Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΝΑΛΑΤΟΥ (24 Ἀπρ.1827)
2
Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη - Ἀπομνημονεύματα Βιβλίον Α´, Κεφάλαιον δέκατον (Ἀπόσπασμα) ...Τότε Τοῦρκος ἔφυε, ὁποῦ ἦταν μ᾿ ἐμᾶς, καὶ τὸ εἶπε τοῦ Κιτάγια αὐτὸ καὶ τὸ σκέδιόν μας. Ὁ καιρὸς πέρασε, δὲν ἔγινε τὸ κίνημα. Βάνομεν τὸν Τζαβέλα ἀρχηγὸν τ᾿ ἀσκεριοῦ. Δὲν εἶχε ἐπιρρογή. Τὸ σκέδιον μένει εἰς τὸ ἴδιον. Ἐγὼ τοὺς εἶπα ν᾿ ἀλλάξωμεν αὐτὸ τὸ σκέδιον, ὅτι ὁ Ἀρχηγὸς σκοτώθη κι᾿ αὐτείνη ἡ ἄργητα – θὰ μᾶς προδώσουνε. Δὲν ἤθελε μὲ κάνα τρόπον ὁ Κοκρᾶν καὶ οἱ ἄλλοι. Ἔστειλα τὸν Μαυροκορδάτο, τοὺς μίλησε· δὲν θέλησαν νὰ συνακουστοῦμεν. Σὲ δυὸ ἡμέρες κινηθήκαμεν. Ὁ Κιτάγιας τὸ ἤξερε· ἔστειλε παντοῦ καὶ σύναξε ὡς δυὸ χιλιάδες καβαλλαρία. Πήραμεν νὰ φέξωμεν εἰς τὰ καράβια. Ἔστειλα ἕναν καραβοκύρη, πῆγε εἰς τὸν Κοκρᾶν νὰ τοῦ εἰπῆ νὰ βολτιτζάρωμεν ἐκείνη τὴν ἡμέρα καὶ νὰ βγοῦμεν τὸ βράδυ, νάχωμεν καιρὸ νὰ φκειάσουμεν τὰ ταμπούρια. Δὲν θέλησε. Ἀπάνου ὁποῦ πῆρε νὰ δώση ὁ ἥλιος, πρωτοεβήκαμεν ὁ Βάσιος, ὁ Καλλέργης κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ πέρα τοὺς Τρεῖς Πύργους. Οἱ ἄλλοι οἱ ἀρχηγοὶ ἦταν ἀκόμα εἰς τὰ καράβια. Τότε μείναμεν σύνφωνοι ἐμεῖς οἱ τρεῖς καὶ φκειάσαμεν ἀπόνα ταμπούρι ἀπὸ πάνου εἰς τὴν ράχη. Ἦταν καὶ ἡ θάλασσα πλησίον, ἄν μας πλάκωνε πολλὴ Τουρκιά, νάχωμεν καὶ τὰ καράβια νὰ μᾶς βοηθήσουνε. Ὁ Κοκρᾶν, διὰ νὰ μὴν μείνη κανένας ζωντανὸς – (ἦταν αὐτὸς ὁ αἴτιος κι᾿ ὁ Τζαβέλας κι᾿ ὁ Περραιβὸς κι᾿ ὅλη αὐτείνη ἡ συντροφιὰ διὰ νὰ γένη τὸ κίνημα· κι᾿ αὐτεῖνοι μείναν ὅλοι πίσου εἰς τὸν Φαληρέα μ᾿ ἐννιὰ χιλιάδες ἀσκέρι καὶ κάναν σίγρι μὲ τὰ κιάλια. Εἴχαμεν συνφωνήση νὰ μᾶς στείλουν καὶ τὴν καβαλλαρία· οὔτε ἕναν καβαλλάρη δὲν ἔστειλαν). Ἔταξε χρήματα ὁ Κοκρᾶν, «ὅποιος πρωτοπάγη εἰς τὴν Ἀθήνα». Ἔπιαν καὶ ρούμι κι᾿ ἄλλα σπίρτα ὅσοι μείναν εἰς τὰ καράβια – τότε βήκαν ἔξω. Δὲν στάθηκαν εἰς τὰ δικά μας πόστα, τράβηξαν ὀμπρός, εἰς τὸν Ἀνάλατο. Σὰν εἶδαν αὐτείνους οἱ ἐδικοί μας ἄνθρωποι φύγαν κ᾿ ἐκεῖνοι διὰ ὀμπρός. Δὲν συνακουγόμαστε, καθὼς ἐγίναμεν. Παραγγέλνω τοῦ Τζούρτζη ὅλα αὐτά, ὡς ἀρχηγὸς νὰ στείλη κανέναν, ἢ ναρθῆ μόνος του νὰ εἰπῆ τῶν ἀνθρώπων νὰ γυρίσουν ὀπίσου. Αὐτεῖνοι κάθονταν καὶ οἱ δυὸ εἰς τοὺς Τρεῖς Πύργους ῾στὰ καράβια, κι᾿ ὁ Ναύαρχος κι᾿ ὁ Ἀρχιστράτηγος. Πᾶνε φκειάνουν ἕνα στραβὸ ταμπούρι. Ἦταν πλησίον ἕνα ρέμα· τοὺς λέγω νὰ τὸ φκειάσουμεν ἐκεῖ, δὲν ἤθελαν. Ἔβαλα κ᾿ ἔφκειασα ἕνα ταμπούρι. Πλησίον μου ἔφκειασε κι᾿ ὁ Νοταρᾶς καὶ ἦταν καὶ τὸ ταχτικόν. Κατέβηκα εἰς τὴν θάλασσα καὶ πῆρα μπάλλες κι᾿ ἄλλα ἀναγκαῖα, ὁποὔχαμεν καὶ κανόνια μαζί. Μᾶς πλάκωσαν οἱ Τοῦρκοι πλῆθος, πεζούρα καὶ καβαλλαρία. Βαρούγαν ἀπὸ τὸ κάστρο, δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς κάμουν τίποτας· βαρούγαμεν ἐμεῖς μὲ τὰ δικά μας