1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

13
Μαρίνα Συμινή Το κορίτσι που το έλεγαν Marilyn 1

Transcript of 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

Page 1: 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

Μαρίνα Συμινή

Το κορίτσι που το έλεγαν Marilyn

Αθήνα Μάρτιος 2006

1

Page 2: 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

Κεφαλαίο Πρώτο

Το νερό φέρνει την κάθαρση, λυτρώνει από τις σωρευμένες αμαρτίες του παρελθόντος, ξεπλένει την λεκιασμένη μας συνείδηση. Το γαλαζωπό του σκοτάδι μπορει και καταπίνει τα σφάλματα μας, ξεθωριάζει τις αναμνήσεις τους ώστε να πάψουν να καυτηριάζουν τις πληγές που μας άφησαν. Ο βυθός του, ενα πεπλο απο μαλακη αμμο, ενταφιάζει ανείπωτα μυστικά, εγκλήματα που καταδικάστηκαν με την ποινή της σιωπής, μιας σιωπής ψυχρής και αιώνιας όπως τα βράχια της ακτής που έχουν σμιλευτεί από την αλμύρα και τον άνεμο αιώνων. Πολλά πτώματα δεν βρέθηκαν ποτέ γιατί η θάλασσα δέχτηκε να τα σκεπάσει. Όμως το πτώμα του Άρθουρ Σειμουρ ξεβράστηκε στην ακτή γιατί η θάλασσα αρνήθηκε να προσφέρει ένα υγρό τάφο στα όσα ανόσια είχε πράξει. Ας αναζητούσε αλλού η ψυχή του να βρει την ηρεμία. Η θάλασσα εκείνο το ξημέρωμα δεν χάρισε ούτε συγχώρεση ούτε λήθη. Ο θάνατος του Άρθουρ Σέιμουρ τιμήθηκε από την δημοσιογραφική κοινότητα με ένα μονόστηλο σαράντα γραμμών στην τριακοστή δεύτερη σελίδα της πρωινής έκδοσης των L.A News. Όμως η ιστορία του θα πρέπει να ειπωθεί έστω και εάν χρεωθώ εγώ την φρίκη και την αποστροφή που θα προκαλέσει. Ο Άρθουρ, όπως λέγεται, αυτοκτόνησε. Τα γεγονότα όμως που οδήγησαν στην πράξη με την οποία τερματίστηκε η ζωή του αφήνουν μια υπόνοια , μια χαραμάδα αμφιβολίας έστω, ότι η πτώση του από την γέφυρα Medigton δεν θα οριζόταν ως μια περίπτωση γνήσιας αυτοκτονίας για την οποία τα εγχειρίδια ποινικού δικαίου προϋποθέτουν κυριαρχία του φορέα της ζωής επάνω στο γεγονός του θανάτου του. Κατά την γνώμη μου όμως, ο Άρθουρ Σέιμουρ δεν επέλεξε να πεθάνει. Κάποιος άλλος το επέλεξε για λογαριασμό του. Ο Άρθουρ ήταν φωτογράφος, καταξιωμένος στο χώρο του, με ικανοποιητικό για το επάγγελμα του εισόδημα και με περιζήτητες κοινωνικές διασυνδέσεις. Είχε μετακομίσει στο Los Angeles πριν εφτά χρόνια και παραδόξως, παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του αναρριχήθηκε γρήγορα στους κοσμικούς κύκλους της πόλης και βραβεύτηκε δυσανάλογα προς τον κόπο που κατέβαλλε. Μια αμαρτωλά προκλητική εύνοια της τύχης τον συνόδευε σε κάθε βήμα, τον προστάτευε από κάθε αποτυχία, τον απέτρεπε από κάθε αστοχία. Αυτό δεν τον εμπόδισε από το να κάνει φίλους. Άλλωστε στο Los Angeles ο φθόνος ήταν η δεύτερη φύση των φιλόδοξων οι οποίοι είχαν ως σύνθημα ‘ δεν χρειάζεται να είσαι σπουδαίος, αρκεί να είσαι τυχερός’. Όμως ο Άρθουρ Σέιμουρ συμβίωνε διαρκώς με το φόβο της απώλειας , με το φόβο ότι θα έρθει κάποτε η στιγμή που η αμετροεπής τύχη του θα τον εγκατέλειπε και το άστρο του θα κατακρημνιζόταν από τους ουρανούς. Ο φόβος αυτός ανελέητος και οδυνηρός όπως η κόλαση, πήγαζε από την γνώση του, ότι δεν είχε ακόμα καταβάλλει το αντίτιμο που έπρεπε για την τύχη του, η οποία έτσι κατέληξε να τον κατατρύχει σαν κατάρα όπως κάθε χρέος που μένει απλήρωτο. Ήταν φυγόδικος που απέφευγε τη ποινή και η αγωνία που τον βασάνιζε, απειλούσε να τον εξορίσει στην χώρα της τρέλας . Γι’αυτό η είδηση της αυτοκτονίας του λύπησε μεν τους γνωστούς και φίλους, παρ’όλα αυτά δεν σόκαρε. Κατά βάθος επιβεβαίωσε τις υποψίες τους, ανεπαίσθητες αλλά πάντως υπαρκτές, ότι ο Άρθουρ Σέιμουρ κουβαλούσε ένα βαρύ φορτίο από το άγνωστο στους πολλούς παρελθόν του. Υπάρχουν αυτόπτες μάρτυρες που βεβαιώνουν ότι ο Σέιμουρ περιπλανιόταν την νύχτα στους άδειους δρόμους, με βλέμμα απλανές, ψιθυρίζοντας στο κενό ακατάληπτες φράσεις χωρίς έπειτα να μπορεί να απαντήσει ικανοποιητικά στις ερωτήσεις που κατά καιρούς αποτολμούσε ο περίγυρος του. Το βέβαιο είναι πως οι φήμες δεν ήταν απλά κακοήθειες, τον Σέιμουρ τον στοίχειωνε όντως μια τρέλα, επιμελώς συγκαλυμμένη από την αίγλη της επιτυχίας, η οποία στιγμιαία πυρπολούσε το βλέμμα του, το γέμιζε σκοτάδι και χάος. Υπήρχαν στιγμές που ο Σέιμουρ έπαυε να είναι ο εαυτός του, εάν δεχτούμε ότι ο εαυτός του ήταν εκείνο το ανδρείκελο με

