Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

22
qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj klzxcvλοπbnαmqwertyuiopasdfghjklz xcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ ωυdfghjργklαzxcvbnβφδγωmζqwert λκοθξyuiύασφdfghjklzxcvbnmqwerty uiopaβsdfghjklzxcεrυtγyεuνiιoαpasdf ghjklzxcηvbnασφδmqwertασδyuiopa sdfασδφγθμκxcvυξσφbnmσφγqwθeξ τσδφrtyuφγςοιopaασδφsdfghjklzxcv ασδφbnγμ, mqwertyuiopasdfgασργκοϊτbnmqwert yσδφγuiopasσδφγdfghjklzxσδδγσφγcvbnmqwertyuioβκ σλπpasdfghjklzxcvbnmqwertyuiopasdγαεορlzxcvbnmq wertyuiopasdfghjkαεργαεργαγρqwertyuiopasdfghjklzxα σδφmοιΕκπαιδευτήρια Γεωργίου Ζώη Αργυρούποληiopasdfghjklzxcvbnmqwertyuiopσδφγasdf ghjklzxcvbnσρμνmςqweωrtyuζχiopβνοιςβηνklzxcvbnmq wertyuiopasdfghjklzxcvbnmqwertσδφηxτθυξτδθυξκcυθ Το διήγημα των έξι Η ευτυχία είναι υπόθεση δύσκολης ζωής και ευφυών επιλογών Παρουσίαση της 14ης /5ου /2014 Τέχνημα Ερευνητικής Εργασίας 1η Λυκείου των μαθητών: Κολπετίνος Π, Κωστοπούλου Δωρ. Μαρινόπουλου Γ. Μπρατσιώτη Δ. Μωυσιάδη Γ. Παππά Γρ. Συντόνισε ο Αθ. Αρχοντώνης, φιλολόγος

Transcript of Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

Page 1: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

σwωψerβνtyuςiopasdρfghjklzxcvbn

mqwertyuiopasdfghjklzxcvbnφγιmλι

qπςπζαwωeτrtνyuτioρνμpκaλsdfghςj

klzxcvλοπbnαmqwertyuiopasdfghjklz

xcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ

ωυdfghjργklαzxcvbnβφδγωmζqwert

λκοθξyuiύασφdfghjklzxcvbnmqwerty

uiopaβsdfghjklzxcεrυtγyεuνiιoαpasdf

ghjklzxcηvbnασφδmqwertασδyuiopa

sdfασδφγθμκxcvυξσφbnmσφγqwθeξ

τσδφrtyuφγςοιopaασδφsdfghjklzxcv

ασδφbnγμ,mqwertyuiopasdfgασργκοϊτbnmqwert

yσδφγuiopasσδφγdfghjklzxσδδγσφγcvbnmqwertyuioβκ

σλπpasdfghjklzxcvbnmqwertyuiopasdγαεορlzxcvbnmq

wertyuiopasdfghjkαεργαεργαγρqwertyuiopasdfghjklzxα

σδφmοιΕκπαιδευτήρια Γεωργίου Ζώη

Αργυρούποληiopasdfghjklzxcvbnmqwertyuiopσδφγasdf

ghjklzxcvbnσρμνmςqweωrtyuζχiopβνοιςβηνklzxcvbnmq

wertyuiopasdfghjklzxcvbnmqwertσδφηxτθυξτδθυξκcυθ

Το διήγημα των έξι

Η ευτυχία είναι υπόθεση δύσκολης ζωής και ευφυών επιλογών

Παρουσίαση της 14ης /5ου /2014

Τέχνημα Ερευνητικής Εργασίας 1η Λυκείου των μαθητών:

Κολπετίνος Π, Κωστοπούλου Δωρ. Μαρινόπουλου Γ. Μπρατσιώτη Δ. Μωυσιάδη Γ. Παππά Γρ.

Συντόνισε ο Αθ. Αρχοντώνης, φιλολόγος

Page 2: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

2

Στο μεγάλο μπαρ «Πτι- Παλαί» η συνηθισμένη πολυάνθρωπη και πολύγλωσση κοσμική

συγκέντρωση. Το πρώιμο βραδινό βοριαδάκι που αραίωνε ολοένα τις πεζοδρομιακές

εγκαταστάσεις των μεγάλων κέντρων της οδού Πανεπιστημίου και της πλατείας του

Συντάγματος, άρχισε πια να συμμαζεύει τον κόσμο στις εσωτερικές αίθουσες, όπου η

ατμόσφαιρα κρατιόταν σε μια γλυκιά θερμοκρασία.

Στο βάθος του μπαρ, από τη δεξιά μεριά της αίθουσας, μια συντροφιά γύρω σε δύο

ενωμένα τραπέζια σιγόπινε το ουίσκι της. Ήταν πεντέξι Αθηναίοι, ένα- δύο γνωστές

φυσιογνωμίες του κοσμικού κέντρου, Αθηναίοι καλλιτέχνες και ανάμεσά τους δύο

Αμερικανοί δημοσιογράφοι που άδειαζαν σύντομα το ποτήρι τους και είχαν έρθει κιόλας

στο κέφι από τόσο νωρίς. Το ενδιαφέρον της συντροφιάς συγκέντρωνε μια κοπέλα πολύ

κομψή, αληθινά όμορφη. Ήταν ένας καθαρά νεοελληνικός τύπος μελαχρινής. Κατάμαυρα

μάτια που μισόκλειναν από ελαφρύ μυωπία και αυτό έδινε στην εξυπνάδα του βλέμματος

μια αόριστη ειρωνική έκφραση, κάτω από ματόφρυδο έντονο, χωρίς επέμβαση τσιμπίδας.

Τα φρύδια, γραμμένα κάπως ψηλά στο λείο μέτωπο, της έδιναν χωρίς να το θέλει έναν τόνο

περηφάνιας που φαινόταν πολύ δικαιολογημένος κάθε φορά που περιέφερε τη ματιά της

περαστικά και μάλλον βαριεστημένα πάνω στις άλλες συντροφιές που γέμιζαν την

αίθουσα. Έμοιαζε να παρακολουθεί χωρίς ενδιαφέρον τις κουβέντες της παρέας της και να

δέχεται σαν οφειλόμενο φόρο θαυμασμού τις ματιές που συγκέντρωνε πάνω της. Ήταν κάτι

το δικαιολογημένο αυτό το γενικό ενδιαφέρον, που έκανε συχνά ακόμη και τις κυρίες από

τις άλλες παρέες να γυρίζουν με τρόπο το κεφάλι, ακολουθώντας τα μάτια των καβαλιέρων

των, για να την προσέξουν και να κάμουν κατόπι σιγανά συναμεταξύ τους τα σχόλια.

Η ωραία κοπέλα δεχόταν όλη αυτή τη σιωπηλή κίνηση που δημιουργούσε η παρουσία

της με μια ηρεμία, που δεν τσάκιζε καμία από τις αρμονικές γραμμές του προσώπου της.

Κάπου- κάπου μόνο σήκωνε προς τα πάνω τον ψηλό λαιμό της, για να φέρει το τσιγάρο στο

στόμα και τότε έβλεπε κάποιος τα λαμπερά μαύρα μαλλιά της, άφθονα και

καλοχτενισμένα, να δίνουν μια χαριτωμένη κλίση στον τράχηλο με το βάρος τους, μια

τρικυμία στα φιλήδονα για επαφή μαζί τους χείλη. Κανένα κόσμημα μέσα σ’ αυτήν την

απλή κόμμωση, που θύμιζε ελληνικό γλυπτό, εξόν από δυο διαμαντάκια που άστραφταν

μέσα στα αναδεμένα μαλλιά.

-Όου, έκανε ο ένας από του Αμερικανούς, στη Νέα Υόρκη μού’ χανε πει πως στην Αθήνα

σαν έρθω θα ιδώ τα άστρα. Στη Νέα Υόρκη, φυσικά, δεν υπάρχουν άστρα, εκτός αυτά του

Χόλλυγουντ. Εδώ, λοιπόν, τα είδα. Είναι τέσσερα. Λάμπουν μέσα σ’ αυτά τα μαλλιά, που

είναι η πιο μαύρη νύχτα! Ορίστε που έγινα Αθηναίος ποιητής.

Σήκωσε το ποτήρι.

-Χαιρετώ τα τέσσερα άστρα σου, Νενέλα. Η κοπέλα χαμογέλασε.

-Αν κατεβάσεις άλλο ένα «σκοτς», κύριε Τζίμη, θα δεις ολάκερη πούλια! Όλοι γέλασαν. Ό

άλλος Αμερικανός δικαιολόγησε τον φίλο του.

-Ο Τζέιμς έχει δίκιο. Δύο που βλέπω και άλλα δύο που βλέπει ο ίδιος, γίνονται τέσσερα.

Έτσι Τζίμη;

-Αυτό είναι! Επικυρώνει ο Τζίμης. Το όλον τέσσερα. Είχα δίκιο μις Νενέλα.

Page 3: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

3

-Και χωρίς να βάλουμε και τ’ άλλα δύο, συμπλήρωσε ένας από τους Έλληνες

δημοσιογράφους της παρέας: τα μάτια της Νενέλας.

Εκείνη τη στιγμή ακριβώς έμπαινε στο κοσμικό μπαρ ένας ωραίος άνδρας συνοδεύοντας

μια κυρία με ασήμαντη εμφάνιση, όμως πολύ καλοντυμένη. Ένας από τη συντροφιά τον

είδε. Πετάχτηκε χαρούμενος, πλησίασε το ζευγάρι.

-Ω! αγαπητέ μου Αμενταίο! Καλώς ήρθες στην Αθήνα μας!

Φίλησε το χέρι της κυρίας και συστήθηκαν. Η συντροφιά παρακολουθούσε από τη θέση

της. Ο Αθηναίος της παρέας έπιασε μπράτσο τον ξένο γνώριμό του και οδήγησε το ζεύγος

στη γωνία της παρέας του. Οι άντρες σηκώθηκαν όρθιοι, άρχισαν οι συστάσεις.

-Εδώ είμαστε όλοι δημοσιογράφοι. Απ’ εδώ ο παλιός μου φίλος Αμενταίο, άλλοτε λοχαγός

των Βερσαλλιέρων επί κατοχής. Του χρωστώ τη ζωή μου! Ε! θυμήσου, λοιπόν, Αμενταίο,

στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως……. . Να σας συστήσω το πιο λαμπερό αστέρι της

αθηναϊκής νύχτας: η δεσποινίδα Νενέλα, πρώτη χορεύτρια του Λυρικού Θεάτρου.

-Ω! χαίρω πολύ! Πάρα πολύ! Ο Ιταλός έκαμε μια κομψή υπόκλιση και άπλωσε

χαμογελώντας να φιλήσει το χέρι της χορεύτριας. Οπότε έγινε κάτι το καταπληχτικό. Η

καλλιτέχνης σηκώθηκε όρθια, σήκωσε το χέρι και τράβηξε ένα δυνατό χαστούκι του Ιταλού.

