Ο Παναγιώτης Κονδύλης

Post on 30-Jan-2016

297 views 3 download

description

Κριτική και σχόλια στο έργο του Παναγιώτη Κονδύλη "Η παρακμή του αστικού πολιτισμού"

Transcript of Ο Παναγιώτης Κονδύλης

Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998),  σπουδαίος Έλληνας διανοητής, άγνωστος στο ευρύ κοινό, διακρίθηκε στη Γερμανία, όπου έζησε αρκετά χρόνια, όταν το ελληνικό πανεπιστημιακό κατεστημένο του αρνήθηκε έδρα στα ελληνικά πανεπιστήμια. Πριν είκοσι χρόνια, το 1991 εκδίδει το έργο του « Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού» με εισαγωγή η οποία είχε τον τίτλο «Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία» στην οποία προβλέπει τη σημερινή κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας. Η εισαγωγή αυτή εφέτος εκδόθηκε αυτοτελώς από τον ίδιο εκδοτικό οίκο με διαφορετικό όμως τίτλο «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας».Ο συγγραφέας στοχάζεται πάνω στην πορεία της Ελλάδας τα νεοτερικά χρόνια, ανατέμνει την ελληνική κοινωνία και το νεοελληνικό κράτος παρουσιάζοντας τις στρεβλώσεις τους και με διορατικότητα προβλέπει την κρίση που οδηγεί σε εκποίηση του κράτους στους δανειστές του κι όχι μόνο. Πρόκειται για ένα δοκίμιο 57 σελίδων με πολύ πυκνό ύφος, το οποίο χωρίζεται σε 8 κεφάλαια από τον εκδότη με τους εξής τίτλους το καθένα: ο νόθος αστισμός, το κράτος και τα κόμματα, το έθνος, εθνικισμός και ελληνοκεντρισμοί, το γλωσσικό και η γραμματεία, η νόθα μαζική δημοκρατία, οι λαϊκισμοί, ο εντόπιος μεταμοντερνισμός. Σκοπός του εκδοτικού οίκου είναι να κατανοήσει το αναγνωστικό κοινό «πώς φτάσαμε ως εδώ, τι και πως πετύχαμε, σε τι και γιατί αποτύχαμε», όπως πληροφορούμεθα στην εισαγωγή του μικρού αυτού εγχειριδίου.

      Α!   Στο πρώτο κεφάλαιο ο Π. Κονδύλης παρουσιάζει τα γνωρίσματα της  ελληνικής αστικής τάξης για να μας δείξει ότι ποτέ οι Έλληνες δεν απέκτησαν μια γνήσια αστική τάξη, όπως οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, γεγονός που είχε συνέπειες και σε άλλα ζητήματα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής τους. Η αστική τάξη των δυτικοευρωπαϊκών χωρών αναδείχτηκε στη συνείδηση του κόσμου ως μια προοδευτική δύναμη που καταπολεμούσε τις φεουδαρχικές δομές της κοινωνίας, τους αριστοκράτες γαιοκτήμονες και την κληρικοκρατία. Αντίθετα η ελληνική αστική τάξη -αν μπορεί να εννοηθεί ως τέτοια- συμβιβάστηκε και υποχώρησε απέναντι στις πατριαρχικές νοοτροπίες κι αξίες των προυχόντων (κοτζαμπάσηδων) και δεν μπόρεσε να παίξει τον ιστορικό της ρόλο ανατρέποντας τις φεουδαρχικού τύπου δομές της ελληνικής κοινωνίας (αλλά πέρασε στη συνείδηση του κόσμου περισσότερο ως η δύναμη που αντιμάχεται την εργατική τάξη και το σοσιαλισμό).Πιο συγκεκριμένα η ελληνική αστική τάξη δεν υπήρξε ποτέ ενιαία   με ισχυρή συνοχή μεταξύ των επιμέρους ομάδων που την απαρτίζουν, ώστε μέσα σε αυτήν να χωρούν ετερογενείς ομάδες, όπως οι πλουτοκράτες, οι εύποροι, οι νοικοκυραίοι ακόμα και οι αετονύχηδες επιχειρηματίες και οι παντός τύπου εργολάβοι. Με άλλα λόγια μέσα σ’ αυτήν χωρούσαν κι αυτοί οι λιγοστοί που πλούτιζαν με καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής κι είχαν αστική συνείδηση αλλά και οι τυχάρπαστοι. Ακόμα η δημιουργία της ελληνικής αστικής τάξης δεν ακολούθησε μια ευθύγραμμη πορεία ανάπτυξης ως συνέχεια των προκαπιταλιστικών στοιχείων (που είχαν δημιουργηθεί επί Τουρκοκρατίας στα τέλη του 18ου αιώνα με την ανάπτυξη της ναυτιλίας-βιοτεχνίας) αλλά μετά σχεδόν έναν αιώνα νέοι φορείς κι από νέους δρόμους δημιουργούν αστική ανάπτυξη. Ο συγγραφέας δεν προχωρά σε αναλυτική παρουσίαση των σκέψεων του. Κατά την προσωπική μου γνώμη υπονοεί την ανάπτυξη του παροικιακού κεφαλαίου, το οποίο αρχίζει να έρχεται στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα,

1

ενώ  η προεπαναστατική  αστικού τύπου ανάπτυξη καταστράφηκε λόγω επανάστασης ή μετεβλήθη σε μια κρατικοδίαιτη «αστική» ανάπτυξη! Βασικό έλλειμμα  της ελληνικής αστικής τάξης ήταν ότι δεν διαμόρφωσε αστική συνείδηση στις οικονομικές της σχέσεις, εκτός ολίγων εξαιρέσεων. Δεν διαμορφώθηκαν απρόσωπες εργασιακές σχέσεις στη βάση της προσφοράς και της ζήτησης αλλά κυριάρχησε η πατριαρχική λογική "του δούναι και του λαβείν" δηλαδή της παροχής υπακοής και της αντιπαροχής προστασίας, με απλά λόγια η συναλλαγή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων και του κράτους. Το κράτος γινόταν ο εργοδότης για μια κρατικοδίαιτη αστική τάξη, η οποία έβλεπε τη συσσώρευση χρημάτων περισσότερο για λόγους προσωπικού γοήτρου και λιγότερο ως κεφάλαιο για επενδύσεις. Δεν αναπτύχθηκε τόσο η βιομηχανία που απαιτεί καινοτόμο πνεύμα στη χρήση της τεχνολογίας και στην παραγωγή αγαθών, ώστε να συμπαρασύρει την κοινωνία στην πρόοδο, καλλιεργώντας την πίστη στην επιστήμη και στην τεχνολογία και γκρεμίζοντας τη στείρα παραδοσιοκρατία του αγροτικού πατριαρχισμού. Αντίθετα αναπτύχθηκε το εμπόριο, οι μεταφορές(ναυτιλία) και το τραπεζικό σύστημα, που δημιούργησαν μια τάξη, μεταπρατική, που μεσολαβούσε ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση χωρίς η ίδια να παράγειΔυστυχώς η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ενταχτεί ολοκληρωμένα στο αστικό σύστημα κατά τις διάφορες φάσεις ανάπτυξης του, δηλαδή να ζήσει και να ωριμάσει μέσα από την Αναγέννηση, το Διαφωτισμό, τη Βιομηχανική εποχή, τη παγκοσμιοποίηση.Το πυκνό ύφος του συγγραφέα και η συμπύκνωση της σκέψης του με αναγκάζει να γίνομαι πιο αναλυτική για να γίνω και πιο διαφωτιστική, θέτοντας μέσα σε παρενθέσεις τις προσωπικές μου σκέψεις. Στην αρχή λοιπόν, (λόγω Τουρκοκρατίας) τα αστικά στοιχεία της Αναγέννησης δεν έφτασαν ως εδώ (εκτός από τις Βενετοκρατούμενες περιοχές), (στη συνέχεια ο Διαφωτισμός έφτασε αργοπορημένα στην Ελλάδα και διχάστηκε σε δυο ρεύματα: το συντηρητικό και το προοδευτικό με αποτέλεσμα ο διχασμός ως νοοτροπία να εμφανιστεί στο νεοελληνικό έθνος). Αργότερα στη φάση της Βιομηχανικής ανάπτυξης μείναμε πίσω, ενώ μας δόθηκε η ευκαιρία λόγω των πολέμων και των ανακατατάξεων στην Εγγύς Ανατολή κι έχοντας την υποστήριξη του αγγλικού κυρίως κεφαλαίου. Μεταπολεμικά δε, η ένταξη μας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα έγινε μέσα από τη μετανάστευση του 1950 και 1960 και μέσα από την ανάπτυξη δραστηριοτήτων σε σχέση με τον τουρισμό. Ο δε συγγραφέας εκφράζει τις σκέψεις του στο τέλος του δοκιμίου για τη θέση που πιθανόν θα κατέχει η Ελλάδα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης και είναι απαισιόδοξος.

       Β!  Όσον αφορά την πολιτική ζωή του τόπου, παρατηρούνται κι εδώστρεβλώσεις που αφορούν τις σχέσεις κράτους-κομμάτων με αποτέλεσμα την εδραίωση πελατειακών σχέσεων μεταξύ κομμάτων –ψηφοφόρων. Τα κόμματα ως μεσολαβητές ανάμεσα στο κράτος και στους πολίτες οργάνωσαν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με την πατριαρχική νοοτροπία της παροχής υπακοής από τον ψηφοφόρο και της αντιπαροχής προστασίας από τον πολιτικό, με αποτέλεσμα να εκποιήσουν το ελληνικό κράτος   μέσα στα 200 σχεδόν χρόνια λειτουργίας του!!Η στρέβλωση ξεκίνησε όταν ο κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία, δύο θεσμοί πολύ προηγμένοι για την εποχή θεσπίστηκαν στην Ελλάδα όχι ως

2

αποτέλεσμα ωρίμανσης των πολιτικών συνθηκών αλλά ήλθαν από το εξωτερικό, επειδή οι Μεγάλες Δυνάμεις μέσω αυτών θα αύξαιναν την επιρροή τους στην πολιτική ζωή του τόπου. Το αποτέλεσμα όμως από τη διασταύρωση των δυο αυτών προοδευτικών θεσμών με τις αναχρονιστικές πατριαρχικές αντιλήψεις  ήταν ιλαροτραγικό, σχολιάζει ο συγγραφέας. Ο κοινοβουλευτισμός και η ψηφοφορία επέφεραν μια κοινωνική κινητικότητα δημιουργώντας ευκαιρίες για πολιτική και κοινωνική σταδιοδρομία των Ελλήνων κι ανοίγοντας το δρόμο στις ευρύτερες μάζες για να μετακινηθούν από την ύπαιθρο προς την πόλη. Το υποτυπώδες μέχρι τότε κράτος αρχίζει να διογκώνεται αποκτώντας κρατικούς μηχανισμούς, οι οποίοι οργανώθηκαν έτσι, ώστε να μην προστατεύουν το γενικό συμφέρον αλλά το μερικό με αποτέλεσμα ο χωρισμός κράτους – κοινωνίας να μην είναι σαφής. Οι τοπικοί προύχοντες ακόμα και κάποιοι οπλαρχηγοί με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να εκχωρήσουν τα πατριαρχικά τους δικαιώματα στο κράτος που δημιουργήθηκε μετά την επανάσταση του 1821. Συμφιλιώθηκαν με το κράτος μόνο, όταν μπόρεσαν να το ελέγξουν είτε επηρεάζοντας τη μοναρχία είτε μέσα από τον «πελατειακό κοινοβουλευτισμό» που επέβαλαν. Όμως ελέγχοντας το, το αδρανοποίησαν, καταλήγει ο συγγραφέας. Η πατριαρχική σχέση μεταφέρεται από την κοινωνία στην πολιτική και μεταβάλλεται στη λεγόμενη πελατειακή σχέση. Ο βουλευτής, ο κομματάρχης, ο αρχηγός κόμματος απαιτεί από τους ανθρώπους του υπακοή και ταυτόχρονα αναλαμβάνει την προστασία τους δηλαδή να ενεργήσει για τις υποθέσεις τους, σε ανταγωνισμό με τους οπαδούς των άλλων κομμάτων. Αυτές οι πελατειακές σχέσεις αποτέλεσαν τροχοπέδη για μια αμιγή καπιταλιστική ανάπτυξη.Ακόμα τη γραφειοκρατία, η οποία αναπτύχθηκε μαζί με τα αστικά κράτη στη Δυτική Ευρώπη για να συνεισφέρει στη θεσμική προώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στην Ελλάδα τα πολιτικά «τζάκια» με την πατριαρχική νοοτροπία τους βρήκαν τρόπους απείρως πιο ευρηματικούς για να τη χρησιμοποιήσουν για το συμφέρον τους, αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας και οι μέθοδοι τους αυτοί δυστυχώς έγιναν δεσμευτικές και υποδειγματικές για όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Η κρατική γραφειοκρατία που αντικαθρέπτιζε την πατριαρχική νοοτροπία εμπόδισε τη διάκριση κοινωνίας-κράτους, η οποία στη Δυτική Ευρώπη εγκαινιάστηκε απ’ την εποχή ήδη της απολυταρχικής διακυβέρνησης του αστικού κράτους. Έτσι στην Ελλάδα οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί αναπτύχθηκαν στρεβλά, από τη μια υπέπεσαν σε υποπλασία κι απ’ την άλλη σε υπερτροφία, αναφέρει ο συγγραφέας δηλαδή αναπτύχθηκαν υπερβολικά χωρίς ποτέ να εκσυγχρονιστούν.Στην ελληνική περίπτωση, το πολιτικό-κομματικό παιχνίδι ως πελατειακή σχέση απέκτησε εκτεταμένη αυτονομία, η οποία κάνει προσχηματικές και δευτερεύουσες τις ιδεολογικές αντιθέσεις των κομμάτων. Ο βασικός στόχος για τα κόμματα παραμένει η απόκτηση της κρατικής εξουσίας για να μπορεί να διανείμει στους ψηφοφόρους του το συγκεκριμένο κόμμα που κέρδισε τις εκλογές -κι όχι το αντίπαλο κόμμα- τις κρατικές προσοδοφόρες θέσεις κι αξιώματα, οι οποίοι το ψήφισαν γιατί προσδοκούσαν ως αντάλλαγμα της ψήφου τους αυτές τις κρατικές διευκολύνσεις. Τα κόμματα εξουσίας εκποιούν λοιπόν το κράτος για να εκλεγούν τα μάλλον ανυπόμονα στελέχη τους, που θα μοιράσουν μεταξύ τους τις ανώτερες κρατικές θέσεις.Τα ελληνικά κόμματα μεταμορφώνονται αφενός σε «κρατικίστικα», που χρησιμοποιούν τους κρατικούς μηχανισμούς έτσι ώστε μέσω αυτών να εξυπηρετούν

