Το όνειρο του κύκλου Χορταρένιου

Post on 21-Jul-2016

229 views 3 download

description

Το παραμύθι αυτό δημιουργήθηκε συνεργατικά από τα νήπια των τριών τμηνάτων του 2ου Νηπιαγωγείου Κομοτηνής

Transcript of Το όνειρο του κύκλου Χορταρένιου

Μια φορά κι έναν καιρό στην άκρη ενός μεγάλου δάσους υπήρχε μια περίεργη χώρα, η Σχηματοχώρα.

Όλα τα σχήματα, κύκλοι, τετράγωνα, ορθογώνια, τραπέζια, άλλα μικρά , άλλα μεγάλα, άλλα χρωματιστά, άλλα απρόμαυρα σαν σκάκι ζούσαν ήρεμα και ευτυχισμένα.

Μόνο ένας μικρός πράσινος κύκλος καθόταν σε μια καρέκλα δυστυχισμένος.

Οι γονείς του ο κύριος Μπλε-Κύκλος και η κυρία Κίτρινη –Κύκλου ανησυχούσαν. Μια μέρα τον ρώτησαν τι έχει κι εκείνος τους απάντησε : -Θέλω να γνωρίσω τον κόσμο, θέλω να φύγω και να δω τη χώρα των ανθρώπων. Οι γονείς του είπαν πως αυτό αποκλείεται και να πάψει να το σκέφτεται.

Εκείνος όμως δεν τους άκουσε κι ένα πρωί το έσκασε από τη Σχηματοχώρα. Περπάτησε και βρήκε ένα γκρι μακρύ ορογώνιο σχήμα με άσπρες λωρίδες, που έμοιαζε πολύ με τον φίλο του το ορθογώνιο.

Το προσπέρασε και ανέβηκε και κατέβηκε κάτι μικρά και μεγάλα τρίγωνα που αργότερα έμαθε πως οι άνθρωποι τα λένε «βουνά».

Όταν βράδιασε εμφανίστηκε από πάνω του ο φιλος του ο ημικύκλιος, πολύ λαμπερός αλλά δεν του μίλησε καθόλου.

Το άλλο πρωί βρέθηκε σε ένα μέρος με πανύψηλα ορθογώνια αλλά και επιτέλους κάτι ευχάριστο : πολύ μαύροι κύκλοι, κύκλοι σαν κι αυτόν. Αυτοί όμως αντί να χαρούν κόντεψαν να τον πατήσουν και του φώναζαν κιόλας

μπιιιπ μπιιιπ !!!

Για να μην τον πατήσουν ανέβηκε στο πεζοδρόμιο.

Κοίταξε γύρω του και είδε τρεις κύκλους, έναν κόκκινο, έναν πράσινο και έναν πορτοκαλί. Δεν ήξερε τι ήταν.

Νόμισε ότι ήταν κύκλοι που χόρευαν μέσα σε ένα μαύρο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Πήγε να χορέψει κι αυτός μαζί τους αλλά δεν του έδωσαν σημασία.

- Φύγε, δε σε ξέρουμε του είπαν. Εμείς είμαστε φανάρια. Δεν είμαστε χορευτές.

Έφυγε κλαίγοντας. Είδε ένα μεγάλο ορθογώνιο, που οι άνθρωποι το λένε πολυκατοικία και μπήκε μέσα.

Ξαφνικά βρέθηκε στο δωμάτιο ενός παιδιού και είδε χιλιάδες σχήματα. Παραλληλόγραμμα όπως το μαξιλάρι, την κουβέρτα, το κρεβάτι, κουτιά με παιχνίδια, μια μπάλα που έμοιαζε μ’αυτόν και έναν κύκλο που έβγαζε φως. Είδε και έναν γιγάντιο αρκούδο που δεν έμοιαζε με κάποιο σχήμα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

-Πώς σε λένε είπε ο αρκούδος ; - Με λένε Χορταρένιο. Εσένα πώς σε λένε ; - Τέντυ. Χορταρένιε από πού ήρθες ; - Από τη σχηματοχώρα. Αλλα τι σχήμα είσαι εσύ; - Εγώ έχω πολλά σχήματα. Έναν κύκλο για κεφάλι, δύο μικρούς κύκλους για μάτια και δύο ημικύκλια για αυτιά. Το σώμα μου είναι οβάλ όπως τα χέρια και τα πόδια μου.

