Download - Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

Transcript
Page 1: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

ΑΡΙΣΟΣΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΗΜΙΟ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ ΣΜΗΜΑ ΦΙΛΟΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΦΙΛΟΟΦΙΚΗ ΧΟΛΗ ΣΟΜΕΑ ΦΙΛΟΟΦΙΑ

ΔΗΜΗΣΡΑ ΑΝΑΣΑΙΟΤ

ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΣΙΚΟΣΗΣΑ ΣΟΝ WITTGENSTEIN

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΣΗ: ΝΙΚΟΛΑΟ ΑΤΓΕΛΗ

ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ 2011

Page 2: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

ΔΗΜΗΣΡΑ ΑΝΑΣΑΙΟΤ

ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΣΙΚΟΣΗΣΑ ΣΟΝ WITTGENSTEIN

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΤΜΒΟΤΛΕΤΣΙΚΗ ΕΠΙΣΡΟΠΗ: ΝΙΚΟΛΑΟ ΑΤΓΕΛΗ, Επιβλέπων

Καθηγητής, ΩΚΡΑΣΗ ΔΕΛΗΒΟΓΙΑΣΖΗ, Καθηγητής, ΠΑΝΑΓΙΩΣΗ

ΘΑΝΑΑ, Επίκουρος Καθηγητής (Μέλος)

ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ 2011

Page 3: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟ

ΠΡΩΣΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΣΙΚΟΣΘΣΑ ΣΟ TRACTATUS

I. Θ ΟΝΣΟΛΟΓΙΑ ΣΟΤ TRACTATUS

1. Ο κόςμοσ ωσ ολότθτα γεγονότων: «Γεγονόσ»

και «κατάςταςθ πραγμάτων».........................................................1

2. Σο αντικείμενο…………………………………………………………………………..5

II. ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΘ

1. Θ πρόταςθ ωσ εικόνα…………………………………………………………………13

2. Θ ζννοια του ιςομορφιςμοφ………………………………………………………26

3. Θ λογικι μορφι…………………………………………………………………………31

III. «ΛΕΓΕΙΝ» ΚΑΙ «ΔΕΙΚΝΤΕΙΝ»

1. Ο ολιψιςμόσ…………………………………………………………………………….36

2. «Λζγειν» και «δεικνφειν»…………………………………………………………..43

3. Θ φιλοςοφία ωσ δραςτθριότθτα………………………………………………..52

ΔΕΤΣΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΣΙΚΟΣΘΣΑ ΣΘΝ ΤΣΕΡΘ ΦΙΛΟΟΦΙΑ ΣΟΤ

WITTGENSTEIN

1. Από το Tractatus ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ»………………………….59

2. «ΓΛΩΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ» ΚΑΙ ΜΟΡΦΕ ΗΩΘ

2.1. Θ γζνεςθ και θ ανάπτυξθ του όρου «γλωςςικό

παιχνίδι»………………………………………………………………………….79

Page 4: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

2.2. Οντολογικζσ προχποκζςεισ τθσ ςθμαςιολογικισ

λειτουργίασ τθσ γλϊςςασ………………………………………………..90

2.3. Θ ςθμαςιολογικι λειτουργία των λζξεων ςτο

γλωςςικό παιχνίδι και οι οντολογικζσ προχποκζ-

ςεισ τθσ……………………………………………………………………………93

2.4. «θμαςία», «χριςθ», «κατανόθςθ»: ςυνζπειεσ

και προβλιματα τθσ κεωρίασ του νοιματοσ

του Wittgenstein……………………………………………………………..98

2.4.1. Σο επιχείρθμα τθσ Ιδιωτικισ Γλϊςςασ………………………112

2.5. Θ ΤΓΚΡΟΣΘΘ ΣΩΝ ΑΝΣΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΣΘ ΓΛΩΑ

2.5.1. Οι ζννοιεσ «γραμματικι» και «γραμματικι

πρόταςθ»………………………………………………………………….141

2.5.2. Σο υπερβατολογικό status των γραμματικϊν

προτάςεων……………………………………………………………….146

2.5.3. Σο ζργο τθσ φιλοςοφίασ……………………………………………152

ΕΠΙΛΟΓΟ…………………………………………………………………………………………..164

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ……………………………………………………………………………………173

Page 5: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

ΤΝΣΟΜΟΓΡΑΦΙΕ

BB The Blue and Brown Books

FM Foundations of Mathematics

L Lectures on Aesthetics

LPE Wittgenstein’s Notes for Lectures on “Private Experience” and

“Sense Data”

NFL Notes For Lectures

OC On Certainty

PG Philosophische Grammatik

PI Philosophical Investigations

PS Preliminary Studies

RFM Remarks on Foundations of Mathematics

TLP Tractatus Logico Philosophicus

WWK Wittgenstein und der Wiener Kreis

Z Zettel

Page 6: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

ΠΡΟΛΟΓΟ

Ο Wittgenstein χρθςιμοποιεί ςτο πρϊιμο και φςτερο ζργο του

τουσ όρουσ «γλϊςςα» και «πραγματικότθτα» με διαφορετικζσ ςθμαςίεσ.

το Tractatus ο όροσ γλϊςςα ςθμαίνει τθν ολότθτα των αποφαντικϊν

προτάςεων, ενϊ ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» τθν ολότθτα των

γλωςςικϊν παιχνιδιϊν. το Tractatus θ γλϊςςα ζχει ςτενότερθ ςθμαςία:

ςθμαίνει τον αποφαντικό λόγο που ζχει τιμι αλικειασ, ενϊ ςτισ

«Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» θ γλϊςςα ζχει ευρφτερο περιεχόμενο, κακϊσ

είναι άρρθτα ςυνδεδεμζνθ με τισ μορφζσ ηωισ των ομιλοφντων

υποκειμζνων. το Tractatus θ γλϊςςα, όπωσ κα δοφμε, είναι ετερόνομθ,

ενϊ ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» θ γλϊςςα (γραμματικι) είναι

αυτόνομθ, γι’ αυτό και διαφορετικά ο Wittgenstein προςεγγίηει το

πρόβλθμα τθσ ςχζςθσ τθσ με τθν πραγματικότθτα ςτο πρϊιμο και ςτο

φςτερο ζργο του.

Ο όροσ «πραγματικότθτα» ςτο Tractatus δθλϊνει από τθν μια

μεριά τον κόςμο όπωσ τον απαντοφμε ςτθν κακθμερινι εμπειρία μασ

και από τθν άλλθ τον κόςμο ωσ προσ τθν μορφι του, είναι δθλαδι μια

τυπικι ζννοια, ζννοια τθσ οντολογίασ, όπωσ θ ζννοια «αντικείμενο». το

Tractatus ο Wittgenstein επιχειρεί να δείξει ότι θ Λογικι είναι το ςθμείο

επαφισ μεταξφ γλϊςςασ και πραγματικότθτασ: θ λογικι τθσ γλϊςςασ

είναι ςυνάμα και λογικι του κόςμου.

Page 7: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

το φςτερο ζργο του ο Wittgenstein εγκαταλείπει τισ οντολογικζσ

προχποκζςεισ του Tractatus: δεν υπάρχει μια πραγματικότθτα

κακεαυτι που απεικονίηεται ςτθ γλϊςςα με τθν ζννοια ότι οι δομζσ τθσ

γλϊςςασ πρζπει να ςυμμορφϊνονται με τισ οντολογικζσ δομζσ για να

μποροφν να απεικονίςουν τθν πραγματικότθτα, αλλά αντίκετα θ

γλϊςςα είναι που κακιςτά ςε μασ προςιτό τον κόςμο. το Tractatus θ

πραγματικότθτα και θ γλϊςςα ζχουν τθν ίδια λογικι μορφι, κακϊσ

δείχνεται ςτθ γλϊςςα και θ οποία αποτελεί το ςθμείο επαφισ τθσ

γλϊςςασ με τον κόςμο. τισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» εγκαταλείπεται ο

λογικόσ δογματιςμόσ του Tractatus. Θ Γραμματικι που είναι αυτόνομθ

διαμεςολαβεί τϊρα ανάμεςα ςτθ γλϊςςα (ςκζψθ) και τθν

πραγματικότθτα.

τθν εργαςία μασ κα επιχειριςουμε μια λογικι αναςυγκρότθςθ

τθσ αλλαγισ αυτισ ςτον τρόπο που ο Wittgenstein κεματοποιεί τθν

ςχζςθ γλϊςςασ και πραγματικότθτασ και κα προςπακιςουμε να

αναδείξουμε επιμζρουσ πτυχζσ τθσ ακολουκϊντασ τα ίχνθ που άφθςε ο

ίδιοσ ςτο δρόμο του από το Tractatus ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ».

Θα ικελα να ευχαριςτιςω κερμά τον Ομότιμο Κακθγθτι κφριο

Νικόλαο Αυγελι, ο οποίοσ ανζλαβε τθν επίβλεψθ τθσ διατριβισ μου και

με κακοδιγθςε κακ’ όλθ τθ διάρκεια τθσ εκπόνθςισ τθσ, κακϊσ επίςθσ

και τον Κακθγθτι κφριο ωκράτθ Δελθβογιατηι και τον Επίκουρο

Κακθγθτι κφριο Παναγιϊτθ Θαναςά.

Page 8: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

1

ΠΡΩΣΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΣΙΚΟΣΗΣΑ ΣΟ TRACTATUS

I. Η ΟΝΣΟΛΟΓΙΑ ΣΟΤ TRACTATUS

1. Ο κόςμοσ ωσ ολότθτα γεγονότων: «Γεγονόσ» και «Κατάςταςθ

πραγμάτων»

Ο Wittgenstein υπθρετοφςε ςτο ανατολικό μζτωπο (1914)1, όταν

διάβαςε ςε ζνα περιοδικό για μια δίκθ ςτο Ραρίςι που αφοροφςε ζνα

αυτοκινθτιςτικό δυςτφχθμα, κατά τθν οποία ζνα πρόπλαςμα που

αναπαριςτοφςε το δυςτφχθμα παρουςιάςτθκε ςτο δικαςτιριο2. Ο

Wittgenstein ςκζφτθκε ότι το πρόπλαςμα μποροφςε να αναπαριςτά το

δυςτφχθμα λόγω τθσ αντιςτοιχίασ των μερϊν του (μικρισ κλίμακασ

αναπαραςτάςεισ ςπιτιϊν, αυτοκινιτων, ανκρϊπων) με τθν πραγμα-

τικότθτα (πραγματικά ςπίτια, άνκρωποι, αυτοκίνθτα). Σκζφκθκε επίςθσ

ακολουκϊντασ τθν αναλογία αυτι, ότι και για μια πρόταςθ μποροφμε να

1 Ο Wittgenstein ςυμμετείχε ςτον Α’ Ραγκόςμιο Ρόλεμο ςτο πλευρό του αυςτριακοφ ςτρατοφ. Βλζπε R. Monk: “L. Wittgenstein: Το χρζοσ τθσ μεγαλοφυϊασ», ςελ. 115 2 R. Monk: “L. Wittgenstein: Το χρζοσ τθσ μεγαλοφυϊασ», ςελ. 120

Page 9: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

2

ποφμε ότι επζχει κζςθ προπλάςματοσ ι εικόνασ μιασ κατάςταςθσ

πραγμάτων δυνάμει μιασ παρόμοιασ αντιςτοιχίασ μεταξφ των μερϊν τθσ

και του κόςμου. Ο τρόποσ με τον οποίο τα μζρθ τθσ πρόταςθσ είναι

ςυνδυαςμζνα (δομι τθσ πρόταςθσ) απεικονίηει ζναν δυνατό ςυνδυαςμό

ςτοιχείων τθσ πραγματικότθτασ, μια δυνατι κατάςταςθ πραγμάτων.

Από τα θμερολόγια του Wittgenstein μποροφμε να τοποκετιςουμε

τθν θμερομθνία γζννθςθσ τθσ κεωρίασ τθσ Απεικόνιςθσ τθσ γλϊςςασ γφρω

ςτισ 29 Σεπτεμβρίου του 19143. Τθν θμζρα εκείνθ ζγραψε: «Μζςα ςτθν

πρόταςθ ζνασ κόςμοσ ςυντίκεται, τρόπον τινά, πειραματικά». Ολόκλθρο

τον Οκτϊβριο ο Wittgenstein ανζπτυςςε τισ ςυνζπειεσ αυτισ τθσ ιδζασ, τθν

οποία ονόμαςε «Κεωρία τθσ Λογικισ Αναπαράςταςθσ»: Ππωσ ζνα ςκίτςο

ι μια ηωγραφιά αναπαριςτά γραφικά, ζτςι και θ πρόταςθ αναπαριςτά

λογικά. Με άλλα λόγια, υπάρχει (και πρζπει να υπάρχει) μια κοινι λογικι

δομι μεταξφ μιασ πρόταςθσ (λ.χ. «Το γραςίδι είναι πράςινο») και μιασ

κατάςταςθσ πραγμάτων (ότι το γραςίδι είναι πράςινο). Αυτι θ κοινι δομι

είναι που δίνει ςτθ γλϊςςα τθν δυνατότθτα να αναπαριςτά τθν

πραγματικότθτα.

Ρϊσ θ γλϊςςα απεικονίηει τον κόςμο; Ροια είναι τα χαρακτθριςτικά

γνωρίςματα τθσ γλϊςςασ και του κόςμου που κακιςτοφν δυνατι τθν εν

λόγω απεικόνιςθ;

Σχεδόν παρά τθν κζλθςι του ο Wittgenstein αναγκάςτθκε να

παραδεχκεί, ότι υπάρχει μια τάξθ: ο κόςμοσ απαρτίηεται από γεγονότα κι

όχι από πράγματα (αντικείμενα), που ζχουν μεταξφ τουσ ςυγκεκριμζνεσ

ςχζςεισ. Τα γεγονότα αυτά (οι ςχζςεισ μεταξφ των αντικειμζνων)

απεικονίηονται ςτισ ςχζςεισ μεταξφ των ςυμβόλων μιασ πρόταςθσ. Αν

3 R. Monk: “L. Wittgenstein: Το χρζοσ τθσ μεγαλοφυϊασ», ςελ. 121

Page 10: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

3

όμωσ θ γλϊςςα αναλφεται ςε ατομικζσ προτάςεισ, τότε φαίνεται ότι

πρζπει να υπάρχουν ατομικά γεγονότα που αντιςτοιχοφν ςε αυτζσ τισ

ατομικζσ προτάςεισ. Και όπωσ οι ατομικζσ προτάςεισ δεν μποροφν να

αναλυκοφν περαιτζρω, ζτςι και τα ατομικά γεγονότα είναι ςχζςεισ μεταξφ

απλϊν και όχι ςφνκετων αντικειμζνων. Ο Wittgenstein δεν μποροφςε να

δϊςει παραδείγματα οφτε για τθν ατομικι πρόταςθ οφτε για το ατομικό

γεγονόσ, οφτε μποροφςε να πει τι ιταν ζνα απλό «αντικείμενο». Τα

«αντικείμενα» ςτθν ολότθτά τουσ ςυνιςτοφν τον «λογικό χϊρο» (TLP 1.13).

Ο λογικόσ χϊροσ, κατά τον Wittgenstein, είναι θ ςφαίρα του δυνατοφ ι

του νοθτοφ που περιζχει όλεσ τισ καταςτάςεισ πραγμάτων, υπαρκτζσ ι μθ

υπαρκτζσ.

«Ο κόςμοσ είναι θ ολότθτα των γεγονότων, όχι των πραγμάτων»

(TLP 1.1). Ο Wittgenstein χρθςιμοποιεί τον όρο «γεγονόσ» με τον ίδιο

τρόπο που ο όροσ αυτόσ χρθςιμοποιείται και ςτθν κοινι γλϊςςα

εννοϊντασ ο,τιδιποτε εκφράηει μια αλθκινι κατάςταςθ. Συνεπϊσ το

«γεγονόσ» μπορεί να είναι κετικό ι αρνθτικό (TLP 2.06) και ατομικό ι

ςφνκετο (TLP 4.2211). Τα γεγονότα δεν μποροφν να οριςτοφν, αλλά

μποροφμε να εξθγιςουμε τι εννοοφμε λζγοντασ ότι τα γεγονότα είναι

αυτά που κάνουν τισ προτάςεισ αλθκείσ ι ψευδείσ.

Για τον Stenius, αν θ αγγλικι απόδοςθ του όρου tatsache είναι

«γεγονόσ» και του sachverhalt είναι μια «κατάςταςθ πραγμάτων», ιςχφει

ότι: «Μια κατάςταςθ πραγμάτων είναι κάτι που μπορεί να υφίςταται (να

είναι αλθκινό) ι όχι. Μια υπαρκτι (αλθκινι) κατάςταςθ πραγμάτων είναι

ζνα γεγονόσ»4. «Θ απλοφςτατθ πρόταςθ, θ ςτοιχειϊδθσ πρόταςθ,

ιςχυρίηεται τθν φπαρξθ μιασ κατάςταςθσ πραγμάτων» (TLP 4.21) και τότε

4 E. Stenius: “Wittgenstein’s Tractatus - A Critical Exposition of its Mainlines of Thought”, ςελ. 32

Page 11: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

4

υποκζτουμε, ότι τα ςτοιχεία τθσ ςτοιχειϊδουσ προτάςεωσ (που ο

Wittgenstein αποκαλεί «λογικά απλά») μποροφν να κεωρθκοφν κατα-

ςτάςεισ πραγμάτων (sachverhalte), ενϊ ςφμφωνα με τθν αγγλικι απόδοςθ

του όρου tatsache (γεγονόσ) οι καταςτάςεισ πραγμάτων είναι «ατομικζσ».

Θ ζννοια μιασ κατάςταςθσ πραγμάτων προχποκζτει ότι:

i. Μια (ατομικι) κατάςταςθ πραγμάτων είτε είναι υπαρκτι (αλθκινι)

είτε όχι. Μια υπαρκτι ατομικι κατάςταςθ πραγμάτων ονομάηεται

«ατομικό γεγονόσ» (Ο κόςμοσ περιγράφεται πλιρωσ, αν όλα τα ατο-

μικά γεγονότα είναι γνωςτά και επιπλζον από το ότι αυτά είναι όλα

τα γεγονότα. Μια πρόταςθ –αλθκισ ι ψευδισ- που ιςχυρίηεται τθν

φπαρξθ ενόσ ατομικοφ γεγονότοσ καλείται «ατομικι πρόταςθ». Πλεσ

οι ατομικζσ προτάςεισ είναι λογικά ανεξάρτθτεσ θ μια από τθν άλλθ.

Καμιά ατομικι πρόταςθ δεν ςυνεπάγεται οποιαδιποτε άλλθ, οφτε

αντιφάςκει προσ οποιαδιποτε άλλθ).

ii. Οι ατομικζσ προτάςεισ είναι ανεξάρτθτεσ μεταξφ τουσ.

iii. Ωσ γενικόσ κανόνασ αυτι θ ανεξαρτθςία ζχει ιςχφ ςτισ ατομικζσ κα-

ταςτάςεισ πραγμάτων. Οι καταςτάςεισ πραγμάτων γενικά δεν είναι

ανεξάρτθτεσ μεταξφ τουσ.

iv. Μια ατομικι κατάςταςθ πραγμάτων περιγράφεται ςτθ γλϊςςα με

μια ςτοιχειϊδθ πρόταςθ.

«Θ ολότθτα των υπαρχουςϊν καταςτάςεων πραγμάτων είναι ο

κόςμοσ» (TLP 2.04). Και κακϊσ «θ ολότθτα των γεγονότων κακορίηει αυτό

που ςυμβαίνει κι αυτό που δεν ςυμβαίνει» (TLP 1.12), ο Wittgenstein

ιςχυρίηεται ότι «θ ολότθτα των υπαρχουςϊν καταςτάςεων πραγμάτων

κακορίηει ακόμα ποιεσ καταςτάςεισ πραγμάτων δεν υπάρχουν» (TLP 2.05).

Λίγο πιο κάτω υποςτθρίηει ότι «θ φπαρξθ και θ μθ φπαρξθ καταςτάςεων

Page 12: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

5

πραγμάτων είναι θ πραγματικότθτα» (TLP 2.06) κι επιπλζον, ότι «θ ςφνολθ

πραγματικότθτα είναι ο κόςμοσ» (TLP 2.063). Με άλλα λόγια, δεδομζνων

όλων των υπαρχουςϊν καταςτάςεων πραγμάτων, μποροφμε να κα-

ταςκευάςουμε όλεσ τισ δυνατζσ καταςτάςεισ πραγμάτων –και αυτζσ που

υπάρχουν και αυτζσ που δεν υπάρχουν. Και με αυτό τον τρόπο θ δομι τθσ

πραγματικότθτασ εμπλζκεται ςτθ δομι του κόςμου και αντίςτροφα.

2. Σο αντικείμενο

«Αυτό που ςυμβαίνει –το γεγονόσ- είναι θ φπαρξθ καταςτάςεων

πραγμάτων» (TLP 2). Ραρουςιάηοντασ ο Wittgenstein ςτθν ςυνζχεια τθν

εςωτερικι δομι μιασ κατάςταςθσ πραγμάτων δθλϊνει ότι «θ κατάςταςθ

πραγμάτων είναι μια ςφνδεςθ αντικειμζνων (πραγμάτων)» (TLP 2.01) και

ότι «είναι ουςιαςτικό για το αντικείμενο να μπορεί να είναι το ςυςτατικό

ςτοιχείο μιασ κατάςταςθσ πραγμάτων» (TLP 2.011). Οι δυο ζννοιεσ

(«αντικείμενο» και «κατάςταςθ πραγμάτων») δεν μποροφν να κατα-

νοθκοφν χωριςτά: Μια κατάςταςθ πραγμάτων αποτελείται μόνο από

αντικείμενα –ι καλφτερα –από τον ςυςχθματιςμό των αντικειμζνων (TLP

2.0272). Ρϊσ ςυνδζονται τα αντικείμενα μεταξφ τουσ; Θ απάντθςθ του

Wittgenstein είναι ςαφισ: «όπωσ οι κρίκοι μιασ αλυςίδασ» (TLP 2.03). Στθν

κατάςταςθ πραγμάτων τα αντικείμενα ςτζκουν το ζνα προσ το άλλο «κατά

ζναν οριςμζνο τρόπο» (ΤLP 2.031). Οι ςυνδετικζσ ςχζςεισ μεταξφ

αντικειμζνων ςε καταςτάςεισ πραγμάτων ςυνοψίηονται ςτισ ακόλουκεσ

τζςςερισ κζςεισ:

Page 13: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

6

i. Αν κάτι μπορεί να αποτελεί ςυςτατικό ςτοιχείο μιασ κατάςταςθσ

πραγμάτων, τότε είναι απαραίτθτα ςυςτατικό μιασ κατάςταςθσ

πραγμάτων (TLP 2.011).

ii. Αν κάτι μπορεί να είναι ςυςτατικό ςτοιχείο μιασ κατάςταςθσ

πραγμάτων, τότε είναι απαραίτθτα ςυςτατικό ςτοιχείο κάποιασ

κατάςταςθσ πραγμάτων (TLP 2.0121).

iii. Αν κάτι μπορεί να είναι ςυςτατικό ςτοιχείο ενόσ ςυγκεκριμζνου

είδουσ κατάςταςθσ πραγμάτων, τότε είναι απαραίτθτα ςυςτατικό

ςτοιχείο αυτοφ του είδουσ κατάςταςθσ πραγμάτων (TLP 2.0123).

iv. Αν κάτι μπορεί να είναι ςυςτατικό ςτοιχείο ενόσ ςυγκεκριμζνου

είδουσ κατάςταςθσ πραγμάτων, τότε απαραίτθτα είναι ςυςτατικό

ςτοιχείο κάποιασ κατάςταςθσ πραγμάτων αυτοφ του είδουσ (TLP

2.0131).

Κατά τον Wittgenstein, τα αντικείμενα δεν υπάρχουν μεμονωμζνα

αλλά μόνο μζςα ςτισ καταςτάςεισ πραγμάτων. Πλεσ οι ςυνδζςεισ

αντικειμζνων ςε καταςτάςεισ, δθλαδι όλα τα γεγονότα, είναι ο κόςμοσ.

«Ο κόςμοσ είναι όλα όςα ςυμβαίνουν» (TLP 1). Δεν πρζπει όμωσ να

δθμιουργθκεί θ εντφπωςθ ότι το όλο εγχείρθμα του Wittgenstein ζχει το

χαρακτιρα εμπειρικισ ζρευνασ. Ο Wittgenstein ςπεφδει να υπογραμμίςει

ςτο Tractatus, ότι τα γεγονότα δεν βρίςκονται ςτο φυςικό χϊρο αλλά ςτον

λογικό χϊρο, που είναι ο τόποσ όλων των δυνατοτιτων. Το ότι ο κόςμοσ

είναι θ ολότθτα των γεγονότων δεν είναι αντικείμενο εμπειρικοφ ελζγχου,

αλλά αποτελεί τον λογικό όρο που κακιςτά τθν εμπειρικι ζρευνα εν γζνει

δυνατι. Αν για τουσ κλαςικοφσ ατομιςτζσ ο «χϊροσ» είναι ζνα ανεξάρτθτο

ενδιάμεςο ςτο οποίο κινοφνται τα πράγματα (τα πράγματα απαιτοφν χϊρο

κι όχι αντίςτροφα), για τον Wittgenstein θ κατάςταςθ πραγμάτων είναι ο

Page 14: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

7

χϊροσ όπου εμφανίηεται το πράγμα. Δίχωσ το χϊρο αυτό θ παρουςία του

πράγματοσ είναι αδιανόθτθ. «Κάκε πράγμα βρίςκεται ιδθ μζςα ςε ζνα

χϊρο δυνατϊν καταςτάςεων πραγμάτων. Αυτό τον χϊρο μπορϊ να τον

φανταςτϊ κενό, όχι όμωσ το πράγμα χωρίσ το χϊρο» (TLP 2.013).

Για τον Wittgenstein το γεγονόσ ι θ κατάςταςθ πραγμάτων είναι μια

αναγκαία ςυνκικθ δυνατότθτασ του αντικειμζνου. Ζνα αντικείμενο πρζπει

να υπάρχει κάπου ςτον λογικό χϊρο, όμωσ τίποτα ςτο χϊρο δεν ορίηει μια

κακοριςμζνθ κζςθ. Δίχωσ αντικείμενα δεν κα υπιρχε χϊροσ, αλλά τίποτα

ςτθν μορφι αυτϊν των αντικειμζνων δεν κακορίηει ποια τμιματα του

χϊρου καλφπτονται. Ο ιδιαίτεροσ τρόποσ με τον οποίο τα αντικείμενα

ζχουν ςυνοχι ςε ζνα ατομικό γεγονόσ (κατάςταςθ πραγμάτων) ονομάηεται

«δομι» του γεγονότοσ και θ «δυνατότθτα» τθσ δομισ ονομάηεται «μορ-

φι» του γεγονότοσ (TLP 2.032, 2.033).

«Στθν λογικι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αν το πράγμα μπορεί να

εμφανίηεται ςτθν κατάςταςθ πραγμάτων, τότε θ δυνατότθτα τθσ

κατάςταςθσ πραγμάτων πρζπει να προδικάηεται μζςα ςτο ίδιο το πράγμα»

(TLP 2.012). Αυτό ςθμαίνει ότι θ δυνατότθτα εμφάνιςθσ ενόσ αντικειμζνου

ςε μια κατάςταςθ πραγμάτων πρζπει να προςδιορίηεται ιδθ μζςα ςτο

πράγμα (TLP 2.0121). Θ Λογικι δεν μπορεί να προδικάςει ποια

ςυγκεκριμζνα αντικείμενα (πράγματα) υπειςζρχονται ςτισ καταςτάςεισ

πραγμάτων, επειδι ο κόςμοσ ςε εμπειρικό επίπεδο ζχει ςυμπτωματικό

χαρακτιρα, κα μποροφςε δθλαδι να εμφανιςκεί και διαφορετικά. Θ

Λογικι αςχολείται με τθν λογικι δομι του κόςμου και μπορεί να

αποφανκεί a priori για δυο πράγματα: α) ότι πρζπει να υπάρχουν

ςυγκεκριμζνα αντικείμενα (πράγματα) και β) ότι τα πράγματα που

υπάρχουν πρζπει να προδικάηονται ςε ό,τι αφορά τισ λογικζσ τουσ

Page 15: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

8

ςχζςεισ. Επιπλζον, «όπωσ δεν μποροφμε να φανταςτοφμε κακόλου χω-

ροδιάςτατα αντικείμενα ζξω από το χϊρο και χρονικά αντικείμενα ζξω

από τον χρόνο, ζτςι δεν μποροφμε να φανταςτοφμε κανζνα αντικείμενο

ζξω από τθ δυνατότθτα τθσ ςφνδεςισ του με άλλα. Αν μπορϊ να

φανταςτϊ το αντικείμενο ςτον ςφνδεςμο τθσ κατάςταςθσ πραγμάτων, δεν

μπορϊ να το φανταςτϊ ζξω από τθ δυνατότθτα αυτοφ του ςυνδζςμου»

(TLP 2.0121). Κι εν κατακλείδι: «τα αντικείμενα περιζχουν τθ δυνατότθτα

όλων των καταςτάςεων» (TLP 2.014).

Αυτό που ο Wittgenstein χαρακτθρίηει ωσ «αντικείμενο» δεν ανικει

ςτθν κατθγορία των γεγονότων. Στον κόςμο ειςζρχεται μόνο ωσ ςυςτατικό

ςτοιχείο των γεγονότων. Ροια είναι όμωσ θ ςχζςθ των αντικειμζνων με τθν

πραγματικότθτα; Τα αντικείμενα αποτελοφν τθν ουςία του κόςμου (TLP

2.021). Και γι’ αυτό τα αντικείμενα είναι απλά (TLP 2.02). Αν ιταν ςφνκετα,

κα ζπρεπε να αναλυκοφν ι να παφςουν να υφίςτανται. Αλλά κακϊσ

αποτελοφν τθν ςθμαςία των απλϊν ονομάτων, αν ζπαυαν να υπάρχουν,

τα ονόματα κα ςτεροφνταν ςθμαςίασ και οι προτάςεισ των οποίων

αποτελοφν ςυςτατικά ςτοιχεία κα ςτεροφνταν νοιματοσ. Κι αν ο κόςμοσ

ςτεροφνταν ουςίασ αποτελοφμενθσ από αντικείμενα, τότε το αν μια

πρόταςθ είχε νόθμα (ιταν αλθκισ ι ψευδισ), κα εξαρτιόταν από μια άλλθ

αλθκι πρόταςθ. Αν κάκε αντικείμενο ιταν ςφνκετο, θ ανάλυςθ δεν κα

ζφτανε ποτζ ςε ζνα τζλοσ. Κι ωσ εκ τοφτου δε κα μακαίναμε αν οι

προτάςεισ μασ ζχουν νόθμα, κι οφτε κα φτάναμε ςτισ προτάςεισ των

οποίων θ αλικεια διακρίνεται μζςα από τθν ςφγκριςθ με τθν

πραγματικότθτα.

Ο Wittgenstein διακρίνει το νόθμα από τθν αλικεια. Θ διάκριςθ

αυτι ωςτόςο προχποκζτει ότι υπάρχουν απλά αντικείμενα, διότι ςφνκετα

Page 16: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

9

αντικείμενα δεν μποροφν να διαςφαλίςουν τθν ανεξαρτθςία του νοιματοσ

από τθν αλικεια. Το ότι μια πρόταςθ ζχει νόθμα ςθμαίνει ότι μπορεί να

είναι αλθκισ ι ψευδισ, ακόμθ κι αν δεν είμαςτε ςε κζςθ να κρίνουμε αν

είναι αλθκισ ι ψευδισ. Μια πρόταςθ όμωσ δεν ζχει νόθμα, επειδι είναι

αλθκισ ι ψευδισ, αλλά, αντίκετα, είναι αλθκισ ι ψευδισ διότι ζχει

νόθμα. Και οι ψευδείσ προτάςεισ ζχουν νόθμα (π.χ. «θ ςελινθ είναι

μεγαλφτερθ από τθ γθ»). Αυτό ςθμαίνει, ότι υπάρχει μια ςχζςθ γλϊςςασ

και κόςμου που είναι προγενζςτερθ από τθν αλικεια ι το ψεφδοσ αυτϊν

που λζμε. Αυτό που δίνει νόθμα ςε μια πρόταςθ πρζπει να είναι

ανεξάρτθτο από αυτό που δίνει τθν αλικεια τθσ. Πταν λζω για

παράδειγμα «βρζχει», το νόθμα τθσ πρόταςθσ αυτισ είναι το ίδιο είτε

βρζχει είτε δεν βρζχει. Θ κατανόθςθ είναι ανεξάρτθτθ από το αν ςυμβεί το

γεγονόσ.

O Wittgenstein γράφει ςτο Tractatus ότι «θ πραγματικότθτα

τελεςίδικα πρζπει να προςδιορίηεται από τθν πρόταςθ με ζνα ναι ι με ζνα

όχι. Για να γίνει αυτό πρζπει θ πρόταςθ να δίνει μια πλιρθ περιγραφι τθσ

πραγματικότθτασ…» (TLP 4.023). Επιπλζον, «με αυτό τον τρόπο θ εικόνα

ςυνδζεται με τθν πραγματικότθτα: φτάνει ωσ αυτιν. Τοποκετείται ςαν

ζνασ μετρικόσ κανόνασ πάνω ςτθν πραγματικότθτα. Μόνο τα ακρότατα

ςθμεία των γραμμϊν υποδιαίρεςθσ του κανόνα αγγίηουν το αντικείμενο

που μετράμε» (TLP 2.1511 και TLP 2.1521).

Τα αντικείμενα μασ παρζχουν τθν μορφι του κόςμου –όχι το

«υλικό» του περιεχόμενο. Το ςφνολο των αντικειμζνων μάσ παρζχει τα

όρια όλων των δυνατϊν κόςμων. Θ εκάςτοτε αλλαγι ςτον κόςμο είναι το

αποτζλεςμα των διαφορετικϊν ςυνδζςεων των αντικειμζνων. Εκτόσ από

απλά, τα αντικείμενα είναι επίςθσ άφκαρτα και αμετάβλθτα –ςτακερά

Page 17: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

10

(TLP 2.0271). Αν το νόθμα του ονόματοσ ςτο Tractatus είναι το

αντικείμενο, θ δυνατότθτα του να υφίςταται το αντικείμενο αλλαγι

αποτελεί ταυτόχρονα και τθ δυνατότθτα μεταβολισ του νοιματοσ του

ονόματοσ λόγω αυτοφ που ςυμβαίνει ςτον κόςμο. Εξαιτίασ αυτοφ, ο

Wittgenstein προβάλλει τθν αξίωςθ να είναι τα αντικείμενα ςτακερά και

άφκαρτα (TLP 2.027, 2.0271). Ο ιςχυριςμόσ ότι ζνα αντικείμενο ζχει

υποςτεί μεταβολι ι φκορά κα πρζπει να ςυνοδεφεται οπωςδιποτε από

τθν περιγραφι του αντικειμζνου. Αλλά αν τα αντικείμενα είναι απλά, δεν

αποτελοφνται από ςυςτατικά μζρθ και ςυνεπϊσ δεν μποροφν να

περιγραφοφν. Ομοίωσ, δεν μποροφμε να ιςχυριςτοφμε ότι ζνα αντικείμενο

δεν ζχει μεταβλθκεί ι αλλοιωκεί. Κι αυτό επειδι κα ζπρεπε να δείξουμε

ότι το αντικείμενο ιταν αμετάβλθτο κι άφκαρτο πριν το δθλϊςουμε εμείσ

(TLP 4.1272). Με αυτι τθν ζννοια «το αντικείμενο είναι το ςτακερό, το

υπάρχον» (TLP 2.0272): δεν ζχει κανζνα νόθμα να ποφμε ότι το αντι-

κείμενο υφίςταται –ι όχι, μεταβολι ι φκορά. Και κακϊσ τα αντικείμενα

αποτελοφν τθν ουςία του κόςμου, είναι φυςικό να κεωροφνται «άχρονα»

(TLP 2.027) και «κακολικά»5. Ωςτόςο, για τον Black οι χαρακτθριςμοί

«άχρονα» και «κακολικά» είναι μάλλον επιπόλαιοι, αφοφ «το μόνο που

πραγματικά γνωρίηουμε για τα αντικείμενα είναι ότι υπάρχουν»6.

Τι κα μποροφςε ν’ αποτελζςει παράδειγμα του «αντικειμζνου»,

όπωσ αυτό ςυλλαμβάνεται ςτο Tractatus; Ο Wittgenstein παρά το γεγονόσ

ότι κάνει εκτεταμζνθ χριςθ του όρου, αδυνατεί να δϊςει παραδείγματα

των απλϊν αντικειμζνων. Θ δυςκολία είναι αποτζλεςμα τθσ φφςθσ των

αντικειμζνων –τα αντικείμενα είναι απλά. Κα μποροφςαμε να τα

ςκεφτοφμε ωσ το νόθμα των απλϊν ςθμείων (TLP c.f. 3.203), ωσ πράγματα

5 J. Bogen: “Wittgenstein’s Philosophy of Language”, ςελ. 61 6 M. Black: “A Companion to Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 57

Page 18: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

11

που μποροφμε να δείξουμε ι να τα ορίςουμε με «λογικά κατάλλθλα

ονόματα»7.

Απλά ονόματα αντιςτοιχοφν ςτα αντικείμενα. Δεν ζχουν νόθμα,

αλλά μόνο αναφορά και θ αναφορά τουσ είναι το αντικείμενο που

ςυμβολίηουν. Πμοια με τα αντικείμενα, τα ονόματα είναι απροςδιόριςτα.

Ο ρόλοσ τουσ είναι θ ςφνδεςθ τθσ προταςιακισ μορφισ με οριςμζνα

αντικείμενα, «…να ‘καρφιτςϊςουν’ τθν γενικι περιγραφι του κόςμου ςτον

κόςμο»8. Το όνομα είναι πάντα το όνομα ενόσ ατομικοφ πράγματοσ –και

μια ςτοιχειϊδθσ πρόταςθ αποτελείται από ατομικά πράγματα. Τα

ονόματα είναι ςτοιχεία τθσ εικόνασ (πρόταςθσ). Κάκε εικόνα προχποκζτει

ζνα «κλειδί» ερμθνείασ και ο ρόλοσ των ονομάτων είναι να προμθκεφςουν

τθν πρόταςθ με ζνα τζτοιο κλειδί, ϊςτε να κακιςτά τθν κατανόθςθ τθσ

πρόταςθσ ωσ εικόνα δυνατι. «Ζνα όνομα παίρνει τθ κζςθ ενόσ πράγματοσ,

ζνα άλλο τθ κζςθ ενόσ άλλου πράγματοσ, και μεταξφ τουσ είναι

ςυνδεμζνα, και με αυτό τον τρόπο το ςφνολο παρουςιάηει –ςαν μια

ηωντανι εικόνα –τθν κατάςταςθ πραγμάτων» (TLP 4.0311). Ο ρόλοσ των

ονομάτων είναι να υποκακιςτοφν τα αντικείμενα ςτθν πρόταςθ (TLP 3.22).

Εν ολίγοισ, θ περιγραφι του κόςμου ςτο Tractatus ζχει ωσ εξισ: Ο

κόςμοσ αποτελείται από γεγονότα. Τα γεγονότα δεν μποροφν να οριςτοφν,

αλλά μποροφμε να εξθγιςουμε τι εννοοφμε λζγοντασ πωσ γεγονότα είναι

αυτά που κάνουν τισ προτάςεισ αλθκείσ ι ψευδείσ. Τα γεγονότα μποροφν

να ςφγκεινται από μζρθ που και αυτά είναι γεγονότα ι να μθν ςφγκεινται

από τζτοια μζρθ. Για παράδειγμα, «Ο Σωκράτθσ ιταν ζνασ ςοφόσ

Ακθναίοσ» αποτελείται από τα εξισ δυο γεγονότα: «Ο Σωκράτθσ ιταν

ςοφόσ» και «Ο Σωκράτθσ ιταν Ακθναίοσ». Ζνα γεγονόσ που δεν ζχει

7 M. Black: “A Companion to Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 57 (υποςθμείωςθ) 8 E. Shanker: “L. Wittgenstein- Critical Assessments”, ςελ.82

Page 19: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

12

κακόλου μζρθ που και αυτά είναι γεγονότα ο Wittgenstein το ονομάηει

Sachverhalt –και είναι το ίδιο με εκείνο που ονομάηει «ατομικό γεγονόσ».

Ζνα ατομικό γεγονόσ, παρόλο που δεν ςφγκειται από μζρθ που είναι και

αυτά γεγονότα, ςφγκειται ωςτόςο από μζρθ που ονομάηουμε «απλά

πράγματα» ι «αντικείμενα» (Για παράδειγμα, αν κεωριςουμε ότι «Ο

Σωκράτθσ είναι ςοφόσ» ωσ ατομικό γεγονόσ, αντιλαμβανόμαςτε ότι

ςφγκειται από τα ςυςτατικά ςτοιχεία «Ο Σωκράτθσ» και «ςοφόσ»). Τα

αντικείμενα αποτελοφν τα ςυςτατικά ςτοιχεία των γεγονότων, ενϊ δεν

ζχουμε καμιά εμπειρικι γνϊςθ γι’ αυτά. Θ ςχζςθ τουσ με τθν

πραγματικότθτα είναι ότι αποτελοφν τθν ουςία του κόςμου και γι’ αυτό

είναι απλά, άφκαρτα και αμετάβλθτα. Ο κόςμοσ δεν περιγράφεται απλϊσ

με τθν ονοματοκεςία όλων των αντικειμζνων που υπάρχουν εντόσ του –

είναι επίςθσ αναγκαίο να γνωρίηουμε τα ατομικά γεγονότα που ζχουν ςαν

ςυςτατικά τουσ ςτοιχεία αυτά τα αντικείμενα. Μια πρόταςθ (αλθκισ ι

ψευδισ) που ιςχυρίηεται τθν φπαρξθ ενόσ ατομικοφ γεγονότοσ καλείται

«ατομικι πρόταςθ». Πλεσ οι ατομικζσ προτάςεισ είναι λογικά ανεξάρτθτεσ

θ μια από τθν άλλθ. Καμία ατομικι πρόταςθ δεν ςυνεπάγεται

οποιαδιποτε άλλθ, οφτε αντιφάςκει προσ οποιαδιποτε άλλθ.

Αν δεχτοφμε ότι ο κόςμοσ είναι όπωσ τον περιγράψαμε (ζνα

μωςαϊκό από ατομικά γεγονότα ςτον λογικό χϊρο), πϊσ μπορεί θ γλϊςςα

ωσ θ ολότθτα των προτάςεων, που είναι αλθκείσ ι ψευδείσ, να

αναφζρεται ςτον κόςμο; Το ερϊτθμα αυτό επιχειροφμε να απαντιςουμε

ςτθν ςυνζχεια.

Page 20: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

13

II. ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ

1. Η πρόταςθ ωσ εικόνα

Μετά τθ διλωςθ «Αυτό που ςυμβαίνει, το γεγονόσ, είναι θ φπαρξθ

καταςτάςεων πραγμάτων» (TLP 2), ο Wittgenstein ςτρζφει ςτθν ςυνζχεια

το ενδιαφζρον του από τθ φφςθ του κόςμου ςτθ γλϊςςα: «Σχθματίηουμε

εικόνεσ των γεγονότων» (TLP 2.1). Μια εικόνα, λζει ο Wittgenstein, είναι

ζνα μοντζλο τθσ πραγματικότθτασ και ςτα αντικείμενα τθσ πραγ-

ματικότθτασ αντιςτοιχοφν τα ςτοιχεία τθσ εικόνασ: θ ίδια θ εικόνα είναι

ζνα γεγονόσ. Το πϊσ τα ςτοιχεία τθσ εικόνασ ςυςχετίηονται μεταξφ τουσ με

ζναν οριςμζνο τρόπο αποτελεί μια αναπαράςταςθ του πϊσ τα πράγματα

υπάρχουν ςτον κόςμο. «Στθν εικόνα και ςτο απεικονιηόμενο πρζπει να

υπάρχει κάτι ταυτόςθμο, ϊςτε γενικά το ζνα να μπορεί να είναι εικόνα του

άλλου. Αυτό που θ εικόνα πρζπει να ζχει κοινό με τθν πραγματικότθτα,

ϊςτε να μπορεί να τθν απεικονίηει ςωςτά ι λακεμζνα είναι θ

απεικονιςτικι μορφι τθσ εικόνασ» (TLP 2.161, 2.17).

Αλλά ποια είναι τα διακριτά χαρακτθριςτικά τθσ εικόνασ; Μια

εικόνα αποτελείται από ςτοιχεία (TLP 2.13: «Στα αντικείμενα αντιςτοιχοφν

μζςα ςτθν εικόνα τα ςτοιχεία τθσ εικόνασ»), τα οποία υποκακιςτοφν τα

αντικείμενα (TLP 2.131: «Τα ςτοιχεία τθσ εικόνασ υποκακιςτοφν ςτθν

εικόνα τα αντικείμενα»). Επιπλζον «τα απλά ςθμεία που χρθςι-

μοποιοφνται ςτθν πρόταςθ λζγονται ονόματα» (TLP 3.202). Το όνομα

ςθμαίνει το αντικείμενο. Το αντικείμενο είναι θ ςθμαςία του (ΤLP 3.203)

και «δεν μπορεί να αναλυκεί παραπζρα μ’ ζναν οριςμό, είναι

πρωτοςθμείο» (TLP 3.26). Τον Λοφλιο του 1932 ςε μια ςυηιτθςθ που είχε

Page 21: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

14

με τον Waismann9, ο Wittgenstein διλωςε ότι, όταν ζγραψε το Tractatus,

ςκζφτθκε ότι υπάρχει «μια ςφνδεςθ μεταξφ γλϊςςασ και πραγ-

ματικότθτασ»10. Στα χωρία TLP 2.1514, 2.1515 ο Wittgenstein εξάλλου

υποςτθρίηει ότι τα ςυνταιριάςματα των ςτοιχείων τθσ εικόνασ με τα

πράγματα είναι ςαν να λζγαμε «οι κεραίεσ των ςτοιχείων τθσ εικόνασ, με

τισ οποίεσ θ εικόνα αγγίηει τθν πραγματικότθτα». Επιπλζον «οι ςθμαςίεσ

των πρωτοςθμείων εξθγοφνται με διαςαφιςεισ, δθλαδι προτάςεισ που

περιζχουν τα πρωτοςθμεία. Μποροφμε να τισ καταλάβουμε μόνο, αν οι

ςθμαςίεσ αυτϊν των ςθμείων είναι κιόλασ γνωςτζσ» (TLP 3.263).

Κατά τον Black όμωσ αυτό το χωρίο (TLP 3.263) προκαλεί

ςφγχυςθ11, κακϊσ κεωρεί ότι –ςφμφωνα με τον Wittgenstein – ο μόνοσ

τρόποσ προςζγγιςθσ τθσ ςθμαςίασ του ονόματοσ είναι θ χριςθ του μζςα

ςτθν πρόταςθ, ενϊ θ ςθμαςία του μασ είναι ιδθ κατανοθτι. Ο Κenny

διαφωνεί: «…Αυτό που πραγματικά δεν λζει ο Wittgenstein ςτο TLP 3.263

είναι ότι πρϊτα μακαίνουμε τισ ςθμαςίεσ των ονομάτων και ςτθν ςυνζχεια

τα τοποκετοφμε μαηί ςτθν πρόταςθ. Οφτε λζει ότι, προτοφ καταλάβουμε

τισ προτάςεισ, πρζπει να καταλάβουμε προθγουμζνωσ τα ονόματα που

περιζχονται ςε αυτζσ, και πριν από αυτό πρζπει να κατανοιςουμε τισ

προτάςεισ ςτισ οποίεσ υπάρχουν. Αυτό που λζει είναι, ότι θ κατανόθςθ

των ονομάτων και των προτάςεων ‘ςτζκουν και πζφτουν μαηί’. Και είναι

αναμενόμενο, όταν ςτο χωρίο TLP 3.3 υποςτθρίηεται ότι ‘μόνο ςτον

ςυναπαρτιςμό τθσ πρόταςθσ ζχει ςθμαςία ζνα όνομα’ »12. Στο Tractatus το

όνομα ζχει μόνο αναφορά. Θ ςθμαςία του εξαρτάται από τθν

αντιςτοίχθςι του μ’ ζνα αντικείμενο. Το νόθμα τθσ πρόταςθσ εξαρτάται

9 E. Shanker: “L. Wittgenstein- Critical Assessments”, ςελ. 68 10 E. Shanker: “L. Wittgenstein- Critical Assessments”, ςελ. 68 11 E. Shanker: “L. Wittgenstein- Critical Assessments”, ςελ. 68 12 E. Shanker: “L. Wittgenstein- Critical Assessments”, ςελ. 68-69

Page 22: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

15

από τθν αντιςτοίχθςι τθσ με μια δυνατι κατάςταςθ πραγμάτων, τθσ

οποίασ αποτελεί λογικι εικόνα. Ο Wittgenstein ωςτόςο ακολουκεί τον

Frege ωσ προσ τθ βαςικι του κζςθ, ότι δθλαδι οι λζξεισ ζχουν ςθμαςία

(νόθμα) μόνο μζςα ςτισ προτάςεισ. Αντίκετα, οι προτάςεισ ζχουν νόθμα

και μάλιςτα ανεξάρτθτο τθσ αλικειασ ι του ψεφδουσ αυτϊν που λζμε.

Μια πρόταςθ δεν αποτελεί «ςυλλογι» ονομάτων, αφοφ τα ίδια τα

ονόματα δεν μποροφν να εκφράςουν ζνα νόθμα εν αντικζςει με τθν

πρόταςθ. «Θ πρόταςθ είναι διαρκρωμζνθ» (TLP 3.141): τα ςτοιχεία τθσ

εικόνασ ςυςχετίηονται κατά ζναν ςυγκεκριμζνο τρόπο. «Θ εικόνα

ςυνίςταται ςτο πϊσ τα ςτοιχεία τθσ ςυςχετίηονται μεταξφ τουσ με ζναν

οριςμζνο τρόπο» (TLP 2.14). Ζχει κακοριςμζνθ δομι που αποτελεί

εςωτερικι ιδιότθτα: «…Ασ ονομάςουμε τθν ςυςχζτιςθ των ςτοιχείων τθσ

εικόνασ «δομι» τθσ εικόνασ και τθ δυνατότθτα τθσ δομισ «μορφι» τθσ

απεικόνιςθσ» (TLP 2.15). Επιπλζον θ μορφι τθσ απεικόνιςθσ αποτελεί τον

αναγκαίο όρο για να μπορεί μια εικόνα να είναι εικόνα τθσ

πραγματικότθτασ ι των γεγονότων: «Αυτό που θ εικόνα ζχει κοινό με τθν

πραγματικότθτα ϊςτε να μπορεί να τθν απεικονίηει με τον τρόπο που τθν

απεικονίηει –ςωςτά ι λακεμζνα –είναι θ απεικονιςτικι μορφι τθσ

εικόνασ» (TLP 2.17) και «Θ εικόνα μπορεί να απεικονίηει κάκε

πραγματικότθτα τθσ οποίασ ζχει τθν μορφι» (TLP 2.171).

Για τον Wittgenstein ο κόςμοσ, όπωσ είπαμε, αποτελείται από

γεγονότα και παρόλο που δεν μποροφν να οριςτοφν, μποροφμε ωςτόςο να

μιλιςουμε γι’ αυτά. Αυτό ςχετίηεται με τθν a priori αναγκαιότθτα για τθν

φπαρξθ των απλϊν, επειδι δίχωσ αυτά «δεν μποροφμε να ςχεδιάςουμε

μια εικόνα του κόςμου» (TLP 2.0212). Κι όπωσ πρζπει να υπάρχουν

αντικείμενα για να υπάρξουν εικόνεσ, ζτςι πρζπει να υπάρχουν γεγονότα

Page 23: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

16

για να υπάρξουν εικόνεσ, κακϊσ θ εικόνα εξ οριςμοφ είναι εικόνα

γεγονότοσ (TLP 2.12). Μια «εικόνα» που δεν υποςθμαίνει ζνα γεγονόσ δεν

είναι αλθκισ ι ψευδισ κι ζτςι δεν ζχει κανζνα νόθμα (TLP 4.063). Θ

κεωρία του Wittgenstein για «κοινό ςτοιχείο» που είναι ταυτόςθμο ςτθν

εικόνα και ςτο γεγονόσ είναι θ απάντθςι του ςτο ερϊτθμα: Ροιοι είναι οι

αναγκαίοι όροι δυνατότθτασ τθσ γλϊςςασ; Ι αλλιϊσ: Ροια είναι θ

αναγκαία προχπόκεςθ που μασ επιτρζπει να μιλάμε για τον κόςμο; Ρρζπει

να υπάρχει, ςκζφτεται ο Wittgenstein, ζνα κοινό ςτοιχείο μεταξφ γλϊςςασ

και κόςμου και αυτό είναι θ «απεικονιςτικι μορφι»: «Αυτό που κάκε

εικόνα, αδιάφορο ποιάσ μορφισ, πρζπει να ζχει κοινό με τθν

πραγματικότθτα για να μπορεί να τθν απεικονίηει γενικά, ςωςτά ι

λακεμζνα, είναι θ λογικι μορφι –δθλαδι θ μορφι τθσ πραγματικότθτασ»

(TLP 2.18).

«Αν θ μορφι τθσ απεικόνιςθσ είναι θ λογικι μορφι, τότε θ εικόνα

ονομάηεται λογικι εικόνα» (TLP 2.181). Μια φωτογραφία είναι αυτό που ο

Wittgenstein αποκαλεί «χωροδιάςτατθ εικόνα» (TLP 2.171 b), όπου τα

«χωροδιάςτατα» υπαρκτά γνωρίςματα και οι ςχζςεισ των ςτοιχείων τθσ

φωτογραφίασ ςυντονίηονται με τα ίδια γνωρίςματα και τισ ςχζςεισ του

απεικονιηόμενου: θ εικόνα εν μζρει είναι «εικονικι»13. Μια πρόταςθ όμωσ

δεν μπορεί να είναι «εικονικι» κατά αυτόν τον τρόπο. Ζςτω θ πρόταςθ: «Θ

κόκκινθ μπάλα που υπάρχει πάνω ςτο λευκό μου πουκάμιςο». Θ ζκφραςθ

«κόκκινθ μπάλα» δεν μοιάηει κακόλου με τθν υπαρκτι κόκκινθ μπάλα

μου, ενϊ θ ςχζςθ μεταξφ των δυο εκφράςεων («θ κόκκινθ μπάλα» και «το

λευκό μου πουκάμιςο») είναι διαφορετικι τθσ χωροδιάςτατθσ ςχζςθσ

μεταξφ μπάλασ και πουκάμιςου. Τα τρία ςτοιχεία τθσ πρόταςθσ (οι

13 M. Black: “A Companion to Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 89

Page 24: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

17

εκφράςεισ «κόκκινθ μπάλα», «λευκό πουκάμιςο» και θ μεταξφ τουσ

ςχζςθ) βρίςκονται ςε ςυμφωνία –ςυμπίπτουν. Το γεγονόσ ότι τα τρία

ςτοιχεία είναι ενωμζνα ςτθν πρόταςθ ςθμαίνει, ότι και τα αντίςτοιχα

φυςικά ςτοιχεία είναι επίςθσ ενωμζνα. Θ ομοιότθτα τθσ ςυμφωνίασ ςτθν

πρόταςθ και ςε αυτό που το γεγονόσ απεικονίηει, αποτελεί το βαςικό

γνϊριςμα αυτοφ που ο Wittgenstein αποκαλεί «λογικι εικόνα» (ΤLP

2.181).

Μια εικόνα είναι «λογικι εικόνα», όταν θ απεικονιςτικι μορφι είναι

θ λογικι μορφι τθσ απεικόνιςθσ –δθλαδι όταν θ δομι τθσ εικόνασ δείχνει

ότι τα αντικείμενα μποροφν να δομθκοφν με τον ίδιο ακριβϊσ τρόπο, αλλά

κι όταν θ εικόνα «λζει» ότι τα αντικείμενα ζχουν ςυνδυαςτεί με αυτό τον

τρόπο14. Δεδομζνου ότι κάκε εικόνα μπορεί να κεωρθκεί γεγονόσ, κάκε

εικόνα πλθροί τουσ βαςικοφσ όρουσ του ν’ αποτελεί λογικι εικόνα (TLP

2.182 a). Θ λογικι εικόνα, λζει ο Wittgenstein, «παριςτάνει μια δυνα-

τότθτα για τθν φπαρξθ και τθν μθ φπαρξθ καταςτάςεων πραγμάτων» (TLP

2.201). Θ αλικεια τθσ εικόνασ ζγκειται ςτθν ςυμφωνία τθσ με τθν

πραγματικότθτα (TLP 2.21).

O Wittgenstein μιλάει για τθν ςχζςθ μεταξφ εικόνασ και πρόταςθσ

ςτα χωρία TLP 2.1, 2.11, 2.12, 2.13, 2.131, 2.14, 2.141, 2.15. Και οι δυο

(εικόνα και πρόταςθ) απεικονίηουν δυνατζσ καταςτάςεισ πραγμάτων, θ

μια μζςω υπαρκτισ αντικειμενικισ ομοιότθτασ και θ άλλθ, με το να

ςυςχετίηεται ςυμβατικά με τον κόςμο. Πμωσ ο Wittgenstein επικυμεί να

προχωριςει ακόμθ περιςςότερο: «Θ μορφι τθσ απεικόνιςθσ είναι θ

δυνατότθτα να ςυςχετίηονται τα πράγματα μεταξφ τουσ ζτςι όπωσ τα

ςτοιχεία τθσ εικόνασ» (TLP 2.151). Αυτό το ςχόλιο επιχειρεί να «φωτίςει»

14 M. Black: “A Companion to Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 89

Page 25: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

18

τθ φφςθ τθσ πρόταςθσ, ενϊ κα μποροφςε να υπονοεί κι ζνα είδοσ ςχζςθσ –

διαφορετικό από αυτό τθσ ςυμβατικότθτασ –μεταξφ πρόταςθσ και

υπαρκτισ κατάςταςθσ πραγμάτων. Ροια μπορεί να είναι αυτι θ ςχζςθ; Θ

απάντθςθ βρίςκεται ςε ό,τι ονομάηει «λογικι μορφι».

Ο Wittgenstein πίςτευε ότι, αν ζνα αντικείμενο μποροφςε να

υπάρξει ςε μια κατάςταςθ, «αυτι τθ δυνατότθτα κα ζπρεπε να τθν φζρει

εντόσ του το ίδιο το αντικείμενο»15. Τα αντικείμενα ζχουν λογικι μορφι ι

υπάρχουν ςτον λογικό χϊρο. Αυτό ςθμαίνει ότι θ ςχζςθ μεταξφ πρόταςθσ

και κόςμου δεν είναι εντελϊσ ςυμβατικι. Μια πρόταςθ ζχει λογικι μορφι,

όταν κακρεφτίηει τθν λογικι μορφι του κόςμου. Τι ακριβϊσ ςθμαίνει

αυτό; Ρροκειμζνου να ςυλλάβουμε τθν λογικι μορφι μιασ ζκφραςθσ,

αρκεί να καταλάβουμε τουσ κανόνεσ χριςθσ τθσ. Και είναι θ λογικι μορφι

που δίνει νόθμα ςε ζνα ςθμείο και όχι θ απόφαςι μασ να του δϊςουμε

εμείσ νόθμα. Με άλλα λόγια, δεν μποροφμε να επιλζξουμε οποιουςδιποτε

κανόνεσ γλϊςςασ επικυμοφμε, αλλά μόνον εκείνουσ που απεικονίηουν τθν

λογικι δομι του κόςμου16. Αυτό που μποροφμε να κάνουμε είναι να

χρθςιμοποιιςουμε το ςθμείο λογικά. Ππωσ λζει ο Wittgenstein: «Το

ςθμείο κακορίηει μια λογικι μορφι μόνο μαηί με τθν λογικο-ςυντακτικι

του χρθςιμοποίθςθ» (TLP 3.327).

Για τον Wittgenstein θ πρόταςθ είναι ζνα ςφνολο ςθμείων που

υπόκεινται ςτουσ κανόνεσ τθσ γλϊςςασ, οι οποίοι απεικονίηουν τθν λογικι

μορφι. Τα ςθμεία αυτά, όταν λαμβάνονται ξεχωριςτά, παριςτάνουν τα

αντικείμενα που υπάρχουν ςτον κόςμο, κι όταν βρίςκονται ςε πλιρθ

διάταξθ, μασ παρζχουν μια εικόνα αυτοφ που κα μποροφςε να υπάρξει. Θ

πρόταςθ αποτελεί λογικι εικόνα, όταν απεικονίηει τθν πραγματικότθτα

15 H.O. Mounce: “Wittgenstein’s Tractatus –An Introduction”, ςελ. 27 16 H.O. Mounce: “Wittgenstein’s Tractatus –An Introduction”, ςελ. 29

Page 26: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

19

«όπωσ τθν φανταηόμαςτε» (TLP 4.01b). Κατά ςυνζπεια, «θ βαρφτθτα

μετατοπίηεται ςτθν αόρατθ λογικι μορφι»17: εκεί πρζπει να ψάξουμε για

τθν ουςία του κόςμου κι όχι ςτθ φυςικι ομοιότθτα μεταξφ εικόνασ και

απεικονιηόμενου. Σθμειϊνεται δε, ότι θ λογικι μορφι δείχνεται ςε ό,τι

μπορεί να λζγεται για τον κόςμο –τα γεγονότα, ενϊ τίποτα δεν μπορεί να

ειπωκεί για τθν ίδια.

Θ προταςιακι εικόνα χαρακτθρίηεται από μια αςάφεια –εκείνθ

μεταξφ ςθμείου και ςυμβόλου18. Ο Wittgenstein ορίηει «ςθμείο» το μζροσ

του ςυμβόλου που γίνεται αντιλθπτό από τισ αιςκιςεισ (TLP 3.32). Το

ςφμβολο μπορεί να ονομάηεται «τρόποσ υποςιμανςθσ» του ςθμείου (TLP

3.321). Ζτςι δυο ι περιςςότερα ςθμεία μποροφν να ζχουν το ίδιο ςφμβολο

από κοινοφ («red» ςτα αγγλικά, «rot» ςτα γερμανικά). Επιπλζον τα ςθμεία

είναι αυκαίρετα, ενϊ τα ςφμβολα δεν είναι (TLP 3.322). Κατά ζναν ιδανικό

τρόπο, για να αποφευχκεί θ αςάφεια, θ γλϊςςα μασ κα πρζπει πάντα να

ζχει ζνα διαφορετικό ςθμείο οπουδιποτε υπάρχει ζνα διαφορετικό

ςφμβολο και αντίςτροφα. Κα αποφεφγαμε ζτςι τθν ςφγχυςθ μεταξφ δυο

ςυμβόλων, ενϊ κα διακρίναμε ξεκάκαρα το νόθμα διαφορετικϊν

ςυμβόλων.

Μόνο ωσ ςθμείο και όχι ωσ ςφμβολο μπορεί θ πρόταςθ να κεωρθκεί

γεγονόσ. Ακόμθ, θ πρόταςθ πρζπει να είναι γεγονόσ τουλάχιςτον κατά

κάποια ζννοια, γιατί μόνο ζνα γεγονόσ μπορεί να ζχει τον ιςομορφιςμό με

ζνα άλλο γεγονόσ, που είναι τόςο βαςικόσ ςτθ κεωρία του νοιματοσ για

τον Wittgenstein. Ζνα γεγονόσ ωσ ςθμείο απεικονίηει ζνα άλλο γεγονόσ

χάρθ ςτον ιςομορφιςμό τθσ απεικονιςτικισ μορφισ. Το ερϊτθμα που

τίκεται τότε είναι, γιατί ζνα γεγονόσ αποτελεί εικόνα κι ζνα άλλο αποτελεί

17 M. Black: “A Companion to Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 162 18 J.C. Morrison: “Meaning & Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 50

Page 27: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

20

το απεικονιηόμενο γεγονόσ19. Είναι ξεκάκαρο ότι όλα τα γεγονότα δεν

μποροφν να λειτουργιςουν ωσ εικόνεσ, επειδι οι φυςικζσ και αντιλθπτζσ

ιδιότθτζσ τουσ μπορεί να μθν είναι επαρκείσ να τισ κάνουν επίςθσ εικόνεσ

–να τουσ δϊςουν απεικονιςτικι μορφι.

Θ εικόνα είναι επίςθσ ςφμβολο. Το να γίνεται μια εικόνα ςφμβολο

κακορίηεται ευρζωσ από τθν λειτουργία του ωσ μζροσ τθσ γλϊςςασ μασ

(TLP 3.326, 3.327, 3.328). Ζνα γεγονόσ γίνεται εικόνα-ςφμβολο αποκτϊντασ

ζναν ςυγκεκριμζνο ρόλο ςτθ γλϊςςα. Ο αναγκαίοσ όροσ για να γίνει ζνα

γεγονόσ εικόνα-ςφμβολο είναι να κατζχει τθν ίδια λογικι μορφι με το

γεγονόσ που ςκοπεφει να απεικονίςει. «Μια εικόνα είναι ζνα γεγονόσ –ζνα

γεγονόσ που τα ςτοιχεία του ςυςχετίηονται μεταξφ τουσ με οριςμζνο

τρόπο» λζει ο Ramsey20, ενϊ ςτο TLP 2.15 ο Wittgenstein ιςχυρίηεται, ότι ο

ςυςχετιςμόσ των ςτοιχείων τθσ εικόνασ μεταξφ τουσ με οριςμζνο τρόπο

φανερϊνει, ότι τα αντικείμενα ςτο γεγονόσ ςυςχετίηονται μεταξφ τουσ

όμοια. Θ δυνατότθτα απεικόνιςθσ αυτισ τθσ ςυςχζτιςθσ των ςτοιχείων τθσ

εικόνασ και του γεγονότοσ αποτελεί τθν απεικονιςτικι μορφι τθσ

πρόταςθσ (TLP 2.151).

Θ ςτοιχειϊδθσ πρόταςθ (θ απλοφςτατθ πρόταςθ) αποτελείται από

ζναν ςυςχετιςμό ονομάτων (TLP 4.22). Ο τρόποσ με τον οποίο τα ονόματα

ςυςχετίηονται ςτισ ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ ςκοπεφει ν’ αναπαραςτιςει τον

τρόπο με τον οποίο τα αντικείμενα παρίςτανται μαηί ςε μια κατάςταςθ

πραγμάτων. Αυτόσ ο ςυςχετιςμόσ των ςτοιχείων εικόνασ και γεγονότοσ

είναι εξωτερικόσ (και είναι αποτζλεςμα τθσ πρακτικισ εφαρμογισ των

προτάςεων ςτθν πραγματικότθτα) και εςωτερικόσ21 (ωσ αναγκαίοσ όροσ

19 J.C. Morrison: “Meaning & Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 51 20 J.C. Morrison: “Meaning & Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 52 21 J.C. Morrison: “Meaning & Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 52

Page 28: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

21

για τθν εφαρμογι αυτι, κι ωσ εκ τοφτου είναι λογικόσ. Αν οι προτάςεισ

μποροφν να απεικονίςουν τθν πραγματικότθτα, πρζπει να κατζχουν τθν

ίδια λογικι πολλαπλότθτα με αυτι που δείχνουν (TLP 4.04). Αυτι είναι μια

τζλεια λογικι προχπόκεςθ τθσ δυνατότθτασ τθσ γλϊςςασ).

«Πχι: Το ςφνκετο ςθμείο “aRb” λζει πωσ το a βρίςκεται ςτθ ςχζςθ R

ωσ προσ το b, αλλά: πωσ το “a” βρίςκεται ςε μια οριςμζνθ ςχζςθ ωσ προσ

το “b” λζει πωσ “aRb”» (TLP 3.1432). Το χωρίο αυτό ζχει αποτελζςει μια

διαρκι πθγι παρανόθςθσ για τουσ ςχολιαςτζσ και κριτικοφσ του

Tractatus22. To χρθςιμοποίθςαν οι κριτικοί για να δείξουν, ότι θ αναγκαία

ζνα προσ ζνα αντιςτοιχία καταρρζει και ο ιςομορφιςμόσ ανάμεςα ςτθν

εικόνα και το γεγονόσ είναι είτε αδφνατοσ είτε ανφπαρκτοσ. Για τον

Morrison τα ςυνθκζςτερα ςφάλματα ςχετικά με τθν απεικονιςτικι κεωρία

ςτα οποία ενδίδουμε, είναι εμφανι ςτα όςα υποςτθρίηει θ Daitz:23 Σε κάκε

πρόταςθ τθσ μορφισ “aRb”, ιςχυρίηεται θ Daitz, υπάρχει ςυν ζνα επιπλζον

ςτοιχείο ςε ςχζςθ με τα ςτοιχεία που υπάρχουν ςτο (αντίςτοιχο) γεγονόσ.

Για παράδειγμα, ςτθν πρόταςθ “Sophia hates Amos” υπάρχει ςυν ζνα

επιπλζον ςτοιχείο (“Sophia”, “hates”, “Amos”, ςυν θ ςχζςθ που υπάρχει

μεταξφ των τριϊν όρων: δθλαδι τζςςερα ςτοιχεία) απ’ ότι ςτο γεγονόσ

“Sophia hates Amos” (τρία ςτοιχεία). Για τον Wittgenstein ςχζςεισ και

ιδιότθτεσ δεν είναι αντικείμενα και θ ςχζςθ ςθμείων δεν είναι όνομα.

Πταν ο Wittgenstein λζει ότι τα αντικείμενα ςυνδζονται όπωσ οι κρίκοι ςε

μια αλυςίδα, εννοεί ότι δυο αντικείμενα μποροφν να ςυςχετιςτοφν δίχωσ

να προχποκζςουμε μια άλλθ ςχζςθ που ςυνδζει τα δυο πρϊτα κ.ο.κ. Ο

τρόποσ ζνωςθσ δυο ουςιϊν δεν είναι μια τρίτθ ουςία που ειςάγεται

22 J.C. Morrison: “Meaning & Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 53 23 J.C. Morrison: “Meaning & Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 59

Page 29: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

22

ανάμεςά τουσ και τα χαρακτθρίηει –παρά τα ςυνδζει, αλλά θ ςυςχζτιςι

τουσ είναι ο τρόποσ ζνωςισ τουσ24.

Επιπλζον, (ςυνεχίηει ο Morrison) θ απεικονιςτικι κεωρία, για τθν

Daitz, ςκοπεφει να δείξει ότι οι λζξεισ ζχουν νόθμα, το οποίο νόθμα

ςυνίςταται ςτο ότι οι λζξεισ αποτελοφν «εικόνεσ» κάποιου άλλου –θ λζξθ

ζτςι αποτελεί τθ βαςικι ενότθτα του νοιματοσ. Και οι δυο αυτζσ κζςεισ

είναι εςφαλμζνεσ για τον Morrison25. Στο Tractatus ο Wittgenstein αρχικά

ενδιαφζρεται για το πϊσ μια πρόταςθ μπορεί να ζχει νόθμα. Θ πρόταςθ

είναι θ ζςχατθ ενότθτα του νοιματοσ. Ακόμθ ο Wittgenstein λζει

ξεκάκαρα ςε αρκετά ςθμεία, ότι οι λζξεισ (ι τα νοιματα) δεν ζχουν νόθμα.

Εν ολίγοισ, θ Daitz λζει (ςχετικά με τθν απεικονιςτικι κεωρία του

νοιματοσ), ότι ζνα πράγμα μπορεί να εξθγιςει, να παραςτιςει και ν’

απεικονίςει ζνα άλλο μόνο, αν είναι ςαν αυτό –όπωσ μια εικόνα «μοιάηει»

με το πρότυπο. Ωςτόςο, ο Wittgenstein ποτζ δεν χρθςιμοποιεί τον όρο

«εικόνα» (icon) και δεν απαιτεί θ γλωςςικι εικόνα να «μοιάηει» με το

πράγμα –που ςθμαίνει κατά τον τρόπο που το κάνει θ εικόνα. Αυτό

φαίνεται και ςτο χωρίο TLP 4.002 που υποςτθρίηεται, ότι θ «εξωτερικι

μορφι» τθσ γλϊςςασ είναι διαφορετικι από τθν μορφι τθσ ςκζψθσ, ζτςι

που να μθν μποροφμε να ςυμπεράνουμε τθν τελευταία από τθν πρϊτθ.

Στθν πραγματικότθτα, για τον Wittgenstein, προταςιακι εικόνα και

απεικονιηόμενο (γεγονόσ) δεν χρειάηεται να είναι του ίδιου είδουσ.

Οι προτάςεισ είναι εκφράςεισ ςκζψεων. Για τον Wittgenstein δεν

υπάρχει ςκζψθ ζξω από τθ γλϊςςα. Ταυτίηει τθ ςκζψθ και τθ γλϊςςα,

διότι θ ςκζψθ είναι γι’ αυτόν είδοσ γλϊςςασ, κακότι θ ςκζψθ είναι λογικι

εικόνα τθσ πρόταςθσ και ςυνεπϊσ ζνα είδοσ πρόταςθσ. Μια ςκζψθ όμωσ

24 J.C. Morrison: “Meaning & Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 55-56 25 J.C. Morrison: “Meaning & Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 59

Page 30: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

23

δεν είναι ζνα πλζγμα εικόνων ι –κατά Frege –μια αφθρθμζνθ ζννοια. Θ

ςκζψθ είναι θ προβολι μιασ δυνατότθτασ ςτον κόςμο – κι ωσ εκ τοφτου

δεν μπορεί να υπάρξει «ά-λογθ ςκζψθ». Ομοίωσ, μια ςκζψθ δεν μπορεί να

είναι αλθκισ a priori. Οι αλθκείσ a priori προτάςεισ (λ.χ. ταυτολογίεσ) δεν

απεικονίηουν κάτι (δεν εκφράηουν ςκζψεισ), αλλά κερδίηουν το προτα-

ςιακό τουσ κφροσ με το να είναι ςε ςυςτθματικι ςχζςθ με τισ προτάςεισ

που απεικονίηουν τθν πραγματικότθτα ι εκφράηουν μια ςχζςθ.

«Σκεφτόμαςτε» όμωσ αυτό κα πει: ςχεδιάηουμε νοθτζσ εικόνεσ.

«Μια κατάςταςθ πραγμάτων είναι νοθτι, αυτό κα πει: μποροφμε να

ςχθματίςουμε γι’ αυτιν μια εικόνα» (ΤLP 3.001). Επιπλζον, «μια ςκζψθ

περιζχει τθν δυνατότθτα τθσ κατάςταςθσ τθν οποία ςκζφτεται. Π,τι είναι

νοθτό, είναι και δυνατό» (TLP 3.03). Για ν’ απεικονίςουμε το αδφνατο, θ

ίδια θ εικόνα πρζπει να εξθγεί με παραδείγματα ςτθ δομι τθσ το αδφνατο,

που υποτίκεται ότι απεικονίηει.26 Ρρζπει να είναι μια αδιανόθτθ εικόνα –

να μθν αποτελεί καν εικόνα.

Συνοπτικά κα λζγαμε ότι: Αν κζλουμε μια εικόνα τθσ πραγμα-

τικότθτασ, τότε θ πρόταςθ είναι μια τζτοια εικόνα. Θ φράςθ, με τθν οποία

διατυπϊνουμε μια πρόταςθ, πρζπει να κεωρθκεί ωσ ζνα γεγονόσ, όπου τα

ςτοιχεία (δθλαδι οι λζξεισ ωσ κάτι το υλικό: ζναρκροι φκόγγοι ι γραπτά

ςθμεία) ζχουν μια οριςμζνθ δομι (διάταξθ). Αλλά όπου υπάρχει δομι,

υπάρχει και μορφι (TLP 2.033: «θ μορφι είναι θ δυνατότθτα δομισ»).

Γιατί, όπου τα ςτοιχεία ζχουν μια οριςμζνθ δομι, υφίςταται πάντα θ

δυνατότθτα να αποκτιςουν και μιαν άλλθ –διαφορετικι τθσ αρχικισ.

Βλζποντασ ότι οι λζξεισ πάνω ςτο χαρτί ςυνδζονται με ζναν οριςμζνο

τρόπο, καταλαβαίνουμε πϊσ μποροφν να ςυνδεκοφν τα αντίςτοιχα

26 R.J. Fogelin: “Wittgenstein”, ςελ. 22

Page 31: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

24

αντικείμενα ςτον κόςμο (καταλαβαίνουμε τισ ςυνκικεσ αλικειασ τθσ

πρόταςθσ).

Μζςω λοιπόν τθσ δομικισ δυνατότθτάσ τθσ αναφζρεται θ πρόταςθ

ςτον κόςμο. Και κακϊσ θ πρόταςθ μπορεί να εκφράςει ζνα νόθμα, θ

πρόταςθ είναι διαρκρωμζνθ. Δθλαδι τα ςτοιχεία τθσ εικόνασ πρζπει να

ςυςχετιςτοφν μ’ ζναν οριςμζνο τρόπο (TLP 3.141, 3.142). Ασ ονομάςουμε

τθν ςχζςθ των ςτοιχείων τθσ εικόνασ «δομι» και τθ δυνατότθτα τθσ δομισ

«μορφι τθσ απεικόνιςθσ». Σε μια ςωςτι απεικόνιςθ, δυο γεγονότα

ςυςχετίηονται μεταξφ τουσ μζςω των ςτοιχείων τουσ. Πμωσ «το γεγονόσ

για να είναι εικόνα, πρζπει να ζχει κάτι κοινό με το απεικονιηόμενο» (TLP

2.16). Τα δυο γεγονότα δεν μοιράηονται ςτοιχεία οφτε δομι, αλλά μορφι:

«Αυτό που θ εικόνα πρζπει να ζχει κοινό με τθν πραγματικότθτα, ϊςτε να

μπορεί να τθν απεικονίηει με τον τρόπο που τθν απεικονίηει –ςωςτά ι

λακεμζνα –είναι θ απεικονιςτικι μορφι τθσ εικόνασ» (TLP 2.17).

Για τον Wittgenstein, αν δεν υπιρχε ζνα κοινό ςτοιχείο ανάμεςα

ςτθν εικόνα και το γεγονόσ –θ απεικονιςτικι μορφι –τότε δεν κα

μποροφςαμε να απεικονίηουμε τα γεγονότα –και ςτθν πραγματικότθτα δεν

κα υπιρχαν γεγονότα. Αυτό όμωσ το κοινό ςτοιχείο (θ απεικονιςτικι

μορφι) που ζχει θ γλϊςςα και ο κόςμοσ δεν πρζπει να κεωρθκεί ωσ ζνα

τρίτο πράγμα που κατά κάποιο τρόπο υπάρχει μεταξφ τουσ, αλλά μια

ιδιότθτα κοινι ςτο κακζνα ξεχωριςτά. Ο Wittgenstein εκλαμβάνει τθν

ςχζςθ γλϊςςασ και πραγματικότθτασ ωσ ςχζςθ απεικόνιςθσ. Σχθματίηουμε

εικόνεσ των γεγονότων. Θ εικόνα είναι ζνα μοντζλο τθσ πραγματικότθτασ,

όπωσ εμείσ τθν ςκεπτόμαςτε, όπωσ δθλαδι τθν παριςτάνουμε από τθ δικι

μασ ςκοπιά. Δεν γνωρίηουμε ςυνεπϊσ γεγονότα ζξω από τθν εικόνα –τα

γεγονότα είναι εικόνεσ. Γνωρίηουμε μόνο εικόνεσ, όχι γεγονότα και

Page 32: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

25

εικόνεσ. Για τον λόγο αυτό δεν μποροφμε να ςυγκρίνουμε τισ εικόνεσ με τα

γεγονότα. Μια εικόνα που δεν δθλϊνει ζνα γεγονόσ δεν κα μποροφςε να

είναι αλθκισ ι ψευδισ, κι επομζνωσ δεν κα είχε νόθμα (TLP 2.12, 4.063).

Το κοινό λοιπόν ςτοιχείο μεταξφ κόςμου και γλϊςςασ είναι θ

απεικονιςτικι μορφι τθσ τελευταίασ. Θ μορφι είναι θ δυνατότθτα τθσ

δομισ (TLP 2.033). Το νόθμα δεν ανάγεται ςτο πραγματικό, αλλά

αναφζρεται πάντα ςτθν περιοχι του δυνατοφ. Τότε:

TLP 2.201: «Θ εικόνα απεικονίηει τθν πραγματικότθτα με το να

παριςτάνει μια δυνατότθτα για τθν φπαρξθ και τθν μθ φπαρξθ

καταςτάςεων πραγμάτων».

TLP 2.202: «Θ εικόνα παριςτάνει μια δυνατι κατάςταςθ ςτον λογικό

χϊρο».

TLP 2.221: «Αυτό που θ εικόνα παριςτάνει είναι το νόθμά τθσ».

Για να γνωρίςει κανείσ τθν αλικεια ι το ψεφδοσ τθσ εικόνασ κα πρζπει να

τθν ςυγκρίνει με τθν πραγματικότθτα. Γιατί «θ εικόνα παριςτάνει αυτό

που παριςτάνει, ανεξάρτθτα από τθν αλικεια ι τθν μθ αλικεια του» (TLP

2.22). Το νόθμα τθσ εικόνασ δείχνεται, δεν μπορεί να ειπωκεί.

Αλλά κοντά ςτθν απεικονιςτικι μορφι, μια εικόνα ζχει και κάτι

ακόμθ κοινό με τθν πραγματικότθτα που κακιςτά δυνατι τθν απεικόνιςι

τθσ. Αυτό είναι θ «λογικι μορφι»: «Αυτό που κάκε εικόνα, αδιάφορο

ποιάσ μορφισ, πρζπει να ζχει κοινό με τθν πραγματικότθτα για να μπορεί

γενικά να τθν απεικονίηει –ςωςτά ι λακεμζνα –είναι θ λογικι μορφι,

δθλαδι θ μορφι τθσ πραγματικότθτασ» (TLP 2.18). Πμωσ υπάρχει κάτι

περιςςότερο ςτθν απεικόνιςθ από τθν απλι ςυνειςφορά τθσ λογικισ

Page 33: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

26

μορφισ. Στθν απεικόνιςθ, μια πρόταςθ λαμβάνει χϊρα ςε αυτό που ο

Wittgenstein ονομάηει «λογικό χϊρο».

Ο λογικόσ χϊροσ παρζχει τον ςκελετό, το ςυντεταγμζνο ςφςτθμα

των δυνατοτιτων μζςα ςτο οποίο μια πρόταςθ μπορεί να υπάρχει. Ο

Wittgenstein χρθςιμοποιεί τθν μεταφορά του πλζγματοσ (μεταξφ άλλων

χωρικϊν και γεωμετρικϊν μεταφορϊν) για να περιγράψει τθν ςχζςθ

μεταξφ λογικισ (λογικοφ χϊρου) και κόςμου (TLP 6.341 ζωσ 6.35)27:

Ραρομοιάηει τθν πραγματικότθτα με μια λευκι επιφάνεια πάνω ςτθν

οποία υπάρχουν ακανόνιςτεσ, μελανζσ κθλίδεσ και μπορεί να περιγραφεί

υπερκζτοντασ ζνα διχτυωτό και λζγοντασ ποια κουτιά του πλζγματοσ είναι

μελανά. Το ίδιο το πλζγμα δεν λζει τίποτα για τθν πραγματικότθτα –εκτόσ

του ότι, αυτι μπορεί να περιγραφεί με ζνα τζτοιο πλζγμα. Ο κόςμοσ

ςυλλαμβάνεται μζςα ςε αυτό το είδοσ τθσ λογικισ καταςκευισ που μασ

παρζχει κυρίωσ τθν μορφι, πάνω ςτθν οποία δομείται όλο το περιεχόμενο

τθσ πραγματικότθτασ.

2. Η ζννοια του ιςομορφιςμοφ

Στο ερϊτθμα λοιπόν πϊσ θ γλϊςςα αναφζρεται ςτον κόςμο, θ

απάντθςθ του Wittgenstein είναι, ότι ανάμεςα ςτθν λογικι εικόνα

(δθλαδι τθν πρόταςθ) και τθν κατάςταςθ πραγμάτων υφίςταται μια

«ιςομορφία». Οι βαςικζσ κζςεισ του ιςομορφιςμοφ είναι οι εξισ:28 α) Θ

εικόνα (το αντίγραφο) πρζπει να είναι ςφνκετθ –πρζπει ν’ αποτελείται από

διαφορετικά ςτοιχεία. Θ ςχζςθ μεταξφ των ςτοιχείων τθσ εικόνασ κι αυτοφ

που παριςτάνει είναι «θ απεικονιςτικι ςχζςθ», β) Θ εικόνα πρζπει να ζχει

27 T. Binkley: “Wittgenstein’s Language”, ςελ. 143 28 E. Shanker: “L. Wittgenstein- Critical Assessments”, ςελ. 120

Page 34: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

27

και μορφι και δομι. Θ μορφι τθσ εικόνασ είναι θ δυνατότθτα τθσ δομισ

τθσ. Θ δομι τθσ εικόνασ είναι ο τρόποσ με τον οποίο τα ςτοιχεία τθσ

ςυςχετίηονται με τζτοιο τρόπο, ϊςτε να αποτελεί εικόνα. Διαφορετικζσ

εικόνεσ κα ζχουν διαφορετικι απεικονιςτικι μορφι, όμωσ κα ζχουν τθν

ίδια λογικι μορφι αν αναπαριςτοφν (απεικονίηουν) τθν ίδια κατάςταςθ

πραγμάτων, γ) Θ εικόνα παριςτάνει μια κατάςταςθ πραγμάτων, εφόςον τα

ςτοιχεία τθσ εικόνασ ςυςχετίηονται μεταξφ τουσ όπωσ τα ςτοιχεία αυτοφ

που απεικονίηει (TLP 2.15), δ) Θ εικόνα είναι ζνα γεγονόσ. Είναι το γεγονόσ,

όπου τα ςτοιχεία ςυνδζονται μεταξφ τουσ ζτςι που να παριςτάνουν το

απεικονιηόμενο (TLP 2.14 - 2.15). Μόνο ς’ ζνα γεγονόσ τα ςτοιχεία

πλζκονται μεταξφ τουσ, ϊςτε να κακιςτοφν τθν απεικόνιςθ δυνατι, ε) Μια

εικόνα είναι αλθκισ, αν ςυμφωνεί με τθν πραγματικότθτα –διαφορετικά

είναι ψευδισ, ςτ) Για να γνωρίςουμε αν μια εικόνα είναι αλθκισ ι

ψευδισ, πρζπει να τθν ςυγκρίνουμε με τθν πραγματικότθτα. Από τισ

προθγοφμενεσ κζςεισ ζπονται τα ακόλουκα:

i. Δεν υπάρχει μια a priori αλθκισ εικόνα (TLP 2.225).

ii. Ρρζπει να υπάρχει μια εςωτερικι ςχζςθ μεταξφ εικόνασ και απεικο-

νιηόμενου, ανεξάρτθτα από τθν αλικεια ι το ψεφδοσ αυτοφ που πα-

ριςτάνει (TLP 2.22). Για να καταςτεί ο ιςομορφιςμόσ –ωσ προσ τθ

δομι –δυνατόσ, πρζπει εικόνα και απεικονιηόμενο να ζχουν ίδια λο-

γικι μορφι.

iii. Θ εικόνα δεν μπορεί ν’ απεικονίηει τθν απεικονιςτικι τθσ μορφι –τθ

δείχνει (TLP 2.171).

Στθ κεωρία του ιςομορφιςμοφ πρζπει να προςκζςουμε και τθ

«κεωρία του Ατομιςμοφ» ωσ δεφτερο βιμα, ϊςτε να παράγουμε τθν

απεικονιςτικι κεωρία τθσ πρόταςθσ. Θ κεωρία του Ατομιςμοφ διακρίνεται

Page 35: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

28

ςτισ κζςεισ του «Λογικοφ Ατομιςμοφ» και ςτισ κζςεισ του «Μεταφυςικοφ

Ατομιςμοφ»29. Οι κζςεισ του «Λογικοφ Ατομιςμοφ» είναι τρεισ:

i. Μια αναλυμζνθ πρόταςθ αποτελείται μόνο από απλά ονόματα.

ii. Τα απλά ονόματα δεν ζχουν νόθμα, αλλά ζχουν απαραίτθτα αναφο-

ρά. Αναφζρονται ςτο ίδιο αντικείμενο ό,τι και να ςυμβεί.

iii. Το νόθμα μιασ ςτοιχειϊδουσ πρόταςθσ είναι θ αναφορά ςτισ ςτοι-

χειϊδεισ εκφράςεισ τθσ. Το νόθμα παράγεται από τον ςυνδυαςμό

των ονομάτων ςφμφωνα με τουσ λογικο-ςυντακτικοφσ κανόνεσ.

Αυτό που ζπεται από τισ παραπάνω τρεισ κζςεισ είναι, ότι οι

ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ είναι λογικά ανεξάρτθτεσ. Αυτζσ οι τρεισ λογικζσ

κζςεισ του Ατομιςμοφ απαιτοφν μια μεταφυςικι δομι. Τρεισ ζννοιεσ

πρζπει να παρουςιαςτοφν εδϊ: Το αντικείμενο είναι μια ακατάλυτθ, απλι

οντότθτα. Θ μορφι του αντικειμζνου αποτελείται από τθν ςφηευξθ των

ςυνδυαςτικϊν του δυνατοτιτων με άλλα αντικείμενα. Θ κατάςταςθ

πραγμάτων είναι ζνασ ολοκλθρωμζνοσ ςυνδυαςμόσ αντικειμζνων. Οι

ςιωπθλζσ κζςεισ του «Μεταφυςικοφ Ατομιςμοφ» τότε είναι:

i. Απλά αντικείμενα αποτελοφν τθν ουςία του κόςμου.

ii. Τα όρια του κόςμου κακορίηονται από τισ μορφζσ όλων των αντικει-

μζνων (ι από τθν ποικιλία των καταςτάςεων πραγμάτων).

iii. Θ φπαρξθ και θ μθ φπαρξθ μιασ δοκείςασ κατάςταςθσ πραγμάτων

είναι λογικϊσ ανεξάρτθτθ τθσ φπαρξθσ ι τθσ μθ φπαρξθσ οποιαςδι-

ποτε άλλθσ κατάςταςθσ πραγμάτων.

Το ότι ο κόςμοσ πρζπει να ζχει ουςία, είναι ζνα αίτθμα που

επιβάλλεται από τισ τρεισ κζςεισ του «Λογικοφ Ατομιςμοφ». Είναι ο όροσ

δυνατότθτασ τθσ απεικόνιςθσ (TLP 2.0212) και μόνον ζτςι μπορεί θ λογικι

29 E. Shanker: “L. Wittgenstein –Critical Assessments”, ςελ. 122

Page 36: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

29

να είναι δυνατι. Αν δεν υπιρχαν αντικείμενα με νόθμα, τότε το αν μια

πρόταςθ είχε νόθμα –ι όχι –κα εξαρτιόταν από τα γεγονότα.

Ροιεσ είναι όμωσ οι ςυνζπειεσ των ςιωπθλϊν κζςεων του Με-

ταφυςικοφ Ατομιςμοφ; α) τα όρια όλων των δυνατϊν κόςμων είναι

εντελϊσ ανεξάρτθτα τθσ γλϊςςασ, β) τα όρια όλων των δυνατϊν κόςμων

είναι κακοριςμζνα. Αυτό που είναι αναγκαίο και δυνατό κακορίηεται από

τθν μεταφυςικι. Ο αναγκαίοσ χαρακτιρασ αυτϊν των ςυνεπειϊν είναι

άρρθτοσ.

Ζνα άλλο ςθμαντικό κζμα είναι και αυτό τθσ «διπολικότθτασ». Κάκε

πρόταςθ με νόθμα πρζπει να μπορεί να είναι αλθκισ και ψευδισ. Οι

μοριακζσ προτάςεισ δε χρειάηεται να είναι διπολικζσ. Αν είναι ταυτολογίεσ

ι αντιφάςεισ τότε ζχουν μόνο ζνα «πόλο». Αλλά τότε είναι α-νόθτεσ

προτάςεισ. Ρϊσ εξυπθρετεί (ςε αυτό το πλαίςιο) θ κζςθ τθσ διπολικό-

τθτασ; Αυτό που πετυχαίνει θ διπολικότθτα είναι να διαςφαλίςει τθ

δυνατότθτα κατανόθςθσ τθσ πρόταςθσ ανεξάρτθτα από τθ γνϊςθ τθσ τιμισ

αλθκείασ τθσ.30 Διαςφαλίηεται λογικά, ότι αυτό που κάνει μια πρόταςθ

αλθκι δεν είναι το ίδιο με εκείνο που τθσ δίνει νόθμα. Επιπλζον, εξθγεί

τθν φφςθ των λογικϊν προτάςεων και πϊσ μια πρόταςθ μπορεί να είναι

ψευδισ και όμωσ να ζχει νόθμα.

Ρϊσ ςυνδζονται όμωσ οι κεωρίεσ του Λςομορφιςμοφ και του

Ατομιςμοφ; Μια ςτοιχειϊδθσ πρόταςθ, υποςτθρίηει ο Wittgenstein, είναι

ζνα γεγονόσ –το γεγονόσ ςτο οποίο τα ονόματα ςυνδυάηονται, ςφμφωνα

με ςυντακτικοφσ κανόνεσ, κατά τον τρόπο που ςυνδυάηονται. Απεικονίηει –

μζςω τθσ ςφςταςθσ μιασ λογικισ εικόνασ –μια δυνατι κατάςταςθ

πραγμάτων, τθσ οποίασ ο ςυςχετιςμόσ των αντικειμζνων τθσ αντιςτοιχεί ς’

30 E. Shanker: “L. Wittgenstein –Critical Assessments”, ςελ. 125

Page 37: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

30

εκείνον των απλϊν ςθμείων (ονομάτων) μζςα ςτθν ςτοιχειϊδθ πρόταςθ. Θ

πρόταςθ που παριςτάνει ορκά το γεγονόσ είναι αλθκισ –διαφορετικά

είναι ψευδισ. Με τθ βοικεια τθσ διπολικότθτασ μποροφμε να καταλά-

βουμε μια πρόταςθ ανεξάρτθτα από τθν τιμι αλικειασ τθσ –γνωρίηοντασ

το νόθμα τθσ πρόταςθσ ξζρουμε τθν κατάςταςθ που παριςτάνει, όταν θ

πρόταςθ είναι αλθκισ, και τθν κατάςταςθ που παριςτάνει, όταν θ

πρόταςθ είναι ψευδισ. Για τον Wittgenstein και οι ψευδείσ προτάςεισ

ζχουν νόθμα. Το αίτθμα τθσ ςφνκεςθσ ικανοποιείται από τθ κεωρία του

Λςομορφιςμοφ και ολοκλθρϊνεται από εκείνθ του Ατομιςμοφ, ενϊ ο

κακοριςμόσ του νοιματοσ ικανοποιείται από τον ιςχυριςμό, ότι θ ανάλυςθ

καταλιγει ςε απλά ονόματα που ονομάηουν μεταφυςικά απλά

(ονόματα)31.

Μια επιπλζον προχπόκεςθ για τθν ςφνκεςθ τθσ απεικονιςτικισ

κεωρίασ είναι αυτι τθσ κεωρίασ για «τθν εφαρμογι των πράξεων

αλικειασ», που αποτελείται από δυο κζςεισ:32

i. «Οι λογικζσ ςτακερζσ δεν είναι ονόματα» (TLP 5.4).

ii. «Πλεσ οι προτάςεισ είναι αποτελζςματα πράξεων αλικειασ με τισ

ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ» (TLP 5.3).

Αυτζσ οι κζςεισ ανεπτυγμζνεσ παράγουν τθ γενικι κεωρία τθσ

πρόταςθσ με βαςικζσ ςυνζπειεσ: α) το νόθμα κάκε ςφνκετθσ πρόταςθσ

είναι ςυνάρτθςθ των ςυςτατικϊν ςτοιχείων τθσ, β) το νόθμα μιασ

ςφνκετθσ (αντίκετα από τθσ απλισ) πρόταςθσ αποτελείται από τισ τιμζσ

αλθκείασ τθσ, γ) ταυτολογίεσ και αντιφάςεισ είναι α-νόθτεσ. Τϊρα –και

μόνο τϊρα –ζχουμε τθν απεικονιςτικι κεωρία τθσ πρόταςθσ, που μασ

παρζχει το ςκοπό και τα όρια τθσ απεικόνιςθσ.

31 E. Shanker: “L. Wittgenstein –Critical Assessments”, ςελ. 126 32 E. Shanker: “L. Wittgenstein –Critical Assessments”, ςελ. 126

Page 38: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

31

3. Η λογικι μορφι

Είδαμε ότι, για να μπορζςει θ γλϊςςα να αναφερκεί ςτον κόςμο,

απαιτείται θ ιςομορφία ανάμεςα ςτθν λογικι εικόνα (δθλαδι τθν

πρόταςθ) και ςτθν κατάςταςθ πραγμάτων. Ρροχπόκεςθ κάκε νοιματοσ

είναι θ «λογικι μορφι» -κοινι ςτθ γλϊςςα και ςτον κόςμο. Μια πρόταςθ

«λζει» κάτι ςθμαίνει, για τον Wittgenstein, ότι μασ δίνει μια πλθροφορία

τθν οποία διαφορετικά κα αγνοοφςαμε. Αυτό που μασ «λζει» θ πρόταςθ

είναι το εμπειρικό τθσ περιεχόμενο. Θ λογικι μορφι είναι αυτό που κάκε

πρόταςθ πρζπει να ζχει προτοφ μασ πει κάτι, και κάποιοσ πρζπει να

μπορεί να καταλαβαίνει τθν λογικι μορφι, προτοφ ςυλλάβει το νόθμα τθσ

πρόταςθσ. Θ λογικι μορφι είναι αυτό που πρζπει να ξζρω, για να

καταλάβω τθ γλϊςςα. Συνεπϊσ, δεν είναι κάτι που μπορεί να μου το

διδάξει θ γλϊςςα. Θ γενετικι διαδικαςία μζςα από τθν οποία φτάνω να

γνωρίςω τθν λογικι μορφι αποτελεί για τον Wittgenstein πρόβλθμα τθσ

ψυχολογίασ, και δεν ζχει ςχζςθ με τθ φιλοςοφία ι τθν λογικι τθσ

γλϊςςασ: «Θ ψυχολογία δεν ζχει ςτενότερθ ςυγγζνεια με τθ φιλοςοφία

από οποιαδιποτε άλλθ φυςικι επιςτιμθ» (TLP 4.1121). Θ ψυχολογία είναι

άςχετθ με τθ φιλοςοφία ι τθν λογικι, επειδι δεν είναι θ ψυχολογικι

διαδικαςία που δίνει νόθμα ςτθν λογικι μορφι. Αντικζτωσ, είναι θ λογικι

μορφι εκείνθ που μπορεί να δϊςει νόθμα ςε μια ψυχολογικι

διαδικαςία.33

Πταν ο Wittgenstein λζει, ότι θ λογικι μορφι «δείχνεται» ςτθ

γλϊςςα, εννοεί ότι αυτι πρζπει να ςυλλάβω, για να μπορϊ ν’ αναγνωρίςω

ότι μια ςειρά ζναρκρων ιχων είναι μια πρόταςθ –δθλαδι ότι λζει κάτι. Για

33 Θ.Ο. Μounce: “L. Wittgenstein’s Tractatus –An Introduction”, ςελ. 32

Page 39: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

32

να μπορεί θ πρόταςθ να είναι ςε κζςθ να πει τι είναι θ λογικι μορφι, κα

πρζπει να ςτακεί ζξω από τθ γλϊςςα και τθν λογικι. Κα ζπρεπε τότε να

είναι μθ λογικι, ενϊ εμείσ «…κα ζπρεπε να ςκεφτόμαςτε μθ λογικά» (TLP

3.03) –πράγμα αδφνατο.

Και αυτό είναι ζνα μζροσ αυτοφ που ο Wittgenstein εννοεί όταν

λζει, ότι αυτό που φαίνεται ςε μια πρόταςθ δεν λζγεται –μόνο δείχνεται.

Ομοίωσ, δεν μποροφμε να ποφμε τι είναι μια πρόταςθ. Το ότι θ “p” είναι

μια πρόταςθ δείχνεται με τθν ίδια τθν “p”: Μια πρόταςθ δείχνει το νόθμά

τθσ (TLP 4.122) και το νόθμά τθσ δεν λζγεται με άλλθ πρόταςθ. Ο όροσ

«πρόταςθ» είναι αυτό που ο Wittgenstein ονομάηει «τυπικι ζννοια». Και

όπωσ λζει ςτο TLP 4.1272, αυτζσ οι «τυπικζσ ζννοιεσ» εκφράηονται με

μεταβλθτζσ. Θ βαςικι ιδζα εδϊ είναι, ότι δεν μποροφμε να μιλιςουμε για

τισ τυπικζσ ζννοιεσ με προτάςεισ. Οι προτάςεισ δείχνουν πϊσ οριςμζνεσ

τυπικζσ ζννοιεσ χρθςιμοποιοφνται (για παράδειγμα, όταν χρθςιμοποιϊ τον

όρο «τραπζηι» ι το ςθμείο για τον αρικμό «ζνα», δείχνω ότι χρθςιμοποιϊ

τισ τυπικζσ ζννοιεσ «αντικείμενο» και «αρικμόσ»). Δεν μποροφμε όμωσ να

χρθςιμοποιιςουμε τισ τυπικζσ ζννοιεσ με τον ίδιο τρόπο που

χρθςιμοποιοφμε τισ κφριεσ ζννοιεσ. Μποροφμε να ποφμε ότι «υπάρχουν

τραπζηια», αλλά δεν μποροφμε να ποφμε ότι «υπάρχουν αντικείμενα» (TLP

4.1272). Πταν λζω ότι «αυτά είναι τραπζηια», δίνω μια πλθροφορία για

τον κόςμο. Αν όμωσ πω ότι «το τραπζηι είναι αντικείμενο», τότε δεν δίνω

καμία πλθροφορία για το τραπζηι. Το ότι το τραπζηι είναι αντικείμενο είναι

κάτι που πρζπει να γνωρίηω εκ των προτζρων για να μπορζςω να

κατανοιςω μια πρόταςθ, ςτθν οποία απαντάται. Αλλά αυτό καμία

πρόταςθ δεν μπορεί να μου το πει. Το «αντικείμενο» είναι μια ζννοια που

πρζπει να ζχουμε για να μποροφμε να μιλάμε π.χ. για ζπιπλα.

Page 40: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

33

O Wittgenstein εκφράηει επιπλζον τθ κζςθ ότι θ λογικι πρζπει να

μεριμνιςει για τον εαυτό τθσ (ΤLP 5.473 a). Αυτό ςθμαίνει ότι οι προτάςεισ

τθσ λογικισ πρζπει να δείχνουν οι ίδιεσ ότι είναι αλθκείσ ι ψευδείσ

ανεξάρτθτα από οποιαδιποτε εμπειρικι επικφρωςθ. Θ αλικεια ι το

ψεφδοσ τουσ πρζπει να δείχνεται ςτο νόθμά τουσ. Αυτό δθλϊνει ότι το

είδοσ του «νοιματοσ» που ζχουν, είναι διαφορετικό από εκείνο μιασ

γνιςιασ πρόταςθσ που περιγράφει τον κόςμο. Με αυτι τθν ζννοια, οι

λογικζσ προτάςεισ είναι δίχωσ νόθμα (sinnlos), αφοφ είναι αλθκείσ ι

ψευδείσ ςε κάκε δυνατό κόςμο. Τθν αλικεια και το ψεφδοσ των λογικϊν

προτάςεων ονόμαςε ο Wittgenstein «ταυτολογία» και «αντίφαςθ»

αντίςτοιχα. Θ ταυτολογία είναι αλθκισ υπό οποιεςδιποτε ςυνκικεσ, άρα

δε χρειάηεται τθν υποςτιριξθ τθσ εμπειρικισ μαρτυρίασ.

Θ λογικι ζτςι προθγείται τθσ εμπειρίασ (πωσ κάτι είναι ζτςι).

Ρροθγείται του «πϊσ», όχι όμωσ του «τι». Στο Tractatus οι προτάςεισ τθσ

λογικισ «προχποκζτουν ότι τα ονόματα ζχουν ςθμαςία και οι ςτοι-

χειϊδεισ προτάςεισ νόθμα: και αυτόσ είναι ο δεςμόσ τουσ με τον κόςμο»

(TLP 6.124). Αν καμιά περιγραφι τθσ πραγματικότθτασ (οποιουδιποτε

δυνατοφ κόςμου) δεν διατυπϊνεται ζξω από τθν λογικι ςκαλωςιά, οι

προτάςεισ τθσ λογικισ είναι θ ςκαλωςιά των ςκζψεϊν μασ (με τθ βοικειά

τουσ μια γνιςια εμπειρικι πρόταςθ «δομεί ζναν κόςμο»34). Πταν ςτο

Tractatus λζγεται ότι «λογικι είναι υπερβατολογικι» (TLP 6.13), δεν

ςθμαίνει ότι οι προτάςεισ τθσ λογικισ εκφράηουν υπερβατολογικζσ

αλικειεσ. Σθμαίνει ότι θ λογικι αποτελεί όροσ τθσ δυνατότθτασ των

προτάςεων (του ρθτοφ), ενϊ θ ίδια παραμζνει άρρθτθ. Γιατί αν ιταν και θ

ίδια ρθτι, τότε και θ ίδια κα αποτελοφςε μια δυνατότθτα.

34 L. Wittgenstein: “Notebooks 1914-1916”, ςελ.16 και TLP 4.023, 6.124

Page 41: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

34

Συνοψίηοντασ κα λζγαμε ότι: θ περιγραφι του κόςμου κακίςταται

δυνατι ςτθ βάςθ ενόσ ιςομορφιςμοφ μεταξφ εικόνασ (πρόταςθσ) και μιασ

κατάςταςθσ πραγμάτων. Θ ίδια θ περιγραφι, ωςτόςο, δεν επιδζχεται

περιγραφι. Ο κόςμοσ ζχει μια ςτακερι δομι, μια ουςία που μασ επιτρζπει

να ςχθματίςουμε μια εικόνα τθσ πραγματικότθτάσ του. Ζτςι θ λογικι

μορφι γίνεται όροσ τθσ πραγματικότθτασ και ςυνάμα όροσ τθσ

δυνατότθτασ των προτάςεων που αναφζρονται ςτθν πραγματικότθτα. Θ

ίδια δεν παριςτάνεται με τθ γλϊςςα, αλλά «κακρεφτίηεται μζςα τθσ» (TLP

4.121). Στο Tractatus ο Wittgenstein προςδίδει ςτθν λογικι μορφι ζνα

υπερβατολογικό status (ΤLP 6.13, 5.552). Αν ςτον Kant θ ζννοια του

υπερβατολογικοφ αφοροφςε τισ εννοιολογικζσ προχποκζςεισ (όρουσ) τθσ

εμπειρίασ, ςτον Wittgenstein αφορά τισ λογικζσ προχποκζςεισ των

προτάςεων, όπου το υπερβατολογικό «εγϊ» δεν ζχει κζςθ.

Είδαμε ότι θ λογικι μορφι, που δείχνεται τόςο ςτισ προτάςεισ όςο

και ςτθν πραγματικότθτα, αποτελεί τον όρο τθσ δυνατότθτασ των

προτάςεων: μόνο υπό τον όρο τθσ λογικισ μορφισ μποροφν οι προτάςεισ

να απεικονίηουν τθν πραγματικότθτα. Κι ενϊ οι προτάςεισ τθν προ-

χποκζτουν ςε ό,τι λζνε, θ οποιαδιποτε προςπάκεια να διατυπϊςουμε

κάτι για τθν ίδια κα ιταν απλϊσ ανϊφελθ: Γιατί αν κζλαμε να

διατυπϊςουμε μια απόφανςθ για τθν λογικι μορφι, κα ζπρεπε να

ςτακοφμε εκτόσ λογικισ και ςυνάμα εκτόσ κόςμου –ςτο μζτρο που θ

λογικι ενυπάρχει ςτον κόςμο –πράγμα αδφνατο (TLP 4.12). Εκείνο που

εκφράηεται μζςα ςτθ γλϊςςα, δεν μποροφμε εμείσ να το εκφράςουμε με

τθ γλϊςςα (TLP 4.121). Δεν μπορεί κάποιοσ να ςκεφτεί αυτό που δεν

μπορεί να ςκεφτεί (με τθν πρόταςθ ι με τθν λογικι) και αυτό που δεν

μπορεί να ςκεφτεί, δεν μπορεί και να το πει (TLP 5.61). Ωςτόςο μπορεί θ

Page 42: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

35

πρόταςθ –δθλαδι θ γλϊςςα –να δείξει αυτό που δεν λζγεται. Και αυτό

κάνει:

TLP 4.121: «Θ πρόταςθ δείχνει (zeigt) τθν λογικι μορφι τθσ

πραγματικότθτασ».

TLP 4.1212: «Αυτό πάλι που δείχνεται, δεν λζγεται».

Ο κόςμοσ ςτισ πρϊτεσ τζςςερισ προτάςεισ του Tractatus ορίηεται ωσ

ολότθτα γεγονότων. Μποροφμε να μιλιςουμε για τον κόςμο ςτο μζτρο

που αναφερόμαςτε ςε γεγονότα, δθλαδι ςε όςα ςυμβαίνουν. Υπάρχουν

όμωσ κι εκείνα που δεν λζγονται με τθ γλϊςςα τθσ λογικισ, αλλά

δείχνονται με διαφορετικοφσ τρόπουσ. Είναι θ περιοχι του άρρθτου, το

«μυςτικό ςτοιχείο» (TLP 6.522), κακϊσ το ονομάηει ο Wittgenstein.

Ωςτόςο κανζνα από τα δυο –οφτε το άρρθτο οφτε το όριο μεταξφ ρθτοφ

και άρρθτου –δεν μπορεί να λεχκεί, κι ζτςι ο μόνοσ τρόποσ να παραςτακεί

θ εικόνα είναι βλζποντασ τθν λογικι του ρθτοφ από μζςα. Και τότε

τοποκετϊντασ τθν ςτθν ορκι βάςθ: «Θ λογικι γεμίηει τον κόςμο. Τα όρια

του κόςμου είναι και δικά τθσ όρια. Ζτςι ςτθν λογικι δεν μποροφμε να

ποφμε: Αυτό κι αυτό υπάρχει ςτον κόςμο, εκείνο δεν υπάρχει» (TLP 5.61).

Διότι, για να ποφμε κάτι τζτοιο, προχποκζτει ότι αποκλείουμε οριςμζνεσ

δυνατότθτεσ, και αυτό δεν μπορεί να ςυμβαίνει, αφοφ κα απαιτοφςε να

υπερβεί θ λογικι τα όρια του κόςμου, ςαν να μποροφςε να τα κεωριςει

και από τθν άλλθ πλευρά.

Θ διάκριςθ ανάμεςα ςτο «λζγειν» και το «δεικνφειν» είναι άμεςα

ςυνδεδεμζνθ με τθ κζςθ ότι θ ςθμαςιολογία είναι άρρθτθ: Θ ςθμαςία των

προτάςεων δεν λζγεται, αλλά δείχνεται. Θ λογικι τθσ απεικόνιςθσ δεν

Page 43: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

36

μπορεί να παραςτακεί με ςθμεία, αφοφ αυτι κακιςτά κάκε περιγραφι

του κόςμου δυνατι. Κάκε χριςτθσ τθσ γλϊςςασ πρζπει να προχποκζςει

κατ’ ιδίαν τθν λογικι μορφι τθσ γλϊςςασ –τθν μόνθ που ο ίδιοσ κατανοεί

–για να περιγράψει μια κατάςταςθ πραγμάτων. Δείχνεται ςε κάκε

περιγραφι του κόςμου ωσ ο υπερβατολογικόσ όροσ τθσ δυνατότθτασ τθσ

περιγραφισ τθσ.

Τθ κζςθ του υπερβατολογικοφ «εγϊ» παίρνει τϊρα θ λογικι μορφι

τθσ γλϊςςασ μζςω τθσ οποίασ όλα τα ανκρϊπινα υποκείμενα κατανοοφν

το ζνα το άλλο. Ο κόςμοσ μου είναι κατά τθν μορφι ο ίδιοσ με τον κόςμο

όλων των άλλων υποκειμζνων. Κανζνα υποκείμενο δεν ζχει προνομιοφχα

πρόςβαςθ ςτον κόςμο και ςτθ γνϊςθ του, γιατί ςτθν απεικόνιςθ του

κόςμου ςυνεργεί μονάχα θ λογικι τθσ γλϊςςασ. Και κακϊσ θ λογικι

μορφι είναι κοινι ςε γλϊςςα και πραγματικότθτα δεν μπορεί να είναι

υποκειμενικι. Επειδι ο κόςμοσ και θ γλϊςςα είναι ιςόμορφα, κατά τον

Wittgenstein, διαφεφγουμε τθν υποκειμενικότθτα ςτο «λζγειν». Το αυτό

δεν ιςχφει και για το «δεικνφειν», αφοφ απαιτείται ζνα ςθμείο αναφοράσ

που κα ζχει πρόςβαςθ ςτο «δεικνφειν».

III. «ΛΕΓΕΙΝ» ΚΑΙ «ΔΕΙΚΝΤΕΙΝ»

1. Ο ςολιψιςμόσ

Ο κόςμοσ αποτελείται από γεγονότα που προχποκζτουν

καταςτάςεισ πραγμάτων, οι οποίεσ είτε υπάρχουν είτε όχι. Το ςφνολο των

υπαρχουςϊν καταςτάςεων πραγμάτων είναι ο κόςμοσ, δθλαδι θ

πραγματικότθτα. Αυτι θ πραγματικότθτα περιγράφεται με τθ βοικεια τθσ

Page 44: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

37

γλϊςςασ. Με τον όρο «γλϊςςα» ο Wittgenstein εννοεί ζνα ςφςτθμα

ςθμείων που, όταν ςυςχετιςτοφν κατά οριςμζνουσ τρόπουσ, ςχθματίηουν

προτάςεισ. Θ πρόταςθ μπορεί και μασ μεταδίδει μια κατάςταςθ και με

αυτι τθν ζννοια ςχετίηεται ουςιαςτικά με τθν κατάςταςθ. «Και θ

ςυςχζτιςθ είναι ακριβϊσ πωσ θ πρόταςθ είναι θ λογικι εικόνα τθσ

κατάςταςθσ. Θ πρόταςθ λζει κάτι μόνο κακόςο είναι εικόνα» (TLP 4.03).

Τα όρια τθσ γλϊςςασ και του λογικοφ χϊρου πρζπει να ςυμπίπτουν. Στον

λογικό χϊρο καμιά δυνατότθτα δεν αποκλείεται a priori. Ο λογικόσ χϊροσ

δείχνει τι είναι νοθτό. Κι αυτό που είναι νοθτό είναι επίςθσ λογικά δυνατό.

Θ αναφορά ςε «κάτι» άλλο πζρα από τθν εμπειρία και τθν λογικι ςθμαίνει

να ςτακϊ ζξω από τθν εμπειρία και τον κόςμο –κι αυτό κα ιταν αδφνατο.

Γιατί κα ςιμαινε, ότι υπερβαίνω τον λογικό χϊρο ι ότι ςκζφτομαι ό,τι δεν

μπορϊ να ςκεφτϊ.

Αν ο κόςμοσ είναι θ ολότθτα των γεγονότων ι υπαρκτϊν

καταςτάςεων πραγμάτων και όλεσ οι δυνατζσ καταςτάςεισ πραγμάτων

δείχνονται ςτον λογικό χϊρο, τότε τα όρια του λογικοφ χϊρου είναι τθν

ίδια ςτιγμι και τα όρια του κόςμου. Το αντίςτροφο δεν ιςχφει: Αυτό που

υπάρχει δεν είναι το ίδιο με το λογικά δυνατό.

Συνοπτικά, θ κζςθ μασ ζχει ωσ εξισ:

i. Τα όρια τθσ γλϊςςασ ςυμπίπτουν με τα όρια του λογικοφ χϊρου.

ii. Τα όρια του λογικοφ χϊρου ςυμπίπτουν με τα όρια του κόςμου.

Επομζνωσ,

iii. τα όρια τθσ γλϊςςασ ςυμπίπτουν με τα όρια του κόςμου (τα όρια

τθσ γλϊςςασ είναι τα όρια του κόςμου).

Αλλά ο Wittgenstein δεν ικανοποιείται απλά με τθ βεβαίωςθ τθσ

απόλυτθσ ταφτιςθσ των ορίων τθσ γλϊςςασ και του κόςμου. Λζει ακόμθ:

Page 45: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

38

«Τα όρια τθσ γλϊςςασ μου είναι τα όρια του κόςμου μου» (TLP 5.6). Θ

κτθτικι αντωνυμία «μου» ειςάγει τότε τθν ζννοια του «ςολιψιςμοφ»

(solipsismus):

TLP 5.61: «Θ λογικι γεμίηει τον κόςμο, τα όρια του κόςμου είναι και

δικά τθσ όρια. Ζτςι ςτθν λογικι δεν μποροφμε να ποφμε: Αυτό κι αυτό

υπάρχει ςτον κόςμο, εκείνο δεν υπάρχει. Με αυτό δθλαδι φανερά κα

προχποκζταμε πωσ αποκλείουμε οριςμζνεσ δυνατότθτεσ, πράγμα που δεν

μπορεί να ςυμβαίνει, επειδι διαφορετικά θ λογικι κα ζπρεπε να βγει ζξω

από τα όρια του κόςμου. Κα ζπρεπε τότε δθλαδι να μπορεί να κεωρεί τα

όρια αυτά και από τθν άλλθ πλευρά. Αυτό που δεν μποροφμε να

ςκεφτοφμε, αυτό δεν μποροφμε να το ςκεφτοφμε. Και δεν μποροφμε να

ποφμε αυτό που δεν μποροφμε να ςκεφτοφμε».

TLP 5.62: «Αυτι θ παρατιρθςθ δίνει το κλειδί για τθν λφςθ του

ηθτιματοσ ωσ ποιο ςθμείο ο solipsismus είναι μια αλικεια. Αυτό που ο

solipsismus εννοεί είναι ολότελα ςωςτό, μόνο που δεν λζγεται, αλλά

φανερϊνεται. Ρωσ ο κόςμοσ είναι ο κόςμοσ μου, αυτό φανερϊνεται ςτο

πωσ τα όρια τθσ γλϊςςασ (τθσ γλϊςςασ που μόνο εγϊ καταλαβαίνω)

ςθμαίνουν τα όρια του κόςμου μου».

Το επιχείρθμα είναι το εξισ:

i. Τα όρια τθσ γλϊςςασ είναι τα όρια του υποκειμζνου (υπάρχει μια

μόνο γλϊςςα που μπορϊ να καταλάβω).

ii. Τα όρια του κόςμου είναι τα όρια τθσ γλϊςςασ.

Page 46: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

39

Ζπεται ότι: τα όρια του κόςμου είναι τα όρια του υποκειμζνου (δθλαδι ο

κόςμοσ είναι ο κόςμοσ μου).

Το χωρίο TLP 5.61 δίνει το κλειδί ςτο ερϊτθμα «πόςθ αλικεια

υπάρχει ςτον «ςολιψιςμό» (TLP 5.62). Αλλά ποιο ακριβϊσ είναι αυτό

κλειδί; Το κλειδί πρζπει να είναι κάτι που υπάρχει ςτθ γλϊςςα και

ςυγκεκριμζνα ςτθ γλϊςςα μου: Είναι το γεγονόσ ότι και τα δυο –ο κόςμοσ

και ο κόςμοσ μου –αποτελοφν «δοχεία τα όρια των οποίων κακορίηονται

από το περιεχόμενό τουσ»35. Από εδϊ ζπεται ότι το περιεχόμενό τουσ δεν

μπορεί να δοκεί με εμπειρικό τρόπο. Επίςθσ το τι είναι, μπορεί μόνο να

δειχκεί –και κάτι που δείχνεται δεν αποτελεί a priori αλικεια. Στο

Tractatus ο Wittgenstein λζει ότι «δεν μποροφμε να ποφμε αυτό που δεν

μποροφμε να ςκεφτοφμε –κι ζτςι δεν μποροφμε να ποφμε τίποτα γι’ αυτό

που δεν μποροφμε να ςκεφτοφμε». Διαφωνεί με τθ κζςθ του

Schopenhauer ότι ζνα μζροσ του κόςμου βρίςκεται πιο κοντά ςε μζνα από

κάποιον άλλο. Στισ 12-10-1916 καταλιγει ςτο ςχόλιο: «Είναι αλικεια: ο

άνκρωποσ είναι ο μικρόκοςμοσ –εγϊ είμαι ο κόςμοσ μου» και τρεισ μζρεσ

αργότερα: «Αυτό που δεν μπορεί κάποιοσ να ςκεφτεί (γι’ αυτό) δεν μπορεί

και να μιλιςει».36

Ο όροσ «ςολιψιςμόσ» ςτον Wittgenstein δεν ζχει τθν παραδοςιακι

ςθμαςία (ο Wittgenstein καταφζρεται εναντίον του δυϊςμοφ «υποκείμενο

–κόςμοσ», όπου λαμβάνονται ωσ ξεχωριςτζσ οντότθτεσ). «Το ςκεφτόμενο

υποκείμενο, το υποκείμενο που ζχει παραςτάςεισ, δεν υπάρχει». (TLP

5.61). Θ ςχζςθ του υποκειμζνου με τον κόςμο μπορεί να διαςαφθνιςτεί με

τθν ζννοια του κφκλου ςτθ γεωμετρία. Το υποκείμενο κζτει τα όρια του

κόςμου, όπωσ θ γραμμι που χαράςςει τθν περιφζρεια του κφκλου κζτει

35 E. Shanker: “L. Wittgenstein –Critical Assessments”, ςελ. 181 36 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 68

Page 47: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

40

τα όρια ςτθν ζκταςθ που καταλαμβάνει ο κφκλοσ. Θ περιφζρεια, κακϊσ

είναι μια γραμμι –άρα μονοδιάςτατθ– είναι απλϊσ το όριο που λειτουργεί

ωσ προςδιοριςτικό ςτοιχείο του εμβαδοφ του κφκλου. Κατά τον ίδιο

τρόπο, το υποκείμενο κζτει τα όρια ςτον κόςμο. Το υποκείμενο δεν είναι

οφτε μζςα ςτον κόςμο οφτε ζξω από τον κόςμο. Μάλλον το υποκείμενο

είναι ο κόςμοσ.

Ο κόςμοσ είναι ο κόςμοσ μου. Το υποκείμενο είναι μαηί και μζςα

ςτον κόςμο και ζξω από τον κόςμο, ενόςω δεν είναι οφτε το ζνα οφτε το

άλλο. Και βρίςκεται μζςα ςτον κόςμο ωσ μζροσ του κόςμου και ζξω από

τον κόςμο, αφοφ δεν μπορεί να μιλιςει για τον κόςμο (το υποκείμενο

είναι ζνα όριο). Το υποκείμενο μποροφμε να το δοφμε από δυο ςκοπιζσ,

όπωσ και ςτθν περιφζρεια του κφκλου. Μποροφμε να δοφμε τθν

περιφζρεια κοιτϊντασ από το κζντρο του κφκλου ι κοιτϊντασ προσ το

κζντρο του κφκλου. Ανάλογα με το πϊσ βλζπουμε τθν περιφζρεια (από

μζςα ι απ’ ζξω), θ τελευταία παίρνει δυο διαςτάςεισ. Πμοια το

υποκείμενο αποκτά δυο διαςτάςεισ ανάλογα από ποια ςκοπιά το

βλζπουμε. Το υποκείμενο του Wittgenstein δείχνει προσ τα γεγονότα ωσ

όριο του κόςμου ενϊ είναι μεταφυςικό, αφοφ δεν αποτελεί γεγονόσ του

κόςμου (μζςα ςτον κόςμο). «Ροφ μζςα ςτον κόςμο μπορεί να βρεκεί ζνα

μεταφυςικό υποκείμενο; Κα μου πεισ πωσ εδϊ ςυμβαίνει ακριβϊσ όπωσ

με το μάτι και το οπτικό πεδίο. Αλλά το μάτι πραγματικά δεν το βλζπεισ.

Και τίποτα ςτο οπτικό πεδίο δεν αφινει να ςυμπεράνουμε πωσ το βλζπει

το μάτι» (TLP 5.633). Ππωσ το μάτι μπορεί να δει ό,τιδιποτε εκτόσ από τον

εαυτό του –και κάκε τι που βλζπεται, βλζπεται από το μάτι –ζτςι και το

υποκείμενο μπορεί να δει το κάκε τι εκτόσ από τον εαυτό του –και κάκε τι

που βλζπεται, βλζπεται από το υποκείμενο.

Page 48: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

41

«Το φιλοςοφικό εγϊ δεν είναι ο άνκρωποσ, δεν είναι το ανκρϊπινο

ςϊμα ι θ ανκρϊπινθ ψυχι, που πραγματεφεται θ ψυχολογία, αλλά το

μεταφυςικό υποκείμενο, το όριο –όχι ζνα μζροσ –του κόςμου» (TLP

5.641). Θ γλϊςςα περιγράφει γεγονότα και το υποκείμενο –από τθ φφςθ

του –δεν είναι γεγονόσ. Αλλά αυτό ακριβϊσ ςθμαίνει ότι το υποκείμενο

είναι όριο. Είναι καταδικαςμζνθ ςε αποτυχία (εκ των προτζρων) κάκε

προςπάκεια να υπερβοφμε τα όρια τθσ γλϊςςασ για να ποφμε το

ανείπωτο ι να ςκεφτοφμε το μθ νοθτό. Δεν μποροφμε να ςτακοφμε ζξω

από τον κόςμο και να τον κεωριςουμε ωσ ξεχωριςτι ολότθτα, γιατί εμείσ

είμαςτε αυτι θ ολότθτα. Το υποκείμενο ωσ όριο του κόςμου ζχει πάντα

τον κόςμο εμπρόσ του, όχι όμωσ με τθν ζννοια ότι είναι δυο αντικείμενα

διαφορετικά που το ζνα βρίςκεται ςε ςχζςθ με το άλλο. Ο κόςμοσ είναι

πάντα παρϊν ςτο υποκείμενο και το υποκείμενο πάντα παρόν ςτον κόςμο.

Ο ςολιψιςτισ του Tractatus είναι ο φιλόςοφοσ που κεωρθτικά ζχει

τοποκετιςει τον εαυτό του ζξω από τον κόςμο των άλλων ανκρϊπων και

των κοινϊν πραγμάτων. Θ υπόκεςθ ότι υπάρχουν κι άλλα πρόςωπα που

ζχουν κι αυτά αιςκιματα ξεπερνά κατ’ αυτόν κάκε δυνατι εμπειρία. Τα

μόνα υπαρκτά είναι ο εαυτόσ του και όςα αυτόσ αντιλαμβάνεται.

Ροιοσ είναι όμωσ «αυτόσ»; Ροια είναι θ ταυτότθτά του; Ο

ςολιψιςτισ νομίηει ότι ξζρει ποιοσ είναι ανεξάρτθτα από τα πράγματα τθσ

εποπτείασ του, οπότε μπορεί να αποςπάςει τον εαυτό του από τον κόςμο

και χρθςιμοποιϊντασ τον ωσ ςθμείο αναφοράσ να ιςχυριςτεί, ότι μόνο τα

πράγματα που αυτόσ αντιλαμβάνεται, υπάρχουν. Ρϊσ όμωσ γνωρίηει

ποιοσ είναι; Τθ γνϊςθ του ποιοσ είναι μπορεί να τθν αντλιςει μόνο μζςω

των αντικειμζνων τθσ εποπτείασ του. Θ ςχζςθ του προσ αυτά τα

αντικείμενα είναι θ ςχζςθ τθσ αρχισ του ςυςτιματοσ ςυντεταγμζνων προσ

Page 49: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

42

τον χάρτθ. Οποιοδιποτε ςθμείο του χάρτθ προςδιορίηεται βάςθ αυτισ τθσ

αρχισ, αλλά θ ίδια θ αρχι δεν μπορεί να οριςτεί παρά μόνο «ωσ αρχι του

ςυςτιματοσ ςυντεταγμζνων του χάρτθ».37 Σφμφωνα με τθν αναλογία του

Wittgenstein, ο ςολιψιςτισ κατάφερε να κολλιςει τον δείκτθ πάνω ςτθν

ωρολογιακι πλάκα, ζτςι ϊςτε να τρζχουν και τα δυο μαηί κι επομζνωσ να

μθν ξζρουμε ποτζ τι ϊρα είναι.38

Αν ο ςολιψιςτισ κζλει να μασ πλθροφοριςει πράγματι για κάτι, κα

πρζπει να καταςτιςει τον εαυτό του ανεξάρτθτο από τα αντικείμενα τθσ

εποπτείασ του. Διότι, αφοφ ο κόςμοσ αυτϊν των αντικειμζνων είναι

ιδιωτικόσ και αφοφ αυτόσ (ωσ υποκείμενο τθσ εποπτείασ) μπορεί να

οριςκεί μόνο μζςω αυτϊν, εμείσ μζνουμε απ’ ζξω, ανίκανοι να

καταλάβουμε τι είναι αυτό που κζλει να μασ πει. Εξάλλου, αν δεν μπορεί

να ορίςει το υποκείμενο τθσ εποπτείασ ωσ δικό του εγϊ, τότε αυτό το

«εγϊ» μπορεί να είναι οποιουδιποτε άλλου ι το ςυλλογικό εγϊ όλθσ τθσ

ανκρωπότθτασ. Μια τόςο διεςταλμζνθ υποκειμενικότθτα καταλιγει ςε

αντικειμενικότθτα και ο ςολιψιςμόσ μεταπίπτει –όλωσ παραδόξωσ –ςε

ρεαλιςμό: «Ο ςολιψιςμόσ αν ακολουκιςουμε τισ ςυνζπειζσ του με

αυςτθρότθτα ςυμπίπτει με τον κακαρό ρεαλιςμό. Το «εγϊ» του

ςολιψιςμοφ ςυρρικνϊνεται ςε ζνα μθ εκτατό ςθμείο και απομζνει θ

πραγματικότθτα που είναι ςυντεταγμζνθ ςτο ςθμείο αυτό» (TLP 5.64).

Θ κριτικι αυτι του Tractatus ςτον ςολιψιςμό φαίνεται ν’ αφινει μια

διζξοδο ςτο δίλθμμα του ςολιψιςτι: Αν δεν μπορεί να πει ποιο είναι το

υποκείμενο τθσ εμπειρίασ, μιασ και μπορεί να οριςτεί μόνο μζςω των

αντικειμζνων τθσ, φαίνεται ωςτόςο να μπορεί –κατά κάποιο τρόπο– να

37 Κ. Κωβαίοσ: «Τα πάντα κυοφοροφνται μεσ ςτθ γλϊςςα», ςελ.53 38 Κ. Κωβαίοσ: «L. Wittgenstein: Το Mπλε και το Kαφζ Bιβλίο» (μετάφραςθ), ςελ. 110

Page 50: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

43

«δείξει» αυτά τα αντικείμενα χωρίσ να αναγκαςτεί να αναμείξει τον εαυτό

του.

2. «Λζγειν» και «δεικνφειν»

Για τον Wittgenstein ο κόςμοσ είναι μια ολότθτα γεγονότων με όρια.

Αυτό ςθμαίνει ότι υπάρχουν κάποια πράγματα «που βρίςκονται ζξω από

τον κόςμο». Τι υπάρχει ζξω από τον κόςμο; Π,τι δεν είναι γεγονόσ, αφοφ ο

κόςμοσ ταυτίηεται με τθν ολότθτα των γεγονότων.

TLP 6.522: «Χωρίσ άλλο υπάρχει αυτό που δεν λζγεται με λόγια.

Είναι αυτό που δείχνεται, το μυςτικό ςτοιχείο».

Οφτε μια ηωι αιϊνια δεν κα μποροφςε να με βοθκιςει να λφςω το αίνιγμα

τθσ ηωισ, κακϊσ «θ λφςθ του αινίγματοσ τθσ ηωισ ςτο χϊρο και ςτο χρόνο

βρίςκεται ζξω από το χϊρο και το χρόνο» (TLP 6.4312). Τίποτα δεν μπορεί

να ειπωκεί γι’ αυτό που βρίςκεται «ζξω» από τον κόςμο. Για να το

περιγράψουμε πρζπει να ςχθματίςουμε ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ και να

ελζγξουμε τθν αλικεια τουσ. Πμωσ τζτοιεσ προτάςεισ μποροφν μόνο να

παριςτάνουν γεγονότα και «ζξω» από τον κόςμο δεν μποροφν να βρεκοφν

γεγονότα: «Ο κόςμοσ είναι όλα όςα ςυμβαίνουν» (TLP 1) και «Ο κόςμοσ

είναι θ ολότθτα των γεγονότων» (TLP 1.11). Επιπλζον, δεν μποροφμε οφτε

καν να ρωτιςουμε τι υπάρχει «ζξω» από τον κόςμο (TLP 6.5: «Αν μπορεί

γενικά να τεκεί μια ερϊτθςθ, τότε μπορεί να λάβει κι απάντθςθ»).

Συνεπϊσ, τα μόνα ερωτιματα που μποροφν να τεκοφν, ςχετίηονται με τισ

φυςικζσ επιςτιμεσ – «κακϊσ θ ολότθτα των αλθκϊν προτάςεων είναι όλθ

Page 51: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

44

θ φυςικι επιςτιμθ» (TLP 4.11) – κι ακόμθ, αφοροφν όςα βρίςκονται

«μζςα» ςτον κόςμο.

Ο κόςμοσ αποτελείται από γεγονότα. Για κάκε γεγονόσ υπάρχει μια

εικόνα. Θ εικόνα είναι ζνα γεγονόσ και παριςτάνει μια δυνατι κατάςταςθ

ςτον λογικό χϊρο. Για να μπορεί θ γλϊςςα να αναφερκεί (να περιγράψει)

ςτον κόςμο (δθλ. για να υπάρχουν προτάςεισ), είναι αναγκαίο να

προχποκζςουμε μια κοινι μορφι ανάμεςα ςτθν εικόνα και το γεγονόσ.

Αυτι τθν κοινι (ωσ αναγκαίο όρο και όχι ωσ πραγματικότθτα) ο

Wittgenstein ονομάηει «λογικι μορφι». Επειδι γλϊςςα και κόςμοσ ζχουν

κοινι λογικι δομι, γι’ αυτό και θ γλϊςςα μπορεί να περιγράψει τον

κόςμο. Μια τζτοια περιγραφι ονομάηεται «απεικόνιςθ». Θ γλϊςςα

απεικονίηει τον κόςμο. Θ απεικονιςτικι μορφι μπορεί επομζνωσ να

ονομαςτεί ο αναγκαίοσ όροσ για τθ δυνατότθτα του νοιματοσ.

Κακϊσ θ λογικι και θ απεικονιςτικι μορφι δεν είναι γεγονότα, δεν

μποροφν να εκφραςτοφν μζςα από τθ γλϊςςα (μολονότι αποτελοφν τθν

ουςία τθσ γλϊςςασ –τον αναγκαίο όρο τθσ δυνατότθτάσ τθσ –και τα

προχποκζτει). Κάκε προςπάκεια να χρθςιμοποιιςουμε τθ γλϊςςα και να

ποφμε τι είναι θ λογικι μορφι κα ιταν αντιφατικι και α-νόθτθ, επειδι

κάκε γλϊςςα τθν προχποκζτει. Πταν ο Wittgenstein λζει ότι θ λογικι

μορφι «δείχνεται», εννοεί ότι πρζπει να τθ γνωρίηω εκ των προτζρων,

προκειμζνου να καταλάβω τι λζει μια πρόταςθ. Είναι αυτι που με βοθκά

να καταλάβω τθ γλϊςςα.

Οπωςδιποτε υπάρχουν πράγματα που δεν λζγονται, αλλά μόνο

δείχνονται. Ο λόγοσ για τον οποίο δεν μποροφν να ειπωκοφν είναι επειδι

αφοροφν ςτθν λογικι μορφι, τθν οποία ζχουν κοινι οι προτάςεισ με τθν

πραγματικότθτα. Τι είδουσ πράγματα είναι αυτά, εξθγείται ςτο TLP 4.122:

Page 52: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

45

«Κατά μια οριςμζνθ ζννοια μποροφμε να μιλάμε για τυπικζσ

ιδιότθτεσ των αντικειμζνων και των καταςτάςεων πραγμάτων και πάλι για

ιδιότθτεσ τθσ δομισ των γεγονότων, και με τθν ίδια ζννοια για τυπικζσ

ςχζςεισ και ςχζςεισ δομϊν. Αντί για ιδιότθτα τθσ δομισ λζω και

«εςωτερικι ιδιότθτα» και αντί για ςχζςθ δομϊν λζω «εςωτερικι ςχζςθ».

Ειςάγω αυτζσ τισ εκφράςεισ για να δείξω τθν αφορμι των πολφ

διαδομζνων ςτουσ φιλοςόφουσ ςυγχφςεων ανάμεςα ςτισ εςωτερικζσ

ςχζςεισ και ςτισ κφριεσ (εξωτερικζσ) ςχζςεισ.

Τθν φπαρξθ τζτοιων εςωτερικϊν ιδιοτιτων και ςχζςεων δεν

μποροφμε να τθν ιςχυριςτοφμε με προτάςεισ, παρουςιάηεται όμωσ ςτισ

προτάςεισ, που παριςτάνουν αυτζσ τισ καταςτάςεισ πραγμάτων κι

αναφζρονται ςε αυτά τα αντικείμενα».

Ο Wittgenstein φαίνεται να ςκζφτεται, ότι αυτό που λζγεται δεν δείχνεται

ι ότι ςε κάκε περίπτωςθ, είναι παραπλανθτικό να ειπωκεί ότι το ίδιο

δείχνεται. Και λίγο –πολφ φαίνεται να πιςτεφει ότι αυτό που λζγεται κι

αυτό που δείχνεται είναι πάντα παρόν ςτθν ανκρϊπινθ γνϊςθ.

Πμωσ ςτον τελευταίο ιςχυριςμό διαφαίνεται μια εξαίρεςθ: Τα

αντικείμενα δεν περιγράφονται –ονομάηονται μόνο: «Τα αντικείμενα

μπορϊ μόνο να τα ονομάηω. Τα υποκακιςτοφν ςθμεία. Μπορϊ μόνο να

μιλάω γι’ αυτά. Τα ίδια δεν μπορϊ να τα μιλιςω. Μια πρόταςθ μπορεί

μόνο να πει πϊσ είναι, όχι τι είναι ζνα πράγμα» (TLP 3.221). Και αυτό το

υπαινίςςεται θ απεικονιςτικι κεωρία. Θ περιγραφι ςυνίςταται ςτο ότι ζνα

μζροσ τθσ γλϊςςασ (μια πρόταςθ που για τον Wittgenstein τθν ίδια ςτιγμι

είναι ωσ προταςιακό ςθμείο και γεγονόσ) αναπαριςτά τθ δομι μιασ

κατάςταςθσ πραγμάτων ι ενόσ γεγονότοσ. Κακϊσ το γεγονόσ δεν ζχει

Page 53: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

46

δομι, επειδι είναι απλό, δεν περιγράφεται. Από τθν άλλθ, τα αντικείμενα

δεν ανικουν ςε εκείνα που δείχνονται ςτθ γλϊςςα. Τα αντικείμενα

αποκαλφπτονται, όταν καταλαβαίνουμε το νόθμά τουσ. Είναι αλικεια ότι

τα αντικείμενα διαμορφϊνουν τθν ουςία του κόςμου (TLP 2.021) αλλά

από τθν άλλθ, τίποτα ςτθ γλϊςςα δεν μπορεί να ορίςει τι είναι (δθλαδι τθ

φφςθ τουσ). Το μόνο πράγμα που ξζρουμε ςίγουρα είναι ότι υπάρχουν.

Ππωσ ιδθ είπαμε, μεταξφ των πραγμάτων που μποροφν μόνο να

δειχκοφν, είναι και το νόθμα τθσ πρόταςθσ που δεν περιγράφεται, κακϊσ

οι προτάςεισ είναι ανεξάρτθτεσ μεταξφ τουσ. Αλλά και θ απεικονιςτικι

κεωρία αποκλείει τθν περιγραφι του νοιματοσ μιασ πρόταςθσ: Ζςτω δυο

προτάςεισ, θ “p” και θ “q”. Ασ υποκζςουμε ότι θ πρόταςθ q (διαφορετικι

τθσ p) αποτελεί τθν περιγραφι του νοιματοσ τθσ p. Τότε θ q πρζπει να

είναι εικόνα τθσ p –αλλά ςτθν περίπτωςθ αυτι, οι p και q είναι ίδιεσ.

Συνεπϊσ, καμιά πρόταςθ διαφορετικι τθσ p δεν μπορεί να περιγράψει το

νόθμα τθσ p.

Θ εςωτερικι δομι τθσ ςτοιχειϊδουσ πρόταςθσ που ζχει από κοινοφ

με το απεικονιηόμενο γεγονόσ δεν περιγράφεται. Αλλά οφτε και κάποιο

τμιμα αυτισ τθσ δομισ περιγράφεται, αφοφ για να το περιγράψουμε κα

ζπρεπε να ςχθματίςουμε προτάςεισ γι’ αυτό, που εξ οριςμοφ κα ζχουν

κοινι με αυτό –και ςε αυτι τθν περίπτωςθ δεν κα ενδιαφερόμαςταν για

τισ ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ. Θ δομι τθσ ςτοιχειϊδουσ πρόταςθσ ςυνεπϊσ

είναι ζνα αδιαίρετο ςφνολο που δεν αναλφεται, αλλά δείχνεται τόςο το

ίδιο όςο και τίνοσ εικόνα είναι.

Στα άρρθτα μποροφμε επίςθσ να προςκζςουμε τισ ταυτολογίεσ και

τισ ςχζςεισ μεταξφ των προτάςεων. Κατά κάποιον τρόπο ο,τιδιποτε

ςχθματίηεται μζςω τυπικϊν εννοιϊν πρζπει να ανικει ςτο άφατο. Οι

Page 54: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

47

προτάςεισ τθσ λογικισ δεν είναι ταυτολογίεσ (TLP 6.1), δεν λζνε τίποτα

(TLP 6.11). Το γεγονόσ ότι οι προτάςεισ τθσ λογικισ είναι ταυτολογίεσ

δείχνει τισ μορφικζσ –λογικζσ ιδιότθτεσ τθσ γλϊςςασ και του κόςμου (TLP

6.12). Οι προτάςεισ p και ~p λζνε το ίδιο: Ρρόκειται για μια ταυτολογία

που δεν λζει τίποτα για τθν πρόταςθ (ι τα ςυςτατικά τθσ), αλλά δείχνει ότι

κάκε πρόταςθ κα πρζπει απαραιτιτωσ να είναι τζτοια, ϊςτε το νόθμά τθσ

ν’ ακυρϊνει το νόθμα τθσ άρνθςισ τθσ (παρουςιάηοντασ κάποιοσ τθν

εικόνα αυτοφ που δεν υπάρχει, παρουςιάηει τθν εικόνα αυτοφ που

υπάρχει).

Επίςθσ, μια πρόταςθ “fa” δείχνει ότι ςτο νόθμά τθσ εμφανίηεται το

αντικείμενο “a” (TLP 4.1211 a), δυο προτάςεισ “fa” και “ga” δείχνουν ότι

και ςτισ δυο περιπτϊςεισ γίνεται λόγοσ για το ίδιο αντικείμενο (TLP 4.1211

a), κακϊσ και ο τρόποσ με τον οποίο υπάγεται κάτι ςε μια τυπικι ζννοια

ωσ αντικείμενό τθσ δεν εκφράηεται με μια πρόταςθ –αυτό φαίνεται από το

ςθμείο του ίδιου του αντικειμζνου (Το όνομα δείχνει ότι υποςθμαίνει ζνα

αντικείμενο, το αρικμθτικό ςθμείο δείχνει ότι υποςθμαίνει ζναν αρικμό

κλπ, (TLP 4.1263). Ακόμθ, τίποτα ςτθν πραγματικότθτα δεν αντιςτοιχεί ςτο

ςθμείο “~” (TLP 4.0621),39 μια πρόταςθ ζπεται από μια άλλθ (TLP 6.1221),

ςε δυο εκφράςεισ που ςυνδζονται με το ςθμείο τθσ ιςότθτασ μπορεί θ μια

να αντικακιςτά τθν άλλθ (TLP 6.23)40. Τζλοσ, ςτθν περιοχι του δεικνφειν

39

“~”: ςθμαίνει ότι το ςθμείο τθσ άρνθςθσ δεν είναι ζνα όνομα –δεν είναι ζνα αντικείμενο. 40 Τα μακθματικά, όπωσ και θ λογικι, δείχνουν τθν «λογικι του κόςμου» (TLP 6.22). Ζτςι οι μακθματικζσ προτάςεισ δεν λζνε τίποτα (TLP 6.21) και όπωσ και οι λογικζσ προτάςεισ είναι ψευδο-προτάςεισ (TLP 6.2 b) που ςθμαίνουν αυτό που μόνο δείχνεται. Διαφζρουν όμωσ από τισ λογικζσ προτάςεισ ςτο ότι είναι εξιςϊςεισ (TLP 6.22, 6.2341) που δείχνουν τθν ομοιότθτα τθσ ςθμαςίασ (του νοιματοσ) των εξομοιωμζνων εκφράςεϊν τουσ.

Page 55: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

48

ανικουν: το όριο τθσ εμπειρικισ πραγματικότθτασ (TLP 5.5561b),41 αυτό

που υποςτθρίηει ο ςολιψιςμόσ (TLP 5.62: «Ο κόςμοσ είναι ο κόςμοσ μου»)

και το μυςτικό ςτοιχείο (TLP 6.522).

Το γεγονόσ ότι «ο κόςμοσ είναι ο κόςμοσ μου» είναι αλθκζσ, αφοφ θ

γλϊςςα είναι θ γλϊςςα μου και τα όρια τθσ γλϊςςασ ορίηουν εκείνα του

κόςμου. Πμωσ αν επικυμοφςαμε να μιλιςουμε για τθν ςχζςθ τθσ γλϊςςασ

και του κόςμου, κα ζπρεπε να δοφμε τθ γλϊςςα και τον κόςμο απ’ ζξω.

Πταν μιλάμε για τθν ςχζςθ μεταξφ δυο εννοιϊν ι δυο κατθγοριϊν, πρζπει

να προχποκζςουμε ότι αντιλαμβανόμαςτε ι ςκεφτόμαςτε τισ δυο

οντότθτεσ ταυτόχρονα. Το μεταφυςικό υποκείμενο μπορεί να κοιτάξει τθ

γλϊςςα και τον κόςμο απ’ ζξω κατά μια οριςμζνθ ζννοια (επειδι μπορεί

να ςυγκρίνει τισ ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ με τθν πραγματικότθτα), δεν

μπορεί όμωσ ποτζ να κοιτάξει τθν ςχζςθ του με τον κόςμο (όπωσ ακριβϊσ

ιςχφει και για τθν ςχζςθ μεταξφ ματιοφ και οπτικοφ πεδίου). Για να ςυμβεί

αυτό, κα ζπρεπε να βγει ζξω από τον εαυτό του και τον κόςμο –πράγμα

αδφνατο. Συνεπϊσ, θ αλικεια του ςολιψιςμοφ είναι άρρθτθ. Αλλά και το

μεταφυςικό υποκείμενο δεν μπορεί να διατυπϊςει τίποτα για τθν ςχζςθ

μεταξφ γλϊςςασ και κόςμου, επειδι: α) το νόθμα μιασ πρόταςθσ είναι

ανεξάρτθτο από εκείνο μιασ άλλθσ και β) το μεταφυςικό υποκείμενο δεν

μπορεί να ςχθματίςει τίποτα, αφοφ δεν μπορεί οφτε να μιλιςει οφτε να

ςκεφτεί.

Ο Wittgenstein υποςτθρίηει ότι θ μόνθ γλϊςςα που καταλαβαίνει

και αποδζχεται, αυτι και μόνο αυτι μπορεί να ςχετίηεται με τισ εμπειρίεσ

του και περιλαμβάνει υπαρκτζσ λογικζσ ιδιότθτεσ που κακρεφτίηουν

41 Το ατομικό γεγονόσ πρζπει να είναι ζνασ ςυςχετιςμόσ αντικειμζνων: ο,τιδιποτε υπάρχει, εκφράηεται με τισ ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ (Ζτςι ο λογικόσ χϊροσ κακορίηεται από τθν ολότθτα των αντικειμζνων ι από τθν ολότθτα των ςτοιχειωδϊν προτάςεων).

Page 56: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

49

κάποια γενικά γνωρίςματα του κόςμου τθσ εμπειρίασ του. Επιπλζον θ

γλϊςςα χαρακτθρίηεται ωσ ολότθτα των ςτοιχειωδϊν προτάςεων, ενϊ ο

κόςμοσ χαρακτθρίηεται ωσ ολότθτα των γεγονότων. Κακϊσ τα γεγονότα

περιγράφονται μζςω των αλθκϊν ςτοιχειωδϊν προτάςεων, μποροφμε να

ποφμε ότι μια εξαντλθτικι42 περιγραφι του κόςμου αποτελείται από τθν

ολότθτα των ςτοιχειωδϊν προτάςεων. Πμωσ είναι αδφνατο –ςφμφωνα με

τον Wittgenstein –να ποφμε ο,τιδιποτε για τον κόςμο ωσ ςφνολο και

ο,τιδιποτε μπορεί να ειπωκεί, πρζπει να αφορά τμιματα του κόςμου, τα

οποία ζχουν κακοριςμζνα όρια. Ο Wittgenstein χρθςιμοποιεί ωσ αναλογία

το οπτικό πεδίο. Ππωσ το οπτικό πεδίο δεν μπορεί να ζχει όρια, το ίδιο

ιςχφει και για τθν εμπειρία μου. Αν μποροφςαμε να δοφμε τα όρια του

οπτικοφ πεδίου και τι υπάρχει πίςω από αυτά, κα μποροφςαμε να

ορίςουμε κάτι ςτο οποίο κα αντιταςςόταν ςτο οπτικό πεδίο. Είναι όμωσ

αντιφατικό να ιςχυριςτοφμε ότι βλζπουμε κάτι ζξω από το οπτικό πεδίο.

Πμοια, είναι αντιφατικό να λζμε ότι βλζπουμε κάτι πίςω από το πεδίο τθσ

εμπειρίασ.

Επιπλζον, είναι αδφνατο να ποφμε και για τθ γλϊςςα κάτι ωσ

ςφνολο, επειδι τότε κα πρζπει είτε ν’ απαρικμιςουμε όλεσ τισ ςτοι-

χειϊδεισ προτάςεισ είτε ν’ αντιτάξουμε ςε αυτό που ανικει ςτθ γλϊςςα

κάτι ζξω από τθ γλϊςςα. Ρρζπει να διευκρινιςτεί ότι μιλϊντασ για τθ

«γλϊςςα», εννοοφμε «αυτό που μποροφμε να ςκεφτοφμε»43. Και αυτό

που μποροφμε να ςκεφτοφμε, δεν μπορεί ποτζ να οριοκετθκεί ωσ χϊροσ

ςτο λογικό ςφμπαν. Ζτςι ςτον Ρρόλογο του Tractatus ο Wittgenstein

γράφει ότι δεν μποροφμε να «βάλουμε ζνα όριο ςτθν ςκζψθ», αλλά «το

42 D. Favrholdt: “An Interpretation & Critique of Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 174 43 D. Favrholdt: “An Interpretation & Critique of Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 177

Page 57: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

50

όριο μπορεί να μπει μόνο μζςα ςτθ γλϊςςα, και ό,τι βρίςκεται πζρα από

το όριο κα είναι απλϊσ α-νοθςία».44

Ο Wittgenstein δεν αρνείται ότι υπάρχει μια «ανϊτερθ φπαρξθ», ο

Κεόσ (TLP 6.432). Αν τϊρα αυτι θ «ανϊτερθ φπαρξθ» μποροφςε να

διατυπϊςει τθ γνϊςθ του για τον κόςμο και τθ γλϊςςα ςε μια γλϊςςα L1,

αυτι θ γνϊςθ δεν κα μποροφςε ποτζ να μεταδοκεί ςε μζνα.45 Για να μου

πει κάτι για τον κόςμο και τθ γλϊςςα, κα ζπρεπε να χρθςιμοποιιςει

προτάςεισ ςτισ οποίεσ οι όροι αυτοί (γλϊςςα, κόςμοσ) κα υπάγονταν. Αλλά

κακϊσ οι όροι αυτοί ορίηονται πάντα μζςω τθσ χριςθσ υπο-εννοιϊν που

περιλαμβάνονται ςτισ δυο βαςικζσ αυτζσ ζννοιεσ, τίποτα δεν μπορεί να

ειπωκεί γι’ αυτζσ ςε μια γλϊςςα L246 -ςτθν μόνθ γλϊςςα που εγϊ

καταλαβαίνω. Αυτό που τελικά ο φιλόςοφοσ πετυχαίνει, είναι ν’ αποδείξει

ότι θ γλϊςςα L1 δεν υπάρχει. Θ «ανϊτερθ φπαρξθ» δεν μπορεί να ζχει

γλϊςςα, δεν μπορεί να ςχθματίςει μια πρόταςθ και δεν μπορεί να

περιγράψει τισ εμπειρίεσ του.

Αν ο Κεόσ ενδιαφερόταν για το πϊσ είναι ο κόςμοσ, κα

αποκαλυπτόταν μζςα ςτον κόςμο (TLP 6.432: «Το πϊσ είναι ο κόςμοσ,

είναι εντελϊσ αδιάφορο για το Κεό. Ο Κεόσ δεν αποκαλφπτεται μζςα ςτον

κόςμο»). Κα ιταν δθλαδι ζνα υποκείμενο με αντίλθψθ που κα είχε

εμπειρία του κόςμου (κεωρθμζνου ωσ ολότθτασ γεγονότων). Αυτό

ςυμβαίνει, επειδι θ περιγραφι του πϊσ είναι ο κόςμοσ αποτελείται από

όλεσ τισ αλθκείσ ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ (από τθν περιγραφι όλων των

γεγονότων). Πμωσ αυτά παρουςιάηονται μόνο ςτο υποκείμενο που

αντιλαμβάνεται και βρίςκεται ςε μια ςχζςθ με τον κόςμο. Αυτό για το

44 Κ. Κιτςόπολοσ: “L. Wittgenstein: Tractatus Logico Philosophicus”, ςελ. 43 45 D. Favrholdt: “An Interpretation & Critique of Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 181 46 D. Favrholdt: “An Interpretation & Critique of Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 181

Page 58: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

51

οποίο ενδιαφζρεται ο Κεόσ –ι το αίνιγμα τθσ ηωισ –είναι κάτι που

βρίςκεται ζξω από αυτό που εγϊ μπορϊ να ςυλλάβω ωσ κόςμο.

Αυτό που υπάρχει ζξω από τον κόςμο, ο Wittgenstein το ονομάηει

«μυςτικό ςτοιχείο». Τίποτα δεν μπορεί να ειπωκεί γι’ αυτό, οφτε ακόμθ

και από τον ίδιο τον Κεό. Πμωσ το ότι υπάρχει κάτι, το γνωρίηω. Μου

δείχνεται εν μζρει ςτο ότι ο κόςμοσ υπάρχει (TLP 6.44: «Το μυςτικό

ςτοιχείο δεν είναι πϊσ είναι ο κόςμοσ, αλλά πωσ είναι ο κόςμοσ) κι εν

μζρει ςτο ότι νιϊκω τον κόςμο ωσ (περιοριςμζνθ) ολότθτα (TLP 6.45: «Θ

κεϊρθςθ του κόςμου sub specie aeterni είναι θ κεϊρθςι του –ωσ

περιοριςμζνου –ςυνόλου. Το μυςτικό ςτοιχείο είναι το αίςκθμα του

κόςμου ωσ περιοριςμζνου ςυνόλου»). Αυτό το αίςκθμα μπορεί να

εξθγθκεί πικανϊσ από το γεγονόσ ότι ο κόςμοσ είναι ο κόςμοσ μου και ότι

τα όριά του κακορίηονται από τα όρια τθσ γλϊςςασ μου.

«Χωρίσ άλλο υπάρχει αυτό που δεν λζγεται με λόγια. Αυτό

δείχνεται, είναι το μυςτικό ςτοιχείο» (TLP 6.522). Υπάρχουν πράγματα που

δεν λζγονται με τθ γλϊςςα τθσ λογικισ, αλλά δείχνονται με διαφορετικοφσ

τρόπουσ. Είναι θ μυςτικι περιοχι, το μυςτικό ςτοιχείο, ο μυςτικόσ χϊροσ.

Θ τελευταία πρόταςθ του Τractatus μασ βεβαιϊνει ότι εκείνο που δεν

λζγεται, ανικει ςτθν ςιωπι (TLP 7). «Θ ςιωπι όμωσ αυτι ι το ανείπωτο –θ

λογικι ςιωπι, το λογικά ανείπωτο (αυτό εννοεί ο Wittgenstein) ςκεπάηει

μια τεράςτια περιοχι μζςα ςτθν οποία ςωπαίνει λογικά, να το ποφμε ζτςι,

μαηί με όλα τα άλλα, και θ λογικι τον εαυτό τθσ (TLP 4.12) και θ

φιλοςοφία τον εαυτό τθσ (TLP 4.115, 6.53). Ζξω από τισ προτάςεισ των

φυςικϊν επιςτθμϊν –και θ φιλοςοφία δεν είναι φυςικι επιςτιμθ, είναι

παραπάνω ι παρακάτω (TLP 4.111) –όλα ανικουν ςτθν τεράςτια περιοχι

τθσ ςιωπισ. Δεν είναι ανφπαρκτα ι ανυπόςτατα, όπωσ υποςτθρίηει ο

Page 59: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

52

κετικιςμόσ. Είναι απλϊσ άρρθτα ι α-νόθτα με αυςτθρά λογικό τρόπο. Κάτι

ολότελα διαφορετικό».47

3. Η φιλοςοφία ωσ δραςτθριότθτα

Θ φιλοςοφία οριοκετεί το ρθτό (ξεκακαρίηει λογικά τισ προτάςεισ

των φυςικϊν επιςτθμϊν, TLP 4.112, 4.113). Ραρουςιάηοντασ ακριβολογικά

αυτό που λζγεται, θ φιλοςοφία ςθμαίνει (bedeuten) εκείνο που δεν

λζγεται ι το ανείπωτο (TLP 4.115). Ζτςι ςτθρίηει ι νομιμοποιεί και τα δυο:

και αυτό που λζγεται και αυτό που δεν λζγεται. Αυτό το άρρθτο περιζχει,

ςφμφωνα με τον Wittgenstein, όλθ τθν λογικι και τθ φιλοςοφία. Θ ςωςτι

μζκοδοσ τθσ διδαςκαλίασ, λζει ο Wittgenstein, κα ιταν να περιοριςτεί

κανείσ ςτισ προτάςεισ των επιςτθμϊν που είναι διατυπωμζνεσ με όλθ τθ

δυνατι ςαφινεια και ακρίβεια αφινοντασ τισ φιλοςοφικζσ προτάςεισ ςτον

διδαςκόμενο και αποδεικνφοντάσ του, όποτε τισ διατυπϊνει, πωσ αυτζσ

είναι χωρίσ νόθμα.48

Ο Wittgenstein διακρίνει τισ φυςικζσ επιςτιμεσ από τθ φιλοςοφία.

Κάκε ςτοιχειϊδθσ πρόταςθ δθλϊνει ότι κάτι ςτο χϊρο τθσ εμπειρίασ

υπάρχει κατά ζναν οριςμζνο τρόπο, ενϊ ανικει (εντάςςεται) ςε μια από

τισ φυςικζσ επιςτιμεσ. Αλλά πρζπει να ςθμαίνει κάτι «που να ςτζκει πάνω

ι κάτω, αλλά όχι δίπλα από τισ φυςικζσ επιςτιμεσ» (TLP 4.111).

TLP 4.112: «Σκοπόσ τθσ φιλοςοφίασ είναι θ λογικι διαςάφθςθ των

ςκζψεων. Θ φιλοςοφία δεν είναι διδαςκαλία, αλλά δραςτθριότθτα. Ζνα

φιλοςοφικό ζργο ουςιαςτικά αποτελείται από διευκρινιςεισ. Το

47 Κ. Κιτςόπουλοσ: “L. Wittgenstein: Tractatus Logico Philosophicus”, ςελ. 12 48 Κ. Κιτςόπουλοσ: “L. Wittgenstein: Tractatus Logico Philosophicus”, ςελ. 37

Page 60: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

53

αποτζλεςμα τθσ φιλοςοφίασ δεν είναι «φιλοςοφικζσ προτάςεισ», αλλά θ

διαςάφθςθ των προτάςεων. Θ φιλοςοφία πρζπει να αποςαφθνίηει και να

οροκετεί αυςτθρά τισ ςκζψεισ που ςυνικωσ είναι, κα λζγαμε, κολζσ και

ςυγκεχυμζνεσ».

TLP 4.115: «Κα ςθμαίνει αυτό που δεν μποροφμε να ποφμε,

παριςτάνοντασ αυτό που μποροφμε να ποφμε».

Με αυτι τθν ζννοια θ φιλοςοφία γίνεται ζνα είδοσ «κριτικισ τθσ

γλϊςςασ» (TLP 4.0031). Το Tractatus ενδιαφζρεται «να βάλει ζνα όριο

ςτθν ςκζψθ, ι μάλλον –όχι ςτθν ςκζψθ, αλλά ςτθν ζκφραςθ των ςκζψεων.

Γιατί για να βάλουμε ςτθν ςκζψθ ζνα όριο, κα ζπρεπε να μποροφμε να

ςκεφτόμαςτε και τισ δυο πλευρζσ αυτοφ του ορίου (κα ζπρεπε δθλαδι, να

μποροφμε να ςκεφτόμαςτε αυτό που δεν μπορεί να ςκεφκεί κανείσ)».49 Τα

όρια αυτοφ που δεν μποροφμε να ςκεφτοφμε, μποροφν να τεκοφν ςτθ

γλϊςςα και ό,τι βρίςκεται πζρα από αυτά είναι α-νοθςία. Κακορίηοντασ τα

όρια τθσ γλϊςςασ, θ φιλοςοφία κζτει τα όρια ςτθν ςφαίρα τθσ δυνατισ

γνϊςθσ. Μπορεί τότε θ επιςτιμθ, που ςυλλαμβάνεται κατά αυτόν τον

τρόπο, να μασ πει, αν ζχουμε ακάνατθ ψυχι ι αν υπάρχει Κεόσ; Μόνο αν

θ ολότθτα των προτάςεων περικλείει προτάςεισ για τθν ψυχι ι τον Κεό.

Υπάρχει αιςκθτικι ι θκικι γνϊςθ; Μόνο αν υπάρχουν αιςκθτικζσ ι θκικζσ

προτάςεισ.

Θ κριτικι του Wittgenstein για τθ γλϊςςα προχωρά ςε πιο ριηικά

ςυμπεράςματα:50 Αυτό που δεν μποροφμε να το ξζρουμε, δεν μποροφμε

και να το ςκεφτοφμε. Ο Κεόσ και θ ψυχι βρίςκονται πζρα από τα όρια τθσ

γλϊςςασ. Δεν μποροφν να υπάρξουν θκικζσ ι αιςκθτικζσ προτάςεισ. Στθν

49 Χριςτοδουλίδθσ: “L. Wittgenstein: Philosophical Investigations”, ςελ. 43 50 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 25

Page 61: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

54

προςπάκειά του να τραβιξει μια διαχωριςτικι γραμμι ανάμεςα ςε αυτό

για το οποίο μποροφμε να μιλιςουμε και ςε αυτό για το οποίο πρζπει να

ςιωπιςουμε, ο Wittgenstein οδθγείται ςτθν οδυνθρι διαπίςτωςθ ότι

πρζπει να ςιωπιςουμε αναφορικά με ό,τι αποτελεί ςθμαντικό για τθ ηωι

μασ. Συνεπϊσ θ περιοχι των θκικϊν κι αιςκθτικϊν αξιϊν, τα υπαρξιακά

προβλιματα, το νόθμα τθσ ηωισ, ο Κεόσ δεν μποροφν να διατυπωκοφν (να

εκφραςτοφν) ςε μια κακολικι γλϊςςα που απεικονίηει μόνο γεγονότα.

Υπάρχουν ζξω από τα όρια του κόςμου: είναι το «μυςτικό ςτοιχείο» που

δεν λζγεται.

Το Tractatus είναι μια κριτικι τθσ γλϊςςασ. Μασ οδθγεί να δοφμε τα

όρια τθσ γλϊςςασ και πωσ μια τζτοια κριτικι τθσ γλϊςςασ βρίςκεται πζρα

από τα όρια τθσ γλϊςςασ. Θ μζκοδοσ αυτισ τθσ κριτικισ είναι μια ζρευνα

για τθ φφςθ τθσ πρόταςθσ. Θ κατανόθςθ τθσ φφςθσ μιασ πρόταςθσ απαιτεί

τθν κατανόθςθ όλων των αρκρϊςεων και των δυνατοτιτων τθσ μαηί με

άλλεσ προτάςεισ, που μορφοποιοφν όλεσ τισ δυνατζσ δομζσ που

περιγράφουν τα γεγονότα από τα οποία αποτελείται ο κόςμοσ. Αυτόσ είναι

ο ςκοπόσ του Tractatus: «θ αλικεια των ςκζψεων που εκφράηονται εδϊ

μου φαίνεται απρόςβλθτθ και οριςτικι. Είμαι δθλαδι τθσ γνϊμθσ πωσ ςτα

κφρια ςθμεία ζχω λφςει οριςτικά τα προβλιματα. Κι αν δεν γελιζμαι ς’

αυτό, τότε θ αξία αυτισ τθσ εργαςίασ ςυνίςταται –δεφτερο –ςτο πϊσ

δείχνει πόςα λίγα πετυχαίνουμε με το να ζχουμε λφςει αυτά τα

προβλιματα».51 Και το βιβλίο τελειϊνει με το ακόλουκο ζξοχο χωρίο:

TLP 6.54: «Οι προτάςεισ μου αποτελοφν διευκρινίςεισ όταν αυτόσ

που με καταλαβαίνει, αφοφ με τθ βοικειά τουσ –πατϊντασ πάνω τουσ –τισ

51 Χριςτοδουλίδθσ: “L. Wittgenstein: Philosophical Investigation”, ςελ. 44

Page 62: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

55

υπερπθδιςει και προχωριςει πζρα από αυτζσ, τελικά τισ αναγνωρίςει ωσ

ςτερθμζνεσ από νόθμα (Ρρζπει κα λζγαμε, να πετάξει μακριά τθν

ανεμόςκαλα, αφοφ πρϊτα ανζβει με αυτι. Ρρζπει να ξεπεράςει τισ

προτάςεισ αυτζσ και τότε κα δει τον κόςμο ςωςτά)».

TLP 7: «Για όςα δεν μπορεί να μιλά κανείσ, γι’ αυτά πρζπει να

ςωπαίνει».

Θ φιλοςοφία –δεν είναι όπωσ πίςτευε ο Wittgenstein το 1913 –θ

κεωρία τθσ λογικισ μορφισ των επιςτθμονικϊν προτάςεων. Δεν μπορεί να

υπάρχει τζτοια κεωρία. Μια κεωρία αποτελείται από ζνα ςφνολο

προτάςεων –όμωσ δεν υπάρχουν «φιλοςοφικζσ προτάςεισ» (TLP 4.112). Θ

φιλοςοφία είναι δραςτθριότθτα λογικισ διευκρίνιςθσ. Πμωσ το Tractatus

παραβιάηει τουσ κανόνεσ του λογικοφ ςυντακτικοφ, προκειμζνου να δει

κάποιοσ πϊσ διαφορετικά ςτοιχεία τθσ γλϊςςασ είναι δομθμζνα. Οι

προτάςεισ του Tractatus είναι α-νόθτεσ (nonsensical), κακϊσ επιχειροφν να

διατυπϊςουν άρρθτεσ αλικειεσ, υπερβατολογικζσ (προςπάκθςαν να μασ

πουν τι είναι θ λογικι μορφι τθσ γλϊςςασ) –όμωσ δεν παφουν να είναι

χριςιμεσ, «διαφωτιςτικζσ»: Ακριβϊσ επειδι παραβιάηουν τουσ ορκοφσ

κανόνεσ τθσ λογικισ ςφνταξθσ, «διαφωτίηουν» τον αναγνϊςτθ για τθ δομι

a priori λογικά «καλοςχθματιςμζνων» προτάςεων τθσ γλϊςςασ. Επιπλζον,

μζςα από τισ διευκρινίςεισ των προτάςεων του Tractatus οδθγοφμαςτε

προσ μια ςυγκεκριμζνθ κατεφκυνςθ,52 δθλαδι ςτθ γνϊςθ αυτοφ που

λζγεται κι αυτοφ που μπορεί μόνο να δειχκεί.

52 D. Favrholdt: “An Interpretation & Critique of Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 142

Page 63: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

56

Αυτό που πραγματικά ςυμβαίνει, όταν κάποιοσ ανοίξει το Τractatus

και το διαβάςει, μπορεί να γίνει κατανοθτό με το εξισ παράδειγμα:53

Ζςτω ότι ζνα πρωί ανοίγει κάποιοσ τθν εξϊπορτα τθσ οικίασ του και

αντικρίηει ζνα βζλοσ ηωγραφιςμζνο ςτο πεηοδρόμιο να δείχνει προσ τθν

πλθςιζςτερθ γωνία. Πντασ περίεργοσ ακολουκεί το βζλοσ και

πλθςιάηοντασ τθ γωνία αντικρίηει ζνα δεφτερο βζλοσ να δείχνει προσ μια

δεφτερθ γωνία, κ.ο.κ. Ακολουκϊντασ τα βζλθ για αρκετι ϊρα ςταματά

τελικά ςε μια γωνία, όπου δεν υπάρχουν άλλα ηωγραφιςμζνα βζλθ, ενϊ

προσ μεγάλθ του ζκπλθξθ αναγνωρίηει το χρυςό ρολόι που του είχαν

κλζψει πριν τριάντα χρόνια. Το παίρνει και ευχαριςτεί τθν καλι του τφχθ

που το ξαναβρικε αδιαφορϊντασ για το αν οι Φψιςτεσ Δυνάμεισ ζςβθςαν

ι όχι τα τόξα, και κεωρϊντασ τα τελευταία ωσ ςφμπτωςθ που τον

οδιγθςαν ςτθν εφρεςθ του ρολογιοφ (ακόμθ κι αν το πρόςωπο που τα

ςχεδίαςε, επικυμοφςε –ενδεχομζνωσ –να τον κακοδθγιςει ςτο ρολόι). Ο

ιδιοκτιτθσ του ρολογιοφ –ακόμθ κι αν τα βζλθ οδιγθςαν ακριβϊσ ςτο

χρυςό ρολόι –το βρικε είτε τυχαία είτε κακοδθγικθκε εκεί ςκόπιμα. Αλλά

εκείνοσ που ςχεδίαςε τα βζλθ, αν ιξερε ότι ο ιδιοκτιτθσ το αναηθτοφςε,

κα ιταν περίπου ςίγουροσ ότι ο ιδιοκτιτθσ ιξερε τι είναι αυτό που κα

ζπρεπε να ψάξει. Το παράδειγμα αυτό αντιςτοιχεί ςτο ςχόλιο του

Wittgenstein ςτον Ρρόλογο του Tractatus: «Το βιβλίο αυτό κα το

καταλάβει ίςωσ μόνο όποιοσ ζχει κιόλασ κάνει ο ίδιοσ τισ ςκζψεισ που

εκφράηονται ςε αυτό –ι τουλάχιςτον παρόμοιεσ ςκζψεισ».54

Μζςα από τισ διευκρινίςεισ, ο αναγνϊςτθσ του Tractatus μπορεί να

οδθγθκεί ςε αυτό που πρζπει να προςζξει. Πμωσ καμία διευκρίνιςθ ι

ςτοιχειϊδθσ πρόταςθ δεν μπορεί να του δείξει ακριβϊσ αυτό που πρζπει

53 D. Favrholdt: “An Interpretation & Critique of Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ.142 54 Κ. Κιτςόπουλοσ: “L.Wittgenstein: Tractatus Logico Philosophicus”, Ρρόλογοσ, ςελ. 43

Page 64: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

57

να αντιλθφκεί. Και δεν κα το αντιλθφκεί, αν δεν ζχει κάνει τισ ςκζψεισ του

Wittgenstein ι τουλάχιςτον παρόμοιεσ (ο όροσ «ςκζψθ» ζχει εδϊ μθ

φιλοςοφικό νόθμα). Ακολουκϊντασ κανείσ τισ προτάςεισ του Tractatus και

πατϊντασ πάνω τουσ προχωρά πζρα από αυτζσ για «να δει τον κόςμο

ςωςτά»:55 για να δει αυτό που ο ίδιοσ δε κα επιχειριςει να μιλιςει γι’

αυτό, διότι ξζρει ότι είναι άρρθτο.

Φτάνουμε ςτο τελικό ςυμπζραςμα τθσ ςκζψθσ του Wittgenstein,

ζνα ςυμπζραςμα που εξυπακουόταν από τθν αρχι, δθλαδι ότι το μυςτικό

ςτοιχείο –ό,τι δεν λζγεται –είναι θ φιλοςοφία. Πλεσ οι όψεισ του μυςτικοφ

ςτοιχείου που παρουςιάςτθκαν ωσ εδϊ υπιρξαν τα παραδοςιακά

προβλιματα τθσ φιλοςοφίασ. Και θ φιλοςοφία όμωσ είναι α-νόθτθ, αφοφ

δεν μιλά για γεγονότα αλλά κζτει τα όρια ςε αυτό που μπορεί να νοθκεί

και να λεχκεί (TLP 4.114, 4.115). Αλλά τα όρια τθσ ςκζψθσ και τθσ

ζκφραςθσ δεν μποροφμε οφτε να τα ςκεφτοφμε οφτε να τα εκφράςουμε.

Κάτι τζτοιο κα προχπζκετε τθν υπζρβαςθ αυτϊν των ορίων. Θ φιλοςοφία

μπορεί να τα δείξει εκ των ζςω (TLP 4.114). “Σθμαίνει αυτό που δεν

μποροφμε να ποφμε, παριςτάνοντασ κακαρά αυτό που μποροφμε να

ποφμε» (TLP 4.115). Θ φιλοςοφία όχι μόνο δεν μπορεί ν’ απαντιςει ςτα

ερωτιματα, αλλά δεν μπορεί οφτε και να τα κζςει, ενϊ δεν μπορεί οφτε να

μασ πει ότι τζτοια ερωτιματα δεν μποροφν να τεκοφν.

Στα χρόνια που ακολοφκθςαν το Tractatus θ ζννοια τθσ φιλοςοφίασ

ωσ δραςτθριότθτασ που αποςαφθνίηει και οριοκετεί αυςτθρά τισ ςκζψεισ

(προτάςεισ), που είναι ςυνικωσ «κολζσ» και ςυγκεχυμζνεσ (TLP 4.111,

4.112), παραγκωνίηεται. O Wittgenstein, γφρω ςτα 1930, υπογράμμιςε με

ζμφαςθ τθν ςχζςθ ανάμεςα ςτθν πρόταςθ ωσ εικόνα και ςτο νόθμα ωσ

55 G.E.M. Anscombe: “An Introduction to Wittgenstein’s Tractatus”, ςελ. 173

Page 65: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

58

χριςθ. Στθν περίπτωςθ αυτι, ο απεικονιςτικόσ χαρακτιρασ τθσ γλϊςςασ

ςυνίςταται ςτθν κατανόθςθ των προτάςεων τθσ γλϊςςασ μασ ωσ

«οδθγίεσ» για να κάνουμε κάτι. Και ςτισ προτάςεισ εφαρμόηουμε λζξεισ

ςφμφωνα με τουσ κανόνεσ ςφνταξθσ, ακριβϊσ, όπωσ εφαρμόηουμε ςθμεία

ςφμφωνα με τουσ κανόνεσ ενόσ μακθματικοφ υπολογιςμοφ, ενϊ κατα-

λαβαίνουμε το νόθμα μιασ πρόταςθσ επειδι ακριβϊσ ξζρουμε τουσ

κανόνεσ τθσ ςφνταξθσ αλλά και τθσ χριςθσ τουσ. Θ κατανόθςθ δεν είναι

μια νοθτικι κατάςταςθ ι διαδικαςία, αλλά θ ικανότθτα να χρθςιμο-

ποιοφμε μια πρόταςθ.

Τα προβλιματα αναδφονται από «παρανοιςεισ που αφοροφν τθ

χριςθ των λζξεων» (PI 90) και τότε θ φιλοςοφία είναι «ζνασ αγϊνασ

ενάντια ςτθ γοθτεία που αςκεί το γλωςςικό μζςο πάνω ςτθ νόθςι μασ» (PI

109). Το αποτζλεςμα ςτο οποίο αποβλζπουμε δεν είναι «κάποιο είδοσ

κεωρίασ» ι «εξιγθςθ» (Λ 109). Αυτό που ψάχνουμε είναι μια κεραπεία

για τον φιλόςοφο και όχι ζνα κομμάτι φιλοςοφικισ γνϊςθσ. Στισ

«Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» ο Wittgenstein είδε τθ φιλοςοφία ωσ γραμματικι

κεραπεία.56 Θ φιλοςοφία είναι «ςαν τθ κεραπεία μιασ αρρϊςτιασ» (Λ

255). Σε μια χαρακτθριςτικι μεταφορά περιγράφει τον ςκοπό τθσ

φιλοςοφίασ ωσ εξισ: «το να δείξω ςτθ μφγα τθν διζξοδο από τθν παγίδα»

(Λ 309). Τα φιλοςοφικά προβλιματα είναι ψευδο-προβλιματα που

προκφπτουν από τθν κακι χριςθ τθσ γλϊςςασ και τότε θ ζρευνά μασ είναι

μια γραμματικι ζρευνα.

56 M. Devitt & K. Sterelny: “Language & Reality”, ςελ. 281

Page 66: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

59

ΔΕΤΣΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΓΛΩΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΣΙΚΟΣΗΣΑ ΣΗΝ ΤΣΕΡΗ ΦΙΛΟΟΦΙΑ ΣΟΤ

WITTGENSTEIN

1. Από το Tractatus ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ»

Θ φςτερθ φιλοςοφία του Wittgenstein κατανοείται μόνο ςε ςχζςθ

με τισ κζςεισ που αναπτφςςονται ςτο πρϊιμο ζργο του, το Tractatus.

Μζχρι το 1880 ο απόλυτοσ Λδεαλιςμόσ είχε κυριαρχιςει ςτθν Βρετανικι

φιλοςοφία αποβλζποντασ ςτθν εναρκτιρια φάςθ τθσ α) ςτθν ςυμφιλίωςθ

μεταξφ επιςτιμθσ και κρθςκείασ και β) ςτθν ενίςχυςθ τθσ θκικισ και

κοινωνικισ υπευκυνότθτασ. Ο βαςικότεροσ ςτοχαςτισ τθσ, ο Bradley,

υποςτιριξε ότι όλεσ οι κρίςεισ τθσ κοινισ λογικισ και τθσ επιςτιμθσ είναι

μερικϊσ αλθκείσ. Θ απόλυτθ αλικεια –αν υπάρχει– βρίςκεται ςτθν

μεταφυςικι, ενϊ το πραγματικό είναι πνευματικό –μια αδιαίρετθ ενότθτα.

Θ επίκεςθ ςτον Λδεαλιςμό ζγινε τόςο από τθν Οξφόρδθ με τον Cook

Wilson και τουσ οπαδοφσ του, όςο κι από το Cambridge με τουσ Moore και

Russell. Μια αλθκισ πρόταςθ, λζει ο Moore, δεν αντιςτοιχεί ςτθν

πραγματικότθτα –αποτελεί μζροσ τθσ πραγματικότθτασ. Σε αντίκεςθ με

Page 67: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

60

τον Λδεαλιςμό, θ αλικεια και το ψεφδοσ των προτάςεων δεν αποτελοφν

ηιτθμα βακμοφ: θ αλικεια αποτελεί μθ αναλφςιμθ ιδιότθτα, που κάποιεσ

προτάςεισ ζχουν και κάποιεσ άλλεσ ςτεροφνται. Στρζφεται ενάντια ςτθν

ιδζα ότι θ πραγματικότθτα είναι (κατά μια μεταφυςικι ζννοια)

υποκειμενικι ι πνευματικι. Αυτό που αντιλαμβανόμαςτε, δεν υπάρχει

ανεξάρτθτα τθσ αντίλθψισ μασ γι’ αυτό. Σε μια προςπάκεια προ-

ςανατολιςμοφ τθσ φιλοςοφίασ προσ τθν κατεφκυνςθ λεπτομεροφσ

εξζταςθσ τθσ γλϊςςασ και τθσ χριςθσ τθσ, ο Moore προζβθ ςτθ διάκριςθ

ανάμεςα ςτθ γνϊςθ του νοιματοσ τθσ πρόταςθσ (γνϊςθ του λεκτικοφ

οριςμοφ και τθσ χριςθσ τθσ) από τθν μια, και ςτθ γνϊςθ τθσ ανάλυςθσ του

νοιματόσ τθσ (γνϊςθ τθσ ανάλυςθσ τθσ ζννοιασ που εκφράηεται) από τθν

άλλθ.

Τθν επίκεςθ του Moore ςτον Λδεαλιςμό ακολοφκθςε εκείνθ του

Russell. Οι προτάςεισ (με νόθμα), λζει, είναι ονόματα ςφνκετων (γε-

γονότων) και κάποιεσ από αυτζσ είναι αλθκείσ και κάποιεσ ψευδείσ,

κεωρϊντασ τθν αλικεια και το ψεφδοσ δυο ιδιότθτεσ μεταξφ άλλων. Το

1910 υποςτιριξε τθν «επιςτθμονικι μζκοδο ςτθ φιλοςοφία»57: θ

φιλοςοφία, όμοια με τθν επιςτιμθ, ενδιαφζρεται για τθν απόκτθςθ

γνϊςθσ (ενδιαφζρεται δθλαδι για μια κεωρθτικι κατανόθςθ του κόςμου).

Είναι θ επιςτιμθ τθσ οποίασ ο πυρινασ είναι λογικόσ και αποτελείται από

γενικζσ προτάςεισ. Για τον Russell οι προτάςεισ τθσ λογικισ αποτελοφν

γενικζσ αλικειεσ, ενϊ τα αξιϊματα τθσ λογικισ δεν αποδεικνφονται. Θ

γνϊςθ μασ για τισ λογικζσ προτάςεισ είναι ανεξάρτθτθ τθσ γνϊςθσ μασ για

τα εμπειρικά γεγονότα. Ακόμθ κεϊρθςε τθν φιλοςοφία ςυνζχεια των

επιςτθμϊν, κακϊσ θ γνϊςθ τθσ ιταν διακζςιμθ ςτισ επιςτιμεσ και τα

57 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein’s Place in Twentieth-century Analytic Philosophy”, ςελ. 14

Page 68: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

61

αποτελζςματά τθσ δεν διζφεραν ριηικά από τα επιτεφγματα των

επιςτθμϊν. Πμοια με τισ επιςτιμεσ, θ φιλοςοφία ενδιαφερόταν για τθν

γνϊςθσ τθσ πραγματικότθτασ. Ζνασ από τουσ ςκοποφσ τθσ ζπρεπε να είναι

θ διαςφάλιςθ –μζςω ανάλυςθσ– πωσ θ υποτικζμενθ γνϊςθ μασ για τθν

πραγματικότθτα είναι απρόςβλθτθ ςτθν αμφιβολία. Θ «επιςτθμονικι

μζκοδοσ» του Russell ςτθ φιλοςοφία ιταν θ μζκοδοσ τθσ λογικισ

ανάλυςθσ –δθλαδι θ ζρευνα των λογικϊν μορφϊν.

Ο Frege είναι ο πρϊτοσ που ειςιγαγε μια ςυμβολικι γλϊςςα

(βαςιςμζνθ ςτθν αρικμθτικι) κι αντικατζςτθςε τισ ζννοιεσ «υποκείμενο»

και «κατθγόρθμα» μ’ εκείνεσ του «επιχειριματοσ» και τθσ «ςυνάρτθςθσ».

Θ λογικι ενδιαφζρεται για τθν μορφι του επιχειριματοσ και όχι για τθν

αλικεια ι το ψεφδοσ των προτάςεϊν του και του ςυμπεράςματοσ. Θ

εγκυρότθτα είναι θ ιδιότθτα του επιχειριματοσ, όπου θ μορφι του είναι

τζτοια που, αν οι προτάςεισ είναι αλθκείσ, θ αλικεια του ςυμπεράςματοσ

είναι λογικά κατοχυρωμζνθ. Ακόμθ, ο Frege αντιμετϊπιςε τισ προτάςεισ

(με νόθμα) ωσ ονόματα τιμϊν αλθκείασ (το «αλθκζσ» και το «ψευδζσ»).

Συνζδεςε τθν ζννοια τθσ πρόταςθσ με τισ ζννοιεσ τθσ «αλικειασ» και του

«ψεφδουσ», οι οποίεσ αποτελοφν (γι’ αυτόν) δυο λογικά αντικείμενα. Αν

για τον Frege το νόθμα (μιασ πρόταςθσ) είναι ο τρόποσ απεικόνιςθσ τθσ

ςθμαςίασ (τθσ τιμισ αλικειασ), τότε το νόθμα τθσ εμπειρικισ πρόταςθσ

που είναι αλθκισ διαφζρει από το νόθμα τθσ εμπειρικισ πρόταςθσ που

είναι ψευδισ. Επειδι θ αλικεια και το ψεφδοσ είναι διαφορετικά

αντικείμενα και δεν μποροφν ν’ αποτελζςουν τιμι τθσ ίδιασ ςυνάρτθςθσ.

Ο Frege προχϊρθςε ςτθν αξιωματοποίθςθ τθσ λογικισ. Τα αξιϊματα

αποτελοφν αυταπόδεικτεσ αλικειεσ και δεν χρειάηονται απόδειξθ. Οι

προτάςεισ τθσ λογικισ είναι γενικζσ αναγκαίεσ αλικειεσ. Διαφορετικζσ

Page 69: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

62

προτάςεισ τθσ λογικισ ζχουν διαφορετικό νόθμα. Οι κανόνεσ τθσ λογικισ

είναι επίςθσ και κανόνεσ ςκζψθσ και μασ λζνε πϊσ πρζπει να ςκεφτοφμε,

αν κζλουμε να ςκεφτοφμε ορκά. Από τθ μια, περιγράφουν αιϊνιεσ ςχζςεισ

μεταξφ αφθρθμζνων οντοτιτων και από τθν άλλθ, κακοδθγοφν τθν ςκζψθ

για τθν επίτευξθ τθσ αλικειασ υποδεικνφοντασ τον τρόπο με τον οποίο

οφείλουμε να κρίνουμε.

Και οι δυο φιλόςοφοι (Frege και Russell) «κεϊρθςαν τθν κοινι

γλϊςςα λογικά ελαττωματικι»58. Αναμφιςβιτθτα θ γλϊςςα αποτελεί μζςο

επικοινωνίασ, ςυνεννόθςθσ και ανταλλαγισ ςκζψεων ι απόψεων. Πμωσ

κατά τθν άποψι τουσ θ γλϊςςα περιζχει αςαφείσ όρουσ και δεν

αποκαλφπτει τθν λογικι δομι των ςκζψεων (Frege) που εκφράηει ι τθν

δομι των γεγονότων που περιγράφει (Russell). Με αυτι τθν ζννοια

απαιτείται μια λογικά ιδανικι γλϊςςα που κα είναι αναλυτικι και κα

προςδιορίηει τισ εκφράςεισ κατά τρόπο ακριβι και ςαφι.

Το Τractatus αποτελεί ςε μεγάλο βακμό «ζνα διάλογο με τουσ Frege

και Russell»59. Αν και κεωροφνταν οι ςθμαντικότεροι φιλόςοφοι τθσ

εποχισ του, ο Wittgenstein πίςτευε ότι είχαν παρανοιςει τθν ςχζςθ τθσ

λογικισ με τθν γλϊςςα και τθν ςκζψθ –ςτθν ουςία είχαν παρανοιςει τθ

φφςθ τθσ ίδιασ τθσ λογικισ. Αναφορικά με τθν ςχζςθ λογικισ και γλϊςςασ,

ο Wittgenstein υποςτιριξε ότι θ γλϊςςα διζπεται από λογικι τάξθ, επειδι

θ λογικι αποτελεί όρο (προχπόκεςθ) του νοιματοσ: «όλεσ οι προτάςεισ

τθσ κοινισ γλϊςςασ μασ, ζτςι όπωσ είναι, βρίςκονται βαλμζνεσ ςε τζλεια

λογικι τάξθ» (TLP 5.5563). Οι προτάςεισ που εκφράηουν νόθμα, που

58 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein’s Place in Twentieth-century Analytic Philosophy”, ςελ.20 59 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 221

Page 70: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

63

μεταδίδουν ςκζψεισ, χαρακτθρίηονται από λογικι τάξθ, ενϊ οι προτάςεισ

που δεν εκφράηουν νόθμα είναι ψευδο-προτάςεισ.

Για τον Wittgenstein οι προτάςεισ ζχουν «νόθμα», δεν ζχουν όμωσ

«ςθμαςία» (όπωσ υποςτιριηε ο Frege60), επειδι το νόθμα μιασ πρόταςθσ

δεν είναι ο τρόποσ παρουςίαςθσ ενόσ αντικειμζνου (ωσ αλθκζσ ι ψευδζσ)

που ονομάηεται. Θ πρόταςθ «δεν είναι ζνα όνομα και δεν υποκακιςτά μια

ςθμαςία –είναι μάλλον θ περιγραφι μιασ κατάςταςθσ πραγμάτων και λζει

ότι θ κατάςταςθ πραγμάτων υφίςταται ι όχι»61. Το νόθμα τθσ πρόταςθσ

«είναι θ ςυμφωνία τθσ και θ μθ ςυμφωνία τθσ με τισ δυνατότθτεσ τθσ

φπαρξθσ και τθσ μθ φπαρξθσ των καταςτάςεων πραγμάτων» (TLP 4.2).

Πταν θ κατάςταςθ πραγμάτων που δείχνει θ πρόταςθ υφίςταται, θ

πρόταςθ είναι αλθκισ. Διαφορετικά είναι ψευδισ. Κι ενϊ οι προτάςεισ “p”

και “~p” ζχουν αντίκετο νόθμα, αντιςτοιχεί ςε αυτζσ μια και θ αυτι

πραγματικότθτα» (TLP 4.0621), επειδι θ “p” κακίςταται αλθκισ από τθν

φπαρξθ τθσ ίδιασ κατάςταςθσ πραγμάτων που κακιςτά τθν “~p” ψευδι κι

αντίςτροφα. Θ πρόταςθ και θ αποφατικότθτά τθσ δείχνουν τθν ίδια

κατάςταςθ πραγμάτων, επειδι θ «εμφάνιςθ τθσ αποφατικότθτασ ςε μια

πρόταςθ δεν είναι γνϊριςμα του νοιματοσ τθσ πρόταςθσ» (TLP 4.0621).

Οι προτάςεισ για τον Wittgenstein είναι «διπολικζσ»: εκφράηουν

ςυμφωνία με τισ δυνατότθτεσ τθσ φπαρξθσ των καταςτάςεων πραγμάτων

και διαφωνία με τισ δυνατότθτεσ τθσ μθ φπαρξθσ των καταςτάςεων

60 Ο Frege διζκρινε το «νόθμα» από τθν «ςθμαςία» (ι αναφορά). Συγκεκριμζνα, το νόθμα μιασ πρόταςθσ, υποςτιριηε, είναι θ ςκζψθ που εκφράηεται (ο τρόποσ παρουςίαςθσ τθσ ςθμαςίασ) και θ ςθμαςία (ι αναφορά) τθσ είναι μια τιμι αλικειασ. Ο Wittgenstein διαφϊνθςε με αυτι τθν ζννοια του νοιματοσ τουFrege, υποςτθρίηοντασ ότι απζτυχε να καταλάβει ότι το νόθμα είναι ανεξάρτθτο των γεγονότων, βλ. P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 199 και 222 61 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 206

Page 71: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

64

πραγμάτων. Είναι ςτθ φφςθ τθσ πρόταςθσ να μπορεί να είναι αλθκισ και

να μπορεί να είναι ψευδισ. Κι ζτςι οι Frege και Russell είχαν παρανοιςει

τθν φφςθ τθσ πρόταςθσ, αφοφ αντιμετϊπιςαν τισ προτάςεισ (με νόθμα) ο

μεν Frege ωσ ονόματα τιμϊν αλθκείασ, ο δε Russell ωσ ονόματα ςφνκετων

γεγονότων.

Θ ςχζςθ γλϊςςασ και πραγματικότθτασ εκλαμβάνεται ωσ ςχζςθ

απεικόνιςθσ, αφοφ το νόθμα των γλωςςικϊν εκφράςεων ταυτίηεται με το

περιγραφικό τουσ περιεχόμενο: «Στθν εικόνα ενόσ αντικειμζνου ι ςκθνισ

υπάρχει ζνα είδοσ αντιςτοιχίασ μεταξφ των μερϊν ι ςτοιχείων τθσ εικόνασ

και των μερϊν ι ςτοιχείων του αντικειμζνου ι τθσ ςκθνισ. Αλλά δεν αρκεί

τα ςτοιχεία αυτά να είναι μόνο παρόντα. Θ δομι τουσ, θ μορφι ι θ

παράταξι τουσ πρζπει να είναι ίδια –ςφμφωνα με κάποιο ςφςτθμα

προβολισ… Ζνα ατομικό γεγονόσ είναι ο ςυνδυαςμόσ αντικειμζνων… Θ

ςυςχζτιςθ των αντικειμζνων ςχθματίηει το ατομικό γεγονόσ. Αλλά και το

ίδιο το «προταςιακό ςθμείο» αποτελεί επίςθσ γεγονόσ: είναι εξίςου ζνασ

ςυνδυαςμόσ ςτοιχείων, κυρίωσ ΛΕΞΕΩΝ. Αυτό το είδοσ γεγονότοσ είναι

ικανό ν’ «απεικονίηει» αυτά τα άλλα μθ λεκτικά γεγονότα: και είναι τότε

που θ γλϊςςα μπορεί ν’ αναφζρεται ςτον κόςμο, να μπορεί να ςθμαίνει

κάτι άλλο πζραν του εαυτοφ τθσ».62 Σθμείο επαφισ τθσ λζξθσ με τον κόςμο

είναι το όνομα. «Το όνομα ςθμαίνει το αντικείμενο. Το αντικείμενο είναι θ

ςθμαςία του» (TLP 3.202). Θ πρόταςθ, ωσ ςυνδυαςμόσ ονομάτων,

απεικονίηει το γεγονόσ. Κατά τθν πρϊιμθ αυτι περίοδο, ο Wittgenstein

υποςτθρίηει τθν φπαρξθ μιασ αντιςτοιχίασ μεταξφ γλϊςςασ και κόςμου,

τθν οποία χρθςιμοποιοφν οι φιλόςοφοι για να περιγράψουν τον κόςμο κι

ωσ ζνα βακμό να τον κατανοιςουν.

62 Warnock: “English Philosophy since 1900”, ςελ.65

Page 72: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

65

Κάκε επίπεδο καταςκευισ ςτθ γλϊςςα αντιςτοιχεί ςε ζνα επίπεδο

καταςκευισ του κόςμου. Τα ονόματα δείχνουν τα αντικείμενα.

Συνδυαςμοί ονομάτων ςχθματίηουν ςτοιχειϊδεισ προτάςεισ που

αντιςτοιχοφν ςε καταςτάςεισ πραγμάτων –ςυνδυαηόμενεσ μεταξφ τουσ

ςχθματίηουν προτάςεισ και γεγονότα που αυτζσ οι προτάςεισ

«απεικονίηουν»:

Γλϊςςα ↔ κόςμοσ

Ρροτάςεισ ↔ γεγονότα

Στοιχειϊδεισ προτάςεισ ↔ καταςτάςεισ πραγμάτων

Ονόματα ↔ αντικείμενα

Θ λογικι ςφνταξθ, που αποτελεί τθ βάςθ κάκε δυνατοφ μζςου

απεικόνιςθσ, κακρεφτίηει τισ λογικο-μεταφυςικζσ μορφζσ τθσ πραγ-

ματικότθτασ: θ λογικι ςφνταξθ είναι ο μεγάλοσ κακρζφτθσ τθσ ουςίασ του

κόςμου.

Θ μεταφυςικι του Tractatus υπιρξε ρεαλιςτικι και ατομιςτικι.63 Τα

αντικείμενα που ςυνιςτοφν τθν ουςία όλων των δυνατϊν κόςμων

περιζχουν ιδιότθτεσ και ςχζςεισ κατθγοριακά διακριτϊν τφπων. Τα

αντικείμενα είναι απλά κι ζχουν εςωτερικζσ και εξωτερικζσ ιδιότθτεσ. Οι

εςωτερικζσ ιδιότθτεσ ςυνιςτοφν τθν μορφι τουσ –τισ ςυνδυαςτικζσ

δυνατότθτεσ με άλλα αντικείμενα. Διαφορετικά αντικείμενα που ανικουν

ςτθν ίδια οντολογικι κατθγορία (λχ διαφορετικά παραδείγματα χρϊματοσ)

ζχουν κοινι μορφι (χρϊμα). Οι εξωτερικζσ ιδιότθτεσ των αντικειμζνων

είναι τυχαίοι ςυνδυαςμοί με άλλα αντικείμενα, προκειμζνου να

63 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 7

Page 73: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

66

ςχθματίςουν πραγματικζσ καταςτάςεισ πραγμάτων. Μια κατάςταςθ

πραγμάτων αποτελεί ζναν δυνατό ςυνδυαςμό αντικειμζνων. Οι

ςτοιχειϊδεισ καταςτάςεισ πραγμάτων είναι «ατομικζσ» ι «ανεξάρτθτεσ» -

κάκε τζτοια κατάςταςθ πραγμάτων μπορεί να υφίςταται –ι όχι, ενϊ όλεσ

οι άλλεσ ςτοιχειϊδεισ καταςτάςεισ πραγμάτων που λαμβάνουν χϊρα

παραμζνουν ίδιεσ.

Μια πρόταςθ με νόθμα είναι ζνα ιςόμορφο ομοίωμα μιασ δυνατισ

κατάςταςθσ πραγμάτων. Ο ιςομορφιςμόσ αυτόσ εξθγεί τθν ςυμφωνία τθσ

ςκζψθσ (ι τθσ γλϊςςασ) με τθν πραγματικότθτα. Μια πρόταςθ είναι

αλθκισ ι ψευδισ ανάλογα με το αν ςυμφωνεί –ι όχι– με τθν πραγμα-

τικότθτα.

Ακόμθ, οι λογικοί ςφνδεςμοι δεν είναι ονόματα ςυναρτιςεων και

δεν απεικονίηουν οντότθτεσ, όπωσ πίςτευε ο Frege, αλλά φανερϊνουν –

μάλλον –αλθκείσ ςυναρτιςεισ ςτθν πρόταςθ. Οι προτάςεισ τθσ λογικισ –

είναι ταυτολογίεσ (όλεσ λζνε το ίδιο, τίποτα) –δεν χαρακτθρίηονται για τθν

γενικότθτά τουσ (όπωσ πίςτευε ο Frege), αλλά για τθν αναγκαιότθτά τουσ.

Διαφορετικζσ ταυτολογίεσ μποροφν να διαφζρουν, επειδι κάκε ταυ-

τολογία είναι μια μορφι απόδειξθσ και διαφορετικζσ ταυτολογίεσ

αποκαλφπτουν διαφορετικζσ μορφζσ απόδειξθσ. O Wittgenstein επινόθςε

μια ιδιαίτερθ ςθμειογραφία (τθσ μορφισ Τ/F) και χρθςιμοποίθςε πίνακεσ

αλθκείασ ωσ προταςιακά ςθμεία. Ζτςι, γίνεται αμζςωσ αντιλθπτό από το

ςθμείο, αν μια πρόταςθ αποτελεί ταυτολογία –και αν είναι, αποτελεί

ορατι απόδειξθ ότι δεν είναι ψευδισ. Και αποδεικνφεται εξίςου, αν μια

πρόταςθ ζπεται τθσ άλλθσ. Αυτό δείχνει, ςκζφτθκε ο Wittgenstein, τθ

φφςθ των προτάςεων τθσ λογικισ και τθσ κατθγοριακισ διαφοράσ τουσ

από τισ εμπειρικζσ προτάςεισ.

Page 74: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

67

Αυτι θ ζννοια τθσ λογικισ αλικειασ κατζςτθςε ςαφζσ πόςο

παραπλανθτικι υπιρξε θ αξιωματοποίθςθ τθσ λογικισ από τουσ Frege και

Russell: τα αξιϊματα ενόσ αξιωματοποιθμζνου ςυςτιματοσ λογικισ πρζπει

να είναι λογικζσ προτάςεισ και ςυνεπϊσ ταυτολογίεσ, και τότε δεν

υπάρχουν «προνομιοφχεσ» προτάςεισ ςτθν λογικι που είναι περιςςότερο

κεμελιϊδεισ από κάποιεσ άλλεσ, επειδι όλεσ οι προτάςεισ τθσ λογικισ

βρίςκονται ςτο ίδιο επίπεδο –είναι όλεσ αλθκείσ και λζνε το ίδιο, δθλαδι

τίποτα. Οι προτάςεισ τθσ λογικισ, λζει ο Wittgenstein, δεν ζχουν νόθμα,

(περιεχόμενο) και παρανοείται θ λογικι ωσ θ επιςτιμθ των πιο γενικϊν

κανόνων αλικειασ ι των γενικότερων γεγονότων ςτο ςφμπαν. Στο

Tractatus θ μόνθ αναγκαιότθτα είναι θ λογικι αναγκαιότθτα.

Είναι πάντωσ αξιοπρόςεκτο, ότι ςτο Tractatus ο Wittgenstein

απεδζχκθ κάποιεσ από τισ κεωρίεσ των Frege και Russell, αν και ςτθν

ςυνζχεια είτε τισ εγκατζλειψε είτε τισ επαναπροςδιόριςε. Συγκεκριμζνα: α)

απεδζχκθ ότι ο βαςικόσ ρόλοσ των λζξεων είναι να ονομάηουν οντότθτεσ

και των προτάςεων να περιγράφουν πϊσ υπάρχουν τα πράγματα ςτον

κόςμο, β) απεδζχκθ εξίςου ότι πρζπει να υπάρχει μια ςχζςθ νοιματοσ

ανάμεςα ςτισ λζξεισ και τισ οντότθτεσ που ονομάηουν (το νόθμα ενόσ

ονόματοσ είναι το αντικείμενο ςτθν πραγματικότθτα που υποκακιςτά), και

ότι θ γλϊςςα αποκτά περιεχόμενο μζςω μιασ τζτοιασ ςχζςθσ με τθν

πραγματικότθτα, γ) ο Wittgenstein ςυμφωνεί με τθ κζςθ του Frege για

κακοριςμό του νοιματοσ (ςθμαςίασ) τθσ λζξθσ: Είπαμε ότι ο Frege

απαίτθςε μια λογικά ιδανικι γλϊςςα (αφοφ θ κοινι γλϊςςα ωσ ζχει είναι

ελαττωματικι), προκειμζνου να προςδιοριςτεί το νόθμα τθσ εκάςτοτε

λζξθσ ςτθ γλϊςςα κι ζτςι ν’ αποκλειςτεί θ οποιαδιποτε αςάφεια. Ο

Wittgenstein ςυμφϊνθςε ότι το νόθμα πρζπει να είναι κακοριςμζνο,

Page 75: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

68

εφόςον θ γλϊςςα διζπεται από λογικι τάξθ. Διαφϊνθςε όμωσ με τθ κζςθ

ότι θ κοινι γλϊςςα είναι λογικά ελαττωματικι, επειδι δεν κα μποροφςε

να είναι καν γλϊςςα και υποςτιριξε ότι θ αςάφεια ςτθ γλϊςςα είναι

επιφανειακι και μποροφμε να απαλλαγοφμε από αυτι με ανάλυςθ, δ) ο

Wittgenstein ςυμφωνεί εξίςου με τον αντι-ψυχολογιςμό του Frege ςτθν

λογικι: Για τον Frege ενϊ οι κανόνεσ τθσ αλικειασ (που διζπονται από

αντικειμενικότθτα και δεν αφοροφν τον χϊρο του πνεφματοσ, τον νου)

αποτελοφν το περιεχόμενο τθσ επιςτιμθσ τθσ Λογικισ, θ κατανόθςθ (μιασ

αλικειασ) αποτελεί πνευματικι διαδικαςία κι ωσ εκ τοφτου θ μελζτθ τθσ

ανικει ςτθν επιςτιμθ τθσ Ψυχολογίασ. Στο Tractatus ο Wittgenstein

αρνικθκε ότι θ Λογικι είναι μια επιςτιμθ με δικό τθσ περιεχόμενο και

υποςτιριξε ότι είναι «ζνασ κατοπτριςμόσ του κόςμου» (TLP 6.13)

προςδίδοντάσ τθσ ζνα «υπερβατολογικό» status. Απζρριψε τον

ψυχολογιςμό υποςτθρίηοντασ ότι «θ μελζτθ του για τθν γλϊςςα των

ςθμείων δεν αντιςτοιχεί ςτθν μελζτθ για τισ διαδικαςίεσ τθσ ςκζψθσ»64 κι

ζτςι δεν κα ζπρεπε «να εμπλακεί ςε επουςιϊδεισ ψυχολογικζσ ζρευνεσ»

(TLP 4.1121).

Πμοια ο Wittgenstein απζκλειςε από τθ φιλοςοφικι ςκζψθ κάκε

ζρευνα για τθ φφςθ τθσ «κατανόθςθσ». Αρχζσ τθσ δεκαετίασ του ’30, ο

Wittgenstein ςυνειδθτοποίθςε ότι είχε χρθςιμοποιιςει τθν ζννοια του

νοιματοσ εςφαλμζνα. Γνωρίηω το νόθμα μιασ λζξθσ δεν ςθμαίνει ότι

«ςυλλαμβάνω» μια αφθρθμζνθ οντότθτα που ςυνδζεται με τθν λζξθ, οφτε

ςθμαίνει ότι ξζρω ποια οντότθτα αντιπροςωπεφει θ λζξθ, αλλά μάλλον ότι

γνωρίηω τθ χριςθ τθσ. Το νόθμα τθσ ζκφραςθσ είναι θ χριςθ τθσ. Τζλοσ ο

Wittgenstein, όμοια με τουσ Frege και Russell, υποςτιριξε ότι οι λογικοί

64 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 228

Page 76: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

69

ςφνδεςμοι ζχουν «ουδζτερο» χαρακτιρα (δεν επθρεάηουν το περιεχόμενο

των προτάςεων)65.

Στο Τractatus γίνεται λόγοσ για τθν προταςιακι μορφι που φζρει

κάκε τι που κεωρείται πρόταςθ. Μετά το 1930 ο Wittgenstein υποςτιριξε,

ότι το νόθμα τθσ πρόταςθσ δεν ζχει τθν ενότθτα που είχε προθγουμζνωσ

φανταςτεί. Αλλά οι προτάςεισ του Tractatus δεν είναι «διπολικζσ» οφτε

ταυτολογίεσ. Σκοπεφουν να περιγράψουν τθν ουςία του κόςμου, τθσ

γλϊςςασ και τθσ λογικισ, αλλά και των ςχζςεων μεταξφ τουσ. Αυτό είναι

μια προςπάκεια να ειπωκοφν όςα δεν λζγονται ςτθ γλϊςςα, αλλά μόνο

δείχνονται ςε αυτιν. Αυτό που δείχνεται είναι άρρθτο. Με αυτι τθν

ζννοια, οι α-νόθτεσ προτάςεισ του Tractatus δεν παφουν να είναι

χριςιμεσ:66 Ακριβϊσ επειδι παραβιάηουν τουσ κανόνεσ τθσ λογικισ

ςφνταξθσ μασ «διαφωτίηουν» για τθ δομι a priori λογικά

«καλοςχθματιςμζνων» προτάςεων. Με αυτι τθν ζννοια θ φιλοςοφία

65

Ενϊ ο Frege κεϊρθςε τουσ ςυνδζςμουσ ωσ ονόματα ςυναρτιςεων, που

χαρακτθρίηουν το νόθμα τθσ πρόταςθσ ςτθν οποία υπάρχουν (το ςυνδετικό «ι» ςτθν

μοριακι πρόταςθ ‘pvq’ χαρακτθρίηει το νόθμα τθσ ‘pvq’ –ςυνειςφζρει ςτον τρόπο

παρουςίαςθσ μιασ τιμισ αλικειασ), ο Wittgenstein τουσ κεϊρθςε «ςυναρτιςεισ» των

ςτοιχειωδϊν προτάςεων, που δεν επθρεάηουν το περιεχόμενο των προτάςεων ςτισ

οποίεσ εφαρμόηονται. Από τθν κζςθ του αυτι απομακρφνκθκε εν ςυνεχεία, όταν

ςυνειδθτοποίθςε, ότι οι λογικζσ ςχζςεισ κακορίηονται από το περιεχόμενο των

προτάςεων –που δεν περιζχουν κάποιον λογικό ςφνδεςμο (κακοριςμζνοσ

αποκλειςμόσ) –και υπό αυτι τθν ζννοια, δεν γίνεται οι ςφνδεςμοι να μθν επθρεάηουν

το περιεχόμενο των προτάςεων ςτο οποίο απαντϊνται. Δεν ζχει νόθμα να ςυνδζςουμε,

λχ, τθν πρόταςθ «το Α είναι κόκκινο» με τθν πρόταςθ «το Α είναι πράςινο», επειδι δεν

ζχει νόθμα να ποφμε πωσ το Α είναι ταυτόχρονα κόκκινο και πράςινο), βλ. P.M.S.

Hacker: “Connections & Controversies”, ςελ. 214, 235

66 M. Κεοδοςίου: «Θ φιλοςοφία του Wittgenstein», ςελ. 168-169

Page 77: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

70

μπορεί να κακορίςει a priori ποφ μπαίνουν τα όρια μεταξφ ρθτοφ και

άρρθτου, ϊςτε να παφςουμε να επιχειροφμε να ποφμε ό,τι δείχνεται

μονάχα κι ζτςι να παφςουμε να παράγουμε α-νόθτεσ φιλοςοφικζσ

προτάςεισ.

Το Τractatus αποκιρυξε τρεισ βαςικζσ επικρατοφςεσ ζννοιεσ για τθ

φιλοςοφία: α) ωσ επιςτιμθ του πνεφματοσ που μελετά τισ λειτουργίεσ του

νου, β) ωσ επζκταςθ των εμπειρικϊν επιςτθμϊν και γ) ωσ μεταφυςικι

ζρευνα. Θ νζα ζννοια τθσ φιλοςοφίασ είχε ςκοπό να αναλφςει τισ

προτάςεισ τθσ επιςτιμθσ και να αποκαλφψει τισ ψευδο-προτάςεισ τθσ

μεταφυςικισ. Θ ζννοια αυτι τθσ φιλοςοφίασ ωσ λογικι ανάλυςθ άςκθςε

επίδραςθ ςτον Κφκλο τθσ Βιζννθσ, που είχε τισ ρίηεσ του ςτον εμπειριςμό

κι επεδίωξε τθν αποδόμθςθ τθσ μεταφυςικισ (και τθσ Κεολογίασ ωσ

κατάλοιπα του Μεςαίωνα67). Το περιεχόμενο του Τractatus αποτζλεςε

πραγματικι ζμπνευςθ για τον Κφκλο τθσ Βιζννθσ: είχε δείξει ότι οι λογικζσ

προτάςεισ είναι α-νόθτεσ ταυτολογίεσ που δεν λζνε κάτι, και ότι το λογικό

ςυμπζραςμα δεν είναι τίποτα περιςςότερο από μια ταυτολογικι

μετατροπι ςυμβόλων. Είχε απελευκερϊςει τθ φιλοςοφία τθσ λογικισ από

τθν ιδζα ότι θ λογικι αλικεια ςτθρίηεται ςε μια παράκεςθ αυταπόδεικτων

αξιωμάτων –θ αξιωματοποίθςθ τθσ λογικισ κακίςταται περιττι.

Ραρόλο που ο ςυμβατιςμόσ του Κφκλου τθσ Βιζννθσ εμπνεφςτθκε

από το Tractatus και κεμελιϊκθκε ςτθν κζςθ του Wittgenstein για τον

ταυτολογικό χαρακτιρα των προτάςεων τθσ λογικισ, το πνεφμα του

κινικθκε αρκετά μακριά από εκείνο που υποςτιριξε ςτθν πραγματικότθτα

67 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein’s Place in Twentieth-century Analytic Philosophy”, ςελ. 44

Page 78: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

71

ο Wittgenstein.68 Για τα μζλθ του Κφκλου τθσ Βιζννθσ οι λογικζσ προτάςεισ

αποτελοφν ςυνζπεια ςυμβάςεων, ενϊ για τον Wittgenstein είναι θ φφςθ

τθσ γλϊςςασ που τθσ παρζχει τισ λογικζσ προτάςεισ. Οι προτάςεισ αυτζσ,

υποςτθρίηει ο Wittgenstein, πθγάηουν από τθν διπολικότθτα τθσ πρόταςθσ

και αντανακλοφν τθν λογικι δομι του κόςμου (TLP 6.124). Θ λογικι είναι

υπερβατολογικι (TLP 6.13).

Ζνασ από τουσ λόγουσ που μπορεί να οδιγθςαν τουσ μελετθτζσ του

Wittgenstein ςε μια υπερβολικι αποτίμθςθ τθσ επίδραςθσ που άςκθςε ο

Wittgenstein ςτον Κφκλο τθσ Βιζννθσ είναι, ςφμφωνα με τον Hacker69, ότι

ςτισ ςυηθτιςεισ του Wittgenstein με τουσ Schlick και Waismann το 1929

τουσ κοινοποίθςε τθν καινοφρια του κζςθ: «το νόθμα μιασ πρόταςθσ είναι

θ μζκοδοσ τθσ επαλικευςισ τθσ» -κζςθ που ιδθ αςπάηονταν οι

κετικιςτζσ. Ράντωσ ο Wittgenstein αςπάςτθκε τθν αρχι τθσ επαλικευςθσ

το 1929-30, αλλά ςφντομα τθν εγκατζλειψε. Αρχζσ του ’30 υποςτιριξε, ότι

«θ ερϊτθςθ ςχετικά με τον τρόπο και τθ δυνατότθτα τθσ επαλικευςθσ

μιασ πρόταςθσ δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ιδιαίτερθ μορφι τθσ

ερϊτθςθσ ‘πϊσ το εννοείσ αυτό;’. Θ απάντθςθ είναι μια ςυμβολι ςτθ

γραμματικι τθσ πρόταςθσ» (Λ 353).

Στθν πραγματικότθτα, μεταξφ των κζςεων του Wittgenstein κι

εκείνων του Λογικοφ Κετικιςμοφ υπιρχαν βαςικζσ διαφορζσ. Θ

ςθμαντικότερθ είναι ότι θ πραγματικι γνϊςθ βρίςκεται ςτθν εμπειρικι

παρατιρθςθ ι ότι θ επιςτιμθ είναι ενιαία, κζςθ που ο Wittgenstein δεν

ζβριςκε ελκυςτικι.70 Εξάλλου, ο Wittgenstein ςυμπακοφςε ελάχιςτα το

68 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein’s Place in Twentieth-century Analytic Philosophy”, ςελ. 47-48 69 βλ. ςχετικά P.M.S. Hacker: “Wittgenstein’s Place in Twentieth-century Analytic Philosophy”, ςελ. 57 και 59 70 A.C. Grayling: “Wittgenstein”, ςελ. 60

Page 79: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

72

επιςτθμονικό πνεφμα του Κφκλου τθσ Βιζννθσ και ποτζ δε κεϊρθςε τον

εαυτό του και το ζργο του κλθρονόμουσ του πνεφματοσ του Διαφωτιςμοφ.

Δεν ζβλεπε τθν επιςτθμονικι πρόοδο ωσ τθν εμπροςκοφυλακι τθσ θκικισ,

κοινωνικισ και πολιτιςτικισ βελτίωςθσ και οφτε μοιραηόταν τθν αιςιοδοξία

των κετικιςτϊν ςχετικά με τθν ιςτορικι ανάπτυξθ.71 Επιπλζον, δεν

κεωροφςε –όπωσ ο Κφκλοσ τθσ Βιζννθσ και κυρίωσ ο Carnap – ότι ο

μοναδικόσ ςκοπόσ τθσ φιλοςοφίασ είναι θ καταςκευι τθσ λογικισ

ςφνταξθσ τθσ γλϊςςασ τθσ επιςτιμθσ. Σκοπόσ τθσ φιλοςοφίασ είναι να

αναιρζςει τθν μεταφυςικι με τθν μζκοδο τθσ λογικισ ανάλυςθσ

προςδιορίηοντασ τα όρια του νοιματοσ.

Πταν ο Wittgenstein επζςτρεψε ςτο Cambridge το 1929, ακο-

λοφκθςε μια περίοδοσ ζντονθσ πνευματικισ δράςθσ που διιρκθςε μζχρι

το 1935 κι εςτίαςε ςτθ φιλοςοφία των μακθματικϊν, τθν γλϊςςα, τθν

ςθμαςία (νόθμα), τισ ψυχολογικζσ ζννοιεσ και τθν ζννοια τθσ γνϊςθσ. Οι

κζςεισ που αναπτφχκθκαν ςτο Tractatus μεταβάλλονται τϊρα ριηικά:72

Εγκαταλείπει τον ουδζτερο χαρακτιρα των λογικϊν ςυνδζςμων και

ςχεδιάηει πίνακεσ αλθκείασ για το «προταςιακό ςφςτθμα» όπου ανικει

μια ςτοιχειϊδθσ πρόταςθ. Στθν περίπτωςθ του χρϊματοσ, θ ςφνδεςθ των

προτάςεων «Α είναι κόκκινο» και «Α είναι πράςινο» αποτελεί α-νοθςία

(το Α δεν μπορεί να είναι κόκκινο και πράςινο ςυγχρόνωσ) κι ζτςι θ τιμι

αλικειασ «ΤΤ» πρζπει ν’ αποκλειςτεί με ζναν ειδικό κανόνα ςφνταξθσ.

Αλλά μια τζτοια παραδοχι, λζει ο Wittgenstein, ςθμαίνει το τζλοσ

του λογικοφ ατομιςμοφ, αφοφ θ ανεξαρτθςία τθσ ςτοιχειϊδουσ πρόταςθσ

υπιρξε ο άξονασ γφρω από τον οποίο περιςτρεφόταν θ ζννοια τθσ λογικισ

71 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein’s Place in Twentieth-century Analytic Philosophy”, ςελ. 62 72 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 15-18

Page 80: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

73

και θ άρρθτθ μεταφυςικι του Tractatus. Χωρίσ αυτιν, θ ιδζα ότι θ λογικι

των προτάςεων εξαρτάται μόνο από τθν διπολικότθτα τθσ ςτοιχειϊδουσ

πρόταςθσ καταρρζει. Θ ςθμαςία τθσ ςθμειογραφίασ “T/F” που αποκα-

λφπτει τθ φφςθ των λογικϊν προτάςεων και ςχζςεων εξανεμίηεται,

ακριβϊσ επειδι υπάρχουν λογικζσ ςχζςεισ που εξαρτϊνται από τθν

εςωτερικι δομι των ςτοιχειωδϊν προτάςεων. Πμοια, καταρρζει και θ

ιδζα τθσ γενικισ προταςιακισ μορφισ που είχε επινοθκεί ειδικά για τισ

λογικά ανεξάρτθτεσ προτάςεισ.

Τθν κατάρρευςθ τθσ λογικισ κεωρίασ του Tractatus ακολοφκθςε κι

εκείνθ τθσ μεταφυςικισ. Ο ιςχυριςμόσ ότι ο κόςμοσ αποτελείται από

γεγονότα και όχι πράγματα ιταν εςφαλμζνοσ. Θ περιγραφι του κόςμου

αποτελείται από προτάςεισ για τα γεγονότα. Αλλά και αυτά που

κεωροφςαμε ωσ αντικείμενα που πρζπει να υπάρχουν, ςτθν πραγμα-

τικότθτα είναι παραδείγματα που χρθςιμοποιοφμε ςτθν εξιγθςθ του

νοιματοσ με καταδεικτικοφσ οριςμοφσ. Ωσ τζτοια, ανικουν ςτα μζςα

απεικόνιςθσ κι όχι ςε αυτό που απεικονίηεται. Με τθν κατάρρευςθ τθσ

μεταφυςικισ του λογικοφ ατομιςμοφ καταρρζει και θ απεικονιςτικι

κεωρία, θ ζννοια του ιςομορφιςμοφ μεταξφ γλϊςςασ και πραγματικότθτασ

(κακϊσ κι αυτι τθσ πρόκεςθσ –προςδοκίασ):73 Ρράγματι, μεταξφ τθσ

πρόταςθσ p και του γεγονότοσ p που τθν κακιςτά αλθκι, μεταξφ τθσ

ςκζψθσ (προςδοκίασ, ευχισ, επικυμίασ) και πραγματικότθτασ υπάρχει μια

εςωτερικι ςχζςθ. Πμωσ αυτι θ εςωτερικι ςχζςθ λαμβάνει χϊρα εντόσ τθσ

γλϊςςασ και όχι μεταξφ γλϊςςασ και πραγματικότθτασ. Θ εςωτερικι

ςχζςθ κακορίηεται από τθ γραμματικι (γραμματικό κανόνα).

73 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 16

Page 81: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

74

Πταν κατζρρευςε θ μεταφυςικι του Λογικοφ Ατομιςμοφ, ζγινε

ςαφζσ ότι θ ουςία των πραγμάτων κακορίηεται από τθ γραμματικι –από

τουσ κανόνεσ για τθ χριςθ των εκφράςεων. Θ ζννοια τθσ πρόταςθσ

ςυνδζεται με τισ ζννοιεσ τθσ αλικειασ και του ψεφδουσ, τθσ επιβεβαίωςθσ

και τθσ διάψευςθσ, τθσ υπόκεςθσ και τθσ αιτιολόγθςθσ –αυτό το εκτενζσ

πλζγμα εννοιϊν δεν ζχει ανάγκθ αιτιολόγθςθσ (ρθτισ ι άρρθτθσ), επειδι θ

γραμματικι είναι αυτόνομθ.

Για το Tractatus ο ςκοπόσ τθσ φιλοςοφίασ είναι θ διαςάφθςθ

προτάςεων με λογικι ανάλυςθ: «Θ φιλοςοφία πρζπει να αποςαφθνίηει

και να οριοκετεί αυςτθρά τισ ςκζψεισ που ςυνικωσ είναι, κα λζγαμε,

κολζσ και ςυγκεχυμζνεσ» (TLP 4.112). Στθ ςυνζχεια όμωσ θ φιλοςοφία

αποκτά ζναν νζο ρόλο για τον Wittgenstein: ο ρόλοσ τθσ φιλοςοφίασ

γίνεται «διευκρινιςτικόσ». Σκοπόσ τθσ είναι να διευκρινίςει τισ

εννοιολογικζσ ςυγχφςεισ που οφείλονται ςτθ γραμματικι τθσ γλϊςςασ

μασ. Αυτό που απαιτείται τότε είναι θ διευκρίνιςθ και θ αναδιευκζτθςθ

οικείων κανόνων για τθ χριςθ των λζξεων. Οι κανόνεσ τθσ γραμματικισ

και του ςυντακτικοφ αφοροφν εςωτερικζσ δυνατότθτεσ που δεν

παραβιάηονται. Οι λογικο-ςυντακτικοί κανόνεσ δεν προβλζπονται, δεν

κακορίηονται, δεν κωδικοποιοφνται. Αυτοί οι «κανόνεσ χριςθσ» δεν

καταλαμβάνουν ζναν διακριτό χϊρο, εςωτερικό ι εξωτερικό, που μπορεί

να ερευνθκεί ι ν’ ανακαλυφκεί.

Είπαμε ιδθ ότι ςκοπόσ του Tractatus είναι θ οριοκζτθςθ τθσ ςκζψθσ

μζςω τθσ οριοκζτθςθσ τθσ γλϊςςασ (οι προτάςεισ εκφράηουν ςκζψεισ),

διευκρινίηοντασ δθλαδι τα όρια μεταξφ νοιματοσ και α-νοθςίασ. Οι

μεταφυςικζσ προτάςεισ προςπακοφν να πουν αυτό που μόνο δείχνεται

ςτθ γλϊςςα υπερβαίνοντασ τα όρια του νοιματοσ. Γι’ αυτζσ τισ άρρθτεσ

Page 82: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

75

αλικειεσ οφείλουμε να ςωπάςουμε. Αλλά θ κζςθ ότι υπάρχουν πράγματα

που δεν λζγονται και δείχνονται μόνο, κα παραδεχκεί ο Wittgenstein

αργότερα, αποτελεί πλάνθ που πθγάηει από το γεγονόσ ότι προβάλλονται

ςτθν πραγματικότθτα γνωρίςματα των γραμματικϊν εκφράςεων τθσ

γλϊςςασ μασ. Ο ίδιοσ ο Wittgenstein ομολογεί ότι: α) «Θ γενικι μορφι τθσ

πρόταςθσ είναι: ‘ζτςι ζχουν τα πράγματα’. –Αυτό είναι το είδοσ τθσ

πρόταςθσ που επαναλαμβάνει κανείσ ςτον εαυτό του αναρίκμθτεσ φορζσ.

Νομίηει κανείσ πωσ ακολουκεί τθ φφςθ ενϊ απλά και μόνο διατρζχει το

πλαίςιο τθσ μορφισ μζςα από τθν οποία τθν κοιτάμε» (PI 114) και β) «μια

εικόνα μασ κρατοφςε αιχμαλϊτουσ. Και δεν μποροφςαμε να βγοφμε ζξω

από αυτιν, γιατί βριςκόταν μζςα ςτθ γλϊςςα μασ και θ γλϊςςα μασ

ζμοιαηε να μασ τθν επαναλαμβάνει αδυςϊπθτα» (PI 115).

Μζροσ εκείνου που κεωρικθκε άρρθτο ιταν θ «ςκιά» τθσ

γραμματικισ, όπωσ εφςτοχα υπογραμμίηει ο Hacker74 –οι κανόνεσ για τθ

χριςθ των λζξεων. Στο Tractatus υποςτθρίχτθκε ότι θ αρμονία μεταξφ

γλϊςςασ και πραγματικότθτασ δείχνεται ςτθν λογικι μορφι τθσ πρόταςθσ

αλλά δεν περιγράφεται. Θ ςχζςθ μεταξφ πρόταςθσ και γεγονότοσ που τθν

κακιςτά αλθκι είναι «εςωτερικι», αλλά «οι εςωτερικζσ ςχζςεισ

κακορίηονται αυτόνομα από τθ γραμματικι»75: «όπωσ κάκε τι

μεταφυςικό», θ αρμονία μεταξφ ςκζψθσ και πραγματικότθτασ βρίςκεται

ςτθν γραμματικι τθσ γλϊςςασ» (PG 162). Δεν υπάρχει τίποτα να δείξουμε

ι να ποφμε εξθγϊντασ τζτοιουσ γραμματικοφσ κανόνεσ. Ζνα άλλο

παράδειγμα είναι και αυτό τθσ εμπειρικισ πραγματικότθτασ που

οριοκετείται από τθν ολότθτα των αντικειμζνων: Τα όρια του κόςμου είναι

επίςθσ τα όρια τθσ λογικισ δυνατότθτασ. Θ εικόνα τθσ λογικισ

74 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 156 75 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Connections & Controversies”, ςελ. 156

Page 83: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

76

δυνατότθτασ ωσ προβολι τθσ πραγματικότθτασ ζχει παρανοθκεί. Είναι

παράλογο να υποκζςουμε ότι θ λογικι δυνατότθτα είναι αυτό που

λαμβάνει χϊρα, επειδι τίποτα δεν αντιςτοιχεί ςτθν λογικι δυνατότθτα.

Στθν πραγματικότθτα είναι θ γραμματικι που κακορίηει αυτό που

αποκαλοφμε «δυνατό» και «αδφνατο». Αυτό που αντιςτοιχεί ςε μια λογικι

δυνατότθτα είναι μια πρόταςθ με νόθμα. Το να ποφμε ότι κάτι είναι

λογικά αδφνατο, «δεν είναι κάτι που αποκλείεται εκ φφςεωσ –το λογικά

αδφνατο δεν είναι μια δυνατότθτα αδφνατθ. Είναι θ μορφι των λζξεων

που αποκλείεται και είναι θ γλϊςςα που τθν αποκλείει»76. Ζνα τελευταίο

παράδειγμα αποτελεί και θ κζςθ ότι ςτο Tractatus τα αντικείμενα

ονομάηονται, δεν περιγράφονται –επειδι, για να ποφμε τι είναι το

αντικείμενο, πρζπει να το περιγράψουμε με όρουσ των εςωτερικϊν του

ιδιοτιτων. Αν ποφμε, λχ, ότι το «κόκκινο» αντικείμενο είναι πιο ςκοφρο

από το «ροη» αντικείμενο, αυτό δεν αποτελεί μια περιγραφι του

«κόκκινου», αλλά κανόνασ για τθ χριςθ τθσ λζξθσ «κόκκινο», που εν μζρει

αποτελεί ςυςτατικό του νοιματόσ τθσ. Αυτό που φαίνεται ν’ αποτελεί

άρρθτθ και αναγκαία αλικεια για τα χρϊματα δεν είναι τίποτα άλλο παρά

«ςφμβαςθ για τθ χριςθ των λζξεων που αφοροφν χρϊματα και ςχζςεισ

χρωμάτων»77.

Στθν φςτερθ φιλοςοφία του Wittgenstein θ ρεαλιςτικι, ατομιςτικι

και απεικονιςτικι προςζγγιςθ τθσ ςχζςθσ μεταξφ γλϊςςασ και πραγ-

ματικότθτασ εγκαταλείπεται και ο κόςμοσ μασ αποκαλφπτεται μζςα από τθ

γλωςςικι περιγραφι. Τϊρα πια ο κόςμοσ δεν αποτελεί ζνα ςφνολο

(τυχαίων) γεγονότων, όπωσ υποςτθρίχτθκε ςτο Tractatus, που ςυνίςτανται

από τουσ ςυνδυαςμοφσ (με οριςμζνο τρόπο) «απλϊν» και «άφκαρτων»

76 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: “Connections & Controversies”, ςελ. 166 77 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: “Connections & Controversies”, ςελ. 159

Page 84: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

77

ςτοιχείων –των αντικειμζνων, ςτα οποία (αντικείμενα) αντιςτοιχοφν τα

«ονόματα» ωσ το ςθμείο επαφισ τθσ λζξθσ με τον κόςμο (TLP 3.203: «Το

όνομα ςθμαίνει το αντικείμενο. Το αντικείμενο είναι θ ςθμαςία του»). Το

γλωςςικό αυτό μοντζλο εν ςυντομία κα ονομάηεται «ατομικό μοντζλο».

Στισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» θ δομι του κόςμου είναι θ δομι τθσ

γλϊςςασ με τθν οποία τον περιγράφουμε –μια δομι που κακορίηεται από

τισ μορφζσ τθσ κοινισ γλϊςςασ, θ οποία δεν κρφβει τθν λογικι τθσ δομι

πίςω από αςαφείσ και ανακριβείσ εκφράςεισ, διότι θ κοινι γλϊςςα είναι

καταρχιν εντάξει ζτςι όπωσ είναι. Τθν ζννοια τθσ ακρίβειασ δεν μποροφμε

να τθν κεωριςουμε ανεξάρτθτα από τισ ςυνκικεσ χριςθσ των λζξεων και

προτάςεων. Το νόθμα κάκε πρόταςθσ κακορίηεται μόνο μζςα ςε οριςμζνα

όρια. Με αυτι τθν ζννοια, ο Wittgenstein επινοεί το μοντζλο του

«γλωςςικοφ παιχνιδιοφ» ωσ αντιπρόταςθ ςτο ατομικό μοντζλο τθσ

γλϊςςασ.

Στο μοντζλο του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ, θ λζξθ και το αντικείμενο

που ςθμαίνει, δεν αποτελοφν μεμονωμζνεσ οντότθτεσ (όπωσ ςτο ατομικό

μοντζλο), ενϊ το ενδιαφζρον ςτρζφεται γφρω από τθν ζρευνα των

αντικειμζνων που εμφανίηονται ςτα γλωςςικά παιχνίδια. Το καίριο

ερϊτθμα που τίκεται, αφορά ςτον τρόπο κατανόθςθσ τθσ ςχζςθσ ανάμεςα

ςτθ γλϊςςα και τον κόςμο των αντικειμζνων.

Στισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» διατυπϊνεται μια νζα αντίλθψθ για τθν

γλϊςςα: Θ γλϊςςα είναι οι «χριςεισ» που κάνουμε με αυτιν.

«Αναγνωρίηουμε πωσ αυτό που ονομάηουμε «πρόταςθ», «γλϊςςα» δεν

είναι εκείνθ θ τυπικι ενότθτα που φανταηόμουν αλλά μια οικογζνεια από

καταςκευζσ που λίγο-πολφ ςυγγενεφουν..» (PI 108). Ο Wittgenstein δεν

αρνείται ότι θ γλϊςςα ζχει ενότθτα. Αρνείται μόνο ότι ζχει τθν ενότθτα

Page 85: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

78

ενόσ λογιςμοφ. Αυτό δεν ςθμαίνει ότι θ γλϊςςα δεν ζχει δομι. Στθν

πραγματικότθτα ζχει διάφορα είδθ δομϊν: ςθμαςιολογικζσ δομζσ,

ςυντακτικζσ, κλπ. Αυτζσ οι δομζσ χαρακτθρίηουν αυτό που αποκαλοφμε

«γλϊςςα». Αλλά ο Wittgenstein δεν ενδιαφζρεται γι’ αυτζσ τισ δομζσ –τον

ενδιαφζρουν μόνο οι πραγματικζσ χριςεισ τθσ γλϊςςασ. Οι χριςεισ τθσ

γλϊςςασ παρουςιάηουν πολυμορφία όμοια μ’ εκείνθ των «παιχνιδιϊν».

Για να υπογραμμίςει αυτι τθν αναλογία, ο Wittgenstein επινοεί τον όρο

«γλωςςικό παιχνίδι». Αυτόσ ο όροσ κα μασ υπενκυμίηει ότι θ ςθμαςία μιασ

λζξθσ ι το νόθμα μιασ ζκφραςθσ ςχετίηονται πάντα με ζνα πλαίςιο, με

κανόνεσ εφαρμογισ, με εκμάκθςθ και προπάντων με υποδείγματα.

Κακζνα από τα γλωςςικά παιχνίδια μασ φανερϊνεται ωσ μια πλιρθσ

γλϊςςα, ζνα μζςο ςυνεννόθςθσ μεταξφ των ανκρϊπων.

Τα γλωςςικά παιχνίδια είναι «μορφζσ ηωισ» και διζπονται από

ςυςτιματα κανόνων. Συχνά όμωσ εξαπατϊμαςτε από τισ ομοιότθτεσ των

γραμματικϊν μορφϊν ςτθ χριςθ και προβάλλουμε χαρακτθριςτικά του

ενόσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ πάνω ςε άλλο δθμιουργϊντασ απατθλζσ

αναλογίεσ. Ο ςκοπόσ τθσ φιλοςοφίασ είναι αυτόσ τθσ διαςάφθςθσ. Θ

«κεραπευτικι» μζκοδοσ που προτείνει ο Wittgenstein α) εφιςτά τθν

προςοχι μασ ςτισ εικόνεσ και προκαταλιψεισ που μασ κρατοφν δζςμιουσ

και περιορίηουν τθν ατομικι ελευκερία του πνεφματοσ (δθλαδι να

επιλζγουμε το πϊσ μιλάμε, να αντιλθφκοφμε τα πράγματα διαφορετικά,

να απαλλαγοφμε από τισ επιηιμιεσ εικόνεσ που επθρεάηουν και

διαμορφϊνουν τον τρόπο περιγραφισ μασ ςχετικά με τθ χριςθ των

λζξεων) και β) προάγει τθν ενόραςι μασ (μάσ προτείνει νζουσ τρόπουσ

αντίλθψθσ και κεϊρθςθσ των πραγμάτων).78

78 G. Baker: “Wittgenstein’s Method –Neglected Aspects”, ςελ. 196

Page 86: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

79

2. «ΓΛΩΣΣΛΚΑ ΡΑΛΧΝΛΔΛΑ» ΚΑΛ ΜΟΦΕΣ ΗΩΘΣ

2.1 Η γζνεςθ και θ ανάπτυξθ του όρου «γλωςςικό παιχνίδι»

Οι «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» (PI) ξεκινοφν με μια ζρευνα τθσ εικόνασ

για τθν ουςία τθσ ανκρϊπινθσ γλϊςςασ: «…οι λζξεισ τθσ γλϊςςασ

ονομάηουν αντικείμενα –οι προτάςεισ είναι ςυνδζςεισ τζτοιων ονομάτων…

Κάκε λζξθ ζχει μια ςθμαςία… αυτι θ ςθμαςία είναι ςυνταιριαςμζνθ με

τθν λζξθ. Αυτι είναι το αντικείμενο για το οποίο ςτζκει θ λζξθ» (PI 1). Εν

ςυνεχεία, ο Wittgenstein αςκεί κριτικι ςε αυτι τθν εικόνα κινοφμενοσ ςε

δυο επίπεδα, όπωσ υπογραμμίηει ο Fogelin:79 α) Σε ζνα πρϊτο επίπεδο, ο

Wittgenstein δείχνει ότι προβάλλεται μια περιοριςμζνθ εικόνα τθσ

γλϊςςασ κακϊσ αγνοείται θ ευρεία ποικιλία των τρόπων με τουσ οποίουσ

λειτουργεί θ γλϊςςα και β) ςε ζνα δεφτερο επίπεδο, δείχνει ότι θ ςθμαςία

του ονόματοσ δεν ταυτίηεται με τον φορζα του (ζνα όνομα μπορεί να ζχει

νόθμα ακόμθ και ςτθν απουςία του φορζα του) και καταλιγει ςε μια

διάκριςθ ανάμεςα ςτο αντικείμενο που ονομάηεται και το νόθμα, ενϊ

μετακζτει το νόθμα ςτθ χριςθ τθσ λζξθσ. Θ ποικιλία των τρόπων με τθν

οποία οι λζξεισ αποκτοφν το νόθμά τουσ αντανακλάται ςτθν ποικιλία τθσ

χριςθσ τουσ.

Στθν προςπάκειά του να υπογραμμίςει τθν πολυμορφία τθσ

γλϊςςασ, ο Wittgenstein επινοεί μια ςειρά από απλά «γλωςςικά

παιχνίδια». Σε αυτά τα γλωςςικά παιχνίδια αποδεικνφεται ότι οι λζξεισ

λειτουργοφν με διαφορετικοφσ τρόπουσ και κακϊσ θ προςοχι μασ

ςτρζφεται ςε αυτι τθν ποικιλία, παρατθροφμε μια παρόμοια ποικιλία και

79 R.J. Fogelin: “Wittgenstein”, ςελ. 98

Page 87: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

80

ςτθ γλϊςςα που μιλάμε. Οι λζξεισ ςτθ γλϊςςα μασ μοιάηουν με τισ λαβζσ

ςτισ καμπίνεσ του τρζνου. Πλεσ τουσ λίγο-πολφ μοιάηουν και είναι φυςικό,

αφοφ υποτίκεται ότι όλεσ τουσ τελικά κα χρθςιμοποιθκοφν (PI 12).

Ο όροσ «παιχνίδι» ςε μεταφορικό επίπεδο χρθςιμοποιείται για

πρϊτθ φορά ςε μια από τισ ςυηθτιςεισ του Κφκλου τθσ Βιζννθσ (Λοφνιοσ

του 1930) αναφορικά με τον φορμαλιςμό ςτα Μακθματικά:80 «Θ αλικεια

ςτον φορμαλιςμό είναι ότι κάκε ςφνταξθ μπορεί να κεωρθκεί ςαν ζνα

ςφςτθμα κανόνων για ζνα παιχνίδι… ωτικθκα ςτο Cambridge κατά πόςο

πιςτεφω ότι τα μακθματικά αφοροφν ςθμάδια μελάνθσ ςτο χαρτί.

Απάντθςα: με τθν ίδια ζννοια που τα ξφλινα πιόνια αφοροφν το ςκάκι…

Δεν ζχει ςθμαςία με τι μοιάηει ζνα πιόνι. Αυτό που πραγματικά ςυμβαίνει,

είναι πωσ θ ολότθτα των κανόνων ενόσ παιχνιδιοφ κακορίηει τον λογικό

χϊρο για το πιόνι. Ζνα πιόνι ποικίλει, όπωσ θ “x” ςτθν λογικι… Αν με

ρωτιςεισ ποφ ζγκειται θ διαφορά ανάμεςα ςτο ςκάκι και τθν ςφνταξθ ενόσ

παιχνιδιοφ, απαντϊ: αποκλειςτικά ςτθν εφαρμογι τουσ…» (WWK 104). Κι

ενϊ θ ςφγκριςθ μεταξφ αξιωματικοφ ςυςτιματοσ κι ενόσ παιχνιδιοφ ςκάκι

επαναλαμβάνεται και αναπτφςςεται αρκετζσ φορζσ ςτισ ςυηθτιςεισ με τον

Waismann (WWK 103, 170), δεν υπάρχει καμιά γενικι αντίλθψθ για τον

όρο «γλωςςικό παιχνίδι».

Θ πρϊτθ νφξθ για το τι εννοείται με τον όρο «γλωςςικό παιχνίδι»

γίνεται ςτο “Notes For Lectures” (NFL). «Ονομάηουμε κάτι γλωςςικό

παιχνίδι, αν παίηει ζνα ςυγκεκριμζνο ρόλο ςτθ ηωι μασ» (NFL 177). Στο

“Preliminary Studies” (PS) –πρόκειται για διαλζξεισ του Wittgenstein προσ

τουσ μακθτζσ του –θ ιδζα του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ αποκτά πιο ξεκάκαρθ

80 A. Kenny: “Wittgenstein”, ςελ. 160-161

Page 88: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

81

μορφι:81 «…Τα γλωςςικά παιχνίδια είναι μορφζσ γλϊςςασ, με τισ οποίεσ

ζνα παιδί ξεκινά να κάνει εφαρμογι λζξεων. Θ μελζτθ των γλωςςικϊν

παιχνιδιϊν είναι θ μελζτθ των πρωταρχικϊν μορφϊν γλϊςςασ ι

πρωτόγονων γλωςςϊν» (PS 17). Αλλά και ςτο “Blue Book” (ΒΒ) ςυναντάμε

εκφράςεισ που φαίνεται να είναι παρεμφερείσ με τον όρο «γλωςςικό

παιχνίδι» όπωσ:

α) «Σο ςφςτθμα των ςθμείων»: «Το ςθμείο (θ πρόταςθ) αποκτά τθν

ςθμαςία του από το ςφςτθμα των ςθμείων, από τθ γλϊςςα ςτθν οποία

ανικει. Κοντολογισ: Καταλαβαίνω μια πρόταςθ, ςθμαίνει καταλαβαίνω

μια γλϊςςα» (ΒΒ 30).

β) «Ιδεϊδθσ γλϊςςα»: «Κάκε φορά που επινοοφμε ιδεϊδεισ

γλϊςςεσ δεν το κάνουμε για να υποκαταςτιςουμε μ’ αυτζσ τθν

κακθμερινι μασ γλϊςςα, αλλά απλϊσ για ν’ απομακρφνουμε μια

δυςχζρεια που δθμιουργικθκε ςτο μυαλό κάποιου με το να νομίηει ότι

ςυνζλαβε τθν ακριβι χριςθ μιασ ςυνθκιςμζνθσ λζξθσ. Αυτόσ είναι επίςθσ

ο λόγοσ που θ μζκοδόσ μασ δεν ςυνίςταται ςε μια απλι απαρίκμθςθ

πραγματικϊν χριςεων των λζξεων, αλλά μάλλον ςτθν εςκεμμζνθ

επινόθςθ νζων χριςεων, μερικζσ από τισ οποίεσ προτείνονται εξαιτίασ τθσ

παράλογθσ εξωτερικισ τουσ εμφάνιςθσ» (BB 57).

γ) «Γραμματικά παιχνίδια»: «Ρολλά και διάφορα παιχνίδια που

διαφζρουν λίγο ι πολφ μεταξφ τουσ παίηονται με αυτι τθν λζξθ («ποφ»).

Σκεφτείτε τισ διάφορεσ χριςεισ του αρικμθτικοφ “1” (BB 84).

δ) «Σο είδοσ του υπολογιςμοφ»: «Αν κάποιοσ μου μάκαινε τθν λζξθ

«κρανίο» και μου ζλεγε πωσ μερικζσ φορζσ ι πάντοτε ζβαηε μια παφλα ωσ

εξισ «κρανίο» και πωσ αυτό ςιμαινε κάτι για εκείνον, κα του ζλεγα: «Δεν

81 F. Zabeeh: “On Language Games & Forms”, (Essays on Wittgenstein –edited by E. Klemke), ςελ. 332

Page 89: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

82

ξζρω τι είδουσ ιδζα ςυνδζεισ με αυτι τθν παφλα, εμζνα πάντωσ δεν μ’

ενδιαφζρει εκτόσ κι αν μου δείξεισ πωσ υπάρχει κάποια χριςθ για τθν

παφλα ςτο είδοσ του λογιςμοφ όπου κζλεισ να χρθςιμοποιείσ τθν λζξθ

«κρανίο» (ΒΒ 103).

Στισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ», ο Wittgenstein υποςτθρίηει: «… το

ςφνολο που αποτελείται από τθ γλϊςςα και τισ δραςτθριότθτεσ με τισ

οποίεσ είναι ςυνυφαςμζνθ, κα ονομάςω επίςθσ “γλωςςικό παιχνίδι”» (PI

7). Θ παρουςίαςθ των δραςτθριοτιτων μζςα ςτθ δομι τθσ γλϊςςασ

ςυνδζει τθν ιδζα του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ μ’ εκείνθ τθσ «μορφισ ηωισ».

Οι μορφζσ ηωισ ςθματοδοτοφν ζνα πεδίο δραςτθριοτιτων και πρακτικισ

που εμφανίηει ςυγκεκριμζνεσ κανονικότθτεσ. Άλλεσ από αυτζσ είναι

βιολογικισ φφςθσ (λχ, κλείνουμε τα μάτια ςτο ζντονο φωσ), άλλεσ είναι

πολιτιςμικισ φφςθσ (λχ, θ φπαρξθ των κεςμϊν, τθσ εκπαίδευςθσ, κλπ),

άλλεσ ςχετίηονται με τθν ςυμπεριφορά (λχ, χειραψία, φιλί, κλπ) και τζλοσ,

άλλεσ κανονικότθτεσ περιλαμβάνουν και τθ γλωςςικι ςυμπεριφορά, τα

άπειρα γλωςςικά παιχνίδια ςτα οποία μετζχουμε. Οι μορφζσ ηωισ

ςυνζχουν και ςθματοδοτοφν όλο αυτό το πλζγμα των δραςτθριοτιτων.82

Στο “Lectures” (ςελ. 8) ο Wittgenstein γράφει: «Αυτό που ανικει ς’

ζνα γλωςςικό παιχνίδι είναι ζνασ ολόκλθροσ πολιτιςμόσ», αφινοντασ ζτςι

να φανεί θ αναλογία τθσ μορφισ ηωισ με τα γλωςςικά παιχνίδια. Ζνα

γλωςςικό παιχνίδι δεν είναι κυρίωσ ζνα ςφςτθμα ςθμειογραφίασ, αλλά

«είναι γλϊςςα και δραςτθριότθτα μαηί».83 Για παράδειγμα, το γλωςςικό

παιχνίδι τθσ αρικμθτικισ γίνεται καταλθπτό με αναφορά ςε κάποια

δραςτθριότθτα.

82 Β. Κιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 209 83 F. Zabeeh: “On Language Games & Forms” (Essays on Wittgenstein – edited by E. Klemke), ςελ 343

Page 90: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

83

Τα γλωςςικά παιχνίδια διακρίνονται ςε δυο κατθγορίεσ: α) τα

τεχνθτά γλωςςικά παιχνίδια και β) τα φυςικά γλωςςικά παιχνίδια.

Ρολυάρικμα παραδείγματα τθσ πρϊτθσ κατθγορίασ υπάρχουν ςτο

“Brown Book”, ενϊ κάποια από αυτά εμφανίηονται και ςτισ «Φιλοςοφικζσ

Ζρευνεσ»: Στθν εναρκτιρια παράγραφο των «Φιλοςοφικϊν Ερευνϊν» (PI

1) περιγράφεται θ εκμάκθςθ τθσ γλϊςςασ ςφμφωνα με τθ κεωρία του

Αυγουςτίνου, ενϊ ςτθν αμζςωσ επόμενθ παράγραφο (PI 2) θ γλϊςςα

παρουςιάηεται ωσ ζνα «ςφςτθμα επικοινωνίασ» ανάμεςα ςε ζναν χτίςτθ

και τον βοθκό του, που αποτελείται από ονόματα υλικϊν που χρθ-

ςιμοποιοφνται ςτο χτίςιμο όπου μπορεί κανείσ να δείξει και να ονομάςει.

Θ εκμάκθςθ και διδαχι του γλωςςικοφ αυτοφ παιχνιδιοφ (φαίνεται να λζει

ο Wittgenstein) ςυμφωνεί με αυτό που οι φιλόςοφοι ονομάηουν «κα-

ταδεικτικι κεωρία τθσ ςθμαςίασ» και «καταδεικτικόσ οριςμόσ των

λζξεων», που ςχεδιάςτθκε μετά τθν πρωτόγονθ αντίλθψθ για το πϊσ

λειτουργεί θ γλϊςςα:84 «Εκείνθ θ φιλοςοφικι ζννοια τθσ ςθμαςίασ ζχει τθ

κζςθ τθσ ςε μια πρωτόγονθ αντίλθψθ του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί

θ γλϊςςα. Αλλά μπορεί να πει κανείσ ακόμθ, πωσ αυτι είναι θ αντίλθψθ

μιασ γλϊςςασ πιο πρωτόγονθσ από τθ δικι μασ» (PI 2).

Μια ποικιλία γλωςςικϊν παιχνιδιϊν τθσ δεφτερθσ κατθγορίασ

διακρίνεται επίςθσ τόςο ςτο “Brown Book” όςο και ςτισ «Φιλοςοφικζσ

Ζρευνεσ». Θ βαςικι ιδζα εδϊ είναι ότι το «να μιλάμε για γλϊςςα αποτελεί

μζροσ μιασ δραςτθριότθτασ ι μια μορφι ηωισ»:

-Ρροςτάηω κι ενεργϊ ςφμφωνα με τθν προςταγι

84 F. Zabeeh: “On Language Games & Forms”, (Essays on Wittgenstein – edited by E. Klemke), ςελ. 338-339

Page 91: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

84

-Ρεριγράφω ζνα αντικείμενο με βάςθ τθν όψθ ι τισ διαςτάςεισ του

-Καταςκευάηω ζνα αντικείμενο με βάςθ μια περιγραφι (ςχζδιο)

-Αφθγοφμαι ζνα περιςτατικό

-Διατυπϊνω μια υπόκεςθ και τθν εξετάηω

-Ραίηω κζατρο

-Τραγουδϊ ςτο χορό

-Λφνω ζνα πρόβλθμα πρακτικισ αρικμθτικισ

-Μεταφράηω από μια γλϊςςα ςε μια άλλθ

-Ηθτϊ, ευχαριςτϊ, βρίηω, χαιρετϊ, προςεφχομαι, ψεφδομαι

-Κάνω ζνα αςτείο και το διθγοφμαι

-Επινοϊ μια ιςτορία και τθν διαβάηω

-Κάνω μια πρόβλεψθ

Εξετάηοντασ τισ πιο πρωτόγονεσ γλωςςικζσ μορφζσ (όπωσ το «να

προςτάηουμε, να ρωτάμε να αφθγοφμαςτε, να φλυαροφμε») ο

Wittgenstein υπογραμμίηει τισ ομοιότθτεσ ανάμεςα ςτισ (ανκρϊπινεσ)

δραςτθριότθτεσ και τισ γλωςςικζσ δραςτθριότθτεσ. «Ανικουν ςτθ φυςικι

μασ ιςτορία τόςο όςο το να περπατάμε, να τρϊμε, να πίνουμε, να

παίηουμε» (PI 25).

Στισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» νόθμα και ςθμαςία ταυτίηονται με τισ

χριςεισ των λζξεων –και οι χριςεισ είναι αμζτρθτεσ. Αντί για τον όρο

«χριςθ» ςυχνά χρθςιμοποιοφνται ωσ ιςοδφναμοι οι όροι: ρόλοσ, ςκοπόσ,

λειτουργία, εφαρμογι, κλπ. Με τον όρο «χριςθ» δεν εννοείται μια

οποιαδιποτε χριςθ, αλλά θ ορκι χριςθ τθσ λζξθσ που προχποκζτει

κανόνεσ –χριςθ ςτο πλαίςιο ενόσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ. Ο λόγοσ για τον

οποίο ο Wittgenstein χρθςιμοποίθςε τθν ζκφραςθ «γλωςςικό παιχνίδι»

Page 92: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

85

είναι, κακϊσ διζκρινε αναλογικζσ ομοιότθτεσ (αλλά και διαφορζσ) μεταξφ

του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ και οποιουδιποτε άλλου παιχνιδιοφ: α) θ

πραγμάτωςθ ενόσ παιχνιδιοφ ςυνίςταται ςε κάποιεσ ενζργειζσ μασ, όμοια

και θ πραγμάτωςθ τθσ γλϊςςασ –ωσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ –ςυνίςταται ςε

κάποιεσ διεργαςίεσ με λζξεισ, β) όπωσ ςτθν πρϊτθ περίπτωςθ οι ςχετικζσ

διεργαςίεσ διζπονται από κανόνεσ, ζτςι και ςτθ δεφτερθ ζχουμε να

κάνουμε με γλωςςικζσ εκφράςεισ, γ) τα γλωςςικά παιχνίδια –όπωσ τα

παιχνίδια –δεν χρειάηονται κάποιον εξωτερικό ςτόχο: μποροφν να είναι

αυτόνομεσ δραςτθριότθτεσ (PG 184, Z 320). Στθν πραγματικότθτα, ο λόγοσ

(το να μιλάμε μια γλϊςςα) αποτελεί κομμάτι τθσ κοινισ δραςτθριότθτασ,85

ζνασ τρόποσ να ηεισ ςτθν κοινωνία που ο Wittgenstein αποκαλεί «μορφι

ηωισ» (PI 23).

Ραρόλο που ο Wittgenstein δεν ερμινευςε ποτζ τθν γλϊςςα ωσ

παιχνίδι, θ επιλογι τθσ ζκφραςθσ «γλωςςικό παιχνίδι» δζχκθκε δριμφτατθ

κριτικι. Ο πιο ζνκερμοσ πολζμιόσ τθσ, ο Smart, κεϊρθςε εςφαλμζνθ τθν

αναλογία μεταξφ γλϊςςασ και παιχνιδιοφ και υποςτιριξε ότι τα παιχνίδια

–ςε αντίκεςθ με τθ γλϊςςα –δεν εξυπθρετοφν κάποιο ςοβαρό ςκοπό, δεν

αποτελοφν μζροσ τθσ «μορφισ ηωισ» μιασ κοινωνίασ, ενϊ το γλωςςικό

παιχνίδι αντί να υπθρετιςει κάποιον χριςιμο ι διαφωτιςτικό ςκοπό

μπορεί να οδθγιςει από μόνο του ςε ςφγχυςθ και αςάφεια.86 Ανεξάρτθτα

από το αν θ ζκφραςθ «γλωςςικό παιχνίδι» κεωρείται από κάποιουσ

επιτυχισ –ι όχι, και αν υπάρχουν αναλογίεσ μεταξφ γλϊςςασ και

παιχνιδιοφ, είναι ξεκάκαρο ότι ο Wittgenstein εςτιάηει ςε τρία βαςικά

ςθμεία που είναι ςτενά δεμζνα μεταξφ τουσ:87

85 A. Kenny: “Wittgenstein”, ςελ. 184 86 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 47 87 Ε.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 48

Page 93: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

86

α) Η γλϊςςα είναι μια δραςτθριότθτα που ςχετίηεται με ολόκλθρθ

τθν μορφι ηωισ των ςυνομιλθτϊν: Θ γλϊςςα αποτελεί ζναν ηωντανό

οργανιςμό, το προϊόν μιασ ςυνεχοφσ πολιτιςμικισ εξζλιξθσ που τθσ

προςδίδει μια «μορφι ηωισ», θ οποία ξεπερνά το επίπεδο τθσ ατομικισ

ςυνείδθςθσ κι εκφράηει τθν κακολικι ςυνείδθςθ μζςω τθσ οποίασ θ

εκάςτοτε κοινότθτα αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Με αυτι τθν λογικι, ο

Wittgenstein απορρίπτει τθ δυνατότθτα φπαρξθσ μιασ «ιδιωτικισ

γλϊςςασ» του ομιλοφντοσ υποκειμζνου. Θ γλϊςςα είναι μια δρα-

ςτθριότθτα που ςυνδζεται άρρθκτα με τθ ηωι και τθ δράςθ τθσ γλωςςικισ

κοινότθτασ. Θ ζννοια για τθν πραγματικότθτά μασ δομείται από τθ γλϊςςα

και μάλιςτα είναι εςωτερικι ςε αυτιν. Ηοφμε ς’ ζναν κόςμο που είναι

εςωτερικόσ ςτθ γλϊςςα μασ, με τθν ζννοια ότι αντιδράμε ςτα πράγματα,

ςκεφτόμαςτε και ςυμπεραίνουμε γι’ αυτά και ακριβϊσ επειδι ζχουμε τθ

γλϊςςα μποροφμε να μιλιςουμε γι’ αυτά. Αυτά με τα οποία δε-

ςμευόμαςτε τότε είναι όψεισ και φαινόμενα του κόςμου ανεξάρτθτα από

εμάσ, αλλά εςωτερικά ςτθ γλϊςςα και τον πολιτιςμό μασ.

Ο κόςμοσ που φανερϊνει ο Wittgenstein και ανικει ςτισ αν-

κρϊπινεσ γλϊςςεσ είναι «πλοφςιοσ», πολυδιάςτατοσ: το φυςικό

περιβάλλον με τα αντικείμενά του, τισ ιδιότθτεσ και τισ ςυμπεριφορζσ

τουσ, τουσ ηωντανοφσ οργανιςμοφσ –και κυρίωσ τουσ ανκρϊπουσ

ςυνιςτοφν τθν πιο ςθμαντικι πλευρά τθσ πραγματικότθτασ που

επθρεάηουν τθν ηωι μασ. Αυτι θ φυςικι πραγματικότθτα ςυναντάται με

τθν ανκρϊπινθ πραγματικότθτα ι όπωσ το κζτει ο Wittgenstein: «θ

γλϊςςα αποτελεί επζκταςθ τθσ ςυμπεριφοράσ», και τότε ο χριςτθσ τθσ

γλϊςςασ μπορεί να κάνει διάφορα πράγματα με αυτιν –ςκζφτεται,

προςεφχεται, ψεφδεται, πλθροφορεί, πείκει, εξαπατά, κλπ.

Page 94: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

87

β) Η γλϊςςα ζχει «εργαλειακό» χαρακτιρα: «Θ γλϊςςα είναι ζνα

εργαλείο. Οι ζννοιζσ τθσ είναι εργαλεία» (PI 569) και ςυγκρίνει τισ λζξεισ

με τα εργαλεία που περιζχονται ςε μια εργαλειοκικθ: «Σκζψου τα

εργαλεία μζςα ςε μια εργαλειοκικθ… όςο διαφζρουν οι λειτουργίεσ

αυτϊν των αντικειμζνων, άλλο τόςο διαφορετικζσ είναι οι λειτουργίεσ των

λζξεων» (PI 11). Χρθςιμοποιοφμε λζξεισ (ι προτάςεισ) ςτα γλωςςικά

παιχνίδια για να δείξουμε τι «ΚΑΝΟΥΜΕ» με τθν λζξθ, πϊσ

«ΧΘΣΛΜΟΡΟΛΟΥΜΕ» τθ γλϊςςα. Μια λζξθ (ι πρόταςθ) κατανοείται με

πάρα πολλοφσ τρόπουσ, ακριβϊσ τόςουσ όςεσ είναι οι χριςεισ που μπορεί

να ζχει. Ανάλογα με τα ςυμφραηόμενα, το πλαίςιο, τισ ειδικζσ ςυνκικεσ

εντόσ των οποίων μια λζξθ ι πρόταςθ εκφζρεται ι γράφεται ςτθ δθμόςια,

κακθμερινι ηωι το νόθμά τθσ μεταβάλλεται.

Πταν ο Wittgenstein λζει: «θ ςθμαςία ςυνίςταται ςτθ χριςθ τθσ

λζξθσ» εννοεί τουσ τρόπουσ χριςθσ τθσ λζξθσ ςφμφωνα με οριςμζνουσ

κανόνεσ, που λειτουργοφν ωσ «ςφμβαςθ» για τθν γλωςςικι κοινότθτα.

Υφίςταται μια ςτενι ςχζςθ ανάμεςα ςτθν εξιγθςθ του νοιματοσ μιασ

λζξθσ και ςτθν εξιγθςθ του τρόπου χριςθσ τθσ (κανόνεσ χριςθσ τθσ). Σε

πολλζσ περιπτϊςεισ οι εκφράςεισ «νόθμα» και «τρόποσ χριςθσ» (κανόνεσ

χριςθσ) ταυτίηονται. Για παράδειγμα, οι προτάςεισ «αυτι θ λζξθ ζχει

πολλζσ ςθμαςίεσ» = «αυτι θ λζξθ ζχει πολλοφσ τρόπουσ χριςθσ» είναι

ιςοδφναμεσ. Επομζνωσ οι εκφράςεισ «νόθμα» και «τρόποσ χριςθσ» είναι

ςυνϊνυμεσ. Για τθ ςυγκρότθςθ του νοιματοσ δεν είναι αναγκαίο να είναι

οι ςχετικοί κανόνεσ χριςθσ ςυνικεισ. Τουσ κανόνεσ αυτοφσ μποροφμε να:

i. τουσ διατυπϊςουμε με προτάςεισ

ii. τουσ δϊςουμε με καταδεικτικι εξιγθςθ

iii. τουσ δϊςουμε με λεκτικό οριςμό

Page 95: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

88

iv. δϊςουμε οριςμζνα παραδείγματα προτάςεων, όπου θ χριςθ κα

φαίνεται κακαρά

Οι κανόνεσ ζχουν γενικι ιςχφ: ιςχφουν για πολλά δρϊντα πρόςωπα

και για πολλζσ ςυγκεκριμζνεσ πράξεισ. Ζχουν και δυο ακόμθ όψεισ:

φανερϊνονται ςε ςυγκεκριμζνεσ πράξεισ (αποτελοφν ςυγκεκριμζνεσ

πράξεισ) και ςυνάμα αποτελοφν οδθγίεσ, υποδείγματα για μελλοντικζσ

ςυγκεκριμζνεσ πράξεισ. Αλλά πϊσ μπορεί να είναι κάτι ταυτόχρονα πράξθ

και υπόδειγμα πράξεων; Κάκε υπόδειγμα μιασ πράξθσ ιταν κάποτε μια

ςυγκεκριμζνθ πράξθ. Από τθν ςτιγμι που κάποιοσ κατζχει αυτι τθν πράξθ,

γίνεται μια ςτακερι βάςθ προςανατολιςμοφ, ςφμφωνα με τθν οποία

μπορεί να εκτελζςει πολλζσ παρόμοιεσ πράξεισ.

γ) Η γλϊςςα αποτελεί ζνα ςφνκετο δθμιοφργθμα αποτελοφμενο από

πολλζσ διαφορετικζσ λειτουργικζσ ενότθτεσ: Επινοϊντασ τθν ζννοια του

γλωςςικοφ παιχνιδιοφ ο Wittgenstein υποδιαιρεί τθ γλϊςςα ςε

ςυγκεκριμζνεσ ενότθτεσ που προςεγγίηονται μεμονωμζνα. Αν λάβουμε τθ

γλϊςςα ωσ ζναν οργανιςμό, τότε ςτο Tractatus αντιςτοιχεί μια κεωρία του

οργανιςμοφ που ξεκινά από τα επιμζρουσ κφτταρα ωσ ενότθτεσ κι

επιχειρεί να ςυγκροτιςει τον οργανιςμό ακροίηοντασ τισ ενότθτεσ αυτζσ.

Στισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» τα επιμζρουσ λειτουργικά ςυςτιματα του

οργανιςμοφ λαμβάνονται ωσ ενότθτεσ, ενϊ τα κφτταρα ωσ μζλθ ενόσ

λειτουργικοφ ςυςτιματοσ. Αξιοςθμείωτο είναι, ότι τα διάφορα ςτοιχεία

μζςα ςτον οργανιςμό δεν μποροφν να υπάρξουν ανεξάρτθτα από το όλο

λειτουργικό ςφςτθμα. Το ίδιο ιςχφει και για τα γλωςςικά παιχνίδια, κακϊσ

κανζνα τουσ δεν μπορεί να κεωρθκεί ανεξάρτθτθ οντότθτα (βζβαια για

οριςμζνουσ ςκοποφσ μποροφμε να τα εξετάςουμε και μεμονωμζνα,

Page 96: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

89

ωςτόςο το γλωςςικό ςφμβολο αποκτά «ηωι» ςτον ςυςχετιςμό του με τα

άλλα ςτοιχεία του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ).

Κα μποροφςε κάποιοσ να ιςχυριςτεί ότι, ενϊ ζχει γίνει αναφορά ςε

όλα τα είδθ των γλωςςικϊν παιχνιδιϊν, πουκενά δεν διατυπϊνεται

ο,τιδιποτε για τθν ουςία του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ –κι ωσ εκ τοφτου και

τθσ γλϊςςασ. Αυτό το ομολογεί και ο ίδιοσ ο Wittgenstein: «Αντί να

παρουςιάςω κάτι κοινό ςε όλα εκείνα που ονομάηουμε γλϊςςα, λζω πωσ

αυτά τα φαινόμενα δεν ζχουν τίποτα κοινό, που εξαιτίασ του

χρθςιμοποιοφμε για όλα τουσ τθν ίδια λζξθ –αλλά πωσ ςυγγενεφουν

αναμεταξφ τουσ με πολλοφσ και διαφορετικοφσ τρόπουσ. Χάρθ ςε αυτι τθν

ςυγγζνεια –ι ςε αυτζσ τισ ςυγγζνειεσ –τα ονομάηουμε όλα “γλϊςςα”» (PI

65). Θ ποικιλία των κακθμερινϊν γλωςςικϊν παιχνιδιϊν είναι «ανείπωτθ»

(PI 23 και PI ςελ. 224, 274). Μεταξφ τουσ φαίνεται να υπάρχει «ζνα δίκτυο

από ομοιότθτεσ που μπαίνουν θ μια ςτα όρια τθσ άλλθσ και δια-

ςταυρϊνονται. Ομοιότθτεσ άλλοτε γενικζσ και άλλοτε ςτισ λεπτομζρειεσ

(PI 66).

Θ μεταφορά τθσ λζξθσ «παιχνίδι» ςτθ γλϊςςα γίνεται απευκείασ

από τα παιχνίδια που παίηουν τα παιδιά και οι άνκρωποι μεταξφ τουσ.

Άλλα από αυτά τα παιχνίδια είναι ανταγωνιςτικά και άλλα όχι, άλλα

αποβλζπουν ςε χρθματικό κζρδοσ, άλλα χρειάηονται φυςικι αντοχι, άλλα

ςκζψθ, κλπ. Πλα αυτά τα παιχνίδια μοιάηουν μεταξφ τουσ –εν τοφτοισ

είναι διαφορετικά. Οι ομοιότθτεσ ανάμεςα ςτα διάφορα παιχνίδια που

παίηουν οι άνκρωποι, αλλά και ανάμεςα ςτα παιχνίδια τθσ γλϊςςασ είναι

(ιςχυρίηεται ο Wittgenstein) «ανάλογεσ με αυτζσ μεταξφ των μελϊν μιασ

Page 97: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

90

οικογζνειασ».88 Πλοι τουσ μοιάηουν μεταξφ τουσ δίχωσ να είναι

πανομοιότυποι.

2.2 Οντολογικζσ προχποκζςεισ τθσ ςθμαςιολογικισ λειτουργίασ τθσ

γλϊςςασ

Το παράδειγμα από τισ «Εξομολογιςεισ» (“Confessions”) του

Αυγουςτίνου ςτθν εναρκτιρια παράγραφο των «Φιλοςοφικϊν Ερευνϊν»

(PI 1) παρουςιάηει αυτό που ο Wittgenstein κεωρεί «παραδοςιακι»

ζννοια τθσ ςθμαςίασ και που πιςτεφει ότι απεικονίηει τθ γλϊςςα

εςφαλμζνα: «Σ’ αυτι τθν εικόνα τθσ γλϊςςασ βρίςκουμε τισ ρίηεσ τθσ

ιδζασ. Κάκε λζξθ ζχει μια ςθμαςία. Αυτι θ ςθμαςία είναι ςυνταιριαςμζνθ

με τθν λζξθ. Αυτι είναι το αντικείμενο για το οποίο ςτζκει θ λζξθ» (PI 1).

Το ςφάλμα που κάνουμε εδϊ είναι ότι «…ψάχνουμε για τθ χριςθ του

ςθμείου, αλλά τθν ψάχνουμε ςαν να είναι αντικείμενο που ςυνυπάρχει με

το ςθμείο» (BB ςελ. 5).

Ζνα από τα βαςικά προβλιματα τθσ φιλοςοφίασ τθσ γλϊςςασ είναι

και αυτό που αφορά τθν ςχζςθ μεταξφ γλϊςςασ και κόςμου των

αντικειμζνων. Τθν ςχζςθ ανάμεςα ςτο γλωςςικό ςθμείο και ςε αυτό που

ςθμαίνει, ονομάηουμε «ςθμαςιολογικι ςχζςθ» και ςτθν κακθμερινι

γλϊςςα εκφράηεται με το προταςιακό ςχιμα: «Θ λζξθ… ςθμαίνει…». Στο

Tractatus και ςτθν Αριςτοτελικι κεωρία τθσ γλϊςςασ θ ςθμαςιολογικι

ςχζςθ μεταξφ λζξθσ και αντικειμζνου κατανοείται ςτθ βάςθ του ατομικοφ

μοντζλου:89 Πλεσ οι λζξεισ τθσ γλϊςςασ αναφζρονται ςτα αντικείμενά τουσ

περιςςότερο ι λιγότερο με τον τρόπο που τα ονόματα για τα πράγματα

88 B. Kιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 187 89 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 63-64

Page 98: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

91

αναφζρονται ςτουσ προχπάρχοντεσ φορείσ τουσ. Οι ατομικζσ κεωρίεσ τθσ

γλϊςςασ βλζπουν ςτα ονόματα και τα αντικείμενα που ςυςχετίηονται

μεταξφ τουσ τθν εφαρμογι του προταςιακοφ ςχιματοσ: «Θ λζξθ…

ςθμαίνει…». Μζχρι ποιοφ ςθμείου θ ερμθνευτικι αυτι προςζγγιςθ των

ατομικϊν κεωριϊν δικαιολογείται; Κα μποροφςε το μοντζλο του

γλωςςικοφ παιχνιδιοφ, που ειςάγει ο Wittgenstein, να προςφζρει μια πιο

ικανοποιθτικι ερμθνεία; Ο Wittgenstein ξεκινά τθν ζρευνά του εξε-

τάηοντασ τον τρόπο με τον οποίο το παιδί μακαίνει τθν γλϊςςα.

Σφμφωνα με τθν ατομικι κεωρία τθσ γλϊςςασ, το παιδί μακαίνει τθ

γλϊςςα με τθν βοικεια του καταδεικτικοφ οριςμοφ: Ο ενιλικασ δείχνει

ςτο αντικείμενο και λζει: «Αυτό ονομάηεται…» ι «Αυτό είναι…», κλπ. Το

παιδί καταλαβαίνει ι μαντεφει ότι ο ενιλικασ εννοεί το αντικείμενο που

δείχνει θ ςυγκεκριμζνθ λζξθ, και κατ’ αυτό τον τρόπο «ςυλλαμβάνει» τθν

ςθμαςιολογικι λειτουργία τθσ λζξθσ. Αυτόσ ο τρόποσ εκμάκθςθσ τθσ

γλϊςςασ από το παιδί (που βαςίηεται ςτο ατομικό μοντζλο τθσ γλϊςςασ)

διατυπϊνεται ςτισ «Εξομολογιςεισ» του Αυγουςτίνου, υποςτθρίηει ο

Wittgenstein, όπου θ διδαςκαλία και θ εκμάκθςθ τθσ γλϊςςασ

παρουςιάηονται ωσ ηιτθμα αντιςτοίχθςθσ των λζξεων ςτα πράγματα. Ο

καταδεικτικόσ οριςμόσ ςφυρθλατεί ζναν δεςμό μεταξφ λζξθσ και

πράγματοσ, γλϊςςασ και πραγματικότθτασ. Πμωσ αυτι θ κεωρία αγνοεί

τουσ διάφορουσ ρόλουσ των λζξεων ςτθ γλϊςςα και απλοποιεί τθν

ςθμαςία (νόθμα) των γλωςςικϊν εκφράςεων, κακϊσ τθν ανάγει ςε μια

αντιςτοιχία τουσ ζνα προσ ζνα (1-1) με τα πράγματα που υποκακιςτοφν.

Θ ιδζα ενόσ καταδεικτικοφ οριςμοφ φαίνεται ωσ μια διαδικαςία τθσ

οποίασ θ ςπουδαιότθτα είναι ςαφισ και αυταπόδεικτθ. Ζςτω το

παράδειγμα τθσ ςυςχζτιςθσ ενόσ ιχου μ’ ζνα αντικείμενο: «Αυτό», λζει

Page 99: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

92

κάποιοσ δείχνοντασ ς’ ζνα παιδί, «είναι ζνασ ουρακοτάγκοσ» και

υποκζτουμε ότι ο ουρακοτάγκοσ βγάηει ζναν ιχο. Ζχουμε τότε ζνα

περίεργο πλζγμα ιχων, χειρονομιϊν και αντικειμζνων. Αλλά το είδοσ τθσ

ςχζςθσ ςτθν οποία τα ονόματα αντιπροςωπεφουν τα αντικείμενα που

ονομάηουν «δεν είναι οφτε απλό οφτε ομοιόμορφο»,90 όπωσ πιςτεφουμε.

Αν μια μθτζρα, για παράδειγμα, δείξει το γάλα και πει «λευκό», πικανόν

το παιδί να εννοιςει με το «λευκό» το «γάλα» και αντίςτροφα. Το λάκοσ

του παιδιοφ μπορεί να διορκωκεί, εφόςον θ μθτζρα του αυτι τθν φορά

δείξει ζνα κομμάτι χαρτί ι μια χτζνα επαναλαμβάνοντασ τθν λζξθ. Από τα

παραπάνω φαίνεται, ότι θ ποικιλία των τρόπων με τθν οποία οι λζξεισ

αποκτοφν το νόθμά τουσ αντανακλάται ςτθν ποικιλία τθσ χριςθσ τουσ.

Θ χριςθ τθσ γλϊςςασ δεν πρζπει να ταυτίηεται μ’ εκείνθ τθσ χριςθσ

των ονομάτων, όπου χρθςιμοποιοφμε ιδθ τθ γλϊςςα για να δϊςουμε και

να μάκουμε ονόματα. Εν ολίγοισ, επειδι ζνασ καταδεικτικόσ οριςμόσ

μπορεί να ερμθνευτεί ποικιλοτρόπωσ ςτθν κάκε περίπτωςθ (PI 28), δεν

μπορεί να κακορίςει τθν ςθμαςία τθσ λζξθσ. Ζςτω ότι προςπακοφμε να

διδάξουμε κάποιον τθν ςθμαςία τθσ λζξθσ «δυο» δείχνοντασ ζνα ηεφγοσ

καρυδιϊν και λζγοντασ ότι αυτό ονομάηεται «δυο». Οπωςδιποτε μπορεί

να εκλάβει αυτόν τον οριςμό ποικιλοτρόπωσ. Για παράδειγμα, μπορεί να

το εκλάβει ωσ το κατάλλθλο όνομα γι’ αυτό το ςυγκεκριμζνο ηεφγοσ

καρυδιϊν.91

Σε αντίκεςθ με τον Νομιναλιςμό – όπου οι λζξεισ ερμθνεφονται ςαν

να ιταν ονόματα (και γι’ αυτό δεν περιγράφουν τθ χριςθ τουσ

πραγματικά) επιτρζποντασ ζτςι το είδοσ τθσ ςθμαςιολογικισ λειτουργίασ

των λζξεων που βαςίηεται ςτθν ςχζςθ μεταξφ ονόματοσ και φορζα του

90 D. Pole: “The Later Philosophy of Wittgenstein”, ςελ. 15 91 R.J. Fogelin: “Wittgenstein”, ςελ. 102

Page 100: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

93

ονόματοσ –και ςε αντίκεςθ με τον εαλιςμό –που παραδζχεται πρόςκετεσ

οντότθτεσ και μια οντολογία που υποςταςιοποιεί ιδιότθτεσ –ο

Wittgenstein υποςτθρίηει, ότι, για να μάκουμε τι και πϊσ υποςθμαίνει μια

λζξθ, κα πρζπει να διερευνιςουμε «πϊσ» χρθςιμοποιείται κάκε φορά

μζςα ςτο γλωςςικό παιχνίδι.92

Ο Wittgenstein απορρίπτει τθν ταφτιςθ τθσ ςθμαςίασ (με τθν κοινι

ζννοια τθσ λζξθσ) ενόσ ονόματοσ με τον φορζα του ονόματοσ (αν θ

ςθμαςία ενόσ ονόματοσ ταυτιηόταν με τον φορζα του, τότε οι λζξεισ

«νόθμα» και «φορζασ» του ονόματοσ κα ζπρεπε να χρθςιμοποιοφνται ωσ

ςυνϊνυμα –κι αυτό δεν ςυμβαίνει. Πταν, λχ, πεκαίνει ο Ν.Ν, πεκαίνει ο

φορζασ του ονόματοσ και όχι θ ςθμαςία του ονόματοσ), για να καταλιξει:

α) ςε μια διάκριςθ ανάμεςα ςτο αντικείμενο που ονομάηεται και το νόθμα

και β) ςτθν μετάκεςθ του νοιματοσ ςτθ χριςθ τθσ λζξθσ. Το «νόθμα» (ωσ

λζξθ) δεν είναι κάποιο ουςιαςτικό που υποδθλϊνει ζνα αυτόνομο

αντικείμενο και γι’ αυτό δεν χρειάηεται, προκειμζνου να καταλάβουμε τι

ςθμαίνει μια λζξθ, να αναηθτιςουμε κάποιεσ ςυγκεκριμζνεσ ι

αφθρθμζνεσ οντότθτεσ τισ οποίεσ εν ςυνεχεία κα αντιςτοιχίςουμε ςτθν

λζξθ. Ρρζπει απλϊσ να δοφμε πϊσ χρθςιμοποιείται θ λζξθ.

2.3 Η ςθμαςιολογικι λειτουργία των λζξεων ςτο γλωςςικό παιχνίδι

και οι οντολογικζσ προχποκζςεισ τθσ

Σε μια προςπάκεια να διαφφγει των οντολογικϊν δυςκολιϊν (ςτισ

οποίεσ παραςφρκθκαν Νομιναλιςτζσ και εαλιςτζσ), ωσ απόρροια τθσ

περιοριςμζνθσ ζννοιασ τθσ ςθμαςιολογικισ λειτουργίασ τθσ λζξθσ ι τθσ

92 E.K Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 74, 76

Page 101: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

94

περιοριςμζνθσ ζννοιασ του αντικειμζνου, ο Wittgenstein χρθςιμοποιεί το

προταςιακό ςχιμα: «Θ λζξθ… ςθμαίνει…» ξεκινϊντασ από τθ χριςθ που

ζχει μια λζξθ ςτο γλωςςικό παιχνίδι, προκειμζνου να μάκει τι και πϊσ

υποςθμαίνει αυτι θ λζξθ.

Στθν παράγραφο 8 ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» ειςάγει το

γλωςςικό παιχνίδι ανάμεςα ςε δυο χτίςτεσ Α και Β αποτελοφμενο από

τζςςερεισ λζξεισ (τοφβλο, κολόνα, κλπ), δυο δεικτικζσ αντωνυμίεσ («αυτό»,

«εκεί»), τα γράμματα τθσ αλφαβιτου ωσ αρικμθτικά και διάφορα

παραδείγματα χρωμάτων και μασ προτρζπει να ςκεφτοφμε «τα εργαλεία

μζςα ςε μια εργαλειοκικθ: υπάρχει ζνα ςφυρί, μια τανάλια, ζνα πριόνι,

ζνασ βιδολόγοσ, ζνα μζτρο, ζνα δοχείο για κόλλα, κόλλα, καρφιά και βίδεσ.

–Πςο διαφζρουν οι λειτουργίεσ αυτϊν των αντικειμζνων, άλλο τόςο

διαφορετικζσ είναι οι λειτουργίεσ των λζξεων (και υπάρχουν ομοιότθτεσ

και εδϊ και εκεί)» (PI 11). Μζςω αυτοφ του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ, ο

Wittgenstein επιδιϊκει να εξθγιςει το είδοσ τθσ ςθμαςιολογικισ

λειτουργίασ των λζξεων ζχοντασ υπόψθ τθν ποικιλία τθσ χριςθσ των

λζξεων. Ρϊσ όμωσ ξζρει κάποιοσ τι υποςθμαίνουν οι λζξεισ αυτοφ του

γλωςςικοφ παιχνιδιοφ; Ο Wittgenstein απαντά: «Ρϊσ αλλιϊσ μπορεί να

φανεί αυτό που υποςθμαίνουν, αν όχι από τον τρόπο τθσ χριςθσ τουσ;»

(PI 10).

Με άλλα λόγια, ο Wittgenstein υποςτθρίηει ότι θ ςθμαςία τθσ λζξθσ

είναι «θ χριςθ τθσ ςτθ γλϊςςα». Τι εννοεί όμωσ με τον όρο «χριςθ»; Ο

Wittgenstein χρθςιμοποιεί τον όρο αυτό για να πει, ότι θ ςθμαςία τθσ

λζξθσ είναι αυτό που μποροφμε να «ΚΑΝΟΥΜΕ» με τθν λζξθ. Θ περιγραφι

τθσ λζξθσ από τον Wittgenstein προχποκζτει ότι θ κοινι ςθμαςία ζχει ιδθ

Page 102: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

95

παγιωκεί ςτθ γλϊςςα, κι ζτςι με το πζραςμα του χρόνου μποροφμε να

χρθςιμοποιιςουμε τθ γλϊςςα καταλαβαίνοντασ τι ςθμαίνουν οι λζξεισ.

Είναι γεγονόσ ότι μια λζξθ μπορεί να ζχει ποικίλεσ ςθμαςίεσ. Τότε το

νόθμά τθσ ς’ ζνα ςυγκεκριμζνο γλωςςικό παιχνίδι κακορίηεται από το

πλαίςιο («ςφςτθμα») εντόσ του οποίου χρθςιμοποιείται θ λζξθ. Θ ζννοια

του «ςυςτιματοσ» υπογραμμίηει το γεγονόσ ότι μια λζξθ δεν είναι

αυκφπαρκτθ και αυτάρκθσ:93 «Κάκε ςθμάδι μόνο του μοιάηει νεκρό. Τι του

δίνει ηωι; -Αυτό ηει ςτθ χριςθ. Ζχει μζςα του τθν ηωοποιό πνοι; - Ι θ

πνοι του είναι θ χριςθ;» (PI 432). Για παράδειγμα, θ λζξθ “ball” μπορεί να

χρθςιμοποιθκεί για να γίνει αναφορά ςτο χορό ι ς’ ζνα ςτρογγυλό

αντικείμενο που χρθςιμοποιοφμε για να παίξουμε: θ ςυγκεκριμζνθ

ςθμαςία (νόθμα) τθσ λζξθσ κακορίηεται από τθν ςυγκεκριμζνθ χριςθ που

τθσ κάνουμε. Ζτςι όταν λζμε “Are you going to the President’s ball?”,

καταλαβαίνουμε ότι θ λζξθ (ball) αναφζρεται ς’ ζναν χορό και όχι ς’ ζνα

αντικείμενο που χρθςιμοποιείται για να παίξουμε.94

Θ αναλογία ανάμεςα ςτα γλωςςικά παιχνίδια και τα ςυςτιματα

είναι ζκδθλθ και ςτο ακόλουκο χωρίο: «Πλοσ ο ζλεγχοσ, θ επιβεβαίωςθ

και θ μθ επιβεβαίωςθ μιασ υπόκεςθσ διαδραματίηεται ςτο εςωτερικό ενόσ

ςυςτιματοσ. Αυτό το ςφςτθμα δεν αποτελεί κατά προςζγγιςθ ζνα

αυκαίρετο και αμφίβολο ςθμείο εκκίνθςθσ των επιχειρθμάτων μασ: όχι,

ανικει ςτθν ουςία αυτοφ που ονομάηουμε επιχείρθμα. Το ςφςτθμα δεν

είναι ακριβϊσ τόςο θ αφετθρία, όςο το ςτοιχείο από το οποίο τα

επιχειριματα αντλοφν τθ ηωι τουσ» (OC 105).

93 Β. Κιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 211 94 C.S. Hardwick: “Language Learning in Wittgenstein’s Later Philosophy”, ςελ. 41

Page 103: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

96

Το νόθμα μιασ ζκφραςθσ ςχετίηεται πάντα μ’ ζνα πλαίςιο, κανόνεσ

εφαρμογισ, εκμάκθςθ και προπάντων με υποδείγματα95. «Ονομάηουμε τα

πράγματα κι ζτςι μποροφμε να μιλάμε γι’ αυτά: να αναφερόμαςτε ςε αυτά

όταν μιλάμε» (PI 27). Ο άνκρωποσ μακαίνει ςυχνά τθν ςθμαςία μιασ λζξθσ

με το να του λζνε ότι αυτι ονομάηεται ζτςι κι ζτςι –με τθν προχπόκεςθ

όμωσ ότι ο άνκρωποσ κατζχει ιδθ μια γλϊςςα. Για παράδειγμα, λζμε ότι

αυτό το χρϊμα ονομάηεται «ςζπια». Θ αναφορά αυτι βοθκά μόνο, αν

κάποιοσ ζχει εξοικειωκεί με τισ λζξεισ για τα χρϊματα. Ακόμθ κι αν δεν

ποφμε ότι αυτό το χρϊμα ονομάηεται «ςζπια», θ κατάςταςθ παραμζνει

ίδια, αφοφ για να καταλάβει κάποιοσ τθν ςθμαςία τθσ λζξθσ «ςζπια» κα

πρζπει να μπορεί να το χρθςιμοποιιςει: «Ρρζπει κάποιοσ ιδθ να γνωρίηει

(ι να ξζρει να κάνει) κάτι τι για να μπορεί να ρωτάει τθν ονομαςία –αλλά

τι πρζπει να ξζρει κανείσ;» (PI 30) και «Ζχει νόθμα να ρωτάει τθν ονομαςία

μονάχα εκείνοσ που ιδθ ξζρει να κάνει κάτι με αυτιν» (PI 31).

H εςτίαςθ του Wittgenstein ςτθ διερεφνθςθ τθσ χριςθσ τθσ λζξθσ

ςτισ ςθμαςιολογικζσ του αναλφςεισ και θ αποςταςιοποίθςι του από τθν

οντολογικι ερμθνεία και προςδιοριςμό του «αντικειμζνου» γεννοφν το

ερϊτθμα για το αν ο Wittgenstein επικυμεί να μετατρζψει τα οντολογικά

προβλιματα ςε γλωςςικά.96 Στθν παράγραφο 370 ςτισ «Φιλοςοφικζσ

Ζρευνεσ» ο Wittgenstein αναφζρει: «Ρρζπει κανείσ να ρωτάει, όχι τι είναι

οι παραςτάςεισ ι τι ςυμβαίνει όταν φαντάηεται κανείσ κάτι –αλλά: Ρϊσ

χρθςιμοποιείται θ λζξθ «παράςταςθ». Αυτό όμωσ δεν ςθμαίνει ότι κζλω

να μιλιςω μόνο για λζξεισ. Γιατί, ςτο βακμό που ςτθν ερϊτθςι μου

γίνεται λόγοσ για τθν λζξθ «παράςταςθ», άλλο τόςο γίνεται λόγοσ για τθν

ουςία τθσ παράςταςθσ. Και λζω ότι αυτό το ηιτθμα δεν μπορεί να

95 Xριςτοδουλίδθσ: “L. Wittgenstein: Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ”, ςελ. 9 96 E.K Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 89-91

Page 104: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

97

ρυκμιςτεί –οφτε για εκείνον που ζχει τθν παράςταςθ, οφτε για τον άλλο –

με ζνα δείξιμο και οφτε με τθν περιγραφι οποιαςδιποτε διαδικαςίασ. Και

θ πρϊτθ ερϊτθςθ επίςθσ αφορά τθν εξιγθςθ μιασ λζξθσ, αλλά μασ κάνει

να προςμζνουμε ζνα λακεμζνο είδοσ απάντθςθσ».

Ακολουκοφν δυο εξίςου ςθμαντικά χωρία ςτθν ςυνζχεια: «Τθν

ουςία τθν εκφράηει θ γραμματικι» (PI 371) και «Τι είδουσ αντικείμενο

είναι κάτι, αυτό το λζει θ γραμματικι» (PI 373). Από τα χωρία αυτά

κακίςταται ςαφζσ ότι ο Wittgenstein δεν επικυμοφςε να παραμερίςει τθν

οντολογία (τον ςυςχετιςμό λεκτικισ χριςθσ και ουςίασ, γραμματικισ και

είδοσ αντικειμζνου, κλπ), αλλά να διαφφγει των παρανοιςεων που

προκφπτουν, όταν κανείσ αςπαςτεί μια πολφ περιοριςμζνθ ζννοια του

αντικειμζνου97 (κατά το πρότυπο του ατομικοφ μοντζλου) –για

παράδειγμα, αν κάποιοσ νομίςει ότι θ λζξθ «παράςταςθ» ςτο χωρίο PI 370

ςθμαίνει ζνα αντικείμενο ςτο οποίο μπορεί να δείξει. Και τότε –

προειδοποιεί ο Wittgenstein –μια ερϊτθςθ τθσ μορφισ «Τι είναι μια

παράςταςθ;» περιζχει μια εκ των προτζρων οντολογικι απόφαςθ ςχετικά

με τον τφπο (είδοσ) του εν λόγω αντικειμζνου, και ςυςτινει ωσ τθν πιο

κατάλλθλθ λφςθ τθν προςφυγι ςτθ χριςθ τθσ λζξθσ (τθν γραμματικι ι

τουσ κανόνεσ για τθ χριςθ τθσ λζξθσ). Ο οντολογικόσ προςδιοριςμόσ του

αντικειμζνου κακορίηεται, με άλλα λόγια, από τθ χριςθ τθσ λζξθσ

(γραμματικι). Το κζμα αυτό κα μασ απαςχολιςει ςτο επόμενο κεφάλαιο.

97 Ε.Κ. Specht, “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 90-91

Page 105: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

98

2.4 «θμαςία», «χριςθ» και «κατανόθςθ»: ςυνζπειεσ και

προβλιματα τθσ κεωρίασ του νοιματοσ του Wittgenstein

Ζχοντασ ιδθ ο Wittgenstein διακρίνει το νόθμα από το αντικείμενο

που ονομάηεται και μετακζτοντασ το νόθμα ςτθ χριςθ τθσ λζξθσ

αντιτίκεται τϊρα ςτισ κεωρίεσ του νοιματοσ, οι οποίεσ– αν και οι ίδιεσ

προζβθςαν ςτθ διάκριςθ νοιματοσ και αντικειμζνου που ονομάηεται –

αντιμετωπίηουν το νόθμα ωσ κάτι τρίτο και ανεξάρτθτο τθσ

πραγματικότθτασ και του ςθμείου είτε ωσ ιδεατι οντότθτα (πλατωνικοφ

τφπου κεωρία του νοιματοσ) είτε ωσ ψυχικό πλάςμα (ψυχολογικζσ

κεωρίεσ του νοιματοσ). Οι κεωρίεσ αυτζσ παραςφρονται από τθ

γραμματικι τθσ λζξθσ «νόθμα» κεωρϊντασ αυτό που υποςθμαίνει θ λζξθ

αυτοτελζσ αντικείμενο.98

Θ λζξθ «νόθμα» γραμματικά είναι ουςιαςτικό, που θ βαςικι του

λειτουργία ςυνίςταται ςτο να υποςθμαίνει οριςμζνα πραγματικά

αντικείμενα. Υπάρχουν όμωσ και πολλά ουςιαςτικά, για τα οποία δεν

μπορεί να υπάρξει κάποιο αντίςτοιχο «πραγματικό» αντικείμενο και θ

λζξθ «νόθμα», υποςτθρίηει ο Wittgenstein, ανικει ςε αυτι τθν κατθγορία

των ουςιαςτικϊν.

Για τον Wittgenstein θ ίδια θ μορφι του ερωτιματοσ «ποιο είναι το

νόθμα τθσ λζξθσ… ;», εκ των προτζρων μασ οδθγεί ςε εςφαλμζνθ

κατεφκυνςθ, αφοφ «μασ ωκεί να ςκεφτοφμε ζνα ον για τθν ουςία αυτοφ

που ρωτάμε».99 Ο Wittgenstein επαναδιατυπϊνει το ερϊτθμα ωσ εξισ:

«ποια είναι θ εξιγθςθ του νοιματοσ τθσ λζξθσ … ;». Στθν περίπτωςθ των

λζξεων θ ςθμαςία (νόθμα) ερμθνεφεται εξθγϊντασ τουσ τρόπουσ που

98 E.K Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 120 99 E.K Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 124

Page 106: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

99

χρθςιμοποιοφνται οι λζξεισ. Για παράδειγμα το νόθμα τθσ λζξθσ για ζνα

χρϊμα εξθγείται δείχνοντασ ςε ζνα χρωματικό δείγμα και λζγοντασ: «Αυτό

το χρϊμα ονομάηεται…». Κακϊσ θ λζξθ «νόθμα» δεν είναι κάποιο

ουςιαςτικό που υποδθλϊνει ζνα αυτόνομο αντικείμενο, αρκεί να

παρατθριςουμε πϊσ χρθςιμοποιείται μια λζξθ για να καταλάβουμε τθν

ςθμαςία τθσ.

Λζγοντασ ο Wittgenstein ότι «θ ςθμαςία μιασ λζξθσ είναι θ χριςθ

τθσ μζςα ςτθ γλϊςςα» (PI 43) δεν δίνει τον οριςμό τθσ ςθμαςίασ. Στθν

πραγματικότθτα θ ζννοια τθσ ςθμαςίασ (νοιματοσ) κατανοείται πλιρωσ,

εφόςον ςυνδυαςτεί: α) με τθ κζςθ του Wittgenstein για τθν ςχζςθ μεταξφ

νοιματοσ και κατανόθςθσ που βαςίηεται ςτο επιχείρθμα ότι θ κατανόθςθ

δεν είναι μια «ψυχικι διαδικαςία» αλλά θ «κατοχι μιασ τεχνικισ» και β)

με τθ κζςθ ότι θ τεχνικι αυτι ςυνίςταται ςτο ν’ ακολουκείσ τουσ κανόνεσ

για τθ χριςθ των λζξεων. Ο ίδιοσ ο Wittgenstein ομολογεί ςτισ

«Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ»:

PI 154: «Διόλου μθν ςκζφτεςαι τθν κατανόθςθ ςαν ψυχικι

διαδικαςία! –Γιατί αυτόσ είναι εκφραςτικόσ τρόποσ που ςε μπερδεφει.

Αλλά αναρωτιςου: ςε ποιο είδοσ περίπτωςθσ, ςε ποιεσ περιπτϊςεισ λζμε:

«τϊρα ξζρω να ςυνεχίςω;». κζλω να πω, όταν μου ζχει ζρκει ςτο νου ο

τφποσ. –Με τθν ζννοια πωσ υπάρχουν διαδικαςίεσ (ακόμα και ψυχικζσ

διαδικαςίεσ) χαρακτθριςτικζσ τθσ κατανόθςθσ, θ κατανόθςθ δεν είναι μια

ψυχικι διαδικαςία. – (Ψυχικζσ διαδικαςίεσ: θ αφξθςθ ι θ μείωςθ ενόσ

αιςκιματοσ πόνου –το ν’ ακοφσ μια πρόταςθ ι μελωδία). Θ ςθμαςία δεν

είναι μια διαδικαςία που ςυνοδεφει μια λζξθ. Επειδι καμιά διαδικαςία

δεν μπορεί να ζχει τισ ςυνζπειεσ τθσ ςθμαςίασ».

Page 107: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

100

Ο Wittgenstein δεν αρνείται ότι εμπειρικά φαινόμενα κα μποροφςαν να

ςυνκζςουν τθν κατανόθςθ. Οι εμπειρίεσ είναι ςχεδόν ζνα ςφμπτωμα ι ζνα

ςθμείο κατανόθςθσ. Οι ίδιεσ όμωσ δεν ςυνιςτοφν τθν κατανόθςθ.

Ο Wittgenstein χρθςιμοποιεί διάφορα επιχειριματα, υποςτθρίηει ο

Grayling100, προκειμζνου να ςτθρίξει τθ κζςθ του ότι θ κατανόθςθ δεν

αποτελεί «ψυχικι διαδικαςία», όπωσ: α) Θ λογικι (γραμματικι) του

νοιματοσ και τθσ κατανόθςθσ διαφζρει από εκείνθ των εμπειρικϊν

εννοιϊν. Για παράδειγμα μποροφμε να μιλιςουμε για διάρκεια ι ζνταςθ

του πόνου, όμωσ κάτι ανάλογο δεν ζχει νόθμα ςτθν περίπτωςθ τθσ

κατανόθςθσ μιασ ζκφραςθσ, β) Διαφορετικοί άνκρωποι ςχθματίηουν

διαφορετικζσ εικόνεσ ι αντιδροφν με διαφορετικό τρόπο ςτθν ίδια

ζκφραςθ, γ) Θ κατανόθςθ δεν είναι κάτι που εμφανίηεται ςτον νου, μια

εςωτερικι εικόνα, όπωσ υπαινιςςόταν το Tractatus. Θ εςωτερικι εικόνα

από μόνθ τθσ δεν μπορεί να προςδιορίςει το περιεχόμενο (νόθμα) μιασ

λζξθσ, αφοφ και θ ίδια (θ εςωτερικι εικόνα) είναι πάλι ζνα ςθμείο, για το

οποίο χρειάηομαι πάλι μια δεφτερθ εικόνα για να το καταλάβω κ.ο.κ.

Δθμιουργείται ζτςι μια ςειρά από μετα-εικόνεσ που δεν εξθγοφν τελικά

τίποτα. Καμιά εικόνα δεν μπορεί να γεφυρϊςει το χάςμα ανάμεςα ςτθν

λζξθ και τθν πραγματικότθτα. Το να ζχω μια εικόνα δεν χρθςιμεφει από

μόνθ τθσ ςε τίποτα –κα πρζπει να μπορϊ επίςθσ να τθ χρθςιμοποιιςω.

Μια εικόνα δεν μπορεί να εξαναγκάςει μια οριςμζνθ εφαρμογι ι χριςθ

τθσ λζξθσ (PI 139), αφοφ δεν υπάρχει καμία αναγκαία ςχζςθ ανάμεςα ςτθν

εικόνα και τθ λζξθ. Θ εικόνα (παράςταςθ) δεν υπαγορεφει τθ χριςθ τθσ

λζξθσ, κακϊσ από μόνθ τθσ είναι δεκτικι μιασ ποικιλίασ ερμθνειϊν. Για

παράδειγμα, ασ ςκεφτοφμε κάποιον που χρθςιμοποιεί μια ςυγκεκριμζνθ

100 A.C. Grayling: “Wittgenstein”, ςελ. 75, 76

Page 108: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

101

εικόνα όποτε ακοφει μια οριςμζνθ λζξθ, λχ, «κφβοσ». Είναι λάκοσ να

ςκεφτοφμε ότι ακριβϊσ, επειδι διακζτει μια εκ των προτζρων εςωτερικι

εικόνα (παράςταςθ) του κφβου, καταλαβαίνει ςε τι ςυνίςταται θ λζξθ. Θ

εςωτερικι εικόνα δεν λζει τι ςθμαίνει θ λζξθ «κφβοσ», δεν υπαγορεφει

από μόνθ τθσ τθ χριςθ τθσ λζξθσ «κφβοσ».

Το ςθμείο αυτό ςυνδζεται με το πρόβλθμα που αναπτφςςεται ςτισ

παραγράφουσ PI 138 και PI 139 ςχετικά με το πϊσ μπορϊ να καταλάβω το

νόθμα μιασ λζξθσ όταν τθν ακοφω, δεδομζνου ότι θ χριςθ τθσ λζξθσ

εκτείνεται ςτο χρόνο. Ο Wittgenstein απορρίπτει τθν ιδζα ότι αυτό

επιτυγχάνεται μζςω μιασ αλλόκοτθσ ψυχικισ διαδικαςίασ (PI 196: «Τθν

χριςθ που δεν κατανοιςαμε, τθν ερμθνεφουμε ςαν ζκφραςθ μιασ

περίεργθσ διαδικαςίασ») και τονίηει ότι θ κατανόθςθ ενόσ ςθμείου απαιτεί

ικανότθτα (τεχνικι) να το χρθςιμοποιείσ. Θ ικανότθτα αυτι αποκτάται

μζςω εξάςκθςθσ.

Ο Wittgenstein αρνείται επιπλζον ότι θ κατανόθςθ αποτελεί ζνα

είδοσ μετάφραςθσ, επειδι «κάκε ερμθνεία κρζμεται ςτον αζρα μαηί μ’

εκείνο που ερμθνεφει και δεν μπορεί να του χρθςιμεφςει ωσ ςτιριγμα.

Από μόνεσ τουσ οι ερμθνείεσ δεν προςδιορίηουν τθν ςθμαςία» (PI 198). Με

άλλα λόγια κάκε ςθμείο από μόνο του «μοιάηει νεκρό» (PI 432) και με

αυτι τθν ζννοια είναι μάταιο να ςυλλάβουμε τθν ςθμαςία ωσ ςυςχετιςμό

ςθμείων. Αυτό που δίνει ηωι ςτο ςθμείο είναι θ χριςθ του (PI 432: «Τι

του δίνει ηωι; Αυτό ηει ςτθ χριςθ»). Θ ορκι χριςθ του ςθμείου

κακορίηεται από τθν ςθμαςία. Θ ερμθνεία δεν μπορεί να κακορίςει τθν

γλωςςικι ορκότθτα κι ζτςι θ ςθμαςία (νόθμα) δεν μπορεί να είναι

ερμθνεία.

Page 109: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

102

Θ ζννοια τθσ κατανόθςθσ είναι κεντρικι ςτισ «Φιλοςοφικζσ

Ζρευνεσ». «Το να καταλαβαίνεισ μια πρόταςθ ςθμαίνει να καταλαβαίνεισ

μια γλϊςςα. Το να καταλαβαίνεισ μια γλϊςςα ςθμαίνει να είςαι κάτοχοσ

μιασ τεχνικισ» (PI 199). Θ ζννοια τθσ κατανόθςθσ ωσ «πρακτικι» (τεχνικι

που εφαρμόηουμε ι ικανότθτα που εξαςκοφμε) ςυνδζεται άμεςα με τθν

ζννοια τθσ «χριςθσ». Θ ανκρϊπινθ φφςθ αντανακλάται ςτθν ανκρϊπινθ

γραμματικι –ςτισ γλωςςικζσ δραςτθριότθτεσ. Αυτζσ οι γλωςςικζσ

δραςτθριότθτεσ κακορίηουν τισ ςχζςεισ μασ με τουσ γφρω, κακϊσ θ

γλϊςςα ολοκλθρϊνεται μζςα ςε ζναν τρόπο ηωισ και δζνεται με τθν πιο

βαςικι μορφι τθσ κακθμερινισ μασ ηωισ: τθν επικοινωνία.101 Οι άνκρωποι

επικοινωνοφν επειδι ςυμφωνοφν και «ςυμφωνοφν ςτον τρόπο ηωισ» (PI

241).

Θ εκμάκθςθ τθσ γλϊςςασ είναι ηιτθμα εκμάκθςθσ κανόνων για τθ

χριςθ των λζξεων. «Ακολουκϊ τον κανόνα» ςθμαίνει χρθςιμοποιϊ τον

κανόνα. Για να καταλάβω τον κανόνα, πρζπει να γνωρίηω πϊσ να τον

εφαρμόςω κι εφαρμόηοντάσ τον δείχνω ότι τον καταλαβαίνω. «Θ

γραμματικι τθσ λζξθσ “γνωρίηω” είναι φανερό ότι ςυγγενεφει ςτενά με τθ

γραμματικι τθσ λζξθσ “μπορϊ”, “είμαι ςε κζςθ να”. Αλλά ςτενά

ςυγγενεφει και με τθ γραμματικι τθσ λζξθσ “κατανοϊ” –να κατζχεισ μια

τεχνικι» (PI 150). Θ ιδζα ότι θ ζννοια τθσ κατανόθςθσ ςυγγενεφει μ’ εκείνθ

τθσ πρακτικισ (τεχνικισ) δείχνει τον «πρακτικό προςανατολιςμό» του

ζργου του Wittgenstein.102

Στο Tractatus ο κανονιςτικόσ χαρακτιρασ τθσ γλϊςςασ περιγράφεται

αναλογικά προσ ζνα είδοσ υπολογιςμοφ: πρόκειται δθλαδι για ζνα

ςφςτθμα δομθμζνο με αυςτθρά κακοριςμζνουσ κανόνεσ (κανόνεσ τθσ

101 D. Pole: “The Later Philosophy of Wittgenstein”, ςελ. 52 102 C.S. Hardwick: “Language Learning in Wittgenstein’s Later Philosophy”, ςελ. 99

Page 110: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

103

λογικισ), οι οποίοι κακορίηουν το νόθμα των λζξεων. Στισ «Φιλοςοφικζσ

Ζρευνεσ» θ κζςθ αυτι απορρίπτεται, επειδι το μοντζλο των κανόνων τθσ

λογικισ που εφαρμόηεται ςτθ γλϊςςα παραβλζπει τθν ευρεία ποικιλία των

κανόνων που ρυκμίηουν τθ χριςθ των λζξεων. Μερικζσ φορζσ, λζει ο

Wittgenstein, ςυγκρίνουμε τθν κοινι γλϊςςα με ζναν ακριβι υπολογιςμό

και ιςχυριηόμαςτε ότι το ζνα προςεγγίηει το άλλο. Αυτό όμωσ οδθγεί ςε

παρανόθςθ. Θ γλϊςςα και ο υπολογιςμόσ είναι ςυγκρίςιμα κατά πολλοφσ

τρόπουσ, είναι λάκοσ όμωσ ν’ αναηθτοφμε κάτι πζραν τθσ ςφγκριςθσ

αυτισ, επειδι κεωροφμε εςφαλμζνα ότι «ςτο ζνα ζχουμε τθν τζλεια

μορφι ι το βαςικό εργαλείο του άλλου», υπογραμμίηει ο Pole.103 Για

παράδειγμα το να μετριςουμε ςε κλάςματα δευτερολζπτου είναι πιο

ακριβζσ από το να μετριςουμε ςε λεπτά, όμωσ κάτι τζτοιο δεν ζχει νόθμα,

λχ, ςε μια κοινωνικι εκδιλωςθ. Κα ιταν ζνα είδοσ αναχρονιςμοφ να

ποφμε ότι κάποιοσ καλεςμζνοσ υπιρξε πιο ακριβισ (ωσ προσ τθν άφιξι

του), επειδι ζφταςε 2/3 του δευτερολζπτου νωρίτερα.

Επιπλζον ςτθν ζννοια του υπολογιςμοφ δθμιουργείται θ αίςκθςθ

ότι: α) ο κακοδθγθτικόσ χαρακτιρασ του κανόνα εκλαμβάνεται με τθν

ζννοια ότι ο κανόνασ «υπαγορεφει» τθν δράςθ κάποιου και β) ο κανόνασ

κακορίηει τθν ζκβαςθ τθσ πρακτικισ ςτθν οποία εφαρμόηεται και με αυτι

τθν ζννοια ο κανόνασ είναι «ανεξάρτθτοσ» τθσ ανκρϊπινθσ πρακτικισ. Για

τον υπολογιςμό τα δυο αυτά γνωρίςματα των κανόνων, θ

αντικειμενικότθτα και ο κακοδθγθτικόσ τουσ ρόλοσ, οδθγοφν ςτθ

διατφπωςθ τθσ κζςθσ ότι οι κανόνεσ είναι ςαν τθν ςιδθροτροχιά κατά

μικοσ τθσ οποίασ κινοφμαςτε προσ μια ςυγκεκριμζνθ κατεφκυνςθ (PI 218)

ι ςαν μια μθχανι τθσ οποίασ οι κινιςεισ μοιάηουν να είναι κακοριςμζνεσ

103 D. Pole: “The Later Philosophy of Wittgenstein”, ςελ. 32

Page 111: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

104

κατά ζναν οριςμζνο τρόπο (PI 193). Ο Wittgenstein δεν διαφωνεί με το

γεγονόσ ότι οι κανόνεσ είναι ρυκμιςτζσ ορκότθτασ ι ότι ζχουν

κακοδθγθτικό χαρακτιρα. Διαφωνεί μάλλον με τθν μετατροπι τθσ ζννοιασ

τθσ κακοδιγθςθσ ςε εκείνθ του εξαναγκαςμοφ και τθν μετατροπι τθσ

ζννοιασ του κριτθρίου ορκότθτασ ςε κάτι εξωτερικό (τθσ ανκρϊπινθσ

πρακτικισ), υποςτθρίηει ο Grayling.104

Το ν’ ακολουκείσ τον κανόνα είναι μια πρακτικι (PI 202) που

κεμελιϊνεται ςτθν ομοφωνία, ςυνικεια κι εξάςκθςθ. «‘Ακολουκϊ ζνα

κανόνα’ δεν είναι κάτι, που μόνο ζνασ άνκρωποσ μπορεί να κάνει και

μονάχα μια φορά μόνο ςτθ ηωι του… Δεν είναι δυνατό να υπιρξε μια

μόνο περίςταςθ όπου ζνασ άνκρωποσ ακολοφκθςε τον κανόνα. Δεν είναι

δυνατό να υπιρξε μια μόνο περίςταςθ όπου ζγινε μια επικοινωνία,

δόκθκε ι κατανοικθκε μια προςταγι κλπ. –Το ν’ ακολουκείσ ζναν κανόνα,

το να επικοινωνείσ, το να δίνεισ μια προςταγι, το να παίηεισ μια παρτίδα

ςκάκι είναι ςυνικειεσ (χριςεισ, κεςμοί)…» (PI 199). Αν δεν υπιρχε θ

αρχζγονθ, ομοιόμορφθ αντίδραςθ με οριςμζνθ εκπαίδευςθ ςε

ςυγκεκριμζνα παραδείγματα, τότε θ ζννοια του κανόνα –και τθσ

ςυμφωνίασ ι διαφωνίασ με τον κανόνα – «δεν κα μποροφςε ποτζ να

‘προςγειωκεί’ ςτο ζδαφοσ»105 (PI 240-242). Ο ίδιοσ ο Wittgenstein

ομολογεί ότι:

«Θ εφαρμογι τθσ ζννοιασ ακολουκϊ ζναν κανόνα προχποκζτει μια

ςυνικεια» (RFM, ςελ. 322) και

«Οι λζξεισ ‘γλϊςςα’, ‘πρόταςθ’, ‘διαταγι’, ‘κανόνασ’, ‘υπολογιςμόσ’,

‘ακολουκϊ τον κανόνα’ ςχετίηονται με μια τεχνικι, μια ςυνικεια» (RFM,

ςελ. 346).

104 A.C. Grayling: “Wittgenstein”, ςελ. 80 105 A. Kenny: “Wittgenstein”, ςελ. 174

Page 112: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

105

Ο Wittgenstein χρθςιμοποιεί το παράδειγμα με τον οδοδείχτθ (PI

198) για να τονίςει ότι ο κακοδθγθτικόσ ρόλοσ του κανόνα δεν

κεμελιϊνεται ςτον εξαναγκαςμό προσ μια οριςμζνθ κατεφκυνςθ, αλλά

ςτθν ςυνικεια να χρθςιμοποιοφμε τον οδοδείχτθ με τον τρόπο που το

κάνουμε:

PI 198: «Άςε με να ρωτιςω: τι ςχζςθ ζχει θ ζκφραςθ του κανόνα –ασ

ποφμε ο οδοδείχτθσ –με τισ πράξεισ μου; Τι είδοσ ςυνδζςμου υπάρχει εδϊ;

-Λοιπόν, ίςωσ τοφτοσ: ζχω εξαςκθκεί να αντιδρϊ ςε αυτό το ςθμάδι με

ζναν οριςμζνο τρόπο, κι ζτςι αντιδρϊ τϊρα.

Αλλά μ’ αυτό ζχεισ μονάχα αναφζρει ζναν αιτιακό ςφνδεςμο. Ζχεισ

εξθγιςει μονάχα πϊσ ζγινε και τϊρα ακολουκοφμε τον οδοδείχτθ –όχι ςε

τι ςυνίςταται πραγματικά το ν’ ακολουκϊ το ςθμάδι. Αντίκετα, μάλιςτα

ζχω υποδείξει πωσ ακολουκεί κανείσ τον οδοδείχτθ μόνο εφόςον υπάρχει

μια ςτακερι χριςθ, μια ςυνικεια».

Με άλλα λόγια, ο Wittgenstein υποςτθρίηει ότι ο κανόνασ είναι ςαν ζνασ

οδοδείχτθσ (PI 85) και ακολουκεί κανείσ τον οδοδείχτθ, εξαιτίασ τθσ

ςυνικειασ (PI 198). Θ ςυνικεια δεν είναι «οφτε ςωςτι οφτε λάκοσ, αλθκισ

ι ψευδισ. Αποτελείται από (φυςικζσ) κανονικζσ αντιδράςεισ ς’ ζναν

κανόνα –θ κανονικότθτα κεμελιϊνεται με τθν εξάςκθςθ» (PI 206).

Σφμφωνα με τον Grayling,106 ο Wittgenstein χρθςιμοποιεί τθν ζννοια τθσ

ςυνικειασ για να τονίςει ότι: α) το ν’ ακολουκείσ τον κανόνα δεν είναι μια

εςωτερικι δραςτθριότθτα, δείχνεται ςτθν πρακτικι (και με αυτι τθν

ζννοια ζχει δθμόςιο χαρακτιρα) και β) το ν’ ακολουκείσ τον κανόνα

106 A.C Grayling: “Wittgenstein”, ςελ. 81-82

Page 113: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

106

κεμελιϊνεται ςτθν ομοφωνία των μελϊν μιασ κοινωνίασ. Μια ςυνικεια

είναι κάτι που κεμελιϊνεται ςτθ βάςθ αυτοφ που αποκαλοφμε παράδοςθ.

Ραραδόςεισ και ςυνικειεσ κεμελιϊνονται και κακιερϊνονται από

κανονικότθτεσ ςτισ οποίεσ οι άνκρωποι ςυναινοφν. Δίχωσ τζτοιεσ

κανονικότθτεσ δεν κα υπιρχε γλϊςςα.

Ασ υποκζςουμε ότι διδάςκουμε ζνα παιδί κάτι ςαν πρόςκεςθ.

Σθμειϊνουμε μια ςειρά από τελείεσ όπωσ «. .. …» και του ηθτάμε να

ςυνεχίςει. Αν καταλαβαίνει, κα ςυνεχίςει ωσ εξισ: «…. ….. κλπ». Ο

Wittgenstein ρωτά: «Ροιο είναι το κριτιριο για να διαπιςτϊςουμε πϊσ

εννοείται ο τφποσ; Μςωσ ο τρόποσ με τον οποίο τον χρθςιμοποιοφμε

ςτερεότυπα, ο τρόποσ που διδαχτικαμε να τον χρθςιμοποιοφμε» (PI 190).

Αν υπάρχει δθλαδι κάποιοσ «κανόνασ» ςτο παράδειγμα με τισ τελείεσ,

λζμε ότι ο κανόνασ κατανοείται όταν το παιδί καταλάβει ότι θ διαφορά

μεταξφ των ομάδων είναι μια τελεία. Με άλλα λόγια, αν το παιδί

καταλάβει τον κανόνα, κα τον εφαρμόςει κι εφαρμόηοντάσ τον κα δείξει

ότι τον κατάλαβε.

Αν ερμθνεφςουμε τθν κατανόθςθ ωσ ικανότθτα ν’ ακολουκοφμε

τουσ κανόνεσ, πρζπει να καταλάβουμε τουσ κανόνεσ τθσ γλϊςςασ προτοφ

τουσ εφαρμόςουμε; Για τον Wittgenstein είναι ξεκάκαρο, ότι κατανοεί

κανείσ τουσ κανόνεσ κατά τθν εκμάκθςθ τθσ χριςθσ των λζξεων. Θ κζςθ

αυτι του Wittgenstein υπογραμμίηει τθν πρακτικι πλευρά του κανόνα:

Εφαρμόηοντασ τον κανόνα και γνωρίηοντασ πότε να τον εφαρμόςουμε

είναι ζνα πράγμα –και υπό το πρίςμα αυτό, είναι μάταιο να ρωτάμε ποιο

προθγείται: ο κανόνασ ι θ χριςθ του. Πταν κάποιοσ ξζρει πϊσ να

εφαρμόςει τον κανόνα, δεν υπάρχει τίποτα περιςςότερο να μάκουμε.

Page 114: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

107

Ξζρω τθ χριςθ (ι εφαρμογι) των εκφράςεων που χρθςιμοποιϊ κι

ζτςι αποκτοφν το νόθμα που ζχουν για μζνα. Αν αμφιβάλλω για το αν

ξζρεισ τθ γλϊςςα, είναι επειδι δεν ςυμμετζχεισ ςε αυτό που κάνουν οι

άλλοι –δεν μιλάσ τθ γλϊςςα που μιλοφν. Και το να μιλάσ τθ γλϊςςα που

μιλοφν οι άλλοι είναι να μπορείσ να αντιλαμβάνεςαι τισ λζξεισ. Και τισ

αντιλαμβάνεςαι, επειδι ξζρεισ πϊσ να μιλάσ –για τον ίδιο λόγο που μια

μθχανι δεν μπορεί ν’ αντιλθφκεί τισ λζξεισ.107 Οι άνκρωποι που μετζχουν

ς’ ζνα γλωςςικό παιχνίδι, υποςτθρίηει ο Wittgenstein, είναι εμφανζσ ότι

ςυμφωνοφν ςτθ χριςθ των λζξεων που χρθςιμοποιοφν. Ρϊσ όμωσ ορίηεται

το «ίδιο»; Θ ςυμφωνία των ανκρϊπων υπαγορεφει το «ίδιο» τθσ

γλωςςικισ τουσ ςυμπεριφοράσ. Είναι όμωσ ςθμαντικό να τονίςουμε ότι

«δεν προθγείται θ ςυμφωνία κι ζπεται θ «ίδια» γλωςςικι ι άλλθ

ςυμπεριφορά».108 Δεν κάνουμε το ίδιο, επειδι ςυμφωνιςαμε να κάνουμε

το ίδιο. Δεν υπάρχει δθλαδι μεταξφ τουσ ςχζςθ αιτίασ –αποτελζςματοσ. Θ

ζννοια τθσ ςυμφωνίασ ςυμπλζκεται, είναι ςφμφυτθ με τθν ζννοια «κάνω

το ίδιο». Για τον Wittgenstein «θ χριςθ τθσ λζξθσ ‘κανόνασ’ είναι

ςυνυφαςμζνθ με τθ χριςθ τθσ λζξθσ ‘ίδιοσ’» (PI 225), ενϊ οι λζξεισ

«ςυμφωνία» και «κανόνασ» ςυγγενεφουν –είναι ξαδζλφια. Αν διδάξω

κάποιον τθ χριςθ τθσ μιασ, ταυτόχρονα μακαίνει και τθ χριςθ τθσ άλλθσ»

(PI 224). Θ ςυμφωνία όμωσ, για τον Wittgenstein, «δεν είναι ςυμφωνία ςε

γνϊμεσ αλλά ςτθν μορφι ηωισ» (PI 241).

Οι άνκρωποι δεν γεννιοφνται με ζμφυτθ τθν ικανότθτα να μιλοφν

μια γλϊςςα, αλλά με ζμφυτο το χάριςμα ν’ αποκτοφν τθν ικανότθτα να

μιλοφν μια γλϊςςα. Μακαίνουν τθν γλϊςςα τουσ ςτθν κοινωνία που ηουν

107 R. Rhees: “Can there be a Private Language?” ed. by G.Pitcher (“A Collection of Critical Essays”), ςελ. 282 108 Β. Κιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 191

Page 115: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

108

και μεγαλϊνουν. Οι εκφράςεισ μιασ γλϊςςασ χρθςιμοποιοφνται ςωςτά ι

εςφαλμζνα. Αν καταλάβω τισ λζξεισ, μπορϊ και να τισ χρθςιμοποιιςω.

Αυτό είναι ςθμαντικό, αν κακοδθγοφμαι από τισ λζξεισ ι τισ ακολουκϊ.

Αλλά αν αυτό είναι βαςικό για τθν κατανόθςθ των λζξεων, είναι εξίςου

βαςικό και για τθν παρανόθςι τουσ –μπορεί να μθν καταλάβω το νόθμα

των λζξεων που χρθςιμοποιείσ.

Για παράδειγμα κάποιοσ λζει ςτθν αγαπθμζνθ του: «Αναρωτιζμαι

πόςο κα διαρκζςει». Εκείνθ καταλαβαίνει ότι κεωρεί τθν ςχζςθ τουσ

αφόρθτθ, όταν εκείνοσ εννοεί ακριβϊσ το αντίκετο. Αν γνϊριηε το νόθμα

των λζξεϊν του, δεν κα μποροφςε να τον ζχει παρερμθνεφςει –εκτόσ κι αν

αυτό ςυνζβθ. Εκείνοσ πάλι, κα μποροφςε να ζχει χρθςιμοποιιςει τισ ίδιεσ

λζξεισ εννοϊντασ ό,τι εκείνθ κατάλαβε. Ονομάηουμε το νόθμα των λζξεων

«ανεξάρτθτο»109 εν μζρει, επειδι πρζπει να γνωςτοποιθκεί –και αυτό

είναι γνϊριςμα τθσ γλϊςςασ. Μπορείσ να παρανοιςεισ αυτό που μπορείσ

να μάκεισ –και παρανοείσ ζναν κανόνα. Αν κάποιοσ δεν καταλάβει το είδοσ

του λάκουσ, δεν κα καταλάβει και τθ διαφορά ανάμεςα ςτο ςωςτό και

λάκοσ –και αντίςτροφα. Αλλά τότε δεν καταλαβαίνει τι είναι οι λζξεισ.

Είπαμε ότι θ εκμάκθςθ τθσ γλϊςςασ είναι ηιτθμα εκμάκθςθσ

κανόνων για τθ χριςθ των λζξεων. «Ακολουκϊ ζναν κανόνα» ςθμαίνει

κατζχω τθν τεχνικι να τον εφαρμόηω κι εφαρμόηοντάσ τον δείχνω ότι τον

καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω μια γλϊςςα, ςθμαίνει είμαι κάτοχοσ μιασ

τεχνικισ (PI 199). Μασ εξαςκοφν να υπακοφμε και ν’ αντιδράμε με

οριςμζνο τρόπο. (PI 206). Αλλά τι γίνεται αν ςτθν εξάςκθςθ «ο ζνασ

αντιδρά ζτςι και ο άλλοσ αλλιϊσ;» (PI 206). Ο Wittgenstein μασ προτρζπει

να φανταςτοφμε τθν περίπτωςθ του εξερευνθτι, ο οποίοσ όταν φτάνει ςε

109 R. Rhees: “Can there be a Private Language?” ed. by G.Pitcher (“A Collection of Critical Essays”), ςελ. 283

Page 116: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

109

ζναν άγνωςτο τόπο κεωρεί τθν γλϊςςα των κατοίκων του ακατανόθτθ. Οι

κάτοικοι όμωσ ςυνεννοοφνται μεταξφ τουσ κι εκτελοφν τισ κακθμερινζσ

τουσ δραςτθριότθτεσ. « Θ κοινι ςυμπεριφορά των ανκρϊπων είναι το

ςφςτθμα αναφοράσ» (PI 206) που διζπεται από κανονικότθτεσ και χάρθ

ςτο οποίο ερμθνεφουμε μιαν άγνωςτθ γλϊςςα.

Κακϊσ το ν’ ακολουκείσ τον κανόνα είναι μια πρακτικι, ςυνεπάγεται

ότι δεν μπορεί να υπάρξει ιδιωτικι εφαρμογι του κανόνα. Τα κριτιρια

πρζπει να είναι «εξωτερικά» (δθμόςια). Επειδι άλλο είναι ν’ ακολουκείσ

τον κανόνα και άλλο είναι να νομίηεισ ότι τον ακολουκείσ (PI 202). Θ

ςυμφωνία ανκρϊπων και θ εφαρμογι κανόνων είναι «ςχζςθ

αμφίδρομθ».110 “Συμφωνία”, “κανόνεσ”, “νόθμα” αλλθλοχποςτθρίηονται

κι αλλθλοεξαρτϊνται.

Συνεπϊσ, θ εφαρμογι του κανόνα είναι μια πρακτικι ςφθνωμζνθ

ςτισ ςυνικειεσ και ςυμφωνίεσ των μελϊν μιασ κοινότθτασ και ωσ τζτοια

ζχει δθμόςιο χαρακτιρα. Οι άνκρωποι δεν ςυνακροίηονται απλά ςε μια

κοινότθτα, ςτθν οποία αποφαςίηουν «αυκαίρετα» τι μζλλει γενζςκαι. Οι

άνκρωποι «δεςμεφονται από μια πρακτικι»111 και μζςω αυτισ αποτελοφν

μια κοινότθτα. Ακολουκείσ τον κανόνα, όταν θ πρακτικι ςου ςυμφωνεί με

τισ κεμελιϊδεισ πρακτικζσ τθσ κοινωνίασ. Στο ςτόχαςτρο του Wittgenstein

βρίςκονται όςοι αποςυνδζουν τθν ςυμφωνία από τον κανόνα και κυρίωσ

όςοι αναηθτοφν διαρκϊσ τθν βακφτερθ αιτία , «τον αποχρϊντα λόγο των

πραγμάτων».112 Το λάκοσ που κάνουμε, ζγκειται ςτο ότι ζχουμε τθν

εντφπωςθ ότι «πρζπει να υπάρχει κάτι που μασ ωκεί» να κάνουμε ό,τι

κάνουμε. Πμωσ για τον Wittgenstein δεν είναι υποχρεωτικό να υπάρχει

110 Β. Κιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 204 111 Β. Κιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 202 112 Β. Κιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 204

Page 117: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

110

κάποιοσ λόγοσ, προκειμζνου ν’ ακολουκιςουμε τον κανόνα, όπωσ τον

ακολουκοφμε: «Πταν εξαντλιςω τισ αιτιολογιςεισ, φτάνω ςτο βραχϊδεσ

υπόςτρωμα και θ τςάπα μου ςτραβϊνει. Τότε μου ζρχεται να πω: Να! Ζτςι

ακριβϊσ ενεργϊ» (PI 217). Δεν υπάρχει ενδιάμεςο ανάμεςα ςτον κανόνα

και τθν εφαρμογι του. «Δεν μεςολαβεί οφτε κάτι αικζριο (PI 109, 232) –

όπωσ θ ςκζψθ και θ ενόραςθ –οφτε κάποια ατομικι ι ςυλλογικι

απόφαςθ».113

Ενεργοφμε ςφμφωνα μ’ ζναν κανόνα δίχωσ να προςφεφγουμε ς’

ερμθνείεσ και δίχωσ να επικαλοφμαςτε καμιά περαιτζρω οδθγία (PI 228) –

«Πταν ακολουκϊ τον κανόνα, διόλου δεν διαλζγω. Ακολουκϊ τον κανόνα

τυφλά» (PI 219). Το ν’ ακολουκϊ ζναν κανόνα «τυφλά» είναι να τον

ακολουκϊ δίχωσ οδθγία. Και θ οδθγία είναι αυτό που χρειάηεται κανείσ

προκειμζνου ν’ απομακρφνει τισ αμφιβολίεσ του, όταν αντιμετωπίηει τθν

αναγκαιότθτα τθσ επιλογισ –ςτθν αντίκετθ περίπτωςθ, ενεργεί κατά

φυςικό και αυκόρμθτο τρόπο (όπωσ ςυμβαίνει ςτθν περίπτωςθ του ν’

ακολουκεί κανείσ τον κανόνα).

Από ποφ ξζρουμε τουσ κανόνεσ χριςθσ των λζξεων; Χρθ-

ςιμοποιοφμε τισ λζξεισ ςφμφωνα με τουσ κανόνεσ που μάκαμε από παιδιά

και προςδιορίηουμε αυτοφσ τουσ κανόνεσ μόνο με μια διερεφνθςθ τθσ

δικισ μασ γλωςςικισ χριςθσ. Τότε υποκζτουμε ςιωπθρά ότι τουσ ίδιουσ

κανόνεσ ακολουκοφν όλοι κι ζτςι θ δικι μασ γλωςςικι χριςθ είναι

ταυτόχρονα θ γενικι γλωςςικι αρχι. Αλλά θ γλωςςικι αρχι δεν είναι

κακόλου τόςο ενιαία –αντίκετα υπάρχουν πολλζσ αποκλίςεισ (λχ,

ιδιϊματα, τεχνικζσ γλϊςςεσ). «Θ αντίρρθςι μασ τότε ςτον Wittgenstein

είναι», υποςτθρίηει ο Specht, «ότι οι αναλφςεισ του μασ οδιγθςαν ςε

113 Β. Κιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 202

Page 118: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

111

προτάςεισ για τθν δικι μασ γλωςςικι χριςθ και γι’ αυτό δεν μποροφν ν’

αξιϊνουν γενικι εγκυρότθτα».114

Θ κζςθ εξάλλου ότι το νόθμα των γλωςςικϊν ςθμείων ςυνίςταται

ςτθ χριςθ τουσ αντιμετωπίηει μια ςειρά από ειδικότερα προβλιματα: Θ

Ρλατωνικι και θ ψυχολογικι κεωρία τθσ ςθμαςίασ εξετάηουν τθν

ςτακερότθτα και ταυτότθτα του νοιματοσ, εν αντικζςει με τα ποικίλα και

μεταβαλλόμενα ςθμεία που εκφράηει. Κι εξιγθςαν αυτι τθν ταυτότθτα

του νοιματοσ με τθ βοικεια ενόσ ιδιαίτερου αντικειμζνου –τθν ςθμαςία –

που υπάρχει ανεξάρτθτα των ςθμείων είτε ωσ ιδεατι καταςκευι είτε ωσ

ψυχικό πλάςμα. Ρϊσ εξθγείται αυτι θ ταυτότθτα τθσ ςθμαςίασ ςτθ

κεωρία του νοιματοσ του Wittgenstein; Θ γερμανικι λζξθ “pferd”, λχ, ζχει

τθν ίδια ςθμαςία με τθν αγγλικι λζξθ “horse”. Για τον Wittgenstein οι δυο

αυτζσ λζξεισ ζχουν τθν ίδια ςθμαςία, επειδι χρθςιμοποιοφνται με τον ίδιο

τρόπο κι επειδι και οι δυο δθλϊνουν ζνα ςυγκεκριμζνο γζνοσ ηϊων.

Ραρόμοια εξθγείται και θ ταυτότθτα του τρόπου χριςθσ τουσ.

Αυτι θ κεωρία του νοιματοσ τοποκετεί το όλο πρόβλθμα ς’ ζνα νζο

επίπεδο, αν και το ερϊτθμα εξακολουκεί να υφίςταται: πϊσ είναι δυνατό

δυο τρόποι χριςθσ να είναι ταυτόςθμοι; Ζνα άλλο πρόβλθμα είναι αυτό

τθσ ομωνυμίασ και ςυνωνυμίασ, που ο Wittgenstein αντιμετϊπιςε εν

ςυντομία κι ζτςι είναι δφςκολο να ξζρουμε ποια λφςθ είχε κατά νου.115

Αςχολείται με το ερϊτθμα χρθςιμοποιϊντασ μια ςειρά από παραδείγματα

επιλεγμζνα με τζτοιο τρόπο που είναι αδφνατο να ποφμε, αν το γλωςςικό

ςθμείο ζχει ίδια ι διαφορετικι ςθμαςία. Στισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ»

δείχνει ότι όλεσ οι λζξεισ δεν ζχουν μία ι παγιωμζνθ ςθμαςία. Αρκετζσ

από τισ κακθμερινζσ μασ εκφράςεισ ςτεροφνται ξεκάκαρων κανόνων

114 E. K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 133 115 Ε.K. Specht: “The foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 136

Page 119: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

112

χριςθσ που εφαρμόηονται ςε όλεσ τισ δυνατζσ περιπτϊςεισ χριςθσ, και

είναι τότε που πρζπει να καταςτιςουμε τουσ κανόνεσ ακριβείσ. Θ

αναλυτικι μζκοδοσ του Wittgenstein διατθρεί τθ δυνατότθτα προςζγγιςθσ

μιασ ςυμφωνίασ για τθν ςθμαςιολογικι ομοιότθτα και διαφορά των δυο

ςθμείων, κυρίωσ μζςω τθσ ςυμφωνίασ ανάμεςα ςτουσ ςυνομιλθτζσ που

εξαςφαλίηει ομοφωνία.

Εν ολίγοισ, για τον Wittgenstein, θ ςθμαςία ενόσ γλωςςικοφ ςθμείου

δεν αποτελεί ζνα ανεξάρτθτο αντικείμενο. Δεν υπάρχει μια τρίτθ ςφαίρα

(ςυμπλθρωματικι τθσ γλϊςςασ και των αντικειμζνων), αυτι τθσ ςφαίρασ

των νοθμάτων που δίνει ηωι ςτθ γλϊςςα. Στον Wittgenstein θ γλϊςςα

«αποκτά νόθμα και λειτουργία μζςα από τθν πρακτικι των ανκρϊπων»116

–από τθν δραςτθριότθτά τουσ με τα γλωςςικά ςθμεία και αντικείμενα. Θ

μόνθ προςζγγιςθ του νοιματοσ μιασ λζξθσ ςυνίςταται ςτθν μελζτθ των

τρόπων που θ λζξθ χρθςιμοποιείται ςτα ςυγκεκριμζνα γλωςςικά παιχνίδια

τθσ γλϊςςασ μασ. Υπό τθν ζννοια αυτι, ο Wittgenstein υποςτθρίηει

επανειλθμμζνα: «Άφθςε τθ χριςθ των λζξεων να ςε διδάξει το νόθμά

τουσ» (PI ςελ.229).

2.4.1 Σο επιχείρθμα τθσ ιδιωτικισ γλϊςςασ

Μπορεί να υπάρξει ιδιωτικι γλϊςςα; Κατά μια ζννοια ιδιωτικζσ

γλϊςςεσ υπάρχουν. Μια γλϊςςα είναι «ιδιωτικι» όταν χρθςιμοποιείται

για να διευκολφνει τθν επικοινωνία μεταξφ των ατόμων μιασ

περιοριςμζνθσ ομάδασ, κατά τρόπο όμωσ που δεν μποροφν να

κατανοιςουν εκείνοι που βρίςκονται εκτόσ ομάδασ (λχ, θ οικογενειακι

116 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 140

Page 120: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

113

αργκό).117 Βζβαια τζτοιεσ γλϊςςεσ δεν είναι αυςτθρά ιδιωτικζσ με τθν

ζννοια ότι μόνο ζνα άτομο τισ καταλαβαίνει και τισ χρθςιμοποιεί, όπωσ

ςυμβαίνει με εκείνον που κρατά θμερολόγιο και οι ςκζψεισ του είναι

κωδικοποιθμζνεσ. Τζτοιου είδουσ ιδιωτικζσ γλϊςςεσ προζρχονται –γενικά

–από δθμόςιεσ γλϊςςεσ και ακόμθ κι αν υπάρχουν κάποιεσ που δεν

προζρχονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, μποροφν να μετατραποφν ςε δθμόςιεσ

γλϊςςεσ. Και λόγω τθσ μετατροπισ (κάτι που είναι δφςκολο αλλά

κεωρθτικά πικανό) οι γλϊςςεσ αυτζσ παφουν να είναι ιδιωτικζσ. Το βαςικό

όμωσ είναι ότι μποροφν και οι άλλοι να καταλάβουν αυτζσ τισ γλϊςςεσ.

Θ ιδιωτικι γλϊςςα που είχε κατά νου ο Wittgenstein είναι θ γλϊςςα

που μόνο ο κάτοχόσ τθσ μπορεί να ζχει, να γνωρίηει και να καταλαβαίνει –

οι άλλοι δεν μποροφν.

PI 243: «Ζνασ άνκρωποσ μπορεί να δϊςει κάρροσ ςτον εαυτό του,

να δϊςει προςταγζσ ςτον εαυτό του, να υπακοφςει, να ψζξει και να

τιμωριςει τον εαυτό του, να του κζςει μιαν ερϊτθςθ και να τθν

απαντιςει. Κα μποροφςε μάλιςτα κανείσ να φανταςτεί ανκρϊπουσ που

μιλοφν μονάχα μονολογϊντασ, που ςυνοδεφουν τισ δραςτθριότθτζσ τουσ

μονολογϊντασ. –Ζνασ εξερευνθτισ που τουσ παρατθρεί και ακοφει

προςεκτικά τισ ομιλίεσ τουσ κα μποροφςε να καταφζρει να μεταφράςει τθ

γλϊςςα τουσ ςτθ δικι μασ. (Αυτό κα του ζδινε τθ δυνατότθτα να

προβλζπει ςωςτά τισ ενζργειεσ αυτϊν των ανκρϊπων, αφοφ κιόλασ τουσ

ακοφει να προτείνουν προγράμματα και να παίρνουν αποφάςεισ).

Είναι όμωσ νοθτι μια γλϊςςα όπου μπορεί κάποιοσ να διατυπϊνει

γραπτά ι να εκφράηει προφορικά τα εςωτερικά του βιϊματα –τα

117 A.J. Ayer: “Can There be a Private Language?” ed. by H.Morick (“Wittgenstein & the Problem of Other Minds”), ςελ. 82

Page 121: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

114

ςυναιςκιματά του, τισ διακζςεισ του, κλπ –για τθν ιδιωτικι του χριςθ; -

Μιπωσ αυτά δεν μποροφμε να τα κάνουμε ςτθν κοινι μασ γλϊςςα; -Αλλά

δεν είναι αυτό που εννοϊ. Οι λζξεισ αυτισ τθσ γλϊςςασ πρζπει να

αναφζρονται ςε αυτό που δεν γνωρίηει παρά μόνο εκείνοσ που τθ μιλάει,

ςτα άμεςα, ιδιωτικά του αιςκιματα. Αυτιν λοιπόν τθ γλϊςςα δεν

μποροφν να τθν καταλάβουν οι άλλοι».

Το πρϊτο μζροσ τθσ παραγράφου (PI 243) ςυνδζεται με τθν

ςυηιτθςθ που ζχει προθγθκεί και αφορά τισ ζννοιεσ τθσ διδαχισ,

εκμάκθςθσ και κατοχισ εννοιϊν. Ο Wittgenstein υποςτθρίηει ςτισ

παραγράφουσ PI 142 και PI 242, δθλαδι, ότι θ κατοχι μιασ ζννοιασ

περιλαμβάνει τθν κατοχι μιασ τεχνικισ. Γνωρίηω το νόθμα μιασ λζξθσ

ςθμαίνει χρθςιμοποιϊ τθν λζξθ ορκά κι εφαρμόηοντάσ τθν δείχνω ότι ζχω

καταλάβει το νόθμά τθσ. Θ φπαρξθ κανόνων (για τθ χριςθ των λζξεων)

διαςφαλίηει τθν ορκι χριςθ των λζξεων. Οι κανόνεσ αυτοί είναι

ενςωματωμζνοι ςτθν ςυμπεριφορά και πρακτικι τθσ γλωςςικισ

κοινότθτασ. Οι άνκρωποι δθλαδι ςυμφωνοφν μζςα ςτθ γλϊςςα (PI 241).

Δεν πρόκειται όμωσ για ομοφωνία ςτισ γνϊμεσ αλλά ςτον τρόπο ηωισ (PI

241).

Σε αντίκεςθ με τισ παραγράφουσ PI 142 και PI 240, όπου γίνεται

λόγοσ για τθ γλϊςςα που μοιράηονται τα μζλθ μιασ γλωςςικισ κοινότθτασ,

ςτο δεφτερο μζροσ τθσ παραγράφου PI 243 αντιπαραβάλλονται δυο είδθ

γλϊςςασ: θ γλϊςςα του μοναχικοφ ανκρϊπου που εκφράηει τα εςωτερικά

του βιϊματα μονολογϊντασ (οι άλλοι όμωσ που παρακολουκοφν και

ακοφν τθν ομιλία του μποροφν να τον καταλάβουν μεταφράηοντασ τθ

γλϊςςα του ςτθ δικι τουσ) και θ γλϊςςα του κατόχου μιασ ιδιωτικισ

Page 122: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

115

γλϊςςασ (θ γλϊςςα δθλαδι που γνωρίηει και καταλαβαίνει μόνο ο

κάτοχόσ τθσ). Μζςα από αυτι τθν αντιπαραβολι ο Wittgenstein επικυμεί

να τονίςει τθν κοινωνικι φφςθ τθσ γλϊςςασ.

Ζνα ικανοποιθτικό παράδειγμα τθσ ιδιωτικισ γλϊςςασ που είχε κατά

νου ο Wittgenstein, υποςτθρίηει ο Hacker,118 ςυναντάμε ςτον Locke (“An

Essay Concerning Human Understanding”, Books II &III), ο οποίοσ

ιςχυρίηεται ότι οι λζξεισ ςυμβολίηουν «τισ ιδζεσ ςτο μυαλό εκείνου που τισ

χρθςιμοποιεί» (III.ii.2). Πμοια, για τον Wittgenstein οι λζξεισ τθσ ιδιωτικισ

γλϊςςασ αναφζρονται ςτα άμεςα ιδιωτικά αιςκιματα του ομιλθτι:

«Γνωρίηω τι ςθμαίνει θ λζξθ ‘πονόδοντοσ’, κακϊσ δθμιουργείται μια

ςυγκεκριμζνθ εικόνα ςτο νου μου» (NFL, p.315).

Ρϊσ μακαίνουμε τθ γλϊςςα και πϊσ κεμελιϊνεται θ ςχζςθ ανάμεςα

ςτθν λζξθ και ςε αυτό που ονομάηει; Σε αντίκεςθ με τον Descartes, για τον

οποίο οι ζμφυτεσ ιδζεσ είναι πζρα από κάκε αμφιβολία επειδι δίνονται

μαηί με τθν ςυνείδθςθ και ιςχφουν ωσ αιϊνιεσ αλικειεσ, ο Locke κάνοντασ

αντικείμενο κριτικοφ ελζγχου τισ ιδζεσ αυτζσ καταλιγει ςτο ςυμπζραςμα

ότι τζτοιεσ ζμφυτεσ ιδζεσ δεν μποροφν να υπάρχουν και ότι θ ψυχι –κατά

τθ γζννθςι τθσ –είναι άγραφο χαρτί (tabula rasa), όπου θ εμπειρία για

πρϊτθ φορά κα εγγράφει αργότερα κάκε επιμζρουσ γνϊςθ. Ο Locke

υποςτθρίηει μια βακμιαία διαδικαςία εκμάκθςθσ τθσ γλϊςςασ.119 Οι ιδζεσ

μασ προςλαμβάνονται μζςω αιςκιςεων ι εικόνων και ςτθν ςυνζχεια

αποκθκεφονται ςτθν μνιμθ. Για κάκε τφπο εμπειρίασ δθμιουργείται ζνα

ιδιωτικό παράδειγμα ςτον νου. Κακϊσ τα αποκθκευμζνα παραδείγματα

εδραιϊνονται, «τα παιδιά αρχίηουν βακμιαία να μακαίνουν τθ χριςθ των

118 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 224 119 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 225

Page 123: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

116

ςθμείων. Και όταν αποκτοφν τθν ικανότθτα να εφαρμόςουν τα εργαλεία

τθσ ομιλίασ, χρθςιμοποιοφν τισ λζξεισ» (II.xi.8).

Οι λζξεισ αποτελοφν «τα αιςκθτά ςθμεία των ιδεϊν, ενϊ οι ιδζεσ

που ςυμβολίηουν, αποτελοφν τθν κατάλλθλθ και άμεςθ ςθμαςία τουσ»

(III.ii.1). Τα αιςκιματα ςυνδζονται με ονόματα. Ρϊσ κεμελιϊνεται μια

τζτοια διαδικαςία ςφνδεςθσ; Κα μποροφςε κάποιοσ να δϊςει ς’ ζνα

ςυγκεκριμζνο αίςκθμα ζνα είδοσ ιδιωτικοφ καταδεικτικοφ οριςμοφ

προφζροντασ ι γράφοντασ το ςθμείο και ςυνάμα ςυγκεντρϊνοντασ τθν

προςοχι του πάνω ςτο αίςκθμα δείχνοντασ ζτςι, ςαν να λζμε, εςωτερικά.

Ο οριςμόσ δθλαδι χρθςιμεφει για να κακιερϊνει τθν ςθμαςία του

ςθμείου. Αποτυπϊνοντασ «ςτον νου τον δεςμό του ςθμείου με το

αίςκθμα» μπορϊ να «κυμάμαι ςωςτά το δεςμό ςτο μζλλον» (PI 258). Μια

άλλθ λφςθ κα ιταν, εκείνοσ που ζδωςε ςτον εαυτό του ζναν ιδιωτικό

οριςμό τθσ λζξθσ «να αναλάβει ενδόμυχα να χρθςιμοποιεί τθν λζξθ» (PI

262) ςτο μζλλον με αναφορά ςτο παράδειγμα.

Στον Locke μια επιπλζον λειτουργία τθσ μνιμθσ, εκτόσ από το να

εφοδιάηει τον ομιλθτι με παραδείγματα, είναι και αυτι τθσ ςφνδεςθσ τθσ

λζξθσ με το ςωςτό παράδειγμα, ϊςτε να διαςφαλιςτεί ότι ο ομιλθτισ

χρθςιμοποιεί το ίδιο ςθμείο για τθν ίδια ιδζα. Θ ιδιωτικι χριςθ των

λζξεων είναι δυνατι για τον Locke, επειδι πιςτεφει ότι τα νοιματα των

λζξεων είναι οι ιδζεσ που αποκθκεφονται ςτθν μνιμθ μασ και ο νουσ ζχει

τθν δφναμθ να τισ αναβιϊνει. Στο μοντζλο τθσ ιδιωτικισ γλϊςςασ του

Wittgenstein παρατθρείται μια παρόμοια διαδικαςία. Ο κάτοχοσ τθσ

ιδιωτικισ γλϊςςασ ςκζφτεται ζναν πίνακα ι λεξικό, που υπάρχει ςτθν

φανταςία του, το οποίο ςυνδζει παραδείγματα με λζξεισ «παίηοντασ ζτςι

Page 124: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

117

τον ρόλο, που ςε άλλεσ περιπτϊςεισ, παίηουν θ μνιμθ και ο ςυνειρμόσ» (PI

53).

Για τον Locke θ γλϊςςα ζχει δυο χριςεισ ςχολιάηει ο Hacker:120 α)

καταγράφει τισ ςκζψεισ μασ και β) τισ κοινοποιεί ςτουσ άλλουσ. Στθν

πρϊτθ περίπτωςθ, όταν μονολογοφμε, ςυνδζουμε τα ςθμεία με τισ ιδζεσ

που ςυμβολίηουν υπό τον όρο όμωσ ότι θ χριςθ των ςθμείων είναι

ςτακερι και θ μνιμθ μασ είναι αξιόπιςτθ. Στθν δεφτερθ περίπτωςθ,

προκειμζνου οι λζξεισ να υπθρετιςουν τον ςκοπό τουσ επιτυχϊσ και θ

επικοινωνία μεταξφ των ανκρϊπων να καταςτεί εφικτι, απαιτείται ο ίδιοσ

μθχανιςμόσ ςφνδεςθσ μεταξφ λζξθσ και παραδείγματοσ που υπάρχει ςτον

νου του ομιλθτι να υπάρχει και ςτον νου του ακροατι. Οι λζξεισ όμωσ που

ςυμβολίηουν απλζσ ιδζεσ είναι για τον Locke απροςδιόριςτεσ. Ο μόνοσ

τρόποσ να μάκουμε τι ςθμαίνουν είναι να ζχουμε τισ ιδζεσ που

ςυμβολίηουν. Για να μποροφν οι άνκρωποι να επικοινωνοφν μεταξφ τουσ,

κα πρζπει το νόθμα των λζξεων που ςυμβολίηουν απλζσ ιδζεσ να γίνει

κοινό κτιμα. Ο Locke ολοκλθρϊνει τθν εικόνα τθσ δθμόςιασ χριςθσ τθσ

γλϊςςασ ωσ εξισ: «οι λζξεισ είναι τα ςθμεία των ιδεϊν των ανκρϊπων και

με αυτό εννοοφνται τα όργανα μζςω των οποίων οι άνκρωποι μεταδίδουν

τισ ζννοιζσ τουσ κι εκφράηουν μεταξφ τουσ εκείνεσ τισ ςκζψεισ, που ζχουν

μζςα ςτο ςτικοσ τουσ και με τθν διαρκι χριςθ δθμιουργείται μια ςχζςθ

μεταξφ οριςμζνων ιχων και των ιδεϊν που ςυμβολίηουν» (III.ii.6).

Στο ερϊτθμα για τθν δυνατότθτα φπαρξθσ μιασ ιδιωτικισ γλϊςςασ ο

Wittgenstein ξεκακαρίηει ότι δεν μποροφμε να διδάξουμε μια τζτοια

γλϊςςα κι επιπλζον, ότι μόνο ο κάτοχόσ τθσ μπορεί να τθν καταλάβει –οι

άλλοι δεν μποροφν. Στθν περίπτωςθ πάντωσ που κα μποροφςαμε να

120 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 227

Page 125: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

118

διδάξουμε τθν ιδιωτικι γλϊςςα, υποςτθρίηει ο Wittgenstein, ο τρόποσ

διδαχισ κα ιταν αυτόσ που περιγράφεται ςτον Locke.

Ο Wittgenstein ερευνά το όλο κζμα λεπτομερϊσ ςτισ “Notes For

Lectures” (NFL) προβαίνοντασ ςτθν ακόλουκθ αναλογία: Φαντάςου ότι

διδάςκεισ τα χρϊματα ςε ζνα παιδί δίχωσ να χρθςιμοποιείσ χρωματικά

δείγματα, αλλά ζνα φφλλο λευκό χαρτί και γυαλιά με διαφορετικά

ςχιματα και διαφορετικοφσ φακοφσ που ςε κάνουν να δεισ το λευκό χαρτί

μα διαφορετικό χρϊμα. Πταν το παιδί φοράει, λχ, τα ςτρογγυλά γυαλιά

βλζπει το λευκό χαρτί κόκκινο. Πταν φοράει τα ελλειπτικά γυαλιά το

βλζπει πράςινο: «όταν το βλζπω να φορά τα ςτρογγυλά γυαλιά, λζω τθν

λζξθ «κόκκινο», όταν φορά τα ελλειπτικά γυαλιά, λζω τθν λζξθ «πράςινο»

κλπ. Κα μποροφςε τότε κάποιοσ να πει ότι το παιδί διδάςκεται τθν

ςθμαςία των χρωμάτων ζμμεςα, επειδι παρακινϊ το παιδί να ςυνδζςει

τθν λζξθ «κόκκινο» με κάτι που δεν είδα αλλά ιλπιηα να δει το παιδί, αν

κοιτοφςε μζςα από τα ςτρογγυλά γυαλιά. Και αυτόσ ο τρόποσ είναι

ζμμεςοσ, κακϊσ αντιτίκεται ςτο να δείξω άμεςα ζνα κόκκινο αντικείμενο»

(NFL, p.286).

Για τον Hacker o ζμμεςοσ τρόποσ εκμάκθςθσ εδϊ είναι ανάλογοσ

του τρόπου εκμάκθςθσ τθσ ςθμαςίασ (νοιματοσ) τθσ λζξθσ που

περιγράφεται ςτον Locke.121 Στο μοντζλο του Locke θ εκμάκθςθ είναι

ζμμεςθ επειδι ο νουσ ενόσ προςϊπου δεν κα μποροφςε να μεταβεί ςτο

ςϊμα κάποιου άλλου προςϊπου. Θ εκμάκθςι τθσ ςθμαςίασ (νοιματοσ)

μιασ λζξθσ περιλαμβάνει τθν κατάδειξθ ενόσ αντικειμζνου και τθν

διαςφάλιςθ ότι το παιδί που τθν μακαίνει κα ςυνδζςει τθν λζξθ, που

κάποιοσ λζει, με το αντικείμενο ςτο οποίο αναφζρεται: «Πταν το παιδί

121 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 229

Page 126: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

119

ςυμπεριφζρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ςε ςυγκεκριμζνεσ περιπτϊςεισ,

νομίηει ότι νιϊκει αυτό που νιϊκω ςε τζτοιεσ περιπτϊςεισ –κι αν

ςυμβαίνει αυτό, τότε το παιδί ςυνδζει τθν λζξθ με το ςυναίςκθμά του και

χρθςιμοποιεί τθν λζξθ όταν το ςυναίςκθμα επανεμφανίηεται» (Z 545).

Ο Kenny υποςτθρίηει ότι για τον Wittgenstein θ ιδζα φπαρξθσ μιασ

ιδιωτικισ γλϊςςασ κεμελιϊνεται ςε δυο βαςικά λάκθ:122 το πρϊτο αφορά

τθ φφςθ τθσ γλϊςςασ (οι λζξεισ αποκτοφν νόθμα μζςω ενόσ εςωτερικοφ

καταδεικτικοφ οριςμοφ) και το δεφτερο αφορά τθ φφςθ τθσ εμπειρίασ (θ

εμπειρία είναι προςωπικι).

I. Ζςτω ότι ο κάτοχοσ τθσ ιδιωτικισ γλϊςςασ προςπακεί να ςχθματίςει

τθν ςθμαςία του αιςκιματοσ S ςυνδζοντασ το αίςκθμα, όταν αυτό

εμφανιςκεί, με τθν λζξθ (ςθμείο) “S”. Συγκεντρϊνει τθν προςοχι του ςτο

αίςκθμα S και προφζρει τθν λζξθ “S”. Ο οριςμόσ δίνει ς’ ζνα ςθμείο νόθμα

και πρζπει να μπορεί να κακορίςει και ςτο μζλλον το είδοσ του

αντικειμζνου που κα αναφζρεται μζςω του ςθμείου. «Μπορείσ να είςαι

βζβαιοσ ότι ξζρεισ τι ςθμαίνει «να βλζπεισ κόκκινο» μόνο, αν μπορείσ να

χρθςιμοποιείσ αυτι τθ γνϊςθ ςε μια μελλοντικι περίςταςθ. Κι αν τϊρα δω

ζνα χρϊμα ξανά, μπορϊ να πω, ότι ιξερα με ςιγουριά ‘τι ιταν το κόκκινο’

–και πϊσ τϊρα κα ξζρω ότι το αναγνωρίηω ςωςτά; Και με ποια ζννοια

ειπϊκθκαν οι λζξεισ ‘αυτό είναι κόκκινο’, προτοφ υπάρξει κάποια εγγφθςθ

ότι τϊρα βλζπω το ίδιο χρϊμα, όταν λζω ξανά ότι βλζπω κόκκινο;» (NFL,

p.289).

Πμωσ το να ςυγκεντρϊνω τθν προςοχι μου ςτο αίςκθμα S όταν

προφζρω τθν λζξθ ”S” δεν διαςφαλίηει ότι ςτο μζλλον S ςθμαίνει ”S”. Με

122 A. Kenny: “Wittgenstein”, ςελ. 180

Page 127: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

120

άλλα λόγια, ο καταδεικτικόσ οριςμόσ μπορεί να «‘μεταφζρει’ ι να

κεμελιϊςει τθν ςθμαςία μιασ λζξθσ μόνο εφόςον οι άνκρωποι κατζχουν

ιδθ μια γλϊςςα».123 Για παράδειγμα, όταν εξθγοφμε ςε κάποιον το

παιχνίδι του ςκακιοφ, λζει ο Wittgenstein, αρχίηουμε «δείχνοντασ μια

μορφι και λζγοντασ: ‘Αυτόσ είναι ο βαςιλιάσ. Μπορεί να κινθκεί ζτςι κι

ζτςι, κλπ’. –Σ’ αυτι τθν περίπτωςθ κα ποφμε: οι λζξεισ ‘αυτό είναι ο

βαςιλιάσ’ (ι «αυτό λζγεται ‘βαςιλιάσ’») είναι ζνασ οριςμόσ τθσ λζξθσ μόνο

όταν ο μακθτευόμενοσ κιόλασ ξζρει τι πράγμα είναι ζνα πιόνι. Δθλαδι, αν

ζχει κιόλασ παίξει άλλα παιχνίδια, ι ζχει παρακολουκιςει άλλουσ να

παίηουν και ‘κατανοιςει’ –και τα παρόμοια. Και τότε μονάχα κα μπορεί να

ρωτιςει ορκά: «Ρϊσ το λζνε αυτό;» -δθλαδι αυτό το πιόνι.» (PI 31).

Eκείνοι που κεωροφν τθν εκμάκθςθ τθσ γλϊςςασ ςαν μια

διαδικαςία κατανόθςθσ φαινομενικϊν οριςμϊν (όπωσ ο Αυγουςτίνοσ)

ςυγχζουν τθν περίπτωςθ, λχ, εκείνου που φκάνει ςε μια ξζνθ χϊρα και

ςκοπεφει να μάκει μια καινοφργια γλϊςςα, ενϊ ξζρει ιδθ μια γλϊςςα, με

τθν περίπτωςθ εκείνου που μακαίνει τθ γλϊςςα για πρϊτθ φορά. «Ο

φαινομενικόσ οριςμόσ εξθγεί τθ χριςθ –το νόθμα –τθσ λζξθσ, όταν ο ρόλοσ

τθσ λζξθσ ςτον κόςμο είναι ξεκάκαροσ» (PI 30). Αυτόσ που μακαίνει μια

ξζνθ γλϊςςα εξοικειϊνεται με μια ποικιλία ςυντακτικϊν κατθγοριϊν χάριν

των οποίων οι υποκζςεισ του για τα νοιματα των φαινομενικϊν οριςμϊν

που του δίνονται είναι δυνατζσ. Το ίδιο όμωσ δεν ιςχφει και για εκείνον

που μακαίνει τθ γλϊςςα για πρϊτθ φορά. Ο ιδιωτικόσ φαινομενικόσ

οριςμόσ μασ φαίνεται δυνατόσ επειδι ξζρουμε τι ςθμαίνει, λχ, «πόνοσ».

«Διακρίνουμε» το αίςκθμα του πόνου και το ονομάηουμε –κάτι τζτοιο

όμωσ προχποκζτει ιδθ κατοχι τθσ ζννοιασ.

123 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 235

Page 128: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

121

Για τον κάτοχο τθσ ιδιωτικισ γλϊςςασ θ κατοχι μιασ ζννοιασ είναι

«όμοια με τθν κατοχι ενόσ νοεροφ ντουλαπιοφ εφοδιαςμζνου με

παραδείγματα που φζρουν πάνω τουσ ετικζτεσ».124 Αυτό όμωσ ςθμαίνει

ότι θ χριςθ τθσ λζξθσ κεμελιϊνεται ςτθν υποκειμενικι κρίςθ:

Συγκεντρϊνω τθν προςοχι μου ςτο αίςκθμα του πόνου και ονομάηω

εςωτερικά το αίςκθμά μου με τθν λζξθ «πόνοσ» κεμελιϊνοντασ κατ’ αυτόν

τον τρόπο τθν ςυςχζτιςθ μεταξφ λζξθσ (ςθμείου) κι αιςκιματοσ. Ο

ιδιωτικόσ μου οριςμόσ είναι επιτυχισ μόνο εφόςον χρθςιμοποιιςω τθν

λζξθ «ορκά» και ςτο μζλλον. Στθν παροφςα περίπτωςθ, «ορκά» ςθμαίνει

ςφμφωνα με τον δικό μου (υποκειμενικό) οριςμό.

Ροια είναι θ διαφορά ανάμεςα ςτο να ζχω χρθςιμοποιιςει τθν λζξθ

με ςυνζπεια και ςτο να μου φαίνεται ότι το ζχω κάνει; Ι δεν υφίςταται

αυτι θ διαφορά; Είναι οι κανόνεσ τθσ ιδιωτικισ γλϊςςασ ‘εντυπϊςεισ

κανόνων’;» (PI 259). Θ εντφπωςι μου ότι ακολουκϊ τον κανόνα δεν

εγγυάται ότι ακολουκϊ τον κανόνα, ι όπωσ ομολογεί ο ίδιοσ ο

Wittgenstein: «θ ηυγαριά πάνω ςτθν οποία ηυγίηουμε τισ εντυπϊςεισ μασ

δεν είναι θ εντφπωςθ μιασ ηυγαριάσ» (PI 259). Θ απόδειξθ ότι ακολουκϊ

τον κανόνα πρζπει να είναι κάτι ανεξάρτθτο τθσ εντφπωςισ μου – «θ

αιτιολόγθςθ ςυνίςταται ςτο ότι επικαλοφμαςτε κάτι το ανεξάρτθτο» (PI

265) –διαφορετικά, κα ιταν «ςα να αγοράηαμε κάμποςα αντίγραφα τθσ

ίδιασ εφθμερίδασ, για να βεβαιωκοφμε πωσ αυτι γράφει τθν αλικεια» (PI

265).

Μπορϊ να επικαλεςτϊ μια ανάμνθςθ ωσ βάςθ για μια άλλθ

ανάμνθςθ; Δεν ξζρω, λχ, αν πρόςεξα ςωςτά τθν ϊρα τθσ αναχϊρθςθσ του

τρζνου και για να το ελζγξω, φζρνω ςτθν μνιμθ μου τθν εικόνα τθσ

124 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 236

Page 129: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

122

ςελίδασ του πίνακα ςτο δρομολόγιο των τρζνων (PI 265). Μια ανάμνθςθ

μπορεί να «υποςτθρίξει» μιαν άλλθ, αλλά ο μθχανιςμόσ τθσ μνιμθσ

πρζπει να δθμιουργεί ςωςτζσ αναμνθςτικζσ ςυςχετίςεισ. Τι ςυμβαίνει

όμωσ ςτθν περίπτωςθ που θ μνιμθ είναι «αςκενισ»; Αν δθλαδι δεν

μπορεί να ελεγχκεί θ ορκότθτα τθσ νοθτικισ εικόνασ του πίνακα, πϊσ κα

μπορεί αυτι να επικυρϊςει τθν ορκότθτα τθσ προθγοφμενθσ ανάμνθςθσ;

Με άλλα λόγια, τι ςυμβαίνει όταν δεν κυμάμαι ότι θ λζξθ, λχ,

«πονόδοντοσ» ςθμαίνει «αυτό» το υπόδειγμα; Τότε λζμε ότι δεν υπάρχει

μια ανάμνθςθ που μπορεί να ελζγξει τθν ορκότθτα τθσ ςφνδεςθσ ςθμείου

και υποδείγματοσ. Κατά ςυνζπεια, αν ςτθν ιδιωτικι γλϊςςα δεν μπορϊ ν’

αποδείξω ότι ακολουκϊ τον κανόνα, λζμε ότι θ ιδιωτικι γλϊςςα ςτερείται

κανόνων επειδι θ ζννοια του κανόνα περιλαμβάνει τθ διαφορά ανάμεςα

ςτο να νομίηω ότι ακολουκϊ τον κανόνα και ςτο να τον ακολουκϊ.

Πταν κάποιοσ δίνει ςτον εαυτό του τον ιδιωτικό κανόνα «κα

ονομάηω αυτό το ίδιο πράγμα ‘πόνο’ όποτε εμφανίηεται», ο κανόνασ αυτόσ

δεν δείχνει προσ κάποια κατεφκυνςθ. Κανείσ δεν μπορεί να μου δείξει

ποια είναι θ ςωςτι χριςθ τθσ λζξθσ «ίδιο». Μόνο εγϊ μπορϊ να πω αν

αυτό είναι «ίδιο» μ’ εκείνο. Ρϊσ διδάςκεται το νόθμα τθσ λζξθσ ίδιο; Με

παράδειγμα και πρακτικι (εξάςκθςθ). Για παράδειγμα, αν ο μακθτισ ζχει

καταλάβει τουσ κανόνεσ που του ζμακεσ κα φανεί ςτθν πρακτικι του.

«Λδιωτικι πρακτικι» όμωσ δεν μπορεί να υπάρξει επειδι, όπωσ ζχουμε

πει, «το να νομίηεισ ότι ακολουκείσ τον κανόνα κα ιταν το ίδιο με το να

τον ακολουκείσ» (PI 202).

Στθν ιδιωτικι πρακτικι δεν μπορεί να υπάρξει «κριτιριο

ορκότθτασ», ι αλλιϊσ το κριτιριο ορκότθτασ είναι υποκειμενικό ( PI 258:

«ορκό είναι εκείνο που μου φαίνεται ορκό»). Το κριτιριο είναι αυτό ςτο

Page 130: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

123

οποίο προςφεφγουμε για να δικαιολογιςουμε μια περιγραφικι ζκφραςθ.

Το να περιγράψουμε κάτι ιςοφται με το να ορίςουμε με τι μοιάηει και με τι

δεν μοιάηει. Με αυτι τθν ζννοια οι περιγραφικοί όροι χρθςιμοποιοφνται

για να ταξινομιςουν τα πράγματα ςε είδθ.

Ο Wellman υποςτθρίηει ότι μάλλον δεν είναι τυχαίο το γεγονόσ ότι ο

Wittgenstein αναπτφςςει τθν ζννοια του κριτιριου ςε ςχζςθ με τθν

περιγραφικι εικόνα, «επειδι το ζνα οδθγεί ςτο άλλο με φυςικό τρόπο».125

Για παράδειγμα, όταν μου ηθτάνε να πάω ς’ ζνα κατάςτθμα και ν’

αγοράςω ζνα λεμόνι, ξζρω ότι το αντικείμενο ςτο χζρι μου είναι ζνα

λεμόνι εξαιτίασ των εξωτερικϊν ορατϊν χαρακτθριςτικϊν του (το

κιτρινοπράςινο χρϊμα του, το μικρό του μζγεκοσ, το οβάλ του ςχιμα). Τα

κριτιρια για τισ περιγραφικζσ μασ παρατθριςεισ είναι «χαρακτθριςτικά

που παρατθροφνται πάντα ‘δθμοςίωσ’».126 Εκείνοσ που δεν ξζρει τα

κριτιρια για τθ χριςθ μιασ περιγραφικισ ζκφραςθσ –κυριολεκτικά –δεν

ξζρει τθν ςθμαςία τθσ. Το να δϊςουμε τα κριτιρια για τθ χριςθ μιασ

ζκφραςθσ ιςοφται με το να δϊςουμε μια εξιγθςθ τθσ ςθμαςίασ αυτισ τθσ

ζκφραςθσ. Κάποιοσ λοιπόν δικαιολογεί τθ χριςθ μιασ περιγραφικισ

ζκφραςθσ μζςω των κριτθρίων για τθν εφαρμογι τθσ. Τα κριτιρια για τον

Wittgenstein είναι αυτά που οι άνκρωποι «αποδζχονται», «υιοκετοφν»,

«χρθςιμοποιοφν» ι «εφαρμόηουν» ςε ςχζςθ με τθ χριςθ οριςμζνων

εκφράςεων. Αν κάτι αποτελεί κριτιριο, λχ, του «x» είναι επειδι «οι

125 C. Wellman: “Wittgenstein’s Conception of a Criterion”, ed. by G.Pitcher (“A Collection of Critical Essays”), ςελ. 159 126 C. Wellman: “Wittgenstein’s Conception of a Criterion”, ed. by G.Pitcher (“A Collection of Critical Essays”), ςελ. 161

Page 131: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

124

άνκρωποι ςυμφωνοφν ςε οριςμζνεσ ςυμβάςεισ»127 (B.B, p.24: «..πωσ τϊρα

πιάςαμε πάτο, πωσ είναι κζμα ςφμβαςθσ»).

Στθν παράγραφο PI 294 το ιδιωτικό αντικείμενο εξετάηεται ωσ

αντικείμενο περιγραφισ με τθν ζννοια που περιγράφουμε μια δθμόςια

εικόνα: «Αν πεισ ότι μπροσ του βλζπει μιαν ιδιωτικι εικόνα και τθν

περιγράφει, πάλι ζκανεσ μιαν υπόκεςθ ςχετικά μ’ αυτό που ζχει μπροσ

του. Και τοφτο ςθμαίνει πωσ το περιγράφεισ ι μπορείσ να το περιγράψεισ

με μεγαλφτερθ ακρίβεια. Αν παραδεχτείσ πωσ δεν ζχεισ τθν παραμικρι

ιδζα για το τι μπορεί να είναι εκείνο που ζχει μπροςτά του –τότε τι ςε

κάνει να λεσ πωσ μολοντοφτο, ζχει κάτι μπροςτά του; Δεν είναι ςαν να

ζλεγα για κάποιον: ‘‘Ζχει κάτι. Αλλά αν είναι χριματα, ι χρζθ ι ζνα άδειο

χρθματοκιβϊτιο αυτό δεν το ξζρω’». Θ ιδζα του ιδιωτικοφ αντικειμζνου

που μπορεί να περιγραφεί και περιγράφεται από ζνα μόνο πρόςωπο είναι

αςυνεπισ. Επειδι το ιδιωτικό αντικείμενο που περιγράφεται, αποτελεί τθν

ίδια ςτιγμι το παράδειγμα του καταδεικτικοφ οριςμοφ.

Στθν περίπτωςθ τθσ ιδιωτικισ γλϊςςασ τα αιςκιματα δεν μποροφν

να λειτουργιςουν ωσ κριτιρια, ακριβϊσ επειδι είναι «ιδιωτικά». Αυτό

ςθμαίνει ότι: α) δεν μπορϊ να ςου δείξω τα αιςκιματά μου και β) δεν

μπορϊ να υποβάλλω ςε ζλεγχο τθν αναγνϊριςθ των αιςκθμάτων μου. Αν

μποροφςα να ςου δείξω τα αιςκιματά μου, κα μποροφςα να

χρθςιμοποιιςω τθν αναγνϊριςι ςου για να βεβαιϊςω τθ δικι μου (ι

αλλιϊσ, θ αναγνϊριςι μου κα μποροφςε να ελεγχκεί ςτθ βάςθ μιασ άλλθσ,

τθσ δικισ ςου).

127 R. Albritton: “On Wittgenstein’s Use of the Term ’Criterion’”, ed. by G.Pitcher (“A Collection of Critical Essays”), ςελ. 236

Page 132: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

125

II. Στθν παράγραφο PI 246 διατυπϊνεται το εξισ ερϊτθμα: Με ποια

ζννοια τα αιςκιματά μου είναι ιδιωτικά; O Wittgenstein προςεγγίηει τθν

λζξθ «ιδιωτικόσ» i) μζςω τθσ ζννοιασ τθσ γνϊςθσ (PI 246: «μόνο εγϊ

μπορϊ να ξζρω, αν πραγματικά πονϊ –ο άλλοσ μπορεί μόνο να εικάηει»)

και ii) μζςω τθσ ζννοιασ τθσ κατοχισ (PI 253: «κανείσ άλλοσ δεν μπορεί να

ζχει τον πόνο μου»).128

i) Κάκε άνκρωποσ ζχει εμπειρίεσ και μπορεί να μιλάει γι’ αυτζσ

χρθςιμοποιϊντασ τθ γλϊςςα. Ο πνευματικόσ κόςμοσ αποτελείται από

αντικείμενα (λχ, εικόνεσ, ςκζψεισ, πεποικιςεισ, πόνο, κλπ), διαδικαςίεσ

(λχ, φανταςία, ανάμνθςθ, ςκζψθ, κλπ) και καταςτάςεισ (λχ, πιςτεφω,

γνωρίηω, καταλαβαίνω, ελπίηω, κλπ). Ζχω μια εμπειρία (λχ, ζνα αίςκθμα)

ςθμαίνει βρίςκομαι ςε μια οριςμζνθ ςχζςθ μ’ ζνα τζτοιο αντικείμενο, ι με

μια διαδικαςία ι κατάςταςθ. Κακϊσ θ εμπειρία είναι δικι μου, τθν

γνωρίηω –είμαι βζβαιοσ γι’ αυτιν, δεν τθν αμφιςβθτϊ. Θ γνϊςθ μου γι’

αυτιν τθν εμπειρία είναι άμεςθ.

Πταν ςυλλογιηόμαςτε τθ φφςθ τθσ εμπειρίασ μασ και των

αντικειμζνων τθσ εφκολα παραςυρόμαςτε από τθν παραπλανθτικι εικόνα

ενόσ «οντολογικοφ δυϊςμοφ»: τθ διάκριςθ μεταξφ φυςικοφ κόςμου (που

αποτελείται από αντικείμενα που υπάρχουν ς’ ζνα χωρο-χρονικό πλαίςιο)

και πνευματικοφ κόςμου (που αποτελείται από ςυναιςκιματα,

καταςτάςεισ, αικζριεσ διαδικαςίεσ). Μια άλλθ διάκριςθ είναι και αυτι του

«μεταφυςικοφ δυϊςμοφ», με τθν ζννοια ότι τα αντικείμενα του φυςικοφ

κόςμου ανικουν ςτον δθμόςιο χϊρο, ενϊ του πνευματικοφ κόςμου ςτον

ιδιωτικό χϊρο, που οδθγεί ςε ζναν περαιτζρω δυϊςμό, τον

«επιςτθμολογικό»: υπάρχει προνομιακι πρόςβαςθ ςτον εςωτερικό κόςμο

128 A. Kenny: “Wittgenstein”, ςελ. 185

Page 133: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

126

μζςω ενδοςκόπθςθσ κι ζτςι, θ γνϊςθ είναι άμεςθ, ςε αντίκεςθ με τθ

γνϊςθ για τον εξωτερικό κόςμο που είναι ζμμεςθ και απόρροια

ςυμπεράςματοσ και αντίλθψθσ.129

Βαςικι αιτία παρανόθςθσ τθσ κλαςικισ ζννοιασ του ιδιωτικοφ και

τθσ εμπειρίασ του πνευματικοφ αποτελεί θ ιδζα ότι ο άλλοσ δεν ζχει τισ

δικζσ μου εμπειρίεσ και τότε θ φφςθ τθσ εμπειρίασ φαίνεται ν’ αποκτά κάτι

το μεταφυςικό. Θ πθγι τθσ ςφγχυςθσ βρίςκεται ςτισ επιφανειακζσ

ομοιότθτεσ μεταξφ τθσ γραμματικισ των εκφράςεων που ςθμαίνουν

εμπειρίεσ και τθσ γραμματικισ των ονομάτων για τα αντικείμενα. Μιλάμε

για αιςκιματα και διακζςεισ «ςαν να είναι πράγματα που βρίςκονται ςτθν

κατοχι μασ»130.

Για παράδειγμα ςτθν πρόταςθ «Ο x ζχει αμάξι» θ ςχζςθ που

υφίςταται είναι αυτι μεταξφ δυο αντικειμζνων ςτον φυςικό κόςμο.

Μποροφμε να ποφμε ότι το ίδιο ιςχφει και για τθν πρόταςθ «Ο ψ ζχει

πονοκζφαλο»; Στθν πρϊτθ περίπτωςθ, τα ςυςχετιηόμενα αντικείμενα είναι

ανεξάρτθτεσ υπάρξεισ (το ίδιο αυτοκίνθτο μπορεί ν’ ανικει ςε κάποιον

άλλον ι και ςε κανζναν), ενϊ ςτθ δεφτερθ περίπτωςθ, τα ςυςχετιηόμενα

αντικείμενα είναι εξαρτϊμενεσ υπάρξεισ –και αυτι ακριβϊσ είναι θ

διαφορά ανάμεςα ςτα αντικείμενα του εςωτερικοφ και του εξωτερικοφ

κόςμου! Είναι «θ μορφι τθσ γλϊςςασ εδϊ που μασ εξαπατά και πρζπει να

κυμθκοφμε τθν ευρεία ποικιλία των διαφορετικϊν λογικϊν κατθγοριϊν

που απεικονίηονται ςτθν γραμματικι μορφι κατοχισ κάποιου»131. Πταν

λζω, λχ, «ζχω ζναν πόνο», εννοϊ ότι υποφζρω (πονϊ) –δεν εκφράηω μια

129 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Meaning & Mind” (vol. 3), ςελ. 46 130 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Meaning & Mind” (vol. 3), ςελ. 51 131 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Meaning & Mind” (vol. 3), ςελ. 51

Page 134: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

127

μορφι κατοχισ και τότε δεν ζχει νόθμα ν’ αναρωτθκοφμε, αν ο πόνοσ που

νιϊκω ανικει ςε μζνα ι ςε κάποιον άλλο.

«Ο άλλοσ δεν μπορεί να ζχει τουσ πόνουσ μου. –Ροιοι είναι οι πόνοι

μου; Τι λογαριάηεται εδϊ ωσ κριτιριο για τθν ταυτότθτα;» (PI 253). Ο

Wittgenstein μασ προτρζπει να εξετάςουμε τι είναι αυτό που –ςτθν

περίπτωςθ των υλικϊν αντικειμζνων –μασ επιτρζπει να μιλάμε για «δυο

ακριβϊσ ίδια πράγματα». Χρθςιμοποιϊντασ φαινομενικά κριτιρια

μποροφμε να ποφμε για μια πολυκρόνα, λχ, ότι δεν είναι αυτι που ιταν

χκεσ αλλά ότι είναι ακριβϊσ ίδια. Δυο πολυκρόνεσ (πράγματα) δεν

μποροφν να ζχουν ςυγχρόνωσ τθν ίδια χωρικι κζςθ. Αυτό όμωσ δεν

ςθμαίνει ότι δυο πολυκρόνεσ (πράγματα) δεν μπορεί να είναι ακριβϊσ

ίδιεσ.

Στθν περίπτωςθ του «πόνου» τα φαινομενικά κριτιρια και θ κζςθ

του πόνου μάσ παρζχουν τα κριτιρια τθσ ποιοτικισ ταυτότθτασ. Για

παράδειγμα, όταν πονοφν τα Σιαμαία δίδυμα, υπάρχει μια κζςθ πόνου –

ςτο ςθμείο ζνωςθσ –αλλά δυο πόνοι. Θ αρικμθτικι ταυτότθτα του πόνου

εξαρτάται από τον κάτοχο του πόνου –ο κάτοχοσ είναι εκείνοσ «που

εξωτερικεφει τον πόνο» (PI 302). Αυτό όμωσ δεν ςθμαίνει ότι δυο

άνκρωποι δεν μποροφν να ζχουν τον ίδιο πόνο. Αν ο πόνοσ μου ςυμφωνεί

με τον δικό ςου ςτα φαινομενικά χαρακτθριςτικά, τότε και οι δυο ζχουμε

τον ίδιο πόνο. Αυτόσ που χτυπά το ςτικοσ του επιμζνοντασ ότι «κάποιοσ

άλλοσ δεν μπορεί να ζχει αυτόν τον πόνο!» (PI 253), λζει ο Hacker, είναι

«ςαν εκείνον που ιςχυρίηεται ότι καμιά άλλθ καρζκλα δεν μπορεί να

ςτακεί εκεί που ςτζκεται αυτι θ καρζκλα».132

132 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 247

Page 135: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

128

Ο Wittgenstein διαφωνεί με τθ κζςθ τθσ παραδοςιακισ φιλοςοφίασ

που μζχρι τθν εποχι του Descartes υποςτιριηε ότι οι ζννοιεσ τθσ

εμπειρίασ, ςκζψθσ, πρόκεςθσ, κλπ. ζχουν ιδιωτικό κι εςωτερικό

χαρακτιρα. Για τον Descartes θ γνϊςθ του κόςμου ζχει τθν αφετθρία τθσ

ςτο «εγϊ» (ego), για τθν φπαρξθ του οποίου είμαςτε βζβαιοι, ενϊ για τουσ

εμπειριςτζσ θ πθγι γνϊςθσ του κόςμου είναι οι αιςκιςεισ. Μζςα ςε αυτό

το πλαίςιο, θ γνϊςθ των ψυχολογικϊν προτάςεων πρϊτου προςϊπου δεν

είναι προβλθματικι εν αντικζςει με τθν γνϊςθ των ψυχολογικϊν

προτάςεων τρίτου προςϊπου, θ οποία εξαρτάται από τθν ςυμπεριφορά

που εκδθλϊνουν οι άλλοι. Για τον Wittgenstein όμωσ είναι μάλλον θ

περίπτωςθ των ψυχολογικϊν προτάςεων πρϊτου προςϊπου που είναι

προβλθματικι.

Το ςφάλμα τθσ παραδοςιακισ φιλοςοφίασ και του Descartes,

υποςτιριξε ο Grayling, ιταν ότι κεϊρθςαν τισ ψυχολογικζσ προτάςεισ

πρϊτου προςϊπου (λχ, ελπίηω ότι, νομίηω ότι, κλπ.) αναφορζσ ι

περιγραφζσ τθσ εςωτερικισ κατάςταςθσ, ενϊ ςτθν πραγματικότθτα οι

ψυχολογικζσ προτάςεισ είναι εκδθλϊςεισ ι εκφράςεισ.133

Ραραςυρόμαςτε από τθ κεωρία του Αυγουςτίνου για τθν γλϊςςα

(οι λζξεισ είναι ονόματα και οι προτάςεισ περιγράφουν καταςτάςεισ

πραγμάτων), όταν κεωροφμε τισ ψυχολογικζσ προτάςεισ πρϊτου

προςϊπου περιγραφζσ. Στθν πραγματικότθτα, οι ψυχολογικζσ προτάςεισ

πρϊτου προςϊπου διαφζρουν από τισ περιγραφζσ με τθν ζννοια ότι ςτισ

πρϊτεσ δεν λαμβάνουν χϊρα θ παρατιρθςθ, θ ζρευνα και ο ζλεγχοσ. Δεν

ζχει νόθμα, για παράδειγμα, να μιλάμε για καλφτερεσ ςυνκικεσ

παρατιρθςθσ ενόσ αιςκιματοσ.

133 A.C Grayling: “Wittgenstein”, ςελ. 91

Page 136: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

129

Οι ψυχολογικζσ προτάςεισ πρϊτου προςϊπου δεν περιγράφουν

αντικείμενα ι καταςτάςεισ ενόσ ιδιωτικοφ εςωτερικοφ χϊρου. Οι ζννοιεσ

του πνευματικοφ δεν είναι ονόματα οντοτιτων που παρατθροφνται άμεςα

από το υποκείμενο και οι προτάςεισ για τθν εςωτερικι κατάςταςθ

κάποιου δεν είναι περιγραφζσ αυτισ. Ζςτω ότι κάποιοσ ιςχυρίηεται ότι

ξζρει τι ςθμαίνει θ λζξθ «πόνοσ» με αναφορά ςε μια ιδιωτικι εικόνα

πόνου. Θ αναλογία που κεωροφμε ότι υπάρχει ανάμεςα ςτθν εικόνα και

τθν πνευματικι εικόνα μασ εξαπατά (LPE 285). Το να περιγράψω τθν

πνευματικι μου εικόνα είναι να περιγράψω αυτό που ςκζφτομαι. Οι

λζξεισ που κα χρθςιμοποιιςω, μποροφν να χρθςιμοποιθκοφν εξίςου για

να περιγράψουν, λχ, μια ηωγραφιά που ςκζφτομαι. Και ςτισ δυο

περιπτϊςεισ οι λεκτικζσ περιγραφζσ ταυτίηονται. Κι ζτςι, θ περιγραφι

αυτοφ που φαντάηομαι, είναι επίςθσ θ περιγραφι μιασ πικανισ εικόνασ

που απεικονίηει αυτό που ςκζφτομαι.

Δεν πρζπει όμωσ να ςυγχζουμε τθν περιγραφι τθσ εικόνασ με αυτι

τθσ ιδιωτικισ πνευματικισ εικόνασ, επειδι θ τελευταία: i) δεν αποτελεί

εικόνα (ο κάτοχόσ τθσ δεν μπορεί να τθ δει –και τότε δεν ανικει ςτον ίδιο

λογικό χϊρο), ii) δεν ζχει τθν «ηωντάνια» τθσ (οπτικισ) εικόνασ και iii) δεν

απεικονίηει αυτό που ςκζφτομαι (PI 280). Σκζφτομαι αυτό που ςκζφτομαι

κι εκφράηω αυτό που πιςτεφω ότι πλθςιάηει περιςςότερο ςε ό,τι ζχω κατά

νου. Και πϊσ το ξζρω; Δεν το ξζρω –το λζω. Και αυτό που λζω είναι

κατθγορθματικό.

Αν κεωριςουμε, όπωσ ο Αυγουςτίνοσ, ότι όλεσ οι λζξεισ είναι

ονόματα αντικειμζνων, ιδιοτιτων, ςχζςεων, κλπ, ςκεφτόμαςτε ςτθν

ςυνζχεια ότι οι ψυχολογικζσ προτάςεισ είναι ονόματα αντικειμζνων,

διαδικαςιϊν ι καταςτάςεων του εςωτερικοφ κόςμου. Επιπλζον κεωροφμε

Page 137: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

130

ότι ρυκμιςτισ του νοιματοσ τζτοιων προτάςεων είναι ζνασ ιδιωτικόσ

καταδεικτικόσ οριςμόσ. Το νόθμα του ονόματοσ είναι ο κομιςτισ του και θ

γραμματικι του ονόματοσ αποτελεί ςυνζπεια του νοιματόσ του.

Ο Wittgenstein προςπακϊντασ ν’ απορρίψει τθ κζςθ ότι το ιδιωτικό

αντικείμενο είναι αυτό που δίνει νόθμα ςτισ λζξεισ χρθςιμοποιεί το

παράδειγμα «του ςκακαριοφ» (PI 293) που υπάρχει μζςα ς’ ζνα κουτί: Ασ

υποκζςουμε ότι ο κακζνασ ζχει από ζνα κουτί μζςα ςτο οποίο υπάρχει

κάτι που το ονομάηουμε «ςκακάρι». Κανείσ δεν μπορεί να δει μζςα ςτο

κουτί του άλλου και κακζνασ λζει ότι ξζρει τι είναι ζνα ςκακάρι βλζποντασ

μονάχα το δικό του ςκακάρι. Αν υποκζςουμε ότι θ λζξθ «ςκακάρι» ζχει

μια χριςθ ςτθ γλϊςςα, τότε το αντικείμενο ςτο κουτί και θ φφςθ του είναι

άςχετα:

(PI 293): «Αν για τον εαυτό μου λζω ότι μόνο από τθν προςωπικι

μου εμπειρία ξζρω τι ςθμαίνει θ λζξθ «πόνοσ», -δεν πρζπει να λζω το ίδιο

και για τουσ άλλουσ; Και πϊσ μπορϊ, τθ μία αυτι περίπτωςθ, να τθ

γενικεφω τόςο ανεφκυνα;

Τϊρα, ζνασ μου λζει πωσ ξζρει τι είναι ο πόνοσ, αλλά μόνο από τθ

δικι του περίπτωςθ! –Ασ υποκζςουμε πωσ κακζνασ ζχει από ζνα κουτί

μζςα ςτο οποίο βρίςκεται κάτι που κα το ονομάςουμε «ςκακάρι». Κανείσ

δεν μπορεί να δει μζςα ςτο κουτί του άλλου και κακζνασ λζει πωσ ξζρει τι

είναι ζνα ςκακάρι μονάχα βλζποντασ το δικό του ςκακάρι. –Εδϊ κα ιταν

βζβαια δυνατό κακζνασ να ζχει ςτο κουτί του κάτι διαφορετικό. Μάλιςτα

κα μποροφςαμε να φανταςτοφμε πωσ αυτό το πράγμα αλλάηει ςυνζχεια. –

Αλλά τι κα γινόταν αν θ λζξθ «ςκακάρι» είχε μια χριςθ ςτθ γλϊςςα αυτϊν

των ανκρϊπων; -Αν ςυνζβαινε αυτό, τότε θ χριςθ αυτι δεν κα ιταν για

Page 138: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

131

τθν υποςιμανςθ ενόσ πράγματοσ. Το πράγμα μζςα ςτο κουτί δεν ζχει

καμιά κζςθ ςτο γλωςςικό παιχνίδι –οφτε ωσ κατιτί, γιατί το κουτί κα

μποροφςε και να είναι άδειο. –Πχι, μπορεί κανείσ να ‘απλοποιιςει’ τουσ

όρουσ ‘δια’ του πράγματοσ που βρίςκεται ςτο κουτί. Π,τιδιποτε και αν

είναι, αυτό απαλείφεται.

Ραναπεί: Αν ερμθνεφςουμε τθ γραμματικι τθσ ζκφραςθσ του

αιςκιματοσ ςφμφωνα με το υπόδειγμα ‘αντικείμενο–υποςιμανςθϋ, τότε

το αντικείμενο αποκλείεται από τθ κεϊρθςθ, ωσ ξζνο προσ το κζμα».

Το ότι μια ζκφραςθ αποτελεί όνομα, ςθμαίνει κάτι ι αναφζρεται ςε

κάτι, εξαρτάται από τθ γραμματικι κατθγορία τθσ ζκφραςθσ κι ζτςι από

τουσ κανόνεσ χριςθσ του. Ζνα ςθμείο είναι όνομα μόνο, εφόςον ζχει μια

χριςθ που του δίνεται από κακοδθγθτικοφσ κανόνεσ, και ο ρόλοσ του

οριςμοφ είναι να κακορίςει πϊσ κα χρθςιμοποιθκεί θ ζκφραςθ και ςτο

μζλλον (LPE 291). Στθν εξιγθςθ του νοιματοσ τθσ λζξθσ με δθμόςιο

καταδεικτικό οριςμό, ζνα παράδειγμα ζχει τυπικά τον βαςικό κανονιςτικό

ρόλο.

Ρϊσ όμωσ αναφζρονται οι λζξεισ ςτα αιςκιματα; Οι ιδιωτικζσ

καταςτάςεισ και διαδικαςίεσ (λχ, πόνοσ, κυμόσ, κλπ.) είναι γνωρίςματα τθσ

ανκρϊπινθσ φφςθσ που εκδθλϊνονται ςτθν ςυμπεριφορά. Οι λζξεισ που

χρθςιμοποιοφμε για να εκφράςουμε τα αιςκιματά μασ αντικακιςτοφν

αυτι τθν ςυμπεριφορά. Θ κζςθ αυτι ςυνδζει τον τρόπο με τον οποίο

χρθςιμοποιοφμε τθν λζξθ, λχ, «πόνοσ» προκειμζνου να μιλιςουμε για τον

πόνο τον δικό μασ και για τον πόνο των άλλων.

Για τθν παράδοςθ ο ιςχυριςμόσ «Αυτόσ πονά» προςεγγίηεται ςτθ

βάςθ του επιχειριματοσ κατ’ αναλογία: Στθν περίπτωςθ που τρυπιςω το

Page 139: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

132

δάχτυλό μου, τρζχει αίμα και ουρλιάηω νιϊκοντασ πόνο εςωτερικά. Αν

κάποιοσ άλλοσ τϊρα τρυπιςει το δάχτυλό του, τρζξει αίμα και ουρλιάξει,

ςυμπεραίνω ότι κι εκείνοσ πρζπει να νιϊκει πόνο εςωτερικά όμοια με

μζνα. Αυτό το επιχείρθμα όμωσ δεν κατοχυρϊνει λογικά το ςυμπζραςμά

μου για τθν εςωτερικι κατάςταςθ του άλλου –μπορεί ο άλλοσ να

προςποιείται.

Είναι δυνατόν το χαμόγελο του βρζφουσ ι το ουρλιαχτό ενόσ

πλθγωμζνου ςκφλου να είναι προςποιθτό; Θ απάντθςθ του Wittgenstein

είναι «ωσ ζνα ςθμείο απλι και ςε ζνα άλλο εξαιρετικά ςφνκετθ», ςχολιάηει

ο Hacker:134 Σ’ ζνα απλοφςτερο επίπεδο ο Wittgenstein υποςτθρίηει, ότι θ

μίμθςθ είναι μια επίκτθτθ ικανότθτα που εξαρτάται από προθγοφμενθ

οικειότθτα με μορφζσ ςυμπεριφοράσ που χαρακτθρίηουν τθν προςποιθτι

δραςτθριότθτα (μίμθςθ, ςκζψθ, πρόκεςθ) και καταλιγει λζγοντασ ότι

«ζνα παιδί ζχει πολλά να μάκει προτοφ μπορζςει να προςποιθκεί» (PI

ςελ.283). Σ’ ζνα βακφτερο επίπεδο ο Wittgenstein υποςτθρίηει, ότι οι

ψυχολογικοί όροι που αποδίδουμε εξαρτϊνται για το νόθμά τουσ από τθν

φπαρξθ των φυςικϊν εκδθλϊςεων των εςωτερικϊν καταςτάςεων. Το να

υποκζςουμε όμωσ ότι ολόκλθρθ θ ςυμπεριφορά μπορεί να είναι πάντα

προςποιθτι είναι ςαν να υποκζτουμε ότι θ ζννοια τθσ προςποίθςθσ είναι

πικανόν να ςτερείται κριτθρίων ςυμπεριφοράσ –πράγμα αδφνατο (Z 571).

Οι λζξεισ για τα ςυναιςκιματα (ι τισ εςωτερικζσ εμπειρίεσ)

ςυνδζονται λοιπόν με τθν εκδιλωςθ ςυμπεριφοράσ. Κα μποροφςε να

υπάρξει πόνοσ δίχωσ ςυμπεριφορά πόνου; Φυςικά –αλλά μόνο ςτον

ηωντανό άνκρωπο και ςε ό,τι του μοιάηει –ςυμπεριφζρεται με όμοιο

τρόπο (Λ 281). Το ςϊμα δεν δείχνει πόνο, δεν ςυμπεριφζρεται (λχ, δεν

134 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 242

Page 140: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

133

είναι το ςϊμα που κλαίει). Ο άνκρωποσ ζχει ςϊμα αλλά «δεν ταυτίηεται με

το ςϊμα του»135. Θ ανκρϊπινθ ςυμπεριφορά, που ςυνιςτά τα κριτιρια για

τθν απόδοςθ ψυχολογικϊν κατθγορθμάτων ςτουσ άλλουσ, δεν είναι μόνο

«ςωματικι κίνθςθ» (απ’ όπου αναλογικά ι υποκετικά ςυμπεραίνουμε τθν

εςωτερικι τουσ κατάςταςθ) –βλζπουμε τον πόνο ςτο πρόςωπο του

πάςχοντα, ακοφμε τθν χαρά ςτθ φωνι του χαροφμενου ανκρϊπου. Αλλά θ

«εςωτερικι» κατάςταςθ δεν κρφβεται πίςω από τθν «εξωτερικι»

κατάςταςθ. Μπορεί να καλφπτεται ι ν’ αποςιωπάται, αλλά όμωσ, όταν

εκδθλϊνεται, εμποτίηει τθν «εξωτερικι» κατάςταςθ (δθλαδι τθ δράςθ και

τθν αντίδραςθ των ζμβιων όντων ςτον ρου τθσ ηωισ).136

Δεν ζχει νόθμα θ απόδοςθ ςυναιςκθμάτων, αντιλθπτικϊν ικα-

νοτιτων, ςκζψθσ, εμπειρίασ ςτο ςϊμα ι ςτα μζλθ αυτοφ. Για παράδειγμα,

δεν είναι το χζρι μου που νιϊκει πόνο αλλά «εγϊ» που νιϊκω πόνο ςτο

χζρι μου –και αυτό αποτελεί γραμματικι αλικεια. Θ γραμματικι δεν

δικαιολογείται με αναφορά ςτθν πραγματικότθτα –ςτο μοντζλο τθσ

επαλικευςθσ μιασ εμπειρικισ πρόταςθσ με αναφορά ςτο τι τθν κακιςτά

αλθκι. Θ αρμονία μεταξφ γλϊςςασ και πραγματικότθτασ είναι προϊόν

γλϊςςασ κι όχι ιςομορφιςμοφ. Οι κανόνεσ τθσ γραμματικισ για τθ χριςθ

μιασ λζξθσ ςυνιςτοφν το νόθμά τθσ (PG 184), και κακϊσ είναι ανάλογοι των

καταςκευαςτικϊν κανόνων ενόσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ, θ οποιαδιποτε

μεταβολι ςτουσ γραμματικοφσ κανόνεσ ςθμαίνει μετακίνθςθ από το ζνα

γλωςςικό παιχνίδι ςτο άλλο –και κατά αυτόν τον τρόπο, οι κανόνεσ τθσ

γραμματικισ είναι αυκαίρετοι. Αλλά οι ζννοιεσ τθσ «γραμματικισ» και του

«γραμματικοφ κανόνα» αποτελοφν το κζμα τθσ επόμενθσ ενότθτασ.

135 P.M.S. Hacker: “Meaning & Mind”, (vol. 3), ςελ. 523 136 P.M.S. Hacker: “Connections & Controversies”, ςελ. 28

Page 141: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

134

ii) «Μόνο εγϊ μπορϊ να ξζρω, αν πραγματικά πονϊ –οι άλλοι

μποροφν μονάχα να το υποκζςουν» (PI 246).

O ιςχυριςμόσ αυτόσ, επιςθμαίνει ο Hacker, είναι κατά μια ζννοια

ψευδισ (όταν εκλάβουμε τθν λζξθ «ξζρω» με τθν κυριολεκτικι τθσ

ςθμαςία, δθλαδι «γνωρίηω») και κατά μιαν άλλθ ανόθτοσ,137 (όταν θ

αμφιβολία δθλαδι αποκλείεται λογικά (PI ςελ. 275), επειδι γνϊςθ

υπάρχει μόνο όπου θ αμφιβολία είναι δυνατι).

Δεν μπορϊ να πω ότι ξζρω ότι πονϊ παρά μόνο ωσ αςτείο (PI 246).

Οι άλλοι μποροφν να μάκουν τα αιςκιματά μου μόνο από τθν

ςυμπεριφορά μου. Εγϊ όμωσ δεν μπορϊ να μάκω τα αιςκιματά μου από

αυτά –τα ζχω. Ζχει νόθμα να ρωτιςω αν πονϊ; Πχι και μάλιςτα για δυο

λόγουσ τονίηει ο Fogelin:138 πρϊτον, είναι άτοπο να ρωτάμε κάποιον αν

πονά ι αν ξζρει το όνομά του ακριβϊσ επειδι το κεωροφμε δεδομζνο ότι

το ξζρει (ρεαλιςτικι προςζγγιςθ) και δεφτερον, «θ ζκφραςθ αμφιβολίασ

δεν ανικει ςτο γλωςςικό παιχνίδι» (PI 288).

Αν δεν μπορϊ να ξζρω τα αιςκιματά μου, πϊσ μπορϊ να ξζρω με

βεβαιότθτα ο,τιδιποτε άλλο, λχ, ότι 25x 25=625; Μπορϊ να είμαι τόςο

βζβαιοσ ότι κάποιοσ, λχ, ζχει βαριά κατάκλιψθ όςο και για το ότι

25x25=625, μόνο που θ βεβαιότθτα αυτι, υποςτθρίηει ο Wittgenstein,

«είναι διαφορετικοφ τφπου» (PI ςελ. 278). Αυτό δεν ςθμαίνει ότι θ

βεβαιότθτα ςτθν πρόταςθ «25x25=625» είναι πιο ιςχυρι τθσ βεβαιότθτασ

ςτθν πρόταςθ «ζχει βαριά κατάκλιψθ». Θ διαφορά δεν είναι ψυχολογικι

(PI ςελ. 278: «Μακθματικι βεβαιότθτα δεν είναι ψυχολογικι ζννοια»). Θ

βεβαιότθτα ςτθ δεφτερθ περίπτωςθ εξαρτάται από τθν ςυμπεριφορά που

137 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 242 138 R.J. Fogelin: “Wittgenstein”, ςελ. 157

Page 142: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

135

εκδθλϊνεται και με αυτι τθν ζννοια δεν είμαι λιγότερο βζβαιοσ για τθν

ψυχικι κατάςταςθ του άλλου απ’ ότι είμαι για τισ μακθματικζσ κρίςεισ.

Κα μποροφςε όμωσ κάποιοσ ν’ ανταπαντιςει ότι, ενϊ μπορείσ να

ζχεισ πλιρθ βεβαιότθτα για τθν ψυχικι κατάςταςθ του άλλου, θ

βεβαιότθτά ςου είναι υποκειμενικι και όχι αντικειμενικι (PI ςελ. 280). Ο

Wittgenstein ςπεφδει να τονίςει ότι θ διαφορά ςτισ λζξεισ «υποκειμενικό»

και «αντικειμενικό» είναι μια λογικι διαφορά ανάμεςα ςτα γλωςςικά

παιχνίδια: «το είδοσ τθσ βεβαιότθτασ είναι το είδοσ του γλωςςικοφ

παιχνιδιοφ» (PI ςελ. 278).

Για τον Wittgenstein το κριτιριο τθσ βεβαιότθτασ, υποςτθρίηει ο

Hacker, βρίςκεται ςτθ γραμματικι των προτάςεων.139 Το νόθμα μιασ

πρόταςθσ εξθγείται με τθν εξιγθςθ τθσ γραμματικισ τθσ. Θ γραμματικι

τθσ πρόταςθσ αποτελείται από κανόνεσ για τθ χριςθ τθσ. Μια πρόταςθ

“p”, λχ, είναι αλθκισ, όταν υπάρχουν βάςιμοι λόγοι (κριτθριακζσ

αποδείξεισ) που δικαιολογοφν με τζτοιον τρόπο το περιεχόμενό τθσ, ϊςτε

να μθν αμφιβάλλουμε για τθν αλικεια τθσ. Ο Wittgenstein τονίηει ότι

μποροφμε να γνωρίηουμε μόνο εκείνο για το οποίο ζχει νόθμα ν’

αμφιβάλλουμε και προςκζτει ότι θ αμφιβολία «είναι δυνατι μόνο ςτο

περιεχόμενο ενόσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ».140

Είναι ςθμαντικό όμωσ να κυμόμαςτε ότι το γλωςςικό παιχνίδι είναι

μια «μορφι ηωισ»: μια πρακτικι που περιλαμβάνει ομοφωνία ςτουσ

κανόνεσ χριςθσ των λζξεων. Αυτό ςθμαίνει ότι το γλωςςικό παιχνίδι δεν

μπορεί ν’ αμφιςβθτθκεί ωσ όλο –είναι «το δοςμζνο» (PI ςελ. 226). Για

παράδειγμα το παιδί που διδάςκεται Λςτορία πρζπει ν’ αποδεχκεί το

γλωςςικό παιχνίδι, προτοφ αρχίςει ν’ αμφιβάλλει αν κάτι είναι αλθκζσ ι

139 P.M.S. Hacker: “Insight & illusion”, ςελ. 244 140 A.C. Grayling: “Wittgenstein”, ςελ. 95

Page 143: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

136

αν ςυνζβθ πραγματικά (C 310-315). Θ αμφιβολία ζπεται τθσ πίςτθσ (C

160). Αν το παιδί αμφιβάλλει διαρκϊσ για το αν ο κόςμοσ υπιρχε για

περιςςότερο από λίγεσ ϊρεσ ι χρόνια, θ εκμάκθςθ τθσ Λςτορίασ κα ιταν

αδφνατθ. «Θ πρόταςθ «Θ γθ υπάρχει εδϊ και εκατομμφρια χρόνια» ζχει

ζνα ςαφζςτερο νόθμα από τθν πρόταςθ «Θ γθ υπιρξε τα τελευταία πζντε

λεπτά». Ρράγματι, κα μποροφςα να ρωτιςω εκείνον που ιςχυρίςτθκε τθ

δεφτερθ: «Σε ποιεσ περιπτϊςεισ αναφζρεται αυτι θ πρόταςθ; Και ποιεσ

παρατθριςεισ κα αντιτάςςονταν ς’ αυτιν;» –ενϊ για τθν πρϊτθ ξζρω τον

κφκλο των ςκζψεων όπου εντάςςεται, και τισ παρατθριςεισ που τθν

ςτθρίηουν» (PI ςελ. 275).

Δεν μποροφμε να αμφιβάλλουμε για κεμελιϊδθ ηθτιματα

αναφορικά με τισ γλωςςικζσ και άλλεσ πρακτικζσ μασ. Κάποιεσ προτάςεισ

απαλλάςςονται τθσ αμφιβολίασ. Αυτζσ είναι οι γραμματικζσ προτάςεισ, οι

οποίεσ ςυνιςτοφν το πλαίςιο τθσ γλϊςςασ και των πρακτικϊν μασ και

ςυγκροτοφν το ςφςτθμα εντόσ του οποίου λαμβάνει χϊρα ο ζλεγχοσ των

προτάςεϊν μασ.

Ο ιςχυριςμόσ «Ξζρω ότι πονϊ, αλλά δεν είμαι βζβαιοσ» είναι

ανόθτοσ. Θ γραμματικι παρερμθνεφεται ςτθ γλωςςικι πρακτικι: «Δεν

είναι θ βεβαιότθτα τθσ εμπειρίασ που αποκλείει τθν αμφιβολία αλλά θ

γραμματικι», υπογραμμίηει εφςτοχα ο Hacker.141

Θ απάντθςθ του Wittgenstein ςτθν παραδοςιακι εικόνα τθσ

αυτογνωςίασ (πονϊ και το ξζρω με βεβαιότθτα) υπιρξε «ριηικά

επαναςτατικι».142 Θ ςυηιτθςθ για μια «προνομιοφχα πρόςβαςθ» μζςω

ενδοςκόπθςθσ είναι παράλογθ. Σφμφωνα με τθν παραδοςιακι αντίλθψθ

γνωρίηω με βεβαιότθτα το περιεχόμενο των ςκζψεϊν μου, εμπειριϊν, κλπ,

141 P.M.S Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 245 142 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Meaning & Mind”, (vol. 3), ςελ. 57

Page 144: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

137

ενϊ ςυνάγω αμφίβολα ςυμπεράςματα για ό,τι υπάρχει ζξω από αυτά.

Πμωσ δεν μπορϊ, λζει ο Wittgenstein, να ιςχυριςτϊ πωσ ξζρω ότι πονϊ,

επειδι «ςφμφωνα με τθν κλαςικι επιςτθμολογία κα πρζπει: να εικάςω ότι

πονϊ, να το ανακαλφψω, να το μάκω και να το επιβεβαιϊςω. Καμιά από

αυτζσ τισ μορφζσ λζξεων δεν ζχει νόθμα –δεν ζχει χριςθ»143. Επιπλζον,

δεν ζχει νόθμα να πω με βεβαιότθτα ότι πονϊ, επειδι μποροφμε να

γνωρίηουμε μόνο αυτό για το οποίο ζχει νόθμα νa αμφιβάλλουμε: «Θ

αμφιβολία ζπεται τθσ πίςτθσ» (OC 160) –το ίδιο το παιχνίδι τθσ

αμφιβολίασ προχποκζτει βεβαιότθτα (OC 115) που εξαςφαλίηεται με τισ

«γραμματικζσ προτάςεισ».

Πμοια, είναι ανοθςία να ποφμε ότι οι άλλοι μακαίνουν τα

αιςκιματά μου μόνο από τθν ςυμπεριφορά μου, ότι θ γνϊςθ τουσ για τα

αιςκιματά μου είναι ζμμεςθ, ενϊ θ δικι μου είναι άμεςθ. «Μόνο εγϊ

γνωρίηω τισ ςκζψεισ μου» ςθμαίνει ότι «Μπορϊ να εκφράςω τισ ςκζψεισ

μου, αν το επικυμϊ». Αλλά το ςθμαντικό εδϊ είναι, ότι δεν λζω ςε

κανζναν αυτό που ςκζφτομαι –πρζπει να μαντζψει (ενϊ όταν, λχ, δεν λζω

ςε κάποιον ότι είμαι άρρωςτοσ –μπορεί να το δει). Και αν μαντζψει

ςωςτά, είναι αποτζλεςμα των λεγομζνων μου. Θ πρόταςθ «Δεν μπορϊ να

πω τι ςκζφτεται» (εκτόσ κι αν μου το εκμυςτθρευτεί) δεν είναι ςαν τθν

πρόταςθ «Δεν μπορϊ να πω, αν είναι άρρωςτοσ» (εκτόσ κι αν ζχω προβεί

ςε αυτόν κι εκείνον τον ζλεγχο). Θ ςφγχυςθ εδϊ πθγάηει από τθ

διαςταφρωςθ διαφορετικϊν γλωςςικϊν παιχνιδιϊν.

Υπάρχουν αρκετζσ περιπτϊςεισ που λζμε για ζναν άνκρωπο ότι μασ

«είναι διαφανισ» (PI ςελ. 277) και αρκετζσ περιπτϊςεισ που εξαιτίασ

κάποιου εμφανοφσ λόγου (αιτίασ) προβαίνουμε ςε οριςμζνεσ υποκζςεισ

143 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Meaning & Mind”, (vol. 3), ςελ. 65

Page 145: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

138

για τθν ψυχικι κατάςταςθ ενόσ προςϊπου, οι οποίεσ τελικά

αποδεικνφονται ςωςτζσ. Για παράδειγμα, όταν δω κάποιον «να ςφαδάηει

από τον πόνο για μια φανερι αιτία δεν ςκζφτομαι: ωςτόςο αυτό που

νιϊκει μου είναι κρυμμζνο» (PI ςελ. 277).

Θ ζκφραςθ (ομολογία) «Αυτόσ πονά» αποτελεί κριτιριο για τουσ

άλλουσ, προκειμζνου ν’ αποδϊςουν ςτον ομιλοφντα το ςχετικό

ψυχολογικό κατθγόρθμα. Ρόνοσ και ςυμπεριφορά πόνου, επικυμία και

αντίςτοιχθ ςυμπεριφορά «δεν ςυνδζονται αναλογικά, υποκετικά ι

επαγωγικά».144 Φαίνεται να ιςχυρίηεται ο Wittgenstein ότι ανάμεςα ςτθν

φυςικι ζκφραςθ (εκδιλωςθ) του πόνου και ςτθ ρθματικι του ζκφραςθ

υπάρχει ζνα είδοσ ςυνζχειασ, και ότι θ δεφτερθ κεμελιϊνεται ςτθν πρϊτθ,

που δεν είναι βζβαια ιδιωτικι, αφοφ ςχετίηεται (κριτθριακά) με τθν

ςυμπεριφορά εκείνου που πονά (PI 244). Θ λζξθ «πόνοσ» ςυνδζεται με τθν

ςυμπεριφορά του πόνου και όχι με το ςυναίςκθμα που εκφράηει θ

ςυμπεριφορά. Μπορεί θ λζξθ «πόνοσ» να μθν ςθμαίνει μουγκρθτό, αλλά

όταν λζω μουγκρίηοντασ «πονϊ», αντικακιςτϊ το μουγκρθτό με πόνο.

Ο Wittgenstein όμωσ «δεν εξιςϊνει τθν ομολογία (πόνου) με τθν

φυςικι ζκφραςθ μιασ ‘εςωτερικισ κατάςταςθσ’»145. Μια ομολογία πόνου

δεν είναι ακριβϊσ όπωσ, λχ, το μουγκρθτό. Είναι μια ρθματικι ζκφραςθ

αποτελοφμενθ από γραμματικοφσ ςυνδυαςμοφσ λζξεων, ζχει άρνθςθ, ενϊ

υπάρχουν και χρονικζσ μεταβολζσ ςτθν πρόταςθ. Θ παρουςίαςθ τθσ

εςωτερικισ κατάςταςθσ κακίςταται δυνατι μζςω λεπτομερϊν

περιγραφϊν, που ωςτόςο δεν βαςίηονται ςτθν παρατιρθςθ. Κατά

πολλοφσ τρόπουσ μποροφν να είναι ανεπαρκείσ ι ελαττωματικζσ, αλλά

αυτό είναι αποτζλεςμα βοφλθςθσ: Θ προςποίθςθ και το ψεφδοσ, λζει ο

144 P.M.S. Hacker: “Connections & Controversies”, ςελ. 26 145 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Meaning & Mind”, (vol. 3), ςελ. 194

Page 146: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

139

Wittgenstein, ςχετίηονται με τθν κατοχι κινιτρου που αποβλζπει ςε

κάποιο όφελοσ.

Οπωςδιποτε, θ κατανόθςθ του ρόλου που παίηουν τα ςθμάδια

ςυμπεριφοράσ ςτθν εκδιλωςθ του πόνου ςτισ ψυχολογικζσ προτάςεισ

τρίτου προςϊπου, λζει ο Wittgenstein, αποτελεί μζροσ του πϊσ

ςυλλαμβάνουμε το νόθμα τθσ λζξθσ «πόνοσ». Ταυτόχρονα όμωσ δεν

αποτελοφν και ςυμπεράςματα για τθν απόδοςθ πόνου ςε κάποιον που

ουρλιάηει, λχ, ι που κάνει γκριμάτςεσ, επειδι θ κατανόθςθ του «πόνου»

περιλαμβάνει και τισ περιπτϊςεισ που μια τζτοια ςυμπεριφορά δεν

αποτελεί εκδιλωςθ πόνου (προςποίθςθ). Τα ςθμάδια ςυμπεριφοράσ

λειτουργοφν μάλλον ωσ «κριτιρια» για τθν εφαρμογι τθσ λζξθσ

«πόνοσ».146

Κα πρζπει πάντωσ να διευκρινιςτεί ότι: οι περιγραφζσ τθσ

γραμματικισ των ψυχολογικϊν προτάςεων ςτον Wittgenstein δεν πρζπει

να κεωρθκοφν μια μορφι λογικοφ μπιχεβιοριςμοφ.147 Θ ςφγκλιςθ

δικαιολογείται ωσ αποτζλεςμα τθσ από κοινοφ τουσ αποκιρυξθ του

Καρτεςιανιςμοφ (οι λζξεισ για τα αιςκιματα είναι ονόματα, που δίνονται

ςε διαδικαςίεσ που παρατθροφνται εςωτερικά). Αν για τον ψυχολογικό

μπιχεβιοριςμό δεν υπάρχει «εςωτερικό» και για τον λογικό μπιχεβιοριςμό

το «εςωτερικό» μετατρζπεται ςε ςυμπεριφορά, για τον Wittgenstein το

«εςωτερικό» δεν μετατρζπεται ςε ςυμπεριφορά. «Αυτόσ πονά» δεν

ςθμαίνει ότι «Αυτόσ ςυμπεριφζρεται ζτςι κι ζτςι». Θ εκδιλωςθ

ςυμπεριφοράσ πόνου αποτελεί μάλλον κριτιριο για τον πόνο (και είναι

δυνατόν να υπάρχει πόνοσ και να μθν εκδθλϊνεται). Θ γραμματικι των

ψυχολογικϊν λζξεων ςτισ λεκτικζσ εκφράςεισ του «εςωτερικοφ» δεν είναι

146 A.C. Grayling: “Wittgenstein”, ςελ. 88 147 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Meaning & Mind” (vol. 3), ςελ. 242

Page 147: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

140

αυτι τθσ γραμματικισ των ονομάτων για τα αντικείμενα (PI 293). Ο

μπιχεβιοριςμόσ, όχι λιγότερο από τον δυϊςμό, απζτυχε να καταλάβει ότι θ

γραμματικι (λογικι) ςπουδαιότθτα του γεγονότοσ «πονϊ» αποτελεί

ζκφραςθ πόνου.148

Συνοψίηοντασ κα λζγαμε ότι ο Wittgenstein απορρίπτει τθν φπαρξθ

μιασ ιδιωτικισ γλϊςςασ (με τθν ζννοια ότι αυτι τθ γλϊςςα μπορεί να τθν

καταλάβει μόνο ο κάτοχόσ τθσ), επειδι δεν μποροφμε να ονομάςουμε τα

αιςκιματά μασ εςωτερικά. Τείνουμε να ςκεφκοφμε ότι θ χριςθ τθσ λζξθσ,

λχ, «πόνοσ» είναι ηιτθμα απόδοςθσ τθσ λζξθσ ςτο ςυναίςκθμα. Πμωσ θ

γραμματικι τθσ απόδοςθσ μιασ λζξθσ ς’ ζνα ςυναίςκθμα, λζει ο

Wittgenstein, δεν είναι αυτι τθσ απόδοςθσ μιασ λζξθσ ςε ζνα φυςικό

αντικείμενο (Θ λζξθ «πόνοσ» αποδίδεται ςτο αίςκθμα του πόνου ςτο

βακμό που θ πρόταςθ «ζχω πόνο» αποτελεί ζκφραςθ του ςυναιςκιματοσ

κι επιπλζον, κριτιριο για κάποιον άλλο να δθλϊςει: «Αυτόσ πονά». Κι αν

είναι ζτςι, δεν ιςχφει ότι αποδίδουμε όνομα ς’ ζνα ςυναίςκθμα ςτο νου,

επειδι το να μονολογιςω «πονϊ» δεν δείχνει τον πόνο μου). Στθν

ιδιωτικι γλϊςςα το νόθμα ςυλλαμβάνεται ωσ μια εςωτερικι εικόνα

(παράςταςθ). Θ εςωτερικι εικόνα που ςυνοδεφει μια λζξθ, υποςτθρίηει ο

Wittgenstein, δεν μπορεί να μασ πει κάτι για τθν χριςθ τθσ λζξθσ. Κακϊσ ο

ιδιωτικόσ καταδεικτικόσ οριςμόσ ςτερείται εξωτερικοφ κριτθρίου

ορκότθτασ (PI 580: Μια εςωτερικι διαδικαςία ζχει ανάγκθ από εξωτερικά

κριτιρια), δεν μπορεί να ελεγχκεί θ ςφνδεςθ ςθμείου –υποδείγματοσ και

τότε «ορκό είναι εκείνο που μου φαίνεται ορκό» (PI 258).

Το νόθμα και θ κατανόθςθ προχποκζτουν τθ γλϊςςα. Κανζνα άτομο

δεν ζχει ιδιωτικι γλϊςςα. Αν δεν καταλαβαίνουμε μια γλϊςςα, δεν

148 P.M.S. Hacker: “Wittgenstein: Meaning & Mind” (vol. 3), ςελ. 244

Page 148: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

141

μποροφμε να καταλάβουμε μια πρόταςθ. Αυτό ςθμαίνει ότι κανείσ δεν

μπορεί από μόνοσ του να καταλάβει κάτι, διότι ςτο εςωτερικό τθσ

ςυνείδθςισ του δεν υπάρχουν οι όροι που διαςφαλίηουν τθν κατανόθςθ.

Μπορϊ να πω «μπουμπου» και να εννοϊ «Αν δεν βρζξει, κα πάω ζναν

περίπατο»; Μόνο ςε μια γλϊςςα μπορϊ να εννοϊ κάτι με κάτι. Μόνο ςτθ

γλωςςικι πρακτικι μπορεί μια λζξθ να ζχει νόθμα. Δεν υπάρχει νόθμα

πριν από τθ χριςθ των λζξεων ςτα γλωςςικά παιχνίδια.

Το νόθμα ςυγκροτείται μάλλον ςτθν γλωςςικι πράξθ. Σ’ ζνα

γλωςςικό παιχνίδι θ ορκι χριςθ των λζξεων κατοχυρϊνεται μζςω τθσ

φπαρξθσ κανόνων. Το να μιλάμε μια γλϊςςα είναι «μζροσ μιασ

δραςτθριότθτασ» (PI 23). Οι άνκρωποι ςυμφωνοφν «ςτον τρόπο ηωισ» (PI

241). Κανόνεσ και ςυμφωνία βρίςκονται ςε ςχζςθ αμφίδρομθ: θ

ςυμφωνία διαμορφϊνει κανόνεσ και θ εφαρμογι κανόνων εξαςφαλίηει

τθν ςυμφωνία ανάμεςα ςτα μζλθ τθσ ανκρϊπινθσ κοινότθτασ.

Καταλαβαίνουμε μια γλϊςςα ςτο μζτρο μόνο που μετζχουμε ςτθν μορφι

ηωισ ςτθν οποία εμπλζκεται θ ίδια. Γλϊςςα και γλωςςικι χριςθ είναι

φαινόμενα κοινωνικά.

2.5 Θ ΣΥΓΚΟΤΘΣΘ ΤΩΝ ΑΝΤΛΚΕΛΜΕΝΩΝ ΣΤΘ ΓΛΩΣΣΑ

2.5.1 Οι ζννοιεσ τθσ «γραμματικισ» και τθσ «γραμματικισ πρόταςθσ»

Από τισ παραπάνω αναλφςεισ μασ (ςτισ ενότθτεσ 2.2, 2.3, 2,4) ζχει

ιδθ καταςτεί ςαφζσ ότι ο Wittgenstein ζδωςε μια ςυγκεκριμζνθ

προτεραιότθτα ςτθ «χριςθ» τθσ λζξθσ, που αποτζλεςε και τθν βάςθ για

Page 149: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

142

τθν μζκοδο τθσ γλωςςικισ του ανάλυςθσ. Στα γλωςςικά παιχνίδια τα

ςθμεία και τα αντικείμενα ςυνδζονται μεταξφ τουσ κατά διαφορετικό

τρόπο από ό,τι ςτο ατομικό μοντζλο. Στο ατομικό μοντζλο τθσ γλϊςςασ τα

αντικείμενα προθγοφνται τθσ γλϊςςασ, ενϊ οι κανόνεσ γλωςςικισ χριςθσ

υπαγορεφονται από τα αντικείμενα. Υπό μια ζννοια θ γλϊςςα ςτο

Tractatus είναι ετερόνομθ ενϊ ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» είναι

αυτόνομθ. «Θ γλϊςςα φροντίηει για τον εαυτό τθσ». Αλλά με ποια ζννοια

θ γραμματικι είναι αυτόνομθ;

Στο ςθμείο αυτό είναι ςθμαντικό να εξθγιςουμε τι εννοείται με τον

όρο «γραμματικι» γενικά και πϊσ ο όροσ αυτόσ χρθςιμοποιείται από τον

Wittgenstein ειδικά. Για τθν παραδοςιακι γραμματικι το ενδιαφζρον

ςτρζφεται κυρίωσ ςτθν παρατιρθςθ των φωνθμάτων (φκόγγων).

Ρεριορίηοντασ όμωσ τθν ζρευνά τθσ ςτα γλωςςικά ςθμεία και τουσ

κανόνεσ καταςκευισ τουσ θ παραδοςιακι γραμματικι παραγκωνίηει τθν

ςθμαςιολογικι διάςταςθ –το νόθμα αυτοφ που λζγεται. Αυτό είχε ωσ

ςυνζπεια να αντιταχκεί ςτθν παραδοςιακι γραμματικι μια γλωςςικι

ζρευνα με «ςθμαςιολογικό προςανατολιςμό», μια ςθμαςιολογικι

γραμματικι, θ οποία αντιςτοιχεί ςε αυτό που ο Wittgenstein ονομάηει

«γραμματικι».

Με τον όρο «γραμματικι» ο Wittgenstein εννοεί το ςφνολο των

κανόνων που αφοροφν τθ χριςθ των γλωςςικϊν ςθμείων και ςυνιςτοφν το

νόθμά τουσ. Ο Wittgenstein μιλά για γραμματικι των λζξεων (ΒΒ ςελ.24, Λ

ςελ. 18, Λ 187, 257), των εκφράςεων (ΒΒ ςελ. 20, Λ 660),των προτάςεων

(ΒΒ ςελ. 51, 53 και Λ 353), ενϊ περιςταςιακά μιλά και για γραμματικι

καταςτάςεων (Λ 572) και διαδικαςιϊν (PG 41).149 Το νόθμα των εκφρά-

149 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 146, 147

Page 150: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

143

ςεων, προτάςεων, λζξεων κακορίηεται από τουσ κανόνεσ για τθ χριςθ

τουσ. Κάκε αλλαγι κανόνων επιφζρει και αλλαγι του νοιματοσ των

γλωςςικϊν εκφράςεων. Είναι τότε θ γραμματικι αυκαίρετθ; Είναι και δεν

είναι (Η 358).

Οι κανόνεσ τθσ γραμματικισ είναι ανάλογοι των καταςκευαςτικϊν

κανόνων ενόσ παιχνιδιοφ και κατά αυτόν τον τρόπο είναι αυκαίρετοι (Η

320). Aν κάποιοσ αλλάξει τουσ γραμματικοφσ κανόνεσ, δθμιουργεί μια

εναλλακτικι μορφι απεικόνιςθσ: μετακινείται από το ζνα γλωςςικό

παιχνίδι ςτο άλλο. Αλλά θ γραμματικι εκφράηει εξίςου κι ζνα είδοσ μθ

αυκαιρεςίασ: διαμορφϊνεται από τθν ανκρϊπινθ και κοινωνικι φφςθ

μασ. Για παράδειγμα, το να κεωριςουμε το ριμα «μιςϊ» αμετάβατο κα

ιταν αυκαιρεςία, αφοφ ωσ κοινι λζξθ ςτθ γλϊςςα μασ είναι μεταβατικό.

Θ γραμματικι υπάρχει ςτθ γλϊςςα (μασ) πριν από εμάσ. Είναι κάτι που

μακαίνουμε με τθ γλϊςςα –μια κοινωνικά μεταδιδόμενθ μορφι απει-

κόνιςθσ ριηωμζνθσ βακιά μζςα μασ, όπωσ και θ κοινωνικι μασ φφςθ.150

Ενίοτε, ο Wittgenstein προβαίνει ςτθ διάκριςθ μεταξφ «γραμματικισ

επιφανείασ» και «γραμματικισ βάκουσ» ςτθ χριςθ μιασ λζξθσ, κακϊσ τισ

κεωρεί υπαίτιεσ για αρκετά φιλοςοφικά προβλιματα.151 Θ γραμματικι

επιφανείασ περικλείει εκείνο «που αμζςωσ χαράηεται μζςα μασ από τθ

χριςθ μιασ λζξθσ… ο τρόποσ τθσ εφαρμογισ τθσ ςτθν καταςκευι τθσ

πρόταςθσ, το μζροσ τθσ χριςθσ τθσ –κα μποροφςε να πει κανείσ –που

μπορεί να το πιάςει το αφτί μασ» (Λ 664). Θ γραμματικι βάκουσ από τθν

άλλθ, αφορά εκείνουσ τουσ κανόνεσ χριςθσ που δεν αποκαλφπτονται

άμεςα ςτθν «επιφανειακι μορφι τθσ γραμματικισ μασ» (F.M. 32). Ζςτω τα

παραδείγματα: «ο Α παίηει μια παρτίδα ςκάκι» και «ο Α κερδίηει μια

150 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 166 151 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 147

Page 151: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

144

παρτίδα ςκάκι». Θ εξωτερικι ομοιότθτα ςτθ χριςθ των λζξεων «παίηω»

και «κερδίηω» ωκεί ςτθν εςφαλμζνθ ερμθνεία τθσ νίκθσ ωσ μια διαδικαςία

παρόμοιασ μ’ εκείνθ του παιχνιδιοφ: θ γραμματικι επιφανείασ τθσ λζξθσ

«νικϊ» (κερδίηω) μασ προτρζπει να τθν ςκεφτοφμε ωσ μια δραςτθριότθτα.

Πμωσ θ γραμματικι βάκουσ τθσ λζξθσ (νικϊ) κακιςτά ςαφζσ, ότι θ λζξθ

«νικϊ» δεν ςθμαίνει δραςτθριότθτα, αλλά μάλλον το αποτζλεςμα του

παιχνιδιοφ.

Ραρόλο που ο Wittgenstein ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» μάσ δίνει

κάποια παραδείγματα γραμματικϊν προτάςεων –«κάκε ραβδί ζχει ζνα

μικοσ» (Λ 251), «οι παραςτάςεισ μου είναι ιδιωτικζσ» (Λ 251), «μόνο εγϊ

μπορϊ να ξζρω αν πραγματικά πονϊ» (Λ 246), «κάκε ςϊμα ζχει ζκταςθ»

(Λ 252), «θ προςταγι προςτάηει τθν εκτζλεςι τθσ» (Λ 458) –δεν

προβαίνει πουκενά ςε κάποια ερμθνεία τουσ. Από τα περιςταςιακά ςχόλια

όμωσ φαίνεται ότι με τθν γραμματικι πρόταςθ ο Wittgenstein εννοεί τθν

πρόταςθ που προβαίνει ςτθ διατφπωςθ κάποιασ κρίςθσ για ζνα

αντικείμενο,152 ενϊ θ τιμι αλικειασ τθσ εξαρτάται αποκλειςτικά από τουσ

κανόνεσ χριςθσ του γλωςςικοφ ςθμείου που ςθμαίνει το αντικείμενο. Το

κοινό ςθμείο ςτα άνωκεν παραδείγματα γραμματικϊν προτάςεων είναι,

ότι όλεσ αυτζσ οι γραμματικζσ προτάςεισ προβαίνουν ςτθ διατφπωςθ

κρίςεων για ςυγκεκριμζνα αντικείμενα και με αυτι τθν ζννοια, κυμίηουν

εμπειρικζσ προτάςεισ. Στισ εμπειρικζσ προτάςεισ θ τιμι αλικειασ τουσ

εξαρτάται εν μζρει, από τθ γλωςςικι χριςθ των λζξεων που εμπεριζχονται

ςε αυτζσ, κι εν μζρει από τα εμπειρικά δεδομζνα. Στισ γραμματικζσ

προτάςεισ όμωσ θ τιμι αλικειασ τουσ εξαρτάται μόνο από τθ γλωςςικι

χριςθ των λζξεων που εμπεριζχονται ςε αυτζσ. Για παράδειγμα, θ τιμι

152 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 148

Page 152: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

145

αλικειασ τθσ πρόταςθσ «κάκε ράβδοσ ζχει ζνα μικοσ» μεταβάλλεται

μόνο, εφόςον θ γλωςςικι χριςθ των λζξεων «ράβδοσ» και «μικοσ»

τροποποιθκοφν –λχ, αν ονομάςουμε «ράβδο» ζνα αντικείμενο που δεν

ζχει μικοσ.

Συχνά πάντωσ οι εκφράςεισ που εμπεριζχονται ςε μια (γραμματικι)

πρόταςθ είναι «αςαφείσ» -αναφορικά με τον τρόπο που χρθςιμοποιοφνται

–κι ζτςι το αν θ πρόταςθ αποτελεί γραμματικι πρόταςθ –ι όχι, εξαρτάται

από μια περαιτζρω διευκρίνιςθ.153 Για παράδειγμα, το αν θ πρόταςθ «Οι

μθχανζσ δεν μποροφν να ςκεφτοφν» είναι γραμματικι –ι όχι –εξαρτάται

από τον προςδιοριςμό τθσ χριςθσ τθσ λζξθσ «ςκζφτομαι», χριςθ που δεν

είναι ςαφϊσ κακοριςμζνθ ςτθ γλϊςςα. Θ χριςθ τθσ λζξθσ αυτισ εν μζρει

ςυνδζεται με ςυγκεκριμζνα κριτιρια ικανοτιτων –και με αυτι τθν ζννοια

αποτελεί εμπειρικό ερϊτθμα το αν υπάρχουν (ι όχι) μθχανζσ που πλθροφν

αυτά τα κριτιρια. Από τθν άλλθ όμωσ, υπάρχει μια τάςθ εξ αρχισ να

ςυνδζεται θ εφαρμογι τθσ λζξθσ «ςκζφτομαι» ςτθ γλωςςικι χριςθ με μια

ςυγκεκριμζνθ ςφαίρα –αυτι του πνεφματοσ, του νου. Ο Wittgenstein

υποκφπτει ςε αυτι τθν τάςθ, όταν υποςτθρίηει: «Αλλά μια μθχανι δεν

μπορεί βζβαια να ςκεφτεί! Αυτό είναι μιπωσ μια εμπειρικι πρόταςθ; Πχι.

Μόνο για τον άνκρωπο, και για ό,τι μοιάηει μ’ αυτόν, λζμε ότι ςκζφτεται»

(Λ 360). Ππου θ χριςθ τθσ λζξθσ κακορίηεται κατά αυτόν τον τρόπο, θ

πρόταςθ «Οι μθχανζσ δεν μποροφν να ςκεφτοφν» αποτελεί μια

γραμματικι πρόταςθ, που δεν εξαρτάται ωσ προσ τθν τιμι αλικειασ τθσ

από κανζνα εμπειρικό δεδομζνο (για τισ μθχανζσ).

153 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 151

Page 153: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

146

2.5.2 Σο υπερβατολογικό status των γραμματικϊν προτάςεων και θ

ςυγκρότθςθ αντικειμζνων

Υπάρχει μια ςτενι ςχζςθ ανάμεςα ςτισ γραμματικζσ προτάςεισ και

τισ a priori προτάςεισ. Πμοια με τισ a priori προτάςεισ, οι γραμματικζσ

προτάςεισ αναφζρονται ςτθν πραγματικότθτα δίχωσ όμωσ θ τιμι αλικειασ

τουσ να εξαρτάται από τθν πραγματικότθτα αυτι. Επιπλζον, και οι δυο

αυτοί τφποι πρόταςθσ είναι αναγκαία αλθκείσ και θ άρνθςι τουσ είναι

αδιανόθτθ. Στθ βάςθ του προςδιοριςμοφ τθσ ζννοιασ «a priori» (πρόταςθ)

από τον Wittgenstein, όλεσ οι γραμματικζσ προτάςεισ είναι a priori: θ τιμι

αλικειασ μιασ γραμματικισ πρόταςθσ δεν εξαρτάται από κάποιο

εμπειρικό γεγονόσ και με αυτι τθν ζννοια, είναι a priori. Αναφορικά με τισ

γραμματικζσ προτάςεισ, ο Wittgenstein, ενίοτε, μιλάει για «a priori προ-

τάςεισ» (Λ 251).

Τότε, το βαςικό πρόβλθμα που αφορά τισ a priori προτάςεισ ιςχφει

εξίςου και για τισ γραμματικζσ προτάςεισ:154 Ρϊσ είναι δυνατόν για μια

πρόταςθ να προβεί ςτθ διατφπωςθ κρίςεων για τα αντικείμενα, όταν θ

τιμι αλικειασ τουσ δεν εξαρτάται από αυτά τα αντικείμενα; Ο

Wittgenstein ςε μια προςπάκεια ν’ αποςαφθνίςει το πρόβλθμα αυτό,

επιτζκθκε ςτθν ζννοια του «a priori», όπωσ αυτι διατυπϊκθκε από τθν

«ουςιοκρατία» (essentialism), και ανζπτυξε μια δικι του κεωρία για τισ a

priori προτάςεισ.

Σφμφωνα με τθν ουςιοκρατία, θ ουςία εξιςϊνεται μ’ ζνα ιδιαίτερο

αντικείμενο που υπάρχει ανεξάρτθτα τθσ γλϊςςασ και των πραγμάτων.

Συγκεκριμζνα: τα αντικείμενα ζχουν ουςία ανεξάρτθτθ τθσ γλϊςςασ. Οι

154 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ.153

Page 154: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

147

ιδιότθτεσ τθσ ουςίασ γίνονται γνωςτζσ μζςω ενόραςθσ, και κακϊσ τα

αντικείμενα δομοφνται ςφμφωνα με τθν ουςία τουσ, όλεσ οι ιδιότθτεσ τθσ

ουςίασ απαραίτθτα ανικουν εξίςου και ςε αυτά (τα αντικείμενα). Εν

ςυνεχεία, ςυγκεκριμζνα ονόματα δίνονται ςτα αντικείμενα και τότε οι

κανόνεσ για τθ χριςθ αυτϊν των ονομάτων κακορίηονται από τα

αντικείμενα ι τθν ουςία τουσ: μ’ ζνα μόνο όνομα ονομάηει κάποιοσ τότε

όλα εκείνα τα αντικείμενα που ςυμμετζχουν ςτθν μια και τθν ίδια ουςία.

Κατά αυτόν τον τρόπο, θ χριςθ των ονομάτων κακορίηεται ςτθ γλϊςςα.

Σφμφωνα με αυτι τθν κεωρία, οι a priori προτάςεισ αποτελοφν

κρίςεισ για τθν ουςία και ςυγχρόνωσ κρίςεισ για τα αντικείμενα που

ςυμμετζχουν ςτθν ουςία –κι ζτςι θ τιμι αλικειασ κακορίηεται μόνο με

αναφορά ςτθν ουςία. Για παράδειγμα, ο εργζνθσ προχπάρχει τθσ

οποιαςδιποτε ονοματοκεςίασ. Βλζπουμε ςε αυτόν τθν ουςία του εργζνθ

και αναγνωρίηουμε πωσ ςε αυτι τθν ουςία ανικουν οι ιδιότθτεσ, άντρασ

και ανφπαντροσ. Δίνουμε το όνομα «εργζνθσ» ςτον εργζνθ και ςτθν

ςυνζχεια, μποροφμε να προβοφμε ςτθ διατφπωςθ κάποιου ιςχυριςμοφ για

τθν ουςία του εργζνθ, λχ, «Πλοι οι εργζνθδεσ είναι ανφπαντροι».

Αντίκετα, κατά τον Wittgenstein, θ ουςία είναι προϊόν τθσ γλϊςςασ

και των γλωςςικϊν παιχνιδιϊν (με τα αντίςτοιχα γλωςςικά ςθμεία,

κανόνεσ χριςθσ και αντικείμενα). Θ ουςία εκφράηεται ςτθ γραμματικι (Λ

371). Ζςτω θ προαναφερκείςα πρόταςθ «Πλοι οι εργζνθδεσ είναι

ανφπαντροι». Σφμφωνα με τον Wittgenstein, μποροφμε να ςχεδιάςουμε

μια ςειρά από γλωςςικά παιχνίδια χρθςιμοποιϊντασ τα γλωςςικά ςθμεία:

«άντρασ», «γυναίκα», «ανφπαντροσ» κλπ. και τα αντίςτοιχα αντικείμενά

τουσ. Επιλζγουμε να ςχεδιάςουμε το γλωςςικό παιχνίδι με τθν λζξθ

«εργζνθσ» και ςυγκροτοφμε μια ομάδα αντρϊν (αντικειμζνων) που

Page 155: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

148

μοιράηονται τθν ίδια ιδιότθτα: είναι ανφπαντροι (αγνοϊντασ τθν ίδια

ςτιγμι όλεσ τισ άλλεσ ιδιότθτεσ αυτϊν των αντικειμζνων). Σφμφωνα με

αυτοφσ τουσ γλωςςικοφσ κανόνεσ ο εκάςτοτε εργζνθσ ζχει τθν ιδιότθτα να

είναι ζνασ ανφπαντροσ άντρασ. Θ a priori πρόταςθ « Πλοι οι εργζνθδεσ

είναι ανφπαντροι» προβαίνει ςτθ διατφπωςθ ενόσ ιςχυριςμοφ για τα

αντικείμενα, εργζνθδεσ, και ςυγχρόνωσ ςτθ διατφπωςθ των γλωςςικϊν

κανόνων για τθ χριςθ τθσ λζξθσ «εργζνθσ». Με αυτι τθν ζννοια θ a priori

πρόταςθ είναι μια «γραμματικι» πρόταςθ, «μια πρόταςθ που περιγράφει

τθ γραμματικι ενόσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ».155

Κα μποροφςε γενικά να ιςχυριςτεί κανείσ, ότι θ απόπειρα του

Wittgenstein να εξθγιςει τθν a priori πρόταςθ δομείται πάνω ςτθν

ελεφκερθ δράςθ του ανκρϊπου κατά τον ςχεδιαςμό ενόσ γλωςςικοφ

παιχνιδιοφ. Σφμφωνα με τον Wittgenstein, θ δυνατότθτα των a priori

προτάςεων ςτθρίηεται ςτο γεγονόσ ότι οι γλωςςικοί κανόνεσ δεν

αντλοφνται από τα αντικείμενα, αλλά είναι ο άνκρωποσ που ειςάγει τα

γλωςςικά ςθμεία κατά ζναν «αυκόρμθτο τρόπο» κι αυτό –ςυγχρόνωσ –

ολοκλθρϊνει τθν ςυγκρότθςθ του αντικειμζνου.156

Αν ςτθ δθμιουργία ενόσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ οι κανόνεσ τθσ

γλϊςςασ ςχεδιάηονται αυκόρμθτα («αυκαίρετα» –ελεφκερα και δίχωσ

προςδιοριςμό), το ερϊτθμα που προκφπτει αφορά ςτο βακμό ζκταςθσ

αυτισ τθσ «αυκαιρεςίασ» ι αν τίκεται τελικά κζμα ςφμβαςθσ. Στον

ςυμβατιςμό, θ κζςπιςθ μιασ κεωρίασ ι ενόσ γλωςςικοφ ςυςτιματοσ

εμφανίηεται να εξαρτάται από τθν ςφμβαςθ για το είδοσ των κανόνων που

επιλζχτθκαν για τθν κζςπιςθ τθσ κεωρίασ. Με αυτι τθν ζννοια, ζχει θ

κεωρία τθσ γλϊςςασ του Wittgenstein ςχζςθ με τον ςυμβατιςμό;

155 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 159 156 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 165

Page 156: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

149

Ο Wittgenstein αςχολικθκε με το πρόβλθμα του ςυμβατιςμοφ ςε

ςχζςθ με το ερϊτθμα για το αν οι κανόνεσ τθσ γραμματικισ είναι

αυκαίρετοι –ι όχι –και κατζλθξε ςε μια ενδιάμεςθ λφςθ:157 οι γραμματικοί

κανόνεσ είναι κατά μια άποψθ αυκαίρετοι και κατά μια άλλθ, όχι. Τα

γλωςςικά παιχνίδια είναι αυκαίρετα, εφόςον είναι και οι κανόνεσ που τα

ςυνιςτοφν. Και παρόλο που δομοφνται ςε ςτενι ςχζςθ με οριςμζνα

γεγονότα τθσ φφςθσ δεν απορρζουν από αυτά τα γεγονότα «κατ’ ανάγκθ».

Για τον ίδιο λόγο δεν μποροφμε να ιςχυριςτοφμε ότι ζνα γλωςςικό

παιχνίδι είναι αλθκζσ ι ψευδζσ με τθν ζννοια που μπορεί να είναι ζνασ

εμπειρικόσ ιςχυριςμόσ. Ο Wittgenstein επικυμϊντασ να εξθγιςει υπό ποια

ζννοια οι γραμματικοί κανόνεσ είναι «αυκαίρετοι», υποςτιριξε ότι, αν

κάποιοσ επιχειροφςε να εξθγιςει ζναν ςυγκεκριμζνο κανόνα (ι με άλλα

λόγια, να εξθγιςει γιατί κάποιοσ ακολοφκθςε με ακρίβεια τον

ςυγκεκριμζνο κανόνα), κ’ απαντοφςε μζςω μιασ περιγραφισ τθσ

πραγματικότθτασ –μζςω μιασ ςειράσ εμπειρικϊν προτάςεων δομθμζνων

ςτο πρότυπο του παραδείγματοσ. Αλλά μια τζτοια εξιγθςθ δεν είναι

δυνατι, κακϊσ κάποιοσ ιδθ προχποκζτει και ακολουκεί τουσ κανόνεσ

γραμματικισ για να περιγράψει τθν πραγματικότθτα (Μoore Lectures II,

ςελ. 299).

Στο ακόλουκο παράδειγμα διακρίνεται θ ενδιάμεςθ λφςθ που

προτείνει ο Wittgenstein ςχετικά με τον αυκαίρετο –και μθ– αυκαίρετο

χαρακτιρα των κανόνων χριςθσ μιασ λζξθσ: Θ πρόταςθ «12 ίντςεσ = 1

πόδι» (μονάδα μζτρθςθσ μικουσ) δεν είναι εμπειρικι πρόταςθ, αλλά

εκφράηει μάλλον μια ςφμβαςθ για τθ χριςθ των λζξεων: «ίντςα» και

«πόδι». Ωςτόςο, θ πρόταςθ αυτι ςυνδζεται ςτενά με οριςμζνα πολφ

157 E.K. Specht: “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 166

Page 157: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

150

γενικά εμπειρικά γεγονότα: Για παράδειγμα, υπάρχουν αντικείμενα πάνω

ςτα οποία εφαρμόηεται θ μζτρθςθ μικουσ (λχ, θ μζτρθςθ μιασ ράβδου).

Ομοίωσ θ πρόταςθ είναι ςυνυφαςμζνθ με τθν τεχνικι μζτρθςθσ μικουσ –ι

με άλλα λόγια, «θ πρόταςθ κεμελιϊνεται ςε μια τεχνικι… ςτα φυςικά και

ψυχολογικά γεγονότα που κακιςτοφν τθν τεχνικι δυνατι. Αλλά δεν ζπεται

από αυτό ότι το νόθμα τθσ (πρόταςθσ) εκφράηει αυτζσ τισ ςυνκικεσ… θ

πρόταςθ ζχει τον τυπικό ρόλο ενόσ κανόνα» (F.M. 159, 1 και 2). Ο κανόνασ

αυτόσ είναι αυκαίρετοσ ςτο βακμό που δεν υπάρχουν κάποιοι λόγοι, οι

οποίοι μασ ωκοφν ν’ ακολουκιςουμε με ακρίβεια τον ςυγκεκριμζνο

κανόνα και όχι κάποιον άλλο (λχ, «12 ίντςεσ = 2 πόδια). Δεν είναι όμωσ

αυκαίρετοσ (ο κανόνασ) ςτο βακμό που εξαρτάται από οριςμζνα, πολφ

γενικά φυςικά γεγονότα και κεμελιϊνεται ςε μια ςυγκεκριμζνθ τεχνικι και

πρακτικι του ανκρϊπου.

Με άλλα λόγια, όταν μιλάμε για αυτονομία (αυκαιρεςία) τθσ γραμ-

ματικισ, εννοοφμε ότι θ γραμματικι είναι ανεξάρτθτθ από τθν πραγμα-

τικότθτα με τθν ζννοια ότι κανζνα γεγονόσ δεν μασ αναγκάηει να τθν

χαρακτθρίςουμε ωσ εςφαλμζνθ. Αλλά υπό μια ζννοια θ γραμματικι είναι

εξαρτθμζνθ από τθν πραγματικότθτα, διότι, αν θ πραγματικότθτα ιταν

διαφορετικι από ό,τι είναι, δεν κα τθ χρθςιμοποιοφςαμε. Αυτι θ ςχζςθ

ανάμεςα ςτθ γραμματικι και ςτθν πραγματικότθτα γίνεται ιδιαίτερα

εμφανισ, όταν προςπακιςει κανείσ –όςο αυτό είναι δυνατό –να

περιγράψει τον κόςμο από τθν ςκοπιά μιασ άλλθσ γραμματικισ. Θ

γραμματικι είναι προϊόν τθσ αντιπαράκεςθσ του ανκρϊπου με τον κόςμο

και από τθν άποψθ αυτι θ γραμματικι δεν είναι οφτε αλθκισ οφτε

ψευδισ. Είναι ζνα ςφςτθμα πεποικιςεων που ζχει «δοξαςτικό» χα-

ρακτιρα.

Page 158: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

151

Αναφζραμε ιδθ ότι ζνα γλωςςικό παιχνίδι δεν είναι αλθκζσ ι

ψευδζσ με τθν ζννοια που μπορεί να είναι μια εμπειρικι πρόταςθ. Σ’ ζνα

χωρίο από το “Foundations of Mathematics” (F.M.) ο Wittgenstein ςχο-

λιάηει ωσ εξισ το γλωςςικό παιχνίδι με αρικμοφσ: «…δεν μπορεί να

ειπωκεί ότι μια ςειρά αρικμϊν είναι αλθκισ, αλλά ότι είναι χριςιμθ και –

κυρίωσ– ότι χρθςιμοποιείται» (F.M. 4). Για τον Wittgenstein τα γλωςςικά

παιχνίδια δεν είναι οφτε αλθκι οφτε ψευδι, επειδι προχπάρχουν τθσ

αλικειασ και του ψεφδουσ των προτάςεων που δομοφνται μζςα ςε αυτά.

Ωςτόςο, το γεγονόσ ότι τα γλωςςικά παιχνίδια δεν μποροφν να είναι

αλθκι ι ψευδι δεν αποκλείει τθ δυνατότθτα φπαρξθσ οριςμζνων άλλων

κριτθρίων για τθν αξιολόγθςθ ενόσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ. Για παρά-

δειγμα, ζνα τζτοιο κριτιριο κα μποροφςε να είναι θ ςκοπιμότθτα του

γλωςςικοφ παιχνιδιοφ: οριςμζνα γλωςςικά παιχνίδια επιτυγχάνουν ζναν

ςυγκεκριμζνο ςκοπό καλφτερα από κάποια άλλα. Ζτςι, ο Wittgenstein

αναγνωρίηει πρακτικά κριτιρια για τα γλωςςικά παιχνίδια.158

Σε αρκετά γλωςςικά παιχνίδια όμωσ δεν είναι δυνατόν να εξθ-

γιςουμε, γιατί χρθςιμοποιείται αυτό το γλωςςικό παιχνίδι και όχι κάποιο

άλλο. Για τον Wittgenstein αυτά τα γλωςςικά παιχνίδια εξθγοφν τθν

φπαρξι τουσ απλά επειδι χρθςιμοποιοφνται από τθν γλωςςικι κοινότθτα.

Είναι λάκοσ μασ «να ψάχνουμε μιαν εξιγθςθ εκεί όπου κα ζπρεπε να

βλζπουμε αυτό το γεγονόσ ςαν «πρωτο-φαινόμενο». Εκεί δθλαδι όπου κα

ζπρεπε να είχαμε πει: παίηεται αυτό το γλωςςικό παιχνίδι» (Λ 654).

Από τισ παραπάνω αναλφςεισ προκφπτει ότι το γλωςςικό παιχνίδι

αποτελεί μια ολότθτα όπου γλωςςικό ςθμείο, αντικείμενο και ανκρϊπινθ

δραςτθριότθτα ςυνιςτοφν μια ακατάλυτθ (άρρθκτθ) ενότθτα –ζτςι, που θ

158 E.K. Specht: “The Foundation’s of Wittgenstein’s Late Philosophy”, ςελ. 171

Page 159: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

152

ςυγκρότθςθ ενόσ αντικειμζνου επιχειρείται ταυτόχρονα με τον ςχεδιαςμό

των κανόνων του γλωςςικοφ ςθμείου. Οι κανόνεσ του γλωςςικοφ παι-

χνιδιοφ (θ γραμματικι του) κακορίηουν, ςυγχρόνωσ, και τθ χριςθ του

γλωςςικοφ ςθμείου και τα γνωρίςματα (χαρακτθριςτικά) τθσ ουςίασ του

αντικειμζνου: «Τι είδοσ αντικείμενο είναι κάτι, αυτό το λζει θ γραμματικι»

(Λ 373). Κακϊσ λοιπόν οι κανόνεσ για τθ χριςθ τθσ λζξθσ δεν κακορίηονται

από τθν δομι του αντικειμζνου (αλλά αντίςτροφα), θ χριςθ τθσ λζξθσ

κατά ζναν τρόπο κακορίηει τθν δομι του αντικειμζνου. Θ ιδζα αυτι είναι

κεντρικι τόςο ςτθν φιλοςοφικι μζκοδο του Wittgenstein όςο και ςτθν

φιλοςοφία του γενικότερα.

2.5.3 Σο ζργο τθσ φιλοςοφίασ

Στθν παραδοςιακι φιλοςοφία, θ ζρευνα για τα διάφορα είδθ

αντικειμζνων και τθσ δομισ τουσ ανικει ςτα κακικοντα τθσ οντολογίασ,

τθσ οποίασ θ μεκοδολογικι κεμελίωςθ επιτυγχάνεται δίχωσ αναφορά ςτθ

γλϊςςα. Οι οντολογικζσ δομζσ των αντικειμζνων είναι είτε ανεξάρτθτεσ

του ανκρϊπου είτε αποτελοφν προϊόν ανκρϊπινθσ εξιγθςθσ. Θ πρϊτθ

περίπτωςθ εκφράηεται ςτον Αριςτοτζλθ, για τον οποίο τα αντικείμενα

προχπάρχουν τθσ γλϊςςασ. Θ γνϊςθ τθσ οντολογίασ των αντικειμζνων

αναφζρεται ςτθ δομι του αντικειμζνου, που είναι ανεξάρτθτθ τθσ

γλϊςςασ. Στθ ςυνεχεία θ γλϊςςα δίνει ονόματα ςτα αντικείμενα μζςω των

λζξεϊν τθσ κι ζτςι οι κανόνεσ για τα γλωςςικά ςθμεία αντλοφνται από τα

αντικείμενα –το ζςχατο κριτιριο για τθ γνϊςθ των αντικειμζνων

παραμζνει το μθ γλωςςικό αντικείμενο. Θ δεφτερθ περίπτωςθ

αναπτφςςεται ςτουσ Kant και Husserl: Θ γνϊςθ για τθν οντολογία των

Page 160: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

153

αντικειμζνων ιςοδυναμεί πάντα με τθν «ςφλλθψθ» του δομικοφ

ςυςτιματοσ των μορφϊν, όπωσ τισ κατανοοφμε ι τισ αντιλαμβανόμαςτε. Θ

γλϊςςα, ωςτόςο, παραμζνει εκτόσ οντολογικοφ ενδιαφζροντοσ. Και ςτισ

δυο περιπτϊςεισ πάντωσ θ γνϊςθ για τθν οντολογία των αντικειμζνων

αναφζρεται ςε μια μθ γλωςςικι αντικειμενικότθτα.

Αντίκετα για τον Wittgenstein, θ ςυγκρότθςθ των αντικειμζνων

πραγματοποιείται εντόσ και δια μζςου τθσ γλϊςςασ ι τθσ γλωςςικισ

δράςθσ του ανκρϊπου. Θ οντολογικι δομι των αντικειμζνων κακορίηεται

από τον «αυκόρμθτο» ςχεδιαςμό ενόσ γλωςςικοφ παιχνιδιοφ μαηί με μια

οριςμζνθ χριςθ του ςθμείου. Θ γνϊςθ τθσ οντολογίασ των αντικειμζνων

ςτον Wittgenstein ςυνεπϊσ ζχει τθν βάςθ τθσ ςτθν ανάλυςθ τθσ «γραμ-

ματικισ» του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ. Θ «γραμματικι ανάλυςθ» για τον

Wittgenstein αποτελεί τθν νζα μεκοδολογικι προςζγγιςθ των οντολογικϊν

προβλθμάτων.

Ο Wittgenstein δεν προζβθ ποτζ ςε μια ςυςτθματικι μελζτθ των

γλωςςικϊν παιχνιδιϊν και των αντικειμζνων που ςυγκροτοφνται εντόσ

τουσ. Τον απαςχόλθςε μάλλον θ φπαρξθ των φιλοςοφικϊν προβλθμάτων,

τα οποία, όπωσ υποςτιριηε, διαφζρουν από τα επιςτθμονικά προβλιματα:

Τα φιλοςοφικά προβλιματα δεν είναι εμπειρικά. Δεν λφνονται

«προςκομίηοντασ νζεσ εμπειρίεσ, αλλά ςυναρμολογϊντασ αυτό που μασ

είναι γνωςτό από καιρό. Θ φιλοςοφία είναι ζνασ αγϊνασ ενάντια ςτθ

γοθτεία που αςκεί το γλωςςικό μζςο πάνω ςτθ νόθςι μασ» (Λ 109).

Βαςικι πθγι παρανοιςεων τθσ φιλοςοφίασ αποτελεί θ δυςκολία να

εξετάςουμε το πϊσ χρθςιμοποιοφμε τθ γλϊςςα: «Μια από τισ κφριεσ

πθγζσ τθσ ακατανοθςίασ μασ είναι πωσ δεν ζχουμε εποπτεία τθσ χριςθσ

των λζξεων. –Στθ γραμματικι μασ λείπει θ εποπτικότθτα. –Θ ξεκάκαρθ

Page 161: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

154

παράςταςθ εξαςφαλίηει τθν κατανόθςθ που ςυνίςταται ακριβϊσ ςτο ότι

‘βλζπουμε τισ ςυςχετίςεισ’. Γι’ αυτό ζχει ςπουδαιότθτα το να βρίςκουμε

και να επινοοφμε ενδιάμεςα μζλθ» (Λ 122). Θ εςωτερικι δομι τθσ

γλϊςςασ αποτελείται από τουσ κανόνεσ, που κακορίηουν τθ χριςθ κι ζτςι

το νόθμα των προτάςεων. Τα ςυςτατικά των προτάςεων αποτελοφν τθν

μορφι τθσ αναπαράςταςθσ των εννοιολογικϊν ςχζςεων μζςω των οποίων

ςυλλαμβάνουμε τον κόςμο. Καταλαβαίνουμε τθ δικι μασ μορφι

αναπαράςταςθσ, εφόςον ςυλλάβουμε τθ «γραμματικι» τθσ γλϊςςασ. Θ

γραμματικι είναι θ δομι των δυναμικϊν γλωςςικϊν μασ εφαρμογϊν. «Το

κεμελιακό γεγονόσ είναι πωσ εμείσ κακορίηουμε κανόνεσ, μια τεχνικι για

ζνα παιχνίδι, και μετά, όταν ακολουκιςουμε τουσ κανόνεσ, τα πράγματα

δεν πθγαίνουν όπωσ το είχαμε υποκζςει. Σαν να λζγαμε μπερδευόμαςτε

ςτουσ ίδιουσ τουσ κανόνεσ μασ. Αυτό το μπζρδεμα ςτουσ κανόνεσ μασ είναι

που κζλουμε να καταλάβουμε, δθλαδι να το δοφμε εποπτικά. Αυτό

φωτίηει τθν ζννοια που ζχουμε του εννοείν. Γιατί ςε κείνεσ τισ περιπτϊςεισ

τα πράγματα πθγαίνουν διαφορετικά απ’ ότι τα είχαμε εννοιςει,

προβλζψει. Πταν, λχ, παρουςιαςτεί μια αντίφαςθ, τότε λζμε: ϋΔεν το

εννοοφςα ζτςι’» (Λ 125).

Θ φιλοςοφία είναι θ περιγραφι των λειτουργιϊν τθσ γλϊςςασ (Λ

109). Επιλφει μθ εμπειρικά προβλιματα ςτρζφοντασ τθν προςοχι μασ

ςτον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί θ γλϊςςα μασ –ςτθ χριςθ των λζξεων

(Η 463). Θ φιλοςοφία δεν εξθγεί τίποτα (PI 109, BB ςελ. 125, PG 30): «Πλεσ

οι εξθγιςεισ πρζπει να παραμεριςτοφν, και ςτθ κζςθ τουσ να μπει μονάχα

θ περιγραφι» (Λ 109).

Δεν υπάρχει τίποτα το καινοφριο να βροφμε ςτθ φιλοςοφία –θ

φιλοςοφία προβαίνει ςτθν αναδιευκζτθςθ αυτϊν που ιδθ γνωρίηουμε (Λ

Page 162: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

155

109). Δεν περιμζνουμε από τθν φιλοςοφία ν’ ανακαλφψει, αν οι προτάςεισ

μασ ζχουν κάποιο νόθμα. Τζτοια ςφγχυςθ εδρεφει ςε μια πλανεμζνθ

αναλογία μεταξφ φιλοςοφικισ ανάλυςθσ και φυςικισ ι χθμικισ ανάλυςθσ

και μιασ βακιάσ ριηωμζνθσ παρανόθςθσ τθσ φφςθσ του νοιματοσ. Τα

φιλοςοφικά προβλιματα δεν είναι εμπειρικά –είναι εννοιολογικά.

«Αποτζλεςμα τθσ φιλοςοφίασ είναι το ξεςκζπαςμα τθσ μιασ ι τθσ άλλθσ

κακαρισ α-νοθςίασ, και των καροφμπαλων που απόκτθςε ο νουσ

πζφτοντασ πάνω ςτα όρια τθσ γλϊςςασ. Αυτά τα καροφμπαλα μασ

φανερϊνουν τθν αξία που ζχει εκείνο το ξεςκζπαςμα» (Λ 119).

Θ γλωςςικι ζρευνα (γλωςςανάλυςθ) ενδιαφζρεται για τα εν-

νοιολογικά προβλιματα τθσ φιλοςοφίασ και όχι για εμπειρικά

προβλιματα ι μεταφυςικζσ αλικειεσ. Θ ανάλυςθ τθσ γλϊςςασ αποτελεί

τόςο για τον πρϊιμο όςο και για τον φςτερο Wittgenstein το κφριο ζργο

τθσ φιλοςοφίασ. Θ φιλοςοφία δεν είναι επιςτιμθ: δεν διατυπϊνει

κεωρίεσ, που διευρφνουν τθ γνϊςθ μασ για τον κόςμο, αλλά ςτοχεφει ςτθ

διαςάφθςθ των ςκζψεϊν μασ, δθλαδι τθσ γλϊςςασ. Με άλλα λόγια, θ

λογικι ανάλυςθ τθσ γλϊςςασ ςτο Tractatus επεδίωξε: α) ν’ αποκαλφψει

ότι οι φιλοςοφικζσ προτάςεισ δεν ζχουν νόθμα και β) να δείξει ότι αυτζσ οι

προτάςεισ παραπζμπουν ςε κάτι που διαφεφγει τθσ λογικισ ανάλυςθσ.

Στισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» θ φιλοςοφία είναι κριτικι τθσ γλϊςςασ,

όπωσ και ςτο Tractatus, μόνο που θ κριτικι παίρνει τϊρα ζνα διαφορετικό

χαρακτιρα. Θ γλϊςςα είναι θ πθγι των φιλοςοφικϊν προβλθμάτων αλλά

ςυνάμα και το μζςο για να τα ξεπεράςουμε αποςαφθνίηοντασ τθ γλωςςικι

χριςθ. Το εγχείρθμα διαςάφθςθσ τθσ γλωςςικισ χριςθσ χαρακτθρίηει ο

φςτεροσ Wittgenstein ωσ γραμματικι ζρευνα. Τθ κζςθ τθσ λογικισ παίρνει

τϊρα θ γραμματικι, που εκφράηει τον τρόπο που βλζπουμε τα πράγματα.

Page 163: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

156

Θ γραμματικι ςυγκροτεί τθν πρόςβαςι μασ ςτθν πραγματικότθτα, κακϊσ

κζτει τουσ κανόνεσ κάκε δυνατισ περιγραφισ.

Ο Wittgenstein δίνοντασ ζμφαςθ ςτθν «εργαλειακι» πλευρά τθσ

γλϊςςασ (θ γλϊςςα είναι οι χριςεισ τθσ) ςτισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ»

προςφεφγει ςτθν ζννοια του «γλωςςικοφ παιχνιδιοφ», δθλαδι ςτουσ

αναρίκμθτουσ διαφορετικοφσ τρόπουσ με τουσ οποίουσ μεταχειριηόμαςτε

τισ λζξεισ. Θ φιλοςοφία είναι μια γραμματικι ζρευνα (Λ 90), θ οποία

«παραμερίηει τισ παρανοιςεισ. Ραρανοιςεισ που αφοροφν τθ χριςθ των

λζξεων, που προκαλοφνται, ανάμεςα ςε άλλα, από οριςμζνεσ αναλογίεσ

ανάμεςα ςε μορφζσ ζκφραςθσ που ανικουν ςε διαφορετικζσ περιοχζσ τθσ

γλϊςςασ μασ» (Λ 90). Οι παρανοιςεισ που αφοροφν τθ χριςθ των λζξεων

είναι το αποτζλεςμα «επιπόλαιων» λεκτικϊν αναλογιϊν, εξαιτίασ τθσ

«γραμματικισ επιφανείασ» των λζξεων.

Πταν βλζπουμε μια αναλογία μεταξφ των μορφϊν των λζξεων ςτθν

γραμματικι επιφανείασ, υποκζτουμε εςφαλμζνα μια αναλογία ςτθ

«γραμματικι βάκουσ». Ζννοιεσ με διαφορετικζσ μορφζσ είναι δυνατόν να

δείχνουν μια επιφανειακι ομοιότθτα. Το ζνδυμα τθσ γλϊςςασ μασ, λζει ο

Wittgenstein, κάνει τα πάντα να μοιάηουν (Λ ςελ. 224). Επιφανειακά, οι

όροι «ςκζφτομαι», «γράφω», «μιλϊ», «ςκζψθ», «γραφι» και «ομιλία»

εμφανίηονται γραμματικά όμοιοι. Το να γράφω και να ομιλϊ είναι

δραςτθριότθτεσ που εκτελοφνται μζςω χεριοφ και λάρυγγα αντίςτοιχα.

Επιπλζον, ςυλλαμβάνουμε τθν ςκζψθ ςαν μια δραςτθριότθτα ςτο νου

ξεχνϊντασ ότι θ δράςθ του νου διαφζρει εντελϊσ από εκείνθ του χεριοφ.

Κακϊσ θ γραφι δθμιουργεί προτάςεισ και θ ομιλία δθμιουργεί φκόγγουσ,

κεωροφμε ότι οι ςκζψεισ αποτελοφν προϊόν τθσ δραςτθριότθτασ του

«ςκζφτομαι» ςε ζνα αικζριο ενδιάμεςο.

Page 164: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

157

Αυτι θ δυςκολία (θ ομοιόμορφθ εμφάνιςθ των λζξεων με

διαφορετικζσ χριςεισ) είναι ο λόγοσ για τον οποίο καταφεφγουμε ςε

φιλοςοφικζσ κεωρίεσ. Επινοοφμε κεωρίεσ του νοιματοσ και προςπακοφμε

να ςυλλάβουμε μια ιδεατι μορφι πίςω από τθν ςφνκεςθ των γλωςςικϊν

παιχνιδιϊν. Είναι όμωσ ςαφζσ ότι «κάκε πρόταςθ τθσ γλϊςςασ μασ είναι

εντάξει όπωσ είναι, που ςθμαίνει πωσ δεν επιδιϊκουμε ζνα ιδανικό, ςαν

να μθν είχαν ζνα εντελϊσ άψογο νόθμα οι αόριςτεσ προτάςεισ τθσ κοινισ

μασ γλϊςςασ και να ιταν ανάγκθ να καταςκευάςουμε πρϊτα μια τζλεια

γλϊςςα. –Από τθν άλλθ μεριά είναι ςαφζσ ότι: εκεί όπου υπάρχει νόθμα,

εκεί πρζπει να υπάρχει τζλεια τάξθ. –Ρρζπει λοιπόν θ τζλεια τάξθ να

υπάρχει και ςτθν πιο αόριςτθ πρόταςθ» (Λ 98). Επιπλζον, «θ φιλοςοφία

τθσ λογικισ μιλά για προτάςεισ και λζξεισ με τθν ίδια ακριβϊσ ζννοια,

όπωσ ακριβϊσ κάνουμε ςτθν κακθμερινι μασ ηωι, όταν, λχ, λζμε: «εδϊ

είναι γραμμζνθ μια κινζηικθ πρόταςθ» ι όχι, αυτά μοιάηουν ςαν ςθμεία

γραφισ, αλλά είναι μόνο διακοςμθτικά, κλπ» (Λ 108). Σκοπόσ τθσ

φιλοςοφίασ είναι να ξεςκεπάςει τισ φιλοςοφικζσ κεωρίεσ, να οδθγιςει

«τισ λζξεισ πίςω από τθν μεταφυςικι ςτθν κακθμερινι τουσ χριςθ» (Λ

116), να καταςτρζψει τα «χάρτινα ςπίτια» και καταςτρζφοντάσ τα να

ελευκερϊςει «το ζδαφοσ τθσ γλϊςςασ πάνω ςτθν οποία ορκϊνονταν» (Λ

118). Θ φιλοςοφία δεν καταςκευάηει κεωρίεσ. Δεν είναι θ γνϊςθ ο

απϊτεροσ ςκοπόσ τθσ. Θ φιλοςοφία είναι μια δραςτθριότθτα λογικισ

διαςάφθςθσ.

Θ φιλοςοφία δεν αγγίηει τθν πραγματικι χριςθ τθσ γλϊςςασ –μόνο

να τθν περιγράψει μπορεί. «Γιατί δεν μπορεί οφτε και να τθ κεμελιϊςει.

Πλα τα αφινει όπωσ είναι» (Λ 124). Δεν είναι ζργο τθσ φιλοςοφίασ να

καταςκευάςει τθ γλϊςςα –δεν λζει ότι θ γλϊςςα δεν μπορεί ν’ αλλάξει,

Page 165: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

158

αλλά μάλλον ότι τζτοιεσ αλλαγζσ πρζπει να προκφπτουν από

ςυγκεκριμζνεσ ανάγκεσ των χρθςτϊν τθσ γλϊςςασ και όχι από τθν

αφθρθμζνθ εικόνα για τθ φφςθ τθσ γλϊςςασ: «Μια μεταρρφκμιςθ (τθσ

γλϊςςασ) είναι βζβαια δυνατι για κακοριςμζνουσ πρακτικοφσ ςκοποφσ,

όπωσ θ βελτίωςθ τθσ ορολογίασ μασ ζτςι ϊςτε, ςτθν πρακτικι χριςθ, να

αποφεφγονται παρανοιςεισ. Αλλά δεν είναι αυτζσ οι περιπτϊςεισ με τισ

οποίεσ ζχουμε να κάνουμε. Τα μπερδζματα που μασ απαςχολοφν,

προκφπτουν, ςα να λζγαμε, όταν θ γλϊςςα γυρίηει ςαν ελεφκεροσ τροχόσ,

όχι όταν δουλεφει» (Λ 132).

Σκοπόσ του φιλοςόφου δεν είναι να αντικαταςτιςει τισ παλιζσ,

κακζσ κι επιπόλαιεσ αναλογίεσ με νζεσ, αφοφ δεν πρόκειται να επζλκει

καμία βελτίωςθ ςτισ κεωρίεσ που τυχόν αντικακιςτοφν. Ζργο του

φιλοςόφου είναι να ςυλλζγει υπομνιςεισ για ζναν οριςμζνο ςκοπό (Λ

127), δθλαδι να μασ περιγράψει τθ γλϊςςα ςτθν κακθμερινι τθσ

λειτουργία, ζτςι που ο πραγματικόσ τρόποσ τθσ χριςθσ των λζξεων να

καταςτεί ξεκάκαροσ . Ο Wittgenstein μιλά για «περιγραφι» και όχι για

εξιγθςθ, «αφοφ τα πάντα τοποκετοφνται εμπρόσ μασ» (Λ 126) και κακϊσ

«όλα προςφζρονται ςτθ κζα, δεν υπάρχει τίποτα που να χρειάηεται

εξιγθςθ» (Λ 126). Κα μποροφςαμε να ποφμε ότι «θ γλϊςςα που ντφνει τισ

ςκζψεισ μασ» τϊρα αντικακίςταται από τθ γλϊςςα όπου τίποτα δεν μζνει

κρυμμζνο. Αλλά αυτό δεν είναι και τόςο απλό, επειδι υπάρχουν

φιλοςοφικά ςυςτιματα και φιλοςοφικζσ κεωρίεσ και χρειάηεται να

εξθγιςουμε πϊσ υπάρχουν εφόςον δεν κρφβεται τίποτα.

Σε μια ζκφραςθ είναι δυνατόν να δοκοφν πολλά και διαφορετικά

νοιματα. Ζνασ λόγοσ είναι θ ζννοια του «αρχζτυπου» που, όπωσ

Page 166: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

159

υποςτθρίηει ο Bentham, «είναι βακιά ςφθνωμζνθ μζςα ςτθ γλϊςςα»:159 Ο

Bentham υποςτιριξε ότι τα αρχζτυπα μποροφν να αποτελζςουν πθγι

ςφγχυςθσ αλλά και διευκρίνιςθσ. Ρροκαλοφν ςφγχυςθ όταν

εκλαμβάνονται κυριολεκτικά, και διαφωτίηουν όταν θ αναλογία μεταξφ τθσ

αρχζτυπθσ εικόνασ και του νοιματοσ τθσ ζκφραςθσ (τθσ οποίασ αποτελεί

αρχζτυπο) αποκαλφπτεται.

Ομοίωσ, ο Wittgenstein υποςτιριξε ότι θ γλϊςςα μασ περιζχει

ηωθρζσ εικόνεσ που μασ παραςφρουν ςτθ φιλοςοφία. Οριςμζνεσ μορφζσ

ζκφραςθσ (μεταφορζσ και παρομοιϊςεισ) αφομοιϊνονται ςτθ γλϊςςα και

μασ εξαπατοφν. Μασ πιζηουν να ςκεφτοφμε ότι τα γεγονότα πρζπει να

εφαρμόηονται ςτισ εικόνεσ κι ζτςι ςφθνϊνονται βακιά ςτθ γλϊςςα. Δεν

είναι θ ορκότθτα τζτοιων εικόνων που βρίςκεται ςε διαμάχθ, αλλά μάλλον

θ εφαρμογι τουσ.

Θ εφαρμογι (κι ζτςι θ φφςθ των εννοιολογικϊν ςχζςεων που

ςχθματίηουν το νόθμα τθσ ζκφραςθσ) δεν δίνεται από τθν εικόνα και δεν

είναι εφκολο να τθν εξετάςουμε: «Νομίηω πωσ μπορεί κανείσ να πει: Εςφ

μιλάσ (όταν, λχ, κάκεςαι ςε ζνα δωμάτιο) για το «οπτικό δωμάτιο». Το

οπτικό δωμάτιο είναι εκείνο που δεν ζχει ιδιοκτιτθ. Ακόμα λιγότερο

μπορϊ να είμαι κάτοχόσ του απ’ όςο μπορϊ να πθγαινοζρχομαι ς’ αυτό,

να το κοιτϊ ι να το δείχνω με το δάχτυλο. Στο βακμό που δεν μπορεί να

ανικει ςε κανζναν άλλο, δεν μπορεί να ανικει οφτε ςε μζνα. Ι δεν ανικει

ςε μζνα, επειδι κζλω να χρθςιμοποιιςω γι’ αυτό τθν ίδια μορφι

ζκφραςθσ που χρθςιμοποιϊ για το υλικό δωμάτιο όπου κάκομαι. Για τθν

περιγραφι του τελευταίου δεν χρειάηεται να γίνει μνεία κανενόσ ιδιοκτιτθ

–μάλιςτα δεν είναι καν ανάγκθ να ζχει ιδιοκτιτθ. Μα τότε το οπτικό πεδίο

159 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ.131

Page 167: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

160

δεν μπορεί να ζχει κανζνα ιδιοκτιτθ –γιατί δεν ζχει κανζνα αφεντικό οφτε

μζςα οφτε ζξω» (Λ 398).

Ωςτόςο, τα αγαπθμζνα παραδείγματα του Wittgenstein είναι

βγαλμζνα από τθ φιλοςοφία του νου και τθν ψυχολογικι γλϊςςα.

Λαχταράμε να μάκουμε τι ςυμβαίνει ςτο μυαλό κάποιου, φανερϊνουμε

ςτουσ άλλουσ τι ςυμβαίνει εντόσ μασ. Πταν κζλουμε να μάκουμε τι

ςκζφτεται κάποιοσ, ρωτάμε