2

Page 3: 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

το αστραφτερό χαμόγελο που όλοι λάτρευαν στην πόλη των αγγέλων. Γιατί εάν ρωτήσετε εμένα, ο Άρθουρ Σέιμουρ είχε προ πολλού αποκηρύξει την ψυχή του, την είχε πουλήσει στον διάβολο. Μπορώ να σας δώσω και την ακριβή ημερομηνία: 11 Απριλίου του 1991. Εάν προσπαθούσαμε να ξετυλίξουμε την μνήμη του Άρθουρ Σέιμουρ σαν να ήταν μια λωρίδα φιλμ, τότε θα παρατηρούσαμε καψίματα από τσιγάρο με τα οποία αποπειράθηκε να εξαφανίσει τις βρώμικες στιγμές που ήταν αποτυπωμένες επάνω του. Σ’αυτην την σεκανς από τα με λυσσα και απελπισία κατακρεουργημένα στιγμιότυπα , ένα μόνο σπάραγμα του φιλμ παρέμενε ανέγγικτο παρά τα χρόνια που περνούσαν και υπόσχονταν με το πέρασμα τους την νηνεμία, παρά τα λίτρα του αλκοόλ, παρά την πρόσκαιρη ζάλη που χάριζαν τα ναρκωτικά, μεταφορικά και μη. Ήταν το βλέμμα εκείνου του κοριτσιού που το έλεγαν Marilyn. Εκείνο το βλέμμα που αναζητούσε αγωνιωδώς το δικό του, που ικέτευε για οίκτο, που εξαπέλυε οργή, που κραύγαζε για τη ζωή του ενώ σπάραζε και έτρεμε. Ήταν το βλέμμα ενός ανθρώπου που αρνιόταν να πεθάνει τόσο άδικα και ανώφελα. Ο θάνατος της Marilyn ήταν ένας φόνος, τόσο μάταιος, τόσο εξοργιστικά άσκοπος, που η σκιά του ήταν αναπόφευκτο να βαραίνει σαν μολυβί όσους ανέκτησαν την σπάταλη μιας ανθρώπινης ζωής, που απλά βρέθηκε στο λάθος τόπο την λάθος στιγμή. Η Marilyn Calwin ήταν μια πόρνη 17 χρόνων που δολοφονήθηκε τα ξημερώματα της 11 Απριλίου του 1991 , μόνο και μόνο για να αποτυπωθεί η σφαγή της στον φακό. Πίσω από την κάμερα που κατέγραφε το ανίερο θέαμα ήταν ο Άρθουρ Σέιμουρ και τόπος όπου εκτυλίχθηκε το βλάσφημο έργο, το εγκαταλελειμμένο σπίτι στο τέλος της οδού Bedville. Μόνο που τότε ο Σειμουρ δεν γνώριζε ότι η αυλαία , για αυτόν τουλάχιστον, δεν είχε ακόμα πέσει και το ακροατήριο βουβό περίμενε ακομα την κατάληξη του. Πάντως πιστεύω πως και ο Άρθουρ διαισθανόταν,όπως σας προείπα,ότι ο κύκλος δεν είχε ακόμα κλείσει. Όπου υπάρχει έγκλημα, υπάρχει και τιμωρία έστω και αν δεν είναι καν ανθρώπινη ή επίγεια. Θα σας διηγηθώ το έγκλημα και επειτα θα σας αφήσω να αναζητήσετε μονοι σας την τιμωρία.

