη φορά του ανέμου , χωρίς να την ακούσουν απορροφημένες στην κουβέντα τους . Η Μάρθα την κοίταξε εξεταστικά . Δεν την είχε ξαναδεί . Μόνο είχε ακούσει . Αλλά της φάνηκε μια πολύ ήρεμη κυρία . Είμαι η Κική , είπε η Κική στη Μάρθα .Η Μάρθα είναι η καλύτερή μου φίλη της είπε η Σοφούλα .Η Μάρθα της έφερε ένα κουτσουράκι και το έβαλε απέναντι , να γίνεται καλύτερα η παρέα .Είμαι τρελή λέει η Κική , κοιτάζοντας και τις δύο εναλλάξ . Η Κική κάνοντας μια μικρούλα παύση , μάζεψε λίγο τη φούστα της πάνω από το γόνατο . Σήκωσε το αριστερό πόδι της σαν άλογο και το ξανακατέβασε . Ακούμπησε τον αγκώνα της στο γυμνό γόνατο και ξαναείπε . Ότι είναι πολύ τρελή και πολύ έξυπνη . Ήξερε πολλά και δεν ήξερε τίποτα . Γέλασε από μέσα της με κάτι πού σκέφτηκε και ετοιμάστηκε να πει . Αλλά το σταμάτησε και δεν το είπε . Η Μάρθα και η Σοφούλα την κοίταζαν περιμένοντας να ξαναμιλήσει .

Page 76: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

76

Η Κική στραμμένη προς τη Σοφούλα της είπε ότι ένιωθε την αγάπη της . Η Σοφούλα γνώριζε την αγάπη . Είχε γλυκιά καρδιά . Ότι μόνο στη Σοφούλα είδε την αγάπη . Και που να τις έλεγε και το φλιτζάνι είπε γελώντας παρατεταμένα και δυνατά . Η Μάρθα της έφερε καφέ , γλυκάκι και δροσερό νεράκι .Η Κική ήπιε δυο ρουφηξιές από το ζεστό καφέ . Ήρθα πίσω στο χωριό για να πεθάνω τις είπε . Αλλά τώρα δεν ήθελε να πεθάνει . Κι ότι και η Μάρθα είχε πολύ καλή ψυχή . Λυπόταν που τις είχε γνωρίσει . Ήταν αργά . Ήταν τρελή . Τα μαλλιά της Κικής ήταν πυρόξανθα με λιγδωμένες μπουκλίτσες . Τα χείλη της λεπτά και μεγάλα κοίταζαν θλιμμένα προς τα κάτω .Δυο βαθιές ρυτίδες κάθετες σχεδόν , δίπλα τους τόνιζαν την κλίση αυτή . Τα μάτια της μικρά και καταπράσινα . Θα μπορουσε να ήταν μια κομψή κυρία , σκέφτηκε η Μάρθα . Η Κική τις είπε για τη ζωή της ότι κι αυτές είχαν ακούσει . Τώρα επέστρεψε για να πεθάνει . Να πεθάνει στο χωριό της , επανέλαβε . Ο άντρας της όπου να ήταν θα έφτανε . Είχε αργήσει . Ήταν τυχερή που πρόλαβε να τις γνωρίσει . Ζήτησε από τη Σοφούλα και από τη Μάρθα να προσεύχονται για την ψυχή της . Με την καλή καρδούλα τους θα την έσωζαν . Ήταν πολύ τυχερή γι’ αυτό . Τις παρακαλούσε με χαμηλή φωνούλα . Η Σοφούλα με την Μάρθα μαζεύτηκαν σφιχτά , φοβισμένες . Άρχισαν να σαστίζουν από αυτά που άκουγαν για το τι θα μπορούσε να συμβεί . Σιγανά η Κική συνέχισε ότι ο άντρας της θα τη σκότωνε . Τον περίμενε . Ύστερα ήπιε όλο το καφεδάκι της . Έφαγε το αποστολιάρικο συκαλάκι . Ήπιε το νερό με την ψυχή της και ξεδίψασε .

Γύρισε το πρόσωπό της προς τον άνεμο .Νάτος ! Έρχεται τις λέει .Η Σοφούλα και η Μάρθα κοίταξαν προς τα κει που η Κική έδειξε . Είδαν ένα φαλακρό με τα πλάγια μαλλιά του να ανεμίζουν άγρια . Αξύριστος , ταλαιπωρημένος , γειρτός ερχόταν αποφασιστικά πάνω τους με σφιγμένες γροθιές . Έλα του φώναξε η Κική . Εκείνος την αρπάζει από τα χέρια να την τραβήξει . Πέφτει στα γόνατά της . Την αφήνει και χτυπά τα χέρια στο χώμα απάνω , γονατιστός . Την εκλιπαρούσε να γυρίσει στο σπίτι τους , παρακαλεστικά της φώναζε ότι την αγαπούσε .Μόνο αυτές με αγαπούν του είπε η Κική δείχνοντας τη Μάρθα και τη Σοφούλα . Εσύ , του λέει είσαι ένα τιποτένιο τομάρι . Ούτε τον εαυτό σου δεν αγαπάς . Φτύσ’τον . Σήκω πάνω του λέει , εραστή της τσατσάρας , σηκώνοντάς τον από τις μασχάλες . Γύρνα να δεις την αγάπη , του λέει και του αστράφτει ένα χαστούκι και του γυρίζει το πρόσωπο προς τη Μάρθα και τη Σοφούλα .Βγάλε το μαχαίρι σου , ύπουλε , ψεύτη . Άνανδρε . Βγάλτο .Χασαπόσκυλο! ούρλιαξε . Γνώρισα την αγάπη . Βγάλτο . Χτύπα με . Καρφωσέ με . Κάρφωσέ με φώναξε ,

Page 77: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

77

τεντώνοντας ξέσκεπα τα στήθη της . Ζαλισμένος εκείνος από τα στήθη που ποθούσε . Από τα στήθη που φιλούσε . Τα στήθη που δεν ήταν δικά του πια . Δεν ήταν μόνο δικά του πια . Τώρα θα γίνουν δικά μου κραύγασε πηδώντας απάνω στην Κική , την κάρφωσε κατάστηθα . Δικά μου για πάντα την ξανακάρφωσε με σφιγμένα δόντια . Η Κική έπεσε πίσω , ανάσκελα . Ο ουρανός πρασίνιζε στο βλέμμα της . Γέμιζε καταπράσινη ελπίδα . Ένα καταπράσινο λιβάδι γέμιζε από λευκές μαργαρίτες . Γέμισε τα μάτια της Κικής που πάγωσαν ακούνητα .Η Σοφούλα και η Μάρθα αγκαλιάστηκαν σφιχτά σφιχτά , χωρίς να τολμήσουν να κοιτάζουν στο αποτρόπαιο θέαμα . Εκείνος γύρισε αγριεμένος και βάδισε καταπάνω τους . Κοντοστάθηκε μπροστά τους , σκυφτός με τα δόντια σφιγμένα . Τα μάτια του δεν ήξεραν τι έβλεπαν . Εσείς είστε η αγάπη , αγριοφώναξε τεντώνοντας τα χέρια του με μανία προς τα πίσω . Η Μάρθα κι η Σοφούλα στέκονταν σαν τρομαγμένα πουλιά που ο κυνηγός τα βρήκε . Εκείνος έστριψε το ματωμένο μαχαίρι, έφερε την κόψη προς τα επάνω . Έτοιμος να χτυπήσει , το έσφιξε με τον αντίχειρα να χτυπήσει από κάτω προς τα πάνω . Δε θα πηδούσε πάνω τους , θα χτυπούσε από κάτω . Προχώρησε σκυφτός με μισά βήματα . Έφερε το χέρι πίσω με δύναμη . Με δύναμη ξεκίνησε να χτυπάει προς τα πάνω .Ο Ανδρέας πήδηξε πάνω του .Η Σοφούλα και η Μάρθα τον έβλεπαν με τα δυο του πόδια όρθιο πάνω στη σέλα του ψαρή να έρχεται καλπάζοντας .Όρμηξε σαν αγριεμένος αετός ανάμεσά τους . Έπεσαν και οι δυο κάτω .Το μαχαίρι μπήχτηκε στο αριστερό λαγόνι του Ανδρέα . Και το μαχαίρι έμεινε καρφωμένο πάνω του .Εκείνος έτρεξε προς το άλογο , να το πιάσει από τα χαλινάρια .Ο Ανδρέας ξαναβούτηξε να τον πιάσει . Ο ψαρής σήκωσε τα πόδια του και καθώς ο Ανδρέας έπιανε τα πόδια εκείνου , του έριξε μια κλωτσιά με την οπλή στο μέτωπο , στο σταυρό .Του έσπασε το κεφάλι .Ο ψαρής χλιμίντριζε αγριεμένος , όρθιος κλοτσούσε τα πόδια του στον αέρα . Η Σοφούλα και η Μάρθα έσκουζαν έντρομες . Ο Ανδρέας ξεκάρφωσε το καρφωμένο μαχαίρι από το λαγόνι του και έπεσε λιπόθυμος , μπρούμυτα . Στο χαλασμό και με τις φωνές χτύπησαν οι καμπάνες . Έφτασε ο Παντελής με τον ντορή . Έφτασε και ο Αλέκος . Η Κική κείτονταν νεκρή . Εκείνος , ο άντρας της , νεκρός με σπασμένο το κεφάλι . Ο Ανδρέας ζούσε . Τον κουβάλησαν προσεκτικά μέσα στο σπίτι . Καθάρισαν την πληγή . Η Σοφούλα του έβαλε σπαθόλαδο .

Page 78: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

78

Όλοι ήταν ταραγμένοι από το ξαφνικό κακό . Ο άνεμος κόπασε . Η Σοφούλα φρόντιζε το λιπόθυμο σώμα του Ανδρέα . Από πάνω του σ’ ένα στρωσίδι γονατιστή. Το ημίγυμνο σώμα του Ανδρέα κείτονταν στο μαγειρειό σ’ ένα πρόχειρο στρώμα , στριμωγμένο στη γωνιά . Στη σάλα είχαν φέρει το νεκρό σώμα της Κικής . Το καθάρισαν από τα αίματα .Ο Αλέκος της έκλεισε τα μάτια για πάντα . Έκλεισε απαλά τα μάτια του πρώτου έρωτά του . Δεν την είχε ξαναδεί . Μόνο ότι είχε ακούσει . Είχε ακούσει για την επιστροφή της . Είχε ακούσει για την τραγική ζωή της .Όλη μέρα στο αμπέλι σκεφτόταν . Σκεφτόταν αν έπρεπε να τη συναντήσει . Σκεφτόταν αν έπρεπε να το πει στη Σοφούλα . Η τέλεια αγάπη ξεκινάει από την παιδική ηλικία . Ακόμη και το σεξ έχει την παιδική αγνότητά του . Η Σοφούλα του θα τον ένιωθε χωρίς αμφιβολία . Η Σοφούλα δεν θα αμφέβαλε ποτέ γι’ αυτόν . Τίποτα δε θα σπίλωνε την αγνότητά της . Έπρεπε να της το έλεγε ο ίδιος . Υπήρχαν πολλοί καλοθελητές που θα ήθελαν τα άσπρα ρούχα της γιορτής να σχίζονταν σαν την κουρελιασμένη κουρελού που γονατιστή η Σοφούλα περιποιόταν τον Ανδρέα .Η Σοφούλα είχε βράσει στο τσαγερό ένα δυναμωτικό τσάι από βοτάνια που μόνο αυτή γνώριζε . Από τα βοτάνια που τα είχε αποξηραμένα στους τοίχους του πλυσταριού , κρεμασμένα γύρω γύρω .

Τα μάζευε στου Άι Λια το πανηγύρι . Στου Άι Λια το ξωκλήσι που στεκόταν στην πιο ψηλή κορυφή των λόφων , σκαρφαλωμένο στα μυτερά , κοφτερά βράχια . Τα μοναδικά βράχια σ’ ολόκληρη την περιοχή που δέσποζαν παντού ολόγυρα. Στου Άι Λια το πανηγύρι κόσμος έρχονταν από τα γύρω χωριά . Άλλοι με άλογα , άλλοι με γαιδουράκια . Αλλά κυρίως με κάρα . Από κάθε χωριό έβαζαν κάρα όσοι είχαν . Άπλωναν κουρελούδες χτίζοντας ένα είδος πολύχρωμου καναπέ και κάθονταν όλοι γύρω γύρω . Λικνίζονταν στα σκληρά κουνήματα του κάρου πάνω στο χωμάτινο δρόμο . Περισσότερο στην πετρωτή ανηφόρα πριν φτάσουν στην κορυφή του ξωκλησιού . Έφταναν εκεί από το προηγούμενο βράδυ . Έκαναν εσπερινό και το πανηγύρι ξεκινούσε . Κοιμόταν σε όποια μαλακότερη πέτρα είχαν απλώσει τα στρωσίδια , τις κουρελούδες τους . Τα παιδιά έβρισκαν τη χαρά τους . Έτρεχαν γύρα στις ράχες . Η Σοφούλα μάζευε πρώτα τα φυτιλάκια για να ανάβουν το καντηλάκι όλο το χρόνο . Φυτιλάκια μάζευαν όλοι .Όμως τα μάτια της Σοφούλας ανακάλυπταν στις πιο απόκρημνες σχισμές μικροσκοπικά αγριολουλουδάκια . Από εκεί , σκαρφαλωμένη τα μάζευε σε μικρά ματσάκια .

Page 79: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

79

Πολύχρωμα , πολυμυρωδάτα , τα κρεμούσε στην έξω πλευρά του κάρου επιστρέφοντας . Το βράδυ κοιμούνταν όλοι μαζί στρωματσάδα αραδιαστοί . Μετά τη Θεία Λειτουργία , ο παπάς έσερνε το χορό . Δεξιοτέχνες μουσικοί , οι καλύτεροι της περιοχής έπαιζαν . Μετά από δυο στροφές του παπά και μια της παπαδιάς , στον ευλογημένα χορό ανέβαιναν όλοι οι πανηγυρίζοντες . Πιασμένοι χέρι χέρι σε ένα τεράστιο κύκλο χόρευαν γύρω από το ξωκλήσι .Κι αφού έτρωγαν γίδα βραστή με φασόλια και φακές με ρύζι , έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής , χορτασμένοι από όλες τις απόψεις . Φέτος δεν είχαν πάει στο πανηγύρι . Η Σοφούλα είχε ζαλάδες και εμετούς .

Η Σοφούλα έσταζε πάνω στα χείλη του Ανδρέα το τσάι από τα βοτάνια που θρέφουν εσωτερικές πληγές .Άγγιζε τα χείλη του με τις άκρες των δαχτύλων της .Τα ανοιχτά του στήθη ανοιχτά μπροστά της . Η αναπνοή και η καρδιά του τρεμούλιαζαν . Η καρδιά της Σοφούλας έτρεμε κι αυτή . Μπροστά στα ανοιχτά χέρια της ο Ανδρέας ανέπνεε δύσκολα , βαριά . Αδύναμος . Η Σοφούλα ένιωθε πιο αδύναμη . Της ερχόταν να πέσει πάνω του . Να πέσει πάνω στην καρδιά του . Αυτή έπρεπε να πεθάνει . Να είχε πεθάνει δυο φορές . Η πληγή στο ανοιγμένο λαγόνι άρχισε αμυδρά να κλείνει . Το φεγγάρι άρχισε να σβήνει το φως του . Σα μικρή φέτα φεγγαριού είχαν γίνει τα μάτια της Σοφούλας . Ύστερα από κάποιο δίλημμα ένιωσε όπως όταν είχε ορκιστεί . Τα σκοτεινά σημάδια του φεγγαριού σβήστηκαν . Φωτεινό ανέβαινε ξανά στα σκοτάδια της νύχτας καθαρό και ανάλαφρο σα μπαλόνι . Ο ζυγός έγειρε στην άλλη του πλευρά .Η Σοφούλα έσκυψε το κεφάλι της λοξά . Άνοιξε τα μάτια της . Η απόφαση έγειρε , ο Αλέκος αποφάσισε σίγουρη, ανακουφισμένη . Αληθινό φως έπεσε πάνω της . Ο Παντελής ήρθε μέσα . Τον γυρολόγο ήρθαν και τον μάζεψαν λίγοι χωριανοί του . Τον φόρτωσαν στο κάρο κι έφυγαν . Ο Παντελής κάθισε στην ψάθινη καρέκλα μπροστά στο σανιδένιο τραπέζι . Η Μάρθα βοηθούσε τρέχοντας από δω κι από κει , έφερνε ότι χρειαζόταν .Κάθισε κι αυτή δίπλα του στο τραπέζι . Κοίταζαν τη Σοφούλα που φρόντιζε τον Ανδρέα . Δεν κοιτάζονταν μεταξύ τους . Η Σοφούλα ξαναζαλίστηκε . Δεν άντεχε άλλο . Ο Αλέκος ήρθε από τη διπλανή σάλα . Πήρε τη Σοφούλα πιάνοντάς την από τη μέση υποστηρικτικά . Την οδήγησε στη σάλα του υπνοδωματίου . Ξάπλωσε για λίγο δίπλα της . Η Σοφούλα προσπαθούσε να ηρεμήσει . Με ένα νεύμα της συμφώνησε ότι ήταν καλύτερα να έμενε μόνη της , με τα μάτια κλειστά γυρισμένη πλάγια .

Ο Αλέκος πέρασε από το νεκρό σώμα της Κικής και κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα στο μαγειρειό που ήταν λιπόθυμος ακόμη ο Ανδρέας .Δεν μιλούσαν καθόλου μεταξύ τους . Ήταν σιωπηλοί .

Page 80: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

80

Ο Παντελής άκουσε τον ψαρή του Ανδρέα που στριφογυρνούσε απ’ έξω ανήσυχος . Βγήκε έξω να τον μαζέψει . Η Μάρθα σε ένα ψιθυριστό αναστεναγμό του Ανδρέα έσκυψε πάνω του. Έβρεξε το μαντίλι και τον δρόσιζε με μικρές σταγόνες .Η ξύλινη πόρτα έτριξε ανοιγοκλείνοντας από το βραδινό αγέρι που άρχισε να φυσά . Θαμπό φως έπεφτε πάνω στη σκυμμένη Μάρθα , παίζοντας με το αμυδρό φως της λάμπας που στεκόταν στον τοίχο αναμμένη .Ο Αλέκος πρόσεξε το φως να παίζει στον αστράγαλο της Μάρθας νευρικό . Άτι ατίθασο θα μπορούσε μόνο να έχει τέτοιο αστράγαλο .Είδε τη γάμπα της να συσφίγγεται . Να μαζεύεται ψηλά , πίσω από το γόνατο , ολοστρόγγυλη και σφριγηλή . Σα μια μικρή καρδούλα αρνιού . Η καρδιά του Αλέκου άρχισε να λαχταρά . Φτερούγιζε .Είδε τα στήθη της που κρέμονταν ζουμερά . Ζουμερά τσαμπιά . Ερυθρό σταφύλι που ήθελε να γευτεί .Να το γευτεί τρυφερά ανάμεσα στα δόντια του να το ραγίσει με ήχους τραγανούς . Άκουγε τις συγχορδίες στο τρίχορδο μπουζούκι του . Η Μάρθα γύρισε το βλέμμα της . Το αισθάνθηκε το βλέμμα του .Ο Αλέκος ήταν έτοιμος να την αγγίξει . Έκανε να πιάσει τις χορδές της . Πάλλονταν . Η πόρτα έτριξε κλείνοντας πίσω τους . Ο Παντελής μπήκε . Ο Αλέκος με την κίνηση του απλωμένου χεριού σηκώθηκε . Πήγε στη Σοφούλα . Έγειρε κι αυτός πίσω της όπως ήταν γερμένη πλευρικά .

Ο Παντελής ξανακάθισε στην ψάθινη καρέκλα του . Η Μάρθα ανασηκώθηκε , κάθισε του έπιασε το χέρι έτοιμη να δεχτεί ένα φιλί . Ο Παντελής όμως τη ρώτησε ψιθυριστά αν θα μπορούσε να παντρευτεί με τον Ανδρέα . Η Μάρθα κάθισε στα πόδια του απάνω και του έδωσε το φιλί που γύρευε . Θα σε περιμένω πάντα του ψιθύρισε στο αυτί . Η απάντησή της δεν του ήταν πολύ πειστική . Όμως την ήθελε πολύ . Ήθελε τα φιλιά της . Φιλιόταν όπως την είχε καθιστή στα γόνατά του απάνω . Ο Ανδρέας σκέφτηκε ήταν παλικάρι . Μακάρι να τη γλίτωνε . Έδωσε τη ζωή του . Αν δεν είχε αυτό το πάθος με τις γυναίκες θα ήταν τέλειος . Τα φιλιά σταμάτησαν . Ο Παντελής άρχισε να κλαίει στην αγκαλιά της Μάρθας . Ας μην πέθαινε και θα του τα συγχωρούσε όλα. Ας έκανε ότι ήθελε και τη γυναίκα του θα του την έδινε . Η φιλία είναι ανώτερη . Ας ζούσε , μόνο αυτό ήθελε .Η Μάρθα του χάιδευε τα μαλλιά . Η Μάρθα του , η γλυκιά του Μάρθα . Ας μην ήταν έτσι έλπισε κρυφά ο Παντελής .

Η πόρτα ξαναέτριξε πίσω τους . Κάπως διστακτικά μπήκε μέσα η κόρη του άλλου πλουσίου . Τους είδε αγκαλιασμένους να κλαίνε . Είδε τον Ανδρέα αναίσθητο . Προχώρησε με αιθέρια βήματα της νύχτας . Κάθισε δίπλα , πάνω στην κουρελού και χάιδεψε το χέρι του Ανδρέα .Το χάιδεψε όπως ο άνεμος τη δροσερή χλόη ή στάχυα ξανθά . Ούτε ο Παντελής γνώριζε αυτή τη σχέση .

Page 81: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

81

Αυτή η αιθέρια μελαχρινή τσαχπίνα γύρισε και τους μίλησε ψιθυριστά . Τους είπε ότι ήθελε με τα μάτια της να δει ότι ήταν ζωντανός . Τώρα ανακουφισμένη ένιωθε ότι θα ζήσει . Κοίταζε την πληγή που άρχιζε στην κοφτερή άκρη της να κλείνει. Ήθελε να είστε αγαπημένοι τους είπε . Ήθελε να σας παντρέψει . Έκανε μια μικρή παύση . Γι’ αυτό στα είπε αυτά Παντελή , του είπε γλυκά γλυκά . Γιατί μόνο έτσι , μόνο έτσι θα καταλάβαινες πόσο η Μάρθα σ’ αγαπάει . Ο Παντελής σοκαρισμένος από την αποκάλυψη έκλαιγε γοερά . Όλη η φιλία του με τον Ανδρέα πέρασε διά μιας αστραπιαία από τα μάτια του μέσα .Έκλαιγε ο αμετανόητος , ο σκληροκέφαλος . Τι ανόητος που ήταν . Από μέσα ακούστηκαν ψαλμωδίες . Ο Αλέκος έψελνε από το ψαλτήρι μπροστά στη νεκρή τρελοΚική , την παλιά του αγάπη . Παλιά του πρώτη αγάπη . Η Σοφούλα του τα είχε πει όλα . Για τον Ανδρέα για τα βοτάνια , για την προσευχή που ζητούσε η Κική .Για την αγάπη που ένιωσε από τη Σοφούλα και τη Μάρθα λίγο πριν να πεθάνει . Λίγο πριν να την σκοτώσει ο ανίκανος εραστής της τσατσάρας .Και ο Αλέκος της είχε πει για την Κική . Αναπαυμένος έψελνε να αναπαύσει την ψυχούλα της . Ο Θεός να την αναπαύσει έλεγαν όλοι μαζί . Η κηδεία έγινε το επόμενο πρωί . Δίπλα στο φερετρό της στέκονταν η Μάρθα μαζί με τη Σοφούλα . Σαν αγαπημένες αδελφούλες την ξεπροβόδισαν .

Επιτέλους τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα . Οι ώρες τις αγωνίας πέρασαν . Oι στιγμές στο σπίτι του Αλέκου και της Σοφούλας ήταν χαρούμενες πια . Ο Ανδρέας ώσπου να αναρρώσει εντελώς έμενε φιλοξενούμενος στο σπίτι τους . Τα βοτάνια είχαν εκπληκτική επιτυχία . Αν , ο Ανδρέας δεν ορμούσε πάνω στο μαχαίρι θα τις είχε σκοτώσει .Θα τις ξεκοίλιαζε από κάτω προς τα πάνω . Και τη Μάρθα και τη Σοφούλα και το παιδί της . Η εγκυμοσύνη της Σοφούλας πλέον ήταν βέβαιη . Το έγκλημα , το τρελό ερωτικό έγκλημα είχε συνταράξει όλο το χωριό . Ποτέ δεν είχε γίνει τέτοιο φονικό . Η θλιβερή ιστορία της Κικής θα συζητιόταν στο καφενείο της πλατείας με το γεροπλάτανο να την ακούει για πάντα . Ίσως να ξεπερνούσε και τα χρόνια του γεροπλάτανου ακόμη που στεκόταν δίπλα στην πέτρινη βρύση παραδίπλα από την πέτρινη εκκλησία του χωριού ακριβώς στο κέντρο της πλατείας . Ο Ανδρέας ήταν ένας ήρωας . Άρπαξε την ευκαιρία και ρίχτηκε πάνω στο κοφτερό μαχαίρι. Έσωσε τρεις ζωές . Από κρυφός εραστής έγινε ήρωας . Ένας ήρωας που ολοφάνερα θα καμάρωναν όλοι να

Page 82: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

82

μιλούν γι’ αυτόν . Χωρίς να αφήνουν καμιά υποψία για την παλιά του ζωή . Τη ζωή του εραστή . Τη σκοτεινή πλευρά του ήρωα . Για τον γυρολόγο κανείς δεν ήθελε να μιλά . Κανείς δε θα μιλούσε για το δυστυχή εραστή της τσατσάρας . Ο ψαρής τον κανόνισε όπως έπρεπε . Χαρούμενοι όλοι περνούσαν από το σπίτι . Οι συζητήσεις γίνονταν με πρόσχαρο τρόπο . Οι πανύψηλες καρυδιές χαίρονταν κουνώντας τα φύλλα στο αεράκι . Ο σκληρός καρπός τους ωρίμαζε . Το κρασί έρεε φιλόξενα και του τρίχορδου έπαιζε τα τέλια ο Αλέκος με πολύ όρεξη για την αγάπη του τη Σοφούλα , για το παιδί που περίμενε . Το παιδί που ήθελε να είναι κορίτσι . Θα χαιρόταν η μανούλα του στους ουρανούς . Θ’ άκουγε τ΄όνομά της . Ο Παντελής κι η Μάρθα σε λίγο θα παντρεύονταν στην εκκλησία του χωριού . Κουμπάρος ο Ανδρέας . Κουμπάρα η κόρη του άλλου πλουσίου .Η κόρη του άλλου πλουσίου ερχόταν από νωρίς και έμενε σχεδόν τη μέρα όλη στο σπίτι . Με τη Σοφούλα είχε γίνει φίλη καλή . Τη βοηθούσε στις δουλειές . Κι όταν ερχόταν και η Μάρθα έκαναν σαν ξετρελαμένα πουλάκια που τιτιβίζουν στη φωλιά τους . Ο Παντελής περνούσε κι αυτός από το φίλο του και από το γαμπρό του , τον Αλέκο . Το κλίμα της αγάπης ήταν υπέροχο . Τα λουλούδια του κήπου το ένιωθαν και βάζοντας τα δυνατά τους μοσχομύριζαν . Η Σοφούλα ρουφούσε βαθιά μες την ψυχή της τις μυρωδιές . Το παιδάκι της ήθελε να μάθει από τώρα , τις ομορφιές της ζωής μέσα από την κοιλιά της . Ο Παντελής δεν τα παράτησε , επειδή θα παντρευόταν τη Μάρθα την κόρη του πλουσίου . Έβαζε τα δυνατά του . Ήταν σαν το φίλο του , ήρωας . Έτσι κι αυτός θα έπεφτε στο μαχαίρι . Όπως έπεφτε στη σκληρή δουλειά . Θα κατάφερνε την υπόσχεσή του προς τον πατέρα του . Ο πατέρας του θα τον καμάρωνε σαν ήρωα . Το να κάνεις τέτοιο τεράστιο κοπάδι σ’ αυτό το χωριό χωρίς νομή ήταν μεγάλο κατόρθωμα , ηρωικό .

