Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

12
Θουκυδίδης Ο Θουκυδίδης δε μας άφησε τίτλο για το έργο του, ούτε διαιρέσεις. Η σημερινή διαίρεση σε οκτώ βιβλία και ο τίτλος Ιστορία επελέγησαν και επικράτησαν από μια σωρεία τίτλων και διαιρέσεων του έργου. Ήδη όμως από την αρχαιότητα ο Θουκυδίδης είχε κατηγορηθεί ότι δεν εκθέτει τα γεγονότα με χρονολογική σειρά αλλά αυθαίρετα, αυτό όμως δείχνει περισσότερο ότι ο Θουκυδίδης ενδιαφερόταν για την έρευνα, αρά για την παρουσίαση των γεγονότων (Lesky 1998: 636). Το έργο αρχίζει με την Αρχαιολογία, μια σύντομη έκθεση της ελληνικής ιστορίας από τις απαρχές ως την εποχή του συγγραφέα, με σκοπό να δείξει ότι η πολεμική σύρραξη που θα διαπραγματευτεί έχει εξαιρετική σημασία για την ελληνική ιστορία. Βασικό εδώ είναι το μοτίβο της δύναμης, που θα επαναλαμβάνεται συχνά σε όλο το έργο και με τον όρο δύναμη, εφόσον μιλάμε για τον αιγαιακό χώρο, νοείται η θαλάσσια δύναμη (Lesky 1998: 637). Ο Θουκυδίδης έχει χαρακτηριστεί σοφιστής και από μια άποψη αυτό είναι σωστό. Η απώλεια κάθε μεταφυσικής ή θρησκευτικής εξήγησης των πραγμάτων, η επιμονή στη συλλογή μαρτυριών, το αφηρημένο ύφος, η ανάλυση της αιτιότητας των γεγονότων, η έννοια της ανθρώπινης προόδου που βλέπουμε στην Αρχαιολογία, είναι ορισμένα από τα στοιχεία που τον συνδέουν με την σοφιστική κίνηση (Easterling-Knox 1990: 590).

Transcript of Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

Page 1: Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

Θουκυδίδης

Ο Θουκυδίδης δε μας άφησε τίτλο για το έργο του, ούτε διαιρέσεις. Η σημερινή

διαίρεση σε οκτώ βιβλία και ο τίτλος Ιστορία επελέγησαν και επικράτησαν από μια

σωρεία τίτλων και διαιρέσεων του έργου. Ήδη όμως από την αρχαιότητα ο Θουκυδίδης

είχε κατηγορηθεί ότι δεν εκθέτει τα γεγονότα με χρονολογική σειρά αλλά αυθαίρετα,

αυτό όμως δείχνει περισσότερο ότι ο Θουκυδίδης ενδιαφερόταν για την έρευνα, αρά για

την παρουσίαση των γεγονότων (Lesky 1998: 636).

Το έργο αρχίζει με την Αρχαιολογία, μια σύντομη έκθεση της ελληνικής

ιστορίας από τις απαρχές ως την εποχή του συγγραφέα, με σκοπό να δείξει ότι η

πολεμική σύρραξη που θα διαπραγματευτεί έχει εξαιρετική σημασία για την ελληνική

ιστορία. Βασικό εδώ είναι το μοτίβο της δύναμης, που θα επαναλαμβάνεται συχνά σε

όλο το έργο και με τον όρο δύναμη, εφόσον μιλάμε για τον αιγαιακό χώρο, νοείται η

θαλάσσια δύναμη (Lesky 1998: 637). Ο Θουκυδίδης έχει χαρακτηριστεί σοφιστής και

από μια άποψη αυτό είναι σωστό. Η απώλεια κάθε μεταφυσικής ή θρησκευτικής

εξήγησης των πραγμάτων, η επιμονή στη συλλογή μαρτυριών, το αφηρημένο ύφος, η

ανάλυση της αιτιότητας των γεγονότων, η έννοια της ανθρώπινης προόδου που

βλέπουμε στην Αρχαιολογία, είναι ορισμένα από τα στοιχεία που τον συνδέουν με την

σοφιστική κίνηση (Easterling-Knox 1990: 590).