Κεφαλαίο Δεύτερο

Ο Άρθουρ την εποχή εκείνη, διέμενε στο San Francisco. Ήταν άνεργος και δια βίας επιβίωνε με το πενιχρό επίδομα της πρόνοιας. Κατοικούσε σε ένα βρώμικο και στενό υπόγειο, εργαζόμενος περιστασιακά ως εργάτης σε αποθήκες και οικοδομές. Τα μαθήματα φωτογραφίας που είχε παρακολουθήσει μετά το λύκειο προς το παρόν αποδεικνύονταν εντελώς άχρηστα, μέχρι που ήρθε η γνωριμία του με τον John McQueen στο κακόφημο μπαρ Blue Velvet. O John ήταν περιθωριακός, μέλος του υπόκοσμου με συμμετοχή σε παντός είδους παράνομες και υπόγειες δραστηριότητες. Με τη συζήτηση έπεισε, σχετικά αβίαστα, τον Σέιμουρ να τον εξυπηρετήσει όχι βέβαια χωρίς αντάλλαγμα σε ένα κοντινό προς τα προσόντα του κλάδο. Έτσι σύντομα, ο Σέιμουρ εργαζόταν με εντατικούς ρυθμούς στο τομέα της παραγωγής και διακίνησης πορνογραφικού υλικού. Με τα χρήματα που απέκτησε, αγόρασε επιτέλους μια κάμερα τελευταίας τεχνολογίας και εγκατέστησε στο νέο ευρύχωρο διαμέρισμα του ένα σκοτεινό θάλαμο για να εμφανίζει τα προσωπικά του projects. Δεν είχε ιδιαίτερους ηθικούς ενδοιασμούς για το νέο του επάγγελμα, αντιθέτως το διασκέδαζε αρκετά. Όπως συνήθιζε να λέει με περισσή αυτοπεποίθηση,‘η διάφορα ανάμεσα στην πορνογραφία και τον ερωτισμό είναι ο φωτισμός’. Εκείνη την ήμερα καθόταν νυσταγμένος στο τραπέζι της κουζίνας του, έπινε σιγανά τον κρύο άνοστο καφέ του και αναρωτιόταν τι θα επέλεγε η μέρα εκείνη να του φέρει. Τότε κτύπησε το τηλέφωνο με ένα μονότονο διαπεραστικό κουδούνισμα. Το σήκωσε και απάντησε βαριεστημένα. Μάλλον ο John θα ήταν, σκέφτηκε, για το καθιερωμένο ποτό στο Blue Velvet. Πράγματι ο John ήταν. Όμως η φωνή του ήταν αλλοιωμένη,

