Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών...

37
Δημοτικό Σχολείο Λακκώματος Λαογραφία Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς. Λίγα λόγια για την Ιστορία χωριών.

Transcript of Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών...

Page 1: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Δημοτικό Σχολείο ΛακκώματοςΛαογραφία

Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Λίγα λόγια για την Ιστορία χωριών.

Page 2: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Το χωριό ιδρύθηκε από πρόσφυγες που ήρθαν από το χωριό Γωνιά της επαρχίας

Κυζίκου (Αρτάκη ) της Μικράς Ασίας

Page 3: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Ν.Γωνιά

Μικρασιάτες Νέας Γωνιάς

Page 4: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

• Το Λάκκωμα είναι ένα προσφυγικό χωριό με κατοίκους από τον αλησμόνητο Πόντο και από την Ανατολική Θράκη.

•      Οι Πόντιοι κάτοικοι ήρθαν μετά τον μεγάλο ξεριζωμό από την πατρώα γη των Κωτυώρων (Ορντού), από την περιοχή Χαψάμανα – Τσάμπαση και από τα χωριά Γκιολκϊοί, Μεσαλάν, Περνετσούκ , Εγριμπελ, Αντούζ, Μεσουντιέ, Μελέτ  και Φάτσα.

• Οι Θρακιώτες ήρθαν από το Σχολάρι της Ανατολικής Θράκης. Το Σχολάρι βρισκόταν στα νότια της Ανατολικής Θράκης , σαράντα περίπου χιλιόμετρα από τη θάλασσα του Ελλήσποντου.

Page 5: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Νέο Λάκκωμα

Ορντού

Page 6: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Νέο Λάκκωμα

Page 7: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους στον νέο τόπο τους τις γνώσεις τους για τις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία, τα έθιμά, τις συνήθειες και την κουζίνα τους .

Page 8: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Ορεκτικό με μυζήθρα και μαϊντανό

ΥλικάΜυζήθρα φρέσκια 400γρ.2 σκελίδες σκόρδο1 ματσάκι μαϊντανό φρέσκολάδι, αλάτι,

Πολτοποιούμε τον μαϊντανό και το σκόρδο στο γουδί και προσθέτουμε λάδι. Προσθέτουμε την μυζήθρα και τέλος το αλάτι. Συμπληρώνουμε λάδι ανάλογα αν είναι στεγνό  το μείγμα μας. Ειδάλλως προσθέτουμε λίγο μυζήθρα ακόμα και το χτυπάμε μέχρι να γίνει το μείγμα.

Page 9: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Κοτόπουλο με ρύζι στο φούρνο. Υλικά

1 Κοτόπουλο

Ρύζι για πιλάφι ½ με 1 κιλό ανάλογα με τα άτομα

Φιδές

Βούτυρο

Ελαιόλαδο

Αλάτι

Πιπέρι

Εκτέλεση:

Βράζουμε το κοτόπουλο για λίγο μέχρι να αρχίσει να μαλακώνει. Δεν πετάμε το ζουμί. Ανάβουμε το φούρνο περίπου στους 180 βαθμούς. Βάζουμε σε ένα ταψί διάσπαρτο και τριμμένο το φιδέ. Πασπαλίζουμε με το λάδι και το ανακατεύουμε να πάει παντού. Ψήνουμε στην σόμπα μέχρι να ροδίσει ο φιδές. Προσοχή γιατί καίγεται εύκολα Όταν ροδίσει βγάζουμε από την σόμπα βάζουμε το ρύζι πλυμένο, το ζωμό απ΄ το βρασμένο κοτόπουλο με βούτυρο και αλάτι, πιπέρι και τα ανακατεύουμε καλά. Τοποθετώ από πάνω το κοτόπουλο με βούτυρο και αλλατοπιπερώνω. Ψήνω στη σόμπα μέχρι να ροδίσει το κοτόπουλο και να βράσει το ρύζι.

Page 10: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Σουσαμόπιτα

Υλικά για το φύλλο: Αλεύρι Νερό ΑλάτιΥλικά για την γέμιση: 150 γραμμάρια σουσάμι καβουρδισμένο 100γραμμάρια καρύδι ψιλοκομμένο ¼ του κουταλιού γαρίφαλοΥλικά για το σιρόπι: 3κούπες νερό 2κούπες ζάχαρη Κάνουμε σφικτό ζυμάρι και ανοίγουμε φύλλα. Ανάμεσα τα βουτυρώνουμε. Ανά δύο φύλλα ρίχνουμε δυο κουταλιές

γέμιση. Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία ώσπου να φτάσουμε στα 20-25

φύλλα. Χαράζουμε την πίτα και ρίχνουμε περίπου 100 γραμμάρια βούτυρο,

έπειτα ανοίγουμε ένα τελευταίο φύλλο το στρώνουμε στο ταψί και το στολίζουμε με ολόκληρα αμύγδαλα. Την ψήνουμε στους 180ο βαθμούς Κελσίου για 60-70 λεπτά. Όταν το βγάζουμε στο φούρνο σιροπιάζουμε.

Page 11: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Χαβίτς

Υλικά Χοντροκομμένο καλαμποκίσιο αλεύρι.

Εκτέλεση Βάζεις στο τηγάνι νερό και λίγο λάδι, παίρνουν λίγο βράση

και ρίχνεις σιγά σιγά το καλαμποκίσιο αλεύρι και τριμμένο τυρί, ανακατεύοντας συνεχώς, μέχρι να χυλώσει. Το κάνεις όσο θέλεις πηχτό. Το τρως σκέτο ή ανακατεμένο με γιαούρτι.

Page 12: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Πορτς (σούπα) Κρύο καιρός για σούπα, γι‘ αυτό επιλέξαμε να σας παρουσιάσουμε το πορτς, το

εθνικό φαγητό των ρώσων. Θα χρειαστούμε:

1 κιλό κρέας βοδινό ή μοσχαρίσιο1 μεγάλο ξερό κρεμμύδι σε λεπτές φέτες2 καρότα σε κομματάκια3 λάχανο σε κομματάκια2 μέτριες πατάτες σε κύβους1 κουταλάκι σούπας πάστα ντομάτας ή λίγη φρέσκια ντομάτα τριμμένη1 κλωνάρι σέλινο ψιλοκομμένο3 κλαδάκια μαϊντανό ψιλοκομμένο2-3 κουταλιές σούπας ξίδι6 κουταλιές σ. έξτρα παρθένο ελαιόλαδο1 φλυτζάνι νερόαλάτιπιπέρι2 παντζάρια βρασμένα κομμένα σε κύβους ( αυτό το υλικό προαιρετικά)

ΔιαδικασίαΠλένουμε καλά το κρέας και το βάζουμε σε κατσαρόλα με μπόλικο νερό να βράσει. Ξαφρίζουμε και αφήνουμε να σιγοβράσει μέχρι να μαλακώσει. Αποσύρουμε από τη φωτιά και κόβουμε το κρέας σε μικρά κομματάκια (μπουκιάς) αφού αφαιρέσουμε τα κόκαλα. Σε μια κατσαρόλα βάζουμε το λάδι να ζεσταθεί και αχνίζουμε το κρεμμύδι μέχρι να γίνει διάφανο. Έπειτα, σβήνουμε με το ξίδι. Αφήνουμε να εξατμιστεί και προσθέτουμε τη ντομάτα και το νερό. Αφού πάρουν βράση, ρίχνουμε όλα τα λαχανικά εκτός από τα παντζάρια. Ρίχνουμε και το κρέας και το ζωμό του τόσο μέχρι να καλυφθούν τα λαχανικά. Αλλατοπιπερώνουμε και σιγοβράζουμε 20 λεπτά ακόμη.Αν χρησιμοποιήσουμε και τα παντζάρια, τα προσθέτουμε 10 λεπτά προτού σβήσουμε το φαγητό, ώστε να μην κοκκινίσει πολύ η σούπα μας.

Page 13: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Μαυρολάχανα με φασούλια

Το κατεξοχήν φαγητό των Ποντίων.

