ΡΙΤΣΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

6
Τασούλα Καραγεωργίου Το «Αρχαίο Θέατρο»του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη»:μια υπόγεια σχέση 1 Τασούλα Καραγεωργίου Το «Αρχαίο Θέατρο» του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη». Μια υπόγεια σχέση το ολιγόστιχο «Αρχαίο Θέατρο» από τη συλλογή Μαρτυρίες του 1963, με το οποίο ασχολείται το παρόν μικρό δοκίμιο, εντοπίζεται το δείγμα μιας ποιητικής ολότελα διαφορετικής από εκείνη την οποία έχουμε συνηθίσει στις μεγάλες ποιητικές συνθέσεις του Γιάννη Ρίτσου: μικρής έκτασης το ποίημα, αφηγηματικού χαρακτήρα, πυκνό όμως στη γραφή και στη δομή του, μοιάζει σα να βρίσκεται στον αντίποδα της άλλης ποιητικής δημιουργίας του, όπου κατά κανόνα κυριαρχεί ένας καταιγισμός εικόνων συνθεμένων κατά κανόνα από τα φτωχά υλικά του μικρόκοσμου της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων. ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΣΡΟ Όταν, κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου, νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι, έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού: το θαυμασμό δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του ή για να δοκιμάσει την ηχητική του χώρου. Απέναντι, πάνω απ τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε- η ελληνική ηχώ που δεν μιμείται ούτε επαναλαμβάνει μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο την αιώνια ιαχή του διθυράμβου. Μαρτυρίες, 1963 Ο νέος είναι ανύποπτος αλλά ωστόσο ωραίος. Διαζευκτική, σχεδόν αντιθετική, η σχέση των δύο αυτών ιδιοτήτων στο ποίημα. Σο σχήμα το ξανασυναντάμε στην Σονάτα του Σεληνόφωτος, εκεί όμως με μια διαφορετική ελαφρώς λειτουργία, με την ωραιότητα δηλαδή να κατοικεί στον παραδείσιο χώρο της μακάριας άγνοιας: Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά- ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα- και λέγοντας ευχαριστώ. 1 Ο νέος βγάζει μια κραυγή που αντιπροσωπεύει τη ζωική του δύναμη ή για να δοκιμάσει την ηχητική του χώρου. Απόπειρες ανάλογες για δοκιμή της ηχητικής του χώρου γίνονται και σήμερα από τους πολυάριθμους επισκέπτες του χώρου, οι οποίοι – ανυποψίαστοι επίσης- ταράζουν την ιερή σιωπή του. Αν ο νέος είναι το ανάλογο ενός αρχαίου υποκριτή που αποσπάται από την ομάδα για να σταθεί στο κέντρο της ορχήστρας, τον χορό εδώ αντιπροσωπεύει μια ζώσα παράδοση αποτυπωμένη στη μνήμη του ιερού χώρου και στην ηχώ των 1 Η σονάτα του Σεληνόφωτος, 1956.

Transcript of ΡΙΤΣΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Page 1: ΡΙΤΣΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τασούλα Καραγεωργίου Το «Αρχαίο Θέατρο»του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη»:μια

υπόγεια σχέση

1

Τασούλα Καραγεωργίου

Το «Αρχαίο Θέατρο» του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη».

Μια υπόγεια σχέση

το ολιγόστιχο «Αρχαίο Θέατρο» από τη συλλογή Μαρτυρίες του 1963, με το

οποίο ασχολείται το παρόν μικρό δοκίμιο, εντοπίζεται το δείγμα μιας ποιητικής

ολότελα διαφορετικής από εκείνη την οποία έχουμε συνηθίσει στις μεγάλες

ποιητικές συνθέσεις του Γιάννη Ρίτσου: μικρής έκτασης το ποίημα,

αφηγηματικού χαρακτήρα, πυκνό όμως στη γραφή και στη δομή του, μοιάζει σα

να βρίσκεται στον αντίποδα της άλλης ποιητικής δημιουργίας του, όπου κατά

κανόνα κυριαρχεί ένας καταιγισμός εικόνων συνθεμένων κατά κανόνα από τα

φτωχά υλικά του μικρόκοσμου της καθημερινής ζωής των απλών ανθρώπων.