Ο Παντελής ξαπλωμένος με τα χέρια πλεγμένα πίσω από το κεφάλι το έβλεπε καθαρά και ξάστερα γραμμένο στον γαλανό ουρανό . Ύστερα τέντωσε τα πόδια στο πλούσιο χορτάρι του λιβαδιού , ανάμεσα στα αγριολουλουδάκια και ξεκουραζόταν αναπαυτικά . Ήταν βέβαιος για την πιστή αγάπη του . Όπως και ο ίδιος πιστά φρόντιζε το κοπάδι του ν’ αβγατίσει . Η αγαπημένη του Μάρθα έλεγε από μέσα του . Έκοψε ένα ανθάκι από τα αγριολούλουδα και το έβαλε στο στόμα . Γευόταν τ’ άρωμά του . Γευόταν τον πόθο του . Ο πόθος της Μάρθας όπως έλεγε τον ερωτικό του πόθο , άναβε . Ξάναβε . Τη φανταζόταν , την ονειρευόταν εκεί στο λιβάδι που ήταν ξαπλωμένος και ξάναβε . Την επιθυμούσε πολύ . Δε χόρταινε τον έρωτά της . Ήταν ένα όνειρο ο ερωτάς της . Ο έρωτας .

Στο σπίτι του Αλέκου οι χαρές ήταν μια καθημερινότητα . Η πιο ευχάριστη

Page 83: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

83

καθημερινότητα . Η ζωή κυλούσε ευτυχισμένα . Ο Ανδρέας δυνάμωνε . Η Σοφούλα ξεπερνούσε τις πρώτες ζαλάδες της εγκυμοσύνης . Το τσαγερό της τρύπησε από τα πολλά τσάγια και τα βοτάνια . Έστειλε τον Αλέκο στη Μάρθα να φέρει το δικό της .Ο Αλέκος γκρίνιαξε λίγο . Δεν ήταν μαθημένος να κάνει δουλειές πιτσιρικάδων . Αλλά μπρος στην αγάπη του τι να έκανε πήγε . Δεν είχε ξαναπάει στο σπίτι της Μάρθας . Μόνο απ’ έξω το έβλεπε . Ένα πέτρινο κονάκι ήταν το αρχοντικό του πλουσίου πατέρα της . Ανέβηκε την πέτρινη σκάλα φωνάζοντας τη Μάρθα . Μάρθα , Μάρθα την ξαναφώναξε . Σταμάτησε έξω από τη βαριά πόρτα και χτύπησε το βαρύ χαλκά δυνατά . Η Μάρθα του άνοιξε , με το πινέλο της ζωγραφικής δαγκωμένο στο στόμα της.Δεν άκουγε όταν ζωγράφιζε ήταν εντελώς απορροφημένη . Ο Αλέκος πέρασε μέσα . Του έβγαλε κέρασμα ένα τσιπουράκι με βραστό αυγό και λουκάνικο ψητό . Του είπε να περιμένει λίγο να τελειώσει και θα του έδινε το τσαγερό για τη Σοφούλα . Ο Αλέκος έριξε λίγο νερό στο ποτηράκι . Την κοίταζε να βάζει πινελιές .Η Μάρθα του έλεγε ότι ο μπαμπάς της όταν είδε την αγάπη της να ζωγραφίζει την έστειλε στην πόλη . Η Μάρθα ζωγράφιζε όταν ήταν μικρή με ότι έβρισκε μπροστά της . Και με τα βερνίκια των παπουτσιών ακόμα του είπε γελώντας . Ο πατέρας της, την έστειλε στην πόλη αλλά με διαταγή να μάθει αγιογραφία . Την έστειλε μαζί με τη γιαγιά της να την προσέχει . Πήγαινε σε ένα δάσκαλο που ήταν διάσημος για την τέχνη του . Η Μάρθα ενθουσιάστηκε με τους πίνακές του . Της άρεσε το βάθος ,η κίνηση , τα χρώματα , τα σχήματα , η ποικιλία της ευρωπαικής ζωγραφικής . Η βυζαντινή τεχνοτροπία της φαινόταν πια ξεπερασμένη . Ερωτεύτηκε τρελά το δάσκαλό της . Της άρεσε να τη ζωγραφίζει . Της άρεσε να του ποζάρει γυμνή και να τον θέλει . Να τον θέλει . Να τον θέλει .Ο Αλέκος ήπιε μονομιάς το τσιπουράκι του , εις υγείαν της λέγοντας , γελώντας κι οι δυο μαζί . Γέμισε ξανά το τσιπροπότηρο . Χωρίς να βάλει νεράκι το ξανακατέβασε εις υγείαν της . Ξαναγέμισε και τρίτο και με μια κίνηση της έδειξε ότι ήταν έτοιμος να συνεχίσει γελώντας . Η Μάρθα τον κοίταζε κόντρα στο φως της βαριάς πόρτας που είχε αφήσει πίσω του ανοιχτή .Ο Αλέκος ήταν σκληρό καρύδι . Ψημένος και στιβαρός . Κι όπως το φως έπεφτε πίσω , του τόνιζε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του . Η Μάρθα ξεχώρισε στο πρόσωπό του , απάνω στη μύτη του , ένα μικρό ολοστρόγγυλο τρούλο , στο σημείο που το κοκαλάκι της μύτης έβγαινε λίγο παραέξω και έστριβε γαμψά . Σα ζωγράφος πρόσεχε κάτι λεπτοπράγματα , κάτι μικρολεπτομέρειες χαρακτηριστικές . Η Μάρθα συνέχισε να λέει για το δάσκαλό της . Έλεγε ότι της άρεσε να τη ζωγραφίζει εντελώς γυμνή , ολόγυμνη . Κι ύστερα της άρεσε να βλέπει στους πίνακες αυτούς τον πόθο του ζωγράφου , δασκάλου της κρυμμένο μέσα στις πινελιές, στις πόζες της επάνω .

Page 84: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

84

Κι έτσι όπως το έβλεπε ήταν , την ήθελε σαν παλαβός . Τον ερωτεύτηκε και αυτήν τρελά . Πρώτη τρελή αγάπη . Αυτός όμως τρελάθηκε πραγματικά . Αρρώστησε βαριά από την τρέλα του κι ευτυχώς πέθανε . Γιατί είχε βρει το μπελά της . Η Μάρθα όμως είχε κρατήσει τα έργα του . Τα έβλεπε και τον λυπόταν . Ο Αλέκος δεν πίστευε στα αυτιά του . Ποτέ δεν του είχε κάνει τόσο προκλητική κουβέντα μια γυναίκα . Και μάλιστα , ξανακατέβασε το τσιπουράκι , μια Μάρθα . Η Μάρθα ήρθε προς το μέρος του . Έκλεισε τη βαριά πόρτα πίσω του . Ήρθε μπροστά του και του έκανε δυο τρεις πινελιές στο πρόσωπο , γλυκά χαδάκια . Τον ρώτησε αν ήθελε να τον ζωγραφίσει , με κάποιο ίχνος ντροπής . Ο Αλέκος κεραυνοβολημένος δεν απάντησε , ξανακατάπιε το ποτηράκι . Πήρε και μεζεδάκι και από το αυγό και από το λουκάνικο . Η Μάρθα έβαλε ένα λευκό καμβά . Και με πολλές πινελιές σα μανιασμένη ζωγράφιζε . Ο Αλέκος άλαλος . Η Μάρθα ξαναήρθε κοντά του . Ανέβασε το αριστερό της πόδι πάνω στο τραπέζι . Έγειρε από πάνω του να τον δει καλύτερα στο σημείο της μύτης .Ο Αλέκος μύρισε το πλούσιο άρωμα που έβγαινε ανάμεσα από τα ανοιχτά της πόδια . Άρπαξε τους γλουτούς της με τα δυνατά του χέρια . Χάθηκε . Χάθηκε μέσα έξω από το φουστάνι της . Γεύσεις σταφυλιών ώριμων για τρύγο γέμισαν τα χείλη του . Η Μάρθα έτρεμε . Τρέμοντας έφερε τα χέρια της πίσω από τη μέση της και γεφυρωτά τέντωσε τη λεκάνη της . Δεν φώναζε καθόλου , μόνο έγλειφε τα χείλη της . Έπεσε πάνω στο ξύλινο τραπέζι . Σήκωσε το άλλο της πόδι ψηλά . Η γάμπα της ήταν όπως την είχε δει ο Αλέκος εκείνο το βράδυ . Άτι άγριο ατίθασο . Ο Αλέκος κράτησε το πόδι τεντωμένο ψηλά με το ένα του χέρι . Με το άλλο έσπασε τα κουμπιά του παντελονιού . Έβγαζαν ρούχο ρούχο .Άλλαζαν στάσεις σιωπηλοί . Σιωπηλές πόζες ηδονής . Μόνο η ηδονή ακουγόταν στ’ αυτιά τους . Ώσπου ο Αλέκος έπεσε τελειωμένος πάνω στα υπέροχα στήθη της , τα πιο όμορφα τσαμπιά και αναστέναξε με απόλαυση . Η Μάρθα δεν τελείωνε . Άρχισε να του ποζάρει τα οπίσθιά της που έλαμπαν σε διάφορες στάσεις . Κι όπως ήταν γονατιστή ερχόταν προς τα πίσω , πάνω του . Θέλω κι άλλο του έλεγε σιγανά , θέλω κι άλλο . Τον θέλω . Τον θέλω .Ο Αλέκος άρχισε να οπισθοχωρεί . Έπεσε κάτω . Τον έριξε κάτω .

Προσπαθούσε με τα χέρια πίσω, έσπρωχνε ,να φύγει . Κλοτσούσε και γλιστρούσε . Έσπρωχνε με τα πόδια κλοτσώντας . Προσπαθούσε να δραπετεύσει , κλοτσηδόν . Μάρθα , Μάρθα φώναζε αλαφιασμένος , ο Παντελής . Κυλιόταν στο λιβάδι με καταπράσινα τα παντελόνια του από τη μεγάλη προσπάθεια . Από τις κλοτσιές και τις γλίστρες . Η Μάρθα ανήσυχη πήδηξε κάτω από τον ψαρή , πλάι του . Ξεκαβάλησε . Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου χάραζαν πίσω απ’ το ξωκλήσι του Άι Λια .

Page 85: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

85

Οι πέτρες αστραποβολούσαν τα χρώματα της Ίριδος .Ο Παντελής σαν τον Αλέκο , κλοτσώντας και γλιστρώντας , οπισθοχωρώντας ακούμπησε το κεφάλι του στον ψαρή του Ανδρέα . Κι έφαγε μια κλοτσιά .Σηκώθηκε σαν χαμένος . Παραλίγο να χαστουκίσει τη Μάρθα που τραβήχτηκε να μην φάει το χαστούκι . Παντελή ! Η Σοφούλα γέννησε αγόρι του είπε η Μάρθα . Ο Παντελής ζούσε ακόμα το όνειρο . Την κοίταξε απορημένος και γύρισε γύρω του . Τα προβατάκια έβοσκαν ακόμη . Τα αρνάκια χοροπηδούσαν . Η μέρα άρχιζε λαμπρή . Λαμπρή ανοιξιάτικη μέρα , ξεκινούσε . Ξύπνησε ο Παντελής και πέταξε από τη χαρά του . Επιτέλους ! Φώναξε .Πήρε τη Μάρθα στην αγκαλιά του κι ύστερα της έκανε μια τούμπα προς τα πίσω . Είχε ξυπνήσει για τα καλά . Έτσι θα έπαιζε με τον ανιψιό του . Ήταν διπλά χαρούμενος . Τον είχε πάρει ο ύπνος στο παχύ χορτάρι με ένα αγριολουλουδάκι στο στόμα . Κοιμήθηκε όλη τη νύχτα . Πράγμα παράξενο . Η Μάρθα βαθιά μέσα στη νύχτα πήγε στη Σοφούλα που ξεγεννούσε .Ο Παντελής δεν φαινόταν πουθενά όμως θα έπρεπε να είχε επιστρέψει . Μόλις η Μάρθα άκουσε το πρώτο κλάμα του μωρού , γέμισε φιλιά και συγχαρητήρια τη Σοφούλα και τον Αλέκο . Κι ύστερα ανήσυχη για τον Παντελή , καβάλησε του Ανδρέα τον ψαρή κι έτρεξε να τον αναζητήσει . Έτρεξε στα λιβάδια καλπάζοντας και τον βρήκε . Τον βρήκε κοιμισμένο να παλεύει με κάποιο όνειρο κακό , μάλλον . Τι ακριβώς έβλεπε ο Παντελής στ’ όνειρό του δεν της το μαρτύρησε ποτέ . Ήταν και ζηλιάρης .Το άφησε εκεί στο λιβάδι . Το φόρτωσε σα χρώμα πράσινο πάνω στη ράχη ενός σκαθαριού . Ενός χρυσοκάνθαρου που περνούσε τυχαία . Ένα χρυσαφί πράσινο από το πράσινο του παντελονιού του , από το πράσινο του λιβαδιού . Αυτό το πράσινο δεν θα μπορούν να το δουν ούτε οι καλύτεροι ζωγράφοι . Ούτε οι καλύτεροι ζωγράφοι που προσέχουν κάτι λεπτοπράγματα , κάτι μικρολεπτομέρειες . Σιγά μην ξέρουν αυτοί από σκαθάρια .Ο Παντελής ήταν σίγουρος ότι το χρυσοπράσινο σκαθάρι θα το κουβαλούσε μυστικά ανάμεσα στα αγριολουλουδάκια του λιβαδιού , σαν το πιο σπουδαίο μυστικό θα του το φυλούσε .

3

Τα χρόνια πέρασαν . Ο Αλέκος ήθελε να πάνε στην πόλη .

Page 86: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

86

Είχε επιθυμήσει να δει πολύ κόσμο . Καφενεία , μουσικές , βόλτες . Μιλούσε στη Σοφούλα συνέχεια για την πόλη . Στη Σοφούλα άρεσε η ήσυχη ζωή . Ήθελε να μεγαλώνει με αγάπη το αγοράκι της . Η ζωή που έκαναν της άρεσε πολύ . Αισθανόταν ευτυχισμένη . Η ζωή τους γύριζε γύρω από το κρασί του Αλέκου και την ανατροφή του παιδιού της . Το έντυνε το πρωί , το ξεπροβόδιζε με ένα φιλί στην πόρτα . Εκείνο περπατώντας αργά έσμιγε με τ’ άλλα τα παιδάκια στο δρόμο και πήγαιναν όλα μαζί ευτυχισμένα στο σχολείο . Μερικά πήγαιναν κρατώντας τα παπούτσια τους στο χέρι . Έτσι ξυπόλυτα, ένιωθαν πιο ευτυχισμένα . Η Σοφούλα ήταν η κυρία του σπιτιού και ο Αλέκος του κρασιού . Στην μαγειρική της χρησιμοποιούσε τα καλύτερα υλικά του κήπου . Τα ψάρια ήταν άφθονα . Τα φρούτα είχαν γεύσεις σαν παιδικές αναμνήσεις . Το αγαπημένο όμως φαγητό του Αλέκου παρέμενε το αρνάκι στη γάστρα . Κι από αρνάκια άλλο τίποτα . Στα καταπράσινα λιβάδια έβοσκαν ολόλευκα προβατάκια φουσκωτά . Βοσκούσαν πλούσιο πεντακάθαρο χορτάρι . Η φύση ήταν πεντακάθαρη . Οι βροχές πολλές . Κι ο ήλιος λαμπερός έπαιζε με τα ολόλευκα συννεφάκια . Έπαιζε όπως χαίρονταν τα αρνάκια το λιβάδι . Γύρω έρεαν πλατιά ποτάμια . Και οι λίμνες ήταν γεμάτες λιμνίσια ψάρια . Η Σοφούλα θα μπορούσε ακόμη να μιλήσει για τις θάλασσες και τον ωκεανό αλλά σταμάτησε εκεί , είχε βγάλει το συμπέρασμά της .Τι την ήθελε την πόλη , λοιπόν . Αλλά τον Αλέκο τον αγαπούσε πολύ . Δε θα διαφωνούσε μαζί του για κάτι απλό , θα πήγαιναν . Οι συγκοινωνίες ήταν πολύ καλές , δεν θα ταλαιπωρούνταν καθόλου όπως και να ταξίδευαν . Θα διασκέδαζε η ψυχούλα του Αλέκου . Και στο παιδάκι της σίγουρα θα άρεσε . Αν και τα παιδιά πίστευε η Σοφούλα ότι έπρεπε να έχουν άλλες παραστάσεις από την παιδική τους ηλικία . Να γεμίζει η ψυχούλα τους εικόνες και ήχους . Τα πουλιά , ο άνεμος , ο ουρανός , το χώμα , η βροχή , η χλόη , λουλούδια , έντομα , ζωάκια θα έμεναν οι καλύτεροί τους φίλοι . Πιστοί αχώριστοι φίλοι παντοτινοί . Το χωριό τους ήταν όμορφο το λάτρευε . Ο Αλέκος όμως είχε κι άλλα όνειρα . Ήθελε να πάει στην πόλη . Της μιλούσε και για την Αμερική . Αυτό ήταν το ανεκπλήρωτο όνειρό του . Αμέρικα την έλεγε . Αύριο το πρωί Κυριακή μετά την εκκλησία , θα ξεκινούσαν για την πόλη . Η Σοφούλα είχε ετοιμάσει να πάρουν μερικά τυροπιτάκια . Είχε ετοιμάσει ταψί ολόκληρο κι ας έτρωγαν όσο ήθελαν .Ήταν πια μια τρομερή νοικοκυρά . Και το παιδάκι της έπρεπε να τρέφεται υγιεινά . Και με τη βοήθεια και την άμιλλα που είχαν με τη Μάρθα είχαν γίνει και οι δυο ξεφτέρια .

Τα χρόνια πέρασαν . Η Μάρθα είχε τρία κοριτσάκια . Ο Παντελής τώρα έκανε κι άλλες δουλειές . Έτρεχε για να κάνει προίκα για τις κόρες του . Ήταν ξετρελαμένος με τις κόρες του . Μπαμπάς από τα παλιά και από τα καινούρια . Ήθελε να πίνει νερό από τα χεράκια τους . Δεν έβλεπε την ώρα που θα γυρίζαν στο σπίτι να τις το ζητήσει με λαχτάρα σαν παιχνίδι .

Page 87: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

87

Και από αυστηρότητα μηδέν . Δεν χαλούσε το παραμικρό χατίρι στα κορίτσια του . Και το νερό τους ήταν κρύσταλλο . Έπινες και δε σε φούσκωνε καθόλου . Ας έπινες με την ψυχή σου , θα μπορούσες αμέσως να έτρωγες ολόκληρο ψητό αρνί .Η Μάρθα ερχόταν καθημερινά στο σπίτι του Αλέκου και της Σοφούλας . Τα παιδάκια τους έπαιζαν μαζί . Το αγοράκι το είχαν στα όπα όπα , τρεις τσούπρες από πάνω του . Ο Αλέκος τους έπαιζε τρίχορδο μπουζούκι κι αυτά χόρευαν . Αγαπημένος τους χορός ήταν το συρτάκι . Άρεσε τρελά στα παιδιά . Ήταν ο εύκολος παιδικός χορός , με τα λίγα βηματάκια . Και με τα πηδηματάκια ένιωθαν σαν τα χαρούμενα αρνάκια . Το πρωί πήγαν στην εκκλησία . Το ευχαριστήθηκαν γιατί αν και δίπλα τους , είχαν καιρό να πάνε . Μετάλαβαν και τα παιδάκια τους . Τα παιδάκια τους μάλιστα , τους ζήτησαν να πηγαίνουν κάθε Κυριακή .Ο Αλέκος ανέβηκε στο ψαλτήρι και τα παιδάκια τον καμάρωναν . Ήταν καλός ψάλτης . Μετά την εκκλησία ο Αλέκος επέμενε να ερχόταν και ο Παντελής με τη Μάρθα και τα κοριτσάκια τους στην πόλη μαζί τους . Αλλά αυτοί ήταν πολύ κουρασμένοι και ήθελαν να ξεκουραστούν . Θα έβαζαν και σούβλα . Ήθελαν να περάσουν ήσυχα με τα κορίτσια και με το κρασάκι του Αλέκου . Έτσι , λοιπόν χωρίστηκαν με το αντίδωρο στο χέρι . Η Σοφούλα συμμάζεψε το σπίτι να το έβρισκαν καθαρό όταν θα επέστρεφαν από την πόλη . Το αγοράκι τους έπαιζε στην πρασινάδα . Η Σοφούλα τρελάθηκε όταν είδε τα πρασινισμένα του γόνατα . Πήρε το σφουγγάρι και το έτριψε ολόκληρο .

Όταν έφτασαν στην πόλη ο Αλέκος ήταν ενθουσιασμένος . Η Σοφούλα επιφυλακτική . Κρατούσε το αγοράκι της σφιχτά από το χέρι . Η πολυκοσμία δεν της άρεσε καθόλου . Ο Αλέκος προχωρούσε με τα χέρια στις τσέπες του όπως συνήθως έκανε τη βόλτα του . Χάζευε τα πρόσωπα των περαστικών , τα ρούχα τους , τις κινήσεις τους . Κι όπως χάζευε θα τον πατούσαν . Ευτυχώς η Σοφούλα τον κράτησε από το μπράτσο . Παρακάτω κάθισαν σ’ ένα ξύλινο παγκάκι να συμμαζευτούν . Η πολυκοσμία τους είχε ζαλίσει . Ζαλισμένοι προχώρησαν στο δάσος που απλωνόταν μπροστά τους . Περπατούσαν σε ένα δάσος με πανύψηλα δέντρα δυο βήματα απόσταση από τη βουή της πολυκοσμίας . Άγνωστα δέντρα καλλίκομα σε διάφορα σχήματα υψώνονταν . Άλλα ήταν ορθόκλαδα με τα κλαδιά να ξανοίγονται κάθετα στον ουρανό . Άλλα κρεμούσαν τα κλαδιά τους και άγγιζαν τον καταπράσινο χλοοτάπητα .Κάποια ήταν στρόγγυλα και φουντωτά και κάποια μακρόστενα και σουβλερά . Καλλωπιστικά όμορφα δέντρα με ποικιλία χρωμάτων στα φύλλα τους . Με αποχρώσεις χρωμάτων σε αυξομειούμενες εντάσεις . Πράσινα , κόκκινα , κίτρινα αναμεμιγμένα θρόιζαν σαν σημαίες πολλών χωρών του κόσμου . Ούτε ο Αλέκος , ούτε κι η Σοφούλα γνώριζαν τα ονόματα αυτών των δέντρων . Τα θαύμαζαν όμως και τα περιέγραφαν στο αγοράκι . Τα έδειχναν με το δάχτυλό τους και τους πρόσθεταν με το θαυμασμό τους ακόμη πιο ζωηρά χρώματα . Στο χωριό τους υπήρχαν απέραντα λιβάδια απλωμένα σε λόφους όσο έφτανε το μάτι να

Page 88: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

88

δει . Δάση τέτοιας ομορφιάς όμως δεν είχαν . Ο Αλέκος έλεγε ότι αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που ήθελε να έρθει στην πόλη τα δάση . Ήταν απίστευτο αυτό που έβλεπαν . Ολόκληρη τεράστια πόλη και μες στην καρδιά της γεμάτη δάση . Πανύψηλα δέντρα τους κουνούσαν τα κλαριά τους και τους χαιρετούσαν φιλόξενα . Τους ψιθύριζαν για την ωραία ζωή που υπήρχε σ’ αυτήν την πόλη . Ο άνεμος φυσούσε στον αίθριο καιρό . Συννεφάκια έτρεχαν στον ουρανό . Έτρεχαν κι αυτοί παίζοντας κυνηγητό . Δίπλα τους στο φαρδύ δρόμο έβλεπαν κόσμο να περνάει αμέριμνα . Ξένοιαστα . Ξένοιαστοι έπαιζαν κι αυτοί , έτρεχαν και γελούσαν . Τους φαινόταν σαν ένα όνειρο . Η Σοφούλα έδινε δίκιο στον Αλέκο τώρα που ξέσκαζε κι αυτή σα παιδί , με το παιδάκι της . Πέρασαν πολύ ώρα εκεί . Έβγαλαν και την τυρόπιτα και έφαγαν χορταστικά . Η Σοφούλα έτρεξε στη βρύση με το παιδάκι της . Βρύσες υπήρχαν παντού και τα νερά τους ήταν γευστικότατα . Η Σοφούλα παρατήρησε όμως κάτι που της φάνηκε ανάποδο . Το νερό σ’ αυτή τη βρύση στριφογύριζε δεξιά όταν χανόταν πέφτοντας στην τρύπα μέσα . Σκέφτηκε ότι θα ήταν ζαλισμένη . Μήπως ήταν πάλι έγκυος . Η περίοδος της είχε μια μικρή καθυστέρηση . Αλλά και ο Αλέκος απόρησε με την παρατήρησή της αυτή . Είχε πράγματι δίκιο τα νερά στριφογύριζαν αντίθετα . Ο Αλέκος για να σιγουρευτεί έφερε στο μυαλό του την πέτρινη βρύση . Θυμόταν καλά την πέτρινη βρύση έξω από την εκκλησία του χωριού κάτω από το γέρικο πλατάνι . Θυμήθηκε τα ξερά πλατανόφυλλα που στριφογυρίζοντας αριστερά χάνονταν στα άδυτα βάθη του πέτρινου νιπτήρα . Σ’ αυτή τη βρύση όμως στριφογύριζαν δεξιά . Η Σοφούλα δεν ήταν ζαλισμένη .

Με τόσα νερά που έτρεχαν του ήρθε να κατουρήσει . Του Αλέκου του άρεσε να κατουράει έξω το βράδυ κάτω από τις καρυδιές της αυλής . Κοίταξε προσεκτικά , διάλεξε ένα δέντρο πίσω από ένα φουντωτό θάμνο που έμοιαζε με πουρνάρι αλλά δεν ήταν . Ήθελε κι αυτός να κάνει την παλαβομάρα του . Την αναποδιά του . Ο κόσμος περνούσε πολύς και αμέριμνος δεν τους έδινε καμία σημασία . Ο Αλέκος όμως τους πρόσεχε και τους παρατηρούσε . Έτσι είστε , τώρα θα σας δείξω , μπορεί να σκέφτηκε . Προχώρησε σιγά σιγά και κρύφτηκε ολόκληρος μέσα στο θάμνο . Ξαλάφρωσε . Κούμπωσε τα κουμπιά του παντελονιού τακτοποιώντας το σώβρακό του . Έσφιξε την πέτσινη ζώνη του . Δεν τον πήρε χαμπάρι κανείς . Βγήκε σαν κύριος γελώντας για το κατόρθωμά του στη Σοφούλα . Δεν ήταν σίγουρος αν το παιδάκι έπρεπε να δει τη συμπεριφορά του αυτή . Ντράπηκε την ώρα που κατουρούσε , για αυτή την κακιά παιδική του συνήθεια . Αισθάνθηκε λίγο απολίτιστος . Χωριάτης στην πόλη . Η χωριάτικη αυτή πόλη τον έκανε να αισθανθεί χωριάτης . Άλλο παράξενο κι αυτό . Τώρα όμως είχε κατουρήσει . Η Σοφούλα του είπε να μη το ξανακάνει . Κι αυτός το είχε κατάλάβει .

