Ομορφη Αμαρτια - Christina Lauren

Post on 04-Feb-2016

4.274 views 17 download

description

ΕΡΩΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Transcript of Ομορφη Αμαρτια - Christina Lauren

ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΘΑΡΜΑ ΣΤΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΡΓΕΝΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟΤΟΥ. ΜΙΑ ΜΕΛΛOΥΣΑ ΝΥΦΗΑΠΡΟΣΚΛΗΤΗ ΣΤΟ ΜΠΑΤΣΕΛΟΡΠΑΡΤΙ ΤΟΥ. ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗΝΥΧΤΑ ΣΤΙΣ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΓΏΝΙΕΣΤΟΥ ΛΑΜΠΕΡΟΥ ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ

Οι φίλοι του Μπένετ τον ξεκολλάνεεπιτέλους από την αγκαλιά της Χλόηςγια ένα Σαββατοκύριακο ακολασίας στοΛος Βέγκας αλλά από την πρώτη τουςκιόλας στάση τα πράγματα δενεξελίσσονται όπως ακριβώς τα είχανσχεδιάσει Ο Μπένετ και ο Μαξπροσπαθούν να εκμεταλλευτούν και τηνπαραμικρή ευκαιρία για ναξεγλιστρήσουν και να συναντηθούν στα

κρυφά με τις γυναίκες που αγαπούν -καιτο Σαββατοκύριακο της αντροπαρέαςεκτροχιάζεται εντελώς. Όταν οορκισμένος εργένης Γουίλ Σάμεραντίλαμβάνεται τι πραγματικάσυμβαίνει, οι δυο φίλοισυνειδητοποιούν έστω και απρόθυμα,ότι είναι προτιμότερο να τον έχουν μετο μέρος τους αν θέλουν να κερδίσουνλίγες ακόμα ευκαιρίες να αποδράσουνγια περισσότερες σέξι συναντήσεις στοΛας Βέγκας.

Η Χλόη Μιλς και ο Μπένετ Ράιαν απότο Όμορφο Κάθαρμα επιστρέφουν γιαένα τελευταίο καυτό και συγκλονιστικόδιήμερο πριν ανέβουν τα σκαλιά τηςεκκλησίας! Το κακό είναι ότι... αυτά που

θα συμβούν στο Λας Βέγκας είναιπιθανό να τους κάνουν να μη θέλουν ναφύγουν ποτέ από εκεί...

ΌμορφηΑΜΑΡΤΙΑ

CHRISTINALAURENΤίτλος Πρωτοτύπου: BeautifulBombshell

Copyright © 2013 by Christina Hobbs

and Lauren Billings All RightsReserved.

Published by arrangement with theoriginal publisher, GALLERY BOOKS,a Division of Simon & Schuster, Inc.

Αποκλειστικότητα για την ελληνικήγλώσσα:

Copyright © 2015 Κεστός

Κεντρική Διάθεση: Δομοκού 4

Αθήνα 104 4Ο Τηλ.: 21Ο52.37.635 Fax: 21Ο 52.37.677

Απαγορεύεται η αναπαραγωγήοποιοσδήποτε τμήματος του βιβλίου με

οποιοδήποτε μέσο (φωτοτυπία,εκτύπωση, μικροφίλμ, ή άλλημηχανική ή ηλεκτρονική μέθοδο) χωρίςτην άδεια του εκδότη.

Μετάφραση: Μυρτώ ΣαρρήΕπιμέλεια: Δημοσθένης Κερασίδης

Εικόνες εξωφύλλου/οπισθοφύλλου:

© Mayer George/Shutterstock, MitchellFunk/Getty Images/Ideal Image

ISBN: 978-618-515-800-2

Εκτύπωση: A. Χονδρορίζος & Σια O.E.,210-5126233, lithoxon@gmail.com

Γιa την υπέροχη καί αγαπημένη μας

Μάρθα (που νίκησε τον καρκίνο)

ΕΝΑ

Μπένετ Ράιαν

«Η πιο έξυπνη κίνηση που έκανα ποτέήταν το ότι ζήτησα απ’ τον Μαξ Στέλαρνα με βοηθήσει να οργανώσω το μπά-τσελορ πάρτι σου.»

Κοίταξα τον αδερφό μου, τον Χένρι. Ταλόγια του είχαν ακουστεί σχεδόντραγουδιστά. Καθόταν αναπαυτικάστη δερμάτινη πολυθρόνα του, με έναποτήρι βότκα με τόνικ στο χέρι. Είχεεπιστρέψει από μια μυστική «σύσκεψη»

σε κάποιο κρυφό δωμάτιο. Δεν είχαξαναδεί άνθρωπο να χαμογελάει τόσοπλατιά μα και πονηρά. Όλη την ώραπου μιλούσε, δεν με κοίταζε.Παρακολουθούσε τρεις πανέμορφεςκοπέλες να χορεύουν πάνω στη σκηνήκαι να κάνουν στριπτίζ με αργό,αισθησιακό ρυθμό. «Να το θυμηθώτην επόμενη φορά», ψιθύρισεφέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του.

«Δεν σκοπεύω να ξαναπαντρευτώ»,είπα.

«Εδώ που τα λέμε...» Ο Γουίλ Σάμερ,κολλητός φίλος και συνεργάτης τουΜαξ, έσκυψε μπροστά καιαντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Χένρι.

«Ειδικά εσύ πιθανόν να χρειαστείς έναδεύτερο μπάτσελορ πάρτι, αν η δίκιάσου μάθει για τα παιχνιδάκια τωνχορευτριών εδώ μέσα. Φαίνεται ότι

δεν περιορίζονται μόνο σε κάποιακουνήματα καβάλα στους θαμώνες...»

Με μια απορριπτική χειρονομία ο Χένριείπε: «Ήταν απλώς ένας χορός από μιακοπέλα καθισμένη επάνω μου.» Κιύστερα μου χαμογέλασε κλείνοντάς μουτο μάτι. «Ένας πολύ καλός χορός σταγόνατα, για να ακριβολο-γούμε...»

«Είχε αίσιο τέλος;...» ρώτησαπειράζοντάς τον, αλλά και νιώθονταςκάπως ενοχλημένος.

Ο Χένρι κούνησε αρνητικά το κεφάλικαι γελώντας ήπιε άλλη μια γουλιά απ’το ποτό του. «Δεν ήταν τόσο καλός,Μπεν.»

Αναστέναξα με ανακούφιση. Ήξερα τοναδερφό μου αρκετά καλά και πίστευαότι δεν θα απατούσε ποτέ τη γυναίκατου, τη Μίνα, αλλά παρ’ όλα αυτά ηηθική του φλέρ-ταρε, πολύ περισσότεροαπ’ ό, τι εγώ, με την άποψη «δεν μπορείκανείς να πληγωθεί από κάτι που δενγνωρίζει.»

Με τη Χλόη θα παντρευόμασταν τονΙούνιο, ωστόσο το μόνοΣαββατοκύριακο που μπορούσαμε νααποδρά-σουμε ο Χένρι, ο Γουίλ κι εγώ

για το μπάτσελορ πάρτι ήταν το δεύτεροΣαββατοκύριακο του Φεβρουάριου. Καιοι τέσσερις είχαμε φανταστεί ότι θαέπρεπε κατά κάποιον τρόπο ναδωροδοκήσουμε τις γυναίκες μας για ναμας αφήσουν να πάμε στο Λας Βέγκαςγια ένα Σαββατοκύριακο μόνο γιαάντρες την Ημέρα του ΑγίουΒαλεντίνου, αλλά, ως συνήθως, μαςεξέπληξαν: δεν είχαν φέρει καμίααντίρρηση και απλώς είχανπρογραμματίσει για τις ίδιεςένα διήμερο ταξίδι στο Κάτσκιλ, τοβουνό στα βόρεια της Νέας Υόρκης.

Ο Μαξ είχε επιλέξει ένα κλαμππολυτελείας για να ξεκινήσουμε αυτό τοΣαββατοκύριακο της ακολασίας. Δεν

ήταν από τα μέρη που θα μπορούσαμενα είχαμε βρει τυχαία με μια αναζήτησηστο ίντερνετ ή περπατώνταςστην κεντρική λεωφόρο του ΛαςΒέγκας. Για να ακριβολογούμε, εκπρώτης όψεως, το Μπλακ Χαρτ δενέλεγε και πολλά πράγματα. Ήτανκρυμμένο σ’ ένα καθ’ όλα νόμιμοκτίριο με γραφεία, δύο τετράγωνα πιοπέρα από την πολύβουη κεντρικήλεωφόρο. Μέσα όμως -αν περνούσεκανείς από τρεις κλειδωμένες πόρτες καιδύο φουσκωτούς, στο μέγεθος τουδιαμερίσματος μου στη Νέα Υόρκη, καιέφτανε στα άδυτα του κτιρίου- τοκλαμπ ήταν κυριλέ και, όπου κιαν έστρεφες το βλέμμα σου, το σεξήταν μπροστά σου.

Ο τεράστιος κύριος χώρος είχε διάφορεςυπερυψωμένες εξέδρες και σε καθεμίααπ’ αυτές λικνιζόταν μια χορεύτρια πουφορούσε αστραφτερό, ασημί κιλοτάκι.Υπήρχαν τέσσερα μπαρ από μαύρομάρμαρο, ένα σε κάθε γωνία, και τοκαθένα ειδικευόταν σε διαφορετικόείδος ποτού. Με τον Χένρι είχαμεπροτιμήσει το μπαρ της βότκας όπουτσι-μπολογούσαμε και λίγο χαβιάρι,σολομό και μπλινί. Ο Μαξ και ο Γουίλείχαν πάει σφαίρα στο μπαρ με τοουίσκι. Τα άλλα δύο μπαρ σέρβιραν μιαποικιλία κρασιών ή λικέρ.

Τα έπιπλα ήταν ντυμένα με ένα σικάτοσκούρο δέρμα. Ήταν απίστευτα μαλακόκαι κάθε πολυθρόνα μπορούσε να

χωρέσει δύο... σε περίπτωση πουκάποιος από εμάς δεχόταν τις«προσφορές» από την πίστα γιαιδιωτικό χορό. Σερβιτόρες πουφορούσαν μπικίνι από λάτεξ ήαπολύτως τίποτα περιέφεραν δίσκους μεποτά. Η δική μας σερβιτόρα, η Τζία, είχεξεκινήσει τη βραδιά με μια δαντελωτή

κόκκινη πουκαμίσα και ασορτί κιλοτάκι,ενώ κομψά κοσμήματα στόλιζαν ταμαλλιά, τα αυτιά και τον λαιμό της.Κάθε φορά όμως που ερχόταν να δει ανχρειαζόμαστε κάτι, βλέπαμε ότι είχεαπαλλαγεί και από κάποιο κομμάτιτης ενδυμασίας της.

Δεν σύχναζα τακτικά σε τέτοια μέρη,

αλλά ακόμα κι εγώ καταλάβαινα ότι δενεπρόκειτο για κάποιο στριπτιζά-δικο τηςσειράς. Ήταν εντυπωσιακό.

«Το ερώτημα είναι», είπε ο Χένρι,διακόπτοντας τις σκέψεις μου, «πότε θααπολαύσει ο μέλλων γαμπρός έναν χορόαπό μια χορεύτρια που θα του κάνειδιάφορα παιχνίδια καθισμένη επάνωτου.»

Όλοι γύρω μου άρχισαν να μεπαρακινούν, εγώ όμως ήδη κουνούσααρνητικά το κεφάλι. «Μπα, δεν θαπάρω. Οι χοροί αυτοί δεν είναι το φόρτεμου.»

«Πώς γίνεται να μην είναι το φόρτε σουμια άγνωστη και απίστευτα σέξι κοπέλα

που χορεύει καθισμένη επάνω σου;»ρώτησε ο Χένρι και τα γουρλωμέναμάτια του ήταν γεμάτα δυσπιστία. Μετον αδερφό μου ποτέ δενείχαμε επισκεφθεί τέτοιου είδους κλαμπσε κανένα από τα επαγγελματικά μαςταξίδια. Νομίζω ότι η έκπληξη πουένιωθα για τον δικό του ενθουσιασμόήταν αντίστοιχη της δικής του έκπληξηςγια τη δική μου αποστροφή. «Καλά, δενκυλάει ζεστό αίμα στις φλέβες σου;»

Έγνεψα καταφατικά. «Πολύ ζεστό.Μάλλον γι’ αυτό δεν μου αρέσουν.»

«Μαλακίες!» είπε ο Μαξ αφήνοντας τοποτό του στο τραπέζι και γνέφοντας σεκάποιον που καθόταν στην απέναντι

σκοτεινή γωνιά του μπαρ. «Αυτή είναι ηπρώτη βραδιά του τελευταίου εργένικουΣαββατοκύριακού σου κι ένας πριβέχορός επιβάλλεται.»

«Όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο, εγώσυμφωνώ με τον Μπένετ», είπε ο Γουίλ.«Αυτοί οι χοροί από άγνωστες κοπέλεςείναι μάλλον απαίσιοι. Πού πρέπει ναβάλεις τα χέρια σου; Πού να κοιτάξεις;Δεν είναι όπως με μια ερωμένη -παραείναι απρόσωπο.»

Ενώ ο Χένρι επέμενε ότι ο Γουίλπροφανώς δεν είχε απολαύσει ποτέ ένανκαλό πριβέ χορό, ο Μαξσηκώθηκε όρθιος για να μιλήσει σ’ ένανάντρα που έδειχνε σαν να έχει

ξεφυτρώσει από το πουθενά δίπλα στοτραπέζι μας. Ήταν πιο κοντός από τονΜαξ -πράγμα καθόλου ασυνήθιστο- μεγκρίζους κροτάφους. Το πρόσωπο καιτα μάτια του απέπνεαν μια ηρεμία πουέδειχνε ότι είχε κάνει πολλά στη ζωήτου και είχε δει ακόμα περισσότερα.Φορούσε ένα πολύ ωραίο μαύροκοστούμι και τα σφιγμένα χείλητου σχημάτιζαν μια λεπτή γραμμή.Κατάλαβα ότι πρέπει να

ήταν ο περίφημος Τζόνι Φρεντς, τονοποίο είχε αναφέρει ο Μαξ στη διάρκειατης πτήσης μας.

Παρ’ όλο που υπέθετα ότι κουβέντιαζανγια το πώς θα μου έφερναν μια

χορεύτρια, είδα τον Τζόνι ναψιθυρίζει κάτι και τον Μαξ να γυρίζει ταμάτια προς τον τοίχο,κάπως συνοφρυωμένος. Είναιμετρημένες στα δάχτυλα τουενός χεριού οι φορές που έχω δει τονΜαξ να μην είναι χαλαρός, γι’ αυτό καιέσκυψα μπροστά προσπαθώντας νακαταλάβω τι έτρεχε. Ο Χένρι και οΓουίλ ήταν στον κόσμο τους, έχονταςστρέψει ξανά την προσοχή τους στιςγυμνές πλέον χορεύτριες πάνω στησκηνή. Τελικά οι ώμοι του Μαξχαλάρωσαν, σαν να είχε βγάλει κάποιοσυμπέρασμα

και χαμογέλασε στον Τζόνιμουρμουρίζοντας: «Ευχαριστώ, φίλε.»

Δίνοντας ένα απαλό χτύπημα στον ώμοτου Μαξ, ο Τζόνι απομακρύνθηκε. ΟΜαξ επέστρεψε στο κάθισμά του καιπήρε ξανά το ποτό του. Έδειξα με τοπιγούνι μου προς την πόρτα όπου είχεεξαφανιστεί ο Τζόνι πίσω από μια μαύρηκουρτίνα. «Τι τρέχει;»

«Αυτό που τρέχει», είπε ο Μαξ, «έχει νακάνει με το δωμάτιο που ετοιμάζεται γιασένα.»

«Για μένα;» πίεσα με την παλάμη μουτο στήθος μου κουνώντας το κεφάλι.«Για άλλη μια φορά σου λέω, Μαξ, δενθέλω.»

«Ναι, καλά τώρα...»

«Μιλάς σοβαρά;»

«Φυσικά και μιλάω σοβαρά. Ο Τζόνιμού είπε ότι πρέπει να διασχίσειςεκείνον τον διάδρομο» -ο Μαξ έδειξεπρος μια άλλη πόρτα, όχι εκείνη απ’όπου είχε εξαφανιστεί ο φίλος του- «καινα προχωρήσεις προς τον Ποσειδώνα.»

Άφησα ένα βογκητό και ξάπλωσα πίσωστην πολυθρόνα μου. Παρότι αυτό τοκλαμπ έδειχνε να είναι το κορυφαίοστην κατηγορία του σ’ αυτή την πόλη -ίσως και σε οποιαδήποτε πόλη- ανέφτιαχνα μια λίστα με τα πράγματα πουήθελα να κάνω απόψε, ένας τέτοιοςπριβέ χορός από μια άγνωστη χορεύτριατου Λας Βέγκας πρέπει να βρισκόταν το

πολύ μια-δυο θέσεις παραπάνω από τονα φάω μπαγιάτικο σούσι και να πάθωδηλητηρίαση.

«Λοιπόν, άντε τράβα σ’ εκείνον τονδιάδρομο σαν σωστός άντρας καιαπόλαυσε ένα κορίτσι να τρίβεται πάνωστο καυλί σου χορεύοντας για πάρτησου.» Ο Μαξ με κοίταξεμισοκλείνοντας τα μάτια. «Θα κόψειςεπιτέλους τις μαλακίες και τημουρμούρα; Είναι το τελευταίοεργένικο Σαββατοκύριακό σου,γαμώτο! Φέρσου σαν άντρας,τουλάχιστον σαν τον άντρα που ήσουνκάποτε.»

Τον περιεργάστηκα και αναρωτιόμουν

γιατί ο ίδιος έμενε κολλημένος στηνκαρέκλα του, ενώ είχε λυσσάξει να μεσηκώσει απ’ τη δική μου. «Δεν σουπρότεινε ο Τζόνι να επισκεφθείς κι εσύκανένα δωμάτιο; Για σένα δεν έχει πρι-βέ χορό;»

Εκείνος γέλασε φέρνοντας το ποτήρι μετο ουίσκι στα χείλη του και ψιθύρισε:«Ένας χορός είναι, Μπεν. Διάολε, δενσε στέλνουμε και στον οδοντίατρο...»

«Είσαι μαλάκας!» Σήκωσα το ποτήριμου και κοίταξα το παχύρρευστοδιάφανο υγρό. Όταν ήρθα εδώ, ήξεραότι θα υπήρχαν γυναίκες και ποτά καιίσως κάποιες δραστηριότητες που θακινούνταν στα όρια της νομιμότητας,

η αλήθεια όμως ήταν ότι το ήξερε και ηΧλόη. Μου είχε πει να περάσω καλά καιδεν είχα δει στο βλέμμα της τηνπαραμικρή σκιά ανησυχίας ήκαχυποψίας. Εξάλλου δεν υπήρχεκανένας λόγος.

Έφερα στα χείλη το ποτό μου, τοκατέβασα μονορούφι και ψιθύρισα:«Δεν γαμιέται...» Σηκώθηκα καιπροχώρησα προς τον διάδρομο. Ταυπόλοιπα μέλη της παρέαςείχαν, παραδόξως, τη διακριτικότητα ναμην αρχίσουν τις ζητωκραυγές, όμωςένιωθα τα βλέμματά τους καρφωμέναστην πλάτη μου καθώς προχωρούσαπρος τον διάδρομο που βρισκόταναριστερά από την κεντρική σκηνή.

Μόλις πέρασα το κατώφλι, το χρώματου χαλιού άλλαξε από μαύρο σε βαθύμπλε ρουά και ο χώρος έδειχνε ακόμα

πιο σκοτεινός από την κύρια αίθουσα.Οι τοίχοι είχαν την ίδια βελούδινημαύρη απόχρωση και τα μικροσκοπικάκρυστάλλινα φώτα στον τοίχο φώτιζαναχνά τον δρόμο που έπρεπε ναακολουθήσω. Στη μία πλευρά τουδιαδρόμου υπήρχαν πόρτες που είχανεπάνω τους ονόματα πλανητών: Ερμής,Αφροδίτη, Γη... Στο τέλος τουδιαδρόμου, μπροστά στην πόρτα πουέγραφε Ποσειδώνας, δίστασα λίγο.Αραγε ήταν ήδη μέσα εκεί κάποιακοπέλα; Θα υπήρχε για μέναμια πολυθρόνα ή, ακόμα χειρότερα, ένα

κρεβάτι;

Η πόρτα ήταν περίτεχνα στολισμένη καιβαριά, σαν να προερχόταν από κάποιοκάστρο ή, διάολε, από κάποιο σκοτεινόυπόγειο μπουντρούμι σεξουαλικώνβασανιστηρίων. Μαλάκα Μαξ. Καθώςγύριζα το πόμολο, ένιωσα ένα ρίγος.Αναστέναξα με ανακούφιση ότανδιαπίστωσα ότι δεν υπήρχε κανέναςσιδερένιος σταυρός ούτε χειροπέδες καιότι καμία κοπέλα δεν βρισκόταν ήδηεκεί. Μόνο μια μεγάλη πολυθρόνα μεένα μικρό ασημένιο κουτίακουμπισμένο στο κέντρο της. Πάνωστο κουτί, δεμένη με μεταξωτή κόκκινηκορδέλα, μια λευκή κάρτα έγραφε μεπεντακάθαρα γράμματα Μπένετ Ράιον.

Τέλεια. Η Άγνωστη Χορεύτρια του ΛαςΒέγκας μπορεί να ήξερε ήδη το όνομάμου, διάολε.

Μέσα στο κουτί υπήρχε ένα μαύροσατέν μαντίλι με δεμένες τις δύο άκρεςτου μεταξύ τους και μια ασημένια κάρτααπό χοντρό χαρτόνι που έγραφε μεμαύρο μελάνι Φόρεσέ το στα μάτια σου.

Δηλαδή για έναν πριβέ χορό έπρεπε ναέχω δεμένα τα μάτια; Τι νόημα είχε; Τογεγονός ότι δεν τον ήθελα σήμερα δενσήμαινε ότι δεν θυμόμουν από τοπαρελθόν πώς ήταν

οι πριβέ χοροί. Αν δεν είχε αλλάξει ητελετουργία τα τελευταία χρόνια, το όλοθέμα ήταν να κοιτάζεις και να μην

αγγίζεις. Διάολε, τι υποτίθεται ότι θαέπρεπε να κάνω αν είχα τα μάτια δεμέναόταν θα ερχόταν η χορεύτρια;Αποκλείεται πάντως να την άγγιζα.

Άφησα το μαντίλι πάνω στηνπολυθρόνα, αγνοώντας το, και κοίταξατον τοίχο. Τα λεπτά περνούσαν κι εγώένιωθα ολοένα και πιο σίγουρος ότι δενυπήρχε καμία μα καμία περίπτωση ναδέσω τα μάτια μου μέσα σ’ αυτό τοδωμάτιο.

Ο εκνευρισμός μου ολοένα καιμεγάλωνε, σχεδόν τον άκουγα μέσαμου. Ήταν σαν ένας βρυχηθμός, ένακύμα, μια φλόγα που έτριζε. Έκλεισα ταμάτια, πήρα τρεις βαθιές ανάσες και

κοίταξα πιο προσεκτικά γύρω μου. Οιτοίχοι είχαν ανοιχτό γκρίζο χρώμα και ηπολυθρόνα σκούρο μπλε. Το δωμάτιοέμοιαζε περισσότερο με δοκιμαστήριοκάποιου καταστήματος πολυτελείαςπαρά με έναν χώρο όπου άντρεςαπολάμβαναν κάτι που υποθέτω ότιξεπερνούσε κατά πολύ έναν απλό χορό.Χάιδεψα με το χέρι μου το μαλακόδέρμα της πολυθρόνας και εκείνη τηστιγμή πρόσεξα το δεύτερο σημείωμαπου ήταν χωμένο κάτω απ’ το μεταξωτόμαντίλι μέσα στο κουτί. Έγραφε, με τονίδιο γραφικό χαρακτήρα και στο ίδιοχοντρό χαρτί:

Φόρα το γαμημένο το μαντίλι, Μπεν!Μην είσαι κότα.

Μαλάκα Μαξ... Ήμουν πραγματικάαναγκασμένος να κάθομαι εδώ,αιχμάλωτος, μέχρι να δέσω τα μάτιαμου για να τελειώνει αυτή η ιστορία;Θυμωμένος, πήρα το μαύρο ύφασμα, τοπέρασα πάνω απ’ το κεφάλι μου και γιαμια στιγμή μόνο δίστασα πριν τοκατεβάσω μπροστά στα μάτια μου. Ήδησχέδιαζα πώς θα έπαιρνα την εκδίκησήμου απ’ τον Μαξ. Με ήξερεπερισσότερα χρόνια από οποιον-δήποτεάλλο, αν εξαιρέσουμε την οικογένειαμου, και γνώριζε πολύ καλά πόσομεγάλη σημασία είχαν για μέναη εμπιστοσύνη και ο έλεγχος τωνκαταστάσεων. Και τώρα μου ζητούσε ναέρθω σ’ αυτό το δωμάτιο και να δέσωτα μάτια μου χωρίς να ξέρω τι θα

συμβεί; Ήταν πραγματικά μεγάλοαρχίδι.

Έγειρα πίσω στον τοίχο και περίμεναβυθισμένος σε-μια εκνευριστικήαπομόνωση. Τα αυτιά μου διέκρινανήχους που δεν είχαν αντιληφθεί ως τότε:την υπόκωφη ρυθμική μουσική από ταάλλα δωμάτια, τον διακριτικόμεταλλικό ήχο από πόρτες πουανοιγόκλειναν. Τότε άκουσα το πόμολοτου δικού μου δωματίου να γυρίζει καιτην πόρτα να ανοίγει με τον απαλό ήχοτου ξύλου που γλιστράει πάνω σε χαλί.

Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάειξέφρενα.

Μόλις μύρισα το άγνωστο άρωμα,

ένιωσα την πλάτη μου να σφίγγεται σανπέτρα από τη δυσφορία. Δεν γνώριζατίποτα για την άγνωστη γυναίκα πουείχε μπει στο δωμάτιο εκτός από τοάρωμά της. Με δαιμόνιζε πουδεν μπορούσα να δω τι με περίμενε.Εκείνη έκανε κάτι κοντά στον τοίχο:άκουσα ένα σύρσιμο, ένα διακριτικόκλικ και αμέσως μετά μια απαλή,ρυθμική μουσική πλημμύρισε τον χώρο.

Ζεστά, τρυφερά χέρια με έπιασαν απ’τους καρπούς και ήρεμα, αλλά πολύεπιδέξια, οδήγησαν τα δικά μου χέριανα πέσουν στο πλάι. Δεν επιτρέπονταντα αγγίγματα; Κανένα πρόβλημα.

Καθόμουν ακίνητος καθώς εκείνη

ανέβηκε πάνω μου. Η ανάσα της μύριζεκανέλα, τα μπούτια της τρίβοντανστα πόδια μου, τα χέρια της χάιδευαν τοστήθος μου. Έτσι λοιπόν θα πήγαινε τοπράγμα: θα έμενα με τα μάτια δεμένα,εκείνη θα χόρευε πάνω μου κι ύστεραθα μπορούσα να φύγω; Ένιωσα τονεαυτό μου να χαλαρώνει όλο καιπερισσότερο. Η κοπέλα κουνιόταν πάνωμου, τα μπούτια της τρίβονταν στουςμηρούς μου, τα χέρια της χάιδευαντο στήθος μου απαλά. Δεν φαινότανεντελώς παράλογο να έχω δεμένα ταμάτια, μιας και με τα αγγίγματά τηςένιωθα αρκετά σημεία του κορμιού τηςαν όμως ήμουν από τους άντρες πουτους αρέσουν τέτοια κόλπα, θα ήτανπολύ σπαστικό να μου έχουν στερήσει

την όρασή μου.

Όμως ο Μαξ ίσως ήξερε ότι μόνο έτσιδεν θα μου ήταν αφόρητη η εμπειρίαπου μου έκαναν δώρο αυτός καιοι άλλοι δύο. Η σκέψη αυτή μείωσεκάπως την επιθυμία μου να του κόψω τ’αρχίδια...

Η χορεύτρια τρίφτηκε με όλο της τοκορμί επάνω μου. Οι γοφοί τηςκινούνταν στον ρυθμό της μουσικής,λικνίζονταν διαγράφοντας μικρούςκύκλους γεμάτους υπονοούμενα.Πιάστηκε από τους ώμους μου για νακρατηθεί, έσκυψε μπροστά κι ένιωσα ναχώνει τον κώλο της ανάμεσα στα πόδιαμου. Στην ιδέα ότι το μουνί της

βρισκόταν τόσο κοντά στον πούτσο μουπροσπάθησα, όσο πιοδιακριτικά μπορούσα, να τραβηχτώπρος τα πίσω και να βυθίσω το σώμαμου στην πολυθρόνα. Εκείνη σήκωσεξανά το κορμί της κι ένιωσα το σχήματων βυζιών της καθώς τριβόταν στοστήθος μου. Η ανάσα της ήταν ζεστήκαι απαλή στον λαιμό μου και, παρότιδεν ήταν από μόνη της δυσάρεστη,

πολύ γρήγορα με έκανε να νιώσωάβολα. Ο αρχικός μου φόβος ότι θαέπρεπε να την κοιτάξω ή ναχαμογελάσω ή να δείχνω ότιβρισκόμουν εδώ με τη θέλησή μου καικόντευα να λιώσω υποχώρησε, και αντίγι’ αυτό σκέφτηκα ότι ο χορός δεν

γινόταν για κανέναν απ’ τους δυο μας.Προφανώς εκείνη το μόνο πουαποκόμιζε από όλο αυτό ήταν χρήματα,ενώ εγώ δεν ήμουν καν αναγκασμένοςνα υποκρίνομαι ότι το απολαμβάνω.Ασυναίσθητα άρχισα να υπολογίζωπόσα λεπτά απέμεναν απ’ το κομμάτι.Δεν τό ήξερα, αλλά είχα καταλάβειπερίπου πώς πήγαινε, και μ’ έναναναστεναγμό ξεφορτώθηκα όση έντασημου είχε α-πομείνει καθώς η μουσικήάρχισε να οδεύει προς το προβλέψιμοτέλος της. Από πάνω μου, η καημένη ηκοπέλα έδειχνε να επιβραδύνει τιςκινήσεις της, ενώ τα χέρια της μεάγγιξαν στους ώμους.

'Οταν το κομμάτι τέλειωσε, ο μοναδικός

ήχος που ακου-γόταν στο δωμάτιο ήτανη κοφτή ανάσα της χορεύτριας.

Τι θα έκανε τώρα; Θα έφευγε; Μήπωςέπρεπε να πω

κάτι;

Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεταιόταν συνειδητοποίησα με τρόμο ότιενδεχομένως αυτό ήταν μόνο η αρχήτου σόου. 'Οταν η χορεύτρια έσκυψεμπροστά κι έσυρε τα δόντια της πάνωστο πιγούνι μου, ένιωσα τηναπόλυτη φρίκη.

Και, ξαφνικά... πάγωσα, καθώς οαρχικός εκνευρισμός μου έδινε τη θέσητου σε μια συγκεχυμένη

συνειδητοποίηση.

«Χαίρετε, κύριε Ράιαν.» Ένιωσα τηνανάσα της ζεστή στο αυτί μου. Η φωνήτης με ξάφνιασε, το κορμί μουμαρμάρωσε. Μα τι διάολο συνέβαινε;Έσφιξα τις γροθιές μου

δίπλα στο σώμα μου. «Θέλω τόσο πολύνα φιλήσω αυτά τα σέξι θυμωμέναχείλη.»

Άνοιξα το στόμα μου για να μιλήσω,αλλά δεν μπόρεσα ν’ αρθρώσω λέξη.

Η Χλόη Μιλς, που να με πάρει οδιάολος.

«Εγώ σκίζομαι να σου χορεύω, κι εσένα

ούτε καν σου σηκώνεται;» Έσκυψεμπροστά γλείφοντας τον λαιμόμου, χαμήλωσε τα μπούτια της καιάρχισε να λικνίζεται πάνω απ’ τονπούτσο μου. «Κάπως καλύτερα τώρα...»είπε γελώντας σκανταλιάρικα, έχονταςκολλήσει το στόμα της στον λαιμό μου.«Έτσι μπράβο...»

Το μυαλό μου κόντευε να εκραγεί απότα ανάμεικτα συναισθήματα:ανακούφιση και θυμός, ταραχή καιντροπή. Να λοιπόν που η Χλόη ήτανεδώ, στο Λας Βέγκας, και όχι για σκιστο γαμημένο το Κάτσκιλ -και μάλισταείχε έρθει για να με βρει με δεμένα ταμάτια, ενώ εγώ περίμενα από μιαχορεύτρια να μου κάνει ό, τι ακριβώς

μου είχε κάνει εκείνη: να χορέψει επάνωμου, να τριφτεί στον πούτσο μου. Γιαπρώτη φορά όμως κατάφερα να κάνω μετη Χλόη αυτό που μπορούσα να κάνωσε όλες τις επαγγελματικές σχέσεις μου:να κρύψω την αυθόρμητη αντίδρασήμου μέχρι να τη μεταμορφώσω σε μιααντίδραση που θα ήθελα εγώ να έχω.

Μέτρησα ως το δέκα και τη ρώτησα:«Όλο αυτό δηλαδή ήταν μιαδοκιμασία;»

Έσκυψε ακόμα πιο κοντά μου και μεφίλησε στον λοβό του αυτιού. «Όχι.»

Δεν σκόπευα να δικαιολογηθώ γιατίβρισκόμουν στο δωμάτιο. Δεν είχακάνει κάτι κακό. Κι όμως ένιωθα μέσα

μου να γίνεται μια παράξενη πάλη: αυτόπου είχε κάνει για μένα η Χλόη μεκαύλωνε, αλλά το γεγονός ότι μου τηνείχε στήσει με εξόργιζε. «Αλίμονο σας,δεσποινίς Μιλς!»

Πίεσε το δάχτυλό της στα χείλη μου κιύστερα το παγί-δευσε ανάμεσα σταστόματά μας με ένα πεταχτό φιλί. «Εγώαπλώς χαίρομαι που είχα δίκιο. Ο Μαξμού χρωστάει πενήντα δολάρια. Τουείχα πει ότι δεν θα σου άρεσε καθόλου ηιδέα να χορέψει επάνω σου μια ξένη. Ηαπιστία για σένα είναι κόκκινη γραμμή.»

Ξεροκατάπια κι έγνεψα καταφατικά.

«Χρησιμοποίησα όσα κόλπα ήξερα,αλλά τζίφος. Ούτε καν που σάλεψε το

εργαλείο σου εκεί κάτω. Ελπίζω ναμη σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότιίσως ήμουν εγώ, γιατί με μια τέτοιασκέψη -για να πω την αλήθεια- μπορείκαι να θιγόμουν λιγάκι.»

Κούνησα το κεφάλι και ψιθύρισα: «Όχι.Το άρωμα με αποπροσανατόλισεεντελώς. Σιχαίνεσαι τις τσίχλες μεκανέλα. Κι ούτε μπορούσα να σε δω ήνα σ’ αγγίξω.»

«Τώρα μπορείς», είπε εκείνη. Σήκωσετα χέρια μου και τα έφερε πάνω σταγυμνά της μπούτια. Τα ανέβασα ψηλάκαι ψηλάφισα στο κιλοτάκι της μερικέςμικρές αιχμηρές πετρούλες. Μα τιδιάολο φορούσε; Ήθελα σαν τρελός να

βγάλω το μαντίλι απ’ τα μάτια μου,επειδή όμως δεν μου το είχε βγάλειεκείνη, υπέθεσα ότι κι αυτό ήτανκάτι ακόμα για το οποίο έπρεπε ναπεριμένω.

Χάιδεψα τα μπούτια κι ύστερα τιςγάμπες της και ξαφνικά δεν υπήρχετίποτα που να θέλω περισσότερο απ’ τονα την πηδήξω μέσα σ’ εκείνο τοδωμάτιο, σ’ ένα ψιλοπα-ράνομο κλαμπτου Λας Βέγκας. Με πλημμύρισε μιαβαθιά

ανακούφιση επειδή βρισκόταν εκεί μαζίμου η Χλόη κι όχι κάποια άγνωστη πουθα μου χόρευε καθισμένη επάνω μου. Ηαδρεναλίνη άρχισε να κυλάει ορμητικά

στις φλέβες μου. «Εδώ μέσα μπορείτενα με πηδήξετε ελεύθερα, δεσποινίςΜιλς!»

Έσκυψε μπροστά και μου έγλειψε τοπιγούνι. «Χμ... Δεν είναι κακή ιδέα.Μήπως θέλετε, έτσι για την όρεξη,να απολαύσετε ακόμα έναν χορό;»

Έγνεψα καταφατικά κι αναστέναξακαθώς μου έβγαλε το μαντίλι και μεάφηνε να απολαύσω την... αμφίεσήτης. Φορούσε ένα λεπτεπίλεπτο σουτιένπου έδενε με μικρές σατέν τιράντεςστους ώμους της. Φαινόταν ότιολόκληρο ήταν φτιαγμένο απόπολύτιμες πέτρες που τις συγκρατούσεστη θέση τους ένα λεπτεπίλεπτο

κομμάτι μετάξι. Το κι-λοτάκι της ήτανεξίσου λεπτεπίλεπτο και ακόμα πιοεντυπωσιακό. Οι μικροί σατέν φιόγκοιστο πλάι μού υπενθύμιζαν ότι μάλλονδεν θα έπρεπε να το καταστρέψω.

Χαϊδεύοντας με το ένα της δάχτυλο τοκορμί της, ψιθύρισε: «Σ’ αρέσουν τακαινούρια μου εσώρουχα;»

Κοίταξα τα πολύ μικρά κοσμήματα πουστόλιζαν το δέρμα της στραφταλίζονταςσαν καταπράσινα διάφανα διαμάντια. ΗΧλόη έμοιαζε με έργο τέχνης. «Ωραίαείναι...» μουρμούρισα σκύβονταςμπροστά για να τη φιλήσω ανάμεσα σταβυζιά της. «Για μια ώρα ανάγκης.»

«Θέλεις να μ’ αγγίξεις;»

Έγνεψα ξανά καταφατικά, σήκωσα τοβλέμμα μου στο πρόσωπό της κι ένιωσατα μάτια μου να σκοτεινιάζουν όταν τηνείδα να με κοιτάζει με πόθο και μεκάποια ανασφάλεια.

Χαμογέλασε και έγλειψε με ηδυπάθειατα χείλη της. «Όχι πως ήταν μιαδοκιμασία όλο αυτό, όμως...» είπε,με το βλέμμα της καρφωμένο στοστόμα μου, «η αλήθεια είναι ότι ήρθεςσ’ αυτό το δωμάτιο περιμένοντας ότικάποια άγνωστη θα σου χόρευεκαθισμένη πάνω σου. Έδεσες τα μάτιασου με ένα μαντίλι, και οποιαδήποτεκοπέλα θα μπορούσε να είχε μπει εδώμέσα και να έχει αγγίξει αυτό πουανήκει μόνο σ’ εμένα.» Έγειρε στο πλάι

το κεφάλι της και άρχισε να μεπεριεργάζεται. «Νομίζω ότι ίσως μουαξίζει μια ειδική περιποίηση.»

Ναι, διάολε... «Καμία αντίρρηση.»

«Και σύμφωνα με τους κανόνες...» -έγνεψε προς μια μικρή πινακίδα στοντοίχο που ουσιαστικά υπονοούσε ότι οιάντρες που θα ξεπερνούσαν τα όρια μετις χορεύτριες θα οδηγούνταν μεσυνοπτικές διαδικασίες στο πυρ τοεξώτερον- «ακόμα δεν επιτρέπεται να μ’αγγίξεις ελεύθερα.»

Δεν ήμουν σίγουρος τι ακριβώςεννοούσε με το «ελεύθερα» καιπαρέμενα κατά κάποιον τρόποπαγιδευμένος από κάτω της, οπότε

άφησα απλώς τα χέρια μου να πέσουνξανά πάνω στα μπούτια της,περιμένοντας συγκεκριμένες οδηγίες. Τοκορμί μου ήταν συμπιεσμένο σανελατήριο, έτοιμο να ανταποκριθεί σε ό,τι θα μου ζητούσε εκείνη.

Η Χλόη σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προςτον τοίχο κι έβαλε ξανά το τραγούδι ναπαίζει.

Πραγματικά ήμουν ένα πολύ τυχερόκάθαρμα. Το πιο σέξι κορίτσι όλου τουκόσμου ήταν δικό μου. Ξερογλείφονταςτα χείλη μου, κάρφωσα το βλέμμα στονσφιχτό και θεσπέσιο κώλο της, ώσπουεκείνη στράφηκε ξανά προς το

μέρος μου και, λικνίζοντας τους γοφούς

της με μεθυσμένο νάζι και ακόμαπερισσότερη αυτοπεποίθηση, άρχισε ναμε πλησιάζει.

Η Χλόη ανέβηκε πάνω μου, καβάλαστους μηρούς μου. «Βγάλε μου τοκιλοτάκι.»

Έλυσα τους λεπτεπίλεπτους φιόγκουςστα μπούτια της, της έβγαλα με αργέςκινήσεις το εσώρουχο και το πέ-ταξαστο πλάι.

«Ωραία. Τώρα ακούμπησε την παλάμησου στο μπούτι σου στραμμένη προς ταπάνω και σήκωσε όσα δάχτυλα θέλειςνα με γαμήσουν...», ψιθύρισε.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια. «Ορίστε;»

Εκείνη γέλασε. Δάγκωσε το χείλι τηςκαι επανέλαβε πολύ αργά: «Ακούμπησετην παλάμη σου στο μπούτισου στραμμένη προς τα πάνω καισήκωσε όσα δάχτυλα θέλεις να μεγαμήσουν.»

Μα τι μαλακίες ήταν αυτές; Μιλούσεσοβαρά; Με το βλέμμα μου καρφωμένοσυνέχεια επάνω της, γλίστρησα το χέριμου στον μηρό μου και σήκωσα τομεσαίο μου δάχτυλο. «Ορίστε!»

Το κοίταξε και γέλασε παιχνιδιάρικα.«Ωραίο είναι, αλλά μήπως να σήκωνεςακόμα ένα; Ξέρεις, χρειάζομαι κάτι πουνα μοιάζει περισσότερο στον πούτσοσου.»

«Σοβαρά τώρα, μόνο με τα δάχτυλά μουθα σε γαμή-σω; Ξέρεις, είναι κι οπούτσος μου έτοιμος για δράση και μημου πεις ότι αυτή η προοπτική δεν θαήταν καλύτερη για όλους τουςενδιαφερόμενους...»

«Θα χόρευε για χάρη σου μια χορεύτριαστο Λας Βέ-γκας», απάντησε μεσηκωμένο το ένα φρύδι. «Πριν από

μόλις πέντε λεπτά το αφεντικό εκείκάτω έδειχνε εντελώς ασυγκίνητο.»

Αναστέναξα, έκλεισα τα μάτια καισήκωσα τρία δάχτυλα.

