ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

91
  • Upload

    -
  • Category

    Documents

  • view

    229
  • download

    10

Transcript of ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Page 1: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945
Page 2: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Δ Ι Ο Ν Υ Σ Ι Ο Υ Χ Α Ρ Α Λ Α Μ Π Ο Υ Σ

Μ Α Ρ Τ Υ Ρ Ε Σ

Δ Ι Ω Γ Μ Ο Ι 1 9 4 2 - 1 9 4 5

ΕΚΔΟΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "Η ΔΑΜΑΣΚΟΣ"

ΑΘΗΝΑΙ 1951

Page 3: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Πρόλογος πρώτης έκδοσης

Οι Μαρτυρες δεν ειναι έργο φαντασιας. Δεν στηριχθηκε το γραψιμο του σε καμια προδιαγεγραμμενη κατευθυνσι ή μορφη. Δεν εγινε προσπαθεια συνθεσεως υφους.

Αν εχη υφος και μορφη και λογοτεχνικοτητα, —αυτα τα στοιχεια ειναι πηγαιες αναπηδησεις απο μια δραματικη πραγματικοτητα, αληθινα στοιχεια αληθινης ζωης.

Ειναι κατι σαν το «Ημερολογιο» των πλοιων, οπου ο κυβερνητης αναγραφει απλως την πορεια του σκαφους του και ολα τα περιστατικα της.

Οι Μαρτυρες μας δειχνουν την πορεια μερικων Ελληνων πατριωτων, που τους αδραξε η αρπαγη του Γερμανου Κατακτητη, κι απο ενα γαληνιο νησι του Αιγαιου τους μετεφερε στα Στρατοπεδα του. Ειναι η φωνη του μαρτυριου, η ιδια ακριβως όπως υψωθηκε σ' εκεινες τις τρομακτικες ημερες — η φωνη του πονου, του φοβου, της απελπισιας, αλλα και της ελπιδος που εστηριξε και ενεψυχωσε και ανετεινε τα πνευματα προς την Πηγη της ζωης, και τα συνεκρατησε της ελπιδος που «χειρ Κυριου» ετοποθετησε στις βασανισμενες καρδιες και ετονωσε, ετσι, τους παλμους των στην περιοδο εκεινη της διαλυσεως, της μανιας και της καταστροφης.

Ο συγγραφευς του βιβλιου ειναι ενας ηρωικος λευιτης, ενας παπας της Ελληνικης Επαρχιας απο τον κυκλο εκεινο των ιερωμενων, των απλων, των ταπεινων, των φλογερων, που ειναι τοσο γνωριμοι της ελληνικης ψυχης απο τον κυκλο του μοχθου και των αγωνων του Εθνους.

Εζησε το δραμα των χιτλερικων στρατοπεδων, με τη φωτισμενη καρτερια του πιστου, που ζη την αποστολη του ακομα και οταν τα παντα φαινονται οτι οδηγουν προς τον θανατο.

Το Γερμανικο Στρατοδικειο τον ειχε καταδικασει σε δεκαετη ειρκτη. Στο Στρατοπεδο Παυλου Μελα, στη Θεσσαλονικη οταν ηταν, εζησε μια ζωη καταπληκτικα δραστηρια. Δεν ηταν μονο ο παρηγορος αγγελος των βασανισμενων συγκαταδικων του. Καθολου δεν περιωρισθηκε στην αγαπη και την κατανοησι που εκδηλωνεται μονο με λογια - εστω και θερμα. Εργασθηκε και επετυχε να πραγματοποιηθη η προνοια υπερ των φυλακισμενων, που εξησφαλισε στους ταλαιπωρημενους, στους πεινασμενους και συντριμμενους δεσμιους των ναζηδων, και τα υλικα εκεινα αγαθα που αφανταστα τους ανακουφισαν και τους εστηριξαν. Γι' αυτη την αξιοθαυμαστη δραση του, που αυτος ηταν η ψυχη της, τιποτα δεν αναφερει στο βιβλιο του. Γραφει απλως για την εμπρακτη εκδηλωσι της αγαπης των Χριστιανων της Θεσσαλονικης, —και τιποτ' αλλο!

Πολυ χαρακτηριστικο ειναι το γεγονος οτι τοσον η Μητροπολις Θεσσαλονικης, οσο και ο Ελληνας Διευθυντης του Στρατοπεδου, καθως και αρκετοι συγκαταδικοι του —ανωτεροι υπαλληλοι, που πηραν χαρι και απελυθησαν— ενηργησαν και επετυχαν να του δοθη χαρις.

Την απεκρουσε!

Γιατι ο καλος ποιμην δεν ημπορουσε να συγχωρηση στον εαυτο του την εγκαταλειψι του ποιμνιου του. Επροτιμησε το μαρτυριο απο την ελευθερια. Μεταξυ της ελευθεριας του σωματος και της ελευθεριας της ψυχης του, επροτιμησε το δευτερο. Για ολ' αυτα γραφει απλως δυο λογια — σαν να ηταν μια απλη και αυτονοητη υποθεσις!

Ειναι πολυ συγκινητικη η ιστορια αυτου εδω του βιβλιου. Ο συγγραφευς ειχε μια μικρη Καινη Διαθηκη μαζι του. Την ειχε παντα κρεμασμενη στο στηθος του, κατω απο τα ρουχα του. Στην αρχη, οι Γερμανοι που τον ερευνησαν, δεν τον εψηλαφησαν εκει — δεν την βρηκαν. Σ' αλλες περιπτωσεις, που η ερευνα ηταν μεχρις εξευτελισμου λεπτομερειακη, ο συγγραφευς παρουσιαζοταν κρατωντας

Page 4: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

την Κ. Διαθηκη στο χερι. Οι κατακτηται εσεβασθηκαν το δικαιωμα ενος ιερεα να εχη το Ευαγγελιο του. Δεν του το πηραν.

Αυτη η μικρη Κ. Διαθηκη ειχε, στην εμπρός και στην πισω πλευρα του εξωφυλλου —στο μεσα μερος— απο μια εικονιτσα. Οι δυο αυτες εικονιτσες εσχηματιζαν, η καθε μια, ενα κενο —ειδος θηκης— μεταξυ του εξωφυλλου και της ραχης των. Εκει μεσα ο συγγραφευς εκρυβε κατι μικροσκοπικα χαρτακια οπου εγραφε, προχειρως, τα γεγονοτα του Στρατοπεδου και τις εντυπωσεις του. Ειχε κι ενα μικρό μολυβακι, που το εκρυβε με τεχνη στην παντουφλα του.

Ενα μερος απ' αυτα τα χαρτακια, κατωρθωσε και το εφυγαδευσε στη Θεσσαλονικη, απο το Στρατοπεδο Παυλου Μελα. Ετσι ο ελαχιστος χωρος της «κρυψωνας» του εμεινε ελευθερος, και τον εγεμισε με τη φρικη των στρατοπεδων της Γερμανιας.

Αυτες οι σημειωσεις δημοσιευονται σχεδον αντούσιες. Ακομα και οι γερμανικες λεξεις ειναι γραμμενες συμφωνα με την «ηχητικη» εντυπωσι της πρωτης στιγμης. Ετσι, οι Μάρτυρες ειναι η ιδια η φωνη των βασανισμενων εκεινων χρονων, ανοθευτη απο καθε μεταγενεστερη μετουσιωσι.

Οι Μαρτυρες ειναι και ιστορικο ντοκουμεντο. Περιεχουν πολλα στοιχεια που δεν εχουν γινει γνωστα ως τώρα, οπως π.χ. η τραγικη ημερα της Εκτης Απριλιου 1945 στο Στρατοπεδο του Στάιν.

Αποσπασματα του μικρου αυτου βιβλιου εχουν δημοσιευθη ηδη (ετος 1947, αριθ. φυλλου 1524-1533), στο περιοδικο Ζωη, με τον γενικο τιτλο: Κληρικοί στα Γερμανικα Στρατοπεδα

Ας ευχηθουμε οτι αυτη η αυθεντικη φωνη που ερχεται από το τοσο απαισιο και τοσο προσφατο παρελθον του Πολεμου και της Κατοχης, θα βοηθηση ωστε να αναμνησθουμε με δημιουργικη ψυχικη διαθεσι αυτη την περιοδο των φοβερων αποτελεσματων της αποστασιας του Κοσμου. Οι νωπες πληγες —που αλλοι φρικτοι αγωνες τις εκαμαν να μεινουν ακομα και μεχρι σημερα ανοικτες στο σωμα της Ελλαδος— ας μας καμουν να προσεξωμε το μηνυμα που μας φερνουν οι Μαρτυρες.

.

28 Οκτωβριου 1949

ΗΗ ««ΔΔΑΑΜΜΑΑΣΣΚΚΟΟΣΣ»»

Page 5: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Πρόλογος δεύτερης έκδοσης

Εις τα προλεγομενα της νεας αυτης εκδοσεως εχουν την θεσι τους δυο λογια επανω στο φαινομενο της εξαιρετικης κυκλοφοριας των «Μαρτυρων». Εξαντλήθηκε πεντε μηνες μετα την πρωτη εμφανισι τους.

Κανεις δεν περιμενε -ούτε κι εκεινοι που δειλα-δειλα μιλουσαν περι ιδιοτυπου λογοτεχνικης αξιας του βιβλιου- πως οι «Μαρτυρες» θα είχαν τετοια βαθειαν απηχησι. Κανεις δεν προσδοκουσε να γραφουν για το απλο αυτο βιβλιο τοσα συγχαρητηρια γραμματα και να διατυπωθουν τοσες επαινετικες κριτικες και σχολια.

Οι «Μαρτυρες», οπως διαπιστωνεται και στο εισαγωγικο σημειωμα της πρωτης εκδοσεως, ειναι το βιβλιο της «πορειας μερικων Ελληνων πατριωτων που τους αδραξε η αρπαγη των Γερμανων κατακτητων κι απο ενα γαληνιο νησι του Αιγαιου τους μετεφερε στα στρατοπεδα τους.» Στους «Μαρτυρες» περιγραφονται οι περιπετειες, οι πονοι κι οι οδυρμοι, οι ποικιλλοι του σωματος και της ψυχης διασυρμοι μιας απο τις αναριθμητες ομαδες Ελληνων πατριωτων που, μεσα στα μπουντρουμια, στις φυλακες, στα στρατοπεδα, στα εργατικα κατεργα μαρτυρησαν πραγματικα για την Πιστι την αγια, για την Ελληνικη τους ψυχη.

Οι «Μαρτυρες» κυκλοφορησαν τον Οκτωβριον του 1949, σε μια περιοδο μαλιστα που αλλα γεγονοτα, αλλες περιπετειες, αλλες λαχταρες περισσοτερον επικαιρες και περισσοτερο συνταρακτικες ειχαν κανει να «παλιωσουν» καπως οι θηριωδιες της Γερμανικης Κατοχης. Οι κατατρεγμοι των κατακτητων, που την αναμνησι τους ερχεται να μας ζωντανεψη με την παρουσια τους ο «μυθος» των «Μαρτυρων» σημερα προβαλλονται, οπως και στο 1949, σε δευτερο πλανο οσον αφορα την «επικαιροτητα». Ουτε παλι έχει περασει τοσος χρονος απο την Γερμανικη Κατοχη, για να μπορη να λεχθη οτι το βιβλιο του πατρος Διονυσιου Χαραλαμπους ερχεται σαν ωριμο κατασταλαγμα μιας θεωρησεως του «απομακρυσμενου», τη στιγμη μαλιστα που γνωριζουμε πως το βιβλιο ειναι «ημερολογιο» που δεν γραφηκε «εκ των υστερων».

Εκτος ομως απο την «επικαιροτητα» που παιζει βεβαια τον ρολον της, ειναι και η προσωπικοτης του συγγραφεως — μια ολοκληρωμενη πνευματικη προσωπικοτης — που η παρουσια της στις σελιδες του βιβλιου αποκτα σημαινουσα βαρυτητα για τον αναγνωστη. Δεν ειναι μικρη υποθεσι για το βιβλιο η παρουσια του δημιουργου του, που ειναι ο «καλος ποιμην» ο οποιος «την ψυχην αυτου τιθησι υπερ των προβατων» κατα το προτυπον του Διδασκαλου.

Η επικαιροτης λοιπον, και η προσωπικοτης του συγγραφεως, μαζι ισως με την κοπωσι που το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει αισθανθη διαβαζοντας επιτηδευμενα, περιτεχνα, στριφνα, ακατανοητα και «μεγαλοπρεπα» ελληνικα κειμενα — η απλοτης του γραψιματος των «Μαρτυρων» ειναι κατι που βαθυτατα έχει συγκινησει — εχουν συντελεσει ωστε οι Ελληνες αναγνωστες να εχουν επιφυλαξει εντονα θερμη υποδοχη στους «Μαρτυρες».

Ασφαλως, ολα αυτα τα στοιχεια προσθετουν τη βαρυτητα τους.

Την «πληρη» ομως ερμηνεια της γοητειας του βιβλιου νομιζουμε πως την δινει το μεγαλο πλεονεκτημα του κειμενου που μεσα του κλεινει την καλλιτεχνικη δυνατοτητα να μετουσιωνη σε αισθητικό γεγονος «το υλικό» της ημερολογιακης περιγραφης. Εκεινο που συναρπαζει και, συνειδητα και υποσυνειδητα, σκλαβωνει τον αναγνωστη των «Μαρτυρων» ειναι προ παντος το γεγονος οτι η διηγησι, μες στην απλοτητα της, έχει το ωραιο, το ανεπιτηδευτο, το αισθητικα ωριμο και φυσικα πηγαιο. Μολις ανοιξεις τις σελιδες των «Μαρτυρων», νοιωθεις πως ο συγγραφεας τους δε φροντισε για τιποτε αλλο, παρα να δωση τα γεγονοτα οπως τα εβλεπε, οπως τα εζησε ο ιδιος. Μονο για την πληροτητα των γεγονοτων βλεπουμε να ενδιαφερεται η πεννα του. Δε θελησε να

Page 6: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

γραψη βιβλιο με αξιωσεις. Ενα «ταξιμο» ειχε κανει ο π. Διονυσιος, μια υποσχεσι ειχε δωσει: οι σημειωσεις που κρατουσε να ελθουν καποτε στη δημοσιοτητα για να μην μεινη στη σιωπη ο πονος των ημερων εκεινων. Οπως τα αντικρυσε τα γεγονοτα η φλογερη του πιστι κι η γενναια ανθρωπινη καρδια του ετσι και δοθηκαν στις σελιδες του βιβλιου. Μα στην περιγραφη εκεινων των συμβαντων, ο εκλεκτος του Κυριου λευιτης εβαλε απλα και ανεπιτηδευτα ολοκληρη την ψυχη του. Και με το να βαλη την ψυχη του αγλάισε το κειμενο του.

Οι «Μαρτυρες», σα συνολο, σαν ολοκληρωμενο βιβλιο, μιλουν στην ψυχη καθε αναγνωστη. Γοητευουν τοσο, που ξεπερνουν την επικαιροτητα

Πιστευουμε πως η επανεκδοσι τους ειναι μια προσφορα και στις ημερες μας, τις τοσο δυσκολες και πικρες.

ΚΚ.. ΔΔααμμ..

Page 7: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Διονύσιος Χαραλάμπους Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών

Ο συγγραφέας του συγκλονιστικού αυτού βιβλίου, ήταν μια από τις μεγαλύτερες μορφές της νεότερης εκκλησιαστικής ιστορίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών κυρός Διονύσιος Χαραλάμπους (+1970), την εποχή της Κατοχής, διακονούσε από τη θέση του Ηγουμένου, την ιστορική Ιερά Μονή Λειμώνος της Μυτιλήνης. Ο γενναίος αυτός κληρικός, περιέθαλπε στο μοναστήρι του, Άγγλους στρατιώτες. Η πατριωτική του δράση ανακαλύφθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι τον συνέλαβαν, τον βασάνισαν και τον καταδίκασαν σε δεκαετή ποινή φυλάκισης. Από τη Μυτιλήνη μεταφέρθηκε στις φυλακές του στρατοπέδου «Παύλος Μελάς» της Θεσσαλονίκης. Με τη παρέμβαση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου Αλεξιάδη, έλαβε χάρη την οποίαν προς τιμήν του, δεν δέχθηκε και σαν σωστός Ορθόδοξος ποιμένας, ακολούθησε την κοινή μοίρα των εκατοντάδων αθώων καταδικασμένων Ελλήνων. Μεταφέρθηκε στα φρικτά στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, στη Γερμανία, για τρία χρόνια και τέσσερεις μήνες. Τις εμπειρίες και τις προσωπικές του αναμνήσεις του, από την περιπέτεια του στα δύσκολα αυτά χρόνια, καταγράφει γλαφυρά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του.

Page 8: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

2211 ΜΜΑΑΪΪΟΟΥΥ 11994422..

Κατεβηκα σημερα στην Καλλονη. Ειχα πολλες δουλειες και κουραστηκα. Καθως πηγαινα για τη Μητροπολι, βλεπω στην πορτα τον Επιτηρητη των Αλυκων, τον κ. Νικο. Μολις με ειδε, μου κανει νοημα να μπω μεσα.

Μπαινω.

Τον βλεπω να κλεινη προσεκτικα την πορτα πισω μας. Ολη του η εμφανισι δειχνει σα να θελη να εξασφαλισθουμε απο καποιον αγνωστο εχθρο.

Εξω, η μαγιατικη μερα ειναι ολο φως. Η ανοιξι μεταγγιζεται σ' ολα τα μορια της ατμοσφαιρας, ολος ο χωρος κι ολα τα οντα ειναι διαποτισμενα απο την αναλαφρη δονησι και τους παλμους της ζωης που ξυπναει για να αποδεχθη το θαλπος του καλοκαιριου που ερχεται.

Πεφτω με ανακουφισι σε μια καρεκλα. Αισθανομαι με εντασι τη δροσια του δωματιου και την αγαλλιασι της ακινησιας υστερ' απο την κουρασι που ειχα.

—Λοιπον; Γιατι εισαι μυστηριωδης σημερα; του λεω.

—Σοβαρα, πρωτη φορα μου συμβαινει, πατερ Ηγουμενε, και δεν ξερω πως ν' αρχισω.

Μου ηρθε να γελασω. Αυτος, και να δυσκολευεται...

—Τοτε, να περιμενω ωσπου να βρης την αρχη...

Εμεινε ακομα λιγο σιωπηλος. Η ματια του περασε πανω στο αιωνιως ακαταστατο γραφειο του, υστερα σταθηκε σε μενα. Εκεινο το εξυπνο λαμπερο βλεμμα, αποκαλυπτε την αποφασιστικοτητα και τη δυνατη θελησι που εβλεπες και στα χαρακτηριστικα της μορφης του. Η ακουραστη ομιλητικοτητα, παντα γεματη κεφι και ξαναμμα και, μερικες φορες, χωρις αυστηρη επιλογη θεματων και φρασεων, ηταν ο τεχνητος καπνος που παραπλανουσε τον συνομιλητη του.

Καθως με κοιταζε τώρα, ετσι αναποφασιστος, αρχισα να παραξενευωμαι.

Επιτελους, το πηρε αποφασι. Οι λεξεις βγηκαν αργα απο το στομα του, κομπιαζε:

—Χθες τη νυχτα, μου λεει, ξεπεσε στις Αλυκες καποιος Εγγλεζος, κι ο ζυγιστης τον εφερε σε μενα. Ειναι αιχμαλωτος, ο δυστυχος. Του βρηκαμε απανω του ενα ημερολογιο και κατι γραμματα που δειχνουν καθαρα πως δεν λεει ψεμματα. Τον επιασαν αιχμαλωτο στην Πελοποννησο. Για καλό και για κακο τα καψαμε. Τον ειχαν οι Γερμανοι σ' ενα Στρατοπεδο Αιχμαλωτων, στην Καλαματα. Μα τοσκασε με κατι αλλους. Στην αρχη πηγε στην Αθηνα κι εμεινε καμποσον καιρο εκει περα. Μα του ειπαν πως απο δω μπορει να περαση στην Τουρκια κι απο κει στην Αίγυπτο, και σηκωθηκε κι ηρθε. Μαλιστα έχει παει ως την Τουρκια με κατι δικους μας, μα οι Τουρκοι δεν τον δεχτηκαν. Εχει τα χαλια του. Τον εχω σπιτι μου. Μα... καταλαβαινεις... εδω δεν μπορει να μεινη πολυ. Να παρ' η ευχη, δεν περνα μερα χωρις ναχουμε επισκεψεις Γερμανων. Σκεφθηκα λοιπον να σου τον στειλω για λιγες μερες στο Μοναστηρι.... Τι λες;.... Σε πρωτη ευκαιρια θα τον διωξωμε.

Σαστισα.

Page 9: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Τι να του πω;

Στειλ' τον;

«Πας όστις συλληφθη αποκρυπτων ή περιθαλπων αγγλον στρατιωτην, θα τιμωρηται δια θανατου», — η διαταγη των κατακτητων.

Οχι;

Μα τοτε !.... Τοτε αρνουμαι να προσφερω φιλοξενια;

Εγω, ο Χριστιανος; ο ιερωμενος; ο ηγουμενος του Μοναστηριου με τη μεγαλη και παλια παραδοσι της φιλοξενιας; Και σε ποιον; Σ' ενα δυστυχ'-σμενο που αφησε τα παντα κι ηρθε και σταθηκε πλαι στους δικους μας τους λεβεντες και πολεμησε τους βαρβαρους...

Απο τη μια μερια η ησυχια, η ταξι, η ασφαλεια. Απο την αλλη... η αβεβαιοτης... ο κινδυνος... ο θανατος, — ποιος ξερει;... Και να ειμαι στην αρχη ακομα του ιεραποστολικου μου δρομου... Κατι μου σφιγγει την ψυχη...

Μα το καθηκον; Τ6 χρεος μου;... Μεσα μου, αναταραζεται ολοκληρο το ειναι μου... «Ο ποιμην ο καλος... νπερ των προβατων...» Ο δρομος ειναι μοναδικος... Δεν υπαρχει αλλος... Ο δρομος του Γολγοθα !... Ειναι φωτισμενος απο ενα μεγαλο παραδειγμα...

Θεε μου, βοηθησε με !

-Καλα ! Να μου τον στειλης, αγαπητε ...

.........................................

Στο δρομο, καθως γυριζα στο Μοναστηρι, ενα γερμανικο αυτοκινητο με προσπερασε, ολοταχως... Για μια στιγμη φανταστηκα τον εαυτο μου εκει μεσα, δεμενο χειροποδαρα, και να με παιρνουν στη Γκεσταπο... Ανατριχιασα. Η καρδια μου κλωτσησε μεσα στο στηθος μου...

«Τι σου ειναι η φαντασια του ανθρωπου !» σκεφθηκα.

Page 10: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ΑΣΥΛΟ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

2222 ΜΜΑΑΪΪΟΟΥΥ 11994422..

Ο Όρθρος ειχε τελειωσει. Μαζι με τον υφηγουμενο, ειχαμε καθησει στη δροσερη βεραντα του μοναστηριου και πιναμε το πρωινο μας. Απεναντι μας η εκκλησια του Μοναστηριου, γυρω —δεξια, αριστερα και προς τα βορεια— τα κελια. Η χορταριασμενη βρυση με το αστειρευτο δροσερο της νερό μουρμουριζει αδιακοπα το τραγουδι της, ευλαβικη ευχαριστια στον Αγιο Ιγνατιο για την απλοχερη ευλογια του. Αισθανομαι ευεξια, το ιδιο νιωθω να εχουν κι ολα γυρω μου καθως περιφερω τη ματια μου. Ο Αγιος ευλογησε τους κοπους και τους μοχθους μας. Το Μοναστηρι ειναι στο δρομο της ανορθωσεως και της ταξεως. Τα κτηματα εχουν καλλιεργηθη, φαινεται πως θα δώσουν καλό καρπο. Καιρος πια ηταν να γινη η Μονη κεντρο χριστιανικης ακτινοβολιας. Ολοκληρη η επαρχια το αποζητουσε. Το ενα απο τα κτιρια ειχε τακτοποιηθη, και ειχαν βρεθη 25 παιδικα κρεβατακια με ολα τα σχετικα, και ο αναλογος ρουχισμος. Ειχε διορισθη και η καταλληλη διευθυνσι. Λιγα μας εμεναν ακομα, και τα πρωτα 25 παιδακια, οι πρωτοι 25 τροφιμοι του Ορφανοτροφειου της Επαρχιας Μηθυμνης θα ηταν εδω.

—Δοξασμενο τ' ονομα Σου!... Ενωνεται και η δικη μου δοξολογια με την ευχαριστια της βρυσης.

Εκεινη τη στιγμη φανηκε ο θυρωρος μαζι με καποιον αγνωστο. Ηταν ενα παλικαρι, ως εικοσιοκτω χρονων. Μετριο αναστημα, προσωπο καταχλωμο, μαυρα βαθουλωμενα ματια. Είναι φοβισμενο, καταβεβλημενο. Χαιρετα με ευγενεια. Μου δινει ενα σημειωμα:

—Απο τον κυριο Νικο... μου λεει.

—Μπαινω αμεσως στο νοημα. Δεν κανω ερωτησεις. Τον παιρνω στο γραφειο, μενουμε μονοι. Αρχιζει να μου διηγηται την περιπετεια του...

— ... κι αν τώρα με πιασουν οι Γερμανοι, θα με θεωρησουν κατασκοπο και θα μ' εκτελεσουν...

Δακρυα κυλουν απ' τα ματια του. Τα βλεπω που αυλακωνουν το προσωπο αυτου του νεου, που το έχει αναστατωσει η αγωνια κι ο πονος. Η καρδια μου ραγιζεται.

Του μιλω με χριστιανικη αγαπη. Προσπαθω να τον παρηγορησω. Του λεω πως θα τον βοηθησω οσο μπορω...

Τωρα ομως πρεπει να λαβω τα απαραιτητα μετρα. Ειναι στοιχειωδες μετρο φρονησεως.

Πρωτα-πρωτα, αναφερω σχετικα στον Δεσποτη. Εφιστα την προσοχη μου, αλλα δεν μου φερει καμια αντιρρησι. Σκεπτομαι να τον τακτοποιησω σε κανενα αχρησιμοποιητο οικημα, χωρις να το ξερουν οι αλλοι.

Το τεχνασμα πετυχε πολυ καλα. Τους αποχαιρετησε ολους, και νομισαν πως ο ξενος εφυγε.

2255 ΜΜααΐΐοουυ..

Τι δυσκολο το ζητημα της συντηρησεως του!... Πώς να του πας να φαη χωρις να σε ιδουν! Σημερα με ειδε ο κηπουρος, που εβγαινα. Δικαιολογηθηκα οπως-οπως.

Η φιλοξενια ειναι χριστιανικό καθηκον. Και η φιλοξενη παραδοσι του Μοναστηριου... Κυριε, μη

Page 11: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

εισενεγκης ημας εις πειρασμον...

2277 ΜΜααΐΐοουυ..

Ο ξενος στενοχωριεται. Που και που βγαινει στο παραθυρο. Χθες του εκαμα τη δευτερη παρατηρηση. Και σημερα εγινε αυτό που φοβομουν. Τον πηραν ειδηση οι μοναχοι... Εκει που εργαζομουν στη βιβλιοθηκη, το απο γευμα, ακουω στην αυλη φασαρια. Πριν καλα-καλα σηκωθω να ιδω τι τρεχει, να σου τρεχατος ο θυρωρος:

— Κλεφτης μεσα στον ξενωνα! μου φωναζει... Τον ειδα μια στιγμη στο παραθυρο. Μολις με ειδε τραβηχτηκε μεσα. Για δωσ' μου το κλειδι να πα' να ιδω...

Ειδα κι επαθα να ξεμπλεξω.

2288 ΜΜααΐΐοουυ..

Κατεβηκα πρωι-πρωι και πηγα γραμμη στον Επιτηρητη. Του διηγουμαι τα χθεσινα, κι αυτος βαζει τα γελια.

—Ασ' τα γελια κατα μερος, του λεω, κι ελα να ιδουμε τι πρεπει να γινη. Ο ανθρωπος στενοχωριεται απανω...

Σκεφθηκε καμποσο. Ύστερα μου λεει:

—Στη Συκαμια ειναι καποιος Καλλιγέρης. Εμαθα πως αυτος μπορει να τον φυγαδευση. Θα σου δωσω δεκα χιλιαδες δραχμες, να του τις δωσης για χαρτζιλικι, και στειλ' τον...

Το μεσημερι που του, πηγα να φαη, του ειπα τη γνωμη του κ. Νικου. Δεχθηκε με προθυμια.

Του δινω τοτε ενα χαρτακι για τον Καλλιγέρη:

«Ειναι καλος Χριστιανος και καλος πατριωτης. Κανε ο,τι πρεπει γι' αυτον τον δυστυχισμενο».

Του δινω τροφιμα κι ενα χαρτη του νησιου. Ειχα σημαδεψει με κοκκινη μελανη την πορεια που θ' ακολουθουσε. Του δινω τελος και τα χρηματα που μουχε δωσει ο Επιτηρητης, και κατι δικες μου μικροοικονομιες.

Μενομε συμφωνοι να κινηση αυριο πρωι για τη Συκαμια.

2299 ΜΜααΐΐοουυ..

Είμαι στο ποδι σημερα απο πριν χαραξη. Με το κραξιμο των πετεινων βρεθηκα στον ξενωνα. Ωσπου να καλοξημερωση, καθομαστε εκει και συζητουσαμε.

Προσπαθω να τον τονωσω, να τον καμω να προσεχη.

Ο Θεος ειναι μαζι με τους κατατρεγμενους... Του λεω για τον πατριωτισμό των ανθρωπων του νησιου... Μα, οσο και ναναι, κοντα στους καλους ποτε δεν απολειπουν κι οι κακοι. Το ιδιο κι εδω. Πρεπει να προσεχη.

Page 12: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Καθως ροδισε η ανατολη, βγαινομε. Στην εξωπορτα γονατιζομε:

«Θεε μου, στα χερια Σου παραδιδω το ξενο μου. Δικος Σου ξενος ειναι. Στα χερια Σου, μοναχα σ' αυτα, το ξερω, θα ειναι ασφαλης... Κατευθυνε τα βηματα του προς την ελευθερια...».

Στο καλο... Νιωθω ξαλαφρωμα. Μια μικρη τυψη, την καταπνιγω.

33 ΙΙοουυννιιοουυ..

Ξαναρθε αναπαντεχα! Ταχασα οταν τον ειδα. Τον πηρα κατα μερος.

Ειχε παει στον Καλλιγέρη. Τον δεχτηκε με πολλην αγαπη. Τον φιλοξενησε στ' αρχοντικο του, τουδωσε και χρηματα. Μα τιποτ' αλλο... Εκεινες τις μερες οι Τουρκοι γυριζαν πισω αυτους που εφθαναν στα μερη τους.

Ειχε περασει κι απ' την κουλα καποιου αλλου, του Ανδρεα Κυριακού. Τα ιδια και μ' αυτον. Τον καλοδεχτηκε, τον κρατησε κανα-δυο μερες, τουδωσε και καμποσα πραματα. Τιποτ' αλλο κι αυτος...

Τωρα;

Φωναζω τον πατερα Ευγενιο. Τον παιρνω στο ιερο της εκκλησιας. Του φανερωνω το μυστικο. Του εξηγω καθαρα και ξαστερα τον κινδυνο που διατρεχομε μ' αυτό που κανομε, μα του τονιζω κιολας πως ο,τι κι αν ειναι να παθωμε, το καθηκον μας ειναι να τραβηξωμε μπρος.

55 ΙΙοουυννίίοουυ..

Δοξα τω Θεω! Ο ξενος μας τα πηγαινει μια χαρα. Διαβαζει, γραφει, ζωγραφιζει. Το λεει κι ο ιδιος πως περνα ευχαριστα. Ξερει και λιγα ελληνικα και τα μιλα ομορφα. Σημερα μου διηγηθηκε με πολυ κεφι διαφορα επεισοδια απο τη στρατιωτικη του ζωη. Σε καθε του λεξι βλεπεις καθαρα την απολυτη πεποιθηση του για τη νικη των Συμμαχων.

Προχθες μου ελεγε:

—Σε τουτο τον πολεμο συγκρουεται το καλό με το κακο. Σκοταδι και φως, τυραννια και ελευθερια. Ετσι ειναι... Και δεν ειναι δυνατον παρα να νικηση το καλο, το φως, η ελευθερια.

1122 ΙΙοουυννιιοουυ..

Νεες προσπαθειες, νεες αποτυχιες. Σκαρωνει μονος του μια βαρκα — ειναι αφανταστα επιδεξιος— την αρματωνει, συμπληρωνει τις ετοιμασιες για το ταξιδι. Ο Κυριακού του δινει ενα χαρτη και μια πυξιδα. Ο Μπαρδάνης, ο ζυγιστης των Αλυκών, του χαριζει ενα ρολοι, κι ο Επιτηρητης του δινει παλι χρηματα.

Τη νυχτα, ο αγροφυλακας φορτωνει τη βαρκα, τις κουμπάνιες κι αυτον στα ζωα της Μονης, και τους παει στην Αποθήκα, εναν ορμισκο στον κολπο της Καλλονής. Μολις ομως εφθασαν κι ερριξαν τη βαρκα στη θαλασσα... δισταζει να φυγη μονος του. Γυριζει ξανα.

Η νεα προσπαθεια εγινε απο τη Φίλια. Κι αυτη αποτυχια. Καθως μετεφεραν οι εργατες την καινουργια βαρκα στη θαλασσα τους πεφτει κατω και σπαζει.

Page 13: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Αναποδιες! Παντου αναποδιες!

2200 ΙΙοουυννιιοουυ..

Τι δυστυχια να χασης την ελπιδα σου στον Θεο! Οταν πρωτορθε, τι διαφορετικος που ηταν! Ομιλητικος, ευγενης, φρονιμος, μετρημενος. Τωρα... Αμιλητος, μελαγχολικος, τραχυς, αποτομος. Θυμωνει χωρις λογο. Βαζει τα κλαματα. Μενει και νηστικος. Λεει πως θελει ν' αυτοκτονηση.

Προσπαθω να τον παρηγορησω. Χαμενος κοπος. Μερικες φορες τα βαζει και μαζι μου... Ας ειναι...

2244 ΙΙοουυννιιοουυ..

Εφυγε για το Μολυβο. Μαζι του πηγε κι ο παπα-Στρατος, εφημεριος Μολυβου. Ειχα μιλησει με τον παπα-Στρατο, κι αυτος ανελαβε να τον συνδεση με καποιον γνωστο του, και πιστευει πως εκεινος θα καταφερη να τον περαση με ενα οποιοδηποτε μεσο απεναντι στην Τουρκια.

2299 ΙΙοουυννιιοουυ..

Παλι εδω. Τα θαλασσωσε ξανα. Τον πηραν χαμπαρι.

22 ΙΙοουυλλιιοουυ..

Ηρθε ενας Μολυβιατης. Ευτυχως που μας εφερε καθησυχαστικες ειδησεις. Φαινεται πως ο παπα-Στρατος τα παραειπε στο προχθεσινο του γραμμα.

Τουτος, τώρα, μου λεει να τον στειλω παλι εκει, και με βεβαιωνει πως αυτος, ο προισταμενος του Ταχυδρομειου κι ο γιατρος — που τον γνωρισαν τις προαλλες — θα τον φυγαδευσουν εξαπαντος.

Βασιζομαι στα λογια του. Του δινω μια καρτα για τον γιατρο και στελνω τον Αγγλο μαζι του.

Ισως ο Θεος μας τα φερει βολικα αυτη τη φορα.

1199 ΙΙοουυλλιιοουυ..

Ενα γραμμα του:

Πατερ Ηγούμενε,

Το γραμμα σας δεν τόδωσα στο γιατρο, γιατι δε μ' αφησε ούτε να τον πλησιασω. Παλι εσεις θα με βοηθησετε. Καποιος εδω πουλαει μια βαρκα. Δε θελει ομως χρηματα. Ζηταει πενηντα οκαδες σιταρι και δωδεκα οκαδες λαδι. Στειλτε τά μου, σας παρακαλω, για να την αγορασω και να φύγω μαζι με καποιον αξιωματικό που ειναι εδω.

Ευχαριστω πολύ

«Οταν κανεις μπη στο χορο, θα χορεψη». Φωναζω τον πατερα Ευγενιο, και συμφωνουμε να κανωμε κι αυτη τη θυσια. Του τα στελνομε. Μαζι και τουτο το σημειωμα:

Φιλε,

Page 14: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Στελνουμε ο,τι ζητησατε. Τα εξοικονομησαμε πολυ δύσκολα. Είναι απολυτη αναγκη νη φύγετε. Ετσι που γυριζετε εδω κι εκει, θα σας συλλαβουν, και όχι μονο θα υποφερετε σεις, αλλα και ολοι οι καλοι άνθρωποι που σας βοηθησαν. Ο Θεος μαζι σας.

1100 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Μαθαινω πως αυτος ο ευλογημενος γυριζει ακομα στο νησι. Τωρα μαλιστα βρισκεται στη Μυτιληνη. Ειμαι βεβαιος, εκατο τοις εκατο, πως θα τον συλλαβουν.

1155 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Είμαι ανησυχος. Η ζωη μου βγηκε απο τον κανονικο της ρυθμο. Εχασα τη ψυχικη μου γαληνη. Ενας φοβος πιεζει διαρκως την ψυχη μου. Μολις ακουσω αυτοκινητο, τρεχω αμεσως στο παραθυρο. Απο τη μια στιγμη στην αλλη, περιμενω να αντικρυσω τη μαυρη κουρσα της Γκεσταπο.

Την πιο πολλη νυχτα την περασα με προσευχες και κανοντας σουλατσο στη βεραντα.

1177 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Επιτελους, λιγο φως!

Ειχα μια μυστικη συναντηση με τον κ. Μ... Ειναι μελος οργανωσεως που έχει σκοπο να φυγαδευη στην Τουρκια ανθρωπους σαν τον δικο μου. Ανελαβε να φροντιση.

1199 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Στη Μυτιληνη. Ολη τη νυχτα, ντακ-ντουκ με το μουλαρι. Με ξεσηκωσαν τα λογια του κ. Μ... «Ολα εν ταξει. Αυριο να τον εχης ετοιμο στη Μυτιληνη». Κι ετσι κατεβηκα για να τον βρω.

Ολη την ημερα γυριζω στη Μυτιληνη, και τα ματια μου τρωνε τους δρομους. Μια στιγμη τον ανακαλυπτω. Εξαπολυω αμεσως τον αγροφυλακα καταποδι του.

—Το νου σου μην τον χασης, προσεξε! Να μου πης που θα παη, του λεω. Σε λιγο γυριζει.

—Ασ' τα, μου κανει θυμωμενος. Τορριξε στο πιοτο σ' εναν καφενε εκει κατω.

Παιρνω μαζι μου καποιο φιλο μου, και, με προσοχη, τραβω κατα κει. Τον ανακαλυπτω σε λιγο. Είναι με μια υποπτη παρεα και πινει. Στα χαλια που ειναι, δεν τολμω να τον πλησιασω. Γυριζω απρακτος στο μερος που εμενα.

Τη νυχτα συναντω τον κ. Μ... εκει οπου ειχαμε ορισει.

— Παρα την υποσχεση που σουδωσα, μου λεει, δεν μπορουμε να κανουμε τιποτα. Τον παρακολουθησαμε. Δυστυχως δεν γινεται.

2211 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Η ειδηση που μου ετηλεφωνησε τώρα τη νυχτα ο Αντωνης, ο ταχυδρομικος διανομεας: Στη Μυτιληνη, οι Γερμανοι επιασαν εναν Εγγλεζο. Καταζητουν και τον κυριο Επιτηρητη.

Page 15: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟ

2222 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ 11994422..

Πετιεμαι απ' το κρεβατι τρομαγμενος. Ριχνω οπως-οπως το ρασο στους ωμους. Περνω σκυφτος τα ξυλινα χαγιατια. του μοναστηριου. Αισθανομαι ασχημα τον εαυτο μου. Η ψυχη μου ειναι σαν να κρυωνη. Ως κι αυτος ο γλυκος ηχος του σημαντρου, παραξενος φτανει στ' αυτια μου. Μηχανικα, μπαινω στην εκκλησια.

Κι εδω ολα ειναι θλιμμενα. Και των αγιων οι ασκητικες μορφες και τα σβησμενα κερια. Ενας-ενας οι μοναχοι, μπαινουν κι αυτοι, και μου ειναι σαν ξενοι, σαν να μην τους εχω γνωρισει ποτε μου. Στεκομαι ακουμπισμενος στο στασιδι. Σκεψεις αλλοκοτες στριφογυριζουν στο μυαλό μου. Δεν με χωραει ο τοπος. Κατι μου σφιγγει την καροια. Θαθελα να φυγω, να περπατησω, να πεταξω το βαρος που μου πλακωνει την ψυχη. Αλλα κατι ανωτερο απο μενα με κρατει καρφωμενο στον τοπο μου.

Δεκα η ωρα. Καθομαι στο γραφειο και ασχολουμαι με υποθεσεις του Μοναστηριου. Χτυπα το τηλεφωνο. Καμπανα που αναγγελλει πυρκαϊά ειναι; Ετσι χτυπα κι αυτό τώρα. Παιρνω το ακουστικο. Εμπρος... «Εδω, ο αστυνομος Καλλονης».

Τι ηθελα και τοπιανα;

—Κατ' εντολην της Γερμανικης Αστυνομιας, να κατεβητε μετα του υφηγουμενου αμεσως κατω!

Δεν χρειαζονται περισσοτερα. Καταλαβαινω. Η φυλακη, τα δεσμα, τα βασανιστηρια. Και το ιεραποστολικο μου εργο; Το αγαπημενο μου το μοναστηρακι; Οι προσπαθειες, τα σχεδια; Ναι, αλλα βρισκομαι στο βουνο. Εχω τοσους εμπιστους. Ενα βημα, και κρυβομαι μεσα στις σπηλιες.

