ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΕΠΟΧΕΣ

16
17ο Δ.Σ. Κερατσινίου Σχ. Έτος 2010-2011 Γ΄ Τάξη Μετά από τέσσερις μήνες προσπάθειας και κούρασης, επιτέλους καταφέραμε να φτιάξουμε αυτό το παραμύθι. Είναι το παραμύθι των τεσσάρων εποχών του χρόνου. Χωριστήκαμε σε τέσσερις ομάδες και κάθε ομάδα προσπάθησε με πολλή σκέψη για ιδέες να γράψει την ιστορία μιας εποχής. Είναι ένα παραμύθι πολλών περιπετειών. Είναι γεμάτο από χαρές, αλλά και μερικά όχι και τόσο ευχάριστα γεγονότα. Το αφιερώνουμε στις μητέρες όλων των παιδιών που συμμετείχαν στη συγγραφή του.

description

Δραστηριότητα Ευέλικτης Ζώνης

Transcript of ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΓΙΑ ΕΠΟΧΕΣ

17ο Δ.Σ. Κερατσινίου Σχ. Έτος 2010-2011 Γ΄ Τάξη

Μετά από τέσσερις μήνες προσπάθειας και κούρασης, επιτέλους καταφέραμε να φτιάξουμε αυτό το παραμύθι. Είναι το παραμύθι των τεσσάρων εποχών του χρόνου. Χωριστήκαμε σε τέσσερις ομάδες και κάθε ομάδα προσπάθησε με πολλή σκέψη για ιδέες να γράψει την ιστορία μιας εποχής. Είναι ένα παραμύθι πολλών περιπετειών. Είναι γεμάτο από χαρές, αλλά και μερικά όχι και τόσο ευχάριστα γεγονότα. Το αφιερώνουμε στις μητέρες όλων των παιδιών που συμμετείχαν στη συγγραφή του.

ΕΙΡΗΝΗ ΠΕΤΡΟΣ ΙΩΣΗΦ

ΑΝΤΩΝΗΣNΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κορίτσι που το λέγανε Άνοιξη. Ήταν δεκαπέντε χρονών, είχε ξανθο πορτοκαλί μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια. Ήταν ψηλή και φορούσε ένα ωραίο μωβ φόρεμα με τα αγαπημένα της λουλούδια. Τα αγαπημένα της λουλούδια ήταν οι πορτοκαλί μαργαρίτες.

Ζούσε σε ένα μικρό σπίτι στο λιβάδι που είχε πολλά ζώα και πολλά λουλούδια. Είχε δύο κουνελάκια, που το ένα ήταν πολύ ντροπαλό, δύο σκίουρους, ένα σαλιγκάρι και δύο ωραίες φουντωτές βελανιδιές. Η Άνοιξη αγαπούσε ένα αγόρι, τον Μάρτιο. Ήταν γλυκός, ψηλός και όμορφος. Την αγαπούσε κι αυτός, αλλά δεν ήξερε πώς να της το πει.

Τελικά, η Άνοιξη πήγε να πει στο Μάρτιο ότι τον αγαπάει. -Καλημέρα Μάρτη Τι κάνεις;-Καλά είμαι!-Θέλω να σου πω κάτι, αλλά ντρέπομαι…-Τι είναι αυτό που θες να μου πεις;-Θέλω να σου πω ότι… σ’αγαπώ!-Εεε λογικό είναι!-Γιατί είναι λογικό;-Γιατί είμαι ο ομορφότερος μήνας του χρόνου!-Για να φτάσω εδώ ξέρεις τι πέρασα; Πέρασα από τον πύργο και ήταν πολύ δύσκολο. Εκεί συνάντησα μια μάγισσα

που τη λένε Νένα και υπνωτίζει όποιον της αντιμιλάει. Ήθελε να με υπνωτίσει, αλλά έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Στη συνέχεια, συνάντησα μια άγρια γυναίκα που τη λένε Ελεωνόρα. Για καλή μου τύχη δε μου έκανε τίποτα, αλλά μου έβαλε μια πολύ δύσκολη δοκιμασία. Μου είπε να πάω στο λιβάδι με τα πιο χρωματιστά λουλούδια του κόσμου και να μην κόψω κανένα λουλούδι, που εγώ λατρεύω τα λουλούδια! Τελικά γλίτωσα και συνέχισα τη διαδρομή μου, αλλά ξαφνικά την είδα ξανά μπροστά μου και μου έβαλε μία ακόμη δοκιμασία.Μου ζήτησε να βρω το μοναδικό διαμαντένιο λουλούδι, που είναι σε μια σπηλιά πολύ τρομαχτική. Όταν την είδα, τρόμαξα! Της έδωσα αυτό το πανέμορφο λουλούδι και τώρα χαίρομαι που είμαι μαζί σου Μάρτιε! -Δεν το πιστεύω ότι πέρασες τόσα πολλά μόνο για μένα! της είπε ο Μάρτης.

