ΖΩΗ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016

12
“’δρω εϊμι ή όό'ός και ή άμήδεια και ή ) ωή„ ( 7Ιωάν. ιό' 6) “Τά ρήμαζα, α ερώ μαμώ νμϊν, ωνεϋμιί έβζι και ]ω π έβζι,, ('3ωάν. Τ’ 63) ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΟΡΓΑΝΟΝ ΟΜΩΝΥΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ "Jdpvais: ί Μ ρ χ ιμ . ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΜΑΤΘΟΠΟΥΛΟΣ f 1929 ’'Etos 106ον | ΦεβρουάριοΘ 2016 [ 4298 ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ γώ εΐμι ό Ποιμην ό καλός» (Ιωάν. Γ11). λλ JL· Ό καλός Ποιμένας, ό ’Ιησούς Χριστός, πού κρατάει ιό πρόβατό του μέ περισσή στοργή και φρο- ντίδα, ένέπνευσε τούς μεγαλύτερους ζωγράφους. Για μικρούς και μεγάλους υπήρξε άντικείμενο τής πιο ζωντανής εποπτικής διδασκαλίας. Για τήν πρώτη, τή διωκόμενη’Εκκλησία, ήταν τό στήριγμα καί ή παρη- γοριά. Για κάθε δοκιμαζόμενη ψυχή ήταν ή έκφραση τής γλυκύτητος, τής στοργής, τής προστασίας, τής άσφάλειας. Πόση γαλήνη, ήρεμία, σιγουριά, τόνωση καί ενίσχυση δημιουργεί μέσα στις ψυχές ή εικόνα τού καλού Ποιμένα! «Ό Ποιμην ό καλός» (Ιωάν. i'll) πού «τήν ψυχήν αύτοϋ ιίθησιν ύπέρ των προβάτων» (Ιωάν. i ' l l ) είναι άπό τις πιο παραστα- τικές καί διδακτικές εικόνες. Είναι ή θεϊκή διαβεβαί- ωση πού μας έγγυαται τήν προσωπική μας άσφάλεια. Είναι ή πιο εκφραστική άπόδειξη τής άγάπης τού ένανθρωπήσαντος Θεού για τή σωτηρία μας. Πολλές φορές χρησιμοποίησε ό Κύριος τή σκηνή αύτή. Καί μας διαβεβαίωσε, ότι έφόσον είμαστε δικά Του πρόβατα καί άκοϋμε τή φωνή Του καί Τον άκο- λουθοϋμε, μας δίνει τις πιο άδιαμφισβήτητες έγγυή- σεις για τή σωτηρία μας. Τίποτε καί άπό κανένα δέν έχουμε νά φοβηθούμε. Ή άρπακτικότητα των λύκων δέν έχει καμιά ίσχύ. «Ούχ άρπάσει τις αύτά έκ τής χειρός μου» (Ιωάν. ι ' 28). Νά ή βασική προϋπόθεση τής πνευματικής άσφάλειας κάθε Χριστιανού: Τά χέρια τού Χριστού. Νά βρισκόμαστε κάτω άπό τήν προστασία τους. Νά μάς δείχνουν τό δρόμο τής σωτηρίας καί μεϊς νά τον βαδίζουμε σταθερά. Καί στις δύσκολες στιγμές, όταν, κάτω άπό τό βάρος τής δοκιμασίας καί των θλίψεων, λυγίζουμε, βυθιζόμαστε στο πέλαγος τής οδύνης, νά είμαστε έτοιμοι νά τά άρπάξουμε καί νά στηριχθοΰμε σ ’ αύτά. Τά χέρια τού Χριστού χέρια άγάπης, συμπόνιας, περισσής εύλογίας. Χέρια πα- ρηγοριάς, άνορθώσεως, θωπευτικά. Παρηγορούσαν τούς θλιμμένους, σφόγγιζαν τά δάκρυα των πονεμέ- νων, θεράπευαν τούς άσθενεΐς, άνοιγαν οφθαλμούς τυφλών, άνόρθωναν τούς παραλύτους, εκδίωκαν τούς βέβηλους καταφρονητές τού Ναού τού Θεού, άλλά καί στήριζαν τούς κλονισμένους. Τά χέρια τού Χριστού δέν σταμάτησαν καθόλου νά σκορπίζουν πλούσιες εύλογίες. Μέ πόση στοργή τά άπλωσε γιά νά ευλογήσει τήν άθωότητα τής τρυ- φερής ηλικίας! «Τότε προσηνέχθη αύτώ παιδία, ΐ'να έπιθη αύτοϊς τάς χεϊρας και προσεύξηται» (Ματθ. ιθ' 13). Μέ τό πανσθενουργό χέρι Του εκδι- ώκει τά δαιμόνια. Μέ τό χέρι αύτό άνορθώνει τούς νεκρούς, τήν κόρη τοΰ’Ιαείρου, τον υίό τής χήρας τής Ναΐν. Μέ τό ίδιο αύτό χέρι άνορθώνει τούς νεκρούς πνευματικά καί συμφιλιώνει τούς άμαρτωλούς μέ τον πανάγαθο Θεό. Μέ τά ίδια χαριτόβρυτα χέρια Του «λαβών τούς πέντε άρτους καί τούς δύο ίχθύας, άναβλέψας εις τούς ούρανούς ευλόγησε» καί τό θαυμαστό άποτέλεσμα ύπήρξε άμεσο «έφαγον πά- ντες καί έχορτάσθησαν» (Ματθ. ιδ' 19-20). Μέ τήν ίδια άπλότητα, άλλά καί μεγαλειότητα εύλόγησε τον άρτο καί τον οινο τήν εσπέρα τής Ή βασική προϋπόθεση ins Μ. Πέμπτης καί nVEUUailKfiS 00<p0flEMS πρόσφερε στους .. _ r , μαθητές Του, άλλά Κθθε XpiOZIQVOU EIVOI 10 καί σέ δλους τούς χέρια Γθϋ ΧρίΟΖΟϋ. πιστούς δια με ^ βρισκόμαστε κρτω σου των αιωνων , , , τό άχραντο σώμα 0/70 ΐΠν ΠρΟΟΖΟσία ZOUS. Του καί τό τίμιο Νά UQS 6e\XVOUV ΖΟ δρόμο αίμα Του. - , Αύτά τά θε- Γ/75 σωΖΠρίΟΒ KOI μεΐ5 VQ ϊκά χέρια έβαλαν ζόν βαδίζουμε σζαθερά. «ύδωρ εις τον νιπτήρα» (Ιωάν. ιγ' 5), ένιψαν τά πόδια τών μα- θητών καί τά σφούγγισαν, άφήνοντας ένα μοναδικό παράδειγμα ταπεινώσεως. Καί τό κορύφωμα τής θε- ϊκής εύλογίας δέν ύπήρξε άλλο άπό τό άπλωμα τών άγίων αύτών χεριών πάνω στον Σταυρό. «Ητιλωσε τάς τταλάμας και ηνωσε τά τό πριν διεστώτα».’Έφερε κοντά μιά άποστατημένη άνθρωπότητα, τήν συμφιλίωσε καί τήν ένωσε μέ τήν άγάπη τού ούράνιου Πατέρα. Τά καρφωμένα χέρια έσπειραν τον σπόρο τής άγά- πης, μιας άγάπης πρωτοφανούς, θεϊκής. Καί όταν έπρόκειτο νά άναληφθεϊ στούς ούρανούς «έπάρας τάς χείρας αύτοϋ εύλόγησεν αύτούς» (Λουκ. κ δ ' 50) καί ή εύλογία αύτή άπετέλεσε τήν πηγή τής μεγά- λης τους χαράς, τή δύναμη γιά τον εύαγγελισμό τού λαού τού Θεού. Πραγματικά κανένας δέν μπορεί νά άρπάξει τή χαρά άπό τις ψυχές πού κρατάνε γερά τό χέρι τού καλού Ποιμένα, τού Σωτήρος Χριστού καί κρατούνται σφιχτά άπό τό παντοδύναμο αύτό χέρι. 13 ΖΩΗ Φεβρουάριοε 2016

description

ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΖΩΗ"

Transcript of ΖΩΗ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2016

“ ’δρω εϊμι ή όό'ός

και ή άμήδεια και ή ) ωή„

( 7Ιωάν. ιό ' 6)

“Τά ρήμαζα, α ερώ μαμώ νμϊν,

ωνεϋμιί έβζι και ]ω π έβζι,,

('3ωάν. Τ ’ 63)

ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ ΟΡΓΑΝΟΝ ΟΜΩΝΥΜΟΥ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ

"Jd p va is : ίΜ ρ χ ιμ . Ε Υ Σ Ε Β ΙΟ Σ Μ Α Τ Θ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ f 1929

’'Etos 106ον | ΦεβρουάριοΘ 2016 [ 4298

ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥγώ εΐμι ό Ποιμην ό καλός» (Ιωάν. Γ11).

λλ JL· Ό καλός Ποιμένας, ό ’Ιησούς Χριστός, πού κρατάει ιό πρόβατό του μέ περισσή στοργή και φρο­ντίδα, ένέπνευσε τούς μεγαλύτερους ζωγράφους. Για μικρούς και μεγάλους υπήρξε άντικείμενο τής πιο ζωντανής εποπτικής διδασκαλίας. Για τήν πρώτη, τή διωκόμενη’Εκκλησία, ήταν τό στήριγμα καί ή παρη­γοριά. Για κάθε δοκιμαζόμενη ψυχή ήταν ή έκφραση τής γλυκύτητος, τής στοργής, τής προστασίας, τής άσφάλειας. Πόση γαλήνη, ήρεμία, σιγουριά, τόνωση καί ενίσχυση δημιουργεί μέσα στις ψυχές ή εικόνα τού καλού Ποιμένα! «Ό Ποιμην ό καλός» (Ιωάν. i ' l l ) πού «τήν ψυχήν αύτοϋ ιίθησιν ύπέρ των προβάτων» (Ιωάν. i ' l l ) είναι άπό τις πιο παραστα­τικές καί διδακτικές εικόνες. Είναι ή θεϊκή διαβεβαί­ωση πού μας έγγυαται τήν προσωπική μας άσφάλεια. Είναι ή πιο εκφραστική άπόδειξη τής άγάπης τού ένανθρωπήσαντος Θεού για τή σωτηρία μας.

Πολλές φορές χρησιμοποίησε ό Κύριος τή σκηνή αύτή. Καί μας διαβεβαίωσε, ότι έφόσον είμαστε δικά Του πρόβατα καί άκοϋμε τή φωνή Του καί Τον άκο- λουθοϋμε, μας δίνει τις πιο άδιαμφισβήτητες έγγυή- σεις για τή σωτηρία μας. Τίποτε καί άπό κανένα δέν έχουμε νά φοβηθούμε. Ή άρπακτικότητα των λύκων δέν έχει καμιά ίσχύ. «Ούχ άρπάσει τις αύτά έκ τής χειρός μου» (Ιωάν. ι ' 28).

Νά ή βασική προϋπόθεση τής πνευματικής άσφάλειας κάθε Χριστιανού: Τά χέρια τού Χριστού. Νά βρισκόμαστε κάτω άπό τήν προστασία τους. Νά μάς δείχνουν τό δρόμο τής σωτηρίας καί μεϊς νά τον βαδίζουμε σταθερά. Καί στις δύσκολες στιγμές, όταν, κάτω άπό τό βάρος τής δοκιμασίας καί των θλίψεων, λυγίζουμε, βυθιζόμαστε στο πέλαγος τής οδύνης, νά είμαστε έτοιμοι νά τά άρπάξουμε καί νά στηριχθοΰμε σ ’ αύτά. Τά χέρια τού Χριστού χέρια άγάπης, συμπόνιας, περισσής εύλογίας. Χέρια πα­ρηγοριάς, άνορθώσεως, θωπευτικά. Παρηγορούσαν τούς θλιμμένους, σφόγγιζαν τά δάκρυα των πονεμέ- νων, θεράπευαν τούς άσθενεΐς, άνοιγαν οφθαλμούς τυφλών, άνόρθωναν τούς παραλύτους, εκδίωκαν τούς βέβηλους καταφρονητές τού Ναού τού Θεού, άλλά καί στήριζαν τούς κλονισμένους.

Τά χέρια τού Χριστού δέν σταμάτησαν καθόλου νά σκορπίζουν πλούσιες εύλογίες. Μέ πόση στοργή τά άπλωσε γιά νά ευλογήσει τήν άθωότητα τής τρυ­

φερής ηλικίας! «Τότε προσηνέχθη αύτώ παιδία, ΐ'να έπιθη αύτοϊς τάς χεϊρας και προσεύξηται»(Ματθ. ιθ ' 13). Μέ τό πανσθενουργό χέρι Του εκδι­ώκει τά δαιμόνια. Μέ τό χέρι αύτό άνορθώνει τούς νεκρούς, τήν κόρη τοΰ’Ιαείρου, τον υίό τής χήρας τής Ναΐν. Μέ τό ίδιο αύτό χέρι άνορθώνει τούς νεκρούς πνευματικά καί συμφιλιώνει τούς άμαρτωλούς μέ τον πανάγαθο Θεό. Μέ τά ίδια χαριτόβρυτα χέρια Του «λαβών τούς πέντε άρτους καί τούς δύο ίχθύας, άναβλέψας εις τούς ούρανούς ευλόγησε» καί τό θαυμαστό άποτέλεσμα ύπήρξε άμεσο «έφαγον πά- ντες καί έχορτάσθησαν» (Ματθ. ιδ ' 19-20). Μέ τήν ίδια άπλότητα, άλλά καί μεγαλειότητα εύλόγησε τον άρτο καί τον οινοτήν εσπέρα τής Ή β α σ ικ ή π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η in s

Μ. Πέμπτης καί nVEUUailK fiS 00<p0flEMSπρόσφερε στους .. _ r ,μαθητές Του, άλλά Κ θ θ ε XpiOZIQVOU EIVOI 10καί σέ δλους τούς χ έ ρ ια Γθ ϋ ΧρίΟ ΖΟ ϋ.πιστούς δια με ^ β ρ ισ κ ό μ α σ τ ε κρ τ ωσου τω ν αιωνων , , ,τό άχραντο σώμα 0/70 ΐΠ ν ΠρΟΟΖΟσία ZOUS.Του καί τό τίμιο Ν ά UQS 6e\XVOUV ΖΟ δρόμοαίμα Του. - ,