Κι οι Γερμανοι;

Τοτε θαρθουν αυτοι, θα χτυπησουν, θα υβρισουν, θα βασανισουν τους αδελφους. Μπορει να καψουν και το Μοναστηρι. Τι θα τους σταματηση; Λοιπον;

Μεσα σε πεντε λεπτα ειμαστε στο δρομο. Στην Καλλονη περνω απ' την Μητροπολι. Ο Δεσποτης τα έχει μαθει ολα. Ειναι βαθια συγκινημενος. Την οσια μορφη του την σκεπαζει η λυπη — ενα πυκνό πεπλο. Κλαιει. Κλαιω κι εγω. Λεξι δεν μπορω να βγαλω απο το στομα μου.

— Ο Θεος μαζι σας!

Φευγομε για την Μυτιληνη. Δεν μιλουμε. Τις ψυχες μας τις βασανιζουν μαυρες σκεψεις. Βλεπω ενα σωρο ανθρωπους δεμενους στα πευκακια, μπροστα στο εκτελεστικο. Κρυος ιδρωτας με περιλουει ολοκληρο.

Κατα τις δεκα τη νυχτα, ειμαστε στο Πρωτο Τμημα της Μυτιληνης.

2233 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Οι καμπανες χτυπουν. Καλουν τα πιστα παιδια του Χριστου στη θεια θυσια της Αγαπης.

Κι εμας τους μαθητας Του μας πηγαινουν, συνοδεια, ως προβατα επι σφαγην.

Page 16: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Και σε λιγο, στην Γκεσταπο, μπροστα στους σταυρωτας. Ενας μισογυμνος νεαρος. Χρωμα μπακιρενιο, ματια λοξα με χρυσα γυαλια, μπρατσα ατσαλενια. Οψι τραχια και σκληρη. Ο Ανακριτης. Ο ξακουσμενος για την... λεπτοτητα και την ευγενεια του, ο κ. Χάλκο. Κι ενας αλλος: Γηραλεος τουτος, χοντρος, φιληδονος, γεματος σαρκασμό και ειρωνεια, ο κ. Λόχνερ, ο διερμηνεας. Μιλα τα ελληνικα καλυτερα κι απο μας. Σμυρνιος, φραγκολεβαντινος.

— Φιλοξενησες εσυ και περιποιηθηκες στο Μοναστηρι σου κανεναν αγγλο στρατιωτη;

Σκεφτομαι. Πριν προφθασω ν' απαντησω, μουρχεται μια κατακεφαλια. Το καλυμμαυχι πεφτει και κυλα στο πατωμα. Δεν τολμω να σκυψω να το παρω.

Ομολογω πως τον φιλοξενησα τον Αγγλο, και προσπαθω να κρυψω ολους τους αλλους που ειχαν αναμιχθη στην υποθεσι. Αυτο κυριως ειναι που προκαλει τη μανια του Ανακριτη. Με αρχιζει στο ξυλο χωρις περιορισμους και προσχηματα. Πιο πολυ με χτυπα στα χερια. Σε λιγο, ειχαν πρησθη και μελανιασει. Αυτος ομως συνεχιζει. Μου τραβα και τα γενια. Με μπατσιζει. Μου δινει δυνατες γροθιες στο στομαχι.

Αναισθητο, με πετουν σ' ενα μπουντρουμι. Καποτε συνερχομαι. Ειμαι ολομοναχος μες στο σκοταδι, κι αυτο μου μιλα με τοσην ευγλωττια. Ωστε αυτο που φοβομουν ειναι πια πραγματικοτης. Παρακαλω τον Κυριο να μου δωση θαρρος και δυναμι.

2244 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Το δραμα συνεχιζεται. Αλλα με περισσοτερα προσωπα. Πρωταγωνιστης, εγω.

—Που θα μας πας, κακουργε; με υποδεχονται μολις μ' ανεβασαν στη σκηνη.

Μου δειχνουν μια κολλα χαρτι.

—Εδω εχομε ολη σου τη δρασι. Πες μας, γιατι θα σε σκοτωσουμε. Ποιους αλλους Αγγλους φιλοξενησες και που τους εχεις κρυμμενους; — και με χτυπουν οπου βρουν.

Τους μιλω, κι αυτοι λεν «πες μας». «Πες μας αν το ξερη ο Δεσποτης. Πες μας που ειναι η οργανωσι που σε διεταξε να κανης αυτα τα πραματα. Πες μας... πες μας...».

Εγω σωπαινω, κι αυτοι χτυπουν ολο και πιο δυνατα. Φερνουν τον Εγγλεζο. Μολις με αντικρυσε ταχασε. Ασφαλως δεν ειχε φαντασθη πως θα κατεληγαν εδω τα πραγματα.

—Εκτος απο τουτον εδω, του λεν, ποιος αλλος σε γνωρισε στο Μοναστηρι;

Δεν απαντα αμεσως. Σκεφτεται, σαν να προσπαθη να θυμηθη. Κι αυτοι, για να τον διευκολυνουν ταχα, διαταζουν να φερουν στη σκηνη και τον πατερα Ευγενιο. Σε τουτο το μεταξυ ομως, εγω βρισκω καιρο και κανω ενα νοημα του Αγγλου. Εξυπνος καθως ειναι, καταλαβαινει στη στιγμη. Και μολις βλεπει τον πατερα Ευγενιο, τους λεει:

—Δεν τον γνωριζω!

Καλα που δεν γυρισαν να με κοιταξουν. Γιατι, ασφαλως, θα διεκριναν στο προσωπο μου μια λαμψι χαρας.

Ύστερα φερνουν τον Επιτηρητη. Εχει φαει ξυλο και τουτος πολυ. Ρωτουν, και μας εξεταζουν ολους

Page 17: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

κατ' αντιπαραστασιν. Και παντα καταληγουν πως ο πρωταγωνιστης ειμαι εγω — δωσ' του ξυλο. Χτυπουν πια για σκοτωμο. Κεφαλι, προσωπο, χερια, ποδια, ολα ειναι πιο μαυρα και απο το ρασο μου, σπασμενα, καταματωμενα.

Και το δραμα τουτο, σημερα, γινεται τριπρακτο. Παιζεται πρωι, μεσημερι και βραδυ... Πονος ανειπωτος... Τους εμπτυσμούς, τα ραπισματα... Η σκεψι αυτη με τριγυριζει σαν μελισσα.

Ειναι χειροτερο το δικο μου ξυλο απο το φρικτό φραγγελωμα του Κυριου;

2255 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Το δραμα εξελισσεται σε τραγωδια. Γιατι, σημερα, μαζι με το ξυλο εχομε και τους εξευτελισμους, το ψυχικο μαρτυριο. Εξευτελισμοι που μοναχα τερατα απιστιας και αθεΐας θα μπορουσαν να τους επιβαλουν σ' ενα λειτουργο του Υψιστου.

Μου βγαζουν το ρασο. Ύστερα και το αντερι. Με αφηνουν με τα ματωμενα εσωρρουχα. Με δερνουν, με κοροϊδευουν, με βριζουν. Ο,τι κακό εχουν ακουσει για εναν οποιονδηποτε κληρικο, μου το φορτωνουν απανω μου. «Κανεις αυτο... κανεις εκεινο...». Χειμαρρος οι αισχρολογιες με κατακλυζουν.

Αυτό με κανει να πονω πολυ περισσοτερο απ' τα σωματικα βασανιστηρια. Στο προσωπο μου χορταινουν το μισος τους προς τον Ελληνικο Κληρο.

Για μια στιγμη παιρνουν κατι, με το οποιο καθαριζουν τις κανες των ντουφεκιων, το βουτουν μεσ' σ' ενα μαυρο υγρο και μ' αυτό μου πασαλειβουν το προσωπο. Και ξεκαρδιζονται στα γελια.

Αγωνιζομαι ναχω διαρκως ζωηρο μπροστα μου το μαρτυριο Εκεινου που εκένωσεν εαυτον, για να μη λυγισω. Τι αγωνας!

Φθανει, αραγε, Θεε μου; Φθανει η δικη μου «κενωσι»; Βοηθησε, Κυριε, ν' ανθεξω ως το τελος.

Ύστερα παλι μονος, στο θεοσκοτεινο μπουντρουμι. Ουαί τω ενί.

Ομολογω πως τον φιλοξενησα αυτον τον ανθρωπο. Και τον βοηθησα επισης. Δεν τους φθανει ομως. Με πιεζουν να ανοιξω το στομα μου. Να καμω αποκαλυψεις, να γεμισουν τα μπουντρουμια. Να σκοτωνουν σειρα. Να τσουβαλιαζουν συνεχεια και να χορταινουν τα ψαρια με ανθρωπινες σαρκες. Μα αν ο ιερευς οφειλει να κρατηση μυστικό ενα ασημαντο παραπτωμα, πως μπορει να φανερωση κατι απο οπου εξαρταται η ζωη ενος αδελφου του;

Μα, παλι, το ξυλο, τα μαρτυρια, οι εξευτελισμοι. Πώς θα τα βασταξω ολ' αυτα; Αν με λυγισουν; Αν μου ξεφυγουν λογια που μπορει να επιβαρυνουν κι αλλους; Για σταθητε. Ως που θα παη αυτο; Δεν μπορω αλλο. Ναι αυτό καντε. Μια και καλη—μια κι εξω. Ναι, αυτό θα κανω. Αυτό θα κανω. Να κλεισω μια για παντα το στομα μου. Ετσι γλυτωνω και εγω και οι αλλοι. Η ψυχη μου παλευει απεγνωσμενα. Καπου γυρευει να πιαστη. Στο σκοταδι της αγωνιας της αναβει ενα φως: Μη εγκαταλιπης με, Κύριε ο Θεος μου, μη αποστης απ' εμου. Προσχες εις την βοηθειαν μου, Κυριε της σωτηριας μου.

2266 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Ύστερ' απο την πρωινη παιδεια με μεταφερουν σ' ενα αλλο μπουντρουμι. Εδω βρισκω αλλες δυο πονεμενες ψυχες. Ο ενας καπετανιος, πλουσιος νεανισκος ο αλλος. Και ομως η ψυχικη ενωσις

Page 18: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

γινεται αμεσως. Ο πονος δενει τους ανθρωπους μεταξυ τους.

Σαν να ειμαι πατερας, αδελφος, συγγενης, φιλος, γνωστος τους. Με συμπονουν. Ζουν κι αυτοι το δικο μου τον πονο, ζουν και τις προσευχες μου. Τρεις τώρα μαζι, γονατιστοι, παρακαλουμε το Θεο.

— Προσευχη! τους λεω. Προσευχη τω μεν Ιωνα το κητος οικον εποιησεν, τον δε Εζεκιαν εκ των πυλων του θανατου προς ζωην επανηγαγε, τοις δε τρισι νεοις εις πνευμα δροσωδες την φλογα ετρεψε.

Κανουν ο,τι μπορουν για να μου δειξουν τη χριστιανικη τους αγαπη.

— Πρεπει, μου λενε, κατι να βαλης στο στομα σου και συ. Τεσσερις μερες τώρα δεν εχεις φαει τιποτα.

Μα που όρεξι. Το στομα μου ειναι φαρμακι. Ξημερωνει. Και περιμενω ν' ακουσω το τρομερο κουδουνισμα των κλειδιων στην πορτα, να ιδω την απαισια μορφη του Γκεσταπιτη να μου κανη νοημα με το δαχτυλο, — ενω συγχρονως θα σφυριζη με απαθεια—να παω στ' αφεντικο του, το Χαλκο. Περιμενω και με συνεχει η αγωνια—η αγωνια που μονον οσοι εχουν περασει μες απο τα στοιχειωμενα μπουντρουμια της Γκεσταπο μπορουν να την εχουν νιωσει.

Μεσημερι. Κι επαναλαμβανεται η ιδια σκηνη.

Βραδιαζει. Παλι μπροστα στους κανιβαλλους.

Ο πονος! Αχ, ο πονος! Ειναι αναγκη να μας τυλιξη μεσα στην καθαρτηρια φλογα του. Να καψη και να λυωση ολα τ' αδοκιμα μεταλλα που εχουν εισχωρησει στην ψυχη μας, και να την καμη να λαμψη μ' ολη την καθαροτητα που ειχε, βγαινοντας απ' τα χερια του Δημιουργου.

2277 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Νεο προσωπο στη σκηνη του δραματος: ο Διοικητης της Γκεσταπο. Σωστος χοντρολυκος. Τουχουν πει, φαινεται, πως, ενω αυτοι με χτυπουν, εγω επικαλουμαι τη βοηθεια του Θεου. Και με φοβεριζει, κουνωντας το ραβδι του:

—Τεός, ε; Να Τεός!

Και μου δειχνει το ξυλο.

Δεν με ξαφνιαζει. Προχθες, τα ιδια και χειροτερα δεν μουλεγε κι ο Χαλκο, οταν ειχε ερθει στο αποκορυφωμα της μανιας του και κατεβαζε οπου εφτανε τις βουρδουλιες; Απ' τον υπερβολικό πονο ειχαν κολλησει τα χειλη μου. Τοσο μοναχα ανοιγαν, οσο για να ψιθυριζουν: «Θεε μου... Θεε μου...»

Τοτε, γεματος λυσσα, μου λεει:

— Τεός, ντεν έκει Τεός! Να Τεός!

Και μου δειχνει το καδρο του Χιτλερ. Μ' ολο μου τον πονο δεν βασταξα κι εγω:

— Θεος υπαρχει, του λεω, και θαρθη η ωρα που θα ζητησετε το ελεος Του.

Ο Διοικητης ειναι... ευγενεστατος κυριος.

Page 19: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

— Που θελεις, με ρωτα με το διερμηνεα, να σε χτυπησω;

Σαν ν' αφησαν και κανενα μερος αχτυπητο κι αματωτο! Αφου ουτε να πλαγιασω μπορω, ουτε και να σταθω στα ποδια μου. Παω να του μιλησω, και γυριζει το προσωπο του αλλου.

— Δεν θελει, λεει ο... κ. Λοχνερ γελωντας σαρκαστικα, να τον κοιταζης οταν του μιλας, μην πετουν τα σαλια σου τα βρωμικα απανω του.

Κι αρχιζει κι ο ιδιος ο κ. Διοικητης να με δερνει σκληρα, αλυπητα.

Χτυπα οσο θελεις! Τοχουμε περασει πια το ακρωτηριο της αναισθησιας.

2288 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Πρωτη βραδια πουκλεισα λιγο τα ματια μου. Το ματωμενο μου ρασο ειναι στρωμα, σκεπασμα και προσκεφαλο συγχρονως.

Ο θανατος δεν απεχει πολυ. Θα με σκοτωσουν. Θ' ανεβω στον ουρανο. Κι εκει... Εκει ειναι ο Κυριος αναμεσα στο χορο των μαρτυρων της πιστεως!

Με πηρε για λιγο ο υπνος. Ξυπνησα ξαλαφρωμενος. Και το μαρτυριο σημερα ηταν καπως λιγωτερο.

Το απογευμα κουβαλησαν κι αλλους. Μαζι τους εδω κι ενα παλικαρακι ως δεκαοκτω χρονων. Οταν κατεβηκαν απ' το αυτοκινητο, το προσταξε ο Χαλκο να του κουβαληση κατι βαλιτσες. Τοκανε, και υστερα καθησε να ξεκουρασθη λιγακι. Το βλεπει το θηριο κι εξαγριωνεται. Μα το αθωο το παιδι του λεει με αφελεια:

-Ξεκουραζομαι!...

Κι αυτος:

-Ελα μεσα να σε ξεκουρασω εγω!

Και τ' αρχιζει στο ξυλο. Υστερα μας το φερνουν. Ταχει χαμενα. Μας δειχνει τα μελανιασμενα του κρεατα και μας λεει, κλαιγοντας:

— Εγω ξυλο σηκωνω, ας δερνουν οσο θελουν. Στο σημαδι μονο να μη με βαλουν.

Χωρις να το θελουμε μας επιασαν τα γελια. Το παιδι απομεινε να σκεφτεται πολλην ωρα. Ξαφνικα, μου λεει σοβαρα.

— Πατερ, δεν ημουνα καλος ανθρωπος. Δινω ομως τώρα το λογο μου στο Θεο, πως απο δω και στο εξης, αν βγω απο τουτη την κολασι, θα γινω αλλος ανθρωπος, καλος Χριστιανος.

3300 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Σημερα, που εβαλαν μια ανω τελεια στο καθημερινο μαρτυριο, καθομαι και περιεργαζομαι το ... μεγαρο οπου τοσες μερες τώρα μενομε κλεισμενοι. Στενο, χαμηλο, με δυο παραθυρακια—τρυπες, που η μια ειναι σαν να μην υπαρχη καθολου. Γιατι βλεπει μεσα σε μια σκοτεινη στοα. Η αλλη μας δειχνει εναν κηπο με δεντρα. Τα πιο πολλα ειναι χωρις κλαδια. Οσο χοντρα κι αν ηταν, εγιναν

Page 20: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ροπαλα και εσπασαν κοκκαλα Ελληνων.

Οι τοιχοι του κελιου ειναι γεματοι ονοματα και σημειωσεις. «Ειμαστε οι πεντε λεβεντες που πεθαινουμε παλικαρισια για την πατριδα μας». Κι απο κατω οι υπογραφες, δυσαναγνωστες. «Οποιος χασει χρηματα χανει πολλα. Οποιος χασει φιλο χανει περισσοτερα. Αλλ' οποιος χασει το θαρρος του χανει το παν». Λήμνιος Κ.

Κανω κι εγω το ιδιο, και γραφω: «Τον αθλητην το σταδιον, τον κυβερνητην ο χειμων, τον στρατηγον η παραταξις, τον μεγαλοψυχον η συμψορα, τον δε Χριστιανον ο πειρασμος δοκιμαζει».

Σε μια ακρίτσα ειναι το ουρητηριο. Δεν μπορει να γινη διαφορετικα, γιατι μας ανοιγουν μια φορα στις 24 ωρες.

Δυο πορτες, η μια πιο γερη απ' την αλλη, με μια πελωρια κλειδαρια, εξασφαλιζουν αυτο το ελεεινο κατωγι.

3311 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Στις 9 αρχιζει η τακτικη πια ανακρισι. Ο Λόχνερ κανει τις ερωτησεις. Εγω απαντω. Καποιος αλλος γραφει στη γραφομηχανη. Ο Λοχνερ προσπαθει να με μπλεξη. Καθε τοσο πρεπει να λοξοδρομω, για ν' αποφευγω τους σκοπελους. Και με βοηθει το δυνατο χερι του εμπειρου Κυβερνητου.

Ντρρρν! Χτυπα ξαφνικα το τηλεφωνο. Αυτο χρειαζομουν. Ξαναρχιζομε υστερα απο πολλην ωρα. Κι αυτοι εχουν ξεχασει που σταματησαν. Εγω αρχιζω απο κει που ηθελα.

Στο τελος:

-Γιατι, τοκανες αυτο το πραμα αφου ηξερες τις συνεπειες του;

-Είχα καθηκον, ως Χριστιανος.

Μα αυτοι γραφουν με κεφαλαια γραμματα: «Απο Αγγλοφιλιαν».

Ας ειναι. Αλλο ξυλο δεν σηκωνω πια. Υπογραφω.

................................................................................

Η ανακρισι εληξε. Και το απογευμα, κατα τις 4-5, με στελνουν με αλλους τρεις στο στρατοπεδο. Εκει, οι χωροφυλακες μας πηγαινουν γραμμη στον Αρχιφυλακα: Ειναι ενα ξανθο παλικαρι, που η ευγενεια και η καλοσυνη ειναι ζωγραφισμενες στο προσωπο του. Μου δινει μια καρεκλα. Καθομαι. Η συγκινησι, απο την αντιθεσι, με πνιγει. Ξεσπω σε κλαμα. Κοβεται η φωνη. Δεν μπορω να του δωσω τα στοιχεια που ζητα.

— Αιντε να ησυχασης λιγο, μου λεει, και τα παιρνομε αυριο.

11 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Βρισκω λιγο τον εαυτο μου. Περιβαλλον καλο. Εικοσι πανω-κατω γερμανοκρατουμενοι. Αλλα τοσα κρεβατακια σ' ενα μεγαλο θαλαμο. Μια τραπεζαρια. Τοποθεσια εκτακτη. Μπροστα μας απλωνεται η θαλασσα. Είναι γαληνια. Πισω μας ενα σωρο λοφοι γεματοι ασημενια δεντρα. Δεξια μας υψωνεται

Page 21: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

το καμπαναριο της Ευαγγελιστριας τ' Ακλειδιού. Κι αριστερα μας, λιγο μακρια, τα σπιτια. Ξεκουραζεται το πνευμα και το σωμα.

Δεν απολειπουν κι απο δω οι ανησυχιες. Ο τροπος του κουδουνισματος στο τηλεφωνο. Ντρρρν! Και μας πιανεται ολων η καρδια. Ποιον αραγε θα παρουν κατω; Και οι αιφνιδιασμοι του Χαλκο;

Τ' απογεμα μας φερνουν τον Επιτηρητη τον κ. Νικο, τον Μπαρδάνη και τον Δ. Καλλιγέρη. Αυτοι μας λενε πως οι συλληψεις συνεχιζονται. Θελουν να τρομοκρατησουν το νησι. Σατανικο συστημα.

33 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Μας φερνουν κι αλλους. Είναι ο Α. Κυριακού, ο Γ. Καλλιγέρης και ο γιατρος. Αμεσως τους βαζομε στη μεση. Ανακρισι σωστη. Μας λενε τα παθια τους, ακουν και τα δικα μας.

1111 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Ο καιρος κυλα ομορφα. Αν δεν ειχαμε την αγωνια του Στρατοδικειου, που μας περιμενει, θα περνουσαμε πιο καλα.

Οι κρατουμενοι ειναι ολοι τους σοβαροι ανθρωποι. Κανεις δεν θελει να λειπη απ' την προσευχη. Μαλιστα, στη βραδινη προσευχη, που ειναι αυτοσχεδια και ανταποκρινεται προς τον ψυχικο μας πονο, ειναι ολοι γονατισμενοι, τα ματια τους σταλαζουν.

Η τραπεζα κοινη. Οσα φαγητα και φρουτα μας φερνουν οι δικοι μας απ' εξω, μπαινουν ολα μαζι. Και ετσι ολοι, κι αυτοι που εχουν κι αυτοι που δεν εχουν, τρωνε. Αναλογιζομαι τις Αγαπες των πρωτων Χριστιανων...

Μα κι οι επισκεψεις δεν λειπουν, οσο κι αν απαγορευωνται. Η μανα, η γυναικα δεν λογαριαζει απαγορευσεις. Θελει να ιδη το παιδι της, τον αντρα της. Κι ο πιστος φιλος το ιδιο. Φυσικο πραμα, μπορει να πη κανεις. Μα πως να μη θαυμασης εκεινους που, ενω δεν ειναι ουτε συγγενεις ουτε φιλοι, αψηφουν τον κινδυνο για να μας ιδουν; Είναι οι Χριστιανοι!

Ειναι μαζι μας και καποιος που θελησε να μαθη αν οι Γερμανοι ειχαν κανονια στη Λημνο κι αν ηταν μεγαλα ή μικρα. Τον επιασαν για κατασκοπο και μας τον εφεραν. Αυτος ειναι η ευθυμη νοτα, το πιο σπανιο φαινομενο μεσα στη βαρια, την αποπνικτικη ατμοσφαιρα του στρατοπεδου.

Παραμονες της Υψωσεως του Τιμιου Σταυρου. Εκεινο που μου κανει εντυπωσι ειναι πως ολοι γενικα αισθανονται την αναγκη του ψυχικου καθαρμου. Παιρνω λοιπον την αποφασι και τους λεω να κανουμε μεθαυριο μια λειτουργια, και να Κοινωνησωμε.

Με μεγαλη χαρα το δεχτηκαν. Τους λεω πως για να κοινωνησωμε αξια, για να ζησωμε την πνευματικη χαρα της Θειας Μεταληψεως, πρεπει να προετοιμασθουμε με μια αληθινη μετανοια, με μια εξομολογησι ειλικρινη. Και σ' αυτο κανεις δεν εναντιωνεται. Ειναι μια επιτακτικη αναγκη της πονεμενης ψυχης μας.

1144 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Απο τις 4, ολοι στο ποδι. Συγκεντρωνομαστε σε μια καθαρη αιθουσα. Στην ακρη ενα τραπεζι, σκεπασμενο μ' ενα κατακαθαρο σεντονι. Απανω τα ιερα σκευη, ενα κανδηλακι, μ' ενα μικρο-μικρο φως, ενα χωματενιο θυμιατο, ενα πιατο με λιγα κλωνια βασιλικό και το καλαμενιο μας σταυρουδακι

Page 22: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

στη μεση.

Ολοι παρακολουθουν με κατανυξι. Στο τελος της δοξολογιας, γινεται με ευλαβεια η εξοδος του Σταυρου. Τον φιλουν ολοι με ιερη συγκινησι. Αρχιζομε τη Λειτουργια. Μεσα στη σιγη της νυχτας, στον χωρο που τον συνεχει ο τρομος, ψαλλουμε, ολοι μαζι, σιγα, το: Σωσον Κυριε, τον λαον Σου... και τον Σταυρον Σου προσκυνούμεν, Δέσποτα. Η ευλαβεια, η συγκίνησί μας κορυφωνεται στο: Μετα φοβου Θεού ... Ολοι πλησιαζουν αργα-αργα, κοινωνουν, αγιαζονται... Ετοιμαζομαστε.

1177 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Περνουν μερικες μερες. Οταν μου μενη καιρος, καθομαι και συλλογιζομαι ολα οσα εγιναν, πως βρεθηκα εδω. Ριχνω μια ματια και στις σημειωσεις που εχω κρατησει. Αληθεια, τι ηταν εκεινο που μ' εσπρωξε να τις κρατησω αυτες τις σημειωσεις; Ποιος με διαβεβαιωσε μυστικα, οτι η περιθαλψι του Εγγλεζου θα ειχε αποφασιστικη επιδρασι στη ζωη μου; Δεν ξερω. Ωστοσο, το χερι μου κινηθηκε αυτοματα, σχεδον μηχανικα. Τις διαβαζω στο μισοσκοτεινο κελι, και για λιγο φευγω με τη φαντασια απο τη φυλακη και πλανιεμαι σε τοπους γνωστους κι αγαπημενους. Θα γυρισω αραγε σ' αυτους; Μου φαινεται, πως, φευγοντας, δεν τους ειχα αποχαιρετησει, οπως αποχαιρετουμε οταν φευγωμε για παντα. Λεω πως αυτό δεν ειναι δυνατον, μα παω συνειδητα να ξεγελασω τον εαυτο μου. Σαμπως αυτό ναχη σημασια πρωταρχικη.

Page 23: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΝΝΙΑ

2299 ΣΣΕΕΠΠΤΤΕΕΜΜΒΒΡΡΙΙΟΟΥΥ 11994422..

Πρωι-πρωι, ο αρχιφυλακας μας ειδοποιει πως σημερα θα περασωμε απ' το Στρατοδικειο. Η ψυχη τρεμει από την αγωνια. Ωστοσο, η λιγη ωρα που μας μενει αφιερωνεται στην προσευχη. Τωρα, περισσοτερο απο καθε αλλη φορα, εχομε αναγκη της θειας βοηθείας.

Στις 8 ειμαστε στα μπουντρουμια της Γκεσταπο. Σε λιγο, θορυβος απανω. Οι στρατοδικες κι ο κοσμος παιρνουν τις θεσεις των. Ανεβαζουν κι εμας. Ενα μεγαλο τραπεζι, στη μεση, ο προεδρος, ενας ψηλος αξιωματικος. Δεξια, ο γερμανος Λιμεναρχης του νησιου. Αριστερα, ενας νεαρος αξιωματικος. Στις ακρες, ο δημοσιος κατηγορος κι ο γραμματεας. Στον τοιχο, πανω απ' το κεφαλι του προεδρου, η εικονα του Χιτλερ. Πανω στο τραπεζι, ενα κρανος και μια σημαια με τον αγκυλωτο σταυροό. Ειναι βγαλμενα ετσι, για να τα βλεπουν ολοι. Στην πορτα δεξια κι αριστερα, πεντε-εξι φρουροι με εφ' οπλου λογχη. Ενα ριγος διαπερνα το σωμα μας, και τα χειλη ολων ψιθυριζουν: «Χριστε βοηθα μας!»

Οι κατηγορουμενοι σχηματιζουμε σειρα. Πρωτος εγω, υστερα ο Αλεξιου, ο Παπαστρατος, ο Λογοθετης, ο Κυριακού, οι Γ. και Δ. Καλλιγερης, ο Καλαθακης και ο Μπαρδάνης. Γρηγορα-γρηγορα, γινονται ολα τα προκαταρκτικα. Ο δημοσιος κατηγορος διαβαζει την κατηγορια: Υπεθαλψαν και εβοηθησαν προσωπον ανηκον εις εχθραν δύναμιν.

— Διονυσιος Χαραλαμπους! Φωναζει δυνατα ο προ εδρος. Σηκωνομαι. Εξεταζει την καταθεσι μου και κα νει συνεχως ερωτησεις. Δεν αρνουμαι την πραξι μου. Το νιζω ομως πως ως κληρικος, και ηγουμενος μαλιστα μο ναστηριου, με παραδοσι να φιλοξενη και να βοηθα καθε δυστυχισμενο, ανεξαρτητως εθνικοτητος, δε μπορουσα να κανω αλλιως. Εδωσα τη βοηθεια μου, γιατι επρεπε. Και το ιδιο θα εκανα αν στην τραγικη θεσι του Αγγλου βρισκοταν κι ενας Γερμανος ή Ιταλος ή οποιοσδηποτε αλλος ανθρωπος. Εκανα ενα χριστιανικο καθηκον.

Τη θεσι μου υστερα την παιρνει αλλος. Ετσι, αλλος με περισσοτερο κι αλλος με λιγωτερο θαρρος, απολογουμεθα ολοι με τη σειρα μας.

Οι συνήγοροι μας υποστηριζουν επι ωρες ολοκληρες. Μα οι δικασται δεν δινουν καμμια σημασια. Και για να τελειωνουν, καλουν τον μαρτυρα της κατηγοριας, τον Εγγλεζο.

Ο προεδρος τον ρωτα:

-Πώς σε δεχθηκαν αυτοι και σ' εβοηθησαν;

-Ως αγγλον στρατιωτη, απαντα αυτος.

Μολις βρεθηκαμε στο μπουντρουμι, οπου μας ερριξαν ξανα, ωσπου να συσκεφθουν και εκδωσουν την αποφασι τους, κοιταζαμε ο ενας τον αλλο βουβοι. Τα ματια ολων μας ειναι βουρκωμενα. Η καρδια χτυπα δυνατα. Πιστοι και απιστοι, υλισται και πνευματικοι, προσευχομαστε. Εν θλιψεσιν εμνήσθημέν Σου, Κυριε. Ολοι κλινουν στα γονατα. Η καθε στιγμη μας φαινεται χρονος. Καποτε μας παιρνουν απανω.

-Ολοι ορθοι! διαταζει ο προεδρος και απαγγελλει την αποφασι.

-Οι κατηγορουμενοι κηρυσσονται ενοχοι και καταδικαζονται, οι Χαραλαμπους και Αλεξιου εις δεκαετη ειρκτην, ο Δ. Καλλιγερης και ο Α. Κυριακου εις πενταετη, ο Καλαθακης εις δεκαπενταετη, ο

Page 24: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Νιτσοπουλος εις διετη και ο Μπαρδάνης και Λογοθετης εις ενος ετους φυλακισιν. Ο Γ. Καλλιγερης απαλλασσεται της κατηγοριας.

Ο κοσμος, που παρακολουθει με τοση αγωνια τη δικη, ανασαινει με ανακουφισι, και, μαζι μ' αυτους, ολων μας τα χειλη αναπεμπουν εκ βαθεων μια δοξολογια.

Ο Προεδρος συνεχιζει. Μα ποιος πια τον προσεχει; Στο τελος, ρωτα αν ειμαστε ευχαριστημενοι. Αυτο δα ελλειπε!...

Στις 4 μ.μ. μας μεταφερουν στις «Ποινικες Φυλακες Μυτιληνης». Ειμαστε πια καταδικοι. Ενας χοντρος φυλακας με μουστακι μας παει στον θαλαμο Τρια. Δωματιο αρκετα μεγαλο. Δυο παραθυρα με κιγκλιδωμα. Πανω και κατω τσιμεντο. Ντουβαρια καταστικτα απο χιλιαδες κοριους. Βρωμα και δυσωδια.

Page 25: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

22 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ 11994422

Μου γεννιεται η περιεργεια να γνωρισω το καινουργιο περιβαλλον. Και κανω μια βολτα στη στενη αυλη της φυλακης. Ειναι γεματη απο καταδικους.

Μερικοι πηγαινοερχονται νευρικα. Αλλοι ειναι ξαπλωμενοι στον ηλιο. Αλλοι εχουν βγαλει τα ρουχα τους και ψειριζονται. Οι πιο πολλοι ειναι αξιολυπητοι. Τους έχει λιωσει η πεινα, η λερα, η ψειρα. Τρωνε καθε 24 ωρες, 25 δραμια ψωμι. Μεγαλο πραμα τους φαινεται αν βρουν στην αυλη κανενα λιοκουκουτσο — για να το ξαναγλειψουν. Σαπουνι δεν βλεπουν ποτε. Απ' την κορυφη ως τα νυχια κολυμπουν στη βρωμα. Οι ψειρες ειναι στρωμα απανω τους. Πανω απο τριαντα πασχουν απο ψωρα. Τους βλεπετε και χανετε καθε ιδεα για τον ανθρωπο. Προκαλουν συμπαθεια και αποτροπιασμό συγχρονως. Δύστυχοι!

— Εσυ, μπαρμπα, γιατι εισαι μεσα;

Ξεροκαταπινει.

Σου λεει: «Για κλεψια, για... για...»

Δεκαεννεα παιδια, 12 - 18 χρονων, με κατι ρουχα κουρελιασμενα, χωρις παπουτσια, κοκκαλιαρικα, σαν μολις να βγηκαν απ' το μνημα. Ειναι πεσμενα, σε μια σειρα, πανω στο βρωμικο τσιμεντο. Η πεινα, η λερα και η ψειρα εχουν εξαφανισει απ' αυτα τα κακομοιρα πλασματακια ολο τον πλουτο που τους χαρισε το αγαθό χερι του Θεου: Τη δροσια, τη χαρα, τη ζωη, το χρωμα, το φωτεινό κι αγγελικό προσωπακι.

Στο θαλαμο των ανηλικων.

Στη γωνια, ενας μικρος, ξαπλωμενος κατα γης. Ματια κλειστα, λιγος αφρος στα χειλη. Ξεψυχα. Μαραινεται, κι ομως ειναι μπουμπουκι ακομα. Ορφανό και ξενο — απο το Σίγρι. Η πεινα τοσπρωξε στο κακο. Και η Κοινωνια το δικασε και το κατεδικασε εις οκταμηνον φυλακισιν.

Η μια μερα περνα, η αλλη... Κι αυτό παντα στη σκαλα. Τα ματακια κολλημενα στα καγκελα της σιδερενιας πορτας. Τ' αυτακια ολανοιχτα στα διαλαληματα του πορταρη. Ακουει τα ονοματα ολων των συγκρατουμένων του. Ερχονται οι δικοι τους: τους φερνουν λιγα τροφιμα, τους δινουν κανενα χαρτζιλικι, τους παρηγορουν. Μα το δικο του το ονομα ποτε δεν τ' ακουσε.

Ορφανό και ξενο. Η μανουλα του, χηρα, δυστυχισμενη, τρεχει εδω κι εκει, τρωει τα νυχια της στις μπουγαδες για να σωση τ' αλλα τ' αδερφακια του. Και δεν το προφταινει τουτο. Κι αυτό τσακιζεται στη μοναξια, στην εγκαταλειψι. Πονει. Πληγωνεται θανασιμα, απελπιζεται.

Και η Κοινωνια δεν ξαδειαζει. Πορευεται στο δρομο της αποστασιας. Αλλωστε, ο,τι ηταν να κανη τόκανε. Δεν ηθελε να το βλεπη, τόκλεισε στη φυλακη. Κι αυτο —μαυριζει το ματι του στην απελπισια— θαρρει πως εκδικειται την Κοινωνια για την απονια της, μαχαιρωνεται, και τώρα κοιτεται ετσι πεταμενο, ματωμενο, μισοπεθαμενο.

2233 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Μεσημερι. Βγαινω να μαζεψω λιγον ηλιο. Καθως περπατουσα, ακουω εναν κροτο. Σαν να

Page 26: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

κατρακυλησε κατι. Πηγαινω κατα κει. Ενας φυλακισμενος ηταν κουβαριασμενος κατω απ' τη σκαλα.

— Μαυρισαν τα ματια του, μου λενε, απ' την πεινα, κι εκει που στεκοταν σωριαστηκε και κατατρακυλησε.

Χάλια!

Οι πιο πολλοι, εκει που περπατουν, πεφτουν κατω απ' την αδυναμια. Κι ομως κατι θα μπορουσε να γινη και γι' αυτους τους δυστυχισμενους, οσο κι αν ειναι παραστρατημενοι. Υπαρχουν τοσοι και τοσοι πλουσιοι εδω στη Μυτιληνη! Μα ετσι σφιχτα ταχουν κλεισει, Κυριε, τα αγαθα τους, — τα δικα Σου αγαθα — μαζι με τις καρδιες τους;

Ευκοπωτερον εστι καμηλον δια τρυπηματος ραφιδος διελυειν ή πλούσιον εις την βασιλειαν του Θεου εισελθειν.

2266 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Δεν την γλυτωσαν τα καημενα τα παιδια. Μια ειδησι θλιβερη, μολις εφθασε: Σημερα, στις 6, τα εξετελεσαν. Φοβερο! Ο ενας, πατερας τεσσαρων παιδιων, ο αλλος παλικαρι, πανω στα νιατα του, και ο τριτος ειχε γυναικα και παιδια.

Και το βραδυ, η παρεα στην εκκλησουλα της φυλακης. Ο παπας, μπροστα στην Ωραια Πυλη, αναμεσα στις χλωμες μορφες των εικονων, κατω απο το θαμπο φως μιας καντηλας, διαβαζει το τρισαγιον των εκτελεσθεντων. Ακολουθουν δυο λογια για τους νεκρους, λιγες στιγμες σιωπης. Για να πεταξη το πνευμα ψηλα, ως τον ουρανο, να γονατιση εμπρος στο θρονο του Θεου των Πνευματων, να Τον παρακαλεση για τις ψυχες των νεων τουτων μαρτυρων.

77 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ..

Η μερα πλεει στον ηλιο. Πηραμε το λιολουτρο μας, και ανεβαινομε και για μελετη. Πριν πιασωμε ακομα το βιβλιο, ανοιγει η πορτα και μπαινουν πεντε Γερμαναραδες — οπως τους λεει ο Δημητρος. Ειναι αρματωμενοι σαν αστακοι. Αυτος που ειναι μαζι τους μας λεγει:

— Εσας ζητουν! ...

Ηταν κατι που δεν το περιμεναμε. Στα προσωπα μας ξεχυθηκε η αγωνια του θανατου. Το μυαλό ολων μας τρεχει στα πευκακια. Γυριζω στα πεταχτα προς τη γωνια. Ειναι η εικονα του Κυριου. Μας κοιταζει με συμπονια και στοργη πατρικη, φαινεται σαν να μας ψιθυριζη: Τι δειλοί εστέ, ολιγόπιστοι;

Μιλουν γαλλικα, και καταλαβαινομε πως δεν ηρθαν για μας, παρα για να ιδουν τη φυλακη. Στο γραφειο ομως νομισαν πως ηρθαν να παρουν για εκτελεσι, και τους εφεραν γραμμη στο κελι μας.

2233 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ..

Σε μια καρεκλα, με την Καινη Διαθηκη στο χερι. Διαβαζω. Ωρες-ωρες, για ξεκουρασμα, ριχνω και καμμια ματια γυρω μου. Στην ακρη της αυλης, παρατηρω καποιον που ολοενα σκυβει και σηκωνεται. Τι να κανη, λεω, αυτος εκει; Πηγαινω κοντα. Ειναι το «Μπουτέλη». Γυρισε απ' το μετωπο της Αλβανιας με το ματι χαλασμενο. Ετσι στραπατσαρισμενος που ηταν δεν τον κοιταξε κανενας. Κι αυτος, φτωχος, χωρις δουλεια, χωρις ψωμι, χωρις τιποτα, παραστρατησε. Κι υστερα τον ερριξαν σ'

Page 27: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

αυτη την κολαση. Ρουχα καθολου,— τη βρωμικη μοναχα, την «τρελη» φορμα της φυλακης. Επισκεπτηριο τιποτα. Αφου δεν τον κοιταξαν, οταν ηταν μπροστα τους, πως θα τον θυμηθουν εδω; Κανει κι αυτος τον τρελο. Παιζει οργανακι, τραγουδα, χορευει. Κι ολ' αυτα για να βγαλη κανενα ψιχουλο, κανενα τσιγαρο, κανενα «φλουδέλι» καθως λέει ο ιδιος. Μα σημερα που δε βρεθηκε κανενας να διασκεδαση με τη δυστυχια του, κι ουτε και στην καζανα βρηκε κανενα λιοκουκουτσο για να το περαση και δευτερο χερι, αποτραβηχτηκε σ' αυτη τη γωνια, ο κακομοιρος, και τρωει χορταρακι αγριο, που βγαινει στ' απατητα μερη της βρωμικης αυλης.

2266 ΝΝοοεεμμββρριιοουυ..

— Πατερ, σε ζητανε στο Δωδεκα!

Ενα κακομοιριασμενο γεροντακι ανοιξε την πορτα. Πηγαινω. Ενας στενομακρος θαλαμος, σκοτεινος. Τζαμια τιποτα. Στη θεση τους παληοντενεκεδες. Υγρος σαν τους αλλους κατω. Μολις μπηκα, ταχασα. Ειναι καμμια δεκαρια, σε δυο σειρες, χαμω, στο τσιμεντο. Κι οι πιο πολλοι ειναι σκεπασμενοι μ' ενα κομματι βρωμικο τσούλι. Δεξια, κατα την πορτα, κοιτεται αναισθητο ενα γεροντακι.