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΣΡΟ

Όταν, κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου

θεάτρου,

νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,

έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού: το θαυμασμό

δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε

σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή

ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του

ή για να δοκιμάσει την ηχητική του χώρου. Απέναντι,

πάνω απ τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε-

η ελληνική ηχώ που δεν μιμείται ούτε επαναλαμβάνει

μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο

την αιώνια ιαχή του διθυράμβου.

Μαρτυρίες, 1963

Ο νέος είναι ανύποπτος αλλά ωστόσο ωραίος. Διαζευκτική, σχεδόν

αντιθετική, η σχέση των δύο αυτών ιδιοτήτων στο ποίημα. Σο σχήμα το

ξανασυναντάμε στην Σονάτα του Σεληνόφωτος, εκεί όμως με μια διαφορετική

ελαφρώς λειτουργία, με την ωραιότητα δηλαδή να κατοικεί στον παραδείσιο

χώρο της μακάριας άγνοιας: Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι; Κ η αρκούδα σηκώνεται

πάλι και πορεύεται υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια

της, χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες που τις

ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά- ωραία ακριβώς γιατί είναι

ανυποψίαστα- και λέγοντας ευχαριστώ. 1

Ο νέος βγάζει μια κραυγή που αντιπροσωπεύει τη ζωική του δύναμη ή για να

δοκιμάσει την ηχητική του χώρου. Απόπειρες ανάλογες για δοκιμή της ηχητικής

του χώρου γίνονται και σήμερα από τους πολυάριθμους επισκέπτες του χώρου,

οι οποίοι – ανυποψίαστοι επίσης- ταράζουν την ιερή σιωπή του.

Αν ο νέος είναι το ανάλογο ενός αρχαίου υποκριτή που αποσπάται από την

ομάδα για να σταθεί στο κέντρο της ορχήστρας, τον χορό εδώ αντιπροσωπεύει

μια ζώσα παράδοση αποτυπωμένη στη μνήμη του ιερού χώρου και στην ηχώ των

1 Η σονάτα του Σεληνόφωτος, 1956.

Page 2: ΡΙΤΣΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τασούλα Καραγεωργίου Το «Αρχαίο Θέατρο»του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη»:μια

υπόγεια σχέση

2

κάθετων βουνών. Η έμμεση αυτή αναφορά είναι και η μόνη -υπαινικτική έστω -

που επιτρέπει ένα συμπέρασμα σχετικό με τον συγκεκριμένο τόπο. Πρόκειται

μάλλον για τον ιερό χώρο των Δελφών με τα επιβλητικά μέσα στη

μεγαλοπρέπειά τους κάθετα βουνά. των Φαιδριάδων, που υψώνονται πάνω από

την Κασταλία πηγή και περικλείουν τον χώρο του δελφικού ιερού.

αν τον αρχαίο υποκριτή λοιπόν που στέκεται απέναντι από τον χορό για να

συνδιαλεχθεί μαζί του, έτσι κι ο ανυποψίαστος για τον ρόλο του, νέος του

ποιήματος ανοίγει άθελά του- καθώς ο προεξάρχων ενός φαντασιακού

διθυράμβου- μέσω της απλής κραυγής του, διάλογο με την αρχαία ελληνική

παράδοση, που δίκην διθυραμβικού χορού του αποκρίνεται με μιαν αιώνια ιαχή.

την απλή κραυγή αντιπαρατίθεται η αιώνια ιαχή: αποκαλυπτικές οι δύο σχεδόν

αντιθετικές λεκτικές συζεύξεις, ανοίγουν περιθώρια για πολλαπλές όσο και

ποικίλες αναγνώσεις του ποιήματος.

ύμφωνα με την εμφανέστερη εξ αυτών, η ελληνική ηχώ που δεν μιμείται

ούτε επαναλαμβάνει, είναι το ποιητικό σύμβολο των αναγεννητικών

δυνάμεων του νέου ελληνισμού, ο οποίος στην αναμέτρησή του με τον αρχαίο

δεν αποδεικνύεται υποδεέστερος ούτε και στείρος μιμητής της κληρονομηθείσας

παράδοσης.