Στην Αρχαιολογία βλέπουμε να κυριαρχεί η (σοφιστική) αντίληψη μιας πορείας

του κόσμου στην πρόοδο, από μια πρωτόγονη κατάσταση, η οποία έρχεται σε αντίθεση

με το σχήμα των τριών ηλικιών που κυριαρχούσε στη διδακτική ποίηση και τον Ησίοδο

(Lesky 1998: 637).

Μέλημα του Θουκυδίδη είναι να δώσει τα γεγονότα με πλήρη βεβαιότητα (το

σαφές), που εξασφαλίζεται με αυτοψία ή προσωπική μαρτυρία, ώστε να υπάρχει

πειστική απόδειξη (τεκμήριον). Επιπρόσθετα ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το εικός, το

εύλογο δηλαδή, αλλά όχι με την έννοια της πιθανοφάνειας, που το χρησιμοποιούσαν οι

σοφιστές, αλλά με την έννοια της προσέγγισης κατά το δυνατόν εγγύτερα στην αλήθεια

(Lesky 1998: 637-638).

Ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί ως μέσο χρονολόγησης τη διαίρεση του έτους σε

θέρος και χειμώνα, ξεκινά όμως τη διήγησή του δίνοντας τρεις διαφορετικές αφετηρίες

Page 2: Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

αναφοράς για να καταλαβαίνει κάθε αναγνώστης του το σταθερό σημείο της έναρξης του

πολέμου: την ιέρεια της Ήρας στο Ηραίο του Άργους, τον Έφορο της Σπάρτης και τον

επώνυμο άρχοντα των Αθηνών. Ο λόγος που δε συνεχίζει τη χρονολόγηση των

γεγονότων με αυτόν τον τρόπο είναι για να διευκολύνει τον αναγνώστη του στην

κατανόηση. Αυτή η διαίρεση επίσης τον βοηθά να κλείνει το κάθε κεφάλαιό του με

στερεότυπο τρόπο αλλά και για να αντιπαραταχθεί στους ατθιδογράφους, επειδή

χρησιμοποιούσαν ως μέσο χρονολόγησης τους επωνύμους άρχοντες της Αθήνας (Lesky

1998: 640).

Ο Επιτάφιος του Περικλή είναι ένα κείμενο, ύμνος στην πόλη της Αθήνας, ένα

από σημαντικότερα κείμενα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Η προσπάθεια να

διαχωρίσουμε ποια είναι λόγια του Περικλή και ποιες είναι οι σκέψεις του Θουκυδίδη

είναι μάταιη, γιατί αν και συντηρητικός ο Θουκυδίδης, παραμένει και αντικειμενικός

αλλά και θαυμαστής του Περικλή (Lesky 1998: 641). Λίγα κεφάλαια αργότερα θα πλέξει

και προσωπικά το εγκώμιο του Περικλή, με το οποίο θα υποβοηθηθεί στη συνέχεια να

δείξει ότι η δημοκρατία, είχε και επικίνδυνες πλευρές, όταν ειδικά έλειπαν

προσωπικότητες ισχυρές και χαρισματικές και την πόλη διοικούσαν άνθρωποι κατώτεροι

(Lesky 1998: 641-642).

Με την ανάλυση των πολιτικών παθών κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου, ο

Θουκυδίδης πετυχαίνει να αποδείξει ότι ο πόλεμος καταφέρνει να ανεβάζει και να οξύνει

τις εντάσεις που υποφώσκουν σε κάθε πολιτειακό οργανισμό, ανάγοντάς τες σε αγώνα

όλων εναντίον όλων (Lesky 1998: 643).