Όλοι απόμειναν απολιθωμένοι. Το χαστούκι ακούστηκε σ’ όλη την αίθουσα. Απ’ όλα τα

τραπέζια σηκώθηκαν και κοίταξαν ξαφνιασμένοι. Για μια στιγμή έγινε απόλυτη σιωπή. Κάθε

συζήτηση, κάθε κίνηση στο μπουφέ σταμάτησε.

-Ω! συγνώμη, παρντόν, παρεξήγηση! Έκανε ο Ιταλός πολύ χλωμός. Υποκλίθηκε και

παρέσυρε την κυρία που συνόδευε προς την έξοδο, προσπαθώντας να την καθησυχάσει.

Ψευτοχαμογελούσε και υποκλινόταν.

-Ω! δεσποινίς, είπε κατάπληχτος ο δημοσιογράφος που κάλεσε τον Ιταλό στη συντροφιά.

Ήταν ο Μαντσίνι Αμενταίο, ο πληρεξούσιος εκπρόσωπος της ιταλικής εταιρείας στα έργα

αποζημιώσεως. Μα γιατί το κάματε αυτό…..;

Η κοπέλα είχε ξανακαθίσει στη θέση της τρομερά εκνευρισμένη. Προσπαθούσε ν’ ανάψει

τσιγάρο κι έτρεμε το χέρι της. Στα καταπληκτικά μάτια της σπίθιζε κάτι σα μια συνεχής

αεικίνητη αστραπή.

-Γι’ αυτό ακριβώς, είπε στο δημοσιογράφο. Επειδή είναι ο Αμενταίος Μαντσίνι.

Στο μεταξύ ο Αμερικανός, ο Τζέιμς, είχε ξανακαθίσει ήσυχα στην καρέκλα του. Άδειασε το

μισό ποτήρι του και είπε:

-Ο Ιταλός λοιπόν είδε κι’ αυτός τα άστρα της Αθήνας απόψε. Πόσα να τα ‘βγαλε τάχα……;

Το σκάνδαλο θα ‘παιρνε έκταση αν εγκαίρως δεν λαμβάνονταν μέτρα ώστε να μην φτάσει η

είδηση στον τύπο. Άλλωστε ο ίδιος ο Ιταλός επιχειρηματίας πλέον, στον αστυνομικό που

τον επισκέφτηκε, δήλωσε ότι κάθε είδους συνέχιση της λυπηρής αυτής ιστορίας θα τον

ενοχλούσε. Η αθηναία καλλιτέχνης προφανώς…….. θα τον πήρε για άλλον, ή μήπως όχι;

Page 4: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

4

Πρόσθεσε, χαμογελώντας, πως σήμερα κιόλας θα της έστελνε……….. ένα μπουκέτο κόκκινα

τριαντάφυλλα, για να τον συγχωρέσει που……..… έμοιαζε με άλλον. Έτσι το επεισόδιο

έμεινε ως εκεί.

Όμως, ώσπου να ξαναβρούμε την ηρωίδα μας, καλό θα ‘ταν να γυρίσουμε κάμποσα

χρόνια πίσω, να δούμε από πού κρατούσε η σκούφια αυτής της καλλιτέχνιδος, που η

ομορφιά και η τέχνη της βρήκαν ενθουσιαστική υποδοχή στην Αθήνα και παντού στο

εξωτερικό, όπου οι χορευτικές επιδείξεις της χαιρετίστηκαν με ενθουσιασμό από την

κριτική, Αμερική και Γερμανία.

ΙΙ

Εκεί λίγο παραπέρα βρισκόταν και το φτωχικό της εικοσάχρονης Αρχοντίας, της

μοναχοκόρης του καπετάν Αντρέα, όπως την έλεγαν τότε.

Ζούσε με τους ψαράδες γονείς της στα δύσκολα χρόνια της κατοχής. Η μόνη συντροφιά που

είχε ήταν του Γιάννη, που ήταν γειτονάκι της. Το σπίτι της, ένας ανεμόμυλος του

προηγούμενου αιώνα, γεμάτος ιστορία και ιδρώτα για επιβίωση, είχε γίνει το καταφύγιο

των προγόνων του καπετάνιου, ήταν άσπρο και φθαρμένο από τα χρόνια. Το μόνο στοιχείο

που θύμιζε το μεγαλείο που κάποτε είχε ήταν η μεγάλη βεράντα με τα όμορφα φυτά

προσεγμένα ιδιαίτερα από την μητέρα. Την αγαπούσε πολύ τη μητέρα αλλά κι εκείνη της

είχε αδυναμία. Περνούσαν μαζί την ημέρα όταν ο πατέρας δούλευε στο λιμάνι.

Μια μέρα ενώ η Αρχοντία έκανε την καθημερινή της βόλτα με τον Γιάννη ξεπρόβαλαν από

τα χαλάσματα δύο Ιταλοί. Αναζητούσαν τον πατέρα της κοπέλας, κάνοντας τον

καθιερωμένο έλεγχο.

Τότε ήταν που η Αρχοντία τον είδε. Ένας κρύος αέρας φύσηξε στο πρόσωπό της, τα μάτια

της έμειναν ορθάνοιχτα για κάμποση ώρα, καθώς πετούσαν σπίθες. Δεν πίστευε ότι αυτά

που διάβαζε στα μυθιστορήματά της ήταν αλήθεια. Δεν πίστευε ποτέ ότι υπάρχει ο έρωτας

με την πρώτη ματιά. Η καρδιά της για μια στιγμή σταμάτησε, η φωνή της έτρεμε. Δεν

φοβόταν, ένιωθε κάτι άλλο, κάτι πρωτόγνωρο. Το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει ήταν

ένα «Ε- εντάξει όλα;», o ένας από τους δύο αποκρίθηκε «Όλα μια χαρά, ήταν απλώς ένας

έλεγχος ρουτίνας». Καθώς οι στρατιώτες κατηφόριζαν το δρομάκι από το σπίτι για τον

δρόμο, εκείνος της έριξε ένα βλέμμα. Τα μάτια του χαμογελούσαν όπως και η καρδιά του

αλλά η Αρχοντία δεν το ήξερε αυτό ούτε και θα το μάθαινε σύντομα.

Οι μέρες περνούσαν και η κοπέλα καθόταν μόνη της, αναλογισμένη αν θα ξαναπερνούσε

εκείνος για έλεγχο, αν την πρόσεξε καθόλου, τι είδους συναίσθημα ήταν αυτό; Δεν

περίμενε ότι θα τον ξανάβλεπε και οι εβδομάδες διαδέχονταν η μία την άλλη.

Ένα πρωινό πήγε η κοπέλα με τη μητέρα της στην αγορά της Αίγινας. Ξάφνου

εμφανίστηκε από μια γωνία σβήνοντας το τσιγάρο του. Τα πράγματα έπεσαν από τα χέρια

της Αρχοντούλας. Για μια στιγμή οι ματιές τους συναντήθηκαν.

Αυτή η ματιά έφτανε για να καταλάβουν και οι δυο τους πια ότι ήταν φτιαγμένοι ο ένας για

τον άλλο. Την πλησίασε και την ρώτησε:

Page 5: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

5

-Χρειάζεστε βοήθεια;

-Όχι, ευχαριστώ, απάντησε με έναν σχεδόν ψίθυρο η κοπέλα.

Δεν χρειάστηκε να πουν πολλά αφού ήδη μιλούσαν τα μάτια τους.

-Νιώθω ότι κάπου σας ξέρω… είστε από την Ιταλία;

- «Δεν νομίζω ότι έχουμε γνωριστεί», παρ’ όλα αυτά και οι δυο τους γνώριζαν ενδόμυχα ότι

η μοίρα τους είχε φέρει ξανά κοντά για κάποιο λόγο.

-Θέλετε να σας συνοδέψω σπίτι σας;

-Ευχαριστούμε πολύ.

Κατά τη διάρκεια της διαδρομής οι δύο νέοι κοιταζόντουσαν με τις άκρες των ματιών τους.

Η Αρχοντία ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά που νόμιζε πως ακουγόταν.

Ένιωθε σαν άρρωστη, η κοιλία της είχε δεθεί κόμπος και δίσταζε να του μιλήσει. Το μόνο

που δεν μπορούσε να συγκρατήσει ήταν το χαμόγελο της. Ο Ιταλός πήρε το θάρρος να

μιλήσει στην κοπέλα.

-Ψωνίζετε συχνά από την αγορά;

-Όποτε έχουμε χρόνο, εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να βοηθώ την μητέρα μου με τις

δουλειές του σπιτιού.

-Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου.

Άλλο ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της νεαρής κοπέλας. Πραγματικά μέσα της

ένιωθε πολύ όμορφα που απλά, πολύ απλά, ο άντρας των ονείρων στεκόταν δίπλα.

Ξεχείλιζε από συναισθήματα αφού ο πρίγκιπας που διάβαζε στα αγαπημένα της βιβλία είχε

πάρει σάρκα και οστά μπροστά της.

Μετά από αυτό το κομπλιμέντο η Αρχοντία μπορούσε να μιλήσει πιο άνετα. Δεν ένιωθε τον

ίδιο φόβο με πριν από λίγη ώρα. Οι συζητήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και όλο και πιο

πολύ έρχονταν πιο κοντά. Μάθαιναν πράγματα ενδιαφέροντα ο ένας για τον άλλον.

Αμέτρητα θέματα, αμέτρητες ιστορίες.

Τότε ξαφνικά ξεπρόβαλε «το σπίτι» των δύο γυναικών μέσα από τις καλαμιές. Το τοπίο

γινόταν ολοένα και πιο μουντό καθώς σύννεφα μαζευόντουσαν πάνω από το νησί της

Αίγινας. Το σπίτι έπαιρνε ένα ωχρό χρώμα από τις αντιθέσεις του ουρανού. Η συζήτηση,

τότε, σταμάτησε. Υπήρξε ένα λεπτό σιγής και ησυχίας και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο

ήχος από τα πουλιά που έφευγαν, τα οποία προσπαθούσαν να προφυλαχτούν από την

επερχόμενη βροχή.

-Ώστε εδώ είμαστε, ρώτησε ο Αμενταίο, έτσι τον έλεγαν όπως είχε αποκαλύψει λίγα λεπτά

νωρίτερα στη διάρκεια της συζήτησης.

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά με ένα νοσταλγικό ύφος στο πρόσωπό της. Έσκυψε τα μάτια

της και προσπάθησε να μην δείξει την θλίψη της.

Page 6: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

6

Στη βεράντα του σπιτιού ο πατέρας καθόταν σ’ ένα σκαμπό και έφτιαχνε τα δολώματα για

το ψάρεμα. Αυτό συνέβαινε κάθε μεσημέρι. Ήταν η αγαπημένη ασχολία του πατέρα.

Έπρεπε να το κάνει αυτό κάθε φορά μετά από μια καλή ψαριά. Ο πατέρας διέφερε από

τους άλλους ψαράδες, έδειχνε πως δεν δυσανασχετούσε κάθε μέρα που έπρεπε να ξυπνά

από τις δύο τα ξημερώματα. Έλεγε πως το ψάρεμα είναι το μεράκι του και δεν θα

μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του μακριά από την θάλασσα.