3

το κομματικό τους συμφέρον  κι αφετέρου σε «λαϊκά», όπου μέσω του κράτους εξυπηρετούν τα συμφέροντα μεμονωμένων ατόμων, διαφόρων ομάδων ή επαγγελματικών κλάδων σε βάρος βέβαια των μη δικών τους ψηφοφόρων και του κράτους, που το ξεπουλούν στα διάφορα συμφέροντα χωρίς να φροντίζουν να το κάνουν ισχυρό. Έτσι δημιουργήθηκε μια ευρύτατη μάζα μικροαστών και μικροϊδιοκτητών, οι οποίοι εξίσου καλά μπορούν να ανήκουν σε ένα δεξιό, σ’ ένα φιλελεύθερο, και σ’ ένα αριστερό κόμμα. Η δε αστική τάξη μοιραζόταν ανάμεσα στα δυο μεγαλύτερα κόμματα, τα οποία προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της στη λογική των πελατειακών σχέσεων, φτάνοντας μερικές φορές και σε αντιστροφή των ρόλων τους, αναφέρει ο συγγραφέας, δηλαδή  των ρόλων του προστάτη και του προστατευόμενου. Η ταξική σύγκρουση αμβλύνθηκε, αφού όλοι κλάδοι στρέφονταν κατά του κράτους ικετεύοντας το ή απειλώντας το κι όχι ο ένας κατά του άλλου.             Στις αρχές το 20ου   αιώνα   οι πατριαρχικές δομές παλαιού τύπου υποχώρησαν (επανάσταση Γουδί, 1909) αλλά δεν αντικαταστάθηκαν από δομές καθαρά αστικές. Τώρα μπορούσαν να σταδιοδρομήσουν στην πολιτική νέοι που προέρχονταν από μικροαστικά ή αγροτικά στρώματα, είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση και συχνά καλές σχέσεις με τους πρώην προύχοντες της πολιτικής. Ο κρατικός μηχανισμός παρέμεινε ακατάλληλος για την άσκηση σαφούς αστικής πολιτικής  γιατί η μεγάλη μάζα των  δημοσίων υπαλλήλων λόγω των πελατειακών σχέσεων με τις οποίες προσελήφθησαν, προέρχονταν από στρώματα καθυστερημένα από πολιτισμική άποψη, αναφέρει ο συγγραφέας, που είχε επιπτώσεις στην ποιότητα της λειτουργίας του. Αγραμματοσύνη, στενοκεφαλιά, ανικανότητα να εργαστούν πάνω σε απρόσωπες, γενικές και αφηρημένες αρχές αντίθετα εμφορούμενοι από νοοτροπίες της πατριαρχικής κοινωνίας εξυπηρετούσαν αιτήματα της ιδιαίτερης πατρίδας τους, των φίλων τους, των συγγενών τους. Η λαϊκή φαντασία έπλασε ένα κράτος πάμπλουτο και παντοδύναμο δότη, αρκεί να ήθελε να δώσει στους υπηκόους του κι απ΄ την άλλη ένα κράτος απατεώνα και τύραννο, που έπρεπε να κατανοεί και να συγχωρεί τις πλάγιες οδούς (το παραθυράκι του νόμου, το ρουσφέτι) που χρησιμοποιούσαν οι υπήκοοι του.Μεταπολεμικά και κυρίως μεταδικτατορικά το πελατειακό πολιτικό σύστημα αντί να συρρικνωθεί εξ αιτίας της υποχώρησης των πατριαρχικών αντιλήψεων στην κοινωνία, αυτό ενισχύθηκε κι απλώθηκε σ’ όλους τους τομείς της ελληνικής κοινωνίας και την καταπλάκωσε. Η εμφάνιση νέων κοινωνικών στρωμάτων, των νεόπλουτων και η επικράτηση του λαϊκισμού, η εγκαθίδρυση της μαζικής δημοκρατίας με τη δημαγωγία που ασκείται μέσα από νεοεμφανιζόμενα ΜΜΕ αλλάζουν τους όρους του πελατειακού συστήματος σιγά -σιγά  με αποτέλεσμα να μεγαλώσει η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους. Ο ψηφοφόρος δίνει τώρα την ψήφο του σε κάποιο κόμμα προσδοκώντας απ’ αυτό ότι θα του διασφαλίσει το καταναλωτικό του επίπεδο ή θα του το ανεβάσει βραχυπρόθεσμα, αδιάφορο με ποια οικονομικά μέσα! Και τα ανυπόμονα για τη εξουσία στελέχη των κομμάτων υιοθετούν οποιαδήποτε αιτήματα απ’ οπουδήποτε κι αν προέρχονται..

        Γ!    Όσον αφορά το νεοελληνικό έθνος, αυτό ποτέ δεν συμπεριελήφθη εξ ολοκλήρου μέσα στα σύνορα του νεοελληνικού κράτους για να υποστεί την

4

εκλογίκευση των αστικών θεσμών, αλλά αντίθετα κρατήθηκε στη σφαίρα του μύθου, καθώς ήταν αποσυνδεδεμένο απ’ το αστικό εθνικό του κράτος. Ένα ασαφές εννοιολογικά έθνος, που εκφράστηκε και στην εθνική ιδεολογία του με τον ασαφή όρο, «ελληνοκεντρισμός». Αντί να επικρατήσει ένας αμιγής αστικός εθνικισμός με αιτήματα σύγχρονα για την ανάπτυξη του (αστική οικονομική και θεσμική οργάνωση του εθνικού κράτους του), αντίθετα αυτός αναμίχτηκε και συμβιβάστηκε μ’ έναν πατριαρχικού τύπου εθνικισμό, που έδινε έμφαση στη φυλή και στα πολιτισμικά στοιχεία της (γλώσσα, θρησκεία), άλλοτε πραγματικά, άλλοτε φαντασιακά. Η ιδεολογία του ελληνοκεντρισμού με την ασάφεια της μπορούσε να γεφυρώνει και να συνενώνει προς τα έξω τις διαφορετικές αντιλήψεις περί έθνους, που υπήρχαν στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι νομιμοποιούσε κι έκανε ηθικά ενδιαφέρουσες προς τη διεθνή κοινή γνώμη τις ελληνικές διεκδικήσεις σε χώρους αμφισβητούμενους και συγχρόνως τόνωνε ψυχολογικά ένα αδύναμο έθνος.Η πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού που εμφανίστηκε ήταν ο κλασικισμός δηλαδή η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα, ως πρότυπο μίμησης για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους. Πρωτοεμφανίστηκε στα προεπαναστατικά χρόνια, μεταξύ των  αστών των παροικιών της Δυτικής Ευρώπης και συμβάδιζε με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, που άκμαζε τότε εκεί. Ο κλασικιστικός-ανθρωπιστικός ελληνοκεντρισμός παράκαμπτε το βυζαντινισμό της Εκκλησίας και τόνιζε ότι ο τόπος τους είναι η κοιτίδα του πολιτισμού και η Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα απ’ την πολιτισμένη ανθρωπότητα, γεγονός που προκαλεί θυμηδία στο συγγραφέα.Η δεύτερη μορφή του ελληνοκεντρισμού, που έγινε και κυρίαρχη εθνική ιδεολογία, ήταν της αδιάσπαστης συνέχειας φυλετικής και πνευματικής του ελληνισμού, επί 3.000 χρόνια, η οποία διαμορφώθηκε μέσα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος κι αποτέλεσε την επίσημη ιδεολογία του. Όταν ο αρχαιοελληνικός ελληνοκεντρισμός μεταφυτεύτηκε στον ελλαδικό χώρο, μέσα στα πλαίσια του ελληνικού κράτους, υπέστη τροποποιήσεις για να συμβαδίζει με τις προαστικές πατριαρχικές αντιλήψεις. Αποσυνδέεται από τη μονομερή αρχαιολατρία του, απογυμνώνεται από τα ριζοσπαστικά στοιχεία του που έρχονταν σε αντίθεση με τα χριστιανικά ιδεώδη, συμπεριλαμβάνει το Βυζάντιο (και το νεώτερο βέβαια ελληνισμό) κι έτσι διαμορφώνεται η αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Με την ιδεολογία αυτή αποκαθίσταται η Εκκλησία ιδεολογικά και ιστορικά, διότι η Εκκλησία, μέχρι τότε, κατανοούσε τον εαυτό της ως την κεφαλή όχι ενός υπόδουλου έθνους αλλά του Γένους δηλαδή των χριστιανών ορθοδόξων πληθυσμών που ανήκαν όμως σε διαφορετικά έθνη. Μάλιστα ο συγγραφέας αναφέρει ότι είναι σφάλμα να θεωρείται ότι η (επίσημη)Εκκλησία «πρόδωσε» τα εθνικά ιδεώδη (στην αρχή της ελληνικής επανάστασης του 1821), διότι η δημιουργία ενός ελληνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμα της και θα μείωνε την επιρροή της. Κάτω όμως από την εξέλιξη των επαναστατικών γεγονότων άλλαξε τη στάση της, χρησιμοποιώντας τη θρησκεία ως βασικό στοιχείο εθνικής ταυτότητας κι ενότητας του έθνους.Τελικά ο ελληνοχριστιανικός ελληνοκεντρισμός υπερφαλάγγισε τον αρχαιοελληνικό ελληνοκεντρισμό, άσκησε καθοριστική επίδραση σ’ ολόκληρη την ίσαμε τώρα ζωή του ελληνικού κράτους. Η αντίθεση όμως του (αρχαίου) ελληνικού και του χριστιανικού στοιχείου δεν έσβησε παρά τη συγχώνευση τους και δεδομένων των

5

ευκαιριών γίνεται επίκληση πότε του ενός, πότε του άλλου στοιχείου   για να νομιμοποιηθούν ποικίλες κοσμοθεωρητικές και κοινωνικοπολιτικές τοποθετήσεις που εμφανίζονται. Για παράδειγμα η επίκληση του αρχαίου ελληνισμού με την κατάλληλη ερμηνεία του βέβαια, εξυμνήθηκε κι από δικτατορικά καθεστώτα (ιδεολογία 4ης Αυγούστου) κι από δημοκρατικά φτάνοντας σε μια προγονολατρία με γνώρισμα την εξιδανίκευση. Επίσης πολύμορφη υπήρξε  και η επίκληση του χριστιανικού στοιχείου και των αξιών του για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σε ένα πνεύμα υλισμού και ευδαιμονισμού που επικρατεί σήμερα, αντιπαρατάσσοντας την «πνευματική» Ανατολή και την «αγάπη» στην «υλιστική» Δύση και στη «νοησιαρχία»Μεταπολεμικά η κακή πολιτική χρήση των ιδεολογημάτων πάνω στα οποία το έθνος στήριξε την αυτοσυνειδησία του και προπάντων του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος –ελληνοχριστιανικό «υβρίδιο», αλλού το χαρακτηρίζει- εφθάρησαν σημαντικά και αποδυναμώθηκαν. Το κενό καλύφτηκε εν μέρει από άλλες εκδοχές του ελληνοκεντρισμού, όπως της πολιτισμικής επανάστασης των δεκαετιών του 1960 και 1970. Μεταδικτατορικά ο σύγχρονος τρόπος ζωής με τον καταναλωτισμό, τους λαϊκισμούς και τις μεταμοντερνίστικες αντιλήψεις της ισοπέδωσης των πάντων, που εισέβαλαν στην ελληνική κοινωνία, χαλάρωσε τα ιδεολογικά περιγράμματα. Ο ελληνοκεντρισμός  επέζησε όμως και θα επιζήσει για πολύ ακόμα, εφόσον αποτελεί θεμελιώδη ψυχολογικό μηχανισμό ενός έθνους αδύναμου, όμως θα επιζήσει χωρίς συγκροτημένη κοσμοθεωρία αλλά «είτε ως στάση εθνικής λεβεντιάς και περηφάνειας είτε ως φολκλοριστικό καρύκευμα της τουριστικής εκποίησης του τόπου» επισημαίνει με έναν ιδιαίτερα σκληρό λόγο ο συγγραφέας.

