Α Τ Ρ Κ Τ Α Τ Η (1204 - 1261) · Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ Α ... λατίνοι από την...

74
Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ, Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ (1204 - 1261) Το 1204 οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και διέλυσαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στη θέση της σχηµατίστηκε ένα λατινικό κράτος µε Φράγκο (Φλαµαν- δό) αυτοκράτορα και Βενετό πατριάρχη. Λατίνοι ευγενείς εγκαταστάθηκαν σε όλα τα κατεχόµενα εδάφη και ίδρυσαν µικρές ηγεµονίες, κατά το φεουδαρχικό σύστηµα. Οι Λατίνοι δεν µπόρεσαν να καταλάβουν όλα τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στη δυτική Ελλάδα (Ήπειρος και Αιτωλοακαρνανία) ένας γόνος της αυτοκρατορικής οικογένειας, ο Μιχαήλ Κοµνηνός Δούκας, ίδρυσε ανεξάρτητο κράτος που αργότερα θα ονοµαστεί δεσποτάτο. Στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας είχε επίσης ιδρυθεί, λίγο πριν από την κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας, ένα ανεξάρτητο κράτος από τους εγγονούς του Ανδρόνικου Α’, Αλέξιο και Δαβίδ Κοµνηνούς, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που θα παραµείνει ανεξάρτητη έως την τελική πτώση της στους Οθω- µανούς Τούρκους, το 1461. Τέλος, στη Μικρά Ασία ιδρύθηκε από τους Κωνσταντίνο ΙΑ’ και τον Θεόδωρο Α’ Λάσκαρη η αυτοκρατορία της Νίκαιας, που κατόρθωσε ύστερα από πολλούς αγώνες µε τους Λατίνους και τους Σελτζούκους Τούρκους γείτονες να επεκταθεί σε µεγάλο τµήµα της δυτικής Μικράς Ασίας. Από τα τρία ανεξάρτητα ελληνικά κράτη, εκείνα της Ηπείρου και της Νίκαιας έθεσαν στόχο την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την παλινόρθωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο δεύτερος ηγεµόνας της Ηπείρου, Θεόδωρος Δούκας, το 1224 κατέ- λαβε τη Θεσσαλονίκη και στέφθηκε αυτοκράτορας λίγα χρόνια αργότερα. Προς στιγ- µήν φάνηκε ότι η Κωνσταντινούπολη θα έπεφτε στα χέρια του Ηπειρώτη ηγεµόνα. Αυτό όµως δεν θα πραγµατοποιηθεί και το δεσποτάτο της Ηπείρου τελικά θα παίξει δευτερεύοντα ρόλο στα πράγµατα της περιοχής. Ύστερα από µερικά χρόνια ο ηγεµό- Λεπτοµέρεια από τοιχογραφία της µονής Μολντοβίτα στη

Transcript of Α Τ Ρ Κ Τ Α Τ Η (1204 - 1261) · Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ Α ... λατίνοι από την...

  • Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΝΙΑΣ, Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ (1204 - 1261)

    Το 1204 οι Λατίνοι κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και διέλυσαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στη θέση της σχηµατίστηκε ένα λατινικό κράτος µε Φράγκο (Φλαµαν-δό) αυτοκράτορα και Βενετό πατριάρχη. Λατίνοι ευγενείς εγκαταστάθηκαν σε όλα τα κατεχόµενα εδάφη και ίδρυσαν µικρές ηγεµονίες, κατά το φεουδαρχικό σύστηµα. Οι Λατίνοι δεν µπόρεσαν να καταλάβουν όλα τα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στη δυτική Ελλάδα (Ήπειρος και Αιτωλοακαρνανία) ένας γόνος της αυτοκρατορικής οικογένειας, ο Μιχαήλ Κοµνηνός Δούκας, ίδρυσε ανεξάρτητο κράτος που αργότερα θα ονοµαστεί δεσποτάτο. Στα βόρεια παράλια της Μικράς Ασίας είχε επίσης ιδρυθεί, λίγο πριν από την κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας, ένα ανεξάρτητο κράτος από τους εγγονούς του Ανδρόνικου Α’, Αλέξιο και Δαβίδ Κοµνηνούς, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που θα παραµείνει ανεξάρτητη έως την τελική πτώση της στους Οθω-µανούς Τούρκους, το 1461. Τέλος, στη Μικρά Ασία ιδρύθηκε από τους Κωνσταντίνο ΙΑ’ και τον Θεόδωρο Α’ Λάσκαρη η αυτοκρατορία της Νίκαιας, που κατόρθωσε ύστερα από πολλούς αγώνες µε τους Λατίνους και τους Σελτζούκους Τούρκους γείτονες να επεκταθεί σε µεγάλο τµήµα της δυτικής Μικράς Ασίας. Από τα τρία ανεξάρτητα ελληνικά κράτη, εκείνα της Ηπείρου και της Νίκαιας έθεσαν στόχο την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την παλινόρθωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο δεύτερος ηγεµόνας της Ηπείρου, Θεόδωρος Δούκας, το 1224 κατέ-λαβε τη Θεσσαλονίκη και στέφθηκε αυτοκράτορας λίγα χρόνια αργότερα. Προς στιγ-µήν φάνηκε ότι η Κωνσταντινούπολη θα έπεφτε στα χέρια του Ηπειρώτη ηγεµόνα. Αυτό όµως δεν θα πραγµατοποιηθεί και το δεσποτάτο της Ηπείρου τελικά θα παίξει δευτερεύοντα ρόλο στα πράγµατα της περιοχής. Ύστερα από µερικά χρόνια ο ηγεµό-

    Λεπτοµέρεια από τοιχογραφία της µονής Μολντοβίτα στη

    http://img.t07_k03_p001_1

  • νας του θα συνάψει συνθήκη ειρήνης µε τους Φράγκους της νότιας Ελλάδας, ενώ οι σχέσεις του µε την αυτοκρατορία της Νίκαιας θα είναι πάντοτε εχθρικές. Η εχθρότητα ανάµεσα στα δύο ελληνικά κράτη ήταν και η αιτία παράτασης της ζωής της Λατινι-κής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία, µετά τον θάνατο του Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου (1206-16), άρχισε να παρακµάζει και να εξασθενεί. Το 1261, όµως, η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια του αυτοκράτορα της Νίκαιας. Η Λατι-νική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης διαλύθηκε αλλά δεν εκδιώχθηκαν όλοι οι λατίνοι από την Ελλάδα. Στην Πελοπόννησο, στην Ανατολική Στερεά και στα νησιά θα παραµείνουν ακόµη για δεκαετίες ή και για αιώνες, έως τον ερχοµό των Τούρκων. Εξαίρεση στη νότια Ελλάδα θα αποτελέσει ένα µικρό τµήµα της Πελοποννήσου, η Λακωνία, που θα παραχωρηθεί το 1262 στους Βυζαντινούς και θα είναι ο πυρήνας του εδαφικού τµήµατος που αργότερα θα ονοµαστεί δεσποτάτο της Πελοποννήσου. Από τη Λακωνία οι Βυζαντινοί θα προχωρούν λίγο-λίγο, έως ότου το 1430 θα εκδιώξουν τελείως τους Φράγκους από τη χερσόνησο. Τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1204-1261 ενδιαφέρουν άµεσα Δυτικούς και Βυ-ζαντινούς. Έτσι, περιγράφονται τόσο από Έλληνες όσο και από Λατίνους ιστορι-ογράφους. Από αυτούς σηµαντικότεροι είναι οι Βυζαντινοί ιστοριογράφοι Νικήτας Χωνιάτης και Γεώργιος Ακροπολίτης, ενώ ενδιαφέρουσες ειδήσεις αντλούµε και από µεταγενέστερους Βυζαντινούς ιστοριογράφους, όπως ο Νικηφόρος Γρηγοράς και ο Γε-ώργιος Παχυµέρης. Επίσης, σηµαντικά στοιχεία αντλούµε από τους µητροπολίτες Μι-χαήλ Χωνιάτη, Ιωάννη Απόκαυκο και τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Δηµήτριο Χωµατηνό. Ο Νικήτας Χωνιάτης είναι ο Βυζαντινός ιστοριογράφος που έζησε την πολιορκία και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και περιγράφει µε λεπτοµέρειες τις δύσκολες εκείνες στιγµές. Η ιστορία του καλύπτει τα πρώτα χρόνια της λατινικής κατάκτησης και είναι η πιο αντικειµενική. Ο Νικήτας Χωνιάτης εκπροσωπεί την κεντρική κυβέρ-νηση της Κωνσταντινούπολης· στην αρχή ήταν αυτοκρατορικός γραµµατέας και αρ-γότερα, επί Αγγέλων, έφθασε µέχρι τα υψηλότερα αξιώµατα της βυζαντινής Αυλής και είναι αντίθετος όχι µόνο στους Δυτικούς κατακτητές αλλά και στις χωριστικές τάσεις που εκδηλώνουν ορισµένοι τοπικοί ηγεµόνες µέσα στην αυτοκρατορία. Ο Γε-ώργιος Ακροπολίτης, µεταγενέστερος του Νικήτα Χωνιάτη, είναι ο ιστοριογράφος της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Στόχος του ήταν να αφηγηθεί την ιστορία της εξόριστης

    Χάλκινο νόµισµα του Θεόδωρου Κοµνηνού Δούκα, ο οποίος ξεκι-

    Ο Γεώργιος Παχυµέρης, από τους σηµαντικότερους ιστοριο-

    http://img.t07_k03_p002_1http://img.t07_k03_p002_2

  • βυζαντινής κυβέρνησης στη Νίκαια µέχρι τη στιγµή της αποκατάστασης, δηλαδή έως την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261. Είναι ο ιστοριογράφος που καλύπτει ολόκληρη την περίοδο που µελετάµε (1204-1261). Ο Μιχαήλ Χωνιάτης ήταν αδελφός του Νικήτα Χωνιάτη και δοκίµασε άµεσα τις συνέπειες της λατινικής κατάκτησης. Στις επιστολές του περιέχονται ειδήσεις για τον Λέοντα Σγουρό, τη συµπεριφορά των Δυτικών απέναντι στους κατακτηµένους και, ιδιαίτερα, για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αθήνας, η οποία µετά την αναχώρησή του έµεινε ακέφαλη. Πρόκειται για καλλι-εργηµένο κληρικό, που έκανε το παν για να καλυτερεύσει το µέλλον της ονοµαστής πόλης, από την πρώτη στιγµή που τοποθετήθηκε εκεί ως µητροπολίτης. Είναι ο λόγι-ος από τον οποίο αντλούµε τις περισσότερες ειδήσεις για την Αθήνα αλλά και για τις γύρω περιοχές. Εξίσου καλλιεργηµένος ήταν και ο µητροπολίτης Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος. Ο Ιωάννης, ως επίσκοπος µιας σηµαντικής πόλης του ελληνικού κράτους της Ηπείρου, δεν δοκίµασε την πίκρα των άλλων ιεραρχών που εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους. Έµεινε µητροπολίτης µέχρι τα βαθιά γεράµατα και έγινε ο εκφραστής της εκκλησιαστικής πολιτικής του κράτους της Ηπείρου. Οι επιστολές του, όπως είναι φυσικό, παρέχουν πληροφορίες για την Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία. Ενδιαφέροντα στοιχεία για τους ορθοδόξους της Κωνσταντινούπολης και τις προσπά-θειές τους για ένωση των Εκκλησιών, στα πρώτα χρόνια της κατάκτησης, περιέχουν τα έργα του Νικολάου Μεσαρίτη. Ιδιαίτερα ο επιτάφιος στον αδελφό του Ιωάννη περιέχει ειδήσεις για τη συµπεριφορά των Σταυροφόρων µετά την Άλωση και για τις επαφές που άρχισαν να γίνονται στην Κωνσταντινούπολη, ανάµεσα σε καθολικούς και ορθοδόξους, για την ένωση των Εκκλησιών. Περισσότερες λεπτοµέρειες για την κατάκτηση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Δυτικούς αντλούµε από Λατίνους ιστορικούς. Ο ιστοριογράφος της Δ’ Σταυ-ροφορίας Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος περιγράφει τα γεγονότα από το 1199 έως το 1207. Πρόκειται για έναν Γάλλο ευγενή ο οποίος έλαβε µέρος στη Δ’ Σταυροφορία ως σύµβουλος των αρχηγών της, αλλά και µε προσωπική του συµµετοχή στις διάφορες φάσεις του πολέµου. Συνεχιστής του είναι ο Ερρίκος της Βαλανσιέν, ο οποίος γράφει για την εποχή του Λατίνου βασιλιά Ερρίκου. Αυτόπτης µάρτυρας των γεγονότων της Δ’ Σταυροφορίας ήταν και ο Ροβέρτος του Κλαρύ. Για την κατάκτηση και τη στερέωση των Φράγκων στην Πελοπόννησο αλλά και στις

    Λεπτοµέρεια τοιχογραφίας από το ναό του Αγίου Πέτρου στα

    Στις ανοµολόγητες καταστροφές που διέπραξαν οι Σταυροφόροι,

    http://img.t07_k03_p003_1http://img.t07_k03_p003_2

  • Οι περιγραφές του Νικήτα Χωνιάτη για τα γεγονότα που

    Οι αγριότητες των ιπποτών της Δ’ Σταυροφορίας

    Ο Χωνιάτης µνηµονεύει ότι οι Ισµαηλίτες φέρθηκαν πιο φιλάνθρωπα όταν κατέλα-βαν την Ιερουσαλήµ. Την ηµέρα της Άλωσης, αναφέρει, οι Σταυροφόροι µπήκαν στην Κωνσταντινούπολη και κατοίκησαν σε όποιο σπίτι ήθελαν, αρπάζοντας ό,τι έβρισκαν, απειλώντας και χτυπώντας τους ιδιοκτήτες. Έτσι οι κάτοικοι αναγκάζονταν να φύγουν, θρηνώντας άλλος την περιουσία του, άλλος την κόρη του που άρπαξαν και βίασαν οι κατακτητές και άλλος τη στέρηση της γυναίκας του. Κανένα σπίτι δεν γλίτωσε, όχι µόνο τα µεγάλα και πλούσια αλλά και τα φτωχότερα. Το πλούσιο σπίτι όπου έµενε ο Χωνιάτης είχε καταστραφεί από τη δεύτερη πυρκαγιά, αλλά οι Σταυροφόροι τον ανακάλυψαν µαζί µε την οικογένειά του στη νέα του ταπεινή κατοικία, µολονότι ήταν δύσκολο να πλησιάσει κανείς τη σκοτεινή είσοδο. Τελικά ο Βυζαντινός ιστοριογράφος απέφυγε την αιχµαλωσία και την κακοµεταχείριση, µε τη µεσολάβηση ενός Βενετού εµπόρου, που ήταν οικογενειακός φίλος, αλλά δεν µπόρεσε να µείνει για πολύ στην Κωνσταντινούπολη. Την πέµπτη ηµέρα µετά την Άλωση αναγκάστηκε και αυτός να εγκαταλείψει την πόλη, µαζί µε συγγενείς και φίλους, υπό τα βλέµµατα των κατακτητών που είχαν οπλιστεί µε µαχαίρια και κοίταζαν πού θα βρουν χρυσό, λάφυρα ή νέα γυναίκα για να αρπάξουν. Για να γλιτώσουν από τα αρπακτικά βλέµµατα των Λατίνων, οι νέες είχαν αλείψει τα πρόσωπά τους µε λάσπες. Βγαίνοντας από τη Χρυσή Πύλη οι φυγάδες είχαν την ευκαιρία να ευχαριστήσουν τον Θεό που σώθηκαν, να θρηνήσουν και να δουν για τελευταία ίσως φορά τα τείχη της Βασιλεύουσας, που δυστυχώς δεν µπόρεσαν να τους σώσουν τις κρίσιµες εκείνες στιγ-µές, αλλά παρέµειναν, όπως γράφει ο Χωνιάτης, σε ένα ξέσπασµα οργής και παράπο-νου, όρθια και «απαθή».Το ίδιο παραστατικός είναι και ο Νικόλαος Μεσαρίτης. Παντού, γράφει, σε δροµίσκους, σε πλατείες, σε σπίτια, σε µοναστήρια, σε ναούς, οι Σταυροφόροι έµπαιναν οπλισµένοι ως τα δόντια και αποπνέοντας τον θάνατο λεηλατούσαν τα άγια, καταπατούσαν τα θεία, πετούσαν τις εικόνες, βλαστηµούσαν, αποσπώντας τα παιδιά από τις µητέρες, βίαζαν. Έψαχναν σε κόρφους γυναικών µήπως βρουν κρυµµένα κοσµήµατα, έσερναν κατά γης

    http://img.t07_k03_p004_1

  • γύρω περιοχές, αντλούµε λεπτοµερείς ειδήσεις από το λεγόµενο Χρονικό του Μορέως, από τις Ασσίζες της Ρωµανίας, ένα φεουδαρχικό δίκαιο που κωδικοποιήθηκε τον 14ο αιώνα, και την αλληλογραφία των παπών της εποχής, από τις οποίες ξεχωρίζει εκείνη του Ιννοκέντιου Γ’ (1198-1216). Ειδικά, το Χρονικό του Μορέως γράφτηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από κάποιον ελληνόγλωσσο Φράγκο και τα γεγονότα που περιγράφει φθάνουν πέρα από το έτος 1261. Σώζεται σε τέσσερις παραλλαγές, την ελληνική, τη γαλλική, την αραγονική (ισπανική) και την ιταλική· η τελευταία είναι σχεδόν παρά-φραση της ελληνικής παραλλαγής, γράφτηκε πολύ αργότερα και δεν περιέχει καινούρ-για ιστορικά στοιχεία. Η αφήγηση του Χρονικού δεν είναι τελείως αντικειµενική, γιατί απέχει από τα γεγονότα πολλά χρόνια και γιατί ο συγγραφέας του ενδιαφέρεται περισ-σότερο να κρατήσει το µέτρο και να τέρψει τον αναγνώστη. Ωστόσο, περιέχει πολλές λεπτοµέρειες, πολύτιµες τοπογραφικές ειδήσεις και είναι πραγµατικός θησαυρός εκεί όπου οι άλλες πηγές (Χωνιάτης, Βιλεαρδουίνος κλπ.) σιωπούν. Χρησιµοποιεί δηµώδη γλώσσα και είναι από τα χαρακτηριστικότερα κείµενα του Μεσαίωνα.

    Η επαύριο της Άλωσης του 1204Με τη φυγή και των τελευταίων υπερασπιστών η Κωνσταντινούπολη, η πιο πλούσια πόλη του τότε γνωστού κόσµου, βρέθηκε στα χέρια των Σταυροφόρων. Ήταν η πρώτη άλωση της µεγαλούπολης και οι θησαυροί της βρέθηκαν ανέπαφοι στο έλεος των Δυ-τικών. Το τι επακολούθησε δύσκολα περιγράφεται. Μολονότι το πλήθος δέχτηκε τους Λατίνους µε σταυρούς και εικόνες, προφανώς για να τους θυµίσει ότι ανήκουν στην ίδια θρησκεία, επευφηµώντας τον Βονιφάτιο ως αυτοκράτορα, οι Σταυροφόροι δεν σεβάστηκαν τίποτα, ούτε τους σταυρούς που έφεραν στους ώµους τους. Αποσπούσαν ή έσπαζαν εικόνες, άγια λείψανα και ιερά σκεύη, για να αφαιρεθεί το µέταλλο και οι πολύτιµοι λίθοι ή για να χρησιµοποιηθούν ως επιτραπέζια σκεύη. Στον ναό της Αγίας Σοφίας, η Αγία Τράπεζα, κατασκευασµένη από πολύτιµα υλικά, τεµαχίστηκε και µοιρά-

    εκείνους που δεν είχαν να δώσουν τίποτε, διέφθειραν τις παρθένες και τις µοναχές, κακοµεταχειρίζονταν τους γέροντες, έσφαζαν και κατακρεουργούσαν. Το αίµα χυνόταν άφθονο. Παντού ακούγονταν θρήνοι και ολολυγµοί.

  • στηκε στους συλητές. Η περίφηµη εκκλησία µολύνθηκε από κοπριές, ανακατεµένες µε αίµατα, αφού οι κατακτητές δεν δίσταζαν να οδηγούν τα ζώα µέσα στον ναό, ακόµη και στο ιερό βήµα, για να φορτώσουν ό,τι πολύτιµο υπήρχε. Σε ολόκληρη την πόλη ακούγονταν «κλαυθµοί, οδυρµοί, οιµωγαί και ολοφυρµοί». Ο Νικήτας Χωνιάτης και ο Νικόλαος Μεσαρίτης µνηµονεύουν µε ενάργεια τα γεγονότα. Οι Σταυροφόροι άρπα-ζαν, σκότωναν, βίαζαν, κακοποιούσαν τους πάντες, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου.Ο Θεός είχε ευνοήσει τους κατακτητές και µολονότι λατρευόταν και από τους ηττηµέ-νους, έδειξε την εύνοιά του µόνο στους πρώτους. Αυτό για τους Δυτικούς ήταν από-δειξη του λαθεµένου δρόµου που είχαν πάρει οι Βυζαντινοί. Μόνος λοιπόν δρόµος για να ξανακερδίσουν την εύνοιά του ήταν εκείνος της επιστροφής στις αγκάλες της Δυτικής Εκκλησίας. Ωστόσο, η οργή του θεού δεν στρεφόταν µόνο κατά των σχισµατι-κών Ελλήνων αλλά και κατά των Σταυροφόρων – όχι εναντίον εκείνων που λεηλατού-σαν, αλλά εναντίον εκείνων που δεν παρέδιδαν τους θησαυρούς αλλά τους κρατούσαν για τους εαυτούς τους. Όπως είχε συµφωνηθεί, οι θησαυροί συγκεντρώθηκαν σε τρεις εκκλησίες. Οι πλεονέκτες, όµως, αναφέρει ο Βιλεαρδουίνος, κατακρατούσαν τη λεία και αυτό δεν άρεσε στον Θεό, που έως εκείνη τη στιγµή τους είχε ευνοήσει και τους είχε υψώσει πάνω απ’ όλους. Παρ’ όλα αυτά η αξία των λαφύρων που µαζεύτηκαν ήταν πολύ µεγάλη. Μοιράστηκαν εξίσου ανάµεσα στους Βενετούς και στους Σταυρο-φόρους, αλλά οι τελευταίοι έδωσαν στους πρώτους 50.000 αργυρά µάρκα που τους όφειλαν. Οι θησαυροί της πόλης έφθαναν για να πλουτίσουν όλοι.Η πρωτεύουσα του Βυζαντίου είχε πληρώσει το αµαρτωλό της παρελθόν, γιατί αν η παροµοίωσή της µε την αρχαία Σύβαρι είναι υπερβολική, τα πλούτη της και η χλιδή των κατοίκων της, ωστόσο, ήταν πρόκληση για τους φτωχούς και θρησκόληπτους κα-τοίκους της Δύσης, οι οποίοι είδαν τη λεηλασία της ως θεϊκή τιµωρία. Και οι Έλληνες κάτοικοι της περιοχής γύρω από την πρωτεύουσα δεν είχαν πολύ διαφορετική γνώµη. Η αποξένωση των επαρχιών από την πρωτεύουσα την εποχή αυτή και η εκµετάλ-λευση των κατοίκων της επαρχίας από τη φορολογική απληστία των υπαλλήλων της κεντρικής εξουσίας, δηλαδή της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, είναι κάτι που δεν αµ-φισβητείται. Έτσι, αναφέρει ο Χωνιάτης, όταν οι κάτοικοι της επαρχίας έβλεπαν τους Κωνσταντινουπολίτες να φθάνουν πρόσφυγες στην περιοχή τους, γυµνοί και ταλαιπω-ρηµένοι, έλεγαν ότι τώρα επήλθε «ισοπολιτεία», ότι τώρα δηλαδή έγιναν και οι προ

    Σελίδα χειρόγραφης σελίδας από το βιβλίο του Βιλεαρδουί-

    Μολυβδόβουλο Λέοντα Σγου-ρού, στον οπισθότυπο του

    http://img.t07_k03_p006_1http://img.t07_k03_p006_2

  • ολίγου ευνοηµένοι το ίδιο φτωχοί µε τους περιφρονηµένους κατοίκους της επαρχίας. Φαίνεται πως η διαφορά επιπέδου ζωής ανάµεσα στους πρώτους και τους δεύτερους ήταν πάρα πολύ µεγάλη. Έτσι, τώρα, οι επαρχιώτες είδαν τη θλιβερή έξοδο των συ-µπατριωτών τους ως ευκαιρία. Πολλοί από αυτούς, αγοράζοντας τις περιουσίες που κουβαλούσαν οι πρόσφυγες σε πολύ µικρή τιµή, δόξαζαν τον Θεό που πλούτισαν. Φαίνεται, λοιπόν, πως την άποψη ότι η Κωνσταντινούπολη τιµωρήθηκε από το θείο

    Οι θησαυροί που µαζεύτηκαν από τους Σταυροφόρους κατά

    Οι δυτικές πηγές για τα πλούτη της Κωνσταντινούπολης

    Φθάνοντας, αναφέρει ο Βιλεαρδουίνος, οι Φράγκοι στο παλάτι του Βουκολέοντος βρήκαν ένα µεγάλο αριθµό από τις πιο «υψηλές κυρίες του κόσµου», που είχαν καταφύγει εκεί, καθώς και αµέτρητους θησαυρούς. Ένας εξίσου µεγάλος θησαυρός βρέθηκε και στο παλάτι των Βλαχερνών. Γενικά ολόκληρη η πόλη ήταν ένα τεράστιο θησαυροφυλάκιο. Όλοι οι Σταυροφόροι που είχαν ξεχυθεί στους δρόµους άρπαζαν ό,τι µπορούσαν: χρυσό και άργυρο, σκεύη, πολύτιµους λίθους, µεταξωτά υφάσµατα, γούνες και οτιδήποτε άλλο πολύτιµο αντικείµενο. Αλλά και οι κληρικοί δεν έδειξαν λιγότερη ληστρικότητα, άρπα-ζαν µε τα «δύο χέρια». Ένας απ’ αυτούς, ο Μαρτίνος, Κινστεριανός µοναχός από την Αλσατία, διέπρεψε στην αρπαγή των ιερών λειψάνων. Ξεγύµνωσε όλες τις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης. Από τη δηµιουργία του κόσµου, τονίζει ο Βιλεαρδουίνος, δεν είχε µαζευτεί τόση λεία από καµία πόλη. «Ο καθένας, συνεχίζει, πήρε τον ξενώνα που του άρεσε, µια και υπήρχαν πολλοί από αυτούς. Έτσι έµειναν όλοι οι σταυροφόροι και οι Βενετοί. Και µεγάλη υπήρξε η χαρά για την τύχη και τη νίκη που ο Θεός τους είχε δώσει γιατί αυτοί που ήταν πρώτα φτωχοί, έγιναν τώρα πλούσιοι και τρανοί». Ο δεύτερος ιστορικός της Δ’ Σταυροφορίας, ο Ροβέρτος του Κλαρύ, κάνει τους ίδιους υπολογισµούς µε τον Βιλεαρδουίνο, αναφέροντας ότι ποτέ από τη δηµιουργία του κόσµου δεν κυριεύτηκε µια τόσο µεγάλη και πλούσια πόλη ούτε στον καιρό του Μεγάλου Αλεξάν-δρου ούτε στον καιρό του Καρόλου του Μεγάλου ούτε πριν ούτε µετά από αυτούς. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν περισσότερα πλούτη απ’ ό,τι στις 40 πλουσιότερες πόλεις του κόσµου. Οι Έλληνες, αναφέρει, ισχυρίζονταν ότι στην πρωτεύουσά τους υπήρχαν τα δύο τρίτα των θησαυρών της οικουµένης.

    http://img.t07_k03_p007_1

  • συµµερίζονταν όχι µόνο οι Λατίνοι αλλά και πολλοί από τους Έλληνες. Λίγοι ήταν εκείνοι που ήταν πιστοί στην κεντρική εξουσία. Ένας από αυτούς ήταν και ο µητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης, ο οποίος όµως ως αδελφός του Νικήτα είχε και προσωπικούς δεσµούς µαζί της. Πολλοί από τους άρχοντες των αποµακρυσµένων περιοχών είδαν την άλωση της πρωτεύουσάς τους ως ευκαιρία αύξησης των προσω-πικών τους κτήσεων. Ο Λέων Σγουρός είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα. Κανείς δεν αγωνίστηκε υπέρ του έκπτωτου αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’. Ο Σγουρός συνεργάστη-κε στην αρχή µαζί του για προσωπικό συµφέρον και έπειτα τον εγκατέλειψε στα χέρια των εχθρών. Στο τέλος ο Αλέξιος πέθανε αιχµάλωτος του γαµπρού του Θεόδωρου Α’ Λάσκαρη. Η άλωση λοιπόν της πρωτεύουσας δεν έκανε πολύ µεγάλη αίσθηση στους κατοίκους της αυτοκρατορίας. Η κατάσταση αυτή κράτησε βέβαια για λίγο. Η πτώση της Βασιλεύουσας θα σηµάνει την αρχή αγώνων των δύο σπουδαιότερων ελληνικών κρατών που σχηµατίστηκαν στις επαρχίες της παλιάς αυτοκρατορίας και η κατοχή της από τους Φράγκους θα γεννήσει στον ελληνικό πληθυσµό πόνο και νοσταλγία για αποκατάσταση. Ο Λατίνος χρονικογράφος Βιλεαρδουίνος δεν γράφει ούτε για φόνους και βιασµούς ούτε για ιεροσυλίες. Συγκεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά στην ποσότητα των θησαυρών που µαζεύτηκαν, δικαιώνοντας έτσι τον ιστοριογράφο Νικήτα και τον αδελφό του Μιχαήλ Χωνιάτη που κατηγορούν τους Δυτικούς ως φιλάργυρους.Ήταν µοιραίο όλοι αυτοί οι θησαυροί, έργα τέχνης του αρχαίου και µεσαιωνικού κό-σµου, να αφαιρεθούν από χριστιανούς για να καλλωπίσουν τις φτωχές πόλεις της Δύ-σης ή να καταστραφούν από τους ίδιους τους Σταυροφόρους για να οικειοποιηθούν το πολύτιµο µέταλλο. Δεν γλίτωσαν ούτε τα χάλκινα αγάλµατα. Ο Νικήτας Χωνιάτης δίνει έναν κατάλογο µερικών από τα ωραιότερα αγάλµατα που έλιωσαν οι Σταυροφόροι. Οι Βενετοί, µάλιστα, µετέφεραν µερικά ωραία κοµµάτια στην πόλη τους, που στολίζουν έως σήµερα την πλατεία του Αγίου Μάρκου.Η παρακµή της Κωνσταντινούπολης, της πόλης που ζήλευαν όχι µόνο οι ξένοι λαοί αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, είχε αρχίσει. Πολλοί από τους κα-τοίκους της την εγκατέλειψαν, ακολουθώντας το παράδειγµα των αυτοκρατόρων της και του πατριάρχη, και η φυγή αυτή θα συνεχιστεί και στα επόµενα χρόνια. Και µόνο από την πυρκαγιά που είχαν ανάψει οι Λατίνοι είχε καταστραφεί, σύµφωνα µε την

    Πολλοί από τους θησαυρούς της Κωνσταντινούπολης µετα-

    http://img.t07_k03_p008_1

  • εκτίµηση του Βιλεαρδουίνου, όση έκταση κάλυπταν οι τρεις µεγαλύτερες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας. Η παλιά δόξα της πρωτεύουσας του Βυζαντίου δεν θα επανέλ-θει ποτέ πια. Η «Κωνσταντίνου καλλίπολις» και κατά τον Νικήτα Χωνιάτη «τό κοινόν ἁπάντων ἐντρύφηµά τε καί ξάκουστον περιλάληµα» θα περιέλθει σε δεύτερη µοίρα. Σιγά-σιγά η Βενετία, η πόλη που συνέβαλε στην καταστροφή της, θα την υποσκελίσει σε όλα, όχι µόνο στο εµπόριο αλλά και στο µέγεθος του πληθυσµού της και στη µε-γαλοπρέπεια των κτισµάτων της.

    Η προέλαση των Φράγκων από τη Θράκη έως την ΠελοπόννησοΜετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’ και του γιου του Αλέξιου Δ’, η περι-φέρεια του βυζαντινού κράτους που δεν είχε πέσει ακόµα στα χέρια των Δυτικών, µπορούσε να προσβλέπει στους δύο άλλους αυτοκράτορες, τον Αλέξιο Γ’ Άγγελο και τον Αλέξιο Ε’ Δούκα Μούρτζουφλο. Από τους δύο αυτοκράτορες ο Αλέξιος Γ’ είχε µε-γαλύτερο κύρος και αυτόν αναγνώριζε ο ρωµαϊκός πληθυσµός. Έτσι, όταν ο γαµπρός του Θεόδωρος Λάσκαρης κατέφυγε στη Μικρά Ασία, προσπαθούσε να πείσει τους κατοίκους των εκεί πόλεων να τον δεχτούν ως βασιλιά «αντί του πενθερού του Αλε-ξίου». Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, οι δύο Αλέ-ξιοι συναντήθηκαν στη Μοσυνόπολη της Θράκης, πόλη που βρισκόταν περίπου στη θέση της σηµερινής Κοµοτηνής, όπου κανόνισαν τους λογαριασµούς τους. Μολονότι ο Μούρτζουφλος ήταν έτοιµος να υποταγεί στη θέληση του πεθερού του, Αλέξιου Γ’, ο τελευταίος τον παρέσυρε σε παγίδα και τον τύφλωσε. Πολλοί από τους ανθρώ-πους του Μούρτζουφλου δήλωσαν υποταγή στον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’, η θέση του οποίου προς στιγµήν ενισχύθηκε. Ο Αλέξιος Άγγελος αντί να ενώσει τις δυνάµεις του µε εκείνες του Μούρτζουφλου, για να αντιµετωπίσουν µαζί την κάθοδο των Λατίνων, προτίµησε την αναµέτρηση· φαίνεται πως δεν είχε συνετιστεί ούτε από την πτώση της πρωτεύουσας. Σε λίγο και οι δύο αυτοκράτορες θα υποστούν τις συνέπειες αυτής της πράξης. Η αδίστακτη τύφλωση του Μούρτζουφλου, όπως βέβαια και ο στραγγαλι-σµός του Αλέξιου Δ’ Αγγέλου, έκανε κακή εντύπωση. Ο Βιλεαρδουίνος στιγµατίζει τις πράξεις αυτές, λέγοντας ότι δεν είχαν δικαίωµα να κατέχουν εδάφη τέτοιοι άνθρωποι που πρόδιδαν τόσο εύκολα ο ένας τον άλλον.Αφού οι Δυτικοί τελείωσαν µε τη διανοµή των λαφύρων της λεηλατηµένης πόλης, εξέ-

    Εµπρόσθιο τµήµα της σαρκοφά-γου του αυτοκράτορα Ισαάκιου,

    http://img.t07_k03_p009_1

  • λεξαν δικό τους αυτοκράτορα, τον κόµη της Φλάνδρας Βαλδουίνο Α’ (1204-5). Στον συνυποψήφιο του Βαλδουίνου και αρχηγό της Σταυροφορίας Βονιφάτιο Μοµφερατικό παραχωρήθηκε η Μικρά Ασία και η Πελοπόννησος. Αργότερα ο Βονιφάτιος προτίµησε να αλλάξει τις περιοχές αυτές µε την πόλη και την επαρχία της Θεσσαλονίκης, για προσωπικούς λόγους. Αµέσως µετά οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν να καταλάβουν τα υπό-λοιπα τµήµατα της αυτοκρατορίας. Ύστερα από περίπου δυόµισι αιώνες, οι Οθωµανοί κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, αφού είχαν πρώτα πέσει στα χέρια τους σχεδόν όλες οι επαρχίες του βυζαντινού κράτους. Τώρα, αντίθετα, κυριεύεται πρώτα η πρω-τεύουσα. Η πτώση της ήταν φυσικό να παραλύσει κάθε διάθεση για άµυνα. Υπήρχαν όµως και άλλα κακά που έπλητταν τις επαρχίες, ιδιαίτερα τις πιο αποµακρυσµένες: ο πληθυσµός τους, όπως σηµειώσαµε ήδη, είχε εξαντληθεί από τη στυγνή φορολογία και τις πειρατικές επιδροµές, ενώ, παράλληλα, ντόπιοι τοπάρχες κατείχαν ορισµένα οχυρά φρούρια και φέρονταν ως ανεξάρτητοι τύραννοι. Έτσι, η πορεία των Λατίνων µέσα στις βυζαντινές επαρχίες αποδείχθηκε σχεδόν απλός περίπατος. Η Ορεστιάδα, το Διδυµότειχο, η Αδριανούπολη και η Φιλιππούπολη έπεσαν χωρίς µάχη. Παντού ο πληθυσµός ορκιζόταν πίστη στον Λατίνο αυτοκράτορα. Οι κάτοικοι της Μοσυνόπολης βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Βαλδουίνο και να του παραχωρήσουν την πόλη, ενώ ο έκπτωτος Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ αναχώρησε, πριν φτάσουν οι Φράγκοι, για τη Θεσσαλονίκη. Στην Ξάνθη υπήρχε βυζαντινός στρατός µε αρχηγό κάποιον Σε-ναχερείµ, ο οποίος όµως δεν είχε το θάρρος να συγκρουστεί µε τους Σταυροφόρους. Έτσι η πόλη έπεσε µε ευκολία στα χέρια των Φράγκων.Μετά τις επιτυχίες αυτές των Δυτικών, ο Λατίνος αυτοκράτορας συναντήθηκε µε τον Βονιφάτιο στη Μοσυνόπολη. Εκεί ο Ιταλός µαρκήσιος ζήτησε από τον νεοεκλεγµένο αυτοκράτορα να του επιτρέψει να προχωρήσει µόνος του προς τη Θεσσαλονίκη. Ο Βαλδουίνος, όµως, κρατούσε για τον εαυτό του την ικανοποίηση να καταλάβει τη δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας και έτσι επήλθε ρήξη ανάµεσα στα δύο υψηλότερα πρόσωπα του δυτικού στρατού. Οι Έλληνες της Θράκης και της Μακεδονίας δεν πήραν συλλογικά το µέρος ενός από τους δύο Λατίνους αρχηγούς, έδειχναν όµως µεγαλύτε-ρη συµπάθεια προς τον Βονιφάτιο, του οποίου η συµπεριφορά ήταν διπλωµατική. Ο Ιταλός µαρκήσιος είχε παντρευτεί τη χήρα του Ισαάκιου Άγγελου, Μαρία, και επευ-φηµώντας ως αυτοκράτορα τον πρωτότοκο γιο της ενίσχυε τον στρατό του µε Έλλη-

    Στις αρχές του 13ου αιώνα η πορεία των Λατίνων στις βυζα-

    http://img.t07_k03_p010_1

  • νες µαχητές. Έτσι, µετά τον διαπληκτισµό του µε τον Βαλδουίνο, ενώ ο τελευταίος προχωρούσε για τη Θεσσαλονίκη, ο Βονιφάτιος αποφάσισε να καταλάβει τις πόλεις της Θράκης για λογαριασµό του. Το Διδυµότειχο παραδόθηκε στον Ιταλό µαρκήσιο από έναν Έλληνα της πόλης και οι Σταυροφόροι τοποθέτησαν εκεί φρουρά. Κατόπιν προχώρησε να καταλάβει την Αδριανούπολη, όπου υπήρχε φρουρά του Βαλδουίνου. Σύµφωνα µε τον Ροβέρτο του Κλαρύ, ο Βονιφάτιος έστησε τις πολιορκητικές µηχανές και όταν κατάλαβε ότι δεν µπορούσε να πάρει την πόλη, παρουσίασε στους Έλληνες κατοίκους τη γυναίκα του Μαρία και τους δύο γιους της και προσπάθησε να τους πείσει να δεχθούν τον έναν από αυτούς για αφέντη (seigneur). Οι Αδριανουπολίτες του απάντησαν ότι θα εκπλήρωναν την επιθυµία του µόνο αν πήγαιναν στην Κων-σταντινούπολη µαζί µε έναν από τους γιους του Ισαάκιου για να τον στέψουν εκεί αυτοκράτορα και να καταλάβει έτσι τον θρόνο του Κωνσταντίνου. Στο µεταξύ ο Βαλδουίνος µετά τη Μοσυνόπολη έφθασε στη Χριστόπολη (Καβάλα), που ήταν ένα πολύ οχυρό κάστρο. Ωστόσο, οι κάτοικοί της παρέδωσαν το φρούριο χωρίς µάχη και ορκίστηκαν πίστη στον Λατίνο αυτοκράτορα. Με την ίδια ευκολία παραδόθηκαν οι πόλεις των Φιλίππων και των Σερρών. Ο δρόµος για τη Θεσσαλονίκη ήταν ανοιχτός. Μόλις έφθασαν οι Δυτικοί, οι κάτοικοι τους υποδέχθηκαν µε ζητω-κραυγές, παράλληλα όµως ζήτησαν από τον Βαλδουίνο να µην επιτρέψει στον στρατό να µπει στην πόλη, από φόβο µήπως τη λεηλατούσαν. Η λεηλασία της Κωνσταντι-νούπολης ήταν πρόσφατη και δεν υπήρχε εµπιστοσύνη ούτε σε µία ειρηνική είσοδο του σταυροφορικού στρατού. Τελικά, η πόλη της Θεσσαλονίκης και η περιοχή της παραδόθηκαν στον Βονιφάτιο, ο οποίος συµφιλιώθηκε µε τον Λατίνο αυτοκράτορα µετά τη µεσολάβηση των Βενετών. Η αντίσταση στη Θράκη και στη Μακεδονία ήταν ανύπαρκτη. Όχι µόνο δεν υπήρχε οργανωµένος στρατός, αλλά και οχυρωµένες πόλεις που θα µπορούσαν να φέρουν δυσκολίες στον εχθρό παραδόθηκαν αµαχητί. Μετά την κατάληψη της πρωτεύουσάς τους, οι κάτοικοι του Βυζαντίου δεν µεριµνούσαν παρά µόνο για το πώς θα σώσουν τους εαυτούς τους. Αν λάβουµε υπόψη ότι το επόµενο έτος, µε την υποστήριξη του τσάρου των Βουλγάρων, οι ελληνικές πόλεις της Θράκης επαναστάτησαν και δηµι-ούργησαν πολλά προβλήµατα στους Λατίνους, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι εκείνο που τους έλειπε ήταν η οργάνωση και ένας ηγέτης, στον οποίο θα µπορούσαν να

    Αν και το κάστρο της Χριστό-πολης (σηµερινής Καβάλας)

    http://img.t07_k03_p011_1

  • Οι περιπέτειες του Αλέξιου Γ’ Αγγέλου µετά την εκθρόνισή του

    Οι µεσαιωνικές πηγές αναφέρουν διαφορετικά πράγµατα για την τύχη του Αλέξιου µετά τη φυγή του από την Κωνσταντινούπολη. Ο Ακροπολίτης αναφέρει ότι έφθασε στη Θεσ-σαλονίκη, έγινε δεκτός από τη νύφη του, Μαρία της Ουγγαρίας, γυναίκα του αδελφού του Ισαάκιου, αλλά στη συνέχεια διώχθηκε, µαζί µε τη σύζυγό του και κατέφυγε στην Κόρινθο, κοντά στον Λέοντα Σγουρό, όπου δεν έµεινε για πολύ, γιατί έλαβε το µήνυµα ότι επρόκειτο να συλληφθεί. Στον Σγουρό έδωσε ως σύζυγο την κόρη του Ευδοκία. Από την Κόρινθο ο Αλέξιος κατευθύνθηκε δυτικά, µε σκοπό να συναντήσει τον Μιχαήλ Άγγελο Δούκα, θεµελιωτή του ελληνικού κράτους της Ηπείρου, στον δρόµο όµως αιχ-µαλωτίστηκε από τους Λατίνους, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να κερδίσουν χρήµατα, πουλώντας τον στον Μιχαήλ, αντί σηµαντικής ποσότητας χρυσού. Ύστερα από µικρό χρονικό διάστηµα παραµονής στην Ήπειρο, ο άτυχος αυτοκράτορας αναχώρησε και πάλι καταφεύγοντας στον Σελτζούκο σουλτάνο του Ικονίου. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναφέρει ότι ο Αλέξιος αιχµαλωτίστηκε από τον Βονιφάτιο, ο οποίος, αφού του αφαίρεσε οτιδή-ποτε το πολύτιµο είχε πάνω του, τον άφησε να πορεύεται «γυµνός … περι τε Αχαΐαν και Πελοπόννησον».Διαφορετική είναι η αφήγηση του Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος τοποθετεί τη συνάντηση του Σγουρού µε τον Αλέξιο και τον γάµο µε την κόρη του Ευδοκία στη Λάρισα. Στη Θεσσαλία, επίσης, τοποθετεί και τη σύλληψή του από τον Βονιφάτιο, αναφέροντας ότι, αµέσως έπειτα, ο έκπτωτος αυτοκράτορας, αφού αντάλλαξε τα σύµβολα της βασιλείας του αντί «ἄρτου µετρητοῦ και κοτύλης κεράσµατος», µεταφέρθηκε, µαζί µε τη γυναίκα του, Ευφροσύνη, πρώτα στον Αλµυρό και αργότερα έξω από την Ελλάδα, στον άρχοντα των Αλαµανών. Ο χρονικογράφος Βιλεαρδουίνος και άλλες δυτικές πηγές µνηµονεύουν ότι ο Βονιφάτιος, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, συνέλαβε τον αυτοκράτορα Αλέξιο µε τη γυναίκα του και αφού του αφαίρεσε τα αυτοκρατορικά σύµβολα τον έστειλε αιχµάλωτο στον Μοµφεράτο. Τέλος, στον «Βίο» της οσίας Θεοδώρας µνηµονεύεται ότι οι Λατίνοι έφεραν ως «ἀνδράποδον» τον βασιλέα Αλέξιο στο λιµάνι της Άρτας, όπου τον εξαγόρασε ο Μιχαήλ της Ηπείρου. Εκεί, σύµφωνα πάντα µε τον «Βίο», παραχωρή-θηκε από τον αυτοκράτορα στον Μιχαήλ ως κλήρος «ἡ λαχούσα τότε τῆς ἡγεµονίας ἀρχή».

    Διαφορετικές παρουσιάζονται οι εκδοχές του βίου του Αλεξίου Γ’

    http://img.t07_k03_p012_1

  • στηριχτούν. Ο Βονιφάτιος στερέωσε την αρχή του στη Θεσσαλονίκη, αφήνοντας ως τοποτηρητή τη γυναίκα του Μαρία, και αποφάσισε να συµπληρώσει την κατάκτηση της υπόλοιπης Ελλάδας, που ανήκε σε αυτόν και στους συντρόφους του. Στο µεταξύ στη γειτονική Θεσσαλία έφθασαν υπό διαφορετικές συνθήκες και συναντήθηκαν δύο πρόσωπα που έµελλε να διαδραµατίσουν σπουδαίο ρόλο στα γεγονότα του άµεσου µέλλοντος, ο αφέντης της Αργοναυπλίας και της Κορίνθου Λέων Σγουρός και ο έκπτωτος αυτοκρά-τορας Αλέξιος Γ’. Ο πρώτος κληρονόµησε από τον πατέρα του την εξουσία στην πόλη του Ναυπλίου και µέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα κυρίευσε τις γειτονικές πόλεις του Άργους και της Κορίνθου. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης εξόρµησε βόρεια του Ισθµού και πολιόρκησε την Αθήνα. Μάταια ο µητροπολίτης της πόλης, ο περίφη-µος Μιχαήλ Χωνιάτης, προσπάθησε να τον µεταπείσει, θυµίζοντάς του ότι ανήκουν στην ίδια φυλή. Ο Σγουρός κατέλαβε την κάτω πόλη και εγκατέλειψε την πολιορκία της Ακρόπολης µόνο όταν είδε ότι ο µητροπολίτης και οι υπερασπιστές της είχαν τη διάθεση να αγωνιστούν για να µην πέσει στα χέρια του. Στη συνέχεια ο Ναυπλιώτης τύραννος προχώρησε βόρεια, κυρίευσε τη Θήβα και έφθασε στη Λάρισα.Η τύχη του έκπτωτου αυτοκράτορα Αλέξιου Γ’, µετά την κατάληψη της Κωνσταντι-νούπολης, εξαρτήθηκε αποκλειστικά από την προώθηση του φραγκικού στρατού. Από τη Μοσυνόπολη έφθασε πρώτα στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν στη Λάρισα, όπου συνα-ντήθηκε µε τον Λέοντα Σγουρό. Ο Αλέξιος είχε µαζί του αρκετούς ευγενείς Ρωµαίους και φαίνεται ότι προτίµησε να καταφύγει στη Λάρισα, γιατί έλπιζε ότι οι Φράγκοι θα ήταν δύσκολο να περάσουν την οχυρωµένη δίοδο των Τεµπών. Η συνάντηση του αδύνατου αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ και του ισχυρού τοπάρχη Λέο-ντα Σγουρού, ο οποίος µέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα έφθασε από τον Ισθµό στα Τέµπη, ήταν ευκαιρία και για τους δύο. Ο Αλέξιος Γ’ ήθελε προστασία και ο Λέων Σγουρός τίτλους για αναγνώριση της εξουσίας του στην εκτεταµένη επικράτειά του. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας έδωσε στον Σγουρό την κόρη του Ευδοκία ως σύζυγο και του απένειµε τον τίτλο του δεσπότη, που ήταν ο υψηλότερος στην ιεραρχία. Ενώ-νοντας τις δυνάµεις τους οι δύο άντρες είχαν έναν κοινό σκοπό, την αναχαίτιση των Λατίνων. Δυστυχώς, και για τους δύο, ο σκοπός αυτός δεν πραγµατοποιήθηκε. Ο Βονιφάτιος από τη Θεσσαλονίκη εισχώρησε στη θεσσαλική πεδιάδα, αποφεύγοντας

    Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ Αγγέλου υπέρ της

    http://img.t07_k03_p013_1

  • να περάσει µέσω των στενών των Τεµπών, που φυλάσσονταν από Έλληνες. Με την κάθοδο των Λατίνων φάνηκε πόσο ανίσχυρη και αφύσικη ήταν η συµµαχία του Λέ-οντα Σγουρού και του Αλέξιου Γ’. Ο Σγουρός υποχώρησε νότια εγκαταλείποντας τον πεθερό του και ο άτυχος αυτοκράτορας πιάστηκε αιχµάλωτος. Ο στρατός του Ιταλού µαρκήσιου ήταν ολιγάριθµος και ετερογενής. Περιλάµβανε και αρκετούς Έλληνες που προσκολλήθηκαν στις τάξεις του από τις πόλεις εκείνες που είχε καταλάβει, µολο-νότι ο Βονιφάτιος είχε αρνηθεί να δεχτεί στην υπηρεσία του ευγενείς ακολούθους του Αλέξιου Γ’. Παρά τις λιγοστές δυνάµεις των Δυτικών, η Λάρισα και ολόκληρη η Θεσσαλία κυριεύτηκε χωρίς αντίσταση. Ο Βονιφάτιος παραχώρησε την περιοχή στον Γουλιέλµο, ευγενή Ιταλό, ο οποίος ονοµάστηκε de Larsa από το όνοµα της πόλης της οποίας έγινε κύριος.Μετά την προώθηση των Λατίνων ιπποτών στη Θεσσαλία, ο Λέων Σγουρός αποσύρ-θηκε στο στενό των Θερµοπυλών, για να αναχαιτίσει τους Σταυροφόρους εκεί, αλλά ο στρατός του, µπροστά στη θέα των κατάφρακτων Φράγκων ιππέων, υποχώρησε άτακτα. Οι κυριότερες πόλεις της Στερεάς, Θήβα και Αθήνα, άνοιξαν τις πύλες τους στον εχθρό. Ο µητροπολίτης της Αθήνας Μιχαήλ Χωνιάτης, που είχε αντισταθεί στον Σγουρό, παραχώρησε αµαχητί την πόλη στους Δυτικούς, γιατί µετά την κατάληψη της πρωτεύουσας, θεώρησε περιττή κάθε αντίσταση. Οι Λατίνοι ανέβηκαν στην ακρό-πολη, σύλησαν το θησαυροφυλάκιο της µητρόπολης και πήραν τα ιερά σκεύη· δεν γλίτωσαν ούτε τα βιβλία του Χωνιάτη. Αν ο πάπας και µερικοί Λατίνοι λόγιοι γνώριζαν το ένδοξο παρελθόν της πόλης και µιλούσαν µε θαυµασµό γι’ αυτήν, δεν σήµαινε ότι και οι Σταυροφόροι είχαν την ίδια ιδέα. Γι’ αυτούς κάθε πόλη είχε σηµασία µόνο από την πλευρά των θησαυρών που περιείχε. Ακόµη και σε µια φτωχή πόλη, όπως η Αθήνα, κάτι θα υπήρχε να αρπάξουν. Όσο για τον µητροπολίτη της πήρε τον δρόµο της εξορίας απογοητευµένος όχι µόνο γιατί η πόλη κυριεύτηκε από τους µισητούς Δυτικούς αλλά και γιατί γνώριζε ότι µετά τη φυγή του το πνευµατικό σκοτάδι, που τόσο αγωνίστηκε να διαλύσει, θα πύκνωνε. Ο διασκορπισµός των βιβλίων του ήταν µια πρώτη απόδειξη. Την ίδια τύχη µε την Αθήνα είχαν τα Σάλωνα (Άµφισσα) και η Εύβοια. Η Χαλκίδα, πλούσια και τειχισµένη πόλη, µολονότι προστατευόταν από το θαλάσσιο στενό του Ευρίπου, παραδόθηκε στους εχθρούς χωρίς µάχη. Ο Βονιφάτιος διαίρεσε το νησί σε

    Όταν οι Λατίνοι πέρασαν τη Θεσσαλία, έφτασαν στην Αθήνα

    Τα Σάλωνα, σηµερινή Άµφισσα, καταλήφθηκαν από τους Φρά-

    http://img.t07_k03_p014_1http://img.t07_k03_p014_2

  • τρεις µεγάλες περιοχές και τις παραχώρησε σε Ιταλούς βαρόνους (τριτηµόριοι). Στο στενότερο σηµείο του πορθµού έχτισε φρούριο, για να ελέγχει το πέρασµα. Αργότε-ρα το νησί θα παραχωρηθεί στους Βενετούς, µαζί µε το κάστρο της γέφυρας. Στην Αττική και στη Βοιωτία κύριος ορίστηκε ο Όθων Δελαρός. Έως το 1311 το δουκάτο των Αθηνών θα είναι το ισχυρότερο φραγκικό κρατίδιο στη νότια Ελλάδα, µετά το πριγκιπάτο της Πελοποννήσου. Στα Σάλωνα ορίστηκε κύριος ο Θωµάς Στροµογκούρ και στη Βοδονίτσα (περιοχή νότια των Θερµοπυλών) ο Γκυ Παλαβιτσίνο.Η κατάληψη της ανατολικής Ελλάδας επιτεύχθηκε µέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα και ορθά ο δυτικός στρατός παροµοιάστηκε µε φλόγα που εξαπλώνεται µε ευκολία και µεγάλη ταχύτητα. Όλες οι πόλεις της Θεσσαλίας και της ανατολικής Στερεάς παραδό-θηκαν αµαχητί. Η κατάληψη και των δύο περιοχών µπορεί να συγκριθεί µε την εύ-κολη κατάληψη της Θράκης και της Μακεδονίας. Από την Κωνσταντινούπολη έως την Αθήνα δεν υπήρξε ούτε ίχνος αντίστασης. Δεν υπήρχε οργανωµένος στρατός να τις προστατεύσει αλλά ούτε και διάθεση για αγώνα, ακόµη και εκείνων που ήταν πιστοί στην κεντρική κυβέρνηση, όπως ο Μιχαήλ Χωνιάτης. Ένας άλλος λόγος της εύκολης κατάληψης της ανατολικής Ελλάδας, τουλάχιστον σε σύγκριση µε την Πελοπόννησο, ήταν η έλλειψη ισχυρών ανεξάρτητων ή ηµιανεξάρτητων τοπικών αρχόντων, οι οποίοι θα διέθεταν δικό τους στρατό και θα ήταν σε θέση να υπερασπιστούν τα εδάφη τους, αφού κεντρική κυβέρνηση και στρατός δεν υπήρχε πια. Η έλλειψη ισχυρών τοπικών ανεξάρτητων αρχόντων επέτρεψε στον Λέοντα Σγουρό να εξορµήσει πέρα από τον Ισθµό και στον Μιχαήλ Χωνιάτη να αναλάβει τον ρόλο του υπερασπιστή της πόλης στην οποία ήταν µητροπολίτης. Υπήρχε λοιπόν ένα κενό εξουσίας, το οποίο θα καλυ-φθεί από τους Δυτικούς. Ύστερα από την κατάληψη της Στερεάς οι Λατίνοι προώθησαν τις δυνάµεις τους στην Πελοπόννησο, αφού νίκησαν τον ελληνικό στρατό, που προφανώς ο Λέων Σγουρός είχε τοποθετήσει στον Ισθµό. Ήταν η πρώτη φορά, έπειτα από την κατάληψη της Κωνστα-ντινούπολης, που µαθαίνουµε από πηγή ότι ελληνικός στρατός συγκρούστηκε µε τους Σταυροφόρους. Η κάτω πόλη της Κορίνθου κυριεύτηκε εύκολα, αλλά ο Λέων Σγουρός αποσύρθηκε στον ισχυρό Ακροκόρινθο, όπου είχε ανεβάσει και τον άµαχο πληθυσµό της πόλης. Ένας Φράγκος ευγενής ανέλαβε την πολιορκία του ισχυρού φρουρίου, ενώ ο Βονιφάτιος µε το µεγαλύτερο µέρος του στρατού του πέρασε στην αργολική πεδι-

    Ο Μιχαήλ Χωνιάτης υπήρξε µητροπολίτης Αθηνών και

    Άποψη του φρουρίου της αρχαίας Λάρισας στο Άργος, το

    http://img.t07_k03_p015_1http://img.t07_k03_p015_2

  • άδα, µέσω της στρατηγικής Κλεισούρας του Αγιονορίου (αρχαία Κοντοπορία), όπου περίπου έξι αιώνες αργότερα ο Νικηταράς προσέβαλε και κατέστρεψε ένα µέρος από τον στρατό του Δράµαλη. Το Άργος είχε την ίδια τύχη µε την Κόρινθο. Ο Βονιφάτιος κατέλαβε µε µεγάλη ευκολία την κάτω πόλη, αλλά όχι και το φρούριό της, την αρχαία Λάρισα. Συγχρόνως πολιορκήθηκε και το Ναύπλιο, το ισχυρότερο φρούριο της Πελο-ποννήσου µετά τη Μονεµβασία και την Κόρινθο. Ολόκληρη η περιοχή που εκτείνεται ανάµεσα στην Κόρινθο και το Δαµαλά (αρχαία Τροιζήνα) υποτάχθηκε µε ευκολία. Ενώ ο Βονιφάτιος βρισκόταν στην Αργολίδα και οι δυνάµεις των εισβολέων ήταν διαιρεµένες, ο Λέων Σγουρός, που ήταν κλεισµένος στον Ακροκόρινθο, όρµησε ξαφ-νικά εναντίον των Λατίνων που είχαν αποµείνει να τον πολιορκούν στην πόλη της

    Ο Λέων Σγουρός πολιορκείται από τους Φράγκους εισβολείς

    Ο Λέων Σγουρός, που βρισκόταν κλεισµένος στον Ακροκόρινθο από ένα τµήµα του φραγκικού στρατού, µόλις είδε ότι οι δυνάµεις των Φράγκων διαιρέθηκαν, όρµησε, µε όσους στρατιώτες µπορούσε να πάρει µαζί του, εναντίον εκείνων που είχαν αποµείνει στην Κόρινθο και τους προξένησε µεγάλη καταστροφή. Τα άσχηµα νέα ανάγκασαν τους Φράγκους να ξαναγυρίσουν στην Κόρινθο, εκτός από ένα τµήµα που έµεινε για να προ-στατεύσει την πόλη του Άργους. Στο «Χρονικό του Μορέως» αναφέρεται:

    «Ο Σγούρος γαρ ο επαινετός εκείνος ο στρατιώτης,όπου εις το κάστρο ευρίσκετον εκείνον της Κορίνθου,

    το ιδεί το πώς εµίσσεψαν τα φράγκικα φυσσάτα,την νύχταν εκατέβηκεν κ’ εσέβην εις την χώρανµ’ όσον λαόν ηµπόρεσεν να επάρη µετ’ εκείνον.

    Ζηµίαν µεγάλην έποικεν, φονοκοπείο στους Φράγκους,οπου εις την χώραν ευρέθησαν πολλ’ αποθαρρεµένοι

    όσοι γαρ ευρέθησαν υγιείς εις τα κορµιά τουςκαι έφτασαν κι αρµατώθησαν, πόλεµον τους εδώκαν,οι δε όπου ήσαν αστενείς κ’ εκοίτονταν εις ζάλην,

    όλους εσφάξασιν ευτύς, ουδ’ έναν ελεήσαν.

  • Κορίνθου. Οι Σταυροφόροι αιφνιδιάστηκαν και κατόρθωσαν να απωθήσουν τον Σγου-ρό έπειτα από µεγάλες απώλειες. Τότε, καθώς φαίνεται, έχτισαν οι Φράγκοι το Πε-ντεσκούφι, ένα µικρό φρούριο, νοτιοδυτικά του Ακροκορίνθου, για να αποφεύγουν τέτοιου είδους αιφνιδιασµούς αλλά και για να κάνουν την πολιορκία του φρουρίου ακόµη στενότερη. Παρ’ όλα αυτά, τα κάστρα του Σγουρού δεν ήταν εύκολο να κυριευθούν και οι Φράγκοι προτίµησαν να προωθήσουν τις δυνάµεις τους στη δυτική Πελοπόννησο, όπου δεν υπήρχαν τόσο ισχυρά φρούρια και η κατάληψή της θα ήταν ευκολότερη. Η κατάληψη της δυτικής Πελοποννήσου δεν έγινε από τον Βονιφάτιο, αλλά από δύο Γάλλους ευγενείς, τους Γουλιέλµο Σαµπλίτη και Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο, που συ-ναντήθηκαν στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου στο Ναύπλιο. Ο πρώτος από αυτούς είχε φθάσει στο Ναύπλιο από βόρεια, µαζί µε τον Ιταλό µαρκήσιο. Ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος έφθασε στην Πελοπόννησο υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες. Είχε λάβει και αυτός µέρος στη Δ’ Σταυροφορία, αλλά ξεκίνησε απευθείας µε τα πλοία του για τους Αγίους Τόπους και έτσι δεν είχε την ικανοποίηση να συµβάλει στην κατάλη-ψη της πρωτεύουσας του Βυζαντίου. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης ο

    Τη νύχτα εκείνη παρευτύς έσωσεν το µαντάτοστον Καµπανέσην, σε λαλώ, εκεί όπου ήτον στο Άργος·

    πολλά το εθλίβη λυπηρά δια τους αρρωστηµένουςόπου τους εκατέσφαξαν απ’ έσω εις τα κρεββάτια·την χώραν του Άργους άφηκεν καλά σωταρχισµένην

    καλοί στρατιώτες έµειναν δια να την φυλάττουν,κ’ εκεινος στρέµµαν έποικεν εκείσε εις την Κόρινθον»

    Δεν είναι βέβαιο αν ο Σγουρός, µετά την έφοδό του, κράτησε την κάτω πόλη της Κορίνθου ή αν την εγκατέλειψε και ανέβηκε πάλι στο φρούριο. Η αραγονική παραλλαγή του «Χρονικού» µνηµονεύει ότι µετά τον ερχοµό των Φράγκων στην Κόρινθο, έγινε νέα µάχη και οι Φράγκοι κατέλαβαν για άλλη µία φορά την πόλη, σκοτώνοντας πολλούς Έλληνες.

    Άποψη του Παλαµηδίου στο Ναύπλιο, φρουρίου που οχυρώ-

    http://img.t07_k03_p017_1

  • Γοδεφρείδος αναχώρησε από τη Συρία, όπου ήδη είχε φθάσει µε τους άνδρες του, γιατί κατάλαβε ότι ήταν ευκαιρία να συναντήσει τους υπόλοιπους Σταυροφόρους στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου και να λάβει µέρος στη διανοµή των εδαφών της Βυζαντι-νής αυτοκρατορίας· ο άνεµος όµως έριξε τα πλοία του στο λιµάνι της Μεθώνης. Εκεί η τύχη φάνηκε στον Βιλεαρδουίνο ίσως ευνοϊκότερη απ’ ό,τι περίµενε. Συνεργάστηκε µε έναν από τους µεγάλους άρχοντες της περιοχής που είδε την πτώση της Κωνστα-ντινούπολης ως ευκαιρία να αυξήσει τις προσωπικές του κτήσεις και κατόρθωσαν να κατακτήσουν µαζί ένα µεγάλο µέρος της δυτικής Πελοποννήσου. Η τύχη όµως έπαψε αργότερα να τον ευνοεί. Ο Έλληνας άρχοντας πέθανε και ο γιος του, που δεν έβλεπε µε καλό µάτι τη συνεργασία του πατέρα του µε τους Δυτικούς, στράφηκε εναντίον του Βιλεαρδουίνου, µε αποτέλεσµα ο τελευταίος να καταφύγει στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου, ο οποίος, στο µεταξύ, είχε φτάσει στο Ναύπλιο. Εκεί έγινε και η συ-νάντησή του µε τον Γουλιέλµο Σαµπλίτη, παλιό του φίλο, στον οποίο πρότεινε να αφήσουν την πολιορκία των ισχυρών φρουρίων της βορειανατολικής Πελοποννήσου και να µεταβούν στο δυτικό µέρος της χερσονήσου, που ήταν πολύ πλούσιο και πιο ευάλωτο. Ήταν αρκετός για τον Βιλεαρδουίνο ο καιρός που συνεργάστηκε µε τον Μεσσήνιο άρχοντα, ώστε να καταλάβει ότι τα φρούρια του δυτικού µέρους της Πελο-ποννήσου ήταν µικρής αντοχής. Έτσι, ο Έλληνας άρχοντας (µάλλον από τον οίκο των Καντακουζηνών) θα γίνει η αιτία της γρηγορότερης κατάληψης της Πελοποννήσου. Όπως θα δούµε παρακάτω, δεν θα είναι µόνος καθώς και άλλοι Έλληνες άρχοντες θα συµπράξουν µε τους κατακτητές. Τώρα, οι δύο Φράγκοι ευγενείς προχώρησαν χωρίς δυσκολία προς τη δυτική Πελοπόννησο, αφού πρώτα οχύρωσαν την Κόρινθο και άφη-σαν τον Όθωνα Δελαρός να πολιορκεί τον Σγουρό στο φρούριό της. Δεν γνωρίζουµε αν µετά την αναχώρηση του Βιλεαρδουίνου για το Ναύπλιο είχε µείνει κανένα από τα φρούρια της δυτικής Πελοποννήσου στα χέρια του, κάτι που θα διευκόλυνε την κατάκτηση. Ο στρατός των δύο Φράγκων ευγενών από το Ναύπλιο και την Κόρινθο έφθασε πρώτα στην Πάτρα και έπειτα στην Ανδραβίδα, την κυριότερη πόλη της πλούσιας πεδιάδας της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, η οποία ονοµαζόταν τότε Μορέας. Εκεί ο Γουλιέλµος Σαµπλίτης, τον οποίο ο Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος αναγνώριζε ως κύριό του, δέχτηκε τους άρχοντες της περιοχής που του δήλωσαν υποταγή, µε αντάλλαγµα τη διατήρηση των περιουσιών τους. Με την ίδια ευκολία δέ-

    Ερείπια της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας στην Ανδραβίδα Ηλείας,

    http://img.t07_k03_p018_1

  • χτηκαν να υποταγούν και οι κάτοικοι της Μεσσαρέας, περιοχή της Αρκαδίας, γύρω από τα Τρόπαια Γορτυνίας. Η περιοχή του Μορέως ήταν η πιο ευάλωτη της χερσονήσου. Η µεγαλύτερη πόλη της πεδινής αυτής περιφέρειας, η Ανδραβίδα, δεν ήταν τειχισµένη. Για να αποφύγουν την καταστροφή, οι κάτοικοί της δέχτηκαν τους κατακτητές µε σταυρούς και εικόνες. Ύστερα από την υποταγή της πεδινής Πελοποννήσου, οι Φράγκοι κυρίευσαν το µικρό Ποντικόκαστρο, φρούριο στη χερσόνησο που καταλήγει στο ακρωτήριο Κατάκωλο, και εισχώρησαν στην περιοχή των Σκορτών, δηλαδή την ορεινή περιοχή της νότιας Ηλείας, της βόρειας Μεσσηνίας και της δυτικής Αρκαδίας, για να κυριεύσουν το Αρά-κλοβο, ένα ισχυρότατο φρούριο το οποίο υπερασπιζόταν ο Δοξαπατρής Βουτσαράς. Ο Έλληνας αυτός άρχοντας, που έγινε το σύµβολο της αντίστασης εναντίον των Φρά-γκων, ήταν κατά την ισπανική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως πολύ δυνατός: το ρόπαλό του ζύγιζε τόσο ώστε ένας άντρας δεν µπορούσε να το σηκώσει µε το ένα του χέρι και η ασπίδα που έφερνε ζύγιζε περισσότερο από 150 λίβρες. Ο Δοξαπατρής, κάνοντας συχνές εξόδους, προξένησε βαριές απώλειες στους Φράγκους και τους ανά-γκασε να αποσυρθούν, αφού, πιθανότατα, άφησαν ένα τµήµα του στρατού τους να πολιορκεί το κάστρο. Για τη θέση του Αρακλόβου εκφράστηκαν πολλές γνώµες, όλες οι ενδείξεις όµως κλίνουν υπέρ της ταύτισής του µε το µικρό κάστρο της Άλβενας (Μίνθη) Ηλείας. Πρόκειται για ένα µικρό, αλλά πολύ απότοµο βουνό, περίπου στο κέ-ντρο των Σκορτών, σε µια άγρια φύση. Το κάστρο είχε πολύ καλή οχύρωση και πολλές στέρνες για τη συγκέντρωση του βρόχινου νερού, κάτι που δικαιολογεί απόλυτα την υπεροχή των υπερασπιστών του απέναντι στους αντιπάλους του. Σήµερα δεν απο-µένουν από το θρυλικό αυτό κάστρο παρά µόνο ερείπια από τα σπίτια, τα τείχη, την πύλη και τις στέρνες του, και οι παραδόσεις των κατοίκων της περιοχής για την κόρη που πλάνεψε ο εχθρός και πάτησε το κάστρο, για τον θάνατο του φρούραρχου πατέρα της και, τέλος, για το γκρέµισµα της ίδιας της κόρης από τα τείχη του κάστρου.Συνεχίζοντας την προέλασή του ο φραγκικός στρατός έφθασε στην Αρκαδιά (Κυπα-ρισσία), την οποία όµως απέφυγε να πολιορκήσει, κυρίευσε την Πύλο, την Κορώνη, όπου χρησιµοποιήθηκαν πολιορκητικές µηχανές, και την Καλαµάτα. Στην τελευταία, σύµφωνα µε τον χρονικογράφο Βιλεαρδουίνο, οι Φράγκοι συνάντησαν µεγάλη δυσκο-λία και αναγκάστηκαν να πολιορκούν το φρούριο για αρκετές ηµέρες έως ότου τελικά

    Για την κατάκτηση της Κορώνης ο φράγκικος στρατός χρησιµο-

    Το κάστρο της Μεθώνης αποτέ-λεσε ένα από τα σηµαντικότερα

    http://img.t07_k03_p019_1http://img.t07_k03_p019_2

  • Η νίκη των Φράγκων στον Κούντουρα (1205)

    Στο «Χρονικό του Μορέως» παρέχονται αρκετές λεπτοµέρειες για την ενδιαφέρουσα µάχη στον «Κούντουρα ελαιώνα»:

    «Ως το έµαθαν γαρ οι Ρωµαίοι απ’ έσω από το Νίκλι,εκείνοι της Βελίγοστης, της Λακοδαιµονίας,

    όλοι εµού εσωρεύτησαν, πεζοί και καβαλλάροι·εκ των ζυγών των Μελιγών ήλθαν τα πεζικά τους·

    ήλθαν του Λάκκου τα χωρία, στον Χρυσορέαν εσώσαν,ακούσασιν κ’ εµάθασιν το πώς ήλθαν οι Φράγκοι,

    και περπατούν εκ τα χωρία κ’ επαίρνουσιν τα κούρση,και είπαν κ’ ελογίσαντο να τους έχουν ζηµιώσει.Εκείσε επαρεσύρθησαν, το λέγουν Κηπησκιάνους,

    όπου το κράζουν όνοµα στον Κούντουραν ελαιώνα.Ήσαν χιλιάδες τέσσαρες, πεζοί και καβαλλάροι.

    Οι Φράγκοι γαρ ως το εµάθασιν πάλε από τους Ρωµαίους,όπου ήσασιν γαρ µετ’ αυτούς κ’ εξεύρασιν τους τόπους,

    εκεί τους επαρέσυραν, ήλθαν και ηυρανέ τουςκαι πόλεµον εδώκασιν οι Φράγκοι κ’ οι Ρωµαίοι.

    Κ’ οι Φράγκοι γαρ ουκ ήσασιν, πεζοί και καβαλλάροι,Μόνοι εφτακόσιοι µοναχοί, τόσους τους εγνωµιάσαν.Με προθυµίαν αρχάσασιν τον πόλεµον οι Ρωµαίοι,διατί ολίγους τους έβλεπαν, ύστερα εµετενοήσαν.Τι να σε λέγω τα πολλά και τι το διάφορόν µου;τον πόλεµον εκέρδισαν ετότε εκείν’ οι Φράγκοι·

    όλους εκατασφάξασιν, ολίγοι τους εφύγαν.Αυτόν και µόνον τον πόλεµον εποίκαν οι Ρωµαίοι

    εις τον καιρόν που εκέρδισαν οι Φράγκοι τον Μορέαν».

  • το κατέλαβαν. Μέσα σε λίγους µήνες και µε σχετικά λίγο στρατό, οι Σταυροφόροι έφθασαν από τον Ισθµό έως τον Μεσσηνιακό κόλπο. Έθεσαν υπό τον έλεγχό τους αν όχι το µεγαλύτερο, τουλάχιστον το ευφορότερο µέρος της Πελοποννήσου. Μπροστά στις επιτυχίες των Φράγκων οι Έλληνες της Λακωνίας και της κεντρικής Πελοποννήσου, που δεν είχαν ακόµη υποταγεί στους Φράγκους, συγκεντρώθηκαν να αντιµετωπίσουν τον εχθρό σε ανοιχτή µάχη. Αρχηγός τους κατά τον Βιλεαρδουίνο ήταν ο θεµελιωτής του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους της Ηπείρου, Μιχαήλ Α’ Άγγε-λος Δούκας Κοµνηνός (1204-1214/15). Αν ληφθεί όµως υπόψη ο τόπος προέλευσης των µαχητών –προέρχονταν από την κεντρική Πελοπόννησο, την ανατολική Μεσσηνία και τη Λακωνία– είναι πολύ πιθανόν ο Μιχαήλ να βοηθήθηκε από τον δυνάστη της Λακεδαίµονος Λέοντα Χαµάρετο. Η µάχη έγινε σε απόσταση µιας ηµέρας πορείας από τη Μεθώνη, σε µια άγνωστη τοποθεσία, που στο Χρονικό του Μορέως ονοµάζεται «Κούντουρας ελαιώνας» (πιθανότατα κοντά στην αρχαία Θουρία Μεσσηνίας) και κα-τέληξε σε συντριβή των Ελλήνων, µολονότι οι Φράγκοι δεν αριθµούσαν παρά µόνο το 1/10 των δυνάµεών τους. Η µάχη αυτή ήταν η µόνη ευκαιρία να νικηθούν οι Φράγκοι. Η άσχηµη έκβαση για τους Έλληνες, που παρασύρθηκαν από τον εχθρό σε ανοιχτούς τόπους, προδίκαζε την υποταγή και της υπόλοιπης χερσονήσου. Η κατάληψη της δυτικής Πελοποννήσου, µε εξαίρεση τα κάστρα της Αρκαδίας και του Αρακλόβου, είχε επιτελεστεί µέσα σε σχετικά µικρό διάστηµα από τις αρχές της άνοι-ξης έως το τέλος του καλοκαιριού ή το πολύ στις αρχές του φθινοπώρου, οπότε έγινε και η µοναδική µάχη σε ανοιχτό έδαφος. Οι Σταυροφόροι στέριωσαν για καλά στη χερσόνησο. Μετά την υποταγή της Μεσσηνίας, οι Φράγκοι προχώρησαν βόρεια για να καταλάβουν το ισχυρό κάστρο της Αρκαδίας που είχαν αφήσει. Το φρούριο, χτισµένο πάνω σε θεµέλια αρχαίου κάστρου, παραδόθηκε µόνο µετά το σκληρό σφυροκόπηµα µε πετροβόλες µηχανές, οι οποίες πρέπει να τοποθετήθηκαν προς το µέρος του βου-νού που χωρίζεται από το κάστρο µε έναν στενό λαιµό. Τότε, πιθανότατα, εντάθηκαν και οι προσπάθειες των Φράγκων για να καταλάβουν το Αράκλοβο, δεν είναι όµως γνωστό αν πέτυχαν τον σκοπό τους ή αν το σηµαντικό αυτό φρούριο κυριεύθηκε µερικά χρόνια αργότερα, µαζί µε τον Ακροκόρινθο. Έπειτα από µικρή ανάπαυλα, οι Φράγκοι προχώρησαν προς την κεντρική Πελοπόννη-σο, έχοντας επικεφαλής τον Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο, γιατί ο Γουλιέλµος Σαµπλίτης

    Η πολιορκία του Ακροκορίνθου κράτησε περίπου τέσσερα χρό-

    http://img.t07_k03_p021_1

  • αναχώρησε για τη Γαλλία. Το κάστρο της Βελιγοστής, που βρισκόταν σε ευπρόσβλητο λόφο της περιοχής Μεγαλοπόλεως (πιθανώς στο σηµερινό χωριό Σαµαρά), κυριεύτηκε αµέσως µετά την πρώτη έφοδο. Το Νίκλι, ισχυρό κάστρο που είχε χτιστεί µέσα στην πεδιάδα, στη θέση της αρχαίας Τεγέας, άντεξε για τρεις ηµέρες στις προσβολές των εχθρών και παραδόθηκε µόνο υπό την απειλή των πολιορκητικών µηχανών. Στο εξής το κάστρο αυτό θα αποτελέσει ένα από τα κέντρα του φραγκικού Μορέως. Η κατάληψη της κεντρικής Πελοποννήσου πρέπει να είχε συµπληρωθεί µέχρι το 1209. Αν εξαιρέσει κανείς τα τρία φρούρια του Σγουρού, δεν απέµενε τώρα σε ελληνικά χέ-ρια παρά µόνο η νοτιοανατολική Πελοπόννησος και πιθανώς οι ορεινές περιοχές της Αχαΐας και των Σκορτών. Από τα φρούρια που κατέλαβαν οι Φράγκοι, η Μεθώνη και η Κορώνη, καίριας σηµασίας για τη