Ιδιαίτερη μνεία στο έργο του Θουκυδίδη χρήζουν οι δημηγορίες. Στο πέμπτο

αλλά και στο όγδοο βιβλίο αυτές απουσιάζουν, αλλά ταυτόχρονα με τις παρεκβάσεις στα

ίδια αυτά βιβλία τμημάτων κειμένου που έχουν αυτοτέλεια και με την ελαστική και

διασπασμένη δομή τους, φαίνεται σαν να μην πρόλαβε ο συγγραφέας να περάσει από

δεύτερο χέρι το κείμενό του (Lesky 1998: 653).

Τέτοιου είδους παρατηρήσεις μας οδηγούν σε ένα ανάλογο πρόβλημα με το

ομηρικό. Κατά τους υποστηρικτές της συνεχούς διαμόρφωσης του έργου, πιθανότατα το

έργο του Θουκυδίδη δημιουργήθηκε με τη στρωματική μέθοδο, δηλαδή με την συνεχή

επεξεργασία. Μάρτυρες σε μια τέτοια άποψη είναι η έλλειψη αναφορών για τη διάρκεια

και το εύρος του πολέμου στα πρώτα βιβλία, πλην πολύ αορίστων και ασαφών

Page 3: Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

χαρακτηρισμών αλλά και το λεγόμενο δεύτερο προοίμιο, που εισάγει το δεύτερο μέρος

του έργου, μετά τον Διάλογο των Μηλίων και δείχνει σαφή γνώση του τέλους του

πολέμου. Άλλες απόψεις επέμειναν ιδιαίτερα σε διπλές διατυπώσεις ή αντιφάσεις που

βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στο έργο, σε απόπειρες του Θουκυδίδη να γράψει τόσο ως

ερευνητής, όσο και ως παρουσιαστής των γεγονότων (στα τμήματα του έργου που

εμφανίζονται περισσότερο αδύναμα) (Lesky 1998: 653-654).

Από την άλλη μεριά, οι ενωτικοί υποστηρίζουν ότι ο Θουκυδίδης δούλεψε το

έργο του ενιαία σε μεγάλη διάρκεια και βάθος χρόνου διαμορφωμένο από διαφορετικές

οπτικές γωνίες, πήρε όμως την τελική μορφή μετά την κατάρρευση της Αθήνας. Οι

επιμέρους σημειώσεις διαφυλάχθηκαν χωρίς όμως να δοθεί σε όλο το κείμενο η

απαιτούμενη συνοχή, όπως μαρτυρά το 5ο και το 8ο βιβλίο (Lesky 1998: 655). Η

δήλωση του Θουκυδίδη ότι άρχισε να γράφει όταν ξέσπασε ο πόλεμος, συχνά έρχεται σε

αντίθεση με άλλα χωρία που δείχνουν σαφή γνώση της έκβασης του πολέμου. Μια λύση

που προσφέρθηκε σε αυτό ήταν η άποψη ότι αρχικά σχεδίαζε να γράψει μόνο για τον

Αρχιδάμειο Πόλεμο, αλλά αποφάσισε να συνεχίσει την συγγραφή, όταν είδε ότι η

Νικίειος Ειρήνη του 421 ήταν κατ' όνομα μόνο ειρήνη (Easterling-Knox 1990: 586).

Υπάρχουν παράλληλα αλλά χωρία τα οποία έχουν γραφεί πολύ αργότερα, όπως

η Πεντηκονταετία, που φαίνεται να γράφηκε μετά την Ατθίδα του Ελλάνικου του

Μυτιληναίου (407-406;). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τη διήγηση της ανόδου της

αθηναϊκής δύναμης, έχει εκφραστεί η άποψη για τη στρωματική διαμόρφωση του έργου

που αποδεικνύει και μια στροφή στη θουκυδίδεια σκέψη, από έναν ιστορικό που

τεκμηριώνει τις δηλώσεις του σε έναν απολογητή της αθηναϊκής δύναμης, από έναν

ιστορικό σε έναν φιλόσοφο της ιστορίας, και σε τέτοιες απόψεις αντιτίθενται οι ενωτικές

απόψεις, περί του έργου ως ενιαία σύλληψη (Easterling-Knox 1990: 587).

