Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107...

19
1 Η Αίτηση Επανάληψης Διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας Εισήγηση του Ι. Δημητρακόπουλου, Παρέδρου ΣτΕ, στο πλαίσιο της ημερίδας «Ο διάλογος του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» Ι. Εισαγωγή Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ (δηλαδή, απόφασης με την οποία διαπιστώνεται η παραβίαση διάταξης της ΕΣΔΑ από την Ελληνική Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το εάν επιδικάζεται στον προσφεύγοντα και χρηματικό ποσό ως αποζημίωση), εντάσσεται στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της (κατά το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ) υποχρέωσης της χώρας για εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και αποτελεί, από το 2016, ένα νέο ένδικο μέσο στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας. Κατά νομική ακριβολογία, η αίτηση επανάληψης είναι κάτι καινούργιο για το ΣτΕ, υπό τη συγκεκριμένη μορφή και λειτουργία της. Και τούτο, διότι δυνατότητα άσκησης αίτησης επανάληψης ενώπιον του ΣτΕ προβλέπεται στη νομοθεσία περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, συγκεκριμένα στο άρθρο 51 του ν. 345/1976, με σκοπό την άρση της αντίθεσης απόφασης του ΣτΕ προς ορισμένη απόφαση του ΑΕΔ, η οποία δημοσιεύθηκε είτε πριν από την επίμαχη απόφαση του ΣτΕ είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, και μετά από αυτήν 1 . Προβλέπεται, επίσης, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος ορίζει ότι χωρεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, επανάληψη πειθαρχικής δίκης κατά δικαστικού λειτουργού 2 . 1 Πρόκειται, λοιπόν, για ένδικο μέσο διόρθωσης νομικού σφάλματος του ΣτΕ, όσον αφορά την κρίση του περί της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας ή της έννοιας διάταξης τυπικού νόμου. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 51 (αποφάσεις του ΣτΕ προηγούμενες της απόφασης του ΑΕΔ), το σφάλμα αυτό συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια, δικονομικής όμως φύσης, η οποία συνίσταται σε παράβαση της υποχρέωσης του ΣτΕ να αναβάλει τη διατύπωση οριστικής κρίσης επί της ενώπιόν του εκκρεμούς υπόθεσης ή/και να παραπέμψει το οικείο ζήτημα αντισυνταγματικότητας ή ερμηνείας, προς επίλυση, στο ΑΕΔ. 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.1756/1988. Η προβλεπόμενη στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 105 περίπτωση της επανάληψης της πειθαρχικής δίκης δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά μία έκτακτη διαδικασία που αποβλέπει στην αποκατάσταση της αδικίας που υπέστη ο δικαστικός λειτουργός από αντικειμενικώς εσφαλμένη απόφαση, το σφάλμα της οποίας

Transcript of Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107...

Page 1: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

1

Η Αίτηση Επανάληψης Διαδικασίας ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας

Εισήγηση του Ι. Δηµητρακόπουλου, Παρέδρου ΣτΕ,

στο πλαίσιο της ηµερίδας «Ο διάλογος του Συµβουλίου της Επικρατείας

και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου»

Ι. Εισαγωγή Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Συµβουλίου της

Επικρατείας, κατόπιν καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ (δηλαδή,

απόφασης µε την οποία διαπιστώνεται η παραβίαση διάταξης της ΕΣΔΑ από

την Ελληνική Δηµοκρατία, ανεξάρτητα από το εάν επιδικάζεται στον

προσφεύγοντα και χρηµατικό ποσό ως αποζηµίωση), εντάσσεται στο πλαίσιο

της εκπλήρωσης της (κατά το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ) υποχρέωσης της χώρας

για εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και αποτελεί, από το 2016, ένα νέο

ένδικο µέσο στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας. Κατά νοµική

ακριβολογία, η αίτηση επανάληψης είναι κάτι καινούργιο για το ΣτΕ, υπό τη

συγκεκριµένη µορφή και λειτουργία της. Και τούτο, διότι δυνατότητα άσκησης

αίτησης επανάληψης ενώπιον του ΣτΕ προβλέπεται στη νοµοθεσία περί του

Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, συγκεκριµένα στο άρθρο 51 του ν. 345/1976,

µε σκοπό την άρση της αντίθεσης απόφασης του ΣτΕ προς ορισµένη

απόφαση του ΑΕΔ, η οποία δηµοσιεύθηκε είτε πριν από την επίµαχη

απόφαση του ΣτΕ είτε, σε ορισµένες περιπτώσεις, και µετά από αυτήν1.

Προβλέπεται, επίσης, στον Κώδικα Οργανισµού Δικαστηρίων και

Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος ορίζει ότι χωρεί, σε

ορισµένες περιπτώσεις, επανάληψη πειθαρχικής δίκης κατά δικαστικού

λειτουργού2.

1 Πρόκειται, λοιπόν, για ένδικο µέσο διόρθωσης νοµικού σφάλµατος του ΣτΕ, όσον αφορά την κρίση του περί της ουσιαστικής αντισυνταγµατικότητας ή της έννοιας διάταξης τυπικού νόµου. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 51 (αποφάσεις του ΣτΕ προηγούµενες της απόφασης του ΑΕΔ), το σφάλµα αυτό συνδυάζεται µε άλλη πληµµέλεια, δικονοµικής όµως φύσης, η οποία συνίσταται σε παράβαση της υποχρέωσης του ΣτΕ να αναβάλει τη διατύπωση οριστικής κρίσης επί της ενώπιόν του εκκρεµούς υπόθεσης ή/και να παραπέµψει το οικείο ζήτηµα αντισυνταγµατικότητας ή ερµηνείας, προς επίλυση, στο ΑΕΔ. 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε µε το άρθρο πρώτο του ν.1756/1988. Η προβλεπόµενη στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 105 περίπτωση της επανάληψης της πειθαρχικής δίκης δεν αποτελεί ένδικο µέσο, αλλά µία έκτακτη διαδικασία που αποβλέπει στην αποκατάσταση της αδικίας που υπέστη ο δικαστικός λειτουργός από αντικειµενικώς εσφαλµένη απόφαση, το σφάλµα της οποίας

Page 2: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

2

ΙΙ. Η νοµοθετική πρόβλεψη του ενδίκου µέσου στη δικονοµία άλλων δικαστηρίων Η αίτηση επανάληψης ένδικης διαδικασίας, ως µέσο εκτέλεσης

καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, θεσπίστηκε το πρώτον για τις ποινικές

δίκες3. Mε το άρθρο ενδέκατο του νόµου 2865/2000 προστέθηκε περίπτωση 5

στην παράγραφο 1 του άρθρου 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας (ΚΠΔ),

σύµφωνα µε την οποία η ποινική διαδικασία που περατώθηκε µε αµετάκλητη

απόφαση επαναλαµβάνεται, προς το συµφέρον του καταδικασθέντος για

κακούργηµα ή πληµµέληµα, εάν µε απόφαση του ΕΔΔΑ διαπιστώθηκε

παραβίαση δικαιώµατος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που

τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρµόσθηκε4 . Σύµφωνα µε τη

νοµολογία του Αρείου Πάγου, η επανάληψη της διαδικασίας προϋποθέτει ότι

η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση επηρέασε αρνητικά την κρίση του

ποινικού δικαστή και η επανόρθωση της σχετικής βλάβης του αιτούντος

µπορεί να επιτευχθεί µε την επανάληψη της διαδικασίας5. 6

Ο Έλληνας νοµοθέτης δεν έχει προβλέψει τη δυνατότητα αίτησης

επανάληψης διαδικασίας, γενικά, στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης7. 8 Ο λόγος

προκύπτει από προϋπάρχον άγνωστο σε αυτόν αποδεικτικό υλικό, το οποίο θα ηδύνατο, εάν ήταν γνωστό στο δικαστήριο κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεώς του, να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στο σχηµατισµό της κρίσης του (βλ. ΣτΕ Ολοµ. 1742/2015). 3 Από την απόφαση ΕΔΔΑ ευρ. συνθ. 11.7.2017, Moreira Ferreira v. Portugal no.2 (19867/12), σκέψη 35, προκύπτει ότι διαδικασία επανάληψης ή επανεξέτασης στις ποινικές υποθέσεις προβλέπεται σε 35 κράτη του Συµβουλίου της Ευρώπης. 4 To άρθρο 527 (παρ. 1) του ΚΠΔ ορίζει τα πρόσωπα που νοµιµοποιούνται να υποβάλουν την αίτηση επανάληψης, ενώ το άρθρο 528 (παρ. 1) ορίζει τον αρµόδιο για την εξέταση της αίτησης δικαστικό σχηµατισµό. 5 Βλ. ΑΠ (Ποιν.) 717/2004, 109/2013, 881/2015. 6 Με το άρθρο 60 του νόµου 3060/2002 προστέθηκε άρθρο 525Α στον Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, σύµφωνα µε το οποίο «Επανάληψη της διαδικασίας κατά το µέρος που κρίθηκε ότι το Δηµόσιο δεν υπέχει υποχρέωση σε αποζηµίωση ή επιδικάσθηκε ανεπαρκής αποζηµίωση στις περιπτώσεις του άρθρου 533 [που προβλέπει δικαίωµα αποζηµίωσης εκείνων που κρατήθηκαν και µετέπειτα αθωώθηκαν] µπορεί να ζητήσει εκείνος που ζηµιώθηκε, εφόσον έχει διαπιστωθεί µε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων παραβίαση, εκ µέρους του Ελληνικού Κράτους, της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου κατά τη διαµόρφωση της οικείας κρίσης». 7 Σύµφωνα µε το δηµοσιευµένο στο website του Συµβουλίου της Ευρώπης έγγραφο “Overview of the exchange of views held at the 8th meeting of the DH-GDR on the provision in the domestic legal order for re-examination or reopening of cases following judgments of the Court” της 12.2.2016 [DH-GDR(2015)008REV], που συνέταξαν οι Επιτροπές του Συµβουλίου της Ευρώπης Steering Committee for Human Rights και Committee of Experts on the Reform of the Court, τέτοια δικονοµική δυνατότητα προβλέπεται σε 23 κράτη του Συµβουλίου της Ευρώπης (βλ. σελ. 6 του εγγράφου).

