Download - Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

Transcript
Page 1: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

109

Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία

Σύνοψη

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται ζητήματα σχετικά με την προσωπική κατάσταση και ιδίως τη διάκριση σε Ρωμαίους πολίτες και μη, ελεύθερους, απελεύθερους και δούλους. Γίνεται λόγος για τη μείωση της προσωπικότη-τας και τη δικαιοπρακτική ικανότητα των επιμέρους προσώπων. Εν συνεχεία αναλύονται ζητήματα που αφορούν τη ρωμαϊκή οικογένεια, τη μνηστεία, το γάμο (προϋποθέσεις, κωλύματα, σύναψη, αποτελέσματα, λύση) και τα περιουσιακά αποτελέσματα του γάμου (προίκα κ.λπ.). Επίσης, γίνεται αναφορά στις σχέσεις γονέων-τέκνων, την επιτροπεία ανηλίκων και γυναικών και το θεσμό της υιοθεσίας. Τέλος, εκτίθενται ορισμένα βασικά στοιχεία κλη-ρονομικού δικαίου και δικαίου των πραγμάτων.

Προαπαιτούμενη γνώση

Απαραίτητη κρίνεται η κατανόηση και εμπέδωση των προηγουμένων κεφαλαίων και ειδικότερα του 4ου κεφαλαίου περί της πολιτειακής οργάνωσης της αρχαίας Ρώμης, του 5ου κεφαλαίου περί των πηγών του δικαίου της Ρώμης και του 6ου κεφαλαίου περί απονομής δικαιοσύνης, αδικημάτων κυρώσεων.

7.1. Προσωπική κατάσταση Ο νομομαθής Γάιος, στο κλασικό εγχειρίδιο του Ρωμαϊκού Δικαίου, τις Εισηγήσεις (βλ. 5.4.5), διαιρεί την ύλη σε τρία μέρη: δίκαιο των προσώπων, δίκαιο των πραγμάτων και δίκαιο των αγωγών. Το πρώτο αφορά τις σχέ-σεις μεταξύ των προσώπων, που διακρίνονται σε επιμέρους κατηγορίες.

Τα πρόσωπα διακρίνονται καταρχάς σε ελεύθερους και δούλους. Οι ελεύθεροι διακρίνονται περαιτέρω σε Ρωμαίους πολίτες και μη. Πλήρη πολιτικά δικαιώματα και ικανότητα δικαίου έχουν μόνον οι άρρενες, εκ γε-νετής Ρωμαίοι πολίτες. Οι γυναίκες έχουν μεν την ιδιότητα του πολίτη, με περιορισμένα όμως δικαιώματα, χωρίς δυνατότητα συμμετοχής στην πολιτική ζωή. Συμμετέχουν, πάντως, στην οικονομική ζωή, μπορούν να διαθέτουν περιουσία και έχουν ικανότητα προς δικαιοπραξία (εικόνα 7.1).

Το Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν διαμόρφωσε την έννοια του νομικού προσώπου, αν και αναγνωρίζει την ύπαρξη ενώσεων προσώπων, όπως τα σωματεία ή την ίδια τη Ρωμαϊκή Πολιτεία (populus romanus), τα οποία αντιμε-τωπίζονται ως νομικά πρόσωπα, χωρίς να περιγράφονται με τον όρο αυτό.

Εικόνα 7.1 Γυναίκα, που υπηρετείται από δούλες. Ψηφιδωτό. Εθνικό Μουσείο Καρχηδόνας, Τυνησία. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 2.5, δικαιούχος: Fabien Dany), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Page 2: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

110

7.1.1. Δούλοι

Εικόνα 7.2. Δούλοι. Μωσαϊκό από την Dougga της Τυνησίας (2ος αιώνας μ.Χ.). Πηγή: https://www.flickr.com (άδεια CC BY 3.0, δικαιούχος: Dyolf77), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η διάκριση μεταξύ ελευθέρων και δούλων αποτελεί εγγενές στοιχείο κάθε αρχαίας κοινωνίας. Οι δούλοι δεν θεωρούνται στη Ρώμη υποκείμενα δικαίου (εικόνα 7.2). Ο servus (δούλος) είναι αρχικά αυτός που, αφού αιχμα-λωτίστηκε σε εχθροπραξίες, διατηρήθηκε στη ζωή (servatus) αντί να θανατωθεί. Η περιαγωγή σε δουλεία, που μπορεί να γίνει με την αιχμαλωσία, συνεπάγεται έναν «πολιτικό θάνατο» του προσώπου και λήξη της ικανότη-τας δικαίου. Τα τέκνα των δούλων θεωρούνται δούλοι εκ γενετής, με το status του προσώπου να καθορίζεται κατά κανόνα από αυτό της μητέρας του. Οι Ρωμαίοι πολίτες που αιχμαλωτίζονται σε εχθροπραξίες καθίστανται επίσης δούλοι, αν όμως επιστρέψουν από την αιχμαλωσία, ανακτούν τα περιουσιακά και προσωπικά δικαιώ-ματα που είχαν πριν αιχμαλωτιστούν. Δούλος μπορεί, επίσης, να καταστεί κάποιος σε συνέχεια αιχμαλωσίας από πειρατές (η πειρατεία αποτελούσε μάστιγα της αρχαιότητας και ο κίνδυνος να συλληφθεί κάποιος κατά τη διάρκεια θαλάσσιου ταξιδιού ή από επιδρομή πειρατών σε παραθαλάσσιες περιοχές ήταν μεγάλος), καταδίκης για σοβαρά εγκλήματα, ενώ δούλος καθίσταται και ο φυγόστρατος, όπως και όποιος δεν μετείχε στην απογρα-φή του πληθυσμού από τους τιμητές (βλ. 4.2.1 και 7.1.3.1). Η περιαγωγή σε δουλεία για χρέη απαγορεύτηκε νομοθετικά κατ’ επανάληψη, κάτι που καθιστά εμφανές ότι το φαινόμενο παρατηρούνταν στην πράξη, παρά τις νομοθετικές απαγορεύσεις.

Εικόνα 7.3. Ένας δούλος μεταφέρει πλάκες γραφής στον κύριό του. Λεπτομέρεια από την σαρκοφάγο του Ρωμαίου νομικού Valerius Petronianus, 315-320 μ.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Μιλάνου. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια ελεύθερη, κατά αναφορά του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας: Giovanni Dall’Orto), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Page 3: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

111

Οι δούλοι αποτελούν τη βάση της αρχαίας οικονομίας. Θεωρούνται ζώντα αντικείμενα και είναι πολυά-ριθμοι στη Ρώμη από την εποχή της επέκτασης της Αυτοκρατορίας. Οι συνθήκες διαβίωσής τους ποικίλλουν ανάλογα με την περίοδο, το είδος της εργασίας τους, τη μόρφωσή τους και το χαρακτήρα του κυρίου τους. Πάμπολλοι, θεωρούμενοι ανθρώπινες μηχανές, εργάζονται καταναγκαστικά σε μεγάλες ιδιοκτησίες που δημι-ουργούνται στην ιταλική χερσόνησο, τα latifundia, ζώντας υπό άθλιες συνθήκες. Άλλοι αποτελούν πρόσωπα της εμπιστοσύνης των κυρίων τους, ζουν εντός του οίκου τους και θάπτονται ενίοτε μετά θάνατον στον ίδιο οικογενειακό τάφο με αυτούς (εικόνα 7.3). Οι εύποροι Ρωμαίοι εμπιστεύονται σε μορφωμένους δούλους τη διαχείριση της περιουσίας τους. Ορισμένοι δούλοι, ιδίως ελληνικής καταγωγής, αποτελούν στη Ρώμη περιζή-τητους παιδαγωγούς ή γιατρούς. Σταδιακά, τους πρώτους αιώνες της Ηγεμονίας, θεσπίζονται νόμοι που απα-γορεύουν την κακομεταχείριση, τον βασανισμό, τη θανάτωση ή την εγκατάλειψη του ασθενούς ή ηλικιωμένου δούλου από τον κύριό του. Οι δούλοι του αυτοκρατορικού οίκου (servi caesaris), συχνά ελληνικής καταγωγής, καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις στη δημόσια διοίκηση και ενίοτε αποκτούν σημαντική ισχύ.

Οι δούλοι μετέχουν στην οικονομική ζωή συναλλασσόμενοι στο όνομα του κυρίου τους. Σε περίπτωση που διαπράξουν κάποια ζημία, ευθύνεται ο κύριός τους, μπορεί όμως να απαλλαγεί από την υποχρέωση απο-ζημίωσης, παραχωρώντας τον δούλο στον ζημιωθέντα. Οι δούλοι μπορούν να διαχειρίζονται ατομικά κάποια περιουσιακά στοιχεία (το λεγόμενο peculium), τα οποία ανήκουν τυπικά μεν στον κύριο αλλά ο δούλος μπορεί να τα χρησιμοποιεί ελεύθερα, ακόμα και για την απελευθέρωσή του.