Αύτά τά θε- Γ/75 σωΖΠρίΟΒ KOI μεΐ5 VQϊκά χέρια έβαλαν ζ ό ν β α δ ίζ ο υ μ ε σ ζα θ ερ ά .«ύδωρ εις τοννιπτήρα» (Ιωάν. ιγ ' 5), ένιψαν τά πόδια τώ ν μα­θητών καί τά σφούγγισαν, άφήνοντας ένα μοναδικό παράδειγμα ταπεινώσεως. Καί τό κορύφωμα τής θε­ϊκής εύλογίας δέν ύπήρξε άλλο άπό τό άπλωμα τών άγίων αύτών χεριών πάνω στον Σταυρό. «Ητιλωσε τάς τταλάμας και ηνωσε τά τό πριν διεστώτα».’Έφερε κοντά μιά άποστατημένη άνθρωπότητα, τήν συμφιλίωσε καί τήν ένωσε μέ τήν άγάπη τού ούράνιου Πατέρα.Τά καρφωμένα χέρια έσπειραν τον σπόρο τής άγά­πης, μιας άγάπης πρωτοφανούς, θεϊκής. Καί όταν έπρόκειτο νά άναληφθεϊ στούς ούρανούς «έπάρας τάς χείρας αύτοϋ εύλόγησεν αύτούς» (Λουκ. κδ'50) καί ή εύλογία αύτή άπετέλεσε τήν πηγή τής μεγά­λης τους χαράς, τή δύναμη γιά τον εύαγγελισμό τού λαού τού Θεού. Πραγματικά κανένας δέν μπορεί νά άρπάξει τή χαρά άπό τις ψυχές πού κρατάνε γερά τό χέρι τού καλού Ποιμένα, τού Σωτήρος Χριστού καί κρατούνται σφιχτά άπό τό παντοδύναμο αύτό χέρι. 13

ΖΩΗ

Φεβ

ρουά

ριοε

20

16

Ζ©Η

Φεβ

ρουά

ριοΒ

20

16

ΔΙΩΞΤΕ ΤΗΝ ΑΓΩΝΙΩΔΗ ΜΕΡΙΜΝΑ

Πόσο μας βασανίζει, αλή­θεια, ό ξέφρενος ρυθμός τής ζωής! Αύχός δεν είναι ρυθμός.Είναι στρόβιλος. Είναι ίλιγγος.

"Ενα άδιάκοπο κυνηγητό ή ζωή μας. Ή άγωνία έγινε ό άχώρι- στος σύντροφός μας. Πάσχου­με όλοι, λίγο-πολύ, άπό την «άσθένεια τω ν διευθυντών» και οί συνέπειες της βαραί­νουν καταθλιπτικά επάνω μας.Δεν είναι ή εργασία καί ή άπα- σχόληση πού μάς συνθλίβει.Ούτε ή αύξημένη εύθύνη μάς καταπονεί. Οί ύπερβολικές μέ­ριμνες καί οί άγωνιώδεις φρο­ντίδες μάς ταλαιπωρούν. Καί πιο πολύ τό άγχος τού πιθανού, τού ένδεχόμενου, τού άπρόβλεπτου μάς συντρίβει. Τό μικρόβιο δεν βρίσκεται στην εργασία. Είναι στην άπληστία, στην άκόρεστη έπιθυμία. Καί ύστερα έρχεται νά τροφοδοτήσει

"Αν μάθουμε να ζητάμε «πρώτον την βασιλείαν τού θεοϋ καί την δικαι­οσύνην αυτού» (Ματθ. στ' 33), όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν, θά ακο­λουθήσει τό πιο πολύτι­μο, ή ψυχική γαλήνη καί ήρεμία. Τό φαγητό όχι μόνο δεν θά μαε λείψει, άλλά θά τό τρώμε χωρ'ιε νά μαε τρώει.

14

τη ν α ρ ρ ώ σ τ ια αύτή ή έγωιστική ψευδαίσθηση τού άπαραίτητου πού έχουμε γ ια το ν εαυτό μας καί πού αύτός, πρέπει νά τά προλάβει μόνος του άλα. «Χ ω ρίς έμένα δέν γίνεται τίποτα. "Αν λείψω εγώ.... Μ ετά άπό έμένα τό χάος»!

Σε δλους τούς π ιεσμ ένους καί καταπ ιεσμένους άπό το ν ε σ ω τε ­

ρικό τύραννο τής άγωνίας, τούς άχθοφόρους τού άνήσυχου εαυτού μας, τούς «κοπιώνχας και πεφορχισμένους» άπό τις άδιάκοπες μέριμνες, άπευθύνεται ό Σωτήρας καί Λυτρωτής μας, όπως χθες καί σήμερα. Καί τούς παραγγέλλει νά έλθουν κοντά Του, για νά τούς ξεκουράσει. Νά τούς άπαλ- λάξει άπό τό κουραστικό φορτίο τους. Σε αύτούς τούς «άπαραίτητους» καί «άνανιικατάστατους» επιτρέπει κάποτε μιά άρρώστια ό Θεός, γιά νά τούς προσγειώσει καί νά τούς δείξει, πώς δεν ήταν καί τόσο άπαραίτητοι. Τούς φανερώνει πώς δεν ήταν άναντικατάστατοι. Ή δουλειά συνεχίστηκε. Ή πορεία τής ζωής δε σταμάτησε. Ή γή έξακο- λούθησε την «περιστροφή» της καί χωρίς τή δική τους συμβολή.

Όλους αύτους, λοιπόν, δπως καί τούς κουρα­σμένους καί πολυάσχολους, πού δεν έχουν καιρό γιά τίποτα, ούτε γιά άνάπαυση καί ψυχαγωγία,

τούς παραπέμπει ό Κύριος νά μαθητεύσουν στο άπέραντο σχολείο τής φύσεως. Τούς πα­ρακινεί νά «έμβλέψουν» καί νά «καταμάθουν». Νά δοΰν την άγάπη Του πού εκδηλώ­νετα ι τόσο πλούσια καί σ ’ αύτά τά «πετεινό τού ούρα- νοΰ». Νά παρατηρήσουν προ­σεκτικά καί νά φιλοσοφήσουν πάνω στά «κρίνα τού άγροΰ», στά ταπεινά άγρολούλουδα με τις άπαράμιλλες φορεσιές τους πού τούς χαρίζει ή πρό­νοια τού Θεοΰ.Έτσι ή άψυχη φύση, με τό μεγαλόφωνο στό­

μα των πουλιών καί τών λουλουδιών, διαλαλεΐ την αιώνια άλήθεια τής θείας άγάπης: Άπορρίψτε την άγωνιώδη μέριμνα. Ή άγωνία δεν είναι φροντίδα. Είναι όλιγοπιστία. Δεν είναι ζήλος ούτε ένδια- φέρον γιά πρόοδο καί έπιτυχία. Είναι άδυναμία, μαρασμός, αύτοκαταδίκη. Είναι σαράκι γιά την ύγεία. Τρωκτικό γιά την ψυχική ισορροπία. Νάρ­κωση τής πνευματικής δημιουργίας.Όπιο τής ζωής. Φυλακίζει τό πνεύμα στο σκοτεινό κελί τής φοβίας. Παραλύει καί άχρηστεύει τον δυναμισμό τής ψυχής. Στη ρίζα της ή άγωνία δεν είναι παρά ύποσυνείδητος έγωισμός.

Γιατί άφήνετε την άγωνία νά σάς ροκανίζει; Γιατί παίρνετε τό ενδεχόμενο ώς βέβαιο; Γιατί συ­γκεντρώνετε δλο τό άβέβαιο μέλλον καί τις άνησυ- χίες του στο παρόν; Δεν σάς φτάνει τό φορτίο μιάς ήμέρας; Γιατί θέλετε νά σηκώνετε τό φορτίο μιάς ολόκληρης ζωής; Μεριμνάτε καί άγωνιάτε όχι γιά τό σήμερα, άλλά γιά τό αύριο; «Ή αύριον μερι- μνήσει τά έαυχίίς· άρκεχόν χη ημέρα ή κακία αύχης» (Ματθ. σ τ ' 34). Χωρίς αύτό νά σημαίνει άδράνεια καί μοιρολατρία. Γιατί τό ξεχνάτε; Δεν εϊσαστε μόνοι σας. Ούτε εϊσαστε ύπολογιστικές μηχανές, γιά νά ύπολογίσετε καί προβλέψετε άλάν- θαστα τό μέλλον.’Εκτός άπό την πρόβλεψη ύπάρχει καί ή προσαρμογή. Οί εφεδρικές δυνάμεις είναι κρυμμένες μέσα σας άπό τον θεό γιά τις άναπά- ντεχες στιγμές. Καί πιο πολύ ή άκλόνητη πίστη στην άγάπη τού στοργικού μας Πατέρα, πού καί «όρη μεθισχάνει», είναι τό δυνατό στήριγμά σας.

Άγωνιοΰμε, γι ’ αύτό καί δέν ξέρουμε τί ζητάμε. Υπάρχει δμως καί μιά άλλη ζήτηση πού φυγαδεύει την άγωνία. Ζητώντας πρώτα τά ύλικά, βρίσκουμε μονάχα την άγωνία τους. ’Άν μάθουμε νά ζητάμε «πρώχον χην βασιλείαν χοϋ Θεοϋ και χήν δι­καιοσύνην αύχοΰ» (Ματθ. σ τ ' 33), δλα τά άλλα θά άκολουθήσουν. Οά άκολουθήσει τό πιο πολύ­τιμο, ή ψυχική γαλήνη καί ήρεμία. Τό φαγητό όχι μόνο δέν θά μάς λείψει, άλλά θά τό τρώμε χωρίς νά μάς τρώει.

«Νεκρός ην και άνέζησεν»Οί άνθρωποι συνή­

θως ζητοΰν τον εντυ­π ω σ ια σμ ό . Ζ η τοϋ ν νά δοϋν σημεία και τέρατα. Σαν τά μικρά πα ιδ ιά η σα ν τούς άπλοϊκούς πού τρ έ ­χουν πίσω άπό καθετί πού γυαλίζει ή κάνει θόρυβο. «Σ η μ ε ία » ζη τού σα ν και σ τη ν εποχή τού Κυρίου οί γραμματείς καί οί Φα­ρισαίοι. Καί ζητούσαν «σημεία », όχι γιατί ήθελαν νά πιστέψουν,άλλα γιατί δεν ήθελαν νά πιστέψουν. Τά «σημεία» ήταν μιά πρόφαση καί μιά δικαιολογία, γιά νά καλυψουν την άπιστία τους. Αύτό γίνεται πάντοτε. Αύτό γίνεται καί στις ημέρες μας. Νά δώ, λένε, ένα θαύμα καί νά πιστέψω.

Μάλιστα. Θέλουν νά δοΰν καί νά ψηλαφήσουν. Αλλά τί θέλουν νά δοΰν; Καί άν δοΰν καί άν ψηλα­φήσουν θαύματα άληθινά, θά συγκινηθοΰν καί θά πιστέψουν; Αμφίβολο. Νά δοΰν! Καί γιατί δεν βλέπουν; Ποιος τούς εμποδίζει; Τί νά δοϋν; Ό κό­σμος δλος είναι ένα θαύμα. Μύρια θαύματα μάς πλημμυρίζουν. Καί εκεί άκόμα πού φαίνεται νά κυριαρχεί ή άταξία ή ή δυσαρμονία, τό καθαρό καί διεισδυτικό βλέμμα μπορεί νά διακρίνει τό θαυμαστό σχέδιο τού Δημιουργού. Αλλά πέρα άπό τά θαυμάσια τής Δημιουργίας, ύπάρχει τό θαύμα τής πνευματικής καί ηθικής άναδημιουργίας. Τό θαύμα αύτό πού πραγματοποιεί μέσα στις ψυχές ή δύναμη τού Θεού. Δυστυχώς τό θαύμα αύτό, άσύγκριτα μεγαλύτερο άπό κάθε άλλο, επειδή δεν εντυπωσιάζει, περνάει συχνά άπαρατήρητο.

Βλέπεις ένα τύραννο μέσα στο σπίτι πού ξαφ­νικά γίνεται άρνάκι.'Ένα παραστρατημένο, ένα δούλο τής άμαρτίας καί τω ν παθών, νά συγκλο­νίζεται άπό μιά έπίσκεψη τής άγάπης τού Θεού. Άπό ένα «τυχαίο», δπως φαίνεται, περιστατικό, νά άλλάζει ριζικά τή ζωή του καί νά γίνεται νέος άνθρωπος. Νά βρίσκει νόημα καί περιεχόμενο ή ζωή του, νά άποκτά φτερά ή ψυχή του καί νά άπολαμβάνει πρωτόγνωρες χαρές. Παραστατικά μάς παρουσιάζει τήν μεγάλη αύτή άλήθεια ό ιερός Χρυσόστομος: «Μ η ζητάς νά δεις σημεία, άλλα υγεία ψυχής- Μη ζήτας νά δεις ένα νεκρό νά ξανάρχεται στη ζωή, διότι 'έμαθες πώς τώρα ολόκληρη ή οικουμένη άνίσταται. Μ ή ζητάς νά δεις ένα τυφλό νά θεραπεύ­εται, άλλά κοίτα τώρα πόσοι άποκτοΰν τό φως τους και βρίσκουν τήν πιο σπουδαία και χρήσιμη όραση, τήν πνευματική-’Έτσι νά διορθώσεις και συ τό βλέμ­μα σου και νά μάθεις νά παρατηρείς με σωφροσύνη- Διότι άν όλοι μας ζούσαμε όπως έπρεπε, τότε και οί είδωλολάτρες θά μάς θαύμαζαν περισσότερο, άπό τό

αν καναμε και τα μεγα­λύτερα θαύματα».