3

Page 4: 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

αναπάντεχα σοβαρή. Πρώτη φορά ο Άρθουρ δίστασε να αστειευτεί μαζί του. Το οποίο θάρρος απέναντι του είχε εξανεμιστεί. Τον ήθελε , λέει , για δουλείες. -Είναι κάτι μεγάλο. Πολλά λεφτά, όσα δεν έχεις ξαναδείς. Να σαι στη γωνία Μπαρμουθ και Σλιτερ στις 11. Κρατά και την κάμερα. Την κάμερα οπωσδήποτε. Το τηλεφώνημα διακόπηκε απότομα. Ο Άρθουρ έμεινε σαστισμένος και σιωπηλός, με το ακουστικό στο χέρι. Εκείνη η σύντομη συνομιλία είχε σφηνωθεί στον νου του, έκανε την καρδιά του να σφυροκοπά δυσάρεστα. Συνειδητοποίησε ότι ποτέ δεν είχε αντηχήσει η φωνή του John τόσο επίφοβη και εγκληματική, τόσο αφύσικη για ένα εκ φύσεως εγκληματία. Ώρα λοιπόν, να συστηθεί πραγματικά με τον υπόκοσμο. Όσο περιπετειώδες και αν ακουγόταν, εκείνη η ενοχλητική φωνουλα στο πίσω μέρος του κρανίου του, του επαναλάμβανε επίμονα να κλειδώσει την πόρτα, να συρθεί κάτω από τα σκεπάσματα και να περιμένει το επόμενο ξημέρωμα. Όμως για μια αλλά όχι τελευταία φορά ο Άρθουρ δεν υπάκουσε στο ένστικτο του αλλά στο άπληστο θρόισμα των χαρτονομισμάτων, σε εκείνο το παχυλό κιτρινωπό φάκελο που θα γέμιζε τη γροθιά του, μόλις όλα τελείωναν. Έτσι αποφάσισε να πάει. Ο Άρθουρ περίμενε για αρκετή ώρα στην κακοφωτισμένη γωνία. Ένα υπόκωφο βουητό συνόδευε την αμήχανη αναμονή του. Το οδυνηρό κρύο τον είχε εξαντλήσει και γέμιζε τα χαμηλωμένα στο πεζοδρόμιο μάτια του με δάκρυα που πάγωναν στα φρεσκοξυρισμένα του μαγούλα. Έπειτα από μίση ώρα άκουσε από το τέλος του δρόμου το βρυχηθμό του αυτοκίνητου του John. Μια κόκκινη σακαράκα με σκουριασμένο καπό και φθαρμένα λάστιχα. Σταμάτησε μπροστά από τον Άρθουρ μέσα σε ένα σύννεφο υδρατμών και καυσαερίου. Ο Άρθουρ πλησίασε βιαστικά προς την πόρτα του συνοδηγού με τα χέρια χωμένα στις τσέπες και το κορμί του να τρέμει από την υγρασία-Ρίξε τη τσάντα με την κάμερα στο πορτμπαγκάζ και κάτσε, τον διέταξε ο John.Ο Άρθουρ ενοχλήθηκε από τον τόνο του, προτίμησε όμως να παραστήσει τον άνετο και να παίξει το παιχνίδι του. Άλλωστε η νύχτα προβλεπόταν μακριά και εξαντλητική. Έκατσε στο ξεφτισμένο κάθισμα και μόλις η αναπνοή του επανήλθε στα φυσιολογικά επίπεδα και το βλέμμα του ξεθόλωσε από το κρύο, στράφηκε προς τα πίσω για να χαιρετίσει το τρίτο της παρέας.Και τότε απέμεινε με το βλέμμα χαμένο, να κοιτάζει το κατάξανθο ιδρωμένο κεφάλι μιας 17χρονης , ακουμπισμένου στα ποδιά του Mαρκ. Το κορίτσι ήταν αναίσθητο, το στήθος της ανεβοκατέβαινε λαχανιασμένα , τα βλέφαρα της τρεμόπαιζαν, τα χείλη της ξεραμένα και μελανιασμένα, το κορμί της σκεπασμένο με ένα λεπτό μαύρο φόρεμα. Ήταν η Marilyn. Η μηχανή του αυτοκίνητου κοντοστάθηκε για μια στιγμή και έπειτα πήρε μπροστά με ένα βογκητό. Το αυτοκίνητο χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του σοκακιού, αφήνοντας πίσω του λασπωμένα ίχνη που θα σβήνονταν με το πρώτο χιόνι. Ο Άρθουρ ήξερε την Marilyn. Όταν έβρεχε, στεκόταν κάτω από το υπόστεγο στην είσοδο της πολυκατοικίας και ονειροπολούσε. Ήταν όμορφη, μια παιδιάστικη ομορφιά που σου έφερνε λυγμούς έτσι που ήταν μασκαρεμένη με αστραφτερά στολίδια που την θάμπωναν. Η Marilyn ήταν μια ραγισμένη ομορφιά. Συχνά την κέρναγε τσιγάρο και προσπαθούσε να της πιάσει κουβέντα. Εκείνη χαμογελούσε θλιμμένα και συνέχιζε να κοιτάει τις αντανακλάσεις των φώτων στο βρεγμένο οδόστρωμα. Έπειτα, μόλις η βροχή κόπαζε, έσβηνε το τσιγάρο της, αποχαιρετούσε με το βλέμμα και ξεκινούσε σκοντάφτοντας πάνω στα φαγωμένα τακουνιά της, προς τους υποψήφιους πελάτες της. Ο Άρθουρ αγαπούσε την Marilyn, όπως ένα αγόρι αγαπούσε ένα όνειρο.-Που πάμε? Τι την θες? στράφηκε ο Άρθουρ θυμωμένα προς τον John,-Θα μου πει επιτέλους κάποιος τι τρέχει? Αλλιώς σηκώνομαι και φεύγω τώρα.Το αυτοκίνητο φρέναρε και ο John με μάτια που γυάλιζαν από μανία, γρύλισε μέσα από τα δόντια του:-Σε ένα σπίτι στο τέρμα της οδού Bedville. Και δεν έχεις πουθενά να πας. Η δουλεία θα γίνει όπως πρέπει να γίνει. Αλλιώς κάποιος θα βρει τον μπελά του και δεν έχω σκοπό να είμαι εγώ αυτός.