7.1.2. ΑπελεύθεροιΟι απελεύθεροι αποτελούν τέως δούλους που έχουν ανακτήσει την ελευθερία τους μέσω ειδικής δικαιοπραξίας του κυρίου (manumissio) ή με τη διαθήκη του. Εν αντιθέσει με ό,τι ίσχυε στις αρχαιοελληνικές έννομες τάξεις, ο απελεύθερος στη Ρώμη αποκτούσε την περιζήτητη ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, με περιορισμένα όμως πο-λιτικά και προσωπικά δικαιώματα. Νομοθετικοί περιορισμοί απαγόρευαν το γάμο απελεύθερων με μέλη της τάξης των Συγκλητικών. Ο απελεύθερος συνδέεται με σχέση πατρωνίας με τον τέως κύριο (patronus), θεωρού-μενος προστατευόμενός του (βλ. 4.1 και 6.3). Η σχέση αυτή διέπεται από συγκεκριμένες νομικές υποχρεώσεις: ο απελεύθερος οφείλει σεβασμό και υπακοή στον πάτρωνά του και είναι υποχρεωμένος να του παρέχει διά βίου ορισμένες υπηρεσίες. Η συχνότητα των απελευθερώσεων δούλων στο τέλος της Respublica ήταν τέτοια, που τέθηκαν νομοθετικοί περιορισμοί στον αριθμό δούλων που μπορούσε ένας κύριος να απελευθερώσει. Παρ’ όλα αυτά, υπολογίζεται ότι άνω του 80% του πληθυσμού της Ρώμης αποτελείτο από απελεύθερους ή απογόνους απελευθέρων.

7.1.3. Ρωμαίοι πολίτες Σύμφωνα με την αρχή της προσωπικότητας του δικαίου, κάθε πολίτης στην αρχαιότητα ακολουθούσε το δίκαιο της πολιτείας του. Η κατοχή της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη συνεπαγόταν την υπαγωγή ενός προσώπου στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και, βέβαια, σε όλα τα δικαιώματα που εξασφάλιζε η ρωμαϊκή πολιτεία. Οι Ρωμαίοι διακρίνο-νται από τους ξένους, που ονομάζονται peregrini. Ειδικός πραίτορας, ο praetor peregrinus, είναι αρμόδιος για τις διαφορές μεταξύ Ρωμαίων και ξένων (βλ. 6.1.1).

Όταν οι Ρωμαίοι συναλλάσσονται με ξένους ή οι ξένοι συναλλάσσονται μεταξύ τους, οι σχέσεις αυτές διέπονται από το ius gentium, το δίκαιο των εθνών (βλ. και 5.1). Το δίκαιο αυτό αναπτύσσεται μέσω της προο-δευτικής επαφής των Ρωμαίων με ξένους λαούς, της αλληλεπίδρασης με τα τοπικά δίκαια μέσω των εμπορικών συναλλαγών και της δυνατότητας του paetor peregrinus να αναγνωρίζει δικαιοπραξίες μεταξύ Ρωμαίων και ξένων, που δεν είναι δικαιοπραξίες του ius civile. Το ius gentium κάλυπτε ιδίως το δίκαιο των συναλλαγών, με έμφαση στην έννοια της καλής πίστης και βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις καθιερωμένες εμπορικές και ναυ-τικές πρακτικές των ελληνικών πόλεων. Εφαρμοζόταν σε κάθε ελεύθερο άνθρωπο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας.

7.1.3.1. Κτήση της ιδιότητας του πολίτηΗ κτήση της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη γίνεται κατ’ αρχήν με γέννηση από νόμιμο γάμο μεταξύ Ρωμαίων πολιτών. Εν αντιθέσει προς τα ισχύοντα στις ελληνικές πολιτείες, οι δούλοι, που απελευθερώνονται από Ρωμαί-ους, αποκτούν την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, αν και με μειωμένα δικαιώματα, όπως μόλις πιο πάνω αναφέρ-θηκε. Οι πολίτες απογράφονται στη Ρώμη ενώπιον των τιμητών κάθε πέντε έτη, δηλώνοντας όλα τα πρόσωπα

Page 4: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

112

που τελούν υπό την εξουσία τους και την περιουσία τους, σύμφωνα με την οποία κατατάσσονται σε κοινωνική τάξη (ordo), μεταξύ των: συγκλητικών, ιππέων ή πληβείων. Παράλειψη κάποιου να απογραφεί μπορούσε να συνεπάγεται την περιαγωγή του σε δουλεία. Επί Ηγεμονίας η απόδειξη της ιδιότητας του πολίτη, που έχει με-γάλη σημασία, προκύπτει από τα αρχεία της δήλωσης της γέννησης από έναν από τους γονείς σε δημόσια αρχή.

Την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη μπορούσε να αποκτήσει ένας ξένος μετά από απονομή της ρωμαϊκής πο-λιτείας. Η απονομή ρωμαϊκής πολιτείας σε ξένους γίνεται αρχικά με φειδώ. Αποτελεί εργαλείο ενσωμάτωσης και αφομοίωσης είτε κοινοτήτων είτε ατόμων, που προσέφεραν υπηρεσίες στη Ρώμη, τα οποία είναι συνήθως μέλη των τοπικών ελίτ. Οι νέοι πολίτες παίρνουν το όνομα του Ρωμαίου, που τους χορηγεί την ιθαγένεια. Τη ρωμαϊκή πολιτεία αποκτούν επίσης όσοι δούλοι απελευθερώνονται από Ρωμαίους και οι αποστρατευόμενοι (veterani) που υπηρετούν στα βοηθητικά σώματα του ρωμαϊκού στρατού, μετά το πέρας της εικοσαετούς υπη-ρεσίας τους (honesta missio), οπότε τους απονέμεται σχετικό τιμητικό δίπλωμα.

Ο Ρωμαίος πολίτης φέρει πάντα τρία ονόματα (tria nomina): όνομα, όνομα γένους και επώνυμο (π.χ. Gaius Julius Caesar). Οι γυναίκες έχουν δύο ονόματα: του γένους τους (π.χ. Claudia), στο οποίο προσθέτουν αυτό του συζύγου τους. Στην εμφάνιση ο Ρωμαίος διακρίνεται από εξωτερικά γνωρίσματα, όπως το δικαίωμα να φορά χρυσό δακτυλίδι και το ειδικό ένδυμα των Ρωμαίων, την τόγα.

7.1.3.2. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των Ρωμαίων πολιτώνΤην εποχή της παντοδυναμίας της Ρώμης, η ρωμαϊκή ιθαγένεια είναι περιζήτητη, καθώς παρέχει σειρά από δι-καιώματα και προνόμια. Η σημασία της ιδιότητας του Ρωμαίου πολίτη συνοψίζεται στη φράση: «civis Romanus sum». Η φράση αυτή αποτελεί επίκληση των ατομικών δικαιωμάτων του Ρωμαίου πολίτη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγοντα τα ακόλουθα:

• Η ελευθερία (libertas),• η υπαγωγή στο ius civile (ρωμαϊκό δίκαιο, βλ. 5.1) και η δυνατότητα πρόσβασης στη δικαιοδοσία των

ρωμαϊκών δικαστηρίων,• η απαγόρευση βασανιστηρίων: την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη, π.χ. θα επικαλεστεί ο Απόστολος

Παύλος, όταν θα συλληφθεί από τις ρωμαϊκές αρχές, για να τύχει της αντίστοιχης μεταχείρισης, αφού απαγορεύεται αυστηρά ο βασανισμός, η μαστίγωση και η θανάτωση Ρωμαίου χωρίς δίκη από δικα-στήριο της Ρώμης,

• το δικαίωμα προσφυγής στην προστασία των δημάρχων (ius auxilii, βλ. 6.1.3) σε περίπτωση αυθαι-ρεσίας κρατικού λειτουργού,

• το δικαίωμα προσφυγής στην κρίση λαϊκού δικαστηρίου (ius provocationis) σε συνέχεια εσφαλμένης απόφασης επιβολής θανατικής ποινής από άρχοντα,

• το δικαίωμα του εκλέγειν (ius suffragium) και εκλέγεσθαι (ius honorum) στα διάφορα αξιώματα της Ρώμης (με ορισμένες διακρίσεις μεταξύ πατρικίων και πληβείων),

• το δικαίωμα επιγαμίας (ius conubii), δηλαδή σύστασης νόμιμου γάμου με Ρωμαία, από τον οποίο θα γεννιόντουσαν νόμιμοι κληρονόμοι και τέλος

• το δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική ζωή και σύναψης συμβάσεων κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο (ius commercii).