Η νεοελληνική ιδεολογία δεν έχει μελετηθεί ακόμα συνολικά σ’ όλες της τις εκφάνσεις (μορφολογία, ιστορία, κοινωνιολογία) επισημαίνει ο συγγραφέας και οι μέχρι τώρα μελετητές παραβλέπουν την πολυμέρεια των δεδομένων με αποτέλεσμα να παράγονται μονοσήμαντες ερμηνείες. Για παράδειγμα σχετικά με τη διαμάχη γύρω από τη γλώσσα   αποτιμήθηκαν μονοσήμαντα τάσεις και πρόσωπα κρίνοντας τους με βάση την επιλογή τους την εθνική και κοινωνικοπολιτική. Η προάσπιση της καθαρεύουσας δεν αποτελούσε παντού και πάντα αντιδραστική τάση και η προάσπιση του δημοτικισμού έγινε από παρατάξεις διαφορετικές ως εχθρικές μεταξύ τους, από τους σοσιαλιστές ως τους αστούς του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και τους ρομαντικούς που υπεράσπιζαν τις ελληνικές (λαϊκές) παραδόσεις ενάντια σ’ αυτούς που μιμούνταν κάθε φράγκικο εισαγόμενο στοιχείο.  Ένα θέμα που απασχολεί το συγγραφέα είναι πώς ο ελληνοκεντρισμός, η κατ’ εξοχήν νεοελληνική ιδεολογία, εκφράστηκε στη νεοελληνική γραμματεία ή η νεοελληνική γραμματεία κατά πόσο εκφράζει την εθνική ιδεολογία μας.Ο συγγραφέας πιστεύει ότι ο ελληνοκεντρισμός εκφράστηκε με ένταση και με έκταση   στην ποίηση,   όπου έδωσε σπουδαία έργα σε αντίθεση με την πεζογραφία, που δεν κατάφερε να δώσει, σε ικανοποιητική έκταση, μυθιστορήματα καθαρά αστικά. Οι Έλληνες ποιητές στηρίχτηκαν στη δυναμική της πολυστρώματης και παμπάλαιης ελληνικής γλώσσας κι εκφράσανε την ιδέα της Ελλάδας ως συμπύκνωση ύψιστων ηθικών και αισθητικών αξιών ανεξάρτητα από την ποικιλία των εκφραστικών τους τρόπων. Τα ελληνοκεντρικά οράματα ξεχύνονταν σε χείμαρρους λυρισμού και επικάλυπταν τις πεζότερες αστικές ιδέες κι αξίες. Το ίδιο όμως δεν συνέβη στο

6

μυθιστόρημα, διότι αυτές οι ιδέες κι αξίες δεν είχαν πραγματική υπόσταση μέσα στην ελληνική κοινωνία, ώστε να εκφραστούν και στο μυθιστόρημα, που είναι το κατεξοχήν αστικό λογοτεχνικό είδος. Το νεοελληνικό, λεγόμενο αστικό, μυθιστόρημα μπορεί να μετέφερε τη δράση απ’ την ύπαιθρο στην πόλη, οι πρωταγωνιστές του όμως δεν εκφράζουνε τον κοινωνικό τύπο του γνήσιου αστού, με  την πειθαρχημένη ζωή, τους μακροπρόθεσμους στόχους, το εργασιακό ήθος και τα τυχόν διλήμματα του  αλλά πρωταγωνιστούν άτομα από τα μεσαία στρώματα που συνθλίβονται μέσα στις στενές και μίζερες συνθήκες της ζωής τους κάτω από την πίεση των ανεκπλήρωτων ονείρων και προσδοκιών τους. Μόνο στα προεπαναστατικά έργα του νεοελληνικού διαφωτισμού μπορούμε να βρούμε έργα που εκφράζουνε κάπως ξέθωρα όμως την αστική κοσμοθεωρία.

        Δ!   Ο Παναγιώτης Κονδύλης ανατέμνοντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους φτάνει στο πρόσφατο παρελθόν στα χρόνια μετά τον πόλεμο και ειδικότερα στα χρόνια της μεταπολίτευσης και παρουσιάζει τις ανακατατάξεις που υπέστη η κοινωνία μας. Από το καθεστώς του πατριαρχισμού και του νόθου αστισμού μεταβήκαμε στο καθεστώς μιας εξίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας ανίκανης να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις της. Δημιουργήθηκαν συνθήκες που ευνόησαν κατά πολύ την κοινωνική κινητικότητα κι έτσι εμφανίστηκαν νέα κοινωνικά στρώματα, τους οποίους ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «οι νεόπλουτοι», που πλούτισαν από τις εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες, που πρόσφερε η ανοικοδόμηση (της Αθήνας κι άλλων πόλεων), τα μεγάλα δημόσια έργα, η διοχέτευση όλο και μεγαλύτερου όγκου εισαγόμενων προϊόντων στην ελληνική αγορά με σκοπό την προώθηση του καταναλωτισμού. Τέλος η διεύρυνση του τομέα των υπηρεσιών μέσα από την ανάπτυξη του τουρισμού δημιούργησε ένα πολυπληθέστατο μεσαίο στρώμα. Το πολιτισμικό επίπεδο και ο πνευματικός ορίζοντας των στρωμάτων αυτών παρέμειναν πολύ χαμηλά, με κύρια γνωρίσματα «το μιμητικό καταναλωτισμό, την έπαρση της νεοαποκτηθείσας ευημερίας και της επίσης νεοαποκτηθείσας ημιμάθειας τους». Η ελληνική κοινωνία βέβαια ομογενοποιήθηκε πολιτισμικά αλλά μέσα από τη ραγδαία εξάπλωση του λεγόμενου «κίτς», του κακόγουστου, και την ανακάλυψη και τον εξευγενισμό του «λαϊκού» τραγουδιού. Το τραγούδι αυτό «μπορούσε να απευθυνθεί ταυτόχρονα σ’ όλα τα στρώματα μιας κοινωνίας, που έμπαινε στη χοάνη μιας κινητικότητας πρωτόφαντης ίσαμε τότε και η οποία αναζητούσε εξισωτικούς κοινούς παρονομαστές» αναφέρει ο συγγραφέας. Με αυτή την έννοια το «λαϊκό» τραγούδι, με την εξιστόρηση των καημών του χασικλή ρεμπέτη μέχρι τη μελοποίηση της υψηλής ποίησης, συνέβαλε στην κατάλυση της παλιάς διάκρισης  ανάμεσα στο αστικό, λόγιο και λαϊκό πολιτισμό, διαχέοντας στην ελληνική κοινωνία έναν εξισωτισμό των πάντων που την εξοικείωνε με τη λεγόμενη μεταμοντέρνα κουλτούρα.Αυτές οι ανακατατάξεις ενίσχυσαν το χαρακτήρα της χώρας μας, ως χώρας μικροϊδιοκτητών και μικροαστών στη βάση των καταναλωτικών συνηθειών τους όμως, οι οποίες δεν καλύπτονταν από το εγχώριο παραγωγικό μας σύστημα. Η ευημερία μας ήταν επισφαλής γι αυτό ο ψηφοφόρος-καταναλωτής τώρα ζητάει από τα κόμματα να του διασφαλίσουν το καταναλωτικό του επίπεδο και να του το ανεβάσουν, όταν εκλεγούν. Το πελατειακό σύστημα δεν παίζεται πια μόνο στο

7

επίπεδο ζήτησης διορισμών, δανείων κλπ αλλά παίζεται και στο επίπεδο της δημαγωγίας. Πιο συγκεκριμένα η έλευση της μαζικής δημοκρατίας με το λαϊκισμό, που τη συνοδεύει, και με τη βοήθεια των νεοεμφανιζόμενων τότε ΜΜΕ έφερανστην ελληνική κοινωνία μια άνευ προηγουμένου δημαγωγία, που ενίσχυσε το πελατειακό σύστημα. Τα κόμματα δημαγωγούν για να πάρουν την εξουσία, οι ψηφοφόροι το ξέρουν και κατά βάθος επιθυμούν αυτή τη δημαγωγία, πιστεύοντας ότι, αν πάρουν έστω και στα λόγια τις υποσχέσεις που επιθυμούν, θα μπορούν αργότερα να πιέζουν το κόμμα τους που ανήλθε στην εξουσία, να εξοφλήσει το γραμμάτιο που τους «υπέγραψε». Το ιλαροτραγικό είναι ότι και η αριστερά καταδικασμένη να υπερασπίζεται τα λαϊκά αιτήματα, τελικά υποχρεώνεται να υψώσει τη σημαία του καταναλωτισμού, αρκεί αυτός που το ζητάει, να αυτοτιτλοφορείται λαός.Οι συνέπειες είναι οδυνηρές: οι πελατειακές σχέσεις έγιναν η τροχοπέδη  για την εθνική οικονομική και κοινωνική μας ανάπτυξη και κάτι παραπάνω, έγιναν ο αγωγός για τη εκποίηση του κράτους μας στους ψηφοφόρους πρώτα και στους δανειστές μας στη συνέχεια, συμπεραίνει ο συγγραφέας. (Το κράτος δανειζόταν για να ικανοποιήσει το καταναλωτικό επίπεδο των ψηφοφόρων του, για να μπορεί να αγοράζει τα  υπερτιμημένα προϊόντα και υπηρεσίες των κομματικών του φίλων ή δίνοντας τους κρυφά μίζες, ή διατηρώντας ένα υπερτροφικό σώμα δημοσίων υπαλλήλων, πολλούς από τους οποίους πλήρωνε με υψηλότατους μισθούς, ενώ η μεγάλη πλειονότητα τους παρέμεινε χαμηλόμισθη). Αντί της εντατικής εργασίας και της βραχυπρόθεσμης στέρησης για να συσσωρευτεί χρήμα γι επενδύσεις εμείς διαλέξαμε ως χώρα το δρόμο του παρασιτικού καταναλωτισμού, του εύκολου και γρήγορου πλουτισμού, της κουτοπονηριάς, της εξυπηρέτησης του στενού συμφέροντος ατομικού και συντεχνιακού σε βάρος του κράτους και της χώρας μας!Αυτή την άτεγκτη αλήθεια αρνούνται να τη συνειδητοποιήσουν οι πλατιές μάζες, που για πρώτη φορά στην ιστορία του τόπου, «λάδωσαν το άντερο τους» γράφει επί λέξει ο συγγραφέας και «οι οποίες επιπλέον απέκτησαν τη μεθυστική συναίσθηση (ψευδαίσθηση) του κυρίαρχου και εκλεπτυσμένου καταναλωτή». Κι ακόμα, ένας λαός, που θεωρεί τον εαυτό του περιούσιο λαό, αρνείται να βάλει με το νού του ότι κάνει κάτι τόσο εξευτελιστικό, όπως το να ξεπουλάει τον τόπο του για να καταναλώνει περισσότερο. Φτάσαμε σε μια συλλογική σχιζοφρένεια, απ’ τη μια εθνικιστική ρητορεία κι απ’ την άλλη ξεπούλημα του κρατικού μηχανισμού μας!Μαζί με τη μαζική δημοκρατία συντελέστηκε και η στροφή προς μια αντίστοιχη μορφή μεταμοντερνισμού, της νέας αυτής φιλοσοφικής αντίληψης, που εισήχθη στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. Ο εντόπιος μεταμοντερνισμός όμως, όπως διαμορφώνεται στην Ελλάδα, συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα του, ιδεολογίες, ιδεολογήματα, πνευματικά έργα εξισώνοντας τα πάντα με τα πάντα, με αποτέλεσμα «οι μίμοι και οι γελωτοποιοί να εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.  Η τέτοια είσοδος του μεταμοντέρνου στις ελληνικές συνθήκες αποτελεί την ολοκλήρωση και εν μέρει την κορύφωση της κρίσης όλων των θεμελιωδών δεδομένων (στοιχείων) της ελληνικής εθνικής ζωής»   τονίζει ο συγγραφέας. Μπροστά μας προβάλλει ο κίνδυνος της εκποίησης του έθνους πια, αν επέλθει και η πλήρης πνευματική του στειρότητα. Αν η μεταμοντέρνα κουλτούρα καταφέρει να συμφύρει τα «κακοχωνεμένα δάνεια στοιχεία» που έρχονται από το εξωτερικό και να καταλήξει στη συρρίκνωση ή

8

εργαλιοποίηση της ελληνικής γλώσσας, ώστε να μη μπορεί να παραχθεί το μόνο προϊόν που η παμπάλαιη γλώσσα μας παράγει, τον ποιοτικό λόγο, τότε ο κίνδυνος αφελληνισμού είναι ορατός.Ο συγγραφέας κλείνει το δοκίμιο του με την απαισιόδοξη πρόβλεψη ότι «η νεοελληνική ιστορία, όπως τη γνωρίσαμε τα τελευταία 200 χρόνια κλείνει τον κύκλο της. Τα τραγικά και κωμικά επεισόδια δεν τελείωσαν ακόμα, χάνεται όμως η ενότητα της προβληματικής της και  ο ειδοποιός της χαρακτήρας. Η Ελλάδα εντάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση στο σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας. Ο δικός της μεταμοντερνισμός αποτελεί μια στενή και παράμερη λωρίδα στο ευρύ φάσμα του μεταμοντερνισμού (των) άλλων (λαών)».