Νά ποιο είναι γιά τό χρυσό στόμα τής ’Εκκλησίας τό πιο με­γάλο θαύμα: Τό φ ω ­τεινό παράδειγμα πού άκτινοβολεΤ με τή ν άγιότητα τής ζωής. Οί πνευματικές μεταμορ­φώσεις επιδρούν πιο πολύ καί παραδειγμα­τίζουν τούς γύρω μας καί τούς πιο ψυχρούς καί άδιάφορους. Νά δεις ένα ν άρρω στο

νά θεραπεύεται άπό μιά σοβαρή άσθένεια είναι άσφαλώς κάτι πού κάνει εντύπωση. Νά βλέπεις δμως μιά άρρωστη ψυχή, πού μέχρι προ ολίγου ψηνόταν άπό τον πυρετό τού πάθους, τής φιλ- αργυρίας, της σαρκολατρίας, τού μίσους, τής άντιπάθειας καί ξαφνικά ή ψυχή αύτή νά θερα­πεύεται καί ό πυρετός νά πέφτει καί νά γεμίζει μέ ύγεία, μέ έργα άγάπης καί τιμιότητος, αύτό δέν είναι θαύμα άσύγκριτα άνώτερο; Τόσο άνώ- τερο όσο ύπερτερεΐ ή ψυχή άπό τό σώμα. ΈμεΤς δμως στεκόμαστε μέ τον ίδιο έστω θαυμασμό στο ένα, δπως καί στο

Νεκρό§ είναι και ξαναζεί και ό καθέναε μαε πού με­τανοεί καί σηκώνεται άπό

άλλο; Ά σ φ α λώ ς άν β ρ ισκ όσου ν μπροστά σέ μιά άνάσταση νεκρού θά στεκόσουν μέ κ α τά π λη ξη καί θαυμ ασμ ό. Θά συγκλονιζόσουν. Γ ια τί δμω ς δέν στέκεσαι μέ τον

την πτώση του και παύει να δουήεύει στην άμαρτία καί ξαναβρίσκει τον έαυτό

του και την πνευματική του έίίευθερία.

ίδιο θαυμασμό καί δέν αισθάνεσαι τον ίδιο συγκλονισμό μπροστά σέ τόσες ψυχικές καί πνευματικές νεκραναστάσεις; Τις θεωρείς μικρότερες; Καί δμως είναι πραγμα­τικές καί δχι σπάνιες.

«Νεκρός ήν και άνέζησεν» είπε ό Κύριος γιά τον άσωτο υίό άπό τή στιγμή πού έγκατέλειψε τό χοιροστάσιο καί γύρισε στο σπίτι τού Πατέρα καί μετενόησε καί άφησε τά τυραννικά πάθη. Νεκρός είναι καί ξαναζεί καί ό καθένας μας πού μετανοεί καί σηκώνεται άπό τήν πτώση του καί παύει νά δουλεύει στήν άμαρτία καί ξαναβρίσκει τον έαυτό του καί τήν πνευματική του ελευθερία. Δέν είναι ένα θαύμα, όταν αύτός πού μέχρι χθές ήταν άσυ- γκίνητος στά δάκρυα τής μητέρας, στις συμβουλές τού πατέρα, πού κανένα δέν λογάριαζε, ξαφνικά νά γίνεται άλλος άνθρωπος καί νά άρχίζει μιά νέα ζωή; Ποιός, λοιπόν, μπορεί νά άμφιβάλλει, πώς καί σήμερα γίνονται θαύματα; 15

ΖΩΗ

Φεβ

ρουά

ριοε

20

16

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

« 'Ώ σ τ τ ε ρ ά ν θ ρ ω -

t t o s άποδημών έκάλεσε

τούξ ίδίουξ δούλους καί παρέδωκεν αύτοϊς τά

ύττάρχοντα αυτού, καί. ω μέν εδοοκε πέντε τάλαντα, ω δέ δύο, ω δέ έν, εκάστω κατά τήν ιδίαν δυναμιν,καϊ άπεδήμησεν

ευθέως. ΓΓορευθεΐς δέ ό τά πέντε τάλαντα λαβών

εΐργάσατο έν αύτοϊς καί εποίησεν άλλα πέντε

τάλαντα. Ω σα ύ τω ς καί ό τά δύο έκέρδησε καί αύτός άλλα δύο. Ό δέ τό έν λαβών άπελθών

ώρυξεν έν τή γή καί άπέκρυψε τό άργύριον τοϋ

κυρίου αύτοϋ. Μ ετά δέ χρόνον πολΰν έρχεται ό κύριος τω ν δούλων εκείνων καί συναιρεί μετ’ αύτώ ν λόγον. Καί προσελθών ό τά πέντε τ ά ­λαντα λαβών προσήνεγκεν άλλα πέντε τάλαντα

λέγ ω ν κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ϊδε άλλα πέντε τάλαντα έκέρδησα επ’ αύτοϊς. Έ φη αύτω ό κύριος αύτοϋ' ευ, δοϋλε άγαθέ καί πιστέ! Έ π ί όλίγα ής πιστός, έπί πολλώ ν σέ

κ αταστήσω - εϊσελθε είς τήν χαράν τοϋ κυρίου

σου. Προσελθών δέ καί ό τά δύο τάλαντα λαβών

είπε- κύριε, δύο τά λα ντά μοι παρέδωκας" ϊδε

ΚΥΡΙΑΚΗ 7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΙΣ Τ ' Μ ΑΤΘΑΙΟΥ

Ματθ. κε ' 14-30Β ' Κορ. σ τ ' 1-10

άλλα δύο τάλαντα έκέρ­δησα επ’ αύτοϊς. ’Έφη

αύτω ό κύριος αύτοϋ ' ευ, δοΰλε άγαθέ καί π ι­στέ! Έ π ί όλίγα ής π ι ­

στός, έπί π ολλώ ν σέ καταστήσω " εϊσελθε είς

τήν χαράν τοϋ κυρίου σου. Προσελθών δέ καί ό τό έν τάλαντον είληφώς είπε' κύριε, έγνων

σε οτι σκληρός εί άνθρωπος, θερίζων δπου ούκ

έσπειρας καί συνάγων δθεν ού διεσκόρπισας' καί φοβηθείς άπελθών έκρυψα τό τάλαντόν σου έν

τή γη ' ϊδε έχεις τό σόν. Άποκριθείς δέ ό κύριος

αύτοϋ εϊπεν αύτω ' πονηρέ δοΰλε καί οκνηρέ! ήδεις ότι θερίζω δπου ούκ έσπειρα καί συνάγω

δθεν ού διεσκόρπισα! Έ δει ούν σε βαλεΐν τό

άργύριόν μου τόΐς τραπεζίταις, καί έλθών εγώ

έκομισάμην άν τό έμόν σΰν τόκω. "Αρατε ουν

ά π ’ αύτοϋ τό τάλαντον καί δότε τώ έχοντι τά

δέκα τάλαντα. Τώ γάρ έχοντι π αντί δοθήσεται καί περισσευθήσεται, άπό δέ τοϋ μή έχοντος καί δ έχει άρθήσεται ά π ’ αύτοϋ. Καί τόν άχρεϊον δοϋλον έκβάλετε είς τό σκότος τό εξώτερον' έκεϊ έσται ό κλαυθμός καί ό βρυγμός τώ ν όδόντω ν».

ΎΜΆΗΤΑ ϋΟΘΗΚ4Ν CT0N Κ4Θ6Ν4<ΤΩ μέν έδωκε πέντε τάλαντα, ω δέ δύο, ω δέ έν».

CD

ΙΟοrsiι/ιΟΟ.

ΌDΟQ.CQ.ωθ

16

Ένας άνθρωπος, πού είχε δούλους και πλούτπ πολλά έπρόκειτο νά ταξιδευσει, μάς λέει ή παραβολή. Γιά νά μή μένουν άκίνητα τά πλούτπ του, κάλεσε τούς δούλους του και τούς παρέδωσε τά ύπάρχοντά του.Έδωσε, λοιπόν, στον ένα πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο ένα. Αύτοι θά έπρεπε νά έργα- σθοϋν, νά τρέξουν, νά ιδρώσουν γιά νά αύξήσουν τά τάλαντα, νά τά πολλαπλασιάσουν. Ανάλογα μέ τις δυνάμεις τους έδωσε τά τάλαντα. Πάντως δέν άφησε κανένα, χωρίς κάτι νά τοϋ προσφέρει. Σ ’ δλους έδωσε τάλαντα ό φιλάνθρωπος Δεσπότης.

«ΤΑΛΑΝΤΟΥΧΟΙ» ΟΛΟΙΚαι συνεχίζει και μοιράζει τά τάλαντά του ό

άγαθός Θεός σ ’ δλους τούς άνθρώπους κάθε εποχής. Τό ϊδιο και σέ μας σήμερα, σύμφωνα μέ τις δυνατό- τητές μας. Και άλλοτε είναι ύλικά τά τάλαντα, δπως είναι ή ύγεία, τά άξιώματα, ή τέχνη, ή επιστήμη και άλλα. Και άλλοτε μάς προσφέρει πνευματικά τά­λαντα, τήν άκλόνητη πίστη, τήν θερμή προσευχή, τήν προθυμία σέ έργα άγάπης. Καί τά δίνει γιά νά έργασθοΰμε καί νά τά πολλαπλασιάσουμε.

Οί δύο πρώτοι δούλοι, λέει ή παραβολή, ένιωσαν άμέσως τό σκοπό τής προσφοράς τών ταλάντων. Καί δέν έμειναν άργοί.Έθεσαν σέ κίνηση τά κεφάλαια, τά χαρίσματα καί άπεκόμισαν κέρδη: διπλασίασαν τό κεφάλαιο. Ό πρώτος τά πέντε τάλαντα τά έκανε δέκα καί ό δεύτερος τά δύο τέσσερα. Άλλά ό τρίτος έχωσε στή γή τό τάλαντο καί έμεινε άργός καί οκνηρός καί παραπονούμενος.

Ήρθε, όμως, καί ή ημέρα τής λογοδοσίας. Ό Κύ­ριος γύρισε καί ζήτησε λογαριασμό. Μέ χαρά οί δύο πρώτοι άνέφεραν τά κέρδη τους. Καί ό καθένας τους

άκουσε τόν έπαινο τού Κυρίου: «Ευ δοΰλε, άγαθέ καί πιστέ! Έπί όλίγα ίίς πιστός, έπί πολλών σε καταστήσω· εϊσελθε εις τήν χαραν τοϋ κυ­ρίου σου». Βαρειά, όμως, έπεσε ή καταδίκη στον «οκνηρό» εκείνο δούλο. Γιά νά δικαιολογήσει αύτός τήν οκνηρία του, τόλμησε νά χαρακτηρίσει τόν οικο­δεσπότη άδικο καί τυραννικό. Άλλά άκουσε φοβερή τήν άπόφαση: «τόν άχρεϊον δοϋλον έκβάλετε εις τό σκότος τό έξώτερον· έκεϊ έσται ό κλαυθμός καί ό βρυγμός τών όδόντων».

ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝΉ ϊδια τρομερή καταδίκη μπορεί νά άκουσθεΐ καί

γιά άνθρώπους τής εποχής μας καί ίσως γιά μερικούς άπό μάς, τούς πιστούς. Δέν εργαζόμαστε πάντοτε, δέν άγωνιζόμαστε δσο πρέπει γιά νά πολλαπλασιά­σουμε τά «τάλαντα», πού ό Κύριος μάς έμπιστεύθηκε. Συχνά, έπί παραδείγματι, τήν μόρφωση, τήν έπιστή- μη, τά ύλικά άγαθά, δέν τά χρησιμοποιούμε γιά τις άνάγκες τών συνανθρώπων μας. Άλλά, περισσότερο τά πνευματικά τάλαντα δέν τά άξιοποιοΰμε, δπως πρέπει.Έχουμε τό θησαυρό τής πίστεως, δώρο Θεού, καί δμως καθόμαστε μέ κλειστό τό στόμα καί δέν μιλάμε γιά τόν Χριστό, γιά τήν ορθόδοξη πίστη μας καί δέν διαδίδουμε τήν άλήθεια Του, τή στιγμή πού οί αιρετικοί οργιάζουν. Χριστιανός πού δέν καταθέτει κάθε πνευματικό του τάλαντο στήν τράπεζα τής ψυχής τών άλλων, είναι άχρεϊος δούλος. Ό πολλαπλασιασμός τών ταλάντων είναι ένα πρωταρχικό καθήκον κάθε πιστού. Άς πολλαπλασιάζουμε δσα ξέρουμε γιά τήν πίστη μας. Άς έμβαθύνουμε συνεχώς στή μελέτη τού λόγου τού Θεού καί άς μή «κρύπτουμε λόγον Θεοϋ», δπως λέει ένα τροπάριο τής Μεγάλης Τρίτης.

Ε Υ Α Γ Γ Ε Λ ΙΟ ΝΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Β

«Έξελθών έκεΐθεν ό Ίη- σοϋξ άνεχώρησεν εις τά

μέρη Τύρου καί Σιδώνος.Καί ίδοΰ γυνή Χαναναία

άπ ό τω ν ορίων εκείνων

έξελθοϋσα έκραύγασεναύτω λέγουσα" έλέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυίδ" ή

θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. Ό δέ ούκ άπε- κρίθη αύτή λόγον. Καί προσελθόντες οί μαθηταί αύτοΰ ήρώτων αύτόν λέγοντες- άπόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ήμών. Ό δέ άποκριθείς είπεν

ούκ άπεστάλην εί μή είς τά πρόβατα τά άπο-

ΚΥΡΙΑΚΗ 14 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΙΖ ' Μ ΑΤΘΑΙΟΥ

Ματθ. χε' 21-28' Κορ. σ ι ' 16 - ζ ' 1

λωλότα οϊκου Ισραήλ. Ή

δέ έλθοΰσα προσεκύνησεν

αύτώ λέγουσα" Κύριε, βο- ήθει μοι. Ό δέ άποκριθείς

είπεν" ούκ έστι καλόν λα- βεΤν τόν άρτον τών τέκνων

καί βαλεϊν τοΤς κυναρίοις. Ή δέ είπε" ναι, Κύριε" καί γάρ τά κυνάρια εσθίει άπό τών ψιχίων τών

πιπτόντων άπό τής τραπέζης τών κυρίων αύτών. Τότε άποκριθείς ό Ίησοϋς είπεν αύτή" ώ γύναι, μεγάλη σου ή πίστις! Γενηθήτω σοι ώς θέλεις. Καί ίάθη ή θυγάτηρ αύτής άπό τής ώρας εκείνης».

ΓΙΑ UA CYN4M THC0VM e TOM IHCOY«Γυνη Χαναναία άπό τών όρίων έκείνων έξελθοϋσα έκραύγασεν αύτω ».

