κριτική στον τσέγκο γ. χάρης

8
2/5/2008 Ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες Τα Νέα, 24 Ιουνίου 2006 Κάθε θέση στο γλωσσικό συνεπάγεται ιδεολογία (όπως και η «ουδέτερη» μη θέση!). Άλλο όμως να ξεκινάς από την επιστήμη και να φτιάχνεις την ιδεολογία σου και άλλο να ξεκινάς από την ιδεολογία για να «φτιάξεις» την επιστήμη (σου) Γεμίσαμε άραγε παιδιά με μαθησιακά προβλήματα, μας τα ρήμαξε τα παιδιά μας η δυσλεξία, έχουμε «τρομακτική αύξηση του αριθμού παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες»; Ή μήπως, πρώτον, μάθαμε και αναγνωρίσαμε ότι υπάρχει διαταραχή που ονομάζεται δυσλεξία κι όχι σκέτη κοπριτοσύνη, όπως λέγαμε παλιά, του παιδιού, και δεύτερον ξεντραπήκαμε που το παιδί μας είναι δυσλεξικό και αποτολμήσαμε να απευθυνθούμε σε ειδικό; διαβάστε τη συνέχεια... Αν τώρα η ένσταση αυτή μοιάζει και είναι εμπειρική, πόσο επιστημονική είναι η θέση που διαπιστώνει αυτή την «τρομακτική αύξηση» κτλ.; Ή τάχα να τη δεχτούμε, όχι επειδή υπάρχουν σχετικές έρευνες, που δεν υπάρχουν, αλλά επειδή, έστω, τη διατυπώνει επιστήμονας –εμπειρικά βεβαίως και αυτός, «παρατηρώντας την προσέλευση» στο τάδε κέντρο, αλλά και επειδή «πληροφορήθηκε» πως κάτι ανάλογο «συνέβαινε και σε άλλους θεραπευτικούς χώρους»; Αναφέρομαι στην περιλάλητη έρευνα Τσέγκου κ.ά., αυτήν που αρχίσαμε να σχολιάζουμε στην περασμένη επιφυλλίδα , μια έρευνα που άντλησε λοιπόν την έμπνευσή της από «παρατηρήσεις της προσέλευσης» κι από «πληροφορίες», οι οποίες δέσαν εξαρχής με προϋπάρχουσες εμμονές, για να μην πω ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες. Σήμερα θα καθυστερήσω ιδιαίτερα εδώ, γιατί, πολύ πριν από την επιστημονική ανασκευή της έρευνας (έχω υπόψη μου τον αντίλογο δύο γλωσσολόγων και ενός ψυχιάτρου), έχει σημασία να δούμε τις προϋποθέσεις και τη λογική της, μάλλον τη λογική που ώθησε σ’ αυτήν, με δεδομένα ούτε καν σαφείς απόψεις

Transcript of κριτική στον τσέγκο γ. χάρης

Page 1: κριτική στον τσέγκο   γ. χάρης

2 / 5 / 2 0 0 8

Ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες

Τα Νέα, 24 Ιουνίου 2006

Κάθε θέση στο γλωσσικό συνεπάγεται ιδεολογία (όπως και η «ουδέτερη» μη

θέση!). Άλλο όμως να ξεκινάς από την επιστήμη και να φτιάχνεις την

ιδεολογία σου και άλλο να ξεκινάς από την ιδεολογία για να «φτιάξεις» την

επιστήμη (σου)

Γεμίσαμε άραγε παιδιά με μαθησιακά προβλήματα, μας τα ρήμαξε τα παιδιά μας

η δυσλεξία, έχουμε «τρομακτική αύξηση του αριθμού παιδιών με μαθησιακές

δυσκολίες»; Ή μήπως, πρώτον, μάθαμε και αναγνωρίσαμε ότι υπάρχει

διαταραχή που ονομάζεται δυσλεξία κι όχι σκέτη κοπριτοσύνη, όπως λέγαμε

παλιά, του παιδιού, και δεύτερον ξεντραπήκαμε που το παιδί μας είναι

δυσλεξικό και αποτολμήσαμε να απευθυνθούμε σε ειδικό;

διαβάστε τη συνέχεια...

