cgi.di.uoa.grcgi.di.uoa.gr/~pms538/Ergasia_4.docx · Web viewΣε διάφορα σημεία...

Post on 21-Feb-2020

16 views 0 download

Transcript of cgi.di.uoa.grcgi.di.uoa.gr/~pms538/Ergasia_4.docx · Web viewΣε διάφορα σημεία...

Διαλογή Έργου και Επιλογή

(Δομή) (Περιεχόμενο) (Συνέπεια) (Μορφοποίηση) (Σωστήκατανομή) (Χρόνος) (Αξιολόγηση ακροατηρίου) (Τεχνικό μέρος) (Παρουσία ομιλητή) (Περιεχόμενο) (Προσθήκη βιβλιογραφίας) (Εμφάνιση-μορφή διαφανειών)

ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ

Ραδιοηλεκτρολογιασ

Διαλογή Έργου και Επιλογή

Περπινιάς Νικόλαος - 2008117

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ: ΔΡ. ΠΟΠΗ ΚΟΝΙΔΑΡΗ

ΑΘΗΝΑΙ 2010

ΕΡΓΑΣΙΑ

Διαλογή και Επιλογή Έργου

Νικόλαος Γ. Περπινιάς

Α.Μ.: 2008117

ΕΠΙΒΛΕΠΟΝΤΕΣ:

Πόπη Κονιδάρη, Διδάκτωρ

Μάρτιος 2010

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η εργασία αυτή έχει σαν σκοπό τη μελέτη της διαλογής και τις επιλογής έργου. Ως διαλογή ορίζεται η εκλογή των ιδεών που έχουν ενδιαφέρον και η εφαρμογή τους θα μελετηθεί περεταίρω. Για αυτές τις ιδέες που προκρίνονται από τη διαδικασία της διαλογής, πρέπει να αποφασίζεται και ο βέλτιστος τρόπος υλοποίησης μέσα από διάφορες εναλλακτικές. Αυτή είναι η διαδικασία της επιλογής.

Η διαλογή γίνεται μέσω των καταλόγων ελέγχου και των μοντέλων βαθμονόμησης. Μερικές ιδέες θα απορριφθούν, ως μη ενδιαφέρουσες, μερικές θα προωθηθούν λόγω της μεγάλης τους αξίας για την εταιρεία και μερικές θα χρίζουν περεταίρω μελέτης.

Κατά την επιλογή, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφοροι τρόποι ανάλυσης, όπως η ανάλυση οφέλους-κόστους, η ανάλυση οφέλους-αποτελεσματικότητας, καθώς και η αναδυόμενη τεχνική των πραγματικών προαιρέσεων (real options), οι οποίες αναλύονται σε αυτή την εργασία.

Επίσης γίνεται αναφορά σε θέματα που αφορούν τον κίνδυνο και πώς αυτός λαμβάνεται υπόψη στη λήψη αποφάσεων, έτσι ώστε να μειωθεί η αβεβαιότητα με την οποία λαμβάνονται οι αποφάσεις.

Τέλος αναλύονται τα δένδρα αποφάσεων, τα οποία είναι ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του υπεύθυνου για τη λήψη αποφάσεων. Με τα δένδρα αποφάσεων οπτικοποιούνται τα πιθανά σχέδια δράσης και επιλέγεται το σχέδιο που μεγιστοποιεί την προσδοκώμενη καθαρή παρούσα αξία-ΚΠΑ (NPV).

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ: Διαλογή Έργου και Επιλογή

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: διαλογή έργου, ανάλυση οφέλους κόστους, ανάλυση οφέλους αποτελεσματικότητας, κίνδυνος, δένδρα αποφάσεων, πραγματικές προαιρέσεις

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ1

1.Διαλογή Έργου και Επιλογή2

1.1ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ2

1.2Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΕΡΓΟΥ3

1.3ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΑ ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΗΣ5

1.4ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΦΕΛΟΥΣ-ΚΟΣΤΟΥΣ8

1.4.1Προσέγγιση βήμα προς βήμα10

1.4.2Χρήση της μεθοδολογίας11

1.4.3Κατηγορίες οφελών και κόστους11

1.4.4Αδυναμίες της μεθοδολογίας οφέλους-κόστους12

1.5ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ13

1.6ΘΕΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ17

1.6.1Αποδοχή και διαχείριση των κινδύνων18

1.6.2Αντιμετώπιση της αβεβαιότητας19

1.6.3Μη πιθανοκρατικές μέθοδοι αξιολόγησης όταν υπάρχει αβεβαιότητα19

1.6.4Ανάλυση κινδύνων-οφέλους20

1.6.5Όρια της ανάλυση κινδύνων22

1.7ΔΕΝΔΡΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ22

1.7.1Βήματα δένδρου απόφασης25

1.7.2Βασικές αρχές της κατασκευής διαγραμμάτων26

1.7.3Χρήση της στατιστικής για τον καθορισμό της αξίας περισσοτέρων πληροφοριών.26

1.7.4Εξέταση και αξιολόγηση29

1.8ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΑΙΡΕΣΕΙΣ29

1.8.1Οδηγοί αξίας30

1.8.2Σχέση με έργα Έρευνας & Aνάπτυξης (R&D)31

ΑΝΑΦΟΡΕΣ33

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ

Σχήμα 1 Διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής έργου4

Σχήμα 3 Διάγραμμα πολλαπλών διαστάσεων για το παράδειγμα του καταλόγου ελέγχων6

Σχήμα 4 Σχετική αποτελεσματικότητα συστημάτων16

Σχήμα 5 Σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας συστήματος και κόστους16

Σχήμα 6 Προσέγγιση της μηχανοτεχνίας συστημάτων για την αξιολόγηση κινδύνων22

Σχήμα 7 Πρόβλημα αυτοματοποίησης πριν από τη συνεκτίμηση της τεχνολογικής μελέτης25

Σχήμα 8 Πρόβλημα αυτοματοποίησης με συνεκτίμηση της τεχνολογικής μελέτης27

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΝΩΝ

Εικόνα 1: Υπόδειγμα Δένδρου Απόφασης24

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ

Πίνακας 1 Παράδειγμα καταλόγου ελέγχων για τη διαλογή έργων.6

Πίνακας 2 Δεδομένα ανάλυσης Κόστους-Αποτελεσματικότητας(C-E)15

Πίνακας 3 Ορισμοί σχετικοί με τον κίνδυνο (Πηγή: Dougherty και Fragola (1988))18

Πίνακας 4 Υπολογισμοί προσδοκώμενης Καθαρή Παρούσα Αξία (NPV) για το πρόβλημα της αυτοματοποίησης28

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η εργασία διενεργήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος «Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων» και αποτελεί μια σύμπτυξη του αντίστοιχου κεφαλαίου της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου Project Management: Processes, Methodologies, and Economics των Avraham Shtub, Jonathan F. Bard και Shlomo Globerson, η οποία έχει εμπλουτισθεί με αναφορές από άλλες εργασίες και βιβλία. Βασικός στόχος της εργασίας είναι η απλούστευση, όσο αυτό είναι εφικτό, όρων και διαδικασιών που χρησιμοποιούνται στη διαλογή έργου και στην ανάλυση για τη λήψη αποφάσεων στον τομέα της Διαχείρισης Έργου (Project Management).

1

Διαλογή Έργου και Επιλογή

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Κάθε έργο ξεκινά πάντα από νέες ιδέες, που μπορεί να προέρχονται από πολλές πηγές, όπως πελάτες, προμηθευτές, την ανώτερη διοίκηση, ακόμα και απλό υπαλληλικό προσωπικό. Για τις οργανώσεις του ιδιωτικού τομέα, οι λεπτομέρειες των βημάτων που περιλαμβάνει η επεξεργασία των ιδεών αυτών, φαίνονται στο Σχήμα 1.

Ανάλογα με τον σκοπό και το εκτιμώμενο κόστος, η διοίκηση μπορεί απλώς να ενδιαφέρεται να καθορίσει την αξία της ιδέας ή να θέλει να προσδιορίσει τον καλύτερο τρόπο κατανομής ενός προϋπολογισμού για ένα χαρτοφυλάκιο έργων. Επίσης μπορεί να θέλει να αποφασίσει ποια είναι η πιο ευνοϊκή στρατηγική για να καταθέσει πρόταση σε μια πρόσκληση υποβολής προτάσεων (Request For Proposals).

Βέβαια, υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη έργων και είναι αναμενόμενο τα κριτήρια αξιολόγησης και η συνοδευτική μεθοδολογία να απηχούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χρηματοδότριας ή της ενδιαφερόμενης οργάνωσης. Οι συνηθέστερες διακρίσεις είναι:

· Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα

· Έρευνας και ανάπτυξης και κατασκευής

· Εσωτερικού και εξωτερικού πελάτη.

Το μέγεθος του έργου, η αναμενόμενη διάρκεια, οι συναφείς κίνδυνοι και οι απαιτούμενοι πόροι είναι μερικοί από τους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην τελική απόφαση.

