συνέντευξη ελένης πίσπα

3
Έχοντας ως αφορμή το μεγάλο πρόβλημα του αναλφαβητισμού στη χώρα μας, αποφασίσαμε να πάρουμε συνέντευξη από κάποιον που αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα. Η κύρια Ελένη είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει σε ένα μικρό χωριό της Ηπείρου και από ότι μας είπε δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο. - Κυρία Ελένη η υποχρεωτική φοίτηση για την εποχή σας ήταν μέχρι το γυμνάσιο; - Ναι, το γυμνάσιο. - Και εσείς μέχρι ποια τάξη πήγατε; - Εγώ πήγα μόνο δημοτικό, δεν πήγαινε κανένας Γυμνάσιο τότες. - Για ποιο λόγο δεν πήγατε; - Αχ κορίτσι μου, ζούσαμε φτωχά, πολύ φτωχά. Που λεφτά για σχολεία. Εμείς δεν είχαμε ούτε τόσο μολυβάκι να πάρουμε. Που τετράδια και μπογιές όπως τώρα! Τώρα έχουμε πολυτέλειες και λέμε ότι δεν μας φτάνουν. - Δηλαδή το πρόβλημα ήταν το οικονομικό; - Ναι γιατί τότες δεν είχαμε Γυμνάσιο εδώ στο χωριό. Το κοντινότερο ήταν στην Κόνιτσα και οι γονείς μας δεν είχαν να μας στείλουν. Που θα μέναμε εκεί; Ήταν και η μάνα μου πολύ αυστηρή… - Γιατί ήταν αυστηρή; - Έτσι ήταν τότες οι γονείς. Μας έλεγαν ότι τα κορίτσια δεν χρειάζεται να παν στο σχολειό, «τα κορίτσια είναι για το σπίτι, για παντρειά» έλεγαν. Ο πατέρας απ’ την άλλη ήταν πιο απελευθερωμένος γιατί είχε ταξιδέψει για δουλεία σε πολλά μέρη και τα είχε συνηθίσει αυτά αλλά έπρεπε να δουλέψουμε όλοι μας για να ζήσουμε. - Πόσα αδέρφια ήσασταν; - Πέντε. Εγώ ήμουν η μεγαλύτερη. - Και από τα πέντε κανόνες δεν σπούδασε; - Όχι κανένας. Από ολόκληρο το χωριό μονό δυο αγόρια πήγαν γυμνάσιο και αυτά γιατί ήταν πλούσιοι. Είχαν λεφτά οι γονείς τους βλέπεις! - Πήγατε λοιπόν μονό στο δημοτικό. Πως σας φαινόταν; - Πως να μου φάνει; Καλά. Πηγαίναμε δυο φορές την ημέρα. Το πρωί και το απόγευμα. Φέρναμε και από ένα ξύλο, μικρό κομμένο από το σπίτι στην αγκαλιά γιατί δεν είχαμε πετρέλαιο να ζεσταθούμε. Και αν

Transcript of συνέντευξη ελένης πίσπα

Page 1: συνέντευξη ελένης πίσπα

Έχοντας ως αφορμή το μεγάλο πρόβλημα του αναλφαβητισμού στη χώρα μας, αποφασίσαμε να πάρουμε συνέντευξη από κάποιον που αντιμετωπίζει αυτό το πρόβλημα. Η κύρια Ελένη είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει σε ένα μικρό χωριό της Ηπείρου και από ότι μας είπε δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο.

- Κυρία Ελένη η υποχρεωτική φοίτηση για την εποχή σας ήταν μέχρι το γυμνάσιο;

- Ναι, το γυμνάσιο.- Και εσείς μέχρι ποια τάξη πήγατε;- Εγώ πήγα μόνο δημοτικό, δεν πήγαινε κανένας Γυμνάσιο τότες.- Για ποιο λόγο δεν πήγατε;- Αχ κορίτσι μου, ζούσαμε φτωχά, πολύ φτωχά. Που λεφτά για σχολεία.

Εμείς δεν είχαμε ούτε τόσο μολυβάκι να πάρουμε. Που τετράδια και μπογιές όπως τώρα! Τώρα έχουμε πολυτέλειες και λέμε ότι δεν μας φτάνουν.

- Δηλαδή το πρόβλημα ήταν το οικονομικό;- Ναι γιατί τότες δεν είχαμε Γυμνάσιο εδώ στο χωριό. Το κοντινότερο ήταν

στην Κόνιτσα και οι γονείς μας δεν είχαν να μας στείλουν. Που θα μέναμε εκεί; Ήταν και η μάνα μου πολύ αυστηρή…

- Γιατί ήταν αυστηρή;- Έτσι ήταν τότες οι γονείς. Μας έλεγαν ότι τα κορίτσια δεν χρειάζεται να

παν στο σχολειό, «τα κορίτσια είναι για το σπίτι, για παντρειά» έλεγαν. Ο πατέρας απ’ την άλλη ήταν πιο απελευθερωμένος γιατί είχε ταξιδέψει για δουλεία σε πολλά μέρη και τα είχε συνηθίσει αυτά αλλά έπρεπε να δουλέψουμε όλοι μας για να ζήσουμε.