Ο Θουκυδίδης στην ιστοριογραφία παρουσιάζεται πάντα αντιστικτικά προς τον

Ηρόδοτο. Είναι ο υποστηρικτής της αντικειμενικής ιστοριογραφίας, αδιάφθορος

ερευνητής και άνθρωπος που αναζητά την αλήθεια. Ωστόσο και ο Ηρόδοτος γνώριζε και

μας επεσήμαινε ότι οι πηγές του δεν ήταν πάντα αξιόπιστες και χρησιμοποιούσε επίσης

δημόσια έγγραφα. Όμως ο Θουκυδίδης ποτέ δεν είχε σκοπό την τέρψη, αλλά τη

μετάδοση της πραγματικότητας. Το ότι γράφει σύγχρονή του ιστορία είναι ασφαλώς στα

υπέρ, γιατί έχει στη διάθεσή του περισσότερες πηγές και μαρτυρίες (Lesky 1998: 656).

Page 4: Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

Παρόλες τις επικρίσεις του Θουκυδίδη, αυτός χρωστά πολλά στους προκάτοχούς του,

ειδικά στον Ηρόδοτο. Πρώτη του οφειλή είναι ότι ακολουθεί την παράδοση και γράφει

για έναν μνημειώδη πόλεμο, ενώ στον Ηρόδοτο οφείλει και τη χρονολόγηση των

γεγονότων με βάση το θέρος και τον χειμώνα αλλά και η χρήση των λόγων από τους

ομιλητές (Easterling-Knox 1990: 588-589).

Δυο ακόμα ιστορικοί έχουν αναφερθεί ως πηγές του Θουκυδίδη, αλλά η σχέση

μεταξύ τους δεν είναι το ίδιο σημαντική, όπως η σχέση του με τον Ηρόδοτο. Πρόκειται

για τον Αντίοχο το Συρακόσιο που έγραψε ιστορία της Σικελίας και τον Ελλάνικο που

έγραψε εκτός από την Ατθίδα και τις Ιέρειες του Άργους με σκοπό να δώσει ένα

χρονολογικό πλαίσιο για όλους τους Έλληνες. Και ο Θουκυδίδης για να τοποθετηθεί

χρονικά, στην αρχή του έργου του τον χρησιμοποιεί, συνδέοντας την τοπική με τη γενική

ιστορία (Easterling-Knox 1990: 589).

Αυτό όμως που διαφοροποιεί το έργο του Θουκυδίδη από αυτό του Ηροδότου

βρίσκεται αλλού. Ο Θουκυδίδης δηλώνει εξ αρχής θετικός ερευνητής της ιστορίας, άρα

αποφεύγει την προφορική πληροφόρηση ως αναξιόπιστη. Στο κεφάλαιο που μας εξηγεί

τη μέθοδό του, ο Θουκυδίδης φαίνεται να επιμένει στον κλασικό ελληνικό τρόπο, την

κατοχή του λόγου και την ετοιμότητα για δράση (Lesky 1998: 657).

Ως προς τους λόγους, τις δημηγορίες, η ακριβής καταγραφή τους ήταν μια

δύσκολη υπόθεση και αναγκαζόταν έτσι ο συγγραφέας να τις αναπλάθει κατά την

περίσταση, επιχειρώντας πάντα να τις εξακριβώνει κατά το δυνατόν. Στα γεγονότα της

δράσης, η ακρίβεια ήταν στόχος εφικτός αλλά και απαραίτητος, πάντα με έλεγχο των

πληροφοριών και μαρτυριών. Και τα δυο έχουν σχέση με τη διαφορά των στόχων των

δυο ιστορικών. Ο Ηρόδοτος απήγγειλε προφορικά το έργο του, ενώ ο Θουκυδίδης

προοριζόταν για μοναχική ανάγνωση προς ένα κοινό που ενδιαφερόταν για την αλήθεια