4

Page 5: 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

-Κόπανε….συμπλήρωσε χαμηλόφωνα και έβαλε ξανά μπρος την μηχανή. Ο Άρθουρ έσκυψε το κεφάλι του, ταπεινωμένος από τον φόβο που τον κυρίευσε. Κατάπιε τις σκέψεις που τον πολιορκούσαν σαν φλόγες και έγειρε το μέτωπο του στο νοτισμένο τζαμί. Το σώμα του τρανταζόταν μαζί με τις λαμαρίνες. Την Marilyn δεν είχε το κουράγιο να την αντικρίσει. Ήθελε να κλάψει, να πνίγει στα δάκρυα του. Ήθελε να την αρπάξει, να την φορτώσει στην πλάτη του , να την πάρει όσο πιο μακριά μπορούσε από την κακία που την κύκλωνε. Όμως ο Άρθουρ έμενε σιωπηλός και ακίνητος. Ήταν ώρα για σύνεση, όχι για ανδραγαθίες. Ίσως όλα να πήγαιναν καλά, κανένας απόκοσμος φόβος του να μην επαληθευόταν. Τι ψέμα. Πόσο του άρεσε να ταΐζει τον εαυτό του με ψέματα. Ωραία κρυστάλλινα ψέματα που σε λίγο θα κυλιόντουσαν στο αίμα της λιπόθυμης εκείνης κοπέλας. Για ώρα ήταν βυθισμένος σε μια λευκή σιωπή. Οι σκέψεις του ήταν πολύ χαμηλόφωνες για να τις ακούσει. Εικόνες πέρναγαν μπροστά από τα μάτια του αλλά δεν ήταν κανείς εκεί για να τις δει. Ώσπου ανέτειλε μπρος στα μάτια του το σπίτι της οδού Bedville. Τότε ο τρόμος τον ξύπνησε από την νάρκη του. Ένα σπίτι-νεκροταφείο περίμενε να τον καλωσορίσει στα σκοτεινά του σπλάχνα, ένα σπίτι που έκρυβε κάτι βρώμικο ή τουλάχιστον λαχταρούσε το κάνει με την πρώτη ευκαιρία. Σπηλαιώδες και καταρρέον, έστεκε κάτω από τα φωτα των στύλων που τρεμόπαιζαν, περιζωσμένο με συρματόπλεγμα που έσπερνε στον αέρα ένα αργόσυρτο μουρμουρητό, σαν θρήνος και προειδοποίηση μαζί. Τα αγριόχορτα και τα σκορπισμένα ξεροκλαδα που κάλυπταν το πέτρινο μονοπάτι έσπαζαν με κρότο κάτω από τις μπότες του John και του Μαρκ που κουβάλαγαν άγαρμπα το μισολιπόθυμο κορίτσι προς την ετοιμόρροπη πόρτα της εισόδου. Ο Άρθουρ σε κατάσταση πανικού, στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο, έτοιμος να τρέξει, να τρέξει μέχρι η καρδιά του να εκραγεί και μετά να τρέξει λίγο ακόμα. Να τρέξει μέχρι την θάλασσα, να βουτήξει στα κύματα και να χαθεί. Θεέ μου, θα την σκοτώσουν, επαναλάμβανε με απελπισία. Όχι εμένα, όχι εγώ, όχι αυτήν. Γιατί, γιατί… Γονάτισε, έκρυψε το πρόσωπο με τις παλάμες του και έκλαψε όσο δεν είχε ξανακλαψει ποτέ. Έπειτα στάθηκε στα ποδια του, κρέμασε το σακίδιο στον ωμό του και κατευθύνθηκε προς τον John που τον περίμενε νευρικός στο κατώφλι του σπιτιού.Σε εκείνη την ξεχασμένη γωνία της πόλης , εκείνο το κρύο βράδυ, ο Άρθουρ Σέιμουρ πήρε την καρδιά του και την σύντριψε στο βρώμικο πεζοδρόμιο. Ξέχασε ποιος είναι και δεν το ξαναθυμήθηκε ποτέ. Απέμεινε μόνο το κουφάρι του να τριγυρνά ωσότου έχασε και αυτό την λίγη ανάσα που του είχε μείνει. Ο Άρθουρ δεν σκότωσε την Marilyn, άφησε τους άλλους να το κάνουν. Ποτέ του δεν αναρωτήθηκε εάν ευθυνόταν πράγματι, εάν θα μπορούσε να το αποτρέψει. Ήξερε πάντως σίγουρα ότι χρειάστηκε υπεράνθρωπο θάρρος για να φανεί τόσο απάνθρωπα δειλός.

Κεφαλαίο Τρίτο

Στην γλώσσα του υπόκοσμου, λέγονται snuff movies. Μαγνητοταινίες που απεικονίζουν αληθινούς θανάτους αληθινών ανθρώπων, τόσο αληθινών όσο και τα δάχτυλα μου που σφίγγουν σφιχτά το μολυβί, όσο γράφω αυτές τις γραμμές. Οι ταινίες παράγονταν κατ’ εντολή πλούσιων και αρρωστημένων και κυκλοφορούσαν σε κλειστούς κύκλους όπου η διαρροή πληροφοριών τιμωρείται με μια σφαίρα στον αυχένα, ενώ μετράς τα χαρτονομίσματα με την πλάτη στραμμένη στην δερμάτινη πολυθρόνα του αφεντικού. Καμία φορά όμως, τα πράγματα παίρνουν απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη τροπή. Όπως η δολοφονία εκείνου του διεφθαρμένου μεγαλοδικηγόρου, πέρσι, στα προάστια του L.A, όπου ενώ πήγαινα να εξιχνιάσω μια διάρρηξη μετά φόνου, κατέληξα με ένα ρημαγμένο χρηματοκιβώτιο, στο βάθος του οποίου ψηλάφισα μια σκονισμένη μαγνητοταινία. Είχε το τίτλο Girl- 11/4/1991.