Ο Παναγιώτης Κονδύλης μας εξέπληξε με το έργο του. Από τη μια οξυδέρκεια, πρωτοτυπία, συμπύκνωση σκέψης κι απ’ την άλλη απαισιοδοξία για το μέλλον της Ελλάδας αφήνοντας ελάχιστες χαραμάδες ελπίδας. Παρουσιάζει πικρές αλήθειες για μια ελληνική πραγματικότητα που τον πληγώνει και ο λόγος του γίνεται «κυνικός» αρκετές φορές, που μπορεί να σοκάρει τον αναγνώστη. Είναι απόλυτος στις σκέψεις του, αναζητά την ψυχρή αλήθεια, χωρίς εξωραϊσμούς. Στην τελευταία πρόταση του βιβλίου αναγνωρίζει ότι  στην εποχή του μεταμοντέρνου έχουν περάσει κι άλλοι λαοί, αφήνοντας μας μια «παρηγοριά» -αν μπορεί να θεωρηθεί τέτοια- για την τύχη μας, η οποία βέβαια δεν αναιρεί τις πικρές αλήθειες που ειπώθηκαν.      

9

Το κείμενο που ακολουθεί είναι οι σημειώσεις που κράτησα, όταν διάβαζα το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, εκδόσεις ΘΕΜΕΛΙΟ, τόμοι Α & Β. Αναφέρομαι στην Εισαγωγή στην ελληνική έκδοση, που έχει τίτλο η καχεξία του ελληνικού στοιχείου στη νεοεεληνική κοινωνία και ιδεολογία. Αφαιρώ από τις σημειώσεις αυτές τα δικά μου σχόλια – ίσως ανεβάσω κάποια από αυτά στα σχόλια του ποστ, αν γίνει συζήτηση.

Όσοι είχαν την υπομονή να διαβάζουν τα μακροσκελή κείμενα των «μτΚ» γνωρίζουν ήδη πως σε πολλά από τα θέματα που θίγονται έχω διαφορετική οπτική. Θεωρώ ωστόσο πως δε μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση για την ελληνικότητα αν δεν μελετούνται σοβαρά όσα έγραψε ο Κονδύλης.  Οι τίτλοι στις ενότητες είναι δικοί μου – προς διευκόλυνση του μερακλή αναγνώστη. * * *

Ελληνική αστική τάξη

Σε καμιά στιγμή της η νεοελληνική πραγματικότητα δεν διαμορφώθηκε αποκλειστικά, καθοριστικά και τελεσίδικα από μια κοινωνική τάξη. H «αστική τάξη» δεν συγκέντρωνε ποτέ τα ειδοποιά γνωρίσματα της αστικής τάξης με τη δυτική έννοια / ενσάρκωνε με διαφορετικά τμήματά της άλλοτε άλλα γνωρίσματα του αστικού ήθους και έθους, ποτέ ταυτόχρονα και όλα / ποτέ δεν κατάφερε να δημιουργήσει γηγενή και αυτοτελή αστικό πολιτισμό.

Ο όρος διαδόθηκε στα πλαίσια των αναλύσεων της τοτινής ελληνικής κοινωνίας από μετριοπαθείς ή ακραίους αριστερούς κοινωνιολόγους και δημοσιολόγους. Υποδήλωνε μια άμεση ή έμμεση πολεμική / εισάγεται ως ο μεγάλος αντίμαχος της ανερχόμενης εργατικής τάξης. Επιπλέον, ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους δυτικούς κοινωνιολόγους στις αναλύσεις τους για τις μη αναπτυγμένες χώρες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, με ένα ιδιαίτερο σκεπτικό.

Στην Ευρώπη υπήρξε ο αντίπαλος της αριστοκρατίας και της κληρικοκρατίας, ο φορέας μιας νέας θετικής αντίληψης για την οργάνωση της ζωής και μιας ρωμαλέας νέας κοσμοθεωρίας. Επειδή στην Ελλάδα δεν βρέθηκε αστική τάξη να παίξει τέτοιο ρόλο, δεν βρέθηκαν ούτε και λογοτέχνες ή ιστορικοί για να την υμνήσουν.

Το νέο- ελληνικό κράτος και τα κόμματα

Ο μηχανισμός της λειτουργίας του κράτους διαμορφώθηκε ως εν μέρει τερατογεννετικό και εν μέρει ιλαροτραγικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης των πιο προηγμένων τοτινών πολιτικών θεσμών, όπως ο κοινοβουλευτισμός και η καθολική ψηφοφορία, με μια κοινωνία διεπόμενη από πατριαρχικές σχέσεις, στάσεις, νοοτροπίες και αξίες (Όλα αυτά) συνεπέφεραν μια κοινωνική κινητικότητα: δημιούργησαν καινούριες ευκαιρίες πολιτικής και κοινωνικής σταδιοδρομίας και άνοιξαν σε ευρύτερες μάζες τον δρόμο από την ύπαιθρο προς τις πόλεις. — διόγκωση του κρατικού μηχανισμού (βλ. πελατειακές σχέσεις με τα κόμματα) και ενίσχυση του καθοδηγητικού ρόλου του κράτους.

Η τέτοια διόγκωση και διαμόρφωση του ελληνικού κράτους ούτε από κάποια εντόπια αστική τάξη υποκινήθηκε, ούτε την ωφέλησε. Απεναντίας, ο όγκος, η δυσκαμψία και η δαπανηρότητα του κράτους αποτέλεσε τροχοπέδη (…)

Σφάλμα να αποκαθίσταται ευθύγραμμες γραμμές ανάμεσα σε «τάξεις» και «κόμματα», ιδιαίτερα στην Ελλάδα / δεν πρέπει να παραβλέπεται η εκτεταμένη

10

αυτονομία του πολιτικού – κομματικού παιγνιδιού ως πελατειακής σχέσης πολιτικού – ψηφοφόρου. Ο ψηφοφόρος παρέχει υποστήριξη προσδοκώντας προστασία. Ο πολιτικός εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους, με αντάλλαγμα να το κατέχει ο ίδιος. / είναι κατά κανόνα δευτερεύουσες ή και απλώς προσχηματικές οι «ιδεολογικές» αντιθέσεις ή αντιθέσεις «αρχών». Στο πολιτικό φάσμα ένας πολιτικός καταλαμβάνει μια θέση γιατί όλες οι υπόλοιπες είναι κατειλημμένες / Η διόγκωση του κρατικού μηχανισμού για σκοπούς κομματικού οφέλους υπήρξε έργο εξίσου όλων των κομμάτων / όλα τα ελληνικά κόμματα υπήρξαν κρατικιστικά.

Ο πελατειακός χαρακτήρας των κομμάτων τα έκανε και «λαϊκά», εφ όσον η ανάγκη ταυτόχρονης εξυπηρέτησης ατόμων και ομάδων ή «κλάδων» μέσω του κράτους καθιστούσε ουσιαστικά αδύνατη την άσκηση μονοσήμαντης και συνεπούς ταξικής πολιτικής (τέτοιο θέμα δεν έμπαινε ποτέ πιεστικά. Η βαθμιαία αποσύνθεση των πατριαρχικών δομών δημιούργησε ως κύριο τμήμα του κοινωνικού κορμού μια ευρύτατη μάζα μικροαστών και μικροϊδιοκτητών, οι οποίοι μπορούσαν εξίσου καλά σε ένα «δεξιό» / «φιλελεύθερο» / «αριστερό» κόμμα. Η λεγόμενη αστική τάξη (βρέθηκε) συνήθως στα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας. Χρησιμοποιούσε τις ίδιες πελατειακές σχέσεις (…) στον τύπο της συνήθους κρατικιστικής λογικής (περισσότερη κρατική παρέμβαση).

Η «αστική τάξη» δε στάθηκε ποτέ αρκετά συγκροτημένη, ομοιογενής και ισχυρή ώστε να ταυτιστεί με την πολιτική διακυβέρνηση της χώρας. Στον 20ο αιώνα, η υποχώρηση των πατριαρχικών δομών ακολουθήθηκε από σταδιοδρόμηση στοιχείων με μικροαστική ή αγροτική προέλευση με μικροαστική καταγωγή, άρα με όχι δεδομένη ταύτιση με τα συμφέροντα της αστικής τάξης.

Ακόμα περισσότερο ο κρατικός μηχανισμός, ο οποίος προερχόταν κυρίως από καθυστερημένα στρώματα (χαρακτηριζόταν από) αγραμματοσύνη, στενοκεφαλιά, κουτοπονηριά ή συμπλεγματικότητα + η ανυπέρβλητη ικανότητα του δημοσίου υπαλλήλου να προσανατολίσει τη δραστηριότητά του σε απρόσωπες, γενικές και αφηρημένες αρχές. Αντ΄ αυτού, αξίες πατριαρχικής κοινωνίας: ιδιαίτερη πατρίδα, συγγενείς, φίλοι, φίλοι των φίλων, προστάτες και προστατευόμενοι. –> συνδυασμοί άλλοτε σπαρταριστοί και άλλοτε αξιοδάκρυτοι.

Κράτος. Η διανομή των θέσεων μέσω πατριαρχικών – πελατειακών διαδικασιών –> υπερβολική αύξηση των θέσεων –> χαμηλές αμοιβές. Η μιζέρια επακόλουθο της μεγαλοθυμίας. Πολίτες για το κράτος: Πάμπλουτος και παντοδύναμος δότης. Ταυτόχρονα, απατεώνας και τύραννος, άρα κάθε πλάγια οδός, κατανοητό και συγγνωστό μικροπαράπτωμα. (…) Τα πλάγια μέσα δεν αποτελούσαν πια την παράβαση των κανόνων, αλλά τον μόνο δυνατό τρόπο λειτουργίας τους.

Τα «τζάκια» συμφιλιώθηκαν με το κράτος μόνον από τη στιγμή που μπόρεσαν να το ελέγξουν (επιρροή στη μοναρχία – πελατειακός κοινοβουλευτισμός). Όμως το έλεγξαν για να το αδρανοποιήσουν, όπως τους υπαγόρευε ο κοινωνικός τους χαρακτήρας που ρίζωνε σε προκρατικές συνθήκες και έξεις. Έτσι οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί καταδικάστηκαν σε υποπλασία (εκσυγχρονιστική λειτουργικότητα) και υπερτροφία (ειδικό βάρος στην νεοελληνική πραγματικότητα). (…) Η ταξική σύγκρουση αμβλυνόταν γιατί όλοι οι «κλάδοι» στρέφονταν ταυτόχρονα προς τη μεριά του κράτους, ικετεύοντας ή απειλώντας το, και όχι σε πρώτη γραμμή ο ένας εναντίον του άλλου.

Έθνος, κράτος, Εκκλησία

11

Χαρακτηριστική η ασάφεια ανάμεσα σε έθνος και κράτος. Η διηνεκής διάσταση έθνους και κράτους μέσα στη νεοελληνική ιστορία, ήτοι η αδυνατότητα σύμπτωσής τους με τη μορφή του εθνικού κράτους αποτελεί αυτή καθ΄ αυτή σημείο της ελλιπούς ανάπτυξης του αστικού στοιχείου. / το κράτος συγκροτήθηκε σε προαστική, ήτοι πατριαρχική κοινωνική βάση / το άλυτο εθνικό πρόβλημα επέδρασε ανασχετικά τόσο στην κοινωνική όσο και στην ιδεολογική εκδίπλωση του αστικού στοιχείου / (τότε) το έθνος είναι πρωτίστως έννοια πατριαρχική, στηρίζεται δηλαδή σε πραγματικούς ή φανταστικούς φυλετικούς και πολιτισμικούς παράγοντες (γλώσσα, θρησκεία), ενώ η έποψη της οικονομικής του βάσης, της κοινωνικής του υφής και της θεσμικής του οργάνωσης περνά στο περιθώριο.

