ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

16
ΥΩΣΗ ΑΓΓΟΤΛΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ` ευχαριστώ Νησάκι μου ολοπράσινο, ανθοπλήμμυρο, μυρολουσμένο, φιλόξενο, μυριόχαρο και πολυαγαπημένο, σ` ευχαριστώ και σ` αγαπώ και δεν ξεχνώ πως μούγινες μητέρα της ορφάνιας μου, πατρίδα του ξενιτεμού μου, και κοίμισες τον πόνο μου, μες στ` άνθια σου και μούδωσες το χάδι της παρηγοριάς, στις νύχτες του καημού μου. Και τώρα, ιδές, όπως κεντά το σκίνο η Χιωτοπούλα για να δακρύσει τ` ακριβό κι ευωδιαστό μαστίχι, όμοια κι η σκέψη μου, κεντά το σκίνο της αγάπης μου, για να κυλήσουν μιας βαθιάς ευγνωμοσύνης δάκρυα , και να σου γίνουν στίχοι. τη μάννα Μανούλα, τα μωρά θα πεθάνουν στις κούνιες τους. Θα σκοτωθούν οι έφηβοι άδικα. Θα μαραθούν τα λουλούδια στις γλάστρες κι εσύ, να μην περιμένεις να πραγματοποιήσεις κανένα σου όνειρο Αυτόείναι Πόλεμος. Μόνο η ψυχή σου Χρόνια και χρόνια η φυλακή, σε παίδεψε η στρίγγλα. Αφ` το χλωμό σου πρόσωπο το γέλιο έχει σβηστεί, μόνο η ψυχή σου ξάγρυπνη κι ολόρθη σε μια βίγλα, δε λέει να κουραστεί. Γιόμισε νύχτα το κελί αφ` τον μικρό φεγγίτη, κι εσύ, ούτε το κατάλαβες. Που νάχεις ξεχαστεί; Ποιες σε τραβούνε ξωτικές, παράξενε εραστή; Σαν τι να οραματίζεσαι μαρτυρικέ προφήτη; Επιστροφή Νάμαι, ξανάρθα πίσω. Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά

Transcript of ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

Page 1: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

ΥΩΣΗ ΑΓΓΟΤΛΕ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

` ευχαριστώ

Νησάκι μου ολοπράσινο, ανθοπλήμμυρο, μυρολουσμένο,

φιλόξενο, μυριόχαρο και πολυαγαπημένο,

σ` ευχαριστώ και σ` αγαπώ και δεν ξεχνώ πως μούγινες

μητέρα της ορφάνιας μου, πατρίδα του ξενιτεμού μου,

και κοίμισες τον πόνο μου, μες στ` άνθια σου και μούδωσες

το χάδι της παρηγοριάς, στις νύχτες του καημού μου.

Και τώρα, ιδές, όπως κεντά το σκίνο η Χιωτοπούλα

για να δακρύσει τ` ακριβό κι ευωδιαστό μαστίχι,

όμοια κι η σκέψη μου, κεντά το σκίνο της αγάπης μου,

για να κυλήσουν μιας βαθιάς ευγνωμοσύνης δάκρυα ,

και να σου γίνουν στίχοι.

τη μάννα

Μανούλα, τα μωρά θα πεθάνουν στις κούνιες τους.

Θα σκοτωθούν οι έφηβοι άδικα.

Θα μαραθούν τα λουλούδια στις γλάστρες

κι εσύ, να μην περιμένεις

να πραγματοποιήσεις κανένα σου όνειρο�

Αυτό� είναι Πόλεμος.

Μόνο η ψυχή σου

Χρόνια και χρόνια η φυλακή, σε παίδεψε η στρίγγλα.

Αφ` το χλωμό σου πρόσωπο το γέλιο έχει σβηστεί,

μόνο η ψυχή σου ξάγρυπνη κι ολόρθη σε μια βίγλα,

δε λέει να κουραστεί.

Γιόμισε νύχτα το κελί αφ` τον μικρό φεγγίτη,

κι εσύ, ούτε το κατάλαβες. Που νάχεις ξεχαστεί;

Ποιες σε τραβούνε ξωτικές, παράξενε εραστή;

Σαν τι να οραματίζεσαι μαρτυρικέ προφήτη;

Επιστροφή

Νάμαι, ξανάρθα πίσω.

Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά

Page 2: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

μα πριν σας τραγουδήσω,

που ειν’ τα κρίνα;

Που είν’ τα γιασεμιά;

Έχω μια θλίψη να κοιμίσω.

Θα φύγω

Για ένα ταξίδι θα φύγω - ποιος το ξέρει;

Μ` ένα καράβι; με φτερά πουλιού; μ` ένα μαχαίρι; ������������������������

Κι αν είναι οι νύχτες όμορφες πολύ και το νησί μου

στις μυρωδιές του Γιασεμιού και του Διατσίντου είναι λουσμένο,

τόσο πολύ με πίκραναν κι οι ξένοι κι οι δικοί μου,

που εγώ δεν έχω ν` αγαπώ τίποτα εδώ και να προσμένω.

Γαλήνη

Κάρμα μπουνάτσα. Με καθρέφτη

μοιάζει ο γιαλός που εγαληνέφτη

και μήτε μια ζαρωματιά

δεν βλέπει η πένθιμη ματιά,

στο γαλαζί κρουστάλλι ως πέφτει.

Κρίμα που δεν μπορεί να γίνει

και στην καρδιά μου έτσι γαλήνη.

Σο μνήμα

Στο Κοντάρι τ' αμμόσπαρτο

στις φουρτούνες, το κύμα

με πανώριο αφροστέφανο

στεφανώνει το μνήμα,

δυο ηρώων που πέφτανε

όταν γύρω κρότοι

κανονιών εσημαίνανε

μια ανάσταση, πρώτοι.

Κι είν' το μνήμα πεντάφτωχο,

τέτοιο βιος που κρατάει

κι αν κανείς δεν το νοιάζεται

ο καιρός το χαλάει.

Κι αν για μας σκοτωθήκανε,

τώρα μεις τους ξεχνάμε

κι αν απάνω στο μνήμα τους

ούτε λούλουδα πάμε,

Page 3: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

στο Κοντάρι τ' αμμόσπαρτο,

στις φουρτούνες, το κύμα

το λευκό του αφροστέφανο

φέρνει στ' άγιο τους μνήμα.

Ασμάρα

Είμαι πάνω στα σύννεφα, κρατώ εντελβάις.

Ο Ήλιος φωνάζει: «Γκρέκο, καντάρε».

Σου γράφω απ` την Ασμάρα:

- Έχετε την πιο πλούσια πεδιάδα.

Αν μαζέψω τις ομορφιές της πατρίδας σου,

Θα `χω ένα υπέροχο όνειρο.

Μην αφήνεις λοιπόν την αγάπη σου

μοναχή σε μια γόνδολα.

Τα κανάλια πλανεύουν.��������������...

Αν θα πας για τον πόλεμο, να περάσεις Τζιοβάνι,

να σου δώσω τ` απομεινάρια του Τζιώρτζιο.

Είναι λίγες επιστολές και οι δυο του αγαπημένες φωτογραφίες.

Τις κοιτάζω, μου χαμογελά η γυναίκα.

Μου γελά το μικρό κοριτσάκι, μου γελά κι ο μπαμπίνος.

Μήπως ξέρουνε τίποτα; Μήπως μάθανε πως τον έθαψα;

Και τον έθαψα με ορθάνοιχτα μάτια.���������..

Επροσπάθησα να τα κλείσω, αλλά, ήτανε πεισμωμένα...

Ύστερα, σκούπισα τους αφρούς απ` τα χείλη του.

Τα δικά μου τα δάκρυα, δεν τα σκούπισα.

Γεια σου.