— Απ' τη νυχτα, μου λεει εκεινος που μ' εφερε, ψυ χομαχουσε, και τώρα μολις πεθανε.

Λιγο πιο περα ξεψυχα ενας αλλος. Λημνιός τουτος. Δικασμενος δεκα χρονια φυλακη για καποιο μεγαλο αμαρτημα. Κι ακομα πιο μεσα καποιος αλλος αγκομαχα. Ειναι αυτος πουστειλε και με φωναξε. Πονος γερος τον βαστα στο πλευρο, και με παρακαλει να φροντισω για γιατρο.

Αν υπηρχε λιγο ελεος, λιγη μονο Αγαπη, ποσο πολυ θα περιοριζοταν η περιοχη της Δικαιοσυνης! Πώς μπορουμε, οταν βυθισωμε τον αδελφο μας σε τετοια στερησι, πώς μπορουμε υστερα να τον ριχνωμε στη φυλακη, για τ' αμαρτηματα του; Ποια δυναμι θα βρεθη να σωση εμας τους κριτες απο τον Μεγαλο Κριτη;

Page 28: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ

2277 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ 11994422..

Απ' το πρωι, η λιακαδα μας κρατα εξω. Στις 10 μοναχα ανεβαινομε στο κελι. Την ιδια ακριβως στιγμη μπαινει και καποιος δικος μας, λαχανιασμενος:

— Αιντε! φωναζει. Ετοιμασθητε γρηγορα. Στις δυο φευγουμε. Μας τραβουν για τη Θεσσαλονικη!...

Στις δυο, συνοδεια, στην προκυμαια, οπου ειναι πλευρισμενο το «Ασπασια». Τ' αμπαρια του ειναι γεματα βαρελια. Εμας μας αφηνουν στο καταστρωμα.

Απ' εξω, στην προκυμαια, ειναι μαζεμενοι οι συγγενεις και οι φιλοι. Τι σπαραγμος! Μερικοι κλαινε. Σε λιγο φτανουν οι Γκεσταπιτες. Απο ενα κιτρινο χαρτι, καποιος διαβαζει τα ονοματα μας. Οταν, απ' τον πρωτο ως τον τελευταιο, φωναξαμε ολοι «παρων», μας παραδιδουν στη γερμανικη φρουρα. Και το καΐκι λυνει καβο, ξεμακραίνει. Ισως χωριζομαστε για παντα απο τ' αγαπημενο μας το νησι.

Ο ουρανος γεματος συννεφα. Ψιχαλα. Σε λιγο η νοτια και η βροχη δυναμωνουν. Το νερο μας περνα ως το κοκαλο.

2288 ΝΝοοεεμμββρριιοουυ..

Λημνος. Η βροχη σταματησε. Ο καιρος ολο και καλυτερευει. Μενομε ολη την ημερα εδω. Κι οταν η νυχτα απλωσε το μαυρο της πεπλο και εξασφαλισε στον εχθρο την μη ορατοτητα, σαλπαρουμε. Σε λιγο περνουμε απ' τις Συμπληγαδες Πετρες —Λημνος -Θεσσαλονικη— οπου κυριως θαυματουργουν τα συμμαχικα υποβρυχια.

— Λες, ψιθυρισε στ' αυτι μου ο Ανδρεας, να ξεπη δηξη κανενα δικο μας;

«Η αλεπου στον υπνο της πετειναρακια ονειρευεται».

— Περνουμε τις Πορτες. Βγητε να δητε! Ειναι πολυ ωραια! φωναζει καποιος.

Αληθεια, ωραια! Μπροστα ο γερο-Ολυμπος, με την ασπρη χοντρη καπα ριγμενη στις πλατες του. Πισω ο Αθως με το γιγαντιο αναστημα του. Διαδημα αδαμαντινον την κορυφη σου στεφει. Ασπαζεται η θαλασσα τις ακρες των ποδων σου. Εχουν και οι καταδικοι αναμνησεις. Δεξια κι αριστερα οι ξερες της Χαλκιδικης. Ολα ομορφα, υπεροχα. Διηγουνται δοξαν Θεου.

Κατα τις τρεις, ειμαστε πλευρισμενοι στην προκυμαια της πολεως του Αγιου Δημητριου. Ενας τοσος δα πιτσιρικος, ναυτης του «αηττητου Τριτου Μειζονος Ράιχ» κανει το κοντρολ. Κι αμεσως ξεμπαρκαρισμα. Μας οδηγουν κατα το Λευκο Πυργο. Ειναι Κυριακη, κι ο κοσμος έχει ξεχυθη στην προκυμαια. Αλλοι φαινεται πως μας συμπονουν, αλλοι μενουν αδιαφοροι.

Δυο κοσμοι. Ο κοσμος που χαιρει μετα χαιροντων και κλαιει μετα κλαιοντων. Κι ο κοσμος που έχει ως αρχη του: «Εγω ας ειμαι καλα και δεν με μελει για κανεναν αλλο».

Σταματησαμε—που αλλου; στα Γραφεια της G.F.P.

— Στο Στρατοπεδο Παυλου Μελα! διαταζει ενας αξιωματικος.

Page 29: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Σε λιγο μας καταπινει με βουλιμια —πελωριο στομα ανθρωποφαγου θηριου— μια συρματοπλεγμενη πορταρα.

Μας παιρνουν τα στοιχεια. Ύστερα μας πηγαινουν στην αιθουσα της... υποδοχης. Ενας στενομακρος θαλαμος. Ασκουπιστος, απελπιστικα βρωμικος. Ο ενας της συνοδειας, για να μας δωση θαρρος, φαινεται, μας λεει:

— Εδω μεσα καθονταν οι ψωραλεοι...

3300 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ..

Ολοκληρη η μερα αφιερωθηκε αποκλειστικα στην καθαριοτητα και την τακτοποιησι του θαλαμου. Πρωτα-πρωτα ενα καλο ξεσκονισμα. Ύστερα σκουπισμα, ασπρισμα, γερό σφουγγαρισμα. Μετα, στο πιο εμφανες μερος, η εικονα του Σωτηρος. Οκτω ξυλινα, αλλα κατακαθαρα κρεβατια, στη σειρα, με χορταρενια στρωματα. Τακτοποιουμε νοικοκυρεμενα τις αποσκευες μας. Αγνωριστος θαλαμος.

Μηπως ετσι αγνωριστη δεν γινεται και η αμαρτωλη ψυχη, οταν δεχθη τη ζωογονα πνοη του Χριστου;

1100 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

Σιγα-σιγα, μπαινομε στη ζωη κι αυτης της φυλακης. Εδω τα πραματα ειναι πολυ διαφορετικα. Μας ανοιγουν λιγη ωρα το πρωι, λιγη το μεσημερι και πιο λιγη το βραδυ. Ολες τις αλλες ωρες τις περναμε κλεισμενοι μεσα στο θαλαμο. Χωρις αερα και ηλιο, χωρις να βλεπωμε κανεναν δικο μας. Και, επι πλεον, μας εχουν τρομοκρατησει μ' αυτα που μας διηγουνται για το προσωπικο. Κι η πεινα, καθως βλεπω, ειναι μεγαλη κι εδω. Αυτο και μονο που ειδα σημερα φθανει. Χθες, καποιοι εφαγαν μανταρινια, και τις φλουδες τις πεταξαν στα ουρητηρια. Ενας τις αρπαξε στη στιγμη, τις επλυνε λιγο στη βρυση και τις εφαγε.

Και γυμνια πολλη και δυστυχια φοβερη δερνει ολοκληρο το στρατοπεδο.

1155 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

«Επισκεπτηριο». Ενα στρωμα, ενα ψωμι κι ενα φυλλο της «Ζωης». Τροφη σωματικη και πνευματικη.

- Απο ποιον; ρωτησα.

- Απο τον πατερα Λεωνιδα. Ζητησε να σε ιδη κιολας, αλλα δεν τον αφηκαν.

Ωστε υπαρχουν εξω αδελφοι, που βρισκει απηχησι στις ψυχες των η φωνη της Αγιας Γραφης: μιμνήσκεσθε των δεσμίων ως συνδεδεμένοι; Νεα χαρα και ενισχυσι.

2255 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

— Ωχ, μανα μου!... Φτανει πια... φτανει πια...

Ολη τη νυχτα, ο σπαραγμος αυτης της κραυγης γε-

μιζε με τη φρικη του το χωρο της φυλακης, τρανταζε τους τοιχους της, αντιλαλουσε και βουιζε στ' αυτια μας. Καποιους εδερναν, μας ειπαν σημερα, γιατι ειχαν αναψει λιγη φωτια, να ζεσταθουν.

Page 30: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Δυστυχε καταδικε, ποιος σουπε πως εχεις δω μεσα το δικαιωμα να ζεσταθης;

3311 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

2, 4, 6... 14. Περνουν δυο-δυο εξω απο το παραθυρο μας. Είναι κρατουμενοι, τους πηγαινουν προς την εξοδο. Ανηξεροι, θελουμε να μαθωμε απ' αυτους, κι αυτοι απο μας, που τους πανε καταμεσημερο.

Αλλα στην πορτα τους περιμενε η κλουβα. Και το εκτελεστικο αποσπασμα. Πηραμε την απαντησι. Την πηραν κι αυτοι.

1166 ΙΙααννοουυααρριιοουυ 11994433..

Ζουμε με την καθημερινη αγωνια της εκτελεσεως.

33 ΦΦεεββρροουυααρριιοουυ..

Βρεχει. Χαλαει κι ο κοσμος απ' τον αερα. Δυνατες βιτσιες, το νερο χτυπα στα τζαμια του μονακριβου παραθυριου μας και μπαινει μεσα. Σταζει κι απο πανω. Σε λιγη ωρα, ο θαλαμος γινεται λιμνη.

11 ΜΜααρρττιιοουυ..

Και τιγρεις να ηταν, δε θαπεφταν ετσι απανω μας. Στονα χερι βαστουσαν αλυσσιδες, στ' αλλο το οπλο—ο θεος τους. Και τρεχουν και βιαζονται σαν ν' ακουν πισω τους τα βαρια βηματα της οργης του Κυριου, που τους καταδιωκει. Μαζεψαν, αλυσσοδεσαν, και γραμμη στο μακελειο.

Με τους 36 που πηραν ηταν κι ο μπαρμπα-Αριστειδης.

Ω, ναι, θα την πληρωσουν, οπως ελεγες μπαρμπα-Αριστειδη, τα τερατα, την καθε μερα που βρισκομαστε δω μεσα. Θα τους ευρη η οργη του Θεου.

66 ΜΜααρρττιιοουυ..

Εχει βασιλεψει ο ηλιος, και μας εχουν κλειδωσει. Περα, απο την ακρη του στρατοπεδου, ακουεται μεγαλη φασαρια. Στη στιγμη τρεχομε στο παραθυρο. Καποιος περνα απ' εξω. Ρωτουμε.

— Διωχνουν τους Εβραιους, μας λεει σιγα.

Μεσα σε λιγη ωρα, οι Γκεσταπιτες, βαναυσοι και κτηνωδεις, εχουν σχηματισει μια μεγαλη συνοδεια Εβραιων. Πανω απο τετρακοσιοι. Γεροι, αντρες, παιδια. Και, λιγο παρα περα, αλλες τοσες σχεδον γυναικες. Ενα κιτρινο αστερι στο στηθος, το διακριτικό τους. Και τα προσωπα τους, σαν το αστερι, κιτρινα κι αυτα. Αγωνια και πονος. Τα δακρυα τους ποταμι.

Σε λιγο το παραγγελμα για το ξεκινημα: «Εξοδος!»

Κακομοιροι Εβραιοι! Θα γραψετε καινουργια «εξοδο». Τι αντιθετη ομως απ' την πρωτη! Εκεινη ηταν πορεια προς την ελπιδα. Απο τη γη της μαυρης σκλαβιας προς τη Γη της Επαγγελιας. Τωρα; Πορεια προς τον Γολγοθα...

Ειναι ο «πολιτισμος» ο αθεος, ο χωρις οικτιρμό και συμπονια. Τι ειναι ο αδυνατος μπροστα του;

Page 31: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

1100 ΑΑππρριιλλιιοουυ..

Οι τρομερες αφαιμαξεις των εκτελεσεων ειναι αδυνατον να μας λιγοστεψουν. Απεναντιας, ολο και πληθαινομε. Τωρα πια μας τους φερνουν με το τραινο. Διακοσιους, τριακοσιους μαζι!

Με τους καινουργιους είναι κι ενας παπας. Κατωρθωσα να τον πλησιασω. Τα μαλλια και τα γενια του ειναι κουτσουρεμενα. Σωρος οι ψειρες περπατουν. Φαινονται κι απο μακρια πανω στο μαυρο ρασο του καθως περπατουν.

- Πώς εδω; του λεω χαμογελωντας.

- Μην τα ρωτας, πατερ! Ειμαι εφημεριος στο Γόνο της Λαρισης. Ηρθαν οι Γερμανοι στο χωριό και με πηραν απ' το σπιτι μου. Μ' εδειραν ασχημα και μου κοψαν, καθως βλεπεις, και τα γενια. Κι ολ' αυτα γιατι ειχαν βγει απ' το χωριο μου στο βουνο. Επειτα μ' ερριξαν μ' αλλους χωριανους στη φυλακη. Μας κρατησαν καμποσες μερες. Πεινασαμε, ψειριασαμε, γινηκαμε οπως μας βλεπεις, χαλια. Και σημερα μας κουβαλησαν εδω με το τραινο.

Νεοι αθλοι των «γενναιων στρατιωτων του Ράιχ».

Παραστρατημενα παιδια !

Σαν τα μαθη αυτα ο Φυρερ σας, θα σπευση να παρασημοφορηση με το Φυλλο Δρυός κι αυτη την ασεβεια σας.

Τους εκλεισαν μεσα σ' ενα ελεεινό κελλι. Χαμηλο, θεοσκοτεινο, — ο μοναδικος φεγγιτης, φραγμενος με χαρτονια, — ερμαιο του βορια και της βροχης. Επεφταν στο υγρο τσιμεντο. Κανενα ρουχο για στρωσιδι, τιποτε για σκεπασμα. Διακοσιες—τοσες ψυχες στριμωχνονται εκει μεσα, στο παγωτηρι. Διακοσια—τοσα προβατα. Πεινουσαν, βασανιζονταν, απειλουνταν με το φρικτο φόβητρο της εκτελεσεως. Και ο τσοπανης τους ορθος, ο καλος παπα-Σωτηρης του Γόνου, μιμητης του Καλου Ποιμενος.

1122 ΑΑππρριιλλιιοουυ..

Και παλι «λαμαρινες», αλυσιδες, κλουβες.

Τραβουν καμμια δεκαπενταρια, σαν τον χασαπη που τραβαει αλογαριαστα απ' τα μαντρισμενα προβατα, που ειναι για μαχαιρι. Τους δενουν, τους ριχνουν στις κλουβες. Δρομο για το σφαγειο.

Εως ποτε, Κυριε, εως ποτε;

1144 ΑΑππρριιλλιιοουυ..

Αλλαξαν και ειδος. Ως τώρα, οι περισσοτεροι απ' αυτους που κουβαλουσαν ηταν ξωμαχοι. Ζευγαδες απ' το χωραφι, οπου ωργωναν αμεριμνα. Τσομπανηδες απ' το βουνο, οπου φυλαγαν ησυχα τα κοπαδια τους. Ανθρωποι ηλιοκαμενοι, κακοπαθιασμενοι.

Το σημερινο ομως φορτιο ηταν αλλο. Αγορια και κοριτσια, παιδια γεματα νιατα και δροσια. Ειναι φοιτητες και φοιτητριες. Κατι πηγε καποιος απ' αυτους, πολυ ζωηρος, να πη, κι αμεσως χαστουκια και πειθαρχειο.

Page 32: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

1166 ΑΑππρριιλλιιοουυ..

Ηρθε και περασε κιολας η Μεγαλη Εβδομαδα. Ευτυχως που δεν χασαμε τις κατανυκτικες της ακολουθιες. Ολες τις μερες ειχαμε εκκλησια και κηρυγμα. Ολοι βασανισμενοι, ταλαιπωρημενοι, πονεμενοι, παρακολουθησαμε με βαθια ανταποκρισι το μαρτυριο του Μεγαλου Πονεμενου, πρωτη φορα ασφαλως ετσι στη ζωη μας.

Αρκετοι προσηλθαν και στην εξομολογησι. Ο εγωισμος, που κρατουσε πολλους μακρια απ' το παρηγορο και φιλανθρωπο τουτο μυστηριο, σφυροκοπηθηκε, πανω στ' αμονι του στρατοπεδου, με το βαριό του πονου — τσακιστηκε.

2255 ΑΑππρριιλλιιοουυ..

Χριστος Ανεστη!

Τα παντα πανηγυριζουν. Τα παντα πεπληρωται φωτος, ουρανος τε και γη και τα καταχθονια.

Μια σκεψι με βασανιζει και δεν μ' αφηνει να γιορτασω χαρμοσυνα με τα παντα, αυτη την εορτων εορτην και πανηγυριν πανηγυρεων. Μηπως δεν καναμε ο,τι επρεπε για να κυλησωμε απ' τις ψυχες μας τον βραχο της αμαρτιας, κι εξακολουθει να μενη νεκρος ο Χριστος απο κατω;

Ω αγγελε, φυλακα των ψυχων ολων των ανθρωπων, σκυψε βαθια στην ψυχη μας, στην ψυχη ολου του κοσμου, και βοηθησε να κυλησωμε την πετρα της αμαρτιας. Γιατι ο Χριστος πρεπει οπωσδηποτε ν' αναστηθη. Πρεπει οπωσδηποτε η Ανθρωποτης να βρη τη χαμενη χαρα και την ειρηνη. Κι Αυτος ειναι που δινει τη χαρα και την ειρηνη.

66 ΜΜααΐΐοουυ..

Μεσημερι. Καποιος φωναζει απ' το παραθυρο.

— Δεν βγαινεις, πατερ; Εφεραν κι αλλους παπαδες.

Βγαινω γρηγορα. Δυο κληρικοι ερχονται προς το με-

ρος μου. Ειναι κατασκονισμενοι. Με πλησιαζουν. Νιωθω μια ξαφνικη συγκινησι. Ο ενας συμμαθητης μου, ο πατηρ Ι... Χρονια ειχαμε ν' ανταμωσουμε, και να τώρα πως ηρθαν τα πραματα, να συναντηθουμε εδω μεσα!

Με τραβα, με τροπο, παραμερα.

— Δουλευω καλα, μου λεει, για τη λευτερια της σκλα βωμενης Πατριδας. Θα σου πω υστερα λεπτομερειες. Δεν ξερω ομως πως, μας προδωσαν, και χτες τα μεσανυχτα ηρθαν οι Γερμανοι και με σηκωσαν με τις κλωτσιες απ' το κρεβατι. Ουτε τα ρουχα μου δεν επετρεψαν να φορεσω. Ταφερε υστερα η μανα μου στο κρατητηριο. Και σημερα με τον παπα τον αλλο και τους υπολοιπους, που ειναι οι περισσοτεροι υπαλληλοι και εμποροι της Κοζανης, μας κουβαλησαν εδω.

Τον κατατοπιζω κι εγω, και του συνιστω προσοχη στην ανακρισι.

Page 33: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

33 ΙΙοουυννιιοουυ..

Ενα αυτοκινητο της Γκεσταπο, μαυρο σαν τις μαυρες ψυχες των αφεντικων του, ηρθε και μας πηρε τον Ι... Που τον παει; Οι ανθρωποι του γραφειου, που ξερουν, λενε πως τον πηγαινουν στο 501. Εκει που δοκιμαζει κανεις σ' ολη της την εκτασι τη σκληροτητα και τη κτηνωδια των χωρις Χριστον ανθρώπων του Χιτλερ.

Ο Θεος, ο μονος που μπορει να βοηθηση σε τετοιες περιστασεις τον ανθρωπο, ας τον βοηθηση.

2288 ΙΙοουυννιιοουυ..

Παλι στο φεγγαρι του ειναι ο Διευθυντης. Δερνει αλυπητα, με το στυλιαρι του κασμα, καποιο παλικαρι. Θελησε, λεει, να κανη σε καποιον αρρωστο συγκαταδικο του ενα ζεστο. Κι αναψε λιγη φωτια. Δεν πιστευε ο δυστυχος πως θα το θεωρουσε ο κ. Διευθυντης τοσο μεγαλο εγκλημα.

22 ΙΙοουυλλιιοουυ..

Απογεμα. Μολις εχουν ανοιξει για να παρωμε λιγο αερα. Κανομε περιπατο στην αυλη. Μια κλουβα περνα με βια την μεγαλη πορταρα και τραβα κατ' επανω μας. Ξεχωριζομε μεσα «πεταλαδες». Ειναι οι ανθρωποι που ερχονται μοναχα για να μας κανουν κακο. Ολοι χωνομαστε γρηγορα-γρηγορα στους θαλαμους. Σε λιγο περνουν μπροστα απ' το παραθυρο μας. Κρατουν ολα τα αποτροπαια συνεργα τους. Τραβουν προς το βαθος. Λεαινες. Εχομε αποτραβηχτη, οπως κανομε παντα σε κατι τετοιες φοβερες στιγμες, σε μια γωνια. Προσευχεται ο καθενας μας μυστικα στο Θεο.

Μια στιγμη, τα βαρια βηματα τους, που κι αυτα ακομα διαλαλουν απο μακρια τη σκληροτητα τους, ακουονται εξω απ' το θαλαμο. Ναταν δυνατό να μας καταπινε αυτη την ωρα η γη...

Περνα η πρωτη κλουβα. Φάρκα. Ύστερ' απο λιγο περνα κι αλλη. Και τουτη βαρυφορτωμενη το ίδιο.

Στις πεντε μας ανοιγουν. Ολοι μουδιασμενοι, περπατουμε νευρικα στην αυλη.

Τα μαθαμε... Πηραν τριανταδυο απο δω, και δεκαοκτω απο τις αλλες φυλακες.

- Βαλαν χερι, ακους να λεη ο ενας στον αλλο φουρκισμενος, ως και στους καταδικους...

- Αλιμονο!...

Φαινεται πως αυτοι οι δυστυχοι δεν εχουν ακομα καταλαβει πως οι Γερμανοι, αφ' οτου ανεβασαν στη θεσι του Θεου τον Χιτλερ, ουτε ιερα εχουν ουτε οσια. Να σεβασθουν τους καταδικους! Αυτοι!

33 ΙΙοουυλλιιοουυ..

Μαθαινομε σημερα πως οι Γερμανοι εξετελεσαν πενηντα. Τοση ηταν η χθεσινη σοδεια τους. Τους εξετελεσαν «εις εξιλασμον», οπως γραφει η ανακοίνωσί τους, για τα «κακουργηματα» του ελληνικου λαου εναντιον της δυναμεως Κατοχης!

Ο Θεος ας ευλογη και ας φωτιζη τα παιδια που πηραν την αποφασι ν' αντισταθουν.

Ερχονται πληροφοριες, πως, με τους 18 που πηραν, ηταν και δυο παπαδες. Φοβουμαι πολυ μην ειναι κι ο πατηρ Ι...

Page 34: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

44 ΙΙοουυλλιιοουυ..

Θετικες πια και εξακριβωμενες πληροφοριες βεβαιουν την εκτελεσι του πατρος Ι... Ενας μαλιστα που παρακολουθουσε απ' τον κηπο του, εκει κοντα, το δραμα, λεει πως ανοιξε την τελευταια στιγμη τα στηθια του και φωναξε δυνατα:

— Χτυπατε! Ειμαι Ελληνας Παπας. Πεθαινω για τον Χριστο και για την Πατριδα.

Ο ιδιος λεει επισης πως, μετα την εκτελεσι, οι στρατιωτες του εκτελεστικου αποσπασματος παιζαν φουτμπωλ με το καλυμμαυχι του.

Τον κλαιω και τον μακαριζω συγχρονως. Η Εκκλησια μας εχασε εναν καλο στρατιωτη και το Εθνος εναν πατριωτη με αλυγιστο εθνικο φρονημα.

Μουλεγε προχθες, που γινοταν λογος γι αυτον, καποιος που τους πηγαν μαζι στο 501:

— Οταν φθασαμε εκει, μας πηραν στην ανακρισι χωριστα. Μετα δυομιση ωρες περιπου μας κατεβασαν. Αντικρυσα τοτε εναν πατερα Ι.. ολοτελα παραμορφωμενο απ' το ξυλο. Χωρις ρασο κι αντερι. Τα κρατουσε τσαλακωμενα στ' αριστερο του χερι. Μας τραβηξαν και μας πεταξαν, εμενα στο 9 κι εκεινον στο 6. Το παραθυρακι του κελιου μου εβλεπε στην αυλη. Ετσι, καθε πρωι παρακολουθουσα ολους οσους βγαζαν για αερα. Ηταν αρκετοι. Εκεινος που περισσοτερο τραβουσε την προσοχη μου ηταν ο πατηρ Ι... Περπατουσε καμαρωτος, παντα με ψηλα το κεφαλι. Στην όψι του ηταν απλωμενη η χριστιανικη ηρεμια και γαληνη. Κι ολο σιγοψαλλε, ομορφα και κατανυκτικα.

Καποιος αλλος παλι, που κι αυτος εμενε μαζι του, μου ειπε σημερα:

— Α, ο πατηρ Ι... ηταν κληρικος απ' τους σπανιους. Ολες τις μερες που εμενε εκει, εψαλλε και προσευχοταν με ευλαβεια. Ειχε βαθια πιστι, κι αυτο τον έκανε να μη χαση το θαρρος του ως την τελευταια στιγμη. Όλοι μας τον θαυμαζαμε. Οταν μια μερα ο γερμανος φρουρος, πειραζοντας τον, του ειπε κατι περιφρονητικό για τον κληρο, αυτος, μ' ενα αξιοθαυμαστο θαρρος, απαντησε: «Ειμαι Ελληνας κληρικος».

Πραγματι, τοδειξε πως ηταν Ελληνας ορθοδοξος κληρικος.

2244 ΙΙοουυλλιιοουυ..

Κυριακη. Και μ' αυτό τι; Εμεις δεν ειμαστε ελευθεροι. Και δεν μπορουμε να κανονισουμε, οπως ο εξω κοσμος, τη ζωη μας. Δεν μας επετρεψαν να κανωμε λειτουργια.

Απ' τη νυχτα, ολοι σχεδον οι κρατουμενοι ειναι αγγαρεια. Κουβαλουσαν μεγαλα σακκια αλευρι. Κι οι φύλακες επιστατουσαν με ραβδια στο χερι, φοβερίζοντας και χτυπωντας αυτους που αργουσαν. Πανω που πηγαν να φορτωσουν εναν, ξεφευγει το σακκι απ' τ' αδυνατα χερια του και πεφτει. Κοντα ηταν ο Διευθυντης. Με μια ραβδια κρεμαζει το χερι του δυστυχισμενου, που επεσε σπαρταρωντας κι ουρλιαζοντας απ' τον πονο.

1155 ΑΑυυγγοουυσσττοουυ..

Η γιορτη της Παναγιας, της μητερας των πονεμενων. Γι αυτό ολοι σχεδον οι κρατουμενοι ηρθαν στη λειτουργια και την παρακολουθησαν με προσοχη και με βαθια ευλαβεια.

Page 35: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Βγαινομε ολοι ξαλαφρωμενοι. Μα εκτος απ' αυτο, κι αλλη μεγαλη χαρα μας δινει η Παναγια με τη γιορτη της. Ηρθαν να μας επισκεφθουν συναδελφοι και χριστιανοι της Θεσσαλονικης. Υστερα απο την κουβεντα που εκαναμε, απεφασισαν να συμπεριλαβουν και το στρατοπεδο μας στην ακτινα της φιλανθρωπικης των κινησεως.

Αρχη που φερνει πολλες ελπιδες...

2255 ΑΑυυγγοουυσσττοουυ..

Σφιξεις και τρεχαματα. Καποιος, που έχει καταδικασθη πεντε χρονια φυλακη, επειδη σκεφθηκε απλως να περαση στην Τουρκια, τοσκασε. Και τοσκασε ετσι, για πεισμα τους, μερα μεσημερι. Ολοι βρισκονταν στις θεσεις των. Φρουροι και φυλακες βαστουσαν τα ποστα. Κι ομως αυτος τα καταφερε. Κι οι καλοι μας τώρα φρενιασαν. Εχασαν, βλεπετε, τη συρμαγιά τους. Ανησυχουν μην ερθουν οι κλουβες και δεν βρουν υλικο. Και ξεθυμαινουν σε αθωους ανθρωπους. Ξυλοκοπουν και κλεινουν στο πειθαρχειο τους πλυστες. Γιατι ειδαν, λεει, αυτοι τον δραπετη που μιλουσε με καποιον απ' εξω, και δεν τον προδωσαν. Προχωρουν και περισσοτερο. Ενισχυουν τη φρουρα. Εμας μας μαντριζουν στους θαλαμους. Απαγορευουν ακομα και το επισκεπτηριο.

3311 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Η υποσχεσι που εδωσαν οι χριστιανοι δεν ξεχνιεται. Να οι πρωτοι καρποι αυτου του μηνος: 56.000 δρχ., 62 ψωμια, 18 πλακες σαπουνι, 24 κομματια ρουχα και αρκετα αλλα τροφιμα και φαγητα.

Συντασσουμε μια καταστασι με τα ονοματα αυτων που βοηθουνται. Αυτοι υπογραφουν.

44 ΣΣεεππττεεμμββρριιοουυ..

Τη χαρα που νιωσαμε πριν λιγο καιρο, για τη χαρη που πηρε καποιος απ' την παρεα μας, ο Γιωργος, τη δοκιμαζομε και σημερα. Με πολλα τρεχαματα και μεσα, και, κυριως, πληρώσας δωρων την δεξιαν αυτων, πετυχε και ο Ανδρεας να παρη αναστολη.

88 ΣΣεεππττεεμμββρριιοουυ..

Δοξα ναχη ο καλος Θεος, που, καθε λιγο και λιγακι, κοντα στις πικρες μας στελνει και χαρες.

Σηκωσε πια τα χερια η Ιταλια. Συνθηκολογησε ανευ όρων. Οι Ιταλοι συλλαμβανονται απο τους συμμαχους των. Αφοπλιζονται και κλεινονται σε στρατοπεδα.

Μ' αυτη τη χαρουμενη ειδησι ανετειλε η σημερινη μερα.

Εσπασε λοιπον κι εγινε κομματια ο ενας τροχος του Αξονος; Τι εγινε ο εκλεκτος και αηττητος στρατος; Η τελεια πολεμικη μηχανη; Τα πολλα υποβρυχια, τ' αναριθμητα πολεμικα καραβια, τ' αμετρητα αεροπλανα, τα δαση των λογχών; Οι Ναπολεοντιες, τελος, στασεις κι οι γροθιες και τα παχια λογια του φοβερου Ντούτσε; Όλ' αυτα τι εγιναν;

Καπνος ην και διελύθη. Πομφόλυγες ησαν και διερραγησαν. Αραχνη ην και διεσπασθη.

Διεσπασθη και κατακρημνισθηκε, μαζι με τον ψευτοκαίσαρά του, το Imperio Italiano. Αληθεια, ο Θεος υπερηφανοις αντιτασσεται. Και τώρα προοιωνιζει και το γρηγορο τσακισμα του αλλου τροχου του Αξονος. Και το γκρεμισμα και του τριτου αλάστορος, που του αρεσει να παρουσιαζεται με θειες

Page 36: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ιδιοτητες, και να ζητα απ' τον κοσμο λατρεια και προσκυνησι δουλικη.

2233 ΣΣεεππττεεμμββρριιοουυ..

Επισκεπτηριο. Ο κ. Φ..., ιεροκηρυκας της «Ζωης», με πραματα κι ενα μεγαλο δωρο:

— Απο αυριο θα εχετε για ενα μηνα δεκαπεντε ψωμια την ημερα.

Δεκαπεντε ψωμια... 120 μεριδες. 120 φτωχοι θα παιρνουν, για ενα μηνα, ψωμακι.

Ω, η χαρά μας!...

Ευλογημενο το ονομα του Θεου!

2244 ΣΣεεππττεεμμββρριιοουυ..

Ερχεται ενα παλικαρι ως εικοσι χρονων. Τον βλεπεις κι αστραφτει. Η οψι του λαμπει. Ειναι Αχθοφορος της Αγαπης.

— Ο κ. Φ..., πατερ, τα 15 ψωμια.

Ευχαριστω τον Θεο. Με πλημμυριζει η χαρα και η συγκινησι. Του γραφω λιγα λογια:

Κυριε Φ...

Ευλογημενη η ημερα που ο καλος Θεος εσπρωξε τα βηματα σας προς το Στρατοπεδο μας. Μας φερατε την ευλογια Του. Ηρθατε με απλοτητα. Σα να ανοιγατε το γραφειο σας ή σα να μπαινατε σπιτι σας. Ξερατε οτι ο Κατακτητης παρατηρούσε αγρυπνος, μα επρεπε να εκπληρωσετε τη θεια. επιταγη: ...εν φυλακη ήμην... Ολα τ' αλλα δεν ειχαν για σας καμμια σημασια. Επρεπε να επισκεφθητε και να παρηγορησετε τους δεσμίους αδελφούς σας ως συνδεδεμενοι και τ' αψηφησατε ολα. Ας σας εκλειναν και σας μεσα...

Ξερετε ποσος πτωχος πονεμενος κοσμος, χαρις στις ενεργειες σας, στεκεται στα ποδια του;

Ο καλος Θεος να σας δυναμωνη παντα στο εργο σας το χριστιανικο.

ΜΜεε σσεεββαασσμμόό κκααιι ααγγααππηη ααδδεελλφφιικκηη

Μα ειναι κι ο «αιματοδότης». Ετσι τον ειπε ο κ. Φ... τον φιλανθρωπο που θελησε να βοηθη τους φτωχους μας. Πρεπει, πρεπει κατα καποιον τροπο να του εκδηλωσω την ευγνωμοσυνη μας.

Γραφω και σ' αυτον, και του τονιζω την απεραντη βαρυτητα της προσφορας του.

2277 ΣΣεεππττεεμμββρριιοουυ..

Δεν ειναι ακομη μεσημερι. Περπατούμε στην αυλη. Τα βλεμματα μας, οπως παντα, γυρισμενα εξω. Βαθια στο δρομο, καμποσοι ανθρωποι βαδιζουν κατα δω. Τους παρακολουθουμε. Σταματουν σε μας.

Page 37: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Ειναι οι χριστιανες γυναικες, που ερχονται να μας βοηθησουν. Οπως ολοι που φερνουν, ετσι κι αυτες, ζητησαν τον «πατερα Ηγουμενο». Μ' εχουν αναγνωρισει σιωπηρως ως αντιπροσωπο των φτωχων του στρατοπεδου, και μου παραδιδουν δυο καροτσακια πραματα: ψωμια, φρουτα, γλυκισματα, ρουχα, τσιγαρα και 908.500 δραχμες. Τ' αδειαζουμε στο κελακι. Το γεμισαν. Πλουσια τα ελεη του Θεου!

22 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Η ωρα που γυριζει η αγγαρεια. Κατι αγριες στριγγλιες και κλαματα αναστατωνουν το στρατοπεδο. Τρομαγμενοι, ρωτουμε. Μαθαινουμε:

— Το σκασαν δυο απ' την αγγαρεια και ηρθαν λιγο νωριτερα. Ο διευθυντης τους αρχισε στο ξυλο. Κρατα μια πετρα στη χουφτα και τους χτυπα οπου φτασει. Αυτοι ειναι που τσιριζουν και κλαινε ετσι.

1111 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Βρεχει κατακλυσμος. Μενουμε μεσα. Ξαφνικα — μηπως γελιεμαι; — σα μια γνωστη φωνη απ' εξω. Ανοιγω την πορτα και τι να ιδω! Ο φιλος μου κ. Σ..., Οικονομικος Εφορος. Μαζι του ειναι κι αλλοι. Πανω απο δεκα. Και οι περισσοτεροι απ' αυτους μεγαλοι και τρανοι του νησιου.

— Μας αρπαξαν, μου λενε, και αρον-αρον, μας εφεραν εδω. Τι γινεται; Σκοτωνουν μαθαμε... Τι θα γινωμε;...

Καποιος τους ειπε, πως οσοι μπουν εδω μεσα δεν βγαινουν παρα με την κλουβα μονο. Και ταχουν χαμενα. Ενας μαλιστα, ο πιο τρανος, αν και κανει πως κλαιει για αλλα πραματα, ειναι σιγουρο πως κλαιει γιατι φοβαται τον θανατο.

Μα ο Χριστιανος αναρωτιεται: Γιατι να φοβηθω τον θανατο, οταν αυτος ειναι το επιστεγασμα μιας χριστιανικης ζωης κι η γεφυρα που θα με μεταφερη στον κοσμο των αιωνων;

Ο πιστεύων εις εμε καν αποθανη ζησεται!

1199 ΟΟκκττωωββρριιοουυ..

— Πατερ Ηγουμενε... ε, πατερ Ηγουμενε! γρη γορα στο γραφειο..., καποιος φωναζει και χαλνα τον κοσμο.

Πηγαινω. Καποιος κυριος, ταπεινα ντυμενος, μου δινει ενα εκατομμυριο δραχμες.

— Μοιρασε τα, σε παρακαλω, μου λεει μ' ευγενεια, στους φτωχους.

— Ευχαριστω πολυ, του λεω, κυριε. Αυτό που κανετε πολυ με συγκινει. Ειναι δυνατον να μαθωμε τ' ονομα σας;

Δυσκολευθηκε.

— Μα... μα... δε χρειαζεται...

Προσφορα χριστιανικη. Μη γνωτω η αριστερα σου τι ποιει η δεξια σου.

Page 38: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

2200 ΟΟκκττωωββρριιοουυ..

Παλι κλουβες και πεταλα. Αυτη τη φορα ομως δεν παιρνουν. Φερνουν. Κουβαλουν τους χρηματιστας συν γυναιξι και τεκνοις. Δεν ξερω τι κολπα λενε πως εκαναν στο Χρηματιστηριο για να ανεβαζουν τη λιρα. Γι' αυτο τους φεραν εδω. Κι οι δικοι μας οι «μαγκες» τους υποδεχονται με βρισιες και με φωνες:

- Κρεμαλα στους μαυραγοριτες!

Αυτοι στενοχωριουνται, διαμαρτυρονται:

- Ελληνες, βρε παιδια, ειμαστε και μεις.

— Το ξερομε τους απαντα καποιος, πριν ακομα τε λειωσουν. Ελληνες ειστε, αλλα τι Ελληνες! Ο κοσμος υποφερει και σεις κερδοσκοπειτε. Ρουφατε σαν βδελλες το αιμα του κοσμακη. Κατι τετοιοι σαν και σας, καλυτερα στην κλουβα...

Παιρνει αερα, και συνεχιζει:

— Κι υστερα σας κακοφαινεται! Ολους οσους φερ νουν εδω τους δεχομαστε, παμε κοντα τους, τους βοηθα με. Θα το ιδητε και με τα ματια σας, αν μεινετε δω περα και δεν σας κρεμασουν. Τους παρηγορουμε τους αλλους. Κανουμε ο,τι μπορουμε γι' αυτους. Τ' αξιζουν ομως... Ενω εσεις...

Ο Θεος δεν τιμωρει μοναχα στον αλλο κοσμο. Πολλες φορες τιμωρει κι εδω.

2299 ΟΟκκττωωββρριιοουυ..

Καθως διαβαζαμε στη λιακαδα, μας ερχεται ο Εφορος και ο Πρωτοδικης Μυτιληνης. Τους ειπαν να εγκατασταθουν κι αυτοι στο κελακι μας. Και μας ρωτουν αν τους θελωμε.

— Καλα, λεει γελωντας ο Γιαννης. Να μη τυχον το μαθη ομως τ' αφεντικό και μας ανεβαση το νοικι. Γιατι εδω πληρωνομε ολοι τοις μετρητοις.

Σε λιγο γινεται η εγκαταστασι.

Α, το φτωχο το κελακι! Το «Υπουργειον Προνοιας και Περιθαλψεως», οπως το ονομαζει ενας φιλος, η «Μαννα των Φτωχων», οπως το λενε οι πολλοι.

Εκει μεσα ειναι εγκατεστημενα: το εξομολογητηρι, η βιβλιοθηκουλα με τα εκλεκτα θρησκευτικα της βιβλια, — δωρα των Χριστιανων — η Τραπεζα και η αποθηκη οπου φυλαγονται τα ελεη και τα βοηθηματα των χριστιανων για τους φτωχους.

Οι εισφορες της χριστιανικης αγαπης εξακολουθουν. Χρηματα, ψωμια, ρουχα, φρουτα, φαγητα. Ολο και πληθαινουν οι Αχθοφοροι της Αγαπης.

66 ΝΝοοεεμμββρριιοουυ..

Χαρι και στον πατερα Ευστρατιο. Ο,τι δεν κατωρθωσαμε τοσον καιρο τώρα εμεις, ο Στρατοπεδαρχης το πετυχε μεσα σε ελαχιστες μονο μερες.

Page 39: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Ποιος ομως εσπρωξε αυτον τον Γερμανο να ενδιαφερθη ετσι, χωρις κανενα απολυτως συμφερον; Ποιος αλλος απ' τον καλό Θεο; Ο ελπιζων επι Κύριον ου καταισχυνθησεται.

Στο καλό πατερ!

2266 ΝΝοοεεμμββρριιοουυ..

Αριστερα λιγο πιο περα απ' τον τοιχο, που ειναι γυρω απ' το στρατοπεδο, καμια δεκαρια εργατες ανοιγουν λακκους. Κακα σημαδια...

Είναι το νεο της ημερας. Κι οσο βραδυαζει τοσο και χανει την αοριστια κι αρχιζει να προσεγγιζη τα όρια της πραγματικοτητος. Γιατι τ' ακουμε πια και απ' ανθρωπους του Γραφειου.

