Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

64

description

Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Transcript of Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Page 1: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά
Page 2: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

GEORGES BATAILLE

ΜΑΝΤΑΜ ENTOYAPNTA

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΔΗ Μ Η ΤΡΗ Σ ΔΗ Μ Η ΤΡ ΙΑ ΔΗ Σ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

Page 3: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ΕΙΣΑΓΩΓΗ*

Ό θάνατος είναι δ,τι πιό τρομερό ^ υπάρχει καί, για νά διασώσει κανείς το

έργο τον Θανάτου, απαιτείται ή μεγα­λύτερη δύναμη.

HEGEL

Ε γ ώ ό ίδιος πού έγραψα τή Μαντάμ Έντοναρ- ντα επέστησα την προσοχή στη σοβαρότητα του βιβλίου μου. Ωστόσο, θεωρώ χρήσιμο να επιμείνω κι άλλο σ’ αυτό το σημείο λόγω της ελαφρότητας μέ τήν οποία συνηθίζεται ν’ άντιμετωπίζονται τα κείμενα πού θέμα τους έχουν τή σεξουαλική ζωή.

*Όχι πώς έλπίζω —ή πώς προτίθεμαι— ν’ άλλάξω οτιδήποτε σ’ αυτή τήν κατάσταση, ζητώ δμως απ’ τον άναγνώστη τής Εισαγωγής μου νά στο-

* Ενυπόγραφη εισαγωγή του Georges Bataille στήν έκδοση του 1956 του Jean-Jacques Pauvert, δταν υπέ­γραφε άκόμα τή Μαντάμ ’Εντουάρντο μέ τό ψευδώνυμο rierre Ang£lique.

7

Page 4: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

χαστει για λίγο πάνω στήν παραδοσιακή στάση πού τηρείται άπέναντι στήν ήδονή (ή οποία, μέ τό παι­χνίδι πού παίζουν μεταξύ τους τα φύλα, φτάνει στήν ξέφρενη ένταση) καί στήν οδύνη (τήν οποία, είν* α­λήθεια, καταστέλλει δ θάνατος, αφού δμως προη­γουμένως τήν εξωθήσει στο χείριστο σημείο). 'Ένα σύνολο άπο δεδομένα μας κάνει να σχηματίσουμε για τόν άνθρωπο (για τήν άνθρωπότητα) μια εικόνα πού βρίσκεται τόσο μακριά άπ* τήν ακραία ήδονή, δσο κι άπ* τήν άκραία όδύνη. Οι πιό κοινότυπες άπαγορεύσεις πλήττουν άλλες τή σεξουαλική ζωή κι άλλες το θάνατο, έτσι ώστε έκείνη κι αύτός συν­αποτελούν ένα χώρο ιερό ό όποιος έχει να κάνει μέ τή θρησκεία. Το βαρύτερο δμως άπ5 δλα άρχισε δταν οι άπαγορεύσεις πού έχουν σχέση με τις πε­ριστάσεις εξαφάνισης του είναι, προσέλαβαν από μόνες τους ένα χαρακτήρα αύστηρότητας, ενώ εκεί­νες πού συνδέονται μέ τις περιστάσεις της εμφάνι­σής του —δηλαδή μ* δλη τή γενετική δραστηριότη­τα—, άντιμετωπίστηκαν μ* ελαφρότητα. Δέ σκο­πεύω νά διαμαρτυρηθώ γιά τη βαθιά ριζωμένη τάση πού χαρακτηρίζει τούς περισσότερους άνθρώπους· ή τάση αύτή εκφράζει τή μοίρα, ή όποια θέλησε νά γέλα ό άνθρωπος μέ τά βργανα της αναπαραγω­γής του. Αύτό δμως τό γέλιο, πού επιτείνει τήν

Page 5: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

αντίθεση τής ηδονής καί τής οδύνης (ή οδύνη κι ό θάνατος είναι άξια σεβασμού, ενώ ή ηδονή είναι γελοία, καταδικασμένη στην περιφρόνηση), τονίζει καί τη θεμελιώδη συγγένειά τους. Το γέλιο δέν είναι πια σεβάσμιο, είναι όμως αύτο πού καταδει­κνύει τη φρίκη. Το γέλιο είναι ή συμβιβαστική στάση πού παίρνει ό άνθρωπος μπροστά σε κάτι μέ άποκρουστική μορφή, όταν ή μορφή αυτή δέν μοιάζει σοβαρή. Στήν περίπτωση, λοιπόν, πού ό έρωτισμός άντιμετωπίζεται με σοβαρότητα, με τρα­γικότητα, ή άντιμετώπιση αύτή αποτελεί μιά ολο­κληρωτικά άνατρεπτική στάση.

Κατ5 αρχήν, θεωρώ σημαντικό νά διευκρινίσω πόσο μάταιες είναι αύτές οι κοινότυπες διαβεβαιώ­σεις, σύμφωνα με τις όποιες ή σεξουαλική άπαγό- ρευση είναι μιά προκατάληψη, άπ* τήν οποία είναι καιρός ν* απαλλαγούμε. Ή ντροπή, ή ντροπαλότη­τα, πού συνοδεύουν το ισχυρό αίσθημα τής ήδονης, πιστοποιούν κι αύτές τήν έλλειψη κατανόησης πού υπάρχει. Είναι σά νά λέγαμε πώς θά ’πρεπε να σβήσουμε δ,τι έχει γίνει ως τώρα καί νά ξαναγυρί­σουμε στήν έποχή του ζώου, τότε πού δλοι έτρω­γαν ελεύθερα ό ένας τόν άλλον και δέν τούς ένοχλοΰ- σαν οι ακαθαρσίες. Λές κι ολόκληρη ή άνθρωπότη-

9

Page 6: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

τα δέν είναι άπόρροια μεγάλων και βίαιων τάσεων φρίκης πού συνοδεύεται άπο έλξη, τάσεων με τις όποιες συνδέονται ή ευαισθησία καί ή εύψυΐα. Χ ω ­ρίς δμως να θέλουμε ν* αντιτάξουμε οτιδήποτε στο γέλιο πού προκαλεί ή αισχρότητα, είναι θεμιτό να επανέλθουμε —έν μέρει— σε μια άποψη τήν οποία μόνο το γέλιο εισήγαγε.

. Πράγματι, το γέλιο είναι αύτό πού δικαιολο­γεί μια μορφή άτιμωτικής καταδίκης. Τό γέλιο μας βάζει σ5 έκεΐνον το δρόμο δπου ή αρχή μιας άπα- γόρευσης, κάποιων άναγκαίων, αναπόφευκτων μέ­τρων κοσμιότητας, μετασχηματίζεται σε άπόρθητη υποκρισία, σε έλλειψη κατανόησης του πράγματος πού διακυβεύεται. Ή άκραία άσέβεια πού συνδέε­ται με το άστειο συνοδεύεται από μιά δική μας άρνηση να πάρουμε στα σοβαρά —έννοώ: τραγικά— τήν άλήθεια του ερωτισμού.

'Η εισαγωγή σ’ αύτό το μικρό βιβλίο, δπου ό ερωτισμός παρουσιάζεται απερίφραστα σάν κάτι πού εκβάλλει στή συνείδηση ενός ξεσχίσματος, μου δίνει τήν εύκαιρία νά κάνω μιά παθιασμένη έκκληση. *Όχι πώς μ* άφήνει κατάπληκτο το γεγονός δτι το πνεύμα άπο στρέφεται τόν εαυτό του καί, γυρίζοντάς του κατά κάποιον τρόπο τήν πλάτη, γίνεται, άπ* τό πεΐ-

10

Page 7: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

σμα του, ή γελοιογραφία τής αλήθειας του. Στο κάτω-κάτω, αν ό άνθρωπος έχει άνάγκη τύ ψέμα, μέ γειά του μέ χαρά του! Ό άνθρωπος, πού προ­φανώς έχει τήν περηφάνειά του, είναι βουτηγμένος μέσα στον άνθρώπινο πολτό.,. Τελικά, όμως, εγώ δέν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω το βίαιο αύτό καί θαυμάσιο πράγμα πού έχει νά κάνει μέ τη θέληση έν&ς άνθρώπου ν* άνοίξουν τά μάτια του, νά κοιτά­ξει κατάματα αύτο που συμβαίνει, αυτό που είναι. Καί δέ θά γνώριζα αυτό που συμβαίνει, έάν δέν γνώριζα τίποτε άπ* τήν άκραία ηδονή, έάν δέν γνώ­ριζα τίποτε άπ* τήν άκραία οδύνη!

Ωστόσο, δέ θέλω νά παρεξηγηθώ. Ό Pierre Angelique φρόντισε νά πει πώς δέν ξέρουμε τί­ποτα, πώς βρισκόμαστε στά έγκατα τής νύχτας. Τουλάχιστον όμως, μπορούμε νά δούμε αυτό πού μας έξαπατά, αύτο πού μας άποστρέφει απ’ το νά γνωρίσουμε τήν κατάθλιψή μας, πιο συγκεκριμένα: νά'γνωρίσουμε πώς ή χαρά είναι το ίδιο πράγμα με τον πόνο, το ίδιο πράγμα μέ το θάνατο.

Αύτο άπ’ το όποιο μας άποστρέφει το μέγα γέ­λιο, αύτο πού προκαλεί τύ άσεβές άστεΐο, είναι ή ταυτότητα της άκραίας ηδονής καί τής ακραίας όδύνης: ή ταυτότητα του είναι καί του θανάτου, τής γνώσης ή οποία καταλήγει σ* αυτή τήν έκ-

11

Page 8: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

θαμβωτική προοπτική, καί του τελειωτικού ερέ­βους. Βέβαια, με τήν άλήθεια αυτή θα μπορούμε εντέλει νά γελάσουμε, δμως, τή φορά αυτή, θά γε­λάσουμε μ9 ένα γέλιο άπόλυτο πού δε σταματά στήν περιφρόνηση εκείνου το όποιο πιθανόν είναι αηδιαστικό, άλλ5 οπού μας καταποντίζει ή αηδία πού αισθανόμαστε γι’ αύτό.

Γιά νά φτάσουμε στο άκραιο σημείο τής έκ­στασης δπου χανόμαστε μέσα στήν ήδονή, πρέπει πάντα νά θέτουμε το άμεσο δριό της πού είναι ή φρίκη. ’Όχι μόνον ή οδύνη των άλλων ή ή δική μου, με το νά με προσεγγίζει στή στιγμή δπου ή φρίκη θά μ9 άπογειώσει, μπορεί νά με κάνει νά φτάσω στήν κατάσταση χαράς πού ολισθαίνει προς το παραλήρημα, άλλά καί δέν υπάρχει μορφή άπέ- χθειας, στήν οποία νά μή διακρίνω τή συγγένειά της μέ τόν πόθο. Αύτό δέ σημαίνει πώς συνδέεται ποτέ ή φρίκη μέ τήν έλξη, εάν δμως ή έλξη δέν καταφέρει ν’ άπωθήσει, νά καταστρέψει τή φρίκη, τότε ή φρίκη ενισχύει, την έλξη! Ό κίνδυνος παραλύει, έάν δμως δέν είναι πολύ μεγάλος, μπορεί νά σπιρουνιάσει τόν πόθο. Δέ φτάνουμε στήν έκσταση παρά μόνο μέσα απ’ τήν, έστω καί μακρινή, προοπτική του θανά­του, έκείνου του πράγματος πού μάς καταστρέφει.