Αντιστοίχως, οι Ρωμαίοι πολίτες υπέχουν σειρά από νόμιμες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων: • Υπακοή στους νόμους και στους άρχοντες της Ρώμης,• υποχρέωση απογραφής (census) κάθε Ρωμαίου και της περιουσίας του ανά πενταετία από τους τιμη-

τές, από την οποία καθορίζεται η κοινωνική τάξη και το δικαίωμα ψήφου,• υποχρέωση στρατιωτικής θητείας (ius militiae), που συνεπάγεται αντίστοιχο δικαίωμα μισθού και

μεριδίου στα πολεμικά λάφυρα και τέλος• διάφορες οικονομικές υποχρεώσεις: εισφορά για τις ανάγκες του στρατού, φόρος κληρονομίας, ανά-

ληψη δημόσιων εξόδων για τους εύπορους πολίτες κατά τους ύστερους χρόνους.

7.1.3.3. Πατρίκιοι και πληβείοιΟι Ρωμαίοι πολίτες διακρίνονται, ανάλογα με την καταγωγή τους, σε πατρικίους και πληβείους. Σύμφωνα με τον ιστορικό Τίτο Λίβιο, ο μυθικός ιδρυτής της Ρώμης, ο Ρωμύλος, όρισε τα πρώτα 100 μέλη της Συγκλήτου, τους οποίους ονόμασε patres (πατέρες του έθνους), απόγονοι των οποίων ήταν οι πατρίκιοι. Οι πατρίκιοι απο-

Page 5: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

113

τελούσαν την παλαιά αριστοκρατία της Ρώμης και απολάμβαναν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων ήταν το προνόμιο να εκλέγονται σε όλα τα αξιώματα, με την εξαίρεση αυτού των δημάρχων (tribuni plebis), η εκλο-γή στο οποίο αποτελούσε προνόμιο των πληβείων. Οι λοιποί πολίτες ονομάζονταν πληβείοι (plebs, λέξη που συνδέεται με την ελληνική πλῆθος), διάκριση η οποία δεν σήμαινε απαραιτήτως, ότι ήταν οικονομικά ασθενείς, καθώς από τον 4ο π.Χ. αιώνα, μεταξύ των πληβείων συγκαταλέγονται ορισμένες από τις ισχυρότερες και πλου-σιότερες οικογένειες της Ρώμης. Ο όρος plebs πάντως κατέληξε να διακρίνει το πλήθος των μη προνομιούχων πολιτών. Συνάρτηση της ιδιότητας του πολίτη ήταν και το δικαίωμα συμμετοχής στις λαϊκές συνελεύσεις. Στις απαρχές της Ρώμης, οι πληβείοι μέσω κοινωνικών και πολιτικών αγώνων διεκδίκησαν ισότητα πολιτικών δι-καιωμάτων από τους πατρικίους, επιτυγχάνοντας τη σταδιακή εξίσωση και δυνατότητα εκλογής στα ανώτατα αξιώματα. Το αξίωμα των δημάρχων ήταν προσβάσιμο μόνον σε πληβείους.

7.1.5. Οι κάτοικοι της ΑυτοκρατορίαςΟι λοιποί κάτοικοι της Αυτοκρατορίας διακρίνονται στους πολίτες των πόλεων που είχαν υποταχθεί στους Ρωμαίους, οι οποίοι υπόκεινται σε φορολόγηση, και στους πολίτες των ελευθέρων (κατ’ όνομα μόνον) πόλεων, που είχαν συνάψει συνθήκη συμμαχίας με τη Ρώμη και είχαν ενταχθεί ομαλά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι διατηρούν μία επίφαση ανεξαρτησίας και το δικαίωμα εφαρμογής του δικού τους δικαίου.

Το 212 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Καρακάλλας εκδίδει ήδικτο, την περίφημη Constitutio Antoniniana, με την οποία απονέμει την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, πλην ορισμέ-νων εξαιρέσεων (βλ. και 5.4.1). Μία από τις νομικές συνέπειες της απόφασης αυτής ήταν η εφαρμογή του Ρωμαϊκού Δικαίου σε όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, κάτι που οδήγησε προοδευτικά στη παραγκώ-νιση των τοπικών δικαίων. Λίγα όμως είναι γνωστά για το πώς ακριβώς έλαβε χώρα η σταδιακή ενοποίηση και εφαρμογή του Ρωμαϊκού Δικαίου στις διάφορες περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

7.1.6. Δικαιοπρακτική ικανότηταΤο Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν αναγνωρίζει σε όλους τους ανθρώπους ικανότητα δικαίου, τη δυνατότητα, δηλαδή, να είναι κανείς υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (π.χ. οι δούλοι δεν διαθέτουν ικανότητα δικαίου). Δικαιοπρακτική ικανότητα, δηλαδή ικανότητα να συνάπτουν δεσμευτικές συμβάσεις, έχουν κατ’ αρχάς οι ενή-λικες άρρενες Ρωμαίοι πολίτες. Ενήλικες θεωρούνταν οι άρρενες από την ηλικία των 14 ετών, οπότε φορούσαν την ανδρική τόγα (toga virilis) και οι θήλεις από την ηλικία των 12 ετών (εικόνα 7.4). Οι ανήλικοι αυτεξού-σιοι μπορούσαν να συνάψουν δικαιοπραξίες, από τις οποίες αποκόμιζαν μόνον οφέλη· αν όμως αναλάμβαναν υποχρεώσεις, η συναλλαγή έπρεπε να εγκριθεί από τον επίτροπό τους (βλ. κατωτέρω). Οι υπεξούσιοι και οι δούλοι μπορούσαν να συνάπτουν δικαιοπραξίες στο όνομα του κυρίου τους. Οι γυναίκες είχαν περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα. Οι παράφρονες, τέλος, θεωρούνταν ανίκανοι προς δικαιοπραξία και αδικοπραξία.

7.1.7. Μείωση της προσωπικότηταςΗ προσωπική κατάσταση (status) κάθε ατόμου προσδιοριζόταν από τρία στοιχεία: την ελευθερία (status libertatis), την ιθαγένεια (status civitatis) και την οικογενειακή κατάσταση (status familiae). Ο Ρωμαίος πολί-της κατείχε και τα τρία στοιχεία: ελευθερία (libertas), ιθαγένεια (civitas) και οικογένεια (familia). Αλλαγές σε κάποιο από τα στοιχεία αυτά συνεπάγονταν μείωση της προσωπικότητας (capitis deminutio), που διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:

1. Η υποδούλωση, που συνεπαγόταν απώλεια και των τριών στοιχείων αυτών, αποτελούσε την capitis deminutio maxima. Θεωρούνταν ως ένα είδος «αστικού θανάτου» του προσώπου, αφού σήμαινε την απώλεια των πάσης φύσεως δικαιωμάτων του.

2. Η απώλεια της ρωμαϊκής πολιτείας αποτελούσε την capitis deminutio media, η οποία μπορούσε να επι-βληθεί ως ποινική κύρωση για σοβαρά αδικήματα.

3. Η αλλαγή της οικογενειακής κατάστασης, μέσω της υιοθεσίας, χειραφεσίας, σύναψης αυστηρού γάμου (cum manu), ονομαζόταν capitis deminutio minima, λόγω της μεταβολής των οικογενειακών δεσμών και περιουσιακών δικαιωμάτων που επέφερε για το πρόσωπο κάποιου. Θεωρούνταν μία μορφή μείωσης της προσωπικότητας, αν και δεν σήμαινε πραγματική επιδείνωση της προσωπικής κατάστασης του ατόμου.

Page 6: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

114

7.2. Η ρωμαϊκή οικογένεια και πατρική εξουσία

Εικόνα 7.4. Ρωμαϊκή οικογένεια με παιδιά. Λεπτομέρεια από το νότιο τμήμα του «βωμού της αυγούστειας ειρήνης» (Ara Pacis), 13 μ.Χ., αφιερωμένου στην ομώνυμη θεά του ρωμαϊκού πανθέου. Ρώμη. Πηγή: https://www.flickr.com (άδεια CC BY 2.0, δικαιούχος: Institute for the Study of the Ancient World), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η ρωμαϊκή οικογένεια αποτελεί μία ομάδα προσώπων που συνδέονται από δεσμούς συγγένειας, νομικούς και οικονομικούς (εικόνα 7.5). Ιδιαιτερότητα της ρωμαϊκής έννομης τάξης αποτελούσε η απόλυτη εξουσία του πατριάρχη της οικογένειας, δηλαδή του γηραιότερου εν ζωή πατέρα, που ονομάζεται paterfamilias, επί των λοι-πών συγγενών του, που ονομάζονται υπεξούσιοι (εικόνα 7.6). Όσο ζει ο αρχαιότερος άνδρας της οικογένειας, οι γιοι και εγγονοί του, ακόμα κι αν είναι ενήλικοι ή και με δικές τους οικογένειες, υπάγονται στην εξουσία του paterfamilias (patria potestas) και αυτός είναι το μόνο πρόσωπο με πλήρη πολιτικά, οικονομικά και κοινωνι-κά δικαιώματα (sui iuris). Η σύζυγος υπάγεται στην εξουσία του συζύγου της, εφόσον έχει συνάψει αυστηρό γάμο (cum manu), άλλως παραμένει υπεξούσια του πατέρα της. Η απόλυτη εξουσία του paterfamilias επί των υπεξουσίων τέκνων δεν διέφερε πολύ από αυτή κυρίου επί των δούλων, με τη διαφορά ότι στο πεδίο του δημό-σιου δικαίου, οι υπεξούσιοι Ρωμαίοι πολίτες είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, και μπορούσαν να ασκήσουν οιοδήποτε δημόσιο αξίωμα.

Εικόνα 7.5. Ρωμαϊκή οικογένεια. Μαρμάρινη απεικόνιση από το Μουσείο του Βατικανού. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY 3.0, δικαιούχος: Agnete), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Page 7: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

115

Η ρωμαϊκή ιδιαιτερότητα αυτή είχε ως συνέπεια ότι οι υπεξούσιοι γιοι δεν μπορούσαν να έχουν περιουσία στο όνομά τους. Όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία της οικογένειας ανήκει κατά κυριότητα στον paterfamilias και ό,τι αποκτούν τα παιδιά του, περιέρχεται στον ίδιο. Καθώς, όμως, μεγάλο μέρος των υπεξούσιων γιων ήταν ενήλικοι, για πρακτικούς λόγους τους επιτρεπόταν να διαχειρίζονται κάποια περιουσιακά στοιχεία, που ονο-μάζονταν χρημάτιο (peculium), αν και αυτό ακόμα ανήκε κατά κυριότητα στον paterfamilias. Ο γιος γινόταν αυτεξούσιος, και με τη σειρά του paterfamilias, όταν πέθαινε ο πατέρας του, αν δεν ζούσε και ο παππούς του ή αν απελευθερωνόταν από την πατρική εξουσία με μία ειδική δικαιοπραξία που ονομαζόταν χειραφεσία.

Η εξουσία του πατέρα (patria potestas, βλ. και 6.1.8) παρείχε ευρύτατα δικαιώματα επί των κατιόντων: πε-ριελάβανε δικαίωμα έκθεσης τυχόν ανεπιθύμητων νεογέννητων, αλλά και στη συνέχεια, δικαίωμα ζωής και θα-νάτου επί των τέκνων του. Το ακραίο δικαίωμα αυτό, που σπάνια έχει καταγραφεί η άσκησή του στις ρωμαϊκές πηγές, στην πράξη περιοριζόταν τόσο από την άτυπη λειτουργία του οικογενειακού συμβουλίου στις ρωμαϊκές οικογένειας, το οποίο ο paterfamilias συμβουλευόταν για κάθε σοβαρή υπόθεση, όσο και από τον έλεγχο των ηθών που ασκούσαν οι τιμητές, καταδικάζοντας ακραίες ή ανήθικες συμπεριφορές.

Η σχέση της patria potestas μπορούσε να δημιουργηθεί είτε με τη γέννηση σε νόμιμο γάμο, είτε με υιοθε-σία. Μέσω της υιοθεσίας κάποιος μπορούσε να αποκτήσει διάδοχο, συνεχιστή του ονόματος και του οίκου του και νόμιμο κληρονόμο. Δύο μορφές υιοθεσίας προβλέπονταν, αναλόγως αν ο υιοθετούμενος ήταν υπεξούσιος, όντας υπό την patria potestas κάποιου άλλου, οπότε η υιοθεσία ονομαζόταν adoptio, ή αν ήταν αυτεξούσιος, οπότε ονομαζόταν adrogatio (εισποίηση). Αμφότερες απαιτούσαν πανηγυρικές δικαιοπραξίες και δημοσιότη-τα. Η υιοθεσία ήταν συνηθέστατο φαινόμενο στις ρωμαϊκές οικογένειες, ιδίως μεταξύ των αριστοκρατών, όχι μόνον για τη συνέχιση του οίκου και του ονόματός τους ή για να αποκτήσουν κληρονόμο, αν δεν είχαν φυσι-κούς γιούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους. Για παράδειγμα, ο Ιούλιος Καίσαρας, που είχε μόνον μία κόρη, υιοθέτησε με τη διαθήκη του τον ανιψιό του Οκταβιανό, τον μετέπειτα πρώτο ηγεμόνα Αύγουστο.

7.3. Γάμος

Εικόνα 7.6 Ο ρωμαϊκός γάμος. Μαρμάρινη σαρκοφάγος 2ου αιώνα μ.Χ. Βρετανικό Μουσείο. Πηγή: https://commons.wikimedia.org, (άδεια CC BY-SA 4.0, δικαιούχος: Aranzuisor~commonswiki), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Η σύναψη νόμιμου γάμου (iustae nuptiae) κατά τους κανόνες του ius civile αποτελούσε προϋπόθεση για την απόκτηση γνήσιων τέκνων, που θα είχαν κληρονομικά δικαιώματα επί της πατρικής εξουσίας. Ο όρος matrimonium συνοψίζει τον σκοπό του γάμου, που είναι να καταστήσει τη σύζυγο μητέρα (mater), δημιουργώ-ντας από τη συνένωση δύο πολιτών, νέους πολίτες. Για να συναφθεί νόμιμος γάμος, έπρεπε οι δύο σύζυγοι να είναι Ρωμαίοι πολίτες ή ο ένας peregrinus (ξένος), με δικαίωμα όμως επιγαμίας (conubium). Κατά τα λοιπά, σε αντίθεση με τη σύγχρονη αντίληψη, ο γάμος για τους Ρωμαίους ήταν κυρίως κοινωνική υπόθεση (εικόνα 7.7). Μολονότι υπήρχαν νόμιμες προϋποθέσεις ηλικίας (12 ετών για τα κορίτσια και 14 ετών για τα αγόρια, αν και συνήθως ο γάμος τελούνταν αργότερα, στην ύστερη εφηβεία για τα κορίτσια και μετά τα 25 έτη για τα αγόρια) και ήταν απαραίτητη η συναίνεση του paterfamilias, εντούτοις το κύριο συστατικό στοιχείο του γάμου αποτε-λούσε η γαμική διάθεση (affectio maritalis), δηλαδή η επιθυμία του άνδρα και της γυναίκας να ζουν ως νόμιμοι σύζυγοι, συγκατοικώντας υπό την ίδια στέγη, σε μία μόνιμη και διαρκή σχέση που θα επέφερε τις νομικές και

Page 8: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

116

κοινωνικές συνέπειες του γάμου. Ούτε οι τελετές, που συνόδευαν τη σύναψη του γάμου, ούτε άλλο επίσημο στοιχείο υποκαθιστούσαν τη γαμική διάθεση ως βασικό συστατικό στοιχείο του ρωμαϊκού γάμου.

7.3.1. Μνηστεία και μορφές γάμουΠριν από τον γάμο μπορούσε να είχε προηγηθεί η σύναψη μνηστείας, που συνίστατο σε δικαιοπραξία (με την μορφή της sponsio) υπόσχεσης σύναψης γάμου που αντάλλασσαν ο πατέρας της νύφης και ο μελλόνυμφος ή ο πατέρας του, αν ήταν υπεξούσιος. Ο γαμπρός προσέφερε στη μελλόνυμφη σιδερένιο δακτυλίδι. Σε περίπτωση αθέτησης της υπόσχεσης γάμου, αρχικά μπορούσε να ασκηθεί σχετική αγωγή. Αργότερα όμως, η μνηστεία αποτελούσε απλή κοινωνική δέσμευση.

Στις πρώιμες περιόδους, η σύζυγος περιερχόταν υπό την εξουσία του συζύγου, συνάπτοντας αυστηρό γάμο (cum manu, κυριολεκτικά: υπό την χείρα-manus του συζύγου της), φεύγοντας από την εξουσία του πατέρα της και λαμβάνοντας θέση υπεξούσιας του συζύγου της. Από τον 1ο π.Χ. αιώνα, όμως, είχε επικρατήσει στα κοινωνικά ήθη της Ρώμης η χαλαρότερη μορφή γάμου, που δεν παρείχε στο σύζυγο εξουσία επί της συζύγου ή περιουσιακά δικαιώματα επί της περιουσίας της. Για τους υπεξούσιους γιους και τις υπεξούσιες κόρες ήταν αναγκαία η συναίνεση του πατέρα για τη σύναψη του γάμου. Ήταν σύνηθες, ιδίως μεταξύ των ανώτερων τάξε-ων, οι γάμοι των τέκνων να κανονίζονται από τους πατεράδες, με κοινωνικά ή οικονομικά κριτήρια, όχι σπάνια και με σκοπό τη σύναψη πολιτικών συμμαχιών.

Η τελετή του γάμου, που πραγματοποιούνταν σε ημερομηνία που επιλεγόταν ως ευοίωνη κατά τις θρησκευ-τικές αντιλήψεις, περιείχε στοιχεία θρησκευτικά και κοινωνικά, όπως θυσίες και δεήσεις στους θεούς, ανταλλα-γή δώρων, την πανηγυρική μετάβαση της νύφης από την πατρική οικία σε αυτή του συζύγου και τελετουργικά λόγια («όπου εγώ θα είμαι ο Γάιος, εσύ θα είσαι η Γαΐα μου»). Τα στοιχεία αυτά περιέβαλλαν με συμβολισμούς και δημοσιότητα την επιθυμία των συζύγων για έγγαμη συμβίωση, χωρίς όμως να αποτελούν συστατικό τύπο του γάμου.

7.3.2 Η νομοθεσία του Αυγούστου για τον γάμοΟ Αύγουστος, σε μια προσπάθεια τόνωσης των γεννήσεων και εξυγίανσης των πατροπαράδοτων ρωμαϊκών ηθών (mores maiorum), μετά από τη γενικότερη χαλάρωση που έφερε η εισροή μεγάλου πλούτου στη Ρώμη σε συνέχεια των κατακτήσεων, θέσπισε σειρά νόμων (Leges Juliae) που ρύθμισαν το κατεξοχήν πεδίο της ιδιωτι-κής βούλησης, τις οικογενειακές σχέσεις. Ο γάμος κατέστη κατ’ ουσία υποχρεωτικός για όλους τους Ρωμαίους πολίτες, για τους άνδρες μεταξύ των 25 και 59 ετών και για τις γυναίκες μεταξύ των 20 και 49 ετών. Η σύναψη νέου γάμου κατέστη επίσης υποχρεωτική σε περίπτωση διαζυγίου ή χηρείας. Ειδικώς για τις χήρες, η υποχρέω-ση σύναψης νέου γάμου ίσχυε μετά την πάροδο του λεγόμενου πένθιμου ενιαυτού, μίας περιόδου δέκα μηνών από τον θάνατο του συζύγου τους, κατά την οποία έπρεπε μία χήρα να παραμείνει άγαμη σε ένδειξη τιμής προς το πρόσωπό του, αλλά και για να μην υφίσταται θέμα συγχύσεως κληρονόμων σε περίπτωση εγκυμοσύνης της. Τέθηκαν, επίσης, περιορισμοί στα κληρονομικά δικαιώματα των αγάμων και τους επιβλήθηκε βαρύτερη φορολογία.

Επίσης επί Αυγούστου, οι σεξουαλικές σχέσεις με άγαμη παρθένο και η μοιχεία με έγγαμη γυναίκα κατέ-στησαν ποινικό αδίκημα που μπορούσε να καταγγείλει, εκτός από τον πατέρα και το σύζυγο, κάθε πολίτης. Οι μοιχοί καταδικάζονται σε εξορία σε διαφορετικά νησιά, και μέρος της περιουσίας τους κατάσχεται. Ο πατέρας μπορούσε να σκοτώσει τους μοιχούς ατιμωρητί, ο σύζυγος τον μοιχό υπό προϋποθέσεις, αν και παρόμοιοι φό-νοι σπάνια καταγράφονται στις πηγές. Ο σύζυγος έπρεπε όμως να χωρίσει απαραιτήτως τη μοιχευόμενη σύζυγό του, η οποία απαγορευόταν να ξαναπαντρευτεί. Θέτοντας το παράδειγμα, ο Αύγουστος θα εφαρμόσει το νόμο του, εξορίζοντας τόσο την κόρη του Ιουλία, που διεξάγει ακόλαστο βίο, σε ερημικό νησί, όσο και την εγγονή του, Ιουλία τη νεότερη.

7.3.3. Λύση του γάμουΟ γάμος λυνόταν ακουσίως με τον θάνατο οιουδήποτε εκ των συζύγων. Μεταξύ ζώντων, όταν η γαμική διάθε-ση εξέλιπε στο πρόσωπο οιουδήποτε από τους συζύγους, ο γάμος λυνόταν ελεύθερα, αν και τουλάχιστον κατά την προκλασική περίοδο, η διάλυση του γάμου για επιπόλαιο λόγο προσέκρουε στην κοινωνική αποδοκιμασία

Page 9: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

117

και τον έλεγχο των ηθών που ασκούσαν οι τιμητές. Το διαζύγιο (divortium) στον χαλαρό γάμο, δεν απαιτούσε κάποια τυπική πράξη και η λύση του γάμου εκδηλώνονταν απλώς με τη διάρρηξη της έγγαμης συμβίωσης, που μπορούσε να γίνει κοινή συναινέσει ή μονομερώς (repudium). Όπως ο γάμος καταρτιζόταν με τη συναίνεση των συζύγων και μόνον, έτσι λυνόταν αυτομάτως, όταν η συναίνεση αυτή εξέλιπε κατά τρόπο μόνιμο, είτε στο πρόσωπο και των δύο συζύγων είτε του ενός. Ήταν συνηθισμένο, όμως, η απόφαση λύσεως του γάμου να λαμ-βάνεται μετά από σύγκλιση του οικογενειακού συμβουλίου.

Ανασταλτικό παράγοντα για τα διαζύγια αποτελούσε η υποχρέωση του συζύγου να επιστρέψει την προίκα στη σύζυγο (βλ. παρακάτω) και το δικαίωμα του συζύγου να παρακρατήσει ένα μέρος της προίκας για κάθε τέκνο. Σε περίπτωση διαζυγίου, τα παιδιά παρέμεναν πάντα υπό την εξουσία και στο σπίτι του πατέρα τους. Λόγω της συχνότητας των διαζυγίων και της υψηλής θνησιμότητας, η σύναψη διαδοχικών γάμων ήταν συνήθης (δεν υπήρχε αριθμητικός περιορισμός), με τους περισσότερους Ρωμαίους να έχουν παντρευτεί δύο φορές κατά τη διάρκεια της ζωής τους, όπως συνηθισμένη ήταν και η απόκτηση παιδιών από περισσότερους γάμους.

7.4. ΠαλλακείαΑν ο άνδρας δεν επιθυμούσε να αναγνωρίσει τη σύντροφό του ως νόμιμη σύζυγο ή υφίστατο νομικό κώλυμα σύναψης γάμου (όπως στην περίπτωση των λεγεωνάριων κατά τη διάρκεια της θητείας τους), η σχέση, ακόμα και αν ήταν μόνιμη, αποκαλούνταν παλλακεία. Τα παιδιά, που γεννιόντουσαν από αυτήν, δεν θεωρούνταν γνή-σια τέκνα και είχαν περιορισμένα κληρονομικά δικαιώματα. Για τον λόγο αυτό, ενίοτε, μετά από έναν πρώτο γάμο, οι άνδρες, αν είχαν ήδη αποκτήσει παιδιά, επέλεγαν να συνάψουν σχέση παλλακείας ώστε να μην περιο-ριστούν τα κληρονομικά δικαιώματα των παιδιών από τον πρώτο τους γάμο, από παιδιά που θα αποκτούσαν τυ-χόν στη συνέχεια. Η σχέση παλλακείας, αν και δεν θεωρούνταν κοινωνικά ισότιμη με το γάμο, δεν θεωρούνταν όμως και υποτιμητική για την παλλακίδα και συχνά αναφέρεται σε επιτύμβια μνημεία γυναικών. Κανονικά, δεν επιτρεπόταν η ταυτόχρονη διατήρηση νόμιμης συζύγου και παλλακίδας, αν και στην πράξη αυτό συνέβαινε.

7.5. Προίκα και οικονομικές σχέσεις συζύγωνΗ προίκα (dos) συνίστατο σε περιουσιακά στοιχεία που έφερνε η σύζυγος στον γάμο, προκειμένου να συμβάλ-λει στα βάρη του. Η προίκα μεταβιβαζόταν κατά κυριότητα στον σύζυγο, είτε από τον πατέρα, είτε από την ίδια τη σύζυγο, κατά τη σύναψη του γάμου, με διάφορους τύπους δικαιοπραξιών. Μπορούσε να περιλαμβάνει ακίνητα, δούλους, χρήματα, κινητά και κοσμήματα. Αρχικά, όταν τα διαζύγια ήταν σπάνια, η προίκα αποτε-λούσε τη συνεισφορά της οικογένειας της συζύγου στα οικονομικά βάρη του νέου σπιτιού. Αργότερα, όταν τα διαζύγια πολλαπλασιάστηκαν, λειτουργούσε και ως οικονομική εξασφάλιση της συζύγου σε περίπτωση λύσης του γάμου. Δεν ήταν νομικά υποχρεωτική αλλά επιβεβλημένη από τα κοινωνικά ήθη. Μεταξύ μελών των ανώ-τερων τάξεων θεωρούνταν στοιχείο κοινωνικής αίγλης και μέσο διατήρησης του status των συζύγων, κατά τη συνένωση δύο οικογενειών δια του γάμου των παιδιών τους.

Η τύχη της προίκας μετά τη λύση του γάμου ήταν συνάρτηση του τρόπου σύστασής της: ήταν σημαντικό να ρυθμίζεται η επιστροφή της, τόσο λόγω της οικονομικής αξίας της για την οικογένεια της γυναίκας όσο και επειδή αύξανε τις πιθανότητές της να ξαναπαντρευτεί. Σε περίπτωση λύσης του γάμου, η σύζυγος μπορούσε να διεκδικήσει με αγωγή την επιστροφή της προίκας από τον σύζυγο, ο οποίος είχε με τη σειρά του δικαίωμα να παρακρατήσει ορισμένα ποσοστά της αξίας της για συγκεκριμένους λόγους, ιδίως αν η λύση του γάμου οφειλό-ταν σε παράπτωμα της συζύγου. Είχαν επίσης τεθεί περιορισμοί στο δικαίωμα διάθεσης περιουσιακών στοιχεί-ων της προίκας από τον σύζυγο, διαρκούντος του γάμου, ιδίως των ακινήτων της προίκας. Η διάθεση αυτών δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου. Στον χαλαρό γάμο, πέρα από την προίκα, ο σύζυγος δεν αποκτούσε δικαιώματα στη λοιπή περιουσία της συζύγου του. Αμφότεροι διατηρούσαν την περιουσιακή αυτοτέλειά τους, δηλαδή ο καθένας χωριστά την περιουσία, που είχε προ του γάμου και όποια τυχόν αποκτούσε μετά. Αντιθέτως, στον αυστηρό γάμο (cum manu) ό,τι περιουσία αποκτούσε η σύζυγος περιερχόταν στο σύζυγό της, καθώς υπείχε θέση υπεξουσίας του (από περιουσιακής πλευράς, αντίστοιχη με αυτή της κόρης).

Νόμος απαγόρευε στη Ρώμη τις χρηματικές δωρεές μεταξύ συζύγων, προκειμένου οι σχέσεις στοργής να μην αποτελούν αφορμή οικονομικής εκμετάλλευσης αλλά και για λόγους διασφάλισης της περιουσίας των γυναικών, τις οποίες δικαιούνταν να κληρονομήσουν πρωτίστως οι εξ αίματος άρρενες συγγενείς τους. Συγκλη-τικό δόγμα απαγόρευσε, επίσης, στις γυναίκες να εγγυώνται δάνεια των συζύγων τους, προκειμένου να προστα-

Page 10: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

118

τευθούν από τυχόν αλόγιστες δραστηριότητες αυτών. Επί Δεσποτείας εμφανίζεται ο θεσμός της προγαμιαίας δωρεάς του άνδρα προς τη γυναίκα (donatio propter nuptias) επί σκοπώ γάμου, που επί Ιουστινιανού πρέπει να είναι ισόποση σε αξία με την προίκα, προς αμοιβαία εξασφάλιση των συζύγων.

7.6. Επιτροπεία ανήβων και γυναικώνΤα ορφανά ανήλικα παιδιά τελούσαν υπό επιτροπεία του πλησιέστερου άρρενα συγγενή από την πατρική πλευ-ρά (tutela legitima). Ο επίτροπος (tutor) είχε ως κύριο καθήκον τη φροντίδα του προσώπου τους και τη διασφά-λιση της περιουσίας τους. Ο επίτροπος μπορούσε να οριστεί με τη διαθήκη του πατέρα (tutela testamentaria) ή να οριστεί με απόφαση αξιωματούχου. Γυναίκα, ούτε καν η ίδια η μητέρα, δεν μπορούσε να αναλάβει τον ρόλο αυτό. Χωρίς τη συναίνεση του επιτρόπου, ο ανήλικος δεν μπορούσε να συνάψει δικαιοπραξίες επαχθείς για την περιουσία του. Η νόμιμη επιτροπεία διαρκούσε μέχρι την ηλικία των 14 ετών για τα αγόρια και των 12 ετών για τα κορίτσια, από την οποία και μετά, έχοντας τη δυνατότητα πλέον να παντρευτούν και να κάνουν δικά τους παιδιά, μπορούσαν τύποις να αναλάβουν και τη διαχείριση της περιουσίας τους. Καθώς, όμως, λόγω της απειρίας των εφήβων, καραδοκούσαν κίνδυνοι για την περιουσία τους, ήδη τον 2ο π.Χ. αιώνα θεσπίσθηκαν με νόμο κυρώσεις κατά όσων εκμεταλλεύονταν την απειρία των νέων κάτω των 25 ετών. Χάρη στην παρέμβαση των πραιτόρων, θεσπίστηκαν ένδικα μέσα για την προστασία των νέων από επιβλαβείς για την περιουσία τους συναλλαγές.

Αντιστοίχως, οι γυναίκες, ακόμα και όταν ήταν ενήλικες, αν ήταν ανύπαντρες ή ορφανές από πατέρα, τε-λούσαν υπό την μόνιμη επιτροπεία του πλησιέστερου άρρενα συγγενή τους. Ο επίτροπος έπρεπε να παρίσταται και εγκρίνει κάθε δικαιοπραξία τους, ονομαζόμενος, ιδίως στις ελληνόφωνες περιοχές της Αυτοκρατορίας, ως ο κύριός τους. Ως δικαιολογητικός λόγος αυτής της οιονεί μόνιμης ανηλικότητας των γυναικών, ορισμένοι Ρωμαίοι νομικοί αναφέρουν το «ασθενές» του γυναικείου φύλου (infirmitas sexus), αν και ο νομομαθής Γάιος κατακρίνει τη δικαιολογία αυτή. Ο Αύγουστος, στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου με στόχο την ενίσχυση των γεννήσεων, χορήγησε στις πολύτεκνες, μητέρες τουλάχιστον τριών τέκνων, το προνό-μιο της χειραφεσίας από την επιτροπεία των ανδρών συγγενών και της ελεύθερης διαχείρισης της περιουσίας τους. Το προνόμιο αυτό επικαλούνται με υπερηφάνεια γυναίκες όλων των κοινωνικών τάξεων σε επιγραφές και παπύρους.

7.7. Κληρονομικό δίκαιοΟι διατάξεις του κληρονομικού δικαίου απασχόλησαν έντονα τους Ρωμαίους νομικούς, καθώς η κληρονομική διαδοχή αποτελούσε βασικό τρόπο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων αλλά και χρεών. Το ένα τέταρτο πε-ρίπου των διατάξεων του Πανδέκτη του Ιουστινιανού (βλ. παραπάνω 5.5.4.3), είναι αφιερωμένο σε ζητήματα κληρονομικού δικαίου. Η περιουσία κάποιου μπορούσε να κληρονομηθεί είτε εκ διαθήκης είτε εξ αδιαθέτου, όταν ο κληρονομούμενος είχε αποβιώσει χωρίς να αφήσει διαθήκη ή αν αυτή ήταν άκυρη. Βασικός σκοπός της διαθήκης ήταν ο ορισμός κληρονόμου (heres), ο οποίος θα υπεισέρχονταν στη θέση του κληρονομούμε-νου από νομική άποψη (καθολική κληρονομική διαδοχή), συνεχίζοντας επίσης τα θρησκευτικά καθήκοντα της οικογένειας (sacra), εκτελώντας τις επιθυμίες που είχε διατυπώσει ο νεκρός, φροντίζοντας τον τάφο του, πληρώνοντας τα χρέη του και ενεργώντας ως ο γενικός κληρονόμος του. Ιδίως οι εύποροι Ρωμαίοι συνήθιζαν να συντάσσουν διαθήκες, καθώς η ρύθμιση της τύχης της οικογενειακής περιουσίας μετά θάνατον θεωρούνταν μέρος των υποχρεώσεων του επιμελούς paterfamilias. Οι αριστοκράτες συνήθιζαν, επίσης, να αφήνουν με τις διαθήκες τους, χρηματικά ποσά σε φίλους, σε ένδειξη τιμής ή ευγνωμοσύνης για υπηρεσίες, που τους είχαν παράσχει εν ζωή, ή σε πρόσωπα με επιρροή, όπως πολιτικούς ή στρατηγούς (π.χ. ο Αύγουστος έγινε αποδέκτης μεγάλου αριθμού κληροδοσιών), καλλιεργώντας έτσι και μετά θάνατον τις διασυνδέσεις της οικογένειας. Η διαθήκη αποτελούσε, επιπροσθέτως, μέσο για την άσκηση κριτικής σε οικείους και μη, για τον έλεγχο μελών της οικογένειας μέσω της αποκλήρωσης και για την περιγραφή των επιτευγμάτων του αποθανόντος (όπως η σωζόμενη σε επιγραφή μακροσκελής διαθήκη του Αυγούστου).

Η διαθήκη έπρεπε απαραιτήτως να περιλαμβάνει τον ορισμό κληρονόμου. Μπορούσε να περιλαμβάνει και άλλες διατάξεις τελευταίας βούλησης, όπως το να ορίζει κάποια υποχρέωση στον κληρονόμο να δώσει κάποια παροχή σε τρίτο (κληροδότημα ή καταπίστευμα), το να προβλέπει τον ορισμό επιτρόπου για τα ανήλικα τέκνα, την απελευθέρωση δούλων, κ.ά. Λεπτομερείς κανόνες όριζαν τα πρόσωπα που δικαιούνταν να συντάξουν δι-

Page 11: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

119

αθήκη, τον τύπο των διαθηκών, τον τρόπο σύνταξης, τις προϋποθέσεις κύρους και απόδειξης της γνησιότητάς τους (με μάρτυρες που παρίσταντο κατά τη σύνταξή τους και έθεταν τις σφραγίδες τους στο έγγραφο) και τη διαδικασία ανοίγματος της διαθήκης, η οποία ενδιέφερε και το κράτος, που εισέπραττε φόρο επί της κληρονο-μίας. Τόσο το ζήτημα του κύρους των διαθηκών (οι πλαστογραφίες ήταν συχνό φαινόμενο) όσο και το ζήτημα της ερμηνείας της αληθινής βούλησης του διαθέτη και οι διεκδικήσεις ή αμφισβητήσεις του κληρονομικού δικαιώματος μεταξύ των κληρονόμων, αποτελούσαν συνηθέστατη αφορμή για δικαστικές διενέξεις.

Η κληρονομική διαδοχή κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο (ius civile) ονομάζεται hereditas. Bασίζεται στη διάκριση των μορφών συγγένειας σε adgnatio και cognatio. Η adgnatio ήταν η εξ αρρενογονίας συγγένεια, δηλαδή το σύνολο των συγγενών μέσω της ανδρικής γραμμής της οικογένειας. Π.χ. ένας άνδρας συνδέεται με adgnatio με την αδελφή του, όχι όμως με τα παιδιά της (τα ανίψια του), που υπάγονται στην potestas του πατέρα τους. (Το παλαιότερο σύστημα επωνύμων του σύγχρονου ελληνικού δικαίου, όταν τα παιδιά έπαιρναν υποχρεωτικά το επώνυμο του πατέρα τους, επιτρέπει να αντιληφθούμε κατ’ αναλογία το σύστημα της adgnatio, στην οποία θα ανήκαν όλοι οι συγγενείς μίας οικογένειας με το ίδιο επώνυμο). Η cognatio, από την άλλη, υποδηλώνει την εξ αίματος συγγένεια, είτε με τη μορφή της adgnatio είτε όχι.

Εικόνα 7.7. Laudatio Turiae: Ρωμαϊκή επιγραφή του 1ου αι. π.Χ. αφιερωμένη στη μνήμη της Turia, από τον σύζυγό της, με εκτενή έπαινο για τον υποδειγματικό χαρακτήρα και τη συμπεριφορά της ως συζύγου του, όσο ήταν εν ζωή. Πηγή: https://commons.wikimedia.org (εικόνα με ένδειξη «κοινό κτήμα [public domain]»), τελ. προσπέλαση με επιβεβαίωση άδειας: 15.12.2015.

Στην εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, οι κληρονόμοι καλούνται στην κληρονομία κατά σειρά τάξεων που ορίζονται από τον νόμο, κάθε μία εκ των οποίων αποκλείει την επόμενη. Πρώτα καλούνται τα πρόσωπα, που τελούσαν υπό την εξουσία του κληρονομουμένου (οι λεγόμενοι sui, στους οποίους περιλαμβάνεται και η σύζυγος, μόνον αν είχε τελέσει αυστηρό γάμο, οπότε είχε υπαχθεί στην εξουσία του συζύγου της) (εικόνα 7.7). Αν αυτά δεν υπάρχουν, η κληρονομία περνά στους πλησιέστερους συγγενείς με δεσμούς adgnatio. Αν δεν υπάρχουν ούτε τα πρόσωπα αυτά, στους αρχαϊκούς χρόνους η κληρονομία περνά στο γένος (gens) του αποβιώ-σαντος, ενώ αργότερα θεωρείται αδέσποτη.

Το αυστηρό κληρονομικό σύστημα του ius civile απέκλειε τα πρόσωπα με συγγενικό δεσμό cognatio, όπως και τέκνα, που είχαν χειραφετηθεί και δεν υπάγονταν πλέον στην πατρική εξουσία, από το δικαίωμα κληρονο-μίας. Χάρη στις παρεμβάσεις των πραιτόρων, κατέστη δυνατό τα πρόσωπα αυτά (αν δεν υπήρχαν κληρονόμοι adgnati), δηλαδή οι πλησιέστεροι λοιποί συγγενείς και ο επιζών σύζυγος, ύστερα από αίτησή τους, να λάβουν στην νομή τους την κληρονομία (bonorum possessio). Με τον τρόπο αυτό, «διορθώνοντας» την αυστηρότητα του ius civile (βλ. και 6.1.1.1), οι πραίτορες επέτρεψαν σε πρόσωπα της οικογένειας να καταστούν πραγματικοί

Page 12: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

120

κληρονόμοι, δημιουργώντας ένα παράλληλο σύστημα κληρονομικής διαδοχής σε τάξεις. Οι πραίτορες παρεί-χαν επίσης, με ένδικο βοήθημα, προστασία σε πρόσωπα που είχαν αδίκως αποκλεισθεί από τη διαθήκη του κληρονομουμένου.

Ο κληρονόμος (heres) θεωρείται καθολικός διάδοχος του κληρονομούμενου, υπεισέρχεται δηλαδή σε όλα τα δικαιώματα αλλά και τις υποχρεώσεις του, κληρονομώντας και τα τυχόν χρέη της περιουσίας του. Οι κληρο-νόμοι διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

1. Sui heredes (νόμιμοι αναγκαίοι κληρονόμοι): τα υπεξούσια μέλη της οικογένειας του paterfamilias, που με τον θάνατό του γίνονται αυτεξούσια. Αυτοί κληρονομούν αυτομάτως κατά τον θάνατο του κληρονο-μούμενου, ακόμα και εάν δεν το επιθυμούν. Ο κληρονομούμενος πρέπει υποχρεωτικά να τους αναφέρει όλους ονομαστικά στη διαθήκη του, έχει όμως το ελεύθερο να ορίσει άλλους ως κληρονόμους, φθάνει να τους αποκληρώσει ρητά και ονομαστικά. Αν ο διαθέτης απλώς και μόνον παρέλειπε να αναφέρει κάποιον από τους sui στη διαθήκη του, αυτή κηρυσσόταν άκυρη. Με νόμο (Lex Falcidia) ορίστηκε ότι το ¼ της περιουσίας του κληρονομουμένου έπρεπε να δεσμευθεί υπέρ των αναγκαίων κληρονόμων (sui). Με τον θεσμό της νόμιμης μοίρας αναγνωρίζεται στους στενότερους συγγενείς (αρχικά τους κατιόντες και ανιό-ντες του διαθέτη, αργότερα και τους ομοπάτριους αδελφούς) δικαίωμα σε ελάχιστο ποσοστό της κληρο-νομίας του αποβιώσαντος. Από τους πραίτορες χορηγήθηκε προοδευτικά η δυνατότητα στα πρόσωπα της κατηγορίας αυτής να αποποιηθούν την κληρονομία, αν αυτή συνίστατο κυρίως σε χρέη.

2. Extranei heredes (εξωτικοί κληρονόμοι): άτομα εκτός της οικογένειας, που μπορούσαν να ορισθούν κληρονόμοι με διαθήκη ή να κληρονομήσουν κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής δι-αδοχής. Δεν κληρονομούν αυτομάτως αλλά πρέπει να εκδηλώσουν τη σχετική πρόθεση αποδοχής της κληρονομίας.

3. Necessarii heredes (αναγκαίοι κληρονόμοι): Σε περίπτωση που ο διαθέτης βαρύνονταν κυρίως με χρέη (damnosa hereditas), μπορούσε να απελευθερώσει με τη διαθήκη του έναν δούλο και να τον καταστήσει κληρονόμο του, ο οποίος κληρονομούσε αναγκαστικά τα χρέη, φέροντας το σχετικό κοινωνικό στίγμα, αν και δεν ευθυνόταν προσωπικά για την αποπληρωμή τους πέραν του ενεργητικού της κληρονομίας.

7.8. Δίκαιο των πραγμάτων Στην τριμερή διάκριση του δικαίου, κατά το Γάιο, το ένα μέρος είναι αφιερωμένο στο δίκαιο των πραγμάτων (res). Μεταξύ των πραγμάτων νοούνται τόσο όσα αποτελούνται από ύλη, κινητά και ακίνητα, όσο και τα άυλα αγαθά, εφόσον έχουν οικονομική αξία, όπως είναι οι απαιτήσεις. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο των πραγμάτων περιλαμ-βάνει στοιχεία εμπράγματου δικαίου, ενοχικού και κληρονομικού, αφορά δηλαδή τις πάσης φύσεως σχέσεις των ανθρώπων με τα πράγματα.

Το αρχαϊκό Ρωμαϊκό Δίκαιο των συμβάσεων διακρίνεται από τυπικότητα. Ορισμένες δικαιοπραξίες, ιδίως για τη μεταβίβαση της κυριότητας, προκειμένου να παραγάγουν δεσμευτικά αποτελέσματα, απαιτούν την τή-ρηση τύπου, που συνίσταται στην εκφώνηση ορισμένων δημόσιων πανηγυρικών λόγων ή την τέλεση πράξεων ενώπιον μαρτύρων. Η τυπικότητα αυτή καθιστούσε σαφή και αδιαμφισβήτητη τη δήλωση βούλησης των μερών και πανηγυρική τη δέσμευσή τους.

Αρχικά, η μεταβίβαση κυριότητας μπορούσε να γίνει με την mancipatio, που αποτελούσε μία εικονική πώ-ληση. Γινόταν παρουσία μαρτύρων και ενός άνδρα που κρατούσε ζυγό, τον οποίο ο αγοραστής ακουμπούσε με ένα κομμάτι χαλκού (σύμβολο τιμήματος προ-χρηματικής οικονομίας), εκφωνώντας ορισμένα λόγια. Το ίδιο τελετουργικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για άλλες δικαιοπραξίες πανηγυρικού χαρακτήρα, όπως η χειραφεσία (βλ. ανωτέρω) ή η σύνταξη διαθήκης. Ένας άλλος τρόπος μεταβίβασης της κυριότητας ήταν η in iure cessio. Αποτελούσε μία εικονική δίκη, στην οποία ο αποκτών εμφανιζόταν ενώπιον του πραίτορα σαν να διεκδικούσε το πράγμα. Ο μεταβιβάζων συμφωνούσε ή δεν εναντιωνόταν στο αίτημά του και το πράγμα επιδικαζόταν στον αποκτώντα. Μόνο με τους δύο ως άνω τρόπους μπορούσαν αρχικά να μεταβιβασθούν μία κατηγορία πραγμάτων που ονομάζονταν res mancipi (περιλάμβανε κυρίως τα ακίνητα επί ιταλικού εδάφους, τους δούλους, τα υποζύγια, με άλλα λόγια, τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία σε μία αγροτική κοινωνία). Ο αυστηρός, όμως, αυτός τύπος, όσο η οικονομική ζωή εξελισσόταν και γινόταν πιο περίπλοκη, ήταν συχνά δύσκολο να τηρηθεί. Προοδευτικά, το δίκαιο των συμβάσεων προσαρμόστηκε στις ανάγκες των συναλλαγών, δημιουργώντας συμβατικές δεσμεύσεις με μόνη τη συναίνεση των μερών. Ο απλούστερος τρόπος που επικρά-τησε εντέλει στις συναλλαγές ήταν η απλή παράδοση (traditio) του πράγματος μεταξύ δύο προσώπων, δηλαδή μία φυσική πράξη μεταβίβασης του πράγματος από τον ένα στον άλλο, που υποκρύπτει όμως μία νόμιμη αιτία

Page 13: Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια και περιουσία › bitstream › 11419 › 5278 › 1 › 09...109 Κεφάλαιο 7. Πρόσωπα, οικογένεια

121

(iusta causa), δηλαδή την ειδικότερη συμφωνία που αποτελεί τον λόγο της μεταβίβασης, όπως π.χ. μία συμφω-νία πώλησης.

Οι Ρωμαίοι νομικοί δεν διαμόρφωσαν μία αφηρημένη έννοια «σύμβασης», αλλά επιμέρους είδη συμβάσεων (όπως η πώληση, η μίσθωση, το δάνειο, η παρακαταθήκη, κ.ά.), καθώς και «ευέλικτες» κατηγορίες συμβάσεων, στις οποίες μπορούσε να υπαχθεί ένας ανεξάντλητος αριθμός συναλλαγών. Εξαιρετικά σημαντική συνεισφορά των Ρωμαίων νομικών στο δίκαιο των συμβάσεων αποτέλεσε η ανάπτυξη της έννοιας της καλής πίστης (bona fides) ως θεμέλιου των συναλλαγών. Η καλή πίστη –ας μην λησμονούμε ότι οι Ρωμαίοι λάτρευαν και ως θεά την πίστη (Fides)–, γινόταν αντιληπτή ως η υποχρέωση να τηρεί κανείς το λόγο του, χωρίς να προσπαθεί να ξεγελάσει τον αντισυμβαλλόμενο. Η λήψη υπόψη της καλής πίστης υιοθετήθηκε από τους πραίτορες κατά τη σύνταξη της formula, της έγγραφης οδηγίας προς το δικαστή (βλ. 6.1.1.2). Ο πραίτορας μπορούσε να περιλάβει στη formula την εντολή προς το δικαστή να λάβει υπόψη του, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατι-κών, και την ύπαρξη ή μη καλής πίστης (bona fides) των μερών κατά τη συναλλαγή, για την οποία καλούνταν να κρίνει. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μία κατηγορία συμβάσεων, όπως η αγοραπωλησία, η μίσθωση, η εταιρεία και η εντολή –από τις σημαντικότερες της οικονομικής ζωής–, που μπορούσαν να συναφθούν απλώς και μόνο με τη συναίνεση των μερών, ανεξαρτήτως της τήρησης κάποιου τύπου. Από τους Ρωμαίους νομικούς διαμορφώθηκε, επίσης, ως στοιχείο του δικαίου των συναλλαγών η αντίθετη έννοια, αυτή του δόλου (dolus) ή κακής πίστης, καθώς και αυτή της culpa (αμέλειας). Οι Ρωμαίοι δημιούργησαν, τέλος, την έννοια της diligentia (επιμέλειας), που πρέπει να επιδεικνύει κάποιος στις συναλλαγές, θέτοντας ως μέτρο επιμελούς συμπεριφοράς αυτή του συνετού οικογενειάρχη (bonus paterfamilias). Είναι προφανής η επίδραση αυτών των εννοιών και των κατηγοριών του Ρωμαϊκού Δικαίου στα σύγχρονα αγγλοσαξωνικά και ηπειρωτικο-ευρωπαϊκά δίκαια (στα οποία ανήκει, βέβαια, και το Ελληνικό Δίκαιο), κάτι που καταδεικνύει την καίρια συμβολή του στη διαμόρφω-ση του σύγχρονου νομικού πολιτισμού (τουλάχιστον) του λεγόμενου Δυτικού Κόσμου.

Βιβλιογραφία/ΑναφορέςBerger, Adolf (1953). Encyclopedic Dictionary of Roman Law. Philadelphia. Borkowski, Andrew & Du Plessis, Paul, (1994). Textbook on Roman Law. Oxford.Hunter, William-Alexander (1885). A Systematic and Historical Exposition of Roman Law in the Order of a

Code. London. Humbert, Michel (2012). Πολιτικοί και Κοινωνικοί Θεσμοί της Αρχαιότητας. (ελλ. μετ. Ι. Τζαμτζής) Αθή-

να-Θεσσαλονίκη.Nicholas, Barry (1962). An Introduction to Roman Law. Oxford.Schulz, Fritz (1951). Classical Roman Law. Oxford.Sherwin-White, Adrian-Nicholas (1980). The Roman Citizenship. Oxford.Veyne, Paul & Aris, Philippe & Duby, Georges (Eds.); Brown, Peter & Patalgean, Evelyne & Rouche, Michel

& Thebert, Yvon & Veyne, Paul (2010). Ιστορία της ιδιωτικής ζωής από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στο τέλος της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. (ελλ. μετ. Β. Πατσογιάννης). Αθήνα.

Villers, Robert (1972). Rome et le droit privé. Paris.Zimmermann, Reinhard (1996). The Law of Obligations: Roman Foundations of the Civilian Tradition.

Oxford.Γκόφας, Δημήτριος, (2011). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα. Νάκος, Γεώργιος (1991). Ιστορία ελληνικού και ρωμαϊκού δικαίου, Θεσσαλονίκη.Πετρόπουλος, Γεώργιος (1963). Ιστορία και εισηγήσεις του ρωμαϊκού δικαίου. Αθήνα.Τρωιάνος, Σπυρίδων & Βελισσαροπούλου-Καράκωστα, Ιουλία (2010). Ιστορία δικαίου, Αθήνα.