Page 3: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

3

φαίνεται να είναι η ανάγκη, αφενός, σταθερότητας των εννόµων καταστάσεων

στο ιδιωτικό δίκαιο και, αφετέρου, προστασίας των δικαιωµάτων προσώπων

τρίτων σε σχέση µε τα διάδικα µέρη ενώπιον του ΕΔΔΑ9. Πολύ πρόσφατα,

θεσπίστηκε, όµως, µε το άρθρο 29 του ν. 4491/2017 (που τροποποίησε το

άρθρο 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας), η δυνατότητα υποβολής

αίτησης ανάκλησης ή µεταρρύθµισης δικαστικής απόφασης εκούσιας

δικαιοδοσίας, εάν µε οριστική απόφαση του ΕΔΔΑ κρίθηκε ότι η δικαστική

απόφαση που δέχθηκε ή απέρριψε την αρχική αίτηση εκδόθηκε κατά

παράβαση της ΕΣΔΑ10. Ενόψει και της σχετικής µεταβατικής ρύθµισης11, η

νέα διάταξη επιτρέπει κατ’ ουσίαν την επανεξέταση αποφάσεων περί µη

αναγνώρισης ορισµένων υπό σύσταση σωµατείων στη Βόρεια Ελλάδα12.

Στη διοικητική δίκη, η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εισήχθη µε το

άρθρο 23 του ν. 3900/201013, το οποίο προσέθεσε άρθρο 105Α στον Κώδικα

Διοικητικής Δικονοµίας (ΚΔΔ). Υπενθυµίζεται ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 1 του

ΚΔΔ, «Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών

8 Συναφώς, ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι η έκδοση καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ δεν δηµιουργεί λόγο αναψηλάφησης, κατά το άρθρο 544 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας [βλ. λ.χ. ΑΠ (Πολ.) 2071/2006]. 9 Η προσφυγή στο ΕΔΔΑ στρέφεται κατά της Ελληνικής Δηµοκρατίας και όχι κατά του αντίδικου στην πολιτική δίκη, ο οποίος δεν καθίσταται διάδικος στη δίκη στο ΕΔΔΑ. Προβληµατισµός σχετικά µε το εν λόγω στοιχείο και το δίκαιο χαρακτήρα της δίκης ενώπιον του ΕΔΔΑ, συνεπεία της µη (παροχής της δυνατότητας) ακρόασης σε αυτήν του διάδικου που νίκησε στη δίκη ενώπιον των ηµεδαπών πολιτικών δικαστηρίων, έχει διατυπωθεί στη σκέψη 2 της µειοψηφίας του δικαστή Wojtyczek στην απόφαση ΕΔΔΑ 29.6.2017, Κοσµάς και άλλοι κατά Ελλάδας (20086/13), που αφορούσε διεκδικητική αγωγή για ακίνητο. Εξάλλου και το Ιταλικό Συνταγµατικό Δικαστήριο, µε την απόφασή του 123/26.5.2017 επικαλέσθηκε, ιδίως, την ενδεχόµενη προσβολή των δικαιωµάτων ή εννόµων συµφερόντων των τρίτων, που δεν συµµετείχαν στη δίκη ενώπιον του ΕΔΔΑ, προκειµένου να κρίνει ότι δεν συνέτρεχε περίπτωση αναγνώρισης δικονοµικής δυνατότητας επανάληψης αστικής δίκης, κατά διασταλτική ερµηνεία των σχετικών διατάξεων του Ιταλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας. 10 Η νέα διάταξη προβλέπει την ανάκληση ή µεταρρύθµιση της απόφασης «[...] µε την επιφύλαξη των όρων και περιορισµών που προβλέπονται στις επιµέρους διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύµβασης Δικαιωµάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της δηµόσιας τάξης, της πρόληψης του εγκλήµατος, της προστασίας της υγείας ή ηθικής και της προστασίας των δικαιωµάτων και ελευθεριών των τρίτων.» 11 Σύµφωνα µε τη σχετική µεταβατική διάταξη του άρθρου 30 του ν. 4491/2017, η νέα ρύθµιση «[...]καταλαµβάνει και τις υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου πριν από τη δηµοσίευση του παρόντος, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά και σύµφωνα µε τους περιορισµούς της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και τις λοιπές διατάξεις της Σύµβασης αυτής, καθώς και τις διεθνείς συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσµία άσκησης της αίτησης ανάκλησης ή µεταρρύθµισης είναι ένα (1) έτος από τη δηµοσίευση του παρόντος.» 12 Βλ. σχετικά λ.χ. ΑΠ (Πολ.) 353/2012, 1003/2013. 13 Από το από 12.2.2016 έγγραφο του Συµβουλίου της Ευρώπης DH-GDR(2015)008REV (βλ. ανωτέρω, υποσηµ. 7) προκύπτει ότι αίτηση επανάληψης διοικητικής διαδικασίας ή δίκης προβλέπεται σε 10 κράτη του Συµβουλίου της Ευρώπης (βλ. σελ. 9 του εγγράφου).

Page 4: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

4

διαφορών ουσίας [όχι και των ακυρωτικών] από τα τακτικά διοικητικά

δικαστήρια»14. Στη συνέχεια, θεσπίστηκε από το νοµοθέτη ανάλογη ρύθµιση

για το Ελεγκτικό Συνέδριο (συγκεκριµένα, µε το άρθρο 75 του ν. 4055/2012,

µε το οποίο προστέθηκε το άρθρο 121Α στο π.δ. 1225/1981, περί εκτέλεσης των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων), η οποία αφορά γενικά στις

αποφάσεις των (Τµηµάτων ή της Ολοµέλειας) του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

ανεξάρτητα από το κριθέν ένδικο βοήθηµα ή µέσο.

Ακολούθως, ο νοµοθέτης επιχείρησε να διευρύνει το πεδίο της αίτησης

επανάληψης της διαδικασίας στη διοικητική δίκη, µέσω της εισαγωγής

σχετικής ρύθµισης στο π.δ. 18/1989, ώστε να καλυφθούν και οι ακυρωτικές

διοικητικές διαφορές (τόσο στο ΣτΕ όσο και στα ΤΔΔ). Το σχέδιο νόµου

«Νόµος περί ναρκωτικών και άλλες διατάξεις», που οδήγησε στο νόµο

4139/2013, περιείχε, στο άρθρο 83, διάταξη η οποία προέβλεπε την

14 Το εν λόγω άρθρο 105Α ορίζει τα εξής: «1. Δικαστική απόφαση, για την οποία κρίθηκε µε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώµατος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύµβασης, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου που την εξέδωσε. 2. Δικαίωµα να ασκήσουν την κατά την προηγούµενη παράγραφο αίτηση έχουν όσοι διατέλεσαν διάδικοι στη δίκη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου ή οι κάθε είδους καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον έχουν έννοµο συµφέρον. 3. Η αίτηση ασκείται µέσα σε προθεσµία ενενήντα ηµερών, που αρχίζει από τη δηµοσίευση της οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, σύµφωνα µε τις διακρίσεις του άρθρου 44 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, τηρούµενης κατά τα λοιπά της ισχύουσας για το οικείο δικαστήριο διαδικασίας. Αν κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσµίας υπάρξει διαδοχή του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου διαδίκου, η προθεσµία για το διάδοχο αρχίζει από τότε που επήλθε η διαδοχή. Ειδικώς στην περίπτωση κληρονοµικής διαδοχής, η προθεσµία για τον κληρονόµο αρχίζει από τη λήξη της προθεσµίας για την αποποίηση της κληρονοµίας.». Στην αιτιολογική έκθεση του νόµου 3900/2010 αναφέρονται τα ακόλουθα, σχετικά µε το νέο άρθρο 105Α: «Με την προτεινόµενη διάταξη ενισχύεται η δεσµευτικότητα των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΔΑΔ), µε τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση του δίκαιου χαρακτήρα της δίκης ή ουσιαστικού δικαιώµατος της σύµβασης και επιδιώκεται η άµεση και ακέραιη επανόρθωση της παράβασης µε τα µέσα του εθνικού δικαίου, ώστε, στο µέτρο του δυνατού, να επαναφερθεί το “θύµα” στην κατάσταση που θα υπήρχε, αν δεν είχε λάβει χώρα η παράβαση. Με τον τρόπο αυτό, αποκτά πραγµατικό και ωφέλιµο αποτέλεσµα η διαπίστωση της παράβασης σε δίκες ουσιαστικών διοικητικών διαφορών και επέρχεται πλήρης και αποτελεσµατική συµµόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ, σύµφωνα µε το άρθρο 46 παρ. 1 της Σύµβασης, […] όπως ήδη συµβαίνει και στις ποινικές υποθέσεις (βλ. το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 5 του ΚΠοινΔ., που προστέθηκε µε το άρθρο 11ο του ν. 2865/2000). Επίσης, αίρεται και το παράδοξο η απόφαση του ΕΔΑΔ να επιδρά, δυνάµει της “αυθεντίας” του νοµολογιακού προηγούµενου, υπέρ άλλων προσώπων στην ελληνική έννοµη τάξη όχι όµως και υπέρ του δικαιωθέντος διαδίκου της δίκης ενώπιον του ΕΔΑΔ, στην οποία διαπιστώθηκε η παράβαση. Τέλος, η νέα ρύθµιση τίθεται και προς άρση κάθε ερµηνευτικής αµφιβολίας, αν επιτρέπεται ανάλογη εφαρµογή του άρθρου 525 παρ. 1 περ. 5 του ΚΠοινΔ και στις “ποινικής φύσεως” διοικητικές υποθέσεις, µε την έννοια που προσδίδει σε αυτές η νοµολογία του ΕΔΑΔ και των ελληνικών δικαστηρίων.». Από τη βάση δεδοµένων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (ΤΔΔ) δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί από αυτά απόφαση κατ’ επίκληση του ως άνω άρθρου 105Α του ΚΔΔ.