Σο στίγμα

Σ` έναν νεαρό φασίστα που βρέθηκεσκοτωμένος,

πάνω σε μια Ρούσσικη χιονισμένη στέππα

Και μέσ` στα χιόνια, θησαυρούς

το άρπαγο μάτι βλέπει;

ξανθέ φονιά, τι σ` έφερε

σ` αυτήν εδώ τη στεππη;

Page 4: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

Μέσα στη νύχτα, φονικό

ποιανού έστηνες καρτέρι;

Ποιος σ` έβλαψε τόσο μακριά;

Ποιόν ξέρεις; Ποιος σε ξέρει,

εδώ που χρόνια εμόχθησε

το εργατικό το χέρι

να χτίσει την καλύβα του

και μια ζωή να φτιάσει;

Νυχτερινέ διαγουμιστή,

πως θες να σε δικάσει,

το χέρι αυτό που του γκρεμνάς,

ότι από χρονιά χτίζει;

Ποια καταδίκη στο φονιά

και στο φασίστα αξίζει;

Τώρα φωλιάζουν στο άσαρκο

κρανίο σου σκοτάδια,

κι αφ` της φυλής σου τα όνειρα,

είναι τα στήθια σου άδεια.

��������������

Κι ίσως μια μάννα, ένα παιδί!

κάπου να σε προσμένει,

μα εσύ, θα μένεις πάντοτε

ξένος σε χώρα ξένη

κι η μνήμη σου που της ζωής

το νόημα θα λερώνει,

θάναι ένα στίγμα, ένας λεκές,

μέσ` στο κατάσπρο χιόνι�

Αφρόκρινα

Το Εριντάν ορθόπλωρον

όργωνε το γαλάζιο κάμπο

τον ανθισμένο αφρόκρινα

κι αν ήταν το ταξίδι μας,

ταξίδι σκλάβων ή όχι,

δε μ` ένοιαζε, δεν τόκρινα.

Στην πλώρη στέκουμουν ορθός

Page 5: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

και κοίταζα το τέρμα

τη δύση που ήταν κόκκινη

σα να τη βάψαν μ` αίμα

κι αν ήταν το αίμα της ζωής

που τη μαχαίρωναν ανθρώποι,

την ώρα αυτή δεν τόκρινα

τι `ταν για μας σκληρή η ζωή

και ξένοι γύρω οι τόποι

και το Εριντάν ορθόπλωρον

όργωνε το γαλάζιο κάμπο

τον ανθισμένο αφρόκρινα.

Όλα με τη γλώσσα της χαράς

-- Το πιοτί του πόνου που πονώ

σε κερνώ, ψυχή, για να μεθύσεις

-- «Τ' άλικα τα ρόδα στο βουνό

στο χλομό ξεψύχισμα της δύσης,

τ' αυγινό που δίνει το φιλί

απαλά στη μάγισσα την πλάση,

η γλυκιά του ήλιου ανατολή

που ξυπνά τ' αηδόνια μεσ' τα δάση,

η σα ρόδου φύλλον απαλή

η γλυκιά, η ασύγκριτή μου αγάπη

που σκορπά το φως της και διαλεί

μεσ' από τη σκέψη μου τα θάμπη,

κι όλα τ' αστρανάματα μαζί

κι όλα τα τραγούδια των κυμάτων

κι ό,τι υπάρχει ακόμα κι ό,τι ζει

έξω από τη νάρκη των μνημάτων,

όλα με τη γλώσσα της χαράς

με καλούν να ζήσω, μα ώ, τι κρίμα

-άμοιρη ψυχή, μη σπαρταράς-

κάτι με τραβά σε κάποιο μνήμα».

Του πιοτού του πόνου που πονώ

-στην υγειά του κόσμου που θ' αφήσεις-

πιες και το ποτήρι το στερνό

άμοιρη ψυχή, για να μεθύσεις

Page 6: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

τοιχειωμένη νύχτα

Τι καταραμένη νύχτα... στοίχειωσε κι η πόλη λες,

και στα ρημαγμένα σπίτια και στις άνανθες αυλές,

τα στοιχειά γλεντοκοπώντας, κρουταλούν τις πόρτες τους,

σαν φασίστες που περνούνε και χτυπούν τις μπότες τους.

Πάνω αφ' του σπιτιού τη στέγη, μ' ένα καύκαλο μωρού

πεθαμένου από την πείνα, φτιάχνει η Φρίκη μια μπουρού,

και φυσά και ζωντανεύει των πνιγμένων τις λαχτάρες,

τ' αγκομαχητά των γέρων, των μανάδων τις κατάρες,

και φυσά, κι από τη νύχτα που την έθαψε το χιόνι,

πιότερο η ψυχή στης Φρίκης τους αλαλαγμούς παγώνει.