- Πόσα αδέρφια ήσασταν;- Πέντε. Εγώ ήμουν η μεγαλύτερη.- Και από τα πέντε κανόνες δεν σπούδασε;- Όχι κανένας. Από ολόκληρο το χωριό μονό δυο αγόρια πήγαν γυμνάσιο

και αυτά γιατί ήταν πλούσιοι. Είχαν λεφτά οι γονείς τους βλέπεις!- Πήγατε λοιπόν μονό στο δημοτικό. Πως σας φαινόταν;- Πως να μου φάνει; Καλά. Πηγαίναμε δυο φορές την ημέρα. Το πρωί και

το απόγευμα. Φέρναμε και από ένα ξύλο, μικρό κομμένο από το σπίτι στην αγκαλιά γιατί δεν είχαμε πετρέλαιο να ζεσταθούμε. Και αν δεν είχαμε και ξύλα, χαλούσαμε κάνα φραχτη γιατί θα μας μάλωναν οι δασκάλοι. Μας έπεφταν και στο χιόνι από καμιά φορά που μας έφτανε ως το γόνατο. Και μήπως είχαμε και δρόμους να περάσουμε; Σοκάκια τέτοια ήταν. Δεν υπήρχε άσφαλτος όπως τώρα. Αυτοκίνητα δεν είχαμε δει ποτέ, δεν ξέραμε τι θα πει αυτοκίνητο.

- Οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί;- Αυστηροί λέει; Ο δάσκαλος ήταν ο φόβος μας. Μας σήκωνε στον πίνακα

πούμε το μάθημα και άμα δεν το ξέραμε μας περίμενε η βέργα. Και τα μαθήματα δεν είχαμε βιβλία να τα διαβάσουμε, δεν μας έδιναν. Τα έλεγε ο δάσκαλος και εμείς γράφαμε την περίληψη. Από εκεί έπρεπε να τα θυμόμαστε. Μπορεί να μας άφηναν και τρεις και τέσσερις φορές αν δεν ήμασταν καλοί μαθητές. Δεν το παίρναμε έτσι το απολυτήριο όπως τώρα. Μετά έπρεπε να πηγαίνουμε καθαροί στο σχολειό. Αν μας έβλεπαν με μεγάλα νύχια η με λερωμένη ποδιά μας τα μαύριζαν τα χέρια με την βέργα. Αχ αυτήν η πόδια η μπλε με τον άσπρο γιακά! Έπρεπε να την ράβουμε και μόνοι μας και η καημένη η μάνα μου δεν είχε ούτε μολυνεδες να μου δώσει.

Page 2: συνέντευξη ελένης πίσπα

- Είχατε και το Σάββατο σχολείο έτσι;- Ναι το Σάββατο κάναμε μόνο Θρησκευτικά. Μαθαίναμε το Ευαγγέλιο που

θα έλεγε την Κυριακή στην εκκλησία. Μας το έλεγαν στην καθαρεύουσα και εμείς έπρεπε να το ξέρουμε να το εξηγούμε. Και αν έλειπε κάποιος από την εκκλησία την Κυριακή μας έβαζαν τιμωρία να γράψουμε δέκα φορές το «πιστεύω».

- Υπήρχε κανένας που δεν ήταν Χριστιανός;- Δεν υπήρχε κανένας τότες κορίτσι μου. «όλοι είμαστε Χριστιανοί

ορθόδοξοι» μας έλεγαν. Δεν υπήρχαν ούτε ξένοι, ούτε μετανάστες.- Και εφόσον δεν πηγαίνατε σχολείο τι κάνατε; Παντρευόσασταν μικροί;- Εεε…δουλειές στο σπίτι, ζυμώναμε, βοσκούσαμε τα ζώα του πατερά. Εγώ

τα βοσκούσα και αυτός τα έσφαζε και τα πουλούσε σε ένα χασάπικο. Ύστερα πήγαμε στη Βέροια για δουλεία. Πήγαμε εγώ, ο πατέρας και ένας αδελφός μου γιατί οι υπόλοιποι ήταν μικρότεροι. Δουλεύαμε στο βαμβάκι γιατί ο πατέρας είχε πάρει ένα αγροτικό δάνειο και δεν μπορούσε να το πληρώσει και έτσι έπρεπε να τον βοηθήσουμε για να ζήσουμε. Μετά όταν γύρισα, στα 17 μου χρόνια με πάντρεψαν με το ζόρι. Μήπως μπορούσα να τους πω ότι δεν τον ήθελα; Ντρεπόμουν, φοβούμουνα και ύστερα τι θα έκανα αν δεν παντρευόμουν;

Λοιπόν κυρία Ελένη σας ευχαριστώ που δεχτήκατε να μου μιλήσετε.