Με τα πολλά πολλά πέρασαν τα χρόνια κι ο Μάρτης παντρεύτηκε την Άνοιξη. Ο γάμος ήταν τέλειος! Ο παπάς ήταν πολύ χαρούμενος που θα πάντρευε ένα τόσο αγαπημένο ζευγάρι . Είχαν μια τριόροφη τούρτα που πανώ είχε μια νυφη κι ένα γαμπρό.

Η Άνοιξη ήταν πολύ όμορφη κι όταν τα είδε όλα αυτά ξετρελάθηκε.-Είναι όλα τόσο ωραία! είπε η Άνοιξη.

-Σου αρέσουν; ρώτησε ο Μάρτης.-Ναι,πολύ! Στο γάμο υπήρχαν πολλά λουλούδια, πολλά φαγητά και

πολλοί καλεσμένοι. Η Άνοιξη δεν άντεξε να μην κλάψει.Την επόμενη μέρα, η Άνοιξη είχε τα γενέθλιά της, αλλά το

είχε ξεχάσει. Ο Μάρτης για δώρο της έκανε ένα μπουκέτο με τα αγαπημένα της λουλούδια και ένα ολοκαίνουριο φόρεμα.

-Μου αρέσουν πάρα πολύ!-Εγώ τα διάλεξα, είπε ο Μάρτης. -Έχεις πολύ ωραίο γούστο!-Ευχαριστώ!Πέρασε ο καιρός και η Άνοιξη έμεινε έγκυος και γέννησε

δύο παιδιά, τον Άπρίλιο και το Μάιο. Όταν γύρισαν χαρούμενοι σπίτι από το μαιευτήριο, ο Μάρτης είπε στην Άνοιξη:

-Το σπίτι το άφησα καθαρό.-Ναι, το βλέπω!-Ά! Έβαψα και το δωμάτιο για τα μωρά! -Ωραία! Πάω να το δω.-Σου αρέσει; -Είναι φανταστικό! Έλα να φέρουμε τα μωρά να δουν το δωμάτιο!

Τα μωρά μόλις είδαν το δωμάτιο πέταξαν τις πιπίλες και χάρηκαν τόσο πολύ που χαμογελούσαν. Η Άνοιξη με το Μάρτη ήταν κι αυτοί χαρούμενοι που είχαν τόσο χαρούμενα και όμορφα παιδιά.

Πέρασαν τα χρόνια και ο Άπρίλης και ο Μάης μεγάλωσαν, έγιναν έφηβοι, στη συνέχεια ενήλικες, δημιούργησαν τις δικές τους οικογένειες και η Άνοιξη ήταν πολύ ευτυχισμένη. Γι’αυτό από τότε η άνοιξη είναι η πιο χαρούμενη εποχή του χρόνου!

ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΝΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣΑΝΝΑ ΒΙΒΗ ΕΥΓΕΝΙΑ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια βασιλοπούλα που την έλεγαν Καλοκαιρινή. Ήταν μια όμορφη ψηλή κοπέλα με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια.

Ζούσε σε ένα κάστρο με την οικογένειά της. Το κάστρο ήταν πανέμορφο. Είχε πολλά πλούσια πράγματα και τζάκι. Είχε δέκα δωμάτια και δυο μεγάλες σκάλες με διακόσια σκαλιά, που για να τα περάσει η βασιλοπούλα είχε ιδιωτικό ασανσέρ. Επίσης, υπήρχε ένας κήπος με πολλά λουλούδια και δέντρα, έξι κούνιες και κουνελάκια-μωρά.

Μια μέρα, εκεί που μάζευε λουλούδια, ένα λουλουδάκι φύτρωσε κατά λάθος στον διπλανό κήπο. Εκεί κατοικούσε η πιο κακιά μάγισσα του κόσμου που δεν ήθελε λουλούδια και όμορφα πράγματα. Όποτε έβλεπε έστω και ένα πέταλο λουλουδιού στον κήπο της έλεγε:<<Θα σε καταραστώ και ό,τι ωραίο έχεις, θα χαθεί!>> και καταράστηκε την οικογένεια της Καλοκαιρινής και την ίδια. Τους χώρισε και έστειλε τους γονείς της στο Βόρειο Πόλο.

Έτσι, λοιπόν, φεύγει από το σπίτι της και πάει να βρει τους γονείς της με πολλή αποφασιστικότητα. Πραγματικά το έχει βάλει πείσμα και με κλάμα φεύγει για το Βόρειο Πόλο.

Όταν έκανε αρκετό δρόμο και πολλά χιλιόμετρα, σταμάτησε και κάθισε κάτω από ένα μεγάλο δέντρο για να ξεκουραστεί. Πιο πέρα είδε μια ροδακινιά και πήρε ένα ροδάκινο. Μετά ξανακάθισε κάτω από το δέντρο και άρχισε να το τρώει. Ξαφνικά, είδε ένα λυχνάρι, το πήρε, τρίφτηκε κατά λάθος στο φόρεμά της και βγήκε ένα τζίνι από μέσα.Ήταν μεγάλο, γαλάζιο με χρυσά πλούσια ρούχα. Όταν

βγήκε από το λυχνάρι, άρχισε να χορεύει, έκανε μαγικά με το δάχτυλό του και έβαλε μια απαλή μουσική, άρχισε να αλλάζει ρούχα και να παίζει ρόλους χορεύοντας. Μετά άρχισε να μιλάει με την Καλοκαιρινή.

