Εισαγωγή στον Ηρόδοτο

8
Ηρόδοτος (485-425) Είναι ο ιδρυτής της αρχαιοελληνικής ιστοριογραφίας και κατέχει μια ιδιαίτερη θέση μέσα σε αυτήν ευρισκόμενος ανάμεσα στην ιωνική ιστοριογραφία και την παράδοση των λογογράφων και στην αττική λογοτεχνία (Easterling-Knox 1990: 566). Οι Ιστορίαι φαίνεται να δημοσιεύθηκαν στο διάστημα 430- 425, ωστόσο εκείνη την εποχή το έργο του Ηροδότου φαινόταν μάλλον σαν αναχρονισμός. ήταν όμως ήδη γνωστό στην αθηναϊκή κοινωνία και είχε ήδη σημαντική προφορική παράδοση, άρα πρέπει να είχε πρωτοκυκλοφορήσει γύρω στο 440, ενώ άλλες απόψεις τοποθετούν τη δημοσίευση μετά το 425 και τον θάνατο του συγγραφέα. (Easterling-Knox 1990: 568). Ο Ηρόδοτος κλείνει το έργο του με την κατάληψη της Σηστού από τους Αθηναίους το 479, επεισόδιο που κλείνει αυτή τη φάση των Περσικών Πολέμων (Easterling-Knox 1990: 568-569) Τα τελευταία λόγια όμως του έργου του αφήνουν ανοιχτό το ζήτημα αν το έργο παραμένει ημιτελές ή αν όντως τελειώνει με σχετικά ξαφνικό τρόπο στο σημείο εκείνο, κυρίως επειδή σε προηγούμενα σημεία του έργου υπόσχεται να ασχοληθεί με ζητήματα, με τα οποία δεν ασχολείται ως εκεί που τελειώνει η διήγησή του, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο απροσεξίας (Lesky 1998: 447). Εργάζεται σαν ρεπόρτερ, μεταδίδει προφορικές μαρτυρίες, πράγματα που είδε ο ίδιος αλλά παράλληλα κάνει

Transcript of Εισαγωγή στον Ηρόδοτο

Page 1: Εισαγωγή στον Ηρόδοτο

Ηρόδοτος (485-425)

Είναι ο ιδρυτής της αρχαιοελληνικής ιστοριογραφίας και κατέχει μια ιδιαίτερη

θέση μέσα σε αυτήν ευρισκόμενος ανάμεσα στην ιωνική ιστοριογραφία και την

παράδοση των λογογράφων και στην αττική λογοτεχνία (Easterling-Knox 1990: 566).

Οι Ιστορίαι φαίνεται να δημοσιεύθηκαν στο διάστημα 430-425, ωστόσο εκείνη

την εποχή το έργο του Ηροδότου φαινόταν μάλλον σαν αναχρονισμός. ήταν όμως ήδη

γνωστό στην αθηναϊκή κοινωνία και είχε ήδη σημαντική προφορική παράδοση, άρα

πρέπει να είχε πρωτοκυκλοφορήσει γύρω στο 440, ενώ άλλες απόψεις τοποθετούν τη

δημοσίευση μετά το 425 και τον θάνατο του συγγραφέα. (Easterling-Knox 1990: 568).

Ο Ηρόδοτος κλείνει το έργο του με την κατάληψη της Σηστού από τους

Αθηναίους το 479, επεισόδιο που κλείνει αυτή τη φάση των Περσικών Πολέμων

(Easterling-Knox 1990: 568-569) Τα τελευταία λόγια όμως του έργου του αφήνουν

ανοιχτό το ζήτημα αν το έργο παραμένει ημιτελές ή αν όντως τελειώνει με σχετικά

ξαφνικό τρόπο στο σημείο εκείνο, κυρίως επειδή σε προηγούμενα σημεία του έργου

υπόσχεται να ασχοληθεί με ζητήματα, με τα οποία δεν ασχολείται ως εκεί που τελειώνει

η διήγησή του, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο απροσεξίας (Lesky 1998: 447).