12

Page 9: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

'Ένας άνθρωπος διαφέρει από ένα ζώο έπειδή αυτόν τόν πληγώνουν καί τόν εξοντώνουν ώς τα τρίσβαθά του ορισμένες συγκινήσεις. Οι συγκινή­σεις αύτές ποικίλλουν άπο άτομο σε άτομο κι από τρόπο ζωής σέ τρόπο ζωής. Ή θέα δμως του αίματος, ή μυρωδιά του εμετού, πού διεγείρουν μέσα μας τη φρίκη του θανάτου, μάς φέρνουν με­ρικές φορές σέ μιά κατάσταση ναυτίας πού μάς αγγίζει μ* έναν τρόπο πολύ πιο άτεγκτο άπ* δ,τι ή δδύνη. Δέν τις άντέχουμε αύτές τίς συγκινήσεις, οι οποίες συνδέονται με τόν ύψιστο ίλιγγο. 'Ορισμέ­νοι προτιμούν το θάνατο άπ* τήν επαφή μ’ ένα ερ­πετό, άκόμα κι δταν αύτό είναι άκίνδυνο. 'Υπάρχει μιά περιοχή δπου δ θάνατος δέ σημαίνει πιά μόνο τήν εξαφάνιση άλλά και τήν άβάσταχτη κίνηση πού μάς κάνει νά εξαφανιζόμαστε παρά τή θέλησή μας, ένώ πάση θυσία δέ θά ’πρεπε νά εξαφανιστούμε. Αύτό άκριβώς τό πάση θυσία, αύτό το παρά τή θέλησή μας, είναι πού διακρίνουν τή στιγμή τής υπέρτατης χαράς άπ* τή στιγμή της άκατονόμα- στης άλλά υπέροχης έκστασης. Εάν δέν υπάρχει τίποτα πού νά μάς ξεπερνά, πού παρά τή θέλησή μας νά μάς ξεπερνά, ύποχρεώνοντάς μας πάση θυ­σία νά μήν είμαστε, τότε δέ φτάνουμε στήν ά-νόητη στιγμή προς τήν οποία τείνουμε μ' δλες μας τίς

13

Page 10: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

δυνάμεις και τήν οποία συγχρόνως μ* δλες μας τις δυνάμεις άποκρούομε.

Ή ηδονή θα ήταν άξια περιφρόνησης έάν δέν ήταν αύτο το εξοντωτικό ξεπέρασμα, πού δέν άνή- κει κατ5 άποκλειστικότητα στήν έρωτική έκσταση καί πού οι μυστικοί διαφόρων θρησκειών, και πρώ­τοι &π δλους οι Χριστιανοί μυστικοί, γνώρισαν με τον ίδιο τρόπο. Το είναι μας δίνεται μ* ένα ανυ­πόφορο ξεπέρασμα του είναι, ένα ξεπέρασμα πού δέν είναι λιγότερο άνυπόφορο άπ* το θάνατο. Και επειδή το είναι, ενώ μας δίνεται μέ το θάνατο, συγχρόνως καί μας άφαιρεΐται μ* αυτόν, οφείλουμε να τό άναζητήσουμε στό αίσθημα του θανάτου, σ5 εκείνες τις άφόρητες στιγμές πού νομίζουμε πώς πεθαίνουμε έπειδή, στις περιπτώσεις αύτές, το είναι δέν υπάρχει πλέον μέσα μας παρά μόνον άπό άκραία ένταση, στις στιγμές έκεΐνες οπού ή πληρότητα της φρίκης' καί ή πληρότητα της χαράς συμπίπτουν.

’Ακόμα κι ή σκέψη (ό στοχασμός) δέν ολοκλη­ρώνονται μέσα μας παρά μόνο μέ τις άκρότητες. Πέρα άπ5 τήν άναπαράσταση τών άκροτήτων, τι σημαίνει ή άλήθεια, έάν δέν βλέπουμε αύτο πού έξωθεΐ στά άκρα τή δυνατότητά μας νά βλέπουμε, αυτό πού μας είν9 αφόρητο νά δούμε, δπως είν* άφό-

14

Page 11: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ρητό νά νιώσουμε άπόλαυση στην έκσταση; Τί ση­μαίνει ή αλήθεια έάν 8έ σκεφτόμαστε αύτό πού εξω­θεί στα άκρα τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε...;1

Στο τέρμα αύτοΰ του παθιασμένου στοχασμού ό όποιος εκμηδενίζεται άφ* έαυτου του μέ μιά κραυγή, μέ τήν έννοια 5τι καταποντίζεται μέσα

1. Ζητώ συγγνώμη πού στο σημείο αύτό θά συμπληρώ­σω δτι αύτός ό ορισμός του είναι καί των άκροτήτων δέ μπορεί να θεμελιωθεί φιλοσοφικά, διότι οί άκρότητες οδη­γούν τό θεμέλιο στα άκρα: οί άκρότητες είν* άκριβώς αύτό διά του οποίου τό είναι, πριν άπό κάθε τΐ άλλο, βρίσκεται κατ* άρχήν έξω άπ* δλα τα όρια. ’Αναμφισβήτητα, τό είναι βρίσκεται και μέσα στά δρια: αυτά τά όρια μας έπιτρέπουν νά μιλάμε (μιλώ, μιλώντας όμως δέν ξεχνώ καί πώς ό λό­γος, δχι μόνο θά μου διαφύγει, άλλά καί πώς μου διαφεύγει). Αυτές οί μεθοδικά άραδιασμένες φράσεις είναι μέσα στά δρια του εφικτού (είναι σέ μεγάλο βαθμό εφικτές γιατί οί άκρότητες είναι ή έξαίρεση, είναι τό θαυμαστό, τό θαύμα...* καί οί άκρότητες καταδεικνύουν τήν £λξη — τήν έλξη, αν δχι τη φρίκη* καταδεικνύουν κάθε τι πού είναι περισσότερο άτι αυτό πού είναι, ή δυνατότητά τους δμως είν* εκ τών προτέρων δεδομένη. Μ* αύτό τόν τρόπο, δέν είμαι ποτέ δε­δομένος, δέν υποτάσσομαι ποτέ, διαθέτω ώστόσο τήν κυ- ριοφχία μου τήν οποία χωρίζει άπό μένα μόνον δ θάνατος, ό όποιος θ’ άποδείξει τήν αδυναμία στήν όποία βρισκόμουν νά περιοριστώ χωρίς άκρότητες στό είναι. Δέν άπορρίπτω τή γνώση, χωρίς τήν όποία δέ θά άγραφα, δμως αύτό τό χέρι πού γράφει είν* έτοιμοβάνατο, καί μέ τό θάνατο αύτόν γιά τόν όποιο προορίζεται, τό χέρι διαφεύγει πέρ* άπ* τά δρια πού έγιναν άποδεκτά μέ τό γράψιμο (άποδεκτά άπ* τό χέρι πού γράφει, άλλά πού άπορρίφθηκαν άπ* τό χέρι πού πεθαίνει).

15

Page 12: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

στη μή άνοχή του ίδιου του έαυτοΰ του, ξαναβρί­σκουμε τον Θεό. Αυτό είναι το νόημα, αυτή είναι ή υπερβολή, αύτου του ά-νόητον βιβλίου: το άφή- γημα αύτο διακυβεύει τον ίδιο τον Θεό σ’ δλο το φάσμα των ιδιοτήτων του, κι ώστόσο, αύτός ό Θεός είν* ένα κορίτσι του πεζοδρομίου, πανομοιό­τυπο μ* όλα τ άλλα κορίτσια. Εκείνο δμως πού δε μπόρεσε να πει ό μυστικισμός (τη στιγμή πού ήταν να το πει, λιποψυχούσε), το λέει ό ερωτισμός: ό Θεός δέν είναι τίποτα έάν δέν είναι ξεπέρασμα του Θεού προς όλες τις κατευθύνσεις* προς τήν κα­τεύθυνση του χυδαίου ίντος, προς τήν κατεύθυνση της φρίκης καί της βρωμιάς, προς τήν κατεύθυνση, τέλος, του τίποτα... Δέν είναι δυνατό να προσθέ­σουμε άτιμωρητί στή γλώσσα τή λέξη πού ξεπερνά τις λέξεις, τή λέξη Θεός· άπ* τή στιγμή πού τό κάνουμε αύτό, ή λέξη αύτή ξεπερνά τον έαυτό της καί καταστρέφει ιλιγγιωδώς τα όριά της. Αύτό πού βίναι ή ίδια, δέν υποχωρεί μπροστά σέ τίποτα, βρίσκεται οπουδήποτε είν’ άδύνατον νά τήν περι­μένει κανείς, γιατί ή ίδια ή λέξη αύτή είναι μιά υπερβολή. 'Όποιος έχει καί τήν παραμικρότερη υπο­ψία πάνω σ ’ αύτό, αύτομάτως σωπαίνει. *Η, ανα­ζητώντας τή διέξοδο, καί ξέροντας πώς παγιδεύεται <7 αύτήν, ψάχνει νά βρει μέσα του εκείνο πού, έπει-

ι6

Page 13: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

δή μπορεί να τόν εκμηδενίσει, τον εξομοιώνει μέ τον Θεό, τον έξομοιώνει μέ το τίποτα.2

Ωστόσο, σ* αύτό τον άνεκδιήγητο δρόμο οπού μάς βάζει το πιο ασυνάρτητο βιβλίο πού γράφτηκε ποτέ, ίσως κάνουμε καί μερικές άκόμα άνακαλύψεις.

*Ας πούμε, έτσι στην τύχη: ίσως άνακαλύψουμε την εύτυχία...

Ή χαρά βρίσκεται άκριβώς προς τήν κατεύθυν­ση του θανάτου (γι5 αύτό καί κρύβεται πίσω άπ* τήν πρόσοψη του άντίθετού της πού εΐν* ή θλίψη).

Κάθε άλλο παρά υποστηρίζω πώς το ούσιώδες σ’ αύτό τον κόσμο είν* ή ήδονή. Ό άνθρωπος δέν εξαντλείται στά όργανα της σεξουαλικής απόλαυ­σης. Αύτά δμως τ’ άνομολόγητα όργανα του μα­θαίνουν το μυστικό του.3 Εφόσον ή ήδονή έξαρτά-

2. ’Ιδού, λοιπόν, ή πρώτη θεολογία πού προτείνει ένας άνθρωπος τόν όποιο έκλαμπρύνει τό γέλιο καί πού κατα­δέχεται νά μη περιορίζει αυτό πού δέν ξέρει τι είναι το όριό. Σημειώστε μ* ένα πύρινο χαλίκι τη σημερινή μέρα πού διαβάζετε, έσεΐς πού χλωμιάσατε σκυμμένοι πάνω στά κείμενα των φιλοσόφων! Πώς άλλιώς μπορεί να εκφραστεί αύτός πού τούς κάνει νά σωπαίνουν, παρά μόνο μ* έναν τρό­πο πού τούς είναι άπαράδεκτος;

3. Θά μπορούσα, επιπλέον, νά παρατηρήσω πώς οιακρότητες είναι ή ίδια ή άρχή της σεξουαλικής άναπαρα-γωγης. Πράγματι, ή θεία πρόνοια τό θέλησε νά παραμείνει άναγνώσιμο στό έργο της τό μυστικό της! ’Από τίποτα

17

Page 14: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ται άπ’ τή μολυσμένη προοπτική πού άνοίχτηκε στο πνεύμα, είναι πιθανόν να καταφύγουμε σε ζα­βολιές και νά προσπαθήσουμε νά φτάσουμε στή χα­ρά περνώντας 6σο το δυνατόν λιγότερο κοντά άπ* τή φρίκη. Οι εικόνες πού διεγείρουν τόν πόθο ή προ­καλούν τόν τελικό σπασμό, είναι συνήθως ύποπτες, διφορούμενες, γιατί, αν αύτό πού βάζουν στόχο είν’ ή φρίκη κι ό θάνατος, το πετυχαίνουν πάντα με ύπουλο τρόπο. ’Ακόμα καί μέσα άπ* το πρίσμα του Sade, ό θάνατος μεταστρέφεται προς τόν άλλο, κι δ άλλος είναι κατ5 αρχήν μιά ήδονική έκφραση της ζωής. Ό χώρος του ερωτισμού είν* αναπόδραστα παραδομένος στήν πανουργία. Το άντικείμενο πού προκαλεί τή φορά του Έ ρωτα προσφέρεται ώς άλλο άπ’ αύτό πού είναι, έτσι ώστε, στά θέματα του έρωτισμου, εκείνοι πού έχουν δίκιο είν’ οϊ ασκητές. Οι ασκητές λένε γιά τήν ομορφιά πώς

δέ θα μπορούσε νά γλιτώσει ό άνθρωπος; Τη μέρα άκρι­βώς πού βλέπει τή γη ν* άνοίγει κάτω άπ* τά πόδια του, του λένε πώς αύτό είν’ έργο της Θείας πρόνοιας Ι *Ακόμα κι όταν λέει ατό παιδί του νά μή βλαστημάει, μόνο βλαστη­μώντας, μόνο φτύνοντας πάνω στά δριά του ήδονίζεται κι ό πιό έσχατος τών άνθρώπων, μόνο βλαστημώντας είναι Θεός. Πράγμα πού σημαίνει πώς είν* άλήθεια δτι ή δη­μιουργία δέν έχει διέξοδο, δτι δέ συμβιβάζεται μ* άλλη κί­νηση του πνεύματος παρά μόνο μ* έκείνη πού στηρίζεται στή βεβαιότητα πώς, δταν τό πνεύμα αύτό έξωθεΐται στά άκρα, έξωθεϊ κι αυτό τό ίδιο στά άκρα.