Page 89: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

89

Έτσι βγήκαν στον πλατύ δρόμο να συνεχίσουν τη βόλτα τους . Θα πήγαιναν να ακούσουν μουσική .

Ο Παντελής είχε κόψει ένα σκληρό κλαδί και χοντρούτσικο . Ένα λεπτό παλούκι .Είχε πελεκήσει προσεκτικά τη μύτη του . Τη δοκίμασε στο δείκτη του χεριού του και αμέσως τσιμπήθηκε .Μια σταγονίτσα αίμα έσταξε . Αυτό είναι σουβλί είπε στη Μάρθα . Η Μάρθα φοβόταν τα αίματα . Ένιωσε πίσω από το μπούτι της νεύρα να κουνιούνται . Σαν να κόβονται τα πόδια της . Κάθισε μέχρι να αισθανθεί καλύτερα στην πάνινη πολυθρόνα του σκηνοθέτη . Σκέφτηκε κάτι νόστιμο . Ήταν όντως νόστιμο ... Η Μάρθα έτσι ένιωθε μετά από ένα καταπληκτικό σεξ . Έτσι της ερχόταν η επιβεβαίωση αμέσως ότι ήταν καλό το σεξ . Πίσω από τα μπούτια , πάνω από τη σφιχτή γάμπα , πίσω από το γόνατο και λίγο παραπάνω κόβονταν τα πόδια της αμέσως . Λύνονταν τα πόδια της από ηδονή . Κι έπεφτε αναπαυτικά στην πάνινη πολυθρόνα του σκηνοθέτη . Άφηνε τα χέρια της λυμένα να πέφτουν κάτω . Άφηνε το κεφάλι της γερμένο προς τα πίσω και τα λαμπερά μαύρα μαλλιά της να ακουμπούν στο πάτωμα . Τα στήθη της εξέπεμπαν αναλαμπές στο σκοτεινό δωμάτιο . Έσβηναν αναστεναγμούς , φώναζαν τη σιωπή . Της άρεσε το νυχτερινό σεξ . Στο απόλυτο σκοτάδι . Στο απόλυτο σκοτάδι που μόνο έμπαιναν κρυφά μέσα από τις χαραμάδες λίγες ακτίνες φωτός . Έτσι φούντωνε δαγκώνοντας τα χείλη . Δαγκώνοντας με τη φαντασία της . Η φαντασία άναβε σαν όνειρο , και πετούσε σαν πουλί σε όποιο καρπό της γυάλιζε στο φως της χαραμάδας . Σε νόστιμους , σε πικρούς . Της άρεσε η πίκρα . Η πικρή γεύση της άρεσε . Τη χάριζε , τη γευόταν κι η ίδια . Ήταν η λατρευτή επίγευση της Μάρθας . Έτσι ήθελε να τελειώνει η γλύκα του σεξ , με πίκρα . Να της αφήνει μία πίκρα με διάρκεια . Που σιγά έσβηνε συντονισμένη με τους παλμούς της καρδιάς . Η καρδιά πάντοτε κέρδιζε σταθεροποιώντας τον παλμό . Η πίκρα έσβηνε καθυστερημένη μετά τη γλύκα . Η Μάρθα ήταν εθισμένη γλυκά στην πίκρα του σεξ .Το βαθύ σεξ είχε στο βάθος του μια πίκρα .Καλοδουλεμένα κορμιά , καλοδουλεμένες αισθήσεις μπορούσαν να τη νιώσουν αυτή την αίσθηση . Να χαρούν την επίγευσή της . Να χαρούν τη διάρκεια του σβησίματος . Να αναζητούν τη διάρκειά της . Βαθύ σεξ λοιπόν . Στο σκοτάδι μέσα που φωτίζεται από αμυδρές αχτίδες φωτός χαραμάδας . Ανάμεσα στη σιωπή των αναστεναγμών . Πελεκημένες βαθιές αισθήσεις αιχμηρές που προσεκτικά ακίζουν μες τα βάθη .

Page 90: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

90

Μέσα στο βαθύ σεξ , ο εθισμός .

Το πελεκημένο σουβλί του Παντελή ήταν θριαμβευτικά στα χέρια του . Το σούβλισμα χρειαζόταν δυο . Η Μάρθα έπρεπε να βοηθήσει . Κι ας έκανε ο Παντελής την κύρια δουλειά . Ανασκολοπισμός , λοιπόν . Έψαχνε να βρει την τρύπα . Άνοιγε τα πόδια καλά .Έχωνε το καλοπελεκημένο σκληρό κλαδί , σαν μικρό παλούκι . Το περνούσε μέσα από την τρύπα . Το έχωνε βαθύτερα . Βαθιά , αργά και προσεκτικά το περνούσε μέσα από τα τεντωμένα στήθη . Συνέχιζε στο λάρυγγα .Από το λαρύγγι το έσπρωχνε μέσα στο στόμα , πίσω από τη γλώσσα . Το περνούσε όσο απαλότερα μπορούσε . Εκεί πίσω από το βάθος της γλώσσας αφού το δοκίμαζε δυο τρεις φορές πίσω μπρος το σταματούσε ήρεμα . Κοίταζε τη Μάρθα στα μελιά της τα μάτια . Βαθιά μέσα στα μελιά ολόγλυκά της μάτια . Να μην την πληγώσει . Πρόσεχε να μην την τρυπήσει . Να μην την πληγώσει . Η Μάρθα έπιανε με το ένα της χέρι από κάτω , κάτω από το κεφάλι . Με το άλλο κρατούσε σφιχτά πιο πάνω . Και παραπάνω από το χέρι της ξεχώριζαν δυο σειρές κάτασπρα δοντάκια που είχαν δαγκωμένη τη γλώσσα αναμεσά τους . Όταν έβλεπε ο Παντελής τη Μάρθα έτοιμη , όταν έβλεπε το νεύμα της στα μάτια της μέσα βαθιά , τότε με ένα μικρό σουβλερό σπρώξιμο , με μια μικρή επιδέξια κίνηση το έσπρωχνε . Τσακ! Και το σουβλί ανάμεσα από τα μάτια στο μέτωπο . Περνούσε ακριβώς πάνω στο σταυρό . Εκείνη ακριβώς ήταν η πιο επικίνδυνη στιγμή . Ήταν επικίνδυνη στιγμή να μην πληγωθεί η Μάρθα . Να μην την τσιμπήσει το σουβλί . Οι γυναίκες είναι ευαίσθητα πλάσματα . Τρυφερά . Τρυφερό το σώμα τους . Τρυφερή και η ψυχή τους . Ένα τσιμπηματάκι στο δάχτυλο , μια σταγόνα πόνου και η Μάρθα θα ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει . Να της κοπούν τα πόδια , πίσω από το μπούτι , πάνω από τη σφριγηλή τεντωμένη γάμπα της . Η πιο επικίνδυνη στιγμή . Τσακ! Τσακ! Και το σουβλί περνούσε σπάζοντας το κόκαλο στο μέτωπο του αρνιού . Από εκείνο το σημείο περνούσε η υπόλοιπη σούβλα εύκολα . Γλιστρούσε ολόκληρη ανάμεσα από τα πόδια , μέσα από την κοιλιά , μέσα από το λαρύγγι .Έβγαινε πίσω από τη δαγκωμένη γλώσσα , από τις δυο μασέλες και περνούσε ολόκληρο ανάμεσα στα μάτια μέσα από το σπασμένο μέτωπο πάνω στο σταυρό . Έπειτα ο Παντελής κρατούσε όρθια τη σούβλα . Την ακουμπούσε λίγο να στραγγίξει , πάνω στον τοίχο συνήθως . Και ήταν πια έτοιμη για τη φωτιά . Έτοιμη για ψήσιμο στα αναμμένα κάρβουνα . Η Μάρθα είχε ένα φυσικό δισταγμό στο σούβλισμα . Δεν ήθελε να βλέπει τη διαδικασία . Ένιωθε ένα κόμπο . Ο Παντελής ήταν πολύ ψυχραιμος . Ήταν πολύ σίγουρος . Μόνο στο τέλος πρόσεχε . Να μην χαλάσει τον εγκέφαλο και να μην πληγώσει τη Μάρθα . Πρόσεχε πολύ στο τσακ! Το τελευταίο .

Με τη σούβλα στο χέρι περήφανος θα ήταν η πιο χαρακτηριστική του φωτογραφία .

Page 91: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

91

Η Μάρθα έτσι θα τον ζωγράφιζε . Της ήρθε αυτή η έμπνευση και ήταν χαρούμενη για το μοντέλο της . Θα του έβαζε τα καλύτερα χρώματά της . Θα τον γέμιζε με πινελιές . Τον άρπαξε και τον γέμισε φιλιά . Η Μάρθα είχε χάσει εδώ και καιρό την εμπνευσή της . Φοβόταν ότι κάπου εκεί είχε φτάσει στο τέλος . Η δημιουργία έχει ένα τέλος . Αλλά τώρα θα έκανε ποίηση . Ζωγραφική ποίηση .Η ποίηση δεν σταματά ποτέ . Δε λέει μόνο αλλά κάνει κιόλας . Δεν σταματάει να κάνει πράγματα . Λοιπόν ποιεί . Είναι ένα σουβλί . Ειδικά αν η μύτη έχει σμιλευτεί σωστά από την αρχή . Αν έχει δοκιμαστεί πάνω στην άκρη του αριστερού δακτύλου . Στην αφή του δείκτη επάνω . Και την τρυπήσει ίσα ίσα στάζοντας μια σταγονίτσα αίματος . Έτσι λοιπόν , κοίταζε η Μάρθα τον Παντελή που ακούμπησε το αρνί σε δυο ξύλινες φούρκες πάνω στη φωτιά , πάνω στα αναμμένα κάρβουνα .Έπιασε λίγο χώμα και το έβαλε πάνω στον τρυπημένο του δείκτη .Όλα χώμα είναι είπε ο Παντελής στη Μάρθα . Το χώμα είναι το καλύτερο φάρμακο . Το χώμα είναι το καλύτερο φαρμάκι συνέχισε πλάθοντας στα δάχτυλά του, τη λάσπη του χώματος με τη μία σταγονίτσα του αίματός του . Ύστερα το μπαλάκι το πέταξε στη φωτιά και άρχισε να γυρίζει τη σούβλα , καθισμένος σε ένα κουτσουράκι . Θα γίνει λουκούμι της είπε στωικά . Κι η Μάρθα που λάτρευε το χιούμορ του , έτρεξε να του δώσει ένα φιλί με τη φωτογραφία στο χέρι .

Δεν της άρεσε να ζωγραφίζει από τη φαντασία της . Θα ζωγράφιζε αυτό που έβλεπε . Αλλά μέσα από το φόντο και την κίνηση θα πρόσθετε τα δικά της , που δεν έβλεπε . Πάντα στόλιζε τα έργα της με τέτοιες πινελιές που δεν τις έβλεπε . Αλλά τις είχε κρυμμένες στην ψυχή της μάτσο , από διάφορα πράγματα μαζεμένες .Όπως ήταν οι κλωστές στις πολύχρωμες κουρελούδες που είχε απλωμένες στο σπίτι τους . Η Μάρθα βουτούσε σε μια απ’ αυτές με την πινελιά της και συνεχίζοντας την ίδια κίνηση την πετούσε στον καμβά της . Την τσιμπούσε μέσα από την κουρελού της ψυχής της . Ο εγκέφαλος δεν της έδινε τέτοια θέματα . Ο εγκέφαλός της είχε κοντή μνήμη RAM . Έπρεπε να είναι συμπαγής εγκέφαλος , ακέραιος και καθαρός . Έπρεπε να είναι τακτοποιημένος όπως ένα τακτοποιημένο σπίτι όπου κατοικούν άνθρωποι . Στην ψυχή υπάρχει χώρος για τέτοια στρωσίδια . Στην ψυχή κάπου βαθιά υπάρχει αποθηκευτικός χώρος για στρωσίδια κουρελούδες . Από εκεί η Μάρθα τις τσιμπούσε και μάλιστα της φαινόταν ανεξάντλητες οι κουρελούδες της . Τα χρώματά τους ήταν σπάνια καθώς και οι αποχρώσεις που τους έδινε ο χρόνος , ο παλιός καιρός . Η Μάρθα απολάμβανε να αντλεί μέσα από το βαθύ πηγάδι της ψυχής . Τελευταία όμως δεν ένιωθε καλά . Ένιωθε εξαντλημένη . Της ερχόταν απίστευτο τέτοιος βαθύς ανεξάντλητος χώρος να έχει εξαντληθεί . Να έχει

Page 92: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

92

εξαντληθεί μαζί της , σαν άνθρωπος .

Ο Παντελής ιδρωμένος πια δίπλα στη σούβλα της ζήτησε νερό . Ήπιε κι η Μάρθα . Δροσερό νερό . Τώρα επιτέλους ένιωθε όρεξη . Το αρνί ψηνόταν . Έβλεπε τη ζωγραφιά μπροστά στα μάτια της . Κάθισε στα πόδια του Παντελή . Έπαιρνε δύναμη από τη θέση αυτή . Αισθανόταν παιδούλα . Ήθελε χαδάκια . Ήθελε φιλάκια .Τα κοριτσάκια της έπαιζαν με τα μήλα στον καταπράσινο χλοοτάπητα ακόμη . Σχεδόν ήξερε τι της έφταιγε . Ήξερε την αιτία που σταμάτησε η εμπνευσή της . Τον αέρα που φύσηξε και της την πήρε . Πνοή είναι η έμπνευση . Αιθέρας . Αέρας . Το αεράκι της ψυχής . Το αεράκι της ψυχής της κάπου είχε ξενοιαστεί . Φύσηξε ο αέρας πήρε την πνοή της . Άρχισε να την ταξιδεύει τη σταμάτησε σε ένα άγριο , όμορφο δάσος με έλατα . Πάνω σε ένα νησί γεμάτο δάση με ψηλά σκληροτράχηλα έλατα ευθύκορμα πανέμορφα . Εκεί το αεράκι της είχε μπλεχτεί , ανάμεσα στην άγρια ομορφιά τους . Ανάμεσα στην ομορφιά μιας νέας γης . Τα σύννεφα σταμάτησαν στον ουρανό. Σαν γαλανά μάτια , σαν μαύρα ολόγλυκα φρύδια τον ουρανό απάνω στόλιζαν . Έβαζαν πινελιές φλογερής νιότης πάνω από τα ορθόκορμα σκουροπράσινα έλατα που υπόσχονταν ζωή . Ζωή γεμάτη νιάτα . Μέσα της έτρεχαν ποτάμια κελαρυστά , κρυστάλλινα . Ανθρώπινα ποτάμια γεμάτα καταρράκτες που έπεφταν παιχνιδιάρικα σε γαλάζιες λίμνες . Σε τέτοιες λίμνες που όλοι θα ήθελαν να κολυμπήσουν μέσα τους . Να κάνουν ντους στους καταρράκτες τους . Να λουστούν στα γάργαρα νερά του ποταμού που κελάρυζαν γεμάτα ζωή , γεμάτα νιότη . Να κολυμπήσουν με το σκληρό δίσκο της ψυχής τους , άδειο . Στα παγωμένα νερά το δέρμα τους να σφίξει , ν’ ανατριχιάσει . Και σαν ανατριχίλα να αναριγήσει στα στήθη . Σαν κελάηδημα εξωτικών πουλιών που κατοικούν στα δάση μιας νέας χώρας άγνωστης . Μαζί με τα ελάφια να γεύεται η ματιά της . Ειδικά της Μάρθας τα μάτια τα μελιά . Τα όμορφα μάτια της , όμορφα σαν του ελαφιού το μάτι . Η Μάρθα θα πρόσθετε σαν πινελιές με πολύχρωμο μολύβι τη γλυκιά ματιά του ελαφιού μέσα στα δάση με τα έλατα . Με τα σύννεφα στον γαλανό ουρανό .Θα απογέμιζε τα μάτια της με τη νέα ετούτη γη . Θα την ζούσε σαν αεράκι . Το αεράκι φυσούσε γλυκά πάνω στα κοριτσάκια της . Αυτά έπαιζαν αέρινα με τα μήλα . Τι χαρά μεγάλη που ένιωθε πια η Μάρθα . Την πήραν τα δάκρυα της χαράς . Αγαπούσε τρελά τα κοριτσάκια της . Του Παντελή , το δικό της , του Παντελή και δικό της . Ο Παντελής ήταν ο άντρας . Το παλικάρι με τη σούβλα του σηκωμένη ψηλά σαν έτοιμος ακόντιο να ρίξει . Η Μάρθα μούδιασε πάνω στα πόδια του αλλά καθόταν . Εκεί ήταν η πραγματική δύναμή της . Πάνω στα πόδια του Παντελή . Ο Παντελής ήταν άντρας . Αληθινός άντρας . Κι η Μάρθα του , η γυναίκα του . Η ζωγράφος του .

Page 93: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

93

Ο Παντελής γύρισε τύφλα στο σπίτι . Η Μάρθα τον περίμενε ντυμένη, έτοιμη . Ο Παντελής έπεσε στον καναπέ πολύ ζαλισμένος και μέχρι να πάει η Μάρθα να ρίξει μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη , τον είχε πάρει ο ύπνος . Η Μάρθα ήθελε να του πει να προσέχει το κοριτσάκι τους αλλά τι να του έλεγε όπως είχε γυρίσει ...Η Μάρθα βγήκε από την πίσω πόρτα στο γκαράζ . Άναψε τα φώτα στο αυτοκίνητό της και βγήκε στο δρόμο . Θα πήγαινε βόλτα στα μπαράκια κάτω στο λιμάνι . Πάρκαρε άνετα το αυτοκίνητό της στο πάρκινγκ του λιμανιού . Δεν είχε πολύ καιρό που είχε έρθει να ζήσει σ’ αυτή τη νέα χώρα , σ’αυτή τη νέα πόλη .

Έριξε μια ματιά στο καθρεφτάκι όπως κανείς γυρίζει το βιβλίο σελίδες πίσω νομίζοντας ότι κάπου έχει χάσει τη σειρά του , που δεν την έχει χάσει όμως και συνεχίζει παρακάτω . Κοιτάχτηκε με μια τελευταία ματιά στο κραγιόν της , στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου . Το έστρωσε καλύτερα πιέζοντας τα χείλια της .Κατέβηκε και έριξε τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά της σκύβοντας μια μπροστά κι ύστερα με το χέρι της τα έφερε όλα πίσω από την πλάτη .Πολύς κόσμος περπατούσε δίπλα της . Η διάθεση που είχαν για διασκέδαση ήταν ολοφάνερη . Τα γέλια , τα πειράγματα , έρχονταν κατά κύματα από παντού .Το λιμάνι κάτω από τους γυάλινους ουρανοξύστες άστραφτε από ζωή . Ο φωτισμός από τα νυχτερινά φωτάκια που λαμπύριζαν στη θάλασσα της έφτιαχνε τη διάθεση . Οι μουσικές έρχονταν ανακατεμένες και δημιουργούσαν μια νέα μουσική στα αυτιά της . Σταμάτησε για λίγο σε ένα παγκάκι να εγκλιματιστεί σιγά σιγά . Να διαλέξει από εκεί καλύτερα προς τα που θα πήγαινε . Δίπλα της παρατήρησε κάτι τεράστιους υπαίθριους καναπέδες . Από εκείνη την αναπαυτική θέση απολάμβαναν τη θέα τεράστιων κρουαζιερόπλοιων που αραγμένα στο λιμάνι πρόσθεταν από τα φινιστρίνια τους φως χλιδάτης ζωής .Της άρεσε η ιδέα . Ξάπλωσε κι αυτή αναπαυτικά σε ένα τέτοιο καναπέ , μόνη της . Έφερε το ένα της χέρι πίσω για προσκεφάλι . Μάζεψε τα γόνατά της όπως ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα . Στηρίχτηκε στα μυτερά τακούνια της , σηκώνοντας τις άκρες των δακτύλων των ποδιών της προς τα πάνω για να ξεμουδιάσει . Το θαλασσινό αεράκι με όλα τα φωτάκια του ερχόταν πάνω της παιχνιδιάρικα . Εισχωρούσε κάτω από το κοντό της φουστάνι και την αέριζε . Τη χάιδευε φέρνοντας τη νέα ζωή στη Μάρθα . Ούτε τα καλύτερα όνειρα της δεν της είχαν υποσχεθεί τέτοια ζωή . Δεν τη γνώριζαν αυτή τη ζωή . Τα όνειρα δεν τα γνωρίζουν όλα , έχουν κι αυτά τα όριά τους .

Η Μάρθα ακόμη μάθαινε . Προσπαθούσε να μάθει τη νέα ζωή στη νέα χώρα που ζούσε . Κοίταζε γύρω της κορίτσια , με ελεύθερα φορέματα , δροσερά να αισθάνονται το ίδιο μ’ αυτήν , θαλασσινό αεράκι . Να το ρουφάνε με κλειστά μάτια μες τα ρουθούνια τους .

Page 94: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

94

Η Μάρθα ήθελε να το ρουφήξει κι αυτή . Ανάσαινε βαθιά την αύρα στα νευρικά ανασηκωμένα ρουθούνια της να ηρεμήσει . Ο Παντελής είχε συμπληρώσει μια τετραετία που ζούσε εδώ . Η Μάρθα τώρα καταλάβαινε το ξεμυαλισμά του . Δεν τον κατηγορούσε , τον ένιωθε με αγάπη . Η αγάπη είναι κατανόηση σε κλίμα αγάπης και ελευθερίας . Δε σταματά σε πρόσωπα . Η αγάπη είναι μια συνεχής ροή που έρεε με το θαλασσινό αεράκι απαλά μέσα στα ανοιχτά μισοσηκωμένα πόδια της Μάρθας . Τώρα πια τον δικαιολογούσε . Η αγάπη βρισκόταν παντού γύρω , χαρούμενη . Δεν ήταν προσωπική υπόθεση , ήταν κοινή υπόθεση . Κι ο Παντελής κοινός θνητός ήταν .Η Μάρθα απολάμβανε το ρομαντισμό της ατμόσφαιρας . Οι γυάλινοι ουρανοξύστες φώτιζαν σαν αστέρια στον νυχτερινό ουρανό του λιμανιού . Φώτιζαν πιο αληθινά από τα αστέρια . Ήταν αστέρια ζωής . Δεν ήταν σαν τα ψεύτικα αστέρια του χαώδους σύμπαντος και της παγερής μοναξιάς .

Μιλούσαν πολύ με τον Παντελή όλα αυτά τα χρόνια της υποχρεωτικής απόστασης . Η Μάρθα βρισκόταν κολλημένη στην προκαθορισμένη ώρα μπροστά στο skype με το κοριτσάκι τους . Το κοριτσάκι τους, του έστειλε τα πρώτα μπαμπά μπροστά στην κάμερα .Ο Παντελής χαρούμενος έκλαιγε . Τους αγαπούσε . Τους έστελνε πολλές φωτογραφίες και βίντεο να δουν τη νέα ζωή του . Δούλευε για τη νέα τους ζωή .Στην αρχή ήταν δύσκολα όμως γρήγορα τα πράγματα πήγαν κλύτερα .Έπρεπε να περιμένουν να περάσουν τρία χρόνια για να πάρει ο Παντελής την ιθαγένεια . Ύστερα θα ενώνονταν με την αγάπη τους πιο δυναμωμένη . Θα τις έφερνε και τις τρεις οριστικά μαζί του . Είχε βγάλει τα εισιτήριά τους χωρίς επιστροφή . Την Σοφούλα την αδερφούλα του , τη Μάρθα και το κοριτσάκι τους . Τις έλεγε ότι θα απολάμβαναν τέτοια ζωή που ούτε τα όνειρά τους δεν τη γνώριζαν . Αγάπες μου γλυκές τις αποχαιρετούσε . Η Μάρθα ήταν ξετρελαμένη πραγματικά με τη νέα ζωή που ζούσε πια στη νέα της γη . Όπως και η Σοφούλα . Ο Παντελής όμως ερχόταν κάθε βράδυ τύφλα . Είχε υπερβεί τα όρια της αντοχής της . Μετά τις πρώτες χαρούμενες και ευτυχισμένες μέρες μετά τα χρόνια της υπομονής , όταν ενώθηκαν ξανά , όταν πια έσμιξαν στη νέα τους πατρίδα , τα πράγματα άλλαξαν . Οι καλές εντυπώσεις έσβησαν σαν πρώτες εντυπώσεις . Παρόλα αυτά η νέα γη πρόσφερε τα φιλόξενα νερά της , στη Μάρθα .

Είχε προετοιμαστεί κατάλληλα γι’ αυτό . Ο Παντελής διά μέσου skype την καθοδηγούσε . Της έλεγε τι έπρεπε να μάθει . Κι η Μάρθα είχε μάθει άριστα τη γλώσσα , αν και είχε κάποιες δυσκολίες στην αρχή , μέχρι να τη συνηθίσει . Καλλιέργησε το ταλέντο της στη ζωγραφική και έγινε ζωγράφος . Και επιπλέον έπαιρνε πολύτιμες πληροφορίες μέσω διαδικτύου για τη νέα ζωή που σε λίγο θα ζούσε . Είχε μάθει απ’ έξω στατιστικά στοιχεία και παρακολουθούσε τις ειδήσεις

Page 95: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

95

σαν να ήταν εκεί .Ο Παντελής είχε δει ότι η ζωγραφική θα της έδινε πολλές ευκαιρίες και πολλά χρήματα . Στη χώρα αυτή οι άνθρωποι αγαπούσαν πολύ τις καλές τέχνες . Και επίσης είχαν την παιδεία και τα χρήματα να την αγοράσουν . Η παιδεία τους ήταν υποδειγματική και το κοριτσάκι τους θα είχε μια υπέροχη σταδιοδρομία .

Τα σκεφτόταν όλα αυτά η Μαρθα ξαπλωμένη στο δημόσιο καναπέ . Δίπλα της , πάνω στους δημόσιους καναπέδες ζευγάρια αντάλλασσαν ερωτευμένα όρκους αγάπης , φιλιά , χάδια . Πλάι πλάι στο γενικό έρωτα που φτερούγιζε στο αεράκι σαν εξωτικό πρωινό πουλί . Για τη Μάρθα αυτή η βραδιά ήταν η επίσημη πρώτη . Το εγκυμονούσε στο μυαλό της και απόψε καταστάλαξε . Ήταν γυναίκα της νέας γης . Οι δισταγμοί του παρελθόντος αποσύρθηκαν ειρηνικά συμβιβασμένοι . Ήταν ένα κορίτσι όπως εκείνα δίπλα της που ζουν τον έρωτα ελεύθερα χωρίς αναστολές , όπως έρχεται . Κι ο έρωτας ερχόταν από παντού καλοδιάθετος , εύκολος , φανερός για όλους . Ο φοβερός σκυφτός παππούς με το μπαστούνι που καραδοκούσε στη γωνία να τον κλέψει , πέθανε . Η Μάρθα πέρασε τη γλώσσα της από τα χείλη να ‘ρθει το αεράκι να τα δροσίσει πάνω στο παχύ κραγιόν . Άγγιξε τις βλεφαρίδες της με το δείχτη της να τις τακτοποιήσει . Λίγο χρωματάκι έβαψε το δείχτη και τον έτριψε με τον αντίχειρα της να το σβήσει . Ανασηκώθηκε στα πόδια της . Διάλεξε προς τα που θα πήγαινε . Ξεκίνησε προς τις μουσικές που της άρεσαν .Προχωρώντας δοκίμασε το λίκνισμα της λεκάνης της πάνω στα γόνατα . Όλα δούλευαν σωστά ελατήρια . Η Μάρθα χαμογελώντας διασκέδασε με το έτοιμο κορμί της .