Αν τώρα η ένσταση αυτή μοιάζει και είναι εμπειρική, πόσο επιστημονική είναι η

θέση που διαπιστώνει αυτή την «τρομακτική αύξηση» κτλ.; Ή τάχα να τη

δεχτούμε, όχι επειδή υπάρχουν σχετικές έρευνες, που δεν υπάρχουν, αλλά

επειδή, έστω, τη διατυπώνει επιστήμονας –εμπειρικά βεβαίως και αυτός,

«παρατηρώντας την προσέλευση» στο τάδε κέντρο, αλλά και επειδή

«πληροφορήθηκε» πως κάτι ανάλογο «συνέβαινε και σε άλλους θεραπευτικούς

χώρους»;

Αναφέρομαι στην περιλάλητη έρευνα Τσέγκου κ.ά., αυτήν που αρχίσαμε να

σχολιάζουμε στην περασμένη επιφυλλίδα, μια έρευνα που άντλησε λοιπόν την

έμπνευσή της από «παρατηρήσεις της προσέλευσης» κι από «πληροφορίες», οι

οποίες δέσαν εξαρχής με προϋπάρχουσες εμμονές, για να μην πω

ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες.

Σήμερα θα καθυστερήσω ιδιαίτερα εδώ, γιατί, πολύ πριν από την επιστημονική

ανασκευή της έρευνας (έχω υπόψη μου τον αντίλογο δύο γλωσσολόγων και

ενός ψυχιάτρου), έχει σημασία να δούμε τις προϋποθέσεις και τη λογική της,

μάλλον τη λογική που ώθησε σ’ αυτήν, με δεδομένα ούτε καν σαφείς απόψεις

Page 2: κριτική στον τσέγκο   γ. χάρης

και ιδέες, αλλά αυτό που χαρακτήρισα ψυχανεμίσματα και ιδεοληψίες.

Αφού, όπως μας λέει ο Ι. Τσέγκος, αρχή αρχή στον πρόλογο της Εκδίκησης των

τόνων, του βιβλίου όπου εκτίθεται η έρευνα και τα πορίσματά της: «αν και

ανίδεοι περί τα παιδοψυχιατρικά, υποψιαστήκαμε και την προηγηθείσα

γλωσσική και εκπαιδευτική μεταβολή του 1982»! Πάει καιρός που το διάβασα

αυτό, καιρός επίσης που άρχισα τις σχετικές επιφυλλίδες, και ειλικρινά δεν

βρίσκω πώς να το σχολιάσω: να υποψιαστεί κανείς το μονοτονικό, γιατί αυτή

είναι η «μεταβολή του 1982», ούτε γλωσσική δηλαδή ούτε εκπαιδευτική, παρά

απλώς και μόνο ορθογραφική, να υποψιαστεί λέω το μονοτονικό για αύξηση της

δυσλεξίας, άντε της «δυσμαθίας», όπως πάνε να τα μαζέψουνε μετά, ούτε ο

αυτοχαρακτηρισμός-ομολογία «ανίδεοι» δεν μπορεί να το εξηγήσει επαρκώς.

Αναζητήστε δηλαδή ευθύς την ιδεολογία, τη γλωσσική για την ώρα, που μας

ενδιαφέρει καταρχήν, αυτήν που προϋπάρχει ακόμα και από τη γνώση περί τα

γλωσσικά –και πάλι ομολογημένα: «ανίδεοι αλλά και αθεραπεύτως περίεργοι

εγκύψαμε και στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος» διαβάζουμε σε αμέσως

επόμενη σελίδα.