ι8

Page 15: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

είν’ ή παγίδα πού στήνει ό διάβολος. Πράγματι, μό­νον ή ομορφιά κάνει υποφερτή τήν άνάγκη άταξίας, βίας* κι άναξιοπρέπειας πού εΐν5 ή ρίζα του Ιρωτα. Δέν μπορώ νά εξετάσω έδώ στις λεπτομέρειές τους τά παραληρήματα πού οι μορφές τους αύξάνουν καί πληθαίνουν καί πού ό καθαρός έρωτας μας γνωρί­ζει, ύπουλα, το βιαιότερο απ’ όλα, το παραλήρημα εκείνο πού οδηγεί στά δρια του θανάτου τις τυφλές άκρότητες της ζωής. Ή καταδίκη εκ μέρους των ασκητών εΐν’ άναμφισβήτητα χονδροειδής, δειλή καί άτεγκτη, συμβαδίζει δμως μέ τή δόνηση χωρίς τήν οποία άπομακρυνόμαστε απ’ τήν άλήθεια της νύ­χτας. Δέν υπάρχει λόγος νά δώσουμε στον σεξουα­λικό έρωτα μιά υπεροχή τήν οποία μόνον ή ζωή έχει καθ* ολοκληρίαν, έάν δμως δέ μεταφέραμε τό φώς μέχρι το σημείο εκείνο πού πέφτει ή νύχτα, πώς θά μαθαίναμε πώς είμαστε, όπως καί είμα­στε, φτιαγμένοι in τήν προέκταση του είναι μέσα στή φρίκη; *Αν το είναι καταποντίζεται μέσα στο εμετικό κενό το όποιο θά ’πρεπε πάση θυσία ν* άπο- φύγει...;

’Ασφαλώς, τίποτα δέν είναι πιο επίφοβο άπ’ αύ­τό ! Πόσο γελοίες θά ’πρεπε νά μάς φαίνονται οι εικόνες της κόλασης στις άψιδωτές εισόδους τών

19

Page 16: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

εκκλησιών! Ή κόλαση είναι ή άσθενική εικόνα πού άθελά του μας δίνει ό Θεός για τόν έαυτό του Ι Στην κλίμακα δμως τής άπεριόριστης άπώλειας, ξαναβρίσκουμε το θρίαμβο του είναι — άπ* το όποιο το μόνο πράγμα πού πάντα έλειψε ήταν δτι δέ συμ­φωνεί μέ το κίνημα πού τό θέλει φθαρτό. Τό είναι αύτοπροσκαλειται στόν τρομακτικό χορό, στον ό­ποιο ή συγκοπή εΐν’ ό χορευτικός ρυθμός, καί τόν όποιο πρέπει να δεχτούμε δπως είναι, γνωρίζοντας μόνο τή φρίκη μέ τήν οποία συντάσσεται. Έάν δέν έχουμε ψυχική αντοχή, δέν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο άπ* αύτό. Καί ή ώρα του μεγάλου μαρ­τυρίου δέν πρόκειται ποτέ να λείψει. Γιατί, πώς θά ύπερβαίναμε τό μαρτύριο έάν έλειπε; 'Όμως, το ανοιχτό είναι —άνοιχτό στο θάνατο, στο μαρτύ­ριο, στή χαρά— άνεπιφύλακτα, το άνοιχτό καί θνή- σκον, οδυνηρό καί εύδαιμον είναι, εμφανίζεται ήδη μέσα στό συγκαλυμμένο φώς του: τό φώς αύτό είναι θείο. Καί ή κραυγή τήν οποία, μέ στραβωμένο στόμα, αύτό το είναι πνίγει ίσως άλλά καί έκφέ- ρει, εΐν3 Ινα θεόρατο Αλληλούια, χαμένο μέσα στήν άτελεύτητη σιωπή.

G e o r g e s B a t a i l l e

2ο

Page 17: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Μ Α Ν Τ Α Μ Ε Ν Τ Ο Υ Α Ρ Ν Τ Α

Page 18: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

’Εάν όλα σε φοβίζουν, διά­βασε αύτό το βιβλίο, προη­γουμένως δμως άκουσέ με: αν γελάσεις, σημαίνει πώς φοβάσαι. Νομίζεις πώς ίνα βιβλίο είναι κάτι το άψυχο. Μπορεί. *Αν δμως υποθέ­σουμε, όπως μπορεί να συμ­βεί, δτι δέν ξέρεις να διαβά­ζεις; Μήπως θά 9πρεπε να τρομοκρατηθείς...; Είσαι μόνος; Κρυώνεις; Ξέρεις ως ποιο σημείο δ άνθρωπος ειν* «εσύ ό ίδιος»; 'Ηλί­

θιος; Και γυμνός;

Page 19: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ΕΠ ΙΤΕ ΛΟ ΥΣ, Η ΑΓΩ Ν ΙΑ MOT ΕΙΝ* Α Π Ο Λ ΥΤΑ ΚΥ­ΡΙΑ ΡΧΗ . Η ΝΕΚΡΗ ΚΥ­ΡΙΑ ΡΧΙΑ Μ ΟΥ ΕΧΕΙ ΒΓΕΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ. Α Σ Υ Λ Λ Η Π Τ Η —ΓΥΡΩ Τ Η Σ Μ ΙΑ ΣΙΩ Π Η ΤΑΦΟΥ— ΠΕΡΙΜ ΕΝΟΝΤΑΣ ΚΟΥΡΝΙΑΣΜ ΕΝΗ ΚΑΤΙ ΤΡΟΜΕΡΟ — ΚΙ ΟΜΩΣ Η ΘΛΙΨΗ Τ Η Σ Π ΕΡΙΓΕΛΑ

ΤΑ Π ΑΝ ΤΑ.

Page 20: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Στή στροφή ενός δρόμου, ή αγωνία, μια βρωμερή καί συναρπαστική άγωνία, με διέ­λυσε (ίσως επειδή είδα δυο κορίτσια νά κα­τεβαίνουν τρέχοντας τή σκάλα μιας τουαλέ­τας). Κάτι τέτοιες στιγμές, αισθάνομαι τήν άνάγκη να ξεράσω τόν έαυτό μου. Εκείνο πού θα μου χρειαζόταν, θά ήταν νά ξεγυ­μνωθώ, ή νά ξεγυμνώσω αύτά τά κορίτσια πού λαχταρώ. 'Η χλιαρή άχνα πού άναδύε- ται άπό σάρκες άνοστες θά μ’ άνακούφιζε. Κατέφυγα δμως στό πενιχρότερο μέσο: ζή­τησα άπ’ τόν ταβερνιάρη ένα περνό καί το κατέβασα μονορούφι* συνέχισα τό δρόμο

27

Page 21: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

μου άπό ταβέρνα σε ταβέρνα, μέχρι... Σέ λίγο θά νύχτωνε εντελώς.

’Άρχισα νά περιπλανιέμαι σ’ αύτούς τούς πρόσφορους δρόμους πού πιάνουν άπ* τή διασταύρωση Πουασσονιέρ καί φτάνουν στήν οδό Σαίν-Ντενί. 'Η μοναξιά καί το σκοτάδι ολοκλήρωσαν το μεθύσι μου. Ή νύχτα ήταν γυμνή στούς έρημους δρόμους καί θέλησα νά μείνω κι έγώ γυμνός σάν αύτήν: έβγαλα το πανταλόνι μου καί το κρά­τησα στο χέρι" θά ’θελα νά ζευγαρώσω τή νυχτερινή δροσιά με τά σκέλη μου· μιά συγ­κλονιστική ελευθερία μέ σήκωνε ψηλά. Έ ­νιωθα ν’ άποκτώ μεγαλύτερες διαστάσεις. Στή χούφτα μου κρατούσα το σηκωμένο πέος μου.

[Μπαίνω άγρια στο θέμα μου. Θά μπο­ρούσα ν’ άποφύγω αύτό τόν τρόπο καί ν’ ά- κολουθήσω έναν άλλον «άληθοφανή». Θά με συνέφερε ένα ύφος περιφραστικό. Τώρα δ­μως πάει, ή αρχή είναι πάντα άπερίφραστη.

28

Page 22: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Συνεχίζω... άγριότερα άπό πριν...].

Τρόμαξα άπό κάποιο θόρυβο, γι* αύτό ξανάβαλα το πανταλόνι μου καί τράβηξα προς τούς «Καθρέφτες». Εκεί μέσα ξανα­βρήκα τό φως. Γυμνή, άνάμεσα σ’ ένα σμή­νος άπό κορίτσια, ή Μαντάμ Έντουαρντά έβγαζε τή γλώσσα της. Γιά τά γούστα μου, ήταν αύτό πού με τραβούσε περισσότερο. Αύτήν διάλεξα. νΗρθε κι έκατσε δίπλα μου. Μόλις έδωσα παραγγελία στο γκαρσόνι, τήν άρπαξα στήν άγκαλιά μου. Αύτή παραδό­θηκε στά μπράτσα μου. Τά στόματά μας συγχωνεύτηκαν σ’ ένα άρρωστο φιλί. 'Η αίθουσα ήταν πήχτρα άπό άντρες καί γυ­ναίκες. Μέσα σέ μιά τέτοια έρημο συνεχί­στηκε τό παιχνίδι μας. Κάποια στιγμή, το χέρι της γλίστρησε, έγώ κομματιάστηκα ξαφνικά σάν τζάμι, καί μέσα στο σώβρακό μου έγινε ένας σεισμός· ένιωσα καί τή Μα­ντάμ Έντουαρντά, πού οι γλουτοί της γέμι­ζαν τή χούφτα μου, νά ξεσχίζεται ταυτό­

29

Page 23: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

χρονα με μένα, καί στά διεσταλμένα, τώρα, ανεστραμμένα μάτια της, ο τρόμος καί στο λαιμό της ένα παρατεταμένο άγκομαχητό.

Θυμήθηκα πώς είχα επιθυμήσει νά ειμ’ αχρείος ή, μάλλον, πώς θά ’πρεπε, πά­ση θυσία, νά εξαχρειωθώ. Μέσα στή φασα­ρία πού κάναν οι φωνές, μέσα στά φώτα καί στό ντουμάνι του καπνού, μάντευα κάποια γέλια. Δέν υπολόγιζα δμως πιά τίποτα.

"Εσφιξα τήν Έντουαρντά στήν άγκαλιά μου κι αύτή μου χαμογέλασε- τήν ίδια στιγμή, έντρομος, ένιωσα μέσα μου μιά νέα δόνηση, κάτι σά σιωπή έπεσε πάνω μου άπό ψηλά καί με πάγωσε. Ένα φτερούγισμα άσώ- ματων κι άκέφαλων άγγέλων, φτιαγμένων μόνον άπό κυματίσματα φτερούγων, με ανύψωσε, όμως αύτό πού συνέβαινε ήταν απλό: ήμουν δυστυχισμένος κι ένιωσα εγ­καταλειμμένος, δπως αισθανόμαστε παρόν­τος του ΘΕΟΤ. Αύτό ήταν χειρότερο καί πιο τρελό κι απ’ το μεθύσι. Καί πρώτα-πρώτα,

Page 24: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

μ’ έπιασε θλίψη στή σκέψη αύτοΰ του μεγα- λείου πού έπεφτε πάνω μου, πού ύπέκλεπτε τίς απολαύσεις πού σκόπευα να γευτώ μέ τήν Έντουαρντά.