Τα γυμνά κλαριά των δέντρων τρίζουν και στενάζουνε,

κι οι τριγμοί τους μες στη νύχτα με βλαστήμιες μοιάζουνε.

Τι καταραμένη νύχτα... Στοίχειωσε κι η πόλη λες,

κι απ’ τα κλειδωμένα σπίτια κι απ’ τις έρημες αυλές

άκουσε< σφυριές χτυπάνε, μακρινές και ρυθμικές,

σαν να σπάζουν αλυσίδες, σαν ν’ ανοίγουν φυλακές.

Ναγκασάκι

Ε, Τσάρλυ, τραβήξου από τον ήλιο.

Σήμερα, έπεσε η Ατομική...

Σήμερα, στα λιμάνια,

οι σωματέμποροι κι οι πορτοφολάδες

μπορούν να περηφανεύονται

που δεν έγιναν εφευρέτες...

Σήμερα, θα μπορούσε να λέει στην προσευχή της,

μια πόρνη:

"Θεέ μου, σ' ευχαριστώ,

που δεν γέννησα...".

Περιμένει

Το πλοίο περιμένει<

Γιατί την τελευταία στιγμή κοντά μου να φανείς

Δε θα μ’ αποχαιρέταγε σαν θα’ φευγα κανείς

και θα’ φευγα αδιάφορος σαν από χώρα ξένη

Μα τώρα με τον τόπο αυτόν κάποια φιλία με δένει

και τα δεσμά μου είν’ όμορφα και να τα σπάσω δεν μπορώ

κι ενώ να μείνω θα’ θελα πολύ, κοντά σας να χαρώ

Το πλοίο περιμένει<

Page 7: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

Μην πεις

Καλώς την που την πρόσμενα χρόνια και χρόνια τώρα,

κοντά σου θέλω να με βρει του χινοπώρου η μπόρα.

Μείνε, καλή μου, κάνε μου λιγάκι συντροφιά,

κι όταν χωρίσουμε, μην πεις απάνω μου πως είδες,

σημάδια από του σταυρωμού τα σουβλερά καρφιά,

και μελανιές αφ’ τις βαριές των σκλάβων αλυσίδες.

Πρωτοβρόχι

Το πρωτοβρόχι ξέπλυνε

τους τάφους απ’ τη σκόνη.

Νανούρισε στη στέγη μας

τη θλίψη ν’ αποκοιμηθεί

και σκόρπισε τις σκέψεις μου

σαν τ’ άχερα στ’ αλώνι.

Σ’ ευχαριστώ βροχούλα μου

που ανάδεψες τη φτέρη,

και του χινόπωρου η καρδιά

ανασκίρτησε τα ρίγη.

Είναι γλυκιές οι ανάμνησες

σαν η χαρά έχει φύγει.

Ραμπάμπα

Άκου, περνάνε τα ταμ-ταμ, με συνοδεία ραμπάμπας.

Σοφέ, που σ’ αποτύφλωσε το λίγο φως της λάμπας,

τίναξε απ’ τα γένια σου της έρευνας τη σκόνη,

κι άντε ξοπίσω τους κι εσύ, στο δάσος που στοιχειώνει,

να δεις το αμέρωτο στοιχειό, την πιο γλυκιά σου πλάνη,

που απόψε μέσα στων πυρσών τις φλόγες θα πεθάνει.

Οι παπαρούνες

Eνα μπουκέτο παπαρούνες, φτιαγμένες από σύρματα και φλος,

αναστατώσαν την ψυχή μου.

Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θολός κι έπεσε φως μεσ' στο κελί μου.

Ενα μπουκέτο πυρκαγιές, ένα μπουκέτο χείλη,

ένα μπουκέτο ροδαμνιές, σε τροπικό ένα δείλι.

Μα πούναι η αγάπη; Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμα

Page 8: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

και στο κελί μου φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές.

Κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές

και στάζουν αίμα.

