Κεφάλαιο 12. Λατινοκρατία - Τουρκοκρατία. · 187 Κεφάλαιο...

8
187 Κεφάλαιο 12. Λατινοκρατία - Τουρκοκρατία. Σύνοψη Σε αυτό το κεφάλαιο το ενδιαφέρον εντοπίζεται στις έννομες σχέσεις των πληθυσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατο- ρίας, που περιήλθαν σε οποιασδήποτε μορφής ξενική κατοχή, είτε εξαιτίας των σταυροφορικών κατακτήσεων είτε με αφορμή την Άλωση του 1453. Συγκεκριμένα, θα αναλυθούν οι έννομες σχέσεις των κατοίκων των περιοχών αυτών με τους επικυρίαρχούς τους, οι μορφές διοικητικής οργάνωσης και απονομής της δικαιοσύνης, καθώς και θέματα που αφορούν το περιουσιακό και οικογενειακό δίκαιο. Αξίζει, ίσως, εδώ να τονιστεί ότι η κατάλυση της βυζαντινής εξουσίας –ανεξάρτητα από το χρονολογικό ορόσημο, που κάθε φορά λαμβάνεται υπόψη, υπακούοντας σε τοπικά κριτήρια– δεν σηματοδότησε, σε καμία περίπτωση, το τέλος του Βυζαντινού Δικαίου, το οποίο κατάφερε να επιβιώσει, όχι μόνο επειδή συνέχισε να εφαρμόζεται από τους κατακτημένους πληθυσμούς αλλά και εξαιτίας της σημαντικής επίδρασης που άσκησε στο δίκαιο των κατακτητών. Προαπαιτούμενη γνώση Βασικές γνώσεις ιστορίας της περιόδου της Λατινοκρατίας και της Τουρκοκρατίας καθώς και των κεφαλαίων 8-11 του παρόντος. 12.1. Δικαϊκές σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων Για την καλύτερη περιγραφή και ανάλυση των δικαϊκών σχέσεων κατακτητών και κατακτημένων θα πρέπει καταρχάς να γίνει ένας βασικός διαχωρισμός ανάμεσα στις περιοχές εκείνες του Βυζαντίου που βρέθηκαν κάτω από λατινική κυριαρχία και σε αυτές που, κυρίως κατά τη διάρκεια του 15 ου αιώνα, εντάχθηκαν στην Οθωμανι- κή Αυτοκρατορία. Η διάκριση αυτή είναι απαραίτητη, και οι διαφορές που εντοπίζονται είναι ουσιαστικές. Με άλλα λόγια, οι Οθωμανοί, λειτουργώντας με γνώμονα τη θρησκευτική ταυτότητα των πληθυσμών που κατέκτη- σαν, δημιούργησαν υπηκόους δεύτερης κατηγορίας, που οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους καθορίζονταν από τους προνομιακούς ορισμούς των σουλτάνων. Αντίθετα, οι λατινοκρατούμενες περιοχές δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν όλες σε ενιαία βάση. Διαφορετικά φαίνεται να έδρασαν οι Σταυροφόροι στις περιοχές, που κατέκτησαν, και διαφορετικά οι Βενετοί στα εδάφη, που περιήλθαν στη μερίδα τους. 12.1.1. Στις λατινοκρατούμενες περιοχές Ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, οι Λατίνοι κατακτητές προσπάθησαν να επιβάλλουν στις περιοχές, που περιήλθαν στην κυριαρχία τους, τη δική τους δημόσια τάξη, μεταφέροντας εκεί ένα κράμα από τους θεσμούς των περιοχών, από τις οποίες προέρχονταν. Αντίθετα, στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, κινούμενοι με βάση την αρχή της προσωπικότητας του δικαίου, επέδειξαν μία μεγαλύτερη ελαστικότητα, αφήνοντας, τουλάχιστον σε ένα πρώτο στάδιο, τους κατακτημένους πληθυσμούς να διέπονται από το δικό τους δίκαιο. Με αυτόν τον τρόπο, στις περισσότερες περιοχές οργανώθηκαν δύο παράλληλες πληθυσμιακές ομάδες (ντόπιοι και Λατίνοι έποικοι), η κάθε μία από τις οποίες διέπονταν από ένα διαφορετικό νομικό σύστημα. Βέβαια, αρκετά σύντομα η καθημερινή επαφή κατακτητών και κατακτημένων οδήγησε εκ των πραγμάτων σε μία πολιτιστική και δικα- ϊκή ώσμωση. Η Βενετία ήταν, ίσως, η μόνη από αυτούς του επικυρίαρχους, που επεδίωξε, μόλις κατάφερε να σταθεροποιήσει την εξουσία της, την εισαγωγή και του δικού της ιδιωτικού δικαίου, παρ’ όλο που πολλές φορές αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, υιοθετώντας ένα πρότυπο οργάνωσης πολύ πιο ευέλικτο του αρχικού και αναγνωρίζοντας θεσμούς περισσότερο προσαρμοσμένους στην υπάρχουσα πραγματικότητα. 12.1.2. Στις τουρκοκρατούμενες περιοχές Οι σχέσεις των κατακτητών με τους υπόδουλους στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φαίνεται να είναι πολύ πιο ξεκάθαρες. Στον τομέα του δημόσιου δικαίου, φυσικά επιβλήθηκε και πάλι το δίκαιο του κατακτητή.

Transcript of Κεφάλαιο 12. Λατινοκρατία - Τουρκοκρατία. · 187 Κεφάλαιο...

187

Κεφάλαιο 12. Λατινοκρατία - Τουρκοκρατία.

Σύνοψη

Σε αυτό το κεφάλαιο το ενδιαφέρον εντοπίζεται στις έννομες σχέσεις των πληθυσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατο-ρίας, που περιήλθαν σε οποιασδήποτε μορφής ξενική κατοχή, είτε εξαιτίας των σταυροφορικών κατακτήσεων είτε με αφορμή την Άλωση του 1453. Συγκεκριμένα, θα αναλυθούν οι έννομες σχέσεις των κατοίκων των περιοχών αυτών με τους επικυρίαρχούς τους, οι μορφές διοικητικής οργάνωσης και απονομής της δικαιοσύνης, καθώς και θέματα που αφορούν το περιουσιακό και οικογενειακό δίκαιο. Αξίζει, ίσως, εδώ να τονιστεί ότι η κατάλυση της βυζαντινής εξουσίας –ανεξάρτητα από το χρονολογικό ορόσημο, που κάθε φορά λαμβάνεται υπόψη, υπακούοντας σε τοπικά κριτήρια– δεν σηματοδότησε, σε καμία περίπτωση, το τέλος του Βυζαντινού Δικαίου, το οποίο κατάφερε να επιβιώσει, όχι μόνο επειδή συνέχισε να εφαρμόζεται από τους κατακτημένους πληθυσμούς αλλά και εξαιτίας της σημαντικής επίδρασης που άσκησε στο δίκαιο των κατακτητών.

Προαπαιτούμενη γνώση

Βασικές γνώσεις ιστορίας της περιόδου της Λατινοκρατίας και της Τουρκοκρατίας καθώς και των κεφαλαίων 8-11 του παρόντος.

12.1. Δικαϊκές σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων Για την καλύτερη περιγραφή και ανάλυση των δικαϊκών σχέσεων κατακτητών και κατακτημένων θα πρέπει καταρχάς να γίνει ένας βασικός διαχωρισμός ανάμεσα στις περιοχές εκείνες του Βυζαντίου που βρέθηκαν κάτω από λατινική κυριαρχία και σε αυτές που, κυρίως κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, εντάχθηκαν στην Οθωμανι-κή Αυτοκρατορία. Η διάκριση αυτή είναι απαραίτητη, και οι διαφορές που εντοπίζονται είναι ουσιαστικές. Με άλλα λόγια, οι Οθωμανοί, λειτουργώντας με γνώμονα τη θρησκευτική ταυτότητα των πληθυσμών που κατέκτη-σαν, δημιούργησαν υπηκόους δεύτερης κατηγορίας, που οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά τους καθορίζονταν από τους προνομιακούς ορισμούς των σουλτάνων. Αντίθετα, οι λατινοκρατούμενες περιοχές δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν όλες σε ενιαία βάση. Διαφορετικά φαίνεται να έδρασαν οι Σταυροφόροι στις περιοχές, που κατέκτησαν, και διαφορετικά οι Βενετοί στα εδάφη, που περιήλθαν στη μερίδα τους.

12.1.1. Στις λατινοκρατούμενες περιοχέςΑνεξάρτητα από την καταγωγή τους, οι Λατίνοι κατακτητές προσπάθησαν να επιβάλλουν στις περιοχές, που περιήλθαν στην κυριαρχία τους, τη δική τους δημόσια τάξη, μεταφέροντας εκεί ένα κράμα από τους θεσμούς των περιοχών, από τις οποίες προέρχονταν. Αντίθετα, στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, κινούμενοι με βάση την αρχή της προσωπικότητας του δικαίου, επέδειξαν μία μεγαλύτερη ελαστικότητα, αφήνοντας, τουλάχιστον σε ένα πρώτο στάδιο, τους κατακτημένους πληθυσμούς να διέπονται από το δικό τους δίκαιο. Με αυτόν τον τρόπο, στις περισσότερες περιοχές οργανώθηκαν δύο παράλληλες πληθυσμιακές ομάδες (ντόπιοι και Λατίνοι έποικοι), η κάθε μία από τις οποίες διέπονταν από ένα διαφορετικό νομικό σύστημα. Βέβαια, αρκετά σύντομα η καθημερινή επαφή κατακτητών και κατακτημένων οδήγησε εκ των πραγμάτων σε μία πολιτιστική και δικα-ϊκή ώσμωση. Η Βενετία ήταν, ίσως, η μόνη από αυτούς του επικυρίαρχους, που επεδίωξε, μόλις κατάφερε να σταθεροποιήσει την εξουσία της, την εισαγωγή και του δικού της ιδιωτικού δικαίου, παρ’ όλο που πολλές φορές αναγκάστηκε να προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, υιοθετώντας ένα πρότυπο οργάνωσης πολύ πιο ευέλικτο του αρχικού και αναγνωρίζοντας θεσμούς περισσότερο προσαρμοσμένους στην υπάρχουσα πραγματικότητα.

12.1.2. Στις τουρκοκρατούμενες περιοχές Οι σχέσεις των κατακτητών με τους υπόδουλους στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας φαίνεται να είναι πολύ πιο ξεκάθαρες. Στον τομέα του δημόσιου δικαίου, φυσικά επιβλήθηκε και πάλι το δίκαιο του κατακτητή.

188

Αντίθετα, για το εφαρμοστέο ιδιωτικό δίκαιο οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Αυτοκρατορίας αφέθηκαν να ρυθμίζουν τις σχέσεις τους σύμφωνα με το δικό τους δίκαιο. Για τους ορθόδοξους πληθυσμούς –για τους οποίους το Κοράνι, όπως και για τους άλλους λαούς της Βίβλου, προέβλεπε τον σεβασμό ενός βασικού πυρήνα δικαιωμάτων– προστέθηκε με την πάροδο του χρόνου μία σειρά προνομίων, τα οποία παραχώρησαν οι σουλτά-νοι τόσο στην ίδια την Εκκλησία όσο και στις Κοινότητες, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο έναν στοιχειώδη χώρο δικαϊκής αυτοδιάθεσης για τους κατακτημένους και το απαραίτητο νομικό πλαίσιο, που τεκμηρίωνε τη θέση τους μέσα στην Αυτοκρατορία. Τα προνόμια αυτά (βλ. 12.2.2.2), που η αλλαγή των σουλτάνων επέβαλ-λε την ανανέωσή τους, σε αρκετές περιπτώσεις με το πέρασμα των αιώνων διευρύνθηκαν και επεκτάθηκαν, χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει και την παραβίασή τους από τους κατά τόπους αξιωματούχους. Το καθεστώς αυτό μεταβλήθηκε αισθητά στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η Υψηλή Πύλη κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων προέβη σε ευρύτατες διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Την προσπάθεια αυτή σηματοδοτεί η έκδοση δύο βασικών διαταγμάτων του Xάττι Σερίφ (3/11/1839) και του Χάττι Χουμαγιούν (18/2/1856), με τα οποία καθιε-ρώνεται η μεταχείριση με ίσους όρους των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από τη θρησκευτική τους ταυτότητα. Τις ιδιαίτερα ευνοϊκές αυτές συνθήκες θα εκμεταλλευτεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι τοπι-κές Εκκλησίες με την έκδοση Εθνικών ή Γενικών Κανονισμών, που επικυρώθηκαν από τον σουλτάνο το 1862 και αποσκοπούσαν στη διοικητική τους οργάνωση και στην εξασφάλιση μίας, ελάχιστης έστω, αυτονομίας. Μόνο με την ανάδειξη στην εξουσία του κινήματος των Νεότουρκων, στις αρχές του 20ου αιώνα, τα δικαιώματα αυτά συρρικνώθηκαν, για να χάσουν εντέλει τα υποκείμενά τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών και την εκδίωξη των ορθόδοξων πληθυσμών από τις εστίες τους.

12.2. Διοικητική οργάνωση, απονομή της δικαιοσύνης, οικογένεια και περιουσία Η ανάπλαση της διοικητικής και δικαστικής οργάνωσης αλλά και των τομέων της περιουσίας και της οικογέ-νειας, τόσο στις λατινοκρατούμενες όσο και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, αφού οι διαφοροποιήσεις που εντοπίζονται είναι αξιοσημείωτες. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, οι ση-μαντικότερες αποκλίσεις παρατηρούνται ανάμεσα στα σταυροφορικά κρατίδια, με τον έντονο φεουδαρχικό χαρακτήρα, και στα εδάφη που βρέθηκαν κάτω από τη βενετική κυριαρχία. Όμως και για τους υπόδουλους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρ’ όλο που οι περισσότεροι προνομιακοί ορισμοί των σουλτά-νων είχαν γενικότερη ισχύ, δεν έλειπαν και οι περιπτώσεις προνομίων που αφορούσαν άτομα, ομάδες ατόμων ή συγκεκριμένες περιοχές.

12.2.1. Οι λατινοκρατούμενες περιοχέςΗ συνθήκη διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio Terrarum Imperii Romaniae), που υπογράφηκε από τους Σταυροφόρους τον Ιούνιο του 1204 (βλ. 11.2.1, εικόνα 12.1), καθόρισε τον τρόπο, με τον οποίο οργανώθηκαν τα κρατίδια τους και οι σχέσεις τους τόσο με τη Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντι-νούπολης όσο και με τους υποτελείς φεουδάρχες.

Εικόνα 12.1. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους 1204 (μικρογραφία χειρογράφου, 14ος αι.). Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

189

Το σύστημα αυτό είχε, όπως ήταν εξάλλου αναμενόμενο, σοβαρές επιπτώσεις στο προσωπικό καθεστώς των κατακτημένων πληθυσμών, οι οποίοι –εκτός από το ελάχιστο εκείνο ποσοστό που ενσωματώθηκε στην ανώτερη τάξη– μεταβλήθηκαν σε πάροικους-βιλλάνους, που συνδέονταν πλέον προσωπικά με τον φεουδάρχη και όχι με τη γη που καλλιεργούσαν, όπως συνέβαινε στα βυζαντινά χρόνια (βλ. 9.1.8). Φυσικά, με το πέρασμα των αιώνων και την εμφάνιση του τουρκικού κινδύνου, το προσωπικό αλλά και το περιουσιακό καθεστώς των υποδούλων αμβλύνθηκε αισθητά. Με άλλα λόγια, όχι μόνο κάποιοι από τους παροίκους κατάφεραν να απελευθερωθούν αλλά με την εμφάνιση ποικίλων μορφών καλλιεργητικών συμβάσεων μπόρεσαν να αποκτήσουν κάποιας μορφής εμπράγματα δικαιώματα πάνω στα εδάφη, που καλλιεργούσαν.

Αντίθετα, στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου δεν έγιναν σημαντικές επεμβάσεις. Οι ντόπιοι πληθυσμοί συνέχι-σαν να ρυθμίζουν τις οικογενειακές τους, κυρίως, σχέσεις με τους δικούς τους κανόνες. Εξάλλου, και οι εκκλη-σιαστικοί θεσμοί, όπως αυτοί κατάφεραν να αναπτυχθούν, αποτέλεσαν όχι μόνο παράγοντα συσπείρωσης των κατακτημένων αλλά και φορέα συντήρησης του προϋπάρχοντος δικαίου.

Η κατάσταση αυτή διαφοροποιείται αισθητά στις περιοχές εκείνες, που περιήλθαν στη Βενετία, αν και πάλι η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου δεν φαίνεται να αντιμετώπισε διοικητικά και νομοθετικά τις κτήσεις της με ενιαίο τρόπο, αφού σε αρκετές περιπτώσεις εφαρμόζει καθαρά εμπειρικά κριτήρια, υπακούοντας στην ανάγκη προσαρ-μογής στις τοπικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής. Παράλληλα, θα πρέπει να τονιστεί ότι το σύστημά της εξε-λίσσεται σημαντικά με το πέρασμα των αιώνων, προσαρμοζόμενο, όπως είναι αναμενόμενο, στις πολιτικές εξε-λίξεις της μητρόπολης και στις κρατούσες ιστορικές συνθήκες. Για τη διοίκηση των κτήσεών της η Βενετία από πολύ νωρίς υιοθέτησε έναν αρκετά περίπλοκο οργανωτικό μηχανισμό, οι ανώτερες βαθμίδες του οποίου στελε-χώνονταν κατά κανόνα απευθείας από τη μητρόπολη, ενώ μόνο για τις κατώτερες υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης τοπικών παραγόντων. Ούτως ή άλλως, οι πληθυσμοί των βενετικών περιοχών ήταν, σύμφωνα με τα πρότυπα της μητρόπολης, χωρισμένοι σε αυστηρά διακριτές κοινωνικές τάξεις, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των οποίων καθορίζονταν από ένα αυστηρό νομικό πλαίσιο και η μετάβαση από τη μία τάξη στην άλλη γινόταν κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Στο ανώτερο επίπεδο βρισκόταν η τάξη των ευγενών (nobili), ακολουθούσε η τάξη των αστών (cittadini) και αυτή των χωρικών (villani), οι οποίοι με τη σειρά τους ήταν διαιρεμένοι σε ελεύθερους (franchi-francomati) και σε παροίκους (parici). Τέλος, δεν έλειπε και η ομάδα των δούλων, που τροφοδοτούνταν κυρίως από τους αιχμαλώτους των πολεμικών συγκρούσεων και η διακίνηση των οποίων συνιστούσε έναν από τους πλέον προσοδοφόρους τομείς του βενετικού εμπορίου.

Στις κτήσεις αυτές, ανάλογα με τους διοικητικούς τους δεσμούς με τη Βενετία, συγκροτούνται ανεξάρτητα δικαστήρια, τα οποία στελεχώνονται από μη επαγγελματίες δικαστές, προερχόμενους κατά βάση από τα μέλη των τοπικών συμβουλίων. Εφαρμοστέο δίκαιο, όπως είναι αναμενόμενο, είναι για όλους τους διαδίκους, ανεξάρτητα από την εθνική τους καταγωγή, το δίκαιο της επικυριάρχου Βενετίας και μόνο σε θέματα οικογενειακού δικαίου η δογματική ετερότητα των πληθυσμών επιβάλλει την ανάμειξη των κατά τόπους εκκλησιαστικών ταγών, κάτω, βέβαια, πάντοτε από την έμμεση εποπτεία της βενετικής διοίκησης και της λατινικής εκκλησίας, στην οποία έχει ανατεθεί η επίβλεψη των συγκεκριμένων διαδικασιών.

12.2.2. Οι τουρκοκρατούμενες περιοχές

12.2.2.1. Διοικητική οργάνωση

Εικόνα 12.2. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

190

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 (εικόνα 12.2) σηματοδότησε τη διοικητική αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα εδάφη της διαιρέθηκαν σε δύο ευρύτερες περιφέρειες, τα Μπεηλερμπελίκια: αυτό της Ανατολής με τα ασιατικά εδάφη και αυτό της Ρούμελης με τις ευρωπαϊκές περιοχές της αυτοκρατορί-ας. Τα δεδομένα αυτά θα μεταβληθούν το 1590, οπότε οι υφιστάμενες περιφέρειες θα μετονομαστούν σε Εγια-λέτια ή Βιλαέτια, τα οποία με τη σειρά τους θα υποδιαιρεθούν σε Σαντζάκια, διοικητικές διαιρέσεις, ο διοικητής των οποίων έφερε τον τίτλο του σαντζάκμπεη, συγκεντρώνοντας στο πρόσωπό του τόσο τις πολιτικές όσο και τις στρατιωτικές εξουσίες. Τα ίδια τα Σαντζάκια υποδιαιρούνταν με τη σειρά τους σε δικαστικές περιφέρειες, τους Καζάδες, στον καθένα από τους οποίους είχε την έδρα του ένας καδής (ιεροδίκης). Στην κορυφή αυτού του διοικητικού μηχανισμού βρισκόταν ο σουλτάνος, αποτελώντας τον πολιτικό και θρησκευτικό αρχηγό τους κράτους, συνεπικουρούμενος κατά την άσκηση της εξουσίας του από τον μεγάλο βεζύρη, τον δεφτεράρη (επι-κεφαλής των οικονομικών υπηρεσιών), τον καπουδάν πασά (αρχηγό του στόλου) κ.ά. Οι αξιωματούχοι αυτοί, μαζί με τον επί των εξωτερικών ρεΐς εφέντη και τον μεγάλο διερμηνέα συγκροτούσαν το Διβάνι (Divan), το σουλτανικό δηλαδή συμβούλιο.

12.2.2.2. Απονομή της δικαιοσύνης - ΠρονόμιαΣτην Οθωμανική Αυτοκρατορία τη δικαιοσύνη απένειμαν οι κατά τόπους διορισμένοι καδήδες-ιεροδίκες. Βέ-βαια, στις περισσότερες περιπτώσεις η περιορισμένη τους μόρφωση, η προσήλωσή τους στο Κοράνι, η έλλειψη κάθε εγγύησης αμεροληψίας αλλά και τα υψηλά επίπεδα χρηματισμού, λειτουργούσαν ως αποτρεπτικοί παρά-γοντες για την προσφυγή των μη μουσουλμάνων, κυρίως, διαδίκων στα συγκεκριμένα δικαστήρια. Εναλλα-κτική λύση σε αυτή την πραγματικότητα αποτέλεσαν για τους ορθόδοξους τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, στα οποία είχαν το δικαίωμα να καταφύγουν.

Εικόνα 12.3. Ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχωρεί τα προνόμια στον Γεννάδιο Σχολάριο (ψηφιδωτή παράσταση). Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η προνομιακή αυτή μεταχείριση ανάγεται στους πρώτους μήνες μετά την Άλωση και συνδέεται με την ανα-

191

βίωση του θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την επιλογή από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή του ανθε-νωτικού Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου ως πατριάρχη (εικόνα 12.3). Χωρίς να έχει διασωθεί ο σχετικός σουλτανικός ορισμός, εικάζεται ότι με το διάταγμά του ο Πορθητής καθόρισε το απαραίτητο νομικό-πολιτικό πλαίσιο για τη λειτουργία της Εκκλησίας, εντάσσοντάς την στο διοικητικό μηχανισμό της Αυτοκρατορίας. Ενδεικτικό αυτής της ένταξης αποτελεί, ανάμεσα στα άλλα, και η ανάγκη έκδοσης βερατίου για τον διορισμό του πατριάρχη και των μητροπολιτών, έγγραφο το οποίο ήταν απαραίτητο και για τους υπόλοιπους αξιωματούχους του κράτους (εικόνα 12.4). Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο ο Γεννάδιος αποτέλεσε τον θρησκευτικό και πολιτικό ταγό των ορθόδοξων πληθυσμών, παίρνοντας τον τίτλο του μιλλέτμπαση (milletbashi) αλλά και το ίδιο το Πατριαρχείο κατέστη ένας ισχυρός παράγοντας συσπείρωσης, με χαρακτήρα όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και πολιτικό και οικονομικό. Παράλληλα, αναγνωρίστηκε στην Εκκλησία η πειθαρχική και ποινική εξουσία, που είχε ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, στους κληρικούς και τους μοναχούς, καθώς και ευρύτερες δικαστικές αρμοδιότητες στους ορθόδοξους. Η δικαιοδοσία αυτή, περιορισμένη αρχικά σε θέματα οικογενειακού δικαίου και στις περιπτώσεις της εκ διαθήκης διαδοχής, με την πάροδο των αιώνων επεκτάθηκε και στους υπόλοιπους τομείς του αστικού δικαίου. Ο Γεννάδιος, μάλιστα, σε εγκύκλιό του το 1454 συνιστά στους ορθοδόξους να ακολουθούν «…τὰς τῆς ἁγίας μητρòς ἐκκλησίας διατάξεις καὶ τοὺς κρατήσαντας νόμους ἐν τῇ τῶν χριστιανῶν εὐσεβεστάτῃ πο-λιτείᾳ…», προτροπή η οποία επαναλαμβάνεται, ελαφρά παραλλαγμένη, και από τους σουλτανικούς ορισμούς. Με αυτόν τον τρόπο τίθενται σε ισχύ οι νόμοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προσλαμβάνοντας την απαιτού-μενη νομιμότητα και αποτελώντας πλέον μέρος του δικαϊκού συστήματος των Οθωμανών. Επίσης, σταδιακά αναπτύχθηκε και η δυνατότητα προσφυγής σε διαιτησία αιρετών κριτών, η οποία υποκαθιστούσε, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, την προσφυγή στην εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Σε όλον αυτόν τον μηχανισμό, ρόλο πρωτοβάθμιων δικαστηρίων έπαιζαν τα κατά τόπους επισκοπικά δικαστήρια, ενώ σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό οι υποθέσεις μπορούσαν να εκδικαστούν από την Πατριαρχική Σύνοδο. Τη συμμόρφωση των διαδίκων στις αποφάσεις αυτών των δικαστηρίων επέβαλλε η Εκκλησία, χειριζόμενη κυρίως πνευματικά μέτρα, όπως για παράδειγμα την ποινή του αφορισμού (βλ. και 10.2.3).

Από ένα χρονικό σημείο και ύστερα, εκτός από την Εκκλησία, αναπτύχθηκαν και οι Κοινότητες, συνεχί-ζοντας την παράδοση, που είχε διαμορφωθεί στο ύστερο, κυρίως, Βυζάντιο. Εξάλλου, το ίδιο το φορολογικό σύστημα, με τον διανεμητικό του χαρακτήρα, ευνοούσε μία τέτοια οργάνωση. Έχοντας επικεφαλής τους προ-εστούς ή δημογέροντες (κοτζαμπάσηδες-codjabashi), οι Κοινότητες κατάφεραν σταδιακά να εξασφαλίσουν μία σειρά από φορολογικά, διοικητικά αλλά και δικαστικά προνόμια, αποκτώντας δικαιοδοσία ακόμη και σε ποι-νικά αδικήματα. Οι σχετικοί αχτναμέδες (συνθήκες) των σουλτάνων είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικοί και δίνουν μία ικανοποιητική εικόνα για τον πολύπλευρο ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης, ως έναν επιπλέον παράγοντα αυτονομίας και αυτοδιάθεσης των υπόδουλων.

Το Δίκαιο, που εφαρμόζουν τα δικαιοδοτικά αυτά όργανα, εκκλησιαστικά, κοινοτικά ή και μικτά, δεν ήταν άλλο από το Βυζαντινό, όπως αυτό είχε αποκρυσταλλωθεί τους τελευταίους αιώνες πριν από την Άλωση. Φυσικά, με την πάροδο του χρόνου στις αποφάσεις των πρωτοβάθμιων, κυρίως, δικαστηρίων κατάφεραν να παρεισφρήσουν και τοπικά έθιμα, ενώ δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις εκείνες, που οι ίδιοι οι πατριάρχες «νομοθετούν», προσπαθώντας να καλύψουν με αυτόν τον τρόπο τα υφιστάμενα δικαϊκά κενά.

12.2.3. Οικογένεια - ΠεριουσίαΤο ενδιαφέρον του διοικητικού μηχανισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την οικογένεια των ορθόδο-ξων υπηκόων της και το συναφές με αυτή δίκαιο, εντοπίζεται αποκλειστικά και μόνο στη λειτουργία της ως βα-σικής φορολογικής μονάδας, μια και στους σχετικούς καταλόγους ως υπόχρεος εμφανίζεται ο αρχηγός της κάθε οικογένειας. Κατά τα λοιπά, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων ανατέ-θηκε με τους προνομιακούς ορισμούς στην Εκκλησία (βλ. 12.2.2.2), εξουσία την οποία, εξάλλου, ασκούσε ήδη από τα βυζαντινά χρόνια (βλ. 9.2). Κατά την εκδίκαση αυτών των υποθέσεων, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός, όπως διαμορφώθηκε στην Τουρκοκρατία, εξακολούθησε να εφαρμόζει το Βυζαντινό Δίκαιο, με τις αναγκαίες, φυσικά, μεταβολές που επέβαλαν οι νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Μάλιστα, την περίοδο αυτή, εξαιτίας ακριβώς αυτών των ιδιαίτερων συνθηκών και κάτω από την επίδραση λαϊκών αντιλήψεων, κληρονομημένων ως ένα βαθμό και πάλι από το Βυζάντιο, τα όρια μεταξύ της εφαρμογής ενός κανόνα δικαίου και μίας κοινωνι-κής και ηθικής πρακτικής, που επιβάλλεται από την ηθική, καθίστανται ασαφή.

192

12.2.3.1. Ιερολογία του γάμου και κεπήνιο

Εικόνα 12.4. Νικόλαος Γύζης, “Τα αρραβωνιάσματα” (1877), Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Σημαντικές μεταβολές στη διαδικασία σύναψης των γάμων κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο δεν παρατηρούνται (βλ. 9.2.2). Αξίζει ίσως μόνο να τονιστεί ότι, ενώ κατά τη βυζαντινή περίοδο η ιερολογημένη μνηστεία είχε επι-βληθεί νομικά και είχε εξομοιωθεί, ως προς τα αποτελέσματά της, με τον γάμο (βλ. 9.2.2.1), τα μεταβυζαντινά χρόνια η διάδοση του θεσμού υποχωρεί και φαίνεται πλέον να υπερτερούν οι κοινές μνηστείες (εικόνα 12.6). Το μόνο ουσιαστικό πρόβλημα, που καλείται να αντιμετωπίσει εν προκειμένω η Εκκλησία, είναι η δυνατότητα που παρείχε στους ορθόδοξους το Οθωμανικό Δίκαιο να συνάπτουν γάμο δια κεπηνίου. Επρόκειτο στην πραγ-ματικότητα για ένα είδος πολιτικού γάμου, εύκολα διαλυτού, ο οποίος όμως σε περίπτωση λύσης του εξασφά-λιζε μία σχετική αποζημίωση στη γυναίκα (κεμπίν ή καμπίν). Η χρήση του θεσμού αυτού από τους ορθόδοξους προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Πατριαρχείου, το οποίο επανειλημμένως προσπάθησε να περιορίσει τη χρήση του συγκεκριμένου θεσμού, όχι μόνο απειλώντας με αφορισμό τους παραβάτες αλλά και πετυχαίνοντας την έκδοση σουλτανικών ορισμών που απαγόρευαν αυτόν τον τύπο γάμου για το ποίμνιό του.

12.2.3.2. Περιουσιακές σχέσεις συζύγωνΗ προίκιση των θυγατέρων βάραινε θεωρητικά τον πατέρα της οικογένειας, δεν λείπουν όμως και τα σχετικά παραδείγματα προικοδότησης από αδελφούς, στο πλαίσιο μίας υποχρέωσης, η οποία φαίνεται να ακολουθεί πε-ρισσότερο ηθικές επιταγές (βλ. 9.2.3). Εθιμική προέλευση φαίνεται να έχει, επίσης, το παλληκαριάτικο, η ειδική δηλαδή δωρεά της χήρας, όταν παντρευόταν άγαμο νέο, ή το κοριτσιάτικο, η δωρεά δηλαδή ενός ηλικιωμένου συζύγου στη νεότερη γυναίκα του, καθώς και ο θεσμός του επανωπροικίου, της πρόσθετης, δηλαδή, παροχής που υποσχόταν ο πατέρας της νύφης στον γαμπρό σε περίπτωση, που η πρώτη δεν ήταν παρθένα. Τόσο αυτές οι παροχές όσο και ο πυρήνας των προικώων συμφωνιών, την περίοδο αυτή περιβάλλονται κατά κανόνα από έγγραφο τύπο –τα λεγόμενα προικοσύμφωνα– και απλοποιούνται, ενώ δεν είναι λίγοι οι θεσμοί του Βυζαντινού Δικαίου, που είτε εξαφανίζονται, όπως για παράδειγμα το υπόβολο (βλ. 9.2.3), είτε αλλάζουν φύση.

Ιδιαίτερο, πάντως, ενδιαφέρον προκαλεί η εικόνα της προικοθηρίας που δίνουν οι πηγές και η οποία ώθησε

193

το Πατριαρχείο αλλά και τους κατά τόπους επισκόπους, με μία σειρά εγκυκλίων και νομοθετικών διατάξεων, να προσπαθήσουν να περιορίσουν την υπέρμετρη προίκιση των θυγατέρων, καθορίζοντας παράλληλα και τά-ξεις προικών ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του πατέρα. Απώτερος σκοπός αυτών των ρυθμίσεων ήταν η προστασία από την οικονομική καταστροφή τόσο των υπόλοιπων παιδιών της οικογένειας όσο και των ίδιων των γονέων. Βέβαια, η υπερβολική αυτή προστασία οδήγησε στην εισαγωγή ενός ιδιαίτερου θεσμού, αμφί-βολης προέλευσης, του τραχώματος, ένα δηλαδή επιπλέον ποσό που δινόταν στον γαμπρό άτυπα αρχικά, στη συνέχεια δε και μέσα από τα ίδια τα προικοσύμφωνα. Η πραγματικότητα αυτή ανάγκασε το Πατριαρχείο να χαλαρώσει τα σχετικά μέτρα, χωρίς όμως η στάση του απέναντι στο τράχωμα να είναι σαφής. Την ίδια περίοδο εντοπίζονται άλλες αποφάσεις, που το καταργούσαν, και άλλες που το επέτρεπαν, υπακούοντας κάθε φορά στα τοπικά έθιμα.

12.2.3.3. Λύση του γάμουΌπως ακριβώς και η σύσταση, έτσι και η λύση των γάμων είχε υπαχθεί με βάση τους προνομιακούς ορισμούς στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Η Εκκλησία, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, αντιμετώπιζε το διαζύγιο ως μία καταχρηστική αλλά ανεκτή λύση, θέτοντας αυστηρές προϋποθέσεις και συγκεκριμένους λόγους για τη διάλυση ενός γάμου (βλ. 9.2.2.4). Η συγκεκριμένη κατάσταση μεταβάλλεται σημαντικά μόνο κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο οπότε τα διαζύγια αυξάνονται με βασικότερη δικαιολογία το «αδιάλλακτο μίσος» μεταξύ των συζύγων. Η αντιμετώπιση αυτή από τις εκκλησιαστικές αρχές θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο μίας ευρύτερης προ-σπάθειας προσαρμογής τους στις εξελίξεις που επέφερε η οθωμανική κατάκτηση. Εξάλλου, οι διάδικοι πλέον είχαν τη δυνατότητα, σε περίπτωση που δεν τους ικανοποιούσε η απόφαση του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, να πετύχουν τη λύση του γάμου τους καταφεύγοντας στη δικαιοδοσία του καδή. Το γεγονός αυτό καθιστούσε διαλλακτικότερη τη θέση της Εκκλησίας, πολύ περισσότερο μάλιστα, τη στιγμή που παρόμοια λύση μπορούσε να προκαλέσει όχι μόνο το σκανδαλισμό των υπόλοιπων μελών της εκκλησιαστικής κοινότητας αλλά και τον προσηλυτισμό στον μωαμεθανισμό των διαδίκων, προϋπόθεση που έθετε σε αρκετές περιπτώσεις το τουρκικό δικαστήριο προκειμένου να χορηγήσει το διαζύγιο.

12.2.3.4. Σχέσεις γονέων και τέκνωνΕπικεφαλής της οικογένειας, όπως εξάλλου και στα βυζαντινά χρόνια (βλ. 9.2.4), εξακολούθησε να είναι ο πατέρας, ενώ η ενηλικίωση και ο γάμος των παιδιών του, σύμφωνα με τις λαϊκές αντιλήψεις που είχαν επικρα-τήσει, συνιστούσαν τους σημαντικότερους λόγους αυτονόμησής τους και λήξης της εξουσίας του.

12.2.3.5. Κληρονομικές σχέσειςΑναφέρθηκε και παραπάνω, ότι σύμφωνα με τους προνομιακούς ορισμούς, ανατέθηκε στο Πατριαρχείο και γενικότερα στην Εκκλησία καταρχάς η εκδίκαση των υποθέσεων της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, ενώ σταδιακά η αρμοδιότητα της Εκκλησίας επεκτάθηκε και στην εκ διαθήκης διαδοχή, περιλαμβάνοντας με αυτόν τον τρόπο στη δικαιοδοσία της όλο το φάσμα των κληρονομικών υποθέσεων (βλ. 12.2.2.1). Κατά τα λοιπά, ουσιαστικές μεταβολές στους θεσμούς του κληρονομικού δικαίου σε σχέση με τη βυζαντινή περίοδο δεν πα-ρατηρούνται (βλ. 9.2.6). Η διάταξη του πατριάρχη Αθανασίου Α΄ ή Νεαρά περί τριμοιρίας, όπως έγινε γνωστή στα μεταβυζαντινά χρόνια, εξακολούθησε να εφαρμόζεται, αποδίδοντας το ένα τρίτο της περιουσίας αυτού, που πέθαινε άτεκνος και αδιάθετος, σε ψυχικά και μνημόσυνα (βλ. 9.2.6). Με την ίδια λογική, οι κληρονομικές συμ-βάσεις, οι οποίες στο Βυζαντινό Δίκαιο αποτελούσαν θεσμό του λαϊκού δικαίου (βλ. 9.2.6.1.), επιβίωσαν στον μεταβυζαντινό κόσμο, αν και οι υπάρχουσες πηγές αποδεικνύουν, ότι οι διαθήκες εξακολούθησαν να κατέχουν σημαντική θέση στην καθημερινή δικαϊκή πρακτική (βλ. 9.2.6.2).

12.2.3.6. Σχέσεις γαιοκτησίαςΣύμφωνα με το Οθωμανικό Δίκαιο, η γη στο σύνολό της ανήκε στον σουλτάνο, ως εκπρόσωπο του Θεού. Αυτό αποτελούσε, βέβαια, μία θεωρητική κατασκευή με ιδεολογικό, κυρίως, υπόβαθρο. Στην πραγματικότητα, το γαιοκτητικό σύστημα της Αυτοκρατορίας επηρεαζόταν από δύο καθοριστικούς παράγοντες: την προϋπάρχουσα βυζαντινή παράδοση και το φορολογικό της σύστημα (9.1.8). Βασική φορολογική μονάδα παραμένει η οικογέ-

194

νεια, ενώ η διάκριση των υπηκόων ανάμεσα σε μουσουλμάνους και μη, αντικατοπτρίζεται και στους επιβαλλό-μενους φόρους. Οι «άπιστοι» καλούνται να πληρώσουν φόρους, όπως το χαράτσι (φόρος έγγειας ιδιοκτησίας), τον φόρο του μύλου, το δικαίωμα γάμου, τον φόρο των εγκλημάτων και των ανθρωποκτονιών, τον φόρο μεταβί-βασης γης, τον καπνικό φόρο κ.ά., ενώ έκτακτοι φόροι και αυθαίρετες εισφορές επιβάλλονται ανάλογα με τις διαθέσεις των κατά τόπους αξιωματούχων.

Ταυτόχρονα, οι γαίες, ανάλογα με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, διαιρούνται σε τρεις βασικές κατηγορίες:• α) τις δημόσιες γαίες (emliaki houmajoun, has houmajoun),• β) τις αφιερωμένες, αυτές δηλαδή που ανήκαν σε ιδρύματα (ανάμεσά τους και οι ορθόδοξες μονές

[βακούφια, wakfs]) και• γ) τις ιδιωτικές, οι οποίες με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε γαίες περιορισμένης κυριότητας (erazi-

i-mirrie) και σε γαίες πλήρους κυριότητας (μούλκια, mülk).Στις γαίες περιορισμένης κυριότητας ανήκε το μεγαλύτερο μέρος της γης. Το είδος αυτό δεν ήταν δυνα-

τόν να μεταβιβαστεί κατά κυριότητα. Επιτρεπόταν μόνο η παραχώρηση της νομής και της διηνεκούς χρήσης τους (tessarouf). Για την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας απαραίτητη ήταν η έκδοση ειδικού εγγράφου που ονομαζόταν ταπί. Για την κατηγορία των γαιών πλήρους κυριότητας θα πρέπει να γίνει μία ακόμη διάκριση, ανάλογα με το αν οι γαίες ανήκαν σε μουσουλμάνους ή σε μη μουσουλμάνους. Οι πρώτες ήταν υπόχρεες στο φόρο της δεκάτης (ussurije), ενώ οι δεύτερες σε χαράτσι (haradji-i-erazi). Και οι δύο κατηγορίες μπορούσαν να μεταβιβαστούν με χοτζέτια (hodjet, εικόνα 12.5), που εκδίδονταν από τους Τούρκους καδήδες. Το μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου ανήκε στις γαίες περιορισμένης κυριότητας και μόνο συγκεκριμένες περιοχές, όπως το Πήλιο, οι Κυκλάδες και τα νησιά του Σαρωνικού ανήκαν στις γαίες πλήρους κυριότητας.

Βιβλιογραφία/ΑναφορέςΆμαντος, Κωνσταντίνος (1936). «Οι προνομιακοί Ορισμοί του Μουσουλμανισμού υπέρ των χριστιανών».

Ελληνικά 9, 103-166.Carile, Antonio (1965). «Partitio Terrarum Imperii Romanie». Studi Veneziani 7, 125-305.Κούκου, Ελένη (1971). Διαμόρφωσις της ελληνικής κοινωνίας κατά την Τουρκοκρατίαν. Αθήνα.Κούκου, Ελένη (1980). Οι κοινοτικοί θεσμοί στις Κυκλάδες κατά την Τουρκοκρατία. Αθήνα.Μανίν, Δανιήλ (1889). Περί της αστικής, εμπορικής και ποινικής των Ενετών νομοθεσίας. Κέρκυρα.Νάκος, Γεώργιος (1986). Εξελικτικές διακυμάνσεις του οθωμανικού γαιοκτητικού συστήματος. Θεσσαλονίκη.Πανταζόπουλος, Νικόλαος (1975). «Τα “προνόμια” ως πολιτιστικός παράγων στις σχέσεις χριστιανών –μου-

σουλμάνων». Επιστημονική Επετηρίς Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 9, 815-896.

Παπαγιάννη, Ελευθερία (1992), (1997), (2010). Η νομολογία των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της βυζα-ντινής και μεταβυζαντινής περιόδου σε θέματα περιουσιακού δικαίου, τ. Ι: Ενοχικό δίκαιο-Εμπράγ-ματο δίκαιο, τ. ΙΙ: Οικογενειακό δίκαιο, τ. ΙΙΙ: Κληρονομικό δίκαιο (Forschungen zur byzantinischen Rechtsgeschichte-Athener Reihe 6, 11, 18). Αθήνα-Κομοτηνή.

Παπαγιάννη, Ελευθερία (2010). «“Παράνομα” ή “παράλογα” έθιμα και εκκλησιαστική δικαιοδοσία επί Τουρ-κοκρατίας» στο: Τιμητικός Τόμος Μιχ. Π. Σταθόπουλου, σ. 1989-2002. Αθήνα-Κομοτηνή.

Παπαρρήγα-Αρτεμιάδη, Λυδία & Αρναούτογλου, Ηλίας & Χατζάκης, Ιωάννης (2011). Περίγραμμα της Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου. Τα Ελληνικά Κείμενα, Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 63. Αθήνα.

Τουρτόγλου, Μενέλαος (1968). «Περί της ποινικής δικαιοσύνης επί τουρκοκρατίας και μετ’ αυτήν μέχρι και του Καποδιστρίου». Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών 15, 1-28.

Τουρτόγλου, Μενέλαος (1975). «Το δίκαιο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 11, 110-117.

Τρωιάνος, Σπύρος & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία Δικαίου. Αθήνα. Χατζάκης, Ιωάννης (2012). Περίγραμμα της Ιστορίας του Μεταβυζαντινού Δικαίου του Λατινοκρατούμενου

Ελληνισμού. Τα Λατινικά, Ιταλικά και Γαλλικά Κείμενα. Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 65. Αθήνα. Χριστοφιλόπουλος, Αναστάσιος (1946). Σχέσεις γονέων και τέκνων κατά το βυζαντινόν δίκαιον. Αθήνα.