Και τι μάθαν; Αυτό που ήδη ήξεραν, όχι από γνώση αλλά από ιδεολογία· αυτό

που ήθελαν να μάθουν από πριν. Ξεκίνησαν δηλαδή από παγιωμένες θέσεις,

συγκεκριμένης ιδεολογίας –για πού; για τι; για να τις ξαναπαγιώσουν! «Κατς=

απάτη, όλα σικέ», σύμφωνα με παλιό γκράφιτι. Και λέω παγιωμένες θέσεις

συγκεκριμένης ιδεολογίας, γιατί αυτά μας μαρτυρούν λ.χ. οι διατυπώσεις

«επιβολή του μονοτονικού», «σακάτεμα», «κουτσούρεμα» και «ξεκατίνιασμα»

της γλώσσας, από τον 18ο αιώνα, οπότε ήδη αλώνιζαν, λέει, οι (προπομποί του

Κίσσιγκερ) Αμερικάνοι προτεστάντες, μαζί και οι «δυτικοσπουδαγμένοι και

δυτικόφρονες», από τον Κοραή ώς τον Καραμανλή (τον θείο), οι

«ΗΠΑνθρωποι», οι ζηλωτές του Ατατούρκ, οι πουλημένοι πολιτικοί (πλην

Μεταξά!), οι «ξερόλες» πανεπιστημιακοί και οι «μοχθηροκομπλεξικοί φιλόλογοι

και φιλολογούντες», που με τους «σκυλοκαβγάδες» τους «χρησιμοποιούν και τη

γλώσσα ως γήπεδο για παίγνια επιβολής και απολαβών» –ώστε αυτή είναι

λοιπόν η ταμπακέρα, τη βρήκε ο Τσέγκος: οι απολαβές· σαν εκείνον που τους

απέρριψε την έρευνα, όπως είδαμε στο προηγούμενο, επειδή «επιτηδευόταν στη

θεραπεία της δυσλεξίας» και φοβήθηκε μην του κόψουν την πελατεία.

Αυτά (ξανα)έμαθαν λοιπόν. Το πού, θα το πούμε στο τέλος, γιατί αν το λέγαμε

από τώρα δε θα ’πρεπε να γράψουμε ούτε γραμμή, ούτε λέξη παρακάτω. Όσο

για το πώς τα μάθαν, το είδαμε ήδη: μπερδεύοντας τη γλώσσα με τη γραφή,

Page 3: κριτική στον τσέγκο   γ. χάρης

μπερδεύοντας το μονοτονικό με την ιστορική ορθογραφία, και άλλα παρόμοια,

που τα ’χουμε πει επανειλημμένα από τη σελίδα αυτή. Πήραμε και μια ιδέα και

για το πώς τα λένε, σε παραλήρημα-χαρμάνι Λιάνας Κανέλλη, όπως

ξανάγραψα, Ζουράρι, Μακαριοτάτου και λοιπών, Καργάκου λόγου χάρη, στον

οποίο παραπέμπουν, μεταξύ των κατεξοχήν δασκάλων τους –που θα τους δούμε

όμως στο τέλος.

Αλλά γιατί όχι ιδεολογία, θα πείτε, αφού κι ο ίδιος πάντοτε πιστεύω πως

ιδεολογία, αναπόφευκτα, υπάρχει πίσω (και) από την κάθε θέση μας στο

γλωσσικό (ιδεολογία υπάρχει πίσω και από τη μη θέση, την «ουδέτερη» δηλαδή

παρατήρηση, αλλά θα μας πάει μακριά αυτό!). Οι ίδιοι πάντως το αρνούνται,

προπάντων αποτάσσονται τις «ιδεολογικοποιήσεις».

Από την αρχή λοιπόν. Και ας δεχτούμε ότι υπάρχουν αυξημένες μαθησιακές

δυσκολίες.

Μόνο δυσκολίες; θα ’λεγα αίφνης εγώ! Έως σχιζοφρένεια, θα πω, ο επίσης

«ανίδεος από παιδοψυχιατρικά»: ναι, σχιζοφρένεια, απ’ την παράλληλη λ.χ.