Όταν είδε τις δύο γυναίκες να πλησιάζουν με τον Αμενταίο σηκώθηκε όρθιος και το βλέμμα

του πάγωσε, τα φρύδια του συνοφρυώθηκαν αλλά σκέφτηκε πως θα υπάρχει κάποια

λογική εξήγηση για το γεγονός ότι αυτός ο άνδρας ήταν μαζί με τις δύο γυναίκες. Μόλις

πλησίασαν ο πατέρας με ένα αινιγματικό ύφος ρώτησε:

-Τί θέλει αυτός μαζί σας;

Η Αρχοντία ξεροκατάπιε και είπε αποφασιστικά και γεμάτη θάρρος στον πατέρα της:

-Πατέρα, ο Αμενταίο προσφέρθηκε να μας βοηθήσει με τα ψώνια. Δεν συνέβη κάτι για να

αντιδράς έτσι…

-Κόρη μου σε παρακαλώ πάρε την μητέρα σου και πηγαίνετε μέσα.

Η Αρχοντία υπάκουσε στον πατέρα και παίρνοντας τα ψώνια από τα χέρια του Αμενταίο

κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του σπιτιού. Μα πριν κλείσει ολοκληρωτικά την πόρτα

έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στον Ιταλό στρατιώτη λέγοντας με το γεμάτο απορία και

αγωνία βλέμμα της ευχαριστώ. Έπειτα ακούμπησε τα ψώνια πάνω στο τραπέζι και έτρεξε

στο δωμάτιο της κλαίγοντας. Στο μεταξύ, στη βεράντα του σπιτιού ο πατέρας και ο νέος

συζητούσαν σε έντονο κλίμα:

-Μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ! Δεν σας θέλει κανείς. Μας έχετε καταστρέψει.

-Εμείς προσπαθούμε να καλυτερεύσουμε τα πράγματα για όλους σας. Δεν θέλετε όμως να

συνεργαστείτε.

-Να υποταχτούμε εννοείς, όχι να συνεργαστούμε! Κοίταξε, σε εμένα κάντε ό,τι θέλετε την

γυναίκα και την κόρη μου όμως δεν θα τις πλησιάσεις πότε ξανά γιατί τότε δεν θα σεβαστώ

κανέναν και τίποτα.

Ο νεαρός έκανε ένα μειδίαμα και γύρισε την πλάτη του να φύγει λέγοντας:

-Δεν είστε σε θέση να μου πείτε τι θα κάνω! Εγώ είμαι αυτός που βάζει τους κανόνες εδώ

και όχι εσείς! Στο κάτω-κάτω, δεν τις πείραξα, ούτε που τις άγγιξα! Τις βοήθησα να

μεταφέρουν τις σακούλες με τα ψώνια τους.

-Τις ξέρω τις δικές σας τακτικές και ψευτοευγένειες! Αυτό που σου είπα νεαρέ!

Ο Αμενταίο δεν αποκρίθηκε στον πατέρα. Ένιωσε πολύ μετανιωμένος που είχε μιλήσει έτσι.

Σκέφτηκε πως τώρα η Αρχοντία θα τον μισήσει. Κι όμως, μέσα του ένιωθε πως είχε βρει τον

άνθρωπο του, την γυναίκα της ζωής του.

Page 7: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

7

Η Αίγινα ως παλιά πρωτεύουσα, είχε πολλά αρχοντικά. Είναι το σπίτι του Τρικούπη, τα

αρχοντικά του Καποδίστρια, των Βουλγαραίων και των Ζαΐμηδων. Είναι όμως κι ένα κτίσμα

που τραβά την προσοχή και τον θαυμασμό. Είναι ο ογκώδης, άσπρος μύλος του καπετάν

Αρχόντη, του ναυτικού που όρθωσε το ανάστημά του στον κατακτητή του 2ου Παγκοσμίου

πολέμου και έδωσε την ψυχή του για τον αγώνα κι έχει κι αυτός την ιστορία του, ιστορίας

μιας ανθρώπινης καρδιάς που δεν θα διαιωνίσει κανένας ιστορικός, παρά μόνο η

παράδοση πως εκεί μεγάλωσε και πόνεσε και άντεξε η Αρχοντία, η κόρη του καπετάνιου

και το καύχημα της Ελλάδας στο χώρο της Τέχνης, στην κονίστρα της χάρητος, της

λεπτότητας και του ρυθμού, στην καλλιτεχνία του κλασσικού χορού.

Χαρισματική χορεύτρια η Αρχοντία ξεχώριζε για την έμφυτη ρυθμικότητα στις κινήσεις της

και για την λεπτότητα αλλά και τον δυναμισμό του σώματός της. Η Γερμανό –ιταλική

κατοχή του 1941 έφερα τον τίμιο και αποφασιστικό καπετάνιο μπροστά αφενός, στον

δύσκολο δρόμο της αντίστασης στους κατακτητές και αφετέρου, στην απρόσκοπτη

καλλιέργεια της κόρης του, με κάθε τίμημα. Ήθελε να τη δει ευτυχισμένη προπάντων, στον

ύψιστο βαθμό, εκεί που αυτή ήθελε, στον κλασσικό χορό· επιθυμούσε όμως και να την

αποκαταστήσει, μ’ ένα παλικάρι που θα της κάνει την κάθε μέρα της γιορτή και που θα την

τιμά μέχρι τα βαθιά γεράματα.

Το κορίτσι μεγάλωνε μέσα σε μια εκθαμβωτική ομορφιά και το πάθος του ήταν και είναι ο

χορός. Ήταν κάτι το ενστικτώδες και αυθόρμητο μέσα στο βεργολυγερό σωματάκι του η

χαριτωμένη κίνηση, μείγμα υγείας, δύναμης και χάριτος Θεού, «τάλαντο προς αξιοποίηση

για ζωή αιώνιο». Η μουσική κινητοποιούσε τα μέλη. Ένιωθε την ανάγκη να μιμείται το κάθε

τι, το μικρό οικόσιτο κατσικάκι, το δέντρο που λυγά στον άνεμο, κρατώντας την κίνησή του

κι όταν αυτός σιγά, το κύμα του τόπου της, που χύνεται να σπάσει στην αμμουδιά. Έτσι η

Αρχοντία λάτρευε την κίνηση και η κίνηση έβρισκε στην Αρχοντία την πιο πιστή της φυσική

μίμηση. Μπήκε στην καλύτερη σχολή χορού του νησιού, αυτή της επώνυμης δασκάλας του

χορού, της Χριστίνας Τσεβά, όπου γρήγορα ξεπετάχτηκε το ορμητικό της ταλέντο. Με

θυσίες των γονιών της είχε την ευκαιρία να γίνει μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνης, μια

θαυμαστή καλλονή, γνωστή με το καλλιτεχνικό όνομα Νενέλα, με σπουδές στο Εθνικό

Ωδείο και στο Θέατρο Τέχνης αλλά και στην Γερμανία με υποτροφία του Δημάρχου του

νησιού, Ζαχαρία Οικονομίδη, γνωστού φιλόμουσου ευπατρίδη της Αίγινας.

Οι εμφανίσεις της στην Αθήνα σήκωναν αληθινό πάταγο ενθουσιασμού. Το ίδιο γινόταν και

στα καλλιτεχνικά κέντρα του εξωτερικού, όταν η έβγαινε για περιοδεία η καλλιτέχνιδά μας.

Όταν έκλεισε συμβόλαιο μόνιμης συνεργασίας με τη διεύθυνση του Λυρικού Θεάτρου, που

το επιδοτούσε το κράτος, αυτό θεωρήθηκε ηχηρή επιτυχία του διοικητικού συμβουλίου της

κρατικής σκηνής.

Η πρωταγωνίστριά μας γνώρισε τον Αμενταίο συγκυριακά, τυχαία στην περίοδο της

κατοχής. Ξανασυναντήθηκαν στο περιβάλλον των Αθηνών, στο καλλιτεχνικό στέκι του

«Παλαί», στα χρόνια μετά την επώδυνη κατοχή και τις δυστυχίες του εμφυλίου πολέμου. Τί

προκάλεσε όμως την έκρηξη οργής και αυστηρότητας, στα όρια της αγένειας, πόσο

μάλλον για μία πνευματική προσωπικότητα όπως η πρωταγωνίστριά μας, που

πρωτοσυναντήσαμε στην ιστορία μας;

Page 8: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

8

Μήπως έχει να κάνει με την πιο γνωστή παράσταση της Νενέλας στα χρόνια της κατοχής,

το χορόδραμα «Το δίχτυ της αράχνης» που ανέβηκε σε χορογραφία της ιδίας, με

πρωταγωνίστρια την ίδια και κορίτσια από τη σχολή χορού της;

ΙΙΙ

Η Νενέλα - όπως ήταν το καλλιτεχνικό όνομα της Αρχοντίας - άρχισε σιγά-σιγά να ζει το

όνειρό της, να γίνει η καλύτερη χορεύτρια μπαλέτου στην ιστορία του χορού. Βέβαια το

όνομά της είχε γίνει ευρέως γνωστό μετά από τη συμμετοχή της σε περιοδείες ανά τον

κόσμο. Είχε πρωταγωνιστήσει στα καλύτερα θέατρα, μεταξύ αυτών στην Όπερα του

Βερολίνου και σε διάσημα θέατρα της Ρωσίας, γενέτειρας του μπαλέτου.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια η Αρχοντία είχε ολοκληρωτικά αφοσιωθεί στο πάθος της, έτσι

είχε σχεδόν ξεχάσει οτιδήποτε είχε σχέση με τον Αμενταίο, το παλιό της αίσθημα, αλλά και

την πατρίδα στην οποία έζησε την παιδική της ηλικία. Το μόνο που θυμόταν πάντα ήταν η

οικογένειά της. Όμως στην Ελλάδα δεν μπορούσε να παραμείνει πάνω από δυο μέρες

καθώς το πρόγραμμά της ήταν πολύ φορτωμένο και πιεστικό. Όταν όμως έκλεισε το

επιτυχημένο συμβόλαιο μόνιμης συνεργασίας με το Λυρικό Θέατρο της Αθήνας ήρθαν στη

μνήμη της εικόνες, αναμνήσεις, στιγμές από τα χρόνια της νιότης της καθώς θυμόταν σιγά-

σιγά την Αθήνα, την πόλη και τη ζωή της σε αυτήν.

Μετά το περιστατικό, η Νενέλα προσπάθησε να ηρεμήσει, κατάλαβε το λάθος της αλλά

παραδέχτηκε πως της ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί.

Μεσολάβησε ένα Σαββατοκύριακο γεμάτο σκέψεις, νέες ιδέες και προβληματισμό και η

Νενέλα επεδίωξε να συναντήσει τον Αμενταίο δείχνοντάς του πως έχει μετανιώσει για όσα

συνέβησαν και από τις δύο πλευρές. Θέλησε να τον κάνει να προβληματιστεί κι εκείνος, να

καταλάβει ότι πληγώθηκε με την εγκατάλειψη, να τον κάνει να καταλάβει ότι πάντα

περίμενε ότι θα την αναζητούσε και θα προσπαθούσε να υπερνικήσει τα εμπόδια και να

την ξαναβρεί.

Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό της, τού ζήτησε να συναντηθούν, να μιλήσουν και να λυθούν

έτσι οι παρεξηγήσεις, με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να βρουν αυτά που τους ενώνουν

και να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλον. Δεν άργησαν οι συναντήσεις τους να γίνονται πιο

συχνές, οι συζητήσεις τους έντονες αλλά χωρίς να καταλήγουν κάπου. Όμως ένοιωθαν πως

μετά από κάθε συνάντηση έρχονταν όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλο, άρχισαν να

ξαναζωντανεύουν τα αισθήματά τους που για χρόνια έμεναν θαμμένα από την εποχή που

εκείνη ήταν μια απλή κόρη ψαρά κι εκείνος ένας στρατιώτης.

Η Νενέλα γνώρισε τον Αμενταίο τα χρόνια της κατοχής, στην πρεμιέρα του χοροδράματος

που ανέβαζε για πρώτη φορά το λυρικό θέατρο σε χορογραφική σύνθεση δική της.

Οι εισπράξεις επρόκειτο να δοθούν, μυστικά να διοχετευθούν στο ταμείο μιας μυστικής

οργάνωσης, που είχε επικεφαλής πρώην ανώτατους αξιωματικούς και οργάνωνε

θαλασσινά σαμποτάζ στις ναυτικές δυνάμεις των εισβολέων με εφαλτήριο το νησί και

αφανής ήρωες νησιώτες της πρωτεύουσας και πρόσωπα υπεράνω υποψίας αλλά ικανά να

φέρουν σε πέρας τις αποστολές κάθε είδους, ο καθείς από το χώρο του. Η Νενέλα από το

χορό.

Page 9: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

9

Η σκηνή παρίστανε ένα αττικό τοπίο, ανοιξιάτικο. Ασημένιες αραχνιές ψηλά στη γωνία της

σκηνής. Δύο αράχνες κουρνιασμένες στις δύο άκρες της σκηνής, μία μαύρη, μία γκρίζα.

Ξάφνου οι αράχνες ανησυχούν, κατασκοπεύουν να δουν την προέλευση ενός χαρούμενο

ρυθμού που τις παραπλανά από τη δουλειά τους. Πρόκειται για την εξαγγελία της

πεταλούδας που εμφανίζεται γεμάτη από τη χαρά της Άνοιξης, χορεύει το χορό με

παπαρούνες στα χέρια και άνθη στα μαλλιά. Οι αράχνες την παρακολουθούν επίμονα και

τινάζουν το ασημένιο δίχτυ τους να την περδικλώσουν. Αντίθετα η πεταλούδα συνεχίζει να

χορεύει και να παραμερίζει με χάρη τις παγίδες, συνεχίζει το παιχνίδι της χαράς, της

ελεύθερης χαράς που ξεχειλίζει από μέσα της, ελεύθερα, πηγαία και βρίσκει ανταπόκριση

σ’ ένα παιδικό τραγούδι που πλησιάζει και βαθμιδόν πλήθος από παιδάκια εισβάλλουν από

τα παρασκήνια, την τριγυρίζουν και χορεύουν γύρω της. Τότε ορμούν οι αράχνες. Αρχίζουν

τον θανάσιμο χορό τους γύρω από την πεταλούδα, τυλίγοντάς την ολοένα και στενότερα. Η

πεταλούδα πέφτει και οι αράχνες της ρουφούν κάθε ικμάδα. Η αγωνία πυκνώνει, οπότε μία

χρυσή αστραπή γεμίζει τη σκηνή και η μουσική παίρνει τόνους ηρωικούς, απηχήσεις του

Εικοσιένα. Η πεταλούδα τινάζεται, ελευθερώνεται, θεϊκιά και όλη αίματα από το θανάσιμο

δίχτυ και οι αράχνες τρομαγμένες εξαφανίζονται. Αυτό ήταν το έργο. Διάφανος ο

συμβολισμός του.

Τότε ήταν που οι θίασοι των επιθεωρήσεων ανέλαβαν να συνεχίσουν με ευφυΐα το

αντιστασιακό κήρυγμα από σκηνής και να προκόψουν τον αγώνα στην φοβισμένη αλλά

απροσκύνητη Αθήνα. Σύμβολα λέξεις, χρώματα, παροιμίες έκαναν ηθοποιούς και κοινό να

συνεννοούνται συνθηματικά για το μεγάλο θέμα της ελευθερίας, χωρίς να παίρνουν είδηση

οι Γερμανοί και οι Ιταλοί στρατιωτικοί που κι αυτοί με καλή πίστη χειροκροτούσαν του

θεατρίνους με τα δίκοπα αστεία τους.

Ήταν στην πρώτη σειρά και την επαύριον της πρεμιέρας, στη σχολή μπαλέτου της

Νενέλας, όταν τέλειωσε το πρωινό μάθημα και οι μαθήτριες είχαν φύγει, χτύπησε κάτω το

κουδούνι της εξώπορτας, στον κήπο της εισόδου αυτού του κλασσικού οικοδομήματος

στους πρόποδες του Λυκαβηττού.

-Κυρία, ένας κύριος ρωτά αν μπορεί να σας δει και σας παρακαλεί πολύ να τον δεχτείτε.

-Τι άνθρωπος είναι;

-Κυρία, είναι ο πιο όμορφος, ωραίος κύριος που έχω δει!!!

-Α, ναι; Ας δούμε και ‘μεις αυτόν τον Απόλλωνα!

Ο κύριος που μπήκε ήταν αληθινά ένας ωραίος άντρας. Τριαντάρης, υψηλός, με μεγάλα

μάτια και μικροψαλιδισμένο μουστάκι, φορούσε γκρίζο καλοραμμένο κουστούμι και

κρατούσε μπουκέτο φρέσκα τριαντάφυλλα, εικοσιοκτώ κατακόκκινα. Υποκλίθηκε με κομψή

κίνηση, καθωσπρέπει, σεμνός και αποφασιστικός στην ιδανική αναλογία για να θεωρείτε

προσηνής, αληθής, ανεπιτήδευτος.

-Με συγχωρείτε δεσποινίς που παίρνω το θάρρος να σας ενοχλήσω ερχόμενος απόψε στα

σκαλοπάτια σας και μάλιστα ώρα όχι πολύ κατάλληλη, αλλά ήταν κάτι που ξεπερνούσε τη

δύναμή μου, τη θέλησή μου δεν τη νικούσε. Ο πόθος μου ήταν να σας δω από κοντά, εκ του

σύνεγγυς να υποβάλω τα σέβη μου, να καταθέσω δια ζώσης τον θαυμασμό μου για την

Page 10: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

10

παρουσία σας στην χθεσινοβραδινή πρεμιέρα- παράσταση, μακριά από τη φασαρία και το

συνωστισμό του θεάτρου. Θέλω να σας εκφράσω διάπυρα το θαυμασμό μου, που είναι

εξίσου μεγάλος και για την ηθοποιία σας και για την ομορφιά σας.

-Ευχαριστώ πολύ, κύριε……

-Αμεδαίος Μαντσίνι, λοχαγός. Θαυμαστής της τέχνης σας και γοητευμένος της ωραιότητος

σας.

-Ιταλός; Φαντάζεσθε πως είναι ευχάριστο για Ελληνίδα να δέχεται Ιταλούς, μάλιστα

στρατιωτικούς με τις σημερινές συνθήκες; Και πώς μιλάτε τόσο καλά, άπταιστα τη γλώσσα

μας, κύριε Μαντσίνι;

Του έδειξε ένα κάθισμα και ακούμπησε τα λουλούδια σε χαμηλό τραπεζάκι ανάμεσά τους.

Δύσκολα το πρόσωπό της εξέφρασε συγκρατημένη περιφρόνηση, ως έπρεπε….. . Η

γοητεία είχε κάνει το….. θαύμα της.

-Και πάλι σας παρακαλώ να συγχωρέσετε το θάρρος μου. Επιτρέψτε μου να σας τα

εξηγήσω όλα. Καταλαβαίνω τα αισθήματά σας. Δεν πρόκειται να αρνηθώ την καταγωγή

μου αυτή. Θέλω μονάχα να προσθέσω μια λεπτομέρεια, που ίσως να λιγοστέψει τη………..

φυσική αντιπάθεια που σας προκάλεσε αυτή μου η ιδιότητα. Είμαι τόσο Ιταλός όσο και

Έλληνας………

-Με συγχωρείτε που αυτό το βρίσκω πολύ………… αστείο!

-Ίσως. Θα καταλάβετε περισσότερο αν σας εξηγήσω πως η μητέρα μου είναι Ελληνίδα, της

οικογένειας Μαγκανάρη και ο πατέρας μου Ιταλός από την Πάτρα ορμώμενος……..

-Ω! Μήπως ήταν αεροπόρος ο πατέρας σας;

-Δεν καταλαβαίνω. Αεροπόρος;

-Ναι. Να μήπως ήταν από αυτούς που βομβάρδισαν τα γυναικόπαιδα στην Πάτρα.

-Θέλω να με πιστέψετε. Σας λέω ότι η ντροπή που νιώθω γιατί βρίσκομαι στην Αθήνα υπό

τους όρους που βρίσκομαι, είναι αίσθημα βασανιστικότερο από το δικό σας μίσος, από τη

δική σας εύλογη αν και γενικευτική, περιφρόνηση.

-Σπουδαία. Εν τω μεταξύ είστε αξιωματικός του Μουσολίνι, σκοτώνετε Ελληνόπουλα και

τώρα, χάρη στους Γερμανούς, έχετε την ευκαιρία να φλερτάρετε μιάν Ελληνίδα που την

βρίσκετε αρκετά του γούστου σας. Ή όχι;

-Δεσποινίς, δικαιολογώ το φαρμάκι των λόγων σας αλλά θέλω να σας εξηγήσω μερικά

πράγματα πάνω στα οποία προτρέχετε. Δεν είμαι μάχιμος. Υπηρετώ στο δικαστικό τμήμα

της διοίκησης, επάγγελμα που το εξασκούσα και στην Ιταλία.

-Μα τότε είστε ό, τι χρειάζεται για να συλλάβετε. Έχετε τις χειροπέδες μαζί σας, κύριε

δικαστά;

Page 11: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

11

Μεσολάβησε μικρή σιωπή, δύσκολή και για τους δύο. Ωστόσο ο Ιταλός ήταν που βρήκε το

κουράγιο να συνεχίσει το διάλογο, να μην οργιστεί από το θάρρος της καλλιτέχνιδος και την

αλαζονεία που μάλλον φανέρωναν τα λόγια της.

-Δεσποινίς είμαι βαθιά λυπημένος που σας γνωρίζω υπό τις περιστάσεις που διαμόρφωσαν

άλλοι ή και τα λόγια σας. Θέλω αν κάνω το παν για να πάψετε να με βλέπετε ως μια

μονάδα του ιταλικού στρατού κατοχής, που, σας ορκίζομαι στην τιμή μου, βρίσκεται στην

Ελλάδα χωρίς να το θέλει, βιασμένος είναι από τα γεγονότα και κατακτά.