Κάθισε σε ένα ψηλό σκαμπό μισοκαθισμένη στο ένα της μαζεμένο πόδι , το άλλο απλωνόταν τεντωμένο . Το φουστανάκι της είχε μαζευτεί ψηλά και την πίεζε ερεθιστικά . Παρήγγειλε μαργαρίτα με αλάτι . Απολάμβανε τη μουσική παίζοντας πότε με το καλαμάκι του ποτηριού , πότε με τα αλμυρισμένα χείλη . Μέσα από τους γιακάδες στο ανοιχτό της στήθος φαινόταν λίγο φούξια σουτιέν και η Μάρθα ταιριάζοντάς το , το έβλεπε να φωτίζει σαν ένα μικρό τρεμάμενο φωτάκι ανάμεσα σε μυριάδες που εξέπεμπαν άγνωστες αναλαμπές . Έσμιγαν στο πολύχρωμο φως του ρομαντικού έρωτα του λιμανιού . Το μπαράκι με ανοιχτές τις πόρτες του είχε εμπρός του πολλά αραγμένα ιστιοφόρα έτοιμα να αρμενίσουν . Γύρω της , παρέες τριγύρω από ψηλά τραπεζάκια , άλλοι καθιστοί , άλλοι όρθιοι συζητούσαν , χαμογελούσαν , γελούσαν δυνατά , χόρευαν . Και κάποιοι άλλοι , μόνοι τους και μόνες τους κουνιόταν σιγά σιγά περιμένοντας να γίνουν όλοι μια παρέα στο τέλος της νύχτας . Η Μάρθα ήξερε ότι έτσι θα γινόταν στο τέλος της νύχτας .

Page 96: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

96

Όλοι τότε θα γίνονταν μια παρέα . Παρέα μιας βραδιάς . Έπαιξε με το ποτηράκι της και πήρε όλη την αλμύρα στα χείλη της . Το ήπιε όλο . Ύστερα , δαγκώνοντας την πράσινη φλούδα του λεμονιού το ρούφηξε γλυκόξινα . Ήταν η γεύση που αγαπούσε . Αλμυρή , γλυκόξινη , παχιά , μεθυστική . Ήταν η αγαπημένη γεύση της μαργαρίτας .Παρήγγειλε το δεύτερο ποτό της , σίγουρη . Τα ζευγάρια άρχισαν να κουνιούνται χορεύοντας . Η μουσική έπαιζε πιο δυνατά . Ένα γκρουπάκι στην ανοιχτή πόρτα μπροστά άρχισε να παίζει λάτιν . Τα ζευγάρια αμέσως πήραν ζωή , κουρδίστηκαν λάτιν . Απελευθερώθηκαν σιγά σιγα από τις ελκυστικές κινήσεις του χορού . Όλοι χόρευαν ωραία . Α! Ο Παντελής της το είχε πει . Της είχε πει να μάθει να χορεύει λάτιν . Ήταν το βασικό στοιχείο της χαράς και του έρωτα . Και στη νέα χώρα λάτιν χόρευαν όλοι . Και μάλιστα το μάθαιναν από μικρά παιδιά στο σχολείο τους . Έτσι για να το χαρεί κι η Μάρθα είχε μάθει .

Αλλά απόψε ήταν στη νέα γη , η πρώτη της φορά . Χόρευε λάτιν για πρώτη φορά . Χόρευε αλλάζοντας ζευγάρια . Της έπιαναν το χέρι να στριφογυρνά . Έπιανε κι αυτή . Έπιανε όποιον ήθελε και τον πήγαινε προς τα δω και προς τα κει , ανάλογα με το ρυθμό της μουσικής . Πολλές φουστίτσες αέρινες στριφογύριζαν ψηλά αποκαλύπτοντας θεσπέσια κορμιά που χαίρονταν να λικνίζονται . Το μαύρο φουστανάκι της Μάρθας είχε μαζευτεί πολύ ψηλά . Η Μάρθα χαιρόταν με τις αναδιπλώσεις του . Ένιωθε σαν τους ναυτικούς με τις εφτά πτυχές στο λευκό τους ρούχο .Ένιωθε να κολυμπάει με την ψυχή της σε εφτά θάλασσες .Οι κινήσεις της λεκάνης , της κοιλιάς , του στήθους γύριζαν μεθυστικά και οι καμπύλες σταματούσαν ξαφνικά μπρος πίσω . Τα μαλλιά της σκορπούσαν τον ενθουσιασμό της με ισορροπία λεπτή σαν κρόσσια . Οι λαμπηδόνες ματιές της χωρίς να κοιτούν έστελναν μηνύματα ερωτικά . Χόρεψε ασταμάτητα ώσπου οι μουσικοί κάποια στιγμή σταμάτησαν . Το τελευταίο χέρι που την χόρεψε έγινε το πρώτο χέρι που διστακτικά την τράβηξε να καθίσουν . Ξανάσαιναν κι οι δυο γελώντας να ξαποστάσουν . Ήταν ένας ξανθός παίδαρος . Το ιδρωμένο μπλουζάκι κολλούσε πάνω του . Την κέρασε ένα σφηνάκι . Σταύρωσαν τα χέρια τους . Έκλεισαν πονηρά το ματάκι . Κι έκαναν άσπρο πάτο .Έτσι ήπιαν ακόμα δυο . Έφυγαν μαζί . Προχωρούσαν με πλεγμένα τα δάχτυλά τους , χέρι χέρι . Προχώρησαν μέχρι την άκρη του λιμανιού . Μπήκαν σε ένα παρκάκι που ήταν σαν μεγάλο δάσος . Κάθισαν στον κορμό ενός πανύψηλου δέντρου που η κόμη του χανόταν στα βάθη του νυχτερινού ουρανού . Αυτός κάθισε με την πλάτη στον κορμό κι η Μάρθα πάνω του με ανοιχτά τα πόδια , με λυγισμένα τα γόνατά της με κρεμασμένο το κεφάλι της πίσω , τα μαλλιά της ήταν ένα με τη χλόη .

Page 97: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

97

Του φόρεσε προφυλακτικό με ραβδώσεις . Τα βογγητά της έφταναν ως την κόμη στο βάθος του ουρανού . Κι έτσι από πάνω του τελείωσε . Εκεί κάπου στο βάθος του ουρανού ανέτειλε το πρώτο αστέρι . Ο έρωτας ,της πρώτης της νύχτας κάποια μια γλυκιά βραδιά , άναψε το πρώτο της αστέρι .

Ο Αλέκος κι η Σοφούλα κρατούσαν ο ένας από δω κι άλλη από κει το παιδάκι από το χέρι ανάμεσά τους . Κατηφόριζαν στον πλατύ δρόμο με τα φαρδιά πεζοδρόμια ανάμεσα σε πλήθος κόσμου . Ο δρόμος στο τέλος οδηγούσε στο λιμάνι . Βασιλική οδός που χωρούσαν όλοι άνετα . Πολυπολιτισμική πόλη πολυπολιτισμικής χώρας . Γύρω τους άνθρωποι κάθε καρυδιάς καρύδι . Προσπαθούσαν παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου να υπολογίσουν την προέλευσή τους , τη χώρα καταγωγής τους . Το έκαναν σαν παιχνίδι κατηφορίζοντας . Έλεγαν από που μπορεί να είναι , έλεγαν διάφορες χώρες . Ύστερα αφού καταλάβαιναν ότι δεν ταίριαζαν με αυτό που έλεγαν , άρχισαν να λένε φυλές . Και μόνο στις ηπείρους θεώρησαν ότι είχαν κάποια επιτυχία . Πήραν θάρρος και θα δοκίμαζαν μία στις δέκα περιπτώσεις , θα ρωτούσαν . Αλλά με την πρώτη απάντηση που πήραν σήκωσαν τα χέρια ψηλά . Ήταν από τα νησιά Κούκ ! Είχαν πολλά να μάθουν , λοιπόν . Το αγοράκι της Σοφούλας σίγουρα θα αποκτούσε περισσότερες γνώσεις από αυτούς , σχολίασαν . Το παράξενο πολυπρωσοπείο αυτής της παράξενης χώρας ήταν πολύ διασκεδαστικό . Ποιος διασκεδάζει με συνήθη πράγματα , σε όποια γη και δε βαριέται και δεν πλήττει αφόρητα , ισχυρίστηκε ο Αλέκος . Ο Αλέκος που ήταν νέος σ’ αυτή τη γη ένιωθε ότι βρισκόταν σε άλλο πλανήτη . Έλεγε τη λέξη νέα πολλές πολλές φορές , που σε άλλες περιπτώσεις θα γινόταν κουραστικός αλλά το έλεγε επίτηδες .Ήθελε να τη χορτάσει . Ήθελε να την πιστέψει σαν κάτι το απίστευτο .Και το χωριό που έμεναν με τη Σοφούλα και το αγοράκι της δεν ήταν χωριό . Χωριό το έλεγαν αυτοί για χωρατό . Είχε όλα τα καλά στοιχεία ενός χωριού και μιας πόλης . Αλλά κι αυτή που ήταν μεγαλούπολη χωριό ήταν . Είχε αυτή την παραξενιά .

Ο Αλέκος είχε βρεθεί εκεί ύστερα από παράξενη απόφαση που την πήρε με μυστηριώδη τρόπο. Και κατηφορίζοντας το βασιλικό δρόμο προς το λιμάνι ο Αλέκος σύγκρινε αυτό που έβλεπε, με την εντύπωση της πρώτης φοράς όταν την είχε δει για πρώτη φορά .

Page 98: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

98

Η έκπληξη που του προκαλούσε ήταν ακριβώς ίδια με της πρώτης φοράς και ένιωθε πολύ ικανοποιημένος . Αν δεν συνέβαινε αυτό ίσως τότε να ανησυχούσε .Ίσως να ανησυχούσε για την επιλογή του αυτή όπως κάθε άνθρωπος θα έκανε .Ο Αλέκος παρόλη τη φτώχια και μάλιστα σαν νεόπτωχος που ήταν πίστευε στην προσωρινότητα . Εξάλλου είχε βρει νέο δρόμο να ακολουθήσει , το κρασί του . Μπορεί να μην ήταν στρωμένος με μετάξι πίστευε όμως ότι είχε πολλές δυνατότητες . Του είχαν συμβεί και πολλά δυσάρεστα πράγματα που μόλις πήγε προς τα εκεί ο νους του , τα άφησε για άλλη φορά . Ήταν ένα κόλπο μακροθυμίας στο οποίο είχε εξασκηθεί να το παίζει πολύ καλά .Είχε , λοιπόν , βρει κάποια έκθεση τροφίμων που είχε δωρεάν συμμετοχή . Τέτοια ευκαιρία ο Αλέκος να μην τη χάσει του ψιθύριζε μια μυστηριώδης εσωτερική φωνή , μια μυστική παρόρμηση . Πίστευε πολύ στο κρασί του . Έβγαλε εισιτήριο με τα τελευταία του χρήματα μετ’ επιστροφής . Στη χώρα αυτή τη μακρινή υπήρχαν ομοεθνείς και είχαν τις εκκλησίες τους . Από αυτούς ξεκίνησε ο Αλέκος μιλώντας μαζί τους με μέιλ του υποσχέθηκαν ότι θα τον φιλοξενούσαν , όπως και έγινε . Προχωρούσε και σκεφτόταν πώς είχε βρεθεί στη νέα του ζωή . Του άρεσε προχωρώντας να σκέφτεται . Η περιπατητική σκέψη τον γέμιζε φιλοσοφίες . Η σκέψη είναι η γρηγορότερη κατανοητή ταχύτητα . Αστραπιαία φτάνει όπου θέλει . Η αστραπή , βέβαια , είναι χελώνα μπροστά της και η ταχύτητα του φωτός λαγός .

Κουράστηκαν να περπατούν χέρι χέρι με το αγοράκι της Σοφούλας στη μέση . Μπήκαν κάπου να τσιμπήσουν . Ανέβηκαν σε ένα εμπορικό κέντρο όπου σε κάποιο όροφό του υπήρχαν μαγαζάκια με κουζίνες από πολλά μέρη του κόσμου σελφ σέρβις . Ο Αλέκος πήρε ρεβίθια από την κουζίνα της τάι. Η Σοφούλα σούσι γιάπ . Το αγοράκι της γύρο τερκ . Ο Αλέκος θα έπινε λευκό κρασί ιτ σε μπουκαλάκι ενώ η Σοφούλα ερυθρό ισπ . Το αγοράκι της αναψυκτικό τύπου κόλα . Η Σοφούλα αγαπούσε πολύ το αγοράκι της . Ο Αλέκος το αγαπούσε συμβιβαστικά προς τη μεγάλη του αγάπη τη Σοφούλα . Το πρόσεχε σαν παιδί του , και η Σοφούλα το εκτιμούσε πολύ αυτό και της δυνάμωνε την αγάπη της προς τον Αλέκο . Ο Αλέκος ήταν άντρας που ήξερε τι γύρευε . Έτσι την κατέκτησε από την πρώτη τους συνάντηση . Με τη Μάρθα ήταν φίλες κολλητές . Αδελφικές . Μαζί πέρασαν πολλές δυσκολίες , έκαναν πολλές τρέλες , ένιωσαν πολλές χαρές . Αδελφές στην κυριολεξία κι ας ήταν αδελφές εκ κηδεστίας .Η Σοφούλα αισθανόταν πιο αδελφή τη Μάρθα παρά τον Παντελή τον αδερφό της . Σαν να βγήκαν από την ίδια κοιλιά . Αυτό δε σήμαινε ότι δεν αγαπούσε τον αδερφό της τον Πσντελή .Ο Αλέκος έπαιζε με το αγοράκι της θέλοντας να ανταλλάξουν ποτά . Παιδικές χαζομάρες ότι αυτός ήταν παιδί και το αγοράκι άντρας που πίνει κρασί . Αλλά η Σοφούλα το εκτιμούσε πολύ αυτό το τσαλάκωμα του Αλέκου του σοβαρού . Του σοβαρού που ξαφνικά γινόταν παιδί για να έρθει πιο κοντά με το παιδί της , πιο

Page 99: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

99

κοντά με τη Σοφούλα . Ένιωθε πόσο πολύ την αγαπούσε . Η Σοφούλα του είχε χαρίσει την γρήγορη ιθαγένεια . Του πρόσφερε νέα γη στη νέα γη της . Ήταν πολύ μικρό δώρο για την αγάπη που βρήκε στην αγκαλιά του Αλέκου . Η αγάπη που γύρευε ήρθε στην κατάλληλη στιγμή . Κατάλληλη αγάπη στην κατάλληλη στιγμή . Ήρθε όταν τη γύρευε απεγνωσμένη σε ακατάλληλες αγάπες . Απεγνωσμένη από την αγάπη .Έτσι λοιπόν ανέλπιστα είχαν συναντηθεί .

Άφησαν τους δίσκους πάνω στο τραπέζι και ξανακατηφόρισαν στον πλατύ βασιλικό δρόμο προς το λιμάνι ανάμεσα στο πολυπολιτισμικό πλήθος που πύκνωνε . Στα φανάρια των πεζών ο κόσμος περνούσε και χιαστί . Ήταν μια αγαπημένη εικόνα του Αλέκου που τη χάζευε σταματημένος παράμερα με την άνεσή του . Ήταν ένα κινούμενο τετράγωνο που σα να προσπαθούσε να σβηστεί με κίνηση χ , χιαστή . Έμοιαζε με κινούμενη αρνητική απάντηση που σε γύριζε γύρω γύρω από το ίδιο σημείο , στο ίδιο σημείο .Ένα τσεκαρισμένο χ μες στο τετράγωνο πλαίσιο . Στο τετράγωνο πλαίσιο της λογικής σε περιτριγύριζε παράλογα .Ο Αλέκος έτσι έβλεπε κάποιο φόβο του ότι δηλαδή εγκλωβισμένος μέσα σε κάποιο περιορισμένο χώρο θα έφερνε γύρω γύρω και χιαστί . Παράλογα .Φοβόταν μήπως η νέα γη ήταν κάπως έτσι , παράλογη . Θα ζούσε κάπως έτσι . Γι’ αυτό ήθελε να ξαναδεί ελέγχοντας , τσεκάροντας την πρώτη του εντύπωση .

Σταμάτησαν να πάρουν παγωτό , μπροστά στο κέντρο του λιμανιού . Το λιμάνι φανταχτερό είχε γύρω του και από πάνω γυάλινους ουρανοξύστες που γυάλιζαν αντικατοπτρίζοντας τον ήλιο . Και ανάμεσά τους ξεχώριζε ένας διάσημος πύργος . Ο πύργος αυτός δεν έμοιαζε σαν εκείνους τους παλαιούς αλλά είχε ένα μοντέρνο στιλ , έμοιαζε διαστημικός με τις διαστημικές κεραίες του που έμοιαζαν σαν του τριζονιού ή τα κέρατα του ιπποκάμπου .Ήταν μια παραμυθένια χώρα που δεν έμοιαζε ανθρώπινη , τουλάχιστον σαν αυτές τις ανθρώπινες που κατασκευάστηκαν από ανθρώπους . Άρεσε πολύ και στο αγοράκι της Σοφούλας χωρίς να ξέρει πως . Ένιωθε ένα παιδάκι από τα παιδάκια , από εκείνα τα αρχοντόπουλα των παραμυθιών σε παραμυθένια χωριά . Ίσως γιατί κι ο Αλέκος έτσι ένιωθε .Φανταζόταν πολλούς βασιλιάδες να μοιράζονται τα λιβάδια της όπου τα ήμερα ζώα αγελαδίτσες , αρνάκια , ελαφάκια βοσκούσαν το παχύ άφθονο χορτάρι της . Τα δάση της γεμάτα όμορφα δέντρα κι από κάτω μικρά ζωάκια , σκιουράκια , κουναβάκια , αλεπουδίτσες , λαγουδάκια . Στα κλαδιά τους εξωτικά πουλιά να κελαηδούν , να φαντάζουν με την πολυχρωμία των φτερών τους . Πεταλουδίτσες να πετούν χτυπώντας τα ευαίσθητα φτερά τους .

Page 100: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

100

Πόσο σύντομη που είναι η ζωή τους . Στην νέα εκείνη γη δεν υπήρχαν φόβοι και δράκοντες . Ούτε φίδια , ούτε και λύκοι .Ίσως μόνο κάποιοι φόβοι να κρύβονταν ακόμη μέσα στον άνθρωπο σαν κατάλοιπα της προηγούμενης ζωής που σ΄αυτή τη νέα γη θα γινόταν παγωτό .

Διάλεξαν όλοι το ίδιο παγωτό . Παγωτό από ελαφίσιο γάλα με γεύση άνθους του φρούτου του πάθους . Ήταν πολύ νόστιμο .Συνέχισαν τη βόλτα τους στο λιμάνι . Απλώθηκαν στους τεράστιους ανατομικούς δημόσιους καναπέδες που ήταν χτισμένοι από πέτρα και ξύλο . Στον Αλέκο θύμισαν ως προς την απαλότητά τους , το καλοδουλεμένο μπράτσο στο στασίδι που έγερνε το κεφάλι του στις αγρυπνίες . Απολάμβαναν τα κρουαζιερόπλοια , τα ιστιοφόρα μέσα στους γυάλινους καθρέπτες που σχημάτιζαν οι ουρανοξύστες γύρω γύρω . Πολύς κόσμος έκανε τζόκινγκ . Τα παιδάκια έπαιζαν με τα σκέιτμπορντ . Η βόλτα πήγαινε κι ερχόταν με συζητήσεις φιλιά και χάδια . Πήραν ανάσες . Το ευχάριστο αεράκι γέμισε τα πνευμόνια τους εύθυμα . Πιασμένοι πάντα χέρι χέρι συνέχισαν μέχρι την άκρη του λιμανιού όπου τους περίμενε για ακόμη μιά φορά ένα παρκάκι , αληθινό δάσος . Καθίσαν ακουμπισμένοι με τη ράχη τους στον πανύψηλο κορμό που ο καθένας διάλεξε . Τα φύλλα της κόμης έπαιζαν με το φως του ουρανού και με τα συννεφάκια που τούφες τούφες πετούσαν .Η Σοφούλα το γνώριζε καλά αυτό το πάρκο και τους διάλεξε την καλύτερη θέση να καθίσουν . Τους έκανε παιχνίδια . Τους έδειχνε πως να κρατούν τα κεφάλια τους προς τα πίσω και να κοιτούν τον ουρανό σαν νυχτερινό ουρανό . Πως να ψάχνουν στα αστέρια να βρουν το δικό τους αστέρι . Κι αν δεν το έβρισκαν να το έφτιαχναν .Κι αν τους άρεσε θα μπορούσαν να κάνουν νεφελώματα κι αστερισμούς κι ολόκληρο ουρανό . Και το σύμπαν ολόκληρο .Ήταν πολύ ευχάριστη για όλους αυτή η αναζήτηση . Ο Αλέκος που ήξερε την ταχύτητα της σκέψης πέταξε γρήγορα στα αστέρια . Έφτιαξε δικά του αστέρια καλύτερα χρωματισμένα . Τα έφτιαξε με ζεστά χρώματα να ζεσταίνουν τη ζωή , να ζεσταίνουν την αγάπη .Να ζεσταίνουν την αγάπη του . Να ζεσταίνουν τη Σοφούλα του που τα είχε δει μεν αλλά τα βρήκε πολύ κρύα .Είχαν κρυώσει την κρυωμένη του Σοφούλα κι ο Αλέκος είχε τον τρόπο να την ξαναζεστάνει . Το αγοράκι δυσκολευόταν με την περιορισμένη παιδική φαντασία και έβαζε στη θέση των αστεριών πλαστικά παιχνίδια προς ώρας , βέβαια . Τα συννεφάκια ενώνονταν στον ουρανό σαν όνειρα ψεύτικα μεγάλωναν . Σαν όνειρα μεγάλα συμπυκνώθηκαν και έριξαν αληθινή βροχή .Οι βροχές ήταν εύκολο πράγμα στη νέα γη έρχονταν σαν παιχνιδάκι . Έρχονταν όπως εύκολα ζορίζονται τα παιδάκια και βάζουν τα κλάματα .

Page 101: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

101

Βράχηκαν λίγο μέχρι να πάνε στη στάση του λεωφορείου . Βράκηκαν με ευχαρίστηση . Το λεωφορείο τους πήγε στο αεροδρόμιο .Πήραν το αεροπλάνο και κατέβηκαν στο χωριό τους . Υπήρχαν πολύ καλές συγκοινωνίες σε ετούτη τη γη . Πέρασαν μια όμορφη Κυριακή . Κυριακάδα όπως την έλεγαν , ξαπλωμένοι αγκαλιαστά στο κρεβάτι τους ο Αλέκος με τη Σοφούλα .

Ο Παντελής είχε γνωριστεί στο καφενείο των ομογενών με τον Ανδρέα , με τον οποίο έγιναν αχώριστοι φίλοι . Ο Παντελής είχε φτάσει νωρίτερα στη νέα χώρα από τον Ανδρέα . Τον έβλεπε που ερχόταν στο στέκι . Μια μέρα ο Παντελής καθόταν στο μπαράκι που ήταν σε μια άκρη του καφενείου . Δίπλα του ήρθε και κάθισε μια πολύ φανταχτερή γυναίκα . Το καφενείο δεν σε ώρα αιχμής . Θαμώνες ομοεθνείς οι περισσότεροι έπαιζαν χαρτιά και τάβλι . Έπιναν καφέδες , μπίρες ουίσκι και οχλαγωγούσαν μέσα σε καπνούς τσιγάρων . Δεν ήταν όλες οι ώρες και οι μέρες έτσι , απλά έτυχε εκείνη τη στιγμή .Ο Παντελής έπινε ουίσκι .Η γυναίκα δυσανασχέτησε με το περιβάλλον , κούνησε το χέρι της με δυσφορία μπροστά στη μύτη της , ζητώντας τη συγκατάθεση του Παντελή . Ο Παντελής ενστικτωδώς της μίλησε στη γλώσσα του . Φουγάρα της είπε . Εκείνη του άνοιξε κουβέντα στην γλώσσα του . Δεν ήταν όμως της ίδιας καταγωγής . Είχε μάθει τη γλώσσα από τον Ανδρέα τον οποίο περίμενε να έρθει . Ο Παντελής χωρίς παρεξήγηση την κέρασε μία μπίρα . Υπήρχαν και άλλες γυναίκες που έρχονταν εκεί , δεν ήταν μόνο στέκι αντρών . Καθόταν ανακατεμένες στα τραπεζάκια . Προτιμούσαν όμως κυρίως να κάθονται έξω στα τραπεζάκια που ορίζονταν με ένα ξύλινο κιγκλίδωμα .Μιλούσαν και έλεγε στον Παντελή ότι δούλευε ως μασέρ . Είχε έρθει κι αυτή τελευταία από μια χώρα που την έλεγαν Ναφρή . Περιποιόταν και τα νύχια κυριών για να βιοποριστεί .

Ο Ανδρέας ήρθε γρήγορα . Αμέσως από τις πρώτες κουβέντες κατάλαβαν κι οι δυο την ταύτιση των απόψεων τους και την κοινή αντίληψη που είχαν για τη νέα τους ζωή και τη ζωή τους . Και για την Κάκι που της έκαναν κοπλιμέντα . Ο Ανδρέας χωρίς να ενοχλείται σιγοντάριζε άνετα . Η Κάκι είχε μια εξωτική γοητεία πάνω της που συμπυκνωνόταν στα μάτια της .Δεχόταν ευχάριστα τα κολακευτικά πειράγματα κι ας ήταν ο Ανδρέας το αγόρι της . Είχαν μια ελεύθερη σχέση αποδοχής των καλοδεχούμενων πειραγμάτων αναμεταξύ τους . Δεν τους ενοχλούσε κάποιο φλερτ , τους κολάκευε .

Page 102: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

102

Τους κολάκευε σύμφωνα και με τις συνήθειες της νέας χώρας . Η αγάπη ήταν κάτι διαφορετικό . Κάτι διαφορετικό από το φλερτ . Η αγάπη δεν έπρεπε να κρύβεται πίσω από αναστολές σεξουαλικής φύσεως . Το σεξ ήταν κάτι ανεξαρτητο κι ας έδενε με την αγάπη κάποιες φορές . Η αγάπη είναι το σώμα . Το σεξ είναι το ρούχο . Γι’ αυτό το σεξ είναι τόσο συνδεδεμένο με το ρούχο .

Η Κάκι έδειξε το μπούτι της που το τέντωσε τραβώντας τη ροζ φουστίτσα της , καθισμένη όπως ήταν στο ψηλό σκαμπό του μπαρ . Έριξε και μια ανάλογη ματιά κάτω από τις ροζ βλεφαρίδες που τρεμόπαιζαν από τον ένα στον άλλο αστειευόμενη . Αυτό το βλέμμα της το κοίταξαν κι οι δυο λαίμαργα . Προσπαθώντας να συγκρατήσουν τις σεξουαλικές ορέξεις από το ξάναμμα που τους δημιούργησε η Κάκι , ο Παντελής και ο Ανδρέας μίλησαν για τις δουλειές τους . Ο Παντελής δούλεψε σε διάφορες μικροδουλειές που υπήρχαν άφθονες . Τώρα τελευταία ήταν εκδορέας σε ένα υπερσύγχρονο σφαγείο αρνιών . Τα χρήματα που έπαιρνε ήταν πολλά και η ζωή που ζούσε ο Παντελής δεν θα πληρωνόταν ούτε με τα διπλάσια στην παλιά του χώρα . Όπου φυσικά δεν υπήρχε ούτε κατά διάνοια τέτοια ζωή είπε και χαμογελώντας έπιασε ψιλά , ψηλά το μπούτι της Κάκι που ξανατεντωμένο το χάζευε μαζεύοντας το ροζ καλσόν της .Ο Ανδρέας συνέχισε άνετος την κουβέντα . Ήταν ένας λεβέντης γεροδεμένος άντρας . Μυώδης ,μελαχροινός , σκουρόπετσος με γαλανά στρόγγυλα μάτια . Τα μάτια του έβγαιναν στρόγγυλα προς τα έξω έτσι που έδειχναν πάντοτε ένα μόνιμο ενδιαφέρον . Ο Ανδρέας δούλευε πλακατζής και συμφωνούσε απόλυτα με τον Παντελή για τη ζωή και τα χρήματα . Έλεγε , και τράβηξε την Κάκι πάνω του πιάνοντάς τη πίσω από την πλάτη κάτω από την απέναντι μασχάλη της .