Υλικά 0,5 κιλό ξερά φασόλια μπαρμπούνια 1,5 κιλό μαύρα λάχανα μέτρια κομμένα 1 κούπα ελαιόλαδο 2 κουταλιές σούπας πελτέ 2-3 μέτρια κρεμμύδια αλάτι κατά προτίμηση μπούκοβο κατά προτίμηση στο σερβίρισμαΕκτέλεση: Βράζουμε ξεχωριστά τα λάχανα και τα φασόλια μέχρι να ψηθούν και τα

σουρώνουμε πετώντας το νερό. Τα βάζουμε μαζί σε μια χύτρα με φρέσκο νερό να βράσουν. Παράλληλα κόβουμε το κρεμμύδι σε μικρούς κύβους ή το περνάμε σε χοντρό τρίφτη. Σε ένα τηγάνι ή μικρή χύτρα, τσιγαρίζουμε το κρεμμύδι μέχρι να γυαλίσει (δεν το καίμε). Στο τσιγαρισμένο κρεμμύδι προσθέτουμε τον πελτέ, ανακατεύουμε για 1-2 λεπτά μέχρι να ομογενοποιηθεί και ρίχνουμε το μείγμα στη χύτρα με τα λάχανα και τα φασόλια. Αφήνουμε να πάρουν μια καλή βράση. Έλέγχουμε την πυκνότητα με την προσθήκη ζεστού νερού. Προσθέτουμε αλάτι κατά προτίμηση και συνεχίζουμε το βράσιμο μέχρι να ομογενοποιηθεί το φαγητό. Αυτή είναι η παραδοσιακή παρασκευή του φαγητού. Εναλλακτικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί για μαύρα λάχανα, παραπούλια και αντί για μπαρμπούνια άσπρα φασόλια.

Page 14: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Ματιές - μπάμπες

ΥΛΙΚΑ Χοιρινά Έντερα

1 1/2 Κιλό Μαλακό Χοιρινό Κρέας1 Κιλό Χοιρινό Συκώτι6 Φλιτζάνια Ρύζι Νυχάκι2 Ψιλοκομμένα Κρεμμύδια2 Κουταλιές Σούπας ΑλάτιΠιπέριΡίγανη2 Φλιτζάνια Λάδι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ Καθαρίζουμε τα έντερα με άφθονο νερό, ξύδι, λεμόνι και αλάτι μέχρι να φύγει

η μυρωδιά τους, Κόβουμε το κρέας και το συκώτι σε μικρά κομματάκια. Σοτάρουμε τα κρεμμύδια και ρίχνουμε στο τηγάνι το κρέας, το συκώτι και το ρύζι μαζί με 2 φλιτζάνια νερό και ανακατεύουμε. Προσθέτουμε αλάτι, πιπέρι και ρίγανη. Κατεβάζουμε το μίγμα από τη φωτιά και με αυτό γεμίζουμε τα έντερα με ένα κουτάλι και έπειτα τα τρυπάμε με μία οδοντογλυφίδα. Σε μια κατσαρόλα βράζουμε αρκετό νερό και τοποθετούμε μέσα τις ματιές προσεκτικά για να κλείσουν οι άκρες τους. Τοποθετούμε τις βρασμένες πλέον ματιές σε ταψί με αρκετό νερό και τις βάζουμε στο φούρνο. Τις ψήνουμε στους 220 βαθμούς και από τις 2 μεριές εναλλάξ.

Page 15: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Υλικά

10 σπιτικά χωριάτικα φύλλα1/2 κούπα λάδι για το άλειμμα των φύλλων 1 κεσεδάκι γιαούρτι (200 γρ)300 γρ τριμμένο κασέρι200 γρ φέτα τριμμένη2 αυγά1 κουταλιά της σούπας γεμάτη φυλλαράκια από φρέσκο θυμάρι (μπορείτε να αντικαταστήσετε το θυμάρι με ρίγανη)10 - 12 ψιλοκομμένες ελιές ΚαλαμώνΑλάτι - Πιπέρι1αυγό χτυπημένο με λίγο γάλα για το άλειμμα της πίτας στο τέλος1 ποτήρι γάλα για το τέλος

ΔιαδικασίαΧρησιμοποιώντας ένα μπολ, χτυπάμε σε ομελέτα τα 2 αυγά, προσθέτουμε το γιαούρτι, το κασέρι, την φέτα, το θυμάρι, τις ελιές, αλάτι (όχι πολύ), πιπέρι. Προθερμαίνουμε τον φούρνο μας στους 180 βαθμούς και λαδώνουμε καλά το ταψάκι μας. Συνεχίζουμε τοποθετώντας ένα ένα τα φύλλα μας και τα λαδώνουμε καλά. Αφού τοποθετήσουμε και το 6ο φύλλο αδειάζουμε και στρώνουμε την γέμιση. Διπλώνουμε τις άκρες αν περισσεύουν ή τις κόβουμε. Συνεχίζουμε στρώνοντας από πάνω τα υπόλοιπα φύλλα. Όταν τελειώσουμε με τα φύλλα μας, αλείφουμε την πίτα με το χτυπημένο αυγό και πασπαλίζουμε με σουσάμι. Κόβουμε την πίτα σε κομμάτια και περιχύνουμε γάλα. Κουνάμε το ταψί να πάει το γάλα παντού και ψήνουμε την πίτα για 45 λεπτά. Το τελευταίο τέταρτο μεταφέρουμε την πίτα στο κάτω ράφι του φούρνου για να ψηθεί καλά και το κάτω μέρος της.

Page 16: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

ΒΑΡΒΑΡΑ

ΥΛΙΚΑ Μισό κιλό σιτάρι 2.5 λίτρα ζεστό νερό 1 κούπα ζάχαρη 4 κουταλιές αλεύρι

καβουρντισμένο ή νισεστέ 200γρ σταφίδες ξανθές 300γρ σουσάμι 300γρ καρύδια 300γρ αμύγδαλα λευκά

ΕΚΤΕΛΕΣΗ Πλένετε το σιτάρι και το βάζετε από βραδύς σε ζεστό νερό να φουσκώσει.

Την επόμενη το βράζετε με το ίδιο νερό μέχρι να σκάσει το σιτάρι και να χυλώσει το ζουμί. Το στραγγίζετε και μετράτε τον χυλό. Πρέπει να είναι 7 κούπες. Ρίχνετε και 1 κούπα βρασμένο σιτάρι και το αφήνετε να πάρει μια βράση. Καβουρντίζετε το αλεύρι στο τηγάνι και αφού κρυώσει το διαλύετε σε λίγο νερό και το ρίχνετε στο χυλό. Προσθέτετε την ζάχαρη, σπάτε στο γουδί το σουσάμι, χοντροκόβετε τα καρύδια και τα αμύγδαλα και τα ρίχνετε στο χυλό και ανακατεύετε να πάρουν μια βράση. Ο χυλός να μην είναι ούτε πολύ πηχτός, ούτε πολύ αραιός. Σερβίρετε σε μπολάκια και πασπαλίζετε με σουσάμι, καρύδια και κανέλα.

Page 17: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Από του Αγίου Δημητρίου που μεγάλωναν οι νύχτες άρχιζαν τα νυχτέρια, οι νυχτερινές συναντήσεις. Υπήρχαν δύο είδη νυχτεριού: αυτό με τα φασόλια, που τα καθάριζαν, ώστε να είναι έτοιμα για μαγείρεμα και αυτό με τα καλαμπόκια, τα οποία τα ξεφλούδιζαν όλοι μαζί. Πέρα από αυτές τις συναθροίσεις που είχαν σχέση με συγκεκριμένες εργασίες που έπρεπε να γίνουν, το νυχτέριο ήταν αγαπημένη χειμωνιάτικη συνήθεια. Από νωρίς μαζεύονταν οι μανάδες και οι κόρες τους πότε στο ένα σπίτι πότε στο άλλο με τα εργόχειρά τους. Οι κοπέλες ετοίμαζαν την προίκα τους. Η βραδιά περνούσε ευχάριστα, με φαγοπότι γύρω από το αναμμένο μαγκάλι ή το τζάκι. Έλεγαν αινίγματα, τραγουδούσαν και έλεγαν παραμύθια. Συνήθως το παραμύθι το άρχιζε η γιαγιά: “θα σε πω ένα παραμύθι, μύθι παραμύθαρος και η κοιλιά σου πίθαρος!”. Δε νυχτέρευαν τα βράδια της Τρίτης “για νάναι γερά τα παιδιά” και της Πέμπτης. Δεν το είχαν σε καλό να τελειώσουν εργόχειρο Σάββατο και στο ράψιμο άφηναν βελόνι με περασμένη κλωστή “για να τρέχει η τύχη τους”.  