Με την ερμηνεία αυτή φαίνεται να συγκλίνει και η άποψη του Ερατοσθένη

Καψωμένου: «Όχι σπάνια στην ποίηση του Ρίτσου διαφαίνεται η συνείδηση του διαχρονικού

χαρακτήρα των ζωικών αξιών, που γεφυρώνουν το νεοελληνικό παρόν με το αρχαίο

παρελθόν, αναδείχνοντας τη συνέχεια και μαζί την αναλογία όχι μίμηση—της

νεοελληνικής κουλτούρας προς την αρχαία<

Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το μυθικό σύμπαν του Ρίτσου σταδιακά

διευρύνεται και πλουτίζεται από το ιστορικό βίωμα, ενσωματώνοντας σε μια διαχρονική

πολιτισμική σύνθεση τον αρχαίο μύθο και τη σύγχρονη πραγματικότητα, τη λόγια και τη

λαϊκή παράδοση, τον πολιτισμό και τη φύση. Αυτή η σύνθεση αρχαίου και νεοελληνικού

μύθου είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία της δημιουργικής προσφοράς του Ρίτσου,

καθώς δεν επέτρεψε, στο μέτρο που του αναλογούσε, να παγιωθεί, σε μια κρίσιμη

περίοδο για το μέλλον του τόπου και του κόσμου, μια δήθεν αυτονόητη διάζευξη

ανάμεσα στην κομμουνιστική ιδεολογία και στην ελληνική πνευματική παράδοση,

διάζευξη που θα ευνοούσε την πολιτισμική αλλοτρίωση των πιο ζωντανών σε κείνη τη

συγκυρία δυνάμεων του ελληνισμού. » 2

Είναι αλήθεια πως ο Ρίτσος, παρά τη στενή ιδεολογική και κομματική σχέση

με τον χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, περιέβαλλε πάντα χωρίς

προκατάληψη με ανυπόκριτη στοργή την ελληνική παράδοση, αγάπησε ίσως

όσο κανείς άλλος ποιητής το Βυζάντιο –ίσως και λόγω της καταγωγής από τη

ζώσα βυζαντινή πραγματικότητα της Μονεμβασιάς-, ενστερνίστηκε όσο κανείς

επίσης με γνήσια συγκίνηση στοιχεία της λαϊκής θρησκευτικότητας--αυτό

μαρτυρούν οι θλιμμένες Παναγίες των ποιημάτων του –και έδωσε με το ποιητικό

του παράδειγμα το στίγμα του αληθινού ποιητή, που ξέρει να τιμά τον πλούτο

2 Ερατοσθένης Καψωμένος, «Παράδοση και πρωτοπορία στο έργο του Ρίτσου», Διεθνές

υνέδριο, Ο ποιητής και ο πολίτης, επιμέλεια Αικατερίνη Μακρυνικόλα, τρατής

Μπουρνάζος, Κέδρος, 2008, σ.403

Page 3: ΡΙΤΣΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τασούλα Καραγεωργίου Το «Αρχαίο Θέατρο»του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη»:μια

υπόγεια σχέση

3

της παράδοσης και της εθνικής του γλώσσας επιδιδόμενος σε μια διαρκή

συνομιλία μαζί της. Αυτό εξ άλλου μαρτυρούν οι μεγαλόπνοες συνθέσεις της

Σέταρτης Διάστασης και με μόνους τους τίτλους τους: Ελένη, Φιλοκτήτης, Αίας,

Φαίδρα, Ισμήνη, Αγαμέμνων, Περσεφόνη, Χρυσόθεμις, Η επιστροφή της

Ιφιγένειας.

Σο θέμα της μυστικής ζωής που εγκατοικεί σε αρχαία ιερά και αγάλματα

συχνότατο στην νεοελληνική ποίηση, από την εποχή του παρνασσικού Παλαμά

(το πνεύμα και στο χώμα λάμπει/ το νιώθω με σκοτάδια μέσα μου παλεύει) μέχρι

την παγίωσή του στον μοντερνισμό του εφέρη, παίρνει μιαν εντελώς

διαφορετική διάσταση στον Καρυωτάκη.

Ποιητής ολότελα διαφορετικού κλίματος ο Καρυωτάκης (1896-1928), έχει κι

αυτός δει τον χώρο ενός αρχαίου θεάτρου ως πεδίο μιας αναμέτρησης της

αρχαίας πολιτισμικής παράδοσης με το νεοελληνικό παρόν. Έτσι, στο ποίημα

«Δελφική γιορτή» από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες του 1928, αντιπαραθέτει

-με τον γνωστό για τον σαρκασμό του καρυωτακικό τρόπο- τον πολιτισμό της

αρχαίας Ελλάδας με εκείνον της νέας Ελλάδας της εποχής του μεσοπολέμου.