και όχι για την εντύπωση (Lesky 1998: 658). Ακόμη και οι δημηγορίες που χρησιμοποιεί

ο Θουκυδίδης έχουν τα πρότυπά τους και στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο, ώστε να

αποτελούν μέρος μιας αναπτυσσόμενης ιστοριογραφικής παράδοσης. Ο Θουκυδίδης

επηρεάστηκε από την ρητορική που είχε αναπτυχθεί στον καιρό του, βάζοντας όπου δεν

ήταν αυτήκοος μάρτυς τους ομιλητές να μιλούν ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτό μπορεί

να υποτεθεί ότι απομακρύνεται από την ακρίβεια που επιδιώκει ο Θουκυδίδης στο έργο

του, γιατί ως αντίληψη προϋποθέτει ορισμένα πρότυπα λόγου και συμπεριφοράς της

Page 5: Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

ανθρώπινης νοημοσύνης. Διατάσσονται αντιθετικά σε ζεύγη συνήθως και προσφέρουν

μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα επιχειρημάτων της κάθε πλευράς (Easterling-Knox 1990:

590-591).

Δουλεύοντας το κείμενό του, ο Θουκυδίδης ήρθε σε επαφή με ορισμένες

νομοτέλειες, που αν και δεν συγκροτούν ένα δίκτυο πρόβλεψης της πολιτικής

συμπεριφοράς, ωστόσο βοηθούν στο να διαφωτίζονται ανάλογες περιπτώσεις. Μια

τέτοια στάση όμως είναι αντινομική και σύμφυτη με το έργο του. Προσπαθεί εκ

παραλλήλου, τόσο να δώσει τη μέγιστη αλήθεια του μεμονωμένου περιστατικού, από

την άλλη επιχειρεί να εξάγει την τυπικότητα του γεγονότος (Lesky 1998: 659).

Διαπιστώνουμε επιπλέον ότι ο Θουκυδίδης δεν εμφανίζεται παρά σε πολύ

ελάχιστες περιπτώσεις μέσα στο έργο του και μόνο όταν έχει κάτι πολύ σημαντικό να

πει. Αυτό είναι το στοιχείο που έχει κάνει το έργο του να θεωρείται πρότυπο

αντικειμενικότητας. Σπάνια παίρνει και προσωπική θέση απέναντι στα γεγονότα που

εξιστορεί. Πλην της έκθεσης των γεγονότων, ο Θουκυδίδης δίνει συσχετισμούς και

αιτίες που υπέφωσκαν, κάνοντας κατανοητές τις εξελίξεις εκ των ένδων. Με αυτόν τον

τρόπο επιχειρεί να δώσει την κατανόηση του μόνιμου μέσα από το προσωρινό και το

μεμονωμένο (Lesky 1998: 660).

Για να επιτύχει αυτόν το σκοπό χρησιμοποιεί τις δημηγορίες. Οι δημηγορίες

αποκαλύπτουν τα κίνητρα των πράξεων και τις συνθήκες που οδήγησαν στις πράξεις

αυτές. Ουσιαστικά κάνουν διάφανη την πραγματικότητα και συνεισφέρουν στο κύριο

μέλημα του συγγραφέα, την αντικειμενικότητα. Και αυτό γιατί ο Θουκυδίδης

παρουσιάζει δημηγορίες και των δύο πλευρών κάθε παράταξης, τα αντιτιθέμενα

συμφέροντα. Και αυτές τις αντιθέσεις και τις αντινομίες της ανθρώπινης σκέψης και

πράξης πρώτη είχε φέρει στο φως η σοφιστική και ιδιαίτερα ο Πρωταγόρας. Σε ένα

τέτοιο πλαίσιο μπορεί να ερμηνευθεί ο λόγος του Αρχίδαμου στην Κόρινθο ως το

αντίβαρο στον Επιτάφιο του Περικλή. Παράλληλα όμως ο Θουκυδίδης στέκεται πάνω

από αυτές τις δημηγορίες, δεν τις κρίνει, ούτε τις αξιολογεί, πράγμα που τον

διαφοροποιεί από τη σοφιστική, που έχει σκοπό να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα

(Lesky 1998: 661).