«Πολύ γενναιόδωρος είσαι...» ψιθύρισεκαι φέρνοντας κοντά μου τα μπούτια

της έδειχνε έτοιμη να κωλοκαθίσει πάνωστα στητά μου δάχτυλα. «Αν συνεχίσειςέτσι, θα γίνεις σούπερ σύζυγος.»

«Χλο...» βόγκηξα ανοίγοντας τα μάτιαμου, κι εκείνη τη στιγμή την είδα νακαταπίνει με το μουνί της ταδάχτυλά μου αργά και τελετουργικά.Ήταν ήδη υγρή και σχεδόν ολόγυμνη,μιας και φορούσε μόνο το σουτιέν της.Το βλέμμα μου καρφώθηκε στααπίστευτα μαλακά μπούτιατης, ορθάνοιχτα πάνω στο σκούρούφασμα του παντελονιού μου.

Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμόμου κι άρχισε να κουνιέται ρυθμικάεπάνω μου. Ανεβοκατέβαζε το κορμί της

διαγράφοντας μικρούς κύκλους καιτρίβοντας την κλειτορίδα της στο κάτωμέρος της παλάμης μου. Ξανά και ξανάκαι ξανά. Άρχισα να σπρώχνω απαλάαπό κάτω της, προσπαθώντας νααυξήσω την τριβή. Στον αέρα γύρω μαςοσμιζόμουν τη μυρωδιά της και άκουγαόλους τους υπόκωφους, πνιχτούςαναστεναγμούς της. Ανάμεσα στα στήθητης ο ιδρώτας έκανε το δέρμα της ναλάμπει. Δεν μπορούσα να βρω λέξειςγια να της πω πόσο απολάμβανα να τηβλέπω να χρησιμοποιεί το κορμί μου γιανα αντλεί ηδονή.

«Με καυλώνεις...» μουρμούρισα από τιςαυξομειώσεις της πίεσης που έβαζεστους ώμους μου με τα μπράτσα

της. Η εικόνα της και μόνο βασάνιζε τοκορμί μου κι ήμουν σχεδόν σίγουροςότι θα έχυνα αν χαμήλωνε λίγο ακόματο κορμί της και έτριβε τα μπούτια τηςστον πούτσο μου που ασφυκτιούσεμέσα στο παντελόνι μου. «Θα βγω απόεδώ μέσα καυλωμένος και θα έχω πάνωμου κολλημένη τη μυρωδιά τουμουνιού σου.»

Διαγράφοντας κύκλους με τακωλομέρια της, ψιθύρισε: «Δεν μενοιάζει.»

Κι όμως είχα παρατηρήσει ότι, στοάκουσμα της φωνής μου, οι ρώγες τηςσκλήρυναν τεντώνοντας το σουτιέν της.Ήξερε πόσο με είχε καυλώσει. Την

ένοιαζε, και πολύ μάλιστα.

Η Χλόη αναστέναξε όταν δίπλωσα ταδάχτυλά μου κι έφερα το άλλο χέρι μουστη μέση της για να καθοδηγήσω τιςκινήσεις της. Άγγιξα με τον αντίχειράμου την κλειτορίδα της. Την έβλεπα κιένιωθα να χάνομαι. Γύρω απ’ ταδάχτυλά μου, το κορμί της λικνιζότανγεμάτο ένταση από την προσμονή.Ακόμα και μέσα σ’ ένα άγνωστοδωμάτιο όπου ένας-Θεός-ήξερε-τισυνέβαινε γύρω μας, μπορούσα νατην κάνω να χύσει μέσα σε λίγα λεπτά.Η γυναίκα αυτή ήταν ένα κουβάριαντιφάσεων: πρόθυμη και καυλιάρα,θερμή και επιφυλακτική. «Μετρελαίνεις, Χλο...»

«Το νιώθεις ότι όπου να ‘ναι θα χύσω;»Το βλέμμα της ήταν συνέχειακαρφωμένο στο δικό μου και ανέβασατο χέρι μου για να ψηλαφήσω με ταδάχτυλά μου τα πλευρά της.

«Ναι...» ψιθύρισα.

«Σε ανάβει ακόμη αυτό; Να βλέπειςπόσο γρήγορα έχεις αυτή την επίδρασηπάνω μου;»

Έγνεψα καταφατικά και το χέρι μουγλίστρησε ακόμα πιο ψηλά, στον ώμοτης, στον λαιμό της. Έσφιξα τα δάχτυλάμου, λαχταρώντας να νιώσω τονφρενιασμένο σφυγμό της τη στιγμή τουοργασμού της. «Με τρελαίνει ησκέψη ότι με κανέναν άλλον το μουνί

σου δεν μπορεί να γίνει τόσο υγρό.»

Τα καστανά της μάτια σκοτείνιασαν καιβάρυναν απ’ την ερωτική ένταση.«Θέλω να με ποθείς κάθεδευτερόλεπτο...» ψιθύρισε με κομμένητην ανάσα. «Είσαι ο μόνος άντρας στονοποίο θέλω να ανήκω.»

Η λέξη αυτή -ανήκω- άναψε μια σπίθαστο στήθος μου, έναν αχαλίνωτο πόθοπου δεν μπορούσα πια να συγκρατήσω.Τα χείλη της ήταν τόσο κοντά στα δικάμου και η γεύση κανέλας στην ανάσατης, το άγνωστο άρωμα... η ιδέα ότι είχεφτάσει τόσο μακριά για να με ξεγελάσειφούντωσε τη φλόγα μέσα μου κι έγειραμε όλη μου την ορμή μπροστά,

χάνοντας το μυαλό μου. Το φιλί μουήταν σκληρό και εκδικητικό -έλιωνααπό τη λαχτάρα να τη νιώσω και να τηγευτώ.

Εκείνη απομακρύνθηκε λίγο και μουψιθύρισε ξέπνοα: «Θέλεις να μ’ακούσεις;»

«Θέλω να σ’ ακούσει όλο το κλαμπ.»

Μου χούφτωσε τα μαλλιά πίσω απ’ τονλαιμό μου και οι μηροί της άρχισαν ναπάλλονται, παγιδεύοντας μέσα της ταδάχτυλά μου καθώς κουνιόταν ξέφρεναπάνω στο χέρι μου.

«Ω Θεέ μου...» Δαγκώνοντας το κάτωχείλι της, τέντωσε σαν τόξο την πλάτη

της κι εγώ βύθισα το κεφάλι μουστον λαιμό της, για να νιώσω τονφρενιασμένο σφυγμό της.

Τα χείλη μου ψηλάφισαν την παλλόμενηφλέβα στον λαιμό της κι ένιωσα και τονπαραμικρό αναστεναγμό της καθώς,λαχανιασμένη, έσφιγγε το κορμί τηςπάνω μου και γύρω μου τη στιγμή πουέχυνε. Με μια βραχνή κραυγή πρόφερετο όνομά μου και η φωνή της έστειλεμια δόνηση στη γλώσσα μου που είχεχωθεί βαθιά στο στόμα της.

Η Χλόη σταμάτησε να κουνιέται, τοκορμί της έγειρε πάνω στο δικό μου.Χορτασμένη και παραδομένη, έφερε καιτα δύο χέρια της στον λαιμό μου. Με

τους αντίχειρες πίεσε απαλά τα σημείαόπου παλλόταν ο σφυγμός μουκι έσκυψε μπροστά για να ρουφήξει τοκάτω χείλι μου με το στόμα της καιύστερα να το δαγκώσει πεταχτά, άγρια.Ά-θελά μου αναστέναξα έκπληκτος. Ησκέψη και μόνο ότι για μια στιγμήένιωσα πως εκείνη η δαγκωνιά παραλίγονα με κάνει να χύσω μέσα στοπαντελόνι μου με έκανε νανιώθω παράξενα.

«Ήταν...» είπε εκείνη βρίσκοντας ξανάτην ανάσα της και γέρνοντας ελαφράπρος τα πίσω. «Ήταν απίστευτο.»

Απομάκρυνε προσεκτικά το κορμί τηςαπό το χέρι μου και σηκώθηκε όρθια. Τα

πόδια της έτρεμαν. Έσκυψα μπροστάγια να φιλήσω την ιδρωμένη επιδερμίδαανάμεσα στα στήθη της και τράβηξα τοχέρι της πάνω στο κεφάλι του πούτσουμου που διαγραφόταν κάτω απ’ τοπαντελόνι μου. «Χλο, είσαι τόσοόμορφη όταν χύνεις, γαμώτο.Νιώσε πόσο με έχεις καυλώσει.»

Έσφιξε το χέρι της κι άρχισε να μου τονπαίζει με αργές κινήσεις.

Έκλεισα τα μάτια και την παρακάλεσα:«Σε θέλω γονατιστή τώρα. Πάρ’ τοκαυλί μου στο στόμα σου.»

Όμως εκείνη απομάκρυνε το χέρι τηςκαι πήγε να πάρει απ’ τη γωνία τοκιλοτάκι της. Φρίκαρα.

«Μα τι κάνεις;» είπα με βραχνή φωνή.

Έδεσε τις λεπτεπίλεπτες σατέν κορδέλεςστα λαγόνια της, πήρε μια ρόμπα πουήταν κρεμασμένη στον τοίχο, την έριξεπάνω της και χαμογελώντας μού είπε:«Όλα καλά;»

Την κοίταξα απορημένος λέγοντάς της:«Καλά, είσαι σοβαρή;»

Με πλησίασε ξανά, έφερε το αριστερόμου χέρι στο στόμα της, γλίστρησεανάμεσα στα δόντια της τοδάχτυλο όπου σύντομα θα φορούσα τηβέρα μου και μετά το έσπρωξε ακόμαπιο βαθιά, γλείφοντάς το με την απαλήτης γλώσσα. Ύστερα το ελευθέρωσε καικλείνοντάς μου το μάτι ψιθύρισε:

«Είμαι σοβαρή.»

Τα χέρια μου έτρεμαν από την ένταση, οπούτσος μου παλλόταν αντανακλαστικάστη φευγαλέα αίσθηση των χειλιών τηςγύρω απ’ το δάχτυλό μου. «Ε, λοιπόν,όχι! Δεν είναι όλα καλά, Χλόη. Καθόλουκαλά μάλιστα.»

«Εγώ πάντως είμαι πολύ καλά», είπεεκείνη χαμογελώντας γλυκά.«Αισθάνομαι τέλεια. Ελπίζω ν’απολαύσεις και το υπόλοιπο πάρτισου.»

Έγειρα προς τον τοίχο και τηνπαρακολούθησα να σφίγγει τη ρόμπαγύρω απ’ τη μέση της. Ένιωθα τοδέρμα μου καυτό, μουδιασμένο, να

καίγεται απ’ τον πυρετό. Εκείνη, όσηώρα ντυνόταν, με παρακολουθούσε,απολαμβάνοντας την ένταση του πόθουμου.

Κατέβαλα γενναίες προσπάθειες για νατον κρύψω και αποφάσισα ναπροσποιηθώ ότι ήμουν μια χαρά. Ανέβαζα τις φωνές, το μόνο που θακατάφερνα θα ήταν να αυξήσω τηναυταρέσκεια της. Η ψυχρήαποστασιοποίηση πάντα πετύχαινεκαλύτερα με τη Χλόη όταν ήθελε ναπαίξει με την καύλα μου. 'Οταν όμωςμαλάκωσε η έκψραση του προσώπουμου, εκείνη γέλασε λιγάκι, χωρίς ναδείξει την παραμικρή έκπληξη.

«Τι θα κάνεις μετά;» τη ρώτησα. Γιακάποιον περίεργο λόγο, δεν είχααναρωτηθεί έως τότε τι σκόπευε νακάνει. Θα έπαιρνε την επόμενη πτήσητης επιστροφής;

Εκείνη σήκωσε τους ώμους καιψιθύρισε: «Δεν ξέρω. Θα πάω γιαφαγητό. Ίσως παρακολουθήσω κανένασό-ου.»

«Μισό λεπτό. Δεν είσαι μόνη σου εδώ;»

Με κοίταξε με τα χείλη της πεισμωμένακαι σήκωσε τους ώμους.

«Μα τι μαλακίες είναι αυτές, Χλόη; Θαμου πεις τουλάχιστον σε ποιοξενοδοχείο μένεις;»

Με κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια,αφήνοντας το βλέμμα της νακαθυστερήσει λίγο περισσότερο στοφουσκωμένο παντελόνι μου. «Σ’ ένοξενοδοχείο.» Ίσιωσε το κορμί της,σήκωσε το φρύδι της και είπε ναζιάρικα:«Α! Σας εύχομαι να περάσετε υπέροχατην Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, κύριεΡάιαν...»

Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια πρινβγει απ’ το δωμάτιο και αρχίσει νααπομακρύνεται στον διάδρομο.

ΔΥΟ

Μαξ Στέλαρ

Ο Μπένετ Ράιαν φαινόταν έτοιμος ναξεράσει. Επίσης μας είχε σπάσει τανεύρα.

«Δεν θα πάρω. Οι χοροί αυτοί δεν είναιτο φόρτε μου.»

Ο Χένρι, ο αδερφός του, έσκυψεμπροστά με έντρομο ύφος. «Πώςγίνεται να μην είναι το φόρτε σου μιαάγνωστη και απίστευτα σέξι κοπέλα πουχορεύει καθισμένη επάνω σου; Καλά,δεν κυλάει ζεστό αίμα στις φλέβεςσου;»

Ο Μπένετ μουρμούρισε κάποιαδικαιολογία κι εγώ πραγματικά δεν τοναδικούσα, επειδή, ρε γαμώτο, ούτε κιεμένα θα μου άρεσε ν' αφήσω κάποια

άγνωστη πε-ταλουδίτσα να καθίσειπάνω στον πούτσο μου. Έπρεπε να βρωέναν τρόπο να τον σηκώσω απ' τηγαμημέ-νη την καρέκλα του και να τονοδηγήσω στο πριβέ δωμάτιο για ναπάρει η βραδιά τον σωστό δρόμο.

«Μαλακίες...» του είπα κάνοντας νόημαστον Τζόνι, που στεκόταν κοντά στονδιάδρομο προς τα δωμάτια. «Αυτό τομπάτσελορ πάρτι γίνεται για σένα, κιένας χορός, έστω, είναι απαραίτητος.»

Ο Τζόνι απάντησε στο νεύμα μουσηκώνοντας το πιγούνι, ολοκλήρωσετην κουβέντα που είχε με τον άνθρωποτης ασφάλειας κι άρχισε να διασχίζειτην αίθουσα με το πάσο του. Με κάθε

δευτερόλεπτο που περνούσε, ηανυπομονησία μου φούντωνε. Όσοπερισσότερο αργούσε ο Τζόνι να έρθεικοντά μας, τόσο θα καθυστερούσε οΜπεν να το πάρει απόφαση καινα κατευθυνθεί προς τα πίσω δωμάτια,και τόσο περισσότερο θα με περίμενε τοκορίτσι μου.

Όταν επιτέλους ήρθε και στάθηκεμπροστά μου, ο Τζόνι μού χαμογέλασεσυνωμοτικά. «Γεια σου, Μαξ. Τι μπορώνα κάνω για σένα;»

«Νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι για τιςεορταστικές εκδηλώσεις...»

Ο Τζόνι έγνεψε καταφατικά καιγλίστρησε το χέρι του στην τσέπη του.

«Η Χλόη είναι στον Ποσειδώνα.Στο τέλος του Μπλε Διαδρόμου,αριστερά απ' τη σκηνή.»

Έγνεψα καταφατικά και περίμενα. Ότανκατάλαβα ότι δεν σκόπευε να μου δώσειπερισσότερες πληροφορίες, τονρώτησα: «Και η Σάρα;»

«Είναι στο Πράσινο Δωμάτιο, στονΜαύρο Διάδρομο. Δεξιά απ' τη σκηνή»,είπε ο Τζόνι. Έσκυψε λίγο μπροστά γιανα προσθέσει: «Την έστησα όπως μουζήτησε η ίδια.»

Κοκάλωσα. Έβαλα το χέρι στην τσέπημου για να καλύψω το εξόγκωμα πουείχε σχηματιστεί σαν αντανακλαστικήαντίδραση. «Σου ζήτησε να τη στήσεις

κάπως;» Τι διάολο εννοούσε;

«Μια κορδελίτσα εδώ, μια κορδελίτσαεκεί, αυτό είναι όλο.» Ο Τζόνι μεπαρακολουθούσε και το πονηρό τουχαμόγελο πρόδιδε πόσο τονδιασκέδαζαν οι αντιδράσεις μου.

Κοίταξα γύρω μου στη σκοτεινήαίθουσα, τους πελάτες που κάθοντανεδώ κι εκεί σε μαύρους δερμάτινουςκαναπέδες ή στέκονταν δίπλα στηναστραφτερή μπάρα από ανθρακίγρανίτη. Είχα σφίξει τόσο πολύτα δόντια μου που ένιωθα τον σφυγμόμου να σφυροκο-πάει στο σαγόνι μου.Καταλάβαινα ότι είχα πάρει μια πολύβλοσυρή έκφραση και δεν μου ταίριαζε

καθόλου.

Τα συναισθήματά μου ήταν αντιφατικά:ένιωθα περιέργεια για τη σχέσηεμπιστοσύνης που είχε αρχίσει ναδημιουργείται μεταξύ τους, όμως ήθελακαι να μάθω τι είχε δει εκείνος, πού τηνείχε αγγίξει. Ήταν πολύ παράξενη ηαίσθηση να βλέπω τη Σάρα δεμένηστο Ρεντ Μουν, αλλά κάθε φορά εγώήμουν αυτός που την έδενε. «Σε άφησενα την αγγίξεις;»

Ο Τζόνι με κοίταξε, χαμογέλασε πλατιάκαι ταλαντεύτηκε πάνω στα τακούνιατου. «Και βέβαια.»

Το έντονο βλέμμα μου δεν φάνηκε νατον πτοεί. Άφησε το καυτό κύμα της

ζήλιας να με παρασύρει, γνωρίζονταςότι, περισσότερο από οτιδήποτεάλλο, ένιωθα ευγνωμοσύνη. Τουςτελευταίους εννέα μήνες περίπου, οΤζόνι είχε κάνει τόσο πολλά για εμάςπου, ακόμα και μέσα στη θολούρα τουθυμού μου, ήξερα ότι δεν ήταν και τόσομικρή η χάρη που μου έκανε απόψε, ναπαραχωρήσει στη Χλόη και στη Σάραδύο από τα πιο περιζήτητα δωμάτια τουπολυσύχναστου κλαμπ του.

Τον κοίταξα και χαμογέλασα. «Ωραία,λοιπόν. Ευχαριστώ, φίλε.»

Ο Τζόνι με χτύπησε ελαφρά στον ώμο,έγνεψε σε κάποιον πίσω μου και είπεχαμηλόφωνα: «Καλή διασκέδαση, Μαξ.

Έχεις στη διάθεσή σου μία ώραπριν αρχίσει το επόμενο νούμερο στοΠράσινο Δωμάτιο.» Ύστερακατευθύνθηκε ξανά προς τον ΜαύροΔιάδρομο, εκεί όπου υποτίθεται θαέβρισκα κι εγώ τη Σάρα, στημένη στηθέση της, με τις κορδέλες της.

Ένιωθα μια φρενιασμένη αδημονία ναφουντώνει στο στήθος μου. Ένασφίξιμο. Όπως ακριβώς όταν ξεκινάειένας ποδοσφαιρικός αγώνας... μόνο πουαυτή τη φορά ερχόταν από πιο βαθιάμέσα μου και κυρίευε όλο μου το κορμί.Απλωνόταν από τον θώρακά μου μέχριτα άκρα μου και παλλόταν καυτό έωςτις άκρες των δαχτύλων μου.Λαχταρούσα να βρεθώ κοντά της, να

της δώσω αυτό για το οποίο με είχεπαρακαλέσει να έρθουμε στο ΛαςΒέγκας.

Όταν είπα στη Σάρα ότι το μοναδικόΣαββατοκύριακο που θα μπορούσαμενα κάνουμε το μπάτσελορ πάρτι τουΜπένετ ήταν το Σαββατοκύριακο τουΑγίου Βαλεντίνου, η πρώτη τηςαντίδραση ήταν να γελάσει και να μουθυμίσει ότι σιχαινόταν αυτή τη γιορτή.Όπως μου είπε, ο πρώην της κατάφερνεπάντα να τα κάνει σκατά εκείνη τη μέρα,κι εγώ μέσα μου χάρηκα που δεν είχειδιαίτερες προσδοκίες. Γιορτάζαμε τησχέση μας κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου,κι ακόμα περίσσό-τερο κάθε Τετάρτηβράδυ στο δωμάτιό μας στο Ρεντ Μουν.

Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου ήταναπλώς μια κουκκίδα στο ημερολόγιοσυγκριτικά με όλα αυτά.

Όμως η δεύτερη, διστακτική αντίδρασητης Σάρας ήταν να με πλησιάσειπερισσότερο, να χαϊδέψει με τα χέριατης το στήθος μου και να με ρωτήσει ανμπορούσε να έρθει κι εκείνη μαζί. «Σουυπόσχομαι ότι δεν θα χαλάσω τουπόλοιπο πάρτι...» μου ψιθύρισε,ενώ στα ορθάνοιχτα μάτια τηςκαθρεφτιζόταν ένας συνδυασμόςαβεβαιότητας και πόθου. «ΤοΣαββατοκύριακο με το μπάτσελορ πάρτιμπορεί να εξελιχθεί όπως το έχετεσχεδιάσει. Εγώ απλώς θέλω μόνο μίαφορά να παίξω στο Μπλακ Χαρτ.»

Πριν προλάβω να βρω έστω και μίαλέξη για να της απαντήσω, έσκυψα καιτη φίλησα. Με εκείνο το φιλί είχε χώσειτα χέρια της στα μαλλιά μου κι εγώείχα κολλήσει το στόμα μου στο στήθοςτης. Αυτό με τη σειρά του μας οδήγησεσ' ένα γρήγορο και άγριο πήδημα πάνωστον πάγκο της κουζίνας μου. Λίγοαργότερα, έχοντας καταρρεύσειλαχανιασμένος πάνω της, με το στόμαμου κολλημένο στη μουσκεμένηεπιδερμίδα του λαιμού της, είπα:«Διάολε, ναι, και βέβαια μπορείς ναέρθεις στο Λας Βέγκας.»

Προσπαθώντας να χαλαρώσω λίγο,έγειρα πίσω στο κάθισμά μου και, τηστιγμή που έπαιρνα το ποτό μου,

ένιωσα το βλέμμα του Μπένετκαρφωμένο επάνω μου..

«Τι τρέχει;» με ρώτησεπαρακολουθώντας τον Τζόνι ναεξαφανίζεται πίσω από τη μαύρηκουρτίνα.

«Αυτό που τρέχει έχει να κάνει με τοδωμάτιο που ετοιμάζεται για σένα»

«Για μένα;» ο Μπένετ πίεσε με τηνπαλάμη του το στήθος του,προβάλλοντας ήδη τις πρώτεςαντιρρήσεις του. «Για άλλη μια φοράσού λέω, Μαξ, ότι δεν θέλω.»

Κάτι είπα θυμωμένος και τον κοίταξα μεδύσπιστο ύφος. «Μιλάς σοβαρά;»

«Και βέβαια μιλάω σοβαρά.»

Λογομαχήσαμε για λίγο ακόμα, ώσπουκατάλαβα ότι ήταν διατεθειμένος ναυποχωρήσει. Πήρε μια έκφρασηαποφασιστικότητας, κάρφωσε τοβλέμμα του στη βότκα του, δίστασε γιαμια στιγμή κι ύστερα την κατέβασε μεμια γουλιά.

«Δε γαμιέται...» Άφησε κάτω το ποτήριτου, σηκώθηκε απότομα όρθιος απ' τηνκαρέκλα του και προχώρησε με βήμααποφασιστικό στον διάδρομο.

Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για ναμην τον μι-μηθώ και να μην πεταχτώ κιεγώ από το κάθισμά μου. Το όνομα τηςΣάρας αντηχούσε στ' αυτιά μου με

κάθε χτύπο της καρδιάς μου. Τηναγαπούσα με τέτοιο πάθος που απόθαύμα και μόνο αυτό τοΣαββατοκύριακο δεν θα κάναμε και τοδικό μου μπάτσελορ πάρτι. Πολλέςφορές είχα φτάσει πολύ κοντά στο νατης κάνω πρόταση γάμου, κι αυτόάγγιζε τα όρια του παράλογου. Ήξεραμάλιστα ότι εκείνη, με κάποιον τρόπο,το έβλεπε στο πρόσωπό μου: τις στιγμέςπου ήμουν έτοιμος να την παρακαλέσωνα φύγουμε μαζί για τοΣαββατοκύριακο, να με παντρευτεί, ναμείνουμε μαζί... κι ύστερα τοξανασκεφτόμουν. Και κάθε φορά εκείνημε ρωτούσε τι ήθελα να πω, κι εγώ τηςαπαντούσα ότι ήταν πολύ όμορφη αντίνα πω: «Δεν θα ησυχάσω παρά μόνο αν

παντρευτούμε.»

Συχνά αναγκαζόμουν να θυμίσω στονεαυτό μου ότι ήμασταν μαζί μόλις έξιμήνες -σχεδόν εννιά αν υπολογίζαμε καιτην αρχική συμφωνία μας- και ότιη Σάρα ήταν πολύ επιφυλακτική γιαοτιδήποτε αφορούσε τον γάμο. Είχεκρατήσει το διαμέρισμά της, αν και, γιανα είμαι ειλικρινής, δεν καταλάβαινατον λόγο. Τους δύο πρώτους μήνεςαφότου τα ξαναβρήκαμε μοιράζαμε τονχρόνο μας στα δύο σπίτια, όμως τοδικό μου ήταν μεγαλύτερο, με καλύτερηεπίπλωση και η κρεβατοκάμαρά μουείχε καλύτερο φωτισμό γιατις φωτογραφίες που τρελαινόμουν νατης βγάζω. Μετά από κάποιο διάστημα

εκείνη ερχόταν κάθε νύχτα στο κρεβάτιμου. Θα ήταν δική μου για πάντα, αλλάέπρεπε, ρε γαμώτο, έπρεπε συνεχώς ναυπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δενυπήρχε λόγος να βιαζόμαστε.

Όταν είχαν περάσει αρκετά λεπτά πιααπό τότε που είχε φύγει ο Μπένετ,ακούμπησα κι εγώ το ποτό μου στοτραπέζι και σήκωσα το βλέμμα μουστον Γουίλ και τον Χένρι.

«Κύριοι», άρχισα να λέω, «λέω να πάωκι εγώ σ’ εκείνον τον διάδρομο για νααπολαύσω μια υπέροχη πεταλουδίτσατου Λας Βέγκας να χορεύει καθιστή ε-πάνω μου.»

Κανένας απ' τους δυο τους δεν μπήκε

καν στον κόπο να πάρει το βλέμμα τουαπό τις χορεύτριες της

σκηνής κι ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι, ανέφευγα, ούτε που θα κοίταζαν σε ποιονδιάδρομο πήγαινα.

Αριστερά από τη σκηνή, ο διάδρομοςοδηγούσε σε πριβέ δωμάτια με ονόματαπλανητών. Αυτά τα δωμάτιαπροορίζονταν κυρίως για ιδιωτικούςχορούς, κάτι σαν αυτό που θααπολάμβανε εκείνη ακριβώς τη στιγμή οΜπένετ. Κατά τη γνώμη μου, το μόνοπράγμα που είχε ενδιαφέρον απόψε σ'εκείνα τα δωμάτια ήταν ότι θα τουχόρευε η Χλόη. Όμως τα δωμάτια στηδεξιά πλευρά της σκηνής, τα οποία είχαν

απλώς ονόματα χρωμάτων,προορίζονταν για έναν εντελώςδιαφορετικό σκοπό. Εκτός απόμερικούς υπαλλήλους του κλαμπ καιμια αυστηρά επιλεγμένη ομάδαπελατών, κανένας άλλος δεν είχεπρόσβαση σ' αυτά. Ένα βελούδινοχοντρό σκοινί απέκλειε την είσοδο σ'αυτή την περιοχή του κλαμπ η οποίαπροοριζόταν αποκλειστικά γιατους εκλεκτούς θαμώνες που πλήρωναναδρά για να απολαμβάνουν το προνόμιονα παρακολουθούν διάφορα άτομα νακάνουν σεξ. Όπως περίπου και το ΡεντΜουν στη Νέα Υόρκη, έτσι και τοΜπλακ Χαρτ του Λας Βέ-γκαςαπευθυνόταν σε πολύ πλούσιους πουέτρεφαν ένα ιδιαίτερο πάθος για την

ηδονοβλεψία.

Όπως το περίμενα, κανένας από τουςφίλους μου δεν γύρισε να με κοιτάξειόταν σηκώθηκα, περπάτησα πίσω απότις πολυτελείς δερμάτινες πολυθρόνεςμας και κατευθύνθηκα Καταρχάς προςτο αθέατο μέρος της αίθουσας καιέπειτα προς τον απέναντι τοίχο. Παρ'όλο που ήμουν βέβαιος ότι δεν μεκοίταζαν, δεν ήθελα να τραβήξω τηνπροσοχή τους πηγαίνονταςκατευθείαν στον διάδρομο με τα πριβέδωμάτια.

Κινήθηκα παράλληλα με τον τοίχο κιέφτασα μέχρι την είσοδο τουδιαδρόμου, όπου στεκόταν ένας

άντρας σχεδόν στο ύψος μου. Φορούσεμαύρο κοστούμι και είχε ένα ακουστικόστο αυτί του. Με ένα νεύματου κεφαλιού σήκωσε το βαρύμεταξωτό σκοινί από τη θέση του και μεάφησε να περάσω πίσω απ' τηβαριά βελούδινη κουρτίνα.

Εγώ είχα προνομιακή πρόσβαση στοκλαμπ. Κανένας από τους συνεργούςμου στο έγκλημα δεν θα μπορούσε ναφτάσει έως εδώ μέσα, όση πυγμή ήδιπλωματία κι αν χρησιμοποιούσαν οιαδερφοί Ράιαν. Είχα βάλει τον Τζόνι ναμου υποσχεθεί ότι δεν υπήρχεπερίπτωση να συναντήσουν, έστω καικατά λάθος, εμένα ή τη Σάρα.

Οι δυο μας είχαμε πάει πια τόσες φορέςστο Ρεντ Μουν που δεν χρειαζόταν νακοιτάξω στα υπόλοιπα δωμάτια για νακαταλάβω τι έκρυβαν μέσα τους.

Στο Κόκκινο Δωμάτιο, ένας άντραςμαστίγωνε μια γυμνή γυναίκα ενώ έναςάλλος έσταζε καυτό κερί πάνω στοστήθος της.

Στο Λευκό Δωμάτιο, το χέρι ενός άντραείχε χωθεί μέχρι τον καρπό μέσα σε μιαγυναίκα που ήταν ξαπλωμένη μεανοιχτά χέρια και πόδια πάνω σ' ένατραπέζι.

Στο Ροζ Δωμάτιο, είδα τρεις γυναίκεςνα κάνουν έρωτα με έναν άντρα.

Το χαλί ήταν παχύ και έπνιγε τα βήματάμου. Εδώ, αντίθετα με το Ρεντ Μουν, τατζάμια-καθρέφτες ήταν μικρότερα αλλάπερισσότερα. Κοιτάζοντας μέσα απ'το καθένα, είχες την αίσθηση ότιέβλεπες μια διαφορετική παράστασηκάθε φορά, την ίδια σκηνή υπόδιαφορετική γωνία: το αγαπημένο μενούτου τυπικού ηδονοβλεψία. Τουςτελευταίους μήνες είχα μάθει ότιοι πρωταγωνιστές αυτών των θεαμάτων-άτομα ομολο-γουμένως τολμηρά καιμε μια κλίση προς τον φετιχι-σμό-σπάνια είχαν να παρουσιάσουν κάτιπερισσότερο από ένα ωμό, στερημένοαπό συναισθήματα γαμήσι. Το οποίοήταν μια χαρά. Σύμφωνα με τον Τζόνι,οι περισσότεροι από τους επίλεκτους

θαμώνες ήθελαν απλώς να δουν κάποιεςακραίες σεξουαλικές πράξεις, σκηνέςπου δεν επρόκειτο ποτέ να δουν στηντηλεόραση ή, πόσο μάλλον, στηνκρεβατοκάμαρά τους.

Υπήρχαν όμως και κάποιοι, οι άγνωστοιθεατές μας στο Ρεντ Μουν, οι οποίοιέρχονταν τις Τετάρτες για ναπαρακολουθήσουν εμένα και τη Σάρα.Στα βράδια που περνούσαμε εκεί δίναμεπροτεραιότητα σε σύγκριση μεοποιαδήποτε άλλη υποχρέωσή μας θαέλεγα, είτε επρόκειτο για δουλειά είτεγια συγγενείς ή φίλους. Το Ρεντ Μουνμάς έδινε την ευκαιρία να εκ-φράσουμεκάτι που είχαμε και οι δύο ανάγκη. Τουςτελευταίους μήνες είχαμε εξερευνήσει

στο έπακρο το κοινό μας φετίχ για τηνεπιδειξιομανία. Αργότερα μάλιστααναλύαμε τις εμπειρίες μας για ώρες στοκρεβάτι της ή στο δικό μου.

Όταν πλησίασα στο δικό μας δωμάτιο,δεν υπήρχε κάποιος θεατής κι έτσιμπόρεσα να γλιστρήσω μέσα χωρίς ναμε δει κανένας. Όπως το περίμενα, ηπόρτα του Πράσινου Δωματίου ήτανξεκλείδωτη. Σε όλα τα κλαμπ του Τζόνι,κανένας θαμώνας που είχεπρόσβαση στα άδυτα δεν θα τολμούσεποτέ να δοκιμάσει έστω να ανοίξει μιαξεκλείδωτη πόρτα.

Το δωμάτιο ήταν μικρό -όπως και όλατα υπόλοιπα- και άδειο, με εξαίρεση δύο

σκηνικά στοιχεία: μια απλή μεταλλικήκαρέκλα κι ένα τραπέζι. Η λιτή διακό-σμηση σήμαινε ότι ακόμα και ητελευταία σταγόνα της προσοχής μου -και της προσοχής όποιου μαςπαρακολουθούσε απ' τον διάδρομο- θαεπικεντρωνόταν στη γυμνή κοπέλα πουαυτή τη στιγμή ήταν σκυμμένη πάνω απ'το τραπέζι.

Τα μάτια της ήταν δεμένα. Η καμπύλητου καλλίγραμμου κώλου της φαινότανολόκληρη. Η πλάτη της, ίσια καιχαλαρή. Όταν ακούστηκε ο μεταλλικόςήχος της πόρτας που έκλεισε πίσω μου,δάγκωσε το κάτω χείλι της και μπόρεσανα διακρίνω ένα ρίγος να διαπερνά τοκορμί της.

«Εγώ είμαι, Γλύκα.»

Δεν χρειαζόταν να το πω. Από τη στάσητης καταλάβαινα ότι ήξερε ποιος είχεμπει στο δωμάτιο, όμως εγώ ήθελα έτσικι αλλιώς να την καθησυχάσω.Έδειχνε απόλυτα ήρεμη, με το κεφάλιστραμμένο στο πλάι, το μάγουλό της ναακουμπάει στο τραπέζι. Άφησα γιαμια στιγμή το βλέμμα μου ναπεριπλανηθεί στο κορμί της.

Οι αστράγαλοί της ήταν δεμένοι σε δυοπόδια του τραπεζιού με την κορδέλαπου είχε αναφέρει ο Τζόνι. Τα πόδια τηςήταν αρκετά ανοιχτά ώστε να μπορώνα την πάρω με όποιον τρόπο ήθελα.Ήταν σκυμμένη από τη μέση και πάνω

και τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω απ'την πλάτη της. Το δέρμα της ήταναπαλό, χωρίς το παραμικρό ψεγάδι, τοστόμα της υγρό και μισάνοιχτο πια.Κοίταξα για άλλη μια φορά με λαχτάρατο κορμί της, κι εκείνη, σαν ναδιαισθανόταν σε ποιο σημείο είχαστρέψει την προσοχή μου, τούρλωσετον κώλο της λίγο περισσότερο.

Την πλησίασα και με την παλάμη μουπίεσα το σημείο ανάμεσα στιςωμοπλάτες της. Εκείνη ξαφνιάστηκελίγο, όμως αμέσως μετά αναστέναξεηδονικά, καθώς το χέρι μου κατέβηκεχαμηλά στην πλάτη της καιτης χούφτωσα τον κώλο.

«Είσαι υπέροχη, αγάπη μου.»

«Είναι κρύο το χέρι σου...» ψιθύρισε.«Και μ' αρέσει πολύ αυτό.» Πράγματι,το δέρμα της ήταν ζεστό. Σκέ-φτηκα ότιένιωθε την κάψα της έξαψης και τηςπροσμονής, μη γνωρίζοντας ούτε πότεθα ερχόμουν στο δωμάτιο ούτε ποιος θαμπορούσε να τη δει πριν από μένα.Χάιδεψα με το δάχτυλό μου τον κώλοτης και προχώρησα λίγο πιο χαμηλά,στη σχισμή του μουνιού της, που ήτανήδη υγρή. Βλέποντάς την και νιώθονταςτην καύλα της στα ακροδάχτυλά μου,αμέσως μου σηκώθηκε. Όταν έβαλα πιαδύο δάχτυλά μου μέσα της,εκείνη τινάχτηκε πάνω στο τραπέζι, κιεγώ διαπίστωσα με ανακούφιση ότι ο

Τζόνι δεν την είχε δέσει πολύ σφιχτά.

Η Σάρα είχε γνωρίσει τον Τζόνι κάτωαπ' το φως της μέρας, όταν τελικάξαναγύρισε σ' εμένα τον περασμένοΑύγουστο. Παρ' όλο που είχανανταλλάξει λίγες κουβέντες αμέσωςμετά την πρώτη επίσκεψή μαςστο κλαμπ του, η Σάρα ήθελε ναξανασυναντηθούν, κάπου μακριά απόεκείνον τον κόσμο. Έλεγε ότι θαένιωθε πιο άνετα γι' αυτό που κάναμε ανγνώριζε τον άντρα που κρυβόταν πίσωαπό όλα αυτά. Συναντηθήκαμε για καφέσε μια μικρή καφετέρια του Μπρούκλιν.Ο Τζόνι -όπως και όλοι εμείς οιυπόλοιποι- έδειχνε γοητευμένος με τηΣάρα από την πρώτη στιγμή που εκείνη

είχε σκύψει και τον είχε φιλήσει στομάγουλο, ευχαριστώντας τον ειλικρινάγια όσα είχε κάνει για μας.

Οι δυο τους έδεσαν αμέσως. Εκείνοςτην κατάλαβε από την πρώτη στιγμήπου την είδε, όπως μόνο εγώ την είχακαταλάβει έως τότε. Έκανε σαν τρελόςγια κείνην, της φερόταν προστατευτικάκαι από εκείνο το απόγευμα κι ύστεραήταν ο μόνος άντρας, εκτός απόεμένα, στον οποίο η Σάρα θα επέτρεπενα την αγγίξει, όμως μόνο για να τηνπροετοιμάσει γι' αυτή την ιδιαίτερηπερίσταση. Η εμπιστοσύνη που τουέδειχνε αποδείκνυε ταυτόχρονα τηνεμπιστοσύνη της απέναντι σ' εμένα.

Άφησα το βλέμμα μου να απολαύσει τιςκαμπύλες της λευκής επιδερμίδας της,την αντίθεση της κόκκινης κορδέλαςγύρω απ' τους καρπούς και τουςαστραγάλους της, τη δυνατή μα καιαπαλή γραμμή της ραχοκο-καλιάς της.Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος απόέναν πόνο τόσο βαθύ που, ότανπροσπάθησα να μιλήσω, η φωνή μουακούστηκε πνιχτή. «Πόση ώρα είσαιεδώ;»

Σήκωσε ελαφριά τους ώμους. «Ο Τζόνιέφυγε πριν από δέκα λεπτά ίσως. Είπεότι όπου να 'ναι θα ερχόσουν.»

Κούνησα το κεφάλι κι έσκυψα να τηφιλήσω στον ώμο. «Ήρθα λοιπόν.»

«Ήρθες.»

«Ήταν δυσάρεστη η αναμονή;»

Έγλειψε τα χείλη της πριν απαντήσει:«Όχι.»

«Έξω απ' το διπλανό δωμάτιο υπάρχουνκάποιοι πελάτες», της είπα γεμίζονταςτον λαιμό της με φιλιά. «Φαντάζομαι ότιθα πέρασαν μπροστά κι απ' αυτότο δωμάτιο και θα σε είδαν...ολομόναχη... να περιμένεις κάποιον...»

Την ένιωσα να αναριγεί κάτω απ' τοκορμί μου. Η ανάσα της ήταν κοφτή.

«Είμαι σίγουρος ότι το ήξερες αυτό.Είμαι σίγουρος ότι το γούσταρες

τρελά.»

Έγνεψε καταφατικά.

«Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ;»

Εκείνη έγνεψε ξανά και το δέρμα της,από τον λαιμό μέχρι χαμηλά στην πλάτητης, αναψοκοκκίνισε. Περισσότερο απόοτιδήποτε άλλο, η Σάρα φτιαχνόταν μετην ιδέα ότι κάποιος μάςπαρακολουθούσε να κάνουμε έρωτα.Δεν επέλεγε συχνά να είναι δεμένη.Κάποιες φορές αναλάμβανε εκείνη τηνπρωτοβουλία των κινήσεων, ανέβαινεπάνω μου και κατάπινε τον πούτσο μουμε το μουνί της ή το στόμα της. Αυτέςτις φορές τής άρεσε να με κοιτάζεικαταπρόσωπο. Με τα μάτια της

ρουφούσε και την παραμικρή αντίδρασητης έκ-στασής μου, λες και της ήτανακόμα δύσκολο να πιστέψει πόσο μεσυνέπαιρνε η αγάπη της.

Κάποιες άλλες φορές όμως -μερικέςνύχτες στο κλαμπ του Τζόνι- ήθελε ναέχει τα μάτια της δεμένα, για να μεφαντάζεται να την κοιτάζω, να τηναγγίζω, να την πηδάω.

Άπλωσα το χέρι κι έλυσα την κορδέλααπ’ τους καρπούς της. Ένιωσα σαν ναξετύλιγα ένα δώρο. Η Σάρα λύγισε τιςπαλάμες της κι ύστερα σήκωσε ταχέρια της ψηλά για να πιαστεί από τηναπέναντι άκρη του τραπεζιού.

«Το κατάλαβες ότι θα σου έλεγα να

κάνεις αυτήν ακριβώς την κίνηση;»

Εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της προςτο μέρος μου και χαμογέλασεακούγοντας την έμμεση υπόδειξή μου,ενώ το μαντίλι που είχε στα μάτια τηςτην εμπόδιζε να με δει. «Είχα μια μικρήυποψία.»