Εργάζεται σαν ρεπόρτερ, μεταδίδει προφορικές μαρτυρίες, πράγματα που είδε ο

ίδιος αλλά παράλληλα κάνει και κριτική στις όποιες πληροφορίες παίρνει. Εμπιστεύεται

περισσότερο τους επιχώριους (ντόπιους), καλλιεργεί το συμβάλλεσθαι (συγκρίνει τις

αφηγήσεις) και εκφράζει δυσπιστία προς πολλές από τις αφηγήσεις που μεταφέρει

(Easterling-Knox 1990: 569).

Σκοπός του ήταν να απευθυνθεί σε ένα πανελλήνιο ακροατήριο, όχι με την

έννοια της πολιτικής οντότητας αλλά της πολιτισμικής (Easterling-Knox 1990: 570).

Επηρεάστηκε από τους προγενέστερους «ταξιδιωτικούς συγγραφείς» και

γεωγράφους, κυρίως τον Eκαταίο τον Μιλήσιο. Όπως ο Εκαταίος, και ο Ηρόδοτος

πιστεύει σε ορισμένους μεταφυσικούς συμβολισμούς διαδεδομένους εκείνη την εποχή,

ότι πχ η Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική ήταν ισομεγέθεις κλπ, πράγματα που για την

αρχαϊκή σκέψη συμβόλιζαν την τάξη του κόσμου. Ταυτόχρονα πιστεύει ότι η ποικιλία

των εθίμων εγγυάται τον περιορισμό των φιλοδοξιών κάθε έθνους, ώστε να μην αποτελεί

απειλή για την κοσμική τάξη, αλλά και την σημαντική παρατήρηση ότι ένα έθιμο

Page 2: Εισαγωγή στον Ηρόδοτο

κατανοείται μόνο στο πολιτιστικό περιβάλλον που το χρησιμοποιεί (Easterling-Knox

1990: 571).

Ο Ηρόδοτος όταν ξεκινά να γράψει ιστορία των ανατολικών λαών, ακολουθεί

πρότυπα ανατολικά ή ανατολίζοντα, με την έννοια ότι είχαν ήδη άλλοι ασχοληθεί με

τέτοια θέματα, είναι όμως ο πρώτος στην ελληνική ιστορία που ασχολείται με αυτό

(Easterling-Knox 1990 : 572).

Επιρροές δέχτηκε και από την ποίηση. Γράφει για μνημειακά γεγονότα,

εγκαινιάζοντας την παράδοση των μεγάλων ιστορικών (του Θουκυδίδη και του

Ξενοφώντα με τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, των ιστορικών του Αλεξάνδρου κλπ). Η

ιστορία του Ηροδότου επικεντρώνεται γύρω από το πρόσωπο ενός βασικού ήρωα, κατά

τα πρότυπα της Ιλιάδας και της επικής παράδοσης. Τέλος από το έπος παίρνει και την

εκφώνηση λόγων πριν ή μετά από σημαντικά γεγονότα (Easterling-Knox 1990 : 573).

Αυτό που ενδιαφέρει βασικά τον Ηρόδοτο είναι η διατήρηση του παρελθόντος

και η εξύμνηση των μεγάλων επιτευγμάτων. Χρησιμοποιεί τεχνάσματα της τραγωδίας,

όχι για να απομακρύνει τον αναγνώστη του από την ιστορική αλήθεια, αλλά για του

στρέψει το ενδιαφέρον στο ζήτημα της ανθρώπινης ευτυχίας και μοίρας, που δε μένει

ποτέ σταθερή. Πέραν τούτου, τα τεχνάσματα αυτού του είδους βοηθούν τον Ηρόδοτο να

εξηγήσει τις αιτίες των πράξεων των ηρώων του έργου του (Easterling-Knox 1990: 574-

575).