Ανεξάρτητα από τη φύση του πελάτη ή την πηγή της ιδέας, η διαλογή είναι το πρώτο βήμα. Σε αυτό, τα προτεινόμενα έργα αναλύονται με προκαταρκτικό τρόπο εν όψει των χαρακτηριστικότερων κριτηρίων ή των επικρατουσών συνθηκών. Αυτή η διαδικασία πρέπει να είναι γρήγορη και μη δαπανηρή. Τα αποτελέσματά της μπορεί να υποδηλώνουν τα εξής:

· Ότι δεν συνιστώνται περαιτέρω προσπάθειες προς την κατεύθυνση του έργου παραδείγματος χάριν λόγω αβεβαιότητας στην τεχνολογία ή λόγω έλλειψης μιας καλά καθορισμένης αγοράς.

· Ότι προσωρινά το έργο μπορεί να τεθεί σε αναμονή, χάριν άλλων πιο ελκυστικών υποψήφιων έργων. Όταν ωριμάσουν οι συνθήκες μπορεί να είναι σκόπιμη η επαναφορά του ή ακόμη και η τοποθέτησή του πρώτο στη λίστα προτεραιότητας της επιχείρησης.

· Ότι το προτεινόμενο έργο διαθέτει κάποια αξία και αξίζει περαιτέρω διερεύνηση.

Στην τελευταία περίπτωση πρέπει να διενεργηθεί μια πιο διεξοδική ανάλυση ώστε να περιορισθούν οι αβεβαιότητες που συνδέονται με το κόστος, τα οφέλη και τους κινδύνους του έργου. Αυτή η διαδικασία αξιολόγησης περιλαμβάνει συνήθως εκτενή συλλογή και επιλογή δεδομένων, προσφυγή στη γνώμη εμπειρογνωμόνων, υπολογισμούς δειγμάτων και πιθανώς τεχνολογικές προβλέψεις. Όπως και στην διαδικασία διαλογής η πρόταση μπορεί:

· να απορριφθεί ή να εγκαταλειφθεί λόγω έλλειψης αξίας.

· να τεθεί σε αναμονή για ανάκτηση και ανάλυση σε μεταγενέστερο στάδιο.

· να θεωρηθεί αποδεκτή και να ενταχθεί σε μια λίστα υποψήφιων προτάσεων για συγκριτική ανάλυση.

· να θεωρηθεί άκρως επικερδής για τον οργανισμό και η υλοποίησή της να ξεκινήσει άμεσα.

Όταν μια πρόταση περνά το κατώτερο όριο αποδοχής, αλλά δεν είναι σαφώς ανώτερη από κάποια από τις υπόλοιπες προτάσεις, τότε πρέπει να εκτιμηθεί και να καταταχθεί ανταγωνιστικά προς τις άλλες. Κατά τη διαδικασία αυτή, της ιεράρχησης προτεραιοτήτων, εξετάζονται προσεκτικά τα σχετικά ισχυρά σημεία και οι αδυναμίες κάθε υποψήφιας πρότασης, με αποτέλεσμα μια σταθμισμένη κατάταξη. Υπό ιδανικές συνθήκες, αυτή η κατάταξη δεν δηλώνει μόνο πιο έργο προτιμάται, αλλά και τον βαθμό στον οποίο υπερτερεί έναντι των ανταγωνιστικών, σε αυτό, έργων.

Εάν η κατάταξη μιας πρότασης είναι αρκετά υψηλή, μπορεί να διατεθούν σε αυτήν δοκιμαστικά κάποιοι πόροι. Ωστόσο πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη οι ανθρώπινοι και οι λοιποί οικονομικοί πόροι της οργάνωσης. Η νέα ιδέα μπορεί να έχει τόσο μεγάλη αξία ώστε να πρέπει να αντικαταστήσει ένα ή περισσότερα από τα τρέχοντα έργα, τα οποία θα τερματιστούν ή θα διακοπούν προσωρινά ώστε να απελευθερωθούν οι πόροι για το νέο έργο. Για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων έχουν αναπτυχθεί μοντέλα χαρτοφυλακίου που δείχνουν τον βέλτιστο τρόπο κατανομής των διαθέσιμων πόρων μεταξύ ανταγωνιστικών εναλλακτικών δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των νέων υποψήφιων και των τρεχόντων έργων. Μοντέλα χαρτοφυλακίου πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον όταν περισσότερα έργα ανταγωνίζονται το ένα το άλλο για τους ίδιους πόρους.

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΕΡΓΟΥ

Όπως φαίνεται στο Σχήμα 1, η επιλογή έργου μπορεί να είναι μια δυναμική διαδικασία. Σε διάφορα σημεία είναι αναγκαίο να ληφθούν αποφάσεις σχετικές με την εξέταση, την αξιολόγηση, την ιεράρχηση και την ανάλυση του χαρτοφυλακίου, αλλά οι νέες ιδέες δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσουν τα βήματα αυτά με τη συγκεκριμένη σειρά. Μια ιδέα μπορεί να τεθεί σε αναμονή ή να εγκαταλειφθεί ανά πάσα στιγμή. Νέες πληροφορίες και αλλαγή των συνθηκών μπορεί να επιβάλλουν την επαναξιολόγηση μιας προηγούμενης απόφασης απόρριψης ή εγκατάλειψης ενός έργου.

Ο διαθέσιμος προϋπολογισμός ή οι δεξιότητες των ανθρώπων που απασχολούνται στην οργάνωση, ενδέχεται να περιορίσουν τη διαδικασία επιλογής έργου. Εάν ο προϋπολογισμός δεν επαρκεί για τη χρηματοδότηση ενός συγκεκριμένου έργου που φαίνεται να έχει αξία, ίσως είναι αναγκαίο να τεθεί σε αναμονή. Εναλλακτικά το έργο μπορεί να διαιρεθεί και ορισμένα μέρη του να δρομολογηθούν, ενώ το υπόλοιπο να τεθεί σε αναμονή μέχρις ότου η οικονομική κατάσταση γίνει πιο ευνοϊκή. Τα παράπονα των πελατών, οι απειλές του ανταγωνισμού ή οι μοναδικές ευκαιρίες μπορεί να δημιουργήσουν μια επείγουσα ανάγκη για την επιδίωξη μιας συγκεκριμένης ιδέας. Ανάλογα με το πόσο επείγον είναι το έργο, μπορεί να υποβληθεί σε μια βιαστική διαλογή και αξιολόγηση και μπορεί να ενταχθεί άμεσα στο χαρτοφυλάκιο.

Οι αποφάσεις που αφορούν τη διαλογή, την αξιολόγηση, την ιεράρχηση και το χαρτοφυλάκιο μπορούν να επαναληφθούν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής ενός έργου λόγω της εμφάνισης νέων τεχνολογιών και τις αλλαγής των περιβαλλοντικών, οικονομικών ή εμπορικών συνθηκών. Η εμφάνιση μιας νέας πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, η αλλαγή στις ανταγωνιστικές πιέσεις και η εμφάνιση μιας νέας τεχνολογίας είναι μερικοί παράγοντες που μπορεί να αναγκάσουν τη διοίκηση να επαναξιολογήσει ένα τρέχον έργο.

(RFP (Πρόσκληση υποβολής προτάσεων)Παραγωγή ιδεώνΧρονική καθυστέρησηΣυλλογή δεδομένωνΕπιδίωξη της ιδέαςΙδέα σε αναμονήΕγκατάλειψη της ιδέαςΔιαλογήΕπείγον ΘέμαΌχιΌχιΝαιΑνάπτυξη πρότασης έργουΕπιδίωξη της ιδέαςΔιεύρυνση της πρότασηςΑξιολόγησηΌχιΌχιΝαιΈλεγχος όλων των προτάσεωνΑπόδοση προτεραιότηταςΑπόδοση πόρωνΑνάπτυξη χαρτοφυλακίουΈλεγχος χαρτοφυλακίουΈγκρισηΈναρξη προσπάθειαςΕνημέρωση και ανακύκλωσηΙεράρχηση προτεραιοτήτωνΑνάλυση χαρτοφυλακίουΌχιΌχιΝαι)

(Σχήμα 1 Διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής έργου)

Η αξιολόγηση και η επιλογή νέων ιδεών για προϊόντα και νέων προτάσεων για έργα είναι μια περίπλοκη διαδικασία, η οποία αποτελείται από πολλές αλληλένδετες αποφάσεις. Η περιπλοκότητα αφορά την ποικιλία των δεδομένων που πρέπει να συλλεχθούν και τη δυσκολία της βέβαιης μέτρησης και εκτίμησης των υποψήφιων έργων βάσει των πληροφοριών που απορρέουν από τα εν λόγω δεδομένα. Μεγάλο μέρος προκυπτουσών πληροφοριών είναι υποκειμενικές και αβέβαιες. Πολλές ιδέες και προτάσεις υπάρχουν μόνο σε εμβρυακή μορφή και προχωρούν μόνο χάρη στον ενθουσιασμό του χρηματοδότη τους, αλλά η επιλογή της βέλτιστης ιδέας δεν μπορεί να γίνει σε πολιτικό κενό. Η ύπαρξη διαφόρων οργανωσιακών και συμπεριφορικών παραγόντων τείνει να πολιτικοποιεί τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Σε πολλές περιπτώσεις, το δυνητικό κόστος και όφελος ενός έργου διαδραματίζει μικρό ρόλο στην λήψη της τελικής απόφασης. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ανάπτυξη του προγράμματος Galileo, που είναι ένα πρόγραμμα εντοπισμού θέσης μέσω δορυφόρου που αναπτύσσεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στον αντίποδα του αμερικανικού GPS. Παρά το υψηλό κόστος για την κατασκευή και ανάπτυξη του Galileo καθώς και τα μικρά αναμενόμενα οφέλη λόγω της παγκόσμιας διείσδυσης του GPS, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε ότι είναι σημαντική η συνέχιση του προγράμματος αφού το GPS έχει αναπτυχθεί για στρατιωτικούς σκοπούς και κανείς δεν εγγυάται την απρόσκοπτη παροχή της υπηρεσίας [1].