Σο ποίημα αναφέρεται στις πρώτες Δελφικές Εορτές, τις οποίες διοργάνωσαν

ο ποιητής Άγγελος ικελιανός με την αμερικανίδα σύζυγό του Εύα Πάλμερ, τον

Μάιο του 1927 στους Δελφούς, και οι οποίες περιελάμβαναν την παράσταση της

τραγωδίας Προμηθέας Δεσμώτης του Αισχύλου, στο αρχαίο θέατρο του ιερού.

Πρόκειται για ένα μεγαλόπνοο όραμα του ζεύγους ικελιανού που απέβλεπε

στην ίδρυση μιας παγκόσμιας αμφικτιονίας με επίκεντρο τον ιερό χώρο των

Δελφών και απώτερο στόχο την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος ως

στοιχείου που εγγυάται μια πανανθρώπινη πνευματική αναγέννηση. Ο

Καρυωτάκης παρακολουθεί την παράσταση, και δημοσιεύει την ίδια χρονιά

μιαν άκρως επαινετική κριτική στο περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη στην οποία

μεταξύ άλλων αναφέρει:

«Η παράστασις, με τη μεγαλοπρέπεια και την ακρίβεια που την εχαρακτήριζε,

ήλθε, έπειτα από αναμονή ετών, σαν ιεροτελεστία, για να εξωτερικεύσει μόνο και να

καθιερώσει μίαν θαυμαστήν ποιητικήν σύλληψιν. Η πρώτη εμφάνισις των ηθοποιών,

με τις κινούμενες —θα ‘λεγε κανείς— από εντατικήν έκφραση μάσκες, ήταν αληθινή

αποκάλυψις. Μιλούσαν από τα βάθη των αιώνων, υπό τας Φαιδριάδας, οι παθητικοί

θεοί των Ελλήνων. Και ό,τι έλεγαν έμοιαζε πολύ ανθρώπινο, γιατί απηχούσε βαθιά

στον ιερό βράχο και στην ψυχή μας».

Έρχεται όμως το ποίημα «Δελφική γιορτή», δημοσιευμένο το επόμενο έτος

στην ενότητα Σάτιρες για να αποκαλύψει με την ανατρεπτική του αλήθεια, αυτή

στην οποία μόνον υποκλίνεται η ανυπότακτη φύση ενός πραγματικού ποιητή :

ΔΕΛΦΙΚΗ ΕΟΡΣΗ

τους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δυό Ελλάδων.

Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων.

Lorgnons, Kodak, operateurs, στου Προμηθέα τον πόνο

έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.

Ένας λυγμός εκίνησε τ ‘ ἀπίθανα αυτά πλήθη.

Κι όταν, χωρίς να πέση η αυλαία, η ομήγυρις διελύθη,

τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκεί πέρα

σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα...

Ελεγεία και Σάτιρες, 1928

Page 4: ΡΙΤΣΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τασούλα Καραγεωργίου Το «Αρχαίο Θέατρο»του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη»:μια

υπόγεια σχέση

4

Με τον Καρυωτάκη λοιπόν εγκαινιάζεται μια νέα ποιότητα στην σχέση της

νέας με την αρχαία ποίηση, που παίρνει τον χαρακτήρα μιας δοκιμασίας του

αρχαίου με τον νέο Ελληνικό κόσμο από την οποία κατά κανόνα ο δεύτερος

βγαίνει πάντα από χέρι χαμένος.