διδασκαλία αρχαίων και νέων (με περισσότερες μάλιστα τις ώρες των αρχαίων,

μετά την «ενίσχυση» της διδασκαλίας τους από τη νυν υπουργό Παιδείας). Ενώ

στο αντίθετο ακριβώς, στην έλλειψη των αρχαίων και του πολυτονικού,

αποδίδει τις δυσκολίες ο Τσέγκος. Ώστε ολοφάνερα είναι θέμα ιδεολογίας. (Και

για την ώρα δεν χωράει ένσταση ότι ο Τσέγκος πάντως έκανε και έρευνα:

βρισκόμαστε ακόμα στο πριν, όταν ακόμα «παρατηρούσε», «πληροφορούνταν»

και «υποψιαζόταν».)

Και όχι, δεν προβοκάρω. Πήρα απλώς μια σκέψη, και την προχώρησα για τις

ανάγκες της συζήτησης· μια σκέψη που τη διατύπωσε ο Εμμ. Κριαράς, μιλώντας

όχι για μαθησιακές δυσκολίες, αλλά για προβλήματα στη χρήση της γλώσσας:

«Υποστηρίζεται ότι η αποδοχή του μονοτονικού συστήματος δε βελτίωσε τη

χρήση της γλώσσας των μαθητών. [...] Πώς να παρατηρηθεί βελτίωση, όταν

από χρόνια έχει συντελεστεί εντελώς άκριτα και επιπόλαια η επαναφορά της

διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας από την πρώτη τάξη του γυμνασίου». Διότι

«δεν είναι δυνατόν ακόμη και οι επιμελέστεροι μαθητές να αφομοιώσουν

δημιουργικά τα στοιχεία δύο γλωσσικών μορφών, που βέβαια συγγενικές είναι,

αλλά διέπονται από εντελώς διαφορετικούς κανόνες» («Πάλι για το

μονοτονικό;» Μακεδονία της Κυριακής 23.10.05).

Page 4: κριτική στον τσέγκο   γ. χάρης

Ιδού πώς ο καθένας με την ιδεολογία του. Απολύτως φυσικό. Ο ένας όμως έχει

και την επιστήμη με το μέρος του, και απ’ αυτήν πάει στην ιδεολογία του,

μάλλον μαζί με αυτήν, την επιστήμη, φτιάχνει την ιδεολογία του –και μάχεται

έπειτα γι’ αυτήν. Ο άλλος ξεκινάει ανάποδα: αρχίζει από την ιδεολογία, αλλά

γύρω της κάνει κύκλους, μην τυχόν και απαντήσει στο δρόμο του την επιστήμη –

ή αλλιώς διαστρεβλώνοντάς την, αλλά αυτό οπωσδήποτε σε άλλες περιπτώσεις,

γιατί εδώ, στο τονικό εννοώ, επιστημονικό επιχείρημα δεν υπάρχει τίποτα,

κανένα.

Όπου ψωνίζει ο καθένας

Ο Κριαράς λοιπόν έχει μαζί του, προϋποθέτει, κυρίως γλωσσολογία, κι έπειτα

παιδαγωγική, ψυχοπαιδαγωγική, ιστορία. Ο Τσέγκος εδώ δεν έχει τίποτα, δεν

έχει προπαντός γλωσσολογία: γιατί, όπως θα βαρέθηκε να διαβάζει ο

αναγνώστης, η γλωσσολογία, αν όχι πάντοτε στο θέμα ταύτισης γλώσσας και

γραφής, οπωσδήποτε στο θέμα της γραφής, και πιο ειδικά του τονισμού, είναι

σαφής και κατηγορηματική, με ομοφωνία όλων των τάσεων, από τ’ αριστερά

ώς τα δεξιά. Δηλαδή, από τη σχολή της Θεσσαλονίκης ώς τη σχολή των

Αθηνών, από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη ώς τον Γεώργιο Χατζιδάκι (ναι, και

τον Μπαμπινιώτη, κι ας τους φαίνεται απίστευτο), δεν παρέχεται επιστημονικό

επιχείρημα που να στηρίζει το πολυτονικό είκοσι αιώνες τώρα, πόσο μάλλον

σήμερα, στη νεοελληνική, όπου όχι μόνο αστήριχτο αλλά και ανεφάρμοστο

είναι, πάντοτε με επιστημονικά κριτήρια.