5

Page 6: 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

H πρώτη μου σκέψη ήταν αρκετή αθώα και ανέφελη. Ίσως κάποια ερωτική περιπέτεια, την μνήμη της οποίας ήθελε να κρατήσει ακέραια μα μυστική. Την πρώτη φορά που είδα το βίντεο, έκανα εμετό. Μια μισόγυμνη ξανθιά κοπελίτσα, ανήμπορη να αντιδράσει, καθισμένη σε μια ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα, με τα χέρια αφημένα στο πλάι, να ταλαντεύονται αδιάκοπα, το βλέμμα απλανές και άδειο. Έπειτα το στιλέτο γυάλισε στο κιτρινωπό φως του λαμπτήρα, που σκέπαζε με σκιές το δωμάτιο. Η ατσάλινη λάμα χάιδεψε σαδιστικά το μάγουλο της και κατευθύνθηκε αργά στο λαιμό της, μπήγοντας λίγο την άκρη της στο κατάχλομο της δέρμα έως ότου έσταξε αίμα. Τότε η κοπέλα , σαν να συνήλθε από την άβυσσο, ανασηκώθηκε από την καρέκλα κάρφωσε το βλέμμα στον αόρατο σε εμένα κάμεραμαν και ούρλιαξε με φωνή όλο οργή και απελπισία: - Άρθουρ σώσε με…Το χέρι του κρυμμένου στο σκοτάδι δολοφόνου τινάχθηκε, το μαχαίρι στριφογύρισε στο λαιμό της με λύσσα και τον άφησε να ματώνει μέχρι που η οθόνη της τηλεόρασης μου δεν άντεχε άλλο αίμα. Το κορμί της ριγμένο της στην καρέκλα , αιμορραγούσε μέχρι αφαίμαξης. Μια ανδρική φωνή από το σκοτεινό φόντο έσπασε τη σιωπή με μια ξερή άχρωμη φράση: - Είναι νεκρή, μαζέψτε τα. Το τελευταίο πλάνο ήταν εκείνο ενός νεαρού αγοριού με ένα άνευρο και συνάμα σκληρό σα τον πάγο βλέμμα , που σκέπαζε το φακό με το μαύρο του κάλυμμα. Ήταν ο Άρθουρ που θα έψαχνα. Όταν πήγα το υλικό στο τμήμα, οι μισοί γέλασαν κάνοντας λόγο για μια καλά σκηνοθετημένη απατή και οι άλλοι μισοί, υποψιασμένοι, με προειδοποίησαν να το ξεχάσω και να πάω να παίξω μπόουλινγκ. Προσπάθησα να εντοπίσω κάποιο κορίτσι που να αγνοούταν και να ταίριαζε με τα χαρακτηριστικά του κοριτσιού της ταινίας, ήταν όμως ανώφελο. Το θύμα, όπως συνέβαινε συχνά, ήταν ανώνυμο και ακαταχώρητο, ανυπαρκτο για κάθε επισημο καταλογο και αρχειο. Σύντομα κουρασμένος και αηδιασμένος, εγκατέλειψα την ερευνά. Χρειάστηκα αρκετό καιρό μέχρι να αμβλύνω τις εικόνες αυτές από την μνήμη και κατά κάποιο τρόπο το είχα καταφέρει, να διαγράψω από τον νου μου το πρόσωπο της. Ωσότου έπεσα επάνω του. Εκείνος καλοντυμένος περίμενε ανυπόμονα μέσα στην cabrio του, μέχρι να γίνει πράσινο το φανάρι και εγώ από δίπλα μέσα στο γεμάτο από καφέδες και περιτυλίγματα περιπολικό μου. Τον αναγνώρισα μέσα σε κλάσματα δευτερόλεπτου. Χωρίς να το επεξεργαστώ ιδιαίτερα, τον ακολούθησα μέχρι το γραφείο του. Εντός ημερών έμαθα το όνομα του καθώς επίσης και το ότι ήταν στο απυρόβλητο. Αδύνατον να τον κατηγορήσω για το οτιδήποτε. Πιο εύκολα θα έμπαινα εγώ φυλακή παρά αυτός. Το βίντεο μου, λίγες μέρες μετά τις έρευνες μου εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το κλειδωμένο συρτάρι του γραφείου μου. Έτσι βρέθηκα ξανά στο μηδέν, χωρίς στοιχεία, χωρίς προσβάσεις, χωρίς διέξοδο. Τον μισούσα τόσο φλογερά και προσηλωμένα, που εξέπληττα ακόμα και τον εαυτό μου. Αυτό που με πόναγε δεν ήταν μόνο το γιατί δεν την έσωσε, αλλά γιατί το δικό του όνομα κραύγασε εκείνη πριν ξεψυχήσει. Εγώ θα έδινα και την ζωή μου. Και εκείνος απλά έσβησε την κάμερα. Πολλοί στο τμήμα με αποκαλούσαν πίσω από την πλάτη μου ψυχωτικό που έπασχε από μανία καταδίωξης. Εγώ πάλι μετά την πρώτη μου αποτυχία αποφάσισα να γίνω η σκιά του. Πάντα , όπου και να πήγαινε, εγώ θα τον καρτερούσα στην γωνία. Σύντομα συνήθισε την παρουσία μου, σαν να τον ανακούφισε κάπως από την επώδυνη μοναξιά του. Τότε ένα βράδυ πριν ακριβώς έξι μήνες από σήμερα, στο σιωπηλό πάρκο κάτω από το ψυχρό φως του φεγγαριού με πλησίασε, ακούμπησε το χέρι του στον ωμό του και με παρακάλεσε μαλακά: -Θα σου τα πω όλα. Αρκεί να μην με ξαναενοχλήσεις. Αρκεί να τελειώσει εδώ το κυνηγητό, τουλάχιστον από εσένα.Στιγμιαία αναρωτήθηκα ποιος άλλος να τον καταδίωκε, έσπευσα όμως να δεχτώ την συμφωνία του. Η περιέργεια μου τότε υπερέβαινε την οργή και τη μανία μου για