Ετσι μας βρισκει η νυχτα. Μα που ησυχια. Πλακα βαρια, σαν το μολυβι, πλακωνει τα στηθια ολων. Μεσα στην ψυχη του καθενος, ενα μεγαλο ερωτηματικό απλωνεται.

Στις 7 μπαινει ο σκοπος στο κελι μας. Ειναι ανησυχος και λυπημενος. Προσπαθει να κρυψη την ανησυχια του, μα δεν τα καταφερνει. Το προσωπο του και οι νευρικες κινησεις του τον προδινουν. Ξερει καλα το κακό που θα γινη αυριο το πρωι.

Σε λιγο ερχεται και ο φυλακας να μας κλειδωση. Και τουτος, ενω αλλες βραδιες ηταν ολο κεφια και πειραγματα, αποψε ειναι μουδιασμενος.

— Ο πρωτος θαλαμος, μας λεει, εμαθε πως το πρωι θα γινουν εκτελεσεις και ειναι αναστατος. Δεν πας λιγο, πατερ Ηγουμενε, να τους πης κανενα λογο; Αυτοι θα τρελαθουν ως το πρωι.

Πηγαινω. Στην τρυπιτσα της πορτας ειναι καποιος γνωστος μου. Εχει χασει ο δυστυχος, απ' το φοβο του, τελειως τη λαλια του.

— Εχετε πιστι στον Θεό και προσευχεσθε, τους λεγω. Μην αφησετε να σας παρη κατω αυτη η τρομαρα. Κανετε σαν καλοι Χριστιανοι. Θα γινη το θελημα του Κυριου.

Γυριζω πισω και βρισκω τους δικους μου φουντωμενους. Ιδιως ο Πρωτοδικης. Βαζει κατω ολη του την ανακριτικη τεχνη για να αποσπαση το μυστικό απ' τον φυλακα. Κι ο αστυνομικος, κατ' αντανακλασιν του πρωτου φαινεται, εκδηλωνει ανησυχιες. Εκεινος που μενει κυριος του εαυτου του ειναι ο Εφορος. Κρατα το Ευαγγελιο, το «Βιβλιο της ζωης», και διαβαζει. Για μια στιγμη:

— Να το το βρηκα! φωναζει: Μη ταρασσεσθω υμων η καρδια μηδε δειλιατω... πιστευετε εις τον Θεον, και εις Εμε πιστεύετε.

Ετσι ειναι. Τι ωφελουν οι κλαψες και τα μοιρολογια! πιστευετε εις τον Θεον... Αυτό μοναχα.

2277 ΝΝοοεεμμββρριιοουυ..

Τι ηθελε αυτος ο Πρωτοδικης και επεμενε τοσο να μαθη τα ονοματα των μελλοθανάτων; Ειμαστε απ' τα μεσανυχτα ολοι ξυπνητοι, κι ομως κανενας δεν τολμα ν' ανοιξη κουβεντα.

Τι φρικη, να ξερης πως αυριο το πρωι, εδω διπλα σου, θα περιμενη το φιλο σου, τον αδελφο σου μια τυχη αποτροπαια, χωρις εσυ να μπορης να τον υπερασπισης!

Page 40: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Στις εξι ερχεται ο υπαρχιφυλακας. Μας ανοιγει. Πετιομαστε απανω. Ταχει τελειως χαμενα.

— Τοση ωρα τώρα προσπαθω, μας λεει, και δεν τα καταφερνω να ξεκλειδωσω διπλα. Θαρρεις και καταλαβαινει κι η κλειδαρια... Κι ομως πρεπει...

Και ψαχνει τα κλειδια.

Αυτη η καθυστερησι του υπαρχιφυλακα ανησυχησε τους δολοφονους. Διψουν οι τιγρεις για αιμα. Ερχεται τρεχοντας ο αρχιφυλακας. Υστερ' απο λιγα λεπτα περνουν μπροστα απ' το κελι μας. Ο πρωτος, παλικάρι απο τα σπανια. Εχει εξομολογηθη πριν απο λιγες μερες. Η ψυχη του ειναι πλημμυρισμενη απο ζεστη αγαπη προς τη Θρησκεια και την Πατριδα. Ο δευτερος, οικογενειαρχης καλος. Κι ο αλλος, παλικαρι στον ανθό της ηλικιας του. Τους τραβουν κατω.

Η ωρα περνα. Μα τα πραματα δειχνουν πως δεν προκειται να σταματηση ως εδω το κακο. Το σαρκοφαγο θηριο ακομα δεν χορτασε.

Αλλη παρτιδα. Πεντε αυτη τη φορα: Ολοι περασμενης ηλικιας, απο την περιοχη των Γιαννιτσων.

Περνουν κι αυτοι μπροστα απ' το κελακι μας και δεν τολμουν οι κακομοιροι να ριξουν μια ματια. Φοβουνται μη μας κανουν κακο.

Και σα να μη φθανουν αυτοι, παίρνουν, τελευταιο, κι απ' το αναρρωτηριο, ενα γερο αρρωστο.

Μενομε κλεισμενοι στο κελι. Φορω το πετραχηλι και ψαλλω χαμηλοφωνα τη νεκρωσιμη ακολουθια. Δακρυα πλημμυριζουν τα ματια ολων μας. Ελεγα το Δι' ευχων οταν ακουστηκε η ριπη του πολυβολου. Ύστερα οι χαριστικες.

Απογευμα. Το κακό δεν ξεθυμανε φαινεται ακομα. Μια φημη, που κανει να παγωνη το αιμα στις φλεβες ολων μας, λεει πως αλλοι δεκα εφτα μεγαλοι λακκοι περιμενουν με ανοιχτό το στομα, να χαψουν πολλους ακομα. Γινεται λογος για σειρα μεγαλων εκτελεσεων, με 300 και 400 θυματα.

Οι κακομοιροι οι Γιαννιτσιωτες, που μας τους κουβαλησαν πριν λιγες μερες, το ξερουν πως ειναι υποψηφιοι και ταχουν χαμενα κυριολεκτικως. Περπατουν σαν ζαλισμενες κοτες. Αλλα κι εμεις οι αλλοι δεν παμε πισω.

Βραδυ. Οι ειδησεις που μας φερνει ο Νικος, αυτος ο καλος φυλακας, ειναι καθησυχαστικες. Ανεσταλησαν, μας ειπε, προς το παρον οι εκτελεσεις.

Ο Νικος εμεινε δω μεσα για να βοηθηση τους κρατουμενους. Αυτό ηταν η δικη του συμβολη στον Αγωνα. Το μεριδιο του απ' το σταυρο της Ελλαδος. Καποιοι κρατουμενοι τον θεωρουν για τον χειροτερον απ' τους φυλακες. Του το λεω καμμια φορα κι αυτος χαμογελα.

— Δουλεια μοναχα να γινεται, Πατερ!

Οι Γερμανοι δεν μπορουσαν να τον υποπτευθουν. Εκανε καλα τη δουλεια του. Ειχε γινει ενας απ' τους πιο εμπιστους φυλακες. Κι αυτος που οι Γερμανοι τον θεωρουν φιλο τους, ειναι θανασιμος εχθρος τους. Τον ενομιζαν οργανο τους πιστο, δικο τους. Μ' αυτος ανηκε στους φυλακισμενους. Σαν ναταν φυλακισμενος κι αυτος, — ναι, ηταν φυλακισμενος κι αυτος... μ' αλλο τροπο. Κατι περισσοτερο από συγκρατουμενος μας, γιατι χωρις να ξεχωριζη κανενα μας, μας αγαπουσε ολους σαν ενα. Μας αγαπουσε και μας πονουσε ολους. Η χαρα μας κι ο πονος μας εβρισκε αντανακλασι μεσα στη δικη του ψυχη.

Page 41: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

2288 ΝΝοοεεμμββρριιοουυ..

Γινεται παλι ομαλη η ζωη στο στρατοπεδο. Γινονται επισκεπτηρια. Πολλοι ερχονται με την ψυχη στο στομα για να ρωτησουν για τους δικους των. Τους λεει ο φυλακας πως ειναι ζωντανοι, μεσα, κι αυτοι εξακολουθουν να κλαινε. Θελουν να τους δουν για να πιστεψουν.

Αλιμονο, αν ο φυλακας τους πη πως τους μετεφεραν σε αλλες φυλακες. Ξερουν καλα πως η φυλακη, μ' αυτα τα στερεοτυπα λογια αναγγελλει επισημως τον σκοτωμο των ανθρωπων. Και τοτε... Γυριζουν και φευγουν και φερνουν μαζι τους τον βαρυ πονο που τους γεμισε τουτος ο τοπος. Κι ολο καταρες αφηνουν πισω τους.

11 ΔΔεεκκεεμμββρρίίοουυ..

Ποιος μπορει να μενη μεσα μ' αυτη τη σπανια λιακαδα; Εχουμε ξεχυθη στην αυλη του Στρατοπεδου. Τωρα τελευταια, μαζι με τους 200 Γιαννιτσιωτες, ξεπερνουμε τους 800 κι εχουμε γεμισει ολο το χωρο. Πηγαινω στην εξω αυλη, στην αυλη των καταδίκων, οπως τη λεμε. Περπατω με καποιον γνωστο μου απ' τη Λημνο, διπλα στα συρματοπλεγματα, που μας χωριζουν απ' το στρατοπεδο των Σέρβων αιχμαλωτων. Οπως φαινεται, και τουτο δεν πηγαινει πισω. Αντρες με πολλα χρονια στην πλατη, και παιδια αμουστακα ακομα. Φοβερα στραπατσαρισμενοι. Τους βλεπεις και τους λυπασαι. Ξεχνω τον δικο μας τον πονο μπροστα σ' αυτονων το δραμα. Τους κοιταζω και τους πονα η ψυχη μου.

Ενα παλικαροπουλο, απλυτο κι ακτενιστο, ειναι καθισμενο πανω σε μια κασα. Το προσωπο του, καταχλωμο, το κανει ακομα πιο συμπαθητικο. Ακουμπαει το κεφαλι του στα δυο αδυνατα χερια του. Το κοιταζω...

— Να ημουν ζωγραφος, λεω στον συντροφο μου. Θα το ζωγραφιζα. Και ξερεις τι θαγραφα απο κατω; «Ο σκλαβος των Ναζι».

Παρα-κατω ενας αλλος, ως 30 χρονων. Φοραει δικωχο, με μια νεκροκεφαλη απανω. Ειναι κουκουλωμενος με μια κουβερτα. Εχει πεσει στα συρματοπλεγματα και μας κοιταζει ολος περιεργεια. Εχει μια λυπη! Τουτος, ασφαλως, θα κλαιη μεσα του εμας.

99 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

— Ωχ, μανουλα μου... Πεθαινω!

Πηγαινω στο κελι απ' οπου βγαινουν οι φωνες. Ενα αγορι μολις 18 χρονων, απ' τη Λημνο, ειναι πεσμενο στο κρεβατι, και κλαιει, φωναζει. Αγνωριστο το καημενο. Κεφαλι σπασμενο. Προσωπο πρησμενο, γεματο μαυρες βουλες. Ματια ματωμενα. Χερια και ποδια παραλυμενα. Καταμαυρο και μολωπισμενο ολο το κορμι.

Του χαϊδευω το κεφαλι, το ρωτω:

— Γιατι σ' εκαναν ετσι, παιδι μου;

— Τοσκασε, πατερ μου, ο αδερφος μου απ' την αγγαρεια, μου απαντα και κλαιει. Κι οι πεταλάδες πιασαν εμενα. Μ' εβαλαν μεσα σ' ενα τσουβαλι και με τσαλαπατουσαν και με χτυπουσαν οπου φταναν. Ποτε μ' εβγαλαν απ' αυτο και μ' εφεραν εδω δεν το καταλαβα. Ω, μαννα μου!...

Page 42: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Αυτα, παιδακι μου, κανει ο ανθρωπος οταν αποξενωθη απ' τον Θεο. Γινεται θηριο. Θηριο ανημερο.

2255 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

Τα δευτερα Χριστουγεννα μας στου Παυλου Μελα. Μα η αγαπη των Χριστιανων κανει να ξεχασωμε την τραγικη μας θεσι. Μ' ολο το κρυο, απ' το πρωι καταφθανουν καραβανια, αλλοι μαγοι προς το Θειο Βρεφος, με τα δωρα τους: Ψ ωμια, τροφιμα, γλυκα, φρουτα και τσιγαρα. Ειναι τα Κατηχητοπουλα «μας»... Τα δικα μας. Αυτα που εχουν τη φροντιδα τη δικη μας, αυτα που ανελαβαν να μας φερουν το χαμογελο τους. Στεκονται μια πυκνη ομαδα εξω απο τα συρματα και τραγουδουν. Η φωνη τους, θερμη και δυνατη, μπαινει μεσα μας και διαποτιζει την υπαρξι μας με το ζωογονο της ριγος. Η ευχαριστια κυλα βουβα, φουσκωνει τα στηθη μας και βουρκωνει τα ματια. Σ' ευχαριστουμε, Κυριε, που δε μας αφησες μονους... Τα παιδια μας ευχονται χρονια πολλα, καλη λευτερια, — αυτο στο αυτι — αφηνουν τα δωρα τους τα πλουσια και φευγουν.

Οι καταδικοι μενουμε ακομα στην αυλη και παρακολουθουμε. Σημερα θα τα δουμε ως που να χαθουν... Και χανονται εκει στο βαθος του δρομου, μια μακρυα γραμμη χελιδονια που εφεραν την ανοιξι στο διπλο μεσοχειμωνο του Π. Μελα.

2266 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

Απ' το πρωι ως το βραδυ κανομε διανομες, και το κελακι δεν λεει ν' αδειαση. Ευλογια Κυριου.

Οι μαγοι της χαριτος, οπως ηταν φυσικο, περασαν σε γενναιοδωρια τους Μαγους της ειδωλολατρειας. Φερνουν, κι ολο φερνουν. Σταφιδοψωμα, καλομαγειρεμενο φαγητο, γλυκισματα λογης-λογης και φρουτα διαλεχτα.

Τι να πης! Καθε εποχη έχει και τους αγιους της. Και η σημερινη εποχη, η μαμμωνολατρική, έχει τους δικους της. Εκεινους που λατρευουν τον Χριστο. Κι αυτην τη λατρεια, την αγια, τη δειχνουν στην πραξι.

2277 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

Ο βοριας φυσα παγωμενος. Τιποτα δεν βλεπει κανεις εξω, παρα μονο μαυρα κορακια σκι ζουν τον αερα κοπαδιαστα — θλιβεροι κραχτες της μεγα λης συμφορας.

Σε μια στιγμη που βγαινω εξω, βλεπω μια μακρια σειρα απο γερους, αντρες, ακομα και παιδια. Ματωνει η καρδια σου. Αξυριστοι, σκονισμενοι, τσακισμενοι. Μερες μες στο δρομο. Χωρις ψωμι, χωρις τροφη. Χωρις ρουχα, χωρις σκεπασματα.

Βγηκαν οι Γερμανοι γι' ανταρτες, και, για να μη γυρισουν με αδεια χερια, μαζεψαν αυτους τους δυστυχους μες απο τα σπιτακια τους και τους εφεραν. Και τώρα τους τραβουν για το Εξι.

Ειναι ενα ελεεινο μερος, πανω στη σκεπη, χαμηλό και σκοτεινο. Το δερνουν ολοι οι ανεμοι και η βροχη. Δεν έχει ουτε παραθυρα, ουτε τζαμια.

Εδω μεσα τον μαντριζουν ολον αυτό τον κοσμο. Και θα πεσουν οι δυστυχοι πανω στα υγρα τσιμεντα, χωρις στρωμα, χωρις σκεπασμα.

Ταλαιπωρο Εθνος. Ποσοι και ποσοι θα σου λειπουν στο γενικό προσκλητηριο, οταν ερθη επιτελους η μερα της λευτεριας σου!

Page 43: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

2288 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

Ολη τη νυχτα πετουσε στα μα τια μου το δραμα του χθεσινου βραδιου. Μολις ανοιξε η πυλη του Στρατοπεδου, και κατ' ευθειαν στο Εξι. Ολοι παγωμενοι, μελανιασμενοι. Τα μωρα προ παντων. Τα δοντακια τους χτυπουν απ' το κρυο. Κλαινε, φωναζουν. Θεαμα που σε σπαραζει. Τα μαζευω κοντα μου. Ανοιγομε τους θησαυρους των καλων Χριστιανων, και τους δινομε ψωμακι, φαγητο, γλυκισματα. Ντυνομε και τα πιο γυμνα. Σταθηκαν τυχερα βλεπετε, σε τουτο τουλαχιστον. Επεσαν ευτυχως στις μερες των παχειων αγελαδων.

3300 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

Αναστατο το στρατοπεδο. Ολοι οι λαφροποινιτες και οι βαρυποινιτες, ακομα κι οι ισο βιτες, εχουν ξεσηκωθη για δρομο. Πολλοι δενουν και τα πραματα τους ακομα. Ζητησε, λενε, το Στρατηγειο χθες, αργα τη νυκτα, καταστασεις ολων των καταδικων, γιατι για πρωτοχρονιατικο δωρο θα μας δωσουν χαρι.

Τι να πη κανεις; Να το πιστεψη; Τετοια γενναιοδωρια...

3311 ΔΔεεκκεεμμββρριιοουυ..

Οσα ειχαν διαδοθη για χαρι, ηταν ψεματα. Ευκολοπιστε καταδικε!

11 ΙΙααννοουυααρριιοουυ 11994444..

Και σημερα οι Χριστιανοι φερνουν του Αβρααμ τ' αγαθα: Βασιλοπητες, φρουτα, γλυκισματα. Και οι επισκεψεις ολο και πληθαινουν. Τ' απογεμα μας ηρθε και μια ομαδα απο 30 - 40 φοιτητες της χριστιανικης Αδελφοσυνης.

Στρατιωτες του Χριστου. Φλογα αγαπης η καρδια τους. Ιερος ενθουσιασμος. Σκορπισαν και στον τοπο τουτο του πονου την παρηγορια και την ελπιδα της ανοιξιατικης ψυχης των. Αφθονα και πλουσια ηταν και τα υλικα δωρα τους.

1100 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Απ' τη μαυρη νυχτα μας σηκωνει στο ποδι ο μπαρμπα-Γιωργης με τις φωναρες του. Αντι ομως ναρθη το Στρατηγειο, οπως διαλαλουσε εκεινος, πρωι-πρωι πλακωσαν οι Γκεσταπιτες. Συνοδευουν δυο αυτοκινητα γεματα καινουργια θυματα. Μερικοι απ' αυτους ειναι σταμπαρισμενοι. Εκεινοι που τους ειδαν απο κοντα λενε πως τους εχουν σημαδεψει επανω στο προσωπο μ' ενα γραμμα του αλφαβητου. Απο τους φυλακες μαθαινομε πως αυτοι ταχουν παρα-πολυ σκουρα.

Το μεσημερι κανει την εμφανισι του και το Στρατηγειο. Ο δοκτωρ Μέρτεν με τη συνοδεια του, — για ν' απολυση τους δεκα Μυτιληνιους. Κι αυτοι εδω χαλουν τον κοσμο απο τη χαρα τους. Τοσον καιρο τους γελουσαν με το σημερα και το αυριο.

Το ξερομε. Ειναι κι αυτος ενας τροπος τιμωριας, απ' τους πιο σκληρους μαλιστα, που μεταχειριζονται οι Γερμανοι.

1133 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Ξυπνουμε ομορφα. Ο Δημητρος διηγειται το ονειρο του, και ο Γιαννης, εξηγωντας το, του λεει:

Page 44: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

— Σημερα πια, εξαπαντος, θ' ακουσης το ποθουμενο σου: «Δημητριος Καλλιγερης. Τα ρουχα σου κι εξω».

Αυτη η ησυχια ομως και το καλοκαρδισμα μας δεν περνουν παρα ελαχιστη μονο ωρα. Ύστερα μεταβαλλονται σ' ανησυχια και καρδιοχτυπι. Αναπαντεχα, πλακωσαν οι πεταλαδες.

Περνουν σε λιγο οι μελλοθανατοι. Δυο... τεσσερεις... οκτω... δεκα... εικοσι... σαραντα... Πισω - πισω, έξω απο τη γραμμη περνα κι ο Δασκαλος I. Π..., απο τον Ποντο. Αυτον ποτε δεν τον περιμενα. Εμεινα αποσβολωμενος. Οταν φτανη σε μενα, δεν κρατιεμαι:

- Και σενα λοιπον; Και σενα;

Τον πλησιαζω πεταχτα.

- Ναι! μου απαντα.

Η φωνη του δεν τρεμει. Το βλεμμα του ειναι σταθερο.

— Αντιο! Ευχου να μου δωση δυναμι ο Κυριος. Τον αφηνω να μου φυγη. Χωρις να κλεισω τα χερια... Οι πεταλαδες πανε κι ερχονται. Φοβουμαι πως αυτα τα αιμοβορα θηρια δε θα χορτασουν με το αιμα αυτων που πηραν ως τώρα. Και στελνω κοντα το Δημητρο για να μαθη. Σε δυο λεπτα γυριζει:

— Πανε, λεει, τους πηραν. Θαμασα την ψυχραιμια τους. Κανενας δεν εκλαιγε. Ομορφα και ησυχα εβγαλαν τα ρουχα τους και τα παρεδωσαν, και ο,τι πολυτιμο ειχε ο καθενας τους, στη διευθυνσι, για να το στειλη στα σπι τια τους. Κι οταν μπηκαν στην κλουβα, πρωτος ο Π... φωναξε: «Θαρρος, παιδια! Είμαστε Χριστιανοι, και τώρα θα φανη η πιστι μας». Στο τελος ολοι μαζι φωνα ξαν: «Εμεις ειμαστε παλικαρια. Ενω τουτοι δω ειναι ανανδροι, γιατι σκοτωνουν ανθρωπους μες απο τη φυ λακη. Γεια σας, παιδια, γεια σας!»

Δεν βαστω να μη σημειωσω ο,τι ξερω γι αυτους τους ανθρωπους.

Ο δασκαλος, ο Ι. Π... ηταν μια αγνη ψυχη, γεματη υπεροχους ποθους και ωραια ιδανικα. Γινηκε δασκαλος με βαθεια συναισθησι της ιερης του αποστολης. Ονειρευοταν ενα ζωηρο ξυπνημα του Γενους απο τον πνευματικό ληθαργο οπου ειναι βυθισμενο. Τη ζωη του τη θεμελιωσε με φωτεινη αφοσιωσι πανω στον Ευαγγελικό Νομο, κι απ' αυτον εμπνεοταν ως οικογενειαρχης και ως πατερας. Υπηρετωντας σ' ενα χωριό της Κατερινης, εδωσε περιθαλψι στα ορφανα απο μανα, ενος ευεργετου που αγωνιζοταν για τη λευτερια της δουλης Πατριδος. Αυτό εφτασε για να βρεθη κι αυτος στο Λακκο των Λεοντων. Και να σταθη γρηγορα μπροστα στο εκτελεστικο. Θυμαμαι, οτι καποτε εβγαλε απο την τσεπη του μια μικρη Καινη Διαθηκη. Την ανοιξε και μου εδωσε να διαβασω κατι γραμμενο στα εξωφυλλα.

— Ειναι η διαθηκη μου, ειπε. Μου φαινεται πως εδω μεσα που βρισκομαστε πρεπει ναχωμε προβλεψει για ολα.

Τη διαβασα δυο και τρεις φορες με προσοχη, και ολο ευρισκα και κατι να θαυμασω: «Στη μανα μας την Ελλαδα αφηνω τα χριστιανικως παιδαγωγηθεντα παιδια μου και 25ετη ευσυνειδητη εργασια στο πολυπονο και ιερο εργο του διδασκαλου. Στ' αγαπημενα μου παιδια το ιερο Ευαγγελιο, που αυτό και μονο κανει πραγματικα ευτυχισμενο τον ανθρωπο... Στη συντροφο μου, την καλη μου γυναικα, την φροντιδα των φιλτατων παιδιων μας. Και στους εχθρους την συγχωρησι».

Ο Κ... I. Μ' ενα ποδι. Τραυματιας του Αλβανικου Μετωπου. Κι ομως δεν σεβαστηκαν την ανδρεια

Page 45: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

τουλαχιστον αυτου του στρατιωτη. Τον αρπαξαν και τον πεταξαν στην κλουβα σαν αχρηστο πραμα.

Β... Δ. και Β... Α. πατερας και γιος. Μα οι ανθρωποι με την πετρινη καρδια αρνηθηκαν την υστατη χαρι που ζητησε ο πατερας: Να τους δεσουν μαζι για να μαρτυρησουν τουλαχιστον ενωμενοι.

1155 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Ενα παιδι μπαινει βιαστικα στο κελι.

— Σε γυρευουν, πατερ Ηγουμενε, στην πορτα.

Κατεβαινω. Ενα παιδακι των Κατηχητικων Σχολειων με χαιρετα με σεβασμο και, δινοντας μου ενα δεμα, μου λεει: «Οι πατερες...»

Τ' ανοιγω και τι βλεπω! Ενα χοντρο-χοντρο κοντορασο, για ν' αντικαταστηση τα κουρελια που φορω.

Πώς μπορει να μενη κανεις ασυγκινητος μπροστα στη φανερη τουτη εκδηλωσι της αγαπης και της βοηθειας του Θεου;

1166 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Κουρασμενος απ' τα τρεξιματα της μερας, πλαγιασα νωρις. Πανω στον πρωτο υπνο, ακουω ενα δαιμονισμενο κροτο. Ακολουθουν κι αλλοι πολλοι. Τιναχτηκα κατατρομαγμενος. Τι τρεχει;

Πηγαινω κοντα στο παραθυρο. Ανοιγω σιγα-σιγα και βλεπω απεναντι μας μια πελωρια γλωσσα φωτια.

Τι να συμβαινη αραγε; Μηπως κανενα σαμποταζ; Μηπως... καμμια αποβαση — και γινονται συμπλοκες; μηπως... μηπως... ενα σωρο μηπως πηδουν απ' το κουρασμενο μυαλο μου. Στο μεταξυ, ακουω κι ενα γερμανο σκοπο να φωναζη: άλες καπούτ! Νομισα πως ελεγε «ολους τους σκοτωσαμε». Ενα συγκρυο έλουσε το κορμι μου και μια σκοτεινια σκεπασε τα ματια μου.

Οταν συνηλθα, εμαθα πως προκειται περι πυρκαϊάς στην Αστυνομια.

1188 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Κι αλλος βοηθος και παρηγορος αγγελος. Η «Ορθοδοξος Χριστιανικη Αδελφοτης, η Αποστολικη Διακονια». Και μαζι μ' αυτην και η Επιτροπη Πτωχων του Αγιου Μηνα.

Κομιζουν κι αυτοι στους αδελφους που δεινοπαθουν την λογίαν των.

1199 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Οι κρατουμενοι πληθαινουν —περασανε τους 860— και οι αναγκες γινονται πιο πολλες.

Σημερα, για να ιδω απο τι κυριως εχομε αναγκη, εκαμα το γυρο ολων των θαλαμων. Καταστασι αξιοθρηνητη.

Τους θαλαμους 3 και 4 τους εχουν γεμισει ξυλινα κρεβατια. Και σ' αυτα ειναι ενα σωρο παστωμενοι. Μαρτυριο. Πώς ησυχαζουν πανω στην ξυλινη αυτη σχαρα τοσοι ανθρωποι χωρις στρωμα και

Page 46: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

σκεπασμα;

Οι θαλαμοι 5 και 6, αν πω πως ειναι κολασι ισως δεν πεφτω και πολυ εξω. Μολις εκανα να μπω μεσα, με χτυπησε μια ανυποφορη μποχα. Εξηντα και εβδομηντα ανθρωποι εχουν μια μονο βούτα —φορητο αποχωρητηριο— και σε λιγο γεμιζει. Ύστερα, χαμω στο πατωμα! Σηκωσα τα ρασα μου, εβαλα το μαντιλι στη μυτη, εσφιξα την καροια μου και προχωρησα σκυφτα.

Εγω που ειμαι κοντος, δεν μπορω να περπατησω όρθιος. Εχουν δυο μικρα παραθυρακια, μα επειδη ειναι σπασμενα τα τζαμια, ταχουν φραγμενα μ' εφημεριδες. Κρυο αβασταχτο. Ουτε κρεβατια, ουτε στρωματα, ουτε σκεπασματα, ουτε καν σανιδια. Είναι πεσμενοι μπουλουκια-μπουλουκια, σαν τα ζωα που τα πιανει η χιονοθυελλα, πανω στο παγωμενο τσιμεντο. Μπηκα και δεν μπορουσα υστερα να βγω. Ολος αυτος ο πονεμενος κοσμος επεσε απανω μου. Με τραβουν απ' τα ρασα. Κρεμιουνται στο λαιμο μου. Κλαιν.

— Δεν μας σκοτωνουν, πατερ μου; φωναζουν. Γιατι μας τυραννουν ετσι;

Τι εγινε μεσα στην καρδια μου; Πώς να το πω; Και τα δακρυα που εχυνα αυτη τη φορα δεν εβγαιναν απο τα ματια μου!

Αχ, ας μπορουσε η φωνη μου ναταν βροντερη, πολυ βροντερη, να ηταν δυνατον ν' ακουστη στα περατα του κοσμου, να φωναξη, να διαλαληση τη βαρβαροτητα των δυνατων της γης.

2211 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Πιστος ο Θεος, ος ουχ εασει υμας πειρασθηναι υπερ ο δυνασθε, αλλα ποιησει συν τω πειρασμω και την εκβασιν του δυνασθαι υμας υπενεγκείν.

Οι αναγκες πληθαινουν, παραλληλα ομως πληθαινουν και τα ελεημονα χριστιανικα χερια.

Περασμενη η ωρα, κι ομως υπαρχει κινησι ζωηρη. Θα πρεπει ναχωμε καινουργιους επισκεπτες. Δεν επεσα εξω. Σε λιγο, που ηρθε ο φυλακας να μας κλειδωση, μας λεει πως εφεραν παλι 270.

Το πρωι φερνουν. Το μεσημερι φερνουν. Το βραδυ φερνουν. Τωρα δεν σταματουν, ουτε τη νυχτα.

Ο Θεος να βαλη το χερι Του.

2255 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Πλυνομαι εξω στη βρυση. Βλεπω απεναντι μου ενα δυο γερμανους στρατιωτες να στεκωνται πανω στο παρατηρητηριο. Κοιταζουν προς την Τουμπα — ο τοπος των εκτελεσεων — και χαχανιζουν.

Τι να βλεπουν αραγε και γελουν ετσι σαρδονικα; Η ομοβροντια μου ελυσε την απορια.

2299 ΙΙααννοουυααρριιοουυ..

Ολο το στρατοπεδο είναι εξαλλο απο τη χαρα!

Τοσον καιρο τώρα τα περιμεναμε και νατα επιτελους! Ομορφα, τετραγωνα κουτακια, μ' ενα κοκκινο σταυρο στη μεση. Παιρνουν τα στοιχεια μας και μας δινουν σ' ολους απο ένα.

Page 47: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

— Οριστε, κυριε, λεει μ' ευγενεια ο υπαλληλος που το δινει.

Κι ο κρατουμενος τ' αρπαζει ξετρελαμενος. Πώς να μη χαρη αληθεια κανεις; Δωρο, πολυτιμο δωρο του Διεθνους Ερυθρου Σταυρου.

Δοξα ναχη ο καλος Θεος!

11 ΦΦεεββρροουυααρριιοουυ..

Κατι παλι ψιθυριζεται. Λεν πως εχουν 3-4 καταδικους κι ανοιγουν στην Τουμπα λακκους.

Η ωρα 6 παρα τεταρτο. Ερχεται ο Γιαννης στενοχωρημενος.

— Θαχωμε φαινεται παλι...

Δεν αποσωνει την κουβεντα, μπαινει ο φυλακας:

- Θα βγη κανενας σας εξω; Θα κλειδωσω. Καντε γρηγορα.

- Γιατι τοσο νωρις, μπαρμπα-Γιωργο;

— Κάνεις πως δεν καταλαβαινεις; μ' απαντα συγχυσμενος.

Περνουν δεν περνουν δεκα λεπτα, κι ακουμε μποτες. Ερχονται προς την πορτα μας. Ξεκλειδωνουν. Η ωρα μας λοιπον;

Μπαινουν μεσα. Ο τελευταιος, μ' ενα χαρτακι στο χερι. Στεκεται κοντα στο ηλεκτρικο. Διαβαζει: Α... Δ., Π... Γ., Τ... Ευθ., Αυτοι. Καταλαβαινομε.

Σε μιση ωρα ο φυλακας γυριζει.

- Λοιπον μπαρμπα-Γιωργο;

- Ασ' τα. Τους εδεσαν πισθαγκωνα μ' ενα συρμα και τους ερριξαν στ' αυτοκινητο. Πηγε μαζι τους κι ο ανακριτης, ο Άντον Κράμμερ. Κρατουσε δυο πιστολια στα χερια, ηταν μαζι κι ο διερμηνεας του. Τους πηγαν στην Τουμπα και τους... Λιγο μαλιστα ελειψε να σκοτωση και τους καταδικους που πηρε για να τους θαψουν.

Αλλο παλι και τουτο. Ανακριτης, δικαστης κι εκτελεστης.

33 ΦΦεεββρροουυααρριιοουυ..

Εκτακτη μερα. Σαν ναχουμε Μαη. Οι κρατουμενοι ολοι σχεδον στην αυλη. Οχι ομως οπως παντα. Τωρα, τραβηγμενοι σε καμμια απομερη μερια εχουν πιασει ολοι τους ψιλη κουβεντα. Αλλοι πηγαινοερχονται σαν νευροσπαστα διπλα στα συρματοπλεγματα. Μια μελαγχολια σκεπαζει ολα τα προσωπα. Υποψιαζομαι. Πηγαινω κοντα σε μια παρεα. Με τα πρωτα λογια, μου σκαζουν το μυστικο:

— Θα γινη ξανα το προχθεσινό. Με δεκα.

Page 48: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

1133 ΦΦεεββρροουυααρριιοουυ..

Στο αναρρωτηριο. Ομως καλυτερα ηταν να μην πηγαινα. Ενας ανθρωπος με σαγονια στραβωμενα, δοντια βγαλμενα, χειλη σχισμενα, μυτη στραπατσαρισμενη, ματια κλεισμενα απ' τις γροθιες, προσωπο μελανιασμενο και κεφαλι καταματωμενο. Μισοσκοτωμενος ή μαλλον σκοτωμενος. Νεκρος αταφος.

— Ειναι, μου ειπε ο νοσοκομος, δασκαλος απ' τη Σαμο.

Τωρα εγκαινιαζεται νεα τακτικη. Τους φερνουν μισοσκοτωμενους.

1177 ΦΦεεββρροουυααρριιοουυ..

Για τα καλα ριχτηκαν οι Χριστιανοι στη φιλανθρωπια. Ο ζηλος τους ολο και περισσοτερο μεγαλωνει.

2299 ΦΦεεββρροουυααρριιοουυ..

Ολα σημερα θαρρεί κανεις πως βαλθηκαν να μας φερουν χαρα. Η ανοιξιατικη λιακαδα, — αφησαν ολοι σχεδον τα υγρα και μουχλιασμενα κελια και πεταχτηκαν στην αυλη. Ο Δ. Ε. Σταυρος με τα κουτια του παλι τα ωραια. Κι οι Χριστιανοι με τα ολο και περισσοτερα δωρα τους.

5.421.000 δρχ. 1.123 οκ. ψωμι, 89 κομματια ρουχα, δεκα στρωματα, 23 σκεπασματα, 158 πλακες σαπουνι, 6 οκ. λαδι, 270 τσιγαρα και διαφορα φαγητα και τροφιμα. Είναι τα δωρα των Χριστιανων, αυτου του μηνος.

33 ΜΜααρρττιιοουυ..

Τι ηταν παλι και τουτο το σημερινο! Ουτε εναν οι αθεοφοβοι, ουτε δυο. Εξηντα! Και πως τους πηραν! Ολο και καινουργιες μεθοδους εφαρμοζουν.

Πεντε η ωρα, κι ακουμε εξω ποδοβολητα. Σ' ενα λεπτο, το σιδερο της εξωπορτας πεφτει, ανοιγουν οι θαλαμοι. Στη στιγμη καταλαβαινουμε. Παρακολουθουμε με αγωνια απο τ' ανακουφωμένα παραθυροφυλλα. Ενας στεκεται μπροστα στην εισοδο, φεγγει σ' εναν αλλο που κρατα τον καταλογο στο χερι και φωναζει δυνατα ονοματα. Κι οι φυλακες βρισκουν τους τυχερους, τους ξυπνουν και τους βγαζουν εξω. Εδω τους παραλαβαινει το εκτελεστικο. Τους βαζουν στη γραμμη. Τους δενουν μ' αλυσιδες, δυο-δυο, και δρομο για τις κλουβες.

Ολοι, χωρις εξαιρεση, ειναι κατατρομαγμενοι. Ενας προσπαθει, καμποση ωρα, ν' αναψη το τσιγαρο του και δεν τα καταφερνει. Ωσπου ναρθη η σειρα να τους δεσουν, γιατι τους κουβαλουν δεκα-δεκα και εικοσι-εικοσι, λενε τις τελευταιες τους θελησεις σε καποιον καταδικο που ποτε δεν λειπει απ' αυτες τις δουλειες.

Ενας δυο τα καταφεραν κι εγραψαν δυο λογια στις γυναικες τους: «Μαρια, να μη στενοχωρεθης. Πεθαινω για την Πατριδα. Προσεχε τον Γιαννακη μας». «Ετσι ηταν τυχερο. Σφιξε την καρδια σου και προσοχη τα μωρα». Αλλος αφηνει κανενα ενθυμιο για το σπιτι του. Κι αλλοι, τουτοι ειναι κι οι περισσοτεροι, τα πραματα τους για τους φτωχους συντροφους των.

Κακόμοιρα παλικάρια! Η θύμισή σας ποτε να μη σβυση.

Page 49: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

55 ΜΜααρρττίίοουυ..

Το πρωινό μαντατο: ψες, κατα τις 9, καλεσαν στο Γραφειο τους: Α... Α., Π... X., Φ... Α., και Κ... Γ., για να τους απολυσουν. Εφεραν λενε και τα αποφυλακιστηρια τους. Τους εξαφανισαν ομως μεσα στη νυχτα.

Τρωγε, τρωγε, μαυρη χιτλερικη νυχτα ανθρωπινα κορμια. Μα θα ερθη η ωρα της τιμωριας.

1166 ΜΜααρρττίίοουυ..

Κοντα μεσημερι. Ηρθε η κ. Ριάδου, μελος του Διοικητικου Συμβουλιου του Ελληνικου Ερυθρου Σταυρου. Εφερε τα ψωμια που εδω και πολυν καιρο δινει ο Ελληνικος Ερυθρος Σταυρος για τους αρρωστους.

Εκεινη την ωρα σταματησε στην πορτα ενα ξεσκεπο φορτηγό αυτοκινητο. Απανω ηταν 5-6 ιταλοι στρατιωτες και 2-3 γερμανοι. Πλαι, την ιδια στιγμη, κατεφθασε κι ενα φορτάκι. Μολις σταματησε, πεταχτηκαν απ' αυτο τρεις αξιωματικοι των S. S., με τις νεκροκεφαλες.

Εκτελεσι λοιπον. Πρωτα εκτελουσαν πρωι, πριν τους δη ο ηλιος —σαν να μην τους εβλεπε ο αλλος Ηλιος, ο Ηλιος της Δικαιοσυνης, ο Χριστος. Ύστερα αρχισαν τις «νυχτοφαγιές» — ετσι τις βαφτισαμε αυτες τις πρωτακουστες νυκτερινες εκτελεσεις — και, τώρα, μερα μεσημερι.

Σε λιγο ανεβαζουν δεμενους χειροποδαρα τους μελλοθανατους. Η ευγενικη ψυχη αυτης της χριστιανης γυναικας που εγινε μαρτυς μαζι με μας στο θλιβερο αυτο δραμα δεν αντεχει. Την πιανουν αναφιλητα. Κοιταζει μια τη νεκροφορο και μια τον ουρανο, και κατι ψιθυριζει...

Τι να ελεγε αραγε...

1188 ΜΜααρρττίίοουυ..

Απ' τη νυχτα ακομα, το στρατοπεδο στο ποδι. Παν κι ερχονται οι γιατροι. Παρουσιαστηκε, λενε, εξανθηματικος τυφος, και πρεπει να ληφθουν αμεσως μετρα. Τα ρουχα λοιπον στον ωμο και μπρος για τον κλιβανο. Ξεγυμνωμα γενικό σε μια σκηνη, και, υστερα, μες στο αβασταχτο κρυο, πηγαινομε στον κλιβανο και παλι περιμενομε γυμνοι στη σκηνη, ωσπου να κλιβανισθουν και τα ρουχα. Μ' αυτον τον τροπο η επιστημη της Μεγαλης Γερμανιας κυνηγα τις αρρωστιες. Χτυπημα ριζικο. Οταν λειψουν οι άνθρωποι, θα λειψουν, φυσικα, κι οι αρρωστιες.

Το να παστωνωνται χιλια και πλεον ατομα σ' ενα χωρο, που δεν κανει για περισσοτερα απο πενηντα, το ν' αναπνεουν μερα-νυχτα μια ανυποφορη βρωμα, να πλαγιαζουν πανω στα υγρα τσιμεντα, αυτα, κατα τη ναζιστικη επιστημη, ειναι εντελως ακινδυνα.

2222 ΜΜααρρττίίοουυ..

Δακρυα και συγκινησεις. Εμαθαν οι δικοι και φιλοι πως θα μας παρουν απο κοντα τους. Θα μας τραβηξουν μακρια, πολυ μακρια απ' την αγαπημενη πατριδα. Θα μας παν στη Γερμανια, εκει που πεφτουν απ' τον ουρανο τοννοι ολοκληροι οι βομβες της δικαιας τιμωριας. Και φοβουνται για τη ζωη μας. Λησμονουν οτι οιδεν Κυριος ευσεβεις εκ πειρασμού ρύεσθαι. Πως γνωριζει και μπορει ο καλος Θεος, οπουδηποτε κι αν βρισκωνται τα παιδια Του, να τα φυλαξη και να τα σωση.