ΣΑΤΡΟΙ

Τόσοι σταυροί που στήθηκαν

τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,

εμάς μονάχα με σταυρούς

μπορούν να μας μετρούνε.

Σταυροί, παντού σταυροί.

Είμαστε "οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι".

Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε.

Τα σπίτια μας καπνίζουνε

πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε

ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα

και στήνουμε σημάδια και περνούμε.

Σταυροί, παντού σταυροί.

Νανούρισμα

Νάνι γλυκέ μου αυγερινέ, της μέρας π' ανατέλλει,

που στάζουν τα λογάκια σου, μεσ' στην καρδιά μας μέλι.

Νάνι που σε βυζαίνουνε λεύτερης μάνας κόρφοι,

και φέγγεις μεσ' στα στήθια της σαν διαμαντένιο γκόρφι.

Αμύριστο φουλάκι μου, ζεστή φωλίτσα γίνου,

για τ' όνειρο του γιασεμιού και τη χαρά του κρίνου.

Κοιμήσου. Ο κόσμος σ' αγαπά κι έχει σ' Εσέ πιστέψει,

και δεν θ' αφήσει το βραχνά, το γέλιο να σου κλέψει.

(Γκόρφι ή γκόλφι είναι το φυλαχτό (εγκόλπιο). Το φουλάκι είναι λουλούδι, το φούλι,

ένα είδος γιασεμιού).

Αλλάξτε τη μοίρα σας

Αβουλος μη σταθείς στιγμή μπρος στης ζωής τη στράτα

κι είν' όμορφα τα γηρατειά κι είναι γλυκά τα νιάτα.

Page 9: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

Χιλιόγλωσση είν' η προσευχή κι έχει απ' τα χρόνια πια γεράσει

κι όμως ως του θεού τ' αφτιά ποτέ δεν έχει φτάσει.

Τίποτα – Τίποτα καλό σε σας δεν έχουν δώσει

όσοι σοφοί κι αν πέρασαν και παντογνώστες και μεγάλοι.

Ποιον περιμένετε ναρθεί; Ποιον καρτερείτε να σας σώσει;

Εσεις οι ίδιοι με τα χέρια σας

με το μυαλό σας, με την πράξη,

αν δεν αλλάξετε τη μοίρα σας,

ποτέ της δεν θ' αλλάξει.

ΜΠΙΡ ΦΑΚΙΜ

Αντιφασίστες Έλληνες, το προσκλητήριο να γενεί

χωρίς κανένα σάλπισμα, με σιγανή φωνή.

Τα ελληνικά σαλπίσματα, αντιφασίστες σαλπιχτές,

για τους νεκρούς του Μπιρ Χακίμ γνώριμα τόσο που ’ναι,

μέσα σ' αυτή την έρημο δεν πρέπει ν' ακουστούνε·

μη σηκωθούνε κι οι νεκροί συντρόφοι μας και τρέξουνε,

γιατί δεν πρέπει ο βωμός της άγιας τους θυσίας

τόπος της εξορίας πως έγινε να δούνε.

Αντιφασίστες Έλληνες το προσκλητήριο να γενεί

χωρίς κανένα σάλπισμα με σιγανή φωνή·

μην τύχει και ξυπνήσουμε, μέσα στην άναστρη βραδιά,

τους Έλληνες συντρόφους μας, που γαληνά κοιμούνται

αγκαλιασμένοι αδελφικά με τους φρουρούς του Μπιρ Χακίμ,

του ήρωα γαλλικού λαού αθάνατα παιδιά.

Αντιφασίστες Έλληνες, το προσκλητήριο να γενεί

χωρίς κανένα σάλπισμα, με σιγανή φωνή.