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένα παιδί. -Ποιος είσαι και τι θέλεις στο δωμάτιό μου; -Είμαι ο Χορταρένιος από τη Σχηματοχώρα και ήρθα να γνωρίσω τον κόσμο των ανθρώπων. Πώς σε λένε ;

-Είμαι η Ειρήνη και αγαπάω όλα τα σχήματα. Μαθαίνουμε γι’ αυτά στο Νηπιαγωγείο μας. Μπορείς αν θέλεις να μείνεις στο σπίτι μου και να παίξεις με τα παιχνίδια μου. -Ευχαριστώ, αλλά πρέπει να γυρίσω πίσω στη Σχηματοχώρα. γιατί θα ανησυχούν οι γονείς μου.

Ο Χορταρένιος, λοιπόν, ξαναβγήκε έξω στο δρόμο για να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Του έλειπαν πολύ ο μπαμπάς και η μαμά. Καθώς περπατούσε συνάντησε ένα αγοράκι με ένα περίεργο πράγμα με 2 μεγάλους κύκλους. Έκλαιγε πολύ. - Μα γιατί κλαις ;ρώτησε ο Χορταρένιος. - Χάλασε η ρόδα του ποδηλάτου μου, είπε το παιδάκι και δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι μου.

-Μη στενοχωριέσαι, του είπε ο Χορταρένιος και με μια γρήγορη κίνηση, ΟΥΟΥΠΠΠ, μπήκε στη θέση της χαλασμένης ρόδας. Έτσι βοήθησε το αγόρι να γυρίσει χαρούμενο πια στο σπίτι του.

Καθώς συνέχιζε το δρόμο του, είδε ξαφνικά ένα μεγάλο στρογγυλό πράγμα να πετάει ψηλά. Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό ΜΠΑΜ και το πράγμα αυτό άρχισε να κατεβαίνει. Οι άνθρωποι φώναζαν τρομαγμένοι: «’ΌΧΙ, πέφτει!». Αμέσως ο Χορταρένιος πήδηξε τόσο ψηλά που πήρε τη θέση αυτού του κύκλου και με όλη του τη δύναμη το ξανασήκωσε. Έτσι το αερόστατο, όπως το έλεγαν, συνέχισε το ταξίδι του.

Μετά από λίγη ώρα προσγειώθηκαν σε ένα μεγάλο ωραίο λιβάδι, γεμάτο προβατάκια.

Εκεί όμως υπήρχε ένας μαύρος κύκλος και τα καημένα τα προβατάκια που ήθελαν να περάσουν από τη μία άκρη στην άλλη, σκόνταφταν σε αυτόν και έπεφταν μέσα. Ήταν μία κυκλότρυπα.

Αμέσως ο καλόψυχος Χορταρένιος πήρε τη θέση του μαύρου κύκλου και με το σώμα του κάλυψε την τρύπα. Τότε όλα τα προβατάκια, χαρούμενα πια, μπόρεσαν να περάσουν απέναντι χωρίς κανένα ατύχημα.

Συνεχίζοντας το δρόμο του βρέθηκε σε ένα μέρος με πολλά ορθογώνια και τρίγωνα που τα έλεγαν σπίτια, αλλά όλα εκεί ήταν σκοτεινά και οι άνθρωποι πολύ στενοχωρημένοι. Του είπαν πως ο ήλιος τους είχε ξεχάσει και δεν τους φώτιζε πια. Τότε ο Χορταρένιος πήδηξε ψηλά, πήρε τη θέση του ήλιου και τους χάρισε το δικό του γλυκό πράσινο φως.

Ξαφνικά άκουσε τη φωνή του μπαμπά και της μαμάς του να του λένε: -Άντε ξύπνα υπναρά! Μας πήρε όλους ο ύπνος, εδώ στο κρεβάτι του σχηματόκηπού μας, καθώς μιλούσαμε για τον κόσμο των ανθρώπων. -Πω, πω όνειρο ήταν! Αλλά τι να σας λέω τώρα, ψιθύρισε ο Χορταρένιος και τους αγκάλιασε.