Ο Παντελής έπρεπε να φύγει . Πλησίαζε η ώρα του skype . Ο Παντελής ήταν παντρεμένος με τη Μάρθα του , που τον περίμενε μαζί με το κοριτσάκι του και την αδελφούλα του στην κάμερα μπροστά . Χαιρέτησε δίνοντας χειραψία με τον Ανδρέα νιώθοντας ισοδύναμα τα χέρια τους . Νιώθοντας κάτι σαν μια υπόσχεση μελλοντικής φιλίας . Η φιλία είναι μία ισοδύναμη σχέση , διαφορετικά δεν κρατάει . Και δεν υπάρχουν φιλίες μικρής διάρκειας , μιας νυκτός επί παραδείγματι . Η Κάκι τον χαιρέτησε με ένα φιλί στα χείλη . Τον είχε συμπαθήσει δυο φορές μία γι’ αυτήν και μια για τον Ανδρέα . Το Σάββατο του είπε η Κάκι ότι θα πήγαιναν εκδρομή σε ένα αμπέλι και αν ήθελε ... Του έδωσε το κινητό της και του Ανδρέα .Έτσι ξεκίνησε η φιλία τους , μοιραζόταν μια γυναίκα . Μια γυναίκα τους μοιραζόταν .

Ο Ανδρέας δεν πήγε στην εκδρομή στο αμπέλι . Η Κάκι έκανε ένα τέλειο μασάζ στον Παντελή και εκείνος το ανταπέδωσε βάζοντας όλες τις δυνάμεις του στο σεξ .

Page 103: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

103

Μπορεί να είχε πάει και με άλλες γυναίκες της νέας γης αλλά την Κάκι άξιζε να τη μοιράζεται . Ξεπερνούσε και τη Μάρθα που πάντοτε θυμόταν , την ηδονή που του χάριζε. Και δεν τον πείραζε καθόλου που την ένιωθε αυτή την ηδονή και ο Ανδρέας . Αυτό που επιθυμούσε ο Παντελής ήταν το θαυμάσιο σεξ . Ήθελε να τελειώνει πάντοτε σαν άγριο ζώο σε αυτή την ήμερη χώρα . Ήθελε να τελειώνει πάνω στην πλάτη της εξωτικής Κάκι . Όπως έγινε από την πρώτη μέρα ανάμεσα στις σειρές του αμπελώνα . Ο Ανδρέας ήταν πολύ γυναικάς , δεν είχε σταματημό . Ίσως γι’ αυτό να είχε αυτή την ελεύθερη σχέση με την Κάκι . Ελεύθερες σχέσεις είχε και με όσες άλλες ήθελαν να μένουν περισσότερο μαζί του .

Με τον Παντελή έγιναν συνέταιροι . Άνοιξαν ένα φις εντ τσιπς . Ο Παντελής γνώρισε τον Ανδρέα μέσω skype στη Μάρθα , είδε το κοριτσάκι του , γνώρισε την αδερφή του τη Σοφούλα . Έγιναν και συγκάτοικοι . Μετά την καθημερινή επικοινωνία έβγαιναν για να το διασκεδάσουν . Η Κάκι υπήρχε σταθερά στην παρέα τους . Ο Παντελής ήταν παντρεμένος ενώ ο Ανδρέας ήταν εκ φύσεως αζευγάρωτος .Όπως και η Κάκι δεν έβλεπε τη ζωή της μέσα από συμβατικές σχέσεις . Γι’ αυτό είχε έρθει σε τούτη τη χώρα της απόλυτης χαράς . Της άρεσε ότι σ’ αυτή τη νέα γη όλα επιτρέπονται . Κι αφού όλα επιτρέπονται η Κάκι τα δοκίμαζε ελεύθερα . Ένα βράδυ πιωμένοι γύρισαν οι τρεις τους στο σπίτι . Η Κάκι τους έπιασε και τους δυο από το ανδρικό τους σημείο . Έπαιξε τολμηρά , κάτι που ίσως ήταν τολμηρό , με τους δύο φίλους ταυτόχρονα . Δοκίμαζε από τον ένα , χάιδευε τον άλλο . Τους έβαζε στο σώμα της . Τους έβαζε από παντού . Τους έκανε διάφορα νέα κόλπα . Τους κάθιζε εδώ τους σήκωνε εκεί .Άγρια χαιρόταν ανάμεσα στους ισοδύναμους φίλους .Οι δυο τους παρόλη τη σεξουαλική τους απελευθέρωση ντρεπόταν λίγο για λίγη ώρα .Προς το τέλος η Κάκι γύρισε τα οπίσθιά της προς τον Ανδρέα και ακριβώς στο τέλος τα έδωσε στον Παντελή . Του Ανδρέα του άρεσε αλλιώς να τελειώνει .Ήξερε καλά πως τους άρεσε και τους ικανοποίησε εύκολα .

Εκείνη η βραδιά δεν άλλαξε καθόλου την ατμόσφαιρα αναμεταξύ τους .Συνέχισαν να κάνουν σεξ με την Κάκι αλλά συντηρητικά , ξεχωριστά , πότε ο ένας , πότε ο άλλος . Την ώρα του skype η Κάκι δεν εμφανιζόταν ποτέ . Και κάποιες φορές κρυφάκουγε . Το θεωρούσε πολύ ηδονικό να ακούει γλυκόλογα μιας εξ αποστάσεως αγάπης . Τα μάθαινε απ’ έξω και τα επαναλάμβανε ύστερα την ώρα του σεξ με τον Παντελή . Ακριβώς τα ίδια λόγια . Η Κάκι αισθανόταν μεγαλύτερη ηδονή στη σάρκα της επειδή ο Παντελής της μετέδιδε την μεγαλύτερη ηδονή που ένιωθε όταν τα άκουγε . Για τον Παντελή το έκανε , που σιγά σιγά τον ξεχώριζε στο σεξ ενώ τον Ανδρέα στην αγάπη .

Ο Ανδρέας είχε γίνει μέλος της οικογένειας του Παντελή και ήταν αδελφικοί φίλοι .

Page 104: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

104

Ο Ανδρέας του είπε ξεκάθαρα να συμμαζευτεί και τον συμμάζεψε λίγο . Η εποχή που θα ερχόταν η Μάρθα πλησίαζε . Η γλυκιά αγαπημένη ώρα . Το κοριτσάκι του . Δε θα χαλούσε και το σπίτι του . Έπρεπε σιγά σιγά να απομακρύνουν την Κάκι από τη ζωή τους . Ο Παντελής ήταν πιο πονετικός και λυπόταν για την Κάκι . Την σκεφτόταν . Θα μπορούσαν να την παρουσιάσουν σαν μια φίλη τους που τα είχε με τον Ανδρέα . Ο Ανδρέας του το ξέκοψε επαναλαμβάνοντας τα ίδια . Η Μάρθα κι η Σοφούλα μάθαιναν πολλά για τη νέα ζωή από τις ερωτικές περιπέτειες του Ανδρέα που μιλώντας ανοιχτά ήθελε να τις εγκλιματίσει . Του Παντελή του άρεσε η ήσυχη ζωή όπως και στην αδελφή του , τη Σοφούλα . Η ζωή ήταν ωραία για όλους στη νέα γη .Κι ας του δημιουργούσε πειρασμούς η ζωή του Ανδρέα . Η Μάρθα και ο Παντελής θα γνώριζαν τον έρωτα από την αρχή . Τη Σοφούλα θα την έβγαζε βόλτα ο Ανδρέας σε πιο ήσυχα μέρη . Ο Ανδρέας μιλούσε πολύ νηφάλια , ειδικά για τον καλύτερο φίλο του .

Ο Αλέκος μόλις είχε φτάσει στη νέα χώρα έμεινε σε ένα δωμάτιο που του είχαν παραχωρήσει δίπλα από το νάρθηκα της εκκλησίας , όπως του είχαν υποσχεθεί στα μέιλ . Ο παπάς ήταν πολύ φιλόξενος και τον παρέλαβε από το αεροδρόμιο . Έμεινε σ’ ένα απλά επιπλωμένο δωμάτιο . Ένα διπλό ψηλό κρεβάτι με ελαστικό στρώμα , μια ξύλινη ντουλάπα και μια καρέκλα ήταν όλη η επίπλωση . Δυο μεγάλα παράθυρα με αραχνούφαντες κουρτίνες το γέμιζαν με φως . Το ένα έβλεπε στο πίσω μέρος της αυλής . Το άλλο στο δρόμο και απέναντι έβλεπε σε ενα τεράστιο πάρκο με πανύψηλα δέντρα , πολύ φροντισμένο , με τα δρομάκια του να ξεχωρίζουν στο καταπράσινο τεραίν του . Αν και κουρασμένος έκανε μια μικρή πρώτη βολτίτσα στη νέα γη . Δοκιμάζοντας να κάνει το γύρω του πάρκου κατάλαβε ότι ήταν πολύ μεγάλο και δεν θα τα κατάφερνε . Στη μικρή διαδρομή της επιστροφής θαύμαζε την καθαριότητα και την τάξη γύρω του. Οι δρόμοι με τις διαχωριστικές γραμμές να λάμπουν , μιλούσαν μόνες τους στους οδηγούς που ήρεμα οδηγούσαν . Τα πεζοδρόμια ήταν πεζόδρομοι χαλαρής βόλτας . Παιδιά περπατούσαν ανέμελα , άλλοι περπατούσαν με τα σκυλάκια τους , άλλοι με τα βιβλία τους , άλλοι με τα ποδήλατα και κάποιοι βιαστικοί περπατούσαν γρήγορα βλέποντας το χρόνο στο ψηφιακό ρολόι που το λεωφορείο θα ερχόταν . Τα σπίτια είχαν για στολίδι ξύλινους φράχτες και οι κήποι ήταν κατάφυτοι και περιποιημένοι στην παραμικρή λεπτομέρεια . Έτσι που του έμοιαζαν πιο πολύ με φροντισμένες από κηπουρούς εξοχικές κατοικίες πλουσίων σε πλούσια προάστια . Ήξερε όμως ο Αλέκος ότι βρισκόταν στο κέντρο μιας μεγαλούπολης εκατομμυρίων

Page 105: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

105

ανθρώπων .

Επέστρεψε στην όμορφη ξύλινη εκκλησία σε ρυθμό βασιλικής που ήταν βαμμένη λευκή και γαλανή . Στην είσοδό της δέσποζε μια ελιά κάποιας ηλικίας που έδειχνε ότι θα είχε φυτευτεί από τους πρώτους ομοεθνείς του όταν θα είχαν φτάσει σε τούτη τη νέα γη .Άναψε ένα κεράκι που είχε αμελήσει να το ανάψει ακριβώς μόλις είχε φτάσει . Δοκίμασε να κοιμηθεί λίγο αλλά από την υπερένταση του μεγάλου ταξιδιού και από το πολύ φως που ασυνήθιστα έμπαινε από τα παράθυρα δεν τα κατάφερε . Είχε χάσει και την ώρα . Κοίταξε έξω από το παράθυρο που έβλεπε στο πίσω μέρος της αυλής . Είδε στηριγμένη στον ξύλινο τοίχο , κάτω από ένα ανθισμένο δεντράκι μια όμορφη κοπέλα με μεσογειακά χαρακτηριστικά που τα τόνιζαν λίγα φρέσκα κιλά . Συγνώμη της λέει περιμένοντας να δει και είδε ότι ήταν Ελληνίδα από το παρακαλώ που του απάντησε .Ο ήλιος ήταν ακόμη δυνατός κι ας είχε προχωρήσει το απόγευμα . Την έλεγαν Σοφούλα και είχε φέρει το αγοράκι της για ελληνικούς χορούς . Είχε ελεύθερο ένα δίωρο να σπαταλήσει . Ο Αλέκος της πρότεινε να καθίσουν στο σπιτικό του , όπου και κάθισαν . Η Σοφούλα στην καρέκλα και ο Αλέκος στο διπλό κρεβάτι . Μίλησαν με την ψυχή τους . Η Σοφούλα ήταν καταιγίδα .Καταιγίδα που μάζευε μάζευε σύννεφα στον καθαρό γαλανομπλέ ουρανό των ματιών της και εξαπόλυε τη βροχή τους , τη βροχή της κατακλυσμιαία . Μια ήρεμη βροχή χωρίς αστραπόβροντα και θορύβους έλουσε τον Αλέκο με τα φιλόξενα νερά της . Μέσα στην εκκλησία ο Αλέκος ένιωσε σχεδόν αμόλυντος από τη σχεδόν εξομολόγηση της Σοφούλας . Αν είχαν πάει στο πάρκο μπορεί να αισθανόταν διαφορετικά . Μία μυστηριώδης δύναμη τους πέρασε ολόκληρη τη ζωή τους μέσα από τα μάτια τους . Όπως λέγεται ότι περνάει όταν φεύγει η ψυχή του ανθρώπου . Ένιωθαν κι οι δυο ότι οι παλιές ψυχές τους πέταξαν κι ήρθαν εδώ στη νέα γη με νέα ζωή , καινούριες . Ένιωσαν παράξενα . Ένιωσαν στη νέα γη που συναντήθηκαν μια παράξενη έλξη .Σαν δυο ψυχές σε ένα σώμα . Και αγκαλιάστηκαν σφιχτά όρθιοι στο ολοφώτεινο δωμάτιο . Πόση ώρα έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι δεν το κατάλαβαν . Ο Αλέκος είδε από το παράθυρο παιδάκια στην αυλή . Η Σοφούλα του υποσχέθηκε πως θα περνούσε από την έκθεση τροφίμων .

Το κρασί του Αλέκου ήταν γλυκό , ψημένο από τον ολόγλυκο ελληνικό ήλιο .Ένα ξενικό σταφύλι καλοψημένο γεμάτο γλύκα και άρωμα . Το κρασί του ήταν σαν φιλέλληνας . Έτσι όμως ένιωθε κι ο Αλέκος και τον εαυτό του . Ξένο , ψημένο από τον ήλιο της νέας γης κι ολόγλυκο φίλο της . Η Σοφούλα πέρασε από το περίπτερο μαζί με τη φίλη της τη Μάρθα . Η Μάρθα του φάνηκε πολύ ελκυστική γυναίκα και με κλεφτές ματιές τη θαύμαζε . Η Σοφούλα με τη Μάρθα έπιασαν αμέσως δουλειά στο περίπτερο .

Page 106: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

106

Πετούσαν από τη χαρά τους κι αυτό έφερε ροή προς το περίπτερο του Αλέκου που αναθάρρησε . Πραγματικά πήρε τη δύναμη που χρειαζόταν γιατί τον είχε πιάσει η μοναξιά του . Ανάμεσα σε ένα άγνωστο πλήθος κάπως είχε μπει σε ένα εσωτερικό μονόλογο ενοχών . Σημείωνε στο μπλοκάκι του και γέμιζε το καρτολόγιό του με ονόματα ανθρώπων από άγνωστες χώρες . Κι αισθανόταν γεωγραφικά αγράμματος και περισσότερο πολιτισμικά . Ήταν κάτι πρωτόγνωρο που δεν το είχε φανταστεί ούτε το είχε υπολογίσει . Κι έτσι λοιπόν είχε χάσει το θάρρος του . Αλλά με τη βοήθεια των κοριτσιών όλα έγιναν μια ευχάριστη έκπληξη .

Το βράδυ τον πήραν μαζί τους και τον έβγαλαν έξω . Απoλάμβαναν το , ξεχασμένο και ξεπερασμένο γι’ αυτές σοκάρισμα του Αλέκου . Πήγαν σε κάποιο μπαράκι με δυνατούτσικη μουσική . Θα τον κερνούσαν φυσικά . Κι αυτό ζόριζε τον Αλέκο περισσότερο ίσως από παλιές του συνήθειες . Ήταν ένα πουλάκι αδύναμο , άντρας πράμα , αφημένο στον δυνατό αγέρα που τον φυσούσε από δυο πλευρές . Παρόλη τη συμπλεγματική αδυναμία του Αλέκου , όλο κι από κάπου πιανόταν . Αρπαζόταν από κάποιο κλαδάκι , έριχνε κι από κανένα κελαηδηματάκι δείχνοντας λίγο από το κρυμμένο χρώμα του , φανέρωνε κάποια σημάδια γοητείας . Τα εξέπεμπε . Δεν ήταν και για κλάματα . Δοκίμασε , λοιπόν , αμυντικά , να μάθει και γι’ αυτές . Στην παρέα ήρθαν και οι κλασικές γεύσεις φις εντ τσιπς με μαύρη μπίρα . Και οι δυο τον είχαν συμπαθήσει χωρίς να ξέρουν πως . Σκέφτονταν να του μιλήσουν μαλακά νιώθοντας τον αιφνιδιασμό των αντιλήψεων του . Ταυτόχρονα όμως ένιωθαν και το δυναμικό του χαρακτήρα έτοιμο να βάλει πάνω του νέες ψιμυθιές .Κι η Σοφούλα τον ένιωθε περισσότερο κι ας ήταν η Μάρθα ζωγράφος . Η Μάρθα ήξερε περισσότερα από πινελιές , βάθος , κίνηση , ψεύτικη κίνηση . Η Σοφούλα έπαιζε σε πρώτο πρόσωπο , σε πρώτο επίπεδο . Έβλεπε τον Αλέκο φάτσα κάρτα κι ας νόμιζε εκείνος ότι ήθελε . Κι ας νόμιζε ότι με λίγα στοιχεία , σα βιογραφικά στοιχεία που τις ζητούσε θα καταλάβαινε τα πάντα .Η Σοφούλα είχε ένα αγόρι και η Μάρθα δυο κορίτσια , ένα δικό της και ένα με τον αδερφό της Σοφούλας τον Παντελή . Κι ο Αλέκος ήταν χωρισμένος .Η Σοφούλα είχε παντρευτεί με τον Ανδρέα , το φίλο του αδερφού της όταν είχε έρθει στη νέα γη , στην αρχή . Η Μάρθα ήταν ήδη παντρεμένη , όταν είχε έρθει , με τον Παντελή και είχε και το πρώτο κοριτσάκι της πού είχαν κάνει μαζί . Χώρισαν γρήγορα και οι δυο τους . Οι δυο τους που ήταν πάντοτε αχώριστες . Ήπιαν δεύτερο ποτήρι με μαύρη μπίρα τσουγκρίζοντας τα βαριά ποτήρια τους .Ο αέρας της νέας γης τις φούσκωσε τα μυαλά και τα φουστάνια του έλεγαν εύθυμα , παίρνοντας την ευθύνη όλη πάνω τους .Ο Αλέκος τις άκουγε χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί . Τις άκουγε με το στόμα ανοιχτό έτσι ώστε η ήχοι να μένουν στ’ αυτιά , να μην περνούν στον εγκέφαλο για επεξεργασία μέχρι να μαζευτούν πολλά δεδομένα .

Page 107: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

107

Γιατί αν ταυτόχρονα σκέφτεσαι τα πράγματα μπλέκουν .Ευχαριστιόταν με αυτό το τέχνασμα την αμεσότητα της ευχάριστης συντροφιάς .

Η Σοφούλα μαζί με τη Μάρθα ήταν ένα εξαιρετικό δίδυμο . Η Σοφούλα ήταν πιο παιχνιδιάρα και όλο γελούσε , πέφτοντας πάνω στον Αλέκο με τα σκωπτικά σχόλια της Μάρθας .Κι η Μάρθα έτσι τόφερε σκωπτικά και το είπε ότι το δεύτερο κοριτσάκι της δεν ήξερε ποιανού πατέρα ήταν . Ο Αλέκος σφίγγοντας τα χείλη του σταμάτησε τη ματιά του στη Μάρθα , λοξά . Ενώ , η Σοφούλα έσκασε στα γέλια με την αντίδρασή του αυτή . Γέλασε κι ο Αλέκος αμήχανα νομίζοντας ότι τον κορόιδευαν ψιλό γαζί . Του ερχόταν πολλά έξυπνα να απαντήσει αλλά συγκρατιόταν . Καταλάβαινε ότι δεν τον είχαν και για κορόιδο . Και με αυτό τον τρόπο παραπονέθηκε στα ίσα χωρίς υπεκφυγές . Αυτός ο πληγωμένος του ανδρισμός άγγιξε αυτόματα και τις δύο . Πράγματι φάνηκαν λίγο υπερβολικές αλλά υπήρχε και σύνεση . Αντιμετώπιζαν τη ζωή τους ρεαλιστικά . Μόνον έτσι η ζωή δεν είναι μοιρολατρία, με τη ζωή στα χέρια τους . Ανέπνεαν τον αέρα της νέας γης . Γεύονταν τις χαρές , χαρές . Χωρίς ψεύτικα εμπόδια άνοιγαν τα πανιά τους στη θάλασσα άφοβα . Οι τρικυμίες ήταν τρικυμίες . Τα λιμάνια ήταν λιμάνια . Δεν υπάρχουν ατελείωτες καταστάσεις . Η λύπη δεν είναι παντοτινή . Η χαρά δεν είναι παντοτινή .Ήθελαν τη χαρά , τις χαρές αλλά υπήρχαν και λύπες . Ο ρεαλισμός τους ήθελε τη χαρά για πολύ , τη λύπη για λίγο . Έτσι νομίζοντας ζούσαν τη νέα τους ζωή στη νέα γη . Ήταν η αλήθεια τους . Δικιά τους αλήθεια . Ο Αλέκος αισθάνθηκε ότι ήταν μαζί τους . Ένιωσε να σηκώνει πανιά που τα ανοιγόκλεινε , δεν ήταν εντελώς σίγουρος ακόμη .

Της Μάρθας της άρεσε ο έρωτας της μιας βραδιάς . Μόνο τέτοιο έρωτα ζητούσε . Κάποια φορά είχε μείνει έγκυος και το κοριτσάκι θέλησε να το κρατήσει . Δεν ήξερε τίποτα άλλο ούτε ήθελε να το υπολογίσει . Ήξερε μόνο ότι στο δάσος κάποια φορά , κάποια βραδιά που έλιωνε από ηδονή , από τη ζωή που αγαπούσε ήρθε μέσα της το κοριτσάκι της . Κι έτσι ακριβώς το κράτησε σαν τη ζωή της . Κι η Σοφούλα είχε περάσει πολλές τέτοιες βραδιές μέχρι να καταλάβει ότι άλλου είδους έρωτα αγαπούσε . Έψαχνε ενός άλλου είδους έρωτα , αν και νόμιζε ότι δεν υπήρχε , με την ελπίδα να τον βρει . Μετά ήπιαν σφηνάκια . Χόρεψαν με την ψυχή τους . Στο τέλος η Σοφούλα θα πήγαινε με τον Αλέκο σπίτι της . Έφυγαν πιασμένοι χέρι χέρι . Έδωσαν και τα πρώτα τους φιλιά με ταραχή αλλά διαφορετικής φύσεως ταραχή που την ένιωσαν κι οι δυο ίδια να τρεμοπαίζει , έσβηνε . Η Μάρθα έφυγε προς άλλη κατεύθυνση .

Page 108: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

108

Ο Ανδρέας με τον Παντελή πήγαιναν πολύ καλά στη δουλειά τους με τα φις εντ τσιπς . Τώρα όμως που θα ερχόταν η Μάρθα , η Σοφούλα και το κοριτσάκι του , ο Παντελής ήθελε κάτι καλύτερο .Ο Ανδρέας συμφώνησε και πούλησαν την επιχείρησή τους σε κάποιους Κιν . Έπιασαν καλά λεφτά . Αγόρασαν ο καθένας από ένα σπίτι στην ίδια γειτονιά . Και σχεδίασαν τη νέα τους δουλειά που θα έκαναν συνεταιρικά .Έγιναν ελαιοχρωματιστές , μια δουλειά που θα τους απέφερε πολλά χρήματα . Έλεγαν στη Μάρθα ότι έγιναν κι αυτοί ζωγράφοι και ότι για τη Σοφούλα είχαν τη δουλειά έτοιμη . Θα ήταν η γραμματέας τους που θα τους κανόνιζε τις δουλειές . Η Κάκι τους είχε χάσει για λίγο με τις αλλαγές που έκαναν . Τους συναντούσε όμως στο καφενείο των ομογενών , το στέκι τους . Τα νέα τους σπίτια τα έβαψαν και τα ανακαίνισαν μόνοι τους . Τα έπιπλα θα τα διάλεγαν όλοι μαζί και θα βοηθούσαν και τον Ανδρέα να οργανώσει το δικό του , με το γούστο τους .

Ένα βράδυ κάθονταν παρέα μαζί με την Κάκι . Ο Ανδρέας πήρε την πρωτοβουλία να της μιλήσει . Της εξηγούσε ότι θα άλλαζε η ζωή τους όταν θα έρχονταν οι του Παντελή , για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα μέχρι κι αυτές να εγκλιματιστούν στη νέα γη .Η Κάκι το καταλάβαινε γιατί η ζήλια είναι παγκόσμιο φαινόμενο . Πάει όπου πάει κι ο έρωτας . Θα σταματούσαν το σεξ θα τους έμενε η αγάπη . Η Μάρθα κι η Σοφούλα της φαινόταν , όπως τις κρυφοκοίταζε στο skype , πολύ ενδιαφέροντα κορίτσια και πολύ καλά προετοιμασμένες για τη νέα τους ζωή . Ο Παντελής και ο Ανδρέας όταν είχαν έρθει , είχαν έρθει σε μια άγνωστη χώρα . Είχαν και πιο κλειστές αντιλήψεις σαν άντρες , ήταν λίγο συντηρητικοί τους έλεγε η Κάκι ταιριάζοντας το καλσόν της πάνω στο σκαμπό κάνοντας τις αγαπημένες της ερωτικές κινήσεις . Με τα κορίτσια γρήγορα θα γίνονταν φίλες και τότε αυτοί θα τις ζήλευαν και τις τρεις μαζί .

Ο Ανδρέας αισθανόταν λίγο ενοχλημένος με την Κάκι και της έπιασε λίγο τα οπίσθια . Περισσότερο όμως τα είχε με τον Παντελή . Τον αγαθιάρη γίγαντα . Τον κοιμισμένο γίγαντα . Σε λίγο θα άλλαζε η ζωή του ολόκληρη με τη Μάρθα και το παιδί του και αυτός τσιλημπούρδιζε με την Κάκι . Μόνο με την Κάκι . Παρέα με τις ψευτολύπες . Κι ας ήταν σωστό κριάρι ο Παντελής . Κριάρι αληθινό όταν έπαιζε ράγκμπι τους ισοπέδωνε όλους . Έπαιζε για πλάκα και αν λίγο το ήθελε θα ήταν επαγγελματίας ήδη . Αλλά για την περίπτωση αυτή σκεφτόταν ότι ήθελε κάτι σταθερό . Μια σταθερή δουλειά . Σ’ αυτή την περίπτωση σκεφτόταν τη Μάρθα του . Τον αθλητισμό τον θεωρούσε εφήμερο . Δεν θα ήταν και όλη του τη ζωή αθλητής .Ο Παντελής ήθελε να τον αγαπούν σαν άνθρωπο , να αγγίζουν την ψυχή του όχι τις

Page 109: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

109

επιδόσεις του και το κορμί του . Η Κάκι μπορεί να αγαπούσε τον Ανδρέα αλλά ο Παντελής θεωρούσε ότι αυτόν αγαπούσε . Δεν τον είχε μόνο για το σεξ .Για τον Ανδρέα ήταν ακατανόητο που αισθανόταν αυτός στην ευχάριστη θέση του Παντελή . Ζούσαν μια ανέμελη ζωη με τα σπορ τους , με τις δουλειές τους , με τα γλέντια τους , τις εκδρομές , τα ποτά τους . Ζούσαν καλύτερα και από τους κατοίκους της νέας γης . Ήταν ένα ζωντανό κύτταρο της πολυπολιτισμικής χώρας χωρίς ταμπού και περιχαρακώσεις . Αγαπημένοι με τους ομοεθνείς και ενεργοί με τους πολυεθνείς φίλους άντρες και γυναίκες που είχαν την ευτυχία να συναντήσουν στη νέα τους χώρα . Κι ο Παντελής παρότι είχαν μαζί διάφορες ερωτικές περιπέτειες όπως και να είχε ήταν πιο συμμαζεμένος . Και φυσικό ήταν . Του ήταν ακατανόητο , λοιπόν του Ανδρέα τη χαρά του αυτή να μην τη νιώθει ο Παντελής .