Ό πόνος έχει οργώσει χήν καρδιά της. Τά δάκρυα, πού αφθονα τρέχουν άπό τά μάτια της τόσα χρόνια, έχουν οδηγήσει τήν ψυχή της σέ μιά άναζήτηση χοΰ Ίησοΰ. Καί ό καθημερινός της σπαραγμός γιά τό άρρω­στο παιδί της, τρέφει συνεχώς τήν κρυφή έλπίδα της πώς κάποτε θά συναντήσει τον μεγάλο Λυτρωτή. Πώς, λοιπόν, νά μήν τρέξει κοντά του, νά μή φωνάξει πίσω του, όταν άκούει ότι πλησιάζει προς τή χώρα της;

Ή στάση τής Χαναναίας έρχεται νά μάς τονίσει δυο βασικά πράγματα γιά όσους έπιθυμοϋν νά πλησιάσουν τον Θεό καί νά πάρουν μιά άπάντηση γιά κάποιο πρό­βλημά τους.

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ Μ ΙΑ «ΕΞΟΔΟΣ»Έάν πράγματι θέλουμε νά πλησιάσουμε τον Ίησοΰ,

έάν άληθινά καί πολύ βαθιά πιστεύουμε ότι ό Ίησοϋς είναι τό μόνο πρόσωπο, πού μπορεί νά οδηγήσει τή ζωή μας, καί ακόμη, έάν πιστεύουμε ότι έχει κάποιο λόγο νά πει γιά τά προβλήματα πού καίνε καί πυρπολοΰν τήν καρδιά μας, χρειάζεται νά κάνουμε μιά έξοδο. Τήν έξοδο, πού έκανε ή Χαναναία.’Εκείνη, όταν ακούσε ότι ό Ίησοϋς πλησιάζει, «άπό τών όρίων έξελθοϋσα...» μάς λέει ό Εύαγγελιστής, άφοΰ έξήλθε, άφοϋ βγήκε έξω άπό τή χώρα της, είδε τόν Ίησοΰ καί έχρεξε κοντά του.

Ποιά όμως είναι αύτή ή χώρα, άπό τήν όποία πρέπει νά έξέλθουμε; Ό Ίησοϋς δέν βρίσκεται μακριά, στούς ούρανούς. Είναι «πανταχοϋ παρών» καί γεμίζει μέ τήν θεία του παρουσία τά πάντα. Ό Ίησοϋς δέν ύπάρχει έκεΐ πού ύπάρχει ή άμαρτία. Δέν ύπάρχει στις περιοχές εκείνες πού κυριαρχεί ή άμετανόητη κακία καί μοχθη- ρία, έκεΐ πού οί άνθρωποι «λαλοϋν ψεϋδος και άγα- ποϋν ματαιότητα» (Ψαλμ. δ ' 2), έκεΐ πού οί άνθρωποι λατρεύουν τήν σάρκα καί τό χρήμα γιά θεό τους. Άπό αύχές τις περιοχές πρέπει νά φύγει, νά «έξέλθη» εκείνος πού θέλει νά δει καί συναντήσει τόν Ίησοΰ.

Καί οί περιοχές αύτές δέν είναι περιμαντρωμένες μέ πέτρες καί ξύλα. Είναι περιοχές πού καλύπτουν κάποιο μέρος τής καρδιάς μας. Οί περιοχές τής άμαρτίας βρί­σκονται μέσα στήν ίδια τήν ύπαρξή μας. Καί ή έξοδός μας είναι μία έξοδος άπό τόν πονηρό καί άκάθαρτο άμαρτωλό έαυτό μας. Γιά νά πλησιάσουμε τόν Ίησοΰ, τόν άγιο Κύριό μας, είναι άπαραίτητο νά άπεκδυθοΰμε τόν άνθρωπο τής άμαρτίας. «Άπεκδυσάμενοι τόν πα­λαιόν άνθρωπον συν ταΤς πράξεσι καί ταΐς έπιθυ- μίαις αύτοΰ» θά μάς πει ό άπόστολος Παΰλος (Κολ. γ ' 9). Αύτή ή «άπέκδυσις» τών παθών τής άμαρτίας, είναι βασικό στοιχείο γιά νά πλησιάσουμε τόν Ίησοΰ. Είναι

ή έξοδός μας άπό τήν περιοχή μακριά άπό τόν Θεό καί ή είσοδός μας προς χήν περιοχή κοντά στον Θεό. Είναι άκριβώς ή έξοδος τής Χαναναίας, πού «έξηλθεν άπό τών όρίων» τής χώρας της προς τόν Ίησοΰ.

ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΔΥΝΑΤΗ ΚΡΑΥΓΗΉ Χαναναία όμως δέν περιορίστηκε μόνο σ ’ αύτό.

Προχώρησε σ ’ ένα δεύτερο βασικό σημεΐο.Έκανε τό έπόμενο βήμα: «Έκραύγασεν αύτω».

Ή λέξη κραυγάζω σημαίνει φωνάζω δυνατά. Ή Χα­ναναία έκραύγασε προς τόν Ίησοΰ καί ταυτόχρονα τόν άκολούθησε.Έκανε μιά πορεία προς αύτόν. Δέν έξήλθε άπλώς άπό τά σύνορα τής χώρας της. Δέν έμεινε έκεΐ σέ μιάν άκρη τοΰ δρόμου σιωπηλή κοιτάζοντας τόν Ίησοΰ.Όταν τόν ειδε, όταν άντιλήφθηκε ότι βρίσκεται κάπου κοντά της, φώναξε μέ όλη τή δύναμή της.Έτρεξε κοντά του καί ζήτησε μέ έπιμονή νά τήν άκούσει καί νά τής δώσει αύτό πού λαχταρούσε.

Μιά τέτοια πορεία μέ κραυγή χρειάζεται νά κάνουμε προς τόν Κύριο. Μιά κραυγή μέ όλη μας τή δύναμη. Σάν τόν ναυαγό πού κινδυνεύει νά καταποντιστεΐ σχή μανιασμένη θάλασσα καί κραυγάζει δυνατά «βοήθεια»! Νά δοΰμε τόνΊησοΰ σάν τό μόνο πρόσωπο πού μπορεί νά μάς βοηθήσει, νά μάς σώσει, νά μάς οδηγήσει στο γαλήνιο λιμάνι του, στήν άσφάλεια τής Βασιλείας του, νά μάς έλευθερώσει άπό τά άγρια κύματα τής ζωής μέ τις πύρινες φλόγες της. Καί νά τοΰ φωνάζουμε μέ όλη τή δύναμη τής ψυχής μας: «Κύριε σώσον με»! Ή κραυγή μας αύτή μάς πλησιάζει κοντά του. Στρέφει τήν ύπαρξή μας ολόκληρη προς τό πρόσωπό του καί κατευθύνει τή ζωή μας προς αύτόν. Τό άκόμα σπου­δαιότερο, μεταβάλλει τήν πορεία τής ζωής μας, μάς δίνει νέο προσανατολισμό καί μάς εισάγει στή ζωή τοΰ Χριστοΰ, στή χώρα τοΰ Θεοΰ, στήν περιοχή έκείνη πού βρίσκεται καί έξουσιάζει ό Θεός.

Ή έποχή μας κατόρθωσε νά πνίξει τόν άνθρωπο όχι μόνο άνάμεσα στά τσιμέντα καί τά σίδερα, άλλά καί μέσα στούς καπνούς καί τις άναθυμιάσεις τής σαρ- κολατρίας καί χοΰ ήδονισμοΰ. Τόν έθαψε μέσα στήν νεοειδωλολατρία τής ύλης. Τοΰ άποξήρανε κάθε ικμάδα πνευματική καί χοΰ άφαίρεσε κάθε ούράνιο στολίδι. Γιά νά γίνουμε καί πάλι άνθρωποι, άς κάνουμε μιά μεγάλη προσπάθεια. Μιά προσπάθεια καθημερινή, δυνατή, γιά νά βγοΰμε έξω άπό όλον αύτό τόν συρφετό τής έποχής μας, νά δοΰμε τό γλυκό φώς τοΰ Ίησοΰ μας, νά λουστοΰμε μέσα σ ’ αύτό, νά άναπνεύσουμε μέσα στήν καθαρότητα καί τήν άγιότητα τής δικής του άγάπης. 17

ΖΩΗ

Φεβ

ρουά

ριε^

20

16

evzi

rrer

tto

ΖΩΗ

Φεβ

ρουά

ριον

20

16

ΔΙΑΛΟΓΟΣ με τους αναγνώστες μας

Προκαθορισμένο τό μέλλον;

18

«Διάβαζα σέ καθημερινά έφημερίδα σχε­τικά μέ την ελευθερία της βουλήσεως και την παγγνωσία τοϋ Θεοϋ: Ή χριστιανική θεολογία προσπάθησε έπι αιώνες νά λύσει ένα άλυτο πρόβλημα. Ποιό; Εφόσον ό Θεός είναι παντο­γνώστης και παντοδύναμος σημαίνει ότι το μέλλον είναι προκαθορισμένο καί άρα τις πρά­ξεις μας καλές η κακές δέν τις ορίζουμε έμεΐς. Επομένως το αν θά καταλήξουμε στον Παρά­δεισο η στην Κόλαση δέν έξαρταται άπό έμάς, έτσι δέν είμαστε ούτε πραγματικά ενάρετοι ουτε πραγματικά άμαρτωλοί».

Ή θεωρία αύτή καταργεί τον άνθρωπο ώς λογική και ηθική ύπαρξη, άφοϋ τοϋ άφαιρεΐ τήν έλεύθερη βούληση καί τον τοποθετεί στήν άλογη κατηγορία τών ζώων. Ή παντοδυναμία καί παγγνωσία τοϋ Θεοϋ σέβονται τήν έλευθερία τοϋ άνθρώπου, γι ’ αύτό καί δέν περιορίζουν καί πολύ περισσότερο δέν εκμηδε­νίζουν τον ανθρώπινο παράγοντα. Μόνο τον ύλικό καί ζωικό κόσμο διέπουν οί τυφλοί καί αδυσώπητοι φυσικοί νόμοι. Ό άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος. Ή έλευθερία είναι δώρο τοϋ Δημιουργοϋ καί θά ήταν άδιανόητο νά τοϋ τήν άφαιρέσει. ’Άλλωστε ό άνθρω­πος, χωρίς έλευθερία πνευματική, παύει νά είναι άνθρωπος. Άν ύπάρχει κάτι πού διαφοροποιεί τον άνθρωπο άπό τον άλλο κόσμο τής δημιουργίας, αύτό κατά κύριο λόγο είναι ή έλευθερία. Ό άνθρωπος έχει συνείδηση τής έλευθερίας του. Καί έπειδή γνωρίζει καλά, πώς θά μηοροϋσε νά πράξει καί διαφορετικά άπό δ,τι έπραξε, γι ’ αύτό αισθάνεται καί τον έλεγχο τής συνειδήσεως. Χωρίς τήν έλευθερία τής βουλή­σεως δέν θά ύπήρχε ουτε τό αίσθημα τής ψυχικής ίκανοποιήσεως γιά κάτι καλό πού κάναμε ή τής με­ταμέλειας γιά κάτι κακό πού πραγματοποιήσαμε. Τό ίδιο θά λέγαμε καί γιά τή συναίσθηση τής εύθύνης.Ή συναίσθηση αύτή άποτελεϊ άπόδειξη τής έλευθερίας τής βουλήσεως.

Ή έλευθερία, λοιπόν, είναι τό χαρακτηριστικό γνώ­ρισμα τής άνθρώπινης προσωπικότητας καί όχι μόνο χαρακτηριστικό, άλλά καί διαμορφωτικό τής προσω­πικότητας. Δέν ύπάρχει πρόοδος πνευματική χωρίς τήν έλεύθερη βούληση. Γιά τον Χριστιανό είναι κάτι άσύγκριτα περισσότερο. Ή άσκηση καί ή βίωση τής έλευθερίας είναι οί άπαραίτητες προϋποθέσεις τής ηθικής τελειώσεως καί όμοιώσεώς του μέ τον Θεό. Χωρίς τήν έλευθερία δέν ύπάρχει καταλογισμός πρά­ξεων καί άπόδοση εύθυνών. Ό άνθρωπος δικάζεται καί καταδικάζεται, όχι τά ζώα. Ό Θεός έπομένως όχι μόνο προσφέρει τήν έλευθερία, άλλά καί τήν σέβεται. ’Ενώ είναι ό παντοδύναμος Κύριος ούδέποτε τήν παραβιάζει. Θέλει τούς άνθρώπους έλεύθερες καί ύπεύθυνες προσωπικότητες. «Όσχις θέλει» είναι τό θεϊκό παράγγελμα.

Ό Θεός προσφέρει τή λύτρωση καί τή σωτηρία σέ όλους τούς άνθρώπους. «Πάνχας άνθρώπους θέλει σωθήναι και εις έπίγνωσιν άληθείας έλθεΐν» (Α ' Τιμοθ. β ' 4). Τόσο ποθεί τή σωτηρία τών άνθρώπων άπό άπειρη άγάπη σ ’ αύτούς, «ώσχε χόν υιόν αύχοϋ χόν μονογενή έδωκεν, ϊνα πας ό πισχεύων εις αύχόν μη άπόληχαι, άλλ ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ ' 16). Καί δμως δέν τούς άναγκάζει. Θέλει τήν έλεύθερη άποδοχή, τήν προ­σπάθεια καί τον προσωπικό τους άγώνα γιά τή σω­τηρία τους. Κανένα δέν σώζει χωρίς νά τό θέλει. «Ή χάρις χοΰ Θεοϋ ή σωχήριος πασιν άνθρώποις» (Τίτ. β'11), πού φωτίζει, ένισχύει καί έπιθυμεΐ τή σωτηρία δλων τών άνθρώπων, δπως καί ή άνθρώ- πινη θέληση συμπορεύονται συχνά, χωρίς δμως ή χάρη νά παραμερίζει τον άνθρώπινο παράγοντα. Τον προϋποθέτει καί συνεργάζεται μαζί του. Ασφαλώς ό Θεός άναγεννά καί σώζει τον άνθρωπο, άλλά καί ό άνθρωπος άγωνίζεται καί προσπαθεί νά νεκρώσει τά πάθη του καί νά προχωρήσει στήν άρετή. Γι ’ αύτό καί ό Θεός βραβεύει καί άνταμείβει τήν προσπάθειά του.