Τότε τον ακούσαμε και οι δύοταυτόχρονα: έναν δυνατό θόρυβο πουερχόταν απ' τον διάδρομο, λεςκαι κάποιος είχε ρίξει κάτω ένανολόκληρο δίσκο με ποτά. Μέχρι εκείνητη στιγμή, ποτέ δεν ήμασταν σίγουροιαν κάποιος μας έβλεπε. Στο Ρεντ Μουν,τα δωμάτια είχαν ηχομόνωση. Εδώ οιτοίχοι είχαν μεγάλο πάχος, όμως δεν

υπήρχε μόνωση.

Μπροστά μου η Σάρα αναρίγησε καιτέντωσε σαν τόξο την πλάτη της.

«Φαίνεται ότι κάποιοι σχεδιάζουν ναμείνουν αρκετή ώρα, γι' αυτόπαράγγειλαν ποτά.» Έβγαλα το σακάκιμου, το δίπλωσα και το ακούμπησαστην πλάτη

της καρέκλας. Ύστερα έσκυψα καίέβαλα τα χέρια μου ανάμεσα στοτραπέζι και το κορμί της, με τιςπαλάμες στραμμένες προς τα πάνω γιανα χουφτώσω τα βυζιά της. «Τι όμορφοκορίτσι...» Τη φίλησα στον ώμο,στον λαιμό, προχώρησα μέχρι χαμηλάστην πλάτη της, ενώ ταυτόχρονα τα

χέρια μου τρύπωναν ακόμα πιοκάτω, στο μουνί της. Την έγλειφα, τιςέδινα μικρές δαγκωμα-τιές. Το δέρματης ήταν διαβολικά υπέροχο, τόσοπου δεν μπορούσα να το χορτάσω.

«Είναι τέλειο...» ψιθύρισα τραβώντας τημεταλλική καρέκλα αρκετά κοντά ώστενα μπορώ να καθίσω και να τηδαγκώσω στην καμπύλη του κώλου της.«Δυστυχώς ο χρόνος που έχουμε στηδιάθεσή μας μου επιτρέπει να πάρωμόνο μια μικρή γεύση.» Με ταχέρια μου στα κωλομέρια της, τηνανάγκασα να ανοίξει τα πόδια της κιέσκυψα μπροστά για να πιπιλήσωτην κλειτορίδα της, να γευτώ τη γλύκακαι την κάψα της.

«Μαξ...» Η φωνή της ήταν σφιγμένησαν να είχε αρθρώσει με κόπο αυτή τημοναδική συλλαβή.

«Μμμ;» Την έγλειψα ξανά κλείνονταςτα μάτια. «Είναι τόσο όμορφη η περιοχήεδώ κάτω...» Τη φίλησα στη σχισμή τηςπου ήταν έτοιμη να με δεχτεί μέσατης. «Σ’ αυτό ακριβώς το γαμημένοσημείο.»

«Σε παρακαλώ, σταμάτα, όχι έτσι...» Τακωλομέρια της πάλλονταν στα χέριαμου.

«Δεν θέλεις να χύσεις στο στόμα μου;»τη ρώτησα, ενώ σηκωνόμουν όρθιος καιάρχιζα να λύνω τη ζώνη μου.

«Ξέρω ότι δεν έχουμε και πολύ χρόνο.Θέλω να σε νιώσω μέσα μου πριν έρθειη ώρα να φύγουμε.»

Κατέβασα το μποξεράκι μου χαμηλάστα πόδια μου, έπαιξα λίγο με τησχισμή της, τρίβοντας τον πού-τσο μουστην κλειτορίδα της. «Πριν αρχίσουμε,θέλω να σε ρωτήσω κάτι.»

Εκείνη άφησε ένα βογκητό καίτεντώθηκε προς το μέρος μου. «Δενξέρεις πού να τον βάλεις, έτσι;»

Έσκυψα και τη φίλησα στην πλάτηγελώντας. «Όχι βέβαια, παλιοκόριτσομε το βρόμικο μυαλό. Δενέχουμε αρκετό χρόνο για τέτοια κόλπα.»

Η Σάρα έγλειψε τα χείλη τηςπεριμένοντας.

Έχοντας μπει ελάχιστα μέσα της, τηρώτησα: «Να σε πάρω έτσι; Να ξέρειςότι έχω στην τσέπη μου προ-φυλακτικό.»

Η ανάσα της έγινε ακόμα πιο κοφτή.«Σε θέλω έτσι, γυμνό.»

Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος.Κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω της,θέλοντας να παγώσω για λίγο τονχρόνο, να απολαύσω τη στιγμή. Εκείνη,δεμένη στο τραπέζι, γυμνή, έτοιμη να μεπάρει μέσα της. Η μεταξωτή γραβάταμου χάιδεψε τη ραχοκοκαλιά τηςκαθώς έσκυβα επάνω της, και το βαθύ

μπλε χρώμα της έκανε τέλεια αντίθεσημε το αχνό κοκκίνισμα της επιδερμίδαςτης. Θεέ μου, πόσο με καύλωνε... Στοσπίτι δεν χρησιμοποιούσαμε ποτέπροφυλακτικά, εδώ όμως στο κλαμπ,και με το δεδομένο ότι η Σάρα είχε όλητη βραδιά μπροστά της, ήταν λίγοδιαφορετικό.

Μπήκα μέσα της τόσο αργά που ένιωσακαι το τελευταίο εκατοστό του κορμιούτης να αποκτά ένα σφρίγος από τονπόθο. Άφησε να της ξεφύγει μια μικρήκραυγή, σηκώνοντας τα λαγόνια της γιανα με πάρει πιο βαθιά μέσα της. Σ' αυτήτη στάση, λόγω της διαφοράς τουύψους μας, μπορούσα να σκύψωεπάνω της και να της ψιθυρίσω στο

αυτί: «Είσαι σίγουρη;»

«Ναι.»

«Γιατί μόλις τώρα μπήκα μέσα σουχωρίς καμία προφύλαξη, Γλύκα. Αντελειώσω μέσα σου, οι τύποι πουέχυσαν τα ποτά τους εκεί έξω θακαταλάβουν ότι είσαι δικιά μου.»

Εκείνη άφησε ακόμα ένα βογκητό και ταδάχτυλά της έσφιξαν την κόχη τουτραπεζιού. «Ε, και;»

«Και θα έχεις τα χύσια μου μέσα σουόταν εγώ θα φύγω. Αυτό θέλεις;»

«Κι εσύ θα ξέρεις ότι θα τα έχω...»ψιθύρισε εκείνη, συντονίζοντας το

κορμί της με τις κινήσεις μου.«Αυτό θέλω. Όταν θα είσαι εκεί έξω μετους φίλους σου, ή αργότερα όταν θατρώτε κάπου αλλού, θα σκέφτεσαι ότιεγώ θα σε νιώθω ακόμα μέσα μου.»

«Έχεις απόλυτο δίκιο». Έβαλα το χέριμου ανάμεσα στα μπούτια της και μετην παλάμη μου πάνω στο μουνί τηςχάιδεψα όλα τα σημεία γύρω του.

Στην αρχή οι κινήσεις μου ήταν αργές,βασανιστικές, έβλεπα τον πούτσο μουνα αλητεύει μέσα της κι ύστερα ναξεπροβάλλει πάλι, μουσκεμένος απ' ταυγρά της. Όμως οι δεδομένες συνθήκεςεκείνης της βραδιάς λειτουργούσανπιεστικά στο μυαλό μου. Ή-ξερα ότι δεν

είχα ώρες μπροστά μου για νααπολαύσω την επαφή μας. Η ηδονήέπρεπε να είναι σύντομη. Αργότερα θαέβρισκα τον χρόνο να τη γευτώ με τηνησυχία μου.

Η Σάρα αναστέναξε όταν τραβήχτηκαπρος τα έξω κι ύστερα μπήκα ξανά μέσατης βίαια, μ' έναν ρυθμό τόσο δυνατόκαι γρήγορο, που το τραπέζιστρίγγλισε πάνω στο πάτωμα, οιμεντεσέδες του αναστέναξαν. Η Σάραπήρε ολόκληρο τον πούτσο μου μέσατης τεντώνοντας προς το μέρος μου τονκαταπληκτικό της κώλο καισπρώχνοντας το κορμί της προς τα πίσωεξίσου δυνατά και γρήγορα με τις δικέςμου ωθήσεις.

Μ' έναν πνιχτό αναστεναγμό ψιθύρισε:«Μαξ, θα χύσω...»

Χάιδεψα με κυκλικές κινήσεις τηνκλειτορίδα της, αυξάνοντας την έντασηκαι επιταχύνοντας τον ρυθμό μου.Γνώριζα το κορμί αυτής της γυναίκας τοίδιο καλά με το δικό μου. Ήξερα πόσογρήγορες, πόσο ορμητικές ήθελε τιςκινήσεις μου. Ήξερα πόσο της άρεσε ν'ακούει τη φωνή μου να ψιθυρίζει τοόνομά της.

«Γλύκα...» της είπα βογκώντας.«Τρελαίνομαι όταν σε νιώθω να χύνειςπάνω στον πούτσο μου.»

Τέντωσε προς τα πίσω τον λαιμό της,πίεσε το πίσω μέρος του κεφαλιού της

στον ώμο μου κι άφησε να της ξεφύγειένα απαλό, αυθόρμητο βογκητό. «Κιάλλο. Κι άλλο.»

«Ρε Σάρα, σ' αγαπώ πολύ.»

Αυτό ήταν. Τα δάχτυλά της έσφιξαν τηνκόχη του τραπεζιού με τόση δύναμη πουάσπρισαν οι αρθρώσεις της και οοργασμός της ήταν απίστευτα έντονος,συντονισμένος με τα ξέπνοα βογκητάτης.

«Τι νιώθεις;» κατάφερα να ψιθυρίσωακριβώς κάτω απ’ το αυτί της. «Ότιέχεις δύναμη; Έχεις τον έλεγχο; Έτσιόπως είσαι με δεμένα τα μάτια,ακινητοποιη-μένη πάνω σ' ένα τραπέζι,ενώ εγώ χάνομαι μέσα σου, τόσο πολύ

που μου κόβεται η ανάσα;»

Εκείνη αναστέναξε βαθιά, καθώςκατέρρεε πάνω στο τραπέζι χορτασμένη.«Αυτό που νιώθω είναι έρωτας.»

Ένα ρίγος διαπέρασε την πλάτη μου κιέφτασε χαμηλά στο υπογάστριό μουκαθώς επιτάχυνα τις κινήσεις τωνγοφών μου. «Έρωτας;» επανέλαβα.«Είσαι δεμένη σ' ένα μεταλλικό τραπέζι,έφτασες σε οργασμό μπροστά σ' έναςΘεός ξέρει πόσους ανθρώπους και αυτόπου νιώθεις είναι έρωτας... Μάλλον τηνέχεις πατήσει όσο κι εγώ.»

Γύρισε το κεφάλι και μου δάγκωσε ταχείλη. Η Σάρα μού πρόσφερε το στόματης, τη γλώσσα της, τους βραχνούς

ήχους της επιθυμίας της, κι εγώαφέθηκα μουγκρίζοντας καθώς έχανατον ρυθμό μου και οι γοφοί μουχτυπούσαν στα κωλομέρια της κιένιωθα τον πυρετό της καύλας μου ναμε κατακλύζει ώσπου ολόκληρο τοκορμί μου σφίχτηκε κι ύστεραπαραδόθηκε στην ηδονή.

Έμεινα για λίγο ακίνητος, ζαλισμένος.Απολάμβανα την αίσθηση των φιλιώντης, τις αργές, νωχελικές κινήσεις τηςμετά τον οργασμό. Το δωμάτιο δενυπήρχε πια και, όσο κι αν ακούγεταικλισέ, ο χρόνος είχε σταματήσει.Ολόκληρη η βραδιά επικεντρώθηκε στοσώμα

της, στα χείλη της, στα μάτια της που μεκοίταζαν ορθάνοιχτα όταν φιλιόμασταν.

Με αργές κινήσεις τραβήχτηκα απόμέσα της και ανάγκασα τα χείλη της ναεπιβραδύνουν την απαλή, πεινασμένηεπίθεσή τους για να μπορέσω νααπολαύσω το σχήμα του στόματός της.Χάιδεψα με τα δυο μου δάχτυλα τομουνί της. Με τρέλαινε ο τρόπος πουτιναζόταν στο κάθε μου άγγιγμα.Έχωσα τα δάχτυλά μου μέσα της κιένιωσα ξανά τη θέρμη της καύλας της,τα τεκμήρια της δικής μου ηδονής.

«Βρομοκόριτσο...» ψιθύρισα χώνονταςπιο βαθιά τα δάχτυλά μου.

Ύστερα τα έβγαλα και χαμογέλασα

καθώς ένιωσα ότι το κορμί της δεν ήτανκαι τόσο πρόθυμο να με αποχωριστεί.

Σηκώθηκα όρθιος, κούμπωσα τοπαντελόνι μου κι έσκυψα να λύσω ταπόδια της. Εκείνη όρθωσε το κορμί της,τέντωσε προς τα πίσω την πλάτη της,γύρισε και κάθισε στο τραπέζι,τραβώντας με απ' τη γραβάτα για νασταθώ ανάμεσα στα πόδια της.

«Τι έχετε κανονίσει με τα παιδιά για τουπόλοιπο της βραδιάς;» με ρώτησεχαϊδεύοντάς με πάνω απ' το πουκάμισόμου.

«Φαντάζομαι θα πάμε για φαγητό.»Απομακρύνθηκα για λίγο για να τηςφέρω τη ρόμπα της απ' τη γωνία του

δωματίου. Αρκετά είχα αφήσει ταβλέμματα άλλων αντρών να τηναπολαύσουν. «Εσύ;»

«Θα πάω κι εγώ για φαγητό», είπεεκείνη σηκώνοντας τους ώμους.«Αργότερα... δεν ξέρω...» Με κοίταξε

και μου χαμογέλασε σκανταλιάρικα.«Ίσως πάμε σε κάποιο άλλο κλαμπ...»

«Δηλαδή;» ρώτησα γελώντας. «Θααπολαύσετε τίποτα γκόμενους μετάνγκα να λικνίζονται μπροστά σταμούτρα σας με το πουλί τους σηκωμένο;Θα προτιμούσα να μην το κάνεις,Γλύκα.»

Το βλέμμα της έγινε έντονο, σχεδόν

προκλητικό. «Λοιπόν, εγώ λέω να παςνα απολαύσεις το υπόλοιπο της βραδιάςσου κι εγώ να κάνω ακριβώς το ίδιο.»

Χαμογέλασα κι έσκυψα να τη φιλήσω.Μου έδωσε ένα βαθύ φιλί, ενώ έφερε ταχέρια της στο πρόσωπό μου κι ύστερατα πέρασε μέσα στα μαλλιά μου καιπίσω απ' τον λαιμό μου. «Νιώθω ότι θαμπορούσα να πηδιέμαι για ώρες μαζίσου», ψιθύρισε στο στόμα μου κι εγώκόντεψα να χάσω το μυαλό μου. ΗΣάρα σπάνια μιλούσε πρόστυχα κι όταντο έκανε πάντα με καύλωνε. «Ο πόθοςμου για σένα με κάνει να νιώθω λίγοάδεια απόψε.»

Άφησα να μου ξεφύγει ένα βογκητό και

βύθισα το πρόσωπό μου στον λαιμότης.

«Ξέρω, ξέρω», ψιθύρισε εκείνη κι ότανμε έσπρωξε με τα χέρια στο στέρνο,έκανα πίσω για να μπορέσει να σηκωθείόρθια. «Είμαι σίγουρη ότι η Χλόη θαέχει τελειώσει. Καλύτερα ναπηγαίνουμε.»

Βγήκαμε από την ίδια πόρτα απ' όπουείχα μπει, η οποία, δυστυχώς, ήταν ημοναδική που επέτρεπε την πρόσβασηστο δωμάτιο. Προτιμούσα τη χωριστήέξοδο που είχαν τα δωμάτια του ΡεντΜουν. Άλλο να ξέρεις ότι κάποιοιυπάρχουν εκεί έξω κι άλλο να υπάρχει ηπιθανότητα να τους δεις.

Ευτυχώς όμως, όποιος κι αν βρισκότανεκεί έξω είχε αποχωρήσει πρινεμφανιστούμε εμείς, μάλλον όταν μεείδε να τυλίγω τη Σάρα με τη ρόμπατης. Προχωρώντας στον διάδρομοακολουθήσαμε διακριτικά κάποιουςάλλους θαμώνες και αμέσως άρχισα νααναρωτιέμαι: Άραγε μας είχαν δει;

ΤΡΙΑΜπένετ Ράιαν

Δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ένιωθατέλεια -είχα χρειαστεί μόλις τρία λεπτάγια να κάνω την αρραβωνιαστικιά μουνα χύσει στο πριβέ δωμάτιο ενός κυριλέ

σεξ κλαμπ- ή πιο αναστατωμένος καιαπογοητευμένος απ’ ό, τι είχα υπάρξειεδώ και καιρό. Μπα που να σε πάρει οδιάο-λος, Χλόη. Η αποχώρησή τηςέκανε τη σύντομη παράστασή της ναμοιάζει με ένα είδος τιμωρίας επειδή τηνΗμέρα του Αγίου Βαλεντίνου είχα φύγειγια το Λας Βέγκας. Παρότι γνώριζα λίγοτην αρραβωνιαστικιά μου, ήξερα πως -παρά το γεγονός ότι και οι δύοεργαζόμασταν στον χώροτου μάρκετινγκ- εκείνη θεωρούσεεντελώς γελοία την προοπτική ενόςρομαντικού διήμερου κατά παραγγελία.Προφανώς είχε αρπάξει την ευκαιρία γιανα μου παίξει ένα παιχνιδάκι και να μ’αφήσει στην κατάσταση που της άρεσεπερισσότερο: αναστατωμένο και

εκνευρισμένο.

Και ο μαλάκας ο Μαξ... Ήξερε άραγεότι η Χλόη σκόπευε να με παίξει έτσι;Κι αν το ήξερε... Η αλήθεια είναι ότιήταν κάτι προσωπικό και κάπωςπαράξενο. Θα έπρεπε ή να τον σπάσωστο ξύλο ή να του ρίξω υπνωτικό στοποτό του και να χτυπήσω τατουάζ στημούρη του με ανεξίτηλο μελάνι: «Είμαιμαλάκας».

Η εκδίκησή μου όμως έπρεπε ναπεριμένει. Όταν επέστρεψα, ο Μαξ είχεφύγει, ενώ ο Χένρι και ο Γουίλ είχαν τοανέκφραστο βλέμμα δύο αντρώνκορεσμένων από αλκοόλ και γυναίκες.

«Πώς πάνε τα πράγματα εδώ έξω;»

ρώτησα. Ξανακά-θισα και πήρα τοποτήρι μου. Περίμενα ότι θα ήτανσχεδόν άδειο. Όχι όμως. Το ποτό μουήταν φρεσκοσερβιρισμένο και το πιάτομου γεμάτο. Έψαξα με το βλέμμα μουτην Τζία και σήκωσα το ποτήρι μου γιανα την ευχαριστήσω. Πέρα από τιςμυστηριώδεις γωνιές και τις διάφορεςανωμαλίες που παίζονταν πίσω από τιςκλειστές πόρτες, το προσωπικόσυμπεριφερόταν με απίστευτοεπαγγελματισμό. Η Τζία έγνεψε με τοκεφάλι, μου χαμογέλασε κιεξαφανίστηκε πίσω απ’ την μπάρα. Δενμπορούσα να μην παρατηρήσω ότι είχεβγάλει όλα όσα φορούσε καισέρβιρε πια τα τραπέζια της ολόγυμνη.

Ευχήθηκα για λογαριασμό της να ήτανμια ευχάριστη εμπειρία για την ίδια.Όσο για μένα, ήταν ένας απότους μόνιμους εφιάλτες μου.

«Πώς ήταν ο χορός;» ρώτησε ο Χένρι,χωρίς να μπει καν στον κόπο να πάρειτα μάτια του απ’ τη σκηνή.Θα μπορούσα να είχα βάλει φωτιά στηνκαρέκλα του κι εκείνος να μην το πάρειείδηση μέχρι οι φλόγες να τουκόψουν τη θέα.

Τον κοίταξα ερευνητικά προσπαθώνταςνα καταλάβω αν ήταν κι εκείνος μέσαστο κόλπο για την έκπληξη που μου είχεετοιμάσει η Χλόη. Ο Χένρι όμως ούτεχαμογελούσε με νόημα, ούτε έδειχνε να

τον ενδιαφέρει η απάντησή μου. Όσογια τον Γουίλ, με κοίταζε κι εκείνος μεαδιάφορη περιέργεια.

«Καλός ήταν», είπα.

«Γρήγορος...» παρατήρησε ο Γουίλ.

Χαμογέλασα ειρωνικά. Πολύ γρήγορος,που να πάρει ο διάολος. Σχεδόνευχόμουν τουλάχιστον ένας απ’τους δυο τους να ήξερε για τη Χλόη καιτο κόλπο της ώστε να μπορούσα ναπερηφανευτώ για τις επιδόσεις μου.

«Μερικές γυναίκες εδώ μέσα είναικαταπληκτικές...» μουρμούρισε οΧένρι. «Θα μπορούσα να περάσω όλητη νύχτα κοιτάζοντάς τες να χορεύουν.»

Ο Γουίλ τεντώθηκε κι έριξε μια ματιάστο ρολόι του. «Εγώ όμως πεθαίνωστην πείνα. Δεν έχουμε κλείσει κάπουγια φαγητό; Κοντεύει δέκα.»

«Πού είναι ο Βρετανός φίλος μας;»ρώτησα κοιτώντας ολόγυρα για άλλημια φορά την τεράστια αίθουσα. Γιανα τον εντοπίσω εκεί μέσα, έπρεπε ναελέγξω κάθε γωνιά, κάθε μπάρα.»

«Ιδέα δεν έχω», είπε ο Γουίλσηκώνοντας τους ώμους και πίνονταςτην τελευταία γουλιά του ουίσκι του.«Εξαφανίστηκε αμέσως μετά απόσένα.»

Μια υποψία πέρασε σαν αστραπή απ’ τομυαλό μου κι αμέσως μετά έγινε

βεβαιότητα που έσκασε μέσα μουσαν βόμβα: ήταν εδώ και η Σάρα. ΗΧλόη δεν είχε απαντήσει όταν τηρώτησα αν είχε έρθει με παρέα, αλλάδεν μπορούσα να φανταστώ ότι θαπερνούσε ένα διήμερο ολομόναχη.Μπορεί να σκόπευε να γυρίσει στοδωμάτιο του ξενοδοχείου της και ναπεράσει το βράδυ απολαμβάνοντας

ένα αρωματικό αφρόλουτρο, όμως τοπιθανότερο ήταν πως είχε άλλα σχέδια.Αν είχαν καταφέρει να μουεξασφαλίσουν ένα πριβέ δωμάτιο μόνογια μένα και τη Χλόη, τότε σίγουρα καιο Μαξ θα απολάμβανε κάπου εκεί γύρωλίγο χρόνο με την αγαπημένη του.

Μετά από ένα ποτό ακόμα και καμιάδεκαριά τραγούδια, ξαφνικά ο Μαξεπέστρεψε στο τραπέζι μας.Εμφανίστηκε από το πουθενά, χωρίςκαν να τον πάρουμε είδηση.

«Τι έγινε, μάγκες;» αναφώνησεχτυπώντας με στην πλάτη.«Απολαμβάνουμε τα γυμνά βυζάκια;»

Και οι τρεις μουρμουρίσαμε διάφορεςπαραλλαγές του «Όλα τέλεια.» Εκείνοςέκατσε στην καρέκλα δίπλα μου, ενώ τογέλιο του πρόδιδε πόσο χαλαρόςένιωθε.

«Πώς ήταν ο χορός, Μπεν;» ρώτησε,ενώ τα μάτια του άστραφταν. «Τελικάδεν πρέπει να ήταν και τόσο

χάλια, έτσι;»

Σήκωσα τους ώμους και χάζεψα τομεθυσμένο χαμόγελό του. Έδειχνεσχεδόν τόσο χαλαρός όσο εγώ ήμουνσφιγμένος. «Μόλις πήδηξες, έτσι δενείναι, παλιομαλάκα;»

Γούρλωσε τα μάτια του κι έσκυψεμπροστά. «Γιατί εσύ δεν πήδηξες;»

«Όχι, γαμώτο...» ψιθύρισα κουνώνταςτο κεφάλι. Ο Μαξ ξέσπασε σε γέλια. «ΗΧλόη φρόντισε την πάρτη της κι έπειταεξαφανίστηκε.»

Ο Μαξ σφύριξε σιγανά και αναστέναξε.«Φαντάζομαι ότι όταν γυρίσουμε, θαβρεις κάποιον τρόπο να πάρεις το αίμα

σου πίσω.»

Σοβαρολογούσε τώρα; Περίμενε ότι θατην άφηνα στην ησυχία της τηνυπόλοιπη βραδιά -για να μην πω τουπόλοιπο Σαββατοκύριακο- μετά απ’αυτό το παιχνίδι που μου έπαιξε;

«Πού θα πάνε;» ρώτησα, ενώ η ανάσαμου έβγαινε

κοφτή.

Ο Μαξ σήκωσε τους ώμους και μ’ ένακομματάκι πίτας μπλινί φτυάρισε λίγοχαβιάρι απ’ το πιάτο μου. «Δενξέρω. Νομίζω όμως ότι θα φύγουν τοπρωί.»

«Σε ποιο ξενοδοχείο μένουν;»

«Ιδέα δεν έχω. Η Σάρα τα κανόνισεόλα.» Συγκριτικά με εμένα, ο Μαξέδειχνε να μην ανησυχεί καθόλου μεόλα αυτά... Προφανώς. Εκείνος όμωςείχε μόλις πηδηχτεί με τη Σάρα σεκάποιο από τα μυστικά δωμάτια, ενώεγώ το μόνο που είχα καταφέρει ήταν ναδω τη Χλόη να αυνανίζεται με το χέριμου.»

Κάρφωσα το βλέμμα μου στον απέναντιτοίχο την ίδια στιγμή που η Χλόη με τηΣάρα πρόβαλλαν απ’ τον σκοτεινόδιάδρομο, πιασμένες αγκαζέ καιγελώντας. Ο Μαξ ακολούθησε τοβλέμμα μου και αναστέναξε. «Είναι

υπέροχες, διάολε!»

«Αναρωτιέμαι πού έχουν σκοπό ναπάνε», μουρμούρισα.

Ο Μαξ γύρισε και με κοίταξε. Κούνησετο κεφάλι, σαν να είχε προλάβει ναδιαβάσει τις σκέψεις μου. «Φίλε, έχουμεκι άλλα σχέδια για τη βραδιά.»

«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό.»

«Κι εκείνες έχουν τα δικά τους σχέδια.»

«Και γι’ αυτό είμαι σίγουρος.»

Ο Μαξ έκανε μια παύση. Κοιτάχτηκανμε τη Σάρα. Κάτι πέρασε από τα μάτιατης στα δικά του, κάτι βαθύ και

ικετευτικό. Πίσω της η Χλόη κάτιψαχούλευε στην τσάντα της κι ύστερασήκωσε τα μάτια της και με είδε.Μισάνοιξε το στόμα της και το χέρι τηςσηκώθηκε αυθόρμητα στο στήθος. Σταμάτια της είδα μια ειλικρινή ανησυχία,ίσως ακόμα και μια υποψία ενοχής. Ταχείλη της σχημάτισαν τις λέξεις: «Είσαικαλά;»

Αν ένιωθε ενοχές μετά το κολπάκι της,τότε εγώ ένιωθα πολύ καλύτερα.Χαμογέλασα ειρωνικά. «Όχι.»

Οποιαδήποτε υποψία ενοχής όμωςεξαφανίστηκε όταν ένα σαρδόνιοχαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπότης. Μου έστειλε ένα φιλί και τράβηξε

τη Σάρα απ’ το μπράτσο. Με τον Μαξτις παρακολουθήσαμε να βγαίνουν απ’το κλαμπ περνώντας απ’ τις βαριέςατσάλινες πόρτες που είχαμε διαβεί κιεμείς όταν ήρθαμε.

«Διάολε», ψιθύρισε ο Μαξ. «Είμαστεδυο πολύ τυχερά καθάρματα...»

Αναστέναξα. «Ναι, είμαστε.»

Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξαστα μάτια. Ήξερα ότι είχε κάνει σχέδιαγια το υπόλοιπο της βραδιάς μας, ήξεραότι είχε κανονίσει να πάμε σε διάφοραμέρη για διασκέδαση. Όμως η αλήθειαείναι ότι θα μέναμε στο Λας Βέγκας έωςτην Τρίτη και τώρα ήταν μόλιςΠαρασκευή βράδυ. Θα ήταν τόσο

φοβερό αν έλειπα μόνο για μία ώρα;

Εκείνος έσκυψε μπροστά, με άρπαξε απ’το μπράτσο κι άρχισε να γελάει. «Ούτενα το σκεφτείς, Μπένετ.»

----------Μετά τη σκοτεινή ατμόσφαιρατου κλαμπ που μας έκανε να νιώθουμεσχεδόν σαν να βρισκόμασταν μέσα σεσπηλιά, βγαίνοντας έξω νιώσαμε να μαςλούζει το φως. Πανύψηλα ξενοδοχείασκέπαζαν τον σκοτεινό ουρανό καιακόμα κι απ’ αυτή την απόστασημπορούσαμε να δούμε τη λάμψη από τιςπινακίδες νέον που άστραφταν από τακαζίνο της λεωφόρου. Και, Χριστέ μου,τι θόρυβος ήταν αυτός! Η φασαρία απότο μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων μάς

χτύπησε σαν κύμα που ερχότανκαταπάνω μας από τον δρόμο όση ώραστεκόμασταν στον παράδρομοκαι περιμέναμε τον οδηγό μας.Αυτοκίνητα σταματούσαν δίπλα στοπεζοδρόμιο, άδειαζαν ή γέμιζαν μεκόσμο και ξεκινούσαν ξανά. Άνθρωποικάθε μεγέθους και σχήματος περνούσανδίπλα μας, κάπου στο βάθοςακούγονταν κορ-ναρίσματα, μερικέςσειρήνες περιπολικών ούρλιαζανλίγα τετράγωνα παρακάτω.

Και παντού έβλεπες νερό -νερό πουκελάρυζε σε διάφορα διακοσμητικάστοιχεία των χώρων υποδοχής, εκκω-φαντικοί καταρράκτες από ταμεγαλύτερα ξενοδοχεία, κι ένα πελώριο

σιντριβάνι στο οποίο σχεδόν όλοιανεξαιρέτως οι τουρίστες πετούσαννομίσματα καθώς περνούσαν δίπλα του-ακόμα κι εδώ, μακριά από τη λάμψη καιτη χλιδή των μεγάλων καζίνο.

Σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου, ο Χένριπλησίασε ένα σιντριβάνι που είχε τρίαεπίπεδα, έριξε μια ματιά μέσα του καιπέταξε μια μάρκα του πόκερ πάνω στηρυτιδωμένη επιφάνεια του νερού.«Ποιος να το φανταζόταν ότι θα υπήρχετόσο νερό στην έρημο;»

Ο Γουίλ μάς πλησίασε από πίσω,βγάζοντας το σακάκι του, παρ’ όλο πουέκανε κρύο εκεί έξω. «Το νερόείναι απαραίτητο για τη ζωή», είπε. «Για

να επιβιώσει μια κοινωνία, χρειάζεταινερό ώστε να συντηρήσει τονπληθυσμό της. Μια τέτοια φαινομενικάαλαζονική και υπερβολική χρήση ενόςτόσο σημαντικού πόρου θα σήμαινε ότιμια κοινωνία ευημερεί. Μια ευημερούσακοινωνία κάνει τους ανθρώπους νααισθάνονται αισιόδοξοι. Έναςαισιόδοξος τουρίστας ξοδεύειπερισσότερα χρήματα και τονώνειτην οικονομία.» Σήκωσε τους ώμους κιέβαλε μια τσίχλα στο στόμα του. «Άσεπου είναι γαμάτο, έτσι;»

4

Ο Χένρι τον κοίταξε έκπληκτος. «Είσαιφοβερός σπασίκλας, ρε φίλε.»

«Και γαμώ τους σπασίκλες», είπε ο Μαξχαμογελώντας καλοσυνάτα.

Ο Γουίλ έδειξε με το πιγούνι του τονΧένρι. «Πάντως δεν είμαι εγώ αυτόςπου πέταξε μια μάρκα των εκατόδολαρίων μέσα σε σιντριβάνι επειδήαυτό υποτίθεται ότι συνηθίζεται.Επομένως σας ευχαριστώ που μόλιςαποδείξατε ότι έχω δίκιο.»

Ο Χένρι γούρλωσε τα μάτια καιξαναγύρισε τρέχοντας στην άκρη τουσιντριβανιού. «Που να πάρει οδιάολος...»

Ο Γουίλ στηρίχτηκε στον τοίχο τουκλαμπ, έχοντας τα χέρια στις στέπες καιτο σακάκι του διπλωμένο στο μπράτσο

του. «Πώς θα συνεχίσουμε λοιπόν τοΣαββατοκύριακο της ακολασίας; Θαπάμε για φαγητό και μετά τι; Θακάνουμε βουτιά με αλεξίπτωτο; Θαθυσιάσουμε παρθένες; Θα χτυπήσουμεασορτί τατουάζ εις ανάμνηση των αρχι-διών του Μπεν που θα πέσουν ηρωικάστο πεδίο της μάχης;»

Του χαμογέλασα ειρωνικά. Ο Γουίλ είχεγίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωήςμας από τότε που ο Μαξ τα ξα-ναβρήκεμε τη Σάρα. Μέσα στην εβδομάδασυναντιόμασταν πολύ συχνά και οιπέντε για φαγητό, το μεσημέρι ή τοβράδυ, ή για να πάμε σε κάποιαπαράσταση. Ο Γουίλ ήταν ο ορκισμένοςεργένης της παρέας, και τρελαινόταν να

μας υπενθυμίζει ότι τα κορίτσια μάςείχαν χώσει κανονικά στο βρακί τους,τον Μαξ κι εμένα, ότι δεν ήμασταν καιπολύ άντρες. «Αυτό που δεν μπορείς νακαταλάβεις, Γουίλ, είναι ότι το να γαμάςμόνο μία γυναίκα έχει ένα σημαντικόπλεονέκτημα: ότι εκείνη μαθαίνει τιακριβώς πρέπει να κάνει. Δεν έχωκανένα πρόβλημα να παραχωρήσω στηΧλόη το αποκλειστικό δικαίωμαπρόσβασης στ’ αρχίδια μου.»

Ο Χένρι απομακρύνθηκε ξανά απ’ τοσιντριβάνι και πλησίασε τον Γουίλ.«Εξάλλου πάω στοίχημα εκατό δολάριαότι εδώ που βρισκόμαστε δεν θα βρειςούτε μία παρθένα.»

Ο Γουίλ κοίταξε το χέρι του Χένρι πουπερίμενε να κλείσουν το στοίχημα καιγέλασε. «Έχουν περάσει μόλις δύολεπτά αφότου βγήκαμε απ’ το κλαμπ,έχεις ήδη πετά-ξει μια μάρκα των εκατόδολαρίων και θέλεις να βάλεις στοίχημαάλλα εκατό δολάρια. Ανυπομονώ να δωτι θα κάνεις όταν βρεθείς σ’ ένα αληθινόκαζίνο.»

«Εγώ ξέρω να κερδίζω λεφτά», είπε οΧένρι χτυπώντας το στήθος του καιπουλώντας μεθυσμένο αντριλίκι.Μόρφασε απ’ τον πόνο.

Θυμωμένος, έτριψα το πρόσωπό μου μετο χέρι μου. «Έτσι όπως κάνετε, δενείστε για να σας πάω πουθενά.»

«Μα εσύ, Μπένι, μόλις απόλαυσες ένανπριβέ χορό», είπε ο Χένρι χαϊδεύονταςτον ώμο μου. «Γιατί έχειςτέτοια μούτρα; Κανονικά θα έπρεπε ναχαμογελάς σαν ηλίθιος.»

Ακόυσα τον Μαξ να γελάει και τονκάρφωσα με το βλέμμα μου. «Μην τουδίνετε σημασία», είπε στους άλλους δύοδείχνοντας προς το μέρος μου. «Οφίλος μας ο Μπεν νιώθει απλώς λίγοαπογοητευμένος.»

Ο μαλάκας ο Μαξ. Με τα χέρια στιςτσέπες και το χαζοχαρούμενο χαμόγελότου, ήταν η προσωποποίηση τηςαπάθειας. Δηλαδή το εντελώς αντίθετοαπ’ αυτό που ένιωθα εγώ.

Αυτή τη στιγμή θα μπορούσα να πνίξωμε τα ίδια μου τα χέρια τη Χλόη -μιαπαρόρμηση πολύ οικεία γιαμένα, σχεδόν από την πρώτη μέρα πουγνωριστήκαμε. Αν και είχε περάσειτόσος καιρός, εκείνη εξακολουθούσε ναδιαθέτει μια σατανική ευκολία να μουπατάει τον κάλο. Για να είμαι ειλικρινήςδεν ήμουν σίγουρος ποιος από τουςδυο μας ένιωθε μεγαλύτερη σύγχυσηαυτή τη στιγμή: εκείνη που έχυσε ενώμου έπαιζε το παιχνιδάκι της ή εγώ πουτο απόλαυσα τόσο πολύ από την αρχήως το τέλος;

«Ποιο είναι το σχέδιο λοιπόν;»επανέλαβε ο Γουίλ και απομακρύνθηκεαπ’ το κλαμπ. «Θα στεκόμαστε εδώ

όλη τη νύχτα και θα κοιτάζουμε τονΜπένετ που τα έχει πάρει στο κρανίοή...;»

Ο Μαξ κοίταξε το ρολόι του. «Πάμε γιαφαγητό», είπε. «Η μάνα μου μαςέκλεισε τραπέζι στο Στέικχαουζ τουξενοδοχείου Γουίν. Έχει εξαιρετικήφήμη.»

Περιμένοντας τον οδηγό μας ναεμφανιστεί, στράφηκα και κοίταξα στονδρόμο. Στην απέναντι γωνία, κάτιαστραφτερό πράσινο μαγνήτισε τοβλέμμα μου. Ήταν ηΧλόη. Προηγουμένως, όταν την είχα δειαγκαζέ με τη Σάρα, λίγο πριν μεπαρατήσει μέσα στο κλαμπ, το βλέμμα

της πέταγε

σπίθες και μου χαμογελούσεσκανταλιάρικα. Τώρα οι δυο τουςπερίμεναν στο πεζοδρόμιο, μετεντωμένα τα χέρια, καθώςπροσπαθούσαν να σταματήσουν κάποιοταξί.

Έριξα μια αστραπιαία ματιά στον Μαξ,ο οποίος ήταν απορροφημένος από μιαδιαφωνία που είχε με τον Γουίλ και τονΧένρι σχετικά με το αν ήταν δυνατόν ναφάει κανείς μοσχαρίσια μπριζόλα τωνεφτακοσίων γραμμαρίων σε λιγότεροαπό δεκαπέντε λεπτά. Τέλεια.

Είδα το αυτοκίνητό μας να στρίβει απ’τη γωνία και να κατευθύνεται προς το

μέρος μας. Ήξερα ότι έπρεπε να δράσωγρήγορα. Μην έχοντας καταστρώσειστο μυαλό μου τίποτα περισσότερο απόένα εντελώς ασαφές σχέδιο, μόρφασα,διπλώθηκα στα δύο και πίεσα με το χέριμου το στομάχι μου.

«Μπεν, είσαι καλά;» ρώτησε ο Γουίλ μεσηκωμένα τα φρύδια.

«Καλά είμαι, δεν είναι τίποτα», είπασυνοδεύοντας τα λόγια μου με μιακίνηση του χεριού. «Το στομάχι μουόμως είναι κάπως... Νομίζω ότι το έλκοςμου κάνει τα δικά του.»

Ο Μαξ μισόκλεισε τα μάτια. «Έχειςέλκος;»

«Ναι», είπα γνέφοντας καταφατικά καιαναπνέοντας κοφτά για να γίνω πιοπειστικός.

«Εσύ», επανέλαβε εκείνος. «Έχειςέλκος.»

Σήκωσα λίγο το σώμα μου. «Γιατί, σουφαίνεται παράξενο;»

Ο Μαξ έξυσε το φρύδι του και μεκοίταξε με δυσπιστία. «Απλώςδυσκολεύομαι να χωνέψω την ιδέα ότι ομεγάλος και τρανός Μπένετ, που ποτέδεν ανεβάζει πίεση, ακόμα

και στις πιο αγχωτικές συναντήσεις, καιδεν δίνει καμία σημασία για τη γνώμητων άλλων» -έδειξε με μια χειρονομία

και τους τρεις τους- «ούτε καν για τηδική μας», πρόσθεσε, «έχει έλκος...»

Το αυτοκίνητό μας σταμάτησε δίπλαστο πεζοδρόμιο μπροστά μας την ίδιαστιγμή που ένα ταξίσταματούσε μπροστά στη Σάρα και στηΧλόη.

«Κι όμως έχω», είπα και τον κοίταξαξανά στα μάτια. Ο οδηγός μάς άνοιξετην πόρτα και περίμενε. Όλοι περίμεναν.Τα βλέμματά τους πηγαινοέρχονταν απότον Μαξ σ’ εμένα και πάλι πίσω στονΜαξ.

«Πώς και είναι η πρώτη φορά πουακούω κι εγώ αυτή την ιστορία με τοέλκος;» ρώτησε ο Χένρι.

«Επειδή δεν είσαι ούτε ο γιατρός μουούτε η μάνα μου», απάντησα. Όλοιείχαν γυρίσει και με κοίταζαν σιωπηλοί,με διαφορετικές διαβαθμίσεις ανησυχίαςή, στην περίπτωση του Μαξ,δυσπιστίας. «Εγώ λέω να πάρετεοι τρεις σας το αυτοκίνητο κι εγώ ναπεταχτώ μέχρι το φαρμακείο. Είδα ότιυπάρχει ένα λίγο παρακάτω.»

Ο Μαξ συνέχιζε να με περιεργάζεταιπάνω απ’ την πόρτα του αυτοκινήτου.«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας καινα σταματήσουμε όλοι μαζί στοφαρμακείο;»

«Δεν χρειάζεται», είπα κάνοντας μιααποτρεπτική κίνηση με το χέρι.

«Μάλλον θα χρειαστεί να τουςτηλεφωνήσω για να το ανοίξουν και δενθέλω να σας καθυστερήσω. Εσείςπηγαίνετε. Θα πάρω τα φάρμακά μουκαι θα έρθω να σας βρω στοεστιατόριο.»

«Εγώ δεν έχω πρόβλημα», είπε ο Χένρικαι μπήκε στο αυτοκίνητο.

«Μπορούμε να περιμένουμε»,προσφέρθηκε ο Γουίλ, χωρίς όμωςμεγάλο ενθουσιασμό. Ήταν φανερό ότι,με εξαίρεση τον Μαξ, όλοι οι υπόλοιποιήταν πρόθυμοι να με αφήσουν να πάρωένα κωλοφάρμακο για το γαμημένοτο έλκος μου.