Οι προαστικές – πατριαρχικές δυνάμεις (…) ούτε υπήρξαν οι αρχικοί ιδεολογικοί δημιουργοί της έννοιας του έθνους στην α ή τη β εκδοχή της ούτε και ταυτίστηκαν εξαρχής μαζί της. (…) Την προσεταιρίστηκαν (και την τροποποίησαν) για να την παρουσιάσουν ως έρεισμα και επίρρωση του ηγετικού τους ρόλου. Περίπτωση πλείστων προυχόντων και οπλαρχηγών & περίπτωση της Εκκλησίας.

(Αυτή) σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ποτέ δεν κατανόησε τον εαυτό της ως κεφαλή και πρόμαχο ενός υπόδουλου έθνους, παρά ως ποιμένα και ταγό χριστιανικών πληθυσμών αναγκασμένων να ζουν κάτω από αλλόθρησκο ηγεμόνα. (Ήταν) θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός και επομένως μη εθνικός, στα μάτια του οποίου η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή ακόμα και τη γλώσσα: ο ορθόδοξος Ρώσος ήταν αδελφός, ο Έλληνας που φράγκεψε όχι. Η δημιουργία ενός εθνικού κράτους θα διασπούσε το πλήρωμά της (…) και έτσι θα μείωνε την επιρροή της (…) αφού μόνη αυτή μπορούσε να απαιτεί από τους Χριστιανούς υποταγή, νομιμοφροσύνη και φόρους.

Η Εκκλησία οικειώνεται το έθνος, όταν πια η δυναμική των γεγονότων το είχε θέσει σε ημερήσια διάταξη (…) τότε θυμάται ότι η θρησκεία επιτελούσε εξ αντικειμένου λειτουργία εθνικής συσπείρωσης, αποσιωπά όμως ότι αυτή η λειτουργία μπορούσε αν θεωρηθεί ως εθνική συσπείρωση μόνο και μόνο επειδή κάποιοι άλλοι εκ των υστέρων ανακάλυψαν και πρόβαλαν το έθνος. (Τότε) σηκώνει συχνά το εθνικό λάβαρο και ζητά να ποδηγετήσει τόσο την εθνική ιδεολογία, όσο και τους αγώνες των αλύτρωτων, προκειμένου να μην αφήσει κενά για τις εκκοσμικευτικές ή και αντιθρησκευτικές δυνάμεις.

Αυτό το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, σε τόσο μεγάλο μάλιστα ώστε όχι μονάχα μπόρεσε να διατηρήσει ίσαμε σήμερα ζωντανή τη σύνδεση της έννοιας του έθνους με την προαστική μυθολογία και μεταφυσική, αλλά και (…) να αντιμετωπίζει ες αεί τον συνεπή χωρισμό κοινωνίας και κράτους.

Το έθνος και το κράτος έμειναν πάντοτε ασύμμετρα μεγέθη (…) το έθνος αποτέλεσε τον ίδιο τον μύθο που χρησίμευσε ως άξονας της νεοελληνικής ιδεολογίας. (Ο μύθος) είναι προϊόν της ιστορικής και ιδεολογικής κατίσχυσης ενός εννοιολογικά ασαφούς έθνους και ονομάζεται «ελληνοκεντρισμός».

Ο αστικός εθνικισμός απορροφήθηκε από τον ελληνοκεντρισμό και στο πλαίσιό του αναμίχθηκε και συμβιβάστηκε με προαστικές αντιλήψεις περί έθνους, φυλής κτλ, χωρίς να μπορέσει παράλληλα να επιβάλλει τα ειδοποιά του γνωρίσματα / διαμορφώθηκε η πολυσημία του ελληνοκεντρισμού, η οποία του επέτρεψε να εκπληρώσει τη λειτουργία της κατ΄ εξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας, εφ΄ όσον στην ασαφή και κυμαινόμενη γλώσσα του μπορούσαν να αρθρωθούν πολλές και ποικίλες τάσεις (…) αποτέλεσε ταυτόχρονα και πεδίο μάχης, στο οποίο έπρεπε να

12

κυριαρχήσει όποιος ήθελε να εγείρει αξιώσεις πολιτικής ή ιδεολογικής κυριαρχίας στο ελληνικό περιβάλλον.

(Οι) αριστερές μειοψηφίες, στήριζαν τις δικές τους αξιώσεις κυριαρχίας σε διεθνιστικά ιδεολογήματα, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο δεν μπόρεσαν να ασκήσουν ευρύτερη επιρροή – κι όποτε την άσκησαν αυτό έγινε επειδή υιοθέτησαν (και) πατριωτικά ή εθνικά συνθήματα.

Σήμερα πάντως η αριστερά, η οποία επί δεκαετίες είχε το σθένος να λέει ότι το ελληνικό έθνος είναι φυλετικό και πολιτισμικό προϊόν των τελευταίων αιώνων και ότι η ιστορία του δε νοείται έξω από τις συνυφάνσεις της με την ιστορία των υπόλοιπων βαλκανικών εθνοτήτων, έχει ενστερνιστεί στο σύνολό της, ρητά ή σιωπηρά, τις ελληνοκεντρικές θέσεις και σταμάτησε εντελώς κάθε ιδεολογική πολεμική στα θέματα του περιούσιου λαού και της τρισχιλιετούς ιστορίας, κάνοντας έτσι μια άμεση ή έμμεση αναδίπλωση σ’ ένα κρίσιμο σημείο.

Ποικιλίες ελληνοκεντρισμού

Η ιδεολογική επιβολή του ελληνοκεντρισμού ήταν αναπότρεπτη μέσα στις συγκεκριμένες νεοελληνικές συνθήκες (…) γιατί μπορούσε χάρις στην ασάφειά του να γεφυρώνει τις διαφορετικές αντιλήψεις για το έθνος, οι οποίες ήταν παράλληλα ενεργές, κι έτσι• να συνενώνει προς τα έξω δυνάμεις ετερογενείς προς τα έσω• να νομιμοποιεί και να κάνει ηθικά ενδιαφέρουσες για τη διεθνή κοινή γνώμη τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσειςνα δώσει τα απαραίτητα ψυχολογικά και εκλογικευτικά αντισταθμίσματα σε ένα αδύναμο έθνος

(Το ελληνικό έθνος) δεν πρόσφερε τίποτε ούτε στη θεωρητική σκέψη ούτε στον τεχνικό πολιτισμό.

Πρώτη μορφή ελληνοκεντρισμού: κλασσικισμός (η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα ως πηγή άντλησης ουσιωδών κοσμοθεωρητικών και βιοπρακτικών απόψεων – και ως πρότυπο, η δημιουργική μίμηση του οποίου φαινόταν ο καλύτερος δρόμος για την αναγέννηση του ελληνικού έθνους). Άμεση καταγωγή από τους φορείς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Πρωτοεμφανίστηκε και γνώρισε την πρώτη θεωρητική του επεξεργασία στα προεπαναστατικά παροικιακά κέντρα της δυτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα σε κύκλους εμπόρων διατεθειμένων να ανοιχθούν ιδεολογικά προς τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και να παρακάμψουν τον ακοσμικό βυζαντινισμό της Εκκλησίας για να ανασυνδεθούν με την εγκοσμιολατρία της αρχαιότητας.

[Μίμηση: η ελληνολατρία αποτέλεσε από την Αναγέννηση και μετά τυπικό όπλο ενάντια στον παραδοσιακό Χριστιανισμό και ενάντια στην εποχή της ιδεολογικής του κυριαρχίας, τον Μεσαίωνα].

Η αρχαία Ελλάδα – ως σύμβολο μιας συγκροτημένης πολιτισμικής αντίληψης με ειδοποιά γνωρίσματα και όχι απλώς ως μνήμη και χρήση ορισμένων κειμένων – ανακαλύφτηκε λοιπόν (ή εφευρέθηκε) στη δυτική Ευρώπη και από δυτικοευρωπαίους στοχαστές για να εισαχθεί από κει στον ελληνόφωνο χώρο, αρχικά ως αστική, και μάλιστα αστικοεθνική, ιδεολογία από αστικούς ή οιονεί αστικούς φορείς. Ο ελληνικός αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός δεν θα πρόβαλε ποτέ τις ιδεολογικές του αξιώσεις – και είναι αμφίβολο αν θα σχηματιζόταν καν – αν το κλασσικό και ανθρωπιστικό ιδεώδες δεν είχε αναφανεί και διαδοθεί στη δυτική Ευρώπη (…)

13

Το τετελεσμένο γεγονός (…) έδωσε στους Νεοέλληνες ελληνοκεντρικούς αρχαιολάτρες τη δυνατότητα να ισχυρισθούν ότι ο τόπος τους είναι η κοιτίδα του πολιτισμού κλπ και επομένως ότι και η σημερινή Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα από την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Όμως ο ισχυρισμός αυτός θα προκαλούσε τόση θυμηδία όση και ένας αντίστοιχος ισχυρισμός των Κιργιζίων ή των Εσκιμώων λχ, αν η πρωτοπορία της «πολιτισμένης ανθρωπότητας» δεν είχε ανακαλύψει τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό (δηλαδή μιαν ιδεολογικά χρήσιμη εκδοχή του) προτού καν υπάρξουν Νεοέλληνες.

Άλλωστε (…) από τη νεότερη Ελλάδα δεν εκπορεύτηκε καμιά συνολική θεώρηση και ερμηνεία του αρχαίου πολιτισμού, ικανή να εμψυχώσει και να ενεργοποιήσει πρακτικά το κλασσικό – ανθρωπιστικό ιδεώδες σε διεθνή κλίμακα.

Ο αρχαιολατρικός ελληνοκεντρισμός (…) δεν μπόρεσε να διαμορφωθεί αυτόνομα και να επικρατήσει στην αμιγή του μορφή, εφ όσον οι φορείς του ούτε μεταφυτεύθηκαν αυτούσιοι στο ελεύθερο κράτος, ούτε και προσδιόρισαν την ιδεολογία του. Η εθνική ιδέα υιοθετήθηκε από κοινωνικά στρώματα αρχικά ξένα προς αυτή, για να ερμηνευθεί τώρα με κριτήρια προαστικά – πατριαρχικά.

Αντίστοιχες τροποποιήσεις υπέστη και ο ελληνοκεντρισμός. Η πατριαρχική του μεθερμηνεία απαιτούσε τη διεύρυνσή του / τη σύναψή του με χριστιανικές αξίες και ιδεώδη (ικανοποίηση της Εκκλησίας). Ο ευρύτερος αυτός ελληνοκεντρισμός (…) κωδικοποιήθηκε με την ιστορική κατασκευή της αδιάσπαστης τρισχιλιετούς ιστορίας των Ελλήνων, ήτοι αφ ενός της φυλετικής τους συνέχειας και αφ’ ετέρου της ουσιώδους ενότητας ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος. Η κατασκευή αυτή έκανε δυνατή την οργανική συμπερίληψη του Βυζαντίου, του πρωταρχικού ενσαρκωτή των χριστιανικών ιδεών και αξιών στην ελληνική ιστορία και έτσι αποκαθιστούσε όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και ιστορικά την Εκκλησία.

[οι Διαφωτιστές] ερμήνευαν τον Χριστιανισμό νεωτερικά και εγκοσμιοκεντρικά, για να δείξουν ότι η Εκκλησία παραποιεί το «αληθινό» του πνεύμα / ενώ ο διαφωτισμός αποκρούει τόσο τη δεισιδαιμονία όσο και τη στείρα άρνηση των εγκοσμίων. Όμως αυτή την (πεφωτισμένη) θρησκεία λίγα πράγματα τη χώριζαν από τον (μετριοπαθή) παγανισμό.

Εντελώς διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο παίρνει η προσέγγιση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στο πλαίσιο της ιστορικής κατασκευής της τρισχιλιετούς φυλετικής και πνευματικής συνέχειας του ελληνικού έθνους. Δεν εξαίρονται τώρα τα παγανιστικά και εγκοσμιολατρικά στοιχεία, αλλά οι ιδεοκρατικές και πνευματοκρατικές εκείνες επόψεις, οι οποίες ερμηνεύονται ως προπαρασκευαστικές μορφές και προπομποί των χριστιανικών αληθειών.

