Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

73
Δημήτρης Τζουβάλης Καφενείον “Το ωραίον Ξηρόμερον”

description

Μια επίσκεψη στο καφενείο η ζωή μας. Μέχρι να πιεις τον καφέ σου, βαρύ γλυκό ή σκέτο, ή φραπουτσίνο κάραμελ, τέλειωσες.Ήρθε ο Μέγας Καφετζής για το λογαριασμό...

Transcript of Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

Page 1: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

Δημήτρης Τζουβάλης

Καφενείον“Το ωραίον Ξηρόμερον”

1989

Page 2: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

2

Μια επίσκεψη στο καφενείο η ζωή μας. Μέχρι να πιεις τον καφέ σου, τέλειωσες. Ήρθε ο Μέγας ο Καφετζής για το λογαριασμό...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 3: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

3

Μπήκαμε αόρατοι στο καφενείο “Το ωραίον Ξηρόμερον”. Έτσι στην τύχη.

Tα καφενεία, όλα τα καφενεία έχουν μια μυστηριακή διαχρονική σύνδεση μεταξύ τους. Περνώντας την είσοδο, οποιουδήποτε καφενείου την είσοδο, μπαίνεις σε μια σάλα, που της δίνεις τη μορφή και τα γνωρίσματα που έχεις κατά νου, μα απέραντη και κοινή.

Οι θαμώνες μας, αγνοώντας τη γεωγραφία και τους κανόνες της, καταλήγουν στον ίδιο χώρο για να περάσουν την ώρα τους, να συζητήσουν, να λύσουν ή να δημιουργήσουν προβλήματα, ν' αγαπήσουν ή να μαλώσουν, να πειράξουν, να ονειρευτούν, να συναντηθούν.

Εμείς αφουγκραζόμαστε και καταγράφουμε τη συνεδρίαση της ημέρας...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 4: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

4

ΝΤΟΤΡΙΑ ΕΙΝΑΙ

“Μια επίσκεψη στο καφενείο η ζωή μας. Μέχρι να πιεις τον καφέ σου, βαρύ γλυκό ή σκέτο, ή φραπουτσίνο κάραμελ, τέλειωσες”, φιλοσοφούσε o Αλέκος προσπαθώντας ν' αποσπάσει την προσοχή του Μάρκου από το τάβλι.

Έριχνε τη ζαριά του ο Μάρκος, ξίνιζε τα μούτρα και τον κοίταζε λοξά.

“Μακάρι να 'τανε καφές κι ας ήτανε και σκέτος. Ντόρτια είναι, πανάθεμά τη, ντόρτια του κερατά”.

Δίπλα τους ο μπάρμπα-Θόδωρος, με το παχουλό και κατακόκκινο μούτρο του, ονειρεύεται κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο τη χιονισμένη κορφή της κυρά-Βγένας.

“Τούτος ο μήνας ακόμα και κοντά, χάι-χάι καρδούλα μ', θα πάρω τα βουνά. Ούτε που θα ματατηράξω κατά κάμπου μεριά. Θα φυτέψω σε μια κορφή τα ποδάρια μου και θα γίνω ένα με τα ελάτια”.

Το 'χε αποφασισμένο, θα 'φευγε. Πνίγονταν μέσα στην πόλη. Του κόβονταν η ανάσα. Θα 'φευγε χωρίς να τον πάρει είδηση ο γιος του ο Χρήστος. Θα 'παιρνε τα είκοσι προβατάκια του κι από δω πάν' οι άλλοι. Θα 'φευγε χαράματα. Θα 'χει πιάσει τις ράχες ξημερώνοντας κι άντε να τον βρεις μετά.

Μοναχά στη βρύση του Σερμιτζέλη θα 'παιρνε ανάσα πριν από την κορυφή. Θα καβαλούσε το διάσελο, θ' άφηνε πίσω του τα μνήματα και νάτος στην κορφή.

Εκείνος ο γυιός του ο Χρήστος είχε φαγωθεί να τον φέρει κάτω. Τώρα όμως τέλειωσε. Ούτε που θα

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 5: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

5

τον ρώταγε. Θα ξαναγύριζε εκεί που τον ήξερε η κάθε πετρούλα.

“Μια δροσούλα είναι η ζωή Μάρκο μου. Μια δροσούλα η έρημη. Βγήκε ο ήλιος, τέλειωσες” ...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 6: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

6

ΘΕΛΟΥΝΕ ΚΩΛΟ

“Αμ’ οι εξάρες θέλουνε κώλο ρε Μάρκο, θέλουνε κώλο οι έρημες και στη ζωή και στο τάβλι. Κώλο, αντίκωλο και κομμάτι από άλλο κώλο”, είπε ο Κώστας με διάθεση σκωπτική και με μια ειρωνεία διάχυτη στις κουβέντες του.

“Εγώ προσκυνάω μόνο το ψωμί που φκιάνει η μάνα μου. Εγώ σφυροδρέπανο ρε Κώστα δε φιλάω”, είπε ο Μάρκος και τον σκότωσε.

Ήταν ακόμα νωπή η καζούρα από τούτη την υπόθεση, τον έκαιγε. Είχε πάει το Πάσχα ο Κώστας, προγελτσινικώς, στα ρώσικα τα καράβια που κουβαλάνε το βωξίτη. Έκαμε το καθήκον του σαν πολίτης και σαν κομμουνιστής. Τους ευχήθηκε σαν καλός Χριστιανός για τις μέρες τις άγιες, τους χαιρέτησε με την αριστερή του τη γροθιά σηκωμένη κι έφυγε παίρνοντας μαζί του, εκτός απ' την αγαλλίαση για την καλή του την πράξη και τη συγκίνηση που τον πλημμύρισε, ένα καρβέλι ψωμί απ' αυτό πού τρώγανε οι ναύτες, δώρο του καπετάνιου. Το πήρε ευλαβικά ο Κώστας, το 'βαλε κάτω απ' τη μασχάλη του κι έφυγε. Τούτο το ψωμί έπρεπε να το μοιραστούν όλοι οι προοδευτικοί άνθρωποι, αλλά ο Κώστας μ' ένα πρόχειρο υπολογισμό είδε πως μόλις έφτανε για τους δικούς του σκληροπυρηνικούς αριστερούς. Το 'κοψε αντίδωρα και κάλεσε σύναξη του κόματος.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 7: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

7

Ένας – ένας, έκαναν το σταυρό τους, έπαιρναν το ψωμί απ' το δεξί χέρι του Κώστα και φίλαγαν τη φωτογραφία με το σφυροδρέπανο που κρατούσε στο αριστερό του.

“Αυτό είναι ψωμί”, είπε τρώγοντας με σεβασμό ο Νώντας. “Σοσιαλιστικό, ατόφιο πράμα”.

Κι όλη η βραδιά πέρασε με κατανυκτική συζήτηση για το σοσιαλισμό και τι καλά που θα 'τανε να 'χαμε κι εμείς. Όχι σαν και τούτον που μας έφεραν, μα σαν τον άλλον τον καλό.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 8: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

8

ΟΙ ΝΟΜΟΙ

Την άλλη μέρα ο Κοσμάς, αντιδραστικό του κερατά τον έλεγε ο Κώστας, “γιόμισε τον τόπο ψείρες”, πως το ψωμί τα Ρώσικα τα καράβια τ' αγοράζουν στο Λαύριο κι άλλες τέτοιες αντισοβιετικές προπαγάνδες. Τους το χάλασε και γέλαγε ο κόσμος. Ήρθε και η αναθεματισμένη η περεστρόικα και τα σκάτωσε. Δεν τολμάγανε να σκάσουν μύτη στο καφενείο. Άλλο και τούτο να πρέπει να δώσεις λόγο στο καφενείο, στη βουλή των λόρδων όπως λέει ο Χρήστος. Να είσαι υποχρεωμένος να δικαιολογήσεις τις πράξεις σου και, για να 'σαι εντάξει, να πρέπει η ομήγυρη, “ο κάθε λιμασμένος δηλαδή”, ελεύθερη απόδοση του λόρδου κατά Χρήστο, να επιδοκιμάσει. Να πρέπει ν' απολογιέσαι για τα καμώματα του βουλευτή που υποστηρίζεις και να ‘σαι ενθουσιασμένος για τις αποφάσεις που παίρνει το κόμμα σου κι ας μη σ' ενθουσιάζουν. Να περιμένεις, κρεμασμένος, να σ' αναγνωρίσουν εκεί μέσα, όλοι αυτοί που δεν δίνεις δεκάρα για τη γνώμη τους. Και να έχει τόση σημασία για σένα αυτή η αναγνώριση.

“Έχασες την υπόληψη του καφενείου, ξόφλησες σαν πολιτικός και σαν άντρας”, λέει ο Χρήστος.

Άγριο πράμα το καφενείο και οι κανονισμοί του. Να πρέπει να προσέχεις ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Να ξέρεις ποιος μπήκε πριν ή μετά από σένα για να κανονίσεις τα κεράσματα που επιτρέπεις να σου κάμουν και τα κεράσματα που είσαι υποχρεωμένος να κάμεις.

“Ο μεγάλος κανόνας, λέει ο Χρήστος, είναι ποιος ηύρε τον άλλον στο καφενείο. Δεν μπορείς να

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 9: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

9

κεράσεις αυτουνούς που ηύρες εκεί όταν μπήκες, ούτε ν' αφήκεις τον άλλον να πληρώσει τον καφέ του ή, ακόμα χειρότερα, το ούζο του, άμα σε βρει στο καφενείο. Αφόσο έχεις βέβαια σε κερνάω με κερνάς με τον άλλον, κι άμα το αντέχει η τσέπη σου. Άμα δεν το αντέχει, πιάνεις μια γωνία να μη φαίνεσαι ή, καλύτερα, δεν πας στο καφενείο. Είναι και σκληρό να μπαίνεις και να μη βρίσκεται άνθρωπος να πει “βάλε ένα ούζο στο παιδί”. Πάει να πει δε μετράς. Επίσης δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω το κέρασμα. Είναι προσβολή θανάσιμη να πεις "φχαριστώ δεν πίνω", και τέτοια. Ούτε άμα σε κεράσουνε, να πεις ύστερα από λίγο, "τώρα κερνάω κι εγώ". Είναι σα να μην ήθελες το κέρασμα και το ξεπληρώνεις. Τον ξένο που θα μπει μέσα τον κερνάς αφόσο δείξει πως θέλει κουβέντα. Αλλιώς πρέπει να είσαι πολύ προσεχτικός με τους ξένους. Δεν ξέρεις τι άνθρωπος είναι και πως θα το πάρει. Αν είναι όμως φαντάρος, τότε μπορείς να κεράσεις ελεύθερα. Δεν παρεξηγιούνται οι φαντάροι από τέτοια. Αν έρθεις στο κέφι και θέλεις να πεις "κέρνα όλο το μαγαζί", θα πρέπει να προσέξεις μήπως είναι κανένας παρεξηγημένος μαζί σου στο μαγαζί και το πάρει ότι τον προκαλείς βάζοντάς τον μέσα στο κέρασμα, ενώ έχετε διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις. Άμα έρθει φίλος σου που ζει αλλού, πρέπει να τον κεράσεις ότι και να πιει. Άμα πει, "να πληρώσω κι εγώ ρε παιδιά", του λες "άμα έρθουμε στο χωριό σου". Αν επιμένει, κι όταν έρθει ο λογαριασμός βγάλει λεπτά να πληρώσει, τότε ο καφετζής είναι υποχρεωμένος να πει δήθεν στ’ αστεία, “δεν περνάνε τα λεπτά σου”, και να δώσει το λογαριασμό εκεί που πρέπει. Αν ο φίλος σου έχει έρθει με παρέα και καθήσουνε σ’ άλλο τραπέζι, τότε λες μόνο “κέρνα τα παιδιά” και τέλειωσες. Άμα καθίσουνε στο δικό σου τραπέζι, ισχύουν για την

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 10: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

10

παρέα του οι ίδιοι κανονισμοί όπως και για φίλο σου. Άμα δεν κουβαλάς μαζί σου αρκετά λεπτά, το μαγαζί σε πιστώνει, σιωπηρά για να μη μας πάρουνε χαμπάρι οι φιλοξενούμενοι. “Δεν έχουμε λεπτά, έχουμε μέτωπο”, είναι ο κανόνας.

“Αλλιώς αλλάζεις μαγαζί. Πας εκεί που σε υπολογίζουνε”...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 11: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

11

ΣΑΝ ΠΟΡΔΟΣ ΑΠΟ ΒΡΑΚΙ

Ο Νώντας έτρωγε τη φασουλάδα του στο σπίτι, έπινε το κρασί του, έβανε μετά μια οδοντογλυφίδα στην κουφάλα πού έχασκε ανάμεσα στα μπροστινά του δόντια, κι έβγαινε στο σεργιάνι. Κάθε τόσο σκάλιζε τα δόντια του με το ξυλάκι. “Δεν είναι πρέπον να ξέρει ο κόσμος τι τρως. Άστο να νομίζει ότι έφαγες κρέας”. Μόνο σαν έφτανε στον καφενέ έβγαζε την οδοντογλυφίδα. Κοίταγε αν ήταν μέσα ο Κοσμάς, κι αν έλειπε την ξανάβαζε στη θέση της. Άμα ήταν παρών ο Κοσμάς την πέταγε με τρόπο.

“Μυστήριος άνθρωπος και τούτος”, μονολογούσε ο Νώντας. “Τι τον νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι. Μανία ν' ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν. Πετάγεται σαν πόρδος από βρακί και πειράζει τον άλλονε”. Κάθε φορά που τον έβλεπε με την οδοντογλυφίδα, έλεγε φωναχτά:

“Φασούλια βρομάει. Πουφ”!“Τι ήθελε να κάνει ο άλλος δηλαδή”, συνέχιζε να

μονολογεί ο Νώντας. Για φασούλια έφτασε το μεροκάματο, φασούλια έφαγε. Δεν τα 'κλεψε. Ας έφταναν τα λεπτά για κρέας και να 'βλεπες το Νώντα μετά. “Για τράβα δούλεψε και του λόγου σου κύριε Κοσμά. Τράβα στο μεροκάματο να δούμε τον κώλο σου. Με τα λεπτά που μας άφηκε ο πατέρας μας ξέρουμε κι εμείς να κάνουμε τον καμπόσο και να πειράζουμε τον άλλονε. Εμάς ο θεός σχωρέστονε, δε μας άφηκε τίποτε. Στο νοίκι τραβιόμαστε. Κάθε μέρα το μυαλό μας το στύβουμε, πώς θα τα βγάλουμε πέρα. Δε μοστράρουμε εισοδηματίες και να μη μας νοιάζει παρά να ξεφτιλίζουμε τον άλλονε. Άσε μας ρε άνθρωπε να ονειρευτούμε ”...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 12: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

12

“Δεν έχω δίκιο κυρ Μιχάλη”; παραπονέθηκε. Ο Μιχάλης ήταν ευτυχισμένος. Έτσι έδειχνε στους

άλλους, στη γυναίκα του τη Δρόσω και στον εαυτό του. Έχθρητες δεν είχε με κανέναν. Χαιρότανε όταν έπρεπε να χαρεί και στεναχωριότανε όταν έπρεπε πάλι. Δύσκολο πράμα να χαρείς άμα δεν είσαι ευτυχισμένος. Κι αν έχεις εχθρούς, ακόμα δυσκολότερο. Πώς να χαρείς όταν σε τρώει η ζήλια και πως να λυπηθείς όταν, σε πνίγει εκείνη η ύπουλη γλυκάδα, ευχαριστιέσαι για τα παθήματα των αλλουνών. Ο Μιχάλης δεν ζήλευε. Ήταν ευτυχισμένος. Ήταν άνθρωπος του Θεού και της παναγίας όπως έλεγε ο Βαγγέλης. Ξημέρωνε ο θεός τη μέρα, έβγαινε ο ήλιος, μεσημέριαζε, βράδιαζε, νύχτωνε, ματαξημέρωνε και τίποτε απ' όλα τούτα δεν ερχόταν για να χαλάσει τη γαλήνη του Μιχάλη. Έπινε τον καφέ του, έτρωγε το λουκούμι του κι όλους τους χαιρέταγε κι όλοι τον χαιρετούσαν. Δεν έλεγε κακή κουβέντα για κανέναν. Απ' αυτόν αρχίναγαν και τις οικονομικές εξορμήσεις τα κόμματα και τον έρανο για την αποπεράτωση οι παπάδες. Όχι δεν είχε για κανέναν.

“Δίκιο έχεις Νώντα μου”...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 13: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

13

ΚΛΕΨΑΝΕ ΤΟΝ ΦΛΟΥΔΑ, ΣΙΧΤΙΡ

Ο Γέρο-Φλούδας πρόλαβε κι είδε τους χωροφύλακες ν' ανεβαίνουνε.

“Σιχτίρ”! βρυχήθηκε και παίρνοντας τα σημαδεμένα τομάρια από τα σφαχτά έκαμε τον ανήφορο. Τούτοι 'δώ δεν έχουνε το θεό τους. Τι θέλουνε στο σπίτι του αλλουνού ακάλεστοι. Τι να το κάμει ο άλλος το σπίτι άμα δεν μπορεί να ‘ναι μόνος όταν το θέλει κι όταν χρειάζεται. Άμα δεν τους αφήκεις να μπούνε, λένε πως έχουνε χαρτί. Διαόλου χαρτιά που τα μοιράζουνε αναμεταξύ τους στο σινάφι τους και μπαίνουνε στο σπίτι τ' αλλουνού. Αλλά και να μην έχουνε χαρτί, πάλι μπαίνουνε. Μυστήριοι άνθρωποι τούτοι οι μπασκίνες, να μην αφήνουνε τον κόσμο στην ησυχία του. Τι τους μέλει αυτουνούς που κλέβει ο άλλος. Τα δικά τους παίρνει; Μπήκε ποτέ ο Φλούδας να κλέψει στη χωροφυλακή; Ούτε που να τους βλέπει δε θέλει. Κι άμα το 'φερνε η κακιά η ώρα να περάσει από τη γειτονιά τους, έφτυνε και ματάφτυνε στον κόρφο του. Χειρότεροι κι από παπάδες. Άμα ο άλλος δεν έρχεται στο σπίτι σου τι πας εσύ στο δικό του; Μη δα που βλέπουν οι γειτόνοι να μπαίνουν οι τρισκαταραίοι στο σπίτι σου και βάνουνε κακό στο νου τους. Θα νομίζουνε πως τα 'καμε πλακάκια ο Φλούδας. Πού να ξέρει ο γείτονας ότι έρχονται έτσι απλά ψάχνοντας για κλεψιμαίικα. Έπειτα και τι έκαμε ο άλλος δηλαδή. Βαφτίσια είχε, πήρε δυο σφαχτά να τα ψήσει να φάει με τους συγγενείς και τους φίλους του. Ελάτε και σεις να πάρετε μεζέ να ευχηθείτε. Όχι, έχεις δει εσύ κυρ αστυνόμε να τρώει κανείς, μέρα γιορτή στο

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 14: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

14

Ξηρόμερο, απ' τα δικά του; Τι νόημα θα 'χε τότε η γιορτή. Άμα ήταν έτσι, πήγαινε ο άλλος κι αγόραζε απ' το χασάπη, να τον βλέπει ο κόσμος να τον χλίβεται. Κάλιο να πεθάνεις παρά να πουν ότι δεν δύνεσαι να βρεις δυο σφαχτά για τα βαφτίσια του εγγονού σου.

Οι χωροφύλακες μπήκαν στην καλύβα της στάνης, κοίταξαν τα σφαχτά που είχε κρεμασμένα και καθαρισμένα ο γέροντας κι αγαλλίασε η ψυχή τους.

“Έφαγες ποτέ σου κλεμμένο αρνί καπετάνιε”, ρώτησαν το νωματάρχη. “Κατανόστιμο το άτιμο. Τούτο 'δώ θα 'ναι πέντε φορές νόστιμο. Κλεμμένο από τον κλέφτη”.

Πήραν τ' αρνιά -τεκμήρια του εγκλήματος- κι έφυγαν. Ούτε που τους πέρασε απ' το νου να ψάξουν για το Φλούδα. Ήξεραν πως είναι κάποια πράγματα που δεν μπορεί να τα πετύχει ο άνθρωπος.

Τους κοίταζε από μακριά ο γέρος καθώς έφευγαν παίρνοντας μαζί τους το νυχτιάτικο μόχθο του. Δεν έπρεπε να του το κάμουν αυτό. Ήξερε πως απόψε, στην ταβέρνα του Λιαροκάπη θα ευωχούνταν τον ιδρώτα του. Και θα 'πιναν στην υγειά του ξεραμένοι στα γέλια. Έσκαγε. Τον έπνιγε το δίκιο του.

“Σιχτίρ παλιοτόμαρα, γρύλισε. Θέλετε να φάτε αρνί, τραβάτε να κλέψετε μοναχοί σας, άμα σας βαστάει ο κώλος. Όχι να παίρνουμε τα κουμπούρια παραμάσχαλα και να μπαίνουμε στα ξένα σπίτια ν' αρπάζουμε τα συγύρια τ' αλλουνού, έτσι με το νταηλίκι. Να πας το βράδυ να κλέψεις να δούμε πόσο μετράνε τα κουμπούρια σου, άμα δε βλέπεις τη μύτη σου και να διαλέξεις ό,τι καλύτερο έχει ο άλλος στο μαντρί του. Με τα κουμπούρια ξέρουμε κι εμείς να κάνουμε το νταή, μέρα μεσημέρι. Τράβα όμως να ‘μερέψεις τα μαντρόσκυλα να σε παραδεχτούμε άμα φύγεις με στεγνό το βρακί σου”.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 15: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

15

Το πήρε απόφαση. Θα πήγαινε στον αστυνόμο να διαμαρτυρηθεί. Παραβίαση ασύλου θα του έλεγε. Ο "Λίας" ήταν εντάξει άνθρωπος, θα τον άκουγε. Θα πήγαινε λοιπόν. Θα 'βανε τη γριά να τον ραντίσει αγιασμό και θα πήγαινε στην "ακατονόμαστη". Μοναχά να μην τον έβλεπε κανένα μάτι να περνάει το κατώφλι.

“Γεια σου μπάρμπα-Φλούδα”, κρυφογέλασε ο αστυνόμος σαν τον είδε να μπαίνει με χίλιες προφυλάξεις στην αστυνομία. Ήξερε τα καθέκαστα. Αλλά να τον αξιώσει ο θεός, να ιδεί με τα ίδια του τα μάτια το γέρο-κλέφτη να περνάει το κατώφλι του, με τη θέλησή του κι όχι δεμένος χειροπόδαρα, δεν το περίμενε. Δέκα χρόνια τώρα προσπαθούν να τον πιάσουν. Ξεγλίστραγε σαν την αλεπού.

“Με κλέψανε κυρ-Λία”, είπε, συντριμμένος απ' την προσπάθεια της παραμονής του στο χώρο. “Είχα κάνει κουμάντο δυο σφαχτά για τα βαφτίσια, και μου τα πήρανε. Είχα σφάξει δυο απ' τα μανάρια μου και μου τα κλέψανε”.

Ο αστυνόμος, τετραπέρατος Νιχωρίτης απ' την παραχελωϊτιδα, τον κοίταζε βάζοντας τα δυνατά του να φαίνεται σοβαρός. Το γέλιο που του φούσκωνε το στήθος έψαχνε να βρει διέξοδο. Κόντευε να σκάσει.

“Σε καταλαβαίνω γέροντα, αλλά για να κινήσω τη διαδικασία, πρέπει να μου φέρεις τα τομάρια. Αυτά είναι αποδεικτικά στοιχεία ότι είχες στην κατοχή σου τ' αρνιά”.

Ο Φλούδας έμεινε για λίγο αναποφάσιστος. Οι κεραίες του έπιασαν το νόημα της κουβέντας του αστυνόμου. Ήτανε στριμωγμένος. Πού να παρουσιάσει τα δέρματα των αρνιών που τα σημάδια τους κατονόμαζαν επακριβώς τον ιδιοκτήτη. Κοίταξε τον αστυνόμο στα μάτια, έκανε μεταβολή κι έφτασε στην πόρτα.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 16: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

16

“Σε βλέπω να γλεντάς και συ απόψε σην ταβέρνα του Λιαροκάπη με τ’ αρνιά μου”, είπε αφού βεβαιώθηκε ότι η αποχώρησή του ήταν σίγουρη και απρόσκοπτη.

Πίσω του ο αστυνόμος άφησε το γέλιο του να βγει μαζεμένος κουβάρι. Δέκα χρόνια κυνηγητό άκαρπο, χαλάλι για τούτη τη στιγμή.

Ο γέροντας πήγε κατ' ευθείαν στο καφενείο. Μπήκε μέσα και κοίταγε σαν αγρίμι γύρω του να βρει κάποιον να τα πει και να ξεσκάσει. Είδε το Θόδωρο στη γωνιά και πήγε κοντά του.

“Με κλέψανε οι χωροφυλάκοι”, παραπονέθηκε κι έκατσε.

Ο μπάρμπα-Θόδωρος βυθισμένος στις δικές του τις σκοτούρες τον κοίταγε σα να μην τον έβλεπε.

“Με κλέψανε σου λέω, δεν ακούς; Με κλέψανε οι τρισκαταραίοι. Σιχτίρ”.

“Άμα αρχίσανε και κλέβουνε και σένα, πάμε χαμένοι. Τι περιμένεις εδώ που μας φέρανε. Εγώ θα φύγω από τούτον το λάκκο. Φέρε ένα ούζο στο Φλούδα ρε καφετζή”.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 17: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

17

ΕΤΣΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ

Όρθιος στον πάγκο ο Μήτσος ο αστυφύλακας. Ήρεμος κι αγαθούλης, πίνει τον καφέ του, κάθε φορά που η υπηρεσιακή γύρα θα τον φέρει απ' το καφενείο. Αν, ένεκα η υπηρεσία βέβαια, περάσει δυο φορές, τότε ο καφές γίνεται αυγό τηγανητό με τυρί ή κάποιο άλλο μεζεδάκι. Ας είναι καλά ο καφετζής.

Ο Μήτσος δεν είχε φερθεί ποτέ άσχημα σε κανέναν. Ούτε που είχε ποτέ απλώσει το χέρι του να δείρει αν και οι ευκαιρίες δεν έλειπαν στην υπηρεσία. Μια φορά μονάχα, όταν ήταν καινούριος στο σώμα, τον έβαλε ο διοικητής του και σκαμπίλισε έναν κουδουνιστή. “Έτσι για το καλό”, του είπε. Έναν κομμουνιστή, τίποτε άλλο. Δεν τ' άρεσε του Μήτσου. “Όλοι οι άνθρωποι κάνουνε σφάλματα”, σκεφτότανε κατόπιν. “Άλλος θα γίνει λωποδύτης άλλος θα γίνει κομμουνιστής. Δεν μπορούμε τώρα να πιάσουμε και να δέρνουμε όλο τον κόσμο, επειδή παραστράτησε”. Είναι βέβαια κι άλλοι που τους αρέσει. Και χωρίς να 'ναι κομμουνιστής αυτός που δέρνουνε. Αλλά του Μήτσου δεν τ' άρεσε. Γι αυτό και στις διαδηλώσεις, όταν τον στέλνανε για την τάξη, στεκόταν απόμακρα. Παραφύλαγε να μην τον βλέπουν και έστριβε στη γωνία.

Εκεί, κάπου σε μια πάροδο, τον βρήκαν κάποτε κάτι διαδηλωτές και τον στρίμωξαν. Σταμάτησαν και τον κοίταζαν περίεργα αφού πρώτα τους έφυγε η λαχτάρα ότι τους είχε κυκλώσει. Στρουμπουλούλης και φοβισμένος μέσα στη στολή του, τους κοίταζε κι αυτός προσπαθώντας να κρύψει

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 18: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

18

πίσω απ' την εφημερίδα που κρατούσε ανοιχτή μπροστά του την αμηχανία του, ελπίζοντας ότι το πηλήκιό του ήταν ικανό φόβητρο για τους διαδηλωτές.

“Τι εφημερίδα διαβάζεις καπετάνιο”; Σάρκασε ένας ασχημομούρης και ο Μήτσος αισθάνθηκε ενοχή γιατί μέσα του τον κυρίεψε ένα ευχάριστο αίσθημα στη σκέψη που αστραπιαία του πέρασε απ' το μυαλό: Δεμένος ετούτος ο μαντράχαλος, κι ορθός ο Μήτσος να προσπαθεί με τα σκαμπίλια να του σβήσει απ' το πρόσωπο την ειρωνεία που το είχε ποτισμένο. "Έτσι κάνουνε και σε κολάζουνε", συνήλθε.

“Ακρόπολη διαβάζω, τι θες να διαβάζω”; Και τους κοίταξε λοξά.

“Και τι διαβάζεις από δαύτη, μόνο η ημερομηνία είναι αλήθεια”, τον σύντριψε ο άλλος.

Το 'ξερε ο Μήτσος πως είχαν δίκιο. Τι ήθελαν να κάμει όμως. Ας πήγαιναν αυτοί, άμα τους βάσταγε, ν' ανοίξουν άλλη εφημερίδα μέσα στο τμήμα. Ας πήγαιναν να διαβάσουν μη εγκεκριμένη εφημερίδα στα φραφεία του κόματός τους άμα τους βάσταγε. Έπειτα η εφημερίδα είναι όπως τη συνηθίσεις. Μπας και τα πιστεύουνε κι αυτοί που τα γράφουνε; Ήξερε δημοσιογράφους που άλλα έγραφαν και άλλα έκαναν. Κι ο κόσμος δεν τους έβριζε. Βγάνουν το ψωμί τους έλεγαν. Γιατί ο Μήτσος τι έβγανε στο σώμα που ήτανε; Το ψωμί του έβγανε. Τι θαρρούσαν παντεσπάνι τους ταΐζουνε στη χωροφυλακή; "Ας είναι καλά ο καφετζής που κερνάει που και που, αλλιώς χωρίς καφέ θα τη βγάζαμε τη γύρα. Και κινηματογράφο όταν είμαστε υπηρεσία επί των θεαμάτων μόνο. Για ταβέρνα ούτε που να το συζητάς. Ας είναι καλά η υπηρεσία που το απαγορεύει".

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 19: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

19

Βέβαια υπήρχαν κι άλλοι που κάθε βράδυ ήταν στα μπουζούκια κι ας το απαγόρευε η υπηρεσία. Μάτια είχε ο Μήτσος κι έβλεπε. Έβλεπε εκείνους τους περίεργους τύπους να μπαινοβγαίνουνε στο διοικητή και τους "κιτρινιάρηδες" να περιμένουνε στις γωνίες. "Δεν μπορείς βέβαια να κρίνεις τους ανωτέρους σου, αλλά δεν χρειάζεται να τους αγαπάς κιόλας".

Σήμερα ήταν αναστατωμένος. Τον σταμάτησε στο δρόμο ένας παπάς. Ένας πάπαρδος μέχρι κει Πάνω. Τον αγκάλιασε στη μέση του δρόμου και τον φιλούσε κι ο Μήτσος δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' τη θηλιά πού 'χαν κάνει οι χερούκλες του γύρω του. Κόκκινος απ' τη ντροπή προσπαθούσε με το βλέμμα του να δηλώσει άγνοια για το περιστατικό στους περαστικούς και να δικαιολογηθεί. Απτόητος ο άλλος τον φίλησε τρεις φορές σταυρωτά. Το τελευταίο φίλημα του άγγιξε τα χείλια και του 'φερε αναγούλα. Ένιωθε επιτακτική την ανάγκη να φτύσει.

“Πού είσαι Μήτσο μου! Χαθήκαμε”! ανέκραξε ο τεράστιος ρασοφόρος και η χερούκλα του πέρασε πάνω από τον ώμο του Μήτσου και τον έσφιγγε κοντά του. Τον κοίταξε εξεταστικά πλέοντας σ' ένα ωκεανό σαστισμάρας που φουρτούνιαζε μέσα σ' εκείνο τ' αγκάλιασμα που τον έπνιγε.

“Εγώ είμαι, ο Μάκης! Ο Μάκης της κυρά-Πραξίας” τον έπιασε απ' τα μαλλιά και τον έσωσε. Τώρα ήταν η σειρά του να φιλήσει. Αλλά εκείνο το φίλημα κοντά στο στόμα, τον είχε αναστατώσει. Τον είχε γεμίσει ερωτηματικά. Πέρασαν από το μυαλό του, σαν σε ταινία σε γρήγορο γύρισμα, σαν σε ίλιγγο, όλα τα ενθυμήματα που είχε για το γιο της κυρά-Πραξίας. Του 'ρθαν στο νου κάτι

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 20: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

20

κρυφόγελα στη γειτονιά και κάτι "μην τον βλέπεις έτσι μαντράχαλο", που είχαν περάσει κοντά του χωρίς να τον αγγίξουν. Θυμόταν ότι θα πήγαινε για δεσπότης. "Ε ρε Μάκη, δεσπότης που θα γίνεις έτσι νταγλαράς που είσαι", θαύμαζε ο Τσαγκαρόγιαννος και τον έπιανε από τη μέση, και λίγο πιο κάτω από τη μέση θυμότανε ο Μήτσος.

Κάθισαν και συζήταγαν στο γαλακτοπωλείο για ώρα. Τα θυμήθηκαν όλα. Ο ψηλός είχε πάρει το χέρι του Μήτσου ανάμεσα στα δικά του και το κράταγε. Τον έλεγε συνέχεια "Μήτσο μου". Και στο τέλος:

“Δεν έρχεσαι το απόγευμα Μήτσο μου” - το "μου" είχε μια παράξενη χροιά τώρα και η φωνή του ένα αλλόκοτο σπάσιμο - “να πάρουμε γάλα και γιαούρτι και να το γλεντήσουμε”;

“Και τι γλέντι θα κάνουμε με τούτα τα πράματα”; σάστισε ο Μήτσος και προσπάθησε να τραβήξει το χέρι του που τώρα είχε γίνει αντικείμενο χαϊδολογήματος.

“Με το γάλα Μήτσο μου”, αυτό το "μου" συνέχεια, “με το γάλα Μήτσο μου, θα γίνεις ταύρος”.

Ο Μήτσος, βέβαια, δεν είχε αναστολές. Του 'χε ξανατύχει. "Ουκ ολίγες φορές" όπως συνήθιζε να κομπορρημονεί. Εδώ όμως τα πράγματα ήταν πιο σφιχτά απ' ό,τι τον έπαιρνε. Το μυαλό του έφερε στροφές έτσι, κι έφερε στροφές κι αλλιώς, ανάποδα. Κοίταξε τον τεράστιο αρχιμανδρίτη και λιποψύχησε. Τι θα γινόταν αν στο τέλος, μυστήριοι είναι όλοι τούτοι, αν στο τέλος του 'λεγε γύρνα και συ τώρα Μήτσο μου. Πώς θα ξέσφιγγε εκείνο το αγκάλιασμα του βόα. Πως θα υπερασπιζόταν την τιμή του -που αυτό μόνο είχε κι έλεγε ότι κάτι είχε κι αυτός σαν άντρας- αν τον κουτούπωνε;

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 21: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

21

Σηκώθηκε γρήγορα κι έφυγε. Πίσω του άκουγε σπαρακτικές επικλήσεις "Μήτσο μου, Μήτσο μου", αλλά δεν έδινε σημασία σ' αυτό το ερωτικό κάλεσμα που υπήρχε φόβος να του αναποδογυρίσει τη ζωή και να τον βάλει στα στενά ν' αναθεωρήσει ο, τι μέχρι τώρα είχε ιερό και ανέγγιχτο.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 22: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

22

ΧΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ

“Τι έπαθε τούτος”, ρώτησε περίεργα ο Γιώργος, βλέποντας τον Ζέλο να μπαίνει στο καφενείο με τα μάτια μελανιασμένα.

“Είπαν πως έπεσε και βάρεσε”.“Καλά και πριν από ένα μήνα ήταν πάλι

μελανιασμένος”.“Χρωστάει πολλά πεσίματα ακόμα. Όλο πέφτει

από μεταπολίτευση και μετά”.Ο Ζέλος μπήκε κι έριξε τη ματιά του μια γύρα,

χτενίζοντας όλη την περιοχή. Κουμπώθηκαν όλοι. Μπροστά του δε μίλαγαν. Ούτε τον κοίταγαν. Μην το παρεξηγήσει και τους κάνει καμιά λαχτάρα. Ακόμα και τώρα που δεν έχεις να φοβηθείς και πολλά πράματα, ακόμα και τώρα "κυβερνάει" και τον φοβάται σύμπαν το καφενείο. Ακόμα κι ο Μήτσος τον φοβάται. "Ήρθε το καθίκι", λέει μέσα από τα δόντια του.

"Ε ρε εποχές που περάσανε", σκέπτεται ο Ζέλος. Να μπαίνεις μέσα στο καφενείο και να σε γλείφουν όλοι. Να σε γλείφουν και συ να τους τη φέρνεις. Να τους τραβάς στα στρατοδικεία για να μάθουν να είναι χρηστοί πολίτες". Όλους όσους είχε άχτι, τους "τακτοποίησε".

"Μεγαλεία", συνεχίζει την αναπόληση. "Να σε ξέρουν όλοι οι χωροφυλάκοι με το μικρό σου όνομα και να σε φοβούνται κιόλας. Να σε χτυπάει στην πλάτη ο ταγματάρχης του άλφα δύο και να σε παραδέχεται".

“Να ‘τανε όλοι οι Έλληνες σαν και σένα ρε Ζέλο, θα πήγαινε μπροστά ετούτος ο τόπος”, του 'λεγε.

“Από τότε που το πολίτευμα ξέπεσε στον κοινοβουλευτισμό, χάλασε η Χώρα. Δεν υπάρχει

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 23: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

23

πλέον κράτος. Δεν αρκεί πια ο λόγος σου, για να βάλεις τον άλλονε μέσα. Θέλουνε αποδείξεις και τέτοια. Τρίχες δηλαδή. Πήραν και τα κομμούνια επάνω τους. Πας στον κύριο διοικητή και του λες ότι ο άλλος αριστεροφέρνει και ούτε που τον νοιάζει. Μπορεί δηλαδή ο άλλος ν' αριστεροφέρνει, χωρίς συνέπειες πλέον. Τι θα δούνε ακόμα τα μάτια μας. Ακόμα και τις εφημερίδες τους διαβάζουνε στο καφενείο. Να βλέπεις αυτό το κατάντημα της χώρας και να μην μπορείς ν' αντιδράσεις. Ο Νόμος, σου λέει ο άλλος. Βρε ποιος νόμος! Εδώ η πατρίς χάνεται και συ μου λες ο Νόμος”;

“Φέρε έναν καφέ”, είπε αυστηρά στον καφετζή. Ερχότανε δω γιατί τούτος ο κόπανος έκανε καλό καφέ. Κανένας δεν τον κέρναγε πλέον. Ούτε και που ήθελε να τον κεράσουν. “Μετά ζητάνε εκδουλεύσεις. Κι αν είναι για κανένα καλό πατριώτη, να σκιστείς. Αλλά όχι για το κάθε τσουτσέκι, από τα δέκα εκατομμύρια τσουτσέκια της Ελλάδας”.

Ο καφετζής, πήρε ένα μπρίκι που το είχε ειδικά για την περίπτωση. Πήγε μέσα στην κουζίνα, έβγαλε την ξερή του και κατούρησε μέχρι τη μέση. Ύστερα συμπλήρωσε με νερό. Έβγανε κάθε μέρα το άχτι του γι αυτά που πέρασε.

“Φτου σου, πούστη”, έφτυνε έτσι για να κάνει φουσκάλες ο καφές. Ήτανε κι άλλοι που θέλανε να περιποιηθούνε τον καφέ του Ζέλου αλλά δεν τους άφηνε.

“Άμα σας αφήσω όλους, θα πρέπει μετά να τον σερβίρω σε κανάτι. Στην υγειά σας κύριε Ζέλο”.

“Μοναχοφάης είσαι ρε”, παραπονιούνται οι άλλοι. “Όλα τα ωραία, δικά σου τα θέλεις”.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 24: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

24

ΜΑΝΑΒΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΠΑΘΙΟ

Αφού όλα πήγαιναν καλά. Τα πάντα ήταν σύμφωνα με τις προβλέψεις του φίλου του που ήταν και γραμματιζούμενος. Έλεγε όσα ήταν προγραμματισμένο να πει κι όσα του είχε μάθει το φιλαράκι του να λέει, με τον τρόπο τον αρμόζοντα. Δεν έπρεπε να πετάξει τη μπόμπα. Το "έμπορος" είχε κάνει τη δουλειά του και η γραβάτα "που μας κοτσάρανε για την περίσταση", είχε λειτουργήσει θαυμάσια. Έπρεπε να σκάσει άκαπνος παρά που μίλησε κι έχασε τη νύφη. Έπρεπε να βαδίζει σύμφωνα με τις οδηγίες μέχρι που να έρθει και να μελώσει το φρούτο, και ύστερα ήξερε ο Χρήστος να κρατάει στον έρωτά του, "την πάσα ύπαρξις".

“Έχει κάνα περίφτερο εδώ κοντά να πάρουμε τσιγάρα”; έκανε και η νύφη άνοιξε ένα στόμα να, και κρεμάστηκε ολόκληρη από το "φ" που ήτανε χτισμένο το περίπτερο του Χρήστου.

“Τι έμπορος είστε κύριε Χρήστο”; του πέταξε και η μύτη της πήρε τ' αψήλου, και που να της έπεφτε δεν θα έσκυβε να την μαζέψει.

Τι της λες τώρα. Πως να της εξηγήσεις δηλαδή. Τι θα καταλάβει από τον εσωτερικό σου κόσμο, από τα μέσα σου δηλαδή. Έχουν μια κακή συνήθεια να ταυτίζουν τον άνθρωπο με το επάγγελμα και το έχειν του. Τι να κάνουμε δηλαδή. Δεν μπορεί να είμαστε όλοι αξιωματικοί και τραπεζικοί υπάλληλοι. Δεν έτυχε δηλαδή. Γιατί στην τύχη γεννιέται ο άνθρωπος μέσα στα διάφορα λούκια. Κι έλα μετά εσύ δεσποινίς Κατινίτσα να βγεις από το λούκι που βρέθηκες σαν άνοιξες τα μάτια σου.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 25: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

25

“Έμπορος φρούτων δεσποινίς Κατινίτσα”, τόλμησε ο Χρήστος και είδε τη νύφη να ξινίζει τα μούτρα. Μπήκε στο νόημα ο δικός σου. Είδε τον καιρό γύρω του που άλλαξε σε βοριαδάκι και σηκώθηκε.

“Και για όποιον δεν κατάλαβε, μανάβης”! Και παίρνοντας το καπέλο του, το φιλαράκι του τον Νίκο, και τα μάτια του, βγήκε στο δρόμο. Έβγαλε τη γραβάτα, “μη μας δει κάνα μάτι και γίνουμε ρεζίλι των σκυλιώνε”, και την έβαλε στην τσέπη.

“Ψωριάρα”, μάσησε ανάμεσα στα δόντια του και πήρανε το δρόμο για το μαγαζί. Έσκαγε.

Τότε ήρθανε και κείνοι οι Αμερικάνοι που σώνει και καλά να ψωνίσουνε φρούτα. “Εδώ μας έπεσε η μούρη και δεν ξέρουμε που να την ψάξουμε και τούτοι το χαβά τους”. Ξέσπασε επάνω τους.

“Δεν πουλάμε”, είπε κι εκείνοι χαμογελάγανε.Έσκαγε ο Χρήστος. Να τους βρίζει και να του

χαμογελάνε. Να θέλει να τους ταπεινώσει και να μην το καταλαβαίνουνε. Τι αξία έχει μια βρισιά άμα δεν την καταλαβαίνει ο άλλος. Άναβε και κόρωνε. Αποπληξία κόντευε να πάθει. Δεν βρισκότανε ένας χριστιανός να του πει πως γαμοσταυρίζουνε "στα ξένα". Θα φεύγανε και δεν θα ξέρανε πως τους έχεσε πατόκορφα. Και σαν κινήσανε να φύγουνε και ο Χρήστος ήταν επί ξύλου κρεμάμενος, και δεν ήξερε πια τι να κάνει για να τους μεταδώσει το άχτι του, επιστράτευσε όλες του τις γνώσεις στις ξένες γλώσσες και τις συνόψισε σε μια τρομερή βρισιά.

“Σιχτίρ, χιζ μάστερ βόις και κάπιτολ”, ρε πούστηδες.

Και ξέσκασε. Θα είχε πλαντάξει αλλιώς. Θα ένιωθε ο ίδιος ταπεινωμένος για πολύ καιρό. Μπήκε μετά στο καφενείο και ρώτησε. Έμαθε όλα τα

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 26: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

26

γκαντέμια που θα του χρειάζονταν για τους Αμερικάνους στο μέλλον.

“Γερμανοί ήτανε”, παρατήρησε ο Νίκος.“Όλοι την ίδια μούρη έχουνε. Πας μη Έλλην

Βάρβαρος”, τον αποστόμωσε ο Χρήστος.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 27: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

27

ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ

Ο Παπαγενάρης μπήκε αεράτος στο καφενείο. Είχε διώξει το παιδί που κουβάλαγε το τσουκάλι με τον αγιασμό γεμάτο με κέρματα. “Να το βάλεις μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας να καθαρίσουν τα κέρματα”, του είπε. “Κοίτα μην βουτήξεις κανένα, είναι μαγαρισμένα ακόμα”. Έκανε ένα γρήγορο αγιασμό στο καφενείο, μέχρι που έφτασε στο τραπέζι με την εφημερίδα. Την πήρε κι έκατσε.

“Έναν καφέ Μαύριακα”. Κοντούλης και χοντρούλης με μάτια που

πετούσαν σπίθες, από τις αστραπές τ' ουρανού ή τις φωτιές της κόλασης, δεν έχει σημασία. “Μονάχα να πετάνε φωτιές τα μάτια σου, αλλιώς είσαι ψόφιος”, έλεγε. Ήταν ένας άνθρωπος χαρούμενος. Άνοιγε την καρδιά σου, της ξέπλενε τις εισόδους και τις εξόδους να λειτουργεί χωρίς κόπο, και της έβαζε μέσα μια πνοή ευθυμίας, να κρατάει μέχρι να στην ξαναγεμίσουν φαρμάκι οι διάφοροι φαρμακομύτηδες.

“Έναν καφέ και δύο καθαρά”. Μόλις είχε τελειώσει τη γύρα του αγιασμού. Τα

'χε κονομημένα. “Ο Αϊ Γιάννης είναι για μας τους μικρούς τους παπάδες. Οι άλλοι είναι για τους δεσποτάδες”. Έστω και μια φορά το χρόνο μπορούσε να κάνει είσπραξη χωρίς να είναι υποχρεωμένος να έχει το άγρυπνο μάτι του δεσπότη από πάνω του. Το άγρυπνο μάτι του μα πιο πολύ το άπληστο χέρι του και την "αρούπωτη" την τσέπη του. Δεν είχε παράπονο. Οι νοικοκυρούλες δίνανε ότι είχανε. Πετάγανε τα κέρματα, για το καλό, στο τσουκάλι με τον αγιασμό, και "το ήσυχο το χρήμα", τα χοντρά, τα έβαζαν με τρόπο στην τσέπη του παππούλη. Είχε

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 28: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

28

μάθει, το σπουδαιότερο, κι όλα τα νέα της ενορίας, χωρίς χασομέρια και χωρίς να σταματάει τον αγιασμό. Συνταίριαζε τη θεία παρουσία και την ανθρώπινη ανάγκη για ενημέρωση σε μια χρυσή τομή που σε συνέπαιρνε.

“Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε..., τίνος είναι τούτο το σπίτι Χρυσούλα”;

“Του Ζώη του Γουλέ είναι παπά μου”. “Α, μπα! ...η της τριάδος εφανερώθη

προσκύνησις... το πάντρεψε το κορίτσι ο Ζώης”;“Όχι παπά μου, δεν ήρθε το τυχερό της ακόμα”.“Α μπα! ...του γαρ γεννήτορος η φωνή

προσεμαρτύρησεν... πόσο χρονώ είναι η κοπέλα, μεγάλη φαίνεται”.

“Είκοσι πέντε, παπά μου”.“Θα του μείνει του έρημου του Ζώη! ...αγαπητόν

σε υιόν ονομάζουσα”.“Θα πιεις ένα ούζο παπά μου”;“Πα, πα, πα! ούτε να το μυρίσω το ούζο

Χρυσούλα μου, ούτε να το μυρίσω. Δεν πίνουμε εμείς οι παπάδες”.

Κι αφού πέρναγε όλα τα σπίτια και καταστήματα της ενορίας έφτανε και στο καφενείο.

“Δυο καθαρά Μαύριακα”! ξανάπε για να σιγουρευτεί ότι ο καφετζής είχε καταλάβει την παραγγελία.

Έφερε τον καφέ ο Μαύριακας με δύο ποτήρια νερό, και του είπε σιγανά, να τον ακούνε όλοι:

“Να σου φκιάσω κι ένα μεζέ να κολατσίσεις, παπά μου. Σε βλέπω κίτρινο”.

“Να μωρέ, λίγο τυρί και καμιά σαρδέλα, έτσι νηστίσιμα”.

Του 'φερε το μεζέ, ήπιε και τα καθαρά του ο παππούλης και ήρθε και γλάρωσε. Φύγανε οι σκοτούρες για τα παιδιά και το τι θα κάνουνε στη

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 29: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

29

ζωή τους, άλλαξε κι ο δεσπότης, πάει πέθανε και ήρθε ένας καλύτερος, όλα αλλάξανε. Μόνο ο Μέγας άρχοντας ο καφετζής παρέμεινε ατόφιος στη θέση του. Καφετζής και μέγας άρχοντας.

“Έλα ρε Μήτσο να σε κεράσω”, φώναξε τον χωροφύλακα που έπινε τον καφέ του στο πόδι. “Εμείς οι δυο είμαστε συντεχνίτες. Και οι δυο μας κυνηγάμε ανθρώπους να τους δέσουμε. Μόνο που εσύ το κάνεις τσάμπα. Έλα ν' αλλάξουμε καπέλα και να βγούμε βόλτα να δούμε πόσοι θα το καταλάβουνε. Φέρε ένα καθαρό ρε Μαυριακα”!

Κι έρχονταν τα καθαρά γεμάτα με αγνό τσίπουρο, γιατί το ούζο ούτε που να το μυρίσει δεν ήθελε. Ο Μήτσος έκατσε. Τούτον τον παπά τουλάχιστον, ήξερε που τον είχε.

Την ίδια ώρα στην εκκλησία συντελούνταν το όγδοο μυστήριο, της κάθαρσης των κερμάτων. “Μην τ’ αγγίξετε, είναι μαγαρισμένα”, τους είχε φοβίσει ο παπάς. Δεν τον πίστεψαν και έφεραν το θέμα σε ανώτερα κλιμάκια

“Παναγούλα είναι καθαρό αυτό το δεκάρικο”; ρώταγε εναγωνίως ο Νικολάκης φορώντας το μαύρο ένδυμα που φορούν τα παπαδοπαίδια. Είχε πάντα μια γέφυρα επικοινωνίας με το θείο.

“Καθαρό είναι Νικολάκη”! απαντούσε με λεπτή φωνή η Θεομήτωρ.

“Να το πάρω Παναγούλα μου που το χρειάζομαι”;“Να το Πάρεις Νικολάκη”.“Φχαριστώ παναγούλα μου”, είπε και

σταυροκοπιόταν φεύγοντας.“Δώσε και στον Κοτσκολιό”, τον προλάβαινε η

ίδια φωνή νουθετώντας τον να αποστεί ένα μέρος από το δεκάρικο προς χάριν του αδερφού του.

“Τότε να πάρω δύο παναγούλα μου”.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 30: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

30

“Να πάρεις Νικολάκη μου”.Ποτέ δεν αρνιόταν η Δέσποινα. Μάνα ήταν κι

αυτή και ήξερε τις ανάγκες των παιδιών.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 31: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

31

ΝΑ ΤΗΝ ΠΟΥΛΑΜΕ ΑΚΡΙΒΑ

“Σαν τα μάραθα! Μας ήρθανι πάλι. Άντε να μαζουνόμαστι, ικλουγές ματάχει πάλι”, μουρμούριζε ο Φούντας, καθώς είδε τον Σορωβό, τον πολιτικό παράγοντα, όπως λέγονται τώρα οι κοματαρχαίοι, να μπαίνει στο καφενείο. Ήξερε, πως τότε μονάχα τους θυμότανε οι λογής παράγοντες, όταν πλησίαζαν οι εκλογές.

“Φέτους, δεν έχει ψήφου τζάμπα”, σκέφτηκε αρκετά δυνατά για να τον ακούσουνε. “Φέτους, ένας ψήφους, ένα τσουβάλι αλεύρ’. Παρακάτ' δεν γίνιτι”, έκανε τους υπολογισμούς του ο Φούντας υπολογίζοντας και τον πληθωρισμό. “Είμαστι πέντι νουματαίοι, ένα τσουβάλι αλεύρ' ου ψήφους, μας κάνουνι πέντι τσουβάλια. Θα μ' φτάσ' δε θα μ' φτάσ' να πιράσου του χ'μώνα. Θα πρέπ' να πέσ' κι μιτρητό κατά πως τα πάμι”, είπε και με το αριστερό του το μάτι παρατηρούσε τις αντιδράσεις του κοματάρχη. Κι επειδή δεν έκρινε πως είχε πάρει ακριβώς το μήνυμα, έγραψε και υστερόγραφο.

“Μιά ζουή ιδιουλουγία! Τί κιρδέψαμι που 'μαστι ιδιουλογοι; Μιά ζουή ιδιουλουγία κι τζάμπα”;

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 32: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

32

ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΣΑΣ

Ο ζητιάνος ταχτοποίησε το κακόμοιρο το ύφος στο ακατάστατο μούτρο του, φόρεσε τα μαύρα του γυαλιά και μπήκε στο καφενείο χτυπώντας ρυθμικά το μπαστούνι στο πάτωμα και ψέλνοντας για να τους θυμίσει ένα θεό που είχαν ξεχάσει στη χαρά τους και τον θυμόταν μόνο στο φόβο τους. Και τα κατάφερε μια χαρά. Έβαλαν όλοι τους το χέρι στην τσέπη, ψάχνοντας για το μικρότερο νόμισμα που κολύμπαγε σε κείνα τα νερά, να του το δώσουν. Να δειχτούν έτσι θεοφοβούμενοι σ' ένα Θεό, που αν υπάρχει, ξέρει πως δεν το δίνουν για να τον πλησιάσουν αλλά για να τον διώξουν από κοντά τους και να τον ξεφορτωθούν το συντομότερο κι αυτόν και τους ζητιάνους του. Έρχεται κι αυτός και τους παρουσιάζεται πάντα σαν σακάτης ή σαν ζητιάνος που έχει ανάγκη το υστέρημά τους. Ας έρχονταν και μια φορά μετά δόξης να τους μοιράσει το περίσσευμά του να το χαρούν και να πέσουν να προσκυνήσουν. Ήτανε κι ο παπάς, π’ ανάθεμά τονε, που έτσι που ήτανε πιωμένος δεν ήξερες αν σ' έβλεπε καθώς το βλέμμα του, γλαρό, αγκάλιαζε όλη την αίθουσα.

Γέλασε σαρκαστικά ο Κραβαρίτης ζητιάνος κάτω από τα μουστάκια του. Κι άλλη μια φορά κατάφερε να τους πουλήσει εμπόρευμα που δεν το 'θελαν.

“Χι χι χι, καρμίρηδες”.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 33: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

33

Ο κομματάρχης έβγαλε επιδεικτικά ένα κατοστάρικο και του το 'δωσε.

“Πάρ’ το κι εξαφανίσου, του είπε σιγανά, μη σε ξαναδώ μπροστά μου”.

Ήταν το έκτο κατοστάρικο που του έδινε. Τον ακολουθούσε από καφενείο σε καφενείο. “Τον πονάει η ψυχή μου”, είπε φωναχτά.

“Άμα πονάει η ψυχή σου, να πεις στον υπουργό να τον βάλει σε ίδρυμα”, πετάχτηκε ο Κώστας κάνοντας αντιπολίτευση.

“Σε ίδρυμα να πας εσύ κι όλο σου το σόι, κέρατο”, μουρμούρισε μέσα του ο Κραβαρίτης και σταυρώθηκε για το κακό.

“Έννοια σου και ο υπουργός έχει μεγάλα σχέδια για τους τυφλούς και τους σακάτηδες. Θα τους βρει δουλειές που να τους ταιριάζουν για να νιώσουν κι αυτοί τη χαρά της προσφοράς προς την κοινωνία. Να έρθεις να δεις τον υπουργό αύριο”, είπε στον ζητιάνο.

“Να τον δω τούμπανο καλύτερα, που θα με βάλει να δουλέψω”, είπε πάλι από μέσα του. Τι πάθανε όλοι σήμερα και θέλουνε να τον αποκαταστήσουνε. Αν νομίζουν ότι με τα φραγκοδίφραγκα που δίνουνε έχουνε το δικαίωμα να του κανονίσουνε και το μέλλον, είναι γελασμένοι.

“Άμα καταφέρει και στρώσει τους μπολιάρηδες στη δουλειά, θα τον ψηφίσω κι εγώ”, σάρκασε ο Κώστας.

Ο Σορωβός δεν έδωσε συνέχεια στην άγονη συζήτηση. Γύρισε και συνέχισε την εξάσκηση των καθηκόντων του, τη συλλογή ψήφων. Δεν ψάρευε ποτέ στα φόρα σε νερά που 'θελαν να δειχτούν βαθιά. Σαν καλός ψαράς περίμενε τις αφέγγαρες νύχτες κι έριχνε τις ροφο -πετονιές του στα σκοτεινά.

Ο τετραπέρατος Κραβαρίτης βγήκε απ' το καφενείο κι έστριψε στη γωνιά. Θα περίμενε εκεί

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 34: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

34

μέχρι να βγει η προεκλογική κουστωδία. Μετά θα τους ακολουθούσε και στον άλλο τους σταθμό. “Θέλεις εκλογές; θα πληρώσεις! Χου - χου – χου”, χουχούρισε τρίβοντας τα χέρια του.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 35: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

35

ΑΝΤΕ ΤΩΡΑ ΝΑ ΒΟΛΕΥΤΕΙΣ ΜΕ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ

Σφιγγότανε ο Κοσμάς. Σφιγγότανε και κοίταγε συνέχεια κατά το περίπτερο. Ήταν έντεκα κι ακόμα να φανούν οι εφημερίδες. Έντεκα η ώρα ήταν η ώρα του. Έπρεπε να πάει για την ανάγκη του. Χωρίς εφημερίδα όμως δεν έκανε βήμα.

“Άργησε ο πούστης”, μουρμούριζε και δεν τόλμαγε να κινηθεί. Άργησε.

“Να σου δώσω τη δική μου”, του μεγάλωνε το μαρτύριο ο Κώστας. Πάρτη να βολευτείς και μου την ξαναδίνεις.

“Να τη βράσω τη δική σου”, είπε και σφίχτηκε ακόμα περισσότερο. Άντε να χέσεις με τη κομματική εφημερίδα. Μαζεύονται, γίνονται μπάλα και θέλεις μετά ιατρική επέμβαση για ν' αλαφρώσεις.

“Ήρθανε Κοσμά”, ακούστηκε η φωνή του Μιχάλη κι ο Κοσμάς πετάχτηκε πάνω. Άφησε τα γυαλιά του στο τραπέζι και με προσεκτικές κινήσεις έφτασε στο περίπτερο. Πήρε μια εφημερίδα ακομμάτιστη, που βοηθάει σ' αυτές τις δουλειές, με μπόλικες φωτογραφίες και μπήκε, τρέχοντας συντηρητικά, στο καφενείο.

“Τα γυαλιά μου ρε”.Πουθενά τα γυαλιά. Ο Κώστας μοναχά κρατιόταν

να μην σκάσει στα γέλια. “Τα γυαλιά μου ρε”, αγωνιούσε ο Κοσμάς. “Τα

γυαλιά μου ρε και χέστηκα”.“Να πεις ζήτω το Κουκουέ, για να στα δώσω”, τον

εκβίαζε ο Κώστας.“Θα πω μετά, φέρ’ τα τώρα και δεν αντέχω”,

γλύκανε τη φωνή του.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 36: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

36

“Τώρα, αλλιώς να χεστείς απάνω σου”, εκδικήθηκε για την κοροϊδία με το ψωμί απ’ τα ρώσικα καράβια, ο Κώστας.

“Ζήτω το Κουκουέ ρε πούστηδες, δώστε τα τώρα”, υποτάχτηκε στην ανάγκη του ο Κοσμάς.

“Ε ρε και να στρατολογούσαμε υποστηρικτές τόσο εύκολα”, κάγχασε ο Κώστας και του 'δωσε τα γυαλιά. Τα πήρε ο Κοσμάς κι έτρεξε σφιγμένος κατά τουαλέτα μεριά. Θεέ των κατατρεγμένων, πιασμένη.

“Γρήγορα, υπάρχει λόγος”, παρακάλεσε και χτύπησε την πόρτα.

“Άλλος”, ακούστηκε σφιγμένη η φωνή του Νώντα από μέσα. Όχι πως η κοματική οργάνωση βάσης, είχε φτάσει σε τέτοια ύψη τελειότητας στις επιχειρήσεις, αλλά ο Νώντας άδραξε την ευκαιρία να εκδικηθεί για τις οδοντογλυφίδες του.

“Σε παρακαλώ Νώντα μου”, κατέρρευσε ο Κοσμάς.

“Θα ματαπείς για τα φασούλια”; “Όχι έχεις το λόγο της τιμής μου”.“Τώρα προκόψαμε”, παρατήρησε ο Νώντας,

κάνοντας σοβαρό υπαινιγμό που σε άλλη περίπτωση θα σήκωνε παρεξήγηση. “Ορκίσου μου ρε στον καφέ που ήπιες”.

“Ορκίζομαι”, παραδόθηκε ο Κοσμάς κάνοντας τον φοβερό όρκο του καφενείου, και η πόρτα άνοιξε και τον υποδέχτηκε με πάσα μεγαλοπρέπεια ο Νώντας.

“Κάπως έτσι θα είναι ο Άγιος Πέτρος”, σκεφτόταν ο Κοσμάς, “κάπως έτσι θα είναι ο Παράδεισος. Να μπορείς να κάνεις αυτό που θέλεις, όταν ακριβώς το έχεις ανάγκη”. Κι αφού ξαλάφρωσε και ξελαμπικάρισε ο νους του, σκέφτηκε και την πλάκα που του έκαναν.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 37: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

37

“Ξέρεις ρε Κώστα τι το κάνω το κόμμα σου, ξέρεις τι το κάνω”; φώναξε μέσα από την τουαλέτα”.

Ο Κώστας δεν απάντησε. Χαιρόταν τη νίκη του. Έτσι σκούζουν οι ηττημένοι...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 38: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

38

Ο ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ

Ο Κώστας, "ο Κούρκουλος", έμπαινε λικνιστός στο καφενείο, με την αντρίλα κρεμασμένη στην χοντρή την χρυσή αλυσίδα του λαιμού του. Διάλεγε ένα τραπέζι να βλέπει όλο τον κόσμο και, το κυριότερο, να τον βλέπει όλος ο κόσμος. Καθότανε κι άφηνε τα μάτια του να βοσκήσουν μια γύρα. Τα στύλωνε σ' ό,τι του 'μοιαζε για θηλυκό. Αν δεν εύρισκε τίποτε καλύτερο –που να βρείς θηλυκό στα καφενεία στο Ξηρόμερο- τ' άφηνε κι έκαναν σταθμό, ερωτικά και λάγνα, πάνω στον Μανωλάκη που ανατρίχιαζε.

Ανατρίχιαζε ο Μανωλάκης. Ένα γαργαλητό του ψαχούλευε την ραχοκοκαλιά του και δεν ήξερε αν του άρεσε ή τον ενοχλούσε. Δεν το 'χε ξεκαθαρισμένο. Ένα μόνο ήξερε. Δεν μπορούσε να κουνήσει από τη θέση του όσο τα μάτια του Κούρκουλου είχαν κατοχή πάνω του. Τον μαγνήτιζε όπως η γάτα τα πουλάκια. Του θύμιζε έντονα τον μουγκό.

Τον είχε στριμώξει ο Μουγκός τον Μανωλάκη. Τον βρήκε κάπου μπόσικο και τον πήρε σπίτι. Δεν θυμάται τίποτε άλλο απ' εκείνη τη στιγμή. Μόνο τα μάτια του μουγκού να πετούν παθιασμένες φλόγες

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 39: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

39

που τον αγκάλιαζαν. Ύστερα δεν έβλεπε ούτε κι αυτά. Δεν έβλεπε τίποτε. Τώρα που ο Κούρκουλος τον στριμώχνει με τη ματιά του, το σώμα του ασυνείδητα νιώθει κάπως. Κάπως που το μυαλό του αρνείται να θυμηθεί και το σώμα του δεν εννοεί να ξεχάσει. Το μισεί ο Μανωλάκης το σώμα του που διαρκώς τον προδίδει και θυμάται. Θυμάται μια περίεργη αίσθηση που θέλει να την ξαναζήσει.

Κι ο Κούρκουλος δε λέει να πάρει τα μάτια από πάνω του...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 40: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

40

ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

Καθόταν στο ψηλό σκαμνί στο μπαρ κι έπινε το ουίσκι του. “Ένα διπλό σκάτς”, παράγγειλε μπαίνοντας. Άλλο ποτό δεν βάζει στο στόμα του. Όλα τα 'χε βολέψει καλά ο γέρος. Του άφησε λεφτά κι όνομα. Του το είχανε πει κατηγορηματικά. Πρώτος βουλευτής του Νομού θα έβγαινε, φτάνει να το πάρει απόφαση και να κατέβει στις εκλογές. Θα του περίσσευε έτσι καιρός, ανάμεσα στη λέσχη που έπαιζε χαρτιά με τα παιδιά και στο κέντρο που τραγούδαγε η Μαρίτσα, να συνεχίσει την παράδοση του μπαμπά του. Βουλευτής και υπουργός! Θα τον έβγαζαν πρώτο του είπαν.

“Μόνο ν' ακούσει ο κοσμάκης τ' όνομα και τίποτε άλλο”, παρατηρούσε ο Νώντας που ήξερε από εκλογές. Έφτανε αυτό για να γεμίσει το κεφάλι τους με τίποτε και να ψηφίσουν παραδοσιακά, όπως ψήφιζαν μια ζωή οι ίδιοι και οι πατεράδες τους. Με την καρδιά.

Τη λέσχη όμως δεν μπορεί να την παρατήσει. Αν δεν του περισσεύει καιρός, θα κάνει όπως κι ο πατέρας του. Θα πάρει ένα δικό του άνθρωπο "ιδιαίτερο", που θα διεκπεραιώνει τα πάντα. Δεν έχει σκοπό να βγει απ' το ρυθμό του. Είπαμε να συνεχιστεί η παράδοση αλλά να μη γίνουμε κι άνω κάτω με την παρέα. Και το κέντρο, κέντρο. Θα μπορούσε βέβαια να παντρευτεί τη Μαρίτσα και να την έχει να του τραγουδάει ψιθυριστά και λάγνα στο αυτί του το ταλαιπωρημένο από τις αγορεύσεις στη

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 41: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

41

βουλή. Άλλο πράμα όμως να την ακούς στο κέντρο και να την ραίνεις με γαρδένιες και γαρίφαλα. Να κοιτάνε οι άλλοι και να ζηλεύουνε που αυτοί δεν μπορούνε να κατακτήσουνε μια Μαρίτσα. Άλλο να σου τραγουδάει η Μαρίτσα κι άλλο η γυναίκα σου ρε παιδάκι μου.

“Άμα τους βάλουμε το μυαλό στην καρδιά μέσα, τότε λύσαμε το πρόβλημα του κόμματος”, παρατήρησε πάλι ο Νώντας και οι άλλοι τον κοίταζαν περίεργα.

Τέτοια λέει και μια ζωή στα κατώτερα κλιμάκια του κόμματος παραμένει. Άμα ο κόσμος δεν ψηφιζε με την καρδιά, όλα τα κόματα θ’ αντιμετώπιζαν ψηφοπενία...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 42: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

42

Η ΒΑΦΤΙΣΗ ΤΟΥ ΓΑΜΠΡΟΥ

“Παππούλη ήρθανε για το γάμο”, ακούστηκε με μία η φωνή του Νικολάκη και της "θεομήτορος" Κοτσκολιού, που εισέβαλαν ασθμαίνοντες στο καφενείο.

Ο παππούλης είχε πει στο Μήτσο πριν από ώρα. “Τώρα Μήτσο πάρε δυο βεργούλες και βάρα με”. Έβαλε ύστερα ένα ευτυχισμένο χαμόγελο στα χείλη του, για Άγγελο φύλακά του κι αποκοιμήθηκε έχοντας στο νού του τον Ιορδάνη και τα θεϊκά βαφτίσια, που μακάρι να 'τανε και δυο και τρεις φορές το χρόνο.

“Μισοφτιαγμένος είναι”, έβγαλε πόρισμα ο Μήτσος.

“Μωρέ το 'χει τσούξει για τα καλά”, αποφάνθηκε ο καφετζής, που ήξερε καλύτερα.

Άκουσε τις φωνές τις τσιριχτές δίπλα στο αυτί του ο παππούλης και πετάχτηκε πάνω.

“Τι είναι”, αναρωτήθηκε κατατρομαγμένος που του διέκοψαν το μυστήριο που τελούσε παρέα με τον Πρόδρομο. “Τι τρέχει”;

“Ο γάμος”! επανέλαβε ο Νικολάκης πανηγυρικά, που η τσέπη του γέμιζε σε τέτοιες περιπτώσεις. Τον ξέχασες το γάμο παππούλη;

“Το γάμο”! τσίριξε κι ο Κοτσκολιός που έπαιρνε κι αυτός κάποιο μερίδιο από τα τυχερά του Νικολάκη.

“Όχι γάμο, βαφτίσια έχουμε”, είπε ο παππούλης που στο νου του λειτουργούσε ακόμα ο Άι Γιάννης, και πετάχτηκε σαν αστραπή επάνω παίρνοντας το δρόμο για την εκκλησία.

“Έλα Μήτσο πάμε”, είπε κι ο Μήτσος τον ακολούθησε. “Κάπου πρέπει να περνάμε την ώρα

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 43: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

43

μας. Άλλος θα πάει στο καφενείο, αλός στην εκκλησία. Καλή είναι και η εκκλησία καμιά φορά. Έτσι για το καλό”, μονολόγησε ακολουθώντας τον παπούλη.

“Ας είναι και βαφτίσια”, αναλογίζονταν το κατώτερο εκκλησιαστικό προσωπικό. “Και με τα βαφτίσια έχει κονόμα”.

Κι άρχισε η βάπτιση. "βαπτίζεται ο δούλος του Θεού"...

“Γάμο έχουμε παππούλη”, τον έκοψε η πεθερά της νύφης.

“Α, γάμο έχουμε; Ε πέστε το ευλογημένοι. Γάμο λοιπόν”, μονολόγησε και τα μάτια του γλάρωσαν πάλι. “Και πού είναι το παιδί”; Πέρασε πάλι στα βαφτίσια.

“Εδώ”, είπαν και του 'δειξαν το Μανώλη τον κρητικό, κουστουμαρισμένο στην πένα.

“Αδύνατον”, ανέκραξε ο παππούλης. “Τόσο μεγάλο που να τον γδύσω μέσα στην εκκλησία. Ντροπή. Τι στην ευχή τον αφήσατε αβάφτιστο κοτζάμ μαντράχαλο. Τούτος είναι για παντρειά”.

“Για γάμο τον έχουμε παππούλη, θα τον παντρέψουμε με την κόρη μου”, ανησυχούσε η πεθερά του Μανώλη που ήξερε με τι ζόρια κατάφεραν να τον φέρουν στην εκκλησία.

“Θα τον παντρέψετε; Αβάφτιστο εγώ δεν τον παντρεύω. Να βγείτε όλοι έξω να τον βαφτίσω και μετά ελάτε να τον παντρέψουμε”.

“Είναι βαφτισμένο το παιδί παπά μου”! έκρωξε η μάνα του.

“Τι μου το φέρατε εδώ τότε; Και κάνει και κρύο. Έτσι τα βγάζετε τα παιδιά έξω και μετά σας πουντιάζουνε και τα τρέχετε στους γιατρούς. Πρέπει να τα προσέχετε τα κούτσικα”, είπε και χάιδεψε το

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 44: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

44

κεφάλι του μωρού που κράταγε στην αγκαλιά της η αδερφή του γαμπρού.

“Τον φέραμε να τον παντρέψεις”, απελπίστηκε η συμπεθέρα.

“Να τον παντρέψω; Τόσο μικρό; Καλά τρελαθήκατε όλοι σας”;

“Όχι αυτός παππούλη εγώ θα παντρευτώ”, διασκέδαζε ο Μανώλης που διέγνωσε τη σούρα του.

Ο παππούλης κοίταξε το Μήτσο που στέκονταν στη γωνία. Εκείνος σήκωσε τα χέρια του σα να φορούσε χειροπέδες. Αναγνώρισε και τη φωνή του Μανώλη. Του έκανε συχνά συντροφιά για το "καφεδάκι" του στο καφενείο.

“Εγώ πάντως σου 'δωσα την ευκαιρία να διαλέξεις μυστήριο”, του ψιθύρισε. “Καλύτερα δυο φορές βαφτισμένος παρά τούτο που πας να κάνεις”.

“Να πει ο Κουμπάρος τ' όνομα”, προσπάθησε για ύστατη φορά, αλλά ο Μανώλης το είχε πάρει απόφαση πια...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 45: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

45

ΕΣΕΝΑ ΘΑ ΛΥΠΗΘΕΙ ΡΕ ΚΥΡΙΑΚΟ

Ο Κυριάκος ήταν με την παρέα του και μίλαγε φωναχτά με τη δυνατή Ποντιακή του προφορά. Μόλις είχε γυρίσει από την Αθήνα. Είχε τη γυναίκα του εγχειρισμένη στο Λαϊκό.

“Χέστηκα απ' το φόβο μου μέχρι να βγω από την Αθήνα. Ένας δρόμος γεμάτος διασταυρώσεις κι αυτοκίνητα, και να μην ξέρεις κατά που να πας. Και να μην μπορείς να σταματήσεις το αυτοκίνητο να ρωτήσεις ένα χριστιανό. Αρχίζουν και κορνάρουν όλοι μαζί και σου παίρνουν το κεφάλι. Τα στύλωσα κι εγώ καταμεσής του δρόμου, και ή θα τους φάω είπα, ή θα με φάνε. Κυριάκο, είπα, ήρθε η ώρα ν' αντικρίσεις το Μέγα Πόντιο με τη ρομφαία του”.

“Γιατί ρε Κυριάκο πατριώτης σου είναι ο Θεός”; τον πείραξε ο Γιάννης ο Τσαγκάρης.

“Αμ’ τι είναι”, τον έκοψε ο Κυριάκος. “Από την ίδια μάνα κι από άλλο πατέρα είμαστε. Αλλά δεν ήρθε αυτός. Ήρθε ο τροχονόμος και με ρώτησε τι έπαθα. Άντε τώρα να του πεις ολόκληρη ιστορία. Μυστήριοι κι αυτοί οι τροχονόμοι, Τι να 'παθα, εγχειρισμένη γυναίκα έχω”. "Που 'ναι την", λέει, "δεν την βλέπω". “Αμ’ πώς να την δεις κύριε τροχονόμε μου, του λέω, αφού είναι στο Λαϊκό”. "Και γιατί σταμάτησες εδώ", αγρίεψε. “Γιατί δεν ξέρω πως να βγω από την Αθήνα, του λέω. Βγάλε με από δω να χαρείς τα γαλόνια σου. Δεν τους αντέχω άλλο αυτούς τους σερσέμηδες που κορνάρουνε”. "Και πώς μπήκες", ξαναγρίεψε. “Δεν μπήκα λεβέντη μου, με βάλανε. Μπροστά πήγαινε σκούζοντας το νοσοκομειακό με τη γυναίκα μου και πίσω εγώ με το αυτοκίνητο κλαίγοντας. Και κει να δείτε μεγαλεία.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 46: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

46

Να δείτε τον Κυριάκο, Πρόεδρο, όπως στην τηλεόραση, μπροστά ο τροχονόμος με τη μηχανή του κορνάροντας και πίσω εγώ καμαρωτός με τ' αυτοκίνητο. Να σε είχα εκεί ρε Μήτσο να μου κάνεις το σωφέρ”.

Πέντε μέρες έκατσε ο Κυριάκος στην Αθήνα. Πέντε μέρες και πέντε νύχτες. Κι όλη η Αθήνα που είδε, ήταν το Λαϊκό και το οικόπεδο παρά δίπλα που άραξε το αυτοκίνητο και κοιμόταν τα βράδια. Η αποζημίωση που δίνει το ΙΚΑ δεν φτάνει μήτε για φαΐ. Και που ν' αποτολμήσει να κατεβεί στο κέντρο για ξενοδοχείο. Πλήρωνε κάθε πρωί το τετρακοσάρι στο παιδί που είχε το οικόπεδο για "πάρκιν" και είχε το κεφάλι του ήσυχο. Όλη την ημέρα γύριζε τους διαδρόμους του νοσοκομείου μη και πετύχει κανένα γιατρό να τον ρωτήσει τι γίνεται με τη γυναίκα του. Οι γιατροί βιαστικοί, σα να ήταν περαστικοί απ' εκεί, δεν είχαν την ώρα να σκύψουν πάνω από την αγωνία του Κυριάκου.

“Κι όταν, με ύφος ανθρώπου που τον έκοψες πάνω στο χέσιμο, καταδεχτεί να σταματήσει, αντί να σου απαλύνει τον πόνο σου, με τα μισόλογα που σου λέει μεγαλώνει την αγωνία σου”.

“Δώσε κάτι στον άνθρωπο, με συμβουλέψανε κάτι άλλοι”.

“Να δώσω, είπα, γιατί να μη δώσω. Τον άνθρωπό σου φτιάχνουνε εκεί μέσα. Πρέπει να πληρώσεις. Γιατρός είναι, επιστήμονας άνθρωπος, να μη του δώσεις; Πήγα και τον βρήκα. Να σας μιλήσω ιδιαιτέρως” του είπα. “Έλα στο γραφείο μου το απόγευμα”, χαμογέλασε και μου έδωσε τη διεύθυνσή του σπιτιού του. Εκτός που ήτανε στο Δημόσιο, ήτανε ως φαίνεται και πληρωτικός. Πήρα ένα ταξί και πήγα. Του άφησα ένα κατοστάρι χιλιάδες μέσα σ' ένα φάκελο. Το άφησα και ντράπηκα μη και του φανούν

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 47: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

47

λίγα. Επιστήμονας άνθρωπος για. Από τότε όλα πήγαιναν μια χαρά. Είναι καλύτερα να πηγαίνει κανείς από την αρχή σ' ένα πληρωτικό γιατρό που δουλεύει και στο νοσοκομείο. Δίνεις κάτι παραπάνω αλλά γλιτώνεις την αγωνία”.

“Έτσι είναι με τους γιατρούς είπε ο Γιάννης που είχε γυιό στην Ιατρική. Εμένα ο γυιός μου δε μ' αφήνει δεκάρα τσακιστή στην τσέπη μου. Πενήντα το μήνα μοναχά για βιβλία. Εξόν το φαΐ, τα ναύλα και τον ύπνο. Πούλησα και το ποτιστικό στην Αμβρακία για να τα βγάλω πέρα. Τον φαντάζεσαι λοιπόν μετά από χρόνια να βγει γιατρός. Θα ρημάξει τον κόσμο. Αφού εμένα τον πατέρα του ξεπεντάριασε, εσένα θα λυπηθεί. Άμα θέλει το κράτος να βγάλει γιατρούς ας αναλάβει και τα έξοδα για να τους φκιάσει. Άμα περιμένει από το τσαγκαροσούφλι μου, τότε θα καλοπερνάμε όλοι μας”.

“Εσύ ρε Γιώργο δεν αρρωσταίνεις ποτέ σου”;“Εγώ δεν πάω σε γιατρούς”.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 48: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

48

Η ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΛΟΡΔΩΝ

Η κουβέντα είναι η πνοή του καφενείου. Χωρίς αυτήν δεν έχει νόημα να κάθεσαι και να πίνεις τον καφέ σου ή το ούζο σου στα μουγκά. Η πρέφα και η δηλωτή χωρίς τα απαραίτητα σχόλια, μοιάζει με πασιέντζες.

“Μωρέ να κουβεντιάζω με τον άλλονε κι ας βριζόμαστε, αλλιώς θα σκάσω”, παρατηρούσε ο Κοσμάς.

“Εσείς οι δεξιοί ρε Κοσμά όλο κουβέντα είστε”, έριχνε το δόλωμα ο Κώστας. “Από θεωρία καλά τα πάτε”.

“Να σας δούμε και σας άμα γίνετε κυβέρνηση. Αλλά δε θα ζήσουμε για να το δούμε. Ίσως τα εγγόνια μας, αν τα καταραστούμε”.

“Και ποια σε παίρνει εσένα να κάνει παιδιά μαζί σου. Μαγκούφης θα πεθάνεις”.

“Ρε, εσάς μια δικτατορία σας χρειάζεται. Να σας στείλει στα νησιά να μάθετε γεωγραφία”.

“Πάει αυτός ρίχνει κούφιες”.“Γιατί ρε, καλά δεν περνάμε; Γιατί εσείς οι

αριστεροί φαγωθήκατε ν' αλλάξετε το σύστημα; Εμένα με ρωτήσατε; Ρε να γίνει χίλιες φορές δικτατορία”.

“Εμείς ρε, μια ζωή στα σταλάματα στεκόμαστε. Μια ζωή πέφτουν οι σταλαματιές στο σβέρκο μας κι ανατριχιάζουμε. Δεν έχει όμως χώρο για μας να μπούμε στο σκεπασμένο. Μια ζωή κρυολογημένοι. Αλίμονο σε σας που μάθατε στην καλοπέραση. Που είδατε ήλιο και βγήκατε απ' το καβούκι σας. Αν έρθει

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 49: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

49

χειμώνας θα σας δω τον κώλο. Να δω που θα κρυφτείτε τότε”.

“Εμείς ρε Κώστα είμαστε κυβερνητικοί εξ ιδεολογίας, σάρκασε ο Βαγγέλης. Άμα αλλάξει η κυβέρνηση θα παραμείνουμε σταθεροί στο πιστεύω μας. Πάλι κυβερνητικοί θα είμαστε”.

“Εμείς ρε, δε θέλουμε πολλά”, συμπλήρωσε ο Χάρης. “Το κρασάκι μας και την παρεούλα μας να 'χουμε και τα χέζουμε και τα λεπτά και την πολιτική”.

“Ρε την υγειά μας να 'χουμε”, έριξε το επιστέγασμα ο Θανάσης.

“Μπας και τα ζωντανά θέλουνε τίποτε άλλο από το παχνί τους”; σκέφτηκε φωναχτά ο Ζήσης.

“Εσύ ρε μη μιλάς”, είπε αργά και μεγαλόπρεπα, μπαίνοντας στην κουβέντα ο πανύψηλος Λουκάς. “Εσύ έγινες κομμουνιστής κάτω από ένα μισοφόρι”. Δεν του συγχώρεσε ποτέ, που όντας δεξιός, αλλαξοπίστησε όταν αντίκρισε από κοντά, από πολύ κοντά τα τορνευτά μπούτια της αδερφής του Κώστα.

“Ξέρει των γυναικώνε ο κώλος! Ιδεολογίες αλλάζει”, χιχίρισε ο Μανωλάκης.

“Κι ο δικός σου δεν είναι αγράμματος”, σκύλιασε ο Ζήσης κι ο Μανωλάκης σώπασε γιατί δεν τ' άρεσε να του κάνουνε υπαινιγμούς για κάτι παιδικές ιστορίες που ήθελε να ξεχάσει.

“Ας είναι καλά ο πανγαμήτωρ χρόνος”, ήρθε για να συνδράμει το γαμπρό του ο Κώστας.

“Να 'χαμε ρε Σπύρο μια πούτσα ένα χιλιόμετρο, ν' αρμαθιάζαμε όλους τους εξουσιαστές πάσης αποχρώσεως”, χόντρυνε το παιχνίδι ο Βασίλης ο Αγρινιώτης που ήτανε ψιλο-αρχικός κι έμπαινε στην κουβέντα όταν έβλεπε σφίξη που του άρεσε.

“Τριάντα πέντε βαθμούς υπό σκιάν, είπε το ράδιο γι' απόψε. Ήθελα να 'ξερα που τη μετράνε. Εδώ να

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 50: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

50

έρθουνε να τη μετρήσουνε”, είπε ο Μήτσος σκουπίζοντας τον ιδρώτα του κι όλοι συμφώνησαν.

“Μην κουνιέται κανένας από τη θέση του, έλεγε ο Κώστας που είχε πιάσει την πόρτα του καφενείου. Μέσα κάνει δροσιά”.

“Ο Θόδωρος δεν κουνιέται, πέθανε”, φώναξε ο Φλούδας

Όταν ανακάλυψαν πως κάποιος είχε ανάψει τη σόμπα για να γελάσει μαζί τους, τον κήρυξαν ερήμην έκπτωτο από την έδρα του και του απαγόρεψαν το λόγο για μια βδομάδα. Δεν θέλησαν να βρουν τον ένοχο. Να μην του φορτώσουν το θάνατο του κυρ Θόδωρου, για μια πλάκα. Ήξερε από μόνος του πως έπρεπε να ντρέπεται. Και στο Ξηρόμερο, η ντροπή είναι χειρότερη από το θάνατο.

Σώπασε το καφενείο. Δεν ακούγεται ο θόρυβος από το τάβλι. Ούτε το χτύπημα ακούγεται του χεριού στο τραπέζι, όταν κατατιθενται εκεί, μετα παρρησίας, σπουδαία τραπουλόχαρτα και απόψεις σπουδαίες. Ο Θάνατος καταλύει τις ιδεολογίες και τα πάθη και αδελφώνει τους ανθρώπους. Άκρα του τάφου σιωπή στο Καφενείο.

“Σκληρό πράμα”, είπε ο Θανάσης.“Ο Θάνατος”;“Η σιωπή”.Τη νύχτα έμειναν όλοι σιωπηλοί στο καφενείο.

Από κει θα τον ξεπροβόδιζαν, αποφάσισαν, στο ταξίδι του προς τα ψηλά.

Ο παπα-Γενάρης, συνήλθε αμέσως μόλις του ανακοίνωσαν το θάνατο του κυρ Θόδωρου. Πήρε το πετραχήλι του κι έτρεξε.

Ο Χρήστος έβγαλε σύντομο επικήδειο για τον πατέρα του.

“Μια δροσούλα η ζωή πατέρα, μια δροσούλα. Κι ο θάνατος ξεραϊλα”.

Δημήτρης Τζουβάλης 1989

Page 51: Καφενείον "Το Ωραίον Ξηρόμερον"

51

Έληξε η συνεδρίαση...

Δημήτρης Τζουβάλης 1989