Page 5: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

5

προσθήκη στο π.δ. 18/1989 σχετικού άρθρου 69Α15. Μολαταύτα, η επίµαχη

ρύθµιση απαλείφθηκε από το σχέδιο νόµου κατά το στάδιο της επεξεργασίας

του από τη Διαρκή Επιτροπή Δηµόσιας Διοίκησης, Δηµόσιας Τάξης και

Δικαιοσύνης, µαζί µε την αντίστοιχη ρύθµιση για τη δηµιουργία σχετικού νέου

λόγου αναψηλάφησης στην πολιτική δίκη.

Ο δισταγµός ή η δυστοκία του νοµοθέτη για εισαγωγή στη νοµοθεσία του

Συµβουλίου της Επικρατείας διατάξεων που να προβλέπουν την επανάληψη

της διαδικασίας ενώπιόν του, ύστερα από καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ,

αφενός, δηµιουργούσε ερµηνευτικό ζήτηµα ως προς το εάν υπήρχε η

δυνατότητα άσκησης αίτησης επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασης από το

ΣτΕ αιτήσεων αναίρεσης, βάσει του άρθρου 105Α ΚΔΔ, και, αφετέρου, άφηνε

εκτός του πεδίου εφαρµογής του οικείου ενδίκου µέσου τις εν γένει

ακυρωτικές διαφορές, καθώς και τις υπαλληλικές προσφυγές ουσίας,

αρµοδιότητας του ΣτΕ, σύµφωνα µε το Σύνταγµα (άρθρα 95 παρ. 1 περ. γ΄

και 103 παρ. 4)16.

15 Στην αιτιολογική έκθεση του νόµου µνηµεύονται, συναφώς, τα εξής: «Στην περ. 5 της παρ. 1 του άρθρου 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, ρητά ορίζεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία, µε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου διαπιστώνεται παραβίαση δικαιώµατος, σχετικά µε την διαδικασία που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρµόσθηκε, η ποινική διαδικασία επαναλαµβάνεται, προς το συµφέρον του καταδικασµένου για κακούργηµα ή πληµµέληµα. Παραλλήλως και στον τελευταίο σχετικό µε την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης ν. 3900/2010, περιλήφθηκαν διατάξεις (άρθρο 105 Α παρ. 2 και 3) που προβλέπουν την άσκηση αίτησης επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε απόφαση, η οποία, σύµφωνα µε κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώµατος αναφορικά µε το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύµβασης (αρθ. 105 παρ. 1). Παρόµοια ρύθµιση προβλέπεται µε το άρθρο 76 του σχεδίου νόµου για τη διαδικασία ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Έτσι, σύµφωνα µε τα παραπάνω, ως αυτονόητο προκύπτει, ότι µε όµοιο τρόπο επιβάλλεται να ρυθµίζονται οι υπαγόµενες στην ακυρωτική διαδικασία υποθέσεις. Γι’αυτό και για την ταυτότητα του λόγου είναι ανάγκη να υιοθετηθούν ανάλογου περιεχοµένου διατάξεις και στο π.δ. 18/1989. Οι ρυθµίσεις αυτές είναι απαραίτητες, καθόσον δεν είναι νοητό από πλευράς λειτουργίας του κράτους δικαίου να µην αρθεί το οξύµωρο να έχουν δικονοµικό δικαίωµα οι πολίτες για τη δικαίωσή τους στα πεδία εφαρµογής του Κώδικα Ποινικής και Διοικητικής Δικονοµίας, όχι όµως [...] και των ακυρωτικών διαφορών ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων.». Από τις παραπάνω σκέψεις συνάγεται ότι η πρόταση για την επέκταση της αίτησης επανάληψης στις ακυρωτικές διαφορές στηρίχθηκε, κατά βάση, στις θεµελιώδεις αρχές της ίσης µεταχείρισης και του κράτους δικαίου.. 16 Το τελευταίο αυτό στοιχείο επιβεβαιώθηκε µε την 466/2015 απόφαση σε συµβούλιο του Γ΄ Τµήµατος του Δικαστηρίου. Με την εν λόγω απόφαση απορρίφθηκε ως προδήλως απαράδεκτη αίτηση επανάληψης δίκης προσφυγής κατά πράξης µη µονιµοποίησης δόκιµου υπαλλήλου, αφού κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 105Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονοµίας, που διέπει αποκλειστικά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, δεν έχει εφαρµογή επί αποφάσεων του Συµβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες εκδίδονται αποκλειστικά σύµφωνα µε τις διατάξεις του π.δ. 18/1989. Η σύνθεση δεν προβληµατίστηκε (τουλάχιστον, µε ρητή σκέψη) για τη δυνατότητα συναγωγής δικονοµικού δικαιώµατος άσκησης αίτησης επανάληψης από κανόνες αυξηµένης τυπικής ισχύος και,

Page 6: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

6

ΙΙΙ. Η θέσπιση της αίτησης επανάληψης για το ΣτΕ Το πρώτο από τα ανωτέρω ζητήµατα (της ύπαρξης δυνατότητας άσκησης

αίτησης επανάληψης ενώπιον του ΣτΕ, βάσει του άρθρου 105Α ΚΔΔ)

αντιµετωπίσθηκε µε τις αποφάσεις του Συµβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες

εκδόθηκαν κατόπιν της από 30.4.2015 απόφασης του Πρώτου Τµήµατος του

ΕΔΔΑ στην υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι κατά Ελλάδας. Με την τελευταία

αυτή απόφαση έγιναν δεκτές οι (υπ’ αριθµ. 3453/12, 42941/12 και 9028/13)

προσφυγές των Καπετάνιου, Νικολόπουλου και Αγγλούπα και διαπιστώθηκε

παραβίαση από την Ελλάδα των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου

Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (κανόνα ne bis in idem) και του άρθρου 6 παρ. 2 της

ΕΣΔΑ (τεκµηρίου αθωότητας), σε υποθέσεις επιβολής χρηµατικών

διοικητικών κυρώσεων για τελωνειακές παραβάσεις λαθρεµπορίας, για τις

οποίες οι προσφεύγοντες απαλλάχτηκαν της αντίστοιχης ποινικής κατηγορίας

µε αµετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Και στις τρεις υποθέσεις είχε

προηγηθεί απορριπτική απόφαση του (Β΄ Τµήµατος του) ΣτΕ επί σχετικής

αίτησης αναίρεσης17. Αφού η ως άνω απόφαση του Πρώτου Τµήµατος του

ΕΔΔΑ οριστικοποιήθηκε (κατόπιν της απόρριψης από την αρµόδια επιτροπή

του ΕΔΔΑ της αίτησης της Ελληνικής Κυβέρνησης για εισαγωγή των

υποθέσεων στο σχηµατισµό ευρείας σύνθεσης του ΕΔΔΑ), καθένας από τους

τρεις προσφεύγοντες υπέβαλε στο Συµβούλιο της Επικρατείας, κατ’ επίκληση

του άρθρου 105Α ΚΔΔ, αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασης της

αίτησης αναίρεσης που είχε ασκήσει ανεπιτυχώς. Οι αιτήσεις εισήχθησαν

στην µείζονα (επταµελή) σύνθεση του Β΄ Τµήµατος του ΣτΕ. Οι αιτήσεις

Αγγλούπα και Νικολόπουλου κρίθηκαν, αντίστοιχα, µε τις αποφάσεις ΣτΕ

1992/2016 και 1993/2016, ενώ για την αίτηση Καπετάνιου, ο οποίος είχε στο

µεταξύ αποβιώσει, εκδόθηκε η ΣτΕ 2130/2016.