Κύριες ιδέες στο έργο του είναι η ιδέα της ελευθερίας, με την παράλληλη

δέσμευση του ατόμου στο νόμο. Το σχήμα αυτό αποτυπώνει τον ελληνικό τρόπο ζωής.

Και η δεύτερη ιδέα είναι αυτή της Αθήνας ως πρωτεργάτιδος στη νίκη εναντίον των

Περσών, με την έννοια της ενεργητικότητας και της αποφασιστικότητας (Lesky 1998:

455-456).

Οργανώνει τη διήγησή του με μυθιστορίες, τις οποίες εντάσσει τα κατορθώματα

κάποιου σημαντικού άντρα, πλέκοντας έτσι στεφάνια μυθιστοριών, παράδοση που

ανθούσε στην Ιωνία πολύ πριν τον Ηρόδοτο (Lesky 1998: 450).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνει να εδραιώσει την αξιοπιστία του, αλλά και να

διατηρήσει τις μνήμες του παρελθόντος και να εξυμνήσει τα μεγάλα και θαυμαστά

επιτεύγματα (Easterling-Knox 1990 : 575)

Page 3: Εισαγωγή στον Ηρόδοτο

Επειδή το κύριο μέρος του έργου του αφηγείται την ιστορία τεσσάρων Περσών

βασιλέων, υπάρχει η άποψη ότι σχεδιάστηκε αρχικά ως ιστορία της Περσίας και ότι μόνο

η ιστορία του Ξέρξη είναι ιστορία των Μηδικών Πολέμων, όμως ο Ηρόδοτος έχει ως

ενοποιητικό στοιχείο στο έργο του την επέκταση της Περσικής Αυτοκρατορίας, μέχρι

που αυτή αναχαιτίστηκε από τους Έλληνες. Ο περσικός ιμπεριαλισμός ωθεί στις

γεωγραφικές και εθνολογικές περιγραφές των λαών που ήρθαν σε επαφή με τους

Πέρσες, δίνοντας έτσι στο έργο τη δομή ενός στημονιού, γύρω από το οποίο δένεται

(Easterling-Knox 1990: 575-576 και Lesky 1998: 456). Η άποψη που είχε κυριαρχήσει

αρχικά υποστήριζε (Jacoby) ότι οι εθνογραφικές διηγήσεις ήταν αυτοτελή κείμενα, που ο

Ηρόδοτος γνώρισε πριν ασχοληθεί συστηματικά με την ιστορία, όταν ήταν απλά ένας

περιηγητής. Αν και δεν αποδεικνύεται πειστικά, η δομή του έργου του στα τρία

τελευταία βιβλία είναι σαφώς πιο σφιχτή, με λιγότερες παρεκβάσεις και μεγαλύτερη

ιστορικότητα (Lesky 1998: 457).

Το προοίμιο του Ηροδότου περιλαμβάνει την δικαιολογία της έρευνάς του

(ιστορίης απόδειξις), τους λόγους σύγκρουσης Ελλήνων και Περσών (αιτίη) περνώντας

από το μυθολογικό επίπεδο στο ιστορικό και τέλος το κύριο σημείο όλης της ιστορίας

του, την μεταβλητότητα της ανθρώπινης τύχης, που επηρεάζει όχι μόνο τον άνθρωπο,

αλλά όλο το κοινωνικό σύνολο και την πόλη (Easterling-Knox 1990 : 576) Με την

ιστορίης απόδειξι τοποθετεί τον εαυτό του στην ιωνική παράδοση των λογογράφων-

γεωγράφων με πρότυπο τον Eκαταίο τον Μιλήσιο (Lesky 1998: 448). Η διαφορά του

όμως από τον Eκαταίο βρίσκεται αλλού, σε μια άλλη φράση του προοιμίου του, όταν

δηλώνει ότι θα μιλήσει για τα θαυμαστά έργα των ανθρώπων, τους πολέμους Ελλήνων

και βαρβάρων, να μη μείνουν χωρίς δόξα, ακλεα (ατραγούδιστα), σα να νιώθει τον εαυτό

του ως διάδοχο και συνεχιστή του Ομήρου αλλά και με έντονο ενδιαφέρον για τον ίδιο

τον άνθρωπο (Lesky 1998: 449).