Βρήκα πώς αύτο πού έκανα ήταν παρά­λογο γιατί με τήν Έντουαρντά δέν είχαμε ανταλλάξει ούτε μία λέξη. Για μιά στιγμή, μ’ έπιασε μεγάλη δυσφορία. Δέ θά μπορού­σα νά πώ τίποτα γι’ αύτό πού μου συνέβαι­νε. Μέσα στήν οχλαγωγία καί στά φώτα, ή νύχτα έπεφτε καί με πλάκωνε! Θέλησα νά σπρώξω το τραπέζι, νά τ’ αναποδογυρί­σω δλα, το τραπέζι δμως ήταν βιδωμένο, καθηλωμένο στο πάτωμα. 'Ένας άνθρωπος δέ μπορεί ν’ άντέξει κάτι περισσότερο κω­μικό άπ5 αύτό. Τά πάντα είχαν εξαφανι­στεί, ή αίθουσα καί ή Μαντάμ Έντουαρντά. Μόνον ή νύχτα...

Μιά ύπερβολικά άνθρώπινη φωνή μ* έ­βγαλε απ’ τήν άποχαύνωσή μου. Ή φωνή,

Page 25: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

δπως κι ή λεπτοκαμωμένη κορμοστασιά της Μαντάμ Έντουαρντά, ήταν πουτανίσια:— Θές νά δεις τά παρτάλια μου; έλεγε αύτή

ή φωνή.Γραπώνοντας μέ τά δυο χέρια το τρα­

πέζι, γύρισα προς τό μέρος της. 'Όπως ήταν καθισμένη, είχε τό ’να πόδι της ψηλά καί τεντωμένο στό πλάι' γιά ν’ ανοίξει καλύτε­ρα τή σχισμή, τραβούσε καί με τά δυο χέ­ρια της το δέρμα. ’Έτσι, τά «παρτάλια» της

Έντουαρντά με κοίταζαν, τριχωτά καί ρο- δόχροα, σφύζοντας άπό ζωή σάν άηδιαστι- κό χταπόδι. Τραύλισα σιγανά:— Γιατί το κάνεις αύτό;— Βλέπεις; είπε. Ειμ’ ό ΘΕΟΣ.— Θα μου στρίψει...—"Οχι, πρέπει νά κοιτάξεις. Κοίτα!

‘ Η βραχνή φωνή της έγινε γλυκιά, σχε­δόν παιδική, γιά νά μου πει κουρασμένα, μέ το άπέραντο χαμόγελο της εγκατάλει­ψης: «Κάβλωσα!».

32

Page 26: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Είχε κρατήσει όμως τήν προκλητική της στάση. Μέ διέταξε:— Φίλα το!— Μά..., διαμαρτυρήθηκα έγώ. Μπροστά

στούς άλλους;— Φυσικά!

Έτρεμα. Τήν κοίταζα άσάλευτος. Μου χαμογελούσε τόσο γλυκά πού έτρεμα ολό­κληρος. Εντέλει, γονάτισα, τρέκλισα, καί άκούμπησα τά χείλια μου στήν άνοιχτή πλη­γή. Το γυμνό της μπούτι χάιδεψε τ’ άφτί μου' μου φάνηκε τότε πώς άκουσα εκεί τον σάλο του πελάγου, αύτή τήν άντάρα πού άκοϋμε όταν βάζουμε στ’ άφτί μας μεγάλα κοχύλια. Μέσα στον παραλογισμό του μπορ­ντέλου καί στή σύγχυση πού με περιέζωνε (μου φαίνεται πώς ένιωσα νά πνίγομαι, ήμουν κόκκινος, είχα γίνει μούσκεμα άπ’ τον ιδρώτα), έμεινα άλλόκοτα μετέωρος, λες κι ή

Έντουαρντά κι έγώ είχαμε χαθεί σε μιά ανε­μοδαρμένη νύχτα, με τή θάλασσα μπροστά μας.

33

Page 27: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

"Ακουσα μιαν άλλη φωνή, πού προερχό­ταν άπό μια ψηλή κι ωραία γυναίκα, ντυ­μένη κιμπάρικα:— Παιδιά μου, είπε ή άντρογυναίκα, πρέ­

πει να πάτε πάνω.Πήρε ή υποδιευθύντρια τα λεφτά μου

κι εγώ σηκώθηκα κι ακολούθησα τή Μαντάμ Έντουαρντά πού ή γαλήνια γύμνια της διέ­σχισε τήν αίθουσα. Το απλό δμως πέρασμα άνάμεσ’ άπ’ τά τραπέζια πού είναι γεμάτα κορίτσια καί πελάτες, αύτή ή χυδαία τελε­τουργία της «κυρίας πού πάει πάνω» ακο­λουθούμενη άπ’ τόν άντρα πού θά της κάνει έ'ρωτα, δέν ήταν γιά μένα τή στιγμή έκείνη παρά ή τέλεση μιας έφιαλτικής λειτουργίας: τά τακούνια τής Μαντάμ Έντουαρντά πάνω στο πλακοστρωμένο δάπεδο, το λίκνισμα αύτου του ψηλόλιγνου σώματος, ή ξινή μυ­ρωδιά καβλωμένης γυναίκας τήν όποία εισ­πνέω, αύτοΰ του γαλατένιου κορμιού... Ή Μαντάμ Έντουαρντά βάδιζε μπρος μου... νεφελοβάμων. Ή θορυβώδης άδιαφορία πού

34

Page 28: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

έδειχνε ή αίθουσα στήν εύτυχία της, στήν ισοζυγισμένη σοβαρότητα των βημάτων της, ήταν στέψη βασιλική καί άνθεστήρια γιορτή* ό ίδιος ό χάρος έπαιρνε μέρος στο γλέντι, με τήν έννοια πώς ή γύμνια του μπορντέλου επιζητά το μαχαίρι του χασάπη.

.......................................οι καθρέφτες πού έν­τυναν τούς τοίχους, καθώς κι αυτοί απ’ τούς οποίους ήταν φτιαγμένο το ταβάνι, πολλα­πλασίαζαν τή ζωώδη εικόνα μιας συνουσίας. Με τήν παραμικρότε; η κίνηση, οι εξουθε­νωμένες καρδιές μας έχασκαν ορθάνοιχτες στό κενό, οπού μας έκαναν οι άπειράριθμοι άντικατοπτρισμοί μας να χανόμαστε.

35

Page 29: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Τελικά, καταποντιστήκαμε άπ’ τήν ήδο­νή. Σηκωθήκαμε καί κοιταχτήκαμε σοβα­ροί. 'Η Μαντάμ Έντουαρντά άσκοϋσε πά­νω μου μιά μαγεία. Ποτέ μου δέν είχα ξα­ναδεί πιο ωραίο κορίτσι — ούτε πιο γυμνό. Χωρίς νά μ’ άφήσει άπ’ τα μάτια της, πήρε άπό ’να συρτάρι ένα ζευγάρι άσπρες μετα­ξωτές κάλτσες· έκατσε στό κρεβάτι καί τις φόρεσε. Παραληρούσε πού ήταν γυμνή, καί αύτό τό παραλήρημα τήν είχε κατακυριεύ­σει’ άνοιξε κι αύτή τή φορά τά μπούτια της καί φανέρωσε τή βαθιά σχισμή. 'Η διαπε­ραστική γύμνια των σωμάτων μας μάς έρι­χνε στήν ’ίδια έξάντληση της καρδιάς. Φό­ρεσε ένα άσπρο μπολερό καί τύλιξε τή γύ­μνια της μ’ ένα ντόμινο. 'Η κουκούλα του ντόμινο της σκέπαζε το κεφάλι, μιά μαύρη βελούδινη μάσκα μέ δαντελένιο γένι της έ­κρυψε το πρόσωπο. Ντυμένη μ’ αύτά τά ρούχα, μου ξεγλίστρησε κι είπε:— Φύγαμε!

36

Page 30: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

— Μά... μπορείς να φύγεις; τη ρώτησα.— Κάνε γρήγορα, κουκλί, μου άπάντησε

χαρούμενα, δέν πάει να βγεις έξω γυμνός !Μου έδωσε τά ρούχα μου καί μέ βοή­

θησε νά ντυθώ, τήν ώρα δμως πού τό ’κανε αύτό, ή διαβολιά της συνέχιζε ένα υποχθό­νιο πάρε-δώσε άνάμεσα στη σάρκα της καί στή σάρκα μου. Κατεβήκαμε μιά στενή σκάλα δπου συναντήσαμε μιά παραδουλεύ­τρα. Στο ξαφνικό σκοτάδι του δρόμου, έ'μει- να κατάπληκτος βλέποντας τήν Έντουαρντά νά τρέπεται σε φυγή, ντυμένη άπ’ τήν κορφή ως τά νύχια στά μαϋρα. Ξεφεύγοντας άπό μένα, βιαζόταν νά το σκάσει. Ή μάσκα πού ήταν σά λύκος της έδινε μιά όψη ζωώδη. Δέν έκανε κρύο, άλλ’ ανατρίχιασα. Ή Έν­τουαρντά ξένη, ένας ούρανός δλος άστρα, άδειος καί τρελός, πάνω άπ’ τά κεφάλια μας. Νόμισα πώς δέ θά με κρατούσαν τά πόδια μου, στάθηκα δμως ορθιος καί προ­χώρησα.

37

Page 31: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Εκείνη τήν ώρα της νύχτας, ό δρόμος ήταν έρημος. Ξαφνικά, ή Έντουαρντά, γε­μάτη κακία καί χωρίς νά πει λέξη, έτρεξε χωρίς έμένα. Ή πύλη του Σαίν-Ντενί υ­ψωνόταν μπροστά της. Στάθηκε. Δέν είχα κουνηθεί άπ’ τή θέση μου* ή Έντουαρντά, άσάλευτη όπως κι εγώ, περίμενε κάτω άπ’ τήν πύλη, στό κέντρο της άψίδας. ΤΗταν κατάμαυρη, απλή κι άνησυχητική σά μιά τρύπα. Κατάλαβα πώς δε γελούσε, καί μά­λιστα, γιά τήν άκρίβεια, πώς, κάτω άπ’ το ρούχο πού τή σκέπαζε, ή ίδια τώρα άπου- σίαζε. Τότε —καθώς εϊχε διαλυθεί μέσα μου κάθε είδος μέθης— είδα πώς δέ- μου είχε

38

Page 32: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

πει ψέματα πώς Αύτή ήταν 6 ΘΕΟΣ. Ή παρουσία της είχε τήν άκατάληπτη άπλό- τητα μιας πέτρας. Στήν καρδιά της πόλης, είχα τήν αίσθηση πώς ήμουν ή νύχτα πάνω στο βουνό, στή μέση ενός κύκλου άπό άψυ­χες μοναξιές.

Ένιωσα νά ελευθερώνομαι άπ’ Αυτήν — ήμουν μόνος μπροστά σ’ αύτήν τή μαύρη πέ­τρα. Έτρεμα μαντεύοντας μπρος μου τήν παρουσία του πιο ερημικού πράγματος πού υπάρχει στόν κόσμο. Σε καμιά της διάσταση δέν μου διέφευγε ή κωμική φρίκη της κατά­στασης στήν όποία βρισκόμουν, γιατί εκεί­νη πού ή δψη της τή στιγμή αύτή με πά­γωνε, τήν προηγουμένη... Ή άλλαγή είχε συντελεστεί δπως γίνεται όταν γλιστράμε. Το πένθος —Ινα πένθος χωρίς οδύνη καί χω­ρίς δάκρυα— είχε χύσει μιάν άδεια σιωπή μέσα στή Μαντάμ Έντουαρντά. 'Ωστόσο, θέλησα νά μάθω γιατί αύτή ή γυναίκα, ά- στραπιαΐα τόσο γυμνή, πού με φώναζε χα­

39

Page 33: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ρούμενα «κουκλί»... Διέσχισα το δρόμο, ή άγωνία μου μου έλεγε να σταματήσω, όμως εγώ προχώρησα.