ιδίως, από τις αρχές της ισότητας και του κράτους δικαίου, που είχε επικαλεσθεί, κατά τα προεκτεθένα, η αιτιολογική έκθεση του άρθρου 83 του σχεδίου του νόµου 4139/2013. Ίσως, τούτο οφείλεται στο ότι, ακόµα κι αν υπήρχε τέτοιο δικονοµικό δικαίωµα, πάντως, η αίτηση θα ήταν απορριπτέα, όπως σηµειώνεται στην επικουρική αιτιολογική βάση της απόφασης ΣτΕ εν συµβ. 466/2015, διότι η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση αφορούσε αποκλειστικά στη διάρκεια της δίκης και, εποµένως, δεν είχε επηρεάσει κατ’ ουσίαν την κρίση του εθνικού δικαστή. Σύντοµα, όµως, το προαναφερόµενο δικονοµικό ζήτηµα τέθηκε ενώπιον άλλου Τµήµατος του Δικαστηρίου, όπως εκτίθεται αµέσως στη συνέχεια. 17 Βλ. ΣτΕ Β΄ Τµ. 1999/2011 (υπόθεση Καπετάνιου), 3616/2011 επταµ. (υπόθεση Νικολόπουλου) και 3457/2012 (υπόθεση Αγγλούπα).

Page 7: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

7

Το πρώτο ζήτηµα που έπρεπε να επιλυθεί ήταν εάν χωρούσε, κατά το νόµο,

αίτηση επανάληψης αναιρετικής δίκης στο ΣτΕ. Η µία λύση ήταν να

θεωρηθούν οι αιτήσεις απαράδεκτες, ελλείψει διάταξης στο π.δ. 18/1989 που

να προβλέπει τέτοιο ένδικο µέσο ενώπιον του ΣτΕ, επιχείρηµα στο οποίο είχε,

άλλωστε, στηριχθεί πρωτίστως η απόφαση ΣτΕ Γ΄ Τµ. εν συµβ. 466/2015

(αφορώσα σε αίτηση επανάληψης της εκδίκασης δηµοσιοϋπαλληλικής

προσφυγής). Η επταµελής σύνθεση του Β΄ Τµήµατος δεν έµεινε, όµως, σε

αυτό το στοιχείο, αλλά χάραξε ένα καινούργιο δικονοµικό µονοπάτι. Με τις

σκέψεις 2 έως 5 των αποφάσεων 1992/2016 και 1993/2016 ερµήνευσε το

άρθρο 105Α ΚΔΔ, υπό το φως της ΕΣΔΑ (του άρθρου 46 περί της

συµµόρφωσης των κρατών µελών, όπως αυτό έχει ερµηνευθεί από το ΕΔΔΑ,

τόσο αυτοτελώς όσο και σε συνδυασµό µε την αρχή της δικονοµικής ισότητας)

καθώς και του Συντάγµατος (της συνταγµατικής αρχής της ισότητας των

διαδίκων, στο πλαίσιο διαφορετικών δικών). Στο στάδιο αυτό του

συλλογισµού του Συµβουλίου της Επικρατείας εντοπίζεται το πρώτο σηµείο

διαλόγου του µε το ΕΔΔΑ, στο οποίο διατυπώνονται οι εξής σκέψεις: «2. [...] Κατά την έννοια της [...] διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 46

της ΕΣΔΑ, το κράτος µέλος υποχρεούται όχι µόνο να πληρώσει στον

προσφεύγοντα την αποζηµίωση που του επιδικάσθηκε µε την καταδικαστική

απόφαση του ΕΔΔΑ αλλά επίσης να λάβει στην έννοµη τάξη του µέτρα,

ατοµικού ή/και γενικού χαρακτήρα, προκειµένου να τερµατίσει την παράβαση

που διαπίστωσε το ΕΔΔΑ και να άρει τα αποτελέσµατά της, ώστε να περιέλθει

ο προσφεύγων, στο µέτρο του δυνατού, στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν

είχε µεσολαβήσει η παράβαση αυτή [...], δεδοµένου ότι η σχετική,

διαπιστωτική της παράβασης, απόφαση του ΕΔΔΑ στερείται διαπλαστικού

χαρακτήρα, πράγµα που σηµαίνει, σε υπόθεση όπως η παρούσα, ότι δεν έχει

ως συνέπεια την ακύρωση, την εξαφάνιση ή την αναίρεση της

δεσµευτικότητας και των έννοµων συνεπειών των οικείων αποφάσεων των

εθνικών δικαστηρίων [...]. Εξάλλου, ναι µεν το κράτος µέλος διαθέτει

περιθώριο εκτίµησης ως προς τα µέσα που επιλέγει για να ανταποκριθεί στο

ανωτέρω καθήκον του [...], αλλά τα µέσα αυτά πρέπει να είναι ικανά να

οδηγήσουν στην αποτελεσµατική εκπλήρωση της εν λόγω διεθνούς

υποχρέωσής του [...], η οποία βαρύνει τα όργανά του, συµπεριλαµβανοµένων

των δικαιοδοτικών. Ειδικότερα, σε υπόθεση όπως η παρούσα, η επανάληψη

της εθνικής ένδικης διαδικασίας, στην οποία σηµειώθηκε η διαπιστωθείσα

Page 8: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

8

από το ΕΔΔΑ παραβίαση της ΕΣΔΑ, µέσω της επανεξέτασης από το αρµόδιο

εθνικό δικαστήριο του (απορριφθέντος) ενδίκου µέσου, προκειµένου να αρθεί

η επίµαχη παράβαση και να εξαλειφθούν ex tunc οι συνέπειές της, συνιστά,

κατ’ αρχήν, πρόσφορο µέσο (ενδεχοµένως, δε, ανάλογα µε την περίπτωση,

και το µόνο ή το πλέον κατάλληλο µέσο) πλήρους και προσήκουσας

εκτέλεσης της απόφασης του ΕΔΔΑ [...]. Συνεπώς, διατάξεις της κείµενης

νοµοθεσίας που προβλέπουν ένδικο µέσο επανάληψης της διαδικασίας

αναφορικά µε αµετάκλητη δικαστική απόφαση πρέπει να ερµηνεύονται από

τον εθνικό δικαστή ενόψει της ως άνω υποχρέωσης του κράτους για

αποτελεσµατική εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, µε τις οποίες του

αποδίδεται παραβίαση της ΕΣΔΑ. 3. [Σύ]µφωνα µε την αρχή της ισότητας,

όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγµατος, ο νοµοθέτης

δεν επιτρέπεται να µεταχειρίζεται διαφορετικά κατηγορίες προσώπων που

τελούν υπό τις ίδιες ή ουσιωδώς παρόµοιες συνθήκες, εκτός εάν η τοιαύτη

µεταχείριση, ερειδόµενη σε γενικά και αντικειµενικά κριτήρια που βρίσκονται

σε συνάφεια προς το αντικείµενο της ρύθµισης, δικαιολογείται επαρκώς, ως

σκοπούσα στην εξυπηρέτηση θεµιτού σκοπού και τελούσα σε εύλογη σχέση

αναλογικότητας µε τον επιδιωκόµενο σκοπό (βλ. ΣτΕ 761/2014 επταµ. –

πρβλ. ΣτΕ 1285/2012 Ολοµ.). Ειδική εκδήλωση της ανωτέρω αρχής συνιστά η

αρχή της δικονοµικής ισότητας, η οποία επιβάλλει, µεταξύ άλλων, την ίση

µεταχείριση των διαδίκων, ακόµα και στο πλαίσιο διαφορετικών δικών, από

τους δικονοµικούς νόµους που ρυθµίζουν τους όρους παροχής έννοµης

προστασίας (βλ. ΣτΕ 761/2014 επταµ., 1229/2015 – πρβλ. ΣτΕ 2807/2002

Ολοµ., 3060/2013 επταµ.). Η αρχή αυτή δεν απαγορεύει, πάντως, στο

νοµοθέτη να θεσπίζει ειδικές ρυθµίσεις για την παροχή ένδικης προστασίας σε

ορισµένες κατηγορίες διοικητικών διαφορών, εφόσον τούτο δικαιολογείται

αντικειµενικά, ενόψει της φύσης, της σηµασίας τους ή των ιδιαίτερων

χαρακτηριστικών τους και των συναφών αναγκών που ανακύπτουν από την

άσκηση και εκδίκαση των οικείων ενδίκων βοηθηµάτων ή µέσων (βλ. ΣτΕ

761/2014 επταµ., 1229/2015). Συνακόλουθα, οι νοµοθετικές διατάξεις του

δικονοµικού δικαίου πρέπει να ερµηνεύονται κατά τρόπο που συνάδει µε την

αρχή της δικονοµικής ισότητας (πρβλ. ΣτΕ Ολοµ. 2155/2015), η οποία,

άλλωστε, συνιστά επίσης επιταγή της ΕΣΔΑ (άρθρο 14 σε συνδυασµό µε

άρθρο 6 παρ. 1), εφαρµοστέα και στο πλαίσιο της εκτέλεσης από τα κράτη

µέλη των αποφάσεων του ΕΔΔΑ (πρβλ. ΕΔΔΑ VgT v. Switzerland, [...] σκέψη

97).».