Υπήρχε πολλή συντριβή στα λόγια, στη φωνή του αξιωματικού. Ένας παλμός αλήθειας

έτρεμε στα λόγια του.

-Έχετε δίκιο, είπε συλλογισμένη και όχι οργισμένη μετά από ώρα. Μόνο που οι μανιακοί

που εξόρμησαν να υποδουλώσουν τον κόσμο με τη φωτιά και με το έγκλημα είναι δικοί

σας…… συγγενείς. Εμείς όμως, οι Έλληνες, είμαστε αγέλη, αναλώσιμοι στην εξουσία, στην

όρεξη των κατακτητών; Είμαστε μόνο ένας φτωχός λαός, φτωχός και περήφανος και τίμιος

στην όλη του ιστορία γιατί πολέμησε αφού προκλήθηκε και όχι για να προκαλέσει.

Πολέμησε για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, του Έλληνα να είναι ελεύθερος για να

αγωνίζεται στις αντιξοότητες της ζωής, ή όχι;

-Το ξέρω και το πιστεύω δεσποινίς πως ο σεβασμός μου για τους Έλληνες, από τους οποίος

κατάγεται η δυστυχής μάνα μου, δεν είναι μικρότερος από τον δικό σας. Μην με

περιφρονείτε λοιπόν γιατί έτσι θα νιώσω λιγότερο ένοχος που πατώ έτσι το χώμα της

Αθήνας κι όχι ως λάτρης της παρά ως κατακτητής, εχθρός της.

Η Αρχοντία χαμογέλασε, σηκώθηκε, του ‘δωσε το χέρι της για σημείο πως τελείωσε η

επίσκεψη.

-Είναι πολύ ωραία να τα ακούει αυτά κάποιος κύριε δικαστά. Μόνο που δεν αλλάξει ότι

αυτός που τα λέει είναι αξιωματικός κατοχής και κείνη που τ’ ακούει σκλάβος της ίδιας

κατοχής. Λυπούμαι που δεν μπορώ να παρατείνω τη συντροφιά σας. Σε λίγο έρχονται οι

νεαρές μαθήτριές μου και η επικεφαλής της ομάδος συνεργάτιδά μου. Βέβαια δεν φοράτε

τη στολή σας και μιλάτε περίφημα…………. τη μητρική σας γλώσσα. Όμως καταλαβαίνετε,

δεν είναι εύκολο να παρουσιάζομαι να συνομιλώ με αξιωματικό κατοχής. Θα με

περιφρονήσει όλη η Αθήνα και λατρεύω το λαό της.

-Σας καταλαβαίνω. Για μένα ήταν ανάγκη στην οποία δεν μπορούσα να αντισταθώ το να

έρθω εδώ απόψε στα σκαλοπάτια σας, να σας μιλήσω πρώτη φορά, να δω τα μάτια σας

από κοντά κι όχι από την πλατεία του θεάτρου να σας παρακολουθώ γεμάτος θαυμασμό

για την ομορφιά σας αρχικά και για την περηφάνια σας τελικά, αφού όσο εύμορφη είστε,

τόσο και περήφανη αποδεικνύεστε. Σας χαιρετώ και ελπίζω κάποτε να έχετε νέα μου

περισσότερο ευχάριστα για σας.

Σαν έφυγε ξαναμπήκε η κοπέλα της υπηρεσίας.

-Όμορφος που ήταν ο κύριος κυρία!

Page 12: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

12

-Πολύ όμορφος. Μόνο ξέρεις κάτι; Είναι Ιταλός αξιωματικός και ήρθε να με συγχαρεί για

την παράσταση.

Η κοπέλα εξακολουθούσε να απορεί. Ύστερα έπιασε το μπουκέτο που ετοιμαζόταν

αμήχανα να τοποθετήσει σ’ ένα βάζο και ρώτησε:

-Να τα πετάξω τα λουλούδια του Ιταλού;

-Τα λουλούδια Μαρία, είναι τριαντάφυλλα της Αθήνας. Δικά μας λουλούδια. Βαλ’ τα

καλύτερα στο νερό.

Από εκείνη την ημέρα ο Ιταλός δεν έλειψε από παράσταση του Λυρικού, εκτός από τις

σπάνιες βραδιές που του λάχαινε υπηρεσία επιφυλακής. Μα και τότε δεν έλειπε να

στέλνει λουλούδια στο καμαρίνι της Νενέλας. Είχε προαγοράσει μόνιμη θέση στον τρίτο

εξώστη απ’ όπου παρακολουθούσε τη χορεύτριά μας χωρίς ποτέ να ζητήσει να τη δει από

κοντά στο καμαρίνι της, όπως γινόταν με τους άλλους θαυμαστές της.

Έτσι γνωρίστηκαν…………… .

IV

Μια μέρα, σε μια παράσταση, αποφάσισε να πάει να τη δει στο καμαρίνι της φέρνοντας

μαζί του και τα λουλούδια.

-Η παράσταση ήταν πολύ ωραία. Όπως πάντα φυσικά, είπε ο Αμενταίο μόλις άνοιξε η

πόρτα.

-Έχετε πολύ καιρό να έρθετε κ. Μαντσίνι. Ποιός είναι ο λόγος, λοιπόν, της επίσκεψης σας;

Είπε με περιέργεια η Νενέλα.

-Με βασανίζει ένα ερώτημα ξέρετε. Αναρωτιέμαι αν θα θέλατε να σας κάνω το δείπνο, το

τραπέζι μια μέρα, να σας πάω σε ένα εστιατόριο;…….. Ξέρετε, να μιλήσουμε, είπε με φιλική

διάθεση, φανερά δείχνοντας αγχωμένος.

-Πολύ απότομα δεν το θέσατε;

-Ναι, με συγχωρείτε……….. .

Η Νενέλα, από την τελευταία τους συνάντηση, είχε αρχίσει να τον συμπαθεί τον Αμενταίο

και έτσι, αυτή τη φορά δεν έθιξε πράγματα που είχε θίξει την προηγούμενη. Αποφάσισε

λοιπόν να του δώσει μια ευκαιρία.

-Τελικά ποια είναι η απάντηση σας;

Η Νενέλα αποφάσισε να απαντήσει κι εκείνη απότομα.

-Ναι, γιατί όχι;

Ο Αμενταίο φανερά χαρούμενος της είπε να κανονίσουν την ημέρα. Μετά έφυγε.

Page 13: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

13

Περπατούσε γρήγορα. Τόσο γρήγορα όσο σκεφτόταν και αναρωτιόταν την τελική απάντηση

της. Πως άλλαξε έτσι γνώμη από την προηγούμενη φορά; Μήπως το είπε για να τον

ξεφορτωθεί; Μα δεν τον ένοιαζε τόσο. Είχε πει ναι. Απέμενε λοιπόν να δει εάν θα έρθει.

Πέρασαν οι μέρες. Εν τω μεταξύ γίνονταν παραστάσεις και πάντα έστελνε λουλούδια στο

καμαρίνι της. Η Νενέλα, βέβαια, σκέφτηκε καλύτερα την απάντηση που είχε δώσει.

Σκέφτηκε ότι ίσως ήταν επιπόλαια. Όμως, δεν μπορούσε να μην πάει.

Η βραδιά ήταν υπέροχη. Κάθισαν στο τραπέζι που ήταν πιο κοντά στην θάλασσα. Όταν

ήρθε η Νενέλα ο Αμενταίο της τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει. Παρήγγειλαν αμέσως. Η

Νενέλα το είχε στο νου της όταν ξανασκεφτόταν την απάντηση , όμως τώρα πια της έγινε

ξεκάθαρο γιατί αποκρίθηκε έτσι στον Αμενταίο. Και το αποκάλυψε με τα πρώτα λόγια της.

-Είστε πολύ όμορφος σήμερα κ. Αμενταίο. Τα μάτια της έλαμπαν όταν το είπε. Ο Αμενταίο

το κατάλαβε. Δεν έπρεπε να ανησυχούσε. Ηρέμησε.

-Εσείς όμως είστε πάντα όμορφη. Ακολούθησε μια μικρή παύση. Θα ... έχετε καταλάβει ότι

τρέφω κάποια αισθήματα για εσάς, είπε με σκυμμένο το κεφάλι.

-Εγώ από ό,τι έχω καταλάβει, είναι ότι δεν είστε και πολύ ρομαντικός. Ο Αμενταίο

χαμογέλασε.

-Ναι, δεν μου αρέσουν τόσο αυτά. Κάθισε και το σκέφτηκε. Τι εννοείτε ακριβώς;

-Εννοώ πως είστε κάπως κοφτός. Ό,τι σκέφτεστε το λέτε αμέσως............ .

-Έχετε δίκιο. Αλλά θα σας διορθώσω. Ο ρομαντισμός είναι πάντα στα λόγια. Όχι πολύ στο

πως τα λέει κάποιος, που όπως είπα δεν μου αρέσει τόσο αυτός ο τρόπος.

-Εγώ αντιθέτως πιστεύω ότι είστε τόσο κοφτός επειδή αισθάνεστε αμήχανα που βρίσκεστε

απέναντί μου.

Ο Αμενταίο χαμογέλασε. Ακολούθησε κι άλλη παύση.

-Όπως σας είπα τρέφω κάποια αισθήματα για εσάς.

Το φαγητό εν τω μεταξύ είχε έρθει και άρχισαν να τρώνε.

-Τι θα λέγατε λοιπόν, να βγαίνουμε πιο συχνά;

Η Νενέλα είπε ναι. Χωρίς να το ομολογήσουν και οι δυο φανερά ήξεραν τις προθέσεις που

είχαν μεταξύ τους. Σιγά- σιγά είχαν αρχίσει αυτά τα αισθήματα να μετατρέπονται και για

τους δυο σε κάτι μεγαλύτερο. Ήδη από το πρώτο δείπνο. Όμως, όπως προαναφέρθηκε,

έμεινε ανομολόγητο.

-Θα σας δω λοιπόν πάλι τη Δευτέρα, είπε ο Αμενταίο στο τέλος του δείπνου. Καληνύχτα.

-Καληνύχτα.

Πήραν και οι δυο διαφορετικούς δρόμους και χάθηκαν μέσα στην ησυχία αυτής της

υπέροχης νύχτας.

Page 14: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

14

Ωστόσο, ένα άλλο βράδυ συνέβη κάτι εξαιρετικό. Ίσως περισσότερο από την ομολογία

συναισθημάτων ανάμεσα σε δύο νέους ανθρώπους με μόρφωση και ήθος, ανεξάρτητα

αν είναι Ιταλός και Ελληνίδα κι αν έχουν πόλεμο οι λαοί τους.