’Οπισθοχωρώντας, γλίστρησε άμίλητη προς τήν αριστερή κολόνα. ’Απείχα δύό βή­ματα άπ’ αύτήν τή μνημειώδη πύλη' μόλις χώθηκα κάτω άπ’ τήν πέτρινη άψίδα, το ντόμινο έξαφανίστηκε αθόρυβα. Είχα στή­σει άφτί, μέ κρατημένη τώρα τήν άνάσα. Μου φαινόταν παράξενο πού το μυαλό μου λειτουργούσε τόσο καλά γιατί, όταν αύτή έτρεξε, είχα καταλάβει πώς θά πρέπει νά είχε βάλει όλα τά δυνατά της γιά νά τρέξει, πώς είχε κάνει εφόρμηση προς τήν πύλη, κι όταν στάθηκε, κατάλαβα πώς στεκόταν μετέωρη σ’ ένα είδος άπουσίας, πολύ πιο πέρα άπό κει πού μπορεί νά φτάσει το γέ­λιο. Δέν τήν έβλεπα πιά' ένα σκοτάδι θα­νάτου έπεφτε άπ’ τις άψίδες. Χωρίς ούτε στιγμή νά περάσει ή σκέψη άπ’ το μυαλό μου, «ήξερα» πώς άρχιζε μιά περίοδος άγω- νίας. Συγκατένευα, έπιθυμοϋσα νά ύποφέ-

40

Page 34: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ρω, νά πάω άκόμα πιο μακριά, νά πάω, έστω κι αν χρειαζόταν νά με σφάξουν, ως το ίδιο το «κενό». ’Ήξερα, ήθελα νά ξέρω, νιώθοντας μιάν άπληστη πείνα νά μάθω το μυστικό της, χωρίς ν’ άμφιβάλλω ούτε γιά μιά στιγμή πώς μέσα της βασίλευε ό θάνατος.

Βογγώντας κάτω άπ’ τήν άψίδα, ήμουν τρομοκρατημένος, γελούσα:—Ά π ’ όλους τούς άνθρώπους, είμ’ 6 μόνος

πού διασχίζω το μηδέν αύτης της άψίδας!’Έτρεμα στή σκέψη δτι μπορούσε νά τρα­

πεί σέ φυγή, νά εξαφανιστεί γιά πάντα."Ετρεμα άποδεχόμενος τήν εξαφάνισή της, μόλις δμως τή φαντάστηκα, πήγα νά τρε­λαθώ. "Ορμηξα προς τά μπρος, κάνοντας το γύρο της κολόνας. Έκανα εξίσου γρήγορα το γύρο καί της δεξιάς κολόνας. Είχε έξαφανι- στεΐ. Δε μπορούσα νά το πιστέψω. Στεκό­μουν συντριμμένος μπροστά στήν πύλη καί βούλιαζα στήν άπελπισία, οπότε πρόσεξα,

Page 35: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

στήν άλλη πλευρά της λεωφόρου, άκίνητο το ντόμινο νά το ρουφά τό σκοτάδι. Ή Έντου­αρντά, πάντα αισθητά απούσα, στεκόταν μπροστά στά τραπεζάκια ενός καφενείου πού ήταν άραδιασμένα στό πεζοδρόμιο. Τράβηξα πρός τά κει. Έδινε τήν εντύπωση τρελής πού ήταν οφθαλμοφανές πώς είχε έρθει άπό έναν άλλο κόσμο" στό δρόμο, έμοιαζε περισ­σότερο άνυπόστατη κι άπό φάντασμα, μιά ομίχλη πού διαλύεται. Καθώς εγώ προ­χωρούσα, αύτή οπισθοχώρησε λίγο ώσπου σκόνταψε σ’ ένα άδειο τραπεζάκι.

Σά νά τήν ξυπνούσα, πρόφερε μ’ άψυ­χη φωνή:— Που βρίσκομαι;

Γεμάτος άπελπισία, τής έδειξα ψηλά τόν άδειο ούρανό. Γύρισε καί τόν κοίταξε: γιά μιά στιγμή, έμεινε μέ τά μάτια, κάτω άπ’ τή μάσκα, απλανή, χαμένα μέσα στις άστρικές εκτάσεις. Τή βαστούσα γιά νά -μήν πέσει’ τά χέρια της, σά μιας άρρωστης, κρατου-

42

Page 36: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

σαν κλειστό μπροστά το ντόμινο. ’Άρχισε νά τραντάζεται άπό σπασμούς. Υπέφερε, μου φάνηκε πώς έκλαιγε, ήταν δμως σά ν’ άσφυκτιοΰσαν μέσα της ό κόσμος κι ή άγωνία, χωρίς νά μπορεί νά ξεσπάσει σε λυγμούς. Σπρώχνοντάς με, τραβήχτηκε άπό πάνω μου κυριευμένη άπό μιάν άπροσδιόρι- στη άγωνία. Ξαφνικά, τήν έπιασε μιά τρέ­λα, χύμηξε προς τά μπρος, στάθηκε απότο­μα, μάζεψε ψηλά το ντόμινο καί ξεσκέπασε τούς γλουτούς της παίρνοντας τή στάση μ* ένα τίναγμα του κώλου, έπειτα ξαναγύρισε πρός εμένα και ρίχτηκε πάνω μου. 'Ένας άνεμος άγριότητας τήν άνύψωνε. Με χτύ­πησε με λύσσα στο πρόσωπο, χτύπησε μέ σφιγμένες τίς γροθιές της, με τίς φρενήρεις κινήσεις πού κάνουμε δταν ερχόμαστε με κάποιον στά χέρια. Παραπάτησα κι έπεσα. Τό ’σκάσε τρέχοντας.

Δέν είχα προλάβει νά ξανασηκωθώ, ή­μουν γονατισμένος, καί τήν είδα νά ξανα­

43

Page 37: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

γυρίζει. Μούγκρισε με μιά φωνή εκτραχη­λισμένη, άσύλληπτη, κραύγασε προς τόν ού- ρανό, καί τά χέρια της χτυπούσαν με φρίκη τόν άέρα:— Πνίγομαι, ούρλιαξε, εσένα όμως, παπα-

δοτόμαρο, Σ ’ ΕΧΩ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟ ΜΟΥΝΙ ΜΟΎ...

'Η φωνή της στό τέλος κομματιάστηκε κι έγινε σά ρόγχος. "Απλωσε τα χέρια της γιά ν’ άρπάξει κάποιον άπ’ το λαιμό καί σω­ριάστηκε καταγής.

'Όπως ένα μισοπατημένο σκουλήκι, άρ­χισε νά σφαδάζει άπό σπασμούς τού άνα- πνευστικοϋ της συστήματος. Έσκυψα πάνω της κι αναγκάστηκα να τραβήξω τή δαντέλα τής μάσκας τήν οποία μασούσε καί ξέσχιζε με τά δόντια. Οι άτσαλες κινήσεις της τήν είχαν ξεγυμνώσει ως το εφήβαιο* ή γύμνια της τώρα είχε τήν απουσία νοήματος άλλα καί τήν περίσσεια νοήματος πού έχει το ρούχο μιας πεθαμένης. Το πιο παράξενο

44

Page 38: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

άπ’ όλα —και το πιο άνησυχητικό— ήταν ή σΐίφπή στήν οποία έξακολουθοϋσε νά μένει κλεισμένη ή Μαντάμ Έντουαρντά. Δε μου ήταν πιά δυνατόν νά επικοινωνήσω με τήν οδύνη της, κι άφηνα νά μ’ άπορροφήσει αύτή ή άπουσία διεξόδου — αύτή ή νύχτα της καρδιάς πού δέν ήταν ούτε λιγότερο έρημη ούτε λιγότερο έχθρική άπ’ τόν άδειο ουρα­νό. Τά σπαρταρίσματα του κορμιού της πού χτυπιόταν σάν τό ψάρι έξω άπ’ τό νερό, ή ποταπή λύσσα πού εκδήλωνε τό στριμμένο πρόσωπό της, άποτέφρωναν τή ζωή μέσα μου καί τή θρυμμάτιζαν έξωθώντας την μέ­χρι τά δρια της άηδίας.

[Εξηγούμαι: θά ήταν μάταιο νά προ­σπαθήσει κανείς ν’ άποδώσει σε πρόθεση ειρωνείας αύτό πού λέω γιά τή Μαντάμ

Έντουαρντά: πώς αύτή ειν’ 6 ΘΕΟΣ. Το δτι ό ΘΕΟΣ είναι μιά σπιτωμένη πόρνη καί τρε­λή είναι κάτι πού δέν έχει καμμία σχέση με τή λογική. Σέ τελευταία άνάλυση, ειμ’ εύ-

45

Page 39: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

τυχισμένος πού γελούν με τή θλίψη μου, γιατί μπορεί να με καταλάβει μόνον εκείνος πού ή καρδιά του είναι αγιάτρευτα πληγω­μένη, τόσο πληγωμένη πού ποτέ κανείς δε θέλησε νά τού γιατρέψουν μιά τέτοια πλη­γή..." καί ποιος εΐν’ ό πληγωμένος πού θά δεχόταν ((νά πεθάνει» άπό μιά πληγή αλ­λιώτικη άπ αύτή;]

4 6

Page 40: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

' Η συνείδηση ότι συνέβαινε κάτι το άνε- πανόρθωτο, τήν ώρα πού, τή νύχτα εκείνη ήμουν γονατισμένος δίπλα στήν Έντουαρ­ντά, δεν ήταν ούτε λιγότερο καθαρή ούτε λι­γότερο παγερή άπό τώρα πού γράφω. Ό πό­νος της μέσα μου ήταν όπως είναι ή άλήθεια ένός βέλους: ξέρουμε πώς το βέλος μπαίνει ίσια στήν καρδιά, φέρνοντας δμως μαζί καί το θάνατο: αύτό πού μένει, δταν περιμέ­νουμε τό θάνατο, έχει το νόημα της σκουριάς άπ’ δπου ή ζωή μας μάταια γραπώνεται. Μπροστά σε μιά τόσο μαύρη σιωπή, ή ά- πελπισία μου Ικανέ ένα άλμα· οί συσπάσεις της Έντουαρντά με ξερρίζωναν άπ’ τόν έ-

47

Page 41: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

αυτό μου καί μ’ εκσφενδόνιζαν άνελέητα σ’ ένα σκοτεινό ύπερπέραν, δπως παραδίνουν τον καταδικασμένο στον δήμιο.

Εκείνος πού προορίζεται γιά το μαρτύριο όταν, έπειτ’ άπο άτέρμονη άναμονή, φτάνει, μέρα, στον τόπο άκριβώς δπου πρόκειται νά συντελεστεί ή φρίκη, παρακολουθεί τίς προ­ετοιμασίες πού γίνονται εκεί" ή καρδιά του χτυπάει τόσο δυνατά πού νομίζει πώς θά σπάσει’ στον συρρικνωμένο ορίζοντά του, το κάθε πράγμα, τό κάθε πρόσωπο, άπο- κτοϋν τρομακτική σημασία καί βοηθούν στή σύσφιγξη του μάγγανου άπ’ το όποιο δέν του μένει πιά χρόνος νά ξεφύγει. 'Όταν είδα τη Μαντάμ Έντουαρντά νά σφαδάζει στο χώμα, βρέθηκα κι έγώ σέ μιά κατάσταση παρόμοιας άπορρόφησης, ή άλλαγή όμως πού έγινε σέ μένα δέ με συρρίκνωνε, γιατί ό ορίζοντας μπροστά στον όποιο μέ τοπο­θετούσε ή δυστυχία της Έντουαρντά ήταν άπιαστος, δπως είναι άπιαστο το άντικεί-

48

Page 42: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

μενο μιας άγωνίας· κατασπαραγμένος καί διαλυμένος, ένιωθα νά μέ κυριεύει ένα ρεύμα δύναμης, μέ τήν προϋπόθεση πώς θά γινό­μουν κακός καί θά μισούσα τόν εαυτό μου.