Η Εκκλησία συγκατανεύει βλέποντας ότι το ελεύθερο ελληνικό κράτος αποτελεί πραγματικότητα και ότι η ίδια χρειάζεται την υποστήριξή του. Ως ένας από τους κεντρικούς στύλους της εθνικής ιδεολογίας, ο θεολογικά χροιασμένος αυτός ελληνοκεντρισμός συγκεντρώνει στο εξής τα πολεμικά του πυρά εναντίον κάθε είδους «υλισμού», «δαρβινισμού» κλπ

Έτσι ο ελληνοχριστιανικός ελληνοκεντρισμός, στηριζόμενος στην κατασκευή της ιστορικής συνέχειας του έθνους, υπερφαλάγγισε τον αρχαιολατρικό ελληνοκεντρισμό, ο οποίος παραμέριζε το Βυζάντιο και τις συναφείς αξίες. (…) Η προσέγγιση Ελληνισμού και Χριστιανισμού επιχειρήθηκε σε ευρεία έκταση κατά την εποχή της Παλινόρθωσης (…) Αλλά και στον εικοστό αιώνα οι Έλληνες ιδεολόγοι του

14

ελληνοχριστιανισμού βρήκαν στηρίγματα σε αντίστοιχες ευρωπαϊκές τάσεις, οι οποίες εμφανίστηκαν όταν η αστική ιδεολογία, μπροστά στον σοσιαλιστικό κίνδυνο αναδιπλώθηκε και ήρθε κοντά στον Χριστιανισμό, αντιπαραθέτοντας το «ελληνοχριστιανικό πνεύμα της Δύσης» στον «ασιατικό μπολσεβικισμό».

Με την επίκληση του αρχαίου Ελληνισμού στην εκάστοτε κατάλληλη ερμηνεία του, εκφράστηκαν τόσο συμπάθειες αυταρχικές και δικτατορικές (εξύμνηση της αρχαίας Σπάρτης ή Μακεδονίας) όσο και προτιμήσεις δημοκρατικές (εξιδανίκευση της αρχαίας Αθήνας) τόσο δόγματα φυλετικά και φιλοφασιστικά (ιδιαίτερα με αντισλαβική αιχμή) όσο και συνηγορίες υπέρ του σοσιαλισμού (ο σοσιαλισμός ως αίτημα της ηθικής Ιδέας κλπ).

Εξίσου πολύμορφη υπήρξε η επίκληση του χριστιανικού στοιχείου / άλλοτε η επιστράτευση των χριστιανικών αξιών αντιτάσσεται σε μεταβολές των φρονημάτων και των ηθών αντίθετες προς την πατριαρχική κοινωνική αντίληψη των «νοικοκυραίων» / άλλοτε ώστε να αρθρώνουν την ηθική διαμαρτυρία μικροαστών διανοουμένων εναντίον του αλλοτριωτικού υλισμού και του απάνθρωπου ανηθικισμού μιας κοινωνίας κυριαρχούμενης από την επιδίωξη της κατανάλωσης και του κέρδους. Τέτοιοι χριστιανορθόδοξοι ελληνοκεντρισμοί (…) στην ουσία ανανεώνουν και παραλλάσουν τα θεμελιώδη μοτίβα των σλαβοφίλων και πανσλαβιστών από τις αρχές του 19ου αι, αντιπαρατάσσοντας στην «πνευματική» Ανατολή την «υλιστική» Δύση και στην «αγάπη» ή στις «δωρεές της χάριτος» τη στεγνή νοησιαρχία των φιλοσοφικών και θρησκευτικών μεταφυσικών δογμάτων. (…) η επίδραση Ρώσσων θεολόγων και φιλοσόφων είναι καθοριστική, αν και συχνά ανομολόγητη.

(…) παρακολουθώντας τη διαμόρφωση των θέσεων του ελληνοκεντρισμού και αναλύοντας τη διαδικασία και τις φάσεις του διαφορισμού του, θα μπορούσε να καταρτιστεί ένα πλήρες σχεδόν ευρετήριο της νεοεληνικής ιδεολογίας. Απουσία ιστορίας κλπ: α. ελλειπής εποπτεία της ποικιλίας των ρευμάτων –>εσπευσμένη σχηματοποίηση –> απόδοση σε φανταστικές «τάξεις». β. η ταύτιση της σκοπιάς των μελετητών με την ιδέα που έχουν οι διάφορες ανταγωνιστικές παρατάξεις για τον εαυτό τους. Πχ, διαμάχη για τη γλώσσα. Τάχα είχε να κάνει με θεμελιώδεις εθνικές και κοινωνικοπολιτικές επιλογές –> εσφαλμένη κοινωνιολογική αποτίμηση τάσεων και προσώπων με βάση την τοποθέτησή τους απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα. Παράλειψη πολυμέρειας πραγματικών δεδομένων –> μονοσήμαντες αναγωγές.

Η προάσπιση της καθαρεύουσας δεν αποτελούσε παντού και πάντα «αντιδραστική» στάση, αλλά εν μέρει υπαγορευόταν από πρακτικές ανάγκες και εν μέρει εμπνεόταν από γνήσια πίστη στη ζωογόνο δύναμη των κλασσικών προτύπων. Ο δημοτικισμός συνδέθηκε με παρατάξεις κατά τα άλλα διαφορετικές έως εχθρικές μεταξύ τους.

Σοσιαλιστές: δημοτική γλώσσα + λαϊκή παράδοση = στοιχεία της ταξικής συνειδητότητας των καταπιεζόμενων στρωμάτων και συνάμα ουσιώδεις συνιστώσες ενός νέου πολιτισμού μετά τη λαϊκή απελευθέρωση. Μετριοπαθείς εκπαιδευτικοί δημοτικιστές: αποκοπή από έναν σχολαστικισμό αντίθετο προς τις εκσυγχρονιστικές τάξεις. (εδώ ο λαός, το σύνολο των φιλοπρόοδων, φιλόπονων και φιλήσυχων γεωργών, εργατών και τεχνιτών).

Τρίτη αντίληψη για το λαό: προσέγγιζε τον ευρωπαϊκό συντηρητικό ρομαντισμό, έβλεπε τη λαϊκή κοινότητα ως σύνολο πατριαρχικά διαρθρωμένο, σύνολο συμπαγές και ομόψυχο χάρη στην εμμονή του στις παραδόσεις του, συσπειρωμένο πίσω από

15

τον ύψιστο πατριάρχη (τον βασιλέα), πάνω από πολιτικάντηδες, απάτριδες πλουτοκράτες και φραγκομαθημένους.

Ποίηση, μυθιστόρημα, μουσική

(Οι μεγάλοι ποιητές) συνέδεσαν το περιεχόμενο με οράματα και πεποιθήσεις, όπου η Ελλάδα εμφανιζόταν ως συμπύκνωση ύψιστων ηθικών και αισθητικών αξιών (…) ακόμα και η ποίηση του μοντερνισμού.

Δεν υπήρξε αστικό μυθιστόρημα, απλώς μεταφέρθηκε το σκηνικό από την ύπαιθρο στην πόλη. Το νεοελληνικό μυθιστόρημα περιγράφει συνήθως τη μοίρα ανθρώπων από τα μεσαία στρώματα που συνθλίβονται μέσα σε συνθήκες στενές και μίζερες (…) Στη λοιπή γραμματεία, οι ειδοποιές αστικές αξίες του εργασιακού ήθους ελάχιστη απήχηση βρήκαν. Ήταν σε αντίθεση προς βασικά στοιχεία της ελληνικής παράδοσης: Ορθοδοξία (περιφρόνηση των εγκόσμιων αγαθών και τάσεις προς τον κοινοκτημονισμό) / αρχαιότητα (απέχθεια προς τις βάναυσες εργασίες και υπεροχή του θεωρητικού βίου)

Μετά την κατοχή, τον εμφύλιο και τον εξαμβλωματικό εκσυγχρονισμό: ραγδαίες κοινωνικές ανακατατάξεις. Μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας από τον πατριαρχισμό και τον νόθο ή επίπλαστο αστισμό στην εξίσου νόθα μαζική δημοκρατία. Δημοκρατία με πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα, ταυτόχρονα ανίκανη να απαλλαγεί από τις πελατειακές νοοτροπίες και σχέσεις.

Η διεύρυνση της δημοκρατίας και του πλουραλισμού (μετά το ’74) οδήγησε στην επίταση των διαρθρωτικών αδυναμιών του συστήματος: οι ενδιαφερόμενοι «κλάδοι» τη χρησιμοποίησαν για να εμπεδώσουν και να επαυξήσουν όσα τους είχε ήδη αποφέρει η πελατειακή συναλλαγή κομμάτων και ψηφοφόρων. Άνοδος των νεόπλουτων –> εξέλειψε ακόμα και ο προγενέστερος νόθος αστισμός. Τουρισμός & μετανάστευση 50 και 60 à Τρίτη μεγάλη νεοελληνική ένταξη στο διεθνές πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Οριστική κατάλυση της πατριαρχικής κοινωνικής διάρθρωσης –> πολυπληθές μεσαίο στρώμα (μιμητικός καταναλωτισμός + έπαρση νεοαπόκτητης ευημερίας & ημιμάθειας). Αξίες γρήγορου πλουτισμού και εσπευσμένου καταναλωτισμού: η κοινωνία πολιτισμικά ομοιογενέστερη απ΄ ό,τι προπολεμικά.

Την ομογενοποίηση την πραγματοποίησαν η ραγδαία εξάπλωση του kitsch και η «ανακάλυψη» /ευρύτερη αποδοχή / μουσικός εξευγενισμός του «λαϊκού» τραγουδιού. (…) Αρχίζοντας από τους καημούς του χασικλή και τελειώνοντας στη μελοποίηση υψηλής ποίησης, συνέβαλε πολύ στην κατάργηση της παλαιάς βασικής διάκρισης ανάμεσα σε «αστικό» ή «λόγιο» και «λαϊκό» πολιτισμό (…) Η έννοια «λαϊκός» ουσιαστικά αποσυνδέθηκε από την έννοια «αγροτικός» για να συνδεθεί κυρίως με τη θεώρηση και τα γούστα των κατώτερων στρωμάτων των πόλεων, τα οποία κατάφεραν να μετατραπούν σε στρώματα σύγχρονων καταναλωτών με τον ίδιο τρόπο που και το ζεϊμπέκικο έγινε «συρτάκι» ή ο τεκές «μπαρ».

Μικροϊδιοκτήτες και μικροαστοί

Μικροϊδιοκτήτες και μικροαστοί (…) ο ψηφοφόρος έδινε τώρα την ψήφο του προσδοκώντας πρωταρχικά από μια κομματική παράταξη ότι θα του διασφάλιζε το καταναλωτικό του επίπεδο ή και θα του το ανέβαζε βραχυπρόθεσμα (…) Το νέο αυτό κριτήριο και η συναφής μετατροπή πολύ μεγάλου μέρους των πρώην «αναξιοπαθούντων» σε απαιτητικούς και συχνά υπερφίαλους καταναλωτές à αλλαγή

16

των όρων λειτουργίας του πελατειακού συστήματος (…) τώρα μεγάλωνε η εξάρτηση των κομμάτων από τους ψηφοφόρους τους, δηλαδή η πελατειακή σχέση εν μέρει αντιστράφηκε.

Τα κόμματα υποχρεώθηκαν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στην υιοθέτηση και την προάσπιση των οποιωνδήποτε αιτημάτων, απ΄ οπουδήποτε και αν προέρχονταν. (…) Δεν αρκούσε πια ο διορισμός των «ημετέρων», των οποίων η ανέχεια τους έκανε να αισθάνονται ευγνωμοσύνη για την εύνοια. Εκτός από διορισμό / δανειοδότηση / διαμεσολάβηση, το παιγνίδι σε επίπεδο «κλάδων» αλλά και «μαζών», στο επίπεδο ψευδοϊδεολογικής δημαγωγίας, με την αρωγή των νεοφανών ΜΜΕ. Λαϊκισμός + πατροπαράδοτα στοιχεία à αναπόδραστη η δημαγωγία (την επιθυμούσαν και οι …πελάτες).

Η λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος κατάντησε να αποτελέσει το βασικό εμπόδιο στην εθνική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη – κάτι παραπάνω: έγινε ο αγωγός της εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική του διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητα να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές σε ψήφους.

Εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προπάντων όταν τα καταναλωτικά εισάγονται μετά από δανεισμό, δηλαδή εκχώρηση των αποφάσεων για το μέλλον της χώρας στους δανειοδότες της. Ανάπτυξη: συσσώρευση, εντατική εργασία, προσωρινή τουλάχιστον (μερική) στέρηση. Βραχυπρόθεσμη ευημερία: παρασιτισμός + εκποίηση της χώρας –> Δεν λένε την αλήθεια τα κόμματα, ούτε θέλουν να την ακούσουν οι καταναλωτές.