Δεν το εδειξε αυτο τοσες φορες; Ο Δανιηλ στο λακκο των λεοντων. Οι τρεις παιδες στην καμινο του

Page 50: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Ναβουχοδονοσορα. Ο προφητης Ηλιας στα χερια της λεαινας Ιεζάβελ. Και τοσοι αλλοι πιστοι που βρεθηκαν σε παρομοιους κινδυνους. Κι ομως δεν επαθε κανεις απ' αυτους τιποτε.

Ηρθε σημερα κι ο Σταθης μας, για να μου αναγγειλη, ολος χαρα, πως ο Μητροπολιτης καταβαλλει μεγαλες προσπαθειες για να εξαιρεθω απ' αυτη την καινουργια δοκιμασια.

Μενομε καμποσο και κουβεντιαζομε γι αυτη την πιθανοτητα. Οσο την καλοσκεπτομαι, τοσο και κατι με κενταει μεσα μου... Πώς ν' αφησω ολον τουτο τον κοσμο μονο του, ολους αυτους τους ανθρωπους που με συνδεουν μαζι τους τοσοι και τοσοι δεσμοι; Δεν ειναι χρεος μου να μεινω ως το τελος κοντα τους, κοντα σ' αυτους που τώρα ειναι δικα μου παιδια; Να τους εγκαταλειψω σε τουτες τις φοβερες ωρες; Και τι θα πουν μολις ιδουν πως εγω ξεφευγω απο τον κοινό δρομο του μαρτυριου; Αν σταθη κανεις μπροστα μου και με ρωτηση: «Ε, πατερ, που τα φορτωσες ολ' αυτα που μας ελεγες καθε Κυριακη για αγαπη και γι' αυτοθυσια», εγω τι θα του αποκριθω:

—Ακουσε Σταθη! Να πης του Δεσποτη πως τον ευγνωμονω για το ενδιαφερον του. Μα τον παρακαλω θερμα να σταματηση καθε ενεργεια. Η θεσι μου ειναι μαζι μ' αυτους εδω, που ο Κυριος με εταξε κοντα τους...

Ο Σταθης μενει συμφωνος.

2233 ΜΜααρρττίίοουυ..

Ολο το Στρατοπεδο ειναι σκυθρωπο. Το τρομερο νεο της μεταφορας μας στη Γερμανια έχει τσακισει κυριολεκτικα τις βασανισμενες ψυχες. Χρειαζεται καποια ενισχυσι για να αντιμετωπισθη χριστιανοπρεπα κι αυτη η νεα περιπετεια. Για τουτο, στη σημερινη λειτουργια λεω δυο λογια.

Τους μιλω για το τρικυμισμενο πελαγος οπου θα μας ριξουν. Για το σωσιβιο της πιστεως, το μοναδικό τουτο εφοδιο αυτων που πελαγοδρομουν, που πρεπει να μη λειπη απο κανενα μας. Και τους συνιστω να συμφιλιωθουμε ολοι μας —με μια αληθινη μετανοια και κοινωνια των Αχραντων Μυστηριων— με τον Αρχηγό της πιστεως, τον Χριστο, για να εχωμε την αδιαλειπτη προστασια Του.

3311 ΜΜααρρττίίοουυ..

Οι αλλοι θαλαμοι ειναι ακομα κλειστοι. Μολις βγαινω, πεφτω σχεδον απανω σ' ενα τσουρμο Γκεσταπιτες. Πρωινοι ανεπιθυμητοι επισκεπτες. Μαζι τους ο υποδιοικητης της G.F.P. Το αιμοβορο θηριο που έχει το γενικό προσταγμα στις εκτελεσεις. Κανω πως ξεχασα κατι, και γυριζω πισω.

— Τι επαθες; με ρωτουν οι αλλοι. Πώς εισαι ετσι;

Δεν μιλουσα.

- Μα δε μας λες επιτελους τι συμβαινει; φωναζουν αυτοι.

- Μη φωναζετε, παιδια. Τα θηρια ειναι απ' εξω. Και μ' ενα ματσο χαρτια στα χερια. Κακό σκοπο φαινεται εχουν οι αντιχριστοι.

Ο Γιαννης, ανυπομονος, πετιεται εξω. Σε δυο λεπτα ξαναμπαινει.

— Παει, λεει. Θα σηκωσουν τους υποδικους για τη Γερμανια.

Τελειωνοντας αυτη την κουβεντα, καποια δυνατη φωνη δονει τον αερα: «Να παραταχθουν δυο-δυο

Page 51: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

στην αυλη, οσοι κρατουνται απ' την G.F.P.»

Ενας ελληνομαθης φωναζει τα ονοματα. Κι οσοι ακουν το δικο τους μπαινουν μουδιασμενοι στη γραμμη. Μαζευονται καμμια εκατοπενηνταρια. Και στο τελος τους λεει:

— Θα πατε τώρα ολοι σας σ' ενα θαλαμο. Αυριο θα φυγετε για τη Γερμανια. Εκει θα δουλευετε και θα περ νατε καλα.

Ενας σιωπηλος σαρκασμος περνα βιαστικα στη σκοτεινη μορφη του Στρατοπεδου μας.

Καποιο παιδακι, απ' αυτους που ειναι να φυγουν, περνωντας απ' το κελακι μας, ανοιγει την πορτα και μου ζητα λιγο σχοινι για να δεση τα ρουχα του. Την ιδια στιγμη πλακωνει αυτό το τερας, ο υποδιοικητης. Με βριζει και σηκωνει τη γροθια του. Θα την ετρωγα καταμουτρα, αν δεν τραβιομουνα λιγο πιο πισω. Ύστερα κλεινει με παταγο την πορτα, κλειδωνει, ριχνει το κλειδι στην τσεπη του και φευγει.

Μας ανοιξαν αργοτερα.

Σε λιγο πλακωσαν και της S. D. Εκαναν και τουτοι οτι, και της G. F. P., για τους δικους των. Και τώρα μενομε μοναχα εμεις, οι καταδικοι. Φαινεται ομως πως φυλανε ραμματα και για τις δικες μας τις γουνες. Γιατι απ' τις 9 έχει καλεσει το Στρατοδικειο τον Διευθυντη.

Στις 12 επιτελους ερχεται. Κι αυτος με τα χερια γεματα χαρτια.

— Οι καταδικοι! φωναζει.

Με τα πρωτα ονοματα και το δικο μου. Λοιπον, Διονυσιε, τελειωνουν τα ψεμματα, λεω, κι αρχιζω τις προετοιμασιες. Σε λιγη ωρα ολα ηταν ετοιμα. Εγινε και η τελευταια διανομη. 220 ψωμια, 200 οκ. συκα, αρκετό σχοινι της Ε.Ο.Χ.Α., 10.000 τσιγαρα του Ε.Ε.Σταυρου και 75 ζευγαρια καλτσες, που την τελευταια στιγμη μας φερνει πολυ συγκινημενη η κυρια Ριάδου.

Κατω, στην εισοδο, οι θλιβερες σκηνες του αποχαιρετισμου με τους δικους μας.

Τη νυχτα την περνω γραφοντας ευχαριστηρια γραμματα. Πρωτα στους ιεροκηρυκες της Αδελφοτητος της «Ζωης». Γιατι πρωτοι αυτοι αψηφησαν τους κινδυνους, και μας ηρθαν κοντα μας και δημιουργησαν αυτη την χριστιανικη κινηση που τοσο ανεκουφισε τους φτωχους του Στρατοπεδου. Ύστερα και σ' εκεινους που σταθηκαν πλαι μας αγγελοι παρηγοροι κι ενισχυται. Και τελος στα παλικαρια της χριστιανικης κινησεως.

Α, τα ευλογημενα! Πώς τα καμαρωναμε καθως τα βλεπαμε μες στη βροχη, το κρυο και το χιονι, με τον τρελό «βαρδαρη», φορτωμενα τα τσουβαλια το ψωμι, σαν τον Κυρηναιο με τον σταυρο του Κυριου, να ερχωνται λαχανιασμενα στο στρατοπεδο, στον κοινο μας Γολγοθα!

Πώς, οταν τ' αντικρυζαμε ετσι, με τη χαρα και με το γλυκό φως ξεχυμενα στα νεανικα τους προσωπα, οπου κυριαρχουσε διαρκως απανω τους το αισθημα της νικητηριας πιστεως, ξαναζωντανευαν τις ελπιδες μας.

Page 52: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ΠΡΟΣ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

11 ΑΑππρριιλλίίοουυ 11994444..

Η ώρα τρεις και μιση μετα τα μεσανυχτα. Αρχιζει η κινησι. ΙΙρεπει να ετοιμαζωμαστε. Προσευχομαι. Εχω καταντικρυ μου και τον Ιησουν προσευχομενον κατα την νυκτα της παραδοσεως, στον κηπο της Γεθσημανη.

Στις 4 μας ανοιγουν. Η αυλη έχει γεμισει απο κλουβες που, με τα βογκητα και τους προβολεις των, σαν δυο φλογερα ματια, μοιαζουν με μεγαθηρια. Βιαζονται. Δεν θελουν να τους παρη η μερα. Πας γαρ ο φαύλα πρασσων μισει το φως και ουκ ερχεται προς το φως, ινα μη ελεγχθη τα εργα αυτου.

Αμεσως δυο-δυο, σειρα, και φορτωμα με ονομαστικο καταλογο. Κατεβαζουν και λιγες κατακεφαλιες—αποχαιρετιστηριες ευγένειες. Οταν γεμισαν τ' αυτοκινητα και πηραν τις θεσεις τους οι φρουροι, δοθηκε το συνθημα του ξεκινηματος. Τρεχομε με ιλιγγιωδη ταχυτητα και, σε λιγο, εχομε φθασει στο τραινο. Ιπποι 10, ανδρες 40. Σαραντα καταδικοι με τους μπογους μας στο καθε βαγονι. Το δικο μας ειναι απο αλευρα, και οπου ακουμπησομε γινομαστε κατασπροι.

—Πώς τα καταφερες, πατερ Ηγουμενε, μου λεει καποιος αστειευομενος, από κορακας μονομιας να μεταβληθης σε λευκη περιστερα;

— Ε, η μαγικη ραβδος των Γερμανων... του λεω.

Μετα τη φορτωσι, η ασφαλεια· σιγουρο μανταλωμα της πορτας και συρματοπλεγματα στα δυο μικρα παραθυρακια.

22 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Μεσα στο στενο και κατακλειστο βαγονι, ματαια προσπαθουμε να τακτοποιηθουμε και να βρουμε λιγη αναπαυσι. Τοσοι ανθρωποι! Στριμωγνομαστε ο ενας απανω στον αλλο, μα ο συρμος προχωρει. Το πρωι μας βρισκει στα συνορα. Ουτε ελεγχος ομως διαβατηριων, ουτε τιποτα. Ολα ειναι ισοπεδωμενα απ' τη νεα ταξι του Χιτλερ.

33 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Ξημερωθηκαμε εδω. Που; Μες στον καμπο. Πρωι-πρωι μας βγαζουν εξω. Θα γινη κοντρολ. Τα ποστα γυρω μας τα κρατουν οι φρουροι με το χερι στη σκανδαλη του αυτοματου. Και μ' ολα ταυτα φοβουνται ακομα.

— Ολοι — γυριζει και φωναζει με το πολυβολο κι αυτος στο χερι, καποιος δικος μας που κανει, χωρις να ξερη καθολου γερμανικα, τον διερμηνεα, — μπροστα στο βαγονι σας γονατιστοι. Να μη κουνηση κανεις. Ανοιξτε τα ματια σας.

Το κοντρολ εδειξε πως ειμαστε σωστοι. Κι ομως γινονται αυστηροτερα τα μετρα της ασφαλειας. Μας απαγορευεται να βλεπωμε απ' το παραθυρακι και να μιλουμε με τους εξω, επι ποινη εκτελεσεως. Μα οι κρατουμενοι δεν υπακουουν. Θελουν να επικοινωνησουν, να κατατοπισθουν για το τι γινεται εδω περα, να μαθουν τι σκεφτεται ο συντροφος στα δεσμα γειτονας λαος.

— Εμεις Ελληνες, Γκρεκο, φωναζουν κλεφτα καπου-καπου σε κανενα Σερβο που πλησιαζει το τραινο.

Page 53: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Ελπιζουν πως μια απελευθερωσι μας απ' τους Σερβους πατριωτες, — γιατι οχι; — δεν ειναι εντελως αδυνατη.

55 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Ετσι, βασανισμενα, ταλαιπωρημενα, περνουμε πεδιαδες, βουνα, ποταμια, χωρια, πολεις, και φθανομε τελος στο Βελιγραδι.

Εδω μοναχα ακουμε. Δεν βλεπομε τιποτα. Κανεις δεν τολμα να προβαλη πια στο παραθυρακι. Ολο και περισσοτερο αγριευουν οι φρουροι. Κι οσο μυριζονται πως κατι εχομε ακομα για τσιμπημα — χρηματα, δακτυλιδια — τοσο και πιο αυστηροι γινονται.

Κατα τα μεσανυχτα ξεμπαρκαρουν τους υποδικους. Ο ελληνας διερμηνεας φωναζει με γερμανικη προφορα τα ονοματα τους. Τον Καλλιγερη τον κανει Καλοκερη τον Λίτσο, Λικο.

Ο Θεος μαζι σας, αδερφια!

1100 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Στη Βιεννη. Στο σταθμο μας περιμενουν οι Γκεσταπιτες. Να λοιπον που ενδιαφερονται και για την υποδοχη μας. Μπροστα στο βαγονι του ο καθενας, γονατιστος. Ο ορθιος ειναι υποπτος, κινδυνευει. Μας βαζουν σε κατι αεροστεγεις κλουβες, και δρομο. Σε λιγο ειμαστε μεσα σε μια πελωρια περιμανδρωμενη φυλακη της Βιεννης.

Στην αυλη γινεται η συγκεντρωσι ολων μας, και υστερα, αναλογα με τις ποινες μας, η τοποθετησι στα κελια.

Εδω ληγει η βασιλεια του δραγουμανου. Δεν μπορεσαν να κρατησουν τον δυστυχη στο θρονο του, ουτε το δακτυλιδι που χαρισε στον αρχιγκεσταπιτη, ουτε οι... πολυτιμες υπηρεσιες του. Τον πηρε σβαρνα κι αυτον η δικη μας η τυχη και τον εκανε καταδικο και μαλιστα ισοβιτη.

Το δικο μας κελι ειναι μεγαλο. Ειμαστε ομως μεσα πανω απο 36. Εχει παραθυρα, μα ειναι ψηλα, ωστε να μη μπορη να ιδη ο καταδικος εξω. Σε μια γωνια ειναι στοιβαγμενα αρκετα χορταρενια στρωματα και μερικες κουβερτες.

1111 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Κλιβανισμος και κουρεμα. Κλιβανιστης ενας κοιλαρας γερος, που οταν ερχεται η σειρα μου με κοιταζει αμηχανα καπως. Σαν να σκεφτεται αν πρεπει να κουρεψη κι εμενα οπως και τους αλλους. Απ' το δισταγμο του τον βγαζει ο ερχομος ενος που σηκωνει καμποσα χρυσα αστε ρια στον ωμο. Ανοιγει τουτος με γρηγοραδα τα κιταπια, βρισκει πως ειμαι μεγαλος εγκληματιας και, μ' ολη τη σοβαροτητα του αξιωματος του, διαταζει να μου κοψουν μαλλια και γενια.

Κοψετε μου τα μαλλια και τα γενια. Βγαλετε μου αν σας αρεση και τα ρασα. Τι με τουτο;

Μερικοι απ' τους δικους μας στενοχωρουνται περισσοτερο απο μενα. Το θεωρουν υβρι για τη θρησκεια μας. Δεν καταλαβαινουν πως αυτο ειναι τιμη μαλλον παρα υβρις για την Εκκλησια μας. Και τιμη μεγαλη μαλιστα. Να παιρνη κι αυτη παντα μερος στο σηκωμα του σταυρου της Πατριδος. Και να μη λειπη ποτε απο το πλευρο των δοκιμαζομενων παιδιων της.

Page 54: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

1122 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Νεα μεταφορα. Το ταξιδι μας δεν ετε λειωσε ακομα. Νυχτα-νυχτα, μπαινομε στο σταθμο, ενα πελωριο κτιριο. Ειναι γεματο στρατιωτες. Κατα τις 5 το πρωι ξεκινουμε παλι. Ειμαστε μοναχα οι δεκαριτες. Οι αλλοι τι ναγιναν;

Η διαδρομη ειναι υπεροχη. Περνουμε το Δουναβι, διασχιζομε καταφυτες πεδιαδες. Ξεχνιομαστε λιγο. Και στις 11, το τραινο σταματα. Τσνάιμ (Zneim) της Τσεχιας. Μας παραλαβαινει ο αστυνομος. Και που αλλου; Γραμμη για τη φυλακη.

— Ω, να παρ' η ευχη, παλι φυλακη! ξεσπα ο Επιτηρητης, ο κ. Νικος, που ειναι διπλα μου, μολις αντικρυσε τα σιδερα. Ετσι λοιπον; Απο φυλακη σε φυλακη;

Μας σταματουν εξω απο το γραφειο. Οι αλλοι βγαζουν τα καπελα τους. Εγω, συνηθισμενος απ' την πατριδα, οπου οι παπαδες δεν βγαζουν σε κανενα γραφειο το καλυμμαυχι τους, δεν τόβγαλα. Μου το βγαζει ομως μ' ενα χτυπημα, καποιος απ' αυτους. Γινεται η παραδοσι και η παραλαβη. Μας περνούν οι φυλακες απο ενα στενομακρο πολυδαιδαλο διαδρομο. Μας ανεβαζουν απο κατι σκαλες που δεν ειναι και πολυ διαφορετικες απ' τις σκαλες των βαποριων. Σταματουμε στο τελευταιο πατωμα.

Ενας ψιλολιγνος Γερμανος, σωστο νευροσπαστο, με δυο-τρεις βοηθους, μας κανει ερευνα. Μας βγαζουν ολα τα ρουχα και τα ψαχνουν με προσοχη. Ερευνουν ακομα και το σωμα μας. Μια ερευνα εξευτελιστικη.

Μπροστα σ' αυτό το πρωτοφανες θεαμα, η ψυχη μου αναστατώνεται. Μας παιρνουν ολα τα πραγματα. Μας δινουν μονο τα ρουχα που φορουμε, και μας σπρωχνουν μεσα στα κελια. Αρχιζω να τρεμω. Αν μου παρουν το μικρο μου Ευαγγελιο; Ερχεται η σειρα μου. Προχωρω κρατωντας το στο χερι μου.

— Ειμαι ιερεας. Σας παρακαλω αφηστε το μου αυτο. Ειναι η Καινη Διαθηκη.

— Περασε! μου κανουν.

Θεε μου, σ' ευχαριστω για το δωρο Σου!

Με ριχνουν σ' ενα κελι με πεντε Γερμανους. Αυτό μου κοστιζει πολυ. Πώς θα κανω μ' αυτους τους ανθρωπους; Να μην εχω ουτε ενα απ' τους δικους μας να πω δυο λογια. Αυτό ειναι παρα πολυ...

Το φαγητό που μας εφεραν το μεσημερι, — μια καραβανα λαχανο ξινοβρασμενο — ουτε τ' αγγιξα. Το χαρηκαν οι Γερμανοι. Ορθιος, με την ψυχη μου βαρια, παρακαλω, παρακαλω. Μας βρισκει απογεμα.

- Εξω ολοι!

- Γιατι; ρωτω.

- Θα μας αλλαξουν κελια μου απαντουν.

Σε λιγο βρισκομαι στο 119 με αλλους επτα. Αλλ' αυτη τη φορα ολοι ηταν δικοι μας.

Page 55: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

1166 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Πασχα. Χωρις ομως τιποτε το πασχαλινο. Ουτε εκκλησιασμο, ουτε Μεταληψη, ουτε το κοκκινο αυγό της πατριδας, ουτε τιποτε απ' ολα τ' αλλα.

Αθλιο το ελαχιστο συσσιτιο μας, — λαχανο νεροβραστο — και το ψωμι πολυ λιγο. Κακα σημαδια.

1199 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Και περιπατος. Το ενα υστερ' απο τ' αλλο ανοιγουν ολα τα κελια. Κι οι κρατουμενοι, ησυχα κι αθορυβα, παρατασσονται στο διαδρομο. Απαγορευεται ακομα κι η ελαχιστη ομιλια. Ο φυλακας, με υφος και τονο στρατηγου, φωναζει ενα παραγγελμα και ξεκινουμε. Περνουμε μπροστα απ' τα κελια. Κατεβαινομε τρεις σκαλες. Και βρισκομαστε μεσα σε μια αυλη. Ενα ορθογωνιο, περιτριγυρισμενο με αρκετα ψηλους τοιχους. Δε βλεπομε τιποτε αλλο εκτος απ' τη φυλακη κι ενα κομματι ουρανο. Μου φαινεται πως ακομα κι αυτος υπακουε τυφλα στο προσταγμα των κυριαρχων: Αρμπαϊτ!

Γιατι απ' την ημερα που ηρθαμε, τον παρακολουθουμε, οσο μας αφηνουν βεβαια τα μικρα παραθυρακια του κελιου και παντα τον βλεπομε με τη μουτζουρωμενη μπλουζα της δουλειας. Ή φυσα ή βρεχει. Χιονιζει ακομα, σα να έχει ξεχασει πως ειμαστε στην καρδια του Απριλιου.

Περπατουμε ο ενας πισω απ' τον αλλον. Αποστασι δυο μετρα. Κουβεντες και συζητησεις απαγορευονται αυστηρα. Ο παραβατης τιμωρειται. Zella! Πειθαρχειο! Ή το λιγωτερο, τον στηνουν σε μια γωνια, και βλεπει, οπως λεει κι ενας Χιωτης πουναι μαζι μας, κατα τον Γαρμπή.

2222 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Δεχομαστε την επισκεψι του αυτοσχεδιου μπαρμπερη, του μπαρμπα-Νικολα. Ωσπου να γλιτωσης απ' τα χερια του, σου ερχεται η ψυχη στο στομα.

- Το ξερετε; Ειναι εδω κι αλλοι Ελληνες. Τους ειδα. Είναι της αποστολης Αθηνων, μας λεει μολις ξεμακρυνε λιγο ο φυλακας. Εχουν πολλες μερες εδω και ειναι ψοφιοι της πεινας. Κι ολο και περιμενουν να τους σηκωσουν. Μα δεν βαριεστε. Κατα πως παν τα πραματα, εδω θα ρεψουμε.

- Αυτη, μωρε μπαρμπα-Νικολα, ειναι η παρηγορια που μας δινεις; του φωναζει ο Επιτηρητης. Αμ' βεβαια, τι αναγκη εχεις εσυ τώρα; Με την ψευτομπαρμπερική τα καταφερνεις και τρως. Ρωτας και μας τι πεινες τραβαμε;

Πεινα, αληθεια! Το φαγητο λιγο, νερο σκετο. Το ψωμι μια φετιτσα δυο δαχτυλα. Το μετρουμε απο δω, το μετρουμε απο κει, το κοβομε, — πρωι, μεσημερι, βραδυ, — μα η πεινα, πεινα. Εχομε φαγκρισει ολοι μας. Χθες, καποιος δινει λιγο απ' το δικο του ψωμι σ' εναν περισσοτερο εξαντλημενο συντροφο. Εκεινος τον κοιταζει σιωπηλα.

— Οχι, δε θελω, λεει. Να πεθανουμε ολοι μαζι.

Ο φυλακας τ' απογεμα επιθεωρει το κελι. Κανει παρατηρησι γιατι βρισκει λιγη σκονη σε μιαν ακρη. Ο Μανωλης, οπως συνηθως, δεν βαστα:

— Προσεξε μη σταξει η ουρα σου... κανει σιγα.

Κι οταν ο φυλακας, επιθεωρωντας τα σιδερα, τα χτυπα μ' ενα σφυρακι, αυτος αρχιζει παλι το

Page 56: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

τροπαρι του:

— Κουτεντεδες μια φορα! Μας ξεγυμνωσαν καλα καλα και δε μας αφησαν ουτε βελονα απανω μας, και τώρα καθονται και κοιταν τα σιδερα! Με τι θα τα κο ψουμε, ρε; Δεν παν...

Τωρα θυμωνει κι ο ναυτης, ο διερμηνεας του κελιου:

— Θαπρεπε να τα καταλαβαινε αυτα που του λες, και θαβλεπες ποσα αχλαδια παιρνει ο σακκος σου.

— Υπομονη, Μανωλη! Μην αρπαζεσαι, Χριστο! Οχι ασκοπες νευρικοτητες. Το συστημα και την ταξι μια φορα αυτοι ταχουνε. Συστημα και ταξι. Να κατι χρησι μο για σενα, αιωνιως ακαταστατε Ελληνα, που αναβεις με το πρωτο.

11 ΜΜααΐΐοουυ..

— Αμ τι νομιζεις, ολοι ισια κι ομοια ειμαστε; Εγω προχτες που βγηκα αναφορα, γιατι θαρρεις με δεχτηκε ο «σαχλαμαράκιας»; Μα τουπα και πραματα σοβαρα!... Οχι αρλουμπες!

Μ' αυτα τα λογια μπαινει στο κελι, γυριζοντας απ' τον περιπατο, ο Μανωλης.

- Τι συμβαινει παλι, χωροφυλακα; τον ρωτουν.

- Δεν τα μαθατε; Βγηκε χτες αναφορα ο Παναγιώτης. Και τι ειπε, αν αγαπατε; Πως ειναι Κυπριος και θελει να τον παν στο Στρατοπεδο Αιχμαλωτων. Κι ο αρχιφυλακας τον ακουσε. Μοναχα πως, αντι να τον στειλη στο ποθητο του στρατοπεδο, τον εστειλε στην τσέλα.

Ύστερα γυριζει κι αρχιζει να τα βάζη με τον δικο μας «ξενο υπηκοο».

— Και συ οπου ναναι θα τη δης απο κοντα την τσέλα. Ολο Αμερικες και πρεσβειες κι Ερυθρους Σταυρους κοπανας. Δεν περναν αυτα εδω περα...

Ξαφνικα, ανοιγει η πορτα. Ο φυλακας μ' ενα χαρτι στο χερι.

- Κρανκ!

- Οι αρρωστοι! εξηγει ο ναυτης.

- Να γραφτω, πεταγεται ο Αμερικανος.

- Κι εγω, φωναζει ο Μενελαος.

Γραφονται. Σε λιγο η πορτα ανοιγει ξανα. Ο φυλακας με το θερμομετρο...

Το μεσημερι, οι καραβανες λιγωτερες κατα δυο.

— Λαθος εγινε, εξαπαντος! Να τ' αναφερουμε πε τιεται ο Λαμπρος.

Η πορτα χτυπα δυνατα, κι ο φυλακας μπαινει αμεσως. Το περιμενε φαινεται.

— Σωστες ειναι οι καραβανες, μεταφραζει ο δραγου μανος. Στους αρρωστους απαγορευσε ο

Page 57: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

γιατρος το φαγητο.

88 ΜΜααΐΐοουυ..

Ενας δυο εχουν κολλησει τ' αυτια τους στην πορτα κι αφουγκραζονται.

- Σωπαστε, παιδια! Παλι αποστολη γινεται!...

- Μμ, το καταλαβατε παλι, τους λεει ειρωνικα ο Μανωλης. Ετοιμαστητε για τ' αγροκτημα. Να φυλατε αγελαδες. Προβατα κι ο,τι αλλο θελετε. Ευσεβεις ποθοι.

Ονειρα θερινης νυκτος. Παρτε το αποφασι, εδω μεσα θα την βγαλουμε σκαστοι.

— Κι ομως! λεει κι αλλος ενας που αφουγκραζεται. Είναι κι ο Αρμενης που κανει το διερμηνεα. Να δεσετε, τους λεει, καλα τα πραματα σας. Αυριο θα γινη τραν σπορτ, — μεταφορα.

Κατα το μεσημερι ριξαμε τα στρωματα και πεσαμε. Ξεχνιεται καπως και η πεινα ετσι. Μολις ομως μας πηρε ο υπνος, ανοιγει η πορτα. Ο φυλακας δινει μια κλωτσια στο ναυτόπουλό μας και του λεει:

— Δεν ξερετε πως δεν επιτρεπεται ο υπνος το μεση μερι; Γιατι κοιμαστε;

Αυτος κανει πως δεν καταλαβαινει ταχα, κι ο φυλακας φερνει αμεσως τον Αρμενη και μας τα κανει ψιλα:

— Πρωτον, απαγορευεται ν' ανεβαινετε στο παρα θυρο και να κοιταζετε εξω. Δευτερον, απαγορευεται να σφυριζετε και να τραγουδατε. Τριτον, απαγορευεται να μιλατε μετα την κατακλισι. Τεταρτον, απαγορευεται να κοιμαστε το μεσημερι. Οποιος κανει και ενα μονο απ' αυτα, για πρωτη φορα δεν έχει φαγητο πεντε μερες. Υ στερα πειθαρχειο και βλεπομε...

Ο φυλακας και ο Αρμενης βγαινουν.

— Καπίτο, Μανωλη;

1188 ΜΜααΐΐοουυ..

Το πρωινο ανοιγμα του κελιου το συνωδεψε σημερα ενα δυνατο άχτουγκ! — προσοχη! Ο διοικητης κανει επιθεωρησι.

— Θα πατε σ' αλλα κελια, μας λεει ο διερμηνεας του. Ενα βαρος πλακωσε την ψυχη μου. Ειμαστε καλα εδω. Τωρα;

Νο 18. Δυο πιθαμες τοπος. Το νεο κελι. Μολις που μπορουν να περπατησουν δυο ανθρωποι. Στον τοιχο, ενα κρεβατι κρεμαστο απλωνεται μονο τη νυχτα. Ειναι για εναν. Οι αλλοι δυο πλαγιαζουν στο πατωμα. Παρεα ο Επιτηρητης κι ο Μανωλης.

2288 ΜΜααΐΐοουυ..

Δεν εχομε το θορυβο που ειχαμε στο 119. Εκτος που ειμαστε λιγοι, ο καθενας μας έχει πεσει με τα μουτρα σε μια δουλεια.

Page 58: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Ο Μανωλης έχει παθει ψυχωσι με τη ραπτικη. Αφου ερραψε ο,τι σχισμενο ή ξηλωμενο ειχε, τώρα ξηλωνει τα κουμπια ποτε του σακκου και ποτε του μανδυα του, και ολο ραβει.

Ο Επιτηρητης παλι, με το πλυσιμο. Βρισκει μπολικο νερο, κι ολο και τσαλαβουτα.

Εγω επαθα, αν μπορη να πη κανεις αυτη τη λεξι για την περιπτωσι μου, ψυχωσι με το Ευαγγελιο. Ποτε δεν πεφτει απ' τα χερια μου. Δεν το χορταινω. Οσο το διαβαζω, τοσο και περισσοτερο τ' αγαπω. Χρυσωρυχειο! Οσο πιο βαθια σκαβεις, τοσο και περισσοτερο χρυσαφι βρισκεις. Δύναμις Θεού εστιν εις σωτηριαν παντι τω πιστευοντι.

Αν μουλειπε αυτο, αν δεν οικονομουσε ετσι ο Θεος να μου τ' αφησουν... Ποιος ξερει. Ίσως-ισως να βυθιζομουνα στην απελπισια.

66 ΙΙοουυννίίοουυ..

Κοντα μεσημερι και μπαινει ο φυλακας. Με παιρνει στην αποθηκη και μου δινει να καταλαβω πως αυριο ειμαι για δρομο. Ετοιμαζω τα πραματα μου. Και μετα με πηγαινει στο γραφειο του. Μια γερμανιδα παιρνει τα στοιχεια μου. «Ενδειξεις», οπως τα λεει και ο ειδικος.

Ειμαι λοιπον για δρομο. Για που;

Εαυτους και αλληλους και πασαν την ζωην ημων Χριστω τω Θεω παραθωμεθα.

77 ΙΙοουυννίίοουυ..

Απ' το πρωι σημερα ειμαστε ολο συγκινησι. Αποχωρισμος. Η συζητησι ειναι γυρω στο πώς θα τους ειδοποιησω, που θα με παν. Πώς θα γραψω και γι' αυτους, αν μπορεσω, στην πατριδα. Πώς θα συναντηθουμε μετα τη ληξι του πολεμου.

Μία. Ακουγονται κλειδια. Ερχεται ο φυλακας να με παρη. Με ψυχη γεματη πονο και οδυνη, αποχαιρετω τους συντροφους. Και για τ' αλλα παιδια που δεν βλεπω, αφηνω λιγα λογια γραμμενα πανω σ' ενα κομματι εφημεριδας. Τους αποχαιρετω και τους λεω να στηριζουν τις ελπιδες τους στον Θεο που μας φυλαξε ως τώρα. Γιατι ο ελπιζων επι Κύριον ου καταισχυνθησεται.

Σε λιγο ειμαστε μπροστα στο γραφειο. Πεντε Ελληνες και αρκετοι ξενοι. Γινεται η παραδοσι μας στη συνοδεια. Την αποτελουν τεσσερα γεροντια. Μας δενουν δυο-δυο με αλυσιδες, που κι αυτη ακομα τη δυναμι του Σαμψων να ειχαμε, δεν θα τα καταφερναμε να τις σπασωμε. Τα αδυνατα χερια μας χανονται μεσα σ' αυτες.

Ετσι αλυσοδεμενους μας οδηγουν στο σταθμο. Περνουμε απ' την αγορα. Ο κοσμος παρακολουθει με περιεργεια. Αυτο θαναι, λεω, πιο πολυ για μενα, που θα τους παραξενευει το ιερατικο μου σχημα. Απο συνοδειες θα εχη χορτασει το ματι τους, αφου ολη τους η χωρα έχει μεταβληθη σε απεραντο κατεργο.

Στο σταθμο, η κινητη φυλακη. Μας κλεινουν, και η αμαξοστοιχια ξεκινα. Στο βαθος, δεξια μας, διακρινεται το μακροστενο κτιριο. Ως οτου χαθη, τα ματια μας δεν ξεκολλουν απ' τα κελια, οπου λιωνουν και σαπιζουν τ' αγαπημενα μας αδελφια.

Το τραινο τρεχει. Μαζι του κι ο λογισμος μας. Που μας παν και γιατι;

Η φυσι, που στο πρωτο περασμα μας ηταν ακομα βυθισμενη στο βαρυ υπνο του χειμωνα, ξυπνησε

Page 59: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

πια. Εδω χωραφια με σικαλι. Εκει πατατες, που δεν λειπουν απο κανενα τους φαγητο. Πιο περα, τα χωραφια με τα μπιζελια και τ' αλλα δημητριακα. Εκτος απο κουκια και σιταρι. Και παντου οπωροφορα δενδρα. Άλλα ανθισμενα ακομα, και άλλα με δεμενους πια καρπους.

Μαζι μας στο βαγονι ειναι και μερικοι Ρωσοι, Ουκρανοι. Ο κατακτητης, υποχωρωντας απ' τη ρημαγμενη τους πατριδα, τους πηρε μαζι του για δουλευταδες. Απ' αυτους μαθαινομε πως θα μας παν στη Βιεννη. Και πραγματι, στις 6 βρισκομαστε στο γνωστο μας σταθμο. Μας αλυσοδενουν, μας ριχνουν στις κλουβες και σε ελαχιστη ωρα ειμαστε μεσα σ' ενα μεγαλο κτιριο.

— Ειναι το τμημα μεταγωγων, μου ψιθυριζει ο Αρμενης που ειναι δεμενος μαζι μου.

Εδω ολα κινουνται με ταχυτητα μηχανης. Ψαξιμο αυστηρο. Κλιβανισμος. Υστερα ιατρικη εξετασι και παραταξι στο διαδρομο.

Απεναντι μας περιμενουν, για την ιδια δουλεια, καμποσα μπουλουκια. Ειναι και γυναικες. Μερικες κλαινε απαρηγορητα.

Οταν κλιβανιστηκαν τα ρουχα μας και τα φορεσαμε, μας δινουν απο μια σαπια κουβερτα στο χερι και μας σπρωχνουν σε μια αιθουσα. Ειναι ως 200 αλλοι εδω μεσα. Λίθοι και πλινθοι και ξυλα και κεραμοι ατακτως ερριμμενα. Ο ενας παστωμενος πανω στον αλλο.

Αλλοι κλαινε κι αναστεναζουν. Αλλοι φωναζουν για να γινη σιωπη, και κανουν ετσι μεγαλυτερη φασαρια. Αλλοι βριζουν και λενε καταρες.

Ουτε νερο έχει μεσα, ουτε αποχωρητηριο. Δυο ανοιχτα δοχεια αναπληρωνουν αυτη την αναγκη. Σ' αυτη την κολαση περνουμε τη νυχτα.

88 ΙΙοουυννίίοουυ..

Επιτελους ξημερωνει. Οι κρατουμενοι, οι πιο πολλοι, μοιαζουν μ' εκεινους τους αγριανθρωπους που βλεπομε καμια φορα στα βιβλια. Μαλλια και γενειαδες ακτενιστες και κοτσιδιασμενες. Τα προσωπα τους απ' την απλυσια, εχουν πιασει λεπια. Η πεινα και η κακομοιρια τους έχει καμει σαν σκιαχτρα. Πολλοι απ' αυτους ειναι απο ανωτερα κοινωνικα στρωματα. Μορφωμενοι, επιστημονες, υπαλληλοι, στρατιωτικοι, κληρικοι, οικογενειαρχαι καλοι και παιδια καλομαθημενα.

Μα εκεινο που προκαλει τη μεγαλυτερη καταπληξι ειναι πως ολος αυτος ο κοσμος, μ' ολα τα αξιοθρηνητα χαλια που έχει, διατηρει ακμαιο φρονημα. Οποιος μας πλησιασει, προσπαθει να μας δωση κουραγιο.

Ενας νεαρος Γαλλος, πολυ συμπαθητικος, μου πασαρει στα πεταχτα:

— Μη φοβηθητε απο των αποκτεινοντων το σωμα, την δε ψυχην μη δυναμενων αποκτειναι.

Είναι μορφωμενος. Εχει καταστημα αγιογραφικων ειδων στη Μασσαλια. Ενα πρωι ομως τον κουβαλησαν εδω με πολλους αλλους συμπατριωτες του. Και επειδη με κανενα τροπο δε δεχεται να προσφερη δουλεια στους Ναζηδες, τον ψηνουν και τον λιωνουν μεσα σε τουτο το φλογερο καμινι.

Μας λεει και νεα. Αποβασι στη Νορμανδια. Επιτυχιες μεγαλες των Συμμαχων στη Δυσι και στην Ανατολη.

Ο Θεος να βαλη το χερι Του.

Page 60: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Μας συστηνει κι αλλο ενα παιδι συνομηλικο του. Σερβος. Με δακρυα στα ματια μας διηγειται τη δικη του τραγωδια και τα μαρτυρια της σκλαβωμενης πατριδας του. Μας κανει λογο για καταστροφες ολοκληρων πολιτειων και για ανθρωπινες εκατομβες.

Βρισκομε και καποιον δικο μας. Ειναι ως 20 χρονων, ισως και λιγωτερο. Κι ομως φαινεται πως έχει περασει τα σαραντα. Τον έχει φαει η πεινα, η ψειρα κι η δυστυχια. Είναι απο καλη οικογενεια των Αθηνων. Εφυγε απο το πατρικο του κι ηρθε να ζηση εδω, στον παραδεισο, οπως ενομιζε, της Χιτλερικης Γερμανιας. Και κατεληξε σ' αυτην εδω την κολασι.

Βλεπομε ακομα ανθρωπους που εχουν απολησμονηθη τρεις και τεσσερις μηνες εδω μεσα. Και ξετρελαινονται οταν δουν αστυφυλακα να μπαινη με χαρτια. Νομιζουν πως θ' ακουσουν τ' ονομα τους.

— Να βγουμε, μας λενε απο δω και ας μας παν οπου θελουν. Χειροτερα δε θαναι.

Στις 4, να τος ο χοντρος ο αστυφυλακας με τα χαρτια. Φωναζει ονοματα. Ειναι για μας τους πεντε. Γραμμη στο θαλαμο τρανσπορτ. Στ' απανω-πανω πατωμα.

Εκει συναντουμε και αλλους πεντε απ' τους δεκαπενταριτες της δικης μας αποστολης. Τους ειχαν παει στις φυλακες Sen Pölten οπου δουλευ αν. Εκτος απ' τους δικους μας, συναντουμε και 4-5 ξενους. Ο ενας δικαστης, ο αλλος προισταμενος Ταχυδρομειου, οι αλλοι καθηγηται. Ειναι Τσεχοι. Πατριωται καλοι και μεγαλοι αντιμαχοι του εθνικοσοσιαλισμου. Ο καθενας τους διηγειται με πονο βαθυ, μαζι με την ατομικη του περιπετεια που αρχιζει απ' το ξυλο και φθανει ως το βγαλσιμο των νυχιων, και το τι τραβα η πατριδα τους απ' τους αιμοβορους Ναζηδες.

Ενας αλλος, αναπηρος, Αυστριακος σηκωνει ωρες-ωρες το μπαστουνι και, κατεβαζοντας το με οργη:

— Ετσι του τις κατεβαζουν απο παντου! φωναζει. Δεν ειναι μακρια η ωρα που θα γκρεμιστη!

Μ' αυτα μας βρισκει η νυχτα. Περιμενομε να φερουν κανενα στρωμα ή κουβερτα. Τιποτε. Πεφτομε πανω σε κατι σανιδες που ριξαμε στο τσιμεντο.

99 ΙΙοουυννίίοουυ..

Η πορτα ανοιγει ωρα πεντε. Πλυσιμο στα πεταχτα, τα μπαγαζια στο χερι και κατω. Αλυσοδεμα, κλουβες, βαγονια και δρομο. Ποιος ξερει για που παμε παλι.