Τι μένει τότε; Το πέρα από τα δεξιά. Που εκεί κι αν υποτάσσεται η επιστήμη

στην –ακραία, την ακροδεξιά, ή και ακόμη πιο ακραία– ιδεολογία. Η επιστήμη;

Βεβαίως όχι πια. Η παραεπιστήμη, η παραγλωσσολογία, με κορόνα στο κεφάλι

της την παρετυμολογία! Αυτή που διακονείται στα λαθρόβια κανάλια, κι όχι

μόνο, αυτή που απ’ την πόρτα τού καλτ (αμάν πια αυτό), και όχι μόνο, με

διαβατήριο ακριβώς το καλτ, τη γραφικότητα, και την ανοχή όμως τη δική μας,

φτάνει στα σπίτια, στις ψυχές, στα μυαλά μας. Δικαίωμά μας αν τη θέλουμε,

αρκεί να ξέρουμε ποια είναι, τι είναι.

Βαριοί οι χαρακτηρισμοί; Οι αποδείξεις κατευθείαν στο βιβλίο του Τσέγκου, ή

εδώ, στο επόμενο.

Page 5: κριτική στον τσέγκο   γ. χάρης

Το καρκινογόνο αντιγριπικό

Τα Νέα, 8 Ιουλίου 2006

Ακόμα κι αν δεχτούμε πως ειδικά το πολυτονικό αναπτύσσει κάποιες

δεξιότητες του παιδιού, είναι εντελώς διαφορετικό θέμα η σχολική πράξη,

σε επίπεδο υποχρεωτικής εκπαίδευσης, όπου τον λόγο τον έχει η

ψυχοπαιδαγωγική

Αποτελεί κοινό τόπο ότι το είδος των ερωτήσεων ή ο τρόπος με τον οποίο

διατυπώνονται, και το δείγμα στο οποίο απευθύνονται ή το δείγμα το οποίο

χρησιμοποιείται σε μια δημοσκόπηση, και αναλόγως σε μια έρευνα ή ένα

πείραμα, μπορούν να φαλκιδεύσουν και κυρίως να καθοδηγήσουν την κοινή

γνώμη, αυτή την οποία υποτίθεται ότι θέλουν να διερευνήσουν.

διαβάστε τη συνέχεια...

Για τον σοβαρότατο αυτό κίνδυνο, της καθοδήγησης, της διαμόρφωσης της

κοινής γνώμης, οφείλουμε να καθυστερήσουμε στην έρευνα Τσέγκου, μια

έρευνα που διαφορετικά, όπως ήδη ανάγγειλα κι όπως θα δείξω στο τέλος, θα

έπρεπε να την αφήσουμε να ανθεί στον συγκεκριμένο χώρο όπου φύτρωσε, για

να μην πω ακόμα εκεί που μαγειρεύτηκε.

Από τον «κανόνα» λοιπόν αυτού του τύπου δημοσκοπήσεων και ερευνών δεν

ξέφυγε η έρευνα της ομάδας Τσέγκου, μια έρευνα για τη σωτήρια επίδραση του

πολυτονικού στην ψυχική υγεία, ούτε λίγο ούτε πολύ, του μαθητή! Ιδού τι

δήλωσε ο επικεφαλής (Καθημερινή 5.3.06), ότι ξεκίνησε την έρευνα επειδή

«υποψιαζόταν» πως η «τρομακτική αύξηση του αριθμού παιδιών με μαθησιακές

δυσκολίες», και με δεδομένη τη «γενικότερη γλωσσοπενία» (ένα βήμα δηλαδή

πιο πέρα κι από την περιλάλητη «λεξιπενία»!), μπορεί να οφείλεται «στην

αυθαιρέτως επιβληθείσα γλωσσική απλοποίηση του 1982». Η ειρωνεία είναι πως

το ιδεολογικό αυτό μανιφέστο ακολουθείται από τη φράση: «Και επειδή δεν

συνηθίζουμε να ιδεολογικοποιούμε, σκεφτήκαμε να συγκρίνουμε…» κτλ.