6

Page 7: 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

εκείνον. Έπρεπε να μάθω τι είχε πράγματι συμβεί. Η αλήθεια πάνω από όλα, όπως συνήθιζα παλιότερα να λέω. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και τον αφήσω να μιλήσει, χωρίς να τον διακόψω ούτε μια στιγμή. Η φωνή του δεν λύγισε ούτε λεπτό, ακόμα και όταν πρόφερε τα πλέον αποτρόπαια. Δεν μπόρεσα να διαγνώσω στην έκφραση του ούτε ένοχες ούτε μετάνοια. Ο λόγος του ήταν ουδέτερος και ευθύς, σαν να περιέγραφε μια ταινία που είχε δει προ ολίγου στο σινεμά. Έπειτα ανασηκώθηκε, ανέπνευσε τον παγωμένο νυχτερινό αέρα, χαμογέλασε με ένα τσακισμένο μειδίαμα, και καληνύχτισε, περισσότερο πιστεύω από αμηχανία παρά από ευγένεια. Μέσα σε λίγα λεπτά, είχε χαθεί μέσα στα δέντρα που με το πυκνό τους φύλλωμα μισοσκεπαζαν τον ουρανό. Η σιγή που επικρατούσε γύρω, έμοιαζε να συνωμοτεί εναντίον μου παρά να με καθησυχάζει. Μετά από λίγο, επέστρεψα και εγώ και στο αμάξι και κίνησα προς το σπίτι. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Άρθουρ Σειμουρ ζωντανό. Κεφαλαίο Τέταρτο Και τώρα, όπως κάθομαι στη γωνία του μισοάδειου θλιβερού μπαρ και γεμίζω άτσαλα αυτές τις σελίδες κάτω από σύννεφα καπνού και αναθυμιάσεις αλκοόλ, δεν μπορώ να μην σας αποκαλύψω όσα ακολούθησαν εκείνη την μοιραία προδιαγεγραμμένη συνάντηση. Έχουν περάσει δυο εβδομάδες από τότε που πληροφορήθηκα ότι ένα πτώμα είχε βρεθεί στην ακτή έξω από την γέφυρα Medigton και ότι μου είχε ανατεθεί από ψηλά η αναγνώριση του νεκρού και η εξιχνίαση της υπόθεσης. Κλονίστηκα όταν τον είδα βυθισμένο στην άμμο με τα χαρακτηριστικά του αλλοιωμένα από την αποσύνθεση , ακινητοποιημένα σε μια έκφραση φρίκης και πόνου. Η νεκροψία που του έγινε την επόμενη μέρα, κατάφερε να εξάψει ακόμα περισσότερο την απορία μου. Ο φάκελος που εστάλη στο γραφείο μου, ανέφερε ως αιτία θανάτου καρδιακή προσβολή και παραδόξως όχι ασφυξία που θα ήταν το λογικό εάν δεχόμασταν την εκδοχή της αυτοκτονίας. Αποφάσισα να ερευνήσω σε βάθος το ζήτημα. Ως τότε ευχόμουν , να τον είχαν δολοφονήσει, να μην είχε ο ίδιος την ευχαρίστηση να απαλλάξει τον εαυτό του από το βάρος της ζωής του. Οι περισσότεροι επέμεναν πεισματικά στην εκδοχή της αυτοκτονίας, ενώ το αφεντικό μου με πίεζε να κλείσω το φάκελο για να σταματήσουν τα σενάρια και οι φημολογίες. Ζήτησα άδεια να πάρω μια τελευταία κατάθεση από τους συνάδελφους του στο γραφείο. Ο προϊστάμενος του μου έκανε λόγο για ένα άρθρο επάνω στην αρχιτεκτονική του San Francisco για το οποίο είχε αναλάβει να βρει φωτογραφικό υλικό. Συμπλήρωσε επίσης ότι στην αρχή ο Άρθουρ αρνήθηκε κατηγορηματικά να πάει στο San Francisco, έπειτα όμως σα να μην μπορούσε να κάνει αλλιώς, δέχτηκε να ταξιδέψει ως εκεί να τραβήξει τις φωτογραφίες που χρειάζονταν για το άρθρο τις οποίες παρεμπιπτόντως ποτέ δεν παράδωσε. Μετά την επίσκεψη στην παλιά του πόλη, η συμπεριφορά του ήταν εμφανώς διαταραγμένη και κυκλοθυμική. Βρισκόταν διαρκώς σε κατάσταση πανικού και σύγχυσης, σα να φοβόταν ότι κάποιος θα τον μαχαίρωνε πισώπλατα. Σύντομα εγκατέλειψε το γραφείο του και κανείς δεν ξανάκουσε για αυτόν μέχρι την ημέρα του θανάτου του.Ο Άρθουρ κηδεύτηκε πριν δώδεκα μέρες. Παρακολούθησα την τελετή, τους φίλους του να παρακαλούν για την συγχώρεση του, να προσεύχονται για την ανάπαυση της ψυχής του, έπειτα να τον θάβουν βαθιά μέσα στο υγρό μαλακό χώμα. Ο τάφος του ήταν δίπλα σε ένα κενό μνήμα. Ίσως να ήταν της Marilyn, εάν το λείψανο της δεν ήταν ξεχασμένο σε κανένα ανήλιαγο δύσοσμο κελάρι. Έφυγα με κατεύθυνση το μπαρ, σκέφτηκα όμως πρώτα να κάνω μια στάση στη γέφυρα Medigton. Είχα σκοπό να αποθέσω εκεί τα λίγα αγριολούλουδα που είχα μαζέψει. Πάρκαρα το αμάξι εκατό μέτρα πιο πίσω και πλησίασα με τα ποδια, όταν είδα κάτι ασημένιο να λαμπυρίζει δίπλα στο κιγκλίδωμα της γέφυρας στο σημείο από όπου πιθανολογείται πως ο Σειμουρ πήδηξε και κατέληξε στην θάλασσα.