Αύτό ισχύει τόσο γιά τά άτομα, δσο καί γιά τούς λαούς. Χαρακτηριστική είναι ή περίπτωση τής Ι ε ­ρουσαλήμ. Μέ πόσο πόνο καί όδύνη έκφράζει τήν άπέραντη άγάπη Του ό Θεάνθρωπος, ένώ βαδίζει γιά τό έκούσιο πάθος του. Άπειρη άγάπη πού δμως δεσμεύεται άπό τήν άνθρώπινη άδιαφορία καί κακία. Κλαίει ό Ίησοϋς στο θέαμα τής άγίας πόλεως. Μέ τό θεϊκό Του βλέμμα προβλέπει τήν ολοσχερή κατα­στροφή. Ποθεί τή σωτηρία της. Δέν τή σώζει δμως, γιατί ό λαός της δέν τό θέλει. Αντιδρά πεισματικά στήν άγάπη τοϋ Θεοϋ. «Ιερουσαλήμ Ιερουσαλήμ, άναφωνεΐ, ποσάκις ήθέλησα έπισυναγαγεϊν χά χέκνα σου δν χρόπον έπισυνάγει δρνις χά νοσ- σία έαυχης ύπο χάς πχέρυγας, και οΰκ ηθελήσα- χε. Ίδου άφίεχαι ό οίκος ύμών έρημος» (Ματθ. κγ' 37-38). Πόσες καί πόσες φορές θέλησα νά πε­ριμαζέψω τά παιδιά σου, δπως ή κλώσσα μαζεύει τά μικρά πουλιά της κάτω άπό τις προστατευτικές φτεροϋγες της καί σείς δέν θελήσατε. Σάς πρόσφερα δλη τήν φιλοστοργία μου καί έκδηλώσατε όλη τήν φονική μανία σας.’Ήθελα έγώ, δέν θέλατε έσεΐς. Καί τό άποχέλεσμα θά έλθει, δπως άκριβώς τό έπιζητή- σατε. ’Ερημιά καί καταστροφή.

Τί σημαίνουν αύτά; Ό ένανθρωπήσας Θεός, ό Ίησοϋς Χριστός, έδωσε καί δίνει στούς άνθρώπους δλες τις εύκαιρίες γιά νά έκπληρώσουν τον μεγάλο έπί γής προορισμό τους καί νά πετύχουν τή σωτηρία τους. Άπό αύτούς έξαρτάται νά χρησιμοποιήσουν δλα τά μέσα. Άπό τή στιγμή δμως πού άντιδροϋν κανένας δέν μπορεί νά τούς βοηθήσει. Ούτε ό Θεός. Γιατί ό Θεός σέβεται τον άνθρωπο καί τήν έλευθερία του.

«Τό ψορτίον μου έλαφρόν»

Τί είναι άλήθεια ή χριστιανική ζωή; Ανασταλ­τική τροχοπέδη, μας λένε πολλοί. Βάρος άσήκωτο γιά τόν σύγχρονο άνθρωπο. Μ ιά συσσώρευση άπό δεσμό και πιεστικές άπαγορεύσεις. Τά όχι, οί δυσκολίες, τά εμπόδια στήν ήμερησία διάταξη. Διαζύγιο άπό τις χαρές καί τις άπολαύσεις τής ζωής. Άνοϊξτε τά Εύαγγέλια καί θά πεισθεΐτε.

Ποιοι τά λένε αύτά ;Ό σοι δέν έχουν τό δι­καίωμα νά μιλάνε. Ακριβώς γιατί ποτέ τους δέν γνώρισαν τήν ομορφιά τής χριστιανικής ζωής. Δυστυχώς παρόμοιο φρόνημα δέν άποκλείεται νά έχουν καί μερικοί, πού ζοΰν μιά νοθευμένη καί παρεξηγημένη Θρησκευτικότητα/Όσοι δέν έζησαν τήν ομορφιά τής χριστιανικής ζωής.

Μάς παραπέμπουν στά Εύαγγέλια.’Άς τά άνοί- ξουμε. Υπάρχει ένας λόγος τοΰ Κυρίου ιδιαίτερα άποκαλυπτικός: «Ό ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου έλαφρόν έστιν» (Ματθ. ια ' 30). Ό λόγος αύτός πραγματικά προβληματίζει καί προ- καλεΐ ένα σωρό άπορίες καί ερωτηματικά. Πώς είναι δυνατόν ένας ζυγός νά είναι χρήσιμος καί ένα φορτίο νά είναι έλαφρό;

Φορτίο έλαφρό! Κάτι περισσότερο: Βάρος άνυ­ψωτικό είναι ή χριστιανική διδασκαλία γιά τή ζωή τοϋ κάθε πιστοϋ. Μοιάζει, θά λέγαμε, μέ τά φτερά τοϋ άετοϋ. Τά φτερά προσθέτουν άσφαλώς βάρος στο σώμα τοϋ βασιλιά τώ ν αιθέρων. Ό μως αύτά είναι, πού τόν άνεβάζουν ψηλά, τοϋ δίνουν τή δυνατότητα νά κατακτάει τις φωτεινές κορφές μέ τό τρισελεύθερο φτερούγισμά του.

* * *

Αύτό είνα ι τό μυστικό τής χριστιανικής διδασκαλίας καί ζωής. Παράδειγμα; Π ρώτα άπ ’ όλα ή χριστιανική ζωή είναι ζωή άγάπης. Ή άγάπη βεβαίως επιβάλλει ύποχρεώσεις καί άπαιτεΤ θυσίες. Κάνει όμως τή ζωή όμορφη, τής δίνει φτερά, τήν άνεβάζει. Πρόκειται γιά βάρος άνυψωτικό, εύχάριστο, χαρούμενο.

Έχει συναντήσει κανείς μητέρα, όσο λεπτή καί άδύνατη κι αν είναι, πού νά αισθάνεται πιεστικό, άσήκωτο καί ενοχλητικό τό βάρος τοϋ μωροϋ της, πού κρατάει στήν άγκαλιά;Ή μητέρα μέ τό βρέφος της στήν άγκαλιά είναι σύμβολο τής τρυφερότητας καί τής στοργής, τής πιο μεγάλης εύτυχίας, τής άπροσμέτρητης χαράς. Τό πρόσωπο τής μητέρας άκτινοβολέϊ τή βαθιά ικανοποίηση πού πλημμυρίζει τήν καρδιά της. Νομίζει κανείς πώς τό βάρος πού σηκώνει, τήν άνυψώνει. Διερωτάται πραγματικά, ποιος σηκώνει τήν ώρα αύτή τόν άλλο; Ή μητέρα σηκώνει τό παιδί, άλλά ταυτόχρονα καί τό παιδί σηκώνει, άνυψώνει τή μητέρα.

Γιατί; Τό μυστικό είναι ή άγάπη. Ή άγάπη ή ειλικρινής καί άνιδιοτελής. Ή άγάπη χωρίς ύπολογισμούς. Ή άγάπη στήν αύθεντική καί

γνήσια μορφή της, δπως τή φύτεψε ό Δημιουργός σ τή ν ψυχή. Αύτή ή άγάπη δ ίνει φτερά. Οί ύποχρεώσεις τής άγάπης δέν κουράζουν. Δίνουν τή δύναμη, γιά νά ξεπεραστοϋν καί όλες οί άλλες δυσκολίες.

Πόσα ξενύχτια πάνω άπό τό βρεφικό λίκνο πού γίνονται μονάχα μέ τή δύναμη τής άγάπης! Πόσα τρεχάματα, αν καί ολοήμερα στή σκληρή βιοπάλη καί συχνά οδυνηρά, γίνοντα ι όμως άνάλαφρα, γιατί τά κινεί καί τά έμπνέει ή άγάπη! Ό πατέρας καί ή μητέρα σηκώνουν τά οικογενειακά βάρη. Τά βάρη όμως αύτά γίνονται ελαφρά μονάχα, όταν τά σηκώνει ή άγάπη τους. Αύτή γίνεται ή κινητήρια δύναμη τής ζωής.

Ό ταν, λοιπόν, ό Χριστός θεωρεί τήν άγάπη ώς τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τώ ν μαθητών του, «έν τούτω γνώσονται πάντες όχι έμοί μαθηταί έστε, έαν άγάπην έχητε έν άλλήλοις»(Ιωάν. ιγ ' 35), επιβάλλει σ ’ αύτούς ένα χρέος, μιά ύποχρέωση, ένα καθήκον. Δηλαδή θά λέγαμε ένα ζυγό, ένα φορτίο. Αύτός δμως ό ζυγός τής άγάπης είναι χρηστός καί αύτό τό φορτίο είναι έλαφρό.Ζυγός πού δέν χαλκεύει δεσμά. Ζυγός ισοδύναμος μέ δεσμό ίερό, πού συνδέει άδιάσπαστα τις καρδιές.

Ή χριστιανική ζωή είναι άγάπη. Είναι δμως καί ελευθερία. Θά λέγαμε δτι ή μιά προϋποθέτει τήν άλλη. Χωρίς άγάπη δέν ύπάρχει έλευθερία καί χωρίς εσωτερική έλευθερία δέν ύπάρχει άγάπη. Ό άνθρωπος τής άγάπης είναι ό άληθινά έλεύθερος άνθρωπος καί ό έλεύθερος άνθρωπος μπορεί νά άγαπήσει άληθινά. Ας τό έπεξηγήσουμε περισσότερο.

Βασική προϋπόθεση τής άγάπης είναι ή βαθιά έσωτερική έλευθερία, ή άποδέσμευση άπό τό έγώ, τήν άρρωστημένη έγωπάθεια, τόν έγωκεντρισμό.Α ν δέν άποδεσμευθεΤ κανείς άπό τόν έγωισμό δέν μπορεί νά άγαπήσει άληθινά. Ό έγωιστής δέν άγαπάει ποτέ τόν άλλο. Αγαπάει μονάχα τόν έαυτό του. Καί δταν λέει πώς άγαπάει τόν άλλο διά μέσου τοϋ άλλου τόν έαυτό του πάλι άγαπάει. Δέν είναι τίποτε περισσότερο άπό μιά καμουφλαρισμένη αύτοϊκανοποίηση κι ένα ναρκισσισμό.

Άπό αύτή τήν έξουθενωτική τυραννία θέλει νά μάς έλευθερώσει ό Χριστός. Μάς προσφέρει τό δικό του ζυγό, τό δικό του φορτίο, δηλαδή τά φτερά τής άγάπης καί τής έλευθερίας, πού μάς άποσποϋν άπό τό άρρωστημένο έγώ καί μάς άνεβάζουν στούς άμορφους κόσμους τής δικής του παρουσίας. ΈκεΤ πού ή ζωή γίνεται άληθινά άνάλαφρη καί εύτυχισμένη. Ακριβώς γιατί τό βάρος του είναι άνυψωτικό καί ό ζυγός του ζυγός έλευθερίας. 19

Ζ®

Ή

Φεβ

ρσυά

ρΐ05

20

16

s

?CD

ξΌτ—ο(Ν1/1ΟΟ.-σDΟΟ.

CQ.ωθ

20

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

« Ε ι π ε ν ό Κ ύριος

τήν παραβολήν τού τη ν

άνθρωποι δύο άνέβησαν

εις τό ίερόν προσεύξα- σθαι, ό εις Φ αρισαίος καί ό έτερος τελώνης. Ό Φαρισαίος σταθείς πρός

εαυτόν τα ϋ τα προσηύχετο’ ό Θεός, εύχαριστώ

σοι ότι ούκ είμί ώσπερ οί λοιποί τώ ν ανθρώ­πων, αρπαγές, άδικοι, μοιχοί, ή καί ώς ούτος 6

τελώνης" νηστεύω δίς τοΰ σαββάτου, άποδεκατώ

ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥΤΕΛΩΝΟΥ & ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

Λουκά in ' 10-14Β ' Tiu. γ ' 10-15

π άντα όσα κτώμαι. Καί ό τελώ νη ς μακρόθεν

έστώς ούκ ήθελεν ούδέ

τους οφθαλμούς είς τόν

ούρανόν έπαραι, άλλ’ έτυπτεν είς τό στήθος αύτοΰ λ έγ ω ν ό Θεάς, ίλάσθητί μοι τώ άμαρτωλώ. Λέγω υμϊν, κατέβη

ούτος δεδικαιωμένος είς τόν οίκον αύτοΰ ή γάρ

εκείνος- ότι πας ό υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ό δέ ταπεινών εαυτόν ύψ ωθήσεται».

ΠΟΥ ΘΑ CTHPiXOeiC;«Κατέβη ούτος δεδικαιωμένος είς τόν οίκον αύτοΰ».

Ό Κύριος μέ in σημερινή παραβολή φωτίζει ένα άπό τά πιο δύσκολα προβλήματα τού άνθρώπου. Τό πρόβλημα τής σωτηρίας του, και ειδικότερα τό ηοϋ θά στηριχθεΐ ό άνθρωπος, γιά νά επιτύχει τή σωτηρία του. Τό πρόβλημα αύτό, πάντα επίκαιρο, βρίσκεται στο κέντρο τοΰ ενδιαφέροντος μας. Σ ’ αύτό άλλωστε άναφέρονται οί βαθύτεροι πόθοι μας και οί όραματισμοί μας. Συνήθως δμως συμβαίνει νά άκολουθοϋμε ένα μονοπάτι επικίν­δυνο, ένα δρόμο λανθασμένο. Γι ’ αύτό άς άφήσουμε νά μάς οδηγήσει ό Κύριος και στο ζήτημα αύτό.

ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣΌ Κύριος Ίησοϋς, μέ όσα λέει γιά τόν Φαρισαίο,

άποκλείει τήν περίπτωση νά στηριχθεΐ ό άνθρωπος μόνο στον έαυτό του. Φαίνεται αύτό τόσο καθαρά. Ή νοοτροπία, ή έν γένει συμπεριφορά τοΰ Φαρισαίου είναι βαθιά ποτισμένη άπό τό πνεΰμα τής κακής αύτοπε- ποιθήσεως.Ή στάση, οί κινήσεις του δείχνουν σαφώς δτι ό άνθρωπός μας είναι κυριευμένος άπό μιά ύπερ­βολική εμπιστοσύνη στον έαυτό του. «Σταθείς πρός έαυτόν» σημειώνει ό Εύαγγελιστής. Καί τά λόγια του άκόμη αύτοπεποίθηση μαρτυρούν: «Ούκ είμί ώσπερ οί λοιποί τών άνθρώπων αρπαγές, άδικοι, μοιχοί». Καί συνεχίζει στον ίδιο τόνο τόν ύμνο πρός τόν έαυτό του: «Νηστεύω δις τοΰ Σαββάτου (= δυο ημέρες τήν έβδομάδα) άποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι».