Ο Θουκυδίδης διαφέρει από τον Ηρόδοτο και ως προς τη μεταφυσική. Ο

Ηρόδοτος παρότι παραχωρεί μεγάλο μέρος της μεταφυσικής του στην ανθρώπινη δράση

Page 6: Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

και βούληση μένει στην προσοφιστική θέση της θεοκυβέρνητης μοίρας. Αντίθετα ο

Θουκυδίδης θεωρεί ότι το ανθρώπινον είναι αυτό που παίζει το σημαντικό ρόλο στην

έκβαση των πράξεων, παρ’ όλ’ αυτά δε μας επιτρέπει παρά ελάχιστες και αυτές έμμεσες

ευκαιρίες να δούμε τη στάση του απέναντι στο θείο. Αυτό πάντως που βλέπουμε στο

έργο του είναι ότι η μεταφυσική απουσιάζει από τις εκβάσεις, τις συνθήκες και τις

ερμηνείες των γεγονότων. Επιπλέον, γεγονότα που εμείς σήμερα θεωρούμε μυθικά, όπως

τον Τρωικό Πόλεμο, για τον Θουκυδίδη αποτελούν σαφές ιστορικό παρελθόν (Lesky

1998: 662-663).

Ο σταθερός παράγοντας στο έργο του είναι το ανθρώπινον. Είναι η φύση του

ανθρώπου και η παθολογία της τα αίτια για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Η ανθρώπινη φύση

κατά βάθος είναι αμετάβλητη και συνίσταται στην επιδίωξη του μέγιστου κέρδους και

την αναζήτηση της δύναμης. Δε συντάσσεται όμως με τη λογική ότι νόμος είναι η

επιθυμία του ισχυροτέρου, όπως υποστήριζαν οι σύγχρονοί του σοφιστές, κρατά μια

μέση και πιο διαλλακτική στάση (Lesky 1998: 663-664).

Είναι ενδιαφέρον να δούμε και την άποψη του ανθρώπου για τον πολιτικό

άνδρα. Δεδομένου ότι θεωρεί πως η ανθρώπινη βούληση εξαρτά και το ανθρώπινο

πεπρωμένο, με την παραδοχή ότι υπάρχουν και ανεξέλεγκτοι από τον άνθρωπο

παράγοντες, ο άνθρωπος που δρα κατεξοχήν στο θουκυδίδειο έργο είναι ο πολιτικός και

μαζί του ο στρατηγός. Ο άνθρωπος που αναλαμβάνει τα ηνία είναι αυτός που κοιτάζει

μπροστά, αναλύει και παίρνει την απόφαση με βάσει τις συνέπειες των πράξεών του.

Όσο μεγαλύτερη η γνώμη του, η δυνατότητα εκτίμησης της κατάστασης, τόσο

περισσότερες οι ελπίδες για ένα ευνοϊκό μέλλον. Και η γνώμη εξασφαλίζεται όταν ο

πολιτικός γνωρίζει τις μικρές νομοτέλειες της φύσης του ανθρώπου, την ιδιορρυθμία και

το συμφέρον της κοινωνίας που οδηγεί αλλά και της κοινωνίας του αντιπάλου, ώστε να

είναι σε θέση να διακρίνει και τις κινήσεις του. Και αν η ανθρώπινη φύση παραμένει

βασικά η ίδια, οι διαφοροποιήσεις είναι που ενδιαφέρουν και αυτό προσπαθεί να δείξει