Τόσο το θέμα της (μυθολογικής) εκδίκησης όσο και αυτό του ιμπεριαλισμού

χρειάζεται την αναδρομή στο παρελθόν, το πρώτο για να γίνουν κατανοητές οι

ελληνοανατολικές αλληλεπιδράσεις, το δεύτερο για να επιχειρηθεί μια ανασύσταση του

κόσμου των ανατολικών μοναρχιών. Η εθνογραφική περιγραφή της κάθε χώρας

επισυνάπτεται στο σημείο που αυτή η χώρα καταλαμβάνεται από τους Πέρσες και παύει

Page 4: Εισαγωγή στον Ηρόδοτο

να υφίσταται ανεξάρτητη και ταυτόχρονα προβάλλεται ως εμπόδιο στον περσικό

επεκτατισμό (Easterling-Knox 1990: 578).

Ο Ηρόδοτος δεν είχε ένα πρότυπο ιστορικής γραφής εμπρός του επειδή ως

λογοτεχνικό είδος αυτή δεν είχε αναπτυχθεί. έτσι δεν εκθέτει μια ενιαία ελληνική

ιστορία, αλλά στα σημεία που κρίνει απαραίτητο προβάλλει, κατ’ αναλογία με τις

εθνογραφικές του περιγραφές, στοιχεία ιστορίας των διαφόρων πόλεων (Easterling-Knox

1998: 578).

Η γλώσσα στην οποία γράφει είναι η ιωνική με αρκετά ομηρικά στοιχεία ενώ το

ύφος του είναι γενικά απλό, λιτό, έντονα περιγραφικό με παρατακτική σύνταξη. Παρόλα

ταύτα, ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί συχνά περιόδους σχεδόν ογκολιθικές, στις οποίες μέσα

προβάλλει τις λογικές σχέσεις, ενώ στην παράταξη δείχνεται μια απλοϊκότητα, που

μπορεί να προέρχεται από την απλοϊκότητα των λαϊκών διηγήσεων που χρησιμοποιεί

(Lesky 1998: 461). Η αφήγηση κινείται από την ανεκδοτολογία προς το ρεαλιστικό

τρόπο εξιστόρησης. Χρησιμοποιεί και την κυκλική σύνθεση, όπως τη χρησιμοποιεί ο

Όμηρος, ώστε να διευκολύνει τον αναγνώστη του στην κατανόηση, να χτίσει αυτόνομα

τις ιστορίες του αλλά και να οργανώσει τις αφηγήσεις του σε λόγους, που συνίστανται σε

μικρότερους λόγους, σαν κινέζικο κουτί (Easterling-Knox 1990: 580).

Ερώτημα παραμένει το αν ο Ηρόδοτος είναι ο πατέρας της ιστορίας (pater

historiae), όπως τον είχε αποκαλέσει ο Κικέρωνας. Η άποψη του Κικέρωνα

αμφισβητήθηκε πολύ στα νεότερα χρόνια γιατί ο Ηρόδοτος συγκρίθηκε πολύ με το

Θουκυδίδη. Πρέπει όμως να δούμε το υλικό και τις πηγές του Ηροδότου ώστε να

μπορούμε να τον κρίνουμε δίκαια. Το έργο του χρησιμοποιεί κάθε είδος γραπτού λόγου

που είχε χρησιμοποιήσει η ελληνική λογοτεχνία η προγενέστερη από αυτόν. Έχει έτσι

μια αντίληψη καθολική. Από την άλλη μεριά, οι εθνογραφικές αφηγήσεις του

παρεμβάλλονται όχι χάριν τέρψης αλλά για να περιγράψει το πλαίσιο της ανθρώπινης

ιστορίας, που έχει χαρακτήρα μοναδικό, μέσα στην ποικιλία των πολιτικών κλπ

σχηματισμών. Αυτό το χαρακτηριστικό του Ηροδότου τον τοποθετεί στο ύψος του

Ομήρου και των τραγικών, στα αρχέτυπα της λογοτεχνίας (Easterling-Knox 1990: 580).