Τα πιο εξελιγμένα εργαλεία ανάλυσης και μελέτης της συμπεριφοράς, που έχουν αναπτυχθεί για την παροχή συνδρομής στους διαχειριστές στην αξιολόγηση έργων, λαμβάνουν σε διαφορετικούς βαθμούς υπόψη τις πληροφορίες για τη λήψη της απόφασης. Όπως είναι αναμενόμενο, όσο πιο συνολικές είναι οι τεχνικές, τόσο περισσότερα δεδομένα και προσπάθειες απαιτούνται για την ανάλυση.

ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ ΕΛΕΓΧΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΑ ΒΑΘΜΟΛΟΓΗΣΗΣ

Το στάδιο της παραγωγής ιδεών συνήθως οδηγεί σε περισσότερες προτάσεις από όσες είναι ρεαλιστικά δυνατόν να επιδιωχθούν. Έτσι πρέπει να θεσπιστεί μια διαδικασία διαλογής για την απόρριψη των προτάσεων που είναι σαφώς ανέφικτες ή που δεν έχουν αξία.

Πρωταρχικό μέλημα αυτής της διαδικασία διαλογής είναι η συμβατότητα με τους στόχους και τους πόρους της οργάνωσης. Επίσης, σημαντικό είναι να εισάγονται πολλά και διαφορετικά κριτήρια στα αρχικά στάδια της ανάλυσης, των διάφορων αυτών ιδεών.

Ένα πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι οι ασύμμετρες κλίμακες, δηλαδή η υποκειμενικότητα στην βαθμονόμηση και οι διαφορετικές κλίμακες που χρησιμοποιούνται για την βαθμολόγηση των ιδεών.

Από τις διάφορες διαθέσιμες τεχνικές που συνδράμουν στη διαδικασία της διαλογής, η πιο συνηθισμένη είναι, πιθανώς, οι κατάλογοι ελέγχου βαθμολόγησης, οι οποίοι προσφέρονται για την κατάργηση των πλέον ανεπιθύμητων προτάσεων από περαιτέρω εξέταση. Απαιτούν σχετικά μικρή ποσότητα πληροφοριών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν όταν τα διαθέσιμα δεδομένα είναι περιορισμένα ή όταν υπάρχουν μόνο πρόχειρες εκτιμήσεις. Αυτές οι μέθοδοι, δεν παρέχουν απαντήσεις σε μεγάλο βάθος, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούνται έχοντας υπόψη την προειδοποίηση αυτή.

Για την κατασκευή ενός καταλόγου ελέγχου είναι απαραίτητο να προσδιορισθούν τα κριτήρια ή το σύνολο των απαιτήσεων που θα χρησιμοποιηθούν κατά τη λήψη της απόφασης. Στο επόμενο βήμα αναπτύσσεται μια αυθαίρετη κλίμακα βαθμολόγησης, η οποία μετρά τις επιδόσεις του έργου σε σχέση με κάθε κριτήριο.

Λέξεις όπως «άριστα» ή «καλά» μπορούν να συνδεθούν με αριθμητικές τιμές [2].

Στο παράδειγμα του Πίνακα 1, τα κριτήρια περιλαμβάνουν την κερδοφορία, τον χρόνο εισόδου στην αγορά, τους κινδύνους ανάπτυξης και την εμπορική επιτυχία. Κάθε υποψήφιο έργο αξιολογείται αντικειμενικά και βαθμολογείται σύμφωνα με μια κλίμακα τριών βαθμών. Θεωρείται δεδομένο ότι κάθε κριτήριο βαραίνει εξίσου. Οι συνολικές βαθμολογίες εμφανίζονται στη δεξιά στήλη. Συνήθως, προσδιορίζεται ένα κατώφλι, κάτω από το οποίο το σχέδιο εγκαταλείπεται. Από τα έργα που ξεπερνούν το κατώφλι, τα κορυφαία κρατούνται για περαιτέρω ανάλυση, ενώ τα υπόλοιπα τίθενται προσωρινά σε αναμονή. Στην προκειμένη περίπτωση, εάν το 7 ορίζεται ως κατώτατο όριο, μπορεί να δοθεί συνέχεια μόνο στα έργα Α και Γ.

Πίνακας 1 Παράδειγμα καταλόγου ελέγχων για τη διαλογή έργων.

Ένα εναλλακτικό μέσο απεικόνισης των πληροφοριών του Πίνακα 1 είναι το διάγραμμα πολλαπλών διαστάσεων που είναι γνωστό ως πολικό γράφημα και εμφανίζεται στο Σχήμα 2. Κατά μία έννοια, αυτό το είδος απεικόνισης είναι πιο αποδοτικό από ένα πίνακα, καθώς επιτρέπει στον αναλυτή να επιβεβαιώσει γρήγορα την ύπαρξη κυρίαρχου έργου. Για παράδειγμα, παρατηρώντας ότι η επιφάνεια της μέτρησης της επίδοσης του έργου Β εντάσσεται πλήρως σε αυτή του έργου Α, συμπεραίνουμε ότι το έργο Β δεν είναι καλύτερο από το έργο Α σε καμία διάσταση και επομένως μπορεί να απορριφθεί ή να τεθεί σε αναμονή.

Σχήμα 2 Διάγραμμα πολλαπλών διαστάσεων για το παράδειγμα του καταλόγου ελέγχων

Τα μοντέλα βαθμολόγησης επεκτείνουν τη λογική των καταλόγων ελέγχου αποδίδοντας μια βαρύτητα σε κάθε κριτήριο, η οποία υποδηλώνει τη σχετική σημασία του ενός προς το άλλο [2]. Στη συνέχεια υπολογίζεται μια σταθμισμένη βαθμολογία για κάθε υποψήφιο έργο. Κατά τον καθορισμό της βαρύτητας, πρέπει να ακολουθείται μια ομαδική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των διαφωνιών μετά την εκτίμηση. Ένας τρόπος για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι η καταγραφή όλων των κριτηρίων με φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας. Έπειτα, αποδίδεται στο λιγότερο σημαντικό κριτήριο η τιμή 10 και μια αριθμητική βαρύτητα στα υπόλοιπα κριτήρια, σε σχέση με αυτό. Ένα κριτήριο που θεωρείται δύο φορές πιο σημαντικό από αυτό πρέπει να έχει βαρύτητα 20. Εάν τα μέλη της ομάδας δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένες τιμές, πρέπει να διενεργηθεί ανάλυση ευαισθησίας. Ως ανάλυση ευαισθησίας ονομάζεται η μελέτη του πώς η μεταβλητότητα (αβεβαιότητα) του αποτελέσματος ενός μαθηματικού μοντέλου μπορεί να προϋπολογιστεί, ποιοτικά ή ποσοτικά, ανάλογα με διάφορες πηγές αβεβαιότητας στην είσοδο του μοντέλου. Διαφορετικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η τεχνική εκείνη όπου γίνεται συστηματική μεταβολή των παραμέτρων του μοντέλου για να προσδιοριστεί η επίδραση των αλλαγών αυτών [3].

Ένα παράδειγμα της χρήσης του μοντέλου βαθμολόγησης για τη διαλογή έργων, το οποίο συνδέεται με την ανάπτυξη νέων προϊόντων, παρουσιάζεται στον Πίνακα 2. Στην προκειμένη περίπτωση, 8 κριτήρια πρέπει να βαθμολογηθούν σε μια αριθμητική κλίμακα από το 0 έως το 30 όπου 0 σημαίνει «κακό» και 30 σημαίνει «άριστο». Επειδή η κλίμακα αυτή είναι αυθαίρετη, δεν πρέπει να δοθεί σημασία σε σχετικές τιμές. Για λόγους ευκολίας, η βαρύτητα κυμαίνεται σε μια κλίμακα από 0 έως 1. Γενικά, η παραγοντική βαθμολογία για το έργο j, έστω Tj, προκύπτει πολλαπλασιάζοντας τις σχετικές βαρύτητες wi για το κριτήριο i, με τις βαθμολογίες sij, και αθροίζοντας. Δηλαδή:

Στο παράδειγμα αυτό το υπό εξέταση έργο έχει παραγοντική βαθμολογία 18.