ΠΟΤΕ;

Ταξίδι παν οι σκέψεις μου με τ’ αφρισμένα κύματα

Του γυρισμού σου τα γλυκά πότε ν’ ακούσω βήματα

Χρυσέ μου πού’ σουν πάντοτες καλός κι ανοιχτοχέρης,

Σαν έρτεις απ’ την ξενητιά, τι δώρα θα μας φέρεις;

Page 10: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

ΑΣΕΝΕΙ

Ήτανε οι αστενείς

Βυθισμένοι μες στη δίνη τους

Πήγαμε στην κλίνη τους

Δε μας ένιωσε κανείς<

Κάτι παραμίλαγαν μες στον πυρετό τους

Απαλά χαϊδέψανε τ’ αναμμένο μέτωπό τους

Όταν ξύπνησαν λουλούδια ήβρανε στην κλίνη τους

Μα δε μάθαν ποιος τα πήγε,

Δε μας ένιωσε κανείς,

Ήταν βλέπεις οι αστενείς

Βυθισμένοι μες στη δίνη τους.

ΩΡΑ ΚΑΛΗ

Ώρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή

Που φεύγετε απ’ την άβυσσο και για τον ήλιο πάτε

Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κρουταλεί

Ν’ ακούσω το τραγούδι σας, καθώς περνάτε.

Βάλτε ρυθμό στο βήμα σας και στο τραγούδι σας θυμό

Ξηπόλητοι περάσαμε της δυστυχίας τον ποταμό

Κι ήταν το ρέμα δυνατό κι η θυμωμένη λάμια

Είχε ριγμένα στο βυθό κοπανισμένα τζάμια

Ώρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή.

Κεντώ στο μισοσκόταδο έναν ήλιο για κονκάρδα,

Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κρουταλεί

Απόψε που σταυρώνεται σαν το Χριστό η Ελλάδα.

Εντελβάις

Αγάπη, από την έρημο, σου φέρνομε αρμυρίκια

κι είναι φτωχά, μα ωστόσο

σκέψου με πόση τσιγγουνιά

μαζέψανε σταλιά-σταλιά την αυγινή τη δρόσο

και φτιάξανε τ’ ανθάκια τους κατάσπρα και μελιτζανιά.

Αγάπη, από την έρημο σου φέρνομε αρμυρίκια<

Αν δεν ανθούσανε κι αυτά, δε θάρχονταν ο Μάης

στην έρημο. Στην έρημο πού να τα βρούμε τα Εντελβάις;

Page 11: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

την ιστορία

Έλληνες ήρθαν πάλι<

Η θάλασσα τούς ξέβρασε στις ανατολικές αχτές,

προχτές.

Βγήκαν πνιγμένοι στη στεριά και παραμορφωμένοι,

πρησμένοι σαν τουμπιά και μελανοί,

μα όσο κι αν τόκρυψε η νυχτιά το δράμα τους να μη φανεί,

το νόημα βγαίνει.

Τον ξέρομε τον ένοχο, είναι γνωστή η αιτία<

Στα φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα και θα δεις

μια χαλασμένη πολιτεία.

Μα μην τους θάψετε, γιατί, θα χάσει σχήμα η Φρίκη.

Κι όταν γραφτεί η ευγενικιά φασιστικιά ιστορία,

έτσι, πρησμένους, βάλτε τους κι αυτούς σε μια προθήκη.

Γλυκοχαράζει

Γλυκοχαράζει! Αγλύκαντε ξύπνα κι ανακλαδίσου.

Γλυκό ’ναι το τραγούδι μου,

κι ας είν’ η γεύση του πικρή

είναι γιατί ξενύχτησα την κάθε σου χαρά νεκρή

κι αγρύπνησα και πόνεσα σαν αδερφός μαζί σου.

Οι χιονάνθρωποι

Προσπαθήστε συνάνθρωποι,

να τους καταλάβετε

τους χιονάνθρωπους.

Μας μισούνε γιατί,

ξέρουνε πως σαν έβγει ο ήλιος,

ό,τι είναι φτιαγμένο από χιόνι,

θα λιώσει.

Page 12: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

Πρωτοχρονιά 1956

Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει,

κι άδειο κανίσκι είν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.

Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι Χαρά που μούχεις λείψει,

μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη.

Μην καρτεράτε

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε

μήτε για μια στιγμή,

μήδ' όσο στην κακοκαιριά

λυγά το κυπαρίσσι.

Έχουμε τη ζωή πολύ

πάρα πολύ αγαπήσει.