Ώσπου να τελειώσουμε με το ακριβές ιδεολογικό στίγμα της έρευνας και του

χώρου στον οποίο καλλιεργήθηκε, χρειάζεται να συμμαζέψουμε όσα είδαμε και

στις δύο προηγούμενες επιφυλλίδες (βλ. τώρα εδώ και εδώ).

Page 6: κριτική στον τσέγκο   γ. χάρης

Η ομάδα Τσέγκου λοιπόν διατείνεται ότι συγκρίνει δύο φαινομενικά ή αρχικά

ίσες ομάδες παιδιών, παιδιών δηλαδή με ίσες ευκαιρίες, παρεισάγει όμως

εξαρχής μια θεμελιώδη ανισότητα, αφού στη μία ομάδα δίνεται μια επιπλέον

ευκαιρία, με τη μελέτη ενός επιπλέον γνωστικού αντικειμένου, εν προκειμένω

αρχαίων και πολυτονικού δύο ώρες τη βδομάδα. Όμως αυτό το «επιπλέον» είναι

ο δυναμίτης για όποια επιστημοσύνη, μεθοδολογία, και λογική, άρα αξιοπιστία

της έρευνας! Αφού μοναδικός όρος θα ήταν να διδάσκεται και η ομάδα των

«μονοτονικών» δύο ώρες παραπάνω, οτιδήποτε, έστω (ή μακάρι) επιπλέον νέα

ελληνικά!

Τίθεται «ζήτημα ηθικής και μεθοδολογικής τάξης», καθώς δεν μπορούμε να

γνωρίζουμε «ότι η εμπλουτιστική μας παρέμβαση έχει αποτελέσματα, χωρίς μια

άλλη εξίσου εμπλουτιστική αλλά άσχετη ως προς το ζητούμενο δραστηριότητα

να έρθει να εξειδικεύσει τα αποτελέσματα», τονίζει ο καθηγητής ψυχιατρικής

Θανάσης Τζαβάρας (Καθημερινή 11.12.05). Όμως την εξωσχολική αυτή

δραστηριότητα την είχαν, λέει, «προαποφασίσει τα παιδιά, ή οι γονείς, χωρίς

εξωτερική, δική μας, εμπλουτιστική παρέμβαση», απάντησε, άρα δεν κατάλαβε

και δεν απάντησε στην ουσία, ο κ. Τσέγκος (Καθημερινή 5.3.05).

Μήπως την καταλάβει με άλλα λόγια, όπως τη διατυπώνουν φερειπείν οι

αρμοδιότεροι στο γλωσσικό επιστήμονες; «Οποιαδήποτε επιπλέον

δραστηριότητα στην οποία θα υποβαλλόταν η μία ομάδα των μαθητών, π.χ.

περισσότερες ώρες διδασκαλίας μαθηματικών ή μουσικής, θα μπορούσε να έχει

αποτέλεσμα την εμφάνιση στατιστικά σημαντικής διαφοράς σε κάποια δοκιμασία

δεξιοτήτων» γράφει η καθηγήτρια γλωσσολογίας Άννα Ιορδανίδου (Βήμα

14.5.06).