Όλα αύτά, ψίχουλα άρετής στήν πραγματικότητα, τά θεωρεί σπουδαία κατορθώματα, πού τοΰ δίνουν έναν άέρα. Τοΰ εμπνέουν τήν αύτοπεποίθηση. Τοΰ καλλιερ­γούν τήν ιδέα δτι καί μόνο μέ αύτά έχει εξασφαλισμένη τή σωτηρία του. Τόν κάνουν νά είναι καί αυτός ένας άπό «τούς πεποιθότας έφ ’ έαυτοϊς δτι εΐσι δίκαιοι».

Είναι άρκετοί πού τόν μιμοΰνται. Τούς άκοΰτε νά μιλάνε γιά «κατορθώματα» καί «επιτυχίες» τους. Νά κατηγορήσουν τόν έαυτό τους; Μά γιά ποιο πράγμα; Δέν έκαναν καί τίποτα κακό. «Δέν έκλεψα, σάς λένε. Δέν σκότωσα. Άντιθέτως έκανα δ,τι καλό μπορούσα. Διευκόλυνα τόν A ' σ ’ εκείνο τό ζήτημα,Έδωσα αύτό τό βοήθημα σ ’ εκείνη τή δυστυχισμένη οικογένεια». Τόν έαυτό τους τόν θεωροΰν ύπόδειγμα σέ δλα. Καί μάλιστα μερικοί φθάνουν στο σημείο νά ισχυρίζονται δτι δέν τούς χρειάζεται ούτε ή έκκλησία ούτε ό Θεός!

Μήπως λοιπόν ή αύτοπεποίθηση, τό αίσθημα τής αύτάρκειας, πού δοκιμάζουν μερικοί, είναι μιά ολέθρια πλάνη, ικανή νά μάς βλάψει άνεπανόρθωτα στήν αιωνιό­τητα; ’Άλλωστε ό Κύριος μέ τό δεύτερο πρόσωπο, πού εισάγει στή συνέχεια τής παραβολής, θέλει νά κλονίσει τήν κακή αύτοπεποίθησή μας καί νά τονώσει μέσα μας άκόμη περισσότερο τήν

ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟΌ συντετριμμένος Τελώνης είναι ή έκφραση αύτής

άκριβώς τής έμπιστοσύνης. Αποτελεί τήν προσωπο­ποίηση τής ελπίδας στο έλεος τοΰ Θεοΰ. Δέν τολμά ούτε τό βλέμμα νά ύψώσει στον ουρανό ούτε λόγια πολλά νά πει. Στέκει έκεΐ στήν άκρη τοΰ ναοΰ. Σκυμ­μένος χτυπά τό στήθος του, επαναλαμβάνοντας στε­ρεότυπα, άλλά μέ συναίσθηση: «ό Θεός ίλάσθητί μοι τώ άμαρτωλώ». Μέ αύτές τις λέξεις εκφράζει τό «πιστεύω» του, τό φρόνημά του. Δέν στηρίζεται στον έαυτό του, πού είναι άμαρτωλός. Στηρίζεται στον Θεό καί στο έλεός του.

Κοντά στον Τελώνη καί μέ τά ίδια του τά λόγια, πλήθη Χριστιανών άμέτρητα έμπιστεύτηκαν τόν έαυτό τους στο έλεος καί τήν εύσπλαχνία τοΰ Θεοΰ.Έκαναν δ,τι καλό μπορούσαν. Αύτό δμως δέν τό θεωροΰσαν άρκετό. Πίσω άπό δλα έβλεπαν τήν άμαρτωλότητά τους καί τήν ένοχή τους, ενώπιον τοΰ τρισάγιου Θεοΰ. Γι ’ αύτό καί ρίχθηκαν στο πέλαγος τής άγάπης του μέ μο­ναδικό σωσίβιο τήν πεποίθηση ότι «οίκτίρμων και έλεήμων ό Κύριος, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί μετανοών έπί κακίαις άνθρώπων».

Άν άπορρίψουμε τήν εμπιστοσύνη μας στον Θεό σέ τί καί σέ ποιόν θά βασιστούμε; Τί μπορούμε νά έλπίζου- με; Τί μπορούμε νά περιμένουμε; Τίποτα. «Έάν άνομί- ας παρατηρήσης Κύριε, Κύριε, τίς ύποστήσειαι;» ρωτά μέ άγωνία ό Ψαλμωδός. Γιά νά άπαντήσει ό ίδιος καταθέτοντας τή δική του εσωτερική πληροφορία: «ότι παρά σοί ό ίλασμός έστι». Εκείνος είναι πού μάς συγχωρεΐ. Δέχεται καί τήν πιο μικρή προσφορά μας, άναγνωρίζει κάθε καλή προσπάθεια, ύπολογίζει τό όποιοδήποτε έργο πού κάνουμε ταπεινά σάν έκδή- λωση τής πίστεώς μας. Καί τά βραβεύει.

Τό σχόλιο, πού συμπερασματικά κάνει ό Κύριος, είναι κατηγορηματικό καί σαφές: «κατέβη ούτος δε- δικαιωμένος είς τον οίκον αύτοΰ ίί έκείνος».Όχι ό ύψηλόφρων Φαρισαίος, άλλά ό Τελώνης πού στέναξε καί δάκρυσε καί παραδόθηκε στήν άγάπη τοΰ Θεοΰ, κέρδισε τή σωτηρία.

Δυο άνθρωποι, δυο κόσμοι, δυο άντιπροσωπευτικοί τύποι πέρασαν σήμερα μπροστά μας. Ό ένας ήθελε νά ψαίνεται δίκαιος. Γι ’ αύτό στηριζόταν σέ άνθρώπινες έπινοήσεις καί τεχνάσματα. Ό άλλος ζητοΰσε νά γίνει δίκαιος. Γι ’ αύτό στηρίχθηκε στον Πλάστη καί Δημι­ουργό του. Σέ μιά εποχή πού οί άνθρωποι κάνουν τό πάν μόνο γιά νά φαίνονται, άς μιμηθοΰμε τόν Τελώνη: Νά γίνουμε άνώτεροι καί δίκαιοι, δπως άξίζει νά είναι οί πραγματικοί Χριστιανοί.

«Ε ιττεν ό Κύριος τήν

παραβολήν ταύτην άνθρω­πός τις είχε δύο υιούς. Καί επτεν ό νεώτερος αυτών τώ

π ατρ ί- ττάτερ, δός μοι τό

Ιπιβάλλον μέρος τής ουσίας. Καί διεϊλεν αΰτοΐς τόν

βίον. Καί μετ’ ου ττολλάς ημέρας συναγαγών απα- ντα ό νεώτερος υιός άττεδήμησεν εις χώραν μακράν, καί έκεϊ διεσκόρττισε τήν ουσίαν αύτοϋ ζών άσώ - τως. Δαττανήσαντος δέ αύτοϋ ττάντα έγένετο λιμός

ισχυρός κατά τήν χώραν έκείνην, καί αύτός ήρξατο

ύστερεΐσθαι. Καί πορευθείς έκολλήθη ενί τώ ν π ο - λιτών της χώρας εκείνης, καί έττεμψεν αύτόν εις τούς

αγρούς αύτοϋ βόσκειν χοίρους. Καί έπεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αύτοϋ άττό τών κερατίων ών ήσθιον οί χοίροι, καί ούδείς έδίδου αύτώ. Εις εαυτόν δέ έλθών

είπε- πόσοι μίσθιοι τοϋ πατρός μου περισσεύουσιν

άρτων, έγώ δέ λιμώ άπόλλυμαι! Άναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου καί έρώ αύτώ- πάτερ, ήμαρτον

είς τόν ούρανόν καί ενώπιον σου" ούκέτι είμί άξιος

κληθήναι υιός σου- ποίησόν με ώς ένα τώ ν μισθίων

σου. Καί άναστάς ήλθε πρός τόν πατέρα σύτοϋ. Έ τ ι

δέ αύτοϋ μακράν άπέχοντος ειδεν αυτόν ό πατήρ

αύτοϋ καί εύσπλαγχνίσθη, καί δραμών έπέπεσεν επί τόν τράχηλον αύτοϋ καί κατεφίλησεν αύτόν. Είπε

δέ αύτώ ό υιός' πάτερ, ήμαρτον είς τόν ούρανόν καί ενώπιον σου, καί ούκέτι είμί άξιος κληθήναι υιός σου.

ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥΑΣΩΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Λουκά ιε ' 11-32ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Α ' Κορ. σ τ ' 12-20

Είπε δέ ό π ατή ρ πρός

τούς δούλους αύτοϋ- έξε- νέγκατε τήν στολήν τήν

π ρ ώ τη ν καί ένδύσατε

αύτόν, καί δότε δακτύλιον

είς τήν χεϊρα αύτοϋ καί υποδήματα είς τούς πόδας, καί ένέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν θύσατε, καί φαγώντες εύφρανθώμεν, ότι ούτος ό υίός μου

νεκρός ήν καί άνέζησε, καί άπολωλώς ήν καί εύρέθη. Καί ήρξαντο εύφραίνεσθαι. Ί-Ιν δέ ό υίός αύτοϋ ό

πρεσβύτερος έν άγρώ" καί ώς ερχόμενος ήγγισε τή

οικία, ήκουσε συμφωνίας καί χορών, καί προσκαλεσά- μενος ένα τώ ν παίδων έπυνθάνετο τί εϊη ταϋτα. Ό

δέ εΐπεν αύτώ οτι ό αδελφός σου ήκει καί έθυσεν ό

πατήρ σου τόν μόσχον τόν σιτευτόν, ότι ύγιαίνοντα

αύτόν άπέλαβεν. Ώργίσθη δέ καί ούκ ήθελεν εΐσελθεΐν. Ό ουν πατήρ αύτοϋ εξελθών παρεκάλει αύτόν. Ό δέ

άποκριθείς είπε τώ πατρί- ιδού τοσαϋτα έτη δουλεύω

σοι καί ούδέποτε εντολήν σου παρήλθον, καί έμοί ούδέποτε έδωκας έριφον ϊνα μετά τώ ν φίλων μου

εύφρανθώ- δτε δέ ό υίός σου ούτος, ό καταφαγών

σου τόν βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αύτώ τόν

μόσχον τόν σιτευτόν. Ό δέ είπεν αύτώ - τέκνον, σύ

πάντοτε μετ’ έμοϋ εί, καί π άντα τά έμά σά εστιν

εύφρανθήναι δέ καί χαρήναι έδει, δτι ό άδελφός σου

ούτος νεκρός ήν καί άνέζησε, καί άπολωλώς ήν καί εύρέθη».

a m τ η m a τ ο ν θ λ μ τ ο υ c t o <k>c t h c ζΟ Η Ο«Είς έαυτόν δέ έλθών είπε- ... Άναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου».

Ό νεότερος γιος της Παραβολής «λ ιμ ώ άπόλλυται», πεθαίνει! Ποιος θά τόν άπαλλάξει άπό τά δίχτυα τοϋ θανάτου, στα όποια μέ τή δική του θέληση μπλέχθηκε;Ποιος μπορεί νά τόν ξαναφέρει στο πατρικό του σπίτι;Μόνο ή θέλησή του και ό δικός του άγώνας μπορούν νά πραγματοποιήσουν τό μεγάλο άλμα. Καί ό άσωτος τό κάνει. ’Άς παρακολουθήσουμε τις φάσεις του.

Δ ΙΑ Π ΙΣ Τ Ω Σ Η Τ Η Σ ΤΡΑΓΙΚ Ο ΤΗ ΤΟ ΣΌ άσωτος άπό τή στιγμή πού έφυγε άπό τόν πα­

τέρα του δέν έχει άλλη συντροφιά, παρά τήν άμαρτία. Κυριαρχήθηκε άπό αύτήν. Αύτό είχε ώς αποτέλεσμα να σκοτιστεί ό νοΰς του, να σταματήσει να σκέπτεται λογικά, όρθά. Γι ’ αύτό τώρα, τό πρώτο πού έπρεπε να κάνει, είναι να έπανακτήσει τήν κυριαρχία τού νοΰ. Καί τό έκανε. «Είς έαυτόν έλθών», βλέπει σέ ποια τραγική κατάσταση βρίσκεται. Διαπιστώνει ότι ή άμαρτία τοϋ είχε άφαιρέσει κάθε πνευματικό στοιχείο. Άφοϋ κατόρ­θωσε να άποκοιμίσει τόν άκοίμητο φρουρό, τόν νοΰ, τόν οδήγησε στο μεγάλο κατρακύλισμα. Είπε να χαρεΐ τή ζωή του, να «ζήσει τή ζωή του» καί οδηγήθηκε στα πλοκάμια τοϋ θανάτου. Γιατί ή άμαρτία οδηγεί κατ ’ εύθεΐαν στο θάνατο.

Ώ, να μποροϋσαν όλα τα θύματα τής άμαρτίας να κάνουν τήν διαπίστωση αύτή! Ό σημερινός νέος καί ή σύγχρονη νέα, πού άφήνουν τόν έαυτό τους άσύδοτο σέ κάθε είδος διαφθοράς! Ό άνδρας, πού ζητάει τήν εύτυχία του έξω άπό τό σπίτι του καί μακριά άπό τή γυναίκα του καί τα παιδιά του, ή ή γυναίκα, πού κα­ταφεύγει στο χαρτοπαίγνιο, στο ποτό καί στο τσιγάρο για να βρει τήν πολυπόθητη χαρά! Να μπορούσαμε να δοϋμε σέ τί φοβερό κατάντημα μάς οδηγεί ή άμαρτία! Να μπορούσαμε να ξυπνήσουμε άπό τόν θανατηφό­ρο λήθαργο τής άμαρτίας καί να συνέλθουμε, δπως ό

άσωτος τής παραβολής!Ό άσωτος δμως δέν έμεινε μόνο στήν διαπίστωση.