Ιλαροτραγική η θέση της «αριστεράς»: Υπερασπίζεται τα «λαϊκά» αιτήματα, γίνεται σημαιοφόρος κάθε καταναλωτικής απαίτησης, αρκεί όποιος την προβάλλει να αυτοτιτλοφορείται «λαός». (προωθεί την εκποίηση της χώρας, αρκεί ο λαός να τη ζητάει). Λαός: (με τις ελληνοκεντρικές αερολογίες) έχει μάθει να θεωρεί τον εαυτό του περιούσιο και ως άλας της γης, αρνείται να βάλει στο νου του κάτι τέτοιο. Συλλογική σχιζοφρένεια. (…) Προσπαθούν να προσαρμοσθούν στην παρασιτική κατανάλωση (…) ενώ ταυτόχρονα παραμένουν ιδεολογικά προσκολλημένοι σ΄ έναν μυγιάγγιχτο εθνικισμό. Αντίστοιχα, τα κόμματα.

Η σημερινή πασιφανής κρίση και ο «κανένας»

Η πελατειακή πολιτική προχώρησε ως την αυτοκαταστροφή της. Επιπλέον, αγκαλιάζει τα θεμελιώδη ιδεολογήματα, προ πάντως το ιδεολόγημα του ελληνοκεντρισμού. Η ελληνοχριστιανική εκδοχή χρησιμοποιήθηκε συστηματικά πολιτικά ως το ιδεολογικό όπλο του αντικομμουνισμού στην εποχή του εμφυλίου και στη συνέχεια. –> αποδυνάμωση όταν: ανδρώθηκε μια νέα γενιά / ο καταναλωτισμός και τα συναφή χειραφετητικά και ηδονιστικά ιδεολογήματα αφαίρεσαν το προβάδισμα από τις παραδεδεγμένες πατριαρχικές αντιλήψεις και στάσεις. Το κενό καλύφτηκε από άλλες εκδοχές που προσπάθησαν να συνδυάσουν μοτίβα της αρχαίας και της ελληνορθόδοξης παράδοσης. (…)

Το κύριο ρεύμα της εξέλιξης τράβηξε προς την κατεύθυνση μιας άμβλυνσης ή χαλάρωσης όλων των ιδεολογικών περιγραμμάτων. Ο ελληνοκεντρισμός επέζησε και θα επιζήσει για πολύ ακόμα, εφ’ όσον ψυχολογικά αποτελεί ένα θεμελιώδη αμυντικό και υπεραναπληρωματικό μηχανισμό του έθνους (το οποίο δεν παράγει – συνεχίζει την τουριστική εκποίηση)

17

Η είσοδος του μεταμοντερνισμού στις ελληνικές συνθήκες αποτελεί την ολοκλήρωση και εν μέρει την κορύφωση, της κρίσης όλων των θεμελιωδών δεδομένων της ελληνικής εθνικής ζωής. Η εκποίηση του έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευτεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν (…) / δεν θα μπορεί να παραχθεί σε υψηλή ποιότητα ποίηση.

Απέναντι σε όλα αυτά μπορεί κανείς: 1. να δοκιμάζει οδύνη, νιώθοντας μετέωρος και δίχως εθνικές ρίζες. 2. να τα θεωρεί ασήμαντα, πιστεύοντας ότι πατρίδα του ανθρώπου, προ πάντως σήμερα, είναι ο κόσμος κι ότι την τροφή που δεν μπορεί να του δώσει ο ένας τόπος, του την παρέχει ένας άλλος. (…)

Η νεοελληνική ιστορία, έτσι όπως τη γνωρίσαμε τα τελευταία διακόσια χρόνια κλείνει τον κύκλο της. Ασφαλώς, τα τραγικά και κωμικά της επεισόδια δεν τέλειωσαν ακόμη, όμως χάνεται η ενότητα της προβληματικής της και ο ειδοποιός της χαρακτήρας. Η Ελλάδα εντάσσεται σε πολύ χαμηλή θέση στον διεθνή καταμερισμό της υλικής και πνευματικής εργασίας. Ο δικός της μεταμοντερνισμός συνίσταται στο ότι αποτελεί μια στενή και παράμερη λωρίδα στο ευρύ φάσμα του μεταμοντερνισμού άλλων.

*

Πρώτη ανάρτηση:

http://tamystikatoukolpou.blogspot.com/2006/02/blog-post_06.html

*

Επιλογή από τα σχόλια της πρώτης ανάρτησης

thas

Αγαπητέ Πάνο, βρίσκω την παράθεσή σου ιδιαίτερα χρήσιμη και διαφωτιστική. Το κείμενο το τύπωσα και το μελέτησα. Να κάνω μόνο μια παρατήρηση, σ’ έναν τομέα που με ενδιαφέρει περισσότερο. Όταν η πολιτική θεωρία εξετάζει τις ιδεολογικές προϋποθέσεις του αιτήματος της ελληνικότητας στην τέχνη, όπως, για παράδειγμα, αυτή εκφράστηκε στη γενιά του ’30 κι εντεύθεν (στη ζωγραφική, την ποίηση, το μυθιστόρημα, τη μουσική) γίνεται λίγο άδικη. Αυτό που θέρμανε και ενέπνευσε γενιές, ακόμα κι αν πρόκειται για κατασκευή ή ιδεολόγημα, δεν παύει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη, τον τροφοδότη της έμπνευσής τους. Για παράδειγμα: Η αναζήτηση του Τσαρούχη (δια του Κόντογλου) στην αγιογραφία, έστω κι αν περιέχεται στις «ποικιλίες ελληνοκεντρισμού» του Κονδύλη που παραθέτεις, έστω και αν στην απόσταση του χρόνου μπορούμε να αποτιμήσουμε ψυχραιμότερα τις πιθανές «κατακτήσεις» ή τις «ευκολίες» της, δεν παύει να είναι αυτή που τροφοδότησε δημιουργικά το έργο του (εν τέλει, που έκανε εφικτό το έργο του) ανανεώνοντας και εμπλουτίζοντας τη σύγχρονη θεματική (και τεχνική). Αν για οποιοδήποτε λόγο, στη συνέχεια η ζωγραφική αυτή μνημειοποιείται ή λειτουργεί σαν τροχοπέδη για την εικαστική αναζήτηση των επερχομένων ή καπηλεύεται από μια σκέψη στενή που αντιλαμβάνεται τον κόσμο μανιχαϊστικά είναι άλλο ζήτημα. Το ίδιο συμβαίνει με τον Ελύτη και την ποιητική του κορύφωση στην εθνική τοιχογραφία του «Άξιον Εστί». Ο καθημερινός και διαρκής ευτελισμός του σε στόματα εθνοπατριωτών, γλωσσαμυντόρων, δημοσιογραφίσκων , πολιτικών και λοιπών συγγενών έχει ενεργοποιήσει αντανακλαστικά αποκαθήλωσης. Αυτή είναι η μοίρα των σημαντικών έργων και αυτές είναι οι παρενέργειες του λαϊκισμού, καθώς επηρεάζει υπογείως και το έργο της κριτικής.

18

Θέλω να πω, για να συνδεθώ με τα προηγούμενα, πως η κριτική, ως πράξη δευτερογενής, προϋποθέτει πάντοτε ένα έργο, μια κίνηση του δημιουργού προς το χάος. Πριν την πράξη της δημιουργίας, καθώς οι δυνατότητες και τα ενδεχόμενα είναι ακόμα ανοιχτά, ο καλλιτέχνης είναι ο περίφημος «καθολικός» άνθρωπος. Από τη στιγμή όμως που το έργο παραδίδεται «συντελεσμένο» είναι αναπόφευκτα μονομερές. Αυτή την εγγενή «αδυναμία» («λειτουργία» είναι το σωστό) της τέχνης πρέπει να έχει υπόψη του όποιος προβάλλει πάνω της αιτήματα αντικειμενικότητας. Πρέπει δε να είναι πολύ προσεκτικός στα πολιτικά, θεωρητικά εργαλεία που χρησιμοποιεί κατά την ανάλυσή του.

Τα προηγούμενα δεν αποτελούν κάποιου είδους μομφή στις σκέψεις που παραθέτεις. Άλλωστε σύνθετα ζητήματα χρήζουν σύνθετων απαντήσεων. Όλοι προσπαθούμε να καταλάβουμε. Αυτό που δεν αντέχεται είναι οι απλουστεύσεις και οι ιδεολογικές στρατεύσεις όσων συνήθως επιχειρούν να καλύψουν τη νοητική τους ανεπάρκεια.

Και επειδή μίλησα κυρίως μεθοδολογικά, ας πάρω και μια θέση. Κατά την κρίση μου, η αναζήτηση της ελληνικότητας έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Δημιουργική σκέψη δεν παράγεται πλέον επ’ αυτής ή εξ’ αυτής. Υπάρχει ανάγκη για νέο στοχασμό πάνω στον νέο άνθρωπο που ανατέλλει. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η ζωή κινείται ορμητικά προς τα εμπρός.

Πάνος

Thas, σε γενικές γραμμές συμφωνώ με όσα αναφέρεις – το λέω εξάλλου καθαρά πως έχω διαφορετική οπτική από τον Κονδύλη.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρησή σου ότι

η αναζήτηση της ελληνικότητας έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της. Δημιουργική σκέψη δεν παράγεται πλέον επ’ αυτής ή εξ’ αυτής. Υπάρχει ανάγκη για νέο στοχασμό πάνω στον νέο άνθρωπο που ανατέλλει. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η ζωή κινείται ορμητικά προς τα εμπρός

Εδώ τα πράγματα δεν είναι καθόλου απλά – γιατί ο «νέος άνθρωπος» που ανατέλλει (ο «μετάνθρωπος», δηλαδή) είναι κατ’ εξοχήν παράγωγο μιας μυθολογικής σκέψης, αυτής που οιστρηλατεί ακόμα τον καπιταλισμό. Αυτός ο «νέος άνθρωπος» είναι μια ζοφερή προοπτική για τον πολιτισμό – ο οποίος τελειώνει (όπως τον γνωρίζουμε) αν ο «νέος άνθρωπος» γίνει πραγματικότητα.

Δεν κρύβω ότι (όσο εξαρτάται από μένα) είμαι αποφασιστικά εναντίον μιας τέτοιας προοπτικής (όχι πως θα μας ρωτήσουν, αλλά λέμε…). Δε λείπει ένα (ασαφές, είναι η αλήθεια) όραμα για το μέλλον που περιλαμβάνει τις επιλογές της τοπικότητας (στην παραγωγή), της ήπιας ενέργειας, της ανταλλαγής πολιτισμικών προϊόντων με επιλεκτική χρήση της τεχνολογίας, τον κοινοτισμό, την άρνηση του κυρίαρχου καπιταλιστικού (μυθολογικού) προτύπου, την ανάδειξη των επιμέρους προτάσεων και πολιτισμών, την προστασία των νερών, του κλίματος κλπ.

Με αυτή την οπτική, η ελληνικότητα, για μένα, όχι μόνο δεν είναι αντι-παραγωγικό στοιχείο, αλλά απολύτως απαραίτητο, συστατικό θα έλεγα, του επιζητούμενου εναλλακτικού υποδείγματος. Αν επιλέξουμε πάλι να ακολουθήσουμε μέχρι το τέλος το κυρίαρχο παράδειγμα (τον καπιταλισμό) – τότε, πράγματι, καμιά δημιουργική και άξια λόγου σκέψη δεν παράγεται πλέον εξ αυτής.

19

Αν η ελληνικότητα είναι απαραίτητο στοιχείο για μια εναλλακτική πρόταση έξω από τον καπιταλισμό – τότε έχει μεγάλη σημασία η αποσαφήνιση του όρου. Η συζήτηση είναι εξόχως επίκαιρη. Το θέμα, ουσιαστικά, δεν έχει συζητηθεί τις τελευταίες δεκαετίες (μετά τη γενιά του ’30).

Για τους Έλληνες η ελληνικότητα είναι ταυτισμένη με μύθους που έχουν εξαντλήσει προ πολλού τη δυναμική τους – και το χειρότερο είναι φορτωμένοι (πάνε πακέτο) με στοιχεία απαγορευτικά οποιασδήποτε θετικής εξέλιξης (εννοώ την επικρατούσα θρησκευτικότητα) Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει η ανάγκη να γίνει κάποτε μια ουσιαστική συζήτηση για το θέμα.

Δυστυχώς, ένας από τους ελάχιστους πόλους παραγωγικής σκέψης (ο Γ. Καραμπελιάς και το ΑΡΔΗΝ) που θα μπορούσε να «σηκώσει» και να αναδείξει μια τέτοια συζήτηση /αναζήτηση, αυτο- ευνουχίζεται χωρίς έλεος, επιλέγοντας την στρατηγική σύμπλευση της εναλλακτικής αριστεράς με την Ορθοδοξία – και η πρώτη τραγική συνέπεια είναι η αποδοχή του μύθου της τρισχιλιετούς ελληνικής συνέχειας, χωρίς τον οποίο η Ορθοδοξία κυριολεκτικά δε μπορεί να σταθεί.

Ελπίζω πως θα είμαστε καλά για να επανέλθουμε.

