PRAGMATIQUE - eclass.uoa.gr ΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 4... · Ο βασιλιάς της...

Post on 24-Sep-2019

7 views 0 download

Transcript of PRAGMATIQUE - eclass.uoa.gr ΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ 4... · Ο βασιλιάς της...

PRAGMATIQUE

ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ Αγγελική Αλεξοπούλου

συναγωγή (inférence)

Οι ομιλητές υποθέτουν πως κάποιες πληροφορίες

είναι ήδη γνωστές στους ακροατές τους. Αυτές τις

πληροφορίες γενικά τις χειριζόμαστε ως γνωστές

και γι’ αυτό δεν τις δηλώνουμε ρητά και κατά

συνέπεια εκλαμβάνονται ως κάτι που μεταδίδεται

στην επικοινωνία χωρίς να λέγεται ρητά.

Οι όροι προϋπόθεση και συνεπαγωγή

χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν δύο

διαφορετικές πλευρές αυτού του είδους

πληροφορίας.

συναγωγή (inférence)

Ο όρος συναγωγή είναι μια νοητική διεργασία

που αφορά την απόδοση της άρρητης ή

υποδηλούμενης σημασίας. Αναφέρεται σε

εκείνα αυτά που εννοούνται χωρίς να

εκφράζονται ακριβώς, επειδή οι συνομιλητές

μοιράζονται συμβατικά ένα σύνολο παραδοχών

για τον κόσμο, γεγονός που τους επιτρέπει να

επικοινωνούν αποτελεσματικά χωρίς να είναι

αναγκασμένοι να επεξηγούν τα πάντα.

συναγωγή (inférence)

Η χρήση πρόσθετης γνώσης από

τον ακροατή για να κατανοήσει

αυτό που δεν είναι ρητά δηλωμένο

σε ένα εκφώνημα

συναγωγή (inférence)

Proposition implicite construite à partir d’un

énoncé contenant un présupposé, un sous-

entendu ou une implicature.

On parle de « travail inférentiel » pour désigner le

raisonnement du sujet interprétant pour accéder

à l’inférence à partir de ses compétences

linguistiques, de ses connaissances

encyclopédiques et des maximes

conversationnelles qui régissent toute interaction

(Garric et Calas, 2007)

συναγωγή (inférence)

le modèle d'inférence s'oppose au principe traditionnellement

admis en linguistique du codage

et du décodage

Remise en cause de la conception

structuraliste du fonctionnement de la

communication à partir d’un système de

signes.

συναγωγή (inférence)

συναγωγή (inférence)

Le signe comme un indice nécessaire pour

compléter le vide communicationnel laissé

par le contexte.

En d'autres termes, le signe est utilisé afin de

combler ce que le contexte d'interaction

ne «dit» pas

Une situation contextuelle fournit des

indices, qui, s'ils ne sont pas suffisants pour la

communication, vont être complétés par

des signes

συναγωγή (inférence)

EXEMPLE : « un autre? »

les signes complètent la situation d'énonciation,

afin que l’Autre découvre, infère la chose

signifiée

συναγωγή (inférence) Είναι σημαντικό να διακρίνουμε μεταξύ

λογικής συναγωγής η οποία αναφέρεται στο

φαινόμενο της συνεπαγωγής (implication) και

εμπίπτει παραδοσιακά στη λογική σημασιολογία

μη λογικής συναγωγής η οποία συνδέεται με

φαινόμενα όπως τα υπονοήματα (implicatures), η

προϋπόθεση (présupposition) και εμπίπτει

πρωτίστως στον χώρο της πραγματολογίας και της

εξέτασης της σημασίας των γλωσσικών

εκφράσεων τόσο εντός συμφραζομένων όσο και

ως αποτελέσματος συνομιλιακής

διαπραγμάτευσης.

συναγωγή

η συναγωγή είναι διεργασία

κομβικής σημασίας για τη

διαδικασία σημασιοδότησης των

γλωσσικών εκφράσεων

. συναγωγή (inférence)

συνεπαγωγή (implication)

προϋπόθεση (présupposition)

λογική συναγωγή μη λογική συναγωγή

συνεπαγωγή (implication)

Η συνεπαγωγή (implication / entailment) είναι

κάτι που προκύπτει λογικά από έναν ισχυρισμό.

Μία λογική σχέση ανάμεσα σε δυο προτάσεις

P και Q.

Η συνεπαγωγή είναι ιδιότητα των προτάσεων και

όχι των ομιλητών. (Οι προτάσεις, όχι τα

ομιλούντα άτομα, συνεπάγονται κάτι.)

προϋπόθεση (présupposition)

Η προϋπόθεση (présupposition) είναι κάτι

που ο ομιλητής θεωρεί ότι ισχύει πριν από

την παραγωγή ενός εκφωνήματος.

Τα ομιλούντα άτομα, όχι οι προτάσεις,

προϋποθέτουν κάτι.

συναγωγή (inférence)

Ένα άλλο είδος μη λογικής συναγωγής είναι

τα υπονοήματα, τα οποία αφορούν τον μηχανισμό που μας επιτρέπει να εννοούμε

περισσότερα από όσα λέμε ρητά, τον

τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τα

εκφωνήματα των συνομιλητών μας.

συνεπαγωγή και προϋπόθεση

παράδειγμα για το είδος των υπόρρητων

πληροφοριών που ενδέχεται να συνδέεται με

μια πρόταση:

(1) Ο αδερφός της Μαίρης αγόρασε τρία άλογα.

συνεπαγωγή και προϋπόθεση (1) Ο αδερφός της Μαίρης αγόρασε τρία άλογα.

Κατά την παραγωγή του εκφωνήματος (1), ο ομιλητής

αναμένεται ότι προϋποθέτει πως:

a.υπάρχει ένα άτομο που λέγεται Μαίρη

b.η Μαίρη έχει έναν αδερφό.

c. η Μαίρη έχει μόνο έναν αδελφό

d.ο αδελφός της έχει πολλά λεφτά.

Όλες αυτές οι προϋποθέσεις είναι του ομιλητή και

μπορεί μάλιστα να είναι όλες τους εσφαλμένες.

συνεπαγωγή και προϋπόθεση (1) Ο αδερφός της Μαίρης αγόρασε τρία άλογα.

Η πρόταση στο (1) μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι έχει τις

ακόλουθες συνεπαγωγές :

a. ο αδελφός της Μαίρης αγόρασε κάτι

b. αγόρασε τρία ζώα

c. αγόρασε δύο άλογα

d. αγόρασε ένα άλογο …

Αυτές οι συνεπαγωγές προκύπτουν από την ίδια την

πρόταση, ασχέτως με το αν οι πεποιθήσεις του ομιλητή είναι στην πραγματικότητα ορθές ή εσφαλμένες.

συνεπαγωγή και προϋπόθεση

2) Η αδελφή του Βασίλη φύτεψε πέντε τριανταφυλλιές.

a. Η πρόταση (2) συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι:

b. η αδελφή του Βασίλη έκανε κάτι,

c. φύτεψε πέντε φυτά,

d. φύτεψε τέσσερις τριανταφυλλιές…

συνεπαγωγή

η συνεπαγωγή είναι λογική σχέση μεταξύ γλωσσικών τύπων

και προκύπτει λόγω συστηματικών σημασιολογικών

σχέσεων, όπως η υπωνυμία.

Εφόσον το τριανταφυλλιά είναι υπώνυμο του φυτό και το

άλογο είναι υπώνυμο του ζώο , όποιος φύτεψε

τριανταφυλλιές συνεπάγεται ότι φύτεψε φυτά και όποιος

αγόρασε άλογα συνεπάγεται ότι αγόρασε ζώα κλπ.

Η συνεπαγωγή συνδέεται με την υπωνυμία και είναι τυπικό λογικό φαινόμενο που αφορά την αληθειακή σημασιολογία.

συνεπαγωγή

2) Η αδελφή του Βασίλη φύτεψε πέντε τριανταφυλλιές.

αν η (2) είναι αληθής, τότε καθεμία από τις συνεπαγωγές

της, (2α-γ), είναι αναγκαστικά αληθής:

(α) Η αδελφή του Βασίλη φύτεψε πέντε φυτά.

(β) Μια γυναίκα φύτεψε τρία φυτά.

(γ) Ένας άνθρωπος έκανε κάτι.

προϋπόθεση η συναγωγή αναφέρεται συχνότερα σε μη λογικά

φαινόμενα που αφορούν τη συνομιλιακή

διαπραγμάτευση και συγκατασκευή της

σημασίας.

Ένα από αυτά είναι η προϋπόθεση, δηλαδή μια

υπονοούμενη υπόθεση του ομιλητή κατά την

παραγωγή ενός εκφωνήματος .

προϋπόθεση

Στην καθημερινή μας γλωσσική επικοινωνία

υποθέτουμε ότι κάποιες πληροφορίες είναι ήδη

γνωστές στους συνομιλητές μας.

Αυτές οι υπόρρητες πληροφορίες αποτελούν

μέρος του μηνύματος, παρότι δεν τις εκφράζουμε

ρητά.

προϋπόθεση Οι προϋποθέσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν

προκειμένου να μεταδοθούν έμμεσα κάποιες

πληροφορίες.

Πρόκειται για γεγονότα των οποίων η αλήθεια είναι ένα

απαιτούμενο στοιχείο για να είναι κατάλληλο το

εκφώνημα.

Όταν οι προϋποθέσεις είναι ανακόλουθες με την

πραγματική κατάσταση του κόσμου, το εκφώνημα

ακούγεται παράξενο, εκτός κι αν οι συμμετέχοντες

δημιουργούν ένα κοινό φανταστικό περιβάλλον, όπως

συμβαίνει στο θέατρο

Σε αντίθεση με τη συνεπαγωγή, οι προϋποθέσεις

αφορούν τους ομιλητές.

προϋπόθεση

(2) Η αδελφή του Βασίλη φύτεψε πέντε

τριανταφυλλιές.

ο ομιλητής προϋποθέτει τυπικά ότι

a. υπάρχει ένα άτομο που λέγεται Βασίλης και

b. ότι έχει μία αδελφή.

προϋπόθεση

Αν θεωρήσουμε ότι η πρόταση (3α) περιέχει τη λογική πρόταση p και ότι η πρόταση στο (3β) περιέχει τη λογική πρόταση q, τότε

χρησιμοποιώντας το σύμβολο >> για την έννοια «προϋποθέτει»,

μπορούμε να αναπαραστήσουμε τη σχέση τους όπως στο (3γ):

(3α) Ο σκύλος της Μαίρης είναι χαριτωμένος.(= p)προϋποθέτουσα πρόταση

(3β) Η Μαίρη έχει ένα σκύλο. (= q) προϋποτιθέμενη πρόταση

(3γ) p >> q

προϋπόθεση

ΠΩΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ Η ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ;

σε αντίθεση με τη συνεπαγωγή, η προϋπόθεση

παραμένει αναλλοίωτη στην άρνηση

όταν παράγουμε το αντίθετο της πρότασης

χρησιμοποιώντας άρνηση (= ΟΧΙ p), βλέπουμε ότι

περιέργως η σχέση της προϋπόθεσης δεν αλλάζει.

προϋπόθεση

ΠΩΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ Η ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ;

(4)α. Λυπάμαι που χωρίζουμε (= p)

β. Χωρίζουμε (= q)

γ. p >> q

(5)α. Δε λυπάμαι που χωρίζουμε (= ΟΧΙp)

β. Χωρίζουμε (= q)

γ. OXI p >> q

προϋπόθεση

ΠΩΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ Η ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ;

όταν παράγουμε το αντίθετο της πρότασης στο (5α)

χρησιμοποιώντας άρνηση (= ΟΧΙ p), βλέπουμε ότι η

σχέση της προϋπόθεσης δεν αλλάζει.

Δηλαδή, η ίδια λογική πρόταση q, που

επαναλαμβάνεται εδώ στο (5β), εξακολουθεί να

αποτελεί προϋπόθεση της άρνησης της p όπως

αναπαριστάνεται με το (5γ)

προϋπόθεση

ΠΩΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ Η ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ;

η προϋπόθεση μιας δήλωσης παραμένει σταθερή

(δηλ. εξακολουθεί να είναι αληθής) ακόμη κι όταν

αρνηθούμε αυτή τη δήλωση.

προϋπόθεση

α. Όλοι ξέρουν ότι ο Γιάννης είναι κλέφτης. (= p)

β. Δεν ξέρουν όλοι ότι ο Γιάννης είναι κλέφτης. (= ΟΧΙ p)

γ. Ο Γιάννης είναι κλέφτης. (= q)

δ. p >> q & OXI p >> q

προϋπόθεση

Les présuppositions jouent un rôle important dans

les mécanismes de production et d’interprétation

des énoncés (en particulier pour l'identification

des contenus implicites)

La présupposition est l’acte de présupposer et

Les présupposés sont des types particuliers de

contenus inscrits dans les énoncés.

Είδη προϋπόθεσης

o Στην ανάλυση του τρόπου με τον οποίο

συνήθως εκφράζονται οι παραδοχές των

ομιλητών, η προϋπόθεση έχει συνδεθεί με τη

χρήση ενός μεγάλου αριθμού λέξεων,

φράσεων και γραμματικών δομών.

o Αυτοί οι γλωσσικούς τύποι θεωρούνται ως

ενδείκτες δυνάμει προϋποθέσεων, οι οποίες

μπορούν να γίνουν πραγματικές

προϋποθέσεις μόνο όταν απαντούν σε

συμφραζόμενα με πραγματικούς ομιλητές.

Είδη προϋπόθεσης Η υπαρκτική προϋπόθεση (présupposés existentiels)

εμφανίζεται γενικότερα

στις κτητικές δομές (π.χ. «το αυτοκίνητό σου» >> «έχεις ένα

αυτοκίνητο»)

σε κάθε οριστική ονοματική φράση (δηλ. οριστικό άρθρο +

όνομα).

Ο βασιλιάς της Σουηδίας, η γάτα, το κορίτσι της διπλανής

πόρτας, το θρανίο...

Χρησιμοποιώντας οποιαδήποτε από αυτές τις εκφράσεις ο

ομιλητής θεωρείται ότι πιστεύει στην ύπαρξη των οντοτήτων που κατονομάζονται. Με την οριστική αναφορά ο ομιλητής

δεσμεύεται ως προς την ύπαρξη της οντότητας στην οποία αναφέρεται.

Είδη προϋπόθεσης Όλοι ξέρουν ότι ο Γιάννης είναι κλέφτης

Η πληροφορία που προϋποτίθεται μετά από ένα ρήμα όπως το «ξέρω»

μπορεί να θεωρηθεί γεγονός και περιγράφεται με τον όρο γεγονοτική

προϋπόθεση (présupposés factifs). Υπάρχουν κι άλλα ρήματα όπως

«αντιλαμβάνομαι»,

«καταλαβαίνω»

«συνειδητοποιώ»

«μετανιώνω»

«χαίρομαι»

«λυπάμαι»

καθώς και φράσεις όπως

«είναι περίεργο», «είναι κρίμα» ή ο συνδυασμός του είμαι με το ενήμερος,

παράξενο, χαρούμενος που έχουν γεγονοτικές προϋποθέσεις.

Είδη προϋπόθεσης γεγονοτική προϋπόθεση (présupposés factifs).

α. Δεν συνειδητοποίησα ότι ήταν άρρωστος. (>> Ήταν άρρωστος)

β. Ματανιώνω που του το είπα. (>> Του το είπα)

γ. Χαίρομαι που τέλειωσε. (>>Τέλειωσε)

δ. Δεν είναι περίεργο που έφυγε νωρίς. (>> Έφυγε νωρίς)

ε. Δεν ήμουν ενήμερος για την ακύρωση της κράτησης

(>>Η κράτηση ακυρώθηκε)

Είδη προϋπόθεσης

γεγονοτική προϋπόθεση (présupposés factifs).

Verbes et adjectifs qui présupposent la vérité de leur complément

a. Je regrette que tu sois fâché

b. Je ne savais pas que Georges était avec toi

c. Nous sommes désolés que tu aies été absente

Είδη προϋπόθεσης

Στη λεξική προϋπόθεση (présupposés lexicaux), η

χρήση μιας έκφρασης με τη δηλούμενη σημασία

της ερμηνεύεται συμβατικά με την προϋπόθεση ότι

μια άλλη σημασία (μη δηλούμενη) γίνεται

αντιληπτή. Πρόκειται για γλωσσικές εκφράσεις που

μπορούμε να τις θεωρήσουμε ως αφετηρία λεξικής

προϋπόθεσης.

Είδη προϋπόθεσης

λεξική προϋπόθεση (présupposés lexicaux)

Κάθε φορά που λέμε ότι κάποιος «κατάφερε» να κάνει κάτι, η δηλούμενη

σημασία είναι ότι αυτός ο άνθρωπος πέτυχε κάτι με κάποιον τρόπο.

Όταν λέμε ότι κάποιος «δεν τα κατάφερε», η δηλούμενη σημασία είναι

ότι δεν πέτυχε αυτό που ήθελε.

Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, υπάρχει η προϋπόθεση (που δεν

δηλώνεται) ότι ο άνθρωπος αυτός «προσπάθησε» να κάνει κάτι.

(α) «Ο Γιάννης κατάφερε να φτάσει στην ώρα του»

(β) «Ο Γιάννης δεν κατάφερε να φτάσει στην ώρα του»

το «κατάφερε» στο (α) ερμηνεύεται συμβατικά ως μια έκφραση

που δηλώνει ότι κάποιος «πέτυχε» και ταυτόχρονα προϋποθέτει ότι «προσπάθησε».

Είδη προϋπόθεσης

λεξική προϋπόθεση (présupposés lexicaux)

α. Σταμάτησε το κάπνισμα. (>> Κάπνιζε στο παρελθόν)

β. Άρχισαν να διαμαρτύρονται (>> Δεν διαμαρτύρονταν πριν)

γ. Άργησε πάλι (>> Έχει αργήσει και στο παρελθόν)

Είδη προϋπόθεσης δομικές προϋποθέσεις: Σε αυτήν την περίπτωση, ορισμένες

προτασιακές δομές θεωρείται ότι προϋποθέτουν με τρόπο

συμβατικό και συστηματικό ότι ένα μέρος αυτής της δομής

εκλαμβάνεται ως αληθές.

Μπορούμε να πούμε ότι οι ομιλητές μπορούν να

χρησιμοποιήσουν τέτοιες δομές για να δείξουν ότι κάποια πληροφορία προϋποτίθεται (δηλ. ότι η αλήθεια της θεωρείται

δεδομένη) και έτσι να γίνονται οι πληροφορίες αυτές

αποδεκτές ως αληθείς και από τον ακροατή τους.

Είδη προϋπόθεσης δομικές προϋποθέσεις

Για παράδειγμα, οι ερωτηματικές δομές μερικής αγνοίας

ερμηνεύονται συμβατικά ότι προϋποθέτει πως η πληροφορία

που ακολουθεί τον ερωτηματικό τύπο (δηλ. «πότε», «πού») είναι ήδη γνωστό ότι ισχύει (δηλ. η αλήθεια της είναι δεδομένη).

α. Πότε έφυγε; (>> Έφυγε)

β. Πού αγόρασες το ποδήλατό σου;

(>> Αγόρασες το ποδήλατο)

Αυτός ο τύπος προϋπόθεσης μπορεί να οδηγήσει τους

ακροατές να πιστέψουν ότι η πληροφορία που παρέχεται είναι

αναγκαστικά αληθής, κι όχι απλά μια προϋπόθεση του

ανθρώπου που κάνει την ερώτηση.

Είδη προϋπόθεσης

Μια μη-γεγονοτική προϋπόθεση (présupposés contre-factifs)

είναι μια προϋπόθεση που θεωρείται δεδομένο ότι δεν είναι

αληθής.

Ρήματα όπως «ονειρεύομαι», «φαντάζομαι» και «παριστάνω» ή «προσποιούμαι» χρησιμοποιούνται με την προϋπόθεση ότι τα

όσα ακολουθούν δεν είναι αληθή:

α. Ονειρεύτηκα ότι ήμουν πλούσιος. (>> Δεν είμαι πλούσιος)

β. Φανταστήκαμε ότι είμαστε στη Χαβάη (>> Δεν είμαστε στη

Χαβάη)

γ. Παριστάνει τον άρρωστο. (>> Δεν είναι άρρωστος)

Είδη προϋπόθεσης

Οι υποθετικές δομές δημιουργούν μια αντιγεγονοτική

προϋπόθεση, δηλ. μια προϋπόθεση που είναι όχι απλώς μη

αληθής, αλλά αντίθετη του αληθινού ή κάτι που «αντιτίθεται

στα γεγονότα».

Μια τέτοια δομή προϋποθέτει ότι η πληροφορία στην πρόταση

που εισάγεται με το αν δεν είναι αληθής τη στιγμή της

εκφώνησης.

Αν ήσουν φίλος μου θα με βοηθούσες. (>> Δεν είσαι φίλος μου)

Είδη προϋπόθεσης

ΕΙΔΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ

Υπαρκτική Το Χ >> το Χ υπάρχει

Γεγονοτική Μετανιώνω που έφυγα >> Έφυγα

Μη-γεγονοτική Παρίστανε τον χαρούμενο >> Δεν ήταν χαρούμενος

Λεξική Κατάφερε να δραπετεύσει >> Προσπάθησε να δραπετεύσει

Δομική Πότε πέθανε; >> Πέθανε

Αντιγεγονοτική Αν δεν ήμουν άρρωστος >> Είμαι άρρωστος

Les présupposés possèdent toujours, à la différence des

sous-entendus, un marqueur (ενδείκτες) dans l’énoncé, ce qui leur

confère une relative indépendance par rapport au contexte.