Ή ιλιγγιώδης ολίσθηση πού μ’ έκανε νά χά­νομαι, μού είχε άνοίξει ένα πεδίο άδιαφο- ρίας* δέ μπορούσε πιά νά γίνει λόγος γιά μέριμνα ή γιά πόθο. Στό σημείο πού είχαμε φτάσει, ή άποστεγνωτική έκσταση τού πυ­ρετού γεννιόταν άπ’ τήν ολοσχερή αδυναμία νά σταματήσουν κάπου 6λ’ αύτά.

[Εΐν’ άπογοητευτικό νά παίζω με τις λέξεις, νά δανείζομαι τόν άργό ρυθμό των φράσεων, τώρα πού αύτό πού μού χρειάζε­ται εδώ, είναι να ξεγυμνωθώ. Έάν αύτό πού λέω δέν το συνοψίσει κανένας άνθρωπος στή γύμνια, πετώντας μακριά τά ρούχα καί τις τυπικότητες, τότε άδικα γράφω. 'Όπως καί ξέρω άπό τώρα πώς ή προσπάθειά μου δέν έχει καμιά ελπίδα. * Η άστραπή πού μέ θαμπώνει —καί πού με κατακεραυνώ-

49

Page 43: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

νει— σίγουρα δε θά τυφλώσει παρά μόνο τά δικά μου μάτια. 'Ωστόσο, ή Μαντάμ

Έντουαρντά δέν είν’ ό ίσκιος πού βγήκε άπο κάποιο όνειρο* ό ιδρώτας της έχει μουσκέ­ψει το μαντήλι μου* εκεί πού έχω φτάσει οδηγημένος άπ’ αύτήν, θά ’θελα κι έγώ με τη σειρά μου νά οδηγήσω τούς άλλους. Το βιβλίο αυτό έχει ένα μυστικό, πρέπει δμως νά το άποσιωπήσω γιατί βρίσκεται πέρα άπ’ δλες τίς λέξεις]. ,

Τελικά, ή κρίση της άρχισε νά περνάει. Οι συσπάσεις συνεχίστηκαν γιά λίγο ακό­μα, δέν ήταν δμως πιά τόσο φρενιασμένες.

*Η άναπνοή της ξανάγινε κανονική, τά χα­ρακτηριστικά του προσώπου της χαλάρω­σαν, έπαψαν νά είναι άποτρόπαια. Εξουθε­νωμένος ξάπλωσα, γιά μιά στιγμή, δίπλα της, στο δρόμο. Τη σκέπασα μέ το σακάκι μου. Δέν ήταν βαριά, γι’ αύτο άποφάσισα νά τή σηκώσω στά χέρια. 'Η στάση των ταξί δέν απείχε πολύ. Ή Έντουαρντά έγει­

50

Page 44: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ρε άναίσθητη στήν αγκαλιά μου. "Εκανα ώ­ρα γιά νά διανύσω τήν απόσταση, άναγκά- στηκα νά σταματήσω τρεις φορές, ξαναβρή­κε όμως τ'ις αισθήσεις της, κι όταν φτά­σαμε, ζήτησε νά σταθεί στά πόδια της.

"Εκανε Ινα βήμα καί ταλαντεύτηκε έτοιμη νά πέσει. Τήν κράτησα, κι όπως τήν κρα­τούσα, άνέβηκε στ’ αυτοκίνητο.

Είπε μ’ άδύναμη φωνή:— ...όχι άκόμα ...νά περιμένει.

Είπα στον ταξιτζή νά μή ξεκινήσει· εκ­τροχιασμένος άπ* τήν κούραση, άνέβηκα καί σωριάστηκα δίπλα στήν Έντουαρντά.

Καθίσαμε πολλή ώρα χωρίς νά μιλάμε, ή Μαντάμ Έντουαρντά, ό σωφέρ κι εγώ, άκίνητοι στις θέσεις μας, λές κι έτρεχε τ’ αυτοκίνητο.

Τελικά, ή Έντουαρντά μού είπε:— Πές του νά πάει στή Λαχαναγορά!

Το είπα στον οδηγό κι αύτός έβαλεμπρος.

Page 45: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Μας πήγε άπό κάτι σκοτεινούς δρόμους. "Ηρεμη καί μ’ άργές κινήσεις, ή Έντουαρντά έλυσε τά κορδόνια του ντόμινο πού γλίστρη­σε άπό πάνω της· δε φορούσε πιά μάσκα- έβγαλε το μπολερό κι είπε με σιγανή φωνή στον εαυτό της:— Γυμνή σά ζώο.

Σταμάτησε τ’ αύτοκίνητο χτυπώντας το ενδιάμεσο τζάμι καί κατέβηκε. Πλησίασε τόν ταξιτζή σέ σημείο πού νά τόν άγγίξει καί του είπε:— Δές... δε φοράω τίποτα... έλα.

Ασάλευτος ό ταξιτζής κοίταξε το ζώο:είχε άνοίξει τά πόδια της κι είχε σηκώσει το ένα ψηλά γιά νά δει ό άλλος τή σχισμή. Χωρίς νά πει κουβέντα ό άντρας καί χωρίς νά βιάζεται, κατέβηκε άπ’ το κάθισμά του.

νΗταν γεροδεμένος καί τραχύς. * Η Έντουαρ­ντά τόν άγκάλιασε, ρούφηξε τά χείλια του κι έχωσε το ένα χέρι της στο σώβρακό του ψαχουλεύοντας. Του κατέβασε το πανταλόνι χαμηλά καί του είπε:

52

Page 46: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

—’Έλα μέσα.

Αύτός μπήκε στ’ αύτοκίνητο κι έκατσε δίπλα μου. 'Η Έντουαρντά τόν άκολούθη- σε, κάθισε φιλήδονη πάνω του καί μέ το χέρι της τόν έχωσε μέσα της. Στεκόμουν άποσβολωμένος, κοιτάζοντας· αύτή έκανε κινήσεις άργές καί κρυφές πού ήταν ολοφά­νερο πώς της χάριζαν μιά υπέρτατη ήδονή.

'Ο άλλος άνταποκρινόταν στις κινήσεις της, δινόταν μ’ όλο το κορμί του βάναυσα* το σύμπλεγμα αύτών των δύο πλασμάτων, πού ήταν άποκύημα τού συναγελασμού καί πού είχε μείνει γυμνό, έφτανε σιγά-σιγά στό έσχατο εκείνο σημείο όπου ή καρδιά δέν άντέχει άλλο. 'Ο ταξιτζής ήταν πεσμένος άνάσκελα κι ή άνάσα του είχε γίνει λαχα- νιαστή. "Αναψα τή μέσα λάμπα τού αυτοκι­νήτου. 'Η Έντουαρντά, στητή, καβάλα πά­νω στόν έργάτη, μέ τό κεφάλι προς τά πίσω, τά μαλλιά της νά πέφτουν χαμηλά. Κρα­τώντας της το σβέρκο, είδα τά μάτια της.

53

Page 47: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

άσπρα. Τεντώθηκε πάνω στο χέρι πού τή βαστούσε, καί το τέντωμα αυτό πολλαπλα­σίασε τον ρόγχο της. Τα μάτια της ξανάρ- θαν στή θέση τους, γιά Ινα δευτερόλεπτο μάλιστα εδωσε τήν εντύπωση πώς ηρέμησε. Με είδε: τή στιγμή εκείνη, άπ’ το βλέμμα της κατάλαβα πώς ήταν Ινα βλέμμα πού έπέστρεφε άπ’ τόν κόσμο του αδύνατου, καί στά έγκατά της είδα μιά καθήλωση ιλιγγιώ­δη. Ή πλημμύρα πού τήν Ικανέ μούσκεμα στή ρίζα ξεχείλισε με τά δάκρυά της· τά δά­κρυα τρέξαν άπ* τά μάτια της. Μέσα σ’ αύτά τά μάτια, ό έρωτας ήταν νεκρός, άναδυό- ταν άπ’ αύτά μιά παγωνιά χαραυγής, μιά διαφάνεια οπού διάβαζα το θάνατο. Κι δλα ήταν δεμένα κόμπος μέσα σ’ αύτό το ονει­ρικό βλέμμα. Τά γυμνά κορμιά, τά δάχτυλα πού άνοιγαν τή σάρκα, ή δική μου άγωνία κι ή άνάμνηση του άφρου στά χείλια, δέν υ­πήρχε τίποτα πού νά μή συνεργούσε σ’ αύτή τήν τυφλή ολίσθηση μέσα στο θάνατο.

54

Page 48: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Ό οργασμός της Έντουαρντά —ζωοδό­χος πηγή— κυλώντας μέσα της μέ τέτοιο τρόπο πού νά της σχίζει τήν καρδιά στά δύό, παρατεινόταν εντελώς παράδοξα: το κύμα ήδονής δέν έπαυε νά δοξάζει τήν υπόστασή της, νά κάνει πιο γυμνή τή γύμνια της, πιο ξεδιάντροπη τήν ξεδιαντροπιά της. Μέ το κορμί της καί το πρόσωπο σέ έκσταση, πα- ραδομένα στό άφωνο γογγυτό, είχε, μέσα στή γλύκα της, ένα σπασμένο χαμόγελο για­τί μέ είδε στό βάθος τής στενότητάς μου, κι εγώ, άπ’ το βάθος τής δικής μου θλίψης, ένιωσα τόν καταρράκτη τής χαράς της ν’ άπελευθερώνεται.Ή άγωνία μου μ’ εμπόδι­ζε νά αισθανθώ τήν απόλαυση πού θά ’πρε­πε νά θέλον ή οδυνηρή ήδονή τής Έντουαρ­ντά μού έδωσε τήν έξουθενωτική αίσθηση ενός θαύματος. 'Η ψυχική μου κατάρρευση κι ό πυρετός μού φαίνονταν λίγα, αύτά ό­μως ήταν τά μόνα μου υπάρχοντα, τά μόνα εργαλεία πού είχα μέσα μου καί πού άντα- ποκρίνονταν στήν έκσταση έκείνης τήν οποία

55

Page 49: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

έλεγα ((καρδιά μου», στά βάθη μιας παγε­ρής σιωπής.

Σιγά-σιγά, τήν κυρίευσαν τά τελευταία ρίγη, έπειτα το σώμα της, παραμένοντας ά- φρισμένο, χαλάρωσε/Ο σωφέρ μετά τον έρω­τα ήταν κουρνιασμένος στο βάθος του ταξί. Δέν είχα σταματήσει ούτε στιγμή νά συγ­κρατώ τήν Έντουαρντά άπ’ το σβέρκο. Το σύμπλεγμα λύθηκε, τή βοήθησα νά ξαπλώ­σει καί σφούγγιξα τον ιδρώτα της. ’Αφηνό­ταν σ’ όλ’ αύτά, με τά μάτια πεθαμένα. Εί­χα σβήσει το φώς. Μισοκοιμόταν σάν παιδί.

Ό ίδιος ύπνος τύλιξε βαρύς καί τούς τρεις μας, τήν Έντουαρντά, τόν ταξιτζή καί μένα.