Ανώνυμος

Μιά σκέψη πάνω στο σχόλιο του Thas:«Πριν την πράξη της δημιουργίας, καθώς οι δυνατότητες και τα ενδεχόμενα είναι ακόμα ανοιχτά, ο καλλιτέχνης είναι ο περίφημος «καθολικός» άνθρωπος.»Νομίζω ότι δεν είναι στην πραγματικότητα όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.Ο καλλιτέχνης μορφοποιεί το χάος μέσω του Λόγου του. Κι’ο Λόγος του είναι ο προσωπικός τρόπος της θέασης του Κόσμου και της Ιστορίας. Γι’αυτό το λόγο και η Τέχνη έχει τη δική της ιστορία, άρα υπάρχει η δυνατότητα κριτικής του «καθέκαστον» έργου σε σχέση με την ιστορία της Τέχνης.

Η είδηση είναι ότι,σε σχέση με το σχόλιο του Thas γιά την ελληνικότητα,συμφωνώ με τον Πάνο.Πιστεύω δηλ. πως πρέπει τα δύο θέματα (ελληνικότητα και «νέος άνθρωπος «) να συνδεθούν αλλιώς δεν έχει νόημα η συζήτηση περί ελληνικότητας.

20

«Το βιβλίο αυτό είναι ένα μεγάλο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ενας συγγραφέας ξεκινάει να τα βάλει με τη Δύση και στο πέρασμά του δεν αφήνει λίθο επί λίθου». Μ' αυτές τις φράσεις υποδεχόταν στα 1984 η εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Ρουντσάου» το «Ισχύς και Απόφαση» του Παναγιώτη Κονδύλη.

Το «Ισχύς και Απόφαση» είναι πράγματι ένα βιβλίο ριζοτομικό, ριζοσπαστικό - με την αρχική σημασία αυτής της λέξης, που από την πολυχρησία έχει καταντήσει σήμερα ανυπόληπτη. «Μικρό σε έκταση, αλλά μεγάλο σε περιεχόμενο», όπως το αποκάλεσε ένας άλλος Γερμανός κριτικός, είναι το νοερό κέντρο γύρω από το οποίο δορυφορεί όλη η κονδύλεια σκέψη, ένα κατόρθωμα καθολικής εποπτείας της ευρωπαϊκής ιστορίας των ιδεών και ακόμη ένα τόλμημα αβυσσαλέας φιλοδοξίας. Ο σχηματισμός και η αποκρυστάλλωση των κοσμοεικόνων και των ιδεολογιών· η χρήση και η χρησιμότητα των δεοντικών επιταγών και της κανονιστικής σκέψης· οι διαρκείς μεταμφιέσεις του ορμέμφυτου της αυτοσυντήρησης κάτω από την προσωπίδα των υψηλών ιδεών· η αποκαθήλωση του ίδιου του «Πνεύματος» ως μηχανισμού μετάφρασης των γυμνών αξιώσεων της ισχύος στην άυλη γλώσσα των συμβόλων και των εννοιών: αυτά είναι, με δυο λόγια, τα θέματά του.

Αθήνα - Χαϊδελβέργη

Οταν στις αρχές της δεκαετίας του '70 ο Παναγιώτης Κονδύλης εγκαταλείπει την Ελλάδα για να εγκατασταθεί στη Γερμανία, είναι ήδη κάτι περισσότερο από ένας νέος αξιοπρόσεκτος συγγραφέας. Φοιτητής ακόμη στην Αθήνα είχε στρατευθεί στην υπόθεση της κομμουνιστικής Αριστεράς. Γρήγορα όμως θα της στρέψει την πλάτη, χωρίς διόλου να αποπειραθεί να την αντικαταστήσει με ένα άλλο ιδεολόγημα. «Οταν έκοψα τα ναρκωτικά, το έκανα οριστικά», θα πει πολλά χρόνια αργότερα. Παρ' όλ' αυτά, η στράτευση και ο αγώνας, ως υπαρξιακά βιώματα, θα σταθούν καθοριστικά για την μετέπειτα εξέλιξή του. Ο αναγνώστης μπορεί να το διαισθανθεί στον δριμύ πολεμικό, τον σχεδόν εριστικό τόνο των κειμένων του. Αλλά και στις βασικές φιλοσοφικές του θέσεις. Οι ιδέες είναι όπλα, θα γράψει, όλη η σκέψη είναι από τη φύση της πολεμική.

Το διάστημα 1970 - 1978 θα παρουσιάσει μια μεγάλη σειρά μεταφράσεων από τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά. Δεκαέξι συνολικά τόμοι με κείμενα συγγραφέων όπως ο Μαξ Χορκχάιμερ, ο Αρνολντ Χάουζερ, ο Ερνστ Κασσίρερ, ο Νικολό Μακιαβέλλι. Εκείνη η δίτομη έκδοση των «Εργων» του Φλωρεντινού περιλαμβάνει και το πρώτο σημαντικό δημοσίευμα του νεαρού Κονδύλη (1971 - 72), ένα εισαγωγικό δοκίμιο διακοσίων σχεδόν σελίδων.

Το 1977 υποστηρίζει στη Χαϊδελβέργη τη διατριβή του επί διδακτορία. Θέμα της η «Γένεση της διαλεκτικής» στο πρώιμο έργο των Χαίλντερλιν, Χέγκελ και Σέλλινγκ. Από τη διατριβή αυτή θα προκύψουν τα δύο πρώτα ογκώδη βιβλία του Κονδύλη. Ο ομότιτλος τόμος (1979) και ο «Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός» (1981). Αυτός ο δεύτερος θα χαρακτηριστεί έργο μνημειώδες και παραμένει ώς σήμερα το βασικό έργο αναφοράς για τον Διαφωτισμό στη γερμανόφωνη βιβλιογραφία. Τα βιβλία που θα ακολουθήσουν για την «Κριτική της Μεταφυσικής» (1983), τον «Συντηρητισμό» (1986), την «Θεωρία του Πολέμου» (1988), την «Παρακμή του αστικού τρόπου ζωής» (1991) θα συμπληρώσουν την εικόνα του Κονδύλη ως συστηματικού στοχαστή και ιστορικού των ιδεών. Κάποια από αυτά θα πυροδοτήσουν εκτεταμένες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.

Συγγραφέας με ύφος

21

Ο Κονδύλης υπήρξε συγγραφέας με όλη τη σημασία της λέξης. Αγαπούσε την πυκνή διατύπωση, τις σχοινοτενείς παραγράφους που καλύπτουν σελίδες ολόκληρες, τον υποτακτικό λόγο με τις πυραμιδωτές δευτερεύουσες προτάσεις - αλλά και τους κοφτούς αφορισμούς, και τις δραματικές κορυφώσεις. Ο αγώνας του ήταν πάντα με το λίπος των λέξεων. Εβρισκε στη σύνταξη της γερμανικής γλώσσας κάτι από την ευπλασία της θουκυδίδειας διατύπωσης.

Γενικά, τα πρότυπά του ήταν κλασικά, αρχαία ελληνικά. Απεχθανόταν σφόδρα τα «κινέζικα» της μετανεωτερίζουσας θεωρητικολογίας, αυτό το επιστημονίζον ζαργκόν που απεδαφίζει τη σκέψη από τα πράγματα.

Παρά ταύτα, το γράψιμό του δεν είναι εύκολο. Ο απίστευτος όγκος του υλικού που διεξέρχεται, απαιτεί από τον αναγνώστη διαρκή εγρήγορση και πειθαρχία. Προσιτότερα είναι τα μικρότερά του δοκίμια, εκείνα που έγραψε προλογίζοντας έργα του Λίχτενμπεργκ ή του Τσέζαρε Παβέζε λ.χ., και που με τον προσωπικό τους τόνο κάποτε ξαφνιάζουν τον αναγνώστη. Οι συνεντεύξεις του που συγκεντρώθηκαν στο «Αόρατο χρονολόγιο της σκέψης» (1998) είναι για τον αμύητο που ενδιαφέρεται να τον προσεγγίσει, η καταλληλότερη ίσως εισαγωγή στη σκέψη του. Η πρόσφορά του στα εκδοτικά μας πράγματα υπήρξε ανυπολόγιστη. Τα βιβλία που μετέφρασε, επιμελήθηκε και εξέδωσε πλησιάζουν τα ενενήντα. Με τον Κονδύλη η ελληνική φιλοσοφική βιβλιογραφία εγκαταλείπει τον χώρο του τυχαίου και του σπασμωδικού και περνάει στην περιοχή του προγράμματος. Ακόμη και αν ο Κονδύλης δεν είχε γράψει λέξη δική του, το ογκώδες αυτό μεταφραστικό έργο θα αρκούσε για να συντηρήσει το όνομά του στην ιστορία των ελληνικών Γραμμάτων.

Με το πανεπιστήμιο, ελληνικό και γερμανικό, δεν τα πήγε ποτέ καλά. Αρκετά βιβλία του έφτασαν να γίνουν φοιτητικά εγχειρίδια, ο ίδιος όμως στο τέλος της ζωής του θεωρούσε προσβολή την προσφώνηση «κ. καθηγητά», που από παραδρομή κάποτε του απηύθυναν. Είναι αλήθεια ότι στο ξεκίνημά του δοκίμασε πράγματι να περπατήσει αυτή την οδό. Την απόρριψη που συνάντησε τότε, δεν τη λησμόνησε ποτέ. Κι όταν αργότερα, γερμανικά και ελληνικά πανεπιστήμια του άνοιγαν τιμητικά τις πόρτες, αυτός προτίμησε επιδεικτικά να μην τις δρασκελίσει. Ωστόσο, οι -από Γερμανίας- διακρίσεις δεν του έλειψαν. Ανάμεσα στ' άλλα, του απονεμήθηκαν το Μετάλλιο Γκαίτε και το Βραβείο Χούμπολντ.

Η οχληρή σκέψη

Ο Κονδύλης γεννήθηκε το 1943 στην Αρχαία Ολυμπία. Πέθανε πενήντα πέντε χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1998, σε ένα ιδιωτικό νοσοκομείο των Αθηνών. Σε μια εγχείρηση, όπως την είπαν, ρουτίνας, θύμα ίσως ιατρικού λάθους. Αφησε ημιτελές το έργο που ο ίδιος έβλεπε ως έργο ζωής, μια τρίτομη Κοινωνική Οντολογία.

«Με τον θάνατο του μεγάλου Ελληνα φιλοσόφου Παναγιώτη Κονδύλη», θα τον νεκρολογήσει ο Γκούσταφ Ζάιμπτ, «η Γερμανία χάνει έναν από τους σημαντικότερους κληρονόμους και διαδόχους της πνευματικής της παράδοσης. Μόνο με αυτό το παράδοξο μπορεί να ειπωθεί η σημασία αυτού του θανάτου». Και θα καταλήξει: «Ο Κονδύλης υπήρξε συνεχιστής της γερμανικής παράδοσης της δύστροπης, οχληρής σκέψης. Τη στάση του αυτή την υποβάσταζε πάντα μια σπάνια πνευματική ελευθερία και μια σχεδόν αδιόρατη ευαισθησία: ο Κονδύλης δεν μπορούσε τα συνθήματα, την ωραιολογία, τον ναρκισσισμό. Ομως και η σκληρότητά του ήταν μεσογειακή, φωτεινή και ανθρώπινη. Ο ακαταπόνητος πέθανε, προτού ολοκληρώσει το ογκωδέστερο έργο του. Το καλοκαίρι λογάριαζε να το περάσει στην Ελλάδα».

22

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο

Με τα διεθνοπολιτικά του γραπτά της δεκαετίας του '90, την επαύριο της αμερικανικής νίκης στον Ψυχρό Πόλεμο, ο Κονδύλης θα στρέψει το ερμηνευτικό του βλέμμα σ' ένα πεδίο καινούργιο γι' αυτόν, την πλανητική συγχρονία και επικαιρότητα. Μόνο που αντί για τις δυτικές θριαμβολογίες περί του «τέλους της ιστορίας» και των συγκρούσεών της, που ήταν τότε του συρμού, εκείνος θα μιλήσει για τη νέα, ανεξέλεγκτη επίτασή τους. Στις διακηρύξεις περί οικουμενικής κατίσχυσης των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», δεν θα δει παρά τα κενόλογα και ιδιοτελή ρητορεύματα της μόνης πλέον Υπερδύναμης, που κανείς δεν μπορεί να πάρει στην ονομαστική τους αξία. Και στις πομφόλυγες για την «τελειωτική επικράτηση» του δυτικού φιλελευθερισμού, θα αντιτάξει την πρόβλεψη της επικείμενης κατάρρευσής του, υπό το βάρος της σπάνεως των αγαθών και των οξυμένων περιβαλλοντικών, κοινωνικών και γεωπολιτικών εντάσεων. Τα κείμενά του για τη σύγχρονη Ελλάδα, που ανήκουν στην αυτή κατηγορία, λοιδορήθηκαν και διαστρεβλώθηκαν συχνά σε βαθμό πρωτόγνωρο. Παραμένουν ωστόσο μνημεία ατομικής εμβρίθειας και συλλογικής αυτογνωσίας.

23