«Όχι, αφήστε τον να πάει μόνος του»,

είπε ο Μαξ χαμογελώντας ειρωνικά.«Νομίζω ότι τον καημένο τον Μπεν τονέχει πιάσει διάρροια και φοβάται ότι θαχεστεί πάνω του.» Στράφηκε ξανά σ’εμένα. «Έλα να μας βρεις στοεστιατόριο.»

Τον αγριοκοίταξα. Ήταν τυχερός πουδεν είχα χρόνο για λογομαχίες. Ήτανεπίσης τυχερός που δεν είχα χρόνο γιανα πάω να του χώσω μια μπουνιά στημούρη. «Τα λέμε εκεί.»

Περίμενα μέχρι να ξεκινήσει τοαυτοκίνητο και μετά γύρισα κι άρχισανα ψάχνω για ταξί. Εκείνο που είχανπάρει η Χλόη και η Σάρα είχε μόλιςσταματήσει στο φανάρι και, αν

βιαζόμουν, θα τις πρόφταινα. 'Οταν ένααυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου,μπήκα μέσα και έταξα στον ταξιτζή μιαμικρή περιουσία αν κατάφερνε να τιςακολουθήσει. Δεν είχα σκεφτεί τιακριβώς θα έκανα ή πώς θα τηνξεμονάχιαζα, αλλά λειτουργούσα με τοναυτόματο πιλότο: «Βρες τη Χλόη,ξεμονάχιασέ την, πήδηξέ την!

Η αρραβωνιαστικιά μου μου είχε κάνειέκπληξη με έναν πριβέ χορό σ’ ένα σεξκλαμπ κι εγώ την κυνηγούσα τώρα μ’ένα ταξί. Το μπάτσελορ πάρτι μου στοΛας Βέγκας είχε ξεκινήσει και επίσημα.

----------Το ταξί τους σταμάτησε λίγοπιο κάτω, στη λεωφόρο Λας Βέγκας. Τις

κοίταξα καθώς έβγαιναν απ’ τοαυτοκίνητο. Πλήρωσα τον οδηγό μουκαι περίμενα, παρακολουθώντας τες νακουβεντιάζουν. Η καθεμία έδειχνε προςδιαφορετική κατεύθυνση -η Σάρα προςτο Πλάνετ Χόλιγουντ και η Χλόη προςτο Κοσμοπόλιταν. 'Οταν φάνηκαν ναπαίρνουν μια απόφαση, έγνεψαν με τοκεφάλι, φιλήθηκαν σταυρωτά σταμάγουλα και οι δρόμοι τους χώρισαν.

Γαμάτο. Τέλειο.

Βγήκα απ’ το ταξί μου και ακολούθησατη Χλόη μέσα απ’ το πλήθος τωνανθρώπων που είχαν βγει για τηνυχτερινή τους έξοδο. Μπήκαμε στοκαζίνο Κοσμοπόλιταν. Ήταν σκοτεινό

και τα μάτια μου χρειάστηκαν λίγη ώραγια να προσαρμοστούν. Έντοναχρώματα, φώτα που αναβόσβηναν, και οήχος των ηλεκτρονικών μηχανημάτωνγέμιζε την ατμόσφαιρα. Σάρωσα με τοβλέμμα μου την τεράστια αίθουσα.Εντόπισα τη Χλόη στο μπροστινό μέροςτου καζίνο, έτοιμη ν’ ανέβει μια σκάλα.

Αστραφτερές κρυστάλλινες χάντρεςκρέμονταν από το ταβάνι αρκετούςορόφους ψηλότερα και στόλιζαν κιαπό τις δύο μεριές την τεράστια σκάλα.Από το σημείο όπου στεκόμουν, η Χλόηφαινόταν λες και θα εξαφανιζότανμέσα σ’ έναν πελώριο πολυέλαιο.

Την ακολούθησα, παραμένοντας αρκετά

μακριά ώστε να θαυμάζω τον κώλο τηςκαθώς προχωρούσε. Αναρω-τιόμουν τιδουλειά είχε εδώ μέσα. Θα συναντούσεκάποιον; Ίσως είχε φίλους στο ΛαςΒέγκας, αν και ποτέ δεν είχε αναφέρεικάτι σχετικό. Ή ίσως απλώς να περίμενετη Σάρα να τελειώσει, ό, τι κι αν ήταναυτό που έκανε στην απέναντι

πλευρά του δρόμου. Και μόνο που μουπέρασε από το μυαλό αυτή ημυστηριώδης πλευρά της Χλόης ένιωσατο αίμα μου να βράζει. Ζούσαμε μαζί,δουλεύαμε μαζί και από κάθε άποψη οιζωές μας ήταν απόλυτα πλεγμένες.Όμως με τρέλαινε η ιδέα ότι θα με έκανεσυνέχεια να αναρωτιέμαι. Λόγω τηςαδάμαστης ανεξαρτησίας της, ποτέ δεν

θα ήξερα με βεβαιότητα όλα όσα έκρυβεστο μυαλό της. Ακόμα κι όταν ήταναπόλυτα δική μου, παρέμενε συνεχώςμια πρόκληση για μένα.

Φτάνοντας στον τρίτο όροφο εκείνουτου κλαμπ που υψωνόταν σαν έλικας, οπροορισμός της συνέχιζε να μου είναιεξίσου αδιευκρίνιστος και τομυστηριώδες παιχνίδι της άρχιζε να μουπροκαλεί ένα σφίξιμο στο στομάχι.Ενέδωσα, λαχταρώντας να ξαναζήσωτην τόσο οικεία ρουτίνα μας: θα τηντιμωρούσα κι ύστερα θαχρησιμοποιούσα το κορμί της. Μεμερικές μεγάλες δρασκελιές την έφτασακαι την έπιασα απ’ το μπράτσο.

«Δεν φαντάζεσαι τι έχεις να πάθεις...»της είπα απειλητικά σκύβοντας στο αυτί.

Για μια στιγμή την ένιωσα να σφίγγεταικι αμέσως μετά να χαλαρώνει και ηένταση να χάνεται από το κορμίτης. Έγειρε προς τα πίσω για ν’ακουμπήσει πάνω στο στήθος μου.

«Αναρωτιόμουν πόση ώρα θαχρειαζόσουν μέχρι να με βρεις.»

«Εσύ», είπα και συνεχίσαμε ναανεβαίνουμε την ελικο-ειδή σκάλα,«αρκετά μίλησες για απόψε.» Είχαμεχωθεί πια μέσα στις αστραφτερέςκουρτίνες από χάντρες που μας τύλιγαν,λαμπυρίζοντας κάτω απ’ το απαλό φως.«Καιρός να κλείσεις το όμορφο

στοματάκι σου... εκτός αντο χρειαστώ.»

Φτάσαμε στον τρίτο όροφο, όπουυπήρχε ένα εντυπωσιακό μπαρ. Σταράφια ήταν παραταγμένα μπουκάλια σεχρώματα πολύτιμων λίθων, στολισμέναμε ακόμα περισσότερα αστραφτεράπετράδια. Προχωρήσαμε και φτάσαμεσε μια σκοτεινή γωνιά. Χαμογέλασαόταν παρατήρησα την πινακίδα σε μιαπόρτα που ήταν λίγο πιο πέρα: ήθελα ναβρεθώ μόνος μου με τη Χλόη, με τουςδικούς μου όρους και, για να είμαιειλικρινής, μέχρι τώρα τα είχαμε πάειπολύ καλά στις τουαλέτες.

Ένας σχετικά μεγάλος σε ηλικία κύριος

με βαμμένα μαύρα μαλλιά μάς κοίταξεέκπληκτος όταν μπήκαμε στις ανδρικέςτουαλέτες. Άπλωσα το χέρι για να τονχαιρετήσω κι άφησα ένα διπλωμένοχαρτονόμισμα στην παλάμη του.

«Έχει πολύ θόρυβο εκεί έξω», είπαδείχνοντας με το κεφάλι προς το καζίνοκαι το μπαρ. «Θα είχατε ίσωςτην καλοσύνη να μας δώσετε μερικάλεπτά για να μιλήσουμε;»

Κατέβασε το βλέμμα του στοχαρτονόμισμα, τα μάτια του γούρλωσανκι ύστερα μου είπε χαμογελώντας:«Να μιλήσετε;»

«Μάλιστα, κύριε.»

Το βλέμμα του στράφηκε στη Χλόη.«Εσείς είστε εντάξει, δεσποινίς; Μπορείνα μη μου φαίνεται και τόσο, αλλά ότανήμουν στις δόξες μου μπορούσα νακάνω κάτι τύπους σαν κι αυτόν ένα μετη γη, πριν προλάβουν να πουν κύμινο.»

Η Χλόη γέλασε δίπλα μου. «Κάτι μουλέει ότι θα μπορούσατε ακόμα καισήμερα...» είπε κλείνοντάς του το μάτι.

«Αλλά, πιστέψτε με, θα μπορούσα κιεγώ να κανονίσω μια χαρά αυτόν τονμορφονιό.»

«Όσο γι’ αυτό, δεν αμφιβάλλωκαθόλου», είπε χαμογελώντας καιαποκαλύπτοντας μια λευκή, δυνατήοδοντοστοιχία. «Εδώ που τα λέμε»,

πρόσθεσε, ρίχνοντας μια ματιά στορολόι του, «μόλις τώρασυνειδητοποίησα ότι είναι ώρα να κάνωτο διάλειμμά μου.» Άπλωσε το χέρι τουσ’ ένα καπέλο που κρεμόταν στον τοίχοκαι το φόρεσε. Μας έκλεισε το μάτι καιτοποθέτησε έξω, μπροστά στηνπόρτα, την πινακίδα ΚΛΕΙΣΤΟ ΛΟΓΩΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ.

Κοίταξα για μια στιγμή τη Χλόη καθώςη πόρτα έκλεινε πίσω του. Διέσχισα τοδωμάτιο για να την κλειδώσω.

Η Χλόη σηκώθηκε στις μύτες, κάθισεπάνω στον μαρμάρινο πάγκο και μεκοίταξε. Σταύρωσε τα μακριά πόδια της.Ο χώρος άστραφτε από την πολυτέλεια,

έμοιαζε περισσότερο με καθιστικό παράμε τις κλασικές τουαλέτες. Το δάπεδοήταν χρυσό και μαύρο όπως και στουπόλοιπο καζίνο, με τρεις μπερζέρεςπαραταγμένες πλάι στον απέναντι τοίχοκι έναν πάγκο από μπλε δέρμα ανάμεσάτους. Ένας τεράστιος πάμφωτοςπολυέλαιος κρεμόταν στο κέντρο τουδωματίου σκορπώντας με το φως τουστον τοίχο χρωματιστές κουκκίδες.

«Δηλαδή την έχω βάψει;» ρώτησε, ενώτο βλέμμα της ήταν γεμάτο προσμονή.

«Δεν φαντάζεσαι πόσο...» Έκανα έναβήμα προς το μέρος της.

«Νομίζω ότι αυτό το έργο το έχουμεξαναδεί αρκετές φορές.»

«Το έχεις παρατηρήσει κι εσύ;»

«Θα μου πεις ποιο ήταν το λάθος μου;»Με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια και ταμάγουλά της είχαν πάρει ένασκανταλιάρικο ροζ χρώμα. Ήταν τόσοόμορφη, διάολε. «Μήπως έπρεπε ναείχα χρησιμοποιήσει το δικό μου χέρι;»

«Δεν είναι αστείο.» Η καρδιά μουχτυπούσε σαν τρελή κάτω απ’ ταπλευρά μου και η έκρηξη τηςαδρεναλίνης που κυλούσε στις φλέβεςμου μου έφερε ζάλη. Το βλέμμα της δενείχε φύγει στιγμή από πάνω μου καθώςδιέσχιζα το δωμάτιο για να σταθώμπροστά της, να της ανοίξω τα πόδιακαι να βρεθώ ανάμεσα στα μπούτια της.

Με το ένα δάχτυλο χάιδεψα το απαλόδέρμα της γάμπας της και τύλιξα τηνπαλάμη μου γύρω απ’ τον αστράγαλότης. «Αυτά τα παπούτσια δεν ταιριάζουνκαι πολύ σ’ ένα φρόνιμο κορίτσι», είπαχαϊδεύοντας με τον αντίχειρα το απαλόδέρμα.

Εκείνη συνέχισε να με κοιτάζει. Τακόκκινα χείλη της γυάλιζαν. Σκέτοςπειρασμός, Θεέ μου. «Μπορεί ναμην αισθάνομαι πολύ φρόνιμη αυτό τοΣαββατοκύριακο. Αυτός είναι ο λόγοςπου την έχω άσχημα;»

«Την έχεις άσχημα γιατί δεν παίζεσαι...»

Σήκωσε το πιγούνι της και κάρφωσε ταμάτια της στα δικά μου. «Είχα καλό

δάσκαλο.»

Τύλιξα το πόδι της γύρω απ’ τον γοφόμου και ανέβασα το χέρι μου ψηλά στοπόδι της, κάτω απ’ τη φούστα της.Έσφιξα τα σαγόνια μου καθώς ένα νέοκύμα θυμού με πλημμύρισε ότανθυμήθηκα πώς με είχε παρατήσειμέσα στο κλαμπ και πόσο περήφανηέδειχνε που με είχε καυ-λώσει. Τελικάτο ενενήντα τοις εκατό των καβγάδωνμας είχαν να κάνουν με την προσπάθειατου ενός απ’ τους δυο

μας να εκβιάσει κάποια αντίδραση απότον άλλον. Μια σκατοκατάστασηδηλαδή.

Κι όμως.

Χούφτωσα τον κώλο της και με τα δυομου χέρια. Δεν έδωσα σημασία στηνκοφτή της ανάσα όταν τηντράβηξα απότομα έως την άκρη τουπάγκου.

«Εσύ...» προσπάθησε ναδιαμαρτυρηθεί, αλλά τη σταμάτησα,κλείνοντας με το ένα μου δάχτυλο τοστόμα της. Η μυρωδιά τηςεξακολουθούσε να μη μου είναι οικεία -ένα άρωμα λουλουδιών, όχι κίτρου-αλλά, κάτω απ’ το παχύ στρώμα τουμεϊκάπ και το νέο της άρωμα, το βλέμματης έκρυβε μια γλύκα, κάτι τόσοχαρακτηριστικά δικό της. Μπορούσε ναυποδύεται ό, τι ήθελε, όμως η γυναίκαπου ήταν δική μου θα βρισκόταν πάντα

εκεί. Συνειδητοποιώντας αυτή τηναλήθεια ένιωσα να πνίγομαι κιέσκυψα μπροστά, βάζοντας τα χείλημου εκεί που ήταν πριν το δάχτυλό μου.Πολύ γρήγορα αφέθηκα στις μικρέςανάσες και στους ήχους της καθώςκουνιόταν με θέρμη, ανταπο-κρινόμενηστο άγγιγμά μου. Ένιωθα το φιλί τηςσαν ναρκωτικό που στάλαζε μέσα στοαίμα μου. Την έπιασα από τα μαλλιά καιτην ανάγκασα να γείρει το κεφάλι τηςστο πλάι, λαχταρώντας κάτιπερισσότερο από τα παιχνιδίσμα-τα τηςγλώσσας μας ανάμεσα στα μισάνοιχταχείλη μας.

Έχοντας αγκαλιάσει το στήθος της, τηνέβαλα να ξαπλώσει πάνω στον πάγκο.

Την καθοδηγούσα όπως μου άρεσε,χωρίς να είμαι ιδιαίτερα τρυφερός.Εκείνη όμως ανταποκρινόταν πρόθυμα,ενώ το βαθύ βλέμμα της έδειχνε πωςσυμμετείχε στο παιχνίδι που παίζαμε. Ταχείλη της ήταν απαλά και ανοιχτά.Στηρίχτηκε στους αγκώνες

της και σήκωσε το βλέμμα της πάνωμου, λαχταρώντας να δει ποια θα ήταν ηεπόμενη κίνησή μου.

Η αραχνοΰφαντη φούστα της έμοιαζεσχεδόν σαν να μην υπάρχει όταν τηνανέβασα επάνω στους γοφούςτης αποκαλύπτοντας τα ατέλειωτα πόδιατης κι ένα σατέν κι-λοτάκι που δεν είχαξαναδεί. Την έσφιξα και ήθελα να

την κρατήσω κάτω, να την υποτάξω, νατην ακούσω να με παρακαλάει από τονπόθο.

«Θα σου κάνω έρωτα με το στόμαμου», είπα γονατίζοντας ανάμεσα σταμπούτια της και περνώντας τα χείλη μουπάνω απ’ το λεπτό ύφασμα. «Θα σουκάνω έρωτα με τη γλώσσα μου και μετάθα με παρακαλάς να σε ξεσκίσω με τονπούτσο μου. Τότε μπορεί και να σ’ τονδώσω.» Σήκωσα τους ώμους. «Μπορείόμως και όχι.»

Εκείνη κράτησε για λίγο την ανάσα τηςκι άπλωσε το χέρι της στα μαλλιά μου,προσπαθώντας να με τραβήξει επάνωτης. «Μη με βασανίζεις, Μπένετ», είπε.

Έδιωξα τα χέρια της από πάνω μου, τηνκοίταξα και γέλασα. «Απόψε δεναποφασίζεις εσύ, Χλόη. Ειδικά μετά τοηλίθιο κόλπο σου στο κλαμπ.» Ανάσαναξανά στο σημείο ανάμεσα στα ανοιχτάπόδια της, περνώντας φευγαλέατη γλώσσα μου πάνω απ’ την κλειτορίδατης μέχρι που το κιλο-τάκι τηςυγράθηκε. «Με φίλησες, μ’ άφησες ναδαγκώσω τα βυζιά σου, έχυσες πάνωστο χέρι μου κι ύστερα με παράτησες.Καυλωμένο. Δεν ήταν πολύ ευγενικόαπό μέρους σου.»

«Τι... έκανα;» είπε εκείνη. Το βλέμματης ήταν θολό, το δέρμα τηςαναψοκοκκινισμένο.

Έσκυψα ξανά μπροστά, ακινητοποίησατα λαγόνια της πάνω στον πάγκο, ενώσυνέχισα να τη φιλάω και να της δίνωμικρές δαγκωματιές πάνω απ’ το λεπτόμετάξι. Ήταν μούσκεμα. Έριξε πίσω τοκεφάλι της και άφησε ένα βογκητό,ψιθυρίζοντας το όνομά μου μέσα στηναπόλυτη σιωπή του δωματίου.

«Πιο δυνατά!» είπα με το πρόσωποβυθισμένο ανάμεσα στα πόδια της.«Θέλω να σ’ ακούσω.»

«Γδύσε με. Πιες με!»

Η καύλα που ανάδινε η φωνή της ήτανσαν να πέρασε ηλεκτρικό ρεύμα τοκορμί μου. Τύλιξα το λεπτό ύφασμα στοχέρι μου και το έσκισα με μια ορμητική

κίνηση. Δεν ήθελα να υπάρχει τίποταανάμεσα σ’ εκείνη και το στόμα μου.

Η Χλόη έβγαλε μια κραυγή καιτεντώθηκε σαν τόξο προς το μέρος μουμόλις η γλώσσα μου άγγιξε τοδέρμα της. Τα δάχτυλά της χώθηκαν σταμαλλιά μου και η φωνή της αντήχησεπαντού γύρω μας.

Ήταν κάπως άβολα εκεί μέσα, όμωςαυτό δεν μας επηρέαζε, κι εγώ ήμουνήδη τρομερά ερεθισμένος όταν έστρεψατο βλέμμα μου στο πλάι και την είδα νακοιτάζει το είδωλό μας στον καθρέφτη.Τα δόντια της δάγκωναν το κάτω χείλιτης. Κοιταχτήκαμε καθώς τη γευόμουν,γλιστρώντας τη γλώσσα μου γύρω απ’

τα χείλη της και μέσα στη σχισμή της.

Ύστερα έβαλα μέσα της ένα δάχτυλο κιαμέσως άλλο ένα. Τρελαινόμουν να ταβλέπω να χώνονται μέσα της, να νιώθωπόσο υγρή ήταν απ’ τον πόθο της γιαμένα. Η φωνή της ήταν έναςλαχανιασμένος ψίθυρος καιεπαναλάμβανε το όνομά μου ξανά καιξανά καθώς μου ζητούσε κι άλλο καιάνοιγε ακόμα πιο πολύ τα πόδια της,ενώ το τακούνι της σέξι γόβας τηςγρατσουνούσε τον πάγκο. Ένιωθαπαντού γύρω μου την καύλα της, τοτρέμουλό της καθώς πλησίαζε στηνκορύφωση.

«Σ’ αρέσει;» τη ρώτησα, φροντίζοντας

οι λέξεις μου να προκαλούν δονήσειςστο μουνί της.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά,λαχανιασμένη. Έφερε τα χέρια της πάνωαπ’ το κεφάλι της και τα έχωσε σταμαλλιά της. «Με τρελαίνεις. Μπένετ, θαχύσω...»

Θεέ μου, τι μαρτύριο ήταν αυτό. Ήθελανα τη δω να χάνει τον έλεγχο, ήθελαόμως να το νιώσω κι εγώ, ποθούσα νανιώσω τη Χλόη.

Πάσχισα να κρύψω το πόσοβασανιζόμουν. Την έπιασα από τη μέσηκαι σχεδόν την πέταξα στον πάγκο.Ανέβηκα προς τα πάνω διαγράφοντας μετη γλώσσα μου μια γραμμή από τον

αφαλό της ως το μικροσκοπικόδαντελένιο σουτιέν της. Σηκώθηκαόρθιος, ξεκούμπωσα τα πρώτα κουμπιάτου πουκάμισού μου, έψαξα στα τυφλάνα βρω τη ζώνη μου και κατέβασα τοπαντελόνι μου. Ελευθέρωσα τον πούτσομου κι άφησα έναν βαθύ αναστεναγμόόταν εκείνη έσπρωξε μακριά το χέρι μουκαι μου τον πήρε στη χούφτα της.

«Όχι», είπα και τη γύρισα ανάποδα, στατέσσερα. Στάθηκα όρθιος πίσω της.«Εσύ έκανες τα παιχνίδια σου νωρίτερα.Τώρα είναι η σειρά μου.» Σήκωσα τονκώλο της ψηλά και του έδωσα έναδυνατό χαστούκι.

Εκείνη έβγαλε ένα βογκητό πόνου,

γύρισε και με κοίταξε.

Το χαμόγελό μου ήταν σκοτεινό.Χάιδεψα τρυφερά το δέρμα της.«Θέλεις να σταματήσω;»

Με αγριοκοίταξε.

«Μπορείς να με σταματήσειςοποιαδήποτε στιγμή το θελήσεις»,ψιθύρισα. «Ξέρω πως αυτή τη στιγμήζεις το απόλυτο μαρτύριο.»

Έτριψα με την άκρη του πούτσου μουτην υγρή σχισμή της και λίγο πιο κάτω,την κλειτορίδα της, διαγράφονταςμικρούς κύκλους, παίζοντας μαζί της.

«Είσαι ένα κάθαρμα...» Αυτές ήταν οι

μόνες λέξεις που κατάφερε να αρθρώσεικι εγώ τη χτύπησα ξανά στονκώλο ακόμα πιο δυνατά. Μα αυτή τηφορά το βογκητό της δεν έδειχνεέκπληξη, ήταν βραχνό και πεινασμένο.

Δεν υπήρχε τίποτε άλλο: μόνο η Χλόηκαι οι ήχοι που έβγαζε, ο τρόπος που μεπαρακαλούσε να μπω μέσα της, να τηνξεσκίσω. Κι όταν το έκανα,χαστουκίζοντας για άλλη μια φορά τονκώλο της, εκείνη με ικέτευε: «Κι άλλο...πιο δυνατά!...»

Όμως, ακόμα κι όταν πήρα αυτό πουήθελα, δεν μου έφτανε. Ποτέ δεν θαμου έφτανε. Κάπου βαθιά στο στομάχιμου ένιωθα το βάρος του απόλυτου

έρωτα που ένιωθα για κείνην, τηνακόρεστη ανάγκη μου ν’ αγγίξω, νανιώσω, να πάρω, ν’ αφήσω μέσα της,πάνω της, το σημάδι μου.

Χούφτωσα το ύφασμα της μπλούζαςτης, την τράβηξα χαμηλότερα για ναμπορώ να βλέπω τα βυζιά της νακουνιούνται καθώς την πηδούσα. Ταμαλλιά της έπεφταν πάνω στην πλάτητης κι εγώ γλίστρησα τα χέρια μου απόκάτω τους κι ένιωσα τις δροσερέςτούφες της πάνω στο δέρμα μου. Τηνπαρακολουθούσα πώς ανταποκρινότανστις ωθήσεις μου, πώς έσπρωχνε τηνπλάτη της προς το μέρος μου, με τηφούστα της να έχει μαζευτεί ψηλά,πάνω στα κοκκινισμένα κωλομέρια της.

«Μου λείπει αυτό», είπα σκεπάζοντας τοσημάδι που της είχα κάνει, πιέζοντάς το.«Μου λείπει συνέχεια.»

Εκείνη κούνησε το κεφάλι, είπε τοόνομά μου. Ένιωθα την ταραχή στηφωνή της καθώς έψαχνε να βρει κάτιγια να κρατηθεί, ενώ έφερνε το άλλοχέρι ανάμεσα στα πόδια της.

«Έτσι μπράβο», είπα βλέποντάς την ναχαϊδεύεται. «Συνέχισε. Χύσε.»

Μάλλον αυτό ακριβώς είχε ανάγκη.Έβγαλε μια κραυγή και η ραχοκοκαλιάτης τεντώθηκε σαν τόξο καθώςκολλούσε το κορμί της πάνω μου. Ηηδονή μου κορυφωνόταν, το μυαλό μουείχε σταματήσει και ο πόθος μου ήταν

τόσο ορμητικός που με δυσκολίαμπορούσα ν’ ανασάνω. Τα πόδια μουέκαιγαν, οι μύες μου διαμαρτύρονταν μεκάθε επαναλαμβανόμενη ώθησή μου. Ταπόδια του πάγκου έγδερναν το πάτωμα.Το δέρμα έτριζε κάτω απ’ τασώματά μας.

«Μπένετ. Γαμώτο, Μπένετ! » είπεεκείνη κι ένιωσα μια φλόγα χαμηλά, στουπογάστριο, η οποία ολοένα φούντωνεμέχρι που με κατέκλυσε κι ο κόσμοςχάθηκε γύρω μου καθώς έχυνα.

Ένιωθα όλα τα μέλη του σώματός μουνα έχουν πάψει να λειτουργούν καθώςκατέρρεα, λαχανιασμένος καιεξαντλημένος. Κρατήθηκα απ’ τον

πάγκο για να στηριχτώ.

«Διάολε!» Το δωμάτιο γύριζε.Επικρατούσε απόλυτη σιωπή, τόσο πουη φωνή μου μα και οι ανάσες μαςαντηχούσαν στα μάρμαρα.Αναρωτήθηκα πόσο δυνατά φωνάζαμεπριν.

Εκείνη σηκώθηκε όρθια παραπατώνταςελαφρά, καθώς έστρωνε τα ρούχα τηςκαι κατευθυνόταν προς τον νιπτήρα γιανα πλυθεί. «Αναρωτιέμαι πώς θαπερπατάω μετά απ’ όλο αυτό.»

Χαμογέλασα. «Φυσικό είναι νααναρωτιέσαι.»

«Επίτηδες το έκανες.»

Ξάπλωσα ανάσκελα και κοίταξα τονπολυέλαιο. Ανοι-γόκλεισα τα μάτια.«Τουλάχιστον εγώ σε βοήθησα ναχύσεις.»

Ήξερα ότι έπρεπε να ντυθώ και να πάωνα βρω τα παιδιά, αλλά εκείνη τη στιγμήτο μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ.

Εκείνη στάθηκε όρθια μπροστά μου,έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό,παρατεταμένο φιλί στο στόμα. «Πρέπεινα φας κάτι, αλλιώς θα έχεις γίνει τύφλαπριν τα μεσάνυχτα.»

Μουρμούρισα κάτι και προσπάθησα νατην τραβήξω επάνω μου. Εκείνη όμωςμου ξέφυγε γαργαλώντας με. «Μααυτός δεν είναι ο στόχος;»

«Είμαι σίγουρη ότι τα παιδιά θααναρωτιούνται πού

είσαι.»

«Τους είπα ότι μ’ έπιασε το έλκος μουκαι ότι θα πάω να τους βρω αργότερα.»

«Και σε πίστεψαν;»

Σήκωσα τους ώμους. «Πού να ξέρω;...»

«Πήγαινε λοιπόν να τους πείσεις ότισυνήλθες από την εντελώς απίστευτηαρρώστια σου κι εγώ θα πάω να βρω τηΣάρα.»

«Μάλιστα», είπα και σηκώθηκα για νακουμπώσω το παντελόνι μου. Την

κοίταζα καθώς έσκυβε μπροστά γιανα ισιώσει τα μαλλιά της στονκαθρέφτη. «Πού είναι η Σάρα;»

«Έχει κανονίσει να βρεθεί με μια φίλητης που ζει εδώ. Μια χορεύτρια, νομίζω.Κάνει στριπτίζ ή κάτι τέτοιο,στο Πλάνετ Χόλιγουντ.»

«Ακούγεται ενδιαφέρον», είπα.

Με κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη μεσηκωμένα τα φρύδια. «Τέλος πάντων,επειδή είχα την αίσθηση ότι κάποιος μεπαρακολουθούσε, της είπα να πάειχωρίς εμένα.»

«Είχες την αίσθηση;»

Σήκωσε τους ώμους καθώς έβαζε τοκραγιόν της. «Μπορείς να το πεις καιελπίδα.»

Κούμπωσε ξανά το καπάκι του μεϊκάπτης, το έβαλε στην τσάντα της κι εγώ τησυνόδευσα ως την πόρτα. Τη χάιδεψαστο πρόσωπο. «Παρ’ όλα αυτά, εγώ σ’αγαπώ», είπα.

«Κι εγώ παρ’ όλα αυτά σ’ αγαπώ»,απάντησε εκείνη κι έσκυψε να μεφιλήσει ενώ ταυτόχρονα μου έδινε έναδυνατό χαστούκι στον κώλο.

Για αρκετή ώρα αφότου πέρασε τοκατώφλι της πόρτας, το γέλιο τηςαντηχούσε στ’ αυτιά μου.

ΤΕΣΣΕΡΑΜαξ Στέλαρ

Κοίταζα από το πίσω τζάμι τουαυτοκινήτου τον Μπέ-νετ πουπροχωρούσε στο πεζοδρόμιο με μεγάλα,αποφασιστικά βήματα. Μόλις νόμισε ότιδεν τον βλέπαμε πια, έριξε μια ματιάπρος τα πίσω και σταμάτησε ένα ταξί.

Που να πάρει ο διάολος... Ο φίλος μου,κατά τα άλλα πασίγνωστος για τηναπόλυτη απάθειά του, τα είχε παίξει.Δεν είχε φροντίσει καν να υποστηρίξειτο σαθρό παραμύθι της αρρώστιας τουμέχρι να μας δει να φτάνουμε στο τέλοςτου δρόμου και να στρίβουμε στη

γωνία.

Γύρισα μπροστά στο κάθισμά μου κιέμεινα να χαζεύω τα φώτα και τουςτουρίστες που περπατούσαν στοπεζοδρόμιο και μας προσπερνούσαν.Άφησα τις σκέψεις μου ναπεριπλανηθούν στη Σάρα. Είχε πει ότι οπόθος της για μένα την έκανε να νιώθειάδεια και, Χριστέ μου, η ανάμνησηαυτής της δήλωσης ήταν αρκετή για ναμε κάνει να νιώσω ξανά χάλια. Η Σάραπολύ σπάνια πρόβαλλε απαιτήσεις.Ακόμα και τις εβδομάδες πουπραγματικά πνιγόμασταν στη δουλειά,όταν βλεπόμασταν ελάχιστα, εκείνηήταν η πιο υπομονετική από τους δυομας, επιμένοντας πάντα ότι θα

αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο τοΣαββατοκύριακο ή μια Τετάρτη. Απόψεόμως μου είχε πει πόσο πολύ μεείχε ανάγκη και μου ήταν σχεδόναδύνατο να της το αρνη-θώ. Είχα δειστα μάτια της ότι το είχε μετανιώσειαμέσως μόλις το ξεστόμισε, σαν ναήξερε ότι θα με έφερνε σε πολύδύσκολη θέση.

Το τηλέφωνό μου κουδούνισε από έναμήνυμά της... Ήταν απίστευτη και τόσοαλλόκοτη η ικανότητά της νασυντονίζεται μαζί μου:

Ειλικρινά, είμαι καλά. Λυπάμαι αν σεμπέρδεψα.

Πληκτρολόγησα την απάντησή μου

χαμογελώντας:

Αλίμονο... Είσαι το αγαπημένο μουμπέρδεμα.

Κι εκείνη απάντησε:

Να περάσετε καλά.

Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος καιστράφηκα προς τον Χένρι και τον Γουίλπου είχαν ανοίξει ένα μπουκάλισαμπάνια. «Όσοι πιστεύουν ότι οΜπένετ ήθελε απλώς να τον παίξει στηντουαλέτα να σηκώσουν το χέρι», είπε οΓουίλ και μου έτεινε έναποτήρι σαμπάνια. Του έκανα νόημα ότιδεν το ήθελα, προτιμούσα ένα κανονικόποτό στο εστιατόριο.

«Μα μόλις τώρα βγήκαμε από έναστριπτιζάδικο», είπε ο Χένρι, σαν ναήθελε να υπερασπιστεί τον αδερφό του.«Αφήστε τον άνθρωπο ήσυχο.»

Προσπάθησα να μείνω ανέκφραστος. ΟΓουίλ και ο Χένρι δεν γνώριζαν ότι τακορίτσια βρίσκονταν στο Λας Βέγκας,αλλά πλησίαζαν επικίνδυνα στηναλήθεια.

«Έχει δίκιο ο Χένρι», πετάχτηκα, μόλιςδιαπίστωσα έκπληκτος ότιυπερασπιζόμουν τον Μπένετ που μαςείχε παρατήσει για να πάει να πηδήξειτην αρραβωνιαστικιά του την πρώτηνύχτα του δικού του μπά-τσελορ πάρτι.«Ίσως ήθελε απλώς να μείνει λίγο

μόνος. Είναι γνωστό ότι ο τύποςσκέφτεται με το πουλί του.»

«Χα!» κάγχασε ο Γουίλ. «Μ' αρέσει πουυπονοείς ότι εσύ είσαι διαφορετικός.»

Είχε δίκιο, αλλά αυτό δεν είχε καμίασημασία. Από τη στιγμή που χωρίσαμεμε τη Σάρα δεν σκεφτόμουν τίποτεάλλο παρά μόνο τι να έκανε εκείνη, τινα φορούσε, και φυσικά, πού θαμπορούσα να την πηδήξω. Όμως τοκομμάτι εκείνο του εαυτού μου πουτρελαινόταν για τις λογομαχίες με τονΓουίλ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί καινα μην απαντήσει. «Οφείλω ναπαραδεχτώ ότι η Σάρα καταλαμβάνειμεγάλο μέρος των σκέψεών μου...»

άρχισα να λέω.

«Απόλυτα κατανοητό», με διέκοψε οΓουίλ και με κοίταξε με νόημα.

«Μόνο που εγώ», συνέχισα χωρίς νατου δώσω σημασία, «μπορώ να έχω τοναπόλυτο έλεγχο του εαυτού μου ότανχρειάζεται.»

Εκείνος, ατάραχος, κάτι μουρμούρισε,γέμισε το ποτήρι του και κάθισεαναπαυτικά στο κάθισμάτου. «Μάλιστα. Ένας συγκροτημένοςεπαγγελματίας όπως εσύ, δεν σκέφτηκεποτέ να γράψει στ' αρχίδια τουτις υποχρεώσεις του ή, για παράδειγμα,τους φίλους του, για μια γυναίκα.»

Κούνησα το κεφάλι με κάποιαεπιφύλαξη. Διαισθανόμουν ότι μουέστηνε παγίδα.

«Κι όταν επέστρεφα απ' την Κίνα καιδεν ήρθες να με πάρεις απ' τοαεροδρόμιο επειδή σου είχε συμβεί κάτι"επείγον"», είπε σχηματίζοντας ταεισαγωγικά στον αέρα με τα χέρια του,«κάτι το οποίο προφανώς σήμαινε ότισου έπαιρνε πίπα η Σάρα στο πίσωκάθισμα του αυτοκινήτου σου στοπάρκινγκ του αεροδρομίου, τότε λοιπόνείχες τον απόλυτο έλεγχο του εαυτούσου...»

Ένιωσα το βαρύ χέρι του Χένρι να μεχτυπάει στην πλάτη για να μου δώσει

συγχαρητήρια. «Είσαι μια κουφάλαεσύ...» είπε.

Έκλεισα το μάτι στον Χένρι,γνωρίζοντας ότι ο Γουίλ δεν είχετελειώσει.

«Κι όταν με παράτησες για δυο ώρες μετρεις από τους πιο βαρετούς πελάτες σεόλο τον πλανήτη επειδή ήθελες ναπηδήξεις τη Σάρα στη βιβλιοθήκη, στοσπίτι του Τζέιμς, τότε επίσης είχες τοναπόλυτο έλεγχο του εαυτού σου...Σίγουρα ο Ράιαν θα μπορούσε ναπάρει παράδειγμα από σένα και ναπάψει να σκέφτεται με το πουλί του.»

«Εντάξει, λίγο πολύ μέσα είσαι», είπαγελώντας.

«Απλώς δεν θέλω να ακούω μαλακίες!»είπε μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο καισήκωσε ψηλά το ποτήρι της σαμπάνιαςτου σαν να έκανε πρόποση.

Σταματήσαμε σ' ένα φανάρι κάτω απ' τοξενοδοχείο Παλάτσο και, παρ' όλο πουένιωθα να πεινάω, ευχήθηκα να είχασκεφτεί κι εγώ να πεταχτώ έως το«φαρμακείο» πριν με προλάβει οΜπένετ.

«Θέλω να πω, αν έχεις ένα πρόγραμμα»,συνέχισε ο Γουίλ, «δεν έχεις αυτή τηναγωνία να γαμήσεις κάθε φορά πουβρίσκεις έστω και ένα ελεύθεροδευτερόλεπτο.»

«Πρόγραμμα;» ρώτησε ο Χένρι.

Ανακάθισα χαμογελώντας. «Εννοεί τοημερολόγιο που κρατάει για τιςγυναίκες. Ο φίλος μας ο Γουίλ μπορείνα μην είναι κολλημένος με τιςγκόμενες και να μην την πέφτει σε κάθεθηλυκή γάτα, αλλά ποτέ δεν του λείπειη ερωτική συντροφιά. Έχειτακτοποιήσει τις "σχέσεις" του και τιςεναλλάσσει κυκλικά τηρώντας έναπρόγραμμα.»

Ο Γουίλ έσμιξε τα φρύδια, ενώ ο Χένρικοίταζε πότε τον έναν και πότε τονάλλον, εμφανώς μπερδεμένος, μέχριπου ρώτησε: «Μισό λεπτό. Θέλεις ναμου πεις ότι προγραμματίζεις τις ξεπέτεςσου;»

«Όχι», απάντησε ο Γουίλ και μεαγριοκοίταξε. «Εννοεί τις γυναίκες μετις οποίες έχω σχέση και η μία ξέρει γιατην άλλη. Γνωρίζουν επίσης ότι αυτή τηστιγμή δεν ενδιαφέρομαι για κάτιπερισσότερο. Και αυτό λειτουργείτέλεια, επειδή το ίδιο ισχύει και γιακείνες. Οπότε όλες οι πλευρές είναιικανοποιημένες.» Τέντωσε τα χέριαψηλά και σήκωσε τους ώμους. «Δενπρόκειται να με δείτε ποτέ να τρέχω σταφαρμακεία, ούτε να πηδάω κάποιαγκόμενα κατά τη διάρκεια μιαςεπαγγελματικής συνάντησης επειδή δενμπορώ να βρω άλλο χρόνο στοπρόγραμμά μου.»

«Μάλιστα...» είπαμε ταυτόχρονα με τον

Χένρι, σχεδόν με μια φωνή.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα καιοι τρεις μας κοιτάξαμε απ' τα παράθυρα.«Επιτέλους φτάσαμε», είπε ο Γουίλ.«Τόσο μακριά ήταν;»

Η πόρτα άνοιξε μόλις το αυτοκίνητοσταμάτησε μπροστά στο Γουίν.Κοιτούσαμε απολαμβάνοντας το θέαμα.Το απόλυτο χάος... Τα αυτοκίνητασχημάτιζαν ουρά μπροστά στοπεζοδρόμιο. Πολλά απ' αυτάείχαν ακόμη αναμμένη τη μηχανή και τιςπόρτες ανοιχτές. Δεκάδες σαστισμένοιθαμώνες στέκονταν τριγύρωσε πηγαδάκια, μην μπορώνταςπροφανώς να αποφασίσουν τι να

κάνουν.

«Όπως φαίνεται, γίνεται χαμός», είπε οοδηγός μας, δείχνοντας πάνω απ' τονώμο του. «Μπορώ να σας αφήσω εδώ,αλλά είναι αδύνατο να περάσω να σαςξαναπάρω σε λιγότερο από μία ώρα.»

Οι άλλοι δύο έκαναν τον γύρο τουαυτοκινήτου και ήρθαν να σταθούνδίπλα μου. Αναστενάζοντας έριξα μιαματιά στο ρολόι μου. «Κανέναπρόβλημα», είπα. «Έχουμε κλείσειτραπέζι για φαγητό και κάτι μου λέει ότιδεν θα ξεμπερδέψουμε γρήγορα.» Τααισθήματά μου ήταν αντιφατικά: από τημια με ενθουσίαζε η προοπτική μιαςβραδιάς με τους κολλητούς μου κι από

την άλλη ήθελα να τακτοποιήσω τοθέμα της Σάρας. Ο εκνευρισμός μουσυνεχώς μεγάλωνε, ένιωθα μια ένταση,μια ταραχή, παρά το γεγονός ότι είχαμεβρεθεί μόλις πριν από μία ώρα.

Ο οδηγός έγνεψε καταφατικά και τοναφήσαμε πίσω μας. Προχωρήσαμε σταάδυτα του καζίνο, ακολουθώντας τιςπινακίδες για το εστιατόριο. Κάπου εκείκοντά υπήρχε ένα κλαμπ και οι επίμονεςδονήσεις τις μουσικής διαπερνούσαντους τοίχους και το πάτωμα καθώςδιασχίζαμε το πολυτελέστατοεστιατόριο για να καθίσουμε στοτραπέζι μας. Ο βόμβος τηςμουσικής συντονίστηκε με τηναυξανόμενη ένταση που κυρίευε τα

χέρια και τα πόδια μου, ενώ έναρυθμικό Σάρα Σάρα Σάρα βούιζε κάτωαπ' το δέρμα μου.