[Νά συνεχίσω; Αύτό ήθελα, μά τώρα δέ με νοιάζει. Δέν ειν’ εκεί το θέμα. Λέω αύτό πού μέ πιέζει τή στιγμή πού γράφω. Είναι όλα παράλογα; ""Η μήπως ύπάρχει-κάποιο νόημα; Καί μόνο πού το σκέφτομαι αύτό, άρρωσταίνω. Ξυπνώ τό πρωί —όπως εκα­τομμύρια άλλοι, κορίτσια, άγόρια, μωρά και

56

Page 50: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

γέροι—, ύπνοι πού έχουν γίνει γιά πάντα καπνός... Εμένα τού ’ίδιου κι όλων αυτών τών εκατομμυρίων, έχει κανένα νόημα το ξύπνημά μας; "Ενα κρυφό νόημα; Κρυφό, φυσικά! Έάν δμως τίποτα δέν έχει νόημα, τότε άδικα παιδεύομαι. Θά οπισθοχωρήσω, καταφεύγοντας σε πονηριές. Θά ’πρεπε νά παραδώσω τά δπλα καί νά πουληθώ στήν ά-νοησία: αύτή είναι γιά μένα ό δήμιος πού μέ βασανίζει καί πού μέ σκοτώνει, δέν ελ­πίζω τίποτα πάνω σ’ αύτό. Έάν δμως υ­πάρχει κάποιο νόημα; Σήμερα άγνοώ ποιο είν’ αύτό. Κι αύριο; Πού νά ξέρω. Δέ μπο­ρώ νά διανοηθώ νόημα πού νά μήν είναι «το δικό μου» μαρτύριο, αύτό το ξέρω κα­λά. Γιά τήν ώρα δμως: ά-νοησία! Ό κύ­ριος 5 Α-νοησία γράφει, καταλαβαίνει πώς είναι τρελός. Είναι φρικτό αύτό. "Ομως αύτή ή τρέλα του, αύτή ή ά-νοησία —πώς, έτσι ξαφνικά, έχει γίνει «σοβαρός»;— μή­πως αύτό άκριβώς είναι «το νόημα»; (δχι, ό Χέγκελ δέν έχει καμμία σχέση με τήν «ά-

Page 51: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ποθέωση» μιας τρελής...) 'Η ζωή μου δέν έχει νόημα παρά μόνο μέ τήν προϋπόθεση πώς στερούμαι νοήματος, πώς είμαι τρελός. "Οποιος μπορεί, ας καταλάβει’ οποίος πε­θαίνει, ας καταλάβει..." έτσι, λοιπόν, το ον βρίσκεται έδώ, χωρίς νά ξέρει γιά ποιο λό­γο, άπ’ το κρύο τρέμοντας ολόκληρο...' ή άπεραντοσύνη, ή νύχτα, το περιβάλλουν καί βρίσκεται εδώ, τελείως επίτηδες, γιά... «νά μήν ξέρει». Ό ΘΕΟΣ δμως; Τί νάπεΐ κανείς γι’ αύτόν, κύριοι Εύφραδεΐς, κύριοι Πιστοί; Ό ΘΕΟΣ, τουλάχιστον, ξέρει; Ό ΘΕΟΣ, εάν «ήξερε», θά ήταν ένα γουρούνι.1 Κύριε, (μέσα στήν κατάθλιψή μου, επικαλούμαι

1. Είπα: « Ό Θεός, εάν "ήξερε” , θά ήταν ένα γουρούνι». "Οποιος (υποθέτω πώς, τή στιγμή εκεί­νη, θά ήταν άπλυτος και «αναμαλλιασμένος») συνε­λάμβανε τήν ιδέα αύτή Ας τό άκρότατο σημείο της, τί τό ανθρώπινο θα είχε; Πέρ’ άπ’ αύτά, κι άπ’ 6- λα... πιο μακριά ακόμα, κι ακόμα πιο μακριά... Α ΪΤ Ο Σ Ο ΙΔ ΙΟ Σ, εκστατικός πάνω άπό Ινα κενό... Και τώρα; ΤΡΕΜΩ.

58

Page 52: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

«τήν καρδιά μου»), λύτρωσέ με, τύφλωσέ τους! Να συνεχίσω τήν αφήγηση;]

Τελείωσα.Ό ύπνος μας κράτησε γιά λίγο χωμέ­

νους βαθιά μέσα στό ταξί. Πρώτος ξύπνησα εγώ, άρρωστος... "Ολα τ’ άλλα εΐν* ειρω­νεία, μακροχρόνια άναμονή του θανάτου.

59

Page 53: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ

Page 54: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Ό Bataille δημοσίεψε τη Μαντάμ Έντουαρντά μέ τό ψευδώνυμο Pierre Angelique*

το 1937 (στην πραγματικότητα, το 1941): στις Editions du Solitaire.

το 1942 (στήν πραγματικότητα, το 1945): έκ­δοση εικονογραφημένη μέ γκραβούρες του Jean Perdu (Fautrier), στις Editions du Solitaire, τυ- πογράφος-βιβλιοπώλης.

το 1956: Εκδόσεις Jean-Jacques Pauvert, νέα έκδοση επαυξημένη μέ μιά εισαγωγή του Geor­ges Bataille.

Πριν απ’ τή σελίδα του τίτλου ήταν γραμμένος ένας ψευδότιτλος: Divinus Deus τόν όποιο ξανα­βρίσκουμε σαν επικεφαλίδα σ’ ένα σχέδιο γιά μιά Συνέχεια τής Μαντάμ 9Εντουαρντά.

Το πρωτότυπο χειρόγραφο της Μαντάμ 9Εν- τουρντά είναι άφιερωμένο στόν Paul Eluard. Στά χαρτιά του Bataille υπάρχουν άντίγραφα του άνα-

63

Page 55: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

θεωρημένου κειμένου καί τά παρακάτω έξι σχέδια γιά μιά εισαγωγή:

α) Έγραψα αύτό το βιβλιαράκι τήν περίοδο Σεπτεμβρίου-Όκτωβρίου 1941, άμέσως πριν άπ’ τό Μαρτύριο πού άποτελεϊ το δεύτερο μέρος τής ’Εσω­τερικής 3Εμπειρίας. Κατά τή γνώμη μου, αύτά τά δύο κείμενα συνδέονται στενά καί δέ μπορεί νά κατανοήσει κανείς το ένα χωρίς το άλλο. Το δτι δέν έβαλα τή Μαντάμ 9Εντουαρντά μαζί με τό Μαρτύ­ριο, οφείλεται σε δυσάρεστες αιτίες πού έχουν σχέ­ση με τήν κοσμιότητα. Εξυπακούεται πώς ή Μα­ντάμ Έντουαρντά μ* εκφράζει σ ένα βαθμό άλή- θειας πού ή άποτελεσματικότητά της είναι πολύ με­γαλύτερη' δε θά μπορούσα νά γράψω τό Μαρτύριο έάν προηγουμένως δέν είχα βρει το δικό μου κλειδί γιά τήν άκολασία. Παρ’ δλ’ αύτά, στή Μαντάμ

3Εντουαρντά δέ θέλησα νά περιγράψω παρά μιά μό­νο κίνηση έκστασης άνεξάρτητη, αν όχι άπ τήν κα­τάθλιψη πού χαρακτηρίζει μιά έκλυτη ζωή, τουλά­χιστον άπ* αύτούς καθεαυτούς τούς σεξουαλικούς τρόμους.

Αύτό εδώ το χειρόγραφο, μαζί μέ τίς διορθώ­σεις πού έχω κάνει τώρα στο τυπωμένο κείμενο (της έκδοσης δήθεν του 1937, πού στήν πραγματι­κότητα κυκλοφόρησε τόν Δεκέμβριο του 1941), εί­ναι ή έγκυρη εκδοχή αύτοΰ του βιβλίου.

β) Είναι δύσκολο νά συλλάβει κανείς τίς προ­θέσεις του Pierre Angeiique, δέν θά πέσει μάλι­

64

Page 56: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

στα πολύ Ιξω έάν υποθέσει πώς δέν είχε καμμία πρόθεση. *Av συμβαίνει αύτό, τότε ή Μαντάμ

* Εντουαρντ ά δέ θά ήταν τίποτα περισσότερο άπ* το άποτέλεσμα μιας άσυνέπειας, όποτε ό παράδοξος χαρακτήρας της δέ θά είχε κανένα νόημα. Αυτό θά ήταν σά νά βιαζόμασταν πολύ νά δώσουμε άπό- λυτο δίκιο στό συγγραφέα, ό οποίος είχε καταλη­φθεί άπ’ τη μανία νά μην άφήσει τίποτα όρθιο,

Σάν νά βιαζόμασταν πάρα πολύ μάλιστα, νο­μίζω.

Θά ’πρεπε, μου φαίνεται, νά είμαστε κάπως περισσότερο προσεκτικοί μ’ αυτόν τόν Angelique.

*Ήδη, άπ’ τις πρώτες λέξεις αύτοΰ του μικρο­σκοπικού βιβλίου, μιλάει γι’ αύτόν πού βασιλεύει σήμερα: στό κέντρο ενός πλήθους παραδομένου στις κρυφές άναταραχές πού προκαλεί ό ερωτισμός, το πρόσωπο πού κρίνεται άξιο νά του αποδοθεί το δι­φορούμενο νόημα του «κυρίαρχου» χάνεται, γιατί κι αύτό το ίδιο κυριαρχείται άπ* τήν απληστία πού το κάνει νά κρύβει τήν άναίσχυντη βασιλεία του. Αές κι ή άναίσχυντη άσέλγεια και λαγνεία είναι κυρίαρχες, λές καί πρέπει τά πάντα νά ώχριοΰν μπροστά στις φρικαλεότητες πού επιτρέπει ή νύχτα.

γ) #Μ’ αύτή τήν έννοια, ό κυρίαρχος δέ θά άνα- γνωριζόταν άν είχε τά χαρακτηριστικά ενός άνθρώ- που δμοιου μ’ όλους τούς άλλους, κάπως πιο φευγα­λέου, κάπως λιγότερο λαμπερού. Μέ τήν ίδια έ'ν- νοια, θά μάς ήταν πιά άδύνατο νά συγχέουμε τή ναυτία πού μάς φέρνει μιά πρόστυχη πουτάνα μέ

65

Page 57: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

το πιο κατανοήσιμο καί πιο βίαιο συναίσθημα. Δε θά ’θελα να επιμείνω στήν κλασική ταυτότητα του θείου προσώπου καί της βασιλικής μεγαλοπρέπειας, ό συγγραφέας δμως, έστω καί χωρίς να είχε τήν πρόθεση, δέν υπάρχει καμιά άμφιβολία πώς προ­χώρησε σ ’ ένα δρόμο δπου οι πιο ιδιωτικές κινή­σεις, έχοντας φτάσει στο σπασμό, δέν έχουν πιά άλλη διέξοδο παρά μόνο τή φρίκη καί το μίσος. Στήν περίπτωση αύτή, δεν υπάρχει πλέον τίποτα πού νά μήν έχει περιέλθει σε άδιέξοδο. Το μυαλό πρησμένο μέχρι φλογώσεως άπ* τήν περίσφιγξη του σφιγκτήρα, λές καί τό βάρος του σίδερου θά μπο­ρούσε νά ερμηνεύσει μ* αύτήν τή φλόγωση εκείνο πού δέν είναι λιγότερο τρομακτικό στή μοναδικό­τητα (unicite) απ’ δσο είναι στήν άσύλληπτη έκ­ταση των ούρανών.

Αύτό πού πολλές φορές μέ καταπιέζει στον κό­σμο των συγγραφέων, δπου έχω βρεθεί τοποθετη­μένος, είναι το γεγονός δτι αισθάνομαι.

δ) Ό Pierre Angeiique διαφέρει άπ5 τούς άλ­λους συγγραφείς στο δτι αύτός ενδιαφέρεται άκρι- βώς γιά τήν κυριαρχία, επωμίζεται μόνος τή διερώ­τηση του άνθρώπου πάνω στό σύνολο του άνθρώ- πινου είδους, διακόπτει τή ροή. Ό Σάρτρ, λόγου χάρη, φυγοπονεί, έστω κι αν τοποθετείται στόν ίδιο δρόμο, επιτρέπει δμως στόν εαυτό του Ινα είδος παραδοσιακής σαλάτας γιά νά κάνει φιλο­σοφία σχολική άντί εκείνου πού έκαναν ό Πλάτων, ό Βούδας, δ ’ Ιησούς, ό Χέγκελ, δ Νίτσε, άλλά στήν

66

Page 58: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

περίπτωση του Angelique ύπάρχει μιά έξαφάνιση (όπως στον Αάο-Τσέου). Επειδή ό κόσμος της σεξουαλικότητας δέν ειν5 ένας κόσμος του λόγου αλλά ένας κόσμος της σιωπής.

Το γεγονός δτι έπωμίζεται, μέ τήν έννοια αύτή, όλη τήν άνθρωπότητα —άκόμα κι εκείνη του πα­ρελθόντος καί του μέλλοντος—, προϋποθέτει φυσικά ένα λάθος, αύτο το λάθος δμως γίνεται, κατά κά­ποιο τρόπο, άποδεκτό μέ σιωπή.