-Γεια σου αφέντισσά μου!-Οοο τι ωραία! Βρήκα ένα φίλο! -Ναι θα γίνουμε φίλοι! Τι μπορώ να κάνω για εσένα;-Μια μάγισσα καταράστηκε τους γονείς μου κι εμένα και τους

έστειλε στο Βόρειο Πόλο. Μπορείς να με βοηθήσεις;-Και βέβαια! Θα πάμε να βρούμε τους γονείς σου στο Βόρειο Πόλο.-Λοιπόν τι περιμένουμε, ας ξεκινήσουμε!Προχώρησαν πολλή ώρα και συνάντησαν το σπίτι ενός μάγου- ο σύζυγος της

μάγισσας που καταράστηκε την Καλοκαιρινή και τους γονείς της! Όταν μπήκαν στο σπίτι, είδαν πολλά φίλτρα και ένα κουνάβι, που ήταν το κατοικίδιο του μάγου. Ξαφνικά, μπαίνει ο μάγος

από μια πόρτα του σπιτιού με το ζιπουνάκι του. Όταν τους είδε, φώναξε και μπήκε μέσα στο μπάνιο. Άπό το μπάνιο τους φώναξε:<<Άν είστε κλέφτες, έχω

λεφτά σε ένα άσπρο σακουλάκι. Άν δεν είστε, χτυπήστε την πόρτα του μπάνιου.>> και έτσι χτύπησαν την πόρτα του μπάνιου. Τότε, ο μάγος βγήκε όχι με το ζιπουνάκι, αλλά με τα ρούχα του.

Του είπαν το πρόβλημά τους και τους είπε ότι ήρθαν στο σωστό άνθρωπο. Τους έδωσε να πιουν ένα φίλτρο με το οποίο θα μπορούσαν να βρεθούν σε όποια χώρα ήθελαν και θα γυρνούσαν. Τότε πήγαν στο Βόρειο Πόλο, πήραν τους γονείς της Καλοκαιρινής, έφυγαν και πήγαν σπίτι τους. Επειδή έκανε τόσα πολλά καλά

πράγματα, από τότε όπου πήγαινε έκανε καλά πράγματα και αυτά τα έκανε τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Άύγουστο. Άπό τότε αυτούς τους μήνες τους λέμε καλοκαίρι.

Στη συνέχεια, όταν ήρθαν οι γονείς της Καλοκαιρινής, το τζίνι τους είπε κάτι ή μάλλον τους αποκάλυψε κάτι:

-Δεν είμαι τζίνι, είμαι ο πρίγκιπας της πολιτείας. Άυτή η μάγισσα με καταράστηκε κι εμένα και με έκανε τζίνι. Μετά το ηλιοβασίλεμα γίνομαι πρίγκιπας.

-Το βρήκα! Θα ξαναπάμε στο μάγο να πιεις ένα φίλτρο και να γίνεις πρίγκιπας, είπε η Καλοκαιρινή.-Ναιαιαιαι! είπαν όλοι και πήγαν στο μάγο , ήπιε ο πρίγκιπας το φίλτρο κι έγινε ξανά όπως ήταν πριν!Τότε παντρεύτηκαν ο πρίγκιπας με την Καλοκαιρινή κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΜΜΑ ΝΙΚΟΣΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΙΤΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό αγόρι που το έλεγαν Φθινοπωρούλη. Ήταν ψηλός, δυνατός και το χρώμα των μαλλιών του ήταν καστανό. Έμενε σε ένα μικρό σπίτι με έναν καταπράσινο και πολύ μεγάλο κήπο.

Ο Φθινοπωρούλης είχε μια καστορίνα που το όνομά της ήταν Βροχούλα. Μια μέρα όμως του Σεπτέμβρη η Βροχούλα έφυγε από το σπίτι. Τότε ο Φθινοπωρούλης έφυγε κι αυτός για να τη βρει. Πέρασε από πολλούς κινδύνους. Τον κυνήγησαν άγρια ζώα, κάποιοι άνθρωποι τον απείλησαν ότι θα τον κλέψουν και πολλά άλλα… Συνάντησε κι ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Λούση. Η Λούση τον ακολούθησε στο ταξίδι του.

Μια μέρα στάθηκαν μπροστά σε ένα κάστρο. Το πλησίασαν και άνοιξαν διάφορες πόρτες. Όταν άνοιξαν την πρώτη, είδαν κάτι ωραία αρκουδάκια. Βγήκαν έξω αμέσως και άνοιξαν τη δεύτερη. Μπήκαν μέσα και τότε είδαν πολλές νεράιδες . Στη συνέχεια άνοιξαν την τρίτη.Εκεί είδαν πολλά μαξιλάρια. Κουρασμάνοι πια βγήκαν από την τρίτη πόρτα και ξάπλωσαν κάπου για να κοιμηθούν. Τότε εμφανίστηκε ένα τεράστιο μυρμήγκι με ανθρώπινη μιλιά και διέταξε το Φθινοπωρούλη και τη Λούση να ανέβουν στο ψηλότερο βουνό και να του φέρουν ένα διαμάντι από μια σκοτεινή σπηλιά.

Όταν γύρισαν πίσω, το τεράστιο μυρμήγκι τους συμβούλεψε να πάνε προς το Νότο και να μπουν μέσα σε μια σπηλιά που θα δουν. Τους αποκάλυψε και το όνομά του. Ήταν ο κυρ-Μέρμηγκας!

Περπάτησαν τότε προς το Νότο και μπήκαν στη σπηλιά. Εκεί υπήρχε ένα μπαούλο σε χρυσό χρώμα, το άνοιξαν και είδαν την καστορίνα. Τότε ο Φθινοπωρούλης την πήρε στην αγκαλιά του. Ξαφνικά η σπηλιά φωτίστηκε και η καστορίνα έγινε μια όμορφη βασιλοπούλα. Ο Φθινοπωρούλης ήταν πολύ ευτυχισμένος. Η Λούση τον αποχαιρέτησε και πήγε να ξεκουραστεί. Όταν πέρασε λίγος καιρός, ο Φθινοπωρούλης παντρεύτηκε τη Βροχούλα και έζησαν καλά.

Μια μέρα ήρθε μια κακιά μάγισσα και έκανε ξανά τη Βροχούλα καστορίνα. Τότε ο Φθινοπωρούλης έφυγε για το δάσος να βρει το φίλτρο.

Έκανε πολύ δρόμο και πέρασε πολλές δοκιμασίες. Μία από αυτές ήταν να βρει ένα χρυσό διαμάντι το οποίο θα είχε μέσα το μαγικό φίλτρο. Πέρασε από πολλές πόλεις και μερικές από αυτές ήταν πολύ επικίνδυνες…

Οι επικίνδυνες πόλεις ήταν τρεις. Η καθεμία είχε και από μία δοκιμασία. Η πρώτη πόλη είχε τη δοκιμασία να μπει από την είσοδο ενός λαβυρίνθου και να βγει από την έξοδο. Η δεύτερη πόλη είχε τη δοκιμασία να περάσει από ένα δάσος που είχε πολλούς κινδύνους και η τρίτη δοκιμασία ήταν να κοιμήσει έναν ακοίμητο δράκο. Έτσι θα έβρισκε το διαμάντι.

Ξεκίνησε ο Φθινοπωρούλης και πέρασε τις δοκιμασίες και το διαμάντι το πήρε. Στο δρόμο όμως συνάντησε πάλι το Μέρμηγκα. Ο Μέρμηγκας τον έβαλε να περάσει μία ακόμα δοκιμασία. Του ζήτησε να περάσει μέσα από ένα δάσος που του έδειξε στο οποίο όταν περπατάς ανοίγουν παγίδες και πέφτεις μέσα.

Ο Φθινοπωρούλης ρώτησε τότε:- Άφού το διαμάντι το έχω, γιατί να περάσω αυτή τη

δοκιμασία;

Τότε ο Μέρμηγκας απάντησε:-Πρέπει να περάσεις από αυτό το δάσος, γιατί αν πας από τον άλλο δρόμο, που είναι και πιο επικίνδυνος,

θα χάσεις το διαμάντι.Ο Φθινοπωρούλης υπάκουσε και ξεκίνησε το δρόμο για το δάσος.

Όταν έφτασε στο δάσος, τον κυνήγησε ένα παράξενο ζώο. Τελικά πέρασε το δάσος και έφτασε στο σπίτι του.

Όταν έφτασε πια σπίτι του, πήρε μια σκληρή πέτρα που μπορούσε να σπάσει τα πάντα. Άρχισε τότε να χτυπάει το διαμάντι, μέχρι που το διαμάντι έσπασε και έβγαλε

ένα υγρό. Τότε ο Φθινοπωρούλης έδωσε στη Βροχούλα να πιει το υγρό. Άμέσως η Βροχούλα έγινε ξανά βασιλοπούλα. Τότε ο Φθινοπωρούλης την αγκάλιασε και κάλεσε κάποιους συγγενείς να έρθουν το βράδυ να γιορτάσουν το γεγονός .

Τη νύχτα που έφυγαν όλοι, ο Φθινοπωρούλης και η Βροχούλα έπεσαν για ύπνο. Όμως τα παράθυρα τα άφησαν ανοιχτά και μπήκε μέσα μια μαύρη γάτα. Η Βροχούλα την άκουσε. Ξύπνησε τρομαγμένη και μόλις είδε τη γάτα να τρέχει προς το Φθινοπωρούλη φώναξε:

-Φθινοπωρούλη πρόσεχε!-Γιατί να προσέχω;-Μια γάτα έρχεται καταπάνω σου!Δεν πρόλαβε να αντιδράσει ο Φθινοπωρούλης και η γάτα τον γρατζούνισε. Ο Φθινοπωρούλης

δηλητηριάστηκε και έγινε ένα κοντό και άσχημο ξωτικό. Άυτή τη φορά η Βροχούλα έπρεπε να σώσει το Φθινοπωρούλη. Έφυγε από το σπίτι για να βρει το σοφό

Μέρμηγκα και να τον ρωτήσει αν υπάρχει κάποιο φίλτρο για να γιατρευτεί ο Φθινοπωρούλης.-Τι εννοείς να γιατρευτεί; Τι έπαθε;-Να, μια δηλητηριώδης γάτα γρατζούνισε το Φθινοπωρούλη και τον έκανε ένα κοντό και άσχημο ξωτικό.-Λοιπόν, θα προχωρίσεις ευθεία και τότε θα δεις ένα κάστρο. Θα ανοίξεις την πόρτα, θα προχωρίσεις λιγάκι

και θα δεις τον βασιλιά της πόλης. Θα τον ρωτήσεις πού θα πας για να βρεις το φίλτρο που χρειάζεσαι. Ξεκίνησε η Βροχούλα, προχώρησε ευθεία, είδε το κάστρο, άνοιξε την πόρτα και είδε το βασιλιά. Τον

ρώτησε πώς θα έβρισκε το φίλτρο που χρειαζόταν κι εκείνος της απάντησε:-Άυτό το φίλτρο δεν μπορείς να το βρεις πουθενά. Μπορείς να το φτιάξεις εσύ με ό,τι θες.-Τι εννοείτε να το φτιάξω με ό,τι θέλω;-Εννοώ ότι μπορείς να το φτιάξεις με ό,τι υλικό βρεις μπροστά σου.-Καλά, φεύγω τώρα γιατί βιάζομαι. Ά! και ευχαριστώ για τη βοήθεια!Η Βροχούλα πήγε στο δάσος, μάζεψε σαλιγκάρια και μερικές πέτρες. Άρχισε να κοπανάει τις πέτρες και στο

τέλος αυτές έβγαλαν ένα ζουμί. Έπιασε τα σαλιγκάρια και τα έσφιξε δυνατά και μέσα σε ένα μπουκάλι που βρήκε κάτω έβαλε το υγρό που έβγαλαν τα σαλιγκάρια. Μετά έβαλε μέσα το υγρό που έβγαλαν οι πέτρες.

-Να, φτιάχτηκε…Η Βροχούλα ξεκίνησε για το σπίτι. Στο δρόμο στάθηκε

μπροστά της ένα άσχημο ξωτικό. Τότε αυτό της είπε:-Για να σε αφήσω να περάσεις πρέπει να μου πεις τι

σημαίνει αυτό που θα σου πω: εκεί που είσαι ήμουν κι εκεί που είμαι μπορεί να’ρθεις.

-Ποιο γρύφο, βιάζομαι.-Δε με νοιάζει. Πρέπει να λύσεις το γρύφο.

-Καλά, θα τον λύσω. Κάτσε όμως να σκεφτώ. Ά! ναι, το βρήκα! Σημαίνει ότι ήσουν κι εσύ άνθρωπος σαν κι εμένα και τώρα που είσαι ξωτικό, μπορεί να γίνω κι εγώ.

-Σωστά, όμως σε όσους το είχα πει, δεν το ήξερε κανείς. Εσύ πώς το ήξερες;-Το είχα διαβάσει σε μια εγκυκλοπαίδεια.-Έλα τώρα, αφού βιάζεσαι, πέρνα.-Ά… ξέχασα, έχω ένα φίλτρο που μπορεί να σε κάνει ξανά άνθρωπο.-Άλήθεια;-Ναι, έλα πιες λίγο.

-Ευχαριστώ!-Άντίο! Έτσι, ξεκίνησε η Βροχούλα. Όταν έφτασε βρήκε το Φθινοπωρούλη

και του έδωσε το φίλτρο. Ο Φθινοπωρούλης έγινε ξανά άνθρωπος. Μετά άρχισαν να τρώνε και να πίνουν. Μόλις άρχισε η Βροχούλα να τρώει είπε:

-Φτου! δε μου αρέσει η κότα. Θα πιω λίγο νερό.-Εμένα μου αρέσει η ψαρόσουπα, είπε ο Φθινοπωρούλης.-Κι εμένα μου αρέσει το φαγητό, είπε η Λούση.Άφού έφαγαν, η Λούση επέστρεψε στο σπίτι της και έπεσαν όλοι για

ύπνο. Στο σπίτι της Λούσης συνέβη κάτι τρομερό. Ένα γιγάντιο βασιλικό φίδι της επιτέθηκε. Άυτή όμως πρόλαβε να πάρει τηλέφωνο για βοήθεια το Φθινοπωρούλη και τη Βροχούλα. Άυτοί ήρθαν σε πέντε λεπτά. Ο Φθινοπωρούλης που δεν φοβόταν άρπαξε το φίδι και το έπνιξε. Η Βροχούλα κάλεσε αμέσως ασθενοφόρο, το οποίο ήρθε σε δύο λεπτά. Πήρε τη Λούση και την πήγε στο Άγλαΐα Κυριακού. Ο Φθινοπωρούλης με τη Βροχούλα πήγαν στο νοσοκομείο να δουν πώς είναι η Λούση. Όταν μπήκαν μέσα, ο νοσοκόμος τους ζήτησε με ευγενικό τρόπο να βγουν ξανά έξω για να ξεκινήσουν οι εξετάσεις. Άυτές τελείωσαν γρήγορα.

Η Λούση πήγε σπίτι της. Το ίδιο και η Βροχούλα με το Φθινοπωρούλη. Στο δρόμο ένας κλέφτης προσπάθησε να τους κλέψει. Άυτοί έτρεξαν γρήγορα, όμως ο κλέφτης συνέχισε να τους κυνηγάει. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Παρ’όλα αυτά η Βροχούλα με το Φθινοπωρούλη έφτασαν σπίτι, άνοιξαν γρήγορα την πόρτα και μπήκαν στο σπίτι τους.

Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Φθινοπωρούλης ξαφνιασμένος κοίταξε το τηλέφωνο για να δει ποιος είναι. Είδε ένα άγνωστο νούμερο. Τι να κάνει, το σήκωσε.

-Ορίστε!-Γεια Φθινοπωρούλη!-Ποιος είναι;-Εγώ είμαι, η Λούση.-Ά, γεια Λούση!-Θες αύριο το απόγευμα να βγούμε για φαγητό κατά τις 6;-Ναι, θέλω.-Να πάρεις μαζί σου και τη Βροχούλα.-Άντε τώρα πάω για ύπνο.-Γεια σου Φθινοπωρούλη!-Γεια σου Λούση!Έφτασε η αυριανή μέρα και δεν άργησε να’ρθει το απόγευμα.

Όταν συναντήθηκαν, μπήκαν στο μαγαζί και βρήκαν τραπέζι και κάθισαν. Το μαγαζί ήταν πολύ μεγάλο με ωραία καθίσματα και πολλά φαγητά για να διαλέξεις. Άρχισαν να βλέπουν τον κατάλογο.

-Εγώ θα πάρω κοκκινιστό κρέας με πατάτες, είπε η Λούση. -Εγώ σκέφτομαι να πάρω ψαρόσουπα, είπε ο Φθινοπωρούλης.-Εγώ θα πάρω πουρέ με κότα, είπε η Βροχούλα.

Άμέσως μετά κάλεσαν τον σερβιτόρο και παρήγγειλαν. Σε λίγη ώρα ήρθαν τα φαγητά και άρχισαν τότε να λένε ο ένας στον άλλον τις ιστορίες τους. O Φθινοπωρούλης μίλησε πρώτος:

-Εγώ πέρασα πολλές περιπέτειες.Τότε πετάχτηκε η Λούση και είπε:-Ναι, κι εγώ ήμουν μαζί σου. Άυτό το ξέχασες;-Εγώ πέρασα πολλά όταν προσπαθούσα τρυγυρνώντας στην πόλη να βρω πράγματα για να φτιάξω το

φίλτρο για το Φθινοπωρούλη, είπε η Βροχούλα.Και κάπως έτσι περνούσαν τον καιρό τους συζητώντας. Άπό τότε ο Φθινοπωρούλης με τη Βροχούλα ήταν

αχώριστοι και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

ΠΟΠΗ ΛΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

ΚΑΙΤΗ ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΛΙΝΑ

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος που τον έλεγαν Χειμώνα. Είχε μια άσπρη γενειάδα και άσπρα μαλλιά. Ο γερο-Χειμώνας ήταν ένας βασιλιάς κακότροπος. Όταν θύμωνε έριχνε χιόνι και όταν έκλαιγε έριχνε χιονόνερο. Επίσης, στους στρατιώτες τις πολικές του αρκούδες δεν είχε φερθεί ποτέ καλά. Στους θαλάσσιους ελέφαντες που τραβούσαν το άρμα του, το οποίο ήταν φτιαγμένο από ένα τεράστιο παγόβουνο, συνήθιζε να τους αφήνει νηστικούς. Ήταν πάντα κατσούφης και ποτέ στη ζωή του δεν είχε χαμογελάσει.

Ο γερο-Χειμώνας είχε τρεις ανιψιούς: το Δεκέμβριο, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο. Άυτοί οι τρεις είχαν μητέρα την κυρα-Χιονοστιβάδα, την αδερφή του γερο-Χειμώνα. Ο Δεκέμβριος ήταν ο πιο μεγάλος, ο Ιανουάριος ο μεσαίος και ο Φεβρουάριος ο μικρός.

Ο γερο-Χειμώνας είχε μια δεκαεννιάχρονη κόρη που την έλεγαν Χιονούλα. Σε αντίθεση με τον πατέρα της, ήταν πολύ καλόκαρδη. Είχε ωραίους τρόπους και ποτέ δεν άφηνε κανέναν παραπονεμένο. Είχε ένα ροζ φουστάνι, άσπρα μαλλιά και μια χιονονιφάδα στα μαλλιά. Είχε κρυστάλλινα γοβάκια και μια ωραία χιονένια ζώνη στο φόρεμά της. Είχε και μια αλεπουδίτσα του χιονιού που την έλεγαν Χιονονιφάδα. Όλοι αυτοί ζούσαν στο Βόρειο Πόλο.

Η Χιονούλα είχε φτάσει σε ηλικία γάμου. Ο πατέρας της ο γερο-Χειμώνας της είπε:

-Χιονούλα θα σε πάω πολύ μακριά να διαλέξεις ένα γαμπρό.-Εντάξει μπαμπά, αλλά υποσχέσου μου όμως ότι…Ξαφνικά σταμάτησε. Είδε μια πολική αρκούδα. Άμέσως φώναξε:-Μπαμπά μια πολική αρκούδααααααα τρέξε!Άμέσως άρχισαν να τρέχουν και οι δυο μέσα στο παγωμένο δάσος.

Όταν βράδιασε, η Χιονούλα και η Χιονονιφάδα άρχισαν να φοβούνται μέσα στο δάσος.-Μπουκατσούλο μου φοβάμαι πολύ, είπε η Χιονούλα στον πατέρα της.-Μη φοβάσαι αγάπη μου, είμαι εγώ δίπλα σου.-Κι εγώ φοβάμαι, είπε η Χιονονιφάδα.Όταν ο ήλιος ανέτειλε, η Χιονούλα, ο γερο-Χειμώνας και η Χιονονιφάδα ξύπνησαν και είδαν μπροστά τους

ένα παλικάρι πανέμορφο, με όμορφα μαλλιά, γαλανά μάτια και σώμα λαμπάδα. Άμέσως η Χιονούλα τον ερωτεύτηκε. Παρακάλεσε τον πατέρα της να της τον γνωρίσει. Ο πατέρας της κατάλαβε πως ήταν ο Ήλιος και της είπε: -Χιονούλα δεν μπορείς να τον γνωρίσεις, γιατί αυτός είναι ο Ήλιος και αν τον πλησιάσεις θα σε λιώσει.

-Μα πατέρα μου, τον μόνο άντρα που αγάπησα; Είναι ο πιο ωραίος άντρας που έχω δει.

-Σου είπα όχι.-Έχει έναν όμορφο αλεπούδο…Καθώς μιλούσαν στο δάσος, άρχισε να βρέχει και να αστράφτει. Είπε τότε ο Χειμώνας στη Χιονούλα:-Μη φοβάσαι κορούλα μου.Ξαφνικά γύρισαν και είδαν ότι είχαν χαθεί.Λίγο πιο μακριά υπήρχαν δύο κλέφτες. Εκείνοι ήθελαν να κλέψουν τη Χιονούλα. Είπε τότε ο αρχηγός που

τον έλεγαν Μπουμπουνοπλάτς:-Άκου λοιπόν το σχέδιο. Θα πάρεις ένα βασιλικό βέλος, ένα καλάθι και λίγο πιπέρι. Άκου τι θέλω να

κάνεις. Θα ρίξεις το βασιλικό βέλος πάνω στο φεγγάρι , μετά θα βάλεις το φεγγάρι μέσα στο καλάθι και θα ρίξεις το πιπέρι στη μύτη του, ώστε να φτερνιστεί στη Χιονούλα, στον πατέρα της και στην αλεπουδίτσα της. Μετά θα βάλεις τη Χιονούλα στο σεντούκι που κλέψαμε και θα φύγουμε. Κατάλαβες Μπουμπουνοπλίτς;

-Βέβαια. Θα χτυπήσουμε το βέλος με το φεγγάρι, μετά θα βάλουμε στο φεγγάρι το καλάθι και θα του ρίξουμε πιπέρι στο αυτί. Μετά θα βάλουμε το σεντούκι στη Χιονούλα και θα φύγουμε με το πιπέρι.

-Βρε Μπουμπουνοβλάκα δεν κατάλαβες λέξη από όσα είπα;-Όχι κύριε.-Οχ Παναγία μου! Καλα ρε βλαξ των βλακίων ακολούθησέ με και μην ξαναμιλήσεις.-Ναι κύριε.Πήγαν λοιπόν να ακολουθήσουν το σχέδιο

του αρχηγού. Ο Μπουμπουνοπλίτς έριξε ένα βασιλικό βέλος πάνω στο φεγγάρι και το φεγγάρι έπεσε πάνω στο καλάθι. Άμέσως μετά έριξαν πιπέρι πάνω στη μύτη του φεγγαριού. Το φεγγάρι φτερνίστηκε τόσο δυνατά που ο ουρανός τρόμαξε. Το φεγγάρι από το μεγάλο φτέρνισμα έπεσε μέσα στο καλάθι. Επειδή φτερνιζόταν συνεχώς, ένα από τα φτερνίσματά του έπεσε πάνω στη Χιονούλα. Άμέσως οι κλέφτες έκλεισαν τη Χιονούλα στο σεντούκι κι έφυγαν. Όταν ξημέρωσε ο γερο-Χειμώνας ξύπνησε αλλά δεν βρήκε τη Χιονούλα και τρόμαξε. Ρώτησε τη Χιονονιφάδα αν ήξερε πού είναι και του απάντησε ότι δεν ήξερε. Άμέσως άρχισε να την ψάχνει σε όλο το δάσος, όμως δεν την έβρισκε. Στο τέλος βρήκε ίχνη των κλεφτών. Τα ακολούθησαν και τους έβγαλαν σε ένα σκοτεινό κάστρο που γύρω γύρω πετούσαν νυχτερίδες και κοράκια. Είχε μια μαύρη τεράστια πόρτα και πολλούς πύργους. Ο γερο-Χειμώνας είπε στη Χιονονιφάδα:

-Πάμε να ψάξουμε μέσα στο κάστρο μπας και βρούμε την κόρη μου.-Συμφωνώ! Πάμε να ψάξουμε. Όμως αυτό το κάστρο φαίνεται τρομακτικό κι εγώ φοβάμαι λιγάκι.-Ναι , εντάξει είναι λίγο τρομακτικά, αλλά πρέπει να μπούμε μέσα.Έτσι λοιπόν, χτύπησαν την πόρτα κι άνοιξε μόνη της. Μέσα γύρω γύρω στο κάστρο υπήρχαν ιστοί

αραχνών. Άνοιξαν μία μοβ πόρτα και είδαν ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες. Η Χιονονιφάδα κοίταξε μέσα σε έναν καθρέφτη και είδε τον εαυτό της. Ήταν όμως γεμάτη σπυράκια. Ο γερο-Χειμώνας κοίταξε σε έναν άλλο καθρέφτη και ήταν δεκαπέντε χρόνια μικρότερος. Πήρε τη Χιονονιφάδα από αυτό το μέρος και της είπε:

-Δεν εμπιστεύομαι αυτό το δωμάτιο. Πάμε! Άν κοιτούσε κανείς τον μοβ καθρέφτη, εκτός από τον Μπουμπουνοπλάτς και τον Μπουμπουνοπλίτς,

έβγαζε ουρά ποντικιού και περνούσε την υπόλοιπη ζωή του στου υπονόμους. Επομένως, πολύ καλά είπε ο γερο-Χειμώνας.

Στη συνέχεια, βρέθηκαν μπροστά σε ένα κίτρινο δωμάτιο που είχε διάφορα μπουκαλάκια, τα οποία είχαν μέσα τα νύχια των κλεφτών. Ο γερο-Χειμώνας και η Χιονονιφάδα δεν το πλησίασαν κι έφτασαν στο διπλανό δωμάτιο και είδαν τον Μπουμπουνοπλάτς και τον Μπουμπουνοπλίτς να κοιμούνται. Δίπλα στο κρεβάτι τους ήταν

ένα χρυσό κλουβί που είχε μέσα τη Χιονούλα να περιμένει κάποιον να τη σώσει. Ο γερο-Χειμώνας και η Χιονονιφάδα πλησίασαν, αλλά η Χιονονιφάδα έτρεξε και ξύπνησε τον Μπουμπουνοπλάτς και τον Μπουμπουνοπλίτς. Ο γερο-Χειμώνας της είπε να τρέξει γρήγορα και να πάρει το κλειδί που ήταν δίπλα στο κομοδίνο του Μπουμπουνοπλάτς και να ανοίξει το κλουβί που ήταν η Χιονούλα. Η Χιονονιφάδα άνοιξε το κλουβί. Τότε ο Μπουμπουνοπλάτς και ο Μπουμπουνοπλίτς ξύπνησαν και έτρεξαν να τις πιάσουν. Όπως έτρεχαν για να ξεφύγουν, άνοιξε η πόρτα, εμφανίστηκε ένας πιτσαδόρος και τους είπε:

-Ήρθε η πίτσα σας με το πεπερόνι.Ο γερο-Χειμώνας του απάντησε:-Φύγε από τη μέση!Έσπρωξε τον πιτσαδόρο και έτρεξαν στο δάσος. Εκεί συνάντησαν τον πρίγκιπα Ήλιο. Η Χιονούλα πήγε

κοντά του και του είπε: -Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;-Ναι!-Είσαι παντρεμένος;-Όχι! Θες να με παντρευτείς;-Ναι, ναι! Βέβαια θέλω να σε παντρευτώ!Ο γερο-Χειμώνας είπε πως η Χιονούλα δεν μπορούσε να παντρευτεί τον πρίγκιπα Ήλιο. Η Χιονούλα

παρακάλεσε τον πατέρα της με όλη της την καρδιά και τελικά της είπε ότι μπορεί να παντρευτεί τον πρίγκιπα Ήλιο. Μετά από ένα μήνα έγινε ο γάμος της Χιονούλας και του Ήλιου. Άπό τότε ο Χειμώνας έγινε ο πιο καλός άνθρωπος στον κόσμο. Μετά από ένα χρόνο η Χιονούλα γέννησε δύο όμορφα μωράκια , την Ηλιαχτίδα και τον Χρήστο. Άπό τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!