Δεν παραμελεί τις σχέσεις αιτιότητας, γνωρίζει ότι πόλεμοι μπορεί να

προκληθούν από οικονομικές ή κοινωνικές αιτίες, ακολουθεί όμως το ομηρικό σχήμα

του διπλού κινήτρου, της επενέργειας του θείου αλλά και του ανθρώπου, που

Page 5: Εισαγωγή στον Ηρόδοτο

συμβαδίζουν με μια αντίληψη ότι όσα συνέβησαν συνέβησαν γιατί έτσι έπρεπε να

συμβούν, με αποστολή τη διατήρηση της κοσμικής τάξης. (Easterling-Knox 1990: 581).

Η Μοίρα καθορίζει τις ανθρώπινες πράξεις, πάντα όμως με τη συμβολή της ανθρώπινης

επιθυμίας και ευθύνης. Ο άνθρωπος δεν είναι άβουλο όργανο των επιθυμιών και

προκαθορισμών της Μοίρας, αλλά ενεργητικό και συμμετοχικό υποκείμενο, από τη

Μοίρα όμως δε μπορεί να ξεφύγει (Lesky 1998: 458). Η θεϊκή δύναμη συχνά καθορίζει

τα γεγονότα σε διαδοχές εξιλασμών ή τιμωρίας, ανάλογα με τη στάση των ανθρώπων και

τις ενέργειές τους που απειλούν την κοσμική τάξη (Lesky 1998: 459).

Πάντως τις πηγές του δεν είμαστε σε θέση να τις γνωρίζουμε επακριβώς, παρότι

ήταν ασφαλώς πολλές, ποικίλες και πολυάριθμες. Ο ίδιος πάντως θεωρούσε την

προσωπική αναζήτηση ως τον πιο σίγουρο δρόμο για την αλήθεια (Lesky 1998: 452).

Ο Ηρόδοτος προσπαθούσε να εφαρμόσει στο έργο του την ατρεκείη, την

ακρίβεια, παρότι συχνά κατηγορήθηκε ότι έγραψε για να ευχαριστεί το αναγνωστικό

κοινό του. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές με την εμμονή του στην προφορική

πληροφόρηση, δεν διέκρινε ανάμεσα σε γεγονός και σε προκατάληψη (Easterling-Knox

1990 : 582). Όμως δεν αρκείται σε μια απλή μεταφορά, αλλά εκφράζει συχνά το

σκεπτικισμό του, ενώ αντίθετα με το έπος, δε δίνει μεγάλη πίστη στις μυθικές διηγήσεις

περί αρπαγής γυναικών, που συγκροτούν τα πρωταρχικά αίτια σύγκρουσης Ευρώπης και

Ασίας, αλλά και αντίθετα με το Θουκυδίδη δε στέκεται πάντα ορθολογιστικά απέναντι

στο μύθο. Αποτέλεσμα είναι η κατά περίπτωση χρήση του ορθολογισμού και του

σκεπτικισμού σε διάφορες εντάσεις ανάλογα με την περίπτωση (Lesky 1998: 453-454).

Ακόμα και στις αγορεύσεις που χρησιμοποιεί, ο Ηρόδοτος διαφέρει από το Θουκυδίδη

στο ότι δεν ενδιαφέρεται να ζωγραφίσει χαρακτήρες ή τις εσωτερικές πτυχές μιας

κρίσιμης κατάστασης, αλλά ενδιαφέρεται να τονίσει την υπεροχή του συλλογικού

απέναντι στο ατομικό (Lesky 1998: 461).