•ΝΥΧΤΕΡΙΑ

Page 18: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

ΤΑ ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μάνα και είχε ένα γιο. Ήρθε ο χειμώνας και πιάσανε τα πολλά τα κρύα. Μια μέρα λέει η μάνα στο γιο της που ήταν και λίγο τεμπέλης : « βρε παιδί μου, πρέπει να πας στο δάσος να φέρεις ξύλα. Έπιασε χειμώνας και κρυώνουμε. Πρέπει να βάλουμε ξύλα στο τζάκι να ζεσταθούμε». Και ο γιος τότε αποκρίθηκε: « καλά μάνα θα πάω! Αλλά να με βάλεις ζεστή στάχτη στο δισάκι να βάλω μέσα τα ποδάρια μου να ζεσταθούν». «καλά παιδί μου θα σου βάλω». Μια και δυο πιάνει η μάνα, βάζει τη ζεστή στάχτη στο δισάκι, μετά του ετοιμάζει και λίγο ψωμί και λίγο νερό τα βάζει μέσα στον τρουβά του, βάζει και το σκοινί με το μπαλτά πίσω στο σαμάρι του γαϊδάρου. Και ανεβαίνει ο τεμπέλης πάνω στο γάιδαρο για να πάει να φέρει ξύλα. Προχώρησε αρκετά μέσα στο δάσος και αντίκρισε ένα μεγάλο ποτάμι. Για μια στιγμή ένιωσε κάτι και είδε στον ουρανό να πετάνε 39 άσπρα και 1 μαύρο περιστέρι. Βουτήξανε μέσα στο νερό για να λουστούν, και την ώρα που βγαίνανε, ξεπετάχτηκαν 39 νεράιδες ολόξανθες, όμορφες και 1 παλικάρι όμορφο. Μετά όλοι μαζί πήραν το μονοπάτι, και προχωρήσανε βαθιά μέσα στο δάσος. Περίεργος ο τεμπέλης, ακολούθησε και αυτός με το γάιδαρο του, χωρίς όμως να τον αντιληφθούν. Οι νεράιδες με το παλικάρι έφτασαν σε ένα πολύ ωραίο πύργο και μπήκαν μέσα. Ο τεμπέλης μπήκε και εκείνος στον πύργο, πάντα χωρίς να τον αντιληφθούν, αφού πρώτα άφησε τον γάιδαρο του δεμένο σε ένα δέντρο. Κρύφτηκε κάτω από τη σκάλα και παρακολουθούσε τι γινόταν. Υπήρχε μια τεράστια κάμαρα με μεγάλα τραπέζια στρωμένα, και πάνω είχανε φλιτζάνια με τσάι. Από τη μια μεριά κάθισαν οι 19 νεράιδες και από την άλλη οι υπόλοιπες και το παλικάρι κάθισε στη μέση.

Page 19: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Ήταν πολύ στεναχωρημένο, δε μιλούσε μήτε γελούσε. Οι νεράιδες τον χάιδευαν, τον μιλούσανε, αλλά εκείνος τίποτα, ήταν αδιάφορος. Αφού τα είδε όλα ο τεμπέλης, ήρθε η ώρα να πάει να κόψει ξύλα, γιατί τον περίμενε η μάνα του, για να ζεσταθεί η δόλια. Στο γυρισμό βλέπει μια χρυσή άμαξα, να την τραβούν 4 ολόασπρα άλογα. Όταν έφτασε κοντά στον τεμπέλη, σταμάτησε η άμαξα και τον σταμάτησαν και αυτόν. Μέσα από την άμαξα βγήκε μια όμορφη κοπέλα που ήταν βασιλοπούλα. Τον ρωτάει: «Που πηγαίνεις, από που έρχεσαι, τι είδες;» εκείνος είπε για τα σαράντα περιστέρια και τον πύργο. Η κοπέλα ζήτησε να την πάει στο πύργο. Αυτός αποκρίθηκε: «εγώ δεν ξέρω το δρόμο αλλά τον ξέρει ο γάιδαρος μου». Μπροστά ο γάιδαρος με το τεμπέλη πίσω η άμαξα, φτάσανε στο πύργο. Η βασιλοπούλα πήγε μέσα στο πύργο, κρύφτηκε και περίμενε να δει τις νεράιδες με το παλικάρι. Η βασιλοπούλα είχε μαζί της ένα δηλητήριο, το έβαλε χωρίς να τη δουν στα φλιτζάνια από τις νεράιδες, όχι όμως και στη κούπα από το παλικάρι. Όταν ήπιαν οι νεράιδες το τσάι με το δηλητήριο αποκοιμήθηκαν βαθιά, και πέσανε η μια πάνω στη άλλη, ενώ το παλικάρι ήτανε ξύπνιο. Αμέσως εμφανίστηκε μπροστά του η βασιλοπούλα, πηγαίνει κοντά του, αγκαλιάζει τον αγαπημένο της και του λέει: «άντε καλέ μου να φύγουμε από εδώ πριν ξυπνήσουν οι νεράιδες». Γιατί τοπ όμορφο παλικάρι ήταν ένα βασιλόπουλο, αρραβωνιασμένο με τη βασιλοπούλα, που το είχαν κλέψει οι κακές νεράιδες, το είχαν μεταμορφώσει σε μαύρο περιστέρι, για να μη το βρει ποτέ ξανά η αγαπημένη του και να τον έχουν δικό τους. Αμέσως ανεβήκανε στην άμαξα και είπαν στο τεμπέλη να τους ακολουθήσει. Γυρίσανε στο παλάτι τους και κάνανε γάμο τρικούβερτο που κράτησε 40 μερόνυχτα. Στον τεμπέλη δώσανε μια σακούλα φλουριά και εκείνος γύρισε στο χωριό του, στη μάνα του και της είπε: «Μάνα τώρα είμαστε πλούσιοι και μπορούμε να αγοράσουμε ξύλα και όλα τα αγαθά της γης!» Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

Page 20: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Η ΦΤΩΧΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Σε ένα χωριό, στη Θράκη, ζούσε μια φτωχή γυναίκα που είχε τρία παιδιά. Πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι ενός πλούσιου και δούλευε εκεί σαν υπηρέτρια. Όταν έτρωγε αυτή η πλούσια οικογένεια, μετά η γυναίκα μάζευε το τραπέζι και κρατούσε τα ψίχουλα, δεν τα πετούσε και τα πήγαινε στα παιδιά της να τα φάνε. Τα παιδάκια της, έτρωγαν τα ψίχουλα και ήταν πάντα χαρούμενα και ευτυχισμένα. Αντίθετα, τα παιδιά της πλούσιας οικογένειας γκρίνιαζαν πάντα και ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένα με τίποτα. Ο πλούσιος το παρατήρησε αυτό και το ζήλεψε. Μια μέρα δεν την άφησε να πάρει άλλα ψίχουλα και την έστειλε στο σπίτι της με άδεια χέρια. Αυτό έγινε για αρκετές ημέρες συνεχόμενα. Τα παιδιά της φτωχής γυναίκας έκλαιγαν γιατί πεινούσαν. Η μαμά τους στο τέλος, μετά από μια εβδομάδα δεν άντεξε να γυρίσει στο σπίτι χωρίς έστω τα λιγοστά ψίχουλα που συνήθιζε να φέρνει. Για αυτό καταλυπημένη και πολύ απογοητευμένη, πήρε μια ξεραμένη κοπριά από το δρόμο και τη σκέπασε σε ένα σκεύος στο τζάκι. Τα παιδιά της κοιμόταν και ήταν μόνη μπροστά στη φωτιά. Κόντευε να τη πάρει ο ύπνος από τη κούραση και από τη στεναχώρια. Τότε ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα. Σηκώθηκε και πήγε να ανοίξει παραξενεμένη. Ήταν ένας παππούλης, ήταν ο Χριστός. Η γυναίκα άνοιξε τη πόρτα και ο παππούς είπε : πήγαινε στο τζάκι να δείς τι έγινε η κοπριά. Μα παππούλη κοπριά είναι πως να γίνει ψωμί τόσο γρήγορα; Πήγαινε να δεις. Η γυναίκα πήγε και τι να δει. Ένα ψωμί όσο το μισό χέρι ενός μεγάλου ανθρώπου. Τα απιδιά ξύπνησαν και έφαγαν το ψωμί. Όταν πέθανε η οικογένεια του πλούσιου και της υπηρέτριας, το τραπέζι του πλούσιου ήταν ξερό, δεν είχε τίποτα. Ενώ της υπηρέτριας απ’ όλα.