Για πολλοστή φορά κοίταξα το κινητόμου. Απογοητεύτηκα όταν διαπίστωσαότι δεν υπήρχαν νέα μηνύματα. Πού ναβρισκόταν εκείνη; Άραγε ο Μπένετ είχεβρει τη Χλόη και, αν ναι, η Σάρα γιατίδεν μου είχε στείλει μήνυμα;

Σαρώνοντας με το δάχτυλο την οθόνητου κινητού, χάζεψα μερικές από τις πιοπρόσφατες φωτογραφίες: τους δυο μαςκουλουριασμένους στο κρεβάτι μου.Μια φωτογραφία με τη Χλόηξαπλωμένη από κάτω μου, το σώμα τηςβαρύ και χορτασμένο μετά από ένα

καλό και δυναμικό γαμήσι. Ένα κοντινόπλάνο στα στήθη της. Το χέρι μου πάνωστον κώλο της ενώ την έπαιρνααπό πίσω, αργά το βράδυ στο γραφείομου.

Συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει το νήματης συζήτησης, όταν η φωνή του Γουίλδιέκοψε την ονειροπόλησή μου τηστιγμή που μελετούσα προσηλωμένοςτα κατακόκκινα χείλη της Σάρας γύρωαπ' τον πούτσο μου.

«Μαξ.» Ο Γουίλ χτύπησε με τιςαρθρώσεις των δα-χτύλων του τοτραπέζι.

Σήκωσα το βλέμμα και με έκπληξη είδατον σερβιτόρο να στέκεται δίπλα στο

τραπέζι μας. Βιαστικά απενεργοποίησατην οθόνη.

«Θα πιείτε κάτι, κύριε;»

«Με συγχωρείτε», είπα χαμηλόφωνα.«Ένα Μακά-λαν, σκέτο.»

«Των δώδεκα, των δεκαοχτώ ή τωνείκοσι ενός ετών, κύριε;»

Γούρλωσα τα μάτια. «Των είκοσι ενός.Εξαιρετικό.»

Ο σερβιτόρος σημείωσε την παραγγελίαμου και απομακρύνθηκε. Εγώεπιχείρησα να ξαναγυρίσω στο κινητόμου, όμως ο Γουίλ με διέκοψε και πάλι.«Ή θα το μοιραστείς με την παρέα ή θα

το κρύψεις αυτό το μαραφέτι. Ξέρω τιέχεις εκεί μέσα, διεστραμμένο κάθαρμα.Είπαμε, σήμερα δεν έχει κορίτσια, τοξέχασες;»

Ο Χένρι έγνεψε επιδοκιμαστικά και μουπέταξε ένα κομματάκι ψωμί από τηναπέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Είναιη βραδιά της αντροπαρέας»,συμφώνησε.

Ο Γουίλ έσκυψε μπροστά και μουυπενθύμισε: «Μου υποσχέθηκες ότι δενθα σου κρατούσα το φανάρι, γι' αυτόκαι δέχτηκα να έρθω.»

Αναστέναξα κι έκρυψα το τηλέφωνόμου. Είχε δίκιο. Όταν σήκωσα τοβλέμμα, είδα με έκπληξη τον Μπένετ να

μπαίνει στο εστιατόριο και νακατευθύνε-ται προς το μέρος μας.

«Βρε, βρε... Κοιτάξτε ποιος ήρθε», είπα.

Ο Χένρι τράβηξε την καρέκλα για νακαθίσει ο αδερφός του. «Είσαικαλύτερα;»

Ο Μπένετ ξεκούμπωσε το σακάκι τουκαι κάθισε. «Πολύ καλύτερα», είπεχαμογελώντας.

Απίστευτο. Ο Μπένετ Ράιανχαμογελούσε.

Ήρθαν τα ποτά μας. Πήρα το δικό μουκαι τον κοίταξα πάνω απ' το χείλος τουποτηριού μου. «Γρήγορος ήσουν...»

παρατήρησα, κι ένιωσα ένα ρίγοςικανοποίησης όταν τον είδα να μεκαρφώνει με το βλέμμα του. «Μερικάπράγματα είναι καλύτερα όταν γίνονταιγρήγορα. Όπως το φαρμακείο, γιαπαράδειγμα.»

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση γιαέναν άντρα απ’ το να είναιαποτελεσματικός», είπε με νόημαεκείνος χαμογελώντας αυτάρεσκα.

«Κι εσύ είσαι ο ορισμός του άντρα»,είπα γελώντας και σηκώνοντας τοποτήρι μου για να το τσουγκρίσω με τοποτήρι του νερού του. «Πιες λοιπόν ένακοκτέιλ. Στα αποτελεσματικάφαρμακεία, όπου κι αν βρίσκονται...»

«Γιατί έχω την αίσθηση ότι κάτι χάνωαπ' αυτόν τον διάλογο;» ρώτησε οΓουίλ, κοιτάζοντας με απορημένοβλέμμα πότε τον έναν και πότε τονάλλο. Μισό-κλεισε τα μάτια.«Συμβαίνει κάτι το οποίο εμείς οιυπόλοιποι δεν γνωρίζουμε;»

Άθελά μου άρχισα να γελάω δυνατά.«Δεν ξέρω τι εννοείς, φίλε. Εγώ απλώςκάνω πλάκα.»

Ο Χένρι άρχισε να μελετάει το μενού,ενώ ο Γουίλ δεν φαινόταν να έχειπεισθεί και πήρε το βλέμμα του απόπάνω μου μόνο όταν ο Χένρι τού έδειξεένα καροτσάκι που περνούσε δίπλα στοτραπέζι μας μ' ένα φιλέτο τυλιγμένο

στις φλόγες.

Εγώ βρήκα την ευκαιρία κι έσκυψαπρος τον Μπένετ. «Πού είναι η Σάρα;»

«Έχεις λυσσάξει να μάθεις, έτσι;»

Τον αγριοκοίταξα. «Είσαι μαλάκας!»

«Εσύ άρχισες», είπε ο Μπένετ κι έκανενα πάρει το ποτό μου.

Τον κοπάνησα στο χέρι. «Εγώ; Τιεννοείς;»

«Ξέρεις πολύ καλά: Πώς βρέθηκε εδώ ηΧλόη; Όσο κι αν ήταν απολαυστικό,μην κάνεις ότι δεν ήταν δική σου ιδέαόλο αυτό το σκηνικό με τον πριβέ

χορό.»

«Για σένα το έκανα.»

«Ναι, καλά, για μένα», είπε εκείνοςχαμογελώντας ειρωνικά. «Για να μουαποσπάσεις την προσοχή και να βρειςτην ευκαιρία να βρεθείς με τη Σάρα στοκλαμπ.»

Μπορεί και να είχε δίκιο ως ένα σημείο.

«Μη μου πεις τώρα ότι αν η Σάρα σεείχε επί σαράντα πέντε λεπτά και σουέκανε κόλπα μέσα σ' ένα σεξ κλαμπ,εσύ δεν θα έτρεχες αμέσως μετά να τηβρεις και να την... τακτοποιήσεις.Ακόμα κι αν είχες κανονίσει να βγεις μετους κολλητούς σου.»

Γέλασα. «Έχεις δίκιο.» Έσκυψα ακόμαπιο μπροστά και χαμήλωσαπερισσότερο τη φωνή μου. Η ιδέα ότιθα μπορούσα να ξεγλιστρήσω για λίγοαπό εκεί μέσα και να απολαύσω τηΣάρα για άλλη μια φορά ήταν πολύδελεαστική για να την αφήσωανεκμετάλλευτη. «Το δείπνο θαδιαρκέσει τουλάχιστον δύο ώρες.Μπορώ να είμαι πίσω σ’ έναεικοσάλεπτο.»

Αυτή τη φορά, όταν άπλωσε το χέρι τουστο ποτό μου, τον άφησα να το πάρει.«Η Σάρα έχει μια φιλική συνάντηση»,ψιθύρισε ο Μπένετ.

Πάγωσα. «Μια φιλική... τι πράγμα;»

«Μπα, δεν σου πολυαρέσει, έτσι;Νιώθεις κάπως... μπερδεμένος; Δενείμαι σίγουρος αν πρέπει να σου πω»,είπε κοιτάζοντας με διερευνητικά.«Είναι φανερό ότι η βραδιά ξεκίνησεπολύ καλύτερα για σένα παρά για μένα.Ίσως θα πρέπει να ενδιαφερθείςπερισσότερο για το μπάτσελορ πάρτιμου και λιγότερο γι' αυτό που έχεις στοπαντελόνι σου.»

«Ή», άρχισα να λέω, «θα μπορούσα ναπω στον Χένρι για εκείνη τη φορά πουπήδηξες δύο κορίτσια στο κρεβάτι του,ενώ εκείνος έπηζε στη δουλειάστη σχολή, στη διάρκεια των διακοπώνστο πανεπιστήμιο.»

Αυτό τον έφερε στα ίσια του. «Η Χλόηανέφερε ότι η Σάρα έχει πάει νασυναντήσει μια φίλη της που χορεύει σεκάποιο σόου στο Πλάνετ Χόλιγουντ. Θαπεταγόταν ως εκεί σε κάποιο διάλειμμαανάμεσα στα χορευτικά ή όταν θαγίνονταν οι δοκιμές ήχου.»

Η Σάρα ήταν αυτή τη στιγμή ολομόναχησε κάποιο σκοτεινό κλαμπ; Δενχρειαζόταν ν' ακούσω τίποτεάλλο. Έσπρωξα την καρέκλα μου προςτα πίσω και σηκώθηκα όρθιος. Ο Γουίλκαι ο Χένρι σήκωσαν ξαφνιασμένοιτο βλέμμα τους απ' το μενού πουδιάβαζαν. «Πού πας;» ρώτησε ο Χένρι.«Έχουν σπαλομπριζόλα του κιλού!»

«Πάω στην τουαλέτα», είπα φέρνονταςτο ένα μου χέρι στο στομάχι. «Δεν...αισθάνομαι καλά.»

«Κι εσύ;»

Έγνεψα καταφατικά, διστάζοντας μόνογια μια στιγμή, πριν συνεχίσω:«Επιστρέφω αμέσως.»

Έγινα καπνός, έφυγα τρέχοντας απ' τοεστιατόριο, με το αίμα να χτυπάει καυτόστα πόδια μου, ενώ εκείνη ηακατανίκητη λαχτάρα να βρεθώ μαζί τηςμου δημιουργούσε ένα μυρμήγκιασμακάτω απ' το δέρμα μου.

Η μυρωδιά της ασφάλτου με χτύπησεστο πρόσωπο καθώς προχωρούσα

βιαστικά στο πεζοδρόμιο, ενώταυτόχρονα έψαχνα στο κινητό μου ναβρω την απόσταση που με χώριζε απ' τοΠλάνετ Χόλιγουντ. Που να πάρει οδιάολος... Ήταν αρκετά τετράγωναμακριά, κι αυτή την ώρα οι δρόμοι ήτανγεμάτοι τουρίστες που περπατούσαν μετο πάσο τους χαζεύοντας και δείχνονταςκάθε σαχλό αξιοθέατο που βρισκότανανάμεσα σ' εμένα και στο μέρος όπουθα έβρισκα τη Σάρα.

Παρ' όλο που η κίνηση τωναυτοκινήτων στη λεωφόρο Λας Βέγκαςείχε αραιώσει αρκετά, στον χώρο έξωαπ' το ξενοδοχείο συνέχιζε να επικρατείτο απόλυτο χάος: αυτοκίνηταεξακολουθούσαν να είναι παρκα-

ρισμένα στο πεζοδρόμιο και δεν υπήρχεταξί ούτε για δείγμα. Γαμώτο, πώς θαέφτανα ως εκεί; Κοίταξα το αυτοκίνητοδίπλα μου: η πόρτα του ήταν ανοιχτήκαι από τη μηχανή κρεμόταν έναμπρελόκ με τον Πύργο του Άιφελ.

Τα κλειδιά χόρευαν μπροστά στα μάτιαμου, σαν να προσπαθούσαν νατραβήξουν την προσοχή μου.

Μου πήρε μόλις πέντε δευτερόλεπτα γιανα συνειδητοποιήσω ότι είχα ζήσει μιαολόκληρη ζωή χωρίς να κλέψω ούτε ένααυτοκίνητο. Πώς είχα επιτρέψει να μουσυμβεί αυτό;

Θα το δανειζόμουν σκέφτηκα. Δεν θα τοέκλεβα.

Έριξα μια γρήγορη ματιά τριγύρω,γλίστρησα μέσα απ' την ανοιχτή πόρτακαι γύρισα το κλειδί. Ένα μαύρο

καπέλο ήταν ακουμπισμένο στοδερμάτινο κάθισμα δίπλα μου το πήρακαι το γύρισα ανάποδα πριν το φορέσωστο κεφάλι μου. Μάλιστα, Διακοπές στηΡώμη, και όλα τα σχετικά.

Δεν καταλάβαινα τι διάολο έκανα καθώςπατούσα το γκάζι για να βγω στονδρόμο. Το μόνο που σκέφτη-κα ήτανότι, εδώ που είχα φτάσει, τι άλλοχειρότερο μπορούσε να συμβεί;

###

Η οδήγηση μιας κλεμμένης -δανεικής-λιμουζίνας αποδείχτηκε τόσο δύσκοληόσο τη φανταζόμουν. Ήταν άβολη,ανταποκρινόταν φρικτά στουςχειρισμούς μου, και δεν ήταν από τααυτοκίνητα που θαπερνούσαν απαρατήρητα στον δρόμο.Ωστόσο η κίνηση ήταν ελάχιστη καισύντομα βρέθηκα κάτω απ' ταεκτυφλωτικά φώτα νέον του καζίνο.

Προσευχήθηκα στην τύχη μου καιπάρκαρα στο υπόγειο γκαράζ. Πέταξατο καπέλο και τα κλειδιά στον πρώτοπαρκαδόρο που είδα μπροστά μου. Είχαδανειστεί το αυτοκίνητο ενός ξένουκατά τη διάρκεια ενός μπάτσελορ πάρτιστο Λας Βέγκας... Ένα

«κατόρθωμα» λιγότερο από τη λίστατων πραγμάτων που οφείλει να κάνεικανείς πριν πεθάνει.

Μπαίνοντας μέσα, βρέθηκα μπροστά σεμια σειρά από σκάλες. Δεν άφησα τονεαυτό μου να πάρει ανάσα, αλλά άρχισαν' ανεβαίνω τα σκαλιά δυο δυο. Στοταβάνι υπήρχαν ένθετες σειρές από μοβφώτα νέον κι ένας γιγαντιαίοςαστραφτερός πολυέλαιος. Ακολούθησατις πινακίδες που οδηγούσαν στην άλληάκρη του καζίνου και σταμάτησαμπροστά στην αίθουσα του στριπτίζ.

Με σταμάτησε μια ηλικιωμένη κυρίαστο γκισέ τον εισιτηρίων, η οποίασηκώθηκε για να με εμποδίσει να μπω

μέσα, επιμένοντας ότι πριν από τηνέναρξη του σόου η πρόσβασηεπιτρεπόταν μόνο στις χορεύτριες καιστο προσωπικό.

Έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα να τηνκοιτάζω -ξανθά μαλλιά με γκρίζες ρίζες,ένα παχύ στρώμα μεϊ-κάπ κι έναγυαλιστερό κατακόκκινο μπουστάκι.Αποφάσισα ότι η «Μέριλιν» -τοταμπελάκι της έτσι υποδείκνυε ότιέπρεπε να την αποκαλώ- δεν θα είχεδει και λίγους απελπισμένους άντρες νακυνηγάνε τις χορεύτριες του σόου.

«Ένα απ' τα κορίτσια που χορεύουν εδώμου τηλεφώνησε ότι είναι έγκυος στοπαιδί μου. Μου είπε ότι θα τη βρω εδώ

μέσα.»

Τα μάτια της Μέριλιν γούρλωσαν.Έγιναν σαν δυο μεγάλα πιάτα. «Δεν έχωτο όνομά σας στη λίστα.»

«Επειδή, όπως καταλαβαίνετε, το θέμαείναι προσωπικό.»

Κούνησε το κεφάλι. Φάνηκε νααμφιταλαντεύεται.

Αποφάσισα ότι έπρεπε να τελειώσω τησυζήτηση. «Εγώ απλώς ήρθα για ναβεβαιωθώ ότι είναι καλά.» Ένιωσα μιασουβλιά ενοχής για το ψέμα μου, όμωςαμέσως θυμήθηκα τη Σάρα, μέσα στησκοτεινή αίθουσα, μόνη. «Θέλω ναξέρω αν έχει ανάγκη από χρήματα.»

Όταν βρέθηκα μέσα στον χώρο τουκλαμπ με τον χαμηλό φωτισμό, κοίταξατριγύρω. Τα φώτα από την οροφή τηςσκηνής έλουζαν τα πάντα με ακόμαπερισσότερο μοβ -το παχύ χαλί, τακαθίσματα, ακόμα και τους λιγοστούςανθρώπους που πηγαινοέρχοντανστη σκηνή. Επικρατούσε ησυχία καιπροφανώς ήταν η ώρα του διαλείμματοςανάμεσα στα σόου. Το ελάχιστο φωςήταν αρκετό για να μπορέσω ναδιακρίνω τη Σάρα καθόταν στη δεύτερησειρά. Κατευθύνθηκα προς το μέροςτης. Κατέβηκα αργά, παρατηρώντας τηνκαθώς ήταν καθισμένη, χωρίς να με έχειδει. Είχε το βλέμμα στραμμένο κάπουκαι χαμογελούσε. Με το που την είδα,ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Εδώ,

λουσμένη στο βυσσινί φως, ήθελα ναχαράξω στη μνήμη μου όλα τα σημείατου κορμιού της: τη λάμψητων μαλλιών της, την απαλότητα τηςεπιδερμίδας της... Ήθελα μιαφωτογραφία της, έτσι όπως τηνέβλεπα μπροστά μου.

Η πρόβα ξεκίνησε, η μουσική άρχισε ναδυναμώνει, τα φώτα χαμήλωσαν πιοπολύ, κι εγώ κατέβηκα τις τελευταίεςσειρές για να καθίσω δίπλα της. Δενέβλεπα ούτε τη μύτη μου εκεί μέσα,όμως εκείνη, σαν να ήξερε όλη αυτή τηνώρα ότι εγώ βρισκόμουν εκεί -ήίσως ελπίζοντας ότι θα ερχόμουν να τηβρω- δεν αντέδρασε σχεδόν καθόλου.Ένα απλό βλέμμα, ένα αδιόρατο

χαμόγελο και το κομψό χρυσόμενταγιόν που της είχα χαρίσει ταΧριστούγεννα άρχισε να στριφογυρίζειαργά ανάμεσα στα ντελικάταακροδάχτυλά της. Άγγιξα με το χέρι μουτο μπούτι της, ένιωσα το ζεστό, απαλό

δέρμα κάτω απ' την παλάμη μου κιέδειξα σιωπηλά με το κεφάλι προς τησκηνή.

Ένας άντρας μετρούσε αντίστροφα, ενώτα κορίτσια με τα προκλητικάγυαλιστερά κορμάκια ισορροπούσανστις μύτες των ποδιών τους καιστριφογύριζαν πάνω στη σκηνή. Καιμόνο που τις έβλεπα, ζαλιζόμουν.Χόρευαν, διαγράφοντας κύκλους η μία

γύρω απ’ την άλλη, για να μείνουντελικά ακίνητες κάτω από το φως ενόςπροβολέα και να φιληθούν.

Έσφιξα το μπούτι της, παρασυρμένοςαπ' τον σφυγμό της που παλλόταν κάτωαπ' τη φούστα της, και άκουσα τηνκοφτή της ανάσα. Δεν υπήρχεκανένας άλλος εκτός από εμάς τους δύοστο σκοτεινό αμφιθέατρο κιαναρωτήθηκα αν η επιθυμία της Σάραςνα τη βλέπουν θα μεταμορφωνόταν σεεπιθυμία να βλέπει εκείνη κάποιονάλλον.

Ανέβασα το χέρι μου ακόμα πιο ψηλάστο μπούτι της, έσκυψα και τη φίλησαστο αυτί. Εκείνη αναστέναξε γέρνοντας

πίσω το κεφάλι, καθώς εγώπαραμέριζα τα μαλλιά της και έγλειφατην καμπύλη του λαιμού της.

Η Σάρα τραβήχτηκε λίγο για ναμπορέσει να με κοιτάξει στα μάτια κιαμέσως έστρεψε το βλέμμαστις χορεύτριες. Δεν θα χρειαζόταν ναπούμε τίποτα. Εδώ; με ρωτούσε. Ενώχορεύουν και αγγίζονταί στη σκηνή;

Μια άλλη κοπέλα περιστρεφόταν γύρωαπό έναν χρυσό στύλο, ενώ ο μοναδικόςπροβολέας τόνιζε κάθε ακροβατικήκίνηση των χεριών και των ποδιών της.Το σώμα της λικνιζόταν με τον ρυθμότης μουσικής. Η σκηνή ξεχείλιζεερωτισμό κι εγώ ένιωσα να

φουντώνω ακόμα περισσότερο, από τοθέαμα που εκτυλισσόταν μπροστά μας,αλλά και από τις αντιδράσεις της Σάρας.

Χαμογέλασα, ανακάθισα στο κάθισμάμου και της ψιθύρισα στο αυτί: «Τισκέφτεσαι;»

«Χρειάζεται να ρωτάς;»

«Ίσως θέλω να σ' ακούσω να το λες»,είπα.

Ξεροκατάπιε. «Θα το κάνουμεεπιτέλους;» Στη φωνή της ξεχείλιζε οπόθος. Η ένταση εκείνου του οδυνηρούκενού για το οποίο μου είχε μιλήσεινωρίτερα, στο Μπλακ Χαρτ.

«Δεν είναι απαραίτητο να τα κάνουμεόλα, Γλύκα», είπα ανεβάζοντας ταδάχτυλά μου ψηλότερα καιπαραμερίζοντας τη δαντέλα απ' τοκιλοτάκι της για να μπορέσω ναχαϊδέψω τα απαλά χείλη του μουνιούτης. «Είσαι ακόμα υγρή;»

Εκείνη ξεροκατάπιε και με τη γλώσσατης έγλειψε στα πεταχτά τα χείλη της.«Ναι.»

Έβαλα το δάχτυλό μου μέσα της. «Τοαισθάνεσαι ότι πριν από λίγοπηδήχτηκες; Έχεις ακόμα την αίσθησητου καυλιού μου μέσα σου;»προχώρησα πιο βαθιά κι εκείνη έπνιξεμε δυσκολία ένα βογκητό. Το στόμα της

μαλάκωσε, στρογγύλεψε και κάτω απ'το αμυδρό φως φαινόταν να λαμπυρίζει.

«Μπορεί να μας δει κανείς...» ψιθύρισεκι έγειρε πίσω το κεφάλι της πάνω στοκάθισμα κλείνοντας τα μάτια. Μεδυσκολία έβρισκε τις λέξεις, ενώ εγώτης έχωνα άλλο ένα δάχτυλο,σπρώχνοντας και τα δύο ταυτόχροναβαθιά μέσα της. Χαμογέλασαβλέποντάς τη να λαχανιάζει, να χάνειμέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τον έλεγχο.

«Αυτός δεν είναι ο στόχος;»

«Υπάρχουν κάμερες...»

Κοίταξα ψηλά και σήκωσα τους ώμουςαδιάφορα. «Και τι θα έκανες, γλυκιά

μου Σάρα, αν κάποιος σ' έβλεπε έτσι;Θα σου άρεσε περισσότερο; Θα έχυνεςπάνω στο χέρι μου μόλις άκουγες ταβήματά του στα σκαλοπάτια;»

Με δυσκολία έπνιγε τα βογκητά της κιεγώ δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμαμου απ' την ανεπαίσθητη κίνηση πουδιέκρινα ανάμεσα στα μπούτια της,στο σημείο που την άγγιζα, απ' τοντρόπο που άνοιγε ακόμα περισσότεροτα πόδια της και τέντωνε σαν τόξο τονκορμί της. Μου άρεσε το πόσοευλύγιστο ήταν το κορμί της, σαν ναμην είχε κόκαλα, κι έτσι εγώ μπορούσανα το κάνω ό, τι θέλω. Μου άρεσε όμωςκαι να τη βλέπω να τρελαίνεται απ' τηνηδονή, να χάνεται.

Άθελά μου μούγκρισα νιώθοντας κι εγώτη βασανιστική πίεση μέσα στοπαντελόνι μου. Χριστέ μου, έτσι θα είναιπάντα; Θα τη θέλω τόσο που θα μεπιάνει ζάλη και θα αισθάνομαι σανηλίθιος;

Ήθελα να τη βάλω να καθίσει πάνω μουκαι να μπω έτσι μέσα της, ν' ακούσω τιςκραυγές της, να επαναλαμβάνει ξανά καιξανά το όνομά μου, να τ' ακούω νααντηχεί στην ψηλή οροφή, να καλύπτειτη μουσική. Να γεμίζει τον χώρο γύρωμας και να επιστρέφει σ' εμένα, και οιχορεύτριες πάνω στη σκηνή νακαταλάβουν ότι αυτή η γυναίκα είναιδική μου.

Φυσικά, αυτό δεν ήταν δυνατό, κι ότανένα μικρό βογκητό ξέφυγε απ' τα χείλητης, έσκυψα μπροστά και ψιθύρισα«Σσστ!» πάνω στο δέρμα της. Τα μάτιατης ήταν καρφωμένα στη σκηνή, όπουμια γυναίκα χόρευε γυμνόστηθη κι εγώμέσα στο απόλυτο σκοτάδιτου αμφιθεάτρου πάσχιζα να διακρίνωτην έκφραση του προσώπου της Σάραςαπ' το πλάι. Ένα απαλόθρόισμα υφάσματος τράβηξε τηνπροσοχή μου χαμηλότερα, στο σημείοπου εκείνη χάιδευε το στήθος της,τσιμπώντας τις ρώγες της μέσα απ' τοελάχιστο άνοιγμα του πουκάμισού της.Και το γεγονός ότι η Σάρα καύλωνε απόαυτό που κάναμε στον συγκεκριμένοχώρο -να προσφέρει τον εαυτό της σε

κοινή θέα, αλλά συνάμα να είναι και ηίδια θεατής- και μόνο αυτή η σκέψηήταν αρκετή για να φουντώσω ακόμαπιο πολύ, να με κάνει έτοιμο να χύσωμέσα στο παντελόνι μου.

Η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα στοστέρνο μου κι έφερα το χέρι μου στοεργαλείο μου, παρακολουθώντας καιακούγοντας τη Σάρα να πλησιάζει όλοκαι περισσότερο στην κορύφωση. Μέσαστη λάμψη από τα φώτα της σκηνής,μπορούσα να διακρίνω μικροσκοπι-κέςσταγόνες ιδρώτα να λαμπυρίζουν στοπρόσωπό της και να νιώσω ότι άρχιζε νασφίγγει το κορμί της γύρω απ' ταδάχτυλά μου. Οι ήχοι της φωνής τηςάλλαξαν, ακούγονταν πια υπόκωφοι με

κάθε κύκλο που διέγραφε ο αντίχειράςμου πάνω στην κλειτορίδα της, με κάθερυθμικό λίκνισμα των γοφών της.

Ένιωθα τον οργασμό μου να φουντώνεισαν κύμα στη ραχοκοκαλιά μου.«Σάρα...» ψέλλισα, όμως εκείνη

έσκυψε μπροστά και μ' ένα παθιασμένοφιλί με αποστόμωσε... Μακάρι να είχαβγάλει το τηλέφωνό μου ή να είχα μιαφωτογραφική μηχανή μαζί μου για ν'απα-θανατίσω τα δόντια της ναδαγκώνουν τα χείλη μου, τη γλώσσατης να χιμάει πάνω μου για να με γευτεί.

Η ανάσα της έβγαινε κοφτή κι ένιωσα τοκορμί της να σφίγγεται, τον οργασμότης να την κατακλύζει, καυτός και

βίαιος, τους ήχους της φωνής της νακαλύπτονται από τον παλμό και ταμπάσα της μουσικής. Άπλωσε το χέριτης και με το που άγγιξε τοφερμουάρ μου, εγώ συντονίστηκα με τιςκινήσεις της.

«Ναι, έτσι...» της ψιθύρισα, ενώ σχεδόνέλιωνα στο κάθισμά μου. Άφησα τοκεφάλι μου να πέσει πίσω και αφέθηκαολοκληρωτικά. «Παίξ' τον μου πιοδυνατά, πιο γρήγορα, Γλύκα!»

Τρεις δυνατές παλινδρομικές κινήσειςτου χεριού της ήταν αρκετές για νανιώσω την ηδονή να σκαρφαλώνει στηνπλάτη μου κι ένα εκτυφλωτικό φως νααστράφτει πίσω απ' τα βλέφαρά μου.

Έχυσα ενώ ο πούτσος μουσπαρταρούσε μέσα στη χούφτα τηςΣάρας.

Ξαφνικά η μουσική ακουγότανεκκωφαντική κι άνοιξα τα μάτια,νιώθοντας την καύλα να ξεγλιστράει απ'το πουλί μου κι εμένα να αποκτάω ξανάτον έλεγχο του κορμιού μου.Ανοιγόκλεισα αρκετές φορές τα μάτιακαι αντίκρισα το πλατύ χαμόγελο τηςΣάρας, την έκφραση ικανοποίησης πουέπαιρνε πάντα όταν απο-δείκνυε γιαάλλη μια φορά ότι ήμουνολοκληρωτικά δικός της.

«Να κάτι που μπορούμε ναπροσθέσουμε στον κατάλογό μας», είπα

και έστρεψα ξανά την προσοχή μου στιςχορεύτριες που περιφέρονταν ακόμαπάνω στη σκηνή. Είδα τη Σάρα νασκύβει μπροστά και να ψάχνει κάτι στηντσάντα της. Έβγαλε έναχαρτομάντιλο, σκούπισε τα χέρια της κιύστερα έκανε το ίδιο με το παντελόνιμου. «Φαντάζομαι ότι ξαναγυρίσαμεστον παλιό καλό καιρό. Εσύ θα μου πειςότι ο χρόνος μας τελείωσε κι εγώ πρέπεινα κουμπώσω το παντελόνι μου και ναφύγω.»

Η Σάρα γέλασε. «Για πες μου, πώςκατάφερες και τους το 'σκασες;»

«Τους είπα ότι θα πήγαινα στηντουαλέτα κι έφυγα.»

Σήκωσε τα φρύδια της έκπληκτη κιέπεσε πίσω στο κάθισμά της γελώντας.«Και λείπεις τόση ώρα;»

Έγνεψα καταφατικά. «Φαντάζομαι πωςθα έχουν γυρίσει τον κόσμο ανάποδαγια να μάθουν πού πήγα. Δεκάρα δενδίνω.» Αφού τακτοποίησα τα ρούχαμου, έσκυψα προς το κάθισμά της, πήρατο πρόσωπό της στα χέρια μου καιχάιδεψα με το ένα δάχτυλο τη μύτη της.«Πρέπει να φύγω.»

«Ναι, πρέπει.»

«Σ' αγαπώ, Γλύκα.»

«Κι εγώ σ' αγαπώ, ξένε.»

ΠΕΝΤΕΜπένετ Ράιαν

Ήμουν σίγουρος ότι έμοιαζα σανηλίθιος. Ο Γουίλ και ο Χένρι συνέχιζαννα πίνουν το ποτό τους και να μελετάνετο μενού, αγνοώντας εντελώς τηνύπαρξή μου, χασκογελώ-ντας ήξεσπώντας κατά καιρούς σε ηλίθιαχαχανητά.

Παρά την ξαφνική αναχώρηση του Μαξ,εγώ βρισκόμουν ακόμα υπό την επήρειατης συνάντησής μου με τη Χλόη: τηνείχα ακολουθήσει, την είχα τιμωρήσειμε μερικές ξυλιές και την είχα πηδήξειστις τουαλέτες. Και σύντομα θα γινόταν

γυναίκα μου.

Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσοτυχερός ήμουν.

«Κύριοι, είστε έτοιμοι;» ρώτησε οσερβιτόρος, μαζεύοντας έναν διόλουευκαταφρόνητο αριθμό ποτηριών απ’ τοτραπέζι μας και τοποθετώντας τα πάνωστον δίσκο του πρόχειρα. Ο Γουίλ και οΧένρι σήκωσαν το βλέμμα τους γιαπρώτη φορά τα τελευταία δέκα λεπτάκαι κοίταξαν σαστισμένοι τριγύρω.

«Δεν γύρισε ακόμα ο Μαξ;» ρώτησεέκπληκτος ο Γουίλ.

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι καιξαναδίπλωσα την πετσέτα μου

προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμματους. «Έτσι φαίνεται.»

«Να τον περιμένουμε ή...;» ρώτησε οΧένρι. «Θα μπορούσα να πάω εκεί έξωνα περάσω την ώρα μου σε κάποιο απ’τα τραπέζια του καζίνου ενώ θαπεριμένουμε.»

Κοίταξα το ρολόι μου και μουρμούρισακάτι θυμωμένος. Η ανόητη δικαιολογίαπου είχε χρησιμοποιήσει ο Μαξ, ότιέπρεπε να πάει στην τουαλέτα,προφανώς έχανε την αληθοφάνειά τηςμε κάθε λεπτό που περνούσε. Καιδεν ήταν ότι με ένοιαζε ιδιαίτερα αν θααποκαλυπτόταν το ψέμα του Μαξ -πιθανόν αυτό να μου έφτιαχνε τη βραδιά

— αλλά, αν την πατούσε ο Μαξ, τότετην είχα βάψει κι εγώ. Θα περνούσαμετο υπόλοιπο Σαββατοκύριακο μεαυτούς τους δύο κολλητούς μας και οΓουίλ θα μας έκανε τη ζωή κόλαση ανμάθαινε ότι την είχαμε κοπανήσει για ναπηδή-ξουμε τις γκόμενές μας την Ημέρατου Αγίου Βαλεντίνου.

Και, για να λέμε την αλήθεια, ο Γουίλήταν ο μόνος ελεύθερος απ’ τουςτέσσερις μας κι εκείνος πουενδιαφερόταν περισσότερο ναπεράσουμε λίγο χρόνο μαζί σαναντροπαρέα. Ένιωσα τύψεις επειδή, απότους τρεις που δείχναμε ναενδιαφερόμαστε περισσότερο για τιςγυναίκες παρά για τον τζόγο, ο Γουίλ

ήταν ο μόνος που δεν είχε πηδήξειεκείνο το Σαββατοκύριακο.

«Φαντάζομαι ότι όπου να 'ναι θα έρθει»,είπα. «Μάλλον δεν ένιωθε καλά.»

«Τι διάολο φάγατε οι δυο σας;» ρώτησεο Χένρι.

Προσπάθησα να βρω κάτι να απαντήσωκαι θυμήθηκα την παρουσία τουσερβιτόρου μόνο όταν τον άκουσανα αναστενάζει. «Ίσως χρειάζεστε λίγαακόμα λεπτά, κύριοι», είπε καιαπομακρύνθηκε.

Ο Γουίλ μισόκλεισε τα μάτια.«Πράγματι, κάτι πρέπει να συμβαίνει»,είπε τραυλίζοντας ελαφρά. «Με τέτοια

διάρροια θα πρέπει να έχει πέσεινεκρός.»

«Ευχαριστώ για τη διακριτική ανάλυσήσου.» Ακού-μπησα την πετσέτα στοπιάτο μου και σηκώθηκα όρθιος. «Πάωνα δω αν θα καθυστερήσει κι άλλο.Εσείς παραγγεί-λετε και για μας. Εγώ θαπάρω φιλέτο. Σενιάν.» Άρχισανα απομακρύνομαι, αλλά σταμάτησακαι στράφηκα ξανά προς το μέρος τους.«Και παραγγείλτε άλλη μια γύραποτά», πρόσθεσα χαμογελώντας.«Κερνάω εγώ.»

Καθώς η νύχτα προχωρούσε, ηατμόσφαιρα στο εστιατόριο άλλαζε. Τοφως στα σποτ της οροφής και των γύρω

τοίχων είχε αλλάξει από το διακριτικόλευκό στο ζεστό χρυσάφι, λούζονταςτον χώρο. Η μουσική ακουγότανπιο δυνατά, όχι όμως τόσο που να μηνμπορεί κανείς να κουβεντιάσει ή ναδιακρίνει τις προσωπικές συζητήσεις,αλλά αρκετά δυνατά ώστε να τη νιώθεινα πάλλεται βαθιά μέσα στο στήθος τουσαν δεύτερη καρδιά. Η αίθουσαέμοιαζε πια μάλλον με κλαμπ παρά μεεστιατόριο, οπότε μου ήταν πιο εύκολονα περάσω απαρατήρητος και να βγωέξω για να στείλω μήνυμα στον Μαξ.

Πού στο διάολο είσαι;

Βημάτιζα πάνω κάτω στο γυαλιστερόπαρκέ ακριβώς έξω απ’ το εστιατόριο

και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα νατην κοπανήσω και να τη γλιτώσω. Πρινπεράσει ένα λεπτό, το τηλέφωνό μουδονήθηκε από το εισερχόμενο μήνυμάτου.

Παρκάρω. Σε δύο λεπτά.

Του απάντησα:

Πρέπει να μιλήσουμε, θα σε βρω στηνείσοδο.

Έριξα μια ματιά πίσω μου για ναβεβαιωθώ ότι ο Γουίλ και ο Χένρι δενμε είχαν ακολουθήσει και πήγα νασυναντήσω τον Μαξ.

Ο χώρος του καζίνου έσφυζε από

κόσμο. Γέλια και φωνές έφταναν ως τααυτιά μου από ένα τραπέζι, ενώδυο αστυνομικοί στέκονταν κοντά στηνείσοδο και συζητούσαν με μια ομάδαπαρκαδόρων.

Ο Μαξ πέρασε την πόρτα καισταμάτησε ακριβώς μπροστά μου.Κούμπωσε το σακάκι και ίσιωσε τηγραβάτα του. «Πάντα το ίδιοανυπόμονος», είπε, κοίταξε απόπάνω μέχρι κάτω τους αστυνομικούςκαι με έπιασε απ’ το μπράτσο. «Για έλακαλύτερα προς τα εδώ...» Μας οδήγησεπαραπέρα, έξω από το οπτικό τουςπεδίο.

«Τώρα μάλιστα, ησύχασα. Τι έγινε,

κρύβεσαι κι απ’ την αστυνομία τώρα;Για όνομα του Θεού, τι τρέχει;Αισθάνομαι σαν συνεργός σε έγκλημα»,είπα περνώντας την παλάμη μέσα απ’ ταμαλλιά μου.

«Όσο λιγότερα ξέρεις, τόσο τοκαλύτερο, φίλε. Πίστε-ψέ με.»

«Και η τουαλέτα, Μαξ; Σοβαρά τώρα;Αυτό ήταν το καλύτερο που μπόρεσεςνα σκεφτείς;»

«Γιατί, η δική σου δικαιολογία ήτανκαλύτερη; Άκου, έλκος! Φίλε μου, έχειςχαλάσει πολύ. Ο Μπεν που ήξερα στοπανεπιστήμιο θα ντρεπόταν γιαλογαριασμό σου. Ο έρωτας σ’ έχει κάνειφλώρο.»

Αναστέναξα κοιτάζοντας πίσω μου.«Έλειψες σχεδόν μια ώρα. Γιατίάργησες τόσο, ρε γαμώτο;»

Το χαμόγελό του ήταν πλατύ καιπονηρό. Έδειχνε ευτυχισμένος. Διάολε,έκανε σαν χαζοχαρούμενος, σαν να μηντον απασχολούσε τίποτε απολύτως. Τηνήξερα αυτή την έκφραση. Την είχα κιεγώ μέχρι πριν από δέκα λεπτά.

«Χάρισα στην κυρία έναν πολύ δυνατόοργασμό, φίλε.»

«Μάλιστα. Δεν θέλω λεπτομέρειες.»

«Εσύ με ρώτησες.» Έγειρε τον λαιμότου αριστερά και δεξιά, σαν να έκανεασκήσεις γυμναστικής. «Τι κάνουν

τα παιδιά;»

«Αυτή τη στιγμή στις φλέβες τουςκυκλοφορεί περισσότερη βότκα παράαίμα. Επίσης συζητάνε για την ωρίμα-σητου κρέατος.»

«Πάμε να φάμε, λοιπόν;»

Έκανε να με σπρώξει, αλλά τον έπιασααπ’ το μπράτσο και τον σταμάτησα.«Άκου, ξέρεις τι έκανα και ξέρω τιέκανες, λέω να κόψουμε τις μαλακίες.'Οταν γυρίσουμε στη Νέα Υόρκη, ούτεδέκα λεπτά δεν θα μπορώ ναξεμοναχιάσω τη Χλόη. Τα κορίτσιαφεύγουν αύριο. Μπορούμενα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλοναπόψε.»

Το πρόσωπό του σοβάρεψε. Έγνεψεκαταφατικά. «Μόνο σ’ εμένα φαίνεταιτρελό ότι την Ημέρα τουΑγίου Βαλεντίνου εμείς είμαστε αυτοίπου κάνουμε σαν ηλίθιοι και τιςκυνηγάμε, αντί να συμβαίνει τοανάποδο;»

«Το σκέφτηκα κι εγώ μια δυο φορές»,είπα κουνώντας το κεφάλι. Αυτές οιγυναίκες μάς είχαν πάρει το μυαλό.

«Πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο.Δεν θα δυσκολευτούμε να αφήσουμετους φίλους μας να πέσουν σε κώμααπό την πολλή κατανάλωση κρέατος,αλλά αυτό δεν μπορεί να κρατήσει όληνύχτα. Και ο Γουίλ κάτι έχει αρχίσει

να υποψιάζεται.»

«Έχεις δίκιο», απάντησε εκείνος. «Τινομίζεις ότι έχει καταλάβει;»

«Δεν είμαι σίγουρος. Ο Χένρι όλο τοβράδυ δεν έχει σταματήσει λεπτό ναπίνει και να ψαχουλεύει τις μάρκες τουπόκερ που έχει στην τσέπη του, ο Γουίλόμως δείχνει να πιστεύει ότι εμείς οι δύουποφέρουμε από κάποιο φριχτόπρόβλημα στο στομάχι.»

Ο Μαξ αναστέναξε. «Θέλω να τηνξαναδώ, φίλε. Πρέπει να είμαιειλικρινής. Η Σάρα είναι εδώ και είναι...τι να πω, θέλω να βρεθώ και πάλι κοντάτης.» Με κοίταξε έντονα, έδειχνε να μεκαταλαβαίνει. «Ο Γουίλ δεν πρόκειται

να μ’ αφήσει σε χλωρό κλαρί ανκαταλάβει ότι δεν μπορώ να περάσωούτε ένα Σαββατοκύριακο χωρίς να τηδω. Τον ξέρεις. Όσο κι αν τον αγαπώ, οτύπος είναι απίστευτος μα-λάκας. Δενθα του δώσω κι αυτή την ικανοποίηση»,είπε κουνώντας το κεφάλι.