«Θα μπορούσαν τα παιδιά» γράφει και ο Σπύρος Μοσχονάς (Καθημερινή 7.2.06)

«να διδάσκονται από την πρώτη δημοτικού μία ξένη γλώσσα [...]. Και πάλι,

υποθέτουμε, θα έδειχναν βελτίωση όχι μόνο των οπτικοαντιληπτικών αλλά και

των γλωσσικών δεξιοτήτων τους [γιατί σε γλωσσικές δεξιότητες η έρευνα

Τσέγκου δεν ευτύχησε να έχει διόλου ευρήματα, είτε σε επίπεδο λεξιλογίου είτε

σε επίπεδο «εκφραστικών ικανοτήτων» –σημ. δική μου], αφού η εκμάθηση μιας

ξένης γλώσσας αποδεδειγμένα ενισχύει τη φωνολογική και εν γένει τη

γλωσσική συνειδητοποίηση και της μητρικής γλώσσας.

»Ας επαναλάβει λοιπόν ο Τσέγκος και οι συνεργάτες του το ίδιο πείραμα με μία

Page 7: κριτική στον τσέγκο   γ. χάρης

ξένη γλώσσα αντί των αρχαίων. Θα έπρεπε τότε, με τον ίδιο συλλογισμό, να

αποδεχτούν το ανακόλουθο συμπέρασμα ότι η εκμάθηση της ελληνικής πρέπει

να αντικατασταθεί από την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας».

Θα ήταν πια ψιλά γράμματα να επισημάνει κανείς, από μιαν άλλη άποψη, ότι

ακριβώς το γεγονός πως τα παιδιά ή οι γονείς είχαν προαποφασίσει, έχει

τεράστια σημασία –και πάντως για τα δεδομένα της έρευνας σημαίνει περίπου

κατασκευασμένο, «στημένο» δείγμα. Γιατί η συνειδητή επιλογή της εξωσχολικής

δραστηριότητας, όπως το χόμπι κάποιου, σημαίνει αν όχι πάντοτε προδιάθεση,

έφεση, κλίση, οπωσδήποτε θέληση, αποφασιστικότητα. Κι αυτό είναι

καθοριστικό για την πορεία και τα πορίσματα της έρευνας αλλά και, ιδιαίτερα,

για τους όποιους παραπέρα στόχους. Όμως, ακόμα κι αν δεχτούμε προς στιγμήν

τα πορίσματα αυτά, πως ειδικά το πολυτονικό αναπτύσσει τις όποιες δεξιότητες

του παιδιού, είναι εντελώς διαφορετικό θέμα η αξιοποίηση των πορισμάτων

αυτών σε επίπεδο σχολικής πράξης, σε επίπεδο υποχρεωτικής εκπαίδευσης,

όπου τον λόγο τον έχει η ψυχοπαιδαγωγική –αν αγνοήσουμε δηλαδή και πάλι τη

γλωσσολογία.

Επίσης, αν δεχτούμε, ξαναλέω, τα πορίσματα της έρευνας και πούμε ότι ο κ.

Τσέγκος ανακάλυψε ένα φάρμακο, μήπως θα ’πρεπε, επιστήμονας άνθρωπος,

γιατρός, να περιμένει λίγο προτού βγει στη γύρα, να ελέγξει για τυχόν

παρενέργειες μακροπρόθεσμα; Προσωπικά, με όσα κατά καιρούς έχω εκθέσει

για το θέμα, θα έλεγα ότι σε μια τέτοια περίπτωση, αν ίσως ευρέθη όντως

αντιγριπικό, φοβάμαι ότι είναι καρκινογόνο –αυτό τουλάχιστον μας δείχνει μέχρι

τώρα η ιστορία της εκπαίδευσης κοντά δύο αιώνων.

Το στημένο παιχνίδι

Όμως η έρευνα-στοίχημα ήταν σαφώς αγώνας ιδεολογικός, μάλιστα λυσσαλέος,

όπως μαρτυρείται άμεσα από τον εμπνευστή της έρευνας, από τα λίγα που

είδαμε εδώ, από τα πολλά που λέει στο βιβλίο του, στις συνεντεύξεις του, ή σε

εκπομπές και ημερίδες της Εκκλησίας, αλλά και όπως μαρτυρείται έμμεσα, από

το ύφος πια με το οποίο τα λέει, ύφος και λεξιλόγιο που δείγματά τους είδαμε

στο προηγούμενο.