Αύτό έχει σχέση μέ τις θέσεις του πρώτου μέρους.

'Ένας κοινότυπος άνθρωπος δέ μπορεί νά το κάνει αύτό.

'Υπάρχει άντίθεση άνάμεσα σ5 έναν κοινότυπο άνθρωπο καί σ5 έκεΐνον πού άναλαμβάνει τήν εύθύ- νη, αύτό το τελευταίο δμως προϋποθέτει τήν πί­στη σε μιά άληθινή προσηγορία. 'Όπως δέν υπάρ­χει πραγματικός κυρίαρχος, έτσι δέν υπάρχει καί πραγματικός άνθρωπος αύτοΰ του είδους. 'Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι πάντα μιά ύπαρξη φαινο­μενική.

Τι σημαίνει ή άπάντηση του Angelique αν όχι τή σιωπή.

Το ψευδώνυμο είναι ή άρνηση του διαβολικού στοιχείου.

Το απόλυτο χιούμορ πού ενέχει ή κατάσταση. Ό Χέγκελ. Ό Θεός^

Πρόκειται γιά τήν παραβίαση κάθε γλώσσας. Ό Θεός εΐν’ αύτή ή παραβίαση στήν οποία άνή- κουμε παραβιάζοντας τόν άνθρο>πινο κανόνα.

6?

Page 59: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Καί τούτο: πρέπει αύτό να γίνει σαφές, δλο καί περισσότερο σαφές κάθε φορά.

Ωστόσο, το ίδιο το χιούμορ δέν επιτρέπει τή μουσική.

ε) Πρώτος ό Angeiique διαπίστωσε πώς, έχον- τας βρει στο άνομολόγητο τήν κυρίαρχη ύπόσταση καί στή βρωμιά το θείο παραλήρημα, δέν έλάττωνε μ’ αύτό τή βαθιά άλήθεια καί δέν τήν περιόριζε στις διαστάσεις του δαιμονιακού. Το δαιμονιακό, στο Χρι­στιανισμό, είν* ή εύτελής γκριμάτσα πάνω- στήν ό­ποία, προεκτείνοντάς την, δεσπόζει ή θεία σκιά, πού μόνον αύτή ειν* ή νύχτα τρόμου. Επειδή δμως, σ’ αύτό το βιβλιαράκι, ή χάρη τής λαγνείας είναι, μέ τρόπο άμεσο, το άποκορύφωμα τής προστυχιάς, είν’ έπίσης καί ή άπέραντη μέσα στήν καρδιά έκταση τής νύχτας, είν* ή άπουσία ορίων τήν όποία έχει κερδίσει δ θάνατος* συγχρόνως, είν* ή τρελή οικειό­τητα του θείου πού κολυμπά μέσα στή λάσπη καί στις πτυχές τής ήδονικής γύμνιας, ή δποία είναι τόσο περισσότερο θεία δσο είναι γυμνή, καί τόσο περισσότερο ηδονική δσο εϊν* δ θάνατος, δσο είν* ή άπέραντη ήδονή του θανάτου.

στ) Στή Μαντάμ 5Εντουαρντά, το θείο δέν είναι πιά αύτό πού είναι στό Χριστιανισμό, το μαύρο νερό ενός ποταμού άνάμεσα στις αποβάθρες, οι άπο- βάθρες δπου στεγνώνουν τά πολύχρωμα εκθέματα* είν’ ή εκχείλιση των νερών πού δέ συμπαρασύρει πιά, παρά μόνο στόν παροξυσμό της, τά πτώματα

68

Page 60: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

καί τά συντρίμμια καί πού δέν έχει πιά, όπως ή θά­λασσα, άλλα δρια έκτος άπ* τόν ούρανό.

Ε ιν άμφίβολο αν υπάρχει μιά άλλη γλώσσα με τήν όποία νά προσπαθήσουμε νά φτάσουμε στό βα­θύτερο σημείο, Αυτός είν* ό λόγος πού ποτέ δέ βρήκαμε τίς λέξεις πού φωτίζουν τόν κόσμο σέ δύο ίσα μέρη: υπέροχος κι έμετικός κόσμος τής ηδο­νής καί του θανάτου’ ποτέ οι λέξεις δέν είχαν τήν κεραυνοβόλα δύναμη, ποτέ δέν είχαν τήν έπαρκή βρωμιά. Γυρίζουμε γύρω-γύρω καί ποτέ δέν εισ­δύουμε μέ φρικιαστικό τρόπο στά άγια των άγιων. Ζούμε έξω άπ* αύτό το τρομακτικό, ίσως στό κα­τώφλι του, χωρίς δμως νά το ύποψιαζόμαστέ. Δέ βλέπουμε παρά μόνο τριγύρω.

Ή σκέψη έπιδίδεται μανιακά ίσως σ’ αύτό το τριγύρω, γίνεται φιλοσοφικός στοχασμός, καί τούς πιό σφριγηλούς τούς διατρέχουν οι θόρυβοι καί οι καπνοί πού βγαίνουν άπ* τή σκέψη δπως μέσα άπό μιά σήραγγα. Το άνθρώπινο πνεύμα, τρέμοντας άκό- μα, προσπαθεί νά καρφιτσώσει τίς νυχτερινές πε­ταλούδες τής ποίησης. 'Υπάρχει μιά άταξία, μιά παραληρηματική άσυναρτησία άπ* δπου θέλουμε νά βγούμε πάση θυσία. Στό σημείο αύτό, ή αναγκαιό­τητα γιά δράση μοιάζει νά είναι μιά διέξοδος καί νομίζουμε πώς δέν έχουμε λιποτακτήσει δταν ή αναγκαιότητα αύτή εισάγει τίς άγωνιώδεις συγχύ­σεις πού προκαλούν οι άγώνες, τά μαρτύρια καί ό θάνατος. Παρ’ δλ9 αύτά, έχουμε λιποτακτήσει. *Ό-

ως λιποτακτούμε κι δταν χανόμαστε μέσα στά λοσοφικά καταγώγια δπου ή απαίσια μπόχα πού

69

Page 61: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

επικρατεί εκεί, δεν υπάρχει παρά μόνο γιά να μας κάνει νά πάρουμε τήν απόφαση καί νά βγούμε άπό κει μέσα.

ζ) Έάν σε κάποιο σημείο πρέπει νά τρομοκρα­τηθούμε με κάτι άλλο έκτος άπ* το θάνατο ή τόν πόνο, στό σημείο αύτό έκεϊνο πού αισθανόμαστε δέν είναι λιγότερο βαρύ απ* το φόβο πού μας πιά­νει μή τυχόν μας βασανίσουν ή μας σκοτώσουν, μέ λίγα λόγια: έάν ό κόσμος, αύτό πού μάς περιβάλλει —μέ το όποιο ό καθένας μας εΐν* ενωμένος μέ το τρυφερότερο αγκάλιασμα, τό τρυφερότερο καί συγ­χρόνως τό πιό καταχθόνιο—, έάν ό κόσμος ξαφνι­κά μάς φαίνεται πώς στήν ολότητά του είναι τό άκατανόητο κενό το όποιο πράγματι άγκαλιάζουμε και μάς άγκαλιάζει, έάν σ* αύτό το κενό νιώθουμε εμείς οι ίδιοι καί ή ιστορία μας ...

70

Page 62: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ «ΜΑΝΤΑΜ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΑ»1

Οι άναγνώστες τής Μαντάμ Έντουαρντά ανα­ρωτιούνται τι νά σημαίνει αύτό το βιβλιαράκι... Ό συγγραφέας του είχε πάψει νά ,τό σκέφτεται καί έχει άναρωτηθεΐ κι αύτός το ίδιο πράγμα. Δέν είχε άλλο άντίγραφο στά χέρια του καί μόλις πρόσφατα επανέκτησε ένα γιά νά το στείλει σ* έναν νεαρό "Αγγλο πού είχε άποφασίσει νά το μεταφρά­σει. Μέ τήν έύκαιρία αύτή, το ξαναδιάβασε. Δέν το είχε ξεχάσει, το κείμενο δμως του έκανε μεγάλη εντύπωση. Σχημάτισε άμέσως τή γνώμη πώς ποτέ κανείς δέν είχε γράψει τίποτα τόσο σοβαρό, καί άπ* τήν πρώτη στιγμή το είδε σάν τήν άπάντηση στή λογοτεχνία δλων των έποχών. Ό στοχασμός του ήταν αργός, τόν είχε σιγά-σιγά κυριεύσει ή άδιαφορία. Επειδή δμως στό μυαλό του το βιβλίο αύτό δέ μπορούσε νά διαχωριστεί άπ’ αύτόν το στοχασμό, κάτι περισσότερο: επειδή άποτελουσε ένα σώμα μέ τήν αργή ζωή δπου γλιστρούσε αύτός δ στοχασμός, είπε στον εαυτό του πώς μόνον δ

1. "Οταν το 1955 ό Bataille ξαναδούλεψε τό κείμενο της Μαντάμ *Εντουάρντο, (με τήν εύκαιρία της έπανέκδο- σής της ή της μετάφρασής της στ* άγγλικά; —Εκδόσεις Pauvert και Olympia Press, 1956), φαίνεται πώς θέλησε νά προσθέσει μιά Συνεχεία γράφοντας κάτι σάν αύτοβιο- γραφία του Pierre Angelique.

71

Page 63: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

θάνατος, πού ό έρχομός του του φαινόταν πιθανός καί εύκολος, τού έδινε τη δύναμη να πει τί σημαίνει αύτό το βιβλίο. Ό φανταστικός άλλά αισθητός ερ­χομός τού θανάτου τόν τοποθετούσε μέσα στά πλαί­σια αύτού τού άφηγήματος, τόν τοποθετούσε μπρο­στά σ’ αύτήν τη διπλά άδεια πόρτα, μέσα στή νύ­χτα πού' είναι πιό άδεια άπ* τη νύχτα πού είν* ή νύ­χτα πού άνοίγει ό θάνατος.

’Ήξερε, άλλωστε, πώς αύτό το βιβλίο δέ μπο­ρούσε, βέβαια, νά θεωρηθεί άπάντηση. *Ή τουλά­χιστον, αύτή ή ίδια ή άπάντηση ήταν ή έρώτηση.

Ή έρώτηση πού είν’ ή γη, πού είν5 ό θάνατος, ό θάνατος πού είναι ίσως ή χαραυγή — εντέλει, του τίποτα.

Ή κούραση τόν βοήθησε νά θυμηθεί. Θυμή­θηκε δλη τή ζωή του. Τά μόνα έπεισόδια πού δέν τόν ένοχλούσαν, τά μόνα πού του φαίνονταν ότι μπορούσαν νά ζευγαρώσουν μ’ αύτόν τό θάνατο πού κατοικούσε μέσα του, ήταν μιά αμβλεία αισχρότητα πού είχε τή γλύκα καί τήν εγκατάλει­ψη τού ύπνου. Θυμήθηκε τίς γυναίκες πού είχε γνωρίσει. Δέ θυμήθηκε τήν Μαντάμ 'Εντουάρντο. γιατί δέν ήταν σέ θέση νά δει καθαρά, κι αύτή τή σύγχυση πού ήταν τό σημάδι της φρίκης στήν ό­ποία είχε άνοιχτεί, τήν ολοκλήρωνε ή προοπτι­κή τού θανάτου. Κοίταξε τήν ώρα: κατάλαβε πώς ή μέρα απλωνόταν στόν ούρανό. Μέ τή φανέλα καί ξυπόλυτος, περπάτησε στά γυμνά πλακάκια τού δωματίου, πήγε στό γραφείο του κι άπό ένα συρτάρι έβγαλε ένα παλιό σημειωματάριο το οποίο

72

Page 64: Ζωρζ Μπαταιγ- Μαντάμ Εντουαρντά

ακούμπησε πάνω στό τραπεζάκι δίπλα στό κρεβάτι του. Ξάπλωσε. Τόν ξαναπήρε άμέσως ό ύπνος.

μάλλον, προσπάθησε νά ξανακοιμηθει. Ξύ­πνησε απότομα τη στιγμή πού πήγε νά βυθιστεί στον ύπνο.

73