Διάφοροι άλλοι τύποι έχουν διατυπωθεί για την εξεύρεση της σχετικής βαρύτητας. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τρεις από τους απλούστερους:

· Ομοιόμορφες ή ίσες βαρύτητες. Έστω Ν κριτήρια, η βαρύτητα καθενός είναι:

· Συνολικές βαρύτητες κατάταξης. Εάν Ri είναι η θέση κατάταξης ενός κριτηρίου i (με το 1 ως την υψηλότερη κατάταξη) και υπάρχουν Ν κριτήρια, οι συνολικές βαρύτητες κατάταξης μπορούν να υπολογισθούν ως:

· Αντίστροφες βαρύτητες κατάταξης. Οι βαρύτητες αυτές μπορούν να υπολογισθούν ως:

Το πλεονέκτημα ενός μοντέλου βαθμολόγησης είναι ότι λαμβάνει υπόψη τις ανταλλαγές μεταξύ των κριτηρίων, όπως καθορίζονται από τις σχετικές βαρύτητες. Το μειονέκτημα είναι ότι δεν είναι πολύ ακριβές και στηρίζεται σε ένα αυθαίρετο σύστημα βαθμολόγησης.

Ο Mintzer υποστηρίζει ότι: «τα κλιμακούμενα μοντέλα βαθμολόγησης είναι εύκολα στη χρήση, διευκολύνουν τις συγκρίσεις των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που μετρώνται σε διαφορετικές μονάδες, και είναι πιο συνολικά από τις οικονομικές αναλύσεις. Επιπλέον, παρέχουν μια κατάταξη από το χαμηλότερο στο υψηλότερο κόστος βάσει όλων των οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών παραγόντων που μπορούν να ποσοτικοποιηθούν» [2]. Αν και πολύ εντυπωσιακές αυτές οι πεποιθήσεις, δυστυχώς πολλές από τις εφαρμογές που έχουν αναφερθεί δεν δίνουν μεγάλη σημασία σε μεθοδολογικά ζητήματα με αποτέλεσμα η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων να είναι εξαιρετικά αβέβαιη.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΦΕΛΟΥΣ-ΚΟΣΤΟΥΣ

Η ανάλυση οφέλους-κόστους, O/K (Benefit-Cost Analysis, B/C) ξεκίνησε το 1848 σε άρθρο του Dupuit και μοντελοποιήθηκε αργότερα από τον Alfred Marshall. Η πρώτη πρακτική εφαρμογή της ανάλυσης αυτής έγινε από το Σώμα του Μηχανικού του Αμερικανικού Στρατού, ενώ πριν από την ίδρυση αυτού του σώματος η δημόσιες επενδύσεις ήταν ανεξέλεγκτες [4]. Χρησιμοποιείται κυρίως από κυβερνήσεις για να εκτιμήσουν αν, σε ένα έργο, τα οφέλη υπερκεράζουν το κόστος που πρέπει να πληρωθεί.

Στον ιδιωτικό τομέα η αξιολόγηση της αξίας εναλλακτικών επενδυτικών ευκαιριών ξεκινά από το πόσο τεχνικά επιτεύξιμες είναι αυτές οι ευκαιρίες. Το επόμενο βήμα είναι η σύγκριση σε κάποιο ελάχιστο ελκυστικό ποσοστό απόδοσης (MARR: το ελάχιστο εκείνο ποσοστό απόδοσης που είναι αποδεκτό από τους διαχειριστές ή την εταιρεία πριν ξεκινήσει η υλοποίηση του έργου, δεδομένου των κινδύνων, ευκαιριών και του κόστους των υπόλοιπων έργων που είναι ήδη σε εξέλιξη[5]), της εκτιμώμενης ροής των εξόδων κατά την προσδοκώμενη οικονομική ζωή κάθε έργου. Πρέπει να πραγματοποιηθούν τεχνικές μελέτες για να καθορισθούν τα ουσιώδη δεδομένα. Στη συνέχεια συγκρίνεται το εκτιμώμενο κόστος και όφελος, συνήθως επί τη βάσει της παρούσας αξίας τους, χρησιμοποιώντας ένα προκαθορισμένο προεξοφλητικό επιτόκιο.

Όταν πρόκειται για τις δραστηριότητες της κυβέρνησης, όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Τα έσοδα, εισπράττονται μέσω διαφόρων μορφών φορολογίας και δαπανώνται θεωρητικά «για το δημόσιο συμφέρον». Έτσι η κυβέρνηση πληρώνει, αλλά εισπράττει πολύ λίγα, ή και καθόλου οφέλη. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει διάφορα προβλήματα. Πρώτον, σημαίνει ότι οι δικαιούχοι σε μια σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα, ανυπομονούν για την έγκριση της χρηματοδότησης. Σε τέτοιες καταστάσεις, μπορούν να εμφανιστούν καταστάσεις διαφθοράς, για να εγκριθεί η χρηματοδότηση έργων όχι και τόσο επωφελών για το κοινό συμφέρον. Ένα δεύτερο πρόβλημα αφορά τη μέτρηση του οφέλους, το οποίο συχνά καταβάλλεται σε ευρύ φάσμα δικαιούχων. Άλλες δυσκολίες περιλαμβάνουν την επιλογή του επιτοκίου και της κατάλληλης θεώρησης για την ανάλυση. Τέλος, στην ανάλυση οφέλους-κόστους (B/C), όπου ο λόγος O/K(B/C) χρησιμοποιείται για την κατάταξη ανταγωνιστικών έργων, ενδέχεται να υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με το ποια στοιχεία ανήκουν στον αριθμητή και ποια στον παρονομαστή του λόγου. Δεν υπάρχει πάντως ένας ορθός τρόπος υπολογισμού του λόγου O/K (B/C). Στη συνέχεια δίνονται οι δύο πιο συνηθισμένοι τύποι του λόγου Ο/Κ:

1. Συμβατικός λόγος Ο/Κ

ή

όπου

Β= ετήσια αξία (AW) οφελών για το χρήστη (benefits)

CR= κόστος ανάκτησης κεφαλαίου (ισοδύναμο ετήσιο κόστος αρχικής επένδυσης, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν υπολειμματική αξία) (capital recovery)

Ο= ισοδύναμο ομοιόμορφο ετήσιο κόστος λειτουργίας

Μ= ισοδύναμο ομοιόμορφο κόστος συντήρησης (maintenance)

2. Τροποποιημένος λόγος Ο/Κ

Η τροποποιημένη μέθοδος έχει μεγαλύτερη απήχηση στις κυβερνητικές υπηρεσίες και τα υπουργεία την τελευταία δεκαετία. Μολονότι και οι δύο μέθοδοι δίνουν την ίδια σύσταση όταν συγκρίνονται αμοιβαίως αποκλειόμενες εναλλακτικές δυνατότητες, ενδέχεται να δίνουν διαφορετικές κατατάξεις για ανεξάρτητες επενδυτικές ευκαιρίες. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση παρούσα αξίας (PW), ετήσιας αξίας (AW) και μελλοντικής αξίας (FW) πρέπει πάντοτε να δίνει τα ίδια αποτελέσματα.

Παράδειγμα 1-1

Σε ένα προτεινόμενο κυβερνητικό έργο, διαπιστώθηκαν οι εξής συνέπειες:

· Το αρχικό κόστος του έργου που πρέπει να καταβληθεί από την κυβέρνηση είναι $100Κ.

· Η παρούσα αξία (PW) της μελλοντικής συντήρησης που πρέπει να καταβληθεί από την κυβέρνηση είναι $40Κ.

· Η παρούσα αξία του οφέλους για το κοινό είναι $300Κ.

· Η παρούσα αξία του πρόσθετου κόστους δημοσίων χρηστών είναι $60Κ.

Να βρεθούν οι διάφοροι τρόποι υπολογισμού του λόγου O/K (B/C).

Λύση:

1η επιλογή:

2η επιλογή:

Ένας εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού είναι να θεωρηθεί το κόστος των χρηστών ως αρνητικό όφελος και να αφαιρεθεί από τον αριθμητή αντί να προστεθεί στον παρονομαστή. Έτσι έχουμε:

3η επιλογή:

Μια άλλη παραλλαγή είναι να θεωρηθούν τα έξοδα συντήρησης αρνητικό όφελος:

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρόλο που μπορούν να υπολογισθούν τρεις διαφορετικοί λόγοι οφέλους-κόστους, η καθαρή παρούσα αξία (NPV) δεν μεταβάλλεται αφού:

Όταν έχουμε μια μεμονωμένη επενδυτική ευκαιρία θεωρείται σκόπιμη εάν ο λόγος Ο/Κ (B/C) είναι μεγαλύτερος ή ίσος του 1, χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρέπει οπωσδήποτε να υλοποιηθεί.

Όταν έχουμε σύγκριση αμοιβαίως αποκλειόμενων εναλλακτικών, όπως ισχύει και για τους υπολογισμούς του ποσοστού απόδοσης (ROR) (ο λόγος των χρημάτων που κερδήθηκαν (κέρδος) ή χάθηκαν (ζημία) σε μια επένδυση προς τα χρήματα που επενδύθηκαν (κεφάλαιο)), προτιμάται μια αυξητική προσέγγιση.