Το περιστατικό τοποθετείται στην εποχή που τα συναισθήματα των δύο νέων θεωρούνται

δεδομένα και ισχυρά, θερμά και ταυτόχρονα προσαρμόζονται στα δεδομένα του πολέμου,

επιβεβαιώνοντας την αγάπη που σταδιακά ολοένα τους ενώνει και σταθερότερα,

αδιαπραγμάτευτα. Μάλιστα ο Ιταλός παίρνει πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση της

προστασίας της γυναίκας που αγαπά, ξεπερνώντας με αποφασιστικότητα τα όρια και

εκμεταλλευόμενος τη θέση του για να καταστεί ακόμα πιο απαραίτητος στην όμορφη και

ποθητή Ελληνίδα, με τη χάρη του χορού και την ομορφιά του τόπου της να την χαριτώνουν

ακόμα περισσότερο από τα νιάτα και τη μοίρα, το ριζικό της να πλαστεί ντελικάτη και

ελκυστική, μέσα κι έξω, τόσο στην όψη όσο και στο φρόνημα, στη διανόηση.

Στα παρασκήνια μόλις τέλειωσε η παράσταση, ανέβηκε ο ίδιος ο Αμενταίο και

παρακάλεσε τους συντελεστές να τον δεχτεί η καλλιτέχνης για μια στιγμή στο καμαρίνι της.

Πάντα κράταγε τα προσχήματα και δεν έδινε αφορμή για προδοτικά σχόλια εις βάρος τους.

Εξάλλου ο δεσμός τους δεν ήταν ανακοινώσιμος. Μπήκε, πάντοτε ντυμένος πολιτικά,

πάντοτε κομψός χωρίς επιτήδευση. Της πρόσφερε τα λουλούδια της αγάπης του, της είπε

μερικά φιλοφρονήματα απ’ αυτά που λένε οι θαυμαστές των ηθοποιών στις όμοιες

περιστάσεις και μόλις βγήκε από το καμαρίνι η καμαριέρα και έμεινα μόνοι τους, της είπε:

-Αισιοδοξώντας πως δεν σε ξαφνιάζω, μάτια μου όμορφα, μην με παρεξηγήσεις στο

διάβημά μου αυτό, πάρε αυτό το χαρτάκι. Διάβασέ το μόνη και ενέργησε όπως νομίζεις

χωρίς να πάψεις να θέλεις να σε βλέπω για να σε θαυμάζω… . Ακόμα, μέσα στα λουλούδια,

στο μπουκέτο, κάποτε θα βάζω ένα παρόμοιο σημείωμα. Μην αφήσετε να σας παραπέσει

κάποιο. Χαίρε αγαπημένη.

Τα είπε γρήγορα και σιγανά χωρίς να καθίσει, φίλησε το χέρι της κοπέλας και έφυγε

έχοντας ομολογήσει αισθήματα που πολλοί άντρες δεν τολμούν και τα λένε μόνο μεταξύ

τους, λόγια αληθινά, ευαίσθητα, συναισθηματικά και γνήσια ανθρώπινα, ειλικρινή.

Η Νενέλα έκρυψε το πολυδιπλωμένο χαρτάκι στο μπούστο της, ανυπόμονη να βρεθεί στο

δωμάτιό της μονάχη. Ξεμακιγιαρίστηκε γρήγορα, ντύθηκε τα κανονικά της ρούχα κι έφυγε.

Το παλιό ταξί την ανέβασε στο οίκημα της σχολής. Η κοπέλα της υπηρεσίας της είχε έτοιμο

το ξεστό της μπάνιο, το χλιαρό νερό την ξεκούραζε, την χαλάρωνε και της έδινε χρόνο και

εσωτερική δύναμη να σκεφτεί, να χαλαρώσει τα τεντωμένα νεύρα. Κλείστηκε μέσα και

γδύθηκε γρήγορα για να χωθεί αμέσως στην μπανιέρα με το χαρτάκι στη φούχτα.

Ήταν σε ψιλό χαρτί, τόσο λεπτό και τόσο διπλωμένο, ώστε να πιάνει τόπο ίσαμε ένα

γραμματόσημο. Περίμενε μια ερωτική εξομολόγηση από τον άντρα που αγωνίζεται να της

κλέψει την προσοχή και τον εντυπωσιασμό, να την ημερέψει από τις αμφιβολίες της

γυναικείας φύσης ή και θέσης στο παιχνίδι ανάμεσα στα δύο στον άνδρα και στη γυναίκα.

Ωστόσο διάβασε: «Ειδοποιήσατε τους τάδε, οδός, αριθμός και λοιπά, από αύριο να

αποφεύγουν να συχνάζουν ή και να κοιμούνται στο σπίτι τους για λίγες μέρες. Κινδυνεύουν.

Προσέχετε κι εσείς. Τα σεβάσματά μου διάπυρα, Α.».

Page 15: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

15

Ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, τόσο που της φάνηκε να ακούει τα βήματά του

όταν έχει τη διαίσθηση πως θα φανεί.

Η νύχτα ήταν ήσυχη και ένα λειψό φεγγάρι έριχνε πάνω στην Αθήνα το μελιχρό του φως.

Η σκλαβωμένη πολιτεία σώπαινε, κοιμόταν ή συνωμοτούσε κάτω από τη σιωπή. Η

συσκότιση δεν άφηνε κάποιο φανάρι του δημοτικού φωτισμού αναμμένο και κάποιο

παράθυρο δεν έφεγγε. Μόνο ψηλά, από την κορυφή του Λυκαβηττού, ένας οπτικός

τηλέγραφος ανοιγόκλεινε το φωτεινό μάτι του πάνω στο αλφάβητο του Μορς, χωρίς να

φαίνεται ο ανταποκριτής που έπαιρνε τα σήματά του. Μακριά, η θάλασσα του Φαλήρου

χάραζε μια χρυσή γραμμή κάτω από το φεγγαρόφωτο και ο Παρθενώνας υψωνόταν

χαραγμένος πάνω στο μενεξελί βάθος του ορίζοντα με τις αυστηρές πινελιές του

περιγράμματός του. Κάπνισε δύο τσιγάρα το ένα πάνω στο άλλο, χωρίς να τα προσέξει.

Απόμεινε πολλή ώρα όρθια, βυθισμένη στη συλλογή της για τον άντρα που άλλαζε τη

ζωή της για πάντα, που την καταλάβαινε, αν και έπρεπε να την έχει εξολοθρεύσει, να την

έχει σταματήσει κι όμως την προέτρεπε, την προστάτευε όπως γίνεται σε κάποιον που

αγαπάμε, που λατρεύουμε και επιστρατεύουμε όλη μας την αυταπάρνηση, δεν θέλουμε

να τον αλλάξουμε, παρά τις διάφορές του, αλλά θέλουμε να του δώσουμε

ανυστερόβουλα ό, τι θέλει γιατί το θέλει. Ένιωθε πως είναι στη θέση αυτή. Χαμογέλασε.

Γύρισε στο κρεβάτι της, ξάπλωσε και παραδόθηκε στον ύπνο που θα την ξεκούραζε. Όταν

ήρθε και την πήρε απαλά, συλλογιζόταν ακόμα τον ωραίο αξιωματικό.

Τη μεθεπόμενη βραδιά αντίκρισε το βλέμμα του νέου ερωτηματικό. Του απάντησε με

αδιόρατη κίνηση που έκανε με τα ματόκλαδά της και με μικρό χαμόγελο: πραγματικά οι

πληροφορίες ήταν σωστές, τα σπίτια που ανέφερε το σημείωμα μπλοκαρίστηκαν την

νύχτα, όμως κανένας βρέθηκε από αυτούς που αναζητούνταν. Οι στρατιώτες έψαξαν

παντού χωρίς αποτέλεσμα. Ούτε και κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο, γραφτό ή όπλο

ανακαλύφτηκε κάπου.

V

Το επόμενο πρωινό ο Αμενταίο ξύπνησε πολύ πιο χαρούμενος από άλλες φορές, έχοντας

στο μυαλό του το χθεσινοβραδινό. Το ίδιο συνέβη και στην Νενέλα η οποία δεν μπορούσε

να τον βγάλει απ’ το μυαλό της, όσο ετοιμαζόταν για να δεχτεί τις μαθήτριες για το πρωινό

τους μάθημα.

Το Σαββατοκύριακο πέρασε και τη Δευτέρα ήλπιζε πως ο Αμενταίο θα εμφανιζόταν και το

ίδιο ήλπιζε και εκείνος, διότι το ίδιο βράδυ μπορεί να τον βάζανε σε διπλή βάρδια.

Το μεσημέρι της Δευτέρας, συζητούσε με τους άλλους απ' το δικαστικό.

-Επ!, κοίτα ποιός ήρθε!

-Τι έγινε Αμενταίο, αποφάσισες να μας κάνεις παρέα στο μεσημεριανό;

-Λοιπόν παιδιά κοιτάξτε. Το βράδυ έχω ραντεβού αλλά φοβάμαι μήπως με βάλουν

δεύτερη βάρδια. Μπορεί κάποιος να καλύψει την θέση μου;

Page 16: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

16

-Φυσικά! Αφού το ξέρεις πως πάντα θα σου κάναμε χάρη, άλλωστε γι' αυτό είναι οι

φίλοι.

-Για πες, είναι καμία από αυτές τις Ελληνίδες που σε κυνηγάνε;

-Όχι, μία Ιταλίδα που ήρθε με εμάς αλλά είναι στο ιατρικό τμήμα, νοσοκόμα.

-Έλα για πες ποιά είναι.

-Εντάξει, είναι η Φραντσέσκα άλλα μην της πείτε τίποτα γιατί θα θυμώσει πολύ εάν

μάθει κανένας για εμάς.

Το θέατρο ήταν κατάμεστο από θεατές που για μια ακόμα φορά έπλεκαν το εγκώμιο της

χορεύτριας προτού καν βγει στη σκηνή. Κάποιος προκατειλημμένος θα 'λεγε πως είναι

γρουσουζιά............... . Ο Αμενταίο είχε κρατήσει ειδική θέση για την περίσταση, στην

πλατεία, στην πρώτη σειρά. Αφού ευχαρίστησε τον ταξιθέτη, κάθισε και χαμογέλασε

ευγενικά στον κύριο που καθόταν παραδίπλα. Μια συμπαθητική φυσιογνωμία, που

ενέπνεε έναν αέρα σεβασμού και πατρικής ιεραρχίας. Τότε ήταν που πρόσεξε τα μάτια του:

μεγάλα, μαύρα μάτια, με δασιά, ψηλά φρύδια, που, αν και κουρασμένα από τα χρόνια,

είχαν μια καθηλωτική αποφασιστικότητα. Ένα ρίγος τον διαπέρασε, σάστισε, σκέφτηκε να

φύγει. Το τρίτο κουδούνι ήχησε, και τα φώτα χαμήλωσαν, η ορχήστρα άρχισε να παίζει, και

η αυλαία άνοιξε.

Στη σκηνή εμφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα, ντυμένη με φθαρμένο φουστάνι από τσίτι, και

μακριά μαλλιά πλεγμένα κοτσίδα. κουβαλούσε ένα καλάθι χόρτα και κατευθυνόταν προς

έναν παλιό ανεμόμυλο. Όλα έμοιαζαν απλά, καθημερινά, ήρεμα. Μια γυναίκα εμφανίστηκε

στην πόρτα, πήρε το καλάθι, και χάθηκε πάλι στο εσωτερικό του σπιτιού.