κανόνια, τὸ ἴδιον. ῾Στὸ στραβὸ ταμπούρι ἦταν οἱ Σουλιώτες· δὲν εἶχαν δύναμη, τοὺς δώσαμεν ἀνθρώπους ὅλοι καὶ γιομίσαμεν τὸ ταμπούρι τους. Συνάχτηκαν εἰς τὸ ρέμα πλῆθος Τουρκιά. Μὲ πρῶτο γιρούσι ἐμπήκαν μέσα εἰς τὸ ταμπούρι τῶν ἐδικῶνε μας. Μιὰ φωτιὰ μόνον πρόφτασαν οἱ ἐδικοί μας κ᾿ ἔρριξαν – καὶ τοὺς πελέκησε ἡ πεζούρα καὶ ἡ καβαλλαρία. Καμμιὰ ἑξηνταριὰ λαγάρισαν ἀπὸ τοὺς δικούς μας – τοὺς ἔβαλαν εἰς τὴ μέση καὶ τοὺς τελείωσαν κι᾿ αὐτούς. Τότε γιομίσαμεν ἐμεῖς μὲ κομμάτια τὰ ντουφέκια μας καὶ προσμέναμεν νὰ ρίξωμεν εἰς τὸ κρέας ὅσο νὰ λυώσουμε ἐκεῖ μέσα. Τὰ ταμπούρια τάχαμεν φκειασμένα καλά. Εἶχα πιάση τὴν πόρτα καὶ βαστοῦσα τοὺς ἀνθρώπους. Τότε ἕνας ἀξιωματικός μου δίνει μίαν ἀσκουντιὰ καὶ κόντεψε νὰ μοῦ μπῆ τὸ μαχαίρι μέσα εἰς τὴν κοιλιά μου. Σηκώνομαι ἀπάνου, πιάστηκα μ᾿ ἐκείνον· «Τήρα κάτου, μοῦ λέγει· σήμερά μας πήρετε ὅλους εἰς τὸ λαιμό σας». Ὅσα ταμπούρια ἦταν ἀπὸ τὴν ἄκρη τὴν θάλασσα ὡς τὰ δικά μας, δέκα ἕντεκα, τζακίστηκαν χωρὶς πόλεμον καὶ μᾶς ἄφησαν τὰ τρία ταμπούρια τοῦ Νοταρᾶ, τὸ δικό μου, τοῦ Βάσιου καὶ τοῦ ἀλλουνοῦ Νοταρᾶ, ὁποῦ ἦταν σὲ ἕνα ταμπούρι. Καὶ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν τζακιστήκαμεν καὶ τὰ τρία ταμπούρια καὶ πελεκιώντας μὲ τοὺς Τούρκους – ἄκουγες σὰ νὰ ἦταν λόγκος χτύπαγαν τὰ μαχαίρια καὶ τὰ σπαθιά. Τυλιμένος μὲ τοὺς Τούρκους καὶ χάριν εἰς τὰ ποδάρια μου κι᾿ ὅτι βρέθηκα μὲ κουράγιον, δὲν κιότεψα (ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτὸ χάθηκαν) καὶ κόβοντας ἀπὸ ῾μάς οἱ Τοῦρκοι ἀπὸ τὸν Ἀνάλατον ὡς τὴν θάλασσα, φτάσαμε ἐκεῖ, ὁποῦ γίνεταν θρῆνος. Καὶ οἱ Ἕλληνες κάμαν τὸ χρέος τους, ὅμως κέρδεσαν τὴν νίκη οἱ Τοῦρκοι. Περίτου ἀπὸ ὀχτακόσοι Ἕλληνες πῆγαν, ὅλο τὸ ἄνθος. Καὶ οἱ Τοῦρκοι ζύγωσαν εἰς αὐτό. ῾στὴν θάλασσα ηὕραμεν τὸν Κώστα Μπότζαρη καὶ τοὺς ἄλλους, ὁποῦ ἄφησαν τὰ ταμπούρια τους καὶ φύγαν πρωτύτερα. Εἶχαν ὅλοι μπῆ εἰς τὴν θάλασσα καὶ φαίνονταν τὰ κεφάλια τοὺς μόνον. Τότε μας ρίχτηκαν κ᾿ ἐκεῖ πεζούρα καὶ καβαλλαρία, καὶ μὲ τὰ μαχαίρια σκάβαμεν τὴν γῆς καὶ φκειάναμεν ταμπούρια καὶ μπαίναμεν ἀπὸ πίσου. Καὶ πολεμήσαμεν ὡς τὰ σούρπα.
description
Στρατηγοῦ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ - Ἀπομνημονεύματα Βιβλίον Α´, Κεφάλαιον δέκατον (Ἀπόσπασμα)
Transcript of Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΑΝΑΛΑΤΟΥ (24 Ἀπρ.1827)
- , ()
... , , . , . . . . , . . , . . . . , , . . , , . . . , , . , ( . ). , . . , , . . , . , , . , . . , . . . , . , . , , . , . . . . . . . . . , , . , , , , , . . , ( ) , , . , . , . . , . . , . .
. . , . , , , , ( ) . . . , , . , , , , , , . . . , , . . , . . , , ; ; ; , . , , , , , , . . . ! . , . , . , . , . . , , . . . . , . . . . , , . . . . , . . , . . .
: http://users.uoa.gr/~nektar/history/tributes/makriyannis/