σε όλο το έργο του, τη διαφοροποίηση Αθηναίων και Σπαρτιατών. Ο «τέλειος» πολιτικός

άνδρας είναι ο Περικλής, άνθρωπος που χειρίστηκε επιδέξια την αθηναϊκή δύναμη

λαμβάνοντας υπόψη σ’ ένα τέλειο πολεμικό σχέδιο κάθε πτυχή. Η Αθήνα απέτυχε επειδή

ο Περικλής δεν είχε άξιους διαδόχους, τόσο πεπαιδευμένους και τέτοιων φυσικών

πνευματικών καταβολών (Lesky 1998: 664-665).

Page 7: Εισαγωγή στο Θουκυδίδη

Ο παράγοντας που παραμένει ανεξέλεγκτος είναι η τύχη και είναι αυτός που

απειλεί κάθε φορά μέχρι και με ολική καταστροφή το αρχικό σχέδιο. Η τύχη όμως δεν

είναι πια το μεταφυσικό απρόβλεπτο της θείας θέλησης αλλά η εκ των ένδων οριοθέτηση

των ανθρωπίνων σχεδίων που πέραν αυτής υπάρχει μόνο το απρόβλεπτο (Lesky 1998:

665). Ο Θουκυδίδης επηρεάστηκε όμως και από την προγενέστερή του ποίηση. Και δε

εννοούνται μόνο οι περιπτώσεις όπου ο Θουκυδίδης ακολούθησε τον Όμηρο, αλλά και

αυτές που σκέφτεται όπως οι τραγωδοί. Η Αθήνα έχει το ρόλο του ήρωα που

καταβάλλεται από έναν αριθμό παραγόντων (υπερβολική αυτοπεποίθηση, τύχη, κακοί

υπολογισμοί), ένα τραγικό περιβάλλον που δεν ελέγχεται (Easterling-Knox 1990: 592).

Και αν στραφούμε στην ηθική του συγγραφέα, με τις ελάχιστες μνείες που

μπορούν να μας διαφωτίσουν, βλέπουμε ότι δεν πρόκειται για έναν μακιαβελικό οπαδό

της επιθυμίας για δύναμη, ούτε ένας σοφιστικός σχετικιστής (Lesky 1998: 666).

Όλες αυτές οι παρατηρήσεις μπορούν να συμπυκνωθούν και να καθρεφτιστούν

πάνω στη γλώσσα του Θουκυδίδη. Καθαρά αφηγηματικά μέρη γράφονται με πολύ ομαλό

τρόπο, στις δημηγορίες όμως οι τόνοι ανεβαίνουν και τα ρητορικά σχήματα πληθαίνουν

και η σύνταξη δυσκολεύει. Επιπλέον πολύ συχνά ο Θουκυδίδης προτιμά τον αφηρημένο

εκφραστικό τρόπο, τα πολλά απαρέμφατα και την ονοματικοποίηση των ρηματικών

τύπων. Τέλος είναι συχνό το κυκλικό σχήμα της θέσης-απόδειξης-θέσης, αλλά πολύ

συχνά ο συγγραφέας επιστρέφοντας έχει ήδη προχωρήσει τη χρονική ροή του έστω και

ελάχιστα (Lesky 1998: 666-667).

Ένα ερώτημα είναι η αξιοπιστία του Θουκυδίδη. Ως πηγή είναι από τις

καλύτερες γιατί πραγματεύεται σύγχρονά του γεγονότα με λεπτομέρειες, αλλά συχνά

αναλύει τα γεγονότα με δικό του τρόπο, παραλείποντας ή υποβαθμίζοντας γεγονότα που

είχαν καίρια σημασία για τον πόλεμο. Επίσης βασίζεται συχνά σε προφορικές πηγές, ενώ

η αφήγησή του αν και ακριβής, δεν έχει πάντα τις απαιτούμενες από μας λεπτομέρειες

(Easterling-Knox 1990: 603).