Έκανε καί τό δεύτερο μεγάλο βήμα. Σηκώθηκε καί έκανε τήν μεγάλη

Π Ο Ρ Ε ΙΑ Π Ρ Ο Σ Τ Ο Ν Π ΑΤΕΡΑ«Ά ν α σ τά ς π ο ρ εύ σ ο μ α ι προς τόν πατέρα μ ο υ »,

είπε. Καί αύτό δέν έμεινε άπλός λόγος, άπλή άπόφαση. Έγινε πραγματικότητα.Έφυγε άπό τόν τόπο στον όποιο ζοΰσε καί πήρε τόν δρόμο για τό σπίτι τοϋ πατέρα. Μέ σταθερή άπόφαση, μέ συγκεκριμένο σκοπό. Πορεύεται πρός τόν πατέρα του.

Ό ίδιος πατέρας, ό Θεός τοϋ Ούρανοϋ, παραμένει στοργικός για τόν κάθε άνθρωπο, τόν κάθε άμαρτωλό, τόν άσωτο κάθε εποχής καί κάθε ηλικίας. Παραμένει πα­τέρας για μένα καί για σένα.’Εκείνο πού μένει είναι να κάνουμε κι έμεις δ,τι έκανε ό άσωτος. Άφοϋ τόν μιμηθή- καμε στήν άμαρτία καί στον θάνατο, να τόν μιμηθοϋμε καί στήν πορεία πρός τόν Πατέρα μας. Να σηκωθούμε κι έμεΐς άπό τόν τόπο τής άμαρτίας, άπό τή «χώρα και τη σκ ιά τοϋ θ α νά το υ » μέσα στήν όποία ζοϋμε καί να ξεκινήσουμε. Να κάνουμε μια άνάσταση, μια ηρωική προσπάθεια να άπαρνηθοΰμε 6,τι μάς συνδέει μέ τήν άμαρτία. Ό άγώνας μας ό καθημερινός, να είναι τό πώς ή καρδιά μας θα ελευθερωθεί άπό τήν επιθυμία τής σαρκολατρίας, τή λαχτάρα τοϋ χρήματος, τήν άδικία καί τό μίσος. Θα χρειαστεί άκόμη να στρέψουμε τα μάτια μας καί τήν καρδιά μας πρός’Εκεΐνον. Μέ πόση στοργή μάς περιμένει! Δέχεται καί μάς, δπως καί τόν άσωτο. Άρκεΐ να τρέξουμε κοντά του. Μάς παρακολουθεί μέ τή στοργική του άγάπη καί έχει τήν πατρική του καρδιά άνοιγμένη. Θέλει να μάς άγκαλιάσει, να μάς καταφι- λήσει καί να μάς ντύσει τή στολή τής άφθαρσίας.Έχει έτοιμο τό τραπέζι τής εύφροσύνης καί μάς περιμένει. 21

ΖΩΗ

Φεβ

ρουά

ριον

20

16

6Υ4

ΠΓ6/

110

Η ΑΙΤΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝΕίναι φοβερό ό άνθρωπος νά

άρέσκεται στις ψευδαισθήσεις και αύταπάιες. Νά ξεγελάει όχι ιούς άλλους, άλλά ιόν έαυτό ίου. Αύχό συμβαίνει, όταν ή έγωπά- θεια δέν άφήνει χόν άνθρωπο νά εξετάσει τόν έαυτό του και νά δει τις άδυναμίες του. Και μάλιστα όταν, ένώ παραβλέπει τις δικές του, προσέχει μόνο τις ελλείψεις τώ ν άλλων. Σοβαρή άδυναμία. Υπονομεύει όχι μόνο τήν πνευ­ματική μας ζωή, άλλά καί τήν ψυχική μας ύγεία. Γι ’ αύτό καί ή πατερική σοφία, μέ τό στόμα τοϋ ίεροϋ Χρυσοστόμου, τήν χα- ρακτπρίζει ώς «το πάντων αίτιον τών κακών». «Τοντό έστι τό πάντων αίτιον τών κακών, ότι τά μεν τών άλλων Αμαρτήματα μετά πολλής έξετάζομεν τής άκριβείας, τά δε ήμέ- τερα μετά πολλής παραπεμπόμεθα τής ραθυμίας. Τουναντίον δέ ποιεϊν έχρήν■ τά μέν οικεία κακά άλματα έχειν, τών δέ άλλοτρίων μηδέποτε έννοιαν λαμβάνειν». Δηλαδή, αύτή είναι ή αιτία όλων τώ ν κακών: ’Εξετάζουμε μέ πολλή άκρίβεια

Πόσο θα μά§ βοηθούσε, όχι μόνο στην ηθική μα§ συγκρότηση, άήήα καί στην πνευματική μα§ ώρψότητα, ή στροφή στον έαυτό μα§ κα'ι ή αύστηρη κριτική του!

τά άμαρτήματα τώ ν άλλων, ένώ τά δικά μας τά παραβλέπουμε μέ πολλή άδιαφορία. Τό άντί- θετο όμως έπρεπε νά κάνουμε. Τά δικά μας άμαρτήματα νά μή λησμονούμε καί τών άλλων ποτέ νά μή τά σκεπτόμαστε.

Ποιος ειλικρινής άνθρωπος δέν άναγνωρίζει, ότι είναι άπό τις πιο μεγάλες άδυναμίες ή δι­καιολογία τοϋ έαυτοϋ μας καί ή καταδίκη τώ ν άλλων; Τί άλλο φανερώνει τό γεγονός, ότι πασχί­ζουμε νά καλύψουμε τήν ένοχή μας ή νά δικαιολογήσουμε τις ελλείψεις μας; Δέν είναι άηόδει- ξη τής φθαρμένης άνθρώπινης φύσεως ή επιείκεια στον έαυτό

μας καί ή αύστηρότητα στούς άλλους; Πόσο θά μάς βοηθοΰσε, όχι μόνο στήν ηθική μας συγκρό­τηση, άλλά καί στήν πνευματική μας ώριμότητα, ή στροφή στον έαυτό μας καί ή αύστηρή κριτι­κή του! Ό ιερός Αύγουστίνος μάς λέει, πώς δέν πρέπει νά γινόμα­στε «Απολογητές, άλλά κριτές τών Αμαρτιών μας».

Παλιά ή άρρώστια. Ή με­τάθεση τής εύθύνης άνάγεται σ ’ αύτούς τούς πρωτοπλάστους. Ή πτώση τους άντί νά τούς οδη­γήσει σέ μετάνοια καί ομολογία τής προσωπικής ενοχής, οδή­γησε στή μεγάλη συμφορά τής άνθρωπότητος. Γιατί, όπως πετυ­χημένα έλέχθη, οί πρωτόπλαστοι δέν βγήκαν άπό τόν Παράδεισο γιατί άμάρτησαν, άλλά γιατί δι- καιολογήθηκαν.Έτσι άπό τότε ή δικαιολογία καί ή μετάθεση τής εύθύνης άποτελέΐ όχι μόνο αιτία καταδίκης καί άποδοκιμασίας άπό τόν Θεό, άλλά καί δείγμα πνευματικής άνωριμότητος καί ηθικής έλλείψεως. Καί τό πιο τραγικό -άπόδειξη τοϋ πόσο βα­θιά διαφθείρει ή δικαιολογία τόν άνθρωπο- είναι ότι αύτό μπορεί νά συμβαίνει καί στις πιο ιερές στιγμές.

Μέ πόση σοφία συμβούλευε γιά τόν πνευματικό κίνδυνο τών έξομολογουμένων ό άγιος Νικό­δημος: «Τέκνον, έδώ ήλθες νά είπής τάς Αμαρτίας τάς ίδικάς σου, γιά νά συγχωρηθής και όχι τάς Αμαρτί­ας τών άλλων, γιά νά άμαρτήσης περισσότερον, πίπτοντας είς κατά- κρισιν». ’Επίσης ό άγιος’Ιωάννης τής Κλίμακος συνιστοϋσε στον

μετανοοϋντα τήν χωρίς προφά­σεις καί δικαιολογίες ομολογία: «Είπε και μή αίσχννθής: Έμόν τό τραϋμα, έμή και ή πληγή, έξ οικείας ραθυμίας και ούκ έξ ετέρου προσγι- νομένη' ούδεις ταύτης αίτιος, ούκ άνθρωπος, ού πνεύμα, ού σώμα, ούτε έτερον, άλλ ’ ή έμή Αμέλεια».

Άλλά κάτι τέτο ιο προϋπο­θέτει γενναιότητα, πνευματικό άνάστημα όχι τυχαίο. Μ όνο οί μεγάλες ψυχές έχουν τή δύ­ναμη νά ξεπερνούν τόν έαυτό τους, νά δαμάζουν τόν εγωισμό τους, νά άναγνωρίζουν τά λάθη τους καί νά όμολογοΰν χωρίς περιστροφές τήν ένοχή τους. Ό άπόστολος Παΰλος, ό έπίγειος αύτός άγγελος καί έπουράνιος άνθρωπος, δέν δίσταζε νά ομο­λογεί δημοσίως τήν πρώτη του ζωή τής άγνοιας, τότε πού έδίω- κε τήν’Εκκλησία. Καί τό έκανε, ό γίγαντας αύτός τής πνευματικής ζωής, μέ συγκινητική ταπείνωση. Καί έμεϊς οί μικροί διστάζουμε νά ομολογήσουμε άκόμα καί στον πνευματικό τις άδυναμίες καί τις πτώσεις μας σάν νά είμαστε άναμάρτητοι.’Έτσι στερούμαστε τό θεϊκό δώρο τής άφέσεως τών άμαρτιών. Μ έ άπορία ρωτάει ό Χρυσόστομος: «Ντρέπεσαι νά ομο­λογήσεις τά αμαρτήματα; Νά ντρέ­πεσαι νά πράξεις τά αμαρτήματα. Ποιος ντρέπεται έργο άπό τό όποιο βρίσκει τή δικαίωση;» Καί αύτή τή διστακτικότητα τήν τροφοδοτεί όχι μόνο ή μεγάλη ιδέα γιά τόν έαυτό μας, άλλά καί ό Σατανάς. Ακριβώς γιατί τοϋ γκρεμίζει σέ μιά στιγμή, ό,τι χρόνια προσπα­θεί νά φτιάξει.

’Ορθόδοξον Χριστιανικόν Περιοδικόν.

Όργανον Αδελφότητος Θεολόγων ή «ΖΩΗ»Κυκλοφορεί κάθε μήνα.’Εκδότης: Αδελφότης Θεολόγων ή «ΖΩΗ» Σ.Α., Ίπποκράτους 189,114 72 Άθήναι.Τηλ.: 210 64 28 331, FAX: 210 64 63 606.Διευθυντής Συντάξεως: Γεώργιος Β. Μελέτης, Ίπποκράτους 189, 114 72 Άθήναι. ’Εκτύπωση: «Λυχνία Α.Ε.», Ανδραβίδας 7,136 71 Χαμόμυλο - Άχαρνών.Τηλ.: 210 3410436, FAX: 210 3425967, www.lyhnia.gr ΚΩΔΙΚΟΣ: 01 1290

ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ: 10 €Άποστέλλεται μέ επιταγή η εις γραμματόσημα είς τό Γραφεΐον τοϋ Περιοδικού: Ίπποκράτους 189, 114 72 ΑΘ Η Ν Α Ι η καταβάλλεται είς τα Βιβλιοπωλεία μας.

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ (ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΩΣ) Γιά όλες τις χώρες: 25 € Κύπρος: 15 €

ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ

(1780 - 1857)

Σέ δυο χρόνια, ένα κυριακάτικο πρωινό, ή ’Εκκλησία ήταν πάλι άσφυκτικά γεμάτη,Ένα πλήθος φώτα, τά χρυσά στολίδια, τά πορφυρά άμφια τοΰ Δεσπότη και τά λευκά τών ιερέων δημιουργούσαν μιά άτμόσφαιρα πανηγυριού και χαρας.Όλος ό κόσμος περίμενε μέ άγωνία. Έπί τέλους ή στιγμή έφθασε,Ή μάζα τών άνθρώπων βρέθηκε στά γόνατα καί μέσα σέ μιά βαθιά σιγή, άργή, καθαρή, επίσημη, άκούστηκε ή φωνή τοΰ’Επισκόπου: «Ή θεία χάρις... προχειρίζεται Κωνσταντίνον τόν εύλαβέστατον διά­κονον εις πρεσβύτερον...»

Άκόμη λίγα λεπτά καί έπειτα μιά, δυό, δέκα, εκα­τοντάδες φωνές γέμισαν τούς. θόλους τοΰ Ναοΰ: «Άξιος, άξιος!» Καί στή μέση αύτοΰ τοΰ ενθουσια­σμένου λαοΰ στεκόταν ένας νέος: Ό Κωνσταντίνος Οικονόμος/Ήταν πλέον πρεσβυτερος, ιερέας τοΰ Θεοΰ, εργάτης μέσα σ τή ν ’Εκκλησία του. Πιστός στήν μεγάλη του άπόφαση προσέφερε γιά πάντα ολόκληρη τήν ύπαρξή του στον Κύριο!

Αλήθεια! Τί ζωντανό παράδειγμαΓΈνας νέος πού μέ τό φιλολογικό του ταλέντο καί τή ρητορική του ικανότητα θά μποροΰσε ν ’ άποζητήσει δόξες καί άνθρώπινα μεγαλεία, ένας τέτοιος νέος πετάει μακριά του δλα αύτά κι άκάθεκτος όρμάει νά κα­τακτήσει τή μόνη άληθινή δόξα, τή δόξα τοΰ Θεοΰ!

Μετά τή χειροτονία του ό Κωνσταντίνος δίνε­ται στήν ιερή του άποστολή, κάνοντας κέντρο τήν Τσαρίτσανη καί τήν περιοχή της. Τό συναρπαστικό κήρυγμά του, ή στεγανή του μνήμη, ή ζωηρή του φαντασία, ή κρίση του καί ή μόρφωσή του, γρήγορα επιβάλλουν τόν νεαρότατο κληρικό μας παντοΰ. Ή έκτίμηση τοΰ λαοΰ μεγαλώνει, δταν ό Κωνστα­ντίνος, μόλις 21 έτους εκδίδει τό πρώτο του έργο. «Τόμος, τά καθήκοντα τόϊς ίερεΰσι θεσττίζων» είναι ό τίτλος τοΰ βιβλίου του. Καί τό περιεχόμενο είναι μία σπίθα άπό τή φλόγα της καρδιάς του. Μία σπίθα πού ζητάει νά άνάψει καί σ ’ άλλες καρδιές τόν πόθο της άφιερώσεως στον Χριστό. Θέλει μέ τό πρώτο έργο της ζωής του νά ετοιμάσει εργάτες «τής άποστολικής δράσεως και νά παροτρύνει τόν κλήρο στήν επιτέλεση τών καθηκόντων τον».