«Ακριβώς. Και ο αδερφός μου δεν χάνειευκαιρία να μου τη λέει επειδήκοιμήθηκα με τη Χλόη τότε πουήταν γραμματέας μου. Αν μάθει τι έκανασήμερα, δεν θα υπάρξει ούτε μίασυγκέντρωση της οικογένειας Ράιανστην οποία δεν θα εξιστορεί στουςπάντες το επεισόδιο με τον Μπένετ πουδεν μπορούσε νσ κρατήσει το πουλί τουστο παντελόνι του. Ο μαλάκας!»

«Σωστά.»

«Οπότε τι κάνουμε τώρα; Πώς θα γίνεινα τις ξανα-δούμε απόψε;»

Ο Μαξ βημάτιζε νευρικά μπροστά στογκισέ και κατόπιν στράφηκε προς τομέρος μου. «Νομίζω ότι το βρήκα.»

«Πες μου.»

«Σκέφτομαι...» Είχε το βλέμμα τουκαρφωμένο κάτω, προσπαθώντας νατακτοποιήσει τις σκέψεις του.«Σκέφτομαι... πρέπει να βρούμε κάτι νατους αποσπάσει την προσοχή, έτσι;Θέλουμε επίσης να εξασφαλίσουμε ότιο Γουίλ θα περάσει μια αξέχαστηνύχτα.»

Έγνεψα καταφατικά. «Πρέπει όμως ναείναι κάτι περισσότερο απ’ το ποτό. Οιδυο τους πίνουν όλο το βράδυ, όμωςεξακολουθούν να λειτουργούν. Δενθέλω να τυφλωθούν ή να βρεθούν σεκάνα χαντάκι.»

«Προφανώς...» Ο Μαξ έβγαλε το κινητότου κι άρχισε να ψάχνει στις επαφέςτου. Εγώ περίμενα γεμάτος νευρικότητακαι συνέχισα να κοιτάζω πίσω,περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή ναεμφανιστεί ο Χένρι και να με σύρειαπ’ τον γιακά πίσω στο τραπέζι.

'Οταν στράφηκα ξανά στον Μαξ, είχεσταματήσει σε κάποιον αριθμό. «Σεποιον τηλεφωνείς;»

«Στον κύριο Τζόνι Φρεντς», είπε.

«Αλήθεια, από πού τον ξέρεις; Είναιπαλιός σου φίλος;»

Ο Μαξ γέλασε. «Δεν θα τον έλεγαακριβώς φίλο. Δεν νομίζω ότι εκείνοςθα αποκαλούσε οποιονδήποτε άνθρωποφίλο. Όμως μου χρωστάει μερικές χάρεςκαι, όπως

διαπίστωσες και μόνος σου, οι τύποι μετους οποίους έχει πάρε δώσε μπορεί ναφανούν χρήσιμοι στην περίπτωσή

μας.»

«Με τρομάζεις...»

«Έχε μου εμπιστοσύνη, ρε φίλε. ΟΓουίλ είναι λιγάκι γυναικάς», είπεχαμογελώντας. «Εμείς απλώς... θα τονβοηθήσουμε.»

«Να τον βοηθήσουμε;»

Ο Μαξ σήκωσε τους ώμους,υπονοώντας πολλά.

«Εννοείς να του βρούμε καμιάπουτάνα;» φώναξα σχεδόν.

Ο Μαξ μού έκανε νόημα να σωπάσω καικοίταξε τριγύρω. «Λίγο πιο δυνατάίσως; Και μη μου το παίζεις εμένα καλόκαι συνετό παιδάκι, Μπεν. Μεεκπλήσσεις...» είπε. «Δεν πρόκειται νατον βοηθήσω να κοιμηθεί μαζί της.

Χρειαζόμαστε όμως έναναντιπερισπασμό. Και θα τον βρούμε.»

«Μα...»

Με το δάχτυλό του μου έκανε νόημα νασωπάσω και κράτησε το τηλέφωνο σεανοιχτή ακρόαση ανάμεσάμας. Χτύπησε μερικές φορές πριναπαντήσει ένας άντρας με βαθιά,σοβαρή φωνή: ο Τζόνι Φρεντς.

«Τι μπορώ να κάνω για σένα, Μαξ, αυτήτη φορά;» είπε.

«Πώς είστε απόψε, κύριε Φρεντς;»ρώτησε ο Μαξ.

«Όπως πάντα, μια χαρά.»

«Ελπίζω να μη σε ξύπνησα.»

Ένα βραχνό γέλιο γέμισε τη γραμμή.«Ωραίο αστείο. Ελπίζω να έμεινεςικανοποιημένος.»

Ο Μαξ χαμογέλασε και σήκωσε το έναφρύδι. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχαιδέα για το τι είχε σκαρώσει ο Μαξ εκείμέσα. Ήμουν σίγουρος πως είχε νακάνει με τη Σάρα, αλλά αυτή τη στιγμήάρχισα να αναρωτιέμαι μήπως οιλεπτομέρειες ήταν λίγο πιο... πρόστυχεςαπ’ ό, τι είχα αρχικά φανταστεί.

«Ήταν τέλεια. Φοβερά. Όπως συνήθως,φυσικά. Έχεις στήσει ένα καταπληκτικόκλαμπ.»

«Χαίρομαι που τ’ ακούω. Ας μπούμεστο θέμα όμως.»

«Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη.»

«Το φαντάστηκα...» είπε ο Τζόνι και ηφωνή του πα-ρέμεινε ανέκφραστη.

«Το θέμα είναι ότι έχουμε βρεθεί σεδύσκολη θέση και θέλουμε μια βοήθειαγια να βγούμε απ’ αυτήν.»

«Σ’ ακούω.»

«Χρειαζόμαστε έναν αντιπερισπασμό.Ένα δόλωμα.»

«Έναν αντιπερισπασμό...»

«Ναι. Όπως ξέρεις, η Σάρα βρίσκεταιστο Λας Βέγκας. Το ίδιο όμως και οιφίλοι μας.»

«Κατάλαβα... Κι εσείς θέλετε να τουςπαρατήσετε.»

«Όχι ακριβώς. Απλώς νοιαζόμαστε γιατην... ψυχαγωγία τους. Ειδικά ενόςφίλου μας. Θέλουμε να είναι ασφαλήςαλλά... απασχολημένος για μερικέςώρες.»

«Για να την κοπανήσετε και να βρεθείτεμε τα κορίτσια σας την Ημέρα τουΑγίου Βαλεντίνου.»

Ο Μαξ χαμογέλασε. «Κατά κάποιοντρόπο.»

Στη γραμμή έπεσε σιωπή και με τονΜαξ κοιταχτήκαμε ανήσυχοι.

«Λες να το έκλεισε;» σχημάτισα τιςλέξεις με τα χείλη μου.

Ο Μαξ σήκωσε τους ώμους. «Είσαιακόμα εκεί, φίλε;» «Εδώ είμαι. Εντάξει,κανένα πρόβλημα. Είμαι σχεδόν βέβαιοςότι έχω τον κατάλληλοαντιπερισπασμό.»

----------«Δεν του έχω εμπιστοσύνη»,είπα καθώς επιστρέφαμε στοεστιατόριο.

«Μην ανησυχείς. Ο Τζόνι είναι απ’ τουςανθρώπους που κρατάνε τον λόγοτους.»

«Δεν έδειξε και πολύ χαρούμενος πουσ’ άκουσε.»

Ο Μαξ έκανε μια κίνηση άρνησης με τοχέρι του. «Δεν είναι ο τύπος τουανθρώπου που θα μου προσφέρειλουλούδια και θα μου πει πόσο μ’αγαπάει.»

«Έτσι που τον άκουσα, μου φάνηκε πωςμας θεωρεί μαλάκες.»

«Μα είμαστε μαλάκες.»

Δεν είχε κι άδικο. «Με τον Χένρι τι θακάνουμε;» ρώτησα, σταματώντας στασκαλιά ακριβώς έξω απ’ το εστιατόριο.

«Πιστεύεις ότι θα μας δημιουργήσει

πρόβλημα;»

«Νομίζω πως αν του βάλω χίλιαδολάρια στην τσέπη, θα τον ξαναδούμετην Τρίτη το πρωί.»

«Τέλεια! Επομένως θα απολαύσουμε τοδείπνο μας, θα περιμένουμε να μαςστείλει κάποια γυναίκα ο Τζόνι και θαπάμε να συναντήσουμε τα κορίτσια. Ανόλα πάνε καλά, δεν θα ξαναδώ τη μούρησου πριν από το πρωί. Τότεθα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε σωστάτο Σαββατοκύριακό μας.»

«Έγινε.» Δώσαμε τα χέρια και μπήκαμεαποφασισμένοι στο εστιατόριο.

Ο Γουίλ και Χένρι κάθονταν στο ίδιο

σημείο όπου τους είχα αφήσει πριν απόλίγο, αλλά τώρα ήταν περιτριγυρισμένοιαπό ένα βουνό πιατέλες και μπολ.Υπήρχαν μπριζόλες και ψάρια, σαλάταμε μπέικον, αχνιστά πιάτα με λαχανικάκαι κάτι που έμοιαζε με το μεγαλύτεροόστρακο που είχα δει ποτέ.

«Ουάου!» αναφώνησε ο Μαξ. Με ταφαγητά αυτά θα μπορούσαν ναχορτάσουν τουλάχιστον δέκαάνθρωποι. «Πεινάτε;»

«Δεν ξέραμε τι θέλατε», είπε ο Χένρισηκώνοντας τους ώμους. «Εξάλλου οΜπεν θα πληρώσει τονλογαριασμό, οπότε...»

«Αισθάνεσαι καλύτερα;» ρώτησε

προβληματισμένος ο Γουίλ τον Μαξ.

«Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ. Καιπεθαίνω της πείνας.»

Καθίσαμε στις θέσεις μας, οπότε ο Μαξέκανε νόημα στον σερβιτόρο.«Παρακαλώ, άλλο ένα Μακάλαν», είπε.

«Κι ένα κοκτέιλ Μπελβεντέρε γιαμένα.» Έδειξα τον Χένρι και τον Γουίλπου κάθονταν απέναντι μου. «Καιδύο απ’ αυτά που πίνουν οι δυο τους.»

«Λοιπόν, τι έχασα;» ρώτησε ο Μαξ, ενώγέμιζε το πιάτο του με πατάτες.«Σταματήσατε να το παίζετε δύσκολοικαι αποφασίσατε να απολαύσετε τηνπαρέα; Νομίζω ότι υπάρχει ένα

παρεκκλήσι στον αποκάτω όροφο. Στοκαζίνο.»

«Πολύ αστείο», είπε ο Γουίλ. «Ηαλήθεια είναι ότι αναρωτιόμασταν ποιοςέχει σειρά. Διαβεβαίωσα τον Χένρι ότι ημόνη πιθανή απάντηση είσαι εσύ.»

«Δεν είμαι και τόσο σίγουρος», είπε οΜαξ. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί νασυμβεί με κάποια από τιςπρογραμματισμένες ξεπέτες σου.»

Ο Γουίλ γέλασε.

«Για πες μας, Στέλαρ... Λες να είστε οιεπόμενοι, εσύ και η Σάρα;» ρώτησε οΧένρι.

Ο Μαξ χαμογέλασε με τοκαμουφλαρισμένο χαμόγελο στο οποίοκατέφευγε όποτε μιλούσε για τη Σάρα.«Δεν έχω κουβεντιάσει κάτι τέτοιο μαζίτης ακόμα και προφανώς δεν πρόκειταινα το κάνω μαζί σου.»

«Το έχεις σκεφτεί όμως», του είπααυθόρμητα. Ποτέ δεν είχα δει τον Μαξτόσο ερωτευμένο με μια γυναίκα όσο μετη Σάρα. Αυτό το συναίσθημα μου ήτανπολύ οικείο. Σίγουρα θα του είχεπεράσει απ’ το μυαλό.

«Ναι», απάντησε εκείνος. «Αλλάείμαστε πολύ λίγο καιρό μαζί. Έχουμεχρόνο μπροστά μας.»

Άλλος ένας γύρος ποτών έφτασε στο

τραπέζι μας και ο Μαξ πήρε το δικό τουκαι το σήκωσε ψηλά για νακάνει πρόποση. «Στον Μπένετ και στηΧλόη! Ας είναι σπάνιοι οι καβγάδες σαςκαι αν δεν είναι -ας μηνκοροϊδευόμαστε-τουλάχιστον ας τουςακολουθούν άγρια γαμήσια.»

Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας καιήπιαμε τα ποτά μας με μεγάλες,απολαυστικές γουλιές. Ο χώρος γύρωμας έ-μοιαζε να διαστέλλεται κι ύστερανα συστέλλεται. Ακού-μττησα στοτραπέζι τη βότκα μου και ήπια λίγονερό.

«Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή νακαθίσω στα τραπέζια του αποκάτω

ορόφου», είπε ο Χένρι τρίβονταςτα χέρια του. «Μίλησα νωρίτερα μεμερικούς κρουπιέρηδες. Απογοητεύτηκακάπως γιατί έχουν μόνο τιςσυνηθισμένες αποδόσεις τωνστοιχημάτων και δεν επιτρέπουνμεγάλα στοιχήματα, αλλά τι να κάνεις;...Δεν μπορείς να τα έχεις όλα.»

«Ουάου! Φαίνεται ότι... το έψαξεςαρκετά», είπα και αναρωτήθηκα προςστιγμήν αν έπρεπε να ανησυχώ.

Εκείνος σήκωσε τους ώμους κι άρχισενα κόβει την μπριζόλα του. Ορκίστηκααπό μέσα μου ότι, αν άρχιζε να μιλάειγια μέτρημα φύλλων ή για τονεπιθεωρητή, δηλαδή τον υπάλληλο του

καζίνου που παρατηρεί τι παίζεται,θα παρενέβαινα. Ποιος είπε ότι δενήμουν καλός αδερφός;

Συνεχίσαμε το φαγητό μας. Με τον Μαξανταλλάσσαμε συνωμοτικές ματιέςκοιτάζοντας προς την πόρτα. Ότανο Γουίλ σηκώθηκε για να πάει στηντουαλέτα, ο Μαξ έλαβε ένα γραπτόμήνυμα.

«Έφτασε...» μου ψιθύρισε.Πληκτρολόγησε κάτι στο κινητό του καιπάτησε το κουμπί της αποστολής.«Περιέ-γραψα στον Τζόνι τι φοράει οΓουίλ. Του είπα ότι θα στέκεται κάπουέξω απ’ το εστιατόριο. Η παράστασηαρχίζει...»

«Μου φαίνεται πως παραείναι εύκολα ταπράγματα», είπα κοιτάζοντας τριγύρω,ενώ ένα δυσοίωνο προαίσθημα άρχισενα μου γαργαλάει το στομάχι. «Απότότε που γνώρισα τη Χλόη, τίποτα στηζωή μου δεν είναι τόσο εύκολο.»

«Μπορείς να χαλαρώσεις λίγο;» είπεψιθυριστά. «Εδώ δεν παίζουμε μετοχέςστο χρηματιστήριο, προσπαθούμε ναβρούμε τρόπο να την κοπανήσουμε γιανα πηδήξουμε. Ηρέμησε, σεπαρακαλώ.»

«Ουάου!»

Το επιφώνημα του Χένρι με έκανε ναακολουθήσω το βλέμμα του και νακοιτάξω προς την άλλη άκρη της

αίθουσας. Μια γυναίκα είχε σταματήσειτον Γουίλ καθώς επέστρεφε στο τραπέζιμας. Ήταν... πανέμορφη με ένανχείμαρρο κόκκινων κυματιστώνμαλλιών κι ένα πολύ κομψό μακιγιάζπου την έκανε να μοιάζει με έργοτέχνης. Φορούσε ένα κοντό φόρεμα μεπαγιέτες το οποίο εφάρμοζε τέλεια στοκορμί της και χαμογελούσε στον Γουίλ,ενώ τον κρατούσε απ’ το μπράτσο.

Όμως...

Σκούντησα τον Μαξ και του έδειξα προςτο μέρος τους. Έγειρα πίσω στοκάθισμά μου κι εκείνος τους κοίταξε.«Είναι η γυναίκα που έστειλε ο Τζόνι;»

Γούρλωσε τα μάτια του κι ύστερα τα

μισόκλεισε, σαν να προσπαθούσε να δεικαλύτερα, να καταλάβει τι δεν πήγαινεκαλά.

«Μα τι στο...;» είπε ο Χένρι. Ο Μαξάρχισε να πληκτρολογεί μανιωδώς στοτηλέφωνό του, ενώ ο Χένρι κι εγώσυνεχίσαμε να παρακολουθούμε τονΓουίλ. Η συνοδός που είχε στείλει οΤζόνι ήταν σχεδόν στο ύψος του και τονοδηγούσε προς το μπαρ. Μάλλον οΓουίλ θα την κερνούσε ένα ποτό. «Έχωμπερδευτεί. Αυτή είναι...»

Ο Γουίλ κοίταξε προς το τραπέζι μας.Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν.Μπα που να πάρει ο διάολος...

Ξαφνικά ξέσπασα σε γέλια,

συνειδητοποιώντας τι συνέ-βαινε. ΟΤζόνι τα είχε κάνει σκατά, κι από τηνπρώτη στιγμή που του την έπεσε ηγυναίκα, ο Γουίλ είχε καταλάβει τοκόλπο μας. Εμείς του είχαμε ρίξει τογάντι κι αυτός το σήκωσε.

«Τον μαλάκα!» έβρισε ο Μαξ. Δενπρόλαβα όμως να ρωτήσω περισσότεραγιατί η κοκκινομάλλα φαινόταν έτοιμηνα την πέσει χοντρά στον Γουίλ.

Και οι τρεις παρακολουθούσαμεσιωπηλοί την επαγ-γελματία συνοδό νασκύβει και να του ψιθυρίζει κάτι στοαυτί. Το χέρι της ήταν μεγάλο -μεγαλύτερο απ’ το δικό μου. Τοακούμπησε στο στήθος του Γουίλ και

τα δάχτυλά της άγγιξαν το πουκάμισότου. Ο Γουίλ γέλασε, κούνησετο κεφάλι κι έδειξε προς το τραπέζι μας.

Εκείνη, μ’ ένα σαγηνευτικό χαμόγελο,τον τράβηξε προς το μέρος της και τουέδωσε ένα παθιάρικο φιλί στο στόμα.Διάολε.

Ο Γουίλ απομακρύνθηκε από εκείνη καικατευθύνθηκε προς το τραπέζι μας.'Οταν κάθισε στη θέση του, οιυπόλοιποι κοιταχτήκαμε χωρίς ναέχουμε καταλάβει τι ακριβώς είχεσυμβεί. Ο Γουίλ έμεινε για λίγοσιωπηλός κι ανοιγό-κλεισε αρκετέςφορές τα μάτια πριν απλώσει το χέριστο ποτήρι του. Το κατέβασε μονορούφι

και πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Είστε ένα τσούρμο μαλάκες...» είπε,έγειρε πίσω στο κάθισμά του κι έβαλεστο στόμα του μια γαρίδα. «Τώρα, όσοναφορά το ότι φίλησα έναν άντρα, ναξέρετε ότι δεν ήταν και τόσο χάλια.»

----------Ειλικρινά, αυτή τη φορά η νίκηήταν αναμφίβολα με το μέρος τουΓουίλ. Τον κοίταζα έτσι όπως ήτανκαθισμένος απέναντι μου στο τραπέζι,συνεχίζοντας να χαμογελάει το ίδιοαυτάρεσκα.

«Είμαι τόσο μα τόσο τύφλα ή τελικάπροσλάβαμε κατά λάθος μια αρσενικήπόρνη για να αποσπάσει τηνπροσοχή του φίλου μας;» ρώτησα τον

Μαξ.

Εκείνος δεν απάντησε, μόνο σήκωσεψηλά το κινητό του και μου έδειξε τοτελευταίο μήνυμα που είχε λάβει:μια φωτογραφία του χεριού του Τζόνιμε υψωμένο το μεσαίο του δάχτυλο.Τέλεια.

Γέλασα κι ακούμπησα κάτω το ποτήριμου κάνοντας λίγο περισσότερο θόρυβοαπ’ όσο έπρεπε. «Δεν θα σου πω τογνωστό εγώ σ’ τα ’λεγα, αλλά, για τηνιστορία, όντως σ’ τα ’λεγα.»

«Άντε γαμήσου!» Ο Μαξ βούλιαξε πίσωστο κάθισμά του κι έχωσε τα χέρια τουστα μαλλιά του. «Το σκηνικό δεν έχειτελειώσει ακόμα. Ο Γουίλ θα περιμένει

την κατάλληλη ευκαιρία και μετά θαμας σκίσει κανονικότατα. Μπορείςνα φανταστείς τι έκανα απόψε γι’ αυτήτη γυναίκα; Την κοπάνησα στα κρυφάαπ’ το μπάτσελορ πάρτι τουκολλητού μου. Έκλεψα μια λιμουζίνα.Πλήρωσα μια ντραγκ κουίν για τονάλλον κολλητό μου, Μπένετ.»

Μπορεί να έφταιγε το αλκοόλ πουκυλούσε στις φλέβες μου, ή ο απόλυτοςπαραλογισμός της κατάστασης, όμωςξέσπασα σε χαχανητά, χωρίς να μπορώνα σταματήσω.

«Ο Μπεν τα έχει φτύσει κανονικά», είπεο Χένρι. «Ποιος κέρδισε σήμερα;»Έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από την

τσέπη του, πιθανόν με τα στοιχήματαπου είχαν παίξει νωρίτερα. «Γαμώτο! ΟΜαξ.»

Κάθισα πίσω στη θέση μου κι έτριψα τοπρόσωπό μου. Ο Μαξ είχε δίκιο: ήτανφανερό ότι αυτή η ιστορία δεν είχετελειώσει.

ΕΞΙ

Μαξ Στέλαρ

Το βουητό των ανθρώπινων φωνών απ'το μπαρ, το κουδούνισμα των ποτηριώνκαι οι ήχοι από τους κου-λοχέρηδες πουβρίσκονταν παντού γύρω μας

διακόπτονταν κατά καιρούς από τατρανταχτά γέλια του μεγαλύτερουμαλάκα στον κόσμο, του Γουίλ.

«Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς είναι να σουπαίρνει πίπα μια αρσενική πόρνη;» είπεμε ύφος ονειροπόλο. «Αν υποθέσουμε,φυσικά, ότι δεν θα ήταν παράνομο αλλάκαι ότι δεν ξέρατε καν πως είναι άντρας.Πάω στοίχημα ότι το ρούφηγμα θα ήτανφοβερό.»

Σήκωσα τους ώμους νιώθοντας τογελοίο της κατάστασης να κοχλάζειμέσα μου και να ξεχύνεται προς τα έξω.«Πάω στοίχημα ότι θα ήτανφανταστικό.»

«Δυνατό χούφτωμα», συμφώνησε ο

Μπένετ γελώντας.

«Μεγαλύτερη γλώσσα για το εργαλείο.Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω»,πρόσθεσα.

«Διάολε... Τώρα με κάνετε ναμετανιώνω που δεν τον άφησα να μεπεριποιηθεί.» Ο Γουίλ σήκωσε το άδειοποτήρι του κι έκανε νόημα στονσερβιτόρο να του φέρει άλλο ένα «Τιλέει το πρόγραμμα για τη συνέχεια;»

«Έλεγα να περάσουμε απ’ το κλαμπΤάο, στο καζίνο Βενέσιαν», πρότεινα.«Ή να ξαναγυρίσουμε προς τοΜπελάτζιο;»

«Μήπως ξέρει κανείς πού είναι ο

Χένρι;» ρώτησε ο Μπένετ ρίχνονταςμερικές ματιές τριγύρω, όμως έπειτααποφάσισε ότι δεν τον ένοιαζε αρκετάγια να σηκωθεί και να τον αναζητήσει.

Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν από τοβάθος η Χλόη και η Σάρα, πιασμένεςαγκαζέ. Στάθηκαν στην ουρά μπροστάσ’ ένα τραπέζι του μπλακ τζακ σεαπόσταση μόλις δέκα μέτρων από τομπαρ. Ο Μπένετ όρθωσε ασυναίσθητατο κορμί του, τραβώντας την προσοχήτου Γουίλ.

«Ρε μαλάκες, δεν το πιστεύω», είπεμουγκρίζοντας ο Γουίλ και κοιτώνταςτον Μπεν. Ευχαρίστησεμουρμουρίζοντας τον σερβιτόρο που

του έφερε το ποτό του. «Τα κορίτσιαδεν το ξέρουν ότι είστε εδώ, έτσι; Ω Θεέμου, το ξέρουν. Γι' αυτόσυμπεριφέρεστε σαν ηλίθιοι όλοτο βράδυ. Φαίνεται ότι οι τέσσερις σαςέχετε εγκαταστήσει στα γεννητικά σαςόργανα ένα υποσυνείδητοσύστημα εντοπισμού.» Αναστέναξε.«Έτσι εξηγούνται όλα.»

Σηκώθηκα ταυτόχρονα με τον Μπένετκαι τέντωσα τα χέρια μου πάνω απ' τοκεφάλι μου, πριν χώσω ξανά τοπουκάμισό μου μέσα απ' το παντελόνιμου. Ο Γουίλ μπορούσε να λέει ό, τιμαλακία ήθελε. Εγώ θα πήγαινα στηΣάρα.

«Με συγχωρείτε, κύριοι», ανακοίνωσα,«αλλά όλα δείχνουν ότι απόψε θαδοκιμάσω την τύχη μου στο μπλακτζακ.»

Απομακρύνθηκα από το μπαρ καιπλησίασα το τραπέζι όπου τα κορίτσιατακτοποιούσαν τις μάρκες τους κιέπαιρναν τα χαρτιά τους. Βρήκα ένακάθισμα ακριβώς δίπλα στη Χλόη. Τοβλέμμα μου διασταυρώθηκε με τηςΣάρας που την είδα να κάθεται δύοθέσεις παραπέρα. Της έκλεισα το μάτι.

«Μαξ», είπε χαμογελώντας.

«Γλύκα», της απάντησα με ένα νεύμα.

Έβγαλα απ' την τσέπη μου μερικές

μάρκες και ζήτησα απ' τον κρουπιέρη ναμου τις ανταλλάξει με άλλες,μικρότερης αξίας, και να μου μοιράσειφύλλο.

«Ήρα να κερδίσω μερικά λεφτά»,ανακοίνωσε η Χλόη σε όλους στοτραπέζι.

«Θέλω πολύ να το δω αυτό»,μουρμούρισα. Συνοφρυώθηκα όταν οκρουπιέρης άνοιξε μπροστά μου τοφύλλο μου. Πέντε κούπα.

«Το ίδιο κι εγώ.» Ο Μπένετ γλίστρησεδιακριτικά στο τελευταίο ελεύθεροκάθισμα του τραπεζιού, απέναντι από τηΧλόη στο ημικύκλιο που σχημάτιζανοι παίκτες και δίπλα στη Σάρα. Ανάμεσα

σ' εμένα και στη Σάρα καθόταν έναςκαχεκτικός άντρας μεκαουμπόικο καπέλο και το πιοαπίστευτο μουστάκι που είχα δει ποτέ.'Οταν κάηκα φτάνοντας στα είκοσιπέντε, γύρισα και παρατήρησα καλύτερατον άντρα δίπλα μου. «Φίλε, τομουστάκι σου είναι γαμάτο.»

Εκείνος άγγιξε με το χέρι το γείσο τουκαπέλου, για να μ' ευχαριστήσει για τοσχόλιό μου κι αμέσως μετά κάηκεφτάνοντας στα είκοσι δύο.

Η Χλόη πήγε πάσο, και ο κρουπιέρηςάνοιξε τα χαρτιά, για να αποκαλυφθείότι η Χλόη είχε άσο και βαλέ σπαθί Ημάνα είχε ανοιχτό έναν βαλέ και

αναποδογύρισε το κρυφό της φύλλο:ρήγας. Ο κρουπιέρης πλήρωσε στηΧλόη το ποσό που είχε στοιχηματίσεικαι μάζεψε τα φύλλα που είχαν πέσειστο τραπέζι.

«Σ' το είπα!» είπε τραγουδιστά η Χλόη,χορεύοντας πάνω στο κάθισμά της καιστέλνοντας ένα φιλί στον Μπένετ.«Είναι η τυχερή μου νύχτα.»

Εκείνος απάντησε ανασηκώνονταςελαφρά το ένα του φρύδι.

Κοίταξα προς το μπαρ κι είδα τον Γουίλνα πίνει το ποτό του και να παίζει με τοτηλέφωνό του. Εκείνος σήκωσε τοβλέμμα του, με κοίταξε και πήρε μιαέκφραση του στιλ άντε γαμήσου. Με ένα

νεύμα του χεριού μου του υποσχέθηκαότι δεν θα έλειπα για πολύ.

Το πρόβλημα ήταν ότι το μπλακ τζακείχε πλάκα. Η Χλόη κέρδιζε το έναπαιχνίδι μετά το άλλο. Και παρ’ όλο πουο Μπένετ κι εγώ χάναμε συστηματικάόλα μας τα λεφτά, δεν μας ένοιαζεκαθόλου. Ο κρουπιέρης ήταν χαλαρόςτύπος, το γέλιο της Σάρας μεταδοτικό,και ο μουστακαλής είχε αρχίσει ναπετάει τα πιο απαίσια ανέκδοτα ανάμεσαστα μοιράσματα των χαρτιών.

«Ένας γιατρός μπαίνει σ' ένα δωμάτιο»,έλεγε χαϊδεύοντας το μουστάκι του καικλείνοντας το μάτι στη Χλόη.«Χαιρετάει τον ασθενή που είναι

ξαπλωμένος

μπροστά του και κάνει να σημειώσεικάτι στο διάγραμμά του.»

Ο κρουπιέρης μοίρασε τα κρυφά φύλλακαι όλοι καρφώσαμε τα μάτια μας στοτραπέζι για να δούμε τα επόμενα φύλλαπου θα μοιράζονταν ανοιχτά.

«Συνειδητοποιεί ότι κρατάει έναθερμόμετρο και συνοφρυώνεται."Γαμώτο", λέει, "σε ποιον κώλονα βρίσκεται το στιλό μου;... "»

Κι επειδή η Σάρα είχε πάντα μια πηγαίακαι αυθόρμητη αίσθηση του χιούμορ,λύθηκε στα γέλια πέφτοντας πάνω στηδερματόδετη κόχη του τραπεζιού. Έτσι

ήταν ακόμα πιο όμορφη. Τα μάγουλάτης ήταν αναψοκοκκινισμένα απ' αυτόπου είχε πιει αλλά, πέρα απ' αυτό,γενικά απέπνεε μια αύρα ευτυχίας. Ότανσήκωσε τα μάτια και με έπιασε να τηνκοιτάζω, το χαμόγελό της έσβησε καισοβάρεψε, σαν να είχε σταλάξει κάποιοςένα καυτό υγρό στις φλέβες της. Μετά,αργά, κατέβασε το βλέμμα στο στόμαμου. Η καλύτερη απόφαση που είχαπάρει εκείνη τη νύχτα ήταν να πάω να τηβρω στο θέατρο.

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ήταν η μόνησωστή απόφαση. Της έκλεισα το μάτι κιέγλειψα τα χείλη μου.

«Τι θα γίνει με εσάς τους δύο; Θα το

κάνετε εδώ μέσα ή θα παίξουμε χαρτιά,ρε γαμώτο;» ρώτησε η Χλόη έχονταςαποφασίσει να πάει πάσο μ' έναανοιχτό εννιάρι. Εγώ είχα ανοιχτό εξάρικαι κάηκα τραβώντας ένα εφτάρι, αφούείχα κρυφό φύλλο ένα εννιάρι.

«Δεν το βουλώνεις καλύτερα...» είπαπαιχνιδιάρικα μέσα απ' τα δόντια μου.

«Ένας νεαρός μπαίνει σ' ένα μπαρ»,άρχισε να λέει ο καινούριος μας φίλοςκαθώς ο κρουπιέρης μάζευε τα χαρτιάπου είχαν πέσει στο τραπέζι. Εκείνη τηστιγμή συνειδητοποίησα ότι, διάολε, ομουστακαλής ήταν ο καλύτερος τύποςπου είχα γνωρίσει σε τραπέζι του μπλακτζακ. Ο κρουπιέρης άρχισε να

ανακατεύει τις τράπουλες.«Παραγγέλνει δέκα σφηνάκια ουίσκι.O μπάρμαν λέει "που να σε πάρει οδίάολος, μικρέ", αλλά φτιάχνει τασφηνάκια.»

Φυσικά, ο λόγος που μου άρεσε ο τύποςήταν το μουστάκι του, αλλά και τογεγονός ότι έδειχνε να είναι απ' αυτούςτους τύπους που έχουν περάσει πολλάγενέθλια μονάχοι τους. Απέπνεε έναμείγμα άνεσης και απελπισίας, κι όμωςκαθόταν εκεί δίπλα μου λέγοντας σόκινανέκδοτα με πολύ σικάτο τρόπο σ' ένατσούρμο άγνωστους μισομεθυσμένους.Δεν με ενοχλούσε καν όταν γύριζε καιχαμογελούσε στη Σάρα με βλέμμαλάγνο, γεμάτο υπονοούμενα. Δεν τον

αδικούσα τον τύπο. Κι εγώ την είχαερωτευτεί σαν να μην είχα άλληεπιλογή. Η Σάρα ήταν ακαταμάχητη σαντη βαρύτητα.

«Ο μπάρμαν αραδιάζει τα δέκασφηνάκια μπροστά στον καχεκτικόνεαρό που μοιάζει μετηλεγραφόξυλο και εκείνος τακατεβάζει το ένα μετά το άλλο, χωρίςούτε καν να βλεφαρίσει. "Ουάου! " λέειο μπάρμαν. "Τι γιορτάζεις; "»

Η Σάρα συνέχιζε να γελάει κι εγώγύρισα απορημένος και την κοίταξα.Αυτή η γυναίκα δεν θα έπαυε ποτέ ναείναι για μένα ένα μυστήριο. Να πουτώρα την έβρισκε να ακούει σόκιν

ανέκδοτα από έναν εκκεντρικό ξένο,στο Λας Βέγκας.

Ο μουστακαλής χασκογέλασεκουνώντας το κεφάλι. «"Την πρώτη μουπίπα", λέει ο νεαρός. Ο μπάρμαν δείχνειέκπληκτος και λέει: "Ε, τότε να σεκεράσω άλλο ένα. "» Σταμάτησε καικοίταξε τη Σάρα σαν να περίμενε κάτιαπ' αυτήν.

Σηκώνοντας τα χέρια της στον αέρα σαννα πανηγύριζε τη νίκη της, η Σάραφώναξε: «Τότε ο νεαρός γνέφειαρνητικά. "Όχι, ευχαριστώ, φίλε. Αν μεδέκα σφηνάκια δεν μπόρεσα να διώξωτη γεύση, τι να μου κάνουν μερικέςγουλιές παραπάνω! "»

Γύρω μας υψώθηκε ένα βουητό απόγέλια. Έκπληκτος, συνειδητοποίησα ότιείχε μαζευτεί αρκετός κόσμος στοτραπέζι μας. Η Χλόη είχε ρέντα, ομουστακαλής ήταν αστέρι, και στις δύοτα ξημερώματα ήμασταν αναμφίβολα τοτραπέζι που διασκέδαζεπερισσότερο μες στο καζίνο. Η Σάρακαι ο μουστακαλής κόλλησαν πέντε,ενώ ο κρουπιέρης, που φαινόταν να τοδιασκεδάζει, άρχισε να μοιράζει ταχαρτιά χαμογελώντας.

Το παιχνίδι κατέληξε σε μια ωραίαατμόσφαιρα με πολλά αστεία και ποτά.Τα πανηγυρικά τσιρίγματα της Χλόηςδιακόπτονταν συχνά από τον ήχο τουδυνατού, υστερικού γέλιου της Σάρας.

Ξαφνικά στράφηκα και αναζήτησα τονΓουίλ στο μπαρ. Είχε περάσει ώρααπό τότε που του έκανα νόημα ότι θαεπιστρέφαμε σύντομα. Είχα χάσειεντελώς την αίσθηση του χρόνου.

Ο Γουίλ είχε φύγει.

Έβγαλα απ' την τσέπη μου το τηλέφωνόμου κοιτάζοντας απογοητευμένος τιςδύο τελευταίες μάρκες μου των είκοσιπέντε δολαρίων. Του έστειλα μήνυμα:

Είμαστε έτοιμοι. Πού βρίσκεσαι;

Το μήνυμά του ήρθε σχεδόν αμέσως:

θα τα πούμε στο Βενέσιαν. Μου παίρνειπίπα ένας

γκόμενος.

«Μαλάκα...» ψιθύρισα, τη στιγμή που ομουστακαλής άρχιζε να λέει ένακαινούριο ανέκδοτο.

Ξαφνικά όμως ο τύπος βουβάθηκε ότανένα χέρι με έπιασε απ' τον ώμο. «ΚύριεΣτέλαρ.»

Στο τραπέζι και στους γύρω απ' αυτόέπεσε παγω-μάρα. Τη στιγμή πουσήκωνα το βλέμμα, είδα φευγαλέα τηνανήσυχη έκφραση που είχε ζωγραφιστείστο πρόσωπο της Σάρας. Στράφηκα καιαντίκρισα έναν άντρα με σκουρόχρωμοακριβό κοστούμι και ύφος πολύσοβαρό.

«Τι θέλεις, φίλε;»

Φορούσε ακουστικό στο αυτί και ηέκφρασή του δήλωνε ρητά ότι καλά θαέκανα να τον πάρω στα σοβαρά. «Θαμπορούσατε, παρακαλώ, εσείς και οκύριος Ράιαν να με ακολουθήσετε;...»

«Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε οΜπένετ κι ακού-μπησε τα χαρτιά τουστο τραπέζι. Οι θαμώνες που είχανμαζευτεί γύρω μας άρχισαν ναψιθυρίζουν προσπαθώντας ναμαντέψουν τι είχε συμβεί.

«Δεν είμαι σε θέση να το συζητήσω εδώμαζί σας. Θα σας ζητούσα για άλλη μιαφορά, κύριοι, να με ακολουθήσετε.Τώρα.»

Χωρίς να κάνουμε άλλες ερωτήσεις,σηκωθήκαμε όρθιοι, ανταλλάσσονταςανήσυχα βλέμματα, καιτον ακολουθήσαμε. Στράφηκα καιχαμογέλασα στη Σάρα για να της δώσωθάρρος, σχηματίζοντας με τα χείλη μουτις λέξεις: «Όλα θα πάνε καλά.»

Άλλωστε τι θα μπορούσαμε να έχουμεκάνει;

###

Ο άντρας με το μαύρο κοστούμι μάςοδήγησε από την πόρτα υπηρεσίας.Προχωρήσαμε σ' έναν μακρύάδειο διάδρομο και περάσαμε μια πόρταπου δεν είχε καμία πινακίδα. Βρεθήκαμε

σ' ένα γυμνό, λευκό δωμάτιο με έναμεταλλικό τραπέζι που δεν διέφερε καιπολύ από εκείνο με το οποίο είχαξεκινήσει τη βραδιά μου. Υπήρχανεπίσης τρεις πτυσσόμενες μεταλλικέςκαρέκλες.

«Καθίστε.» Ο άντρας μάς υπέδειξε νακαθίσουμε σε δύο απ' τις καρέκλες κιεκείνος στράφηκε για να βγει απ' τοδωμάτιο.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μπένετ. «Σαςακολουθήσαμε πρόθυμα για λόγουςευγένειας. Πρέπει να μας πείτε,τουλάχιστον, για ποιον λόγο μάςζητήσατε να σηκωθούμε απ' τοτραπέζι.»

«Περιμένετε τον Χάμερ.» Ο άντραςέδειξε με το κεφάλι την τρίτη καρέκλακι έφυγε.

Έγειρα πίσω στο κάθισμά μου ενώ οΜπένετ σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε ναβηματίζει σιωπηλός για μερικά λεπτά.Ύστερα αναστέναξε και κάθισε ξανάδίπλα μου. Έβγαλε το τηλέφωνό του απ'την τσέπη του κι έγραψε ένα μήνυμα,μάλλον στη Χλόη.

«Μα τι μαλακίες είναι αυτές!» είπεθυμωμένος.

Έβγαλα ένα επιφώνημα που έδειχνε ότισυμφωνούσα απόλυτα, αλλά πρινπρολάβω να προσθέσω κάτι, άκουσαβήματα να πλησιάζουν στον διάδρομο.

Στο δωμάτιο μπήκαν δύο άντρες.Φορούσαν μαύρα κοστούμια, είχανκοντοκουρεμένο μαλλί και οι παλάμεςτους ήταν τεράστιες σαν καρπούζια.Κανένας από τους δυο τους δεν ήτανψηλότερος από μένα, είχα όμως τηνσαφή εντύπωση ότι ήταν καλύτεραπροπονημένοι στη μάχη σώμα με σώμα.Κι εγώ δεν είχα προπονηθεί και λίγο.

Έμειναν να μας καρφώνουν με τοβλέμμα για μερικά ατέλειωτα, βαριάλεπτά σιωπής. Μας μετρούσαν. Ένιωσαστάλες ιδρώτα να σχηματίζονται στομέτωπό μου. Αναρωτιόμουν μήπως ήτανοι ιδιοκτήτες τις λι-μουζίνας που είχα...δανειστεί για να κάνω τρέλες μετη Σάρα. Οπωσδήποτε έμοιαζαν με

οδηγούς λιμουζίνας... ή με μπράβους...

Ή μπορεί να ήταν μυστικοί αστυνομικοίπου ήθελαν να μας τιμωρήσουν γιατίείχαμε ζητήσει τις υπηρεσίες μιαςπόρνης. Την είχαμε πληρώσει όμως;Υπήρχαν ενοχοποιητικά στοιχείαεναντίον μας; Ή... γάμησέ τα. Ίσωςκάποια κάμερα να μας είχε καταγράψειμε τη Σάρα νωρίτερα και είχαν έρθει ναμας την πέσουν για τις δημόσιεςπεριπτύξεις μας. Άρχισα στο μυαλόμου να απαριθμώ τα τηλεφωνήματα πουθα έπρεπε να κάνω όταν μαςαπαγγέλλονταν οι κατηγορίες γιαπροσβολή της δημοσίας αιδούς.Δικηγόρος, Σάρα, Μητέρα, Αυτάρεσκοςσυνεταίρος, Υστερικές αδερφές. Κι

ύστερα είδα μπροστά μου την εικόναόλων των ανατριχια-στικών ανφάςφωτογραφιών, αντρών καιγυναικών που είχαν συλληφθεί επειδήπηδιόντουσαν μέσα σε αυτοκίνητα,κάτω από γέφυρες ή μέσα σε σχολείακαι συνειδητοποίησα ότι αυτός ήταν ολόγος που με τη Σάρα περιορίζαμε τιςδραστηριότητές μας στο κλαμπ τουΤζόνι. Εκεί δεν θα ερχόταν ποτέ να μαςεπιπλήξει ένας άντρας με μαύροκοστούμι. Ο Τζόνι θα τελείωνε το θέμαπριν καν προλάβει η αστυνομία να βάλειτις συντεταγμένες του κλαμπ του στοGPS της.