Έφυγαν μετά από πολύ ουίσκι οι τρεις τους εκείνο το βράδυ . Πέρασαν με τα πόδια από το σπίτι του Ανδρέα , τον άφησαν και συνέχισαν οι δυο τους . Από κει και πέρα στα λίγα μέτρα μέχρι το σπίτι του Παντελή , ο Ανδρέας τους χάζευε . Σαν ερωτευμένα πουλάκια πιασμένοι αγκαλιά πήγαιναν προς τα δω και προς τα κει ζικ ζακ . Η Κάκι στριφογύριζε στο χέρι της από το λουράκι την τσάντα της . Κι ύστερα αφού την πέρασε χιαστί , στριφογύριζε το βρακί της . Το έβαζε και λίγο στη μύτη του Παντελή να το μυρίσει . Μες τη νυχτερινή πανσέληνο ο Ανδρέας σκεφτόταν τι άλλο θα μπορούσε να κάνει . Τον αγαπούσε τον Παντελή κι ένιωθε την αδυναμία του . Πίστευε ότι στο κοντράστ με τη Μάρθα και την κορούλα του θα ερχόταν στα συγκαλά του . Κι η Σοφούλα θα τον βοηθούσε με τον αδελφικό της τρόπο .Ας περνούσε καλά απόψε και θα τα έλεγαν αύριο στο βάψιμο .

Ο Παντελής μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω του , έβαλε την Κάκι πάνω του όπως ήταν με το καλσόν κουρέλι και το βρακί της στο χέρι . Στα όρθια , με την πλάτη του ακουμπισμένη στην κλειστή πόρτα . Το σπίτι ήταν ακόμη εντελώς άδειο . Ο Παντελής κοιμόταν σε ένα σλίπινγκ μπαγκ στρωμένο στο πάτωμα και έτρωγε έξω στον κήπο της αυλής καθισμένος στα σκαλοπάτια . Ήθελε να αισθάνεται πιο έντονα την αναμονή του . Και τώρα με την Κάκι κολλημένη πάνω του , οι σκέψεις αυτές τον πλημμύριζαν , ηδονή . Αυτή η ένταση του μυστικού του , του φούσκωνε τα μηνίγγια . Του φούσκωνε όλους τους μυς του σωματός του . Αυτό το επικίνδυνο μυστικό ρίσκο τον τρέλαινε . Ήταν μια ζαριά , που έπαιζε όλη τη ζωή του . Όχι μόνο την προηγούμενη αλλά και τη συνέχειά της .Ένα έντονο παθιασμένο ρίσκο που η Κάκι το απολάμβανε βαθιά μέσα της και το ανταπέδιδε με την υφή των χυμών της . Αυτή την ηδονική κόλα . Αυτό το λάδι που πρώτα τον απάλυνε με την τριβή κι ύστερα τον πυρπολούσε με φλόγες στον ουρανό της νέας γης . Ο Παντελής όπως ήταν κολλημένοι τη γύρισε .

Page 110: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

110

Όρθια με τα πέλματα γυμνά , η Κάκι αφού πέταξε όπως μπόρεσε τα τακούνια της στο πάτωμα , πατούσε πάνω στις πατούσες τον ποδιών του κολλημένη πάνω του . Βήμα βήμα πάνω στα βήματα του Παντελή λικνίζονταν τα οπίσθιά της σαν σε γλυκιά βαρκούλα που τη χτυπούσε το κυματάκι . Γύρισαν περιοδεία από δωμάτιο σε δωμάτιο ολόκληρο το σπίτι περπατώντας στο σανιδένιο πάτωμα . Όταν έφτασαν στο υπνοδωμάτιο η Κάκι , άνοιξε το παράθυρο , το έπιασε με τεντωμένα τα χέρια της διάπλατα . Έριξε το κορμί της έξω . Τα μαλλιά της , τα στήθη , οι φωνές της πάλλονταν στο καταιγιστικό ρυθμό του σεξ . Ο Παντελής έβαζε όλη τη δύναμή του .Έτσι τέλειωσε τον οργασμό της με τα ρουθούνια ανοιχτά γεμάτα μυρωδιές του κήπου .

Ο Παντελής με τον Ανδρέα έβαφαν ένα σπίτι . Δεν τους άρεσαν οι τσαπατσούλικες δουλειές αλλά έπρεπε αντικειμενικά να κάνουν γρήγορα γιατί η μεγάλη ώρα πλησίαζε . Έβαφαν κι οι δυο μαζί ένα κοριτσίστικο δωμάτιο ροζ , έχοντας πλάτη ο ένας στον άλλο . Ο Παντελής είπε στον Ανδρέα ότι η Κάκι ήταν έγκυος . Του Ανδρέα του έπεσε από τα χέρια το μικρό ρολάκι που κρατούσε . Γύρισε προς τον Παντελή που συνεχίζοντας να βάφει του δήλωσε ότι θα το κρατούσε .Η Κάκι ήθελε να κάνει έκτρωση . Δεν της άρεσε να κάνει τέτοια ζωή , να μεγαλώνει παιδάκια , αλλά σεβόταν και το δικαίωμα του πατέρα . Ο Παντελής ήταν ανένδοτος θα το κρατούσε αυτός . Ο Ανδρέας του είπε , χωρίς αυτοπεποίθηση , ότι αυτός ήταν ο πατέρας μήπως και τον συγκινήσει . Ο Παντελής θα το κρατούσε και του το έδειξε, με το αμετάπειστο του χαρακτήρα του , με μία κοφτή κίνηση της παλάμης αλά καράτε , τέρμα .

Η χαρά της συνάντησης μετά από τέσσερα περίπου χρόνια ήταν απερίγραπτη . Πνίγηκαν στα φιλιά και στα δάκρυα της χαράς . Κλωσόπουλα στις ζεστές φτερούγες της μαμάς που ολοένα φτερούγιζαν σαν μαμά , σα μπαμπάς , σαν παιδί , σαν αδελφός . Ο Ανδρέας τους κοίταζε συγκινημένος , περιμένοντας . Ο Παντελής σαν αετός τις σκέπαζε στην αγκαλιά του . Η Σοφούλα τραβιόταν για λίγο και ξαναέπεφτε αγκαλιάζοντας την ανιψούλα της , τη Μάρθα , τον αδερφό της . Το κοριτσάκι σα μαιμουδίτσα αγκαλιάστηκε στους ώμους του μπαμπά της . Η Μάρθα πλάγια τον γλυκοφιλούσε . Η Σοφούλα γύρω γύρω . Ο Παντελής βράχος που δεχόταν τα κύματα της αγάπης με παφλασμούς δακρύων . Είχε να κλάψει από τότε που τις είχε αποχαιρετήσει . Είχε κλάψει στενοχωρημένος που άφηνε τη Μάρθα έγκυο στην αγκαλιά της αδερφής του . Ο Ανδρέας τους άφηνε να νιώσουν όσο δυνατότερα τη στιγμή της επανένωσής τους , σκεφτικός για τη συνέχεια . Η Μάρθα τον είδε πρώτη και έπεσε στην αγκαλιά του καλύτερου φίλου της . Η Σοφούλα αμέσως ακολούθησε με φιλιά . Ο Παντελής γύρισε προς τα κει με την κορούλα του αγκαλιά κι αυτή πήδηξε στην αγκαλιά του θείου Ανδρέα .

Page 111: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

111

Ο Ανδρέας καταχαρούμενος που για πρώτη φορά τον έλεγαν θείο πνίγηκε στα γέλια , χαρούμενος της φίλησε το μαγουλάκι . Σε λίγο τους χτύπησε στις πλάτες και πήρε με αυτό τον τρόπο την ευθύνη να πάνε στο σπίτι , στο νέο τους σπίτι . Το κοριτσάκι έκανε κουτρουβάλες μόλις μπήκε στον καταπράσινο κήπο , της φάνηκε σαν παιδική χαρά . Κι η Μάρθα με τη Σοφούλα ήταν ενθουσιασμένες μέσα από τα βουρκωμένα μάτια τους . Ο Ανδρέας με τον Παντελή τις έφεραν κατευθείαν στο ψητό . Το αρνί περίμενε έτοιμο στη σούβλα . Παράτησαν τα πράγματα πρόχειρα μπροστά στην ξύλινη βεράντα και μπήκαν να ρίξουν μια πρώτη ματιά στο νέο τους σπίτι . Η μέρα ολοφώτεινη έμπαινε από τα μεγάλα παράθυρα στους άδειους χώρους . Έδειξαν και το παιδικό δωμάτιο στο κοριτσάκι φρεσκοβαμμένο ροζ , από το θείο Ανδρέα .

Η ζωή ήταν πολύ άνετη στη νέα τους πατρίδα . Συντελούσε κι η δουλειά τους σ’ αυτό που τους επέτρεπε να κινούνται άνετα . Επίπλωσαν το σπίτι τους πολύ όμορφα και διαμόρφωσαν ένα δωμάτιο για να ζωγραφίζει η Μάρθα . Το κοριτσάκι τακτοποιήθηκε στο σχολείο που βρισκόταν πολύ κοντά τους . Όταν γύριζε στο σπίτι έπαιζε στον κήπο ή πήγαινε στο κοντινό παρκάκι . Κινούνταν τόσο εύκολα όσο εύκολα και στο χωριό τους . Τα σπίτια τους ήταν ξεκλείδωτα και η ασφάλεια που ένιωθαν πρωτόγνωρη . Τα σπίτια ήταν , σχεδόν όλα , χωρίς αυλές με περιφράξεις και τέτοιου είδους προστατευτικά . Ότι υπήρχε ήταν καθαρά για καλλωπιστικούς λόγους . Και του Ανδρέα το σπίτι το επίπλωσαν με προοπτικές . Ο Ανδρέας θυσιαζόταν για γνωρίσει στα κορίτσια τη νέα ζωή . Σαν αρχή θέλησε να τις γνωρίσει με το παιχνίδι . Το παιχνίδι στη νέα τους χώρα δεν ήταν μόνο δικαίωμα των παιδιών . Όλοι είχαν μια αγάπη σε κάποιο άθλημα . Και παντού υπήρχαν χώροι για οτιδήποτε σε τραβούσε . Ο Ανδρέας έπαιζε τένις πολύ συχνά σε φυσικό χλοοτάπητα . Έπαιζε και γκολφ και μπέιζμπολ , το παιχνίδι των λόρδων . Πήγαινε για ψάρεμα στις λίμνες, στα ποτάμια και στη θάλασσα . Κι όποτε μπορούσε έτρεχε , μια παλιά του συνήθεια . Ο Παντελής ράγκμπι .Η Σοφούλα με τη Μάρθα έπαιζαν μαζί με τον Ανδρέα . Τα βραδάκια κάθονταν στον κήπο του ενός ή του άλλου , όπου είχαν πολλά να πουν . Έκαναν συχνά εκδρομούλες στην όμορφη φύση αλλά και σε γειτονικές αγορές για καφεδάκι , κρασάκι και ουίσκι . Φυσικά πέρασαν όλοι μαζί από το καφενείο της ομογένειας να τις γνωρίσουν με τους συμπατριώτες τους . Όπως επίσης πήγαν εκκλησία όπου μετά πάντα ακολουθούσε καφές ή τσαγάκι .

Page 112: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

112

Στην πανήγυρη γινόταν μεγαλύτερες εκδηλώσεις , αλλά αυτή ακόμη αργούσε . Η γλώσσα τις δυσκόλεψε για λίγο αλλά αμέσως τη συνηθίσαν . Η Σοφούλα με το γλυκό της χαρακτήρα τους οργάνωσε τη δουλειά μια χαρά . Η φιλικότητά της κέρδισε πολλές δουλειές , μέσα από το αληθινό της ενδιαφέρον να γνωριστεί με τους ανθρώπους της νέας τους πατρίδας . Ο Παντελής με τη Μάρθα προσπαθούσαν να γεφυρώσουν τα χρόνια της απόστασης . Όσο νάναι χρειαζόταν νέες γέφυρες ο έρωτάς τους . Οι πρώτες τους σεξουαλικές επαφές ήταν σχεδόν αποτυχημένες . Και οι δυο τους δικαιολογούνταν με αγάπη και κατανόηση και έδιναν υποσχέσεις ότι θα ξανανιώσουν όπως την πρώτη τους φορά . Η επανένωση της οικογένειας μετά από τόσο καιρό δημιουργεί πάντοτε ένα σοκ το οποίο σιγά σιγά το ξεπερνούσαν . Ο ρυθμός ήταν πια διαφορετικός και τα νέα πρόσωπα τον διαφοροποιούσαν κι άλλο .

Έτσι κύλησαν κάποιοι πρώτοι μήνες. Ο ενθουσιασμός ανακατευόταν με σκέψεις ο ήλιος έπαιζε με τα σύννεφα . Με συννεφάκια ανοιξιάτικα που προμήνυαν την έκρηξη της χαράς που ασταμάτητη θα ξεσπούσε . Τα λουλούδια της νέας γης θα άνθιζαν στέλνοντας τους το εξωτικό τους άρωμα . Θα μύριζαν το εξωτικό άρωμα των λουλουδιών που έβλεπαν στις φωτογραφίες. Τώρα πια θα έβαζαν βαθιά και μες την ψυχή τους την ουσία της ύπαρξης της ομορφιάς . Το μάτι τέρπει όλες τις αισθήσεις , τις ερεθίζει με τη σειρά κι ύστερα τις αφήνει να το εννοήσουν με τους σπινθηροβολισμούς του . Του Ανδρέα του άρεσε η Σοφούλα και όταν άρχισε να τη ζει από κοντά ξετρελάθηκε . Ένιωσε ότι άρχισε να το χάνει κανονικά . Και τον κίνδυνο αυτό προσπάθησε να τον αντιμετωπίσει . Κι η Σοφούλα όμως ένιωσε έτσι παρόλο που τον θεωρούσε γυναικά , πράγμα που το είχε δει και με τα μάτια της να συμβαίνει .Και επιπλέον πίστευε ότι ένας τόσο όμορφος και ελκυστικός άντρας δεν θα έβρισκε κάτι το γοητευτικό πάνω της . Ειχε χαμηλή την αυτοπεποίθησή της . Απολάμβανε όμως την παρέα του και διασκέδαζε μαζί του , που να ξέρει που θα βγεί . Σιγά σιγά η ιδέα ότι δεν θα ήταν και άσχημα να ήταν μια από τις φευγαλέες κατακτήσεις του , δεν της φαινόταν και κακή . Καλή ήταν . Ο Ανδρέας με τη μεγάλη του εμπειρία στις γυναίκες ήταν παγιδευμένος στους νέους και ανεξήγητους φόβους του και καθυστερούσε χάνοντας το παιχνίδι της πρωτοβουλίας που ήξερε καλά .

Η Σοφούλα και η Μάρθα ήταν αχώριστες φίλες χωρίς κανένα μυστικό μεταξύ τους και είχαν μιά δικιά τους σχέση στη νέα κατάσταση που τώρα ζούσαν . Και πάνω από όλα είχαν μια κοινή ματιά . Και σύμφωνα μ’ αυτή συζητούσαν πολύ , καθισμένες στο νυχτερινό κήπο γεμίζοντας τις αισθήσεις τους από το νυχτερινό ουρανό και την ησυχία της μυρωδάτης ατμόσφαιρας . Συζητούσαν για τον Παντελή και τον Ανδρέα . Ο Ανδρέας όμως δε συζητούσε με τον Παντελή πια .Ο Ανδρέας φοβόταν πολύ τις αντιδράσεις του Παντελή και βρισκόταν σε συνεχή

Page 113: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

113

επαγρύπνηση . Καταλάβαινε κάποιο σχεδιασμό που είχε ο αγαπημένος του φίλος μέσα από βασανιστικές σκέψεις που έβλεπε ότι τον έτρωγαν .. Τον αισθανόταν μόνο του παρόλο που τους είχε όλους δίπλα του. Ακόμα και από τον κολλητό του κρατιόταν απόμακρος . Ο Ανδρέας ήταν με το μέρος του αλλά ο Παντελής βλέποντας πόσο κοντά είχε έρθει και ιδιαίτερα με τη Σοφούλα τον ένιωθε σε άλλο στρατόπεδο . Έτσι ένιωθε ο Παντελής ότι ερχόταν πόλεμος και τα στρατόπεδα έπρεπε να ξεχωρίσουν . Άλλωστε την άποψη του Ανδρέα τη γνώριζε δεν ήταν και ανάγκη να του την ξαναπεί . Μύριζε το μπαρούτι της από μακριά .

Η Μάρθα γρήγορα έκανε την πρώτη της έκθεση και η επιτυχία που γνώρισε ήταν μεγάλη . Πούλησε αρκετούς πίνακες και τα χρήματα που εισέπραξε έφταναν να ζήσουν μισό χρόνο και παραπάνω . Οι ζωγραφιές της προκάλεσαν ιδιαίτερη εντύπωση . Χαρακτηρίστηκαν ιδιαιτέρως πρωτότυπες . Συνδύαζαν την ελληνική μυθολογία με διάφορα εξωτικά φυτά, πουλιά και ζώα της νέας γης .Η Μάρθα ανακάλυψε στη νέα γη πολλά στοιχεία της αρχαίας Ελλάδας και έχοντας το χρόνο και την άνεση στο σπίτι μόνη της δούλευε τις εμπνεύσεις της . Έβαζε στην τέχνη της μυθολογία και νέα γη .Τις παρουσίαζε κατά κάποιο τρόπο σαν βυζαντινό ψηφιδωτό . Ήταν κάπου ανάμεσα σε πολλά ρεύματα ζωγραφικής , σαν κάποια σύνοψή της ψηφιδωτή . Είχαν και ευχάριστο χαρακτήρα και συμβουλευτικό .Ένα εύκολο μήνυμα σα χρώμα , σα λουλούδι, σαν ψέμα τσουπ τρύπωνε στο μάτι του θεατή του πίνακά της . Κάποιο από τα πολλά μηνύματα του ψηφιδωτού της ερχόταν κάθε φορά που το ξανακοίταζες , διαδραστικά . Με αυτό τον τρόπο άρεσε και οδηγούσε σε ένα διαρκές ψάξιμο ανοίγοντας τις ορέξεις της ευαισθησίας της ψυχής . Οι άνθρωποι της νέας γης ήταν ανοιχτοί στα νέα ρεύματα , στις νέες προτάσεις . Ήθελαν να ανοίγει ο ανοιχτός ορίζοντάς τους .

Ο Ανδρέας για να πανηγυρίσουν την επιτυχία θα τις πήγαινε να δουν δελφίνια και φάλαινες . Ήθελε από καιρό να το προτείνει στη Σοφούλα αλλά δίσταζε κιόλας . Τώρα ήρθε η ευκαιρία .Ήξερε τη δυνατή συγκίνηση που θα ένιωθαν εκείνη τη στιγμή . Η μέρα ήταν πεντακάθαρη . Η θάλασσα λάδι .Ο ωκεανός δηλαδή που καθώς ξανοίγονταν τους τρόμαζε με την απεραντοσύνη του. Η Μάρθα στριμώχτηκε στην αγκαλιά του Παντελή κι η Σοφούλα στου Ανδρέα .Καθόταν στο πάνω μέρος του πλοιαρίου . Ο άνεμος ανέμιζε τα μαλλιά τους .Οι γυναίκες ήθελαν πολύ να δουν το θέαμα . Τα δελφίνια κοπαδιαστά άρχισαν να χοροπηδούν δίπλα τους . Σηκώθηκαν με λαχτάρα να δουν τα αγγελούδια του ωκεανού . Κρατημένοι από τα κάγκελα άφηναν τα μάτια τους να χορτάσουν την απρόσμενη χαρά .

Page 114: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

114

Τα δελφίνια έβαζαν τα δυνατά τους . Εκτινάσσονταν ψηλά , στριφογύριζαν , βουτούσαν , έστελναν σταγόνες αλμύρας στους κατάπληκτους φίλους τους . Η Σοφούλα διάλεξε το δικό της και του μιλούσε ακούγοντας της δελφινίσιες απαντήσεις του . Ο Ανδρέας την έσφιξε στην αγκαλιά του με διστακτικότητα . Η Σοφούλα ξετρελαμένη από τη συγκίνηση που ένιωθε του έδωσε το πρώτο τους φιλί . Ο Ανδρέας ένιωσε πληγωμένος για τα πολλά φιλιά που είχε πάρει με τον ίδιο τρόπο . Ένιωσε τα δελφίνια να τον κατακρίνουν ότι κορόιδευε την ομορφιά τους . Η Σοφούλα ήταν ένα δελφίνι τους . Ήταν ένα δικό τους δελφίνι στο πλοίο που το κοίταζαν τα δελφίνια . Την ήθελαν μαζί τους . Της έλεγαν να προσέχει με τον Ανδρέα . Τον είχαν δει και με άλλα κορίτσια αλλά μπορεί τότε να μην είπαν τίποτα γιατί ένιωθαν ξένα . Σήμερα όμως ήταν με το δελφίνι τους . Της έλεγαν ότι ο Ανδρέας κοροιδεύει την αγάπη . Γι’ αυτό φώναζαν , χόρευαν , κολυμπούσαν πως αλλιώς να τα καταλάβει . Μόνο δεν φιλιόταν , για να καταλάβει . Να κάνει κι αυτή αυτά που έκαναν κι εκείνα , τίποτε άλλο . Η Σοφούλα είχε δοθεί στα φιλιά του Ανδρέα .

Η Μάρθα τους είδε και χάρηκε ακούγοντας ταραγμένη την καρδιά του Παντελή , μέσα στην αγκαλιά του . Ήθελε να ήταν κι αυτή ένα χαρούμενο δελφίνι όμως δεν ένιωθε έτσι . Αισθάνθηκε τις χαρές και τα τσιριγματάκια σαν ήχους προειδοποίησης . Αυτά όμως φώναζαν για τη Σοφούλα . Η Μάρθα τα άκουσε . Στο βάθος φάνηκε ένας πίδακας νερού στην απεραντοσύνη του ωκεανού .Ένα κοπάδι φάλαινες χτυπώντας δυνατά την ουρά τους μάλωναν τον ωκεανό . Ήταν πιο δυνατές , δεν μπορούσε να τις ταρακουνήσει ούτε με τα δυνατότερα κύματά του . Και του έριχναν μια με την ουρά σαν το κακό παιδί να σταματήσει να κάνει παλαβομάρες . Του έριχναν και λίγο νεράκι να τον δροσίσουν , ένα κίνητρο για να τον ευχαριστήσουν , να είναι καλό παιδί . Να ντρέπεται με τη χαρά των δελφινιών μέσα στην αγκαλιά του . Αυτές δεν είχαν την ανάγκη του . Έφευγαν νωχελικά με δυναμισμό .Η συγκίνηση είναι τεράστια όταν βλέπει κανείς αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα κι αισθάνεται λίγο από αυτά , λίγο από τον ωκεανό . Μία τους ματιά , μια τους κίνηση , ένα νόημά τους αποτυπώνεται για πάντα μέσα σε μια άγνωστη γωνίτσα της ψυχής σαν πνεύμα .Κάθισαν αποσβολωμένοι γυρίζοντας το πλοιάριο στο λιμάνι του . Ο Ανδρέας έδειχνε στο πρόσωπό του ένα δελφίνι με πανηγυρισμό ζωγραφισμένο από το φιλί της Σοφούλας του . Κι η Σοφούλα έτσι ένιωθε ένα όμορφο δελφίνι στην αγκαλιά του . Έτσι την είχε κάνει με τα πρώτα χάδια του , δελφίνι .

Η Μάρθα άκουγε την ταραχή του Παντελή να δυναμώνει ανάμεσα στους ήχους των δελφινιών και τους πλαταγισμούς της ουράς των φαλαινών που απομακρύνονταν στον ωκεανό .

Page 115: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

115

Ξανοιγμένη βαθιά στον ωκεανό της αγάπης, κατάπληκτη από την ομορφιά της νέας γης . Γεμάτη ενθουσιασμό από τις ζωγραφιές της , ήθελε να ρίξει μια με την ουρά της στον Παντελή τον ψευτοπελαγίσιο . Αλλά δεν τα βάζεις με τον ωκεανό . Ο Παντελής χλωμιασμένος ανάμεσα στους αγαπημένους του εξομολογήθηκε το μυστικό του . Η Κάκι που ήταν έγκυος μόλις του έφερε ένα κοριτσάκι δώρο . Εξομολογήθηκε στον ωκεανό με την κρυφή πεποίθηση ότι θα ήταν μια σταγόνα στον ωκεανό τα λόγια του κι η πράξη του ένα μικρό κυματάκι ατάραχο . Έλα όμως που η Μάρθα λιποθύμησε .

Η Σοφούλα τραβώντας από το χέρι τον Αλέκο γύρισαν σιγά σιγά στο σπίτι . Το διέσχισαν και μπήκαν στο δωμάτιό της . Άνοιξε διάπλατα το παράθυρο της ,που έβλεπε στο νυχτερινό κήπο ακουμπώντας σε πυκνοφυτεμένα εσπεριδοειδή . Φίλησε τον Αλέκο όρθια καθώς ήταν με τα σαρκώδη της χείλη .Οι γλώσσες ρουφούσαν η μία την άλλη αχόρταγα . Κατέβηκε σιγά σιγά γονατιστή μπροστά του . Ξετρύπωσε το πουλί του προσεχτικά όπως θα έπιανε ένα πολύχρωμο παπαγαλάκι στο κλουβί του μες τη νύχτα . Το έφερε στο στόμα της και το γλυκοβύζαξε . Ήθελε να πιει μεθυσμένη από το γλυκό κρασί του και αφού το ήπιε μια φορά , συνέχισε . Ήθελε να αισθανθεί την πτώση και την παρακμή . Ήθελε να νιώσει το δροσερό βλαστάρι της έπαρσης να της γεμίζει τον ουρανίσκο . Τα μάτια της λαμπύριζαν ψάχνοντας τα μάτια του Αλέκου να τα κοιτάξουν , στο σκοτάδι . Ήθελε να νιώσει δυνατή . Να πάρει δύναμη στραγγίζοντας την δύναμη του Αλέκου . Ήπιε από το γλυκό κρασί του στάλα στάλα μέχρι τον πάτο . Ο Αλέκος αναστέναζε εισπνέοντας τα αιθέρια αρώματα των εσπεριδοειδών . Έτσι μεθυστικά τους πήρε ο ύπνος πάνω στο κρεβάτι της . Το πρωί που ξύπνησε ο Αλέκος , η Σοφούλα έλειπε από δίπλα του . Έριξε μια ματιά στην ομορφιά του ανοιχτού παραθυριού . Ένα γαλαζοπράσινο παπαγαλάκι τον κοίταζε λοξά παίζοντας με τα ποδαράκια του σ’ ένα κλαδάκι .Θαύμασε την ελεύθερη ομορφιά του . Τον είχε συνηθίσει σε κλουβί . Η Σοφούλα ήρθε και βαδίζοντας με τα γόνατά της πάνω στο κρεβάτι του έδωσε ένα πρωινό φιλί .