Ύστερ' απο δυο πανω-κατω ωρες δρομο, διπλα στο Δουναβη, η αμαξοστοιχια σταματα. Βγαινομε. Δεμενοι, περνουμε μεσα απο μια ομορφη πολι. Εχομε μαζι μας και τον αναπηρο, και παμε σιγα. Μια στιγμη που σιμωσαμε σ' ενα στρατοπεδο αιχμαλωτων, ανοιξε λιγο η καρδια μας.

— Να, που μας φερνουν λοιπον μου λεει ο διπλανος μου.

Μα προσπερνουμε, και σταματουμε μπρος σ' ενα ολοκληρο τετραγωνο απο θεορατα κτιρια. Μια τεραστια σιδερενια πορτα ανοιγει και μας χαφτει.

Page 61: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ΚΑΤΕΡΓΑ ΣΤΑ ΞΕΝΑ

99 ΙΙοουυννίίοουυ 11994444..

Κατι μαντραχαλαδες ως εκει πανω, με πρασινομαυρες στολες, με χρυσα αστερια στους ωμους και με μια αρμαθια κλειδια περασμενη στο χερι ο καθενας, μας πηγαινουν σε μια αιθουσα. Είναι πλακοστρωμενη κι έχει καναπεδες στις ακρες, κτιστους. Απο πανω, μια σειρα κρεμασταρια. Εδω μας λυνουν. Γινεται η παραλαβη.

Ο διευθυντης — ως εξηντα χρονων ανθρωπος, με την κονκαρδα του κομματος στο πετο, και μ' ενα καπελο στολισμενο μ' ενα σωρο μπιχλιμπιδια, που, στην Ελλαδα, μοναχα σε χερια μικρων παιδιων μπορει να τα δη κανεις — καθεται σ' ενα τραπεζι.

Ονομα, ηλικια, επαγγελμα, αιτια καταδικης. Και περνα ο καθενας. Οταν με τη σειρα μου παρουσιασθηκα μπροστα του, λεει στον διερμηνεα:

— Αρχιμανδριτης.

Εχουν ελθει πιο μπροστα απο μας οι φακελοι μας. Οταν τελειωσε:

— Χάιλ Χιτλερ! και φευγει.

Μας παραλαβαινει τώρα ενας μουστακαλης αγριανθρωπος. Επαναλαμβανεται ο,τι εγινε στο Zneim. Εκεινο που γλυτωσα κι εδω ηταν παλι το Ευαγγελιο. Κοψιμο μαλλιων με την ψιλη μηχανη, ξυρισμα και λουτρο χωρις σαπουνι. Ακολουθει το μασκαρεμα μας: Εσωρουχα χιλιομπαλωμενα και μισοπλυμενα, ενα παλιό στρατιωτικο σακακι, με τα γραμματα J.G., πισω στη ραχι, μεγαλα σαν το κεφαλι τους, κι ενα παντελονι με κοκκινα σειρητια στα πλαγια. Σωστη μεγαλη στολη στρατηγου. Τελος, μας δινουν να φορεσωμε ενα ζευγαρι χοντροτσοκαρα κι ενα ασπρο δικωχο στο κεφαλι. Ειμαστε κομπλε.

Καθως πηγαινομε στο κελι, οι διαδρομοι αντιλαλουν απ' την τσοκαρια μας.

Νο 24. Ριχνομε γυρω μας μια ματια. Ενα βαρος ασηκωτο καθιζει επανω στο στηθος μας.

— Κατεργα!... ψιθυριζει καποιος.

Η ψυχη μας ματωνει.

Νο 415/44. Παίρνουν κι οι αλλοι τα δικα τους. Μας μετρουν το αναστημα. Μας ζυγιζουν, — στη Βιεννη 66 κιλα γυμνος, σημερα, με τα ρουχα και την τσοκαρια, 51. Μας παιρνουν στοιχεια της ιδιωτικης μας ζωης και μας διαβαζουν τον κανονισμο. Ζητουν τυφλη υπακοη, γιατι, διαφορετικα, έχει και στρατοπεδο S. S.

1100 ΙΙοουυννίίοουυ..

Πρωτα στο γραφειο που κανονιζει τι δουλεια θα κανη ο καταδικος. Υστερα στο γραφειο του Διευθυντου. Μια μεγαλη αιθουσα γεματη πολυτιμα επιπλα κι εικονες. Η εικονα του Κυριου λειπει μονο, καθως λειπει βεβαια κι απ' τις καρδιες των ο Ίδιος. Στη θεσι της, η εικονα του Φυρερ. Μπροστα στον Διευθυντη, οι φακελοι μας. Μολις μπηκαμε, κανει διαφορες ερωτησεις, τους εξελεγχει, τους υπογραφει και τους παραδιδει διπλα, στον γραμματεα. Φαινεται πως εδω θα

Page 62: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

μεινωμε οριστικα.

1144 ΙΙοουυννίίοουυ..

Μας τακτοποιουν και παλι σε νεα κελια. Νικόλας, Ιωσηφ και Χαραλάμπους, στο Ο.1.24. Ο φυλακας, οπως μας ειπαν σημερα στον περιπατο, έχει τραυματισθη στην Κρητη και ειναι φοβερα μισελληνας. Δερνει, κλωτσα, και χτυπα ασχημα τους δικους μας.

Μας δινουν και δουλεια. Καμουφλαζ. Σ' ενα χορταρενιο σχοινι περνούμε, καθε δυο δαχτυλα αποστασι, κι ενα φυλλο καλαμποκιου. Ο καθενας μας πρεπει να βγαλη 75 ως 100 μετρα, κι ετσι αγωνιζομαστε ολη την ημερα.

22 ΙΙοουυλλίίοουυ..

— Στον χθεσινο βομβαροισμο στο Moosberbaum, σκοτωθηκαν δυο δικοι μας.

Αυτη η ειδησις εφθασε κι ως το κελακι μας. Κι απο κει που βγηκε, ειναι, δυστυχως, αληθινη. Ο ενας, σιδηροδρομικος υπαλληλος. Ο αλλος φοιτητης. Και τα δυο λεβεντοπαιδα. Κοντα στ' αλλα βασανα, και οι βομβαρδισμοι. Κανουν κι αυτοι το μερος τους.

99 ΙΙοουυλλίίοουυ..

- Κίρχε! φωναζει ο καθαριστης απο το φιλιστρινακι μας, και φευγει για να πη το ιδιο και στ' αλλο και σ' ολα.

- Τι ειναι παλι τουτο Νικολα;

- Δεν καταλαβες; Ονομα φαγητου θα ειναι, λεει και, κοιταζοντας τον Ιωσηφ, γελα κοροιδευτικα.

Σε λιγο ερχονται και μας βγαζουν. Κιρχε! Μας ξαναπετουν παλι την αγνωστη λεξι, αλλα μια μεγαλη σαλα μας την εξηγει επιτελους. Εκκλησια. Αστραφτει και λαμποκοπα στο βαθος η αγια Τραπεζα. Δεξια ο αμβωνας και διπλα ο Εσταυρωμενος, σε φυσικό μεγεθος. Αριστερα, ενα ωραιο αγαλμα της Παναγιας σε στασι ικεσιας. Απ' τη μια κι απ' την αλλη μερια, στους τοιχους, εικονες με παραστασεις απ' τα σεπτα παθη του Κυριου. Κι απανω απ' την πορτα το οργανο. Η απαλη μελωδια του μαλαζει τις ταλαιπωρημενες ψυχες των καταδικων. Καθονται ολοι με ταξι κι ευλαβεια, σα ναναι σκολιαροπαιδα στα θρανια. Παρακολουθουμε ευλαβικα την καθολικη λειτουργια.

Τα ματια μου δεν ξεκολλουν απο μια θαυμασια εικονα πανω απ' την Αγια Τραπεζα. Ο Καλος Ποιμην σε φυσικό μεγεθος. Δεχεται και σφιγγει στην πατρικη αγκαλη Του στοργικα το απολωλος.

1155 ΙΙοουυλλίίοουυ..

Απο εργατες γινηκαμε μαστοροι. Εδω και τεσσερις-πεντε μερες, φτιανομε ψαθινες τσαντες. Ενα τελαρο, καμποσες οργιες ψαθοσχοινο και καμμια εικοσαρια καρφοβελονες ειναι ολα-ολα τα συνεργα της τεχνης μας.

2211 ΙΙοουυλλίίοουυ..

Με την αλλαγη της δουλειας ηρθε κι η αλλαγη του κελιου. Καθε λιγο και λιγακι μας αρπουν απ' το σβερκο, οπως η γατα τα μικρα της, και μας κουβαλουν εδω κι εκει.

Page 63: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Wert Νο 24. Το νεο κελι. Ευτυχως δεν ειναι χειροτερο απο το αλλο. Ο φωνακλας, ο φυλακας μας, συμπαθει καπως τους Ελληνας. Ύστερα εχομε και τα νεα. Το παραθυρακι μας ειναι απεναντι ακριβως στο κελι του καπετανιου, και επειδη τον μεταχειριζονται στο γραφειο ως διερμηνεα, κατι μαθαινει για την εξελιξι του πολεμου και μας το μεταδινει στα κλεφτα.

Στην πτερυγα μας ειναι κι οι τσαγγαρηδες κι οι σκουπαντζηδες κι οι βουρτσαδες, που λενε πως οι τριχες που δουλευουν ειναι απ' ανθρωπινα κοκκαλα.

Στον περιπατο, ο φυλακας κανει στραβα ματια και μπορει να βρεθη κανεις απο πρωτος τελευταιος ή και τ' αντιθετο, για να ιδη κανενα δικο του.

2255 ΙΙοουυλλίίοουυ..

Δεν ειναι η κανονικη ωρα, κι ομως ανοιγει η πορτα του κελιου. Αυτος που μπαινει δεν ειναι επισκεπτης. Που τετοια τυχη! Εδω βρισκομαστε σε τελεια εγκαταλειψι. Οι χριστιανικες αρετες της ευποιιας και κοινωνιας ειναι, φαινεται, αγνωστα πραματα για τον ψυχρο τουτον κοσμο. Τις εκαψε και τις ξερανε ο καταραμενος λιβας του ναζισμου.

Αυτος που μπηκε ειναι ενας νεαρος φυλακας. Στο στηθος του κρεμονται τρια-τεσσαρα παρασημα. Κανει πως ερευνα το κελι. Για μια στιγμη σταματα αυτο το μηχανικο ψαξιμο και με κοιταζει στα ματια με πονο και λυπη.

- Εισαι παπας; ρωτα.

- Ναι, του απαντω.

Και δακρυσμενος μου λεει:

— Σπουδαζα στη Βιεννη. Μα αυτος ο πολεμος εκοψε τις σπουδες μου. Και μαζι μ' αυτες και το ποδι και το χερι και... — μου δειχνει και το ματι του. Και τώρα, φυλακας... Α, μεγαλο κακο ο πολεμος.

Φευγει το παλικαρι. Μενει ομως η αναταραχη που δημιουργησε στην ψυχη μου.

Κακο ο πολεμος! Εκατομμυρια ανθρωποι σκοτωνονται και ρεβουν μεσα στ' ανήλια μπουντρουμια, και ακρωτηριαζονται σαν αυτο το παλικαρι. Το αιμα τρεχει ποταμι και κατακλυζει τη γη. Ξεκληριζονται οικογενειες. Χωρια και πολιτειες πολυανθρωπες μεταβαλλονται σε θλιβερα ερειπια. Και γινονται αυτα σημερα, στον εικοστον αιωνα, τον αιωνα των φωτων και του πολιτισμου.

Ναι, κακο, πολυ κακο ο πολεμος. Μα τοτε, γιατι το φλογισμενο αρμα του να εξακολουθη να περνα πανω στο σπαραγμενο κορμι της ανθρωποτητος; Απ' τα βαθη των αιωνων φθανουν στην ψυχη μου τα λογια του Αδελφοθεου: Πόθεν πολεμοι και ποθεν μαχαι εν υμιν; ουκ εντευθεν, εκ των ηδονων υμων των στρατευομενων εν τοις μέλεσιν υμων;

Το αλλοφρονο κυνηγητο της ηδονης και του ατομικου συμφεροντος, η ελλειψις της χριστιανικης αγαπης σ' αυτους που κυβερνουν και σ' αυτους που κυβερνωνται, ναι, αυτα ειναι που τους δημιουργουν.

Μα δε μπορει, θαρθη η ευλογημενη μερα, που, εδω και τοσους αιωνας, την προειπεν ο Ησαιας, και που οι ανθρωποι κατακοψουσι τας ρομφαιας αυτων ως αροτρα, και τα δορατα αυτων ως δρεπανα, και ουκετι μη αντάρη εθνος επι εθνος ρομφαιαν, και ουκετι μη μαθωσι πολεμειν. Και αναπαύσεται εκαστος υποκατω αμπελου αυτού, και εκαστος υποκατω συκης αυτού, και ουκ εσται ο εκφοβών.

Page 64: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

2299 ΙΙοουυλλίίοουυ..

Αυτος ξεπερνα καμπόσους της σειρας. Εγω βγαζω τα πετραδακια απ' το τσοκαρο μου. Ο φυλακας κανει στραβα ματια, και να τώρα, οι δυο μαζι στη σειρα του περιπάτου. Γερμανος καθολικος ιερεας. Μορφωμενος κι ευσεβης. Εχει οσιοποιηθη κι αυτος απ' τις στερησεις και τις κακουχιες. Με τι πονο μου μιλει για τους διωγμους των πιστων χριστιανων απο τον ναζισμο.

— Εσφαξαν, μου λεει, πολλους πιστους, — και, για να το καταλαβω καλα, σερνει το κερενιο του χερι στον αδυνατο λαιμο του. Γιατι δεν επεσαν μπρουμιτα να προσκυνησουν το ειδωλο του Φυρερ και να του δώσουν θειες τιμες. Και πολλους, οπως εμενα, τους ερριξαν ζωντανους στους λακκους των λεοντων, στα στρατοπεδα και στις φυλακες. Αλλα, συνεχισε, δεν απογοητευομαστε. Εχομε τις ελπιδες μας στον Κυριο...

Η θριαμβευτικη φλογα λαμπαδιζει τώρα μεσα στα ματια του γερμανου ιερεα. Στο Νταχαου μονο βρισκονται κλεισμενοι πανω απο 20 χιλιαδες ιερωμενοι. Εκει πρωτα-πρωτα εκλεισαν και τον συνομιλητη μου. Νταχαου, η λεξι που στα χρονια μας αντικατεστησε τη λεξι Κολασι... Και τετοια κολασι που η δαντική φαντασια μολις απο πολυ μακρυα μπορεσε να την αχνοδιαγραψη.

Σ' αυτο το σημειο, ο τονος της φωνης του αλλαξε. Γυρισα και τον κοιταξα. Τον επνιγαν τ' αναφιλητα.

Βαθια χαρα κι υπερηφανεια γεμισαν την ψυχη μου. «Αφου, ειπα μεσα μου, η Εκκλησια του Χριστου παρατασσει και σημερα τετοιους πιστους και θαρραλεους στρατιωτες εναντιον των πολεμιων της, δεν έχει φοβο. Θα νικηση, οπως νικησε και τους πρωτους πανισχυρους εχθρους της. Θα νικηση και σημερα τους φοβερους της διωκτας. Και θα νικηση, γιατι έχει τον Χριστο μαζι της».

Ιδου εγω μεθ' υμων ειμι πασας τας ημερας εως της συντελειας τον αιωνος.

22 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Και τώρα, ολο και κοντα στον συναδελφο. Και ο κυκλος των γνωριμιων μας ολο και πλαταινει. Προχθες με συστησε σε αλλους τρεις-τεσσερις κληρικους. Την ιδια και τουτοι αλυγισια και την ιδια εμπιστοσυνη στον Θεο. Καρτερικοι ομολογηται, ακαμπτοι στις χριστιανικες τους πεποιθησεις.

Σημερα μου συνιστα εναν κομη. Κι αυτος μου σφιγγει δυνατα το χερι, οταν εμαθε πως ημουνα Ελληνας ιερεας, και μου λεει:

— Ο σιφουνας που ξεσπασε στην ατυχη χωρα μας, — δικαία οργη του Θεου επι τους υιους της απειθειας, — εφθασε δυστυχως και στη μικρη, αλλα φωτεινη πατριδα σας. Λιγη υπομονη ομως και θα περαση.

Ειπαμε κι αλλα. Υστερα και νεα. Είναι, φαινεται, πολυ κατατοπισμενος σ' αυτα. Κι οταν κοντευαν να κλεισουν τα 30 λεπτα, για να γυρισωμε παλι στους ταφους μας, ενας ψηλος κυριος με χιονισμενα μαλλια περνα απο μπροστα μας σκυφτα, μαζι μ' ενα φυλακα και χανεται μεσα στην πορτα του Νοσοκομειου. Είναι βαρωνος, μου λενε. Καποιος σπουδαιος, με ονομα μεγαλο και περιουσια τεραστια γυρω στη Βιεννη. Μια μερα, τον επιασαν οι Ναζηδες, επειδη ταχα ακουσε ραδιοφωνο, του πηραν ολη την περιουσια και τελος τον ερριξαν σε τουτο το πηγαδι, απ' οπου, οσο κι αν φωναζη, δεν προκειται να τον ακουση ποτε κανενας.

Page 65: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

1133 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Με τ' ανοιγμα του κελιου, ο φυλακας προσπαθει, μ' ενα σωρο νοηματα, να μου δωση να καταλαβω κατι. Μα εγω τιποτα. Θυμωνει και, μια και δυο, βγαζει τον διερμηνεα του: «Στην αντικρυνη πτερυγα, στο κελι Δυο, βρηκαν σημερα το πρωι κρεμασμενον τον Ελληνα που εμενε μεσα».

Αυτο το γεγονος ειναι το θεμα της ημερας στον περιπατο. Γιατι το ευλογημενο το παιδι να το κανη αυτο; Ερχεται κοντα μου ο Μιχαλης, ο σωφερ. Μου δειχνει ενα μικρο σταυρουδακι, τυλιγμενο σ' ενα πανι. Μου λεει:

— Αυτό ειναι δικο του. Οικογενειακό ενθυμιο. Ηταν στενος μου φιλος. Γνωριζομαστε απ' την Αθηνα. Τις προαλλες με πλησιασε στον περιπατο, αφου πουθενα αλλου δεν μπορει κανεις να ιδη κανενα δικον του. Ηταν απελπισμενος. «Δεν μπορω πια να βασταξω». μου ειπε. «Οι πονοι απ' τ' αρθριτικα και η αδιαφορια κι η κακομεταχειρισι του γιατρου μ' εχουν φερει σε απελπισια. Μα... ί'σως σε λιγες μερες... Να, παρε αυτο το σταυρουδακι, κι οταν γυρισης καμμια φορα στην πατριδα, δωσ' το σπιτι μου». Το πηρα, μα τον εβαλα και μπροστα. Αυτος ομως... το εκανε.

Αυτος ο θανατος μου εφερε καταθλιψι. Τρομαξα μηπως μεταδοθη αυτο το μικροβιο της απελπισιας μεταξυ μας, γιατι αλιμονο. Δεν μπορω να καμω τιποτ' αλλο, παρα να παρακαλω θερμα τον Θεο να προσθεση πιστι στις βασανισμενες ψυχες μας, για να μπορεσωμε να ριξωμε την αγκυρα της ελπιδος προς Αυτον, και να μην καταποντισθουμε στο μαυρο πελαγος της απελπισιας.

Προσθες ημιν πιστιν, Κυριε!

1166 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Τωρα και λιγες μερες, νιωθω ενα παραξενο μουδιασμα στα ποδια μου. Κατω απ' τα γονατα γινονται, μερικες φορες, κρυα σαν το σιδερο. Τα χτυπω και δεν τα νιωθω. Αισθανομαι και μια μεγαλη αδυναμια, τοσο που με δυσκολια ανεβαινω τη σκαλα μετα τον περιπατο.

2266 ΑΑυυγγοούύσσττοουυ..

Απο χθες το πρωι ως αποψε καποιος απ' τα αντικρυνα κελια κλαιει και βογγα δυνατα. Που και που τον πνιγει ενας ξεροβηχας.

— Ειναι, μου λεει καποιος που ρωτησα, φυματικος. Εχει κανει αρκετες αιμοπτυσεις ως τώρα. Κι ομως ο γιατρος δεν εννοει να τον παρη στο Νοσοκομειο. Μοναχα αυτους που ειναι στα τελευταια τους παιρνει. Ναξερες ποσους τετοιους εχομε στην πτερυγα μας! Και απ' αλλες αρρωστιες, κακες. Και μαλιστα ανακατωμενους με τους γερους.

Αυτος ειναι ο κοσμος που πεταξε με περιφρονηση το Ευαγγελιο του καλου Σαμαρειτου.

66 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Το ψαθοσχοινο τελειωσε, κι απο νωρις ειμαστε χωρις δουλεια. Εκει που διαβαζα, ανοιγει το κελι κι ακουω τ' ονομα μου. Παω να βγω, κι ο φυ λακας μου κανει νοημα να παρω και τα πραματα μου.

Η μετακινησι δεν μου κοστιζει πολυ αυτη τη φορα. Προσαρμογη.

Page 66: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

77 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Μια γιατι κρυωνα, μια γιατι ανα ρωτιομουν σε τι δουλεια ταχα θα μας βγαλουν, περασα τη νυχτα χωρις να κλεισω ματι. Το ιδιο κι ο συντροφος μου, ο Γιαννης απ' την Ανδρο. Αυτος ειναι μακρυς και το στρωμα κοντο. Πώς να κοιμηθη; Κουλουριαζεται σαν το φιδι, και παλι δεν τα καταφερνει.

Στις 5 αναψαν τα φωτα. Και στις 6 ειμαστε, γραμμη, στο ρολοι, στο κεντρο της φυλακης. Καμια σαρανταπενταρια σχεδον. Απ' αυτους, οι δεκαοχτω δικοι μας. Υστερα απο τοσους μηνες, βγαινομε πια εξω στην πολι. Οι δρομοι ερημοι. Που και που μοναχα βλεπομε κανενα φανταρο με κανενα χερι ή ποδι φασκιωμενο. Καμμια γυναικα ντυμενη στρατιωτικα και κανενα νηπιο, — στρατιωτες των μετοπισθεν. Και σε λιγο φθανομε στη δουλεια.

Οι φυλακες μας παραδινουν σε κατι στρατιωτες, και φευγουν. Επιστατης ενας γερος, πολυ κακοτροπος. Εσυ εδω, εσυ εκει, ολοι καπου και... άρμπαϊτ. Γιατι έχει S.S.

Και μας δειχνει το ραβδι που κρατα στο χερι.

Μεταφερομε σιδερα, μηχανες και τετοια. Σε δυο ωρες ειμαστε βουτηγμενοι μες στα λαδια και τη μουτζουρα. Η δουλεια ειναι βαρια. Ολως διολου ακαταλληλη για τα κοτσια μας. Μα έχει και S.S., οπως λεει ο γερος.

88 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Πλαγιαζω τσακισμενος απ' την κουρασι. Σε μια ωρα, με ξυπνησε ενας δυνατος πονος στο δεξιο γονατο. Δεν ξερω απο που προερχεται. Τα ξυλοπαπουτσα εχουν ανοιξει πανω στο καλαμι των ποδιων μου δυο πληγες. Μα ναναι απ' αυτες; Ή συμβαινει τιποτ' αλλο; Τιποτα αρθριτισμοί σαν τον Κ... Ξερω κι εγω; Πονω και κλαιω σαν μικρο παιδι. Φασκιωνω το ποδι μου με το σακκακι, σηκωνομαι, πλαγιαζω, το βαζω ετσι, το βαζω αλλιως, μα πουθενα δε βρισκω ανακουφισι.

Ποτέ αλλοτε δεν ενιωσα τοσο τραγικα το μεγεθος της δυστυχιας μας. Να 'πονης, να υποφερης αφανταστα και να μη βρισκης απο κανεναν ανθρωπο βοηθεια! Το κελι, οταν κλειδωση, δεν ανοιγει πια παρα μονο το πρωι. Εσυ που εισαι μεσα, να γινης ο,τι θελεις. Δεν έχει γιατρο, παρα μονο σαν ψυχομαχας.

Ενας μονο δεν μενει ασυγκινητος στον πονο μας. Αυτος μονο μας προσεχει εδω. Και σ' Αυτον καταφευγουμε σε τετοιες στιγμες. Αυτος απλωνει στοργικα επανω μας το θεικο Του χερι, μας χαιδευει, μας σφουγγιζει τα δακρυα, μας γλυκαινει τον πονο, και, πολλες φορες, τον εξαλειφει ολοτελα. Και το ειδα σημερα τουτο, ολοφανερα. Οταν ηρθε το πρωι ο φυλακας να με παρη στη δουλεια, ημουνα καλα.

1111 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Τεσσερις ολοκληρες μερες δεν δουλεψα σ' αυτη τη βαρια δουλεια. Μεταφεραμε ολα σχεδον τ' αλαφρια μαντεμια. Εμειναν τώρα τα πιο βαρια: ροδες, αξονες, μηχανες. Η δουλεια γινεται πιο δυσκολη κι επικινδυνη. Σημερα τραυματιστηκαν σοβαρα δυο δικοι μας. Ο ενας στο χερι κι ο αλλος στο ποδι. Το βλεπω, τα κοτσα μου εμενα δεν βαστουν. Καθολου απιθανο να με παρη απο κατω της καμια ροδα, γι' αυτό αποφασιζω να γραφτω σημερα γι' αναφορα. Ισως καταφερω κι αλλαξω εργασια.

Μολις ανοιξε ο φυλακας το πορτακι κι επιασα τα συνηθισμενα μπίτεσεν για να του μιλησω, κλεινει

Page 67: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

αποτομα και φευγει.

1133 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Αποψε, ο συγκατοικος μου μου εφερε λιγα καροτα. Μου εξηγει πως τα βρηκε, και ειναι σκασμενος στα γελια:

— Τ' αρπαξα απ' τα θηρια. Ξερεις, εκει που ριχνομε τα σιδερα, ειναι ενα τσιρκο με καμποσα θηρια. Τους ριχνουν ένα σωρο πραματα. Μολις λοιπον ειδα τα καροτα μπροστα τους, τα λιμπιστηκα. Απλωνω κι εγω το χερι κι αρπαζω μερικα...

Οριστε λοιπον κι εμεις, σαν τον Ασωτο του Ευαγγελιου! Περιφρονησαμε τη στοργη του Πατερα και απεδημησαμε εις χωραν μακραν, και τώρα προσπαθουμε να χορτασωμε την ασιγαστη πεινα μας, με τα καροτα που αρπαζομε απ' τ' αγριμια του τσιρκου.

2200 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Μια μερα, δε θυμαμαι ακριβως ποια, κανοντας στην αυλη τον τακτικό καθημερινο μας γυρο, ειδα 3-4 καταδικους να σερνουν εναν αραμπα, που μοναχα δυο γερα αλογα θα μπορουσαν να τον συρουν.

— Ανθρωπαλογα! ειπα του διπλανου μου.

Μου φανηκε πολυ παραξενο. Και μ' ολο που ο διπλανος μου το γυρισε στ' αστειο, εγω λυπηθηκα στα καλα.

Κι ομως. Απ' τη Δευτερα εχω μεταβληθη κι εγω σ' ανθρωπαλογο. Δουλευομε στον κηπο της βορεινης αυλης της φυλακης. Θα κανουν, λενε, δεν ξερω τι ειδους φαμπρικα. Κι απο το συνεργειο μας, που αποτελειται απο καμια σαρανταρια καταδικους, αλλοι σκαβουν, αλλοι φτυαριζουν κι αλλοι κουβαλουν το χωμα με τον αραμπα.

Ενας απ' αυτους τους τελευταιους ειμαι κι εγω. Και έτσι ζεμενοι τεσσερις, σερνομε καρτερικα με τις ελαχιστες δυναμεις που μας εχουν απομεινει, τον αραμπα. Τις πιο πολλες φορες ομως μας σερνει εκεινος. Απο πανω, εχομε και τις ειρωνειες του «Ναπολεοντος», του φυλακα μας:

— Χαραλαμπους, άρμπαϊτ!

Υστερα γυριζει στους αλλους καταδικους, ως εκατον πενηντα, που κανουν εκεινη την ωρα περιπατο, και λεει:

— Γκρίχεν φάρε! Ελληνας παπας!

2222 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Να πουχομε και τα τυχερα. Ο κηπος οπου μεταφερομε το χωμα ηταν φυτεμενος με κρεμμυδια. Τα εβγαλαν, αλλα ολο και κατι εμεινε μεσα στο χωμα. Του φτωχου το δικιο. Αυτό το γευομαστε εμεις. Τα πισω ανθρωπαλογα, καθως σπρωχνουν τον αραμπα και κρυβονται απ' τον όγκο του, χτυπουν με τα τσοκαροπεταλα τους το χωμα, οπου φουσκωνει, και στη στιγμη πεταγεται ενα ωραιο στρογγυλό κρεμμυδακι που καταβροχθιζεται αστραπιαιως.

Κανομε και δωρεες. Οσοι κανουν το βραδυ περιπατο, κοιταζουν τα χερια μας. Κι εμεις κλεβοντας

Page 68: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

την προσοχη του δικου μας, αλλα και του δικου τους φυλακα, τους πετουμε κανενα. Μα οι ευλογημενοι πεφτουν ολοι απανω, και γινεται μεγαλο σουσουρο. Χωρις αλλο, αυτό θα το πληρωσωμε καμμια μερα με καμμια γροθια κατακεφαλα. Και ναναι σκετη γροθια, καλα. Γιατι οι γροθιες των φυλακων ειναι σιδερενιες, επειδη μερικες φορες κρατουν καμποσα κλειδια — πανω-κατω σαραντα! Αυτό ιδιως το στραβοξυλο που μας φυλαει σημερα, τι κρυφοδαγκανιαρικο σκυλι που ειναι! Εκει που μιλα ησυχα, αγριευει αποτομα, βριζει, κατεβαζει και κατι αναπαντεχες, πολυ ασχημες. Προχθες εφαγε δυο-τρεις ο Μαριος, και σημερα ο τραπεζιτικος. Και ολως διολου χωρις λογο. Ειπε πως δεν μπορουν τρεις μοναχα να τραβηξουν τον αραμπα. Αυτος θυμωσε, κατεβασε δυο γροθιες του δυστυχου, και τον πηραν τα αιματα.

— Γκρίχεν φαφλούχτεν! Καταραμενοι Ελληνες!

3300 ΣΣεεππττεεμμββρρίίοουυ..

Προβιβαστηκαμε. Ειναι δυο μερες τώρα που απο χωματοκουβαληταδες γινηκαμε κοπροκουβαληταδες σ' εναν κηπο της φυλακης.

Στην εξω αυλη, οπου ειναι κοπριες, συναντω καποιον μαυριδερο μουστακαλη που με κοιταζει πολυ επιμονα. Σαν κατι να ηθελε να μου πη. Μια και δυο λοιπον τον διπλαρωνω.

- Ψιτ... Ελληνας εισαι; τον ρωτω σιγα και με προσοχη, να μη δουλεψουν τα κλειδια στο κεφαλι.

- Ναι, μου απαντα ευγενικα. Εισαι ο Ηγουμενος; Σ' εγνωρισα απο το μουσι, κι ελεγα να σου μιλησω. Μα...

- Εσεις, αν επιτρεπεται, ποιος εισθε;

- Παπας ειμαι κι εγω! Αλέξανδρος Περδικομάτης απ' την Κερκυρα.

- Και πως εδω; Χαμογελά.

- Ασ' τα, αλλη φορα θα τα πουμε αυτα. Ξερεις τώρα κανενα νεο να μου πης;

- Νεα; Ολα πανε καλα. Λιγη υπομονη ακομα. Ολο και κοντευομε. Γρηγορα θα στειλη ο Κυριος την Ειρηνη.

Θα λεγαμε πολλα ακομα, αν δεν γεμιζε κοπρια ο δικος μου αραμπας και αμμο ο δικος του.

44 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Πώς μαλακωσε το θηριο! Χτες του λεω:

— Το βλεπεις πως εγινα; Δεν βαστω αλλο. Δε λες να με βαλουν σε καμμια αλλη δουλεια;

Ο Ναπολεων, γιατι σ' αυτον ταλεγα, σκεπτεται.

Δεν αγριεψε λοιπον, δεν δερνει;

— Αυτό δεν ειναι δικη μου δουλεια. Είναι του για τρου. Αυριο θα σε παρουσιασω και θα του μιλησω κιολας.

Page 69: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Μολις εφυγε, ψιθυριζω δακρυσμενος.

— Ακουσες, Θεε μου, την κραυγη του πονου μου! Σε ευχαριστω!

55 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Εξω απο το ιατρειο πολλοι. Μα κανενας απ' αυτους δεν τα καταφερνει στα γερμανικα. Εγω χρειαζομαι καλο διερμηνεα, γιατι ο γιατρος ειναι, οπως λενε, «από τα πιο βερνικωμενα κερατα του κομμα τος». Μα που να τον βρω;

Στη σκεψι μου αυτη, ως εκ θαυματος, να ο Ναπολεων. Ερχεται κοντα μου.

— Φερε μου, σε παρακαλω, τον καπετανιο μας, του λεω. Τον θελω για διερμηνεα.

Σε δυο λεπτα να κι ο καπετανιος.

— Ελα, του λέω, κοιταξε πως θα μιλησης σ' αυτον τον ζορικο ανθρωπο, να μ' αλλαξη δουλεια, γιατι δεν μπορω πια.

Μπαινω μεσα και προσευχομαι μυστικα. Και το βερνικωμενο κερατο λέει, ενω σημειωνει κατι: «γκούτις, καλά».

1100 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Στη νεα δουλεια. Ενα μικροστενο διωροφο εργοστασιο. Ειναι γεματα και τα δυο του πατωματα απο μηχανες που επεξεργαζονται καλυκες. Πολεμικη βιομηχανια μέσα στη φυλακη...

Διευθυντης ειναι ενας του κομματος, ο «Θεατρινος» οπως τον λενε οι δκοι μας. Όλοι οι αλλοι ειναι καταδικοι, σκλαβοι των Ναζηδων. Στο δευτερο πατωμα, οι μηχανες λιγοστευουν και πληθαινουν οι παγκοι. Σ' αυτους καθισμενοι, οι κατιδικοι διαλεγουν τους καλυκες. Εδω οι σκαρτοι, εκει οι καλοι, δηλαδη αυτοι που προοριζονται για τον σκοτωμό των αδελφων μας. Δουλευομε με πολυ δυνατο φως. Βαζομε ολη μας την προσοχη. Και η παραμικροτερη απροσεξία μπορει να χαρακτηρισθη σαμποταζ. Και τοτε...

Σ' αυτό το τμήμα, που ολοι σχεδον ειναι Ελληνες, με επι κεφαλης τον κ. Μιχαλη, τοποθετει και μενα ο αρχιμαστορας. Η αγάπη των παιδιων και η προθυμια τους να με βοηθησουν, ωσπου να παρω τη ρεγουλα στη δουλεια, δεν λεγεται.

1122 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Και παλι μετακομισι. Μεσον και τουτο ψυχικης κατοπονησεως. Να μη δοθη καιρος να συνδεθης με κανενα. Να εισαι παντα ξενος, και να σηκωνης μονος το σταυρο σου.

2277 ΟΟκκττωωββρρίίοουυ..

Ποιοι ναναι παλι αυτοι που, πρωι-πρωι, τους πανε να τους θαψουν οι νοσοκομοι;

Δεν μπορεσαν να τα βγαλουν περα και πεθαναν εδω μεσα, στα ξενα, μεσα στη φυλακη, στην εγκαταλειψι. Χωρις κοιταγμα, χωρις περιποιησι, χωρις περιθαλψι. Χωρις εξομολογηση και αγια Κοινωνια. Και τους θαβουν ετσι αφτιαχτους κι ακλαυστους κι αδιαβαστους. Και πεθαινουν τώρα,

Page 70: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

στη χαραυγη του λυτρωμου! Τι κριμα! Αλλα παλι, Κριματων σου αβυσσους τις εξιχνιασει, ψυχοσωστα Σωτηρ μου!

22 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ..

Μας ζυγισαν. Παλι χασουρα. Δυο, τρια, πεντε κιλα ο καθενας. Τι γινεται; Που επιτελους θα σταματησωμε;

Στον ταφο! απαντα η φωνη του λογικου.

Α, μπα! Αυτο δεν ειναι σωστο! Πρωτα μας εδιναν τοσο φαγητο, κι εμεις χαναμε βαρος. Τωρα η τροφη λιγοστευει, αρα πρεπει να κερδιζωμε. Τι πειραζει αν τα ποσά γινωνται αντιστροφα; Ξερεις το μενου της εβδομαδος;

Δευτέρα: Το πρωινο ειναι παντα το ιδιο και το ξερεις: Μέλας ζωμος απο... καβουρδισμενα βαλανιδια. Το μεσημερι, πεντε-εξι κομματια καροτα μεσα σ' ενα πολυ αραιο χυλο απο καστανάλευρο. Και το βραδυ το ιδιο παντα: 4-5 βραστες πατατες ισαμε καρυδια, μ' ενα κατσαρολι βρασμενο νερο, — σουπα. Ποτε-ποτε, οι πατατες, δεν ξερω με ποιες ταχυδακτυλουργιες των μαγειρων και των καθαριστων, απο πεντε γινονται τρεις.

Τριτη: Αραιος χυλος με κασταναλευρο, με 2-3 πρεζες γαλα μεσα, για μυρωδια.

Τεταρτη: Λυωμενη κολοκυθα, που μητε τα γουρουνια δεν την πιανουν στο στομα τους.

Πεμπτη: Το φαγητο της Δευτερας, και μες στη σουπα ενα ελαχιστο κομματακι κρεας.

Παρασκευη: Ακριβης και πιστη επαναλειψι του μενου της Τριτης.

Σαββατο: Χυλος απο σκουποσποράλευρο.

Κυριακη: Της Τεταρτης, με το κρεατακι της Πεμπτης. Κυριακη και Σαββατο βραδυ, για να μην ανησυχουν οι κυριοι φυλακες, ξηροφαγια. Λιγο τυρι, που, οπως λεει κι ο μπαρμπα-Στελιος, πηγαν στο ζωολογικο κηπο και τορριξαν στις μαιμουδες, αυτες ομως μολις το μυριστηκαν γυρισαν, κοιταξαν θυμωμενες και το πεταξαν.

Το ψωμι! Αυτο δα ειναι κι αν ειναι 200 γραμμαρια το εικοσιτετραωρο, και δεν έχει το ευλογημενο διολου σιταρι. Τα 50 % κατα που λεν αυτοι που δουλευουν στον φουρνο, ειναι αγριοκασταναλευρο. Τα 30 % παταταλευρο, 2 % ξυλάλευρο και τ' αλλα 18 % σικαλάλευρο. Γι αυτο, κι οταν το τρωτε δεν καταλαβαινετε τιποτα. Φερνει και λιγον κοιλοπονο. Εξασφαλιζεις λοιπον παχυνσι 100 % ή όχι;

1144 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ..

Τεσσερις βαθμοι υπο το μηδεν. Και ειμαστε ακομα οπως και τον Αυγουστο. Εσωρρουχα πανινα και μια φορμα απο χορταρι. Κι η τσοκαρια μας. Χωρις κανενα μαλλινο ρουχο, χωρις παλτο και καλτσες. Και την ημερα στο εργοστασιο κατι γινεται, τελος παντων. Τ' απογευμα ομως που γυριζομε στο κελι, που ειναι σωστη παγωνιερα; Παιρνομε την κουβερτα στην πλατη, σουλατσαρομε. Χαμενος κοπος. Μελανιαζομε, το δοντια μας χτυπουν απ' το κρυο. Τη νυχτα μαζευομαστε πανω στο χορταρενιο στρωμα, γινομαστε ενα κουβαρι που χωρει στη φουχτα μεσα, αλλα και παλι τιποτα. Το πρωι σηκωνομαστε ξυλιασμενοι. Ρουχα τιποτα. Τροφη τιποτα. Χειμωνας βαρυς.

Page 71: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

1166 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ..

Χθες που ειδα για μια στιγμη τον καπετανιο, μουπε πως πηγε και τον είδε ο ιερεας της ελληνικης παροικιας στη Βιεννη. Πολυ λυπηθηκα! Να μη ζητηση ο ευλογημενος να ιδη και μενα. Και αφου, οπως μου λεει ο καπετανιος του τοπε. Στον περιπατο εκανα λογο γι αυτό στον κ. Μιχαλακη. Του ειπα πως θελω να του γραψω δυο λογια.

— Εγω, μου λεει, θα σου δωσω χαρτι, και γραψε αν βεβαια δεν φοβασαι το πειθαρχειο. Γιατι ξερεις πως οταν το πιασουν έχει, μαζι με το παψιμο της δουλειας και τσέλα. Θα φροντισω κιολας μεσω του κυριου Αντρέ να το στειλω.

Ο βρεγμενος, ειπα, τη βροχη δεν τη φοβαται. Κι έγραψα μερικες σειρες. Ισως μπορεσει και μας φερει κανενα μαλλινο.

1199 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ..

Σαν να μην ταχουν και τοσο καλα οι φιλαρακοι μας. Καταργησαν και τον εκκλησιασμο. Για να μη μαζευωνται πουθενα πανω απο δυο ανθρωποι. Φοβος και τρομος. Και οι φυλακες, εκτος απο τις σπαθες και τα πιστολια, πηραν και βαρυ οπλισμο. Ακομα και προσωπιδες.

Μηπως; ... Οι καροιες μας δεν τολμουν να το πιστεψουν.

2299 ΝΝοοεεμμββρρίίοουυ..

— Ετοιμασθητε! Παμε στο στρατοπεδο αιχμαλωτων. Ποιος παλι έχει διαδωσει αυτό το ψεμα; Μα δεν καταλαβαινουν επιτελους αυτοι οι «καλως πληροφορημενοι» με τα «θετικα και εξακριβωμενα και αληθινα» νεα τους ποσο κακό κανουν; Απ' τον Ιουλιο μας εχουν ξεσηκωσει. Μας γυριζουν στην πατριδα, μας δινουν κουτια του Δ.Ε. Σταυρού, και τώρα μας μεταφερουν σε στρατοπεδο αιχμαλωτων. Αχ πως ξεχαρβαλωνει τα νευρα αυτη η φοβερη εναλλαγη απ' την ελπιδα στην απελπισια.

33 ΔΔεεκκεεμμββρρίίοουυ..

Εξω χιονιζει και κανει δυνατό κρυο. Σαμπως μες στο κελι μας ναναι λιγωτερο; Μανδυες ωστοσο δεν μας δινουν. Ζητουμε τα παλτα τα δικα μας, μας τ' αρνουνται κι αυτα. Ετσι, καθως φαινεται, θα περασωμε, αν τον περασωμε, τον χειμωνα.

Χθες, ουτε ενα, ουτε δυο. Επτα φερετρα περασαν εξω απο το εργοστασιο. Καλη αρχη.

1155 ΔΔεεκκεεμμββρρίίοουυ..

Αντικρυ στο παραθυρο του εργοστασιου υψωνεται ενας λοφος, σκεπασμενος απο πυκνοφυλλα δεντρα. Το καλοκαιρι, συχνα, τραβηξε και ξεκουρασε τη ματια μου πανω στο βαθυπρασινο χρωμα του. Γι αυτό και τώρα, απο συνηθεια, παντα γυριζω προς τα εκει το κουρασμενο μου βλεμμα. Αυτό ομως που αντικρυζω ξαφνικα, με γεμιζει με μια γλυκεια ταραχη. Αναμεσ' απ' τα γυμνα κλαδια των δεντρων, ξεχωριζω ολοκαθαρα ενα μεγαλο σταυρο με τον Εσταυρωμενο, που απο το υψος του δεσποζει σ' ολον τον χωρο. Συμβολο της ειρηνης που λειπει απ' τον κοσμο.

Μαγνητισμενο το πνευμα μου, με μια χαρουμενη ορμη σχιζει γοργα το διαστημα που με χωριζει απ' Αυτον, και γονατιζει μπροστα στα ματωμενα Του ποδια:

Page 72: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Που ειναι, Κυριε, η επι γης ειρηνη που μας ευαγγελισαν οι αγγελοι κατα τη θεια Σου γέννα; Τι εγινε η ειρηνη που εφερες στον κοσμο; Η ειρηνη αυτη, η τη δικαιοσύνη και ευσεβεία σεμνυνομενη;

Λειπει απο το κοσμο τώρα και πολλα χρονια. Ακριβως απ' τον καιρο της αποστασιας. Απο τοτε που σπασαμε τους δεσμους μας με Σενα, τον Αρχοντα της ειρηνης και δεν εδεχθηκαμε τη φιλια Σου. Και Σε αφησαμε παραπονεμενο, και τραβηξαμε για νεα τυχη, για τον «επιγειο παραδεισο». Και το αποτελεσμα; Αυτο που ζουμε και βλεπομε. Καπνοι, ερειπια, αιματα, πεινα, πονος βαθυς, οξυς, εκτεταμενος.

2255 ΔΔεεκκεεμμββρρίίοουυ..

Δεν δουλευουν τα χερια στο εργοστασιο. Δουλευει ομως το μυαλο στο κελι: Κακοτυχα αδελφια! Πώς περνουσατε αλλοτε τουτες τις μερες! Τωρα... Στα ξενα, χωρις καμμια προετοιμασια για τη μεγαλη γιορτη. Ουτε καμπανες, ουτε εκκλησια, ουτε εξομολογησι, ουτε αγια Κοινωνια. Ουτε τραπεζι γιορτινο, ουτε επισκεψεις, ουτε συγχαρητηρια, ουτε ευχες. Ουτε καν λιγη ζεστασια. Να ειχατε τουλαχιστον λιγη λευτερια! Λίγη, τοση δα! Κατεργα! Πώς να εκανα να σας παρηγορησω λιγακι; Πώς αλλιως παρα να σας μιλησω λιγο για την αγαπη του Θεου προς τα πονεμενα παιδια Του, που αυτη και μονο μας συνοδευει και παραμενει πιστη εδω κοντα μας;

Οικονομησα καμποσα κομματια χαρτι, καμμια σαρανταρια. Γραφω μερικα λογια αγαπης. Τους μιλω για την αγαπη του Χριστου. Για το μεγαλο γεγονος της ενανθρωπησεως. Προσπαθω να δωσω κουραγιο, λιγη ελπιδα, να τονωσω τις ψυχες που κοντευουν ν' απαυδήσουν μεσα στο αεναο μαρτυριο της χιτλερικης κολασεως.

Με τον τροπο επικοινωνιας που εχομε οργανωσει, αυτα τα χαρτια μοιραζονται στα κελια οπου ειναι Ελληνες.

Παρακαλω τον Κυριο να ευλογηση αυτην την προσπαθεια.

33 ΙΙααννοουυααρρίίοουυ 11994455..

Πενία τεχνας κατεργαζεται, ελεγαν κι οι αρχαιοι προγονοι μας. Ο Δομενικος ειναι ενα καλο ιταλοπουλο που μενει μαζι μου στο κελι. Δουλευει στις μηχανες και τα καταφερνει να εξοικονομα χαρτινα τσουβαλια. Τα τυλιγει απανω του ομορφα-ομορφα και τα φερνει εδω, οπου αρχιζει η κοπτικη και η ραπτικη.

— Τι θες τώρα, πατερ; Κασμιρι πρωτης ταξεως και μπολικο. Θα σε ντυσω απ' την κορφη ως τα νυχια.

Μου σκαρωνει ενα χαρτινο σακκακι πρωτης γραμμης. Διπλο χαρτι στη ραχη.

— Θα σ' το κανω εγω, όχι κρυο, μα ουτε βολι να μην το περνα!

Ανοιγει δυο τσουβαλια, συνδεει το ενα με τ' αλλο και μου λεει υστερα καμαρωνοντας.

— Το βλεπεις τουτο; Είναι μια θαυμασια κουβερτα. Θα τη βαζης αναμεσα στις δυο ψιλες που εχεις και θα γι νεσαι φουρνος. Μοναχα το νου μας στο φυλακα. Αν το παρη χαμπαρι χαθηκαμε! Πολυ ασχημα θα την περα σωμε στην τσελα. Καθε πρωι θα κανης ο,τι κανω κι εγω. Θα ανοιγης το μαξιλαρι, θα βαζης στη μεση του χορτα ριου, διπλωμενο ομορφα-ομορφα, το χαρτι, θα το ξανα ραβης, θα καθεσαι υστερα λιγο απανω για να στρωνη, και εν ταξει. Ας παη να ψαχνη ο Κουκουβάγιας.

Page 73: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

88 ΙΙααννοουυααρρίίοουυ..

Απ' τον Οκτωβρη προσπαθω, αναφορα, στην αναφορα, παραπονα στα παραπονα, για να παρω το πουλοβερ μου απ' το σακκο. Τιποτα ομως. Ο Διευθυντης διαταζει, κι ο υπαλληλος το χαβα του.

Που λοιπον να κανης τα παραπονα σου; Που αλλου εκτος απ' Εκεινον, που έχει παντα ανοικτα τα ωτα αυτου εις δεησιν των τεκνων Του;

Εβοησα λοιπον εν οψη καρδία μου προς τον οικτιρμονα Θεον και επήκουσέ μου.

Ο κοκκινος, ο φυλακας, με ειδε που τουρτουριζα.

— Γιατι, μου λεει, δεν φορεις πουλοβερ;

Εγω αλλο που δεν ηθελα. Μια και δυο του εξιστορω τη θλιβερη μου Οδυσσεια.

Οταν σχολασαμε, ερχεται κοντα μου.

— Ελα μαζι μου!

Μου γεννιεται η ελπιδα πως κατι θα γινη επιτελους. Τραβουμε κατ' ευθειαν στον αποθηκαριο. Κατι του ψιθυριζει, κι αυτος, προθυμος, μου παιρνει το νουμερο και μου λεει:

— Αυριο θα τοχης.

Οταν ομως ερθη ενα καλο, περιμενε κι αλλο, λεει ο κοσμος. Πραγματι, αυτος ο φυλακας, το χερι του Θεου, βαλθηκε να με βοηθηση. Δεν ξερω με τινος πρωτοβουλια, αποφασισαν να δωσουν καπως χοντρα ρουχα στους γερους και στους αρρωστους. Κι ο φιλος μας περασε και μενα στον καταλογο.

Στην ιματιοθηκη που πηγαμε, ο φύλακάς της μολις μ' ειδε εβαλε τις φωνες. Οταν ακουση αυτος ο ανθρωπος γκρίχεν, δαιμονιζεται. Η επεμβασι ομως του φύλακός μου αγγελου τον καταπραΰνει. Και ετσι πηρα απ' ολα.

Καθως στεκομουν εξω και καμαρωνα τον εαυτο μου, να κι ο αποθηκαριος. Μου δινει ενα δεμα. Ειναι η φανελα.

— Α, ευχαριστω, του λεω, μα τουτη ειναι φανελα κι εγω θελω το πουλοβερ.

Σκεπτεται λιγο, και υστερα μου γνεφει να παω μαζι του. Σε λιγο βρισκομαι μπροστα στον σακκο με το νουμερο 415)44. Το δικο μου.

— Παρε, μου λεει, ο,τι χρειαζεσαι.

Απ' τη χαρα μου και τη συγκινησι δεν μπορουσα να ξελυσω τον σακκο. Παιρνω δυο πουλοβερ, μια φανελα χοντρη μαλλινη, δυο ζευγη μαλλινες καλτσες και μια πλακα σαπουνι.

Εχει περασει ωρα απο τοτε. Και τα ρουχα τα μοιραστηκαμε και τα φορουμε. Μα δεν μπορω ακομα να το πιστεψω. Τι καλος που εισαι, Θεε μου!

Page 74: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

1144 ΙΙααννοοννααρρίίοουυ..

Ειμαι κρυολογημενος λιγο. Πηγα στο γιατρο, μηπως μου δωση καμμια ασπιρινη. Ηταν κι αλλοι απ' τους δικους μας, πολλοι. Ενας ειχε ποδια και χερια φασκιωμενα με κατι βρωμικα παλιοπανα. Ηταν πολυ κοντα μου.

- Τι επαθες εσυ; τον ρωτω.

- Ασ' τα! μου λεει. Δουλευω εξω. Εχω παθει κρυοπαγηματα. Οσοι δουλευουμε εξω, μην τα ρωτας τι τραβουμε. Σκεψου να δουλευης ολη μερα μες στο κρυο και πολλες φορες με βροχη και χιονι. Να γινεσαι μουσκεμα, να ξυλιαζης, κι οταν γυριζης το βραδυ στο κελι να μην εχης ενα στεγνό ρουχο να φορεσης, ουτε ενα ζεστο να πιης. Ναχες τουλαχιστον καμμια σπιθα να ζεσταθης. Και να τρως κι αυτα τα παγωμενα νεροφαγια. Ασ' τα, σωστο δραμα η ζωη μας τώρα.

Σωστο δραμα, αληθεια. Υποφερουν οσοι μενουν στο κελι, γιατι τους τρωει η σκονη κι η υγρασια και η βρωμα των παλιοχόρταρων που τους δινουν για να καμουν το καμουφλάζ. Υποφερουν κι απ' το κρυο, γιατι τα κελια οπου μας εχουν εμας τους ανυπερασπιστους γκρίχεν δεν τα βλεπει καθολου ηλιος.

Υποφερομε κι εμεις, γιατι σηκωνομαστε στις 5 χωρις φωτια, παλτο και ζεστο, και πηγαινομε στη δουλεια. Και τ' απογεμα γυριζομε στις 2, στο καταπαγωμενο κελι. Μα τιποτε δεν ειναι τα δικα μας, μπροστα στα μαρτυρια εκεινων που δουλευουν εξω.

Φευγοντας απ' το γιατρο και πηγαινοντας παλι στη δουλεια, βλεπω να μπαινη τ' αυτοκινητο της φυλακης. Καποιον κατεβαζουν με το φορειο. Ρωτω το Μενελαο που, ειναι μαζι του, και μου απαντα πως ειναι ο Αντωνης. Τον χτυπησε στο στηθος το βαγονι. Αλιμονο! Οσο μακραινει ο χρονος της δοκιμασιας, τοσο και 'τα θυματα πληθαινουν. Ποσοι θα λειπωμε κατα την επιστροφη!

1155 ΦΦεεββρροουυααρρίίοουυ..

Ο περιπατος αποψε ηταν απ' εκεινους που δεν ξεχνιουνται ευκολα. Το χιονι που πεφτει επι δυο μερες τώρα έχει περασει το μισο μετρο, και πανω στο ασφαλτοστρωμενο μερος της αυλης, οπου γινεται ο περιπατος, έχει μεταβληθη, απο τα πατηματα, σε μια μονοκομματη πλακα παγου. Και σ' αυτη την πλακα, με το χιονι που πεφτει πυκνο, και με το διαπεραστικο κρυο, μας αναγκαζουν να περπατουμε, και μαλιστα με γοργό βηματισμο. Κι εμεις σαν μεθυσμενοι, δεν μπορουμε να σταθουμε στα ποδια μας. Δεξια, αριστερα, μπρος και πισω ολο και κατρακυλουμε.

2244 ΦΦεεββρροουυααρρίίοουυ..

Αλλη παλι τουτη η ενδειξι αγαπης και προστασιας του Θεου. Στο προσωπο ενος Γερμανου. Ειναι ενας αγριανθρωπος που ολη την ωρα μαλωνει και δερνει. Ειναι και αθεος, και δεν έχει καμμια ευλαβεια προς την Εκκλησια. Αυτο το θηριο στελνει ο Θεος και με βοηθα.

Διαθετει οπως λενε μεγαλα μεσα, και παιρνει απ' το σπιτι του, κρυφα, δεματα. Μα το παραξενο ειναι πως δειχνει μια εξαιρετικη συμπαθεια προς το ατομο μου. Οσο εγω τον φοβουμαι και τον αποφευγω, τοσο αυτος περισσοτερο προσπαθει να με πλησιαση. Εκει που δουλευω ερχεται σιγα-σιγα κι αφηνει τακτικα μπροστα μου ποτε δυο και ποτε τρεις πατατες. Κι εγω τις δεχομαι με συγκινησι. Ξερω πως αυτο το χερι δεν ειναι του Αντρε, αλλα του Θεου.

Page 75: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

2288 ΦΦεεββρροουυααρρίίοουυ..

Μολις μπηκαμε στη γραμμη για τον βραδινο περιπατο, ο γεροφυλακας φωναξε τ' ονομα μου μαζι με μερικων αλλων. Ο ενας κοιταζε να μαντεψη απ' τον αλλο το γιατι. Και μονο οταν φθασαμε στο ρολοι, το κεντρο της φυλακης, μας ειπε:

— Θα πατε σ' αλλα κελια.

Τα πραματα μου ταχαν σηκωσει απ' το κελι. Οταν τα πηρα για να τακτοποιηθω στο Εννεα οπου με βαζαν, μουλειπε η ζαχαρι.

Τα Χριστουγεννα, συμφωνα με μια παλια συνηθεια της φυλακης, εδωσαν ισαμε 25 δραμια ζαχαρι στον καθε καταδικο. Δεν την εφαγα. Την εβαλα σ' ενα χαρτακι και την εκρυβα καθε πρωι στην κουβερτα, προσεκτικα-προσεκτικα, να την στειλω σε καποιο δικο μας παιδι αρρωστο στο Νοσοκομειο, απο φυματιωσι των οστων. Κι ωσπου να βρεθη σιγουρο μεσο για να του τη στειλω, κοιταξε πως ηρθαν τα πραματα! Καθως μου εψαξαν τις κουβερτες, τη βρηκαν και μου την πηραν. Μου πηραν και το λιγο σαπουνι που ειχα, και μια βελονα ραψιματος.

Επειδη ομως τη ζαχαρι μας την ειχαν δωσει αυτοι, τολμησα να ξεστομισω ενα δειλο παραπονο. Αλλα μονο που δεν εχασα τη ζωη μου. Αρχισαν να με υβριζουν, να με φωναζουν λωποδυτη, και, τελος, ενας απ' αυτους μουδωσε μια σπρωξια που, αν δεν ηταν τα σιδερα ...

Κι ο Κουκουβαγιας αντι να καμη παρατηρησι σ' αυτον τον κακοηθη, μου λεει:

— Καλα να παθης. Δεν το ξερεις πως δεν επιτρεπονται δεματα;

55 ΜΜααρρττίίοουυ..

Εδω και μερικες μερες παρατηρειται καποιο ξεχαρβαλωμα στη δουλεια και μεγαλη στενοτητα στα τροφιμα. Εκτος απ' τις δυο μερες τη βδομαδα, που δε δουλευομε, γιατι σταματα από ελλειψι καρβουνων το εργοστασιο του ηλεκτρισμου, ειναι αδυνατο, μια και δυο φορες καποτε την ημερα, να μη σταματηση η δουλεια γιατι κοβεται το ρευμα. Κι αν τώρα λογαριαση κανεις και τις ωρες των συναγερμων, που ολο και πληθαινουν καθε μερα, καταλαβαινει τι δουλεια βγαζομε. Μα μηπως φτανει στον προορισμο της κι αυτη που βγαινει; Κατω τα υπογεια ειναι γεματα ετοιμους καλυκες. Ματαια ομως περιμενουν τα ανυπαρκτα πια μεταφορικα μεσα. Τη στενοτητα παλι των τροφιμων, αυτην μετρα το στομαχι μας.

Το ψωμι τ' αφησαν μοναχα 180 γραμμαρια. Το συσσιτιο κατεβηκε στο μισο. Το κρεας το καταργησαν ολοτελα. Τις βραδινες πατατες τις εκαναν νερο βραστο. Κι οπως ακουμε, ολο και περισσοτερο θα λιγοστευουν.

Μα οι παλμοι των φυλακισμενων καρδιων γινονται ολοενα ζωηροτεροι.

99 ΜΜααρρττίίοουυ..

— Συχωρεθηκε, πατερ Ηγουμενε, κι ο μπαρμπα-Μιχαλης. Τον εφαγε η εξαντλησι. Και φαινεται πως θα παρη πολλους στο λαιμο του. Μας εδωσε το κακο παραδειγμα ο ευλογημενος. Και θαρρω πως ολοι μας σχεδον αρχισαμε κιολας να τρεχωμε επι τα ιχνη του. Περπατουμε και ζαλιζομαστε. Ειναι αδυνατο καθε βραδυ στο γυρο, να μη πεσουν καμποσοι κατω απο ζαλαδες. Αν πης και για μενα... Τα ποδια μου δεν μ' ακουν πια. Τα σερνω με το ζορι. Για ν' ανεβω τις σκαλες πρεπει δυο φορες

Page 76: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

τουλαχιστον να ξεκουραστω. Πλαγιαζω για ξεκουρασι, και πονω τρομερα. Ανοιξαν οι γοφοι μου. Κοιτα τα χερια και τα ποδια...

Αυτα μου λεει ο Παναγιωτης και ξαφνιαζομαι πολυ, γιατι μου φαινεται πως η φωνη του βγαινει απ' το δικο μου στομα. Πως ειμαι εγω που τα διηγουμαι αυτα σε καποιον αλλο. Ναι, ετσι ειναι. Κι αυτο θα μπορουσε να γινη με τον καθε καταδικο.

Χθες, την ωρα που αγωνιζομουν να σηκωσω μια κασα, με πλησιαζει ο Γκρίβαλ.

— Καπούτ! μου λεει, και μου δινει τον καθρεπτη να κοιταχθω.

Βλεπω και τρομαζω. Ειμαι σαν φαντασμα.

Σημερα, υστερ' απο τοσον καιρο, μας πηγαν στο λουτρο. Οσοι ειμαστε εκει και πλυνομαστε, δεν μπορουμε να ονομασθουμε ανθρωποι. Σκελετοι ειμαστε. Απαραλλακτοι μ' εκεινους που μεταχειριζονται στα σχολεια για το μαθημα της ανθρωπολογιας.

2277 ΜΜααρρττίίοουυ..

Αν ηταν δυνατο να βρεθης ξαφνικα μεσα σ' ολων τα κελια, θαβλεπες ολους τους καταδικους ναναι

κοντα στα παραθυρακια και να ακουν προσεκτικα.

Μια στεντορεια φωνη κατι διαλαλει — οπως γινεται συχνα — μες στη φυλακη. Είναι ενας ιδιορρυθμος τροπος αγγελιας των θανατων.

— Τον προσφιλη ημων συζυγον, αδελφον, υιον... Θα νοντα χθες κηδευομεν σημερον... Ευχαριστουμεν θερμως τους οπωσδηποτε μετασχοντας εις το βαρυ πενθος. Οι τεθλιμενοι κλπ. κλπ.

Φθασαμε λοιπον σημερα αισιως στους 11; Κοιταζομαστε σιωπηλοι, ολοι εμεις που ζουμε ακομα και παρακολουθουμε το μακαβριο διαλαλημα καθισμενοι πανω στ' αχυρενιο μας στρωμα.

Μεσα στους 11, και τρεις δικοι μας. Ο Μαριος, ο Αλεκος, ο Βασιλης.

2288 ΜΜααρρττίίοουυ..

Μας επισκεπτονται πια δυο και τρεις φορες την ημερα. Η σημερινη τους επισκεψι βασταξε επτα ολοκληρες ωρες. Κλεισμενοι δυστυχως στο κελι, σαν τ' αγρια θηρια μες στα σιδηροφρακτα κλουβια, την παρακολουθουμε απ' το μικροσκοπικο παραθυρο. Είναι τοσο πολλα, που χανει κανεις το νου του. Και πετουν τοσο χαμηλα. Του πηραν πια τον αερα του Γκαίριγκ. Με το δικιο του φωναζει κι ο δικος μας ο Μητρος:

- Που εισαι, βρε Γκαίριγκ; Και παλι απαντα μονος του:

- Στα βαθη της γης!

Για μια στιγμη, κατεβαινουν ανενοχλητα και πολυβολουν κατι καραβανια Ουγγρων στρατιωτων που υποχωρουν. Και πισω απ' τον απεναντι μας λοφο ξεφορτωνουν το βαρυ τους φορτιο. Πηγε κι ηρθε ο τοπος ολος. Ενα μαυρο συννεφο σηκωθηκε προς τον ουρανο.

Page 77: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Μα αν καμμια μερα ολος αυτος ο χαλασμος ξεσπασει και στα δικα μας κεφαλια;

3300 ΜΜααρρττίίοουυ..

Εχομε δειπνησει, — μιση καραβανα θολωμενο νερο, — και πεσμενοι κι οι τρεις απ' την εξαντλησι στα στρωματα, μιλουμε για την καταστασι μας. Ξαφνου, ενα βαθυ βουητό μπαινει απ' το παραθυρακι του κελιου μας. Μοιαζει με ρόχθο κυματων φουρτουνιασμενης θαλασσας:

— Χου - γκα! Χου - γκα! Πεί - να! Πεί - να!

Ειναι γερμανοκαταδικοι. Οχι, ειναι η πεινα που, ογκωμενη σ' ενα θεορατο κυμα, ξεσπα επιτελους, αψηφωντας βούρδουλα και μπουντρουμια. Μη λογαριαζοντας S. S. Περιφρονωντας τον ιδιο τον θανατο.

11 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Ο μηνας αυτος μας βρισκει κατατσακισμενους κυριολεκτικα. Η πεινα, οι καθημερινοι πολυωροι συναγερμοι. Οι τρομερες βροντες κι οι τρανταγμοι του τοπου απ' τις βομβες. Τ' αυστηρα μετρα που λαμβανονται στη φυλακη.Τα συνεχη πηγαινελα των τραινων, ποτε με τραυματιες καταματωμενους και ποτε με στρατό και πολεμικό υλικο. Οι βαθιες συγκινησεις που δοκιμαζομε μαθαινοντας ευχαριστα νεα, και οι απογοητευσεις που ακολουθουν τη διαψευσι μερικων απ' αυτα. Η χαλαρωσι που παρατηρειται παντου. Η απελευθερωσι που την περιμενομε απο μερα σε μερα και που ομως ολο αργει. Ο φοβος μην παθωμε τιποτε τώρα στα τελευταια. Ολα αυτα μας εχουν φοβερα εκνευρισει. Δεν μπορουμε να βρουμε ησυχια. Ύπνος δεν μας κολλα. Ακαταπαυστη συλλογη.

22 ΑΑππρριιλλιιοουυ..

Λαμπροδευτερα των Καθολικων και δεν δουλευομε. Ειναι μολις 9, και κτυπα συναγερμος. Δεν περνα πολλη ωρα, και στο βαθος ακουγονται εκρηξεις. Καπου πιο περα γινεται βομβαροισμος.

Σε λιγο, ο βομβος ακουγεται πιο κοντα μας. Πετιεμαι στο παραθυρακι, το καραουλι μας. Κι αμεσως βλεπω να ξεπροβαλλουν αστραφτερα, πισω απ' τον αντικρυνο μας λοφο, σε πολυ χαμηλό υψος, τα κατασπρα πουλια των Αγγλοαμερικάνων. Τραβουν επανω μας. Μετρω 1, 2, 3 σμηνη, απο επτα. Τα βλεπω να εφορμουν, οπως τα γερακια. Αρχιζει το κακο. Οι βομβες πεφτουν σαν χαλαζι. Χαλαει ο κοσμος. Σαν να ξεκολλησαν απ' τη θεσι τους τ' αντικρυνα βουνα, και με παταγο δαιμονισμενο κυλουν κατ' επανω μας. Η φυλακη, κούνια σωστη.

Η καρδια χτυπα δυνατα. Θυμουμαστε τους καταδικους της φυλακης του Γκράτσι, τους καταδικους της φυλακης της Βιεννης που θαφτηκαν κατω απ' τα ερειπια, στους βομβαρδισμους. Τι θα εμποδιζε να γινοτανε το ιδιο και με μας;

Γονατιζομε κι οι τρεις στη γωνια του κελλιου μας. Εκεινος ομως που πιο θερμα προσευχεται και παρακαλει με δακρυα το Θεο για να μας σωση ειναι ο... απιστος συντροφος μας.

Φευγουν, κι αμεσως αλλα. Κι υστερα αλλα, αλλα. Απ' το ιδιο παντα μερος και με την ιδια κατευθυνσι. Και ο βομβαροισμος συνεχιζεται ολοενα σφοδροτερος.

33 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Σημερα, ενας απ' το κελι μας ητανε αγγαρεια.

Page 78: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

— Ασ' τα, μου λεει, μολις γυρισε. Δουλευαμε στο σταθμο. Το κακό που εγινε δε λεγεται. Δεν εμεινε τιποτα ορθιο. Τα κτιρια τελειως γκρεμισμενα, κατεστραμμενα. Τα βαγονια κομματια. Ραγες πεταμενες δεξια κι αριστερα. Σπιτι δεν εμεινε γερο κοντα στο σταθμο. Γης Μαδιαμ. Αλλονων λειπει η σκεπη, αλλονων οι πορτες, τα παραθυρα. Εχουν γεμισει οι δρομοι απο σπασμενα επιπλα και ρουχα. Χαλασμος. Οι λακκοι που κανουν οι βομβες βγαζουν νερο. Ασ' τα, πατερ Ηγουμενε, ειδα πραματα σημερα... Οι δρομοι ειναι γεματοι απο κοσμο σαστισμενο, κοσμο ξετρελαμενο απο τον τρομο. Αντρες σακατεμενοι και γεροντες. Γυναικες με παιδια στην αγκαλια, κρατωντας μπογαλακια. Στρατιωτες κατατρομαγμενοι κυριολεκτικα. Χωρις εξαρτησι και οπλισμο. Αξιωματικοι στραπατσαρισμενοι. Χωρις πιστολια κι αυτοι. Φορτωμενοι με γυλιο. Ολοι τραβουν για μεσα. Αυτονων η υποχωρησι ειναι χιλιες φορες χειροτερη απ' τη δικη μας, του 1941. Σκεψου, οι τραυματιες κειτονται εδω κι εκει μεσα στους δρομους. Τι δειχνουν ολ' αυτα; Πες μου!

— Δειχνουν, του απαντω κι εγω, πως η δικαιοσυνη του Θεου αποδιδει επταπλασιον εις τον κολπον εκεινων που την περιφρονουν και την καταπατουν.

44 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Απ' την Τριτη που σχολασαμε, δεν ξαναπηγαμε στο εργοστασιο. Κι οπως δειχνουν τα πραματα δεν θα ξαναπαμε ποτε. Αφου χτες το μεσημερι εφεραν κι εκεινους που δουλευαν στο Moosbiebaum, και τα μεσανυχτα κουβαλησαν βιαστικα και τους ελαχιστους που ειχαν απομεινει στο Fraismaur. Μας μαζευουν ολους και μας κλεινουν εδω μεσα.

Καποιος Ιταλος διαδιδει πως θα μας τραβηξουν βαθια. Πολλοι το πιστευουν κι ανησυχουν. Δεν σκεφτονται νομιζω καλα. Γιατι σε τετοιες ωρες θαρρω πως με τους εαυτους των, κυριως, θ' ασχοληθουν.

— Αυριο πρωι, μας μεταφερουν, κατα πασαν πιθανοτητα, στη Βαυαρία.

Ειναι η ειδησι που πρωι-πρωι εσκασε σαν βομβα στη φυλακη και μας αναστατωσε ολους. Σε επιβεβαιωσι της ερχεται και το γεγονος οτι μας δινουν αρβυλα.

Το απογευμα πληθωρα εκπομπες. Το καθε κελι νομιζει κανεις πως έχει ιδιαιτερο δεκτη πληροφοριων. «Θα μας δεσουν τρεις-τρεις και θα μας μεταφερουν στο Salzburg». «Θα μας παν τρεις χιλιαδες χιλιομετρα μακρια απο δω». Και πολλα αλλα.

Αυτο λοιπον περιμεναμε;

Τα θηρια θα παρασυρουν μαζι τους στην καταστροφη και τα θυματα τους;

Η ελπις μου ο Πατηρ, καταφυγη μου ο ΥΙος, σκεπη μου το Πνεύμα το αγιον, Τριας αγια, δοξα Σοι.

Page 79: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

ΕΞΙ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Η μερα τουτη μας βρισκει γεματους ανησυχια. Ειμαστε στο ποδι απο τη μαυρη αυγη.

Η διαταγη της μεταφορας μας ανεσταλη ελλειψει μεταφορικων μεσων. Θ' απολυθουν οσοι εχουν ως δεκα χρονια. Μερικοι αλλοι, ακομα πιο γενναιοδωροι, διαλαλουν:

— Θ' απολυθουν ολοι!

Στις 8 πανω-κατω μας διανεμουν εσωρρουχα. Ειναι αμεταχειριστα. Δεν ξερω πως μου ηρθε, κι οταν ξεδιπλωσα την πουκαμισα και την ειδα καταλευκη και μακρια, μουρμουρισα: «Τα σαβανα μας».

Η ωρα περνα, και με το περασμα της ολο αυξανει και η αγωνια μας. Σκεψεις πολλες περνουν απ' το μυαλο μας. Και σχολια κι εξηγησεις γινονται σ' ολα τα παραθυρακια μας, μολις ξεφυγομε την προσοχη του σκοπου.

— Η πορτα του γραφειου... να, ανοιγει... βγαινουν οι τυπογραφοι, ακουγεται μια φωνη.

Στη στιγμη, στο παραθυρακι. Μαζι κι ενας δικος μας, ο Γκινος. Μας κανει ευχαριστα σημεια. Σ' ενα λεπτο, απ' το παραθυρακι του μας φωναζει:

— Παιδια, τώρα δα μας ειπε ο φυλακας πως ο πολε μος ετελειωσε. Η Αυστρια συνθηκολογησε. Ολοι ειστε πια ελευθεροι. Το μεσημερι...

Δεν προφταινω ν' ακουσω το τελος, και πηδω γρηγορα κατω. Ξεκλειδωνουν το πορτακι της πορτας. Ο φυλακας, ο Κουκουβαγιας, με τον Παναγιωτη για διερμηνεα. Λεγει και τουτος ο,τι κι ο Γκινος, και προσθετει:

— Σε λιγο, οι Ρωσοι, που ειναι απ' εξω, θα μπουν στην πολι. Οι χιτλερικοι φυλακες τοσκασαν. Μολις φατε θ' αφεθητε ελευθεροι.

Μας ευχεται «καλη πατριδα», και να τον θυμομαστε, να του στελνωμε και κανενα κουτι ελληνικα τσιγαρα.

Αυτο που εγινε τοτε ειναι ανωτερο απο καθε περιγραφη. Αναστα ο Θεος! Κραυγες, αλαλαγμοι δονουν το παν. Μερικοι, απ' τον ενθουσιασμο τους πετουν απ' το παραθυρακι τα πραματα του κελιου. Απ' τη συγκινησι με πιανουν τα κλαματα.

Μεσημερι. Τ' απεναντι μας κελια ταχουν κιολας ανοιξει. Και οι καταδικοι, Τσεχοι και Αυστριακοι περισσοτερο, πηραν απο την αποθηκη τους σακκους με τα ρουχα τους. ΙΙεταξαν τα «τρελά» και φορεσαν τα δικα τους. Μερικοι απ' αυτους κρατουν και οπλα και αντικαθιστουν σε δυο-τρια μερη τους σκοπους.

Οι δικοι μας, μολις το βλεπουν αυτο, γινονται θηρια. Φωναζουν και κλωτσουν τις πορτες. Ζητουν ν' ανοιξουν και τα δικα μας τα κελια.

— Άους! Εξω!... φωναζει ο φυλακας καθως μας ανοιγει.

Με τη χαρα και τη δυναμη που πετιεται απ' το κλουβι το σκλαβωμενο πουλι οταν απελευθερωθη, ετσι πετιομιαστε απ' τα κελια. Ξεχυνομαστε, σαν ορμητικο ποταμι, προς την αποθηκη, για να παρωμε τα πραματα μας. Ο καθενας προσπαθει, φωναζοντας και σπρωχνοντας τους αλλους, να

Page 80: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

παρη πρωτος το σακο του και να φυγη το γρηγορωτερο. Ειναι αδυνατο να πας κοντα χωρις να σε τσαλαπατησουν. Λέω του Μιμη να παρη και το δικο μου το σακο, κι εγω κατεβαινω στην αυλη. Είναι γεματη καταδικους. Ο καθενας γυρευει τον γνωστο, τον δικο του. Κι οταν τον βρη τον αγκαλιαζει και τον φιλα με χαρα. Απ' τη μια ως την αλλη ακρη, χαιρετισμοι, αγκαλιασματα, φιλια, ευχες. Δεν προφταινω κι εγω να δεχωμαι και να δινω χαιρετισμους. Η συγκινησι μου έχει φθασει στο κατακορυφο. Με το ζορι κρατιεμαι στα ποδια.

Τις συγκινητικες τουτες σκηνες τις παρακολουθουν με καποια σαστισμαρα ο Διευθυντης με τον Υποδιευθυντη, κι ολοι σχεδον οι φυλακες. Αυτα τα αιμοβορα θηρια, ως δια μαγειας, εχουν μεταβληθη σε ακακα αρνια. Μας χαριζουν πλουσια μειδιαματα, ανταλασσουν χειραψιες μαζι μας. Μας δινουν κι ευχες ακομα. Κι εμεις—η χαρα της λευτεριας μας κανει τοσο μεγαλοψυχους! — λησμονουμε ολα τα κακα που μας εκαναν. Τους χαιρετουν γελαστοι ως και οι πιο μνησικακοι και εκδικητικοι.

Στο βαθος της αυλης αραδιαζονται οι σακοι μας. Οι καταδικοι τρεχουν με ορμη προς τα εκει, και ο καθενας προσπαθει να βρη τον δικο του. Σε λιγο, απ' τη χαρα, τη φουρια, την ανυπομονησια, ολα γινονται ανω-κατω. Να βρης τον δικο σου ειναι πια χαμενος κοπος. Και η καθε στιγμη ειναι πολυτιμη.

— Παιρνετε ο,τι βρισκετε και φευγετε, φωναζει ο Διευθυντης. Μη χανετε καιρο. Μην πλακωσουν τα S.S.

Και τοτε ο καθενας αρπαζει ο,τι βρεθη μπροστα του. Ο ενας τ' αλλουνου. Το μονο που έχει στο νου του ειναι η φυγη.

Και, ξαφνικα, πανω σ' αυτο το πανδαιμονιο, ξεσπα μια τρομερη κραυγη: «S.S.!»

Ολα τα κεφαλια γυριζουν με μιας προς την πορτα. Καμποσοι S.S. προχωρουν αγριεμενοι κατ' επανω μας. Κανω μια αποτομη μεταβολη και τρεχω εξαλλος στο εσωτερικο της φυλακης. Πισω μου χαλα ο κοσμος. Για μια στιγμη, κρυβομαι κατω απ' τη σκαλα. Μα παλι σηκωνομαι και τραβω για την νοτια πτερυγα. Τρυπωνω στο πρωτο κελι. Βρισκω κι αλλους τρεις μεσα. Μπαινοντας, χωρις να θελω σπρωχνω την πορτα, κι αυτη κλεινει καλα.

— Τι εκανες τώρα; φωναζει εξαλλος ο ενας απ' αυ τους. Θα φευγαμε. Τωρα θα μας σκοτωσουν ...

Στην αυλη και στους διαδρομους δινει και παιρνει το ντουφεκιδι. Απ' τις χειροβομβιδες και τις σφαιρες σπαζουν τα τζαμια, και καθως πεφτουν θρυψαλλα, στους διαδρομους, χαλουν τον κοσμο. Ειμαστε κι οι τεσσερις μαζεμενοι στην πιο παραμερη γωνια. Τρεμομε. Πες πως ειμαστε πεθαμενοι κιολας. Μια ελπιζω πως θα μας σωση ο καλος Θεος απ' την τρομερη αυτη καταιγιδα, και μια παλι λεω πως ηρθε η τελευταια μας στιγμη. Γονατιζομε και προσευχομαστε με δακρυα.

Κοντα μας ακουονται κλειδια. Προσεχομε με αγωνια Ξεραινεται τα σαλιο στο στομα μας. Μας ξεκλειδωνουν.

— Άους! φωναζει αγρια καποιος. Βγαινω πρωτος. Τρεις S.S. μας προτεινουν τα πιστολια. Με βρισιες δει χνουν με το δαχτυλο την κατευθυνσι που θελουν να πα ρωμε. Προχωρουμε. Απο στιγμη σε στιγμη περιμενω τη σφαιρα. Φθανομε κατω απ' το ρολοι. Αλλοι δυο S.S. με τα πιστολια και τουτοι κατεπανω μας. Μας σπρω χνουν προς την εξοδο. Αυτό ειναι! ειπα.

Μας τραβουν εξω για να μας ντουφεκισουν. Ας γινη, Κυριε, το θελημα Σου.

Page 81: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Πριν φθασωμε στην πορτα, αλλοι τρεις S.S., πιο εξαγριωμενοι τουτοι. Τα ματια τους βγαζουν φωτια. Φορουν κρανη και κρατουν αυτοματα στο χερι. Εντελως ανεξηγητα, ενω βαδιζα πρωτος, αφηνουν εμενα και πιανουν τους κατοπι μου. Ριχνω μια λοξη ματια. Το οπλο κοντα στο αυτι τους. Τους βλασφημουν ασχημα. Αυτό μοναχα προφθασα να ιδω. Το μυαλο μου ειχε σταματησει. Ενας φυλακας, — φυλαξ αγγελος, — με μια σπρωξια με πεταξε στ' αντικρυνό κελι. Και εδω βρισκω αλλους τρεις. Ειναι σε κακα χαλια. Κλαινε και οδυρονται.

Στο μεταξυ, οι ριπες των πολυβολων και οι κροτοι των ντουφεκιων εξακολουθουν. Το κακό γινεται κυριως στην αυλη που βλεπει το παραθυρακι του κελιου. Μα ποιος τολμα να σηκωθη να ιδη. Το παρακολουθουμε με τ' αυτια μοναχα, και η καρδια μας ραγιζει. Βογγοι και στεναγμοι και κραυγες απελπισιας ακουγονται ανακατα με τους πυροβολισμους.

Στις 7 ανοιγει το πορτακι. Ενα μουτρο αγριο και κατακοκκινο παρουσιαζεται. Ειναι ο «Χότζας», ο υπαρχηγος του εδω παραρτηματος του κομματος. Μας ψιλοκοσκινιζει στα πεταχτα με τα ματωμενα ματια του. Μαζευει ο αθλιος οσους έχει σταμπαρισμενους και τους στελνει στο εκτελεστικο. Απο μας δεν παιρνει κανενα.

Κατα τις 8, ανοιγει και παλι το πορτακι. Αυτη τη φορα μας δινουν λιγο νερο απο βρασμενο σιταρι. Κι αυτό ολοι το θεωρουν καλό σημαδι. Σωθηκαμε, λεμε. Κι εγω με δακρυα ψιθυριζω: Εως γηρως και πρεσβείου απαγγελώ τον βραχιονα σου. Κύριε, τη γενεα πάση τη ερχομένη.

77 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Νυχτα γεματη φοβο και τρομο. Στο καθε ανοιγμα της εξωπορτας, — που πεφτει αντικρυ μας ακριβως, — κι ενα χτυποκαροι μην ερχονται τα S.S. να μας αποτελειωσουν.

Πολυ πρωι μας βγαζουν απ' τα κελια. Γραμμη και καταμετρησι. Να ιδουν ποσους εφαγαν και ποσους αφησαν.

— Στο κελι του ο καθενας!

Μια ματια που ερριξα, περιμενοντας στην πορτα τον φυλακα, μου αναστατωνει την ψυχη. Θρηνος και κλαυθμος και οδυρμος πολυς. Απο καθε κελι ηταν τουλαχιστον κι ενας σκοτωμενος. Ουτε οι μισοι δεν εμειναμε απο την πτερυγα μας. Απο το κελι μου λειπουν και τα δυο παιδια. Ειναι ομως ο καπετανιος με τον Σπυρο. Τους ρωτω να μαθω τι γινεται.

- Και πως εγινε αυτο το μεγαλο κακο;

- Ο Διευθυντης, μου απαντα, πηρε διαταγη να μας μεταφερη στη Βαυαρια. Παρ' ολες ομως τις προσπαθειες του δεν μπορεσε να βρη μεταφορικα μεσα. Ολα μεταφερουν τον στρατο που υποχωρει. Τοτε εκαλεσε τον Διοικητη, που ειναι ανθρωπος του κομματος, και τους αλλους μεγαλους, σε συσκεψι. Κι υστερα απο πολλες συζητησεις κατεληξαν στην αποφασι να μας απολυσουν. Αυτο μου τοπε ο ιδιος ο Διευθυντης που τον ειδα μια στιγμη. Μου φανηκε καπως παραξενο και του ειπα μαλιστα: «Καλα τους εντοπιους, μα που θα παη τοσος ξενος κοσμος, χωρις γλωσσα, χωρις χρηματα και τροφιμα;» Κι αυτος μου απαντησε: «Οπου θα παω κι εγω. Οι Ρωσοι ειναι απ' εξω. Οπου ναναι θα μπουν κι εδω. Αλλωστε δεν εχομε και τροφιμα. Θα τους απολυσωμε· ειναι αποφασι του συμβουλιου». Αυτο κι εγινε. Τουτο ομως δυσαρεστησε τους φυλακας του κομματος, οι οποιοι ειδοποιησαν τους S.S., κι αυτοι, που ζητουσαν αφορμη, ετρεξαν κι εκαναν ο,τι εκαναν.

- Ποσους να σκοτωσαν;

Page 82: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

- Πολλους! μου απαντα. Εξετελεσαν και τον ιδιο τον Διευθυντη και τον Υποδιευθυντη και τον Κουκουβαγια, και τον φυλακα του κατω πατωματος, τον φωνακλα. Αυτους ομως τους περασαν απο εκτακτο στρατοδικειο.

- Απ' τους δικους μας ως ποσους να σκοτωσαν;

- Πανω απο διακοσιους, μου απαντα. Βιαστηκαν τα ευλογημενα τα παιδια. Και λιγοι, πολυ λιγοι γλιτωσαν απ' αυτους που βγηκαν εξω.

Σ' αυτο το σημειο μας εκοψε ο φυλακας. Τους πηρε και τους δυο και τους παει στο κελι τους.

Εμεινα μοναχος. Επιθεωρω το κελι. Οι καρτελες των συντροφων μου ειναι ακομα κρεμασμενες στη θεσι τους. Τα ντορβαδακια οπου βαζαν το ψωμακι τους στο εργοστασιο, κι αυτα στη θεσι τους. Εκεινοι μονον δεν ειναι. Κλαιω τον αδικοσκοτωμο αυτων κι ολων των αλλων. Και προσευχομαι και παρακαλω τον Θεον να σταθη το αιμα τους ικανο ν' αποπλυνη τις αμαρτιες τους, να τους δεχθη οπου ολοι οι μαρτυρες Του αναπαυονται.

Κατα το μεσημερι με βγαζει κι εμενα ο φυλακας. Με βαζει στο διπλανο. Μια βαθια νεκρικη σιγη σκεπαζει ολη τη φυλακη. Τα κανονια ακουγονται πια καθαρα. Ενας απ' το παραθυρο του αντικρυνου μας σπιτιου, ολο και κοιταζει με τα κιαλια. Ολα δειχνουν πως σε λιγο, αν δεν μας ξεμπερδεψουν, θαμαστε ελευθεροι.

Η κινησι, οσο περνουν οι ωρες, παιρνει και γοργοτερο ρυθμο. Αυτοκινητα στρατιωτικα και ιδιωτικα, καρα με αλογα και βοδια, στρατιωτες με οπλα και πολλοι χωρις οπλα, τραυματιες με ματωμενους επιδεσμους, αντρες και γυναικες με μια βαλιτζουλα ή ενα μπογαλακι στο χερι, φευγουν βιαστικα.

88 ΑΑππρριιλλιιοουυ..

Κουρασμενος οπως ημουνα, μ' αρπαξε ο υπνος. Πεταχτηκα ομως σε λιγο, κατατρομαγμενος απο το αποτομο ανοιγμα του κελιου. Μια αγρια βραχνη φωνη. Τρεχω βιαστικα. Ειναι ενας μαυρος αγριανθρωπος. Φορει γουνα και κρατα στ' αριστερο χερι το φακο και στο δεξιο το πιστολι με το δαχτυλο στη σκανδαλη. Κατι μου λεει. Μα που να καταλαβω με τη σαστισμαρα που ειχα. Θυμωνει κι ετοιμαζεται να πυροβοληση. Τοτε καταλαβαινω πως κανει κοντρολ και θυμωσε επειδη βρηκε τη λαμπα του κελιου χαλασμενη. Τη βγαζω και του τη δινω. Εφυγε.

Η ωρα παει οχτω, και δεν φαινεται καμμια απολυτως κινησι εξω. Που και που, αναρια, ακουεται το αποκαμωμενο περπατημα κανενος φανταρου. Κατα τις δέκα αρχιζουν να περνουν μηχανοκινητα. Σε λιγο, πισω απ' τους αντικρυνους μας λοφους, βγαινουν φωτιες. Βροντουν τα κανονια. Και στις κορφες των λοφων κινειται στρατος.

Θα κρατησουν λοιπον αμυνα; Αλιμονο μας!

Λιγο πριν απο το μεσημερι, ενας απ' το απεναντι μας κελι ξεθαρρευει. Μιλα με καποιον απο το στοκ μας.

— Πως γλιτωσα, καημενε Θαναση, ειναι θαμα. Μας επιασαν σ' ενα χωριο εκει κοντα. Ημαστε πανω απο εκατον εικοσι. Απ' αυτους οι πιο πολλοι δικοι μας. Χτυπωντας μας, κατι παλιοπαιδα μας εφεραν και μας παρεδωσαν στα S.S. Μολις μας εβαλαν μεσα, παγωσαμε. Η αυλη γεματη απο σκοτωμενους. Τα χασαμε. Ο ενας κοιταζε, σαστισμενος, τον αλλο. Και ετσι που ημαστε σειρα, μας τραβουν πισω απ' το Νοσοκομειο, οπου μας χωρισαν σε δυο παρτιδες. Τη μια, πανω απο εξηντα, τους στηνουν κυκλο, λιγο πιο μακρια απο μας. Ενα παραγγελμα και παρ' τους κατω, με το πολυβολο. Ύστερα

Page 83: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

τραβηξαν κι εμας. Εγω, δεν ξερω πως, επεσα χωρις να χτυπηθω. Τυχερος σταθηκα και στη χαριστικη. Οταν ξεμακρυναν τα S.S., ηρθαν οι Ιταλοι εργατες και μαζευαν τους νεκρους. Μολις ενιωσα πως βρισκονταν κοντα μου, θελοντας και μη, σηκωθηκα. Τα S.S. ειχαν φυγει. «Γρηγορα», μου λεν οι Ιταλοι, «κανε πως δουλευεις». Παρατηρησα τοτε πως κι αλλοι τρεις ειχαν τη δικη μου τυχη. Ο Καραγεωργιου, ο Θοδωρης κι ο Παντος. Οταν ομως τα S.S. ξαναφεραν αλλη παρτιδα για εκτελεσι, επειδη ο Θοδωρης κι ο Παντος φορουσαν ακομη τα «τρελα», τους γνωρισαν και τους εξετελεσαν μ' αυτους που ειχαν φερει. Εμεινα εγω με τον Καραγεωργιου και με τους Ιταλους, και στοιβαζαμε τους σκοτωμενους.

»Αργοτερα που αραιωσαν οι εκτελεσεις, μας εβαλαν κι ανοιξαμε ενα μεγαλο λακκο. Μας παιδευαν ως τις οκτω. Δεν μπορω ακομα να συνελθω. Ουτε στιγμη δε φευγει απ' τα ματια μου αυτη η φρικη...

Σταματησε καθως η πορτα ανοιξε. Ενα αυτοκινητο με αστυνομικους, γεματο φακελους κι εγγραφα. Τα σωριαζουν στην αυλη και βαζουν φωτια. Πολλη ωρα κουβαλουν και καινε χαρτια.

Το μεσημερι, μαζι με το φαγητο, και το φαρμακι.

— Να ετοιμασετε τις καραβανες σας και μια κουβερτα. Στις 4 εχομε τρανσπορτ.

Τρανσπορτ παλι; Η λευτερια να μας κυνηγα, κι αυτοι να μας ξεμακραινουν απο κοντα της; Που θα μας πανε μεσα σ' αυτη τη φωτια;

Η νευρικοτητα μας δεν λεγεται. Ο πονος απο τονα μερος και η αυπνια απο τ' αλλο, —βραδιες τώρα εχομε να κλει σωμε ματι,—μας εχουν ρημαξει. Ειμαστε ζωντανοι νεκροι.

Κατα τις 3, με την ψυχη βαρια, γονατιζω παλι: Ο Θεος, ο Θεος μοΥ, προσχες μοι, ινα τι εγκατελιπες με; Περιεσχον με ωδινες θανατου, κινδυνοι αδου εύροσάν με. Ιδού οι αμαρτωλοι ενετειναν τοξον, ητοιμασαν βελη εις φαρετραν του κατατοξεύσαί με. Αι θλιψεις της καρδιας μοε επληθυνθησαν. Η καρδια μου εταραχθη, εγκατελιπε με η ισχύς μου, και το φως των οφθαλμων μου και αυτο ουκ εστι μετ' εμου. Προς Σε, Κυριε, ηρα την ψυχην μου, ο Θεος επι Σοι πεποιθα. Σωσον με εκ παντων των καταδιωκοντων με και ρύσαι με.

Δυο καραβανες, μια κουβερτα και το κουταλι μας ειναι ολα τα πραματα που παιρνει ο καθενας μαζι του.

Στις 4, ανοιγει το κελι. Κατω ειναι κι αλλοι πολλοι στη σειρα. Ο Διοικητης, ένα μπουλντοκ, φορεί τη στρατιωτικη του στολη. Κι ολοι οι φυλακες ειναι ως τα δοντια ωπλισμενοι. Δεξια κι αριστερα αυτοι, και μεις στη μεση.

Βγαινομε απ' τη φυλακη.

Που πηγαινομε; Ο ενας κοιταζει τον αλλον.

Στην οχθη του Δουναβη, οπου μας εφεραν, συναντουμε δυο Ελληνιδες κρατουμενες που ειχαν απελευθερωθη, καθισμενες πανω σε κατι δεματα, βαθια λυπημενες. Μας ρωτουν δειλα-δειλα για τους αντρες τους που ηταν μαζι μας. Αλλα κανεις δεν ξερει, ενω ολοι το ξερομε πολυ καλα.

Μας βαζουν στο πιο στενό και βρωμικο απ' τα τρια διαμερισματα που έχει το σλέπι, να στριμωχτουμε εκει τριακοσιες πανω-κατω ψυχες. Ο αρχιφυλακας μας συμβουλευει πως πρεπει να καθησωμε σαν αρνακια, γιατι έχει αυστηρες διαταγες. Θα εκτελεση χωρις διαδικασια —αστειο πραμα — οποιον δειξει και την παραμικρη απειθεια. Κατα το σουρουπο ξεκινησαμε.

Page 84: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Η ΠΑΡΑΓΚΑ ΤΟΥ BERNAU

1100 ΑΑππρριιλλίίοουυ 11994455..

Ειναι η δευτερη μερα που το σλεπι ταξιδευει. Η ζεστη ειναι ανυποφορη. Τ' αμπαρια ειναι καλα σκεπασμενα. Κι ο ηλιος πυρωνει τις λαμαρινες του καραβιου, σε σημειο που να μη μπορει να τις αγγιξη κανεις. Ειμαστε ολογυμνοι σχεδον, μα ο ιδρως τρεχει ποταμι απο πανω μας.

Για τη διανομη του φαγητου κατεβαινουν οι πιο βαρβαροι φυλακες. Μοιραζοντας βλαστημιες και υποκοπανιες, στριμωχνουν το μπουλουκι σε μια γωνια του αμπαριου. Ετσι παιρνομε λιγο λαχανοζουμι.

Κι οταν φανουν αεροπλανα, τοτε πια ειναι κι αν ειναι. Νασαι κλεισμενος μες στο σκοταδι του αμπαριου σαν τυφλοποντικας, ν' ακους απο πανω σου χαλασμό και να ξερης καλα πως τα σλεπια ειναι περιζητητος στοχος...

1111 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Το σλεπι έχει αραξει απο την αυγη-αυγη. Κλεισμενοι μεσα στ' αμπαρι δεν βλεπομε τιποτα. Μας λενε πως ειμαστε στο Πασάο. Κατα τις 10 ερχεται καποιος. Αλλος τον λεει στρατηγο, αλλος επιφανη του κομματος, κι αλλος αρχηγό των Ταγματων Εργασιας. Ριχνει μια ματια στ' αμπαρι και φευγει μουρμουριζοντας.

Εκεινοι που βρεθηκαν κοντα του, λενε πως διεταξε να μας βγαλουν αμεσως, γιατι θα πεθανωμε απο ασφυξια.

Ωστοσο περνα το μεσημερι, κι εμεις βρισκομαστε ακομα στ' αμπαρι. Στο μεταξυ, συμπληρωνω τις πληροφοριες μου για τη σφαγη της Παρασκευης, απο αυτοπτες μαρτυρες.

Διηγειται ο Ευαγγελος Ζερβός:

— Οταν μας ανοιξαν, ανταμωσα στην αυλη τους φιλους μου, πεντε-εξι. Πεταξαμε ολοι τα «τρελα», φορεσαμε ο,τι βρηκαμε μπροστα μας και φυγαμε. Ειχαμε απομακρυνθη περιπου καμμια πεντακοσαρια μετρα απ' τη φυλακη, και να ενας S.S. Ριχνει μια πιστολια και διαταζει να σταματησωμε. Μας πηρε και βαδιζαμε. Στο δρομο μαζευε οσους αλλους ανταμωναμε. Γινηκαμε ετσι 10, 20, 30 και τελος πανω απο 40. Στην αστυνομια που πηγαμε μας κρατουν 10 ως 15 λεπτα γονατιστους. Γυρω μας ηταν κατι μωρα, ισαμε δεκατεσσαρων χρονων, με πιστολια στα χερια. Κατι ειπαν, και διαταζουν να σηκωθουμε και να βαδιζωμε δυο-δυο. Οταν φθασαμε στη φυλακη, χαλουσε ο κοσμος απ' το ντουφεκιδι. Ημουνα απ' τους πρωτους, και για μια στιγμη που κοιταξα στην αυλη, πηρε το ματι μου μερικους να πεφτουν κατω. Ταχασα. Βρε, λεω του διπλανου μου, εδω σκοτωνουν. Μολις πατησαμε στην αυλη, θολωσαν τα ματια μας. Ηταν κατακοκκινη και γεματη σκοτωμενους.

»Μας εβαλαν τρεις-τρεις. Τους πρωτους οκτω τους εβγαλαν αγγαρεια. Ημουνα μ' αυτους. Τους αλλους τους τραβηξαν προς τ' απανω. Μας εδωσαν ενα καροτσι κι αρχισαμε να κουβαλουμε σκοτωμενους. Κουβαλησαμε ως 240. Απ' τους οκτω που βγηκαμε αγγαρεια, τον ενα, τον Μιχαλη Μ..., τον πηρε ο φυλακας που μας φυλαγε κι εβαλε το φανταρο να τον σκοτωση. Εκλαιγε, κυλιοταν στα ποδια του και φωναζε πως έχει παιδια, για να τον λυπηθουν. Ο φανταρος ηταν καπως διστακτικος. Μα ο φυλακας επεμενε, κι αυτος στο τελος του ερριξε.

Κι αλλοι, με τη σειρα τους, λενε πολλα. Μα εγω κρατω εκεινα μοναχα που θα με βοηθησουν να

Page 85: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

συμπληρωσω τον ζοφερο πινακα της καταστροφης που εδωσα λιγο πιο πανω.

— Και δυο-τρεις φορες πηγαμε και με τ' αυτοκινητο της φυλακης και μαζευαμε σκοτωμενους μεσα απ' τους δρομους του Στάιν. Θα πηραμε καμμια ογδονταρια...

Ο Μιχαλης ο Τσουμας εξακολουθει να διηγηται.

Ο Η. Μαυροματης, παλι, λεει πως, οταν το Σαββατο τον εβγαλαν στη δουλεια, ειδε στις όχθες του Δουναβη πολλα αιματα. Ρωτησε καποιον δικον του φυλακα, και εμαθε πως κι εκει ειχαν σκοτωσει πολλους καταδικους και τους πεταξαν στο ποταμι.

— Μα και στο μοναστηρι, που ειναι εκει κοντα, και στα γυρω χωρια, σκοτωσαν πολλους, προσθετει ο X. Παπαϊωαννου.

Τους σκοτωμενους ολοι σχεδον τους ανεβαζουν πανω απο χιλιους.

Στο τελος της αιματηρης αυτης τραγωδιας, τα κορακια των S.S. εβγαλαν απ' τη φυλακη τρεις βαλιτζες πολυτιμα πραματα απ' τους σακους των σκοτωμενων.

1122 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Ακομα δεν έχει φεξει καλα-καλα. Γινεται βιαστικα η καταμετρησι κι ακολουθει το ξεμπαρκαρισμα. Απ' το σλεπι και στο σιδηροδρομο. Ριχνουν 60 στο καθε βαγονι. Κι ευτυχως που αυτα ειναι ανοιχτα, γιατι αλλιως θα σκαζαμε απ' το στριμωγμα.

Ολος ο τοπος ειναι γεματος στρατο. Στρατό που απο πολυ μακρια δειχνει πως έχει φαει πολυ γερο στραπατσο.

Απ' το σταθμο δεν υπαρχει τιποτε όρθιο. Νομιζει κανεις πως καποιο ηφαιστειο ξεχυθηκε και ρημαξε ολη αυτη την περιοχη.

Εδω βλεπω με τα ιδια μου τα ματια ποσο γερα χτυπα το χερι του Θεου.

1133 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Μας βγαζουν στο Νίιμαρκ. Στη σειρα και καταμετρησι. Μας παραλαβαινει καποιος που λενε πως ειναι ο Διευθυντης των φυλακων για τις οποιες προοριζομαστε. Εχει στο στηθος επιδεικτικα τη σβαστικα, και μας κοιταζει σαν τον χασαπη που μπαινει στο μαντρι. Ξεχωριζει τους αρρωστους. Και τους αλλους, δηλαδη εμας, μας ξαναφορτωνουν στα βαγονια. Εδω ευτυχως επεσα με τον Νικο, τον Επιτηρητη. Πιανει, σαν πιο καπατσος που ειναι, μια γωνια στο βαγονι, και καθομαστε. Μα οπου να κατση κανεις ειναι αδυνατο να βολευτη. Σημερα βρεχει κιολας. Διπλα μας εχομε και μια αμαξοστοιχια με S.S. που οταν εμαθαν τι ειμαστε, λενε στους φυλακες:

— Τι τους κρατατε;

1144 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Ακομα στο ιδιο μερος βρισκομαστε. Ο καιρος ταχει χαλασει για καλα. Βρεχει και κανει δυνατο κρυο. Κι ειμαστε εκτεθειμενοι και στα δυο. Μες στο βαπορι λιωναμε και ψηνομαστε απ' τη ζεστη. Εδω κοντευομε να ξεπαγιασωμε απ' το κρυο. Ειναι θαυμα πως αντεχει ο κατακοπος κι εξαντλημενος

Page 86: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

οργανισμος μας.

Το απογευμα ειμαστε στο Muldrof. Μολις έχει ληξει ο βομβαροισμος. Μαυροι καπνοι εξακολουθουν ν' ανεβαινουν απο παντου. Θαρρεις πως το πνευμα του αφανισμου και της καταστροφης έχει εξαπολυσει ολες τις δυναμεις εναντιον του.

Εκατονταδες πολλες, για να μην πω χιλιαδες, ειναι τα κατεστραμμενα βαγονια. Καμενα, τσακισμενα, μπερδεμενα τονα με τ' αλλο, πεταμενα μακρια απ' τις γραμμες. Μα και σπιτι δεν έχει μεινει κανενα αθικτο. Τα βλεπεις να στεκωνται πληγωμενα βαρια, ακεφαλα, ξεκοιλιασμενα, πεσμενα απ' τα θεμελια.

Η τιμωρια του Θεου!

1133 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Κατα τις 8 πλησιαζομε σ' ενα αεροδρομιο. Ξαφνικα, συναγερμος. Ωραια την εχομε! Σε δυο λεπτα, τα αεροπλανα ειναι απο πανω μας. Περνουν και φευγουν. Κανομε τον σταυρο μας.

Μολις φθασαμε στο σταθμο, παλι το συνθημα του συναγερμου. Η αμαξοστοιχια κρυβεται σ' ενα δασος. Οι φυλακες μας εγκαταλειπουν και κρυβονται σε κατι υψωματακια, διπλα στη γραμμη. Γυρω μας χαλα ο κοσμος απ' το μπουμπουνητο. Μα τη μπορα την πηρε η αμαξοστοιχια που ερχοτανε απο πισω μας. Χαλασαν τη μηχανη, σκοτωσαν τον οδηγό και αρκετους αλλους. Ευτυχως κανενας δικος μας δεν επαθε τιποτα.

Παιρνομε δρομο παλι, και περνουμε απο σταθμό σε σταθμό για να χορτασουν καλα τα ματια μας το θλιβερο καταντημα του κοσμου που κλωτσησε τον νομο του Θεου.

1166 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Η βροχη απο τονα μερος και το κρυο απ' τ' αλλο μας εκαναν χαλια. Πριν φεξη, μας ειδοποιουν πως θα βγουμε. Μια μικρη ταμπελα που ειναι κρεμασμενη εξω απο το απεναντι μας χαμηλό σπιτακι γραφει Bernau.

Χωρις χασομερι, αρχιζει το ξεφορτωμα. Περνουμε μπροστα απο κατι ομορφα εξοχικα σπιτακια, με κατι παραξενα στολιδια στις προσοψεις των. Ειναι απ' τον καλό καιρο της ειρηνης. Τα πιο πολλα εχουν αγαλματακια της Παναγιας ή και αλλων αγιων. Ύστερ' απο κανενα τεταρτο, φθανομε σ' ενα κιτρινοκοκκινο κτιριο. Ειναι η φυλακη, μας λενε. Αλλα το καταλαβαινουμε και χωρις να μας το πουν. Το φωναζουν οι σειρες των μικρων παραθυριων με τα καγκελα, και οι σιδερενιες πορτες.

Πιο κατω ειναι κατι παραγκες. Στην προσοψι της πρωτης, βλεπω ζωγραφισμενο τον Χριστο, ως Καλον Ποιμενα.

Ετσι λοιπον; Σπουδαιο βολεμα. Ο Καλος Ποιμην για εμβλημα στην προσοψι του σπιτιου μας, και η ψυχη μας να βαπτιζεται στη νεκρη θαλασσα του μισους και της απονιας.

Μας σταματουν εξω απ' την τριτη παραγκα, οπου ξεχωριζουν και κρατουν τους Γερμανους, Αυστριακους, Τσεχους και Κροατας καταδικους. Εμας τους αλλους —Ιταλους, Γαλλους, Σερβους, Πολωνους, Ελληνας— μας τραβουν για καπου αλλου.

Περπατουμε ακομα ως τρια τεταρτα μεσα σ' ενα δρομο γεματο απο λασπη. Και σταματουμε τελος σε μια παραγκα.

Page 87: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

— Απαγορευεται, λεγει ο αρχιφυλακας το καπνισμα, επι ποινη θανατου.

Και μας σπρωχνουν μεσα.

2211 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Ειμαστε πανω απο 300 ανθρωποι μαντρισμενοι, μερες τώρα, μεσα σε τουτη τη στενη και βρωμικη παραγκα. Μας υποχρεωνουν να μενωμε μερα -νυχτα χωμενοι μεσα στο σαπιο χορταρι που έχει για δαπεδο. Και δεν μπορουμε να κανωμε ουτε καν ενα βημα να ξεμουδιασωμε λιγο. Ολα τα μελη μας πονουν.

Η παραγκα δεν έχει παραθυρο να ιδουμε λιγο εξω, ή τουλαχιστον να μπη λιγο φως. Για μας, μερα σχεδον δεν υπαρχει. Ειμαστε σαν τυφλοποντικες μεσα στα εγκατα της γης. Αλλα το δραμα του σκοταδιου γινεται ανυποφορο τη νυχτα.

Απο το κρυο και την κακη διαιτα μας επιασε ολους διαρροια. Αντι για τα φαρμακα που ζητησαμε, ενας φυλακας εκαμε την προτασι να μας δωσουν μια μπαταριά με τα πολυβολα.

Μα σαν να μη εφθαναν ολ' αυτα, εχομε και το μαρτυριο του νερου. Βρωμισαμε, ψειριασαμε απο τη λερα, χωρις να μπορουμε ουτε και τη διψα μας να σβησωμε.

2233 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Δυο μερες τώρα φυσα λυσσάρης ο παγωμενος βορριας, και πεφτει πυκνό το χιονι. Βογκολογα και τριζει η παραγκα,, σαν το καραβι που θαλασσοδερνεται. Χιλια μαχαιρια μπαινουν απ' τις αμετρητες χαραμαδες της, και μπατσιζουν τα μισερα μας κορμια.

Μενομε ζαρωμενοι κατω απ' τις κουβερτες, σαν τιποτα μπογοι παραπεταμενοι πανω στα βρωμοχορταρα. Το μεσημερι, ενας απ' τους αγριανθρωπους που μας φυλαγουν ορμα και χτυπα λυσσασμενα τους παγωμενους και πεινασμενους καταδικους που χυθηκαν με βουλιμια στο περισσευμα. Το βραδυ ειχε ξεκαρδιστη στα γελια καθως εβλεπε τους καταδικους να αλληλομαχουν και να κουβαριαζωνται, προσπαθωντας ν' αρπαξουν μες απο τη λασπη και τις ακαθαρσιες τις λιγες πατατες που τους πετουσε.

2255 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Απ' την αυγη ως τη νυχτα συναγερμος. Αμετρητα τ' αεροπλανα που πετουν απο πανω μας σε χαμηλο υψος. Συγκλονιζεται ολος ο τοπος απο τις εκρηξεις των βομβων που πεφτουν εδω, ενα γυρω. Στο βαθος, αρχισε ν' ακουεται και το πυροβολικο. Τα μυαλα ξεμουδιαζουν πια λιγακι. Οι υπεραισιοδοξοι υποστηριζουν πως οι Αμερικανοι πηραν το Μοναχο και δεν απεχουν πολυ απο μας. Οι απαισιοδοξοι παλι πιστευουν πως ο τοπος τουτος θα μεταβληθη σε πεδιον μαχης, και οτι οι S.S. που υποχωρουν θα μας σκοτωσουν. Το βεβαιο ειναι αυτο που γραφει μια προκηρυξι που εριξαν σημερα τα αεροπλανα και μας τη διαβασε ο καπετανιος: «Παντου προχωρούν και προελαύνουν τα συμμαχικα στρατεύματα».

2288 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Εδω και μερικες μερες μας μοιραζονται ανελεητα η λιακαδα με το ξεροβορι. Το τελευταιο ομως ειναι που επικρατει τις περισσοτερες φορες. Και τώρα ειμαστε παλι ναρκωμενοι κατω απ' τα σκεπασματα.

Page 88: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Μα ενα άχτουγκ μας σηκωνει ολους μονομιας στο ποδι. Μπαινει ενας καλοθρεμενος Γερμανος με τον αγκυλωτό σταυρο στο στηθος. Αυτος που μας παρελαβε στο Νόιμαρκ. Μαζι του ειναι ο γραμματευς της φυλακης του Bernau. Κανει επιθεωρησι και βρισκει πως ολα ειναι γκούτις. Χαμογελα ο αγκυλωτος σταυρος, γιατι στον εικοστο αιωνα καταφερε να σταβλιση τριακοσιους και πανω ανθρωπους μεσα σ' αυτον εδω τον σταβλο του Bernau.

Ενω οι ανωτεροι ανθρωποι γελουν με τις δικες τους συμφορες, οι Γερμανοι του Χιτλερ γελουν με τη συμφορα των αλλων.

3300 ΑΑππρριιλλίίοουυ..

Συνταραζεται ο τοπος απο το κανονιδι. Τα αεροπλανα πετουν πολυ χαμηλα, πανω απ' τον κεντρικό δρομο του München-Salburg.

Ενας απ' τους φυλακες δεν βαστα πια:

— Δεν μπορουμε να κρυβομαστε πισω απ' το δαχτυλο μας. Οπου ναναι φθανουν οι Αμερικανοι, μας λεει.

Και οι μεσημεριανες πληροφοριες προσθετουν πως επεσε το Rosencheim κι απεχουν μονο λιγα χιλιομετρα απο δω οι Αμερικανοι. Ολοι πετουν απο χαρα.

Μα σε λιγο πεφτομε παλι σε στενοχωριες. Καποιος απ' τους δικους μας που βγαινει εξω, λεει πως οι Γερμανοι τοποθετουν το πυροβολικο τους στο διπλανο μας δασος. Δε θες, λενε, οι Συμμαχοι, χτυπωντας τους Γερμανους, να μας δωσουν και μας καμμια κατα λαθος!

22 ΜΜααΐΐοουυ..

Οι μαγειροι, μαζι με το μεσημεριανό φαγητο, μας φερνουν και την ειδησι:

— Οι Αμερικανοι απεχουν οκτω μοναχα χιλιομετρα απο δω.

Μα υστερα απο τοσες και τοσες ψευτιες δεν το πιστευομε.

Κουρασμενος απ' τις σκεψεις που μας φερνουν οι καθε λογης ειδησεις, πεινασμενος και παγωμενος ακομα, χωνομαι νωρις-νωρις στο χορταρι. Κοιταζω τη σκεπή και παρακαλω το Θεό να θεση τερμα πια στην αξιοδακρυτη καταστασι μας. Ενας τρομερος κροτος μ' εκανε να πεταχτω σαν αστραπη απανω. Ολη η παραγκα πηγε κι ηρθε. Στο μυαλο μου γραφεται μια ημερομηνια με κοκκινα γραμματα: ΕΞΙ ΑΠΡΙΛΙΟΥ. Μου φουντωσε η ανησυχια. Ενας λεει, «εβαλε μπρος το πυροβολικό και θα μας τιναξη στον αερα». Αλλος, «εφτασε πια εδω το μετωπο και θα γινουν μαχες». Κι αλλος παλι αλλα. Και κανεις δεν λεει καλο. Ολων μας ο νους τρεχει στο κακο.

Ανοιγει η πορτα. Οι φυλακες ζητουν βιαστικα τον καπετανιο. Οταν γυρισε, υστερ' απο λιγο, μας ειπε πως ο τρομερος αυτος κροτος που ακουστηκε ηταν απο την ανατιναξι καποιας γεφυρας εδω κοντα μας.

Θ' ακουστουν ασφαλως κι αλλες ανατιναξεις. Ισως ακουστουν και πυροβολισμοι, μα εμεις δεν εχομε να φοβηθουμε τιποτα. Οι φυλακες εχουν ετοιμασει μια ασπρη σημαια, και μολις δουν τιποτα θα την σηκωσουν.

Πραγματι, οι κροτοι εξακολουθησαν. Επεσαν και μερικοι πυροβολισμοι. Μερικοι που, πεσμενοι

Page 89: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

στην κοιλια, παρακολουθουν απ' τις χαραμαδες την κινησι εξω, μας λενε πως αρκετοι γερμανοι στρατιωτες τρεχουν δεξια κι αριστερα στο διπλανο μας δασος σαν τρομαγμενα τσακαλια.

33 ΜΜααΐΐοουυ..

Βαθια χαραματα. Δεξια κι αριστερα μας ακουονται πυροβολισμοι. Συγχρονως τρανταζεται ο τοπος. Περνουν φαινεται μηχανοκινητα. Στη στιγμη κιολας ειμαστε ολοι στο ποδι. Μερικοι προσπαθουν να επιβαλουν ταξη.

— Καθηστε, φωναζουν και μη κανετε θορυβο, γιατι θ' αρχισουν οι φυλακες να χτυπουν με τα πολυβολα που εχουν γυρω μας στημενα και θα μας σκοτωσουν.

Δυστυχως ομως δεν φερνουν κανενα αποτελεσμα. Ολη η παραγκα ειναι αναστατη.

Δεν περνουν δεκα λεπτα, κι αρχιζουν παλι οι πυροβολισμοι. Αλλοι λενε πως ειναι ντουφεκια, αλλοι πολυβολα κι αλλοι αμερικανικα αυτοματα. Οταν ξημερωσε και μας ανοιξαν, εμαθαμε πως στις 4 περασαν οι αμερικανικες μηχανοκινητες μοναδες.

Ωρα 9. Και παλι πολυβολισμοι κι αεροπλανα. Ενας που τα ειδε, λεει πως ειναι αμερικανικα. Το κανονι χτυπα συνεχως στο βαθος. Δυτικα μας τώρα πια. Δεν ξερομε τι συμβαινει.

Μεσημερι. Καποιοι φυλακες λενε πως οι μηχανοκινητες αμερικανικες μοναδες κατελαβαν το Bernau και προηλασαν 15 χιλιομετρα απο μας. Μα δε θελομε να το πιστεψωμε. Ποιος ξερει τι θελουν να μας σκαρωσουν.

3. μ.μ. Αυτη τη στιγμη μας εφεραν νερο, και την ειδησι συγχρονως πως ενα σωρο S.S. ειναι απ' εξω. Παγωσε το αιμα μας, Ιδιως οταν ειδαμε πως ολοι οι φυλακες, 30-40 με τον οπλισμο τους, ανεβαινουν προς την παραγκα μας. «Λοιπον, ολα ψεματα! ψιθυριζει ο ενας στον αλλο. Δευτερο Στάιν θαχωμε...»

5 μ.μ. Αυτοι που πρωτητερα μας εφεραν την ειδησι για τα S.S. μας λενε τώρα πως οι Αμερικανοι κατελαβαν το Bernau. Παρελαβαν τις αρχες και τη φυλακη, κι ερχονται να ελευθερωσουν και μας.

Γενικη παλι χαρα. Μαζευονται ολοι και στριμωχνονται γυρω στην πορτα. Κοιταζουν το δρομο. Ανεβαινουν και στα ψηλα μερη της παραγκας ακομα. Και για μια στιγμη, απο το παρατηρητηριο ξεχυνεται μια χαρουμενη ιαχη:

— Ερχονται! Ερχονται!...

Η παραγκα παει κι ερχεται απ' τις φωνες. Με πολυ δυσκολια παμε στις θεσεις μας. Και μπαινει μεσα ο αρχιφυλακας — καλό σημαδι — με τα πολιτικα πια ρουχα. Μες στη βαθια σιωπη που καναμε αμεσως, η φωνη του Γερμανου αντηχει αχρωμη, θλιβερη, σπασμενη μεσα στην ξυλινη παραγκα του Bernau.

— Η πολις κατεληφθη υπο των αμερικανικων στρα τευματων. Διεταχθημεν να σας αφησωμεν ελευθερους. Θα σας εφοδιασωμεν με κανονικα χαρτια! Γρηγορα θα σας στειλουν εις τας πατριδας σας. Διεταχθημεν να σας χορηγησωμεν απο δεκα τσιγαρα και καλο φαγητο.

Ολοι, μονομιας, ξεσπουν σε ζητωκραυγες:

— Ζητω οι Αμερικανοι! Ζητω οι Συμμαχοι!...

Page 90: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Το τι εγινε δεν περιγραφεται. Πρωτοι οι Ιταλοι αρχιζουν το τραγουδι. Ύστερα ψαλλομε εμεις το «Χριστος Ανεστη» και τον Εθνικον Ύμνο. Ακολουθουν οι Σερβοι κι οι Γαλλοι. Πανηγυριζομε ολοι με τη σειρα τη λευτερια μας.

44 ΜΜααΐΐοουυ..

Η κολασι της παραγκας μας κρατα ακομα. Μα και το φαγητο μενει σχεδον το ιδιο. Οι φυλακες μονο ειναι αγνωριστοι. Το εθνοσημο στα καπελα τους, μια κι ηταν αετος, πεταξε απ' αυτα, παιρνοντας στα γαμψα του νυχια και τις πολυχρωμες επωμιδες τους με τα χρυσα τ' αστερια. Και τα ξιφη που ηταν τοσο καλοστολισμενα εγιναν σουβενιρ των νικητων. Μαζι δε με ολα τουτα, εχασαν και την αγριαδα τους. Ειναι πια ιματισμενοι και σωφρονούντες. Αρχιζουν τώρα και περιποιησεις. Μας βγαζουν εξω στον ηλιο. Κι η μερα ειναι χαρα Θεου.

Τα ζαρωμενα πνευμονια μας φουσκωνουν τώρα απο καθαρο αερα. Τ' αρρωστημενα κορμια μας αναζοωγονουνται απ' τη γλυκια ζεστασια του ηλιου. Ολο μας το ειναι, ψυχη και σωμα, ρουφα αχορταγα, ο,τι τοσον καιρο του στερουσαν.

Και σε τι θαυμασια τοποθεσια που βρισκομαστε! Τι ομορφος συνδυασμος πρασινου και γαλαζιου! Τι μαγευτικο θεαμα! Μπροστα μας, δυτικα, μια σειρα χαμηλοι λοφοι καταφυτοι. Ουτε μια σπιθαμη γη γυμνη. Προς τα νοτια και τα ανατολικα μας, σε πολυ μικρη αποστασι, οι Βαυαρικες Αλπεις. Δαντελα κατασκευασμενη απο θειο χερι. Οι πλατες τους στολισμενες απο πανυψηλα ελατα. Και στις σχισμες τους κατι σπιτακια, κατι φωλιτσες με ιδιορρυθμες γοτθικες στεγες.

Δεξια μας μια απεραντη πεδιαδα με μια μαγευτικη λιμνη, σαν θαλασσα. Στη μεση ενα νησακι παραμυθενιο.

Πηγαινω σε μιαν ακρη. Η ψυχη μου ειναι πλημμυρισμενη απο ευγνωμοσυνη προς τον Κυριο. Ολοκληρη η υπαρξι μου, ολο το πνευμα μου γινεται υμνος ευχαριστηριος προς τον Σωτηρα. Ευλογει η ψυχη μου τον Κύριον...

66 ΜΜααΐΐοουυ..

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Ολοι οι Χριστιανοι χαιρουν κατα την αγια τουτη μερα της ζωοφορου Αναστασεως του Κυριου μας. Μα εμεις τρεις και τεσσερις και πεντε φορες περισσοτερο απ' τους αλλους. Γιατι στη χαρα μας αυτη ερχεται ακρατητη να προστεθη και η χαρα που δεν μπορεσαμε να γευθουμε στις δυο μαυρες Λαμπρες που περασαμε μεσα στα γερμανικα κατεργα.

Στο υπαιθρο, πισω απο την παραγκα, μαζευομαστε οι Ορθοδοξοι, Ελληνες και Σερβοι. Στη μεση οι δυο τους παπαδες, ο Σερβος κι ο Ελληνας. Δεν φορουν χρυσα αμφια. Ουτε ρασα εχουν. Χωρις λαμπαδες και εκκλησιαστικα βιβλια στα χερια. Μα δεν χρειαζονται τώρα εξωτερικα υλικα φωτα για να υμνησουν τη χαρα. Οι ψυχες ολων λαμπαδιαζουν, πλεουν μεσα στο φως.

Ευλογητος ο Θεος ... Το μικρουτσικο βιβλιαρακι μου της Καινης Διαθηκης ειναι στις δοξες του. Ψαλλομε πολλες φορες το «Χριστος Ανεστη», κι ο αντιλαλος του σκορπιζεται και αγιαζει τουτα τα μερη. Στο τελος θυμιζω στους συντροφους μου της φυλακης, τα μαρτυρια, τις αγωνιες, τους κινδυνους που μας απειλουσαν καθημερινως, και τη στοργικη προστασια του Ανασταντος Κυριου, που μας εφερε ως τη μεγαλη χαρα της σημερινης ημερας. Και τους παρακινω να μην ξεχασωμε ποτε τη μεγαλη Του αυτη ευεργεσια. Διηλθομεν δια πυρος και υδατος και εξηγαγεν ημας εις αναψυχην.

Page 91: ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΕΣ 1942-1945

Digitized by 10uk1s

Κατα το μεσημερι, ενα αυτοκινητακι κυλα με δαιμονισμενη ταχυτητα προς το μεγαρο μας.

— Αμερικάνικοοο! φωναζει καποιος.

Στη στιγμη, το βαζομε στη μεση, κι ενας αμερικανος συνταγματαρχης βρισκεται ψηλα, πανω στα χερια των ενθουσιασμενων καταδικων.

Στο προσωπο του Αμερικανου ανακατεύεται το γελιο με τα δακρυα, καθως τον εχομε στη μεση.

— Ο Θεος ευλογησε τα αμερικανικα στρατευματα και, μαζι με τοσους αλλους δυστυχεις σκλαβωμενους, ελευθε ρωνουν και σας. Λυπουμαι για την κατασταση στην οποια σας βρισκομε. Καναμε γρηγορα, αλλ' ο εχθρος ηταν γερα ωχυρωμενος. Θα κανωμε ο,τι πρεπει για να αναλαβετε, και θα σας στειλωμε οσο το δυνατο πιο γρηγορα στα σπι τια σας. Επισης σας αναγγελλω με ευχαριστηση και το χαρμοσυνο γεγονος, πως ολοκληρος ο γερμανικος στρατος παραδοθηκε σημερα στους Συμμαχους.

— Ζητω!... ξεσπαει πια μες απο την ξαστερωμενη ψυχη η χαρα των μαρτυρικων κατοικων της παραγκας.

Η Γερμανια του Χιτλερ, τραγικο συμβολο του χωρις Χριστον κοσμου, δεν υπηρχε πια. Κι απ' ολες τις ψυχες ανεβαινε ο υμνος της ζωης της πιστεως. Της ζωης που οδευει χαρωπη προς

τον Εσταυρωμενο του καταπρασινου λοφου του Στάιν.

ΤΕΛΟΣ