Τότε η Νενέλα βγήκε στο κέντρο της σκηνής και εκτέλεσε μια εκπληκτική χορογραφία η

οποία αναδείκνυε το μοναδικό της ταλέντο.

Κατά τη διάρκεια του χορευτικού, ο κύριος που καθόταν δίπλα στον Αμενταίο άρχισε να

φωνάζει.

-Κύριε Μαντσίνι, δεν μπορώ να καταλάβω πως μετά από τόσα χρόνια που σας

αντιμετώπιζα με απειλές, έχετε το θράσος να έρχεστε στην παράσταση της κόρης μου, να

κάθεστε στην πρώτη σειρά και να μου χαμογελάτε κιόλας!

Ο Αμενταίο προσπάθησε να τον ηρεμήσει και να τον καθησυχάσει ώστε να μην προκληθεί

μεγάλη αναταραχή όμως μάταια......... . Ταυτόχρονα, η Νενέλα είδε τον πατέρα της να

ουρλιάζει στον Αμενταίο και έχασε την ισορροπία της. Το κοινό δεν ήξερε προς τα που να

κοιτάξει: στους δύο κυρίους μπροστά ή στην ντροπιασμένη χορεύτρια, που έφυγε

τρέχοντας προς τα παρασκήνια.

-Δεν θέλω να σας ξαναδώ ποτέ κοντά στην κόρη μου αλλιώς θα υπάρξουν σοβαρές

επιπτώσεις και δεν με νοιάζει εάν έχετε κάποιον υψηλό βαθμό στον Ιταλικό στρατό!, είπε ο

πατέρας της Νενέλας με βλέμμα γεμάτο μίσος.

Page 17: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

17

Η Νενέλα κλείστηκε στο καμαρίνι της και άρχισε να κλαίει, έχοντας όλες αυτές τις

σκέψεις στο μυαλό της: τι θα γινόταν με τον πατέρα της και τον Αμενταίο και τι θα έλεγε

το κοινό για την απρόσμενη αυτή αποχώρηση της από την σκηνή;

Τότε άκουσε βήματα, γρήγορα βήματα και ήλπιζε πως ήταν ο Αμενταίο, αλλά ήταν ο

σκηνοθέτης ο οποίος, κατακόκκινος, όρμησε μέσα στο καμαρίνι της και άρχισε να φωνάζει

πως δεν έπρεπε να φύγει από την σκηνή και πως της το είχε πει χιλιάδες φορές ότι όποια

αναταραχή και να συνέβαινε, δεν έπρεπε εκείνη να σταματήσει να ερμηνεύει.

-Μα είσαι με τα σωστά σου; Τι θα πουν οι κριτικοί; "Χορεύτρια παγκοσμίου φήμης

εγκαταλείπει εν μέσω παράστασης"! Έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό για την καριέρα σου; Εγώ

πώς υποτίθεται ότι πρέπει να σε δικαιολογήσω;

-Κώστα, έχεις δίκιο, όμως υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις για το παρελθόν μου και

πρέπει να με καταλάβεις.......... .

-Να καταλάβω τι, Νενέλα; Εδώ και βδομάδες φέρεσαι αλλόκοτα. Έρχεσαι αργοπορημένη

στις πρόβες, κάνεις αδικαιολόγητα λάθη σε χιλιο- παιγμένες χορογραφίες, και τώρα αυτό..!

Εγώ το μόνο που καταλαβαίνω είναι ότι ίσως χρειάζεσαι διακοπές.

-Όχι άκουσε..

-Επ' αόριστον διακοπές, Νενέλα!

Και με τα λόγια αυτά, ο σκηνοθέτης βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε, αφήνοντας πίσω του την

κοπέλα να κλαίει με αναφιλητά.

VI

Οι εβδομάδες περνούσαν και η Νενέλα αναρωτιόταν εάν θα ξανάβλεπε ποτέ τον Αμενταίο.

Ήξερε ότι η αγάπη τους ερχόταν αντίθετη στις επιθυμίες της οικογένειάς της, όπως επίσης

κι ότι στην κοινή γνώμη του καλλιτεχνικού κόσμου ήταν πλέον καταδικασμένη. Λίγο την

ένοιαζε όμως.

Από εκείνο το φρικτό βράδυ της παράστασης, δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί ούτε μια

νύχτα ήρεμα. Βασανιζόταν από εφιάλτες. Για την ακρίβεια, από τον ίδιο, επίμονο,

ανυπόφορο εφιάλτη: ήταν, λέει, στη σκηνή ενός θεάτρου, μόνο που στην πλατεία

κάθονταν μόνο στρατιώτες, και στα θεωρία μόνο αντάρτες. Εκείνη, αναστατωμένη,

προσπαθούσε να χορέψει, μα δεν την κρατούσαν τα πόδια της. Το κοινό φώναζε

αγανακτισμένο, κι εκείνη τρομαγμένη έτρεχε προς τον ανεμόμυλο. Όταν όμως έφτανε

στο κατώφλι, τα φτερά του γίνονταν χέρια γιγάντια, με νύχια αρπακτικού και η πόρτα

του φύτρωνε δόντια. Γυρνούσε λοιπόν πίσω, και στην εσοχή της ορχήστρας στεκόταν ο

Αμενταίο, κρατώντας ένα καλάθι, φορώντας στολή ψαρά. Η Νενέλα έφτανε στην άκρη

της σκηνής, άνοιγε τα χέρια στο πλάι να τον αγκαλιάσει κι έπεφτε στο κενό.

Κάθε νύχτα την ξυπνούσαν τα αναφιλητά, ενώ μάταια περίμενε ως το σούρουπο νέα του.

Ένα πρωί, εξαντλημένη από την αϋπνία, αποφάσισε να βγει μια βόλτα στον ήλιο.

Page 18: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

18

Κόντευε πια καλοκαίρι στην Αθήνα, και ο καιρός ήταν υπέροχος. Σηκώθηκε λοιπόν, ντύθηκε

και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Άνοιξε την πόρτα και…….… βρέθηκε μπροστά στον

Αμενταίο. Μια μικρή, πνιγμένη κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της, κι εκείνος τη συγκράτησε

για να μην πέσει. Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Αγκαλιάστηκαν.

-Αφήστε με να δικαιολογηθώ. Ο πατέρας μου ήρθε με την πρόφαση να μου κάνει έκπληξη

και δεν περίμενα πως θα σας έβλεπε...

-Τα λόγια είναι περιττά. Το ξέρω πως διαφορετικά θα με είχατε ειδοποιήσει. Σημασία έχει

όμως πως τώρα είμαστε μαζί!

Ξανά- αγκαλιάστηκαν.

-Ήρθα να ρωτήσω εάν μπορώ να σας συνοδεύσω σε δείπνο.

-Φυσικά! Αν και είμαι σίγουρη πως ξέρατε ήδη την απάντησή μου...

Η μέρα της συνάντησης φαινόταν πολύ μακριά από την επίσκεψη του Αμενταίο κι εκείνη

δεν ήξερε τι να κάνει για να περάσει το χρόνο της. Τελικά αποφάσισε πως ήταν μια καλή

ιδέα να κάνει μία βόλτα στην πόλη για να αγοράσει κάποιο λαμπερό φόρεμα που να

αρμόζει στην περίσταση.

Ο ήλιος έδυσε και η ώρα έφτασε. Η Νενέλα, με χέρια που έτρεμαν, ευχαρίστησε τον νεαρό

που της άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο εστιατόριο. Εντόπισε τον Αμενταίο που της έκανε

σήμα από ένα τραπέζι στο βάθος της αίθουσας. Τη βοήθησε να καθίσει, κι έπειτα κάθισε κι

εκείνος απέναντί της, χωρίς να πάρει λεπτό τα μάτια του από πάνω της. Του χαμογέλασε

αμήχανα.

-Πρέπει να το πω, παραείστε όμορφη απόψε.

-Σας ευχαριστώ κύριε Μαντσίνι, του απάντησε κοκκινίζοντας.

-Απόψε το δείπνο είναι ξεχωριστό. Νομίζω ακόμη ότι θα άρμοζε πια να με λες… Αμενταίο.

-Γιατί, αν επιτρέπεται;

Της έπιασε το χέρι και άρχισε να λέει:

-Νενέλα, από την πρώτη στιγμή που σε είδα κατάλαβα ότι είσαι η γυναίκα της ζωής μου.

Όλα αυτά τα χρόνια, όσες επιπόλαιες γνωριμίες κι αν έκανα, όσο κι αν προσπάθησα να

ξεγελάσω τον εαυτό μου με εφήμερες συναναστροφές, δεν κατάφερα να σε ξεχάσω. Σ’

αγαπώ. Θέλω να σε πάρω να φύγουμε. Θέλω να σε παντρευτώ αλλά…………….., όπως έχεις

καταλάβει, δεν είναι εφικτό………………….. να σε ζητήσω από τον πατέρα σου. Μήνες παλεύω

με τη συνείδησή μου, μα επιτέλους αποφάσισα ν’ ακολουθήσω την καρδιά μου. Το ξέρω

πως στο είπα έτσι ξαφνικά, άλλωστε η ίδια έχεις πει πως είμαι απότομος...

-Με συγχωρείς…, ψέλλισε η κοπέλα.

Σηκώθηκε απότομα και έτρεξε προς τις τουαλέτες.

Page 19: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

19

Ο Αμενταίο ξαφνιάστηκε και προσπάθησε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Μήπως η Νενέλα

δεν ήθελε να τον παντρευτεί; Μήπως είχε έρθει στο δείπνο για να τερματίσει ευγενικά

αλλά ξεκάθαρα κάθε επαφή μαζί του; Ή απλώς ξαφνιάστηκε και πήγε να βάλει τις

σκέψεις της σε τάξη;

Μόλις γύρισε, είχε πληρώσει και ένα ταξί τους περίμενε. Παραδόθηκε και τον

ακολούθησε. Δεν λογάριασε κανένα, είπε μέσα της ό,τι θέλει ας γίνει. Τον αγαπούσε.

Το σούρουπο τους βρήκε πάνω στο ναό τη Αφαίας. Τους τύλιξε μέσα στη μαγεία του χωρίς

να το υποψιαστούν. Οι σκιές τους πλησίαζαν από παντού κι έκαναν τις ομάδες των πεύκων

να σμίγουν στ’ απόμακρα. Το νησιώτικό μούχρωμα έκανε τα χρώματα πιο τρυφερά και τα

συναισθήματα πιο πηγαία, απαιτητικά, επιτακτικά, αμετάπειστα, διψαλέα για έκφραση

γιατί αισθάνονταν ότι είναι δίκαια. Κουβέντιαζαν καθισμένοι πλάι- πλάι στο αρχαίο

μάρμαρο, που κρατούσε ακόμα μια ευχάριστη θαλπωρή από το ολοήμερο χάιδι του ήλιου.