Σε λίγο τον οδήγησε στην βεράντα του κήπου όπου τον περίμενε ο Παντελής . Ο Παντελής χαιρέτησε τον φρέσκο Έλληνα ευδιάθετος . Κάθισαν στο σανιδένιο μπαλκονάκι δυο τρία σκαλάκια παραπάνω από τον καταπράσινο φρεσκοκουρεμένο χλοοτάπητα που έστελνε τα πρωινά αρώματα της χλόης του . Είπαν δυό τρείς κουβέντες γενικόλογες . Η Σοφούλα πήγε να τους φέρει καφέ .

Page 116: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

116

Έμειναν για λίγο αμίλητοι . Ύστερα ο Αλέκος τον κοίταξε στα μάτια του ζεστά και του είπε : Ωραία γαμήσια κάνει η γυναίκα σου . Ο Παντελής φανερά έκπληκτος σαν να έφαγε κουτουλιά από άλλο κριάρι δυνατότερο , έσκυψε το κεφάλι . Στο σκυμμένο του κεφάλι φάνηκαν τα στριφογυριστά κουλουριασμένα κέρατα του κριαριού . Τα κριάρια στέκονται όρθια , έτοιμα να χτυπηθούν προμηνύοντας τον βροχερό καιρό που έρχεται μπουμπουνίζοντας . Όρθιους η Σοφούλα τους βρήκε , και τους οδήγησε κάτω από τα αγαπημένα της δεντράκια . Στο μαρμάρινο τραπεζάκι παρακεί , κάτω από λογιών λογιών εσπεριδοειδή . Λεμονιές , πορτοκαλιές , σαγκουίνια , νεράτζια , λάιμ , κίτρα , φράπες , γκρέιπ φρουτ και μανταρίνια . Ο Αλέκος τράβηξε κάποιο άλλο που έμοιαζε με αυτά αλλά δεν ήταν και το έφαγε με τη φλούδα του . Το έκανε συμβολικά . Ήθελε να καθαρίσει παλιές τοξίνες με την ολοκαίνουρια αληθινή γεύση του εσπέριου φρούτου. Τραγανά η γλυκόξινη πικρούτσικη αιθέρια γεύση του φρούτου τον πλημμύρισε νέα γη . Κι αφού μίλησαν μόνο για ευχάριστα θέματα πια , η Σοφούλα έφυγε μαζί του για την έκθεση αφήνοντας εμβρόντητο τον Παντελή .

Είναι να μην τη φας πρώτος τη μπουνιά , ο Παντελής το ήξερε αυτό και από το ράγκμπι . Ο Παντελής ζούσε στο ίδιο σπίτι με τα τρία του κοριτσάκια , τη Μάρθα και τη Σοφούλα με το αγοράκι της . Είχε βαρεθεί τα πηδήματα με την Κάκι που ερχόταν συχνά στο σπίτι να δει το κορίτσι της . Συνέχιζε να τη λυπάται όχι όμως τόσο ισχυρά . Η Κάκι ζούσε τη ζωή της ανέμελα όπως ακριβώς και τότε που τη γνώρισε με τον Ανδρέα . Βρισκόταν ακόμη μαζί τους στο στέκι τους στο καφενείο . Ο Παντελής έπινε πολύ ουίσκι . Η Κάκι τον γύριζε μέχρι έξω από το σπίτι και έφευγε .Οι δουλειές πήγαιναν σταθερά καλά . Μπορεί να έπινε ένα τόνο ουίσκι αλλά η δουλειά δουλειά . Μαζί με τον Ανδρέα . Αλλά ανόρεχτα , απλά συνυπήρχαν . Είχε πολλά να καταλογίσει ο ένας στον άλλον . Έτσι σε λίγες κουβέντες για πινέλα και χρώματα σταματούσαν . Τα κοριτσάκια του μεγάλωναν αγαπημένα .Η Σοφούλα και η Μάρθα παρέμεναν σταθερές αξίες δίπλα του . Είχαν κι οι δυο τους απόλυτο δίκιο . Είχαν τη δύναμη να ζήσουν τη νέα γη . Ήταν , νέα γη .Ο Παντελής είχε βαρύνει . Τις έβλεπε και τις καμάρωνε . Τις αγαπούσε αλλά αυτό του γύριζε μπούμεραγκ . Του έδινε ένα χαστουκάκι και τον γύριζε πίσω . Πίσω στην Κάκι . Του άρεσαν τα σέξι πιχνιδίσματά της , της Κάκι . Τα δικτυωτά καλσόν της ήταν τα δίχτυα του ριγκ που ζαλισμένος έπεφτε από τα ανεπαίσθητα χαστουκάκια της ζωής του , δίπλα στις αγαπημένες του που ζούσαν χαρούμενες .

Page 117: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

117

Δεν θύμωνε καθόλου γι’ αυτό . Δεν θα μπορούσε να θυμώσει και με το ουίσκι μαλάκωνε ακόμη περισσότερο . Θα κρατούσε τη συμφωνία του απαρέγκλιτα . Το μυαλό του είχε σταματήσει .

Σταμάτησε σε κείνη τη φορά . Πήγαινε μέχρι εκεί και ξαναγύριζε πίσω . Στην ίδια διαδρομή . Μπορούσε να πάει εκατομμύρια φορές και να γυρίσει πίσω . Σαν το εκκρεμές ρολόι . Μόνο που δεν χτυπούσε κούκος . Εκείνη τη συνταρακτική στιγμή . Η Μάρθα λιποθύμησε . Μόλις λιποθύμησε ο Παντελής έχασε και τα αυγά και τα καλάθια . Έπεσε γονατιστός και την παρακαλούσε με κραυγές απελπισίας να τον συγχωρήσει .Τα δελφίνια έσκουζαν εναντίον του . Οι φάλαινες χτυπούσαν απειλητικά τον ωκεανό με την ουρά τους . Τους κυνηγούσαν . Τους τρόμαζαν , βγάζοντας έξω από το νερό το τεράστιο σώμα , κήτος τεράστιο έξω από το νερό . Οι άνθρωποι του καραβιού έτρεχαν με ελιγμούς στον ωκεανό που αγρίευε . Έτρεχαν με όλα τα πανιά για το λιμάνι . Έτρεχαν να συνεφέρουν τη λιπόθυμη Μάρθα . Ο αιθέρας και ο δυνατός αέρας του ωκεανού σιγά σιγά την συνέφερε .Με τον Παντελή δεν ήξεραν τι να κάνουν . Με χειρονομίες και με την τεράστια δύναμή του δε δεχόταν βοήθεια . Ήθελε να τη σηκώσει στην αγκαλιά του . Να τη φέρει μπροστά στον ωκεανό . Μπροστά στα δελφίνια που χοροπηδούσαν . Και στις φάλαινες που τον κοίταζαν με τα μάτια τους καταπρόσωπο . Ήθελε να φωνάξει ότι την αγαπάει . Φώναζε αγέρωχος , σηκώνοντάς την ψηλά , την αγαπώ . Και το ω ταξίδευε στα ωκεάνια κύματα , στα αυτιά των δελφινιών , διαπέρασε το παχύ δέρμα του κήτους . Βυθίστηκε στο σώμα του ωκεανού , μπήκε στα χρώματά του , στα σκοτεινά βάθη του . Σκορπίστηκε κι αυτό .Σαν την αγάπη του . Η αγάπη του έφτασε στο τελευταίο γράμμα της . Καμιά αλφαβητα δεν θα μπορούσε να την ανασυνθέσει . Το ω δεν γυρίζει πίσω στο α . Έτσι έκλαιγε . Τα δάκρυά του γοερά έπεφταν δροσερά από τον άνεμο στα στήθη της Μάρθας που είχε στην αγκαλιά του , ακόμη όρθιος . Τα δελφίνια , οι φάλαινες , ο ωκεανός μαζί με άλλα πλασματάκια που έσπευσαν απορημένα να δουν τον άνθρωπο που σκόρπισε την αγάπη . Ήμερα να ακούσουν με τα αυτάκια τους τον πόνο , να τον δουν . Να δουν τον πονεμένο άνθρωπο .

Η Μάρθα του έπιασε το χέρι κατεβαίνοντας στο λιμάνι . Έπεσε ξανά στην αγκαλιά του και τον φιλούσε . Η αδερφή του η Σοφούλα , ο Ανδρέας ο φίλος του . Όλοι μαζί αγκαλιασμένοι . Θα ζούσαν όλοι μαζί . Σχεδόν όπως πρώτα . Αγαπημένοι όπως πρώτα . Αλλά κι ελεύθεροι . Τα δεσμά της αγάπης τα έσπασε ο ίδιος ο Παντελής .

Page 118: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

118

Μες τον ωκεανό . Και τα σκόρπισε σαν στάχτες στα απέραντα νερά του . Θα ζούσαν σαν ελεύθερα δελφίνια , κοπαδιαστά . Ο Παντελής έδωσε το λόγο του στις φάλαινες να μαλώνουν τον ωκεανό της αγάπης του . Υποσχέθηκε στην ανδρική του τιμή ότι θα τις άκουγε υπάκουα .Τα δελφίνια θα ζούσαν ελεύθερα την αγάπη στον ωκεανό της νέας γης . Οι φάλαινες δεν θα άφηναν κανένα να παραβιάσει τον όρκο . Ο Παντελής υπάκουα με ένα ήρεμο κυματάκι από τον πίδακα έστω του φυσητήρα της φάλαινας επανερχόταν ήσυχα στην τάξη του όρκου του . Ρέμβαζε μες τον κήπο που τον φρόντιζε επιμελώς να περνάει η αγάπη του , σα να περνάει την ώρα του .

Σήμερα όμως δέχτηκε αναπάντεχα τέτοιο χτύπημα από τον Αλέκο που τον έβγαλε από τα δικτυωτά σκοινιά . Τον έβγαλε έξω από την καθιερωμένη διαδρομή του , που πηγαινοερχόταν . Ήθελε και αυτός το νέο φρούτο που έκοψε ο Αλέκος . Το έκοψε . Το δάγκωσε τραγανά και του άρεσε . Τα παιδάκια ήρθαν φορτσάτα , έριξαν πρόχειρα τα σακίδιά τους στα σανίδια . Έδωσαν τα συνήθη φιλιά στο μπαμπά τους . Ο Παντελής τις πήρε στην αγκαλιά του και τις έφερε γύρω . Τις κατέβασε στο χορτάρι και ξαφνιασμένες τον άκουσαν να θέλει να παίξει μαζί τους . Έπαιξαν βόλευ όλοι μαζί . Ο Παντελής ήθελε μαζί τους να χαρεί . Ήθελε να χαρεί . Η Μάρθα επέστρεψε πρώτη από τους άλλους . Απορημένη κοίταζε το τρελό παιχνίδι του Παντελή . Που έπαιζε αληθινά βάζοντας όλη τη δύναμή του , με όλη του την τέχνη . Βουτιές , πάσες , καρφώματα . Και τα κοριτσάκια πόσο τον απολάμβαναν . Έπεφταν πάνω του , τον πατούσαν , τον ζουλούσαν . Χαμός . Ο Παντελής τράβηξε τη Μάρθα όπως ήταν πάντοτε καλοντυμένη , στο παιχνίδι . Μετά από κάποια διστακτικά χαμόγελα έπαιξε κι αυτή . Αφού δεν άντεχαν άλλο πια , ο Παντελής τις έφερε εξωτικούς χυμούς να τις δροσίσει στο σούρουπο που ερχόταν στη μέρα που έφευγε . Κάθισε κι αυτός με τις γυναίκες του . Έπιασε κάτω από το χορτάρι το καπελάκι της Μάρθας που είχε πετάξει σαν δισκοβόλος στον αέρα , τραβώντας την στο βόλευ να παίξει . Ένα κομψό ολόλευκο καπελάκι με ολοστρόγγυλο γείσο κι ένα λευκό λουλουδάκι στο πέτο του . Το γύριζε μες τα χέρια του από δω κι από κει .Ήταν σαν το καπέλο του γάμου τους . Που στόλιζε το νυφικό της .Η κομψή ουρίτσα του νυφικού του χάιδεψε παλιά όνειρα με το αέρινο θρόισμα της . Παλιές αναμνήσεις του πλημμύρισαν τη νέα γη .

Ψιθυριστά της ζήτησε να κάνουν μια βολτίτσα στο παρκάκι . Με μια δεύτερη σκέψη η Μάρθα σηκώθηκε μαζί του . Τα παιδάκια που έψαχναν πως είναι οι ερωτευμένες ματιές , μεγαλώνοντας σιγά σιγά , τους φάνηκε ότι κάπως έτσι θα ήταν τέτοια ώρα του ηλιοβασιλέματος . Έμειναν να περιμένουν τη Σοφούλα τους . Ο Παντελής κι η Μάρθα προχωρούσαν δίπλα δίπλα καθώς τα ροδοκόκκινα χρώματα

Page 119: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

119

διαχέονταν πίσω από τα κλαδιά και τα φύλλα των πελώριων δέντρων σαν πινελιές εξωτικών πουλιών που η Μάρθα κάπως έτσι ζωγράφιζε τα αισθήματά της . Ο Παντελής έφερε το χέρι του μπροστά της με την παλάμη του σε στάση προσευχής να του το πιάσει . Η Μάρθα έβαλε το χεράκι της μέσα να φωλιάσει .Ο Παντελής της έδειξε κάτι μικρολούλουδα που σε λίγο θα απελευθέρωναν το άρωμά τους στη σιγαλιά του δάσους . Το νυχτερινό αεράκι θα το μοίραζε σαν πολύτιμο αιθέριο έλαιο στα πολυσχιδή φύλλα των δέντρων .Τα ζουζούνια θα έτρεχαν ζαλισμένα να βρουν τη γύρη τους στραβοπατώντας μέσα στη νυχτιά . Άλλα μωβ , άλλα ροζ , άλλα μαβιά και άσπρα και φανταχτερά κίτρινα . Της έδειχνε άνθη και μικρολούλουδα στρωμένα στον πράσινο ουρανό σχηματίζοντας ένα χαλί αγάπης . Και από πάνω ένα στρώμα θα κεντούσε ο άλλος ουρανός με τα αστέρια του . Την πήρε αγκαλιά σφίγγοντας τον ώμο της .Έκαναν δυο τρία κουνήματα ισορροπίας αριστερά και δεξιά παίζοντας σαν τα ζουζούνια . Κάθισαν παρακάτω σε ένα πλατύ σχισμένο κορμό με τραχιές ψημένες φλούδες καφεκόκκινες που υψωνόταν στα ουράνια .Τον χάιδεψαν απαλά με τις άκρες των δακτύλων τους όπως χάιδευαν κάποτε τα χείλη τους . Έτσι όπως κι απόψε χάιδευαν τα χείλη τους γονατιστοί ο ένας απέναντι στον άλλον .Αδύναμα μυρμήγκια περιτριγύριζαν πάνω στον κορμό που υψωνόταν στα ουράνια . Αδύναμα μυρμήγκια ήταν οι δυο τους στα ουράνια χρώματα της ζωής . Πάνω στο χαλί της αγάπης αγκαλιασμένοι άρχισαν να κλαίνε . Από πάνω τους ο ουρανός της αγάπης τους σκέπαζε σαν τα αδύναμα μυρμήγκια που περιτριγύριζαν πάνω στον παχύ κορμό του . Τα ανθάκια πλημμύρισαν τα ρουθούνια της Μάρθας . Τα δάκρυά της πλημμύρισαν τον Παντελή σαν το αιθέριο φρούτο σαν την τραγανή γεύση του . Η δύναμη της φύσης της νέας γης έπεφτε όλη απάνω τους .Τους έσπρωχνε να ενωθούν . Έριξε τον Παντελή πάνω στο χαλί της . Και τη Μάρθα από πάνω του σαν τον ουρανό της . Τα αδύναμα μυρμήγκια της αγάπης βρήκαν τον έρωτα που τους ένωνε με κλάματα .Με αναστεναγμούς και με ηδονικούς ήχους έκαναν παράφορο σεξ . Κυλιόταν όπως έκαναν παιδάκια βαρελάκια , πάνω στο χαλί της αγάπης τους . Η νύχτα τους τύλιξε με τον ουρανό της . Ένα άκομψο καφεδί πουλί χοντροκομμένο , ψηλομύτικο με ηλίθια μύτη , με άτσαλα βήματα εμφανίστηκε αμυδρά στο σκοτάδι φωνάζοντας κίου κίου βγαίνοντας από το καταφύγιό του μεθυσμένο από τα αρώματα του έρωτα . Σαν τυφλό σκόνταψε πάνω τους μόλις ακριβώς τελείωσαν το σεξ στέλνοντας τις τελευταίες φωνές τους , τις νέες υποσχέσεις αγάπης διάχυτες στη νέα γη , στον νέο ουρανό .Το πουλάκι , λοιπόν τριβόταν πάνω στα ημίγυμνα κορμιά τους . Κι η Μάρθα έτσι ακριβώς αισθανόταν , όμοια με το πουλί που έκραζε σαν βραχνοκοκκοράκι στα πρωινά αστέρια . Και τριβόταν μαζί του στον Παντελή

Page 120: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

120

Η Σοφούλα ήταν παρθένα . Και σαν παρθένα της άρεσαν πολύ τα φιλιά και τα χάδια , ακόμη . Ο Ανδρέας τη φιλούσε πολύ . Φιλούσε τα χείλη της . Τη φιλούσε ρουφηχτά με τη γλώσσα . Της άνοιγε ένα ένα τα κουμπιά στο λευκό της πουκάμισο με τους μεγάλους γιακάδες . Δεν βιαζόταν καθόλου . Ήθελε να φιλήσει όλο το κορμί της . Κατέβασε το σουτιέν της από την πλευρά της καρδιάς και απαλά με τα χείλη του άγγιξε τη θηλή της . Σιγά σιγά τη ρούφηξε . Πέρασε τα χέρια στην πλάτη της ξεκουμπώνοντας το σουτιέν της . Το έβγαλε μαζί με το λευκό της πουκάμισο . Την κάθισε πάνω του πρόσωπο με πρόσωπο . Η Σοφούλα τριβόταν πάνω στο παντελόνι του . Ήταν πιο βιαστική από τον Ανδρέα . Του έβγαλε λαχανιασμένη και το δικό του πουκάμισο με τα μισά κουμπιά του σπασμένα . Μάζεψε τη φουστίτσα της πάνω από το βρακί της και ξεκούμπωσε το παντελόνι του Ανδρέα ενώ αυτός είχε βάλει όλο το πρόσωπό του ανάμεσα στα στήθη της από ρώγα σε ρώγα . Η Σοφούλα καθώς τριβόταν πάνω στο μαύρο παντελόνι του τέλειωσε για τελευταία φορά παρθένα .Ο Ανδρέας την έριξε πάνω στο κρεβάτι . Γονατιστός έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της .Η Σοφούλα άνοιξε σαν λευκή γαρδένια . Σαν λευκή γαρδένια που άνοιξε το λουλούδι της μες τη νύχτα . Απαλά ήρθε ελαφρός από πάνω της . Δεν πόνεσε καθόλου . Η γαρδένια της άνοιξε περισσότερα και έγινε νούφαρο . Ολόλευκο νούφαρο πάνω στα παχιά του σκουροπράσινα φύλλα που επέπλεαν πάνω στην υγρή λίμνη των χυμών της απόλαυσης . Ο Ανδρέας δεν ήξερε από παρθένες . Ούτε ήξερε ότι η Σοφούλα ήταν παρθένα .Όλα αυτά τα έκανε από ένστικτο . Το ένστικτο του μεγάλου εραστή . Πάντως ένιωσε ότι έσπασε κάτι . Ύστερα από ώρα ξαπλωμένος δίπλα της του ερχόταν ένα άρωμα κάτι σαν γαρδένια , κάτι σαν νούφαρο . Μύρισε τη Σοφούλα , το άρωμα της ήταν πιο μεθυστικό ακόμη .Και ο έρωτάς τους ακόμη πιο μεθυστικός . Έτσι χάθηκαν από τον κόσμο . Κλείστηκαν σε ένα δωμάτιο στο σπίτι του Ανδρέα . Πάει κι η ωραία νέα γη από τα μάτια τους . Ο έρωτάς τους έφτιαχνε τα καλύτερα τοπία στη φαντασία τους . Η ηδονή έβαζε από πάνω τα ομορφότερα χρώματα και ήχους που δεν είχαν ούτε τα πιο πολύχρωμα και καλλικέλαδα εξωτικά πουλάκια .

Ο Παντελής και η Μάρθα αντί να ανησυχούν για τα δικά τους ανησυχούσαν γι’ αυτούς .

Page 121: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

121

Ο Παντελής πάντα θα του καταλόγιζε αυτή την εγκατάλειψη , του κολλητού του . Ήταν ένας λόγος παραπάνω να πίνει λίγο ουίσκι παραπάνω .Κι η Μάρθα παρόλη την ελευθερία της αισθάνθηκε πιο χωρισμένη κι απ’ όταν χώρισε με τον Παντελή . Δεν χώρισαν , βέβαια , ποτέ με τον Παντελή , αλλά ζούσαν σαν ελεύθερα δελφίνια .Ο Παντελής πλέον έκανε μια ζωή ρουτίνας . Ζούσε χωρίς όρεξη . Όταν ήρθε το κορίτσι της το καλοδέχτηκε υπάκουα . Και στην εγκυμοσύνη της , τη φρόντιζε και ενδόμυχα χαιρόταν . Αλλά είχε πια χάσει τη δύναμη να εκφράζει τα συναισθηματά του . Ζούσε σε κάποιο άλλο νέο κόσμο , λιγομίλητος . Είχε όμως μερικές σημαντικές στιγμές κάποια ξεσπάσματα χαράς . Σε όλες τις βαφτίσεις έκανε γιούρια ρίχνοντας απλόχερα χρήματα στα παιδάκια . Και πολύ το χαιρόταν πάνω στα σκαλοπάτια της εκκλησίας . Έλεγε ότι το είχε απωθημένο από το πρώτο του κορίτσι .Και στο αγοράκι της Σοφούλας και του Ανδρέα έφερε και ολόκληρη μπάντα πνευστών . Ήθελε να θυμηθεί πως ήταν τα κλαρίνα που είχε επιθυμήσει .Γελούσε με τους έρωτες της μιας βραδιάς της Μάρθας . Της έλεγε ότι δεν υπάρχουν . Της έλεγε για τον Ανδρέα . Της έλεγε για την Κάκι αλλά και πάλι δεν επέμενε . Δεν θα ήταν ποτέ ξανά ισχυρογνώμων . Τέλειωνε με ένα ιδανικό τίτλο τέλους , όπως τον χαρακτήριζε , έτσι είναι αν έτσι νομίζετε .Ξεσπάσματα λύπης δεν είχε ποτέ . Ούτε θυμού . Πάντοτε μακροθυμούσε . Μόλις το αγοράκι του Ανδρέα και της Σοφούλας ποδάρωσε και άρχισε να περπατάει τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν . Μαζευόταν συχνότερα . Έψηναν καμιά σούβλα . Τα παιδάκια τους έπαιζαν στον καταπράσινο κήπο . Άρχισαν να λειτουργούν σχεδόν όπως παλιά . Η Μάρθα και ο Παντελής όσα και να έλεγαν τους αγαπούσαν και τους περίμεναν . Τους πρόσμεναν . Ένα από τα βασικά συστατικά της αγάπης είναι και η προσμονή .

Κάποια φορά ο Ανδρέας έπιασε στα χέρια μια Καινή Διαθήκη που βρήκε στο μαρμάρινο τραπεζάκι κάτω από τα πυκνοφυτεμένα εσπεριδοειδή του κήπου του Παντελή . Ήξερε ότι καταγόταν από θρησκευτική οικογένεια . Η Σοφούλα πολλές φορές θυμιάτιζε ακόμη από συνήθεια στο σπίτι τους . Ο Ανδρέας της κρυφοέριξε μια ματιά και την ξεφύλλισε για λίγο . Ήταν παιδί της πόλης και δεν ήξερε και πολλά θρησκευτικά .Αν και τελευταία που πήγαιναν στην εκκλησία και με το καφεδάκι και με το τσαγάκι , ωραία τα περνούσαν . Τη διάβασε κι άλλες φορές και του άρεσε να τη διαβάζει μυρίζοντας τα αιθέρια αρώματα και ησύχαζε . Μια ωραία μέρα με καθαρό καιρό πήγαν ποδηλατάδα .Ο δρόμος περνούσε ανάμεσα από αμπέλια και κατέληγε σε ένα πλατύ κεραμιδί βράχο . Από κάτω υπήρχε μια τεράστια αμμουδιά του ωκεανού γεμάτη κοχύλια και αμμοθίνες . Στις αμμοθίνες ήταν φυτρωμένα ψηλοστέλεχα αγρωστώδη αραιά ίσα ίσα να τονίζουν στο τοπίο τη φορά του ανέμου .Πλήθος πουλιών ήταν αραδιασμένα κατά μήκος . Αποικίες πουλιών που έκρωζαν .

Page 122: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

122

Άλλα έκρωζαν για τα θηλυκά , άλλα για τα αρσενικά , για τη φωλιά , για την τροφή , για τον ωκεανό , για τον άνεμο , για το παιχνίδι . Έκρωζαν βγάζοντας ήχους εκκωφαντικούς που έφταναν όμως ευχάριστα στα αυτιά και των τριών τους . Παρακάτω σε κάποια βράχια ξάπλωναν ή κυλιόταν θαλασσινά λιοντάρια που φώναζαν πιο μπάσα από όλα σαν δυνατά μπάσα βατράχια . Τους χτυπούσαν παλαμάκια για όλο το εξαίσιο πανηγύρι που απολάμβαναν οι αισθήσεις τους σαν άγνωστες μελωδίες της άγριας και ήμερης ταυτόχρονα , φύσης . Τα θαλάσσια λιοντάρια βουτούσαν στον ωκεανό . Τα πουλιά πετούσαν λίγα μέτρα παρακεί . Σταματούσαν και τους κοίταζαν περίεργα που δεν τα άφηναν στην ησυχία τους . Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ήχους και στους ήχους των κοχυλιών που τρίβονταν κάτω από τα πόδια τους και τον συρικτό ήχο των αγρωστωδών στον άνεμο ο Ανδρέας κάτι είπε στη Σοφούλα και στη Μάρθα . Τις είπε ότι θα γινόταν ιεραπόστολος . Αλλά αυτές ξέσπασαν σε γέλια . Το γέλιο βέβαια , είναι έκφραση χαράς . Η Μάρθα με τη Σοφούλα ένιωθαν ήδη πολύ χαρούμενες σε ένα τέτοιο περιβάλλον και έψαχναν την ευκαιρία να το εκδηλώσουν . Ανεβήκαν στα ποδήλατα τους και στο γυρισμό ανάμεσα στα αμπέλια καθώς περνούσαν τον πείραζαν με ψαλμούς και σχόλια . Ήταν μοναδική ποδηλατάδα . Κι ας μην το πίστεψαν ο Ανδρέας έλεγε αλήθεια .