Οι μελέτες Ο/Κ (B/C) στον δημόσιο τομέα ειδικότερα, είναι δυνατόν να προσεγγισθούν από διάφορες απόψεις. Η προοπτική που επιλέγεται μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο αποτέλεσμα της ανάλυσης. Επομένως είναι σημαντικό ο αναλυτής να γνωρίζει καλά ποια ομάδα εκπροσωπείται προτού αρχίσει τη μελέτη.

Επίσης σε μια τέτοια περίπτωση, είναι αναγκαίο να εξετάζεται ο αντίκτυπος των εναλλακτικών πολιτικών στο σύνολο του πληθυσμού και όχι μόνο στα εισοδήματα και τις δαπάνες μιας επιλεγμένης ομάδας. Έτσι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες, για να μην υπάρξει παραπλάνηση από υπεραισιόδοξα οικονομικά αποτελέσματα.

Προσέγγιση βήμα προς βήμα

Για τη διενέργεια ανάλυσης Ο/Κ (B/C) για ένα επενδυτικό έργο, είναι σημαντικό να τηρούνται τα ακόλουθα βήματα:

1. Προσδιορισμός του προβλήματος με σαφήνεια.

2. Ρητός καθορισμός του συνόλου των στόχων που πρέπει να επιτευχθούν.

3. Παραγωγή εναλλακτικών δυνατοτήτων που ικανοποιούν τους τεθέντες στόχους.

4. Σαφής προσδιορισμός των περιορισμών (π.χ. τεχνολογικοί, πολιτικοί, νομικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί) που υπάρχουν στο περιβάλλον του έργου. Το βήμα αυτό συμβάλει στη σύμπτυξη των εναλλακτικών δυνατοτήτων που έχουν διατυπωθεί.

5. Καθορισμός και απαρίθμηση των οφελών και του κόστους που συνδέονται με κάθε εναλλακτική δυνατότητα. Προσδιορισμός τους με χρηματικούς όρους. Εάν αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει για όλους τους παράγοντες, το γεγονός αυτό πρέπει να αναφέρεται ρητά στην τελική έκθεση.

6. Υπολογισμός των λόγων Ο/Κ (B/C) και άλλων δεικτών (π.χ. παρούσα αξία, ποσοστό απόδοσης (ROR), αρχική απαιτούμενη επένδυση, περίοδος αποπληρωμής) για κάθε εναλλακτική δυνατότητα.

7. Εκπόνηση της τελικής έκθεσης συγκρίνοντας τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κάθε εναλλακτικής δυνατότητας που εξετάσθηκε.

Χρήση της μεθοδολογίας

Όπως φαίνεται παραπάνω στα δύο πρώτα βήματα γίνεται ο ακριβής προσδιορισμός του προβλήματος και των σχετικών στόχων. Αυτό μπορεί να σημαίνει τον προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου προβλήματος ή την επίτευξη κάποιας συμφωνίας. Αφού γίνει αυτό πρέπει να βρεθεί μια λύση η οποία να είναι εφικτή τόσο από τεχνική όσο και από πολιτική και οικονομική άποψη.

Στα βήματα αυτά εμπεριέχεται μια διττή διαδικασία επιλογή:

· Μια διαδικασία μακροεπιλογής, με την οποία επιλέγουμε μεταξύ ανταγωνιστικών ευκαιριών ή προγραμμάτων και

· Μια διαδικασία μικροεπιλογής, με την οποία προσπαθούμε να βρούμε τη βέλτιστη, μεταξύ διαφόρων εναλλακτικών δυνατοτήτων.

Στον δημόσιο τομέα, έχει διατυπωθεί ότι συνήθως οι στόχοι και οι δυνατότητες επιλέγονται εν μέσω πολιτικής διαμάχης, τα δε οφέλη και το κόστος εξετάζονται περιορισμένα, έτσι προκρίνονται προς υλοποίηση έργα τα οποία δεν είναι πραγματικά επιθυμητά, εάν ληφθούν υπόψη οι ανάγκες της κοινωνίας στο σύνολό της. Έτσι η ανάλυση δίνει λανθασμένα συμπεράσματα.

Το ενδεχόμενο τέτοιον σφαλμάτων μπορεί να ελαχιστοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, εάν διενεργηθεί μια εξωτερική καθώς και μια εσωτερική ανάλυση Ο/Κ (B/C). Έτσι για ένα έργο κατασκευής κατοικιών, οι υπεύθυνοι σχεδιασμού πρέπει να εξετάσουν εξωτερικούς παράγοντες όπως τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες (δείκτης εγκληματικότητας, επίπεδα ένδειας, οικογενειακή δομή κλπ.) και την ύπαρξη Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, σχολείων και θέσεων απασχόλησης. Στη συνέχεια πρέπει να καθορισθούν οι ανταλλαγές που εμπεριέχονται σε εσωτερικούς παράγοντες, όπως ο τύπος των κατασκευαστικών υλικών, το μέγεθος των δωματίων σε σχέση με τον αριθμό των δωματίων και τα ντουλάπια στις κουζίνες σε σχέση με το μέγεθος των συσκευών. Όπως φαίνεται και από το παραπάνω παράδειγμα, η εσωτερική και εξωτερική ανάλυση είναι αλληλοεξαρτημένες.

Κατηγορίες οφελών και κόστους

Αφού καθορισθεί ένα σύνολο εναλλακτικών δυνατοτήτων, ξεκινά η λεπτομερής ανάλυση. Τα οφέλη και το κόστος μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες:

1. Πρωτεύοντα ονομάζονται τα οφέλη και το κόστος που απορρέουν άμεσα από ένα συγκεκριμένο έργο. Έτσι μια εταιρεία που κατασκευάζει φωτοβολταϊκά τόξα έχει ως πρωτεύον κόστος την παραγωγή και ως πρωτεύον όφελος το κέρδος από την πώλησή τους.

2. Δευτερεύοντα ονομάζονται τα οριακά οφέλη και κόστη που συσσωρεύονται κατά τη λειτουργία ενός ατελούς μηχανισμού της αγοράς. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αγοραίες τιμές των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών δεν αντικατοπτρίζουν τις «πραγματικές» τιμές. Η χρήση κρατικών κονδυλίων για την κατασκευή και τη συντήρηση αεροδρομίων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Υπάρχει ένα αφανές κόστος για την κοινωνία καθώς και ένα αφανές κόστος για τις αεροπορικές εταιρείες και αυτούς που ταξιδεύουν συχνά. Η αύξηση της ηχορύπανσης και της κυκλοφοριακής συμφόρησης γύρω από το αεροδρόμιο είναι παράδειγμα κόστους, ενώ το όφελος μπορεί να μετρηθεί από τα φθηνότερα αεροπορικά εισιτήρια.

3. Εξωτερικά ονομάζονται αυτά που προκύπτουν όταν ένα έργο έχει αντίκτυπο για κάποιους τρίτους εκτός της σκοπούμενης ομάδας. Οι μαζικές κυβερνητικές δαπάνες, στις ΗΠΑ για το διάστημα είχαν εκτενή οφέλη για την ιατρική επιστήμη και τον κλάδο της μικροηλεκτρονικής. Ομοίως, η ρύπανση έχει περαιτέρω αντίκτυπο που παράγει αρνητικά οφέλη με τη μορφή δαπανών για την υγεία και απωλειών εγκαταστάσεων ψυχαγωγίας.

4. Άυλα ονομάζονται τα οφέλη και το κόστος που είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να μετρηθούν σε χρηματική κλίμακα. Άυλα είναι τα εμπορικά σήματα (trademarks), η κυκλοφοριακή συμφόρηση στις πόλεις και τα οφέλη από τη χρήση αυτοματισμών στον χώρο εργασίας. Όταν τα άυλα κυριαρχούν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, είναι πολύ σημαντική η χρήση των μεθόδων πολλαπλών κριτηρίων, που αναλύονται σε άλλο κεφάλαιο.

Μετά την ταξινόμηση των οφελών και του κόστους με τον τρόπο αυτό, τα κόστη και τα οφέλη πρέπει να αποδοθούν στις διάφορες χρονικές περιόδους του έργου κατά τις οποίες αναμένεται να επέλθουν. Διακρίνονται λοιπόν η περίοδος σχεδιασμού, η περίοδος υλοποίησης, η περίοδος λειτουργίας και η περίοδος κλεισίματος. Η διάκριση αυτή είναι αναγκαία για την ορθή ποσοτική αξιολόγηση. Για παράδειγμα το κόστος που συνδέεται με τον θόρυβο, τη διαταραχή της κυκλοφορίας και τους κινδύνους της κατασκευής μετρό μπορεί να επέλθει μόνο κατά το στάδιο της υλοποίησης και πρέπει να προεξοφληθεί ανάλογα.