Page 9: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

9

Στη συνέχεια, το Συµβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου

105Α παρ. 1 του ΚΔΔ έχει την έννοια ότι εφαρµόζεται όχι µόνο όταν η

επίµαχη, αντίθετη προς την ΕΣΔΑ, απόφαση ή κρίση του ΤΔΔ δεν κατέστη

αντικείµενο αναιρετικού ελέγχου από το Συµβούλιο της Επικρατείας, ως µη

υποκείµενη σε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του τελευταίου, σύµφωνα µε το

άρθρο 53 του π.δ. 18/1989 (λ.χ. λόγω του ποσού της διαφοράς), αλλά και σε

περίπτωση, όπως η επίδικη, στην οποία η απόφαση διοικητικού δικαστηρίου

που κρίθηκε µε απόφαση του ΕΔΔΑ ως ενέχουσα παραβίαση διατάξεων της

ΕΣΔΑ προσβλήθηκε µε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συµβουλίου της

Επικρατείας, το οποίο απέρριψε την αίτηση, µε σκέψεις οι οποίες έρχονται σε

αντίθεση προς τα κριθέντα από το ΕΔΔΑ, δεδοµένου ότι η διάταξη αφορά

γενικά σε “δίκες ουσιαστικών διοικητικών διαφορών”, κατά τα αναφερόµενα

στην αιτιολογική της έκθεση, ανεξαρτήτως της περάτωσης της δίκης µε

απόφαση τακτικού διοικητικού δικαστηρίου ή του Αναιρετικού Δικαστηρίου,

στοιχείο το οποίο, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989

και του άρθρου 35 της ΕΣΔΑ (που απαιτεί την προηγούµενη εξάντληση των

εσωτερικών ενδίκων µέσων, ως προϋπόθεση του παραδεκτού προσφυγής

ενώπιον του ΕΔΔΑ) παρίσταται συµπτωµατικό και δεν διαφοροποιεί

ουσιωδώς τις δύο αυτές κατηγορίες υποθέσεων. Το ΣτΕ σηµείωσε, σχετικώς,

ότι η εν λόγω ερµηνεία εναρµονίζεται µε την προεκτεθείσα υποχρέωση του

κράτους για αποτελεσµατική εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, η

εκπλήρωση της οποίας, δεν θα µπορούσε, άλλωστε, να επιτευχθεί µέσω της

άσκησης αίτησης επανάληψης ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου

(λαµβανοµένου υπόψη ότι το εν λόγω δικαστήριο δεσµεύεται από τα κριθέντα

µε την οικεία απόφαση του Συµβουλίου της Επικρατείας και δεν έχει, κατά το

νόµο, την εξουσία να προβεί στην εξαφάνιση, τροποποίηση ή µη εφαρµογή

της απόφασης αυτής), ενώ, εξάλλου, η αντίθετη ερµηνευτική εκδοχή [δηλαδή

ότι, σε τέτοια περίπτωση, δεν χωρεί αίτηση επανάληψης της διαδικασίας,

ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, µε το επιχείρηµα ότι η διάταξη του

άρθρου 105Α αφορά µόνο στη δίκη ενώπιον τακτικού διοικητικού δικαστηρίου

και δεν καταλαµβάνει και τις υποθέσεις που κρίνονται κατ’ αναίρεση από το

Συµβούλιο Επικρατείας, στη νοµοθεσία του οποίου (π.δ. 18/1989) δεν

υπάρχει αντίστοιχη διάταξη] δεν θα µπορούσε να γίνει δεκτή και ως ασύµβατη

µε την αρχή της δικονοµικής ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο

Page 10: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

10

Σύνταγµα και στην ΕΣΔΑ, διότι ναι µεν η φύση, η σηµασία και τα ιδιαίτερα

χαρακτηριστικά ορισµένων κατηγοριών διοικητικών διαφορών ενδέχεται να

δικαιολογούν την επιλογή του νοµοθέτη να µην προβλέψει γι’ αυτές

δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασής τους, λόγω διαπίστωσης

από το ΕΔΔΑ παράβασης της ΕΣΔΑ, αλλά, πάντως, η φύση, η ένταση και η

έκταση της υποχρέωσης του κράτους για εκτέλεση καταδικαστικής απόφασης

του ΕΔΔΑ, µέσω επανάληψης της οικείας ένδικης διαδικασίας, δεν

διαφοροποιούνται ανάλογα µε το αν η οικεία, τελική δικαιοδοτική κρίση

εξηνέχθη από τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή από το Συµβούλιο της

Επικρατείας. Με άλλα λόγια, η διατύπωση σχετικής (µε τη διαπιστωθείσα

παράβαση της ΕΣΔΑ) κατ’ αναίρεση κρίσης του Ανώτατου Διοικητικού

Δικαστηρίου θεωρήθηκε ότι δεν συνιστά συναφές και θεµιτό κριτήριο

διάκρισης, όσον αφορά τη δικονοµική δυνατότητα του θιγόµενου από τη

διαπιστωθείσα παράβαση να ζητήσει την επανάληψη της επίµαχης ένδικης

διαδικασίας. Προς ενίσχυση της παραπάνω σκέψης του, το ΣτΕ υπενθύµισε

ότι η κείµενη νοµοθεσία προβλέπει τέτοια δυνατότητα ως προς τις ποινικές

υποθέσεις που έχουν κριθεί από τον Άρειο Πάγο καθώς και για τις εν γένει

διαφορές ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στις οποίες περιλαµβάνονται

και οι διαφορές ουσίας που κρίνονται σε δεύτερο και τελευταίο βαθµό κατ’

αναίρεση.

Το παραπάνω σκεπτικό του Δικαστηρίου περιορίζεται στο δικαίωµα άσκησης

αίτησης επανάληψης αναιρετικής δίκης ενώπιον του ΣτΕ. Οι αποφάσεις ΣτΕ

Β΄ Τµ. 1992/2016 και 1993/2016 δεν επέλυσαν το ζήτηµα της συναγωγής

ανάλογου δικαιώµατος για τις ακυρωτικές διαφορές, ζήτηµα το οποίο, αφενός,

δεν ετίθετο στις συγκεκριµένες υποθέσεις και, αφετέρου, εκκρεµούσε ενώπιον

του Ε΄ Τµήµατος του ΣτΕ, το οποίο, µε την 2603/2016 απόφασή του,

παρέκαµψε το ζήτηµα, µε τη σκέψη ότι, «[...] ανεξαρτήτως αν χωρεί στην

ακυρωτική δίκη, ελλείψει ειδικής νοµοθετικής πρόβλεψης, επανάληψη της

διαδικασίας, σε περίπτωση συνδροµής των κατ' αρχήν εφαρµοζόµενων σε

δίκες ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ουσιαστικών

προϋποθέσεων του άρθρου 105 Α του Κ.Δ.Δ., ενόψει και της κατ΄ αρχήν

υποχρέωσης των κρατών µελών να συµµορφώνονται προς τις αποφάσεις του

Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, πάντως, το

ζήτηµα αυτό δεν είναι κρίσιµο εν προκειµένω [...]», διότι η αιτούσα είχε ήδη

Page 11: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

11

τύχει, στη συγκεκριµένη υπόθεση, επαρκούς δικαστικής προστασίας (µε

προηγούµενη ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ) και, κατά συνέπεια, είχε καταστεί

άνευ αντικειµένου η επανεκδίκαση της αρχικής αίτησης ακύρωσης, την οποία

επεδίωκε µε την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Μετά, όµως, και τις

αποφάσεις ΣτΕ 1992/2016 και 1993/2016 οι συνθήκες είχαν πια πλήρως

ωριµάσει για τη εισαγωγή της αίτησης επανάληψης στη νοµοθεσία περί του

Συµβουλίου της Επικρατείας.

Mε το άρθρο 16 του νόµου 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016)18 προστέθηκε στο

π.δ. 18/1989 άρθρο 69Α, το οποίο προβλέπει το δικαίωµα άσκησης αίτησης

επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασης ενδίκου βοηθήµατος ή µέσου ενώπιον

του ΣτΕ19. 20 Σηµειωτέον ότι η κατά το άρθρο 69Α του π.δ. 18/1989 αίτηση

επανάληψης δικαιοδοτικής διαδικασίας συνιστά το δεύτερο ένδικο

βοήθηµα/µέσο που θεσπίζεται τα τελευταία χρόνια όσον αφορά το ΣτΕ, για

την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας από το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ.