Λίγο καιρό κατόπιν ή ματιά τοΰ Οικονόμου πέφτει μακρΰτερα. Τό ενδιαφέρον του πλαταίνει. Νά, πέρα έκεΐ, πόλεις καί χωριά έλληνικά, πού βα­ριαναστενάζουν κάτω άπό τόν σκληρό ζυγό τοΰ κατακτητή, περιμένουν. Αμέσως άφήνει τήν Τσαρί­τσανη καί τραβάει γιά τά χωριά καί τίς πόλεις τής Θεσσαλίας καί τής Μακεδονίας. Παντοΰ κηρύττει τόν λόγο τοΰ Θεοΰ, συμβουλεύει καί νουθετεί τούς νέους, παρηγορεϊ κι ενισχύει τούς πονεμένους. Σάν τήν εύεργετική βροχή πέφτουν τά λόγια του στις ψυχές. Δροσίζουν καρδιές φρυγμένες άπό τό κάμα τοΰ πόνου. Ανορθώνουν άνθρώπους γονατισμένους

άπό τήν άμαρτία καί τό κακό.’Ενισχύουν τά νιάτα στον ηθικό τους άγώνα!

Άλλά ενώ δλα φαινόντουσαν πώς πήγαιναν καλά, ή θύελλα ξεσπάει. Μ ιά ημέρα άγριοι στρα­τιώτες τοΰ Άλή πασά συλλαμβάνουν τόν φλογερό κληρικό.

— Είσαι συνεργάτης τοΰ επαναστάτη παπα- Εύθύμιου Βλαχάβα, τοΰ λένε, ένώ τοΰ περνοΰν βαριές άλυσίδες στά χέρια του. Ό Κωνσταντίνος διαμαρτύρεται. Άλλά οί στρατιώτες δέν τόν άκοΰνε. Σέ λίγο άλυσοδεμένο τόν μεταφέρουν στά Γιάννε­να καί τόν ρίχνουν στις σκοτεινές καί βρωμερές φυλακές τους.

Άπ ’ τόν άμβωνα στο κελλί! Άπό τό θυσιαστήριο στά κάτεργα! Μέσα σ ’ αύτές τίς λέξεις κλείνεται δλο τό μεγαλείο τή ς ’Εκκλησίας μας! Πάντοτε καί παντοΰ ό ορθόδοξος ελληνικός κλήρος ύπήρξε ό πρωτοπόρος στή δράση καί στο μαρτύριο. «Μέ τής καρδιάς τό πνρωμα και τό αιμα» άγωνίσθηκε καί θρι­άμβευσε. Τό ίδιο τιμημένο καί πολυσέβαστο χέρι τοΰ πιστοΰ ιερέα πολλές φορές βάστηξε τό Σταυρό καί τίς άλυσίδες.

Τό ήρωικό αύτό μονοπάτι τοΰ πόνου γιά τόν Χριστό, πέρασε καί ό νεαρός μας κληρικός στις φυλακές τώ ν ’Ιωαννίνων. Οί δήμιοι γιά νά κάνουν σκληρότερο τόν παιδεμό του, σέ κανέναν δέν έδι­ναν άδεια νά ζυγώσει στή φυλακή του ή νά τοΰ στείλει λίγο φαγητό. 'Ολάκερες ημέρες καμιά φορά τόν άφηναν χωρίς τροφή καί χωρίς νερό, κι δσες φορές τόν φώναζαν γι ’ άνάκριση τόν χλεύαζαν καί τόν χτυπούσαν.

Κι δμως μιά ουράνια χαρά φούντωνε μέσα του. Τό «χαίρω έν τοΤς παθήμασί μου», πού ειχε γράψει σέ μιά παρόμοια στιγμή ό Παΰλος, ήχοΰσε δλο καί πιο δυνατά στ ’ αύτιά του. Γι ’ αύτό άν καί ήταν μόνος καί έρημος στο σκοτεινό κελλί του, μέ σύντροφο φαινομενικά μόνο τό μίσος, ήταν γαλή­νιος καί ειρηνικός. Στήριγμά του στάθηκε ή άδιά- κοπη προσευχή.

Άπό τή στιγμή, πού ό θερμός ιεραπόστολος βρέθηκε στά χέρια τοΰ Άλή Πασά, οί 'Έλληνες τής Θεσσαλίας άναστατώθηκαν και συμφώνησαν πώς γιά νά γλυτώσουν τόν Κωνσταντίνο άπό τά νύχια τοΰ αίμοβόρου Άλή, δέν ύπήρχε άλλος τρόπος παρά νά στείλουν στον Πασά κανένα πλούσιο «πεσκέσι».

Έτσι κι έκαναν. Μάζεψαν δσα μπορούσαν περισσό­τερα γρόσια καί τά έστειλαν στον Μάνθο, πού ήταν στήν Αύλή τοΰ Άλή. Αυτός, μέ τά λύτρα στο χέρι, άνέβηκε στον Πασά καί κατάφερε μέ τά πολλά νά ελευθερώσει τόν γενναίο στρατιώτη τοΰ Χριστοΰ καί τής Ελλάδος.

(Συνεχίζεται) 23

ΖΩ

Ή

Φεβ

ρουά

ριθ5

20

16

ΖΩΗ

Φεβ

ρουά

ριοε

20

16

ΕΠΙ TON Γ Ε Γ Ο Ν Ο Τ Ω Ν

24

Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία

’Έναρξη μέ βαρύγδουπες διακηρύξεις, άλλά και δαπανηρές εξαγγελίες έγινε ή επίσημη έναρξη ιώ ν εργασιών τής 36μελοϋςΈπιιροπηςΈθνικοΰ Διαλόγου γιά τήν Παιδεία. Και ό ύπουργός κ. Ν. Φίλης τόνισε τήν άνάγκη ριζικών τομών - μεταρρυθμίσεων στήν Παιδεία. Κάνεις δέν άμφιβάλλει, ότι τό πρόβλημα τής παιδείας καί ή σωστή άντιμετώπισή του είναι ζωτικής σημασίας καί άποτελεΤ ζήτημα ζωής ή θανάτου γιά τό μέλλον μιάς χώρας. Γι’ αύτό καί χρειάζεται άνθρώπους μέ ύψηλό αίσθημα εύθύνης, χωρίς αύτοσχεδιασμούς καί επικίνδυνους άκροβατισμούς.Όσοι επιχειρούν νά προσφέρουν άρχές άγωγής καί προγράμματα, άντλώντας άπό τις προσωπικές τους άντιλήψεις καί ιδεοληψίες, άγνοώντας ή περιφρονώντας τά ιδανικά, τις ύγιέϊς παραδόσεις, τήν ιστορία αύτοϋ τοϋ τόπου δέν είναι κατάλληλοι. Βεβαίως, όπως καί άλλοτε έχει τονισθεΐ, χρειάζεται άλλαγή τοϋ τρόπου εκπαίδευσης καί άλλαγή εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ώστε νά παρέχουν Παιδεία, νά διαμορφώνουν άνθρώπους καί όχι να παράγουν πτυχιούχους. Δέν πρέπει άκόμα νά λησμονούμε, πώς «ή παιδεία αποτελεί βασική αποστολή τον κράτους πού έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγ­γελματική και φυσική αγωγή τών'Ελλήνων, τήν άνάπτνξη τής εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τήν διάπλασή τους σέ ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες» (άρθρο 16, §2 τοϋ Συντάγματος).

Σεξουαλική διαφώτιση στά σχολεία

Τό ύπουργεϊο Παιδείας, λοιπόν, σάν νά έλυσε τά καυτά καί επείγοντα προβλήματα πού ταλαιπωρούν σήμερα όλες τις βαθμίδες τής έκπαιδεύσεως, θέλει νά εισαγάγει τή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στο άνα- λυτικό πρόγραμμα τών σχολείων. Καί ό σκοπός είναι όπως δήλωσε ό υπουργός κ. Φίλης, «νά άποφενχθεΐ ή έπανάληψη θέσεων, δπως αύτές πού ακούστηκαν κατά τοϋ συμφώνου συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών κατά τή διάρ­κεια τής σχετικής συζήτησης στή Βουλή■ Είναι προφανές δτι αυτή ή συζήτηση εδώ θά ήταν διαφορετική μεταξύ μας, αν όλοι είχαμε γίνει μαθητές σέ σχολεία δπου δέν μταν απαγορευμένη ή συζήτηση γύρω άπό τή σεξουαλικότητα, γύρω άπό τό σεξ...». Λυπάται κανείς γιά τέτοιες δηλώσεις. Αύτό είναι τό πρόβλημα; Νά διαφωτισθεΐ ή νέα γενιά σέ τί καί άπό ποιούς; Είναι δύσκολο νά καταλάβουν μερικοί, πώς εκείνοι πού θά άναλάβουν ένα τέτοιο, λεπτό άπό τή φύση του, έργο πρέπει νά είναι σοβαροί άνθρωποι, ύπεύθυνες προσωπικότητες πού διαπνέο- νται άπό πνευματικές καί ήθικές άρχές; Τί θά διδάξει ένας πού δέν έζησε τήν ομορφιά τής άγνότητας; Πώς θά μπορέσει νά πει ένας ύπέρμαχος τών προγαμιαίων σχέσεων ή ένας ομοφυλόφιλος τά λόγια τοϋ Κλωντέλ: «Νέε μου, ή αγνότητα θά σέ κάνα ρωμαλέο, ξύπνιο, δραστή­ριο, καθάριο σάν τή φωνή τής σάλπιγγας κι ολόλαμπρο σάν τόν ήλιο τόν πρωινό»; Οί γονείς ρωτήθηκαν άν δέχονται μιά τέτοια διαφώτιση γιά τά παιδιά τους;

Παιδί ομοφυλόφιλων προειδοποιεί

«Μιά προειδοποίηση άπό τόν Καναδά: Ό όμοφυλο- φιλικός γάμος διαβρώνει θεμελιώδη δικαιώματα. Είμαι ένα άπό τά έξι ενήλικα παιδιά ομοφυλόφιλων γονέων πού πρόσφατα κατέθεσαν στο Ανώτατο Δικαστήριο τών ΗΠΑ, ζητώντας άπό τό Δικαστήριο νά σεβαστεί τήν άρχή τών πολιτών νά διατηρήσουν τόν άρχικό ορισμό τοϋ γάμου: Τήν ένωση μεταξύ ενός άνδρα και μιάς γυναίκας πού άποκλείει δλους τούς άλλους, έτσι ώστε τά παιδιά νά γνωρίζουν και νά μπορούν νά άνατραφοϋν άπό τούς βιολογικούς γονείς τους. Είμαι ή κόρη ενός γκέι πατέρα πού πέθανε άπό AIDS. Περιέγραψα τήν εμπειρία μου στο βιβλίο μου:ΉΈπίδραση τών 'Ομοφυλόφιλων Γονέων. Πάνω άπό πενήντα ενήλικα παιδιά πού μεγάλωσαν μέ ομοφυλόφιλους γονείς έχουν επικοινωνήσει μαζί μου, γιά νά μοιραστούν ής άνησυχίες μου γιά τό γάμο ατόμων τοϋ ίδίου φύλου και τήν ανατροφή τών παιδιών... θέλω νά προειδοποιήσω τήν Αμερική νά περιμένει σοβαρή διάβρωση τών ελευθεριών, άν τό Ανώ­τατο Δικαστήριο τών ΗΠΑ υποχρεώσει τόν γάμο ατόμων τοϋ ίδίου φύλου...» (Dawn Stefanowicz). Τό δράμα μιάς άθώας νεανικής ψυχής! Οί Διεθνείς’Οργανισμοί, πού κόπτονται γιά τά δικαιώματα τοϋ παιδιοϋ, δέν θά λά­βουν κάποια στοιχειώδη μέτρα γιά τήν προστασία του;

Χωρίς Χριστό ζούγκλα θηρίων

Ή ιστορία έπαναλαμβάνεται χωρίς, δυστυχώς, νά μάς διδάσκει. Τά τελευταία χρόνια ολόκληρη σχεδόν ή Δύση καί φυσικά καί οί δικοί μας «προοδευτικοί» θριαμβολογούσαν γιά τή νίκη τοϋ φιλελευθερισμού, τήν άπαλλαγή τοϋ άτόμου άπό «τά ιδεολογικά συμπλέγματα τοϋ παρελθόντος» καί έδραίωσαν ένα σύστημα άξιών έπί υλιστικών καί ώφελιμιστικών βάσεων. Άλλά όταν ή δυτική κοινωνία βρέθηκε άντιμέτωπη μέ τόν πρω­τοφανή κυνισμό τών τρομοκρατών καί τήν άπειλή τοϋ βιολογικού πολέμου, ό γαλλικός λαός καί ή ηγεσία του δέν άνέτρεξαν στον Ρουσό ή τόν Βολταίρο. Τί αύταπάτη άλήθεια! Νόμιζαν, οί κάθε λογής ύλιστές καί άθεοι, πώς ή μηχανοκρατική έποχή μας προσφέρει όλες τις προϋποθέσεις καί δυνατότητες γιά τήν κατάργηση κάθε υπερβατικού καί ύπερυλικοϋ στοιχείου, κάθε ήθικής καί πνευματικής άξίας. Καί ξαφνικά διαπίστωσαν, πώς ή έποχή μας ζητοϋσε τό άντίθετο γιά νά μήν καταρρεύ- σει κάτω άπό τά χτυπήματα τής τρομοκρατίας καί τοϋ νεοβαρβαρισμοϋ. Δηλαδή άηαιτοϋσε τή διατήρηση τών πνευματικών άξιών γιά τήν έξισορρόπηση τής τεχνικής πρόοδου.Όταν ή ψυχή συγκλονίζεται μπροστά στο μυστήριο τοϋ θανάτου, ποιά ικανοποιητική άπάντηση μπορούν νά τής προσφέρουν τά ύλιστικά καί άθεϊστικά συστήματα; Απάντησαν τά γεγονότα. Χωρίς τήν άγάπη τοϋ Χριστού δέν έχουμε άνθρώπινες κοινωνίες.’Έχουμε ζούγκλες θηρίων.

ΚΩΔΙΚΟΣ: 01 1290

ΟΝ 00 >