Ο κοινός σκηνικός χώρος των δύο ποιημάτων (του Ρίτσου και του

Καρυωτάκη) οδηγεί σε μια συγκριτική τους εξέταση από την οποία προκύπτουν

τα εξής: και τα δύο ολιγόστιχα ποιήματα έχουν ως σκηνικό τους χώρο ένα

αρχαίο θέατρο και τα δύο έχουν στον πυρήνα τους τη σχέση νεοελληνικού

παρόντος με το αρχαιοελληνικό παρελθόν

Εκτός από τις εμφανείς ομοιότητες, αξίζει ωστόσο να παρατηρήσει κανείς

αξιοπρόσεκτες πράγματι αναλογίες: Σου διθυράμβου στο ποίημα του Ρίτσου (που

παραπέμπει στο αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα το αφιερωμένο στον Διόνυσο,

που ως γνωστόν απετέλεσε τον πυρήνα γένεσης του αρχαίου δράματος) και του

Προμηθέα στο ποίημα του Καρυωτάκη (πρόκειται για αναφορά στον ήρωα της

ομώνυμης τραγωδίας του Αισχύλου, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το

1927 ). Σα απίθανα πλήθη και ο ανύποπτος νέος είναι ένα ακόμη σχετικό ζεύγος.

Αναλογικό επίσης ζεύγος είναι ο λυγμός του Καρυωτάκη και η κραυγή του

Ρίτσου.

Η πιο εντυπωσιακή αναλογία όμως αφορά την κοινή αναφορά στην ηχώ του

χώρου: Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιδριάδων (Καρυωτάκης) και

πάνω απ’ τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε (Ρίτσος).

Πιο δυσδιάκριτη και επιδεκτική αμφισβήτησης είναι μια ακόμη αναλογική

σχέση, που μπορεί να εντοπίσει κανείς, μόνον αν ασκηθεί να βλέπει και στο

ημίφως των ποιημάτων. Αφορά τον γυπαετό του Καρυωτάκη, και την αιώνια ιαχή

σε ένα ύψος απροσμέτρητο στο ποίημα του Ρίτσου.

Θα μου επιτρέψετε εδώ να κάνω μια μικρή παρέκβαση για να διατυπώσω τη

βάσιμη κατά τη γνώμη μου υπόνοιά μου, πως στο «Αρχαίο Θέατρο» του Ρίτσου

υπόκειται, όπως σε ένα παλίμψηστο χειρόγραφο, η «Δελφική Γιορτή» του

Καρυωτάκη και πως είναι πολύ πιθανόν με δεδομένη τη υπόγεια σχέση του, με

την καρυωτακική ποίηση, ο Ρίτσος να οδηγήθηκε, στο συγκεκριμένο ποίημα,

από τη μαγική επενέργεια μιας δημιουργικής κρυπτομνησίας.

Εξ άλλου έντονες είναι οι οφειλές της πρώιμης ποίησης του Ρίτσου στον

Καρυωτάκη. την πρώτη του μάλιστα ποιητική συλλογή (Τρακτέρ, 1930-1934), ο

Ρίτσος του αφιερώνει το ποίημά του «Ποιητές». Η εντυπωσιακή αλήθεια είναι

πως όλοι οι νεοέλληνες ποιητές έχουν στο βάθος της ψυχής τους έναν

Καρυωτάκη.

Η επισήμανση ομοιοτήτων και αναλογιών επιτρέπει να αναδειχθούν και οι

εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διαφορές ώστε η σύγκριση των δύο κειμένων να

γίνει με όρους αναζήτησης της διαλεκτικής τους αλήθειας.

Θεμελιακή διαφορά συνιστά ο τρόπος πραγμάτευσης του κοινού θέματος: το

ποίημα του Καρυωτάκη έχει έντονο επικαιρικό χαρακτήρα, που το φέρνει στα

όρια της δημοσιογραφικής ανταπόκρισης από την οποία εν τέλει απομακρύνεται

με τους έξοχους για την ποιητική λειτουργικότητά τους τελευταίους στίχους.

Αντίθετα, στο ποίημα του Ρίτσου κυριαρχεί μια απροσδιοριστία του χώρου και

παράλληλα μια αόριστη αναφορά στο κεντρικό του πρόσωπο (εξαντλείται σε

Page 5: ΡΙΤΣΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τασούλα Καραγεωργίου Το «Αρχαίο Θέατρο»του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη»:μια

υπόγεια σχέση

5

ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό του νέου: είναι ωραίος και σε ένα οιονεί

εσωτερικό: είναι ανύποπτος).

Σο μεγαλύτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφορετική στάση των δύο

ποιητών.

Για τον Καρυωτάκη το νεοελληνικό παρόν, στην προσπάθειά του αναβίωσης

του αρχαιοελληνικού μεγαλείου, οδηγείται σε μια θλιβερή παρωδία, άξια μόνον

του γνώριμου καρυωτακικού σαρκασμού: Lorgnons, Kodak, operateurs3, στου

Προμηθέα τον πόνο /έδωσαν ιδιαίτερο, γραφικότατο τόνο.