Page 21: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

ΤΣΙΚΑΗΜ ΘΑ ΒΓΩ

Κάποτε, σε ένα χωριό της Θράκης υπήρχε ένας χωρικός, ο οποίος ήταν πατέρας τριών παιδιών. Μια μέρα πήγε σε ένα κοντινό χωριό, για να βρεί δουλειά. Μόλις έφτασε ζήτησε να του δώσουν ένα σπίτι, για να μείνει. Το βράδυ καθώς καθόταν δίπλα στο τζάκι, άκουσε μια φωνή από το ταβάνι που τού έλεγε : Τσικαήμ θα βγω! Ο χωρικός φοβήθηκε . Σε λίγο βρήκε κουράγιο και του απάντησε: Άμα είναι να βγεις, έβγα! Η φωνή ακούστηκε πάλι: Τσικαήμ θα βγω! Ο άντρας απάντησε πάλι , θαρραλέα: Άμα είναι να βγεις, έβγα! αυτή η σκηνή επαναλήφθηκε τρεις φορές. Ξαφνικά άνοιξε το ταβάνι και άρχισαν να πέφτουν φλουριά. Ο χωρικός πήρε τα φλουριά και πήγε να κοιμηθεί. Την επόμενη μέρα, αφού έκρυψε τα φλουριά καλά στο δωμάτιο, πήγε στη δουλειά του. Το απόγευμα γύρισε στο σπίτι. Όταν κόντευε να βραδιάσει άκουσε ένα χτύπο στη πόρτα. Ήταν ένας παππούλης που του είπε: τα φλουριά που βρήκες να τα αφήσεις στη θέση τους, αλλιώς θα πεθάνουν τα παιδιά σου! Ο χωρικός όμως δεν υπάκουσε. Σκέφτηκε και έκανε το εξής: πήρε ένα ξύλο μεγάλο φαρδύ και έκρυψε μέσα του τα φλουριά. Ύστερα το πέταξε στο ποτάμι. Τα ορμητικά νερά του ποταμού παρέσυραν το ξύλο μακριά. Λίγο πιο κάτω ήταν δυο παιδιά. Αυτά είδα ν το ξύλο από μακριά και είπαν ο ένας στον άλλο : να ένα ξύλο για τον αφέντη μας, τέτοιο που θέλει για να κόβει τα αρνιά του.

Page 22: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Κι έτσι το πήραν και το πήγαν στο αφεντικό τους. Εν τω μεταξύ ο χωρικός τους είδε από μακριά και τους ακολούθησε. Τα παιδιά έδωσαν το ξύλο στον αφέντη τους και εκείνος πήγε να το χρησιμοποιήσει. Τότε εμφανίστηκε ο χωρικός και τους είπε ότι μέσα στο ξύλο είχε φλουριά. Αυτοί έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Το αφεντικό τους πρότεινε να τα μοιραστούν. Ο χωρικός δεν ήθελε, γιατί φοβόταν ότι μπορεί να πεθάνουν τα παιδιά του. Το αφεντικό όμως δεν ήθελα να πάρει όλα τα λεφτά. Γι’ αυτό είπε κρυφά στη γυναίκα του να ζυμώσει ψωμί και να βάλει μερικά φλουριά μέσα σε μια πουγάτσια (μεγάλο καρβέλι ψωμιού). Όταν αποχαιρέτησαν τον χωρικό, του έδωσαν ένα καρβέλι ψωμί για το δρόμο, που είχε μέσα τα φλουριά. Καθώς περπατούσε, ο χωρικός συνάντησε ένα τσομπάνη που βοσκούσε τα πρόβατα και έτρωγε μπομπότα. Ο χωρικός του πρόσφερε τη πουγάτσια το ψωμί και του ζήτησε τη μπομπότα. Ο τσομπάνης δέχτηκε και ο χωρικός το πήρε και έφυγε. Ο τσομπάνης που δούλευε για άλλο αφεντικό, μόλις δάγκωσε το ψωμί, κατάλαβε ότι μέσα έχει φλουριά. Το κράτησε μυστικό, γύρισε στο αφεντικό του και έφυγε από τσομπάνης. Με τα λεφτά αυτά αγόρασε σπίτια και κτήματα πολλά και έζησε πλούσια. Ενώ ο χωρικός που ήταν φτωχός παρέμεινε για πάντα φτωχός!

Page 23: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Η γυναίκα και το θερίονΕίνας Ματσουκάτες πολλά εσύρνεν με την γυναίκαν άτ’. Κακέσα και τζετρεφίλτσα γαρή έτον. Με την ταβήν εσκούσαν και με την ταβήν εκεϊσαν.Έπουγαλέφτεν ερίφ’ς και επαίρνεν την απόφασιν να γλυτών’ άσ’ ατό το βάσανον. Έναν ημέραν άμον πάντα επαίρεν την κρεπήν και επήγεν ‘ς σ’ όρμάν σα ξύλα. Επεμάκρυνεν πολλά α σο χωρίον. Σ’ ναν τρανόν πελίτ κεκά ειδεν έναν βαθύν κουΐν πολλά βαθύν.— Αγούτο, ενούντσεν, θα εν’ η σωτηρία μ’...Έκοψεν κάμποσα τρανά κλαδία και εσκέπασεν το στόμαν τη κουί. Έσυρεν απάν κι άλλα μικρά φυλλωμένα κλαδόπα και τζίκουτα κι’ αέτς πα τηδέν κ εφαίνουτον. Άσ’ ατό κ’ υστερνά ετοίμασεν δύο σαλακά ξύλα. Τα έναν εθέκεν ‘ς ση κουΐ το γιάν και τ’ άλλο πλάν κεκά κ’ εκλώστεν κ’ έπήγεν ‘ς σο σπίτ ’ν άτ’.Τ’ άλλο την ημέραν επαίρεν την γυναίκαν άτ’ να πάγνε ‘ς ορμάν να κατηβάζ’νε εντάμαν τα ξύλα ντο ετοίμασεν.Άμον ντ’ εσούμωσαν ‘ς εκείνο το μέρος, ατός αμάν εφορτώθεν τ’ έναν το σαλάκ και είπεν την γαρήν άτ’ να φορτούται τ’ άλλο. Ατό έτον! Αμόν ντ’ έσούμωσεν η καρή ‘ς σο φόρτωμαν επάτεσεν απάν’ ‘ς σα κλαδία και ερούξεν ‘ς σο κουίν κι’ άπό πάν’ άτς το σαλάκ τά ξύλα.Ο Ματσουκάτες ήσυχα ήσυχα εκλώστεν κ’ έπήγεν ‘ς σο σπίτ’ν άτ.Όλεν την νύχταν «ομμάτ’ ‘κ επόρεσεν να φέρ’ απάν». Ενούντσεν, επενούντσεν, εγροίξεν ντο εποίκεν τρανόν αμαρτίαν έτον. Σα ξημερώματα εσκώθεν κ’ επήγεν ‘ς σ’ ορμάν. Έφτασεν ‘ς σο κουίν κεκά. Έλυσεν το σκοινίν’ άτ’ και εκρέμασεν ατό απέσ’ ‘ς σο κουΐν και εκούιξεν:

Page 24: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

— Σουμέλα, πιασαν την εκράν τη σκοινί, δέσον ατό ‘ς σα μέσα σ’... Εγώ θα σύρω και θα εβγάλωσεν απάν... χωρίς εσέναν ‘κ επορώ να ζώ!… έλεγεν και ελάιζεν το σκοινίν. Όνταν εγροίξεν ντο από φκά επιάστεν το σκοινίν ερχίνεσεν να σύρ’. Έσυρεν, έσυρεν και αναχά παρά τερεί να εβγαίν’ ασό κουΐν με το σκοινίν έναν θερίον!….Έπήγεν ν’ φίν’ το σκοινίν’ το θερίον εκούϊξεν:— Μη αφήν’τς με… κι θα τρώγω σε και δούλος εις σα γίνουμαι.Αμόν ντ’ ελευθερώθεν το θερίον είπεν ατόν:— Ευχαριστώ σε άνθρωπε!.. Εγλύτωσες με άσ’ έναν τζαναβάρ. Είνας γυναίκα άσ’ οψέ κιάν έβγαλεν την ψυ’ μ’ και να εγουρταρεύκουμ’ασά χέρια τς ‘κ επόρνα. Ατώρα ίνταν θελ’τς εσύ θ’εφτάγω.—Ντό Θέλω έν’ να μη πειράεις κανίναν ‘ς σον τόπο μ’. Νε ζα και νε ανθρώπ’ς.Αέτς πα το θερίον εξέβεν ‘ς σην ανεφορίαν. Και ερχίνεσεν να καταρημάζ’ τον τόπον.Έμαθαν οι ανηφορέτ’ πως ατό το θερίον μόνον τον Ματσουκάτεν ακούει. Επήγαν επαρεκάλεσαν ατόν να έρται δέχ’ ατό.Εσκώθεν κι’ ο Ματσουκάτες εξέβεν ‘ς αράεμαν τη θερί. Το θερίονάμον ντο είδεν ατόν από μακρά εγρίεψεν και σίτα έρται καρσί άτ’ κουίζ:— Φύγον, γιόκσαμ θα τρώγω σε... μόνον ‘ς σον τόπο σ’ ‘κι πειράζω σε.— Ακ’ σον, λέει κι’ ο Ματσουκάτες. Εγώ για το καλό σ’ έρθα! Εκείνε η καρή εξέβεν ασό κούιν και αραεύ’ σε! Έρθα νά λέγω σ’ άτο νά φυλάγεσαι.— Όϊ ν’ αοϊλοί εμέν, εκούϊξεν το θερίον και αρχίνεσεν νά τρέχ’ ‘ς σο ραχίν κιάν’… ‘Α σόν φόβον άθε, π’ επάτνεν ‘κ έλεπεν... ‘ς έναν κρεμόν κεκά, ευρέθεν εύκαιρα, ερούξεν κ’ έσκοτώθεν.