Παραταύτα, το μείζον δεν είναι αυτό, ακόμα και οι ιδεολογικοποιήσεις δηλαδή,

ούτε κι ο λυσσαλέος χαρακτήρας. Το μετερίζι όμως είναι μείζον.

Page 8: κριτική στον τσέγκο   γ. χάρης

Η ομάδα λοιπόν των «πολυτονικών» που πήγε και βρήκε ο Τσέγκος είναι ομάδα

«προσκόπων», παιδιά που θέλησαν να μάθουν ή τα στείλαν οι γονείς τους, καλά

να μάθουν πολυτονικό κι αρχαία, αλλά πού; Στην Ελληνική Αγωγή!

Έστιν ουν Ελληνική Αγωγή, σύλλογος, σωματείο ή κάτι τέτοιο, που διευθύνεται

από τον γνωστό εσχάτως εκπρόσωπο του ΛΑΟΣ Άδωνι Γεωργιάδη, από ετών

αφρισμένο ρήτορα πολύωρων εκπομπών στα διάφορα παρακάναλα, ετυμολόγο

τού τύπου «η αλς [η αρχαία θάλασσα] είναι λέξη ηχοποίητη, επειδή η θάλασσα

ακριβώς κάνει αλς, αλς», και το πέλαγο ομοίως, γιατί κάνει κάτι σαν πλ, πλ

(συγνώμη, αυτό δεν το συγκράτησα καλά), πλάι δηλαδή ή, άντε, ένα μόλις

βήμα δώθε από τους ευθέως ουφολόγους Λιακόπουλο και σία. Και με εξέχουσα

διδασκάλισσα την κυρία Τζιροπούλου-Ευσταθίου, γνωστή κι αυτήν από τις ίδιες

εκπομπές και από πλούσιο, τέτοιου επιπέδου συγγραφικό έργο.

Δηλαδή, από ένα ευρύτατο φάσμα ιδεολογικών απόψεων και χώρων, από την

αριστερά ώς τη δεξιά, και από ένα ευρύτατο φάσμα επιστημονικών απόψεων

και χώρων, ο κ. Τσέγκος ούτε στάθηκε ούτε άγγιξε. Πήγε με ζήλο αμέσως

παραδίπλα, στο άλσος και τα τεμένη τού παρα-, της παραεπιστήμης και της

παραετυμολογίας, στα παρακάναλα με τα θολά νερά τους, θολά όσο να μη

φαίνεται από τη μια η απουσία ίχνους επιστήμης, από την άλλη η παρουσία ίσα

ίσα ιδεολογίας, χρώματος αυστηρά συγκεκριμένου.

Εκεί έτρεξε να μάθει γράμματα, αφού δήλωσε αρχικά ανίδεος, ο κ. Τσέγκος, και

την εν λόγω διδασκάλισσα ειδικά ευχαριστεί στο βιβλίο του, με μιαν άλλη

ακόμα, «με τις οποίες συνεννοηθήκαμε αμέσως» γράφει, «χωρίς να χρειασθεί

να ανταλλάξουμε ιδεολογικοπολιτικά επισκεπτήρια».

Εμείς όμως, από κάποια όρια και πέρα, ανταλλάσσουμε, υποχρεωτικά.

Για να τελειώνουμε: μολονότι έχει μεγάλη σημασία ότι το πολυτονικό δεν το

στηρίζουν –για λόγους επιστημονικής ουσίας και όχι πρακτικούς– ακόμα και

συντηρητικοί γλωσσολόγοι όπως ο Μπαμπινιώτης, υποστηρίζεται οπωσδήποτε

από ευρύ φάσμα ανθρώπων, από τη δεξιά ώς την αριστερά.

Ε, πέρα από κάποια όρια, πολιτικά και επιστημονικά, διάλογος δεν νοείται.