Η ποιητικά τολμηρότατη χρήση των ξένων λέξεων (Lorgnons∙ γυαλιά που

συγκρατούνται στη μύτη με ένα ελατήριο, Kodak∙ φωτογραφικές μηχανές,

operateurs∙ κινηματογραφιστές), η οποία μάλιστα συντελεί στο να φαίνεται ο

Καρυωτάκης του 1928 περισσότερο “μοντέρνος” από τον Ρίτσο του 1963, είναι

και ένα έμμεσο σχόλιο για το σύμπτωμα της γλωσσικής αλλοτρίωσης που

καθιστά επιφανειακή κάθε νεοελληνική επικοινωνία με το μεγαλείο της

ποίησης του Αισχύλου. Σο ίδιο μοτίβο αναμέτρησης, με διάχυτη όμως

μελαγχολία στη θέση του πικρού σαρκασμού, θα συναντήσουμε και στο ποίημα

του Γιώργου εφέρη «Ασίνην τε<»: …κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο

που παρασέρνει / ο χείμαρρος του ήλιου με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη

θλίψη<.

τον Ρίτσο αντίθετα μια ιδεολογικά φορτισμένη αισιόδοξη οπτική

αντιμετωπίζει με αυτοπεποίθηση και όχι με αίσθημα μειονεξίας το νεοελληνικό

παρόν, καθώς θέλει την ελληνική ηχώ να μη μιμείται ούτε να επαναλαμβάνει,

αλλά να συνεχίζει την αιώνια ιαχή του διθυράμβου σε ύψος απροσμέτρητο. Αυτά

όμως σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Γιατί σε ένα δεύτερο, λανθάνει και μια

άλλη προσέγγιση, καθώς θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως το

απροσμέτρητο ύψος είναι αυτό που υπερβαίνει τα συνήθη μέτρα. Είναι το ύψος

ενός πολιτισμού που έρχεται από τα βάθη των αιώνων και συνεχίζει τη μυστική

ζωή του παρά την πεζότητα και άγνοια, οι οποίες χαρακτηρίζουν το παρόν. Να

υπάρχει άραγε έμμεση και ασυνείδητη αναφορά στη φτώχια του νεοελληνικού

παρόντος; Είναι δεκτικό και σε μια τέτοια ανάγνωση το ποίημα; Μετέωρα

ερωτήματα που μπορούν να προκαλέσουν ενδιαφέρουσες αναζητήσεις. Θα

προσθέσω σ’ αυτά ένα ακόμη: γιατί ο Ρίτσος τοποθετεί την αιώνια συνέχεια σε

μια διθυραμβική ιαχή; Γιατί ένα άσμα αφιερωμένο στον Διόνυσο να αντηχεί

αιώνια σε ένα τόπο που σήμα του είναι η απολλώνια γαλήνη; Μήπως επειδή

αυτό που αιώνια εν τέλει μένει είναι η ζωική δύναμη, η γονιμοποιός της κάθε

αναγέννησης;

Σο βέβαιο είναι πως στο ποίημα αυτό ένας στρατευμένος ποιητής υπερβαίνει

τα ιδεολογικά σύνορα, αποδέχεται περήφανα το νεοελληνικό του πρόσωπο,

επιδεικνύει χωρίς αίσθημα μειονεξίας την εθνική του ταυτότητα και δίνει στην

ελληνικότητα -- που η αναζήτηση της διαπέρασε το σύνολο του έργου της γενιάς

του ‘30-- μια διάσταση ζωογόνο και αναγεννητική καθώς την ενωτίζεται στη

μεγαλειώδη ηχώ των κάθετων βουνών που αγέρωχα υψώνονται πάνω από το

ιερό μνημείο.

3 Και οι τρεις ξένες λέξεις προφέρονται, κατά τη γαλλική προφορά, τονισμένες στη

λήγουσα

Page 6: ΡΙΤΣΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ

Τασούλα Καραγεωργίου Το «Αρχαίο Θέατρο»του Ρίτσου και η «Δελφική Γιορτή του Καρυωτάκη»:μια

υπόγεια σχέση

6