Αδυναμίες της μεθοδολογίας οφέλους-κόστους

Μόλις ολοκληρωθεί η ποσοτική εκτίμηση των διαφόρων στοιχείων κόστους και οφέλους, μπορεί να καθοριστεί αν είναι επιθυμητή η πραγματοποίηση ενός έργου. Ωστόσο, η χρήση του λόγου Ο/Κ (B/C) για την κατάταξη ή την επιβεβαίωση της βέλτιστης εναλλακτικής δυνατότητας μπορεί να αποδειχθεί εσφαλμένη, καθώς συγκαλύπτει το πρόβλημα της κλίμακας. Δύο έργα μπορεί να έχουν τον ίδιο λόγο, αλλά να περιλαμβάνουν κόστη και οφέλη που διαφέρουν κατά εκατομμύρια δολάρια, ή ένα έργο μπορεί να εμφανίζεται με χαμηλότερο λόγο από ένα άλλο, αλλά εξακολουθεί να εμφανίζει μεγαλύτερα οφέλη. Επομένως, ορισμένες φορές, τα έργα επιλέγονται απλώς και μόνο βάσει του κατά πόσον τα οφέλη τους υπερβαίνουν το κόστος τους. Και πάλι, όμως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η κλίμακα, καθώς είναι προφανές ότι δύο έργα μπορεί να έχουν το ίδιο καθαρό όφελος, αλλά το ένα να είναι πολύ πιο δαπανηρό από το άλλο.

Όπως αναφέρθηκε, ένας άλλος τρόπος αξιολόγησης των έργων είναι να συγκρίνεται το προσδοκώμενο ποσοστό απόδοσης(ROR) της επένδυσης με το επιτόκιο μιας εναλλακτικής χρήσης των πόρων. Το κριτήριο αυτό εξυπακούεται στις περισσότερες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα, αλλά γενικά παραβλέπεται στον δημόσιο τομέα, όπου οι απτές οικονομικές αποδόσεις δεν είναι μοναδικό κριτήριο για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Επιπλέον, σπάνια υπάρχει συναίνεση σχετικά με το προεξοφλητικό επιτόκιο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Οι οικονομολόγοι έχουν διαφορετικές απόψεις στο θέμα αυτό, και ορισμένοι θεωρούν ότι πρέπει να χρησιμοποιείται το κοινωνικό επιτόκιο της διαχρονικής προτίμησης, ενώ άλλοι υποστηρίζουν τη χρήση του ισχύοντος επιτοκίου. Οι υπολογισμοί της καθαρής παρούσας αξίας (NPV) πρέπει να επαναλαμβάνονται χρησιμοποιώντας διάφορες τιμές ώστε να διαπιστώνονται οι συνέπειες της ευαισθησίας.

Η συμφωνία σε ένα προεξοφλητικό επιτόκιο είναι συνήθως δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με το πρόβλημα του καθορισμού των μελλοντικών ροών κόστους και οφέλους. Οι αβεβαιότητες που αφορούν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες μπορεί να είναι μεγάλες όταν ο χρονικός ορίζοντας είναι απομακρυσμένος κατά περισσότερο από μερικά έτη, μολονότι συχνά όλες οι εναλλακτικές δυνατότητες έχουν την ίδια τύχη. Η διερεύνηση ζητημάτων καθαρής αξίας περιουσιακών στοιχείων και μεθόδων αντιμετώπισης αβέβαιων αποτελεσμάτων είναι κεντρικά προβλήματα της έρευνας και η λογική τους πρέπει να ακολουθείται ασταμάτητα.

Στην πράξη, σπάνια επαρκεί μόνο ένα κριτήριο για τη λήψη μιας ορθής απόφασης. Κατά την ανάλυση πρέπει να εξετάζονται περισσότερα κριτήρια, καθώς και οι πολλές παραλλαγές τους. Το σημαντικό στοιχείο, πάντως, είναι ότι ακόμη και όταν έχουν εξετασθεί όλοι οι σχετικοί παράγοντες, η ανάλυση θα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό υποκειμενικότητας, αφήνοντας περιθώρια τόσο για συνειδητές όσο και για υποσυνείδητες προκαταλήψεις. Από τα παραπάνω φανερώνονται οι δύο σημαντικές αδυναμίες της ανάλυσης Οφέλους-Κόστους (B/C).

Η πρώτη, συνίσταται στην αναγκαιότητα και τη γενική αδυναμία αξιολόγησης των στοιχείων εκείνων που δεν είναι δυνατόν να ποσοτικοποιηθούν με χρηματικούς όρους. Έτσι οι αναλυτές αναγκάζονται να απομακρυνθούν από τα γνωστά κριτήρια της οικονομικής αποδοτικότητας ως κύριο μηχανισμό αξιολόγησης και να κινηθούν προς τις άγνωστες περιοχές των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβληματισμών. Επίσης η αδυναμία αυτή αξίζει να σημειωθεί, ότι δεν είναι πρόβλημα μόνο του δημόσιου τομέα αλλά και του ιδιωτικού.

Η δεύτερη αδυναμία προκύπτει από την ιδιότητα της Ο/Κ(B/C) ανάλυσης ως κριτή και κριτικής επιτροπής. Σχεδόν πάντα, η ίδια κρατική υπηρεσία που προτείνει και επιχορηγεί ένα συγκεκριμένο έργο αναλαμβάνει την ανάλυση. Το κατά πόσο αυτό γίνεται εσωτερικά ή ανατίθεται σε εξωτερικό ανάδοχο δεν έχει σημασία. Αντίθετα, η υπηρεσία και οι ανάδοχοί της έχουν συνήθως παρόμοιες στάσεις και προκαταλήψεις στον τρόπο προσέγγισης ενός προβλήματος. Για να λειτουργήσει σωστά η διαδικασία και να παράγει αξιόπιστα αποτελέσματα απαιτούνται ανεξάρτητες εκτιμήσεις απαλλαγμένες από προκαταλήψεις.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ - ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας (C-E) είναι μια οικονομική ανάλυση που συγκρίνει τα κόστη με τα αποτελέσματα δύο ή περισσοτέρων υλοποιήσεων[6]. Σε αυτή την ανάλυση δεν χρησιμοποιούνται όπως στην ανάλυση οφέλους-κόστους ποσότητες μετρούμενες σε οικονομικά μεγέθη-χρηματικές μονάδες (πόσο είναι διατεθειμένος ο λαός να πληρώσει για τα οφέλη ενός έργου και πόσο για να «αποφύγει» το έργο), αλλά μέτρηση του κατά πόσο ικανοποιεί, κάθε υλοποίηση, τα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί, σε σχέση με το κόστος. Είναι ευρέως διαδεδομένο στο πεδίο των υπηρεσιών υγείας[7], όπου δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν σε χρηματικές μονάδες, και στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, όπως αναφέρεται παρακάτω.

Όταν συγκρίνονται δύο έργα που έχουν τον ίδιο λόγο O/K (B/C), αυτό που κοστίζει περισσότερο θα έχει μεγαλύτερες αποδόσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχει ένα καθορισμένο ή ανώτατο όριο στον προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα ένα έργο που είναι τεχνικά εφικτό να μην είναι οικονομικά εφικτό, ακόμη και αν έχει υψηλό λόγο O/K (B/C). Τα οικονομικά εμπόδια στην είσοδο στην αγορά είναι συνηθισμένα σε πολλούς τομείς όπως η κατασκευή αυτοκινήτων ή ημιαγωγών, όπου η απαιτούμενη αρχική επένδυση μπορεί να αγγίξει και το 1δισεκατομμύριο δολάρια.

Στην περίπτωση όπου ο περιοριστικός παράγοντας είναι ο προϋπολογισμός, είναι θεμιτό να μελετάται ποια είναι η αποτελεσματικότερη χρήση για τα διατιθέμενα χρήματα. Για το λόγο αυτό, διεξάγονται συχνά μελέτες κόστους-αποτελεσματικότητας (C-E). Στις μελέτες αυτές, δεν ενδιαφέρει τόσο το ποσοστό απόδοσης (ROR) όσο η επίδοση του προκύπτοντος συστήματος, όπως μετριέται από ένα σύνθετο δείκτη, ο οποίος είναι κατ’ ανάγκη υποκειμενικής φύσης. Αυτό συμβαίνει επειδή πρέπει να αξιολογηθούν συλλογικά μη μετρήσιμοι και ποιοτικοί παράγοντες, όπως ο κίνδυνος ανάπτυξης, η δυνατότητα συντήρησης και η ευχρηστία.

Γενικά, η αποτελεσματικότητα ενός συστήματος είναι ένα μέτρο του βαθμού στον οποίο μπορεί να αναμένεται ότι το σύστημα αυτό θα επιτύχει ένα σύνολο συγκεκριμένων απαιτήσεων. Συχνά παρουσιάζεται ως συνάρτηση της διαθεσιμότητας, της εξαρτησιμότητας και της δυναμικότητας του συστήματος.

· Η διαθεσιμότητα ορίζεται ως το μέτρο της κατάστασης του συστήματος στην αρχή της αποστολής. Είναι συνάρτηση της σχέσης μεταξύ εξοπλισμού, προσωπικού και διαδικασιών.