Page 25: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Ένας Ματσουκάτες, πολύ βασανιζόταν από τη γυναίκα του.  Ήταν κακή και πολυλογού γυναίκα. Με το μάλωμα  σηκώνονταν, με το μάλωμα κοιμόντουσαν. Έφτασε στο αμήν ο άνθρωπος και πήρε την απόφαση να γλυτώσει από αυτό το βάσανο. Μια ημέρα πήγε να κόψει ξύλα και ξεμάκρυνε πολύ από το χωριό  και ανακάλυψε ένα βαθύ , βαθύ πηγάδι.-Αυτό το πηγάδι θα είναι η σωτηρία μου σκέφτηκε. Έκοψε κάμποσα μεγάλα κλαδιά και σκέπασε το στόμιο του πηγαδιού. Έβαλε και από πάνω μικρά κλαδιά και έτσι τίποτε δεν φαινόταν. Μετά έφτιαξε και δυο δεμάτια  που το ένα το απίθωσε πλάι στο πηγάδι, το άλλο πάνω και γύρισε και πήγε στο σπίτι του. Την άλλην την ημέρα πήρε τη γυναίκα του και πήγαν να κατεβάσουν στο σπίτι τα ξύλα που είχε από την προηγούμενη μαζέψει. Όταν πλησίασαν σε εκείνο το μέρος αυτός φορτώθηκε το ένα δεμάτι με τα ξύλα και είπε στη γυναίκα του να φορτωθεί το άλλο. Αυτό ήταν! όταν η γυναίκα του πλησίασε στο δεμάτι, πάτησε στα ξερά κλαδιά και έπεσε στο πηγάδι και από πάνω της προσγειώθηκε και η στοίβα με τα ξύλα!Ο Ματσουκάτες ήσυχα, ήσυχα γύρισε και πήγε στο σπίτι του. Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Σκέφτηκε κα ξανασκέφτηκε και κατάλαβε ότι αυτό που έκανε μεγάλη αμαρτία ήταν. Σαν ξημέρωσε πήγε στο πηγάδι, έλυσε το σκοινί και το έριξε μέσα και φώναξε:

Page 26: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

- Σουμέλα, πιάσε την άκρη από το σχοινί, δέσε το στη μέση σου. Εγώ θα τραβήξω και θα σε βγάλω επάνω....Χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζω! έλεγε και κουνούσε το σχοινί.Όταν κατάλαβε ότι από κάτω πιάστηκε το σχοινί άρχισε να τραβάει. Τραβούσε και τραβούσε και ξαφνικά βλέπει να βγαίνει από το πηγάδι ένα θεριό!  Πάει να αφήσει το σχοινί και το θεριό φωνάζει:-Μη με αφήνεις..δεν θα σε φάω και δούλος σου θα γίνω. Όταν ελευθερώθηκε το θεριό του είπε:- Άνθρωπε σε ευχαριστώ. Με γλύτωσες! από χθες μια γυναίκα μου έβγαλε την ψυχή και να γλυτώσω από τα χέρια της δεν μπορούσα! Τώρα ότι ζητήσεις θα το κάνω.Έτσι το θερίο έφυγε προς τα επάνω και άρχισε να καταρημάζει τον κόσμο που ζούσε πάνω από τον τόπο του Μαστουκάτη. Έμαθαν οι άνθρωποι εκείνου του τόπου πως το θεριό μονάχα αυτόν υπολόγιζε και πήγαν κα τον παρακάλεσαν να τους γλυτώσει από το κακό.Σηκώθηκε και ο Ματσουκάτης και βγήκε να αναζητήσει το θεριό. Το θηρίο όταν τον είδε από μακριά αγρίεψε και του φώναξε:_Φύγε αλλιώς θα σε φάω μόνο στον τόπο σου δε σε πειράζω.-Άκουσε λέει ο Ματσουκάτης, εγώ για το καλό σου ήρθα. Εκείνη η γυναίκα βγήκε από το πηγάδι και σε ψάχνει. Ήρθα να στο πω να φυλάγεσαι....- Ωχ τι έπαθα! Συμφορά μου! φώναξε το θηρίο κα άρχισε να τρέχει προς την πλαγιά..Από τον φόβο του δεν έβλεπε που πήγαινε και κοντά στον γκρεμό παραπάτησε, έπεσε και σκοτώθηκε.

Page 27: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Έναν ημέραν άρκον, ο λύκον κι’ άλεπόν εποίκαν συμφωνίαν, να πάνε εντάμαν σ’ αβ και ήνταν ευρίκ’νε εντάμαν να τρώγν’ άτο άμον καλά αδέλφα. Αρ’ εξέβαν σο ραχίν, έτρεξαν αδά, έτρεξαν εκεί, ενεγκάσταν και σην βραδήν απάν’ επίασαν έναν ελαφόπον. Άρκον ετέρεσεν, αν μοιράζ’ άτο, ατός πεινασμένος θ’ απομέν’. Ενούντσεν, επενούντσεν κι’ επεκεί εποίκεν την διαβολοσύναν άτ’. — Εξέρετε, παιδία, ντό εν’; είπεν τ’ άλλτς τοι συντρόφ’ς άτ” Εγώ λέω τ’ ελαφόπον είνας μοναχόν άσ’ σοι τρείς έμουν να τρώει άτο, ποίος εν’ μειζέτερος. Εσείς πα ντό λέτε; Αλεπόν πα κι ο λύκον ντο να εφτάνε! Εποίκαν ατό καπούλ. — Αιτέ όγλουμ λύκον, πε μίαν εσύ πόσων χρονών είσαι, είπεν άρκον. Ο λύκον πα εσέγκεν το κηφάλ’ν ατ’ ανάμεσα σ’ έμπρ τα ποδάρια τ’, ενούντσεν ολίγον κι επεκεί είπεν: — Εγώ ση Προφήτα τή Δαβίδ τον καιρόν ακόμαν εβύζανα, έλεε με η σχωρεμέντσα η μάνα μ’. Αρ’ ποίστε εσείς την λογαρίαν κ’ ευράτ’ ατά. — Ατώρα πε κι’ εσύ δαβολίτσον, αλεπέ τ’ έσά τα χρόνια, άμαν τέρεν, ψέμματα ‘κι θα λές, είπεν τον αλεπόν όρκον. Άλεπόν πα ατότε εσκώθεν είπεν άτς: -Να έχω ούλά τα κρίματα ντ’ εποίκετε και τα χαταλόπα μ’ πα να μη χαίρουμαι, αν λέω ψέμματα. Εγώ, ο κύρη μ’ ο σχωρεμένον έλεε με —μάναν ‘κ έγνώρτσα ο χιλάκλερον— ση κατακλυσμού τον καιρόν, όντας εσέβαμε σην Κιβωτόν τη Νώε, έμνε δίχρονος. Εγώ εγλύτωσα, άμαν η μακαρίτσα η μάνα μ’ ‘κ επόρεσεν. Σην βραδήν απάν έτον. Κάπ’ επήεν σην γειτονίαν ‘ς σο δάνος και επιάστεν σην καλατζήν και ους να κλώσκεται οπίσ’ η Κιβωτός εκλειδώθεν, κι’ έκείνε η άχαρος επέμνεν εξ’ και εφουρκίεν. Όπως και να εν’, μίαν άσ’ σον λύκον τρανός είμαι χωρίς άλλο. Άρκον ατότε ετέρεσεν, η δουλεία αν κλώσκεται σα διαβολοσύνας ατος πεινασμένος θ’ απομέν’. Εϊνας ο δάβολον ους τον Προφήτην Δαβίδ ‘κ εστάθεν. Κι’ άλλος πα το σολούχ’ν ατ’ τάαχ σον κατακλυσμόν επήρεν. — Ε, είπεν άτς, εγώ πα ατώρα σον Τρυγομηνάν απές θα γομώνω τα τρία. Άμαν σα τέσσερα να μη προφτάνω, αν αγούτο τ’ ελαφόπον ούλεν άμον το στέκ κι τρώγ’ άτο εγώ μοναχόν!.. Και χαμάν έσκωσεν τα τατά τ’ έναν τον είνας εδέκεν κι’ έναν τον άλλον και άπλωσεν άτς ‘ς σην γήν. Κι’ εκάτσεν κα μαναχός και εγουρζούλαεν τ’ έλαφόπον.