Ο Ανδρέας βρέθηκε ως ιεραπόστολος σε ένα μικρό νησάκι. Σε μια κουκκίδα του χάρτη στο μέσο του τεράστιου ωκεανού πάνω στα πιο βαθύχρωμα μπλε της υδρογείου . Οι ιθαγενείς έκαναν την απλούστερη ζωή . Φορούσαν κάτι ρουχαλάκια ίσα ίσα να τους καλύπτουν το κορμί τους. Έτρωγαν φυτικές τροφές , κυρίως φρούτα και ψάρια . Ήταν φοβερά προσηνείς και καλοκάγαθοι . Ήταν καλοί άνθρωποι . Ήθελαν να γνωρίσουν το Χριστό . Ήθελαν να γίνουν καλοί χριστιανοί . Ο Ανδρέας προσπαθούσε πολύ γι’ αυτό . Μαζί του ήταν και κάποιος ιερομόναχος που πρσευχόταν να ευοδωθεί το θεάρεστο έργο της ιεραποστολής .Άρχισαν και να κτίζουν ένα ξύλινο ναό . Βαπτίστηκαν αρκετοί κάτοικοι του νησιού από τον ιερομόναχο στη θάλασσα . Ο Ανδρέας έμεινε εκεί αρκετό καιρό χωρίς να μπορέσει να επικοινωνήσει με τη Σοφούλα . Η Σοφούλα πίστευε ότι ο Ανδρέας θα επιστρέψει σύντομα αλλά πόσο σύντομα δεν μπορούσε να το υπολογίσει . Παρέα με τον Παντελή , τη Μάρθα και τα παιδάκια τον περίμενε . Η αλήθεια ήταν ότι τον αγαπούσε . Δεν θα ήταν το βίτσιο της ιεραποστολής που θα τη χώριζε . Και ο χρόνος που περνούσε μπορεί να λειτουργούσε θετικά και να τους έβγαινε σε καλό . Να δυνάμωνε τον έρωτά τους γιατί η αγάπη τους ήταν μια μόνιμη κατάσταση . Της έλειπε το σεξ . Αλλά έλπιζε ότι ο Ανδρέας θα το αναπλήρωνε με το παραπάνω .

Η Μάρθα συμφωνούσε μαζί της όταν έλεγαν τα σεξουαλικά τους μπαίνοντας και σε λεπτομέρειες καμιά φορά . Όταν άξιζε τον κόπο να τις περιγράψουν . Η Μάρθα είχε δυο τρία στέκια που σύχναζε όταν είχε κέφια .

Page 123: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

123

Το παρκάκι της ήταν όμως ένα , όπως το έλεγε . Και από πάνω του , του είχε βάλει πολλά καινούρια αστέρια , αστερισμούς που θα γίνονταν νεφελώματα . Η Σοφούλα γελούσε χωρίς να σκανδαλίζεται σχεδόν καθόλου . Και καμιά βραδιά το διασκέδαζε μαζί της . Ο αγαπημένος τους λάτιν χορός ήταν η σάμπα . Τη θεωρούσαν τον πιο απελευθερωτικό χορό . Και περισσότερο απελευθέρωνε κρυμμένες ερωτικές διαθέσεις τους . Με τις κινήσεις της λεκάνης , οι προκαταλήψεις περί του σεξ ζαλίζονταν . Και ζαλισμένες από το τρελό λίκνισμα τις πετούσαν σε μια γωνίτσα σαν μια μικρή κουκκίδα στο βαθυγάλαζο ωκεανό των επιθυμιών . Σαν το νησάκι που είχε πάει ιεραποστολή ο Ανδρέας . Και από εκεί και ύστερα ήταν εντελώς ελεύθερες στις διαθέσεις του έρωτα , πανέτοιμες να απολαύσουν το σεξ .Η Σοφούλα όμως επέστρεφε στο σπίτι μόνη της . Αν και είχε αισθανθεί αυτή ελευθερία δεν ήθελε να το δοκιμάσει .Πίστευε ότι δεν έπρεπε να τα δοκιμάσει και όλα , όπως έλεγε με έμφαση στη Μάρθα . Ο Ανδρέας της εκτός του ότι ήταν τέλειος εραστής η Σοφούλα ήθελε να είναι και το σεξ μοναδικό . Η μοναδικότητα είναι μια ηδονή από μόνη της. Όμως , όταν η Σοφούλα φανταζόταν και πως θα ήταν το σεξ με κάποιον άλλο που τον έβλεπε ζωντανά μπροστά της , της δημιουργούσε τρομερή έξαψη . Έβαζε στη θέση του Ανδρέα κάποιον νέο Ανδρέα και τα μάτια της πετάγονταν έξω από αυτό που έβλεπε ότι θα ένιωθε . Ένιωθε το βρακάκι της να στενεύει , να συσφίγγεται ανάμεσα στις σχισμές . Είχε μια αδυναμία στα μαύρα εσώρουχα και μετά της άρεσε να χαιδεύει τα αποξηραμένα ζουμιά της . Τα μύριζε και μέσα από τον νέο Ανδρέα θυμόταν τον Ανδρέα της . Ένα νέο άρωμα αναδυόταν και μοσχομύριζε στον αισθησιασμό της .

Το έκανε και με τη ζωηρή φαντασία της σχεδόν κάθε φορά που έμενε στο σπίτι μοναχή της . Σχεδόν κάθε πρωί που ο Παντελής έφευγε για τη δουλειά και τα παιδάκια πήγαιναν σχολείο . Η Μάρθα συνήθως την επισκεπτόταν μετά το μεσημέρι . Κι έτσι ησυχασμένη τέντωνε το κορμί της σαν να ήταν ο νέος Ανδρέας μαζί της . Τούρλωνε τα οπίσθιά της , λύγιζε τη μεσούλα της , άπλωνε τα χέρια της ολόκληρα τέρμα μπροστά . Έμενε ανοιχτή , τεντωμένη , ακούνητη. Σαν μια τεντωμένη γατούλα . Ο αέρας έμπαινε άφοβα κουβαλώντας τα αιθέριά του αρώματα των εσπεριδοειδών . Χάιδευε το χνουδάκι της . Στη Σοφούλα άρεσε πολύ να περιμένει με την απαλή ανατριχίλα να τη χαιδέυει σύγκορμη . Ύστερα αφού ερεθιζόταν για τα καλά και οι χυμοί της άρχιζαν να κυκλοφορούν παντού έφερνε τα χέρια πίσω της . Τσιμπούσε δυνατά τους γλουτούς της με τις παλάμες της . Τους άνοιγε και τους κρατούσε ανοιχτούς δυνατά .Τους έκλεινε σφιχτά . Τους ανοιγόκλεινε .

Page 124: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

124

Άκουγε τους ήχους της . Σιγά σιγά άρχιζε να χρησιμοποιεί τα δάχτυλά της . Τα έχωνε παντού . Σιγά σιγά . Τα τραβούσε έξω απότομα . Την ηδόνιζε πολύ αυτό το τράβηγμα . Ποτέ δεν τελείωνε με τα δάχτυλά της μέσα στο σώμα . Έριχνε ένα βρακί από προηγούμενη χρήση στη μύτη της . Έγλειφε τα δάχτυλά της ένα ένα . Και έτσι τελείωνε . Και άρχιζε πάλι αφού χαλάρωνε γυρίζοντας προς τα δω και προς τα κει τα μισοσηκωμένα γόνατα της . Είχε ακούσει για τα ερωτικά βοηθήματα αλλά δεν τα χρησιμοποίησε ποτέ της . Θεωρούσε ότι το μεγαλύτερο βοήθημα ήταν η φαντασίωσή της . Δεν θα ήθελε να την πλαστικοποιήσει . Ήθελε να απολαμβάνει το σεξ απλά .Η δουλειά της Σοφούλας ήταν ελεύθερη δεν είχε τυπικά ωράριο . Όταν ερχόταν κάποιος είχε προηγουμένως κλείσει ραντεβού . Ύστερα η Σοφούλα τον επισκεπτόταν . Έβλεπε το σπίτι , εξηγούσε τις λεπτομέρειες της δουλειάς , έδινε επί τόπου την προσφορά της και αν είχε θετική απάντηση κανόνιζαν την ημερομηνία που θα έβαφαν το σπίτι , το γραφείο ότι ήταν τέλος πάντων .

Εκείνο το πρωινό δεν ήξερε τι την είχε πιάσει τη Σοφούλα . Ήταν η τρίτη φορά που τελείωνε τον οργασμό της φωνάζοντας . Το βρακάκι της , της ειχε καλύψει τα μάτια και στην άλλη άκρη του το ρουφούσε μαζί με τα δαχτυλά της . Οι αρθρώσεις της πονούσαν από το πολύ τέντωμα . Και δεν θα σταματούσε αν δεν χτυπούσε το τηλέφωνό της . Απάντησε προσπαθώντας να κρύψει το λαχάνιασμά της . Μια κυρία της ζητούσε επειγόντως αν μπορούσε να τους επισκεπτόταν για μία προσφορά . Ήταν από κάποιο χώρο εκδηλώσεων . Είχαν κλείσει μια συναυλία και στις προυποθέσεις έπρεπε ο χώρος να έχει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα . Είχαν τις προδιαγραφές έτοιμες να της δει . Η Σοφούλα ξεκίνησε αμέσως να τους συναντήσει . Ήταν ένα πολύ όμορφο ζευγάρι . Ξανθοί κι οι δυο τους . Η κυρία καλοντυμένη με φοβερή κορμοστασιά που ξεχώριζαν τα ψηλά καλλίγραμα της πόδια σαν της μπαλαρίνας . Πρόσχαρη και γαλανομάτα . Ο σύζυγος της πολύ αρρενωπός . Στο τετραγωνισμένο του πρόσωπο ξεχώριζε το γλυκό βλέμμα του μέσα από τα καστανά του μάτια . Στο φαρδύ στήθος του φαίνονταν καθαρά τα μυώδη στήθη του . Είχε πάνω του την αρμονική αντίθεση του αρρενωπού και του γλυκού . Η Σοφούλα είδε τον άντρα των παιδικών ονείρων της μπροστά της . Τον κοίταξε πολύ διακριτικά και θα προσπαθούσε να κρατήσει τα μάτια της χαμηλά είπε στον εαυτό της . Το βρακάκι της άρχισε να τη γαργαλάει για τέταρτη φορά . Το κτίριο ήταν ένα υπέροχο αρχιτεκτόνημα , αμφιθεατρκά περιτρυγυρισμένο από ένα ήμερο καταπράσινο λιβάδι . Είχε και άριστη ακουστική , όπως της εξήγησαν . Θα έπρεπε να βαφεί η μπροστινή του όψη και της έδειξαν τα σχέδιά τους . Η Σοφούλα έκανε τους υπολογισμούς και η δουλειά έκλεισε .

Page 125: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

125

Τους φάνηκε πολύ λογική η προσφορά της .Έτσι σκέφτηκαν μήπως έβαφαν και ένα γραφειάκι που είχαν παρακάτω . Η Σοφούλα ανέβηκε στο πολυτελές διθέσιο αμάξι με τον άντρα των ονείρων της για της το δείξει .

Στη νέα γη οι άνθρωποι χαίρονται να κατοικούν στα πιο απίθανα σημεία . Ακόμα και για τα γραφεία τους επιλέγουν απίστευτα μέρη σπάνιας φυσικής ομορφιάς . Το γραφείο που πήγαν να δουν ήταν ένα κυβιστικό αρχιτεκτόνημα που έμοιζε ότι ήταν ριγμένο πάνω σε τεράστια στρογγυλά βράχια . Αριστερά και δεξιά του , δυο απόκοσμες ακρογιαλιές και μπροστά ο ωκεανός .Εκείνος έβγαλε να την κεράσει ένα δροσιστικό λικεράκι αρούβιο πάνω στο μπαλκόνι του ωκεανού . Της έπιασε το χέρι αγναντεύοντας την ερημική απεραντοσύνη χωρίς να κοιτάζονται καθόλου μεταξύ τους . Ήπιαν το αρούβιο ένα μεθυστικό βοτάνι της νέας γης . Το ήπιαν αφήνοντας την τελευταία γουλιά στο κωνικό ποτήρι . Γύρισαν καταπρόσωπο . Η Σοφούλα ακούμπησε με τις παλάμες της τα υπέροχά του στήθη . Του είπε ότι ήταν ο άντρας των ονείρων της . Εκείνος της έδειξε πως κολακεύτηκε γνωρίζοντας την ομορφιά του . Η Σοφούλα τον παρακάλεσε να την αφήσει . Εκείνος έσκυψε λιγάκι και τη φίλησε . Η Σοφούλα έπεσε στα γόνατά του και χάθηκε μέσα από το φερμουάρ του . Τέλειωσε μισοκρεμασμένη στο χαώδες κενό που έβλεπε κάτω της να το χτυπούν πελώρια κύματα . Ένιωθε τα οπίσθιά της να τα χτυπούν τα πελώρια κύματα εκείνου . Τα βογγητά έτρεχαν στα δελφίνια και στις φάλαινες σαν ερωτηματικά . Σαν απάντηση ερχόταν μόνο ο βουερός παφλασμός ανάμεσα στα γοργοφτέρουγα πουλάκια που κελαηδούσαν γύρω της . Ύστερα ήπιαν την τελευταία γουλιά από το αρούβιο λικεράκι και επέστρεψαν . Η Σοφούλα του πρότεινε να ξαναβρεθούν στο ταπεινό αιθέριο παραθύρι της . Εκείνος φανερά ευχαριστημένος της απάντησε θετικά και πάτησε γκάζι σαν άνεμος . Ήξερε καλά από όμορφες γυναίκες .

Η Σοφούλα είπε το νέο της στον Παντελή και φυσικά στη Μάρθα . Τον Παντελή δεν τον ένοιαξε καθόλου . Η Μάρθα εξέφρασε την έκπληξή με ένα γέλιο που έβγαινε από βαθιά . Η Σοφούλα συναντιόταν τακτικά με εκείνον στο γραφείο του και καμιά φορά στο σπίτι της , στο σπίτι του Ανδρέα . Γνωρίστηκαν καλύτερα με τη γυναίκα του . Η γυναίκα του ήξερε για τη σχέση τους τη σεξουαλική , αλλά ήθελε ο όμορφος άντρας της να είναι ικανοποιημένος . Και επιπλέον της άρεσε η διαφορετική ομορφιά της Σοφούλας , η μεσογειακή της ομορφιά . Της άρεσε και ο Παντελής όπως τον κοίταζε να βάφει και του εκδηλώθηκε . Ο Παντελής ήταν ατάραχος πια σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις . Του είχε κοπεί η όρεξη ακόμα και για την Κάκι . Αλλά τη γυναίκα εκείνου, δεν την πείραξε καθόλου η σεξουαλική αδιαφορία του

Page 126: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

126

Παντελή . Της άρεσε το στιλ του και τον απολάμβανε με ψιλοπειραγματάκια ελπίζοντας . Εκείνος , έλεγε στη Σοφούλα ότι δεν την ήθελε απλά μόνο σεξουαλικά και της υποσχόταν από μόνος του κάποια στενότερη σχέση . Τον Ανδρέα σχεδόν τον είχε ξεχάσει και τον θυμόταν από τις υπενθυμίσεις του Παντελή . Ο Παντελής της έλεγε ότι τον περίμενε , δεν θα μπορούσε να τον ξεχάσει ο κολλητός του .

Η Σοφούλα και εκείνος έκαναν πρωινό σεξ στην κρεβατοκάμαρα της Σοφούλας και του Ανδρέα . Είχαν στραμμένες τις πλάτες τους προς το ανοιχτό παράθυρο και το πρωινό αεράκι τους χάιδευε ανάμεσα από τα γυμνά τους μέλη . Γι’ αυτό είχαν στραμμένη την πλάτη τους . Έτσι , λοιπόν , κοίταζαν προς την πόρτα του δωματίου όταν άνοιξε την πόρτα χαρούμενος ο Ανδρέας . Τη στιγμή εκείνη που η Σοφούλα τέλειωνε τον οργασμό της με ένα μακρόσυρτο α , ααά χτυπώντας δυνατά στο ρυθμό τα οπίσθιά της . Ο Ανδρέας παρέμεινε χαρούμενος στα έκπληκτα μάτια τους που τον κοίταζαν γουρλωμένα από ηδονή . Ο Ανδρέας είπε στη Σοφούλα ότι θα την περίμενε στον κήπο . Εκείνος, έφυγε γιατί και εκείνος σαν άνθρωπος αισθανόταν ντροπή . Η Σοφούλα δεν άργησε . Πλύθηκε και ντύθηκε στα γρήγορα και βγήκε να τον συναντήσει . Ο Ανδρέας ήταν πολύ σύντομος . Χαιδεύοντας τη γενειάδα που είχε στο μεταξύ αποκτήσει της είπε ότι θα γινόταν μοναχός με αναπαυμένη πια τη συνείδησή του , μοναχός στη νέα γη . Της είπε για το αγόρι τους ότι ήταν άντρας και όταν μεγαλώσει θα καταλάβει την κλίση του αυτή . Και ότι θα προσευχόταν γι΄αυτούς . Η Σοφούλα του έδωσε τη συγκαταθεσή της αν και δεν χρειαζόταν πια , αφού την είχε δει με τα μάτια του .

Η Σοφούλα πληγώθηκε όχι από τον Ανδρέα , αλλά από εκείνον τον άλλον . Γρήγορα κατάλαβε τις ψευτικές του υποσχέσεις . Και πληγώθηκε δυο φορές γιατί η Σοφούλα δεν του είχε ζητήσει υποσχέσεις . Τι ήθελε και της τις έδινε , λοιπόν . Τότε άρχισε να βγαίνει με τη Μάρθα , θυμωμένη . Θυμωμένη ξέδινε στο χορό . Στον ουρανό κολλούσε αστέρια θυμωμένα όπως κολλούσε μια ξεζουμισμένη μασημένη τσίχλα στον τοίχο της τουαλέτας . Ούτε έτσι της άρεσε . Τίποτα δεν της άρεσε , ήταν απελπισμένη . Την είχε αρπάξει η απελπισία της νέας γης . Η μόνη της ελπιδοφόρα σκέψη ήταν το νέα , όταν το έλεγε . Νέος το επίθετο του έρωτα , που μόνο νέος θα μπορούσε να υπάρχει . Νέος στη νέα γη . Όπως ήταν και σε όλες τις ζωγραφιές της Μάρθας ζωγραφισμένος. Σε τέτοια κατάσταση βρισκόταν καθισμένη κάτω από το ανθισμένο δεντράκι την μέρα που τη συνάντησε ο Αλέκος . Νέος στη νέα γη . Έτσι της φάνηκε ο Αλέκος έρως σγουρομάλλης .

Page 127: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

127

Κάθε χρόνο στο πανηγύρι του χωριού τους , του νέου χωριού τους , κατέβαινε και ο Ανδρέας , μάλλον από το μοναστήρι . Πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία . Και αμέσως μετά στο σπίτι του Παντελή το γιόρταζαν κοσμικά . Ο Παντελής με τη Μάρθα , η Σοφούλα με τον Αλέκο , εκείνος με εκείνη , η Κάκι , ο Ανδρέας και τα τρία κοριτσάκια με το αγοράκι . Οι παρεξηγήσεις όλες είχαν λυθεί και περισσότερο ο Παντελής ευγνωμονούσε τον γαμπρό του τον Αλέκο για τη νοητή γροθιά που του είχε ρίξει .Χωρίς νοητές καρπαζιές δεν ξυπνάει ο άνθρωπος τους έλεγε ο Παντελής τραβώντας μακρόσυρτα τις οξείες και τις καταλήξεις των λέξεων σαν ντελάλης και το πανηγύρι ξεκινούσε . Αφού βέβαια ο Ανδρέας το ευλογούσε . Ψητό αρνί , κρασί , του Αλέκου , πίτες , φρούτα και γλυκά γέμιζαν το εορταστικό τραπέζι . Χωρίς σαλάτα , σαλάτα έκαναν τις άλλες μέρες . Ο Αλέκος έπιανε το τρίχορδο και τραγουδούσαν όλοι μαζί , παρέα . Τα παιδάκια είχαν μάθει πολύ καλό συρτάκι . Το έδειχναν και σε εκείνον και σε εκείνη και στην Κάκι . Αλλά όσο νάναι ήταν ξενικός ρυθμός γι’ αυτούς και προσπαθούσαν μετρώντας ένα δύο τρία οπ , να μάθουν τα βήματα . Το απολάμβαναν όμως . Την ψυχή τους την κρατούσαν έξω από το χορό , σε λάτιν ρυθμούς . Σαν σάμπα . Η Σοφούλα , ο Αλέκος , η Μάρθα , ο Παντελής , ο Ανδρέας , την ψυχή τους την είχαν μέσα στο χορό . Μέσα στο χορό του έρωτα . Αληθινή σάμπα ο ερωτισμός . Σ.Α.Μ.Π.Α. . Αρκτικόλεξο από τα ονόματα των ερωτόπληκτων ψυχών τους .

Φέτος είχαν πιεί ακόμα περισσότερο και το γλέντι τραβούσε αργά το βράδυ . Ο Ανδρέας αποτραβήχτηκε διακριτικά από το ατέλειωτο γλέντι . Ανέβηκε σε ένα μικρό καμαράκι της σοφίτας , που το είχε κρατημένο ο Παντελής για τέτοιες περιπτώσεις . Τους άκουγε κάτω που γλεντοκοπούσαν . Σκεφτόταν την προηγούμενή του ζωή . Δεν έπρεπε όμως . Προσπαθούσε να κοιμηθεί . Ίσως και να μην είχε κοιμηθεί . Αλλά ένιωσε έντονη δίψα . Ξύπνησε . Πήγε προς την κουζίνα να πιει λίγο νερό να ξεδιψάσει . Στο κάτω μέρος της σκαλίτσας , στην κάτω άκρη είδε τη Σοφούλα και εκείνη τη γυναίκα εκείνου .Η Σοφούλα καθόταν στο τρίτο σκαλοπατάκι με την πλάτη γυρισμένη προς τον Ανδρέα που ήθελε να πιει νερό , να ξεδιψάσει . Εκείνη στεκόταν όρθια μπροστά της . Τα δυο της πόδια ανέβαιναν ψηλά στη λεκάνη της αφήνοντας ένα φυσικό άνοιγμα ανάμεσά τους . Η Σοφούλα έχωσε το κεφάλι της στο άνοιγμα των ποδιών της και τη μοσχομύριζε . Το βρακάκι της της μοσχοβολούσε . Της σήκωσε τη φουστίτσα ψηλά και τα καλλίγραμμα πόδια της έλαμψαν στη μισοσκότεινη ατμόσφαιρα . Έλαμψαν δυο φορές .Μία στο γυαλιστερό καλσόν της και ακόμη μια στο ασπριδερό δερματάκι της δίπλα στις ζαρτιέρες . Στο βρακάκι ανάγλυφο ξεχώριζε το αρούβιο λουλούδι απλωμένο εκατόφυλλο τριαντάφυλλο μαβί .

Page 128: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

128

Η Σοφούλα το ακούμπησε με τα κάτασπρα δοντάκια της . Δεν το δάγκωσε , του έστειλε μόνο την αναπνοή της . Κι εκείνο αμέσως δρόσισε στα φύλλα του και μάζεψε ψιλούτσικες δροσοσταλίδες στο φρεσκοξυρισμένο χνούδι του . Έλυσε τις ζαρτιέρες με τα επιδέξια νύχια της και το δεμένο κορδόνι στο χρυσαφί κρικάκι πλάι στο κιλοτάκι εκείνης . Η Σοφούλα τη φιλούσε στο αρούβιο με όλο το σάρκινο πάθος που είχε στα σαρκώδη της χείλη . Εκείνη άπλωσε τα πόδια της και με δυο βήματα ανέβηκε στο τέταρτο σκαλοπατάκι . Κάθισε πάνω στο πρόσωπο της Σοφούλας , πάνω στα χείλη της Σοφούλας που τη φιλούσαν , κρατημένη από τα υποβοηθητικά στηρίγματα της σκαλωσιάς . Έλιωσε από την ηδονή . Την άλειψε με το λάδι των ζουμιών της .Τυλιγμένη στα ξανθά μαλλιά της βογγούσε . Αναστέναζε ανάμεσα στα πλεγμένα ξέπλεκα μαλλιά της . Τα γαλανά μάτια της είδαν τον Ανδρέα να τις κοιτά . Της άρεσε να τις κοιτά . Του χαμογέλασε με δαγκωμένο το κάτω της αχείλι . Γύρισε την πλάτη της και κατέβηκε δυο σκαλοπατάκια , στο δεύερο σκαλάκι . Έριξε το σώμα της μπροστά , κάτω στο πάτωμα . Γεφύρωσε το το κορμί της και ξαναέβαλε τρέμοντας εντελώς τη λεκάνη της και την έδωσε στα σαρκώδη χείλη της Σοφούλας που την περίμεναν ανοιχτά να τη φτάσουν , να την γλυκοκαταπιούν . Και αφού τέλειωσε εκείνη , γύρισε τη Σοφούλα . Της ακούμπησε τα γόνατα στο δεύτερο σκαλοπάτι κι εκείνη γονατιστή στο πάτωμα έβαλε τη γλώσσα της κάπου στα οπίσθια της Σοφούλας , ήταν η σειρά της . Η Σοφούλα λύγισε από την ηδονή . Το σώμα της έκανε βαθιά καμάρα . Το σαγόνι της ακούμπησε στο παραπάνω σκαλοπάτι . Τρελή από ηδονή ήθελε τον ουρανό να βρει . Ήθελε να δει τα αστεράκια της και κοίταξε προς τα πάνω . Είδε τονΑνδρέα που τις κοίταζε . Τελείωσε στο στόμα εκείνης κοιτάζοντας τον Ανδρέα μες τα μάτια όπως παλιά . Τι ωραία που ήταν παλιά ! Δεν τελείωσε ... Ήθελε κι άλλο . Γόνατο γόνατο , η Σοφούλα ανέβαινε σκαλοπάτι σκαλοπάτι . Λαίμαργα , με τα χέρια της τεντωμένα μπροστά ανέβαινε πιάνοντας σκαλοπάτι σκαλοπάτι , με τις παλάμες χτυπούσε να τον φτάσει . Κολλημένη πίσω της ακολουθούσε πίσω της η ξανθιά εκείνη . Σε θέλω φώναζε κι εκείνη με πάθος που έβγαζε αχνούς , κάνοντας πιο ατμοσφαιρικούς τους γλούτους της Σοφούλας στο μισοσκόταδο . Κλαπ κλαπ χτυπούσαν οι παλάμες της Σοφούλας στα σκαλοπάτια αγωνιώντας να τον φτάσουν . Ο Ανδρέας ταραγμένος έκανε να φύγει και γλίστρησε , τον έπιασαν από το πόδι . Τον τραβούσαν προς τα κάτω . Τον ήθελαν κι οι δυο στο πάτωμα κάτω . Τον ήθελαν στο πάτωμα γυμνό και ύστερα θα τα έβρισκαν οι δυο τους .Δεν θα τον έκαναν κομμάτια . Θα ήταν πολύ τραγικό .

Page 129: Σ.Α.Μ.Π.Α. του Ιωάννη Σκοτ

129

Το σεξ δεν είναι τραγωδία . Το σεξ δεν είναι τραγωδία .Ο Παντελής του έριξε μία καρπαζιά να είναι όλη δικιά του . Μια κατακεφαλιά αληθινή από το θέατρο των σκιών βγαλμένη . Ο Ανδρέας πετάχτηκε δυο ολόκληρα μέτρα απάνω . Τι βαράς , ρε , Παντελή του λέει . Δε βλέπεις ότι κοιμάμαι . Ο Παντελής έσκασε από τα γέλια . Κι ο Ανδρέας γέλασε κι αυτός χωρίς να καταλαβαίνει . Ποιος καταλαβαίνει και γελάει σκέφτηκε σαν κάποιος άλλος . Στη χρωστούσα του λέει ο Παντελής και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου , τώρα που φώναζες το σεξ δεν είναι τραγωδία , το σεξ δεν είναι τραγωδία . Συνέχισε να του το λέει πολλές φορές ακόμη και με τις ανάλογες γκριμάτσες τον κορόιδευε . Τραγωδία είναι . Το σεξ είναι τραγωδία . Του το δήλωσε , με τη γνωστή του αποφασιστική κίνηση του χεριού του ορθά κοφτά αλά καράτε . Ξύπνα ! Του είπε και τον αγκάλιασε . Αγκαλιάστηκαν στη νύχτα να αποχαιρετιστούν . Στη νέα γη δεν υπάρχουν όνειρα . Όλη η νέα γη είναι της γης το όνειρο . Η νέα ζωή είναι όνειρο . Χαιρετίσματα και στους υπόλοιπους και του χρόνου πάλι , είπε ο Ανδρέας και έφυγε μέσα στη νύχτα μάλλον για το μοναστήρι του .