Αγριοβασιλικά

'Ανθισαν και φουντώσανε τ' αγριοβασιλικά

Κι αμύριστα θα ξαναμαραθούνε

Αγάπη, αγάπη πέρασε κι από το Μάι-Χαμπάρ

Τα νιάτα σε καλούν με περικάλια

Θα σου μαζέψουν αγκαλιές να σου γεμίσουνε ανθογιάλια,

ε πρόσμενα

Σε πρόσμενα στο γαλανό ηλιόλουστο νησί

να ρθεις στεφανωμένη

με λεμονάνθια, να φοράς γιρλάντες από γιασεμιά

Τι θες εδώ στην ερημιά;

Τα μονοπάτια είναι πολύ στενά κι είν' άναστρο το βράδυ

κι είν' οι γκρεμνοί σα χάροι γύρω

πού πας μονάχη; δε φοβάσαι το σκοτάδι;

Δος μου το χέρι σου, το χέρι σου αδερφή κι εγώ να τα' βρω ξέρω

όλα τα γκρεμνά του χαμού και του σωσμού τα μονοπάτια

μονάχα να μου φέγγουνε τα φωτεινά σου μάτια

Δος μου το χέρι σου αδερφή και ξέρω να σε φέρω

όπου μου πεις ΕΣΥ

Μα πώς δεν ήρθες στο νησί;

Page 13: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

Εχτές επάσκιζα να βρω

Εχτές επάσκιζα να βρω

τρόπο να κλέψω από το Δράκο,

για σε τ’ αθάνατο νερό,

για σε που πας να μπεις στο λάκκο.

Και τώρα ψάχνω για να βρω

λόγια να πω ένα μοιρολόι

απ’ τον καημό μου πιο πικρό

και πιο πικρό κι’ απ’ την αλόη.

Ξύπνα το γλυκοχάραμα

Ξύπνα το γλυκοχάραμα να δεις τις αυγινές χαρές

να λούζουνε στο πρώτο φως τα ερωτικά τους κάλλη

την αγωνία μου τη γλυκιά να νιώσεις όταν ξαγρυπνώ

τις νύχτες π’ ονειρεύομαι κάποιαν αυγή μεγάλη.

Αχ είναι νύχτα μη ρωτάς

τόσο πολύ γιατί πονώ.

Έχει η καρδιά μου ερωτευτεί

τρελά με τον αυγερινό.

ΣΟ ΝΗΙ

Ένας κύκνος στη λίμνη,

στα γαλάζια νερά,

μια κρινένια χαρά.

Το πανώριο νησάκι μας,

λάμνει αγάλι αγάλι,

σα μιαν άνθινη γόνδολα,

στου καιρού το κανάλι.

ΝΑ ΓΛΤΚΟΣΡΕΜΕΙ

Να γλυκοτρέμει τ’ ασημί τ’ αυλάκι πάνω στα νερά

της θάλασσας, νανουριστά το κύμα να πεθαίνει,

ν’ αποκοιμίζει αθέλητα μέσα στη βάρκα τον ψαρά,

για της αυγής το βόλιασμα π’ αγρυπνισμένος μένει.

Page 14: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

Κι απ’ την απέναντι στεριά, καθώς ξανοίγεις να θωρείς

να παιχνιδίζουν τρέμοντας τα λιγοστά τα φώσα

σα στην ψυχή σου να μιλούν κρυφά κι εσύ να μη μπορείς

να καταλάβεις τι σου λεν στην οπτική τους γλώσσα.

Κι όπως τα μάγια σε μεθούν της θάλασσας και τ’ ουρανού

και στο μεθύσι της χαράς τον πόνο σου ξεχάνεις,

τέτοια μιαν ώρα να ’τανε να μη σου πέρναγε απ’ το νού

η μαύρη σκέψη: να σκεφτείς πως ζεις για να πεθάνεις!

ΦΑΡΑ

Στον κήπο μια κοντομηλιά με φίλεψε δύο μήλα.

Μια λεύκα , με χαιρέτησε με τ’ ασημιά της φύλλα.

Μ’ έρανε με τ ανθάκια της μια λεμονιά ανθισμένη

κι αφ’ το μαγγάνι ήπια νερό. Μα ό,τι γλυκό μου μένει,

είναι στον ίσκιο της ελιάς, μέσα στου ηλιού την πύρα,

που ήρθε η χαρά στον ύπνο μου κι ένα φιλί της πήρα.