· Η εξαρτησιμότητα ορίζεται ως μέτρο της κατάστασης του συστήματος σε ένα ή περισσότερα σημεία κατά τη διάρκεια των εργασιών της αποστολής.

· Η δυναμικότητα αντιπροσωπεύει συγκεκριμένα το φάσμα των επιδόσεων του συστήματος.

Ο όρος αποτελεσματικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό αφηρημένος. Λόγω της γενικότητάς του μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους, γεγονός που δυσχεραίνει τον επακριβή ορισμό του. Για ένα προϊόν ή μια υπηρεσία, ένας ορισμός θα μπορούσε να είναι η ικανότητα απόδοσης αυτών που προβλέπονται στις τεχνικές προδιαγραφές. Μερικοί από τους όρους που συνδέονται με την αποτελεσματικότητα είναι τιμή, αξία, όφελος, χρησιμότητα, κέρδος και απόδοση. Σε αντίθεση με το κόστος, που μπορεί να μετρηθεί σε δολάρια, η αποτελεσματικότητα δεν διαθέτει ένα εγγενές μέτρο με το οποίο να μπορεί να εκφρασθεί κατ’ αποκλειστικότητα.

Το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ, είναι οι κατ’ εξοχήν υποστηρικτές των αναλύσεων Κόστους-Αποτελεσματικότητας (C-E). Έτσι έχουν δημιουργηθεί τα παρακάτω 8 βήματα που αντιπροσωπεύουν ένα κοινό σχέδιο για τη διεξαγωγή μιας μελέτης Κόστους-Αποτελεσματικότητας (C-E):

1. Καθαρισμός των επιθυμητών απαιτήσεων.

2. Προσδιορισμός των απαιτήσεων αποστολής.

3. Ανάπτυξη εναλλακτικών συστημάτων,

4. Θέσπιση κριτηρίων αξιολόγησης του συστήματος.

5. Καθορισμός δυναμικότητας εναλλακτικών συστημάτων.

6. Ανάλυση της αξίας κάθε εναλλακτικής δυνατότητας.

7. Διενέργεια ανάλυσης ευαισθησίας.

8. Τεκμηρίωση αποτελεσμάτων και διατύπωση συστάσεων.

Κρίσιμο βήμα είναι να αποφασισθεί με ποιον τρόπο θα κριθεί η αξία κάθε εναλλακτικής δυνατότητας. Μετά τη θέσπιση των κριτηρίων ή χαρακτηριστικών αξιολόγησης, απαιτείται ένας μηχανισμός για να κατασκευασθεί ένας κοινός δείκτης επιδόσεων. Συχνά χρησιμοποιούνται μοντέλα βαθμολόγησης, όπως αυτά που ήδη έχουν περιγραφεί. Εδώ εκτιμάται η σχετική σημασία κάθε χαρακτηριστικού του συστήματος και αποδίδεται μια βαρύτητα στον καθένα. Στη συνέχεια, αποδίδεται μια αριθμητική τιμή, λόγου χάρη μεταξύ 0 και 100, για την αποτελεσματικότητα κάθε χαρακτηριστικού κάθε συστήματος. Και πάλι, οι τιμές αυτές είναι υποκειμενικές βαθμολογίες, αλλά είναι δυνατόν να βασίζονται στην πράξη σε απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς αντικειμενικών μετρήσεων, υποκειμενικές γνώμες ή κρίσεις μηχανικών.

Σε πολλές περιπτώσεις, είναι σκόπιμο να συγκρίνονται σχετικές τιμές χαρακτηριστικών γραφικά ώστε να καθορίζεται κατά πόσο υπάρχουν προφανή σφάλματα στην εισαγωγή ή τη λογική των δεδομένων, όπως φαίνεται στο σχήμα 3 και στον Πίνακα 2.

Στο σημείο αυτό της ανάλυσης, έχουν αναπτυχθεί δύο σύνολα αριθμών για κάθε χαρακτηριστικό: τα κανονικοποιημένα βάρη, wi, και η θεωρητική βαθμολόγηση για κάθε σύστημα j και κάθε χαρακτηριστικό i, sij. Έτσι υπολογίζεται ένα σύνθετο μέτρο της αποτελεσματικότητας, Tj, για κάθε σύστημα j, χρησιμοποιώντας τον τύπο: . Η υψηλότερη τιμή του Τ υποδεικνύει το σύστημα με την καλύτερη συνολική επίδοση. Εάν αυτό το σύστημα, βρίσκεται εντός ορίων προϋπολογισμού και καμία από τις τιμές των χαρακτηριστικών του δεν βρίσκεται κάτω από ένα προκαθορισμένο κατώτατο όριο, τότε αποτελεί την πιθανή επιλογή. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα μόνη δεν αποκαλύπτει όλες τις πτυχές και, όποτε είναι δυνατό, η ανάλυση πρέπει να επεκτείνεται ώστε να περιλάβει και το κόστος.

Με παρόμοιο τρόπο, οι παράγοντες κόστους μπορούν να συνδυασθούν σε ένα κοινό δείκτη ώστε να συγκριθούν με την αποτελεσματικότητα. Συνήθως εξετάζονται τα έξοδα προμήθειας, εγκατάστασης και συντήρησης. Όταν ο ορίζοντας χρονοπρογραμματισμού εκτείνετε πέρα από το ένα έτος, οι συνέπειες του χρόνου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μέσω κατάλληλης προεξόφλησης.

Πίνακας 2 Δεδομένα ανάλυσης Κόστους-Αποτελεσματικότητας (C-E)

Σχήμα 3 Σχετική αποτελεσματικότητα συστημάτων

Στο τελευταίο βήμα μιας εκτεταμένης εκδοχής της μεθοδολογίας Κόστους-Αποτελεσματικότητας (C-E) συγκρίνονται η αποτελεσματικότητα του συστήματος και το κόστος. Από την άποψη αυτή ενδέχεται να είναι χρήσιμη μια γραφική αναπαράσταση. Στο σχήμα 4 σχεδιάζονται οι δύο παραλλαγές για κάθε σύστημα του Πίνακα 2. Η εξωτερική περιβάλλουσα δηλώνει το όριο αποτελεσματικότητας. Κάθε σύστημα που δεν βρίσκεται στην καμπύλη αυτή, κυριαρχείται από ένα σύστημα ή ένα συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων συστημάτων, γεγονός που σημαίνει ότι είναι κατώτερο από άποψη τόσο κόστους όσο και αποτελεσματικότητας. Η διακεκομμένη γραμμή δηλώνει το κατώτατο όριο που έχει θεσπιστεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που το Σύστημα 1 έχει την υψηλότερη βαθμολογία αποτελεσματικότητας, λόγω του ότι είναι πολύ πιο ακριβό από το Σύστημα 4, καθίσταται οριακά καλύτερο και με μια αυξητική ανάλυση, η επιλογή του είναι προβληματική.

Σχήμα 4 Σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας συστήματος και κόστους

ΘΕΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ

Κατά το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη θέση σε λειτουργία μεγάλων συστημάτων, οι μηχανικοί καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήματα όπως «τι μπορεί να πάει στραβά και πόσο πιθανό είναι κάτι τέτοιο;», «ποιο είναι το φάσμα των πιθανών συνεπειών, πότε ενδέχεται να συμβούν και πώς μπορούν να αποτραπούν ή να μετριασθούν;».

Η τυπική ανάλυση κινδύνων επιχειρεί να προσδιορίσει και, όποτε είναι δυνατόν, να ποσοτικοποιήσει τις απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις [2]. Στα νέα συστήματα, έχει γίνει αποδεκτός ως ένας τρόπος σύγκρισης των εγγενών κινδύνων στους εναλλακτικούς σχεδιασμούς, ο εντοπισμός του μέρους υψηλού κινδύνου ενός συστήματος και ο προσδιορισμός τεχνικών για το μετριασμό των κινδύνων.

Οι αναλυτές ορίζουν τον κίνδυνο ως τον συνδυασμό της πιθανότητας επέλευσης ενός ανεπιθύμητου συμβάντος και του μεγέθους κάθε προβλέψιμης συνέπειας(π.χ. ζημιά σε περιουσιακά στοιχεία, χρηματικές απώλειες, καθυστέρηση υλοποίησης). Οι εξεταζόμενες συνέπειες μπορεί να κυμαίνονται σε σοβαρότητα από ένα απλό εμπόδιο έως την καταστροφή. Ορισμένοι σχετικοί ορισμοί παρέχονται στον Πίνακα 3.

Το πρώτο βήμα στην ανάλυση κινδύνων είναι η καταγραφή των διάφορων σταδίων της αποστολής ενός συστήματος και της ευαισθησίας κάθε σταδίου απέναντι στον κίνδυνο. Ο χρόνος κατά τον οποίο συμβαίνει μια αστοχία μπορεί να μετριάσει τις συνέπειές της. Για παράδειγμα, η βλάβη σε ένα σύστημα ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας σε ένα μεγάλο αεροδρόμιο θα διαταράξει πολύ περισσότερο την τοπική εναέρια κυκλοφορία εάν συμβεί σε βραδινή ώρα αιχμής καθημερινής παρά το πρωί της Κυριακής.