Κοίταξα τον Μπένετ ο οποίος, από τηστιγμή που είχαν μπει στο δωμάτιο οι

δύο άντρες, καθόταν στην καρέκλα τουδείχνοντας πολύ χαλαρός σαν ναπροέδρευε σε μια συνεδρίαση τουδιοικητικού συμβουλίου της εταιρείαςτου. Είχε το ένα χέρι στην τσέπη καιτο άλλο ακουμπισμένο στον μηρό του.Κοιτούσε στα μάτια τους δύο άντρεςπου στέκονταν μπροστά μας.

«Καλησπέρα, κύριοι», είπα,αποφασίζοντας ότι κάποιος έπρεπε ναξεκινήσει το γλέντι. Οι τύποι ήτανγομάρια, κτήνη, κλασικοί κρετίνοι πουπροφανώς αντέγραφαν τις εκφράσειςτου προσώπου τους από κόμιξ ή ταινίεςτου Ταραντίνο. Ήταν σχεδόν αδύνατονα μη θέλεις να σπάσεις πλάκα, έστωκαι λίγο.

Πρώτα μίλησε ο κοντότερος από τουςδύο -αν και με τίποτα δεν θα τον έλεγεςκοντό- με φωνή τσιριχτή σανπεντάχρονου κοριτσιού. «Με λένεΧάμερ. Κι αυτός είναι ο Κιμ.»

Ο Μπένετ Ράιαν, που βρισκόταν δίπλαμου, ήταν αρκετά μεθυσμένος ώστε ναπει: «Πολύ πετυχημένο όνομαντουέτου.»

Ο άντρας που μας συστήθηκε ως Χάμερκοίταξε τον Μπένετ για αρκετάδευτερόλεπτα πρινρωτήσει: «Σκεφτήκατε γιατί άραγεζητήσαμε απ' τον Λιρόι να σας φέρειεδώ;»

Απάντησα: «Χμ... όχι.» ενώ ταυτόχρονα

ο Μπένετ απαντούσε: «Φαντάζομαι ότιδεν είναι επειδή τινάξαμε την μπάνκαστον αέρα.»

Ακούγοντάς τον, για πρώτη φορά απ' τηστιγμή που βρεθήκαμε μέσα στοδωμάτιο, μου πέρασε απ' το μυαλό ηιδέα ότι ήταν πολύ πιθανότερο να μαςέχουν φέρει εδώ για λόγους που είχαννα κάνουν με τον τζόγο παρά για τηνκλοπή του αυτοκινήτου ή για προσβολήτης δημοσίας αιδούς. Αντί να μαςμπαγλαρώσουν και τελικά να μαςαφήσουν ελεύθερους, θα μας έσπαγανένα ένα τα δάχτυλα... ο ευνούχος πουάκουγε στο όνομα Χάμερ και αυτό τοκτήνος δίπλα του, ο Κιμ. Τέλεια.

Ο Χάμερ χαμογέλασε χαιρέκακαλέγοντας: «Ξέρετε πόσους μαλάκες σανκαι του λόγου σας βλέπουμε εδώ μέσα;Έρχονται για το Σαββατοκύριακο παρέαμε τις γκόμενές τους που είναι τίγκα στααφροδίσια, έχοντας αγοράσει τηντελευταία έκδοση του ΜέτρημαΦύλλων για Πρωτάρηδες ώστε νατινάξουν την μπάνκα στον αέρα και ναμπορέσουν μετά να πάνε να πηδήξουντις χοντροκώλες γκόμενές τους και νατις εντυπωσιάσουν με τα πεντακοσάρικαπου κέρδισαν.»

Ο Μπένετ ξερόβηξε με ύφος αυστηρόκαι ρώτησε: «Πραγματικά νομίζετε ότιείμαστε απ’ τους ανθρώπους που θαένιωθαν κάποια ιδιαίτερη συγκίνηση

αν κέρδιζαν πεντακόσια δολάρια;»

Ο Κιμ, που ήταν πιο σωματώδης αλλάλιγότερο τρομακτικός από τον Χάμερλόγω των μικρών ρουμπινιών πουφορούσε στ' αυτιά του, όρμησεμπροστά και κοπάνησε τις γροθιές τουστο τραπέζι κάνοντας ολόκληρο τογαμημένο το δωμάτιο να τρέμει. ΟΜπένετ έμεινε εντελώς ακίνητος. Εγώαντίθετα αναπήδησα απ' την τρομάραμου. Ήμουν σίγουρος ότι τομεταλλικό τραπέζι θα διαλυόταν πάνωστα πόδια μας.

«Νομίζεις ότι είσαι στο σπίτι τηςμαλακισμένης της μαμάκας σου;»μούγκρισε ο Κιμ και η φωνή του

ήταν τόσο πολύ βραχνή και μπάσα όσοκοριτσίστικη ήταν του Χάμερ. «Τινομίζεις, ότι παίζουμε ξερή στοτραπέζι της κουζίνας;»

Ο Μπεν παρέμενε ακίνητος με πρόσωποανέκφραστο.

Ο τύπος στράφηκε σ' εμένα μεορθωμένα τα φρύδια, σαν να περίμενεότι εγώ θα μιλούσα για λογαριασμό καιτων δυο μας.

«Όχι», είπα χαρίζοντάς του τοκαλύτερο, το πιο χαλαρό χαμόγελό μου.«Αν ήμουν στο σπίτι της μαμάκας μου,θα μας είχε προσφέρει τσιπς και μπίρεςΓκί-νες.»

Αγνοώντας το εξυπνακίστικο σχόλιόμου, ο Χάμερ έκανε ένα βήμα μπροστά.«Τι νομίζετε ότι κάνει η διεύθυνση τουκαζίνου σε αυτούς που μετράνε ταφύλλα;»

«Φίλε, δεν θα μπορούσα να μετράω ταφύλλα ακόμα κι αν μου έκανεφροντιστήριο ο ίδιος ο Άνθρωπος τηςΒροχής. Οι πιθανές συνέπειες μεξεπερνούν.»

«Μου κάνεις τον έξυπνο;»

Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου καιαναστέναξα. Η κατάσταση ήταν γελοία.«Δεν κάνω τον έξυπνο. Αλλά δενκαταλαβαίνω τι παίζεται εδώ. Έχασαόλες τις μάρκες μου. Ακόμα κι αν

μετρούσαμε τα φύλλα, μάλλον δενείμαστε και πολύ καλοί. Γι' αυτό και δενμπορώ να καταλάβω γιατί μας φέρατεεδώ.»

«Οι καλύτεροι στο μέτρημα τωνφύλλων χάνουν επίτηδες μερικές φορές.Νομίζεις ότι με το μέτρημα κερδίζουνμόνο;»

Αναστέναξα κι έγειρα μπροστά,στηρίζοντας τους αγκώνες μου σταγόνατά μου. Οι ρητορικές ερωτήσεις δενέβγαζαν πουθενά. «Να σας πω έναμυστικό;»

Ο Χάμερ έδειξε να ξαφνιάζεται. Όρθωσετο κορμί του. «Ακούω.»

«Δεν έχω ξαναπαίξει μπλακ τζακ στηζωή μου. Όσο γι' αυτόν...» είπαδείχνοντας με το κεφάλι τονΜπένετ. «Κάνει παζάρια για τα ποτά μαςόταν καθόμαστε στο τραπέζι, ενώ ταποτά είναι δωρεάν. Ο τύπος δενξέρει να τζογάρει.»

Ο Κιμ ρουθούνισε και είπε: «Κι όμωςνα που είσαι εδώ, σ' ένα παιχνίδι με δύοτράπουλες, πηγαίνεις πάσο με δεκαεφτάκαι μετά χωρίζεις τα φύλλα για ναπαίξεις σε δύο ταμπλό.»

Ο Μπένετ έσκυψε μπροστά, δείχνονταςπραγματικό ενδιαφέρον. «Σε τι γλώσσαμίλησες μόλις τώρα;»

Για πρώτη φορά από τη στιγμή που

βρεθήκαμε εδώ μέσα, είδα τη γωνία τωνχειλιών του Κιμ να σφίγγεται σαν ναπροσπαθούσε να πνίξει ένα χαμόγελο.Ή ένα γρύλισμα. Δεν ήμουν σίγουρος.

«Έχετε δύο επιλογές», είπε ο Χάμερ. «Ηπρώτη, σας σπάω τα δάχτυλα. Ηδεύτερη, σας σπάω τα μούτρα.»

Ανοιγόκλεισα τα μάτια, νιώθοντας γιαμια στιγμή περήφανος που είχαπροβλέψει σωστά την τιμωρία μας.Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Το γεγονόςότι δεν είχα παίξει ποτέ μπλακ τζακ στοΛας Βέγκας δεν σήμαινε ότι ζούσα μέσασε γυάλα. Φαινόταν κάπως αταίριαστομε το πρωτόκολλο να μας σπάσουν ταμούτρα ή τα δάχτυλα επειδή μας

υποψιάζονταν ότι μετρούσαμε ταφύλλα.

«Να δω τα χέρια σας», είπε ο Κιμχτυπώντας ρυθμικά το τραπέζι.

«Ναι, καλά τώρα!» απάντησε ο Μπένετγελώντας σαν να μην πίστευε στ' αυτιάτου.

«Θα ξεκινήσω απ' το μικρό δαχτυλάκι»,είπε ο Χάμερ με σφιγμένα χείλη. «Ποιοςχρειάζεται το μικρό του δαχτυλάκι;»

«Ρε, δεν πας να γαμηθείς καλύτερα;»είπα με θυμό, νιώθοντας ένα μείγμααδημονίας και αγανάκτησηςνα φουντώνει στο στήθος μου και να μεκάνει να θολώνω. «Μη σας ξεγελάει η

προφορά μου, μαλάκες! ΕίμαιΑμερικανός πολίτης, που να με πάρει οδιάολος, και ξέρω τα δικαιώματά μου.Αντί να με απειλείτε ότι θα ασκήσετεβία, καλύτερα να φέρετε έναν μπάτσο ήέναν δικηγόρο εδώ μέσα.»

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και ο Γουίλ (ομαλάκας... ) μπήκε στο δωμάτιοχειροκροτώντας με ενθουσιασμό. Στιςφλέβες μου άρχισαν να κυλάνε παγάκιακαι ξάπλωσα πίσω στην καρέκλα μουαναστενάζοντας.

«Είσαι μεγάλος μαλάκας!»

«Ήταν τέλειο!» Ο Γουίλ χαμογέλασεστον Χάμερ και στον Κιμ, ενώ εγώξεφύσηξα με ανακούφιση, με το κεφάλι

μες στις παλάμες μου, πάνω στοτραπέζι. Έπρεπε να το είχα καταλάβει.«Ήσουν θυμωμένος αλλά πειστικός»,μου είπε. «Θα μπορούσες να είχεςκοπανήσει και τη γροθιά σου για ναδηλώσεις ακόμα περισσότερο τηναγανάκτησή σου, μου άρεσε όμως πουεπικαλέστηκες την ιδιότητα τουΑμερικανού πολίτη. Εκεί πραγματικά μεσυγκίνησες.» Τον κοίταξα. Είχεφέρει την παλάμη του στο στήθος, στομέρος της καρδιάς, με βλέμμα τρυφερόκαι επιδοκιμαστικό.

Ο Χάμερ και ο Κιμ στάθηκαν παράμεραγελώντας. Ο Μπένετ σηκώθηκε όρθιοςκαι πλησίασε τον Γουίλ. Για μια στιγμήφοβήθηκα μήπως του έχωνε

καμιά μπουνιά ή ίσως μια κλοτσιά στ'αρχίδια, ύστερα όμως συνειδητοποίησαότι χαμογελούσε. Τον κοίταξε στα μάτιαγια λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα τονχτύπησε φιλικά στον ώμο καικατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Έκανεςωραίο παιχνίδι», μουρμούρισε καιεξαφανίστηκε στον διάδρομο.

Ο Χάμερ και ο Κιμ με πλησίασαν,τείνοντάς μου το χέρι και χαμογελώνταςμου χαλαρά και εγκάρδια. «Συγγνώμη,φίλε», είπε ο Χάμερ γελώντας. «Μαςτηλεφώνησε ο κύριος Τζόνι Φρεντς.Μας είπε να βοηθήσουμε τον φίλο σαςτον Γουίλ να πατσίσει. Προφανώςθεωρούσε ότι έπρεπε να τιμωρηθείτεεπειδή οι γκόμενες σας σας έχουν

χωμένους μέσα στο μουνί τους, όπωςαποδείχτηκε νωρίτερα.» Τέντωσε ψηλάτα χέρια, σηκώνοντας τους ώμους μεέναν τρόπο που με έκανε να αναρωτηθώμήπως είχε σχέση με τη μαφία. «Θέλαμεαπλώς να σας κάνουμε να φοβηθείτελιγάκι.»

«Ήταν ο ευκολότερος τρόπος για να σαςαπομακρύνουμε απ' τις κυρίες», είπε οΓουίλ ενώ ισορροπούσε στις φτέρνεςτου.

Αναστέναξα, έτριψα το πρόσωπό μου κιένιωσα τους σφυγμούς μου ναεπανέρχονται σιγά σιγάστον φυσιολογικό ρυθμό. Ό, τι και ναλέγαμε, μας είχε στήσει μια πολύ

έξυπνη φάρσα. «Φαντάζομαι ότι όσηώρα μάς κράτησες εδώ, η Χλόη θα έχειτινάξει την μπάνκα στον αέρα.»

«Τα πήγε καλά», συμφώνησε ο Γουίλ.«Πρέπει να έχει μαζέψει μερικάχιλιάρικα.»

«Έλα τώρα», είπε ο Κιμ, βοηθώντας μενα σηκωθώ και χτυπώντας με δυνατάστην πλάτη. «Πήγαινε τώρα εκεί έξω καιγίνε τύφλα.»

«Ένα πράγμα θα σου πω», του είπαανταποδίδοντας τη χειραψία. «Ούτε μεσφαίρες δεν πρόκειται να πλησιάσωξανά στα τραπέζια.»

###

«Είμαι Αμερικανός πολίτης!» φώναξε οΓουίλ και σωριάστηκε στον καναπέγελώντας υστερικά. Πρέπει να

ήταν η δέκατη φορά που έκανε αυτή τηδήλωση τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά.

«Μάλιστα», άρχισα να λέω. «Έδωσεςεκατό δολάρια σ' εκείνους τους τύπουςγια να μας κάνουν να χε-στούμε πάνωμας. Εσύ όμως τι κέρδισες;»

Ο Γουίλ δεν μου έδωσε σημασία κιέκανε πως σκούπιζε ένα δάκρυ. «Θαέχω για μέρες στο μυαλό μου τηντελευταία πατριωτική κραυγή σου.»

«Ήταν καταπληκτική», συμφώνησε οΜπένετ.

Ήμασταν καθισμένοι γύρω από έναχαμηλό γυάλινο τραπέζι σ' ένα κυριλέμπαρ στο Μπελάτζιο. Είχαμε αράξειστους απαλούς σουέντ καναπέδες καιπίναμε άπειρα κοκτέιλ. Μόλις τώραάρχιζα να νιώθω ζαλισμένος. Ηαδρεναλίνη εγκατέλειπε σιγά σιγά τιςφλέβες μου, ήξερα ότι τα κορίτσιακοιμούνταν με ασφάλεια στα κρεβάτιατους, κι έτσι άρχισα να νιώθω ταμέλη του κορμιού μου βαριά,κουρασμένα από τις περιπέτειές μας καιτο πολύ αλκοόλ.

Γύρω μας στο μπαρ επικρατούσε

ησυχία. Ήταν περασμένες τρεις τηνύχτα και οι περισσότεροι απ' τουςξενύχτηδες προτιμούσαν το καζίνο ήκάποια άλλα, πιο εκκεντρικά μπαρ.

Με την άκρη του ματιού μου είδα ένανάντρα να πλησιάζει το τραπέζι μας.Φορούσε πολύ καλό κοστούμι,ακουστικό στο αυτί και κοιτάζοντάς τονείχες την αίσθηση ότι επρόκειτο γιακάποιο σημαντικό πρόσωπο. Οισερβιτόροι παραμέριζαν για να περάσεικαι τον χαιρετούσαν με άγχος.Προφανώς κάποιο επίσημο πρόσωποκατευθυνόταν προς το μέρος μας και,δεδομενού ότι ο Γουίλ καθόταν μαζίμας στο τραπέζι, μάλλον ήταν απίθανονα είχε σχέση με κάποια από τις

συνηθισμένες φάρσες του.

«Κύριοι», είπε ο άντρας, έχοντας σταθείδίπλα στην κορυφή του τραπεζιού. «Θαπρέπει να είστε ο Μπένετ, ο Μαξ και οΓουίλ.»

Όλοι γνέψαμε καταφατικά,μουρμουρίζοντας ευγενικούςχαιρετισμούς.

«Ο κύριος Ράιαν ο πρεσβύτεροςβρίσκεται μαζί μας στην αίθουσα τωνυψηλών πονταρισμάτων», είπε εκείνος.Ώστε εκεί είχε πάει ο Χένρι. «Τοτηλέφωνό του όμως δεν λειτουργεί καιγι' αυτό με παρακάλεσε να έρθω να σαςβρω. Ονομάζομαι Μάικλ Χοκ και είμαιο υπεύθυνος των δημοσίων σχέσεων,

εδώ στο Μπελά-τζιο.»

Έριξα μια γρήγορη ματιά στους φίλουςμου για να δω αν είχανσυνειδητοποιήσει ότι για κάποιουςανθρώπους ο άντρας αυτός ήταν απλώςο Μάικ Χοκ. O Γουίλ έκλεισε για μιαστιγμή τα μάτια του, ξεροκατάπιε μεδυσκολία και τα ξανάνοιξε,προσπαθώντας να δείξει αυτοκυριαρχία.Ο Μπένετ έγνεψε καταφατικά και μεμεγάλη μου έκπληξη τον είδα ναδαγκώνει το πάνω χείλι του για νακαταπνίξει την όποια άλλη αντίδρασήτου.

«Ήθελα να βεβαιωθώ ότι απολαμβάνετετη βραδιά σας», συνέχισε ο κύριος Χοκ

κοιτάζοντάς μας έναν έναν ξεχωριστά.

«Όλα είναι τέλεια», απάντησα εγώ, μηνμπορώντας να πάρω το βλέμμα μου απ'τον Μπένετ. Τα τελευταία

δέκα χρόνια τουλάχιστον δεν τον είχαξαναδεί έτσι: το χείλι του έτρεμε κιεκείνος το κάλυπτε με το δάχτυλό τουκαι τα μάτια του είχαν αρχίσει ναγεμίζουν δάκρυα. Κάποια στιγμή γύρισεκαι με κοίταξε... και τότε, που να μεπάρει ο διάολος, ξέσπασε.

Σκεπάζοντας το πρόσωπό του με τηνανοιχτή παλάμη του, ο Μπεν έγειρεπίσω στον καναπέ, λυμένος στα γέλια,αρκετά μεθυσμένος, αρκετάκουρασμένος, αρκετά ρε μαλάκες, τι

άλλο παλαβό θα μας συμβεί απόψε, γιανα χάσει κάθε έλεγχο μπροστά σ' έναντύπο που λεγόταν Μάικ Χοκ καιστεκόταν όρθιος μπροστά μας. Δίπλατου ο Γουίλ κατακοκκίνισε και κάλυψετο πρόσωπό του με τα χέρια του.

«Με συγχωρείτε, κύριε Χοκ», είπε μεκομμένη την ανάσα πίσω απ' ταδάχτυλά του. «Δεν θέλω ναφανώ αγενής. Απλώς οι καταστάσειςμάς έχουν ξεπεράσει.»

Εγώ στράφηκα προς τον άντρα πουστεκόταν δίπλα στο τραπέζι μας καιχαμογέλασα. «Ευχαριστούμε πολύ γιατο ενδιαφέρον σας. Αν θέλετε, πείτεστον Χένρι ότι είμαστε μια χαρά.»

Ο Μάικ Χοκ δεν ήταν ψηλός και δενέμοιαζε τόσο φοβερός και τρομερός όσοέδειχναν στις ταινίες οι διευθυντές τωνκαζίνο. Είχε ένα στρογγυλό, φιλικόπρόσωπο και μάτια πουακτινοβολούσαν κατανόηση. Γέλασελιγάκι, κούνησε το κεφάλι κιαπομακρύνθηκε λέγοντας: «Σαςεύχομαι καλή διασκέδαση, κύριοι.»

Όταν έφυγε, είπα: «Για την ιστορία, θαήθελα να δηλώσω ότι ήμουν ο μόνοςμαλάκας σ' αυτό το τραπέζι πουκατάφερε να μη γίνει ρεζίλι.»

«Ο Μάικ Χοκ!» φώναξε μπροστά σταμούτρα μου ο Μπένετ, κατεβάζοντας τοχέρι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα απ'

τα γέλια. «Πώς ήταν δυνατόν να δείξωαυτοσυγκράτηση; Διάολε, είναι σαν νασυνάντησα έναν μονόκερο...»

Ο Γουίλ έσκυψε και του είπε: «Κόλλατο, ρε φίλε». Ύστερα αναστέναξε κιάφησε το κεφάλι του ν' ακου-μπήσειστην πλάτη του καναπέ. «Διάολε, ίσωςαυτό να ήταν το αποκορύφωμα τηςβραδιάς.»

«Η βραδιά δεν τελείωσε ακόμα», είπε οΜπένετ, έχοντας σχεδόν συνέλθει.Τώρα πια μόνο τραύλιζε λιγάκι. Κοίταξετο άδειο ποτήρι του Γουίλ «Πάρε άλλο

ένα.»

«Όχι. Είναι πολύ αργά για να με

μεθύσεις και να με αποπλανήσεις.»

«Γκαρσόν!» φώναξα εγώ χαμογελώνταςπονηρά. «Ένα ουίσκι για το στραβόξυλοαπό εδώ. Ή μάλλον φέρτε μας καλύτεραολόκληρο το μπουκάλι.»

«Σου είπα, Μαξ, δεν πρόκειται να πιωάλλο.» Ο Γουίλ έστρεψε αλλού τοπρόσωπό του δήθεν θυμωμένος. «Είναιπολύ αργά για να υποκρίνεσαι πως μ'αγαπάς.»

Ο σερβιτόρος έβαλε το ποτήρι με τοουίσκι μπροστά στον Γουίλ και σχεδόναθόρυβα ακούμπησε δίπλα τουολόκληρο το μπουκάλι.

Ο Γουίλ κοίταξε πρώτα εμένα, έπειτα το

μπουκάλι και κούνησε το κεφάλι.«Όχι...»

###

«Το θέμα είναι», είπε τραυλίζοντας οΓουίλ και τυλίγοντας με το μπράτσοτου τους ώμους μου, «ότι οι γυναίκεςείναι δύσκολη περίπτωση.» Κούνησε τονδείκτη του ελεύθερου χεριού τουμπροστά στο πρόσωπό μου. «Πόσοσυχνά θα συναντήσεις μια γυναίκα μετην οποία να μπορείς να τη βρεις όπωςτη βρίσκουμε εμείς τώρα;» Τραβούσετα σ για πέντε δευτερόλεπτα περίπου.Ύστερα έσκυψε απότομα μπροστά γιανα πιάσει το ποτήρι του. Του γλίστρησεαπ' τα δάχτυλα, αλλά τελικά το έπιασε.

«Μόνο μία», παραδέχτηκα. «Κι ακόμακαι με τη Σάρα δεν είναι το ίδιο όπως μεεσάς. Κάνω μεγάλη προσπάθεια νακόψω τις βρισιές.» Έτριψα τοπιγούνι μου και το ξανασκέφτηκα.«Μάλλον.»

«Το να κόψεις εσύ τις βρισιές είναι σαννα κόψω εγώ...» ο Γουίλ σταμάτησε γιανα σκεφτεί. «Να κόψω ξέρεις τι...Πείνασα.» Έφερε το χέρι του μπροστάστο πρόσωπό του και κοίταξε το ρολόιτου. Εγώ κοίταξα το τηλέφωνό μου.Κόντευε πεντέμισι ταξημερώματα. «Κύριοι, είμαι πτώμα. Αςπάμε το μεσημέρι για φαγητό για νασυνεχίσουμε αυτό το γαμημένομπάτσελορ πάρτι.»

Σηκωθήκαμε και οι τρεις, πληρώσαμετον λογαριασμό και κατευθυνθήκαμεπρος τα ασανσέρ, ψαχου-λεύοντας όλοιστις τσέπες μας για να βρούμε το κλειδίτου δωματίου μας και να το δείξουμεστον άνθρωπο της ασφάλειας.

Στεκόμασταν σιωπηλοί μέχρι πουάνοιξαν οι πόρτες. Ήμουν υπέροχαζαλισμένος, έτοιμος για ένααπολαυστικό χαμούρεμα με την κυρίαμου, που με περίμε-νε επάνω.Ανυπομονούσα να δω τι θα σκαρώναμεαύριο.

ΕΠΤΆ

Μπένετ Ράιαν

Η φωνή του Γουίλ έσπασε τη σιωπήμέσα στο ασανσέρ. «Μήπως πρέπει ναανησυχούμε, έστω και λίγο, γιατον Χένρι, εκεί κάτω στην αίθουσα τωνμεγάλων πονταρισμάτων;»

Από την τσέπη του σακακιού μουέβγαλα την πιστωτική κάρτα τουαδερφού μου -τη μοναδική που τουεπέτρεψε να πάρει μαζί του η Μίνα.«Δεν ξέρω τι παίζει, αλλά ή θα κερδίζεισερί ή θα ξεμείνει από λεφτά και ημοναδική κάρτα που θα έχει στοπορτοφόλι του θα είναι αυτήπου ανοίγει την πόρτα του δωματίουτου.»

«Πολύ έξυπνο», μουρμούρισε ο Μαξκαι έγειρε νυσταγμένος στο τοίχωματου ασανσέρ. «Είμαι κομμάτια, ρεγαμώτο.»

Ο Γουίλ αναστέναξε, παρακολουθώνταςτην ψηφιακή οθόνη που έδειχνε τουςαριθμούς των ορόφων να ανεβαίνουν.«Τελικά, παρ’ όλο που είστε δυοξενέρωτοι μαλάκες, καταφέρατε νακάνετε αρκετά διασκεδαστική τηβραδιά μου.»

«Στριπτιζάδικο, ψεύτικες ξαφνικέςασθένειες, χλιδάτο δείπνο, κλοπήλιμουζίνας, ραντεβού με τραβεστί, ηΧλόη να κερδίζει μερικά χιλιάρικα καιδυο γομάρια που παραλίγο να μας

σακατέψουν», είπε ο Μαξ ορθώνονταςξανά το κορμί του. «Καθόλου άσχημα,έτσι;»

Ο Γουίλ στράφηκε και τον κοίταξε.«Κλοπή λιμουζίνας;»

Ο Μαξ έτριψε το πρόσωπό τουκουνώντας το κεφάλι. «Μεγάληιστορία...»

Ο Γουίλ σήκωσε το χέρι του, έχονταςγουρλώσει τα μάτια σαν να είχε ξεχάσεικιόλας την προηγούμενη ερώτησή του.«Καλά, πώς είναι δυνατόν να ξεχάσειςτον Μάικ Χοκ; Νομίζω ότι, ειδικά γιαεσάς τους δύο, ο Μάικ Χοκ βρίσκεταιστην κορυφή της λίστας των αποψινώνδραστηριοτήτων.» Τον έπιασε λόξιγκας

και παραπάτησε ελαφρά καθώς άνοιγανοι πόρτες του ασανσέρ. «Έλεγα πωςοι γκόμενές σας σας έχουν χωμένουςστο μουνί τους, αλλά νομίζω ότι ταπράγματα είναι ακόμα χειρότερα.»

Είδα το χαμόγελο του Μαξ να γίνεταιαπό αυτάρεσκο περιπαικτικό. «Γουίλ.Αγάπη μου.» Έφερε την παλάμη του στομάγουλο του Γουίλ και πλατάγισε τηγλώσσα του. «Δεν βλέπω την ώρα καιτη στιγμή που θα εμφανιστεί η γυναίκαπου θα σου πάρει τα μυαλά. Νομίζειςότι τα έχεις όλα τακτοποιημένα καιοργανωμένα. Νομίζεις ότι είσαιικανοποιημένος με τη μυστική εργένικηφωλίτσα σου, με το τρίαθλό σου, τηδουλειά και τις προγραμματισμένες

γκομενοδουλειές. Όταν όμωςεμφανιστεί εκείνη, θα σου πω είδες πουσου τα 'λεγα, και δεν θα δείξω τονπαραμικρό οίκτο όταν θαμεταμορφωθείς σε μελαγχολικόκαψούρη.» Δίνοντας ένα απαλόχαστούκι στο μάγουλο του Γουίλ, οΜαξ βγήκε απ’ το ασανσέρ καιπροχώρησε στον διάδρομο γελώντας.«Ζω για τη στιγμή αυτή, ρε φίλε.»

Ο Γουίλ έμεινε να κοιτάζει τον Μαξ πουέσερνε με δυσκολία τα πόδια του κιύστερα στράφηκε σ’ εμένα, σαν ναπερίμενε ότι εγώ θα συνέχιζα τηδιάλεξη. Σήκωσα τους ώμους. «Γενικάσυμφωνώ. Όταν βρεις αυτό το κορίτσι,θα χαρούμε για σένα, αλλά θα χαρούμε

πιο πολύ επειδή θα μπορούμε να σουκάνουμε πλάκα.»

«Γι’ αυτό είναι οι φίλοι», μουρμούρισεεκείνος, δίνοντας μου μια απαλή γροθιάστο στήθος πριν αρχίσει να προχωράειπρος την αντίθετη κατεύθυνση στονδιάδρομο.

Καληνύχτισα τον Γουίλ καικατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου.Μακάρι να ήξερα σε ποιο ξενοδοχείοέμενε η Χλόη. Όσο κι αν ήμουνεξαντλημένος και ζαλισμένος από τοποτό, είχα τη διάθεση να κατέβω ξανάκάτω, να μπω σ’ ένα ταξί και να πάωοπουδήποτε για να τη συναντήσω.

-----------Μπήκα στο δωμάτιό μου και

σταμάτησα μπροστά στην ντουλάπα γιανα κρεμάσω το σακάκι μου. Πάγωσα.Σε μια ξύλινη κρεμάστρα μπροστά σταμάτια μου ήταν κρεμασμένα ταεσώρουχα της Χλόης από το κλαμπ. Ταπράσινα και άσπρα πετράδια απ’ τολεπτεπίλεπτο σουτιέν και το κιλο-τάκιστραφτάλιζαν κάτω απ’ το αμυδρό φωςπου ερχόταν από το παράθυρο τηςκρεβατοκάμαράς μου.

Προχώρησα μέσα στο δωμάτιο,θέλοντας να επιβεβαιώσω αυτό που μουέλεγαν οι φρενιασμένοι χτύποι τηςκαρδιάς μου: βρισκόταν εδώ, στοκρεβάτι μου, με περίμενε... Πράγματι,στη μέση του τεράστιου κρεβατιού,ανάμεσα σ’ ένα βουνό από κουβέρτες

και μαξιλάρια, ένα ανθρώπινο σώμα πουείχε το σχήμα της Χλόης κοιμότανβαθιά.

Έβγαλα τα ρούχα μου και τα άφησα ναπέσουν στο πάτωμα. Πέρασα από πάνωτης. Στηριζόμουν στα χέρια και σταπόδια μου. Δεν την άγγιζα, όχι ακόμα,ήθελα να απολαύσω τη μορφή της: τιςανακατεμένες καστανές μπούκλες τηςπάνω στα κολλαριστά λευκά σεντόνια,τα κλειστά μάτια της, τα βλέφαρά τηςπου πετάριζαν μέσα στα όνειρά της, ταυγρά κόκκινα χείλη της πουλαχταρούσαν ένα φιλί. Από τον λαιμόκαι κάτω, το σώμα τηςήταν κουκουλωμένο με το πάπλωμα.Όταν το βλέμμα μου καρφώθηκε στον

σταθερό ρυθμό του σφυγμού της κάτωαπ’ το ντελικάτο δέρμα του λαιμού της,ένιωσα την άγρια χαρά του αρπακτικού.Η έξαψη που ένιωθα σ’ αυτήν τηνπροοπτική -να τη φιλήσω, να τηνξυπνήσω, να την πηδήξω-ήταν το ίδιοέντονη απόψε όπως και πριν από δύοχρόνια περίπου, όταν βρεθήκαμε γιαπρώτη φορά μόνοι σ’ ένα ξενοδοχείο.

Σήκωσα τα σκεπάσματα και τρύπωσααπό κάτω τους τότε μόνο εκείνη άρχισενα αντιλαμβάνεται ότι ήμουν μαζί τηςστο κρεβάτι. Είχε κάνει μπάνιο. Ημυρωδιά της δεν μου ήταν άγνωστη πια,ήταν η μυρωδιά του σαπουνιούτης, άνθη και κίτρο. Φίλησα τηνκαμπύλη του στήθους της πάνω απ’ το

βαμβακερό μπλουζάκι μου και τοσήκωσα για να γλείψω απαλά τοναφαλό της και να φτάσω μέχρι τηγλύκα των μηρών της.

Τα δάχτυλά της, τρέμοντας απόαμηχανία, μπλέχτηκαν στα μαλλιά μου.Κατέβηκαν στο πιγούνι μου και ψηλάφι-σαν τη γραμμή του στόματός μου.«Νόμισα ότι έβλεπα όνειρο...» ψιθύρισεκαθώς συνειδητοποιούσε τισυνέβαινε γύρω της.

«Δεν βλέπεις όνειρο.»

Με άρπαξε απ’ τα μαλλιά, ενώ τα πόδιατης άνοιξαν κάτω απ’ τα σκεπάσματαεπειδή τώρα πια ήξερε ότι ήμουν εκείγια να της χαρίσω αυτό που λαχταρούσε

περισσότερο από οτιδήποτε στονκόσμο. Όταν βρέθηκα ανάμεσαστα πόδια της, έσκυψα και φύσηξααπαλά πάνω στο μουνί της, παίζονταςμαζί της και απολαμβάνοντας το τόξοπου σχημάτισε το κορμί της, για να μεπλησιάσει κι άλλο, χαρί-ζοντάς μουτους μικρούς, κοφτούς αναστεναγμούςτης. Τον λάτρευα αυτόν τον χορό: ναφιλάω τα κωλομέρια, τα μπούτια της, ναανασαίνω τόσο κοντά στη γλυκιά,μικρο-σκοπική σχισμή της. Το δωμάτιοήταν κρύο, όμως το δέρμα της ήτανκιόλας ιδρωμένο. Έβαλα απαλά τοδάχτυλό μου στην κάψα του μουνιούτης. Η Χλόη άφησε να της ξεφύγει μιακραυγή, ένα μείγμα ανακούφισης καιπόθου.

Δεν μου ζήτησε να επιταχύνω τιςκινήσεις μου, αφού είχε μάθει μετά απότόσο καιρό ότι αυτό θα με έκανενα επιβραδύνω ακόμα περισσότερο. Τηνείχα στο κρεβάτι μου, στο δωμάτιό μου,ήταν ήδη η γυναίκα μου απόκάθε άποψη και δεν υπήρχε περίπτωσηνα φανώ βιαστικός, όταν μάλιστα τησκεφτόμουν όλη νύχτα και δεν είχακαμία υποχρέωση νωρίς το επόμενοπρωί -αυτό το πρωί- παρά μόνο ναμείνω στο κρεβάτι μαζί της.

Την άφησα να νιώσει την ανάσα και ταδάχτυλά μου, τη φίλησα στην κοιλιά,γεύτηκα το δέρμα της. Γαμώτο, πόσοόμορφη είναι, σκέφτηκα, έτσι όπως είχετεντωμένα τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι

της, καθώς έψαχνε να βρειένα στήριγμα, ενώ το υπόλοιπο σώματης ήταν εντελώς παρα-δομένο. Ταμπούτια της κινούνταν ρυθμικάμπροστά στο

πρόσωπό μου και ξαφνικά δεν άντεχαάλλο τη σαγήνη της, τη ζέστη και τηγλύκα της. Τη φίλησα απαλά μόνο μίαφορά, κλείνοντας τα μάτια,παραδομένος στην αίσθησητου κορμιού της.

Ήθελα ακόμα περισσότερα. Ήθελα,όπως πάντα, να βρω έναν τρόπο να τηγεύομαι και να την παίρνω ταυτόχρονα,κι όταν η γλώσσα μου γλίστρησε έξωγια να γευτεί το λοφάκι της κλειτορίδας

της, έχασα το μυαλό μου, άνοιξα τοστόμα μου και τη ρούφηξα, τηνκαταβρόχθισα. Εκείνη άφησε μιακραυγή κι έχωσε τα χέρια της πιο βαθιάστα μαλλιά μου, ενώ τέντωνε τακωλομέρια της προς το μέρος μου και οικινήσεις μας συντονίστηκαν χωρίςκαμιά προσπάθεια, χωρίς το παραμικρόκόμπιασμα. Ήταν ζεστή και μεταξένιακαι τα πόδια της βρέθηκαν πάνω στουςώμους μου, κατέβηκαν στην πλάτη μουκαι τυλίχτηκαν γύρω μου, ώσπου τομόνο πράγμα που άκουγα πια ήταν ταπνιχτά παρακάλια της και το θρόισματων σεντονιών κάτω απ’ το κορμί τηςκαθώς τεντωνόταν προς το στόμα μου.

Το σώμα της δεν μπορούσε ν’

αποφασίσει τι ήθελε -τη γλώσσα ή τηνπίεση των χειλιών μου- γι’ αυτό καιπήρα εγώ την απόφαση για κείνην, όπωςήμουν πεινασμένος μετά από μια βραδιάμυστικοπαθούς, βιαστικού σεξχωρίς πολλές τρυφερές στιγμές. Τηνέκλεισα στο στόμα μου, ρουφώντας τηνγια να της θυμίσω ότι έτσι σ’ αγαπώ,τρυφερά και άγρια μαζί.

Με κάνεις να χάνω το μυαλό μου,διάολε...

Το κορμί της μου ήταν τόσο οικείο, οικαμπύλες και τα λαγόνια της, η γεύσητου μουνιού της, καθώς περνούσε απ’τον ύπνο στην έξαψη. Και παρ’ όλο πουη αρχική μου

πρόθεση ήταν να παίξω μαζί της, δενμπορούσα πια. Η κορύφωσή της μεπαρέσυρε. Έχυσε στη στιγμή καιαμέσως μετά τα πόδια της έπεσαν στοπλάι, τεντώνοντας την πλάτη της μέχριπου οι κραυγές της έσβησαν και ταμπούτια της έπαψαν να τρέμουν.Στηρίχτηκε στους αγκώνες της καικάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου.

Τη φίλησα στον αφαλό και καθώςανέβαινα προς τα πάνω παρέσυρα τομπλουζάκι της, αποκαλύπτονταςτα μαλακά μεγάλα στήθη της.

«Γεια σας, αγαπημένα μου!»

«Πέρασες καλά απόψε;» με ρώτησε. Ηφωνή της ήταν ακόμα βραχνή από τον

ύπνο και την ηδονή.

«Ήταν μια ενδιαφέρουσα βραδιά.» Ταδόντια μου άγγιξαν την αποκάτωκαμπύλη του στήθους της κι ύστερα ηγλώσσα μου γλίστρησε πιο ψηλά καιβρήκε τη ρώγα της.

«Μπένετ...»

Σταμάτησα για λίγο την τρυφερήεπίθεση στο στήθος της για να τηνκοιτάξω και να προσπαθήσω νακαταλάβω την ανησυχία που είχεαποτυπωθεί στο πρόσωπό της. «Ναι;»

«Δεν σε πείραξε αυτό που κάναμε; Πουκατέστρεψα το πάρτι σου; Θέλω να πω,ήταν σαν να σε απήγαγα το πρώτο σας

βράδυ στο Λας Βέγκας.»

«Νομίζεις ότι ένιωσα έκπληξη όταν σεείδα να παίρνεις τον έλεγχο τουπαιχνιδιού στο κλαμπ;»

Εκείνη έκλεισε τα μάτια καιχαμογέλασε. Ένα αδιόρατο χαμόγελο.«Το ότι δεν ένιωσες έκπληξη δενσημαίνει και ότι χάρηκες που το έκανα.»

Της σήκωσα το μπλουζάκι μέχρι ψηλάστα χέρια της, ακινητοποιώντας τουςκαρπούς της πάνω απ’ το κεφάλι

της και χρησιμοποιώντας το για να τουςδέσω. «Έχουμε όλο το Σαββατοκύριακογια να γιορτάσουμε τοπάρτι. Πραγματικά δεν πείραξε κανέναν

αυτό που έκανες.» Έσκυψα και τηφίλησα στον λαιμό. «Η αλήθεια είναιότι, αν κάποτε σταματήσεις να κάνειςτέτοιες τρέλες, αν πάψειςνα παρασύρεσαι απ’ τον πόθο σου γιαμένα, αυτό θα με ξενερώσει λιγάκι.»

«Ναι, ε; Λιγάκι;» Από τη φωνή τηςκατάλαβα ότι χαμογελούσε.

Κοίταξα το πρόσωπό της, τα μαλλιά τηςπου απλώνονταν σαν βεντάλια πάνωστο μαξιλάρι, τα μάτια της που είχανβαρύνει από τον πόθο και τηνικανοποίηση ταυτόχρονα. Είχα τηναίσθηση ότι ταξίδευα προς τα πίσω στονχρόνο. Πώς διάολο είχαμε φτάσει έωςεδώ; Η γυναίκα που βρισκόταν

ξαπλωμένη μπροστά μου ήταν η ίδιαγυναίκα που απεχθανόμουν με τόσηένταση επί μήνες, η γυναίκα που κάποτεπηδούσα με αμφίθυμα συναισθήματαπόθου και μίσους. Και τώρα αυτή ηγυναίκα βρισκόταν στο δωμάτιό μου, τοΣαββατοκύριακο του μπάτσελορ πάρτιμου, φορώντας το δαχτυλίδι της γιαγιάςμου, με τα χέρια δεμένα πάνω απ’ τοκεφάλι της, φορώντας το αγαπημένομου μπλου-ζάκι, το οποίο είχειδιοποιηθεί πριν από μήνες.

Η Χλόη έγειρε στο πλάι το κεφάλι καιμε κοίταξε στα μάτια. «Πού ταξιδεύεις;»

Έκλεισα τα μάτια ξεροκαταπίνοντας.«Απλώς θυμόμουν...»

Περίμενε. Με περιεργαζόταν.

«Θυμόμουν διάφορα και...»

«Και;»

«Θυμόμουν πώς άρχισαν όλα... και πώςήταν τα πράγματα στην αρχή.Προσπαθούσα να θυμηθώ ποια ήταν ητελευταία γυναίκα πριν από σένα... Δεννομίζω να σου έχω μιλήσει ποτέ γιακείνη τη νύχτα.»

Την ένιωσα να γελάει κάτω απ’ το κορμίμου. «Αυτή η συζήτηση προμηνύεταιιδιαίτερα ρομαντική.»Κουνήθηκε ελαφρά, για να τρίψει τοαπαλό δέρμα της στην αποκάτω πλευράτου καυλιού μου.