Page 28: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Μια μέρα η αρκούδα, ο λύκος και η αλεπού έκαναν συμφωνία να πάνε μαζί να βρούνε φαγητό και ότι βρουν να το μοιραστούν σαν καλά αδέλφια. Βγήκαν στο βουνό, έτρεξαν από εδώ, έτρεξαν από εκεί, κουράστηκαν και κοντά στο βραδάκι πιάσαν ένα ελαφάκι. Η αρκούδα σκέφτηκε πως αν το μοιραζόταν τελικά αυτή θα έμενε πεινασμένη. Σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε  και έκανε την πονηριά της.

-Ξέρετε κάτι παιδιά; λέει στους συντρόφους του, «εγώ λέω το ελαφάκι ένας από εμάς να το φάει. Και προτείνω να το φάει ο μεγαλύτερος. Εσείς τι λέτε;

Τι να κάνει η  αλεπού κα ο λύκος, αναγκαστικά συμφώνησαν. - Άιντε Λύκο για πες εσύ πόσο χρονών είσαι, είπε η αρκούδα. Ο λύκος έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια, σκέφτηκε λιγάκι και

έπειτα είπε: -Εγώ στον καιρό του Προφήτη Δαβίδ ακόμη βύζαινα, έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου.

Κάντε λοιπόν εσείς το λογαριασμό. -Τώρα πες κι εσύ  διαβολάκι, αλεπού, τα δικά σου τα χρόνια, αλλά κοίτα, ψέματα δεν θα

πεις. Ορκίστηκε η αλεπού και σηκώθηκε και είπε αυτά: -Να έχω όλα τα αμαρτήματα που κάνατε και τα παιδάκια μου να μην χαρώ αν πω

ψέματα. Εγώ, ο πατέρας μου ο συγχωρεμένος  μου έλεγε μάνα δεν γνώρισα ο καημένος -στον καιρό του κατακλυσμού, όταν ανεβήκαμε στην κιβωτό του Νώε, ήμουν δίχρονος. Εγώ γλύτωσα αλλά η μάνα μου δεν μπόρεσε. Στο βράδυ πάνω ήταν... Κάπου πήγε στη γειτονιά και έπιασε την κουβέντα και μέχρι να γυρίσει πίσω η κιβωτός είχε κλειδωθεί κα εκείνη έμεινε απ έξω και πνίγηκε. «όπως και να έχει το πράγμα, από το λύκο πιο μεγάλη είμαι, δίχως άλλο.

Η αρκούδα τότε κατάλαβε ότι η δουλειά γυρνάει στην πονηριά και σίγουρα πεινασμένη θα έμενε, Ο ένας ο πονηρός μέχρι τον προφήτη Δαβίδ έφτασε και η άλλη μέχρι τον κατακλυσμό.

-Εγώ, τώρα μέσα στον Οκτώβρη ,τους λέει, θα κλείσω τα τρία. Αλλά στα τέσσερα να μην προφτάσω να πάω αν αυτό το ελαφάκι δεν το φάω ολομόναχος! Σηκώνεται και δίνει μια τον έναν και μια τον άλλον και τους ξαπλώνει χάμω. Και κάθησε καλός και διαλεγμένος και έφαγε το ελαφάκι.

Page 29: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Ο Σάββας, η κλώσα και ο αετός

Μια φορά και έναν καιρό, ένα ζεστό βράδυ του καλοκαιριού, σε ένα μικρό χωριό, η μαμά και ο μπαμπάς του μικρού Σάββα του είπαν ότι το πρωί θα πάνε στο χωράφι. Αυτός θα έπρεπε να προσέχει τα ζώα και ειδικά την κλώσα στην αυλή με τα 15 κοτοπουλάκια της για να μην τα πάρει ο γούσο. (αετός) «Εντάξει Σάββα; Κανόνισε... δε θα πας να παίξεις με τα παιδιά θα προσέχεις την κλώσα! Γιατί αν πάθει κάτι θα σε σκοτώσει ο μπαμπάς!» είπε η μαμά. «Εντάξει βρε μαμά θα την προσέχω!» απάντησε ο Σάββας και παραδόθηκε στον ύπνο. Όταν ο Σάββας ξύπνησε οι γονείς του είχαν ήδη φύγει. Η μαμά του Σάββα η κυρία Ανατολή του είχε ετοιμάσει λαβάσια (τηγανίτες) για να φάει. Αφού γέμισε το στομάχι του πήγε να ταΐσει και την κότα και αφού την ταΐσε και της έβαλε και νερό έκατσε να την προσέχει. Λίγη ώρα αργότερα τα παιδιά βγήκαν να παίξουν στο δρόμο. Είδαν το Σάββα να κάθεται στην αυλή και του είπαν:

«Τι κάνεις Σάββα; Έλα να παίξουμε!» «Δεν μπορώ σήμερα παιδιά πρέπει να προσέχω την κλώσα που έκανε κοτοπουλάκια, να μην τα

πάρει ο γούσο» απάντησε κατσουφιασμένος ο Σάββας. Τα παιδιά όμως δε το έβαλαν κάτω τον παρακαλούσαν για πολύ ώρα ώσπου δεν μπόρεσε να

αντισταθεί στον πειρασμό και πήγε να παίξει. Για να είναι όμως σίγουρος ότι η κλώσα δεν θα πάθει τίποτα της έβαλε μια κλωστή στο πόδι και

έδεσε τα 15 κοτοπουλάκια το ένα πίσω απ’ το άλλο με την ίδια κλωστή. Καθώς έπαιζαν ένα παιδί κοίταξε στον ουρανό και είπε με θαυμασμό.

«Κοιτάξτε τί μεγάλο πουλί πετάει από πάνω και τη μεγάλη ουρά που έχει! Κοιτάξτε! Κοιτάξτε!» Όταν γύρισε ο Σάββας και το είδε του κοπήκαν τα πόδια και είπε με τρεμάμενη φωνή «Δεν είναι μεγάλο πουλί αυτό! Αυτός είναι ο γούσο και πήρε την κλώσα και όλα τα

κοτοπουλάκια! Τώρα; Αχ θα με σκοτώσει ο μπαμπάς μου!» σκέφτηκε. «Έλα Σάββα δε θα σε σκοτώσει θα τα πάρουμε πίσω» είπαν τα παιδιά. Αλλά ο Σάββας έσκυψε κάτω το κεφάλι και πήγε σπίτι του. . .

Page 30: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Έτσι φοβισμένος καθώς ήταν πιστεύοντας ότι θα τον σκοτώσει ο μπαμπάς του αποφάσισε να πάει στο δάσος. Πήρε λοιπόν σε ένα παχράτς (δοχείο) λίγο νερό και σε ένα καλάθι λίγα κομμάτια πίτας και άφησε πίσω του το σπιτάκι του.

Περπατούσε πολλές ώρες στο δάσος και ο ήλιος άρχισε να δύει. Τότε βρήκε 3 βαρέλια τα 2 ηταν γεμάτα με μέλι ενώ το τρίτο ήταν ακόμα άδειο. Μπήκε μέσα και έκατσε να περάσει εκεί τη νύχτα και να προφυλαχτεί από το κρύο. Αργά το βράδυ όμως άκουσε βήματα και ψιθύρους. Δύο κλέφτες πήγαν να κλέψουν το πιο γεμάτο βαρέλι Σήκωσαν το πρώτο, σήκωσαν το δεύτερο και το τρίτο που ήταν ο Σάββας

ήταν το πιο βαρύ. «Αυτό είναι αυτό θα πάρουμε έλα να το σηκώσουμε σύντροφε» είπε ο ένας

κλέφτης στον άλλο και το σήκωσαν. «Θα χαρεί πολύ το αφεντικό φίλε μου με τόσο πράγμα που του πάμε» είπε ο

άλλος κλέφτης καθώς προχωρούσαν για το λιμέρι τους. Στο δρόμο ο Σάββας από το φόβο του ούτε ανάσα δεν έπαιρνε.Κάποια στιγμή

τα έκανε επάνω του από την τόση τρομάρα που πήρε και από τις χαραμάδες του βαρελιούάρχισε να στάζει. Τότε ο ένας κλέφτης το είδε και λέει «Ρε συ τοσο πολύ μέλι έχει το βαρέλι που άρχισε να ξεχειλίζει.» Και δοκίμασε λίγο με το δάχτυλο χωρίς να ξέρει ότι δεν είναι μέλι και είπε με έκπληξη «Καλέ είναι πολύ νόστιμο πάμε γρήγορα πριν χυθεί όλο» και άρχισαν να πηγαίνουν πιο γρήγορα.

Όταν εφτασαν στο λιμέρι τους πήγαν να φωνάξουν το αφεντικό τους. Κατευθείαν από πίσω τους ήρθαν άλλοι δυο κλέφτες με αλεύρι. Αύτοι νόμιζαν πως το βαρέλι ήταν άδειο και άρχισαν να ρίχνουν μέσα το αλεύρι. Δε χώρεσε όμως ούτε το μισό τσουβάλι.