Μιλούσαν με περίεργη ηρεμία, που πριν δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα

κυριαρχούσε πάνω στις επαναστατημένες σάρκες των σωμάτων τους για επαφή, στην

επιθυμία για συνεύρεση, όπως κάθε άλλο ζευγάρι που έχει πλέον γνωριστεί και θέλει να

βαθύνει τη σχέση του σε μυστηριακή συνάντηση πληρότητας. Μιλούσαν με μία περίεργη

ηρεμία.

Υπήρχε ένας τόνος συγκρατημένος και από τους δύο, ένας τόνος σκεπασμένης

τρυφερότητας που κρυβόταν μέσα σε μια διάθεση μειλιχιότητας και τρυφερής ευγένειας.

Κάπου – κάπου σταματούσαν. Κοιτάζονταν μόνο, στα μάτια, αυτές τις ώρες της σιωπής

αλλά στα μάτια τους, από τα λόγια και τα παιχνίδια της μοίρας και του ριζικού, δεν υπήρχε

άλλο εξόν από την πίκρα παιδιού που πόνεσε από τιμωρία για άγνωστο φταίξιμο, που

πόνεσε πολύ. Ειπώθηκαν αλήθειες.

Ένα τριζόνι, έγειρε στο προσκέφαλο μαζί τους με το μαντολινάκι του, σιγοντάρισε τις

σκέψεις τους και απέδωσε με συνέπεια τα αισθήματα των δύο νέων που δεν κατάφερε η

ζωή να τους ενώσει και οι ίδιοι δεν κατόρθωσαν, με τη ζωή που έκαναν, να ενωθούν.

Έγινε μικρή σιωπή. Η Αρχοντία ξανάπε:

-Έχω χρόνια να κάνω την προσευχή μου στο Θεό. Αληθινή προσευχή. Να πιστεύω πως ο

Θεός με ακούει, όταν του μιλάω…..

-Ο Θεός…….. έκανε ο Αμενταίο. Η ψυχή μου Τον δοξολογούσε όταν σε γνώρισα, την πρώτη

φορά που σε είδα. Τον ξανά-ευχαριστώ τούτη την ώρα που με ξανάφερε πάλι κοντά σου.

Άπλωσε το χέρι κι έσφιξε το δικό της. Η Νενέλα ανατρίχιασε απ’ αυτό το άγγιγμα που

ξυπνούσε παλιές θύμησες…..

-Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο για να κρύβομαι εκεί από την μητέρα μου. Εκεί οι

φωνές των τριζονιών μου έδιναν μία περίεργη εντύπωση, με φόβιζαν μυστηριωδώς. Έτσι,

σταματούσα το κρυφτό, εμφανιζόμουν για να καθίσω στα πόδια της μανούλας και

φανταζόμουν πως ο ήχος του τραγουδιού τους ερχόταν απ’ όλες τις μεριές του κήπου, ήταν

η φωνή των άστρων που ακουγόταν……. Δεν είναι αστείο, αλλά το ίδιο αισθάνομαι και

τώρα με αφορμή το άγγιγμά σου.

Page 20: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

20

Κοιτάζονταν σιωπηλά σαν να μελετούσε ο ένας τον άλλο, να ανακαλύψει τις μεταβολές

στην ύπαρξη του καθενός από τον χρόνο, τον πόλεμο, την αγάπη, την απάτη, την προσμονή,

τις χώρες τους. Είχαν αλλάξει αρκετά και οι δύο. Ωστόσο η ωραιότητα της νιότης δεν

κρυβόταν ούτε τώρα. Η θηλυκότητά της φάνταζε πολύ πιο έντονη καθώς ήταν μια πολύ

ωραία γυναίκα στην άνθηση του φύλου της. Το περήφανο στήθος έσπρωχνε δυνατά τη

μπλούζα στο χρώμα του κερασιού, οι γοφοί είχαν στρογγυλέψει προκλητικά και το

θαυμάσιο μελαχρινό πρόσωπο είχε μείνει νεανικό, απείραχτο στα λεπτά και έντονα

χαρακτηριστικά του αφημένο. Μόνο γύρω στα μάτια της διέκρινε κάποιος μια ελαφριά

σκιά, ως μια ανεπαίσθητη άχνα από θλίψη ενός ανθρώπου που σκέφτηκε πολύ και πόνεσε

πολύ.

-Έγινε πολύ πιο ωραία, είπε μέσα σε έκρηξη ενθουσιασμού ο Αμενταίο. Της έσφιξε στο χέρι

του τα δάκτυλά της και συνέχισε:

-Δεν παντρεύτηκες, Νενέλα;

Τον κοίταξε αυστηρά.

-Άκουσε, Αμενταίο, ένα παλιό παραμύθι. Μια φορά μια λάμπα κορόιδευε ένα σπίρτο πως

δεν μπορεί να ξανανάψει, ενώ εκείνη ανάβει κάθε βράδυ. Και το σπίρτο απάντησε: «Ναι.

Γιατί εγώ, αν ανάψω μια φορά, καίγομαι για πάντα!». Εγώ είμαι από την φυλή των

σπίρτων, Αμενταίο.

Άφησε το χέρι της, της πρόσφερε ένα τσιγάρο, άναψε κι ίδιος. Κράτησε το σπίρτο ώσπου

κάηκε, της το έδειξε καρβουνιασμένο χαμογελώντας.

-Έτσι;

-Ακριβώς έτσι.

Της ξανάπε σοβαρά:

-Θα πρέπει να σου εξηγήσω κάτι.

-Δεν υπάρχει κάτι, δεν υπάρχει λόγος για να μου εξηγήσεις………

-Παντρεύτηκα στην Ιταλία και το έκαμα για να συγκεντρώσω τη ζωή μου πάνω σε μια άλλη

γυναίκα. Ίσως για να ξεπεράσω εσένα, ίσως για να κάνω μια πράξη εχθρική στον εαυτό

μου…….. .

Έμεινε άναυδη. Σηκώθηκε κι έφυγε τρέχοντας. Την αδιαφορία του δεν την πίστευε. Μπήκε

ο εγωισμός του στη θέση του έρωτά τους. Έσβησε γι’ αυτόν το σπίρτο της. Κάηκε. Δεν ήθελε

αν τον ξαναδεί στα μάτια της.

Έτσι χώρισαν, μέχρι να ξαναϊδωθούν στο μεγάλο μπαρ «Πτι- Παλαί». Δεν χωρίζουν όμως

έτσι οι καρδιές που αγαπήθηκαν με τόσο πόνο και κάτω από τέτοια παιχνίδια της μοίρας,

της ζωής και των ενστίκτων. Οι αδυναμίες είναι έμφυτες αλλά και οι επίμονες σκέψεις

είναι εξίσου αποφασιστικές για το τι γίνεται τελικά. Η Νενέλα ήταν που τον χαστούκισε

για όλα αυτά που ένοιωθε και της τα γκρέμισε για να συγκεντρώσει τη ζωή του.

Page 21: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

21

VII

Τα πάντα πληρώνονται σε τούτη τη ζωή κι αρετή και η αμαρτία. Στην Αθήνα ξημέρωνε.

Όλη νύχτα την πρωταγωνίστρια μας την σφυροκοπούσαν απορίες, εντάσεις εσωτερικές

και αμφιβολίες ακόμα και με την αίσθηση μήπως ο Αμενταίος …… καλά έκανε, δικαιούτο.

Αλλά και εκείνη καλά σκεπτόταν γιατί υπήρχαν συναισθήματα και αυτά ήταν που την

ώθησαν να αντιληφθεί ως απειλή της την επανεμφάνιση του Ιταλού.

Αγαπητέ αναγνώστη, «Το διήγημα των έξι και ενός» ως τέχνημα της ερευνητικής

εργασίας «Ευφυΐα και Ευτυχία» τελειώνει. Η άνοιξη σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλα τα

ελληνικά νησιά, είναι λάμψη Θεού. Κύλησε ο καιρός και η ιστορία μας έφτασε από το

νου στα χείλη και από ‘κει στην καρδιά. Νιώσαμε την μοναδική δοκιμασία να γίνουμε

δημιουργοί, να αντλήσουμε υλικό από την ύπαρξή μας και να το καταθέσουμε απόπειρα

συγγραφής στην κρίση σας.

Στην Αίγινα εφέτος την Άνοιξη , όλα μηνούνε μια λάμψη ελευθερίας, ένα ζεστό συνειρμό

παραγόντων που θα δώσουν στους πρωταγωνιστές μας την ευκαιρία για ένα τελευταίο

χορό, για να αφοσιωθούν ο ένας στον άλλο, να επιμείνουν, να απαντήσουν καταφατικά

στις προκλήσεις της ζωής τους και να ενωθούν με την εμπιστοσύνη που κάνει τους

ανθρώπους να αγαπιούνται. Σ’ ένα άσπρο σπιτάκι, κοντά στον ανεμόμυλο της

Περιβόλας, ένας άντρας και μια γυναίκα κάθονται σωπαίνοντας και κοιτάνε τη μέρα να

φεύγει, ή την νύχτα να έρχεται; Γύρω τους σταθερά, είναι η ερημιά και η ησυχία. Η

Αρχοντία κοιτάζει κατά τον ανεμόμυλο και αναπολεί τα χρόνια που έφυγαν, αυτούς που

έχασε, αυτά που διατήρησε ή δεν κατάφερε. Έμαθε με τον καιρό να αντλεί από τη

δοκιμασία ελπίδα.

-Ελπίζω….., της είχε πει ο άντρας πλάι της, όταν την καλούσε να τον ακολουθήσει για όλη

τους τη υπόλοιπη ζωή.

Ο Αμενταίο Μαντσίνι είχε κάμει όλες τις διατυπώσεις που χρειαζόταν, που το σύστημα

χρειάζονταν. Να γυρίσει στην Ελλάδα ως πολίτης της, να μείνει για χάρη της γυναίκας

που αγάπησε και αγαπά, ν’ αλλάξει θρήσκευμα, να γίνει ορθόδοξος από καθολικός. Να

χωρίσει από ό, τι τον ενώνει με το πριν, το τότε και να παντρευτεί την Νενέλα, την

Αρχοντία.

Φυσούσε το ανοιξιάτικο αγέρι, μύριζε η γη.

-Άκου!...... ψιθύρισε η γυναίκα

-Για το αγέρι είπες;

Του πήρε το χέρι, έβαλε αλαφρά την παλάμη του να ακουμπήσει στην κοιλιά της.

-Ακούς;

Μυστηριώδης, συγκλονιστικός, θαύμα μέγα, άλλο.

-Άκουσες;…..

Page 22: Τέχνημα, σκυταλοδρομία συγγραφής.

22

-Ναι…… . Ναι……

Σήκωσε το χέρι του, βρήκε το χέρι της, το χάιδεψε αλαφρά.

-Ας ευχηθούμε να έρθει σ’ αυτό μόνο η χαρά.

Παρακάλεσαν και οι δύο το Θεό για το παιδί που ερχόταν, για το παιδί τους, για ένα

παιδί του κόσμου.

ΤΕΛΟΣ

και Τῷ Θεῷ Δόξᾳ!