«Άκουσέ με λίγο...» ψιθύρισα κιέσκυψα να τη φιλήσω. Τραβήχτηκα λίγοπρος τα πίσω και είπα: «Ήταν ησυνοδός μου στη φιλανθρωπικήεκδήλωση για τη Μιλένιουμ Ορ-γκάνικς. Ήσουν κι εσύ εκεί...»

«Το θυμάμαι», είπε εκείνη έχονταςεστιάσει τα μάτια της στα χείλη μου.

«Φορούσες εκείνο το φόρεμα...»Αναστέναξα. «Θεέ μου... Εκείνο τοφόρεμα. Ήταν...»

«Κόκκινο.»

«Ναι. Όμως δεν ήταν απλώς κόκκινο.Ήταν κόκκινο της φωτιάς. Κόκκινο τηςσειρήνας. Έμοιαζες με φάρο, με

δαίμονα... το οποίο δεν απέχει και πολύαπ’ την αλήθεια, αν το καλοσκεφτείς.Τέλος πάντων, η Άμπερ ήταν η συνοδόςμου και...»

«Ξανθιά. Ψηλή. Με πλαστικά βυζιά;»ρώτησε εκείνη. Ήταν φανερό ότιθυμόταν πολύ καλά. Ένιωσα μιαμικρή ευχαρίστηση με την ιδέα ότιακόμα και τότε η Χλόη με πα-ρατηρούσε αρκετά ώστε να θυμάται τησυνοδό μου σχεδόν δύο χρόνια μετά.

«Ναι, αυτή ήταν...» Αναστέναξα.Θυμήθηκα πόσο αδιάφορος ήμουν σεόλη τη διάρκεια εκείνης της βραδιάς.

«Ήταν όμορφη. Αλλά δεν ήταν εσύ.Είχα πάθει εμμονή μαζί σου, αλλά με

έναν πραγματικά διεστραμμένοτρόπο. Τρελαινόμουν να βρίσκωτρόπους να σε διαολίζω, απλώς για νασε δω να αντιδράς, έστω και για μιαστιγμή. Τρελαινόμουν να σε εξοργίζω,μάλλον επειδή πίστευα ότι αυτό σήμαινεπως βρισκόμουν για λίγο στο επίκεντροτων σκέ-ψεών σου, ακόμα κι αν αυτέςήταν γεμάτες θυμό.»

Εκείνη γέλασε ξανά και τεντώθηκε γιανα με φιλήσει στον λαιμό, να μερουφήξει. «Είσαι ψυχοπαθής.»

«Εκείνο το βράδυ», συνέχισα, χωρίς νατης δώσω σημασία, «ήσουν στο μπαργια να πάρεις ένα ποτό κι εγώ σεπλησίασα και σου είπα κάποια

εξυπνάδα, δεν θυμάμαι καν τι ακριβώςσου είπα. Είμαι σίγουρος όμως ότι ήτανένα εντελώς άσχετο και κακόγουστοσχόλιο.» Έκλεισα τα μάτια καιθυμήθηκα το πρόσωπό της, πώς με είχεκοιτάξει ανέκφραστη, χωρίς κανέναίχνος ενδιαφέροντος. «Με κοίταξες κιύστερα γέλασες, πήρες το ποτό σου καιαπλώς έφυγες. Αυτό με τσάκισε,νομίζω, αν και δεν το κατάλαβαπαρά μόνο αργότερα. Είχα συνηθίσει νασε βλέπω να αντιδράς στα καρφιά μου,με μια ελαφριά δόση πόνου, θυμού ήεκνευρισμού. Αλλά όταν το μόνο πουαντίκρισα ήταν η αδιαφορία... γάμησέτα. Αυτό με πέθανε.»

«Ούτε που θυμάμαι τι μου είπες»,

παραδέχτηκε εκείνη. «Είμαι σίγουρηόμως ότι έκανα μεγάλη προσπάθεια γιανα μη δείξω ότι με πείραξε.»

«Μετά από λίγο η Άμπέρ κι εγώφύγαμε.» Χάιδεψα με το ένα χέρι μουτο κορμί της Χλόης, πρώτα το στήθοςτης κι ύστερα το πρόσωπό της. Τηνκοίταξα στα μάτια και της

το ομολόγησα: «Την πήδηξα. Όμωςήταν απαίσιο. Εσένα είχα συνέχεια στομυαλό μου. Έκλεινα τα μάτια καιφαντα-σιωνόμουν πως σε άγγιζα.Προσπαθούσα να φανταστώ τους ήχουςπου θα έκανες όταν έχυνες, την αίσθησητου κορμιού σου. Τότε μόνο έχυσα εγώ.Δάγκωνα το μαξιλάρι για να μη φωνάξω

το όνομά σου.»

Η Χλόη αναστέναξε βαθιά και κατάλαβαότι μέχρι τότε κρατούσε την ανάσα της.«Πήγατε στο σπίτι της ή στο δικό σου;»

Πήρα το βλέμμα μου από το σημείοόπου τα δάχτυλά μου χάιδευαν τοπιγούνι της και την κοίταξα ξανά σταμάτια. Είχε σημασία; «Στο δικό της.Γιατί;»

Σήκωσε τους ώμους. «Απλώςαναρωτιόμουν.»

Συνέχισα να την περιεργάζομαι.Καταλάβαινα ότι τα γρανάζια τουμυαλού της δούλευαν, ότι κάποιαενδόμυχη περιέργεια κυριαρχούσε στη

σκέψη της.

Έσκυψα, τη φίλησα στο αυτί και τηρώτησα: «Τι σκέφτεσαι, μικρέ μουδαίμονα;»

Μου χαμογέλασε. Την είχα πιάσει επ’αυτοφώρω.

«Αναρωτιόμουν... σε ποια στάση τοκάνατε;»

Στις φλέβες μου άρχισαν να κυλάνεπαγάκια. «Σ’ αρέσει να τ’ ακούς αυτάεπειδή θέλεις να με φαντάζεσαι με μιαάλλη γυναίκα;»

Εκείνη κούνησε αμέσως το κεφάλι τηςαρνητικά. Τα μάτια της σκοτείνιασαν. Τα

χέρια της σφίχτηκαν σε γροθιές γύρωαπ’ τον κόμπο της μπλούζας πάνω απ’το κεφάλι της. «Μ’ αρέσει να σ’ ακούωνα λες ότι σκεφτόσουν εμένα. Απλώς...μ’ αρέσει να το ακούω.»

«Ήμουν από πάνω της, έτσι», ψιθύρισα,με κάποια επιφύλαξη. «Ήταν ημοναδική φορά που κάναμε σεξ.Σίγουρα δεν την εντυπωσίασα καθόλουως εραστής.»

Τα χέρια της σάλεψαν λίγο μέσα στονχαλαρό κόμπο. Με παρακολουθούσε.Σκεφτόταν, σκεφτόταν,σκεφτόταν. «Πριν κάνετε σεξ», είπε, μετα μάτια της καρφωμένα στο στόμαμου. «Όταν πήγατε στο σπίτι της. Σου

πήρε τσιμπούκι;»

Σήκωσα τους ώμους και τοπαραδέχτηκα: «Ναι. Για λίγο.»

«Εσύ;»

«Αν την έγλειψα; Όχι. Δεν το έκανα.»

«Φόρεσες προφυλακτικό;»

«Πάντα φορούσα προφυλακτικό», είπαγελώντας. «Δηλαδή... πριν από σένα.»

Εκείνη χαμογέλασε και σήκωσε ταμάτια ψηλά. «Μάλιστα.» Ύστερα όμωςτύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τη μέσημου. «Πριν από μένα.» Το μόνο πουχρειαζόταν να κάνω ήταν να μετακινήσω

ελαφρά τους γοφούς μου για ναμπω μέσα της. Κι όμως η αίσθηση νατης μιλάω γυμνός, από πάνω της, ήτανυπέροχη. Δεν είχαμε μυστικά. «Εκείνηέχυσε;» ρώτησε.

Αναστέναξα και ομολόγησα:«Προσποιήθηκε...»

Η Χλόη γέλασε και βούλιαξε το κεφάλιτης πίσω στο μαξιλάρι για να μπορεί ναμε βλέπει καλύτερα. «Είσαι σίγουρος;»

«Εντελώς. Ήταν εντυπωσιακήπροσπάθεια, αν και κάπως υπερβολική.»

«Το καημένο το κορίτσι... δεν ήξερε τιέχανε.»

«Ήταν λίγες μέρες πριν από το συμβάνμεταξύ μας, στην αίθουσα τωνσυνεδριάσεων», ψιθύρισα και τηφίλησα στη γωνία των χειλιών της.«Νομίζω ότι μάλλον ήμουνήδη ερωτευμένος μαζί σου. 'Οτανλοιπόν σκέφτομαι εκείνη τη νύχτα μετην Άμπερ, αισθάνομαι σαν να σε έχωαπατήσει. Έτσι που με είδες απόψε -μεδεμένα τα μάτια, να δέχομαι παθητικάέναν ερωτικό χορό- θέλω να αποτινάξωαπό μέσα μου όλες τις πιθανές αμαρτίεςμου. Υποθέτω ότι αυτός είναι ο λόγοςπου σου μιλάω για την Άμπερ τώρα.»

Το πρόσωπό της σοβάρεψε, τα μάτια τηςήταν ορθάνοιχτα και με ειλικρινήέκφραση. «Μωρό μου. Δεν με απά-

τησες. Ούτε με την Άμπερ ούτε κι ανσου είχε χορέψει σήμερα μια άλληγυναίκα.»

«Να ξέρεις ότι δεν θα το έκανα», είπαμε κοφτή φωνή. Άπλωσα το χέρι μουκαι την έλυσα, έτριψα με φροντίδα τουςκαρπούς της. «Ένιωσες ότι πρινκαταλάβω ότι ήσουν εσύ δεν είχαερεθιστεί. Δεν θα μπορούσα να σεαπατήσω.»

Εκείνη έγνεψε καταφατικά και τηφίλησα από τον λαιμό μέχρι ταφουσκωμένα χείλη της. Φουσκωμένααπό τη βίαιη ορμητικότητά μου πριν απόμερικές ώρες. Διάολε, θα πρέπει ναπονάει σε όλο της το σώμα. Κι όμως

εκείνη κατέβασε τα χέρια, τα έβαλεανάμεσά μας και μου τον έτριψε πάνωστα χείλη του μουνιού της.

'Οταν με φίλησε, άφησε ένα πνιχτόβογκητό πάνω στη γλώσσα μου. «Έχειςτη γεύση μου.»

«Πώς έγινε αυτό;» ρώτησαδαγκώνοντας το κάτω χείλι της.

Λύγισε τους μηρούς της και έφερε τοκορμί της προς το μέρος μου. Ξαφνικάείχε γίνει απαιτητική, γεμάτη έξαψη.

«Ήρεμα...» ψιθύρισα, τραβήχτηκα προςτα πίσω και βυθίστηκα μέσα της αργά,πνίγοντας τα βογκητά μου στον λαιμότης. «Μη βιάζεσαι.» Γαμώτο. Ήταν

γλυκιά και απαλή, σαν το μέλι. «Είναιτόσο ωραίο. Είναι πάντα τόσο μα τόσοωραίο, Χλόη.»

«Πώς το κατάλαβες;»

Σταμάτησα για μια στιγμή καιτραβήχτηκα λίγο προς τα έξω,προσπαθώντας να ερμηνεύσω τηνερώτησή της. «Πώς κατάλαβα ότιπονάει το κορμί σου;»

Έγνεψε καταφατικά.

Ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι, να τηςμιλάω για όλες τις λεπτομέρειες πουπαρατηρούσα. Το λάτρευε.

«Πριν από λίγο πήρες μέσα σου τα

δάχτυλά μου με μεγάλη ορμή.»

Έγνεψε καταφατικά. Είχε κλείσει ταμάτια, ενώ τα χέρια της χάιδευαν τηνπλάτη μου.

«Και δεν ήμουν ιδιαίτερα τρυφερός στιςτουαλέτες.»

«Πράγματι, δεν ήσουν», ψιθύρισεεκείνη και γύρισε το κεφάλι της για ναφιλήσει τον ώμο μου.

Άρχισα να μπαίνω μέσα της με ήρεμες,σταθερές κινήσεις. «Έτσι λοιπόν πριναπό λίγο που σε έγλειφα δενξαφνιάστηκα που σε ένιωσα λίγοπρησμένη.»

«Συνέχισε. Πιο γρήγορα, μωρό μου, σεπαρακαλώ!» είπε λαχανιασμένη, αλλάεγώ δεν επιτάχυνα τις κινήσεις μου.

«Δεν γίνεται πιο γρήγορα», τηςψιθύρισα δίπλα στο αυτί. «Το αργό σεξείναι αυτό που με τρελαίνειπερισσότερο. Έτσι σε νιώθω καλύτερα,μπορώ ν’ ακούσω και τον παραμικρόήχο σου. Φαντάζομαι πώς είναι τακορμιά μας

κάτω απ’ τα σκεπάσματα, έτσι όπωςμπαίνω μέσα σου. Σκέφτομαι πόσεςφορές θα σε κάνω να χύσεις. Δεν μπορώνα κάνω όλες αυτές τις σκέψεις όταν σεπηδάω άγρια σ’ ένα κρεβάτι ή στιςτουαλέτες ενός καζίνου.»

Άρχισε να λαχανιάζει. Κράτησε τηνανάσα της σαν να με παρακαλούσεβουβά να συνεχίσω. Ανέβασε ταχέρια της ψηλά στην πλάτη μου, γύρωαπ’ τον λαιμό μου, κι ύστερα στοπρόσωπό μου. Ένιωσα πάνω μου τοκρύο μέταλλο της βέρας της καισκέφτηκα Χριστέ μου, αυτή η γυναίκαθα γίνει γυναίκα μου, θα γίνει η μητέρατων παιδιών μου, θα μοιραστεί μαζί μουτο σπίτι και τη ζωή μου. Θα με δει ναγερνάω και, το πιθανότερο, νατρελαίνομαι. Θα ορκιστεί ότι θα μ’αγαπάει, ό, τι κι αν συμβεί.

Στηρίχτηκα στα χέρια μου για νασηκώσω το κορμί μου ώστε να μπορώνα παρατηρώ τι ένιωθα καθώς έμπαινα

μέσα της. Όμως αυτή τύλιξε τα χέριατης στο πρόσωπό μου και με ανάγκασενα την ξανακοιτάξω στα μάτια.

«Μπένετ...»

Η ανάσα μου έβγαινε κοφτή κι ένιωσατον ιδρώτα να στάζει απ’ το μέτωπό μουστο στήθος της.

«Ναι;»

Έγλειψε τα χείλη της και ξεροκατάπιε.«Είμαι πολύ ερωτευμένη μαζί σου.»Έβαλε τον αντίχειρά της μέσαστο στόμα μου κι εγώ τον δάγκωσαδυνατά, κάνοντάς την να βγάλει ένακοφτό βογκητό. «Κι ό, τι και να συμβείπέρα απ’ αυτό, πέρα από εμάς, έτσι

όπως είμαστε τώρα...»

«Ναι, ξέρω.»

Τα μάτια μας έκρυβαν απόγνωση, μιακοινή, σιωπηρή συμφωνία ότι ποτέ δενθα χορταίναμε ο ένας τον άλλον, ότι

ίσως η ιδανική ζωή για μας ήταν αυτόακριβώς που ζούσα-με αυτή τη στιγμή,μόνοι, με τα κορμιά μας ενωμένα, αλλάότι δεν μπορούσε να υπάρχει μιαπραγματικότητα που θα μας επέτρεπε ναζούμε αποκλειστικά εδώ. Γι' αυτό καιείχε καταστρέψει το μπάτσελορ πάρτιμου, αλλά θα έφευγε αύριο. Γι' αυτό κιεγώ δεν μπόρεσα να μείνω μακριά της,όταν ήξερα ότι βρισκόταν στην ίδιαπόλη με εμένα.

Και τώρα την είχα εδώ, από κάτω μου,με το κορμί της βαρύ καιεκστασιασμένο απ’ την ηδονή. Οι μηροίτης σηκώνονταν με ένταση για νασυντονιστούν με τους δικούς μου και ναπάρει αυτό που είχε τόσο πολλή ανάγκη.Αυτή η γυναίκα θα ήταν πάντα δική μου-στο σπίτι, στη δουλειά, στο κρεβάτι- κιαυτή η σκέψη με έκανε νακατρακυλήσω στον δρόμο της δικήςμου παράδοσης στην ηδονή.

Εκείνη πλησίαζε στην κορύφωση τηςηδονής, δυστυχώς όμως εγώ ένιωθα ναφτάνω πιο γρήγορα απ’ αυτήν. «Έλα,γλυκιά μου, χύσε! Δεν... δεν μπορώ.»

Με άρπαξε απ’ τους γοφούς. Βύθισε το

κεφάλι της προς τα πίσω στο μαξιλάρι.«Σε παρακαλώ.»

Το κορμί μου σφίχτηκε, οι κινήσεις μουέγιναν ορμητικές, ο οργασμός μουκρεμόταν από μια κλωστή. «Χύσε, ρεΜιλς!»

Ήταν ο τόνος της φωνής πουχρησιμοποιούσα σπάνια πια, για να μηνξεθυμάνει η επίδραση που είχε πάνωτης. Το δέρμα της μέχρι χαμηλά στοστήθος της κοκκίνισε. Τέντωσε τηνπλάτη της σαν τόξο και σήκωσε τακωλομέρια της ψηλά για να με ρουφήξειπιο βαθιά μέσα της. Μισάνοι-ξε τα χείλητης για να αφήσει μια δυνατή κραυγήκαι παραδόθηκε στον οργασμό της

κάτω απ’ το σώμα μου.

Ποτέ δεν θα χόρταινα την εικόνα τηςΧλόης όταν έχυνε. Το κοκκίνισμα στοδέρμα της, το σχεδόν μεθυσμένο,σβησμένο βλέμμα της, τα χείλη της πουπρόφεραν το όνομά μου... Κάθε φοράμου υπενθύμιζε ότι ήμουν ομόνος άντρας που της είχε προσφέρειτόση ηδονή. Τα χέρια της έπεσαν στοπλάι, βαριά από την εξάντληση, και ηγλώσσα της ξεπρόβαλε για να υγράνειτα χείλη της.

«Διάολε...» ψιθύρισε τρέμοντας.

Με πλημμύρισε μια ανακούφιση πουάνοιξε τις πύλες της δικής μου ηδονήςκαι επέτρεψε στο σώμα μου να αφε-θεί,

να μην αντιλαμβάνεται τίποτε άλλο απότην αίσθηση του κορμιού της γύρω μου.Τη γλύκα της, την υγρότητά της... Ηπλάτη μου τινάχτηκε προς τα πίσωκαθώς έχυνα φωνάζοντας μέσα στοήσυχο, απρόσωπο δωμάτιο.

Όταν έπεσα πάνω της, ιδρωμένος καιεξουθενωμένος, ο ήχος της κραυγής μουαντήχησε στο ταβάνι. Ήθελανα φωλιάσω το πρόσωπό μου στηναπαλή καμπύλη του λαιμού της και νακοιμηθώ για τρεις μέρες τουλάχιστον.

Εκείνη γέλασε βογκώντας κάτω απ’ τοβάρος μου. «Φύγε από πάνω μου,Κτήνος!...»

Κύλησα στο πλάι και κυριολεκτικά

σωριάστηκα στο στρώμα δίπλα της.«Γαμώτο, Χλο. Ήταν...»

Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά μου καιγουργούρισε: «Πολύ, πολύ καλό.»Τεντώθηκε, με δάγκωσε στο πιγούνι καιψιθύρισε: «Θα χρειαστώ τουλάχιστονδέκα λεπτά μέχρι να το επαναλάβουμε.»

Γέλασα και το γέλιο μου μετατράπηκεσ’ έναν βραχνό βήχα καθώςσυνειδητοποιούσα τι μου είχε πει. «Γιαόνομα του Θεού, κορίτσι μου. Εγώμάλλον θα χρειαστώ λίγο περισσότερο.Δεν μπορείς απλώς να μ’ αγκαλιάσειςγια λίγο;»

Μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στον λαιμόκαι ψιθύρισε: «Ανυπομονώ πότε θα

γίνεις ο κύριος Μπένετ Μιλς.»

Την κοίταξα με μάτια διάπλατα.«Ορίστε;...»

Το γέλιο της ήταν σιγανό και βραχνόπάνω στο δέρμα μου. «Ακόυσες τιείπα.»

ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΕΣ

Ευχαριστούμε την ατζέντισσά μας, ΧόλιΡουτ, τους συ-νεργούς μας στο έγκλημα(συζύγους και παιδιά), τουςκαταπληκτικούς αναγνώστες μας καιτους συγγενείς και φίλους πουανέχτηκαν το απλανές βλέμμα μας όταν

σχεδιάζαμε στο μυαλό μας την πλοκήενός ακόμα κεφαλαίου στη διάρκειαενός ραντεβού για φαγητό.

Ευχαριστούμε όλους τους υπέροχουςανθρώπους του εκδοτικού οίκουΓκάλερι.

Τζεν και Λόρεν, σας ευχαριστούμε.

Περισσότερο απ' όλους ευχαριστούμετον εκδότη μας, Άνταμ Γουίλσον, οοποίος θεωρεί ότι ταμεταξωτά εσώρουχα θέλουν καιμεταξωτούς κώλους.

Όμορφος ΠαίκτηςΗ ιστορία του Γουίλ ακολουθεί τακαυτά βήματα της Όμορφης Αμαρτίας.

Άραγε, θα βρει επιτέλους αυτός οορκισμένος Καζανόβας το ταίρι του;

Γυρίστε σελίδα για να ρίξετε μιακρυφή ματιά στο επόμενο βιβλίο τηςσειράς...

ΠΡΟΛΟΓΟΣΧάνα

Βρισκόμασταν στο πιο άσχημοδιαμέρισμα όλου του Μανχάταν καισίγουρα δεν έφταιγε μόνο τογεγονός ότι ο εγκέφαλός μου έμοιαζεπρογραμματισμένος να μην εκτιμάεικαθόλου την τέχνη: αντικειμενικά, όλοιοι πίνακες ήταν φρικτοί. Ένα τριχωτόπόδι που ξεπηδού-σε απ' τον μίσχο ενόςλουλουδιού. Ένα στόμα που έφτυνεμακαρόνια. Δίπλα μου, ο μεγάλος μουαδερφός και ο πατέρας μουμουρμούριζαν σκεφτικοί, κουνώντας τοκεφάλι σαν να καταλάβαιναν τι έβλεπαν.Όσο για μένα, το μόνο που σκεφτόμουνήταν να προχωρήσουμε όσο το δυνατόνπιο γρήγορα. Κατά τα φαινόμενα,υπήρχε κάποιος άγραφος νόμος πουυπαγόρευε ότι οι καλεσμένοι της

δεξίωσης έπρεπε πρώτα ναακολουθήσουν ολόκληρη τη διαδρομήκαι να θαυμάσουν τα έργα τέχνης τότεκαι μόνο θα μπορούσαν να δοκιμάσουντα ορεκτικά που περιφέρονταν στηναίθουσα πάνω στους δίσκους.

Στο τέλος της διαδρομής όμως, πάνωαπ' το ογκώδες τζάκι και ανάμεσα σεδύο κακόγουστα κηροπήγια υπήρχεένας πίνακας με μια διπλή έλικα -τηδομή του μορίου του DNA- και κατάμήκος του καμβά ήταν τυπωμένη ηγνωστή ρήση του Τιμ Μπάρτον: Όλοιγνωρίζουμε ότι τα ειδύλλια μεταξύδιαφορετικών ειδών είναι αλλόκοτα.

Ενθουσιασμένη, γέλασα και στράφηκα

προς τον Τζένσεν καί τον μπαμπά.«Εντάξει. Αυτό είναι ωραίο.»

Ο Τζένσεν αναστέναξε. «Έτσινομίζεις.»

Κοίταξα τον πίνακα και μετά ξανά τοναδερφό μου. «Γιατί; Επειδή είναι τομοναδικό πράγμα εδώ μέσα που έχεικάποιο νόημα;»

Εκείνος γύρισε προς τον μπαμπά καιπρος στιγμήν φάνηκε σαν να παίζεταικάτι μεταξύ τους, λες και έδινε οπατέρας την άδεια στον γιο να ξεκινήσειτην κουβέντα. «Πρέπει να σουμιλήσουμε για τη σχέση σου μετη δουλειά σου.»

Πέρασε ένα λεπτό μέχρι ν' αρχίσει οεγκέφαλός μου να επεξεργάζεται ταλόγια του, τον τόνο του και τηναποφασιστική έκφρασή του. «Τζένσεν»,είπα. «Σοβαρά τώρα, θέλεις να κάνουμεαυτή τη συζήτηση εδώ;»

«Ναι, εδώ.» Μισόκλεισε τα πράσιναμάτια του. «Είναι η πρώτη φορά τις δύοτελευταίες μέρες που σε βλέπω έξω απ'το εργαστήριο εξαιρούνται οι φορές πουσε έχω δει να κοιμάσαι ή ναχλαπακιάζεις κάτι.»

Για μένα, σίγουρα αυτή δεν ήταν ηπρώτη φορά που παρατηρούσα το πώςτα σημαντικότερα χαρακτηριστικά τηςπροσωπικότητας των γονιών μου -

η εγρήγορση, ο δυναμισμός, ηπαρορμητικότητα, η γοητεία και ησύνεση- φαίνονταν να έχουν περάσειαυτούσια και χωρίς καμία μετάλλαξηστους πέντε απογόνους τους.

Η εγρήγορση και ο δυναμισμόςετοιμάζονταν να κονταροχτυπηθούν ενμέσω μιας δεξίωσης στο Μαν-χάταν.

«Σε πάρτι έχουμε έρθει, ρε συ Τζενς.Υποτίθεται ότι πρέπει να συζητάμε γιατο πόσο όμορφα είναι τα έργα τέχνης»,απάντησα δείχνοντας κάπως αόρισταπρος τους τοίχους της αίθουσας με ταπολυτελή έπιπλα. «Και για το σκάνδαλοπου αποκαλύφθηκε... για τον...» Δενείχα ιδέα ποια ήταν τα τελευταία

κουτσομπολιά, καί το μόνο πουκατάφερα με την άγνοιά μου ήταννα ενισχύσω την άποψη του αδερφούμου.

Παρακολούθησα τον Τζένσεν ναπασχίζει να κρύψει την αγανάκτησή του.

Ο μπαμπάς μού έδωσε ένα ορεκτικό πουέμοιαζε με σαλιγκάρι ξαπλωμένο πάνωσε κράκερ. Το έχωσα διακριτικά σε μιαχαρτοπετσέτα τη στιγμή πουπερνούσε από δίπλα μου ο σερβιτόρος.Το καινούριο μου φόρεμα μουπροκαλούσε μια μικρή φαγούρα καιαναρωτήθηκα γιατί δεν είχα βρει τονχρόνο να ρωτήσω τους άλλους στοεργαστήριο για το καινούριο λαστέξ που

είχα τη φαεινή ιδέα να φορέσω. Καιμόνο αυτή η εμπειρία μού ήταν αρκετήγια να με πείσει ότι ήτανδημιούργημα είτε του Σατανά είτεκάποιου άντρα που ήταν υπερβολικάλεπτός ακόμα και για τα εφαρμοστάτζιν.

«Δεν είσαι μόνο έξυπνη», συνέχισε οΤζένσεν. «Έχεις και χιούμορ. Είσαικοινωνική. Είσαι ένα όμορφο κορίτσι.»

«Γυναίκα...» τον διόρθωσα μιλώνταςμέσα απ' τα δόντια μου.

Εκείνος έσκυψε προς το μέρος μου, σεμια προσπάθεια να μη φτάσει ηκουβέντα μας στα αυτιά τωνφιλότεχνων που περνούσαν από δίπλα

μας. Ο Θεός να μας φυλάξει αν κάποιομέλος της υψηλής κοινωνίας της ΝέαςΥόρκης τον άκουγε να μου κάνειδιάλεξη για το πώς να φέρομαι πιοερωτικά στις κοινωνικέςσυναναστροφές μου. «Εξακολουθώλοιπόν να μην καταλαβαίνω πώς είναιδυνατόν να έχουμε έρθει να σεδούμε για ένα τριήμερο και οι μόνοιάνθρωποι με τους οποίους έχουμε βγειέξω να είναι οι δικοί μου φίλοι.»

Χαμογέλασα στον μεγάλο μου αδερφόκαι, αφού άφησα να με κατακλύσει τοπρώτο κύμα της ευγνωμοσύνης για τουπερπροστατευτικό ενδιαφέροντου, ένιωσα να αναψοκοκκινίζω από τονεκνευρισμό που είχε αρχίσει να

απλώνεται αργά και βασανιστικάστο δέρμα μου. Ήταν σαν να άγγιζα ένακαυτό σίδερο, μια οξείααντανακλαστική αντίδραση που τηνακολουθούσε ένα παρατεταμένο,δυνατό κάψιμο. «Κοντεύω να τελειώσωτη σχολή, Τζενς. Μετά θα έχω όλο τονκαιρό μπροστά μου για να ζήσω τη ζωήμου.»

«Μα αυτή είναι η ζωή σου», είπε εκείνοςκοιτάζο-ντάς με επιτακτικά με τα μάτιατου ορθάνοιχτα. «Εδώ και τώρα. Ότανήμουν στην ηλικία σου, μεδυσκολία κατάφερνα να κρατήσω τονμέσο όρο της βαθμολογίας μου σεαξιοπρεπή επίπεδα. Το μόνο που μεενδιέφε-ρε ήταν να ξυπνήσω τη Δευτέρα

και να μην είμαι τύφλα.»

Ο μπαμπάς στεκόταν σιωπηλός δίπλατου. Έκανε πως δεν άκουσε τοτελευταίο σχόλιο του αδερφούμου, αλλά κουνούσε το κεφάλιδείχνοντας να συμφωνεί με το ρεζουμέτης ιστορίας, δηλαδή ότι ήμουνακοινώνητη, χωρίς καθόλου φίλους. Τονκάρφωσα με το βλέμμα μου σαν να τουέλεγα, Εσύ τα λες αυτά, οεργασιομανής επιστήμονας πουπερνούσε περισσότερη ώρα στοεργαστήριό του παρά στο ίδιο του τοσπίτι; Εκείνος όμως έμεινε απαθής,έχοντας την ίδια έκφραση που θαείχε αν μια χημική ένωση, που κανονικάθα έπρεπε να είναι διαλυτή,

μετατρεπόταν τελικά σ' ένα γλοιώδεςίζημα μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα:μια έκφραση σύγχυσης, ίσως καιπροσωπικής προσβολής.

Απ' τον μπαμπά μου είχα κληρονομήσειτον δυναμισμό, εκείνος όμως θεωρούσεανέκαθεν ότι ήταν λογικό να έχωκληρονομήσει απ' τη μαμά μου καικάποια γοητεία, έστω και ελάχιστη.Ίσως επειδή ήμουν κορίτσι ή ίσωςεπειδή πίστευε ότι κάθε γενιά πρέπει ναείναι η βελτιωμένη έκδοση τηςπροηγούμενης, περίμενε από μένα ναισορροπήσω την καριέρα μου με τηνπροσωπική μου ζωή καλύτερα απ' ό, τιείχε καταφέρει ο ίδιος. Την ημέρα τωνπεντηκοστών γενεθλίων του με

είχε φωνάξει στο γραφείο του για ναμου πει, έτσι απλά: «Οι άνθρωποι είναιεξίσου σημαντικοί με την επιστήμη.Πρέπει να μάθεις απ' τα δικά μουλάθη.» Και μετά άρχισε να τακτοποιείκάτι χαρτιά πάνω στο γραφείο του καινα κοιτάζει επίμονα τα χέρια του ώσπουεγώ βαρέθηκα, σηκώθηκα καιεπέστρεψα στο εργαστήριο.

Ήταν φανερό ότι είχα αποτύχει.

«Το ξέρω ότι γίνομαι φορτικός»,ψιθύρισε ο Τζένσεν.

«Λιγάκι...» συμφώνησα.

«Ξέρω επίσης ότι χώνω τη μύτη μουεκεί που δεν πρέπει.»

Τον κοίταξα με κατανόηση καιψιθύρισα: «Είσαι η προσωπική μουΠαλλάδα Αθηνά.»

«Με τη διαφορά ότι δεν είμαι απ' τηνΕλλάδα κι ότι έχω πουλί.»

«Ναι, αυτό προσπαθώ να μην τοθυμάμαι.»

Ο Τζένσεν αναστέναξε και, επιτέλους, ομπαμπάς φάνηκε να συνειδητοποιεί ότιμπορούσε κι αυτός να παίξει έναν ρόλο.Είχαν έρθει και οι δύο μαζί να με δουνκαι, παρ' όλο που μου είχε φανείπαράξενη αυτή η από κοινού τυχαίαεπίσκεψη στα μέσα Φεβρουάριου, δεντο είχα πολυσκεφτεί μέχρι τώρα. Ομπαμπάς με αγκάλιασε με το ένα του

χέρι από τον ώμο και με έσφιξε. Αν καιτα μπράτσα του ήταν μακριά και λεπτά,ανέκαθεν μπορούσε να σε σφίξει σανμέγκενη ήταν ένας άντρας πολύ πιοδυνατός απ' ό, τι έδειχνε. «Είσαικαλό παιδί, Ζιγκς.»

Χαμογέλασα. Έτσι αντιλαμβανόταν οπατέρας μου ότι έπρεπε να είναι μιαθερμή και εποικοδομητική συζήτησημεταξύ πατέρα και κόρης. «Ευχαριστώ.»

Ο Τζένσεν πρόσθεσε: «Ξέρεις ότι σ'αγαπάμε.»

«Κι εγώ σας αγαπώ. Τον περισσότεροκαιρό.»

«Ας πούμε όμως ότι... θεωρήσαμε

υποχρέωσή μας να παρέμβουμε. Είσαιεθισμένη με τη δουλειά σου. Είσαιεθισμένη με τη γρήγορη καιεπιτυχημένη εξέλιξη που θεωρείς ότιπρέπει να έχει η καριέρα σου.Εντάξει, ίσως κι εγώ να επεμβαίνωυπερβολικά προσπαθώντας ναδιαχειριστώ ακόμα και την τελευταίαλεπτομέρεια στη ζωή σου...»

«Ίσως;» τον διέκοψα. «Εσύ ήθελες νακανονίζεις τα πάντα, από το πότε θα μουβγάλουν η μαμά και ο μπαμπάς τιςβοηθητικές ρόδες απ' το ποδήλατό μουμέχρι το πόσο αργά θα μπορούσα ναμείνω έξω μετά τη δύση του ήλιου, λεςκαι ίσχυε για μένα κάποια ειδικήαπαγόρευση κυκλοφορίας. Και ούτε καν

ζούσες πια μαζί μας, Τζενς. Καιφαντάσου ότι ήμουν δεκάξί χρονών.»

Προσπάθησε να με καθησυχάσει με τοβλέμμα του. «Ορκίζομαι ότι δενπρόκειται να σου πω τι νακάνεις, απλώς...» Σταμάτησε καικοίταξε τριγύρω του σαν να περίμενε ναπεράσει κάποιος με μια πινακίδα πουθα έγραφε το υπόλοιπο της φράσης του.Το να ζητάει κανείς απ' τον Τζένσεν ναμην μπλέκεται με τα πάντα ήταν σαν ναζητάει από οποιονδήποτε άλλοάνθρωπο να πάψει να αναπνέει για δέκαολόκληρα λεπτά. «Απλώς πάρε καικανένα τηλέφωνο σε κάποιον.»

«Σε κάποιον; Τζένσεν, εδώ και ώρα

προσπαθείς ουσιαστικά να μου πεις ότιδεν έχω φίλους. Αυτό μπορεί να είναι ενμέρει αλήθεια, όμως σε ποιονφαντάζεσαι ότι θα 'πρεπε νατηλεφωνήσω για να ξεκινήσω αυτή τηνιστορία του βγες-έξω-και-ζήσε-τη-ζωή-σου; Σε κάποιον άλλο μεταπτυχιακόφοιτητή που είναι εξίσου χωμένος μέσαστην έρευνά του όσο εγώ; Είμαστεμεταπτυχιακοί φοιτητές στη ΒιοϊατρικήΜηχανική, όχι ανερχόμενοι αστέρες τηςκοσμικής κοινωνίας.»

Έκλεισε τα μάτια του κοιτώντας τοταβάνι. Εκείνη τη στιγμή κάτι φάνηκενα του περνάει απ' το μυαλό. 'Οταν μεκοίταξε ξανά, είχε σηκώσει τα φρύδιακαι το βλέμμα του ήταν γεμάτο ελπίδα

και μια ακαταμάχητη αδερφικήτρυφερότητα. «Τι θα 'λεγες για τονΓουίλ;»

Άρπαξα το ποτήρι της σαμπάνιας από τοχέρι του μπαμπά -δεν είχε προλάβει ναπιει ούτε μια γουλιά-και το κατέβασαμονορούφι.

###

Δεν χρειάστηκε να μου το πει δεύτερηφορά. Ο Γουίλ Σάμερ ήταν ο κολλητόςτου Τζένσεν στο πανεπιστήμιο και είχεδουλέψει ως ασκούμενος στο γραφείοτου πατέρα μας. Σε αυτό το σημείο ίσωςθα έπρεπε να αναφέρω και μιαασήμαντη λεπτομέρεια: ήταν επίσης

το αντικείμενο όλων ανεξαιρέτως τωνεφηβικών μου φαντασιώσεων. Μπορείεγώ να ήμουν το φιλικό σπασι-κλάκι, ημικρή αδερφή του Τζένσεν, αλλά οΓουίλ ήταν το κακό παιδί-ιδιοφυΐα με τοστραβό χαμόγελο, τα τρυπημένα αυτιάκαι τα γαλανά μάτια πουυπνώτιζαν όποιο κορίτσι τονσυναντούσε.

Όταν εγώ ήμουν δώδεκα χρονών, οΓουίλ ήταν δεκαεννιά και είχε έρθει ναμας επισκεφθεί με τον Τζένσεν για λίγεςμέρες τα Χριστούγεννα. Ήταν έναςβρόμικος και υπέροχος τύπος -ήδη απότότε- έτσι όπως έπαιζε το μπάσο τουστο γκαράζ με τον Τζένσενκαι φλέρταρε με παιχνιδιάρικο τρόπο τη

μεγαλύτερη αδερφή μου, τη Λιβ. 'Οτανεγώ ήμουν δεκάξι, εκείνος μόλις είχεπάρει το πτυχίο του και είχε έρθει ναμείνει μαζί μας ένα ολόκληροκαλοκαίρι, δουλεύοντας για τον πατέραμου. Απέπνεε μια έντονη σεξουαλικήαύρα, οπότε κι εγώ αποφάσισα ναχαρίσω την παρθενιά μου σ' ένανπρωτάρη και άσχετο από την τάξη μου,απλώς για να ανακουφιστώ από τονοδυνηρό πόθο που μου προκαλούσε οΓουίλ ως αρσενικό.

Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι η αδερφήμου τον είχε τουλάχιστον φιλήσει -εξάλλου ο Γουίλ ήταν πολύ μεγάλος γιαμένα. Στη μοναξιά του δωματίου μουόμως, μέσα στον μυστικό χώρο της

καρδιάς μου, δεν φοβόμουν ναπαραδεχτώ ότι ο Γουίλ Σάμερ ήταν τοπρώτο αγόρι που θέλησα να φιλήσωποτέ, το πρώτο αγόρι που με έκανε,ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, ναγλιστρήσω το χέρι μου στο εσώρουχόμου και να τον φανταστώ μέσα στοσκοτάδι του δωματίου μου.

Να φανταστώ το διαβολικό,σκανταλιάρικο χαμόγελό του και ταμαλλιά του που, ως συνήθως, έπεφτανπάνω απ' το δεξί του μάτι.

Τα πανέμορφα μυώδη μπράτσα του καιτην ηλιοκαμένη επιδερμίδα του.

Τα μακριά του δάχτυλα. Ακόμα και τημικρή ουλή στο πιγούνι του.

Τα αγόρια της ηλικίας μου ακούγοντανεντελώς βαρετά και αδιάφορα στα αυτιάμου, ενώ η φωνή του Γουίλ ήταν βαθιάκαι ήρεμη. Το βλέμμα του ήτανυπομονετικό, γεμάτο κατανόηση. Ταχέρια του δεν ήταν ποτέ νευρικά ήαμήχανα συνήθως τα είχε χωμένα βαθιάστις τσέπες του. Όταν κοίταζε τακορίτσια, έγλειφε

τα χείλη του και ψιθύριζε διάφορασχόλια με προκλητική αυτοπεποίθησηγια το στήθος, τα πόδια και το στόματους.

Ανοιγόκλεισα τα μάτια και κοίταξα τονΤζένσεν. Δεν ήμουν πια δεκάξι. Ήμουνείκοσι τεσσάρων και ο Γουίλ τριάντα

ενός. Τον είχα δει πριν απότέσσερα χρόνια στον -καταδικασμένονα αποτύχει- γάμο του Τζένσεν, και τοήρεμο, υπέροχο χαμόγελό του μουείχε φανεί ακόμα πιο έντονο, ακόμα πιοσαγηνευτικό. Τον είχα παρακολουθήσειμαγεμένη να τρυπώνει αθόρυβα σε μιαγκαρνταρόμπα μαζί με δύο από τιςπαρανύφους της συζύγου του αδερφούμου.

«Πάρ' τον τηλέφωνο», με παρότρυνε οΤζένσεν, βγάζοντάς με από τιςονειροπολήσεις μου. «Έχει καταφέρεινα δημιουργήσει μια ισορροπίαανάμεσα στη δουλειά και σταπροσωπικά του. ΠαρότιΝεοϋορκέζος, είναι καλό παιδί. Θέλω ν'

αρχίσεις απλώς... να βγαίνεις λίγο έξω,εντάξει; Ο Γουίλ θα σε φροντίσει.»

Με το που άκουσα την τελευταία τουφράση, προσπάθησα να καταπνίξω τορίγος που ένιωσα ν' απλώνεται μεμιάςστο κορμί μου. Δεν ήμουν σίγουρημέσα μου με ποιον τρόπο θαπροτιμούσα να με φροντίσει ο Γουίλ:ήθελα να είναι απλώς ο φίλος τουαδερφού μου που θα με βοηθούσε ναμάθω να ζω τη ζωή μου πιο αρμονικά; Ήμήπως ήθελα να δω με τα μάτια μιαςενήλικης γυναίκας το αντικείμενο τωνπιο βρόμικων φα-ντασιώσεών μου;

«Χάνα», επέμεινε ο μπαμπάς. «Ακόυσεςτι σου είπε ο αδερφός σου;»

Ένας σερβιτόρος πέρασε από δίπλα μαςμε έναν δίσκο γεμάτο ποτήριασαμπάνιας. Άφησα το άδειο ποτήρι μουκαι πήρα ένα καινούριο, γεμάτο. «Τονάκου-σα. Ναι, εντάξει... Θατηλεφωνήσω στον Γουίλ.»