Επιστροφή

Να’ μαι, ξανάρθα πίσω.

Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά

μα πριν σας τραγουδήσω,

που είν’ τα κρίνα;

Που είν’ τα γιασεμιά;

Έχω μια θλίψη να κοιμίσω.

Μην ξεκινήσεις άσκοπα

Mην ξεκινήσεις άσκοπα, δεν έχει ο δρόμος τέρμα,

και είναι κύκλος η φυγή, κι η λύτρωση ένα ψέμα.

Μην ξεκινήσεις, ρίζωσε στην πατρική σου γη,

και σκάψε την και κάμε την περβόλι.

Αυτοί που ξεκινήσανε, κάποιαν αυγή για μια φυγή,

ρυτιδωμένοι και σκυφτοί ξαναγυρίσαν όλοι.

Ασμάρα

Είμαι πάνω στα σύννεφα, κρατώ εντελβάις.

Ο Ήλιος φωνάζει: «Γκρέκο, καντάρε».

Σου γράφω απ` την Ασμάρα:

Page 15: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

- Έχετε την πιο πλούσια πεδιάδα.

Αν μαζέψω τις ομορφιές της πατρίδας σου,

Θα `χω ένα υπέροχο όνειρο.

Μην αφήνεις λοιπόν την αγάπη σου μοναχή σε μια γόνδολα.

Τα κανάλια πλανεύουν.<<<<<<<<<<<<<<...

Αν θα πας για τον πόλεμο, να περάσεις Τζιοβάνι,

να σου δώσω τ` απομεινάρια του Τζιώρτζιο.

Είναι λίγες επιστολές και οι δυο του αγαπημένες φωτογραφίες.

Τις κοιτάζω, μου χαμογελά η γυναίκα.

Μου γελά το μικρό κοριτσάκι, μου γελά κι ο μπαμπίνος.

Μήπως ξέρουνε τίποτα; Μήπως μάθανε πως τον έθαψα;

Και τον έθαψα με ορθάνοιχτα μάτια.<<<<<<<<<..

Επροσπάθησα να τα κλείσω, αλλά, ήτανε πεισμωμένα...

Ύστερα, σκούπισα τους αφρούς απ` τα χείλη του.

Τα δικά μου τα δάκρυα, δεν τα σκούπισα.

Γεια σου.

Γαλήνη

Κάρμα μπουνάτσα! Με καθρέφτη

μοιάζει ο γιαλός που εγαληνεύτη

και μήτε μια ζαρωματιά

δεν βλέπει η πένθιμη ματιά,

στο γαλαζί κρουστάλλι ως πέφτει.

Κρίμα που δεν μπορεί να γίνει

και στην καρδιά μου έτσι γαλήνη!

Επίλογος

Το σπαραγμό σου Ελλάδα μου, ποια νύχτα θα μου κρύψει;

Ποιος πόνος θα μου πει;

Ξεπέρασα τον πόνο πια και τη βαθιά μου θλίψη,

κι έφτασα στη σιωπή.

Και στέκω εμπρός σ’ ένα σωρό ρημάδια και συντρίμμια,

κι ούτε μια δέηση να πω μπορώ, και ούτε μια βλαστήμια.

Page 16: ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟΥΛΕΣ - ΠΟΗΜΑΤΑ

Καίγονται

Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.

Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,

έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,

κι είναι δεμένοι με τη γη.

Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,

μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,

ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,

καίγονται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.

ΘΑ 'ΡΣΩ:

Στον ύπνο μου κάθε βραδιά

νιώθω σαν χάδι στην καρδιά

το στοργικό φιλί σου.

Αχ, του θανάτου την πληγή

ποιος θα τη γειάνει; Μαύρη γη

σκεπάζει το κορμί σου.

Θα 'ρτω μια νύχτα να σε βρω

κάτω απ' τον ξέθωρο σταυρό,

μάνα, που ζεις ακόμα

στη μνήμη μου, για να μου πεις

τον πόνο σου, με της σιωπής

τ' ασώπαστο το στόμα.