Είχε προηγηθεί ο νόµος 4055/2012, µε τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58

του οποίου θεσµοθετήθηκε, κατ’ επίκληση των άρθρων 6 (παρ. 1) και 13 της

ΕΣΔΑ, ως νέο ένδικο βοήθηµα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση, λόγω

18 Έναρξη ισχύος του άρθρου 16 από τη δηµοσίευση του νόµου 4446/2016 στην Εφηµερίδα της Κυβέρνησης, σύµφωνα µε το άρθρο 32 του νόµου αυτού. 19 Η νέα διάταξη ορίζει τα ακόλουθα: «1. Δικαστική απόφαση, για την οποία κρίθηκε µε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώµατος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύµβασης, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστικού σχηµατισµού του Συµβουλίου της Επικρατείας που την εξέδωσε. 2. Δικαίωµα να ασκήσουν την κατά την προηγούµενη παράγραφο αίτηση έχουν όσοι διατέλεσαν διάδικοι στη δίκη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου ή οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον έχουν έννοµο συµφέρον. 3. Η αίτηση ασκείται µέσα σε προθεσµία ενενήντα (90) ηµερών, που αρχίζει από τη δηµοσίευση της οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, σύµφωνα µε τις διακρίσεις του άρθρου 44 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, τηρουµένης κατά τα λοιπά της ισχύουσας διαδικασίας. Αν κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσµίας υπάρξει διαδοχή του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου διαδίκου, η προθεσµία για τον διάδοχο αρχίζει από τότε που επήλθε η διαδοχή. Ειδικώς στην περίπτωση κληρονοµικής διαδοχής, η προθεσµία για τον κληρονόµο αρχίζει από τη λήξη της προθεσµίας για την αποποίηση της κληρονοµίας.». 20 Στην αιτιολογική έκθεση του νόµου µνηµονεύεται σχετικά ότι «Με την προτεινόµενη ρύθµιση θεσπίζεται για το Συµβούλιο της Επικρατείας και τα ακυρωτικά διοικητικά εφετεία το έκτακτο ένδικο µέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε απόφαση, η οποία κρίθηκε µε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου ότι παραβιάζει τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας ή δικαίωµα που κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύµβαση των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου. Όµοια ρύθµιση προβλέπεται ήδη στο άρθρο 105Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονοµίας και παρίσταται αναγκαία για τον λόγο της οµοιόµορφης αντιµετώπισης των διοικητικών διαφορών ουσίας µε τις ακυρωτικές, και της συµπερίληψης και των αναιρετικών υποθέσεων ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας.»

Page 12: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

12

υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης (ανά βαθµό

δικαιοδοσίας), µέσω της διαπίστωσης τέτοιας υπέρβασης και της επιδίκασης

χρηµατικού ποσού προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο

διάδικος, λόγω της προσβολής του δικαιώµατός του για κρίση της ένδικης

διαφοράς εντός ευλόγου χρόνου.

Η πρώτη και µοναδική µέχρι σήµερα απόφαση του ΣτΕ η οποία επικαλείται

και εφαρµόζει το νέο άρθρο 69Α του π.δ. 18/1989 είναι η απόφαση ΣτΕ Β΄ Τµ.

επταµ. 680/2017, επί της αίτησης επανάληψης του Σισµανίδη. Η αίτηση αυτή

είχε ασκηθεί πριν από τη θέσπιση του άρθρου 69Α, αλλά εκδικάσθηκε το

Φεβρουάριο του 2017, µετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω ρύθµισης.

Δεδοµένου, όµως, ότι είχαν προηγηθεί οι αποφάσεις ΣτΕ 1992/2016 και

1993/2016, το Δικαστήριο επικαλέσθηκε σωρευτικά τόσο το άρθρο 105Α ΚΔΔ

όσο και το άρθρο 69Α του π.δ. 18/1989, στο πλαίσιο των σκέψεών του για το

παραδεκτό, το σκοπό και τη διαδικασία εκδίκασης της αίτησης επανάληψης.

Ειδικότερα, το ΣτΕ έκρινε ότι «[...] η προβλεπόµενη στο άρθρο 105Α του ΚΔΔ

και στο άρθρο 69Α του π.δ. 18/1989 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας

συνιστά έκτακτο ένδικο µέσο, µε το οποίο επιδιώκεται η εξαφάνιση (εν όλω ή

εν µέρει) αµετάκλητης δικαστικής απόφασης, προκειµένου να καταστεί

εκκρεµές και να κριθεί εκ νέου το ένδικο βοήθηµα ή µέσο που απορρίφθηκε

(εν όλω ή εν µέρει) µε την απόφαση αυτή». Τα ως άνω άρθρα του ΚΔΔ και

του π.δ. 18/1989 ρυθµίζουν ορισµένα θέµατα της άσκησης της εν λόγω

αίτησης (κατά βάση, ποιος νοµιµοποιείται για την υποβολή της και εντός

ποιάς προθεσµίας), ενώ για τα λοιπά ζητήµατα παραδεκτού καθώς και για τη

διαδικασία εκδίκασής της παραπέµπουν στις διατάξεις που ισχύουν σε σχέση

µε το ένδικο βοήθηµα ή µέσο που απορρίφθηκε µε την προσβαλλόµενη

δικαστική απόφαση, οι οποίες εφαρµόζονται αναλόγως (βλ. ΣτΕ 680/2017,

σκέψη 5).

IV. Το βάσιµο της αίτησης επανάληψης Το δεύτερο στάδιο του συλλογισµού του ΣτΕ, στο οποίο ανέπτυξε

πολυεπίπεδο διάλογο µε το ΕΔΔΑ, αφορά στο βάσιµο της αίτησης

επανάληψης. Τούτο οφείλεται στο ότι το ΣτΕ θεώρησε ότι καθεµία από τις

διατάξεις των άρθρων 105Α ΚΔΔ και 69Α του π.δ. 18/1989, ερµηνευόµενη,

αφενός, υπό το φως των συνταγµατικών αρχών του κράτους δικαίου, της

Page 13: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

13

ασφάλειας δικαίου και της σταθερότητας των διοικητικών καταστάσεων, η

οποία εξυπηρετείται µέσω της αρχής του δεδικασµένου και της µη ανατροπής

των αµετακλήτως κριθέντων µε απόφαση του Συµβουλίου της Επικρατείας

και, αφετέρου, ενόψει των αρχών που διέπουν τη σχέση της ελληνικής

έννοµης τάξης µε το διεθνές δίκαιο και, ιδίως, µε την ΕΣΔΑ και το δίκαιο της

Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), έχει την έννοια ότι αίτηση επανάληψης της

διαδικασίας εκδίκασης ενδίκου µέσου ενώπιον του Συµβουλίου της

Επικρατείας κρίνεται βάσιµη, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά επτά

προϋποθέσεις.

(α) Η πρώτη συνίσταται στο εάν η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση

διάταξης της ΕΣΔΑ είναι τέτοια ώστε να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς το

σκεπτικό και το διατακτικό της οικείας, απορριπτικής της αίτησης αναίρεσης,

απόφασης του Συµβουλίου της Επικρατείας, ώστε η άρση της εν λόγω

παράβασης και των συνεπειών της να µπορεί να επιτευχθεί µέσω της (ολικής

ή µερικής) εξαφάνισης της προσβαλλόµενης απόφασης του ΣτΕ και,

περαιτέρω, µέσω της νέας κρίσης και αποδοχής (εν όλω ή εν µέρει) της

αίτησης αναίρεσης. Η εξέταση της συνδροµής της προϋπόθεσης αυτής

απαιτεί προσεκτική ανάγνωση (και, ενδεχοµένως, ερµηνεία) της απόφασης

του ΕΔΔΑ και, στη συνέχεια, της προσβαλλόµενης απόφασης του ΣτΕ. Για

παράδειγµα, στην απόφαση ΣτΕ 1992/2016, το ΣτΕ ερµήνευσε την από

30.4.2015 απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Καπετάνιος και άλλοι ως

αφορώσα σε διαπίστωση παραβάσεων της ΕΣΔΑ µόνο σε σχέση µε την

επιβολή πολλαπλών τελών λαθρεµπορίας και όχι και αναφορικά µε την

επιβολή των διαφυγόντων φόρων (µε συνέπεια να απορρίψει την αίτηση κατά

το µέρος που αφορούσε στους φόρους), ενώ, περαιτέρω, ερµήνευσε την

απόφαση ΣτΕ 3457/2012 ως περιέχουσα έµµεση πλην σαφή κρίση περί µη

εφαρµογής του κανόνα ne bis in idem.

(β) Η δεύτερη προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης επανάληψης

συνίσταται στο ότι η συµµόρφωση προς τη σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ δεν

πρέπει να συνεπάγεται παραβίαση κανόνα του Συντάγµατος, το οποίο, όπως

τόνισε το ΣτΕ, (ναι µεν υπερισχύει της ΕΣΔΑ αλλά), πάντως, πρέπει να

ερµηνεύεται, στο µέτρο του εφικτού, κατά τρόπο “φιλικό” προς την ΕΣΔΑ,

όπως αυτή ερµηνεύεται και εφαρµόζεται από το ΕΔΔΑ, τούτο δε έχει, ιδίως,

την έννοια ότι, εάν είναι ευλόγως υποστηρίξιµες περισσότερες της µιας

Page 14: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

14

εκδοχές ως προς την έννοια ορισµένης συνταγµατικής διάταξης, πρέπει,

τουλάχιστον κατ’ αρχήν, να προκρίνεται από τον Έλληνα δικαστή εκείνη που

µπορεί να “συµβιώσει” µε την ΕΣΔΑ και τη σχετική νοµολογία του ΕΔΔΑ, όχι

αυτή που οδηγεί σε σύγκρουση µε την τελευταία. Στο πλαίσιο της εξέτασης

της εν λόγω προϋπόθεσης, οι αποφάσεις ΣτΕ 1992/2016 και 680/2017

απέρριψαν, µε εκτενές σκεπτικό, τη θέση που είχε υιοθετηθεί στην απόφαση

ΣτΕ 2067/2011 περί αντίθεσης του κανόνα ne bis in idem προς το άρθρο 94

του Συντάγµατος, σχετικά µε τη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων να

κρίνουν επί διοικητικών διαφορών.

(γ) Τρίτη προϋπόθεση είναι ότι η συµµόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ

δεν οδηγεί σε παραβίαση άλλης υποχρέωσης της χώρας από το διεθνές

δίκαιο, ιδίως δε από το ενωσιακό δίκαιο, η οποία, ενόψει του περιεχοµένου

της και των συνθηκών της συγκεκριµένης περίπτωσης και κατόπιν στάθµισης

των συγκρουόµενων εννόµων αγαθών, κρίνεται σηµαντικότερη, σε σχέση µε

εκείνη που απορρέει από το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ. Πρόκειται για προϋπόθεση

συναρτώµενη µε το ότι το ΣτΕ είναι εφαρµοστής τόσο της ΕΣΔΑ όσο και του

ενωσιακού δικαίου, καθώς µε το ότι δεν αποκλείεται το ενδεχόµενο

“εντάσεων” µεταξύ της ΕΣΔΑ και του δικαίου της ΕΕ, καθώς και µεταξύ της

σχετικής νοµολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ. Εν προκειµένω, οι αποφάσεις

ΣτΕ 1992/2016 και 680/2017 έκριναν ότι η εφαρµογή σε υποθέσεις

πολλαπλών τελών λαθρεµπορίας του άρθρου 4 του 7ου Πρωτοκόλλου της

ΕΣΔΑ δεν δηµιουργεί ζήτηµα παραβίασης των αρχών της υπεροχής, της

ενότητας και της αποτελεσµατικότητας του δικαίου της ΕΕ και, ιδίως, της

υποχρέωσης των κρατών µελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν

κατάλληλες κυρώσεις για παράβαση των διατάξεών του, δεδοµένου ότι τόσο

οι ποινικές κυρώσεις και τα συναφώς επιβαλλόµενα µέτρα που προβλέπονται

στην τελωνειακή νοµοθεσία όσο και τα πολλαπλά τέλη που προβλέπονται

στον Τελωνειακό Κώδικα έχουν, αυτοτελώς, αρκούντως αποτρεπτικό

χαρακτήρα, ενόψει της φύσης και της βαρύτητάς τους και, εποµένως, ο

αποκλεισµός της εφαρµογής της µίας εκ των δύο αυτών κατηγοριών

κυρώσεων (εν προκειµένω, των διοικητικών), δυνάµει του κανόνα ne bis in

idem, δεν προσκρούει στην προαναφερόµενη υποχρέωση της Ελλάδας από

το ενωσιακό δίκαιο.

Page 15: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

15

(δ) Σύµφωνα µε την τεθείσα από το ΣτΕ τέταρτη προϋπόθεση του βασίµου

της αίτησης επανάληψης, η συµµόρφωση προς την απόφαση του ΕΔΔΑ δεν

πρέπει να προσκρούει σε κάποιον άλλο (πέραν των διεθνών υποχρεώσεων

της χώρας) επιτακτικό λόγο δηµοσίου συµφέροντος, η εξυπηρέτηση του

οποίου, σταθµιζόµενη µε την ανάγκη εκτέλεσης της απόφασης του ΕΔΔΑ,

βάσει της αρχής της δίκαιης ισορροπίας, κρίνεται ότι υπερέχει. Ειδικότερα, οι

αποφάσεις ΣτΕ 1992/2016 και 680/2017 σηµείωσαν ότι η συνταγµατική αρχή

της ασφάλειας δικαίου θα µπορούσε ενδεχοµένως, υπό εξαιρετικές συνθήκες,

αναγόµενες σε επιτακτικό δηµόσιο συµφέρον, να δικαιολογήσει τον κατά

χρόνον περιορισµό της εφαρµογής νέου νοµολογιακού κανόνα του ΕΔΔΑ και,

περαιτέρω, της υποχρέωσης συµµόρφωσης της Ελληνικής Πολιτείας προς

σχετική απόφαση του ΕΔΔΑ 21 , αλλά, εν προκειµένω, δεν προέκυπταν

επιτακτικοί λόγοι δηµοσίου συµφέροντος που να αποκλείουν την εκτέλεση της

απόφασης του ΕΔΔΑ.

(ε) Η πέµπτη προϋπόθεση συνίσταται στο ότι η απόφαση του ΕΔΔΑ, που

αποδίδει σε όργανα της Ελληνικής Δηµοκρατίας παράβαση µίας ή

περισσότερων διατάξεων της ΕΣΔΑ, δεν είναι εµφανώς ελλιπής, ασαφής ή/και

αυθαίρετη ως προς τη νόµιµη (ή/και την πραγµατική) βάση της,

λαµβανοµένων υπόψη των κριτηρίων εκτίµησης που συνάγονται από την

οικεία νοµολογία του ίδιου του ΕΔΔΑ (και, ιδιαίτερα, της ευρείας σύνθεσής

του), αλλά και του ΔΕΕ, της θεµελιώδους αρχής της (διαδικαστικής και

ουσιαστικής) επικουρικότητας του ελέγχου του ΕΔΔΑ, καθώς και της

συναφούς υποχρέωσής του για επαρκή αιτιολόγηση των αποφάσεών του, µε

τις οποίες διαπιστώνεται παράβαση της ΕΣΔΑ από κράτος µέλος του

Συµβουλίου της Ευρώπης. Η προϋπόθεση αυτή, µέσω της οποίας επιχειρείται

η διατήρηση της κατάλληλης ισορροπίας µεταξύ του ΕΔΔΑ και του Ανώτατου

Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας, µέσω της επιφύλαξης υπέρ του δεύτερου

της δυνατότητας περιορισµένου ελέγχου της επάρκειας του σκεπτικού των

καταδικαστικών αποφάσεων του πρώτου, λειτουργεί όχι µόνο ως δικλείδα

ασφαλείας σε εξαιρετικές περιπτώσεις αλλά, κυρίως, ως έµµεση πρόσκληση

προς το ΕΔΔΑ να λαµβάνει προσηκόντως υπόψη του τη δική του νοµολογία, 21 Συναφώς, σηµειώνω ότι θα µπορούσε και το ΕΔΔΑ να εξετάσει το ενδεχόµενο χρονικού περιορισµού της εφαρµογής νέων νοµολογιακών κανόνων του, σε περιπτώσεις αντικειµενικής και σοβαρής αβεβαιότητας ως προς την ερµηνεία της ΕΣΔΑ και το περιεχόµενο των σχετικών υποχρεώσεων των κρατών µελών του Συµβουλίου της Ευρώπης.

Page 16: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

16

τη νοµολογία του ΔΕΕ, τα εγγενή όρια του ελέγχου του, καθώς και τα (κατ’

αρχήν υψηλά) στάνταρντ αιτιολογίας, στα οποία ευλόγως αναµένεται να

ανταποκρίνονται οι καταδικαστικές αποφάσεις του. Στην απόφαση 1993/2016,

το ΣτΕ θεώρησε ότι δεν πληρούται η συγκεκριµένη προϋπόθεση του βασίµου

της αίτησης επανάληψης, αναφορικά µε την κρίση του ΕΔΔΑ ότι τα εθνικά

διοικητικά δικαστήρια όφειλαν να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως το αµετάκλητο

της σχετικής ποινικής απόφασης, γιατί σε αντίθετη περίπτωση, το διοικητικό

δικαστήριο θα ανεχόταν εκούσια µια κατάσταση που ενδεχοµένως

παραγνωρίζει τον κανόνα ne bis in idem. Συγκεκριµένα, το ΣτΕ θεώρησε, µε

αναλυτικό σκεπτικό, ότι η εν λόγω πρωτότυπη κρίση του ΕΔΔΑ, ήταν

εµφανώς ελλιπής και ασαφής, ως προς τη νόµιµη βάση της, ενόψει της

νοµολογίας του ίδιου του ΕΔΔΑ για το ne bis in idem και την αρχή της

διαδικαστικής επικουρικότητας, της νοµολογίας του ΔΕΕ, όσον αφορά την

αρχή της δικονοµικής αυτονοµίας των κρατών µελών, του ρόλου του ΣτΕ ως

Αναιρετικού Δικαστηρίου, καθώς και της εµφανούς ανεπάρκειας του

µοναδικού επιχειρήµατος στο οποίο στηρίχθηκε η επίµαχη κρίση του ΕΔΔΑ.

(στ) Έκτη προϋπόθεση είναι ότι η διαπίστωση των επίµαχων παραβάσεων,

που δέχθηκε η απόφαση του ΕΔΔΑ, δεν κλονίζεται (ώστε να µην µπορεί

πλέον να θεωρηθεί δικαιολογηµένη, σύµφωνα και µε τα κριτήρια που

προκύπτουν από την οικεία νοµολογία του ΕΔΔΑ), συνεπεία οψιγενών

στοιχείων, που απορρέουν είτε από απόφαση του ίδιου του ΕΔΔΑ είτε από

απόφαση του ΔΕΕ είτε, τέλος, από απόφαση ανώτατου δικαστηρίου της

χώρας, µε την οποία γίνεται ερµηνεία ή/και εφαρµογή του εθνικού δικαίου

ικανή να θεµελιώσει το συµπέρασµα ότι, µε βάση το νεότερο αυτό

νοµολογιακό δεδοµένο, το ΕΔΔΑ δεν θα ενέµενε στην κρίση του περί

συνδροµής της αποδοθείσας στην Ελλάδα παράβασης της ΕΣΔΑ. Στο

πλαίσιο αυτό, η απόφαση ΣτΕ 1992/2016 έκρινε ότι δεν αποτελούσε τέτοιο

στοιχείο η απόφαση 1741/2015 της Ολοµέλειας του Δικαστηρίου, σύµφωνα µε

την οποία τα πολλαπλά τέλη λαθρεµπορίας δεν έχουν «ποινική» φύση, κατά

την αυτόνοµη έννοια της ΕΣΔΑ. Η εν λόγω κρίση της ΣτΕ 1992/2016

στηρίχθηκε, αφενός, σε εκτενή ανάλυση της νοµολογίας του ΕΔΔΑ για την

εφαρµογή των κριτηρίων Engel καθώς και της προγενέστερης νοµολογίας του

Συµβουλίου της Επικρατείας, για τη φύση, τους σκοπούς και τα

χαρακτηριστικά των πολλαπλών τελών λαθρεµπορίας, και, αφετέρου, στην

Page 17: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

17

απόρριψη από την αρµόδια επιτροπή του ΕΔΔΑ της αίτησης της Ελληνικής

Κυβέρνησης για εισαγωγή των υποθέσεων Καπετάνιου και λοιπών στην

ευρεία σύνθεση του ΕΔΔΑ, η οποία (αίτηση) βασιζόταν στην

επιχειρηµατολογία της ΣτΕ Ολοµ. 1741/2015 αναφορικά µε το µη ποινικό

χαρακτήρα των πολλαπλών τελών λαθρεµπορίας. Εποµένως, ο διάλογος του

ΣτΕ µε το ΕΔΔΑ ξεπέρασε, για πρώτη φορά στη σχέση των δύο δικαστηρίων,

τη λήψη υπόψη της νοµολογίας του ΕΔΔΑ και έφθασε στην συνεκτίµηση των

αποφάσεων της επιτροπής του ΕΔΔΑ που κρίνει επί των αιτηµάτων

εισαγωγής υποθέσεων στο σχηµατισµό ευρείας σύνθεσης. Περαιτέρω, στο

πλαίσιο της ίδιας προϋπόθεσης του βασίµου της αίτησης επανάληψης, µε την

απόφαση ΣτΕ 680/2017 κρίθηκε ότι η µεταγενέστερη της απόφασης

Σισµανίδης του Πρώτου Τµήµατος του ΕΔΔΑ απόφαση της 15.11.2016 της

ευρείας σύνθεσης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Α και Β κατά Νορβηγίας, µε την

οποία αποσαφηνίσθηκε και εµπλουτίσθηκε η νοµολογία του ΕΔΔΑ για το ne

bis in idem, ιδίως σχετικά µε το ζήτηµα της ύπαρξης ή µη αρκούντως στενού,

κατ’ ουσίαν και κατά χρόνον, συνδέσµου µεταξύ των δύο «ποινικών

διαδικασιών», δεν αποτελούσε επίσης στοιχείο ικανό να κλονίσει το σκεπτικό

και το διατακτικό της απόφασης Σισµανίδης του ΕΔΔΑ. Η ανωτέρω κρίση του

ΣτΕ στηρίχθηκε σε ανάλυση της απόφασης Α και Β κατά Νορβηγίας, στις

αναφορές της στις υποθέσεις Καπετάνιος και Σισµανίδης και σε εφαρµογή των

συναγόµενων από αυτήν ερµηνευτικών κριτηρίων στην περίπτωση του

Σισµανίδη.

(ζ) Έβδοµη και τελευταία προϋπόθεση είναι να µην έχει µεσολαβήσει πράξη

κρατικού οργάνου, µε την οποία να θεραπεύεται κατ’ ουσίαν η διαπιστωθείσα

από το ΕΔΔΑ παράβαση και να αίρονται τα δυσµενή για τον αιτούντα

αποτελέσµατά της, κατά τρόπο ώστε η επιδιωκόµενη από τον αιτούντα

επανάληψη της διαδικασίας και εξαφάνιση της προσβαλλόµενης δικαστικής

απόφασης να παρίσταται αλυσιτελής για την προστασία των προσβληθέντων

δικαιωµάτων του. Εφαρµόζοντας κατ’ ουσίαν την εν λόγω προϋπόθεση, το Ε΄

Τµήµα του ΣτΕ, µε την 2603/2016 απόφασή του, απέρριψε αίτηση

επανάληψης ακυρωτικής δίκης, µε την αιτιολογία ότι η αιτούσα είχε ήδη τύχει,

στη συγκεκριµένη υπόθεση, επαρκούς δικαστικής προστασίας, µε

προηγούµενη ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ, και, κατά συνέπεια, είχε καταστεί

Page 18: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

18

άνευ αντικειµένου η επανεκδίκαση της αρχικής αίτησης ακύρωσης, την οποία

επεδίωκε µε την αίτηση επανάληψης.

Εφόσον κριθεί ότι πληρούνται οι προεκτεθείσες επτά προϋποθέσεις, η αίτηση

επανάληψης γίνεται δεκτή, ως βάσιµη, εξαφανίζεται εν όλω ή εν µέρει η

προσβαλλόµενη απόφαση του ΣτΕ και καθίσταται εκ νέου εκκρεµές το ένδικο

βοήθηµα ή µέσο που απορρίφθηκε µε την εξαφανιζόµενη απόφαση22. Η

αποδοχή της αίτησης επανάληψης δεν συνεπάγεται, λοιπόν, και την αποδοχή

του υπό κρίση ενδίκου βοηθήµατος ή µέσου, το οποίο δεν αποκλείεται να

απορριφθεί, µε βάση άλλη αιτιολογία από εκείνη που κατ’ ουσίαν

αποδοκιµάσθηκε από το ΕΔΔΑ, ως ενέχουσα παραβίαση της ΕΣΔΑ. Πάντως,

µε τις αποφάσεις ΣτΕ 1992/2016 και 680/2017, µετά την αποδοχή των

αιτήσεων επανάληψης και την εξαφάνιση των προσβληθεισών αποφάσεων

του ΣτΕ, έγιναν δεκτές οι αιτήσεις αναίρεσης, λόγω παραβίασης του κανόνα

ne bis in idem, εξαφανίσθηκαν οι αναιρεσιβληθείσες αποφάσεις και, τελικά,

ακυρώθηκαν τα επίδικα πολλαπλά τέλη, κατ’ αποδοχή των προσφυγών του

Αγγλούπα και του Σισµανίδη.

V. Συµπέρασµα Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασης ενδίκου βοηθήµατος ή

µέσου ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας κατατείνει στην περιέλευση

του αιτούντος στην κατάσταση που θα βρισκόταν, εάν δεν είχε συντελεστεί η

διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση της ΕΣΔΑ (restitutio in integrum).

Παράλληλα, όµως, αποτελεί µέσο διαλόγου του ΣτΕ µε το ΕΔΔΑ, καθόσον η

αποδοχή της αίτησης από το ΣτΕ προϋποθέτει εκ µέρους του προσεκτική

ανάγνωση της καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, προσδιορισµό της

ακριβούς σχέσης της µε το σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόµενης

απόφασης του ΣτΕ, διερεύνηση της τυχόν ασυµβατότητας της εφαρµογής της

απόφασης του ΕΔΔΑ µε το Σύνταγµα, το ενωσιακό δίκαιο ή επιτακτικό λόγο

δηµοσίου συµφέροντος, όπως, ιδίως, την ασφάλεια δικαίου, εξέταση της

σαφήνειας και της επάρκειας της θεµελίωσης της απόφασης του ΕΔΔΑ,

µεταξύ άλλων, ενόψει και της σχετικής νοµολογίας του ΔΕΕ, καθώς και έλεγχο

22Συναφώς, σηµειώνεται ότι τυχόν αποδοχή της αίτησης επανάληψης ενεργεί µόνον υπέρ του διαδίκου που ασκεί την αίτηση και όχι υπέρ και των οµόδικών του στην αρχική δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η εξαφανιζόµενη απόφαση του ΣτΕ (βλ. ΣτΕ 680/2017, σκέψη 19).

Page 19: Η ενώπιον του Συµβουλίου της · 2019-11-29 · 2 Βλ. άρθρα 107 (παρ. 3) και 105 (παρ. 5) του εν λόγω Κώδικα, που κυρώθηκε

19

της ύπαρξης οψιγενών νοµολογιακών δεδοµένων, σε εθνικό ή ευρωπαϊκό

επίπεδο, ικανών να κλονίσουν το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης

του ΕΔΔΑ. Ενόψει της σηµασίας που προσδίδει το ΣτΕ στο ενωσιακό δίκαιο,

κατά την κρίση του επί του βασίµου της αίτησης επανάληψης, η λειτουργία

του εν λόγω ενδίκου µέσου υπερβαίνει τα όρια της εκτέλεσης των

αποφάσεων του ΕΔΔΑ και αναπτύσσει δυναµική εντασσόµενη στο ευρύτερο

πλαίσιο του τριγωνικού διαλόγου ΣτΕ – ΕΔΔΑ – ΔΕΕ.