Page 31: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

«Μα τί γίνεται, την προηγούμενη φορά χωρούσε δύο τσουβάλια και τώρα…» είπε ο ένας.

«Κάτσε να δεις τι θα κάνουμε…» έκανε ο άλλος και πήγε και έφερε ένα ξύλο και με αυτό άρχισε να χτυπάει μέσα στο βαρέλι. Δεν ήξερε όμως ότι μέσα ήταν ο μικρός Σάββας. Το πρώτο χτύπημα τον πέτυχε στον αριστερό ώμο. Ο Σάββας από τον πόνο του δάγκωσε τα χείλη του αλλά δεν έβγαλε άχνα. Το δεύτερο χτύπημα τον πέτυχε στον δεξιό ώμο.Πάλι δάγκωσε τα χείλη του και αυτή τη φορά τα μάτωσε. Την τρίτη φορά τον πέτυχε ακριβώς στο κεφάλι. Τότε ο Σάββας τσίριξε από τον πόνο και πετάχτηκε έξω από το βαρέλι τινάζοντας το αλεύρι στα μάτια των κλεφτών. Άρχισε να τρέχει και οι κλέφτες τον κυνήγησαν, κρύφτηκε όμως πίσω από από ένα θάμνο και δεν τον βρήκαν.

Το επόμενο πρωί με το φώς της ημέρας πήρε το δρόμο προς το χωράφι που ήταν οι γονείς του. Όταν έφτασε πήγε στην αχλαδιά όπου η μαμά του είχε κρεμασμένα σε ένα καλάθι γιαούρτι και ψωμί. Τα

κατέβασε και άρχισε να τρώει. Τοτε η μαμά του τον είδε και πλημμυρισμένη από χαρά πήγε να το πει στον άντρα της.

 «Γιάννη έλα γρήγορα το παιδί μας γύρισε! Μη το μαλώσεις ποιός ξέρει τη νύχτα

πέρασε στο δάσος!» του είπε και αυτός της απάντησε «Βέβαια και δε θα το μαλώσω ευτυχώς που γύρισε ζωντανό!»

Έτρεξαν και τον αγκάλιασαν τόσο σφιχτά που θα έσκαγε. «Γιατί έφυγες έτσι παιδί μου;» τον ρώτησε η μαμά του «Ε να γιατί νόμιζα πως θα με σκοτώσει ο μπαμπάς αφού ο αετός πήρε την κλώσα και όλα τα κοτοπουλάκια» είπε διστακτικά ο Σάββας

«Μα είναι δυνατόν να σκοτώσω το παιδί μου! Ας’ την την κλώσα, ας την πήρε ο αετός θα πάρουμε άλλη εσύ να είσαι καλά!» του είπε ο μπαμπάς του και τον πήρε αγκαλιά και γύρισαν στο σπίτι τους. Από τότε ο Σάββας δεν έφυγε ποτέ ξανά μόνος του στο δάσος

Page 32: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

  Του ψαρά το παιδίΉταν κάποτε ένας φτωχός ψαράς, που είχε πολλά παιδιά. Δεν μπορούσε όμως ο

καημένος να τα θρέψει με το ψάρεμα, γι΄αυτό κι ήταν πολύ στενοχωρημένος. Κάθε βράδυ που γύριζε σπίτι του, αναστέναζε και μονολογούσε.-Αχ τί θα κάνω; Τί ατυχία είναι αυτή που με δέρνει!

Ο βασιλιάς της χώρας, που αγαπούσε τους υπηκόους του, είχε μια συνήθεια. Τα βράδια ντύνονταν φτωχικά και κυκλοφορούσε ανάμεσα στον απλό λαό. Γύριζε στα σοκάκια για να ακούει με τα ίδια του τα αυτιά τα παράπονα των ανθρώπων. Ένα βράδυ πέρασε κι από τη φτωχική γειτονιά του ψαρά. Κι εκεί άκουσε τον κακόμοιρο τον ψαρά να βαρυγκομάει.

-Τί έχεις, καλέ μου άνθρωπε και είσαι τόσο δυστυχισμένος; τον ρώτησε. -Πώς να μην είμαι; Τα παιδιά μου πεινάνε κι εγώ δεν είμαι παρά ένας φτωχός

ψαράς. Με τί να τα ζήσω;Τότε ο βασιλιάς του λέει:-Μη στενοχωριέσαι. Άκουσα ότι ο βασιλιάς μας, που είναι τόσο καλός, ό,τι ψάρια

πιάνεις στα αγοράζει με χρυσό.Την άλλη μέρα κατέβηκε ο ψαράς στη θάλασσα να ψαρέψει. Τραβάει τα δίχτυα

του και τα βρίσκει πάλι άδεια. Κάνει να τα παρατήσει κάτω και τί βλέπει! Ένα ανθρώπινο μάτι! Του φάνηκε πολύ περίεργο. Τί να το κάνει το μάτι? Θυμήθηκε τότε τα λόγια του ανθρώπου που είχε συναντήσει το προηγούμενο βράδυ. Ντρεπόταν όμως να πάει στο βασιλιά ένα μάτι. Το σκέφτηκε από εδώ, το σκέφτηκε από εκεί, στο τέλος το πήρε απόφαση να το πάει στο παλάτι. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε να χάσει και τίποτα.

Page 33: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

-Βασιλιά μου πολυχρονεμένε, άκουσα ότι αγοράζεις τα ψάρια που πιάνουν οι φτωχοί ψαράδες με χρυσό. Εγώ όμως είμαι πολύ άτυχος. Ψάρεψα όλο κι όλο αυτό το μάτι, είπε κατακόκκινος από ντροπή ο φτωχός ψαράς.

-Πραγματικά είσαι άτυχος, είπε ο βασιλιάς. Αλλά δεν πειράζει. Αφού αυτό έπιασες, αυτό θα ζυγίσουμε.

Και διέταξε να ζυγίσουν το μάτι και να του δώσουν το βάρος του σε χρυσάφι. Βάζουν οι υπηρέτες το μάτι στο ένα μέρος της ζυγαριάς, βάζουν κι ένα χρυσό φλουρί από την άλλη μεριά. Βλέπουν έκπληκτοι τη ζυγαριά να γέρνει από τη μεριά που ήταν το μάτι.

-Βάλτε κι άλλο φλουρί, διέταξε ο βασιλιάς.Μα και πάλι η ζυγαριά έγερνε προς το μάτι. Όλοι έμειναν με το στόμα

ανοιχτό. Όσα φλουριά κι αν έβαζαν στη ζυγαριά, το μάτι ήταν πιο βαρύ. -Τί παράξενο πράγμα και τούτο! θαύμασε ο βασιλιάς.Μήνυσε τότε όλους τους σοφούς να έρθουν στο παλάτι να εξηγήσουν αυτό το

περίεργο φαινόμενο. Ήρθαν οι σοφοί, σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν, μα δεν μπορούσαν να βρουν καμιά λογική εξήγηση. Τότε εμφανίστηκε στο παλάτι ένας γέρος και είπε στο βασιλιά πως αυτός μπορεί να λύσει αυτό το μυστήριο.

Ο βασιλιάς τον άφησε να δοκιμάσει. Τότε ο γέρος παίρνει λίγο χώμα, το ρίχνει πάνω από το ανθρώπινο μάτι και το σκεπάζει. Απότομα η ζυγαριά με τα φλουριά πήγε κάτω και το μάτι πετάχτηκε επάνω.

-Μα πώς έγινε αυτό; ρωτάει ο βασιλιάς.-Είναι απλό, βασιλιά μου, εξήγησε ο γέρος. Ο άνθρωπος είναι άπληστος. Το

μάτι του είναι τόσο λαίμαργο για το χρήμα, που ένα πράγμα μόνο μπορεί να το σταματήσει, το χώμα που το σκεπάζει σαν πεθάνει.

Page 34: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Eζούσε μια φορά στην όμορφη Δωρίδα ένας μικρός τσοπάνος. O Aλή.Eφύλαγε του τσέλιγκα τα γίδια κι έτρεχ' από κορφούλα σε κορφή.Σκληρό τ' αφεντικό του μα η ανάγκη έκανε το παιδί να εργασθεί.Xωρίς πατέρα. Άρρωστη μητέρα. Tα φάρμακά της να χει και φαΐ.Mια μέρα εκουράστηκε. O ύπνος τον πήρε κάτω απ' την βελανιδιά.Σαν ξύπνησε, ετρόμαξε. Tα γίδια! Φύγανε και δεν ήταν πουθενά!Σφύριξε. Έτρεξε. Mα τίποτε! Tο βράδυ σαν ήρθ' ο τσέλιγκας, κατσούφης, βλοσυρός«-Θα σε σουβλίσω» λέει και μουγκρίζει «τα ζωντανά μου θέλω. Φέρτα, μπρος!»Tη σούβλα πιάνει. «-Όχι, όχι αφέντη!» παρακαλάει και κλαίει ο μικρός.Aλλά χυμάει πάνω του αυτός. Kαι τότε μπρος στ' αθώο προσωπάκιτο χέρι του αρπάζει ο Θεός! Σπάει τη σούβλα, παίρνει το παιδάκι.Πουλί το κάνει κι ασημένιο φως... Στα πιο ψηλά κλωνάρια από τότετης Γκιώνας σφυρίζει και λαλεί, ο τσοπανάκος. Για τ' αγαπημένα.Tα γίδια του που ψάχνει τα χαμένα, τη μάνα του που μάταια καρτερεί.

Page 35: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Το Δεσποινί.

Τα παλιά εκείνα χρόνια, τον παλιό εκείνο καιρό, είχε ένα γονιό που είχε οκτώ παιδιά και βίος πολύ, ζώα πολλά, αγελάδες και γίδια και πρόβατα. Το όγδοο παιδί ήταν ένα κοριτσάκι και το 'λέγαν Δεσποινί. Τ' άλλα ήταν αρσενικά. Κάθε πρωί που ξημέρωνε, έβρισκε τα ζώα του ψόφια! Εκεί που καθόταν συλλογισμένος, ήρθε ένας γέρος και του είπε τα βάσανα του. Του λέει ο γέρος: «Το βράδυ, όταν τα παιδιά σου κοιμούνται, να σηκώσεις το πάπλωμα, κι όποιο σου παιδί έχει τα χέρια του μέσα στα σκέλη του, να το ξεκάμεις από το σπίτι, γιατί είναι γρουσούζικο». Ο πατέρας το βράδυ βλέπει, μα τι να δει; Το Δεσποινί, το κανακάρικο, είχε τα χέρια του στα σκέλη του! Όταν ξημέρωσε, με μεγάλο καημό, που θα διώξει το παιδί του, είπε στον παραγιό του να πάει στα ξύλα, να πάρει και το Δεσποινί και ψωμί και νερό και να το αφήσει και να 'ρτει μοναχός του πίσω. Πήγε ο παραγιός σ' ένα έρημο μέρος στο βουνό, κρέμασε την κολοκύθα με το νερό σ' ένα χαμηλό πεύκο και το σακούλι με το ψωμί και του είπε: «Κάθισε συ εδώ, και εγώ θα πάω να κόψω ξύλα και θα 'ρτω να σε πάρω, κι όταν πεινάς, να τρως ψωμί, κι όταν διψάς να πίνεις νερό...». Κι έφυγε. Ο ήλιος εκατέβαινε και ο παραγιός ούτε ήρθε, ούτε εφάνη. Ο αέρας φυσούσε και η κολοκύθα, που είχε το νερό χτυπούσε και λαλούσε και το κοριτσάκι θαρρούσε πως ήταν ο παραγιός με τον μπαλτά κι έκοβε τα ξύλα. Έκλαιε κι έλεγε: «Ε! παραγιέ μας, που κόβεις τα ξύλα... Ε! παραγιέ μας, που κόβεις τα ξύλα... Ε! παραγιέ μας που κόβεις τα ξύλα...». Κι έκλαιγε κι έβαζε τις φωνές ως τα μεσάνυχτα. Όλη τη νύχτα έτρεχε μέσα στο δάσος, κι όταν ξημέρωσε, είδε ένα χωριό και κατέβηκε στο χωριό.

Page 36: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

Στο πρώτο σπίτι που την είδαν, είπαν πως θα είναι παιδί από καλό σπίτι και χάθηκε και το κράτησαν και το έβαλαν να πλαγιάσει και το πρωί, σαν ξύπνησαν, είδαν όλα τα ζώα τους ψόφια! Είπαν: «Τούτο δω είναι γρουσούζικο και άντε να γκρεμιστεί να φύγει από δω!», και το έδιωξαν. Πήγε παρακάτω, βρέθηκε άλλο σπίτι. «Δεν έρχομαι, λέγει το κοριτσάκι, γιατί θα ψοφήσουν τα ζώα σας», και με τα πολλά πήγε. Το πρωί ξύπνησαν και εκεί, βρήκαν όλα τα ζώα ψόφια! Όταν είδαν πως και εκεί ψόφησαν τα ζώα, κανένας πια δεν ήθελε το κοριτσάκι. Την τρίτη την ημέρα, μια χηρεμένη γυναίκα το λυπήθηκε, που έκλαιε, και το φώναξε. Εκείνο δεν ήθελε να πάει, με τα πολλά πήγε και την άλλη μέρα ψόφησαν όλα της τα ζώα, όμως δεν το έδιωξε και το κράτησε. " Να σου ψήσω ένα πανεράκι κουλούρια και γλυκούδια και να τα πας στη μοίρα σου, και να σου βάλουν την τύχη σου μέσα. Εκεί που θα πας, είναι ένας πύργος έξω από το χωριό, θα σταθείς έξω από την πόρτα και θα βάζεις φωνές και θα λες και θα ξαναλές: "Ε! μοίρα των μοιρών και μοίρα δική μου! Ε! μέρα των μερών και μέρα δική μου!" Εκείνες θα σε διώχνουν και να μην φεύγεις, ώσπου να σου αδειάσουν το πανεράκι σου και να σε βάλουν μέσα την τύχη σου", Το βράδυ πήγε το κοριτσάκι, με το πανεράκι στον πύργο και στάθηκε έξω από την πόρτα και φώναξε: "Ε! μοίρα των μοιρών και μοίρα δική μου! Ε! μέρα των μερών και μέρα δική μου! Ε! μοίρα...". Εκείνες την έδιωχναν και, όταν νύχτωσε, βαρέθηκαν και άδειασαν το πανέρι της και το γέμισαν καβαλίνες. Το κοριτσάκι πήγε στη θεια του και της λέει: "Κοίταξε μαρ' θεια, τι μ' έβαλαν μέσα!" Την άλλη μέρα της γέμισε πάλι το πανεράκι και την έστειλε πάλι να πάει να φωνάζει απ' έξω απ' το κατώφλι που ήταν οι μοίρες, κι αυτή τη φορά της το άδειασαν και το γέμισαν με καβαλίνες

Page 37: Συνταγές και παραμύθια των προσφυγικών χωριών Λακκώματος – Νέας Γωνιάς.

. Την τρίτη τη φορά βρήκε τη μοίρα κι έκλωθε μετάξι κι άδειασε το πανεράκι και της έβαλε μια χεριά μετάξι. Πήγε στη θεια της με το μετάξι και της είπε η θεια της να το κρύψει. Μια μέρα, γινόταν γάμος και την έντυσε και πήγαν στο γάμο. Είχαν έθιμο να δένουν τα στέφανα με μετάξι και δεν είχαν μετάξι. Η θεια είπε: "Έχει το Δεσποινί πέντ' έξι κλωστές κι ας πάει να σας το φέρει και δώστε της και σεις κάτι να χαρεί". Πήγε και το 'φέρε και ρώτησαν τον γαμπρό: "Τι να σου δώσουν;" Και ο γαμπρός τους είπε: "Βάλτε το μετάξι σε μια ζυγαριά και ζυγίστε το με χρυσάφι". Έβαζαν χρυσάφι, έβαζαν χρυσάφι, το μετάξι δε σηκωνόταν. Κι έφεραν μεγάλη ζυγαριά και δε σηκωνόταν το μετάξι. Τότε ο γαμπρός μπήκε σε μεγάλη συλλογή και αμέσως μπήκε ο ίδιος στη ζυγαριά, και τότε σηκώθηκε το μετάξι και ήρθαν ίσα ίσα, κι άφησε τη νύφη και πήρε το Δεσποινί και την έκαμε γυναίκα του. Μια μέρα που έτρωγαν και διασκέδαζαν περνούσε ο πατέρας της και την είδε στο παράθυρο και κάθισε και περίμενε να βγει, να την ξαναδεί, που έμοιαζε το Δεσποινί του. Βγήκαν οι δούλοι και του είπαν: "Τι θέλεις και κάθεσαι αυτού;" Λέει: "Είδα ένα κοριτσάκι, που μοιάζει με την κόρη μου, που την έστειλα στα ξύλα με τον παραγιό μου και την έχασα". Τον βαλαν μέσα και αναγνωρίστηκαν κι έκαμαν πάλι γάμους και χαρές και καλά ξεφαντώματα. Μήτε εγώ ήμουν εκεί, μήτε σεις να το πιστέψετε.