Στη συνέχεια, για κάθε στάδιο της αποστολής, πρέπει να κατασκευάζεται το διάγραμμα λειτουργίας του συστήματος και πρέπει να καθορίζονται οι λογικές σχέσεις των συστατικών μερών και των υποσυστημάτων στο συγκεκριμένο στάδιο. Οι χρησιμότερες τεχνικές για το σκοπό αυτό είναι η ανάλυση ενδεχομένων βλάβης και επιπτώσεων, η ανάλυση δένδρου συμβάντων και η ανάλυση δένδρου λαθών [2]. Και οι τρεις αλληλοσυμπληρώνονται και μαζί βοηθούν τους μηχανικούς να προσδιορίσουν τις πηγές κινδύνου ενός συστήματος και να διαπιστώσουν τις πιθανές συνέπειες. Οι αλληλεπιδράσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές, καθώς η αστοχία ενός στοιχείου του εξοπλισμού μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ένα άλλο στοιχείο δεν τροφοδοτήθηκε, λόγου χάρη, με καύσιμο ή ηλεκτρισμό.

Για τους μηχανικούς και τους διαχειριστές, κύριος σκοπός της ανάλυσης κινδύνων -καθορισμός των σταδίων της αποστολής, εξέταση των σχέσεων μεταξύ μερών των συστημάτων και ποσοτικοποίηση των πιθανοτήτων αστοχίας- είναι η ανάδειξη τυχόν αδυναμιών στον σχεδιασμό και ο προσδιορισμός των αδυναμιών εκείνων που συμβάλλουν σε μεγαλύτερο βαθμό σε καθυστερήσεις ή ζημιές. Η διαδικασία μπορεί επίσης να προτείνει τρόπους ελαχιστοποίησης ή μετριασμού των κινδύνων.

Αποδοχή και διαχείριση των κινδύνων

Αφού καθορισθούν οι κίνδυνοι, οι διαχειριστές πρέπει να αποφασίσουν ποια επίπεδα είναι αποδεκτά βάσει οικονομικών, πολιτικών και τεχνολογικών κρίσεων. Η απόφαση μπορεί να προκαλέσει διαμάχη, επειδή περιλαμβάνει, αναγκαστικά, υποκειμενικές κρίσεις σχετικά με το κόστος και τα οφέλη ενός έργου, το καλό της οργάνωσης και τις πιθανές ζημίες ή ευθύνες.

Πίνακας 3 Ορισμοί σχετικοί με τον κίνδυνο (Πηγή: Dougherty και Fragola (1988))

Όπως είναι φυσικό, οι κίνδυνοι γίνονται ανεκτοί σε υψηλότερο επίπεδο εάν οι συμβάσεις είναι υψηλές ή κρίσιμες για την οργάνωση. Όποιο και αν είναι το επίπεδο κινδύνου που κρίνεται τελικά αποδεκτό, πρέπει να συγκρίνεται και, αν είναι αναγκαίο, να χρησιμοποιείται για την προσαρμογή των κινδύνων που θεωρούνται εγγενείς στο έργο. Η πιθανότητα αστοχίας μπορεί να μειωθεί περαιτέρω μέσω πλεονασματικών ή εφεδρικών υποσυστημάτων ή μέσω παράλληλων προσπαθειών κατά την ανάπτυξη. Επίσης, οι διαχειριστές πρέπει να προετοιμάζονται για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αστοχίας ή των προβλημάτων καταρτίζοντας σχέδια έκτακτης ανάγκης ή έκτακτες διαδικασίες.

Αντιμετώπιση της αβεβαιότητας

Μαζί με τα παραπάνω, πρέπει να εξετασθούν δύο ακόμη πηγές αβεβαιότητας. Η μία είναι εγγενής στη θεωρία πιθανοτήτων και η άλλη προέρχεται από τον παράγοντα του ανθρώπινου σφάλματος. Η ίδια η πιθανότητα της αστοχίας περιβάλλεται από μια λωρίδα αβεβαιότητας, η οποία διευρύνεται ή συρρικνώνεται ανάλογα με το πόσα δεδομένα είναι διαθέσιμα και με το πόσο καλά είναι κατανοητό το σύστημα. Αυτό το στατιστικό επίπεδο εμπιστοσύνης εκφράζεται συνήθως ως τυπική απόκλιση από τον μέσο ή έναν συναφή δείκτη. Τέλος, εάν το σύστημα είναι τόσο καινούριο ώστε τα δεδομένα που έχουν καταγραφεί για αυτό είναι λιγοστά ή ανύπαρκτα και να πρέπει να χρησιμοποιηθούν δεδομένα από παρεμφερή συστήματα για να γίνουν αντιληπτοί οι δυνητικοί κίνδυνοι, τότε υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το κατά πόσο η εκτίμηση μοιάζει σε επαρκή βαθμό με την πραγματική περίπτωση.

Στο επίπεδο της ανθρώπινης διεπαφής, η πρόκληση έγκειται στον σχεδιασμό ενός συστήματος κατά τρόπο ώστε, όχι μόνο να λειτουργεί όπως πρέπει, αλλά και να αφήνει στον χρήστη του, ελάχιστα περιθώρια για εσφαλμένες κρίσεις. Πρόσθετος κίνδυνος μπορεί να δημιουργηθεί εάν ένας σχεδιαστής δεν προβλέψει ποιες πληροφορίες θα πρέπει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει ένας χειριστής υπό την καθημερινή πίεση της δουλειάς του, ιδίως όταν αρχίζει να εκδηλώνεται μια επείγουσα κατάσταση.

Εν κατακλείδι, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι τόσο προβλέψιμη όσο αυτή ενός μηχανικού συστήματος. Σήμερα, υπάρχουν πολλές τεχνικές που επιτρέπουν να ποσοτικοποιηθεί με αρκετή αξιοπιστία η πιθανότητα απροσεξίας, σφάλματος ή παρερμηνείας. Παρ’ όλα αυτά η παραμένουσα αβεβαιότητα όσον αφορά την πρόβλεψη της ατομικής συμπεριφοράς συμβάλλει στον εναπομένοντα κίνδυνο σε κάθε σύστημα και έργο.

Μη πιθανοκρατικές μέθοδοι αξιολόγησης όταν υπάρχει αβεβαιότητα

Όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο μιας κεφαλαιουχικής επένδυσης, υπάρχουν τέσσερις κύριες πηγές αβεβαιότητας που είναι σχεδόν πάντοτε παρούσες στις τεχνικοοικονομικές μελέτες:

1. Ανακρίβεια των εκτιμήσεων χρηματορροής, ιδίως του οφέλους που συνδέεται με νέα προϊόντα ή τεχνολογία.

2. Σχέση μεταξύ του είδους της επιχειρησιακής δραστηριότητας και της μελλοντικής υγείας της εταιρείας. Ορισμένοι επιχειρηματικοί κλάδοι είναι εκ φύσεως ασταθείς, όπως η εξόρυξη πετρελαίου, η ψυχαγωγία και τα είδη πολυτελείας.

3. Είδος φυσικής μονάδας και εξοπλισμού. Ορισμένες δομές έχουν συγκεκριμένη οικονομική ζωή και αγοραία αξία, ενώ άλλες είναι απρόβλεπτες. Το κόστος εξειδικευμένων μονάδων και στοιχείων εξοπλισμού είναι συχνά δύσκολο να εκτιμηθεί, ιδίως όταν πρόκειται για έργα που δεν έχουν προηγούμενο.

4. Διάρκεια του έργου και περίοδος μελέτης. Όσο αυξάνεται η διάρκεια, αυξάνεται και η διακύμανση στις εκτιμήσεις του κόστους λειτουργίας και συντήρησης καθώς και στα εικαζόμενα οφέλη.

Όπως έγινε γνωστό από τη βιβλιογραφία, η ανάλυση νεκρού σημείου και η ανάλυση ευαισθησίας είναι δύο απλοί τρόποι για την αντιμετώπιση της αβεβαιότητας[2]. Άλλες προσεγγίσεις είναι η ανάλυση σεναρίων, το προσαρμοσμένο στον κίνδυνο ελάχιστο ελκυστικό ποσοστό απόδοσης (MARR) και η μείωση της ωφέλιμης ζωής.

Η ανάλυση νεκρού σημείου χρησιμοποιείται συνήθως όταν η διαδικασία επιλογής εξαρτάται από έναν μοναδικό παράγοντα, όπως τη δυναμικότητα, τις πωλήσεις, το ποσοστό απόδοσης (ROR) και εξετάζονται μόνον δύο εναλλακτικές δυνατότητες. Στην περίπτωση αυτή, εντοπίζεται αυτή με το μεγαλύτερο οριακό όφελος και επιλύοντας αναζητείται η τιμή του συντελεστή που καθιστά τις δύο εναλλακτικές δυνατότητες εξίσου ενδιαφέρουσες. Πάνω από το νεκρό σημείο, προτιμάται η εναλλακτική δυνατότητα με το μεγαλύτερο οριακό όφελος.

Στόχος της ανάλυσης ευαισθησίας είναι να εκτιμηθεί το σχετικό