7

Page 8: 1.Το Κορίτσι Που Το Έλεγαν Marilyn

Ήταν η φωτογραφική του μηχανή, άθικτη. Από όσο υπολόγισα, είχε τραβήξει γύρω στις 20 φωτογραφίες. Την ίδια μέρα κιόλας τις πήγα σε ένα φωτογραφείο για εμφάνιση.Μέσα στο μυαλό μου επαναλαμβάνω διαρκώς τα πιθανά σενάρια. Κατά το πλέον διαδεδομένο και μελοδραματικό ο Άρθουρ αυτοκτόνησε, επειδή η ζωή του ήταν κενή νοήματος, εξαιτίας της λάμψης και του ψέματος που το κύκλωνε. Βεβαίως και το εν λόγω σενάριο συνείσφερε σημαντικά στην υστεροφημία του ως τυραννισμένης ψυχής και καταραμένου καλλιτέχνη. Όμως με βάση τα πραγματικά περιστατικά, αυτή η εκδοχή δεν στέκει. Κατά το πόρισμα του ιατροδικαστή, ο θάνατος του οφείλεται σε φυσικά –κατά τα φαινόμενα- αιτία. Για να είμαι και εγώ συνεπής, έγραψα στην αναφορά μου πως κατά πάσα πιθανότητα η εξασθενισμένη από τις καταχρήσεις καρδιά του τον πρόδωσε, την ώρα που περπάταγε κατά μήκος της γέφυρας, έχασε την ισορροπία του και βούτηξε στο κενό. Όμως οι φωτογραφίες που μόλις σήμερα το πρωί έφτασαν στα χέρια μου, ριγμένες καθώς είναι μπροστά μου προσπαθούν να αποκαλύψουν κάτι άλλο, κάτι που ξεπερνά εμένα και τους εφιάλτες μου αλλά και τους εφιάλτες που θα ευχόμουν στο νεκρό μου. Φαίνεται πως ο φίλος μας ο φωτογράφος βρήκε το θάρρος να επιστρέψει στο τόπο του εγκλήματος και αυτό τελικά του κόστισε την ζωή. Όσο για την ειρήνη της ψυχής του, ισχύουν κανόνες που δεν μπορώ να γνωρίζω εάν τους τήρησε. Σκέφτομαι να αφήσω τις φωτογραφίες και τις σημειώσεις μου εδώ και να φύγω. Ίσως η καθαρίστρια να τις πετάξει στα σκουπίδια, ίσως κάποιος άγνωστος περαστικός να τις μαζέψει για την ασυνάρτητη συλλογή του. Είναι φωτογραφίες από το σπίτι της ιστορίας που ο Άρθουρ μου διηγήθηκε εκείνο το βράδυ στο πάρκο. Εικόνες εκείνου του δωματίου με κηλίδες αίματος στο ξύλινο πάτωμα και τους ξεφτισμένους τοίχους. Εκείνη η άχλη, γαλαζολευκη και ανεπαίσθητη που πότιζε το δωμάτιο-μαυσωλείο. Παιχνίδια του φακού θα έλεγα πριν ένα χρόνο. Τώρα όμως θα έλεγα πως ήταν εκείνη, εκεί μαζί του. Σκέφτομαι εάν τα χρήματα που έχω στην τσέπη μου φτάνουν για να πληρώσω το ποτό μου. Τις φωτογραφίες έχω πάψει ώρα να τις κοιτάζω. Κάνουν την καρδιά μου να κλαίει και να παγώνει ταυτόχρονα. Σε λίγα λεπτά θα σηκωθώ να φύγω, να τα αφήσω όλα πίσω μου. Μακρινές εικόνες σαν σκηνές από ονειρο, περνούν μπροστά από τα μάτια μου. Εκείνος βαδίζει αργά στη γέφυρα την ώρα του σούρουπου. Σταματά απότομα όταν νιώθει το ίδιο εκείνο ρίγος να διαπερνάει την σπονδυλική του στήλη και να αγκαλιάζει την καρδιά του, να την σφίγγει, μέχρι να εγκαταλείψει την προσπάθεια να κτυπάει. Το ίδιο ρίγος που τον είχε τυλίξει όταν βρέθηκε επτά χρόνια μετά σε εκείνο το ερημωμένο σπίτι. Εκείνες τις λίγες στιγμές τα μάτια του γυαλίζουν από πόνο, οι γροθιές του σφίγγουν το στήθος του και τα χείλη του κινιούνται άναρθρα. Τότε σαν έκλεψε δυνάμεις από το πουθενά, σταθηκε στα ποδια του, και απλώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό, κραυγάσε συγγνώμη στο κενό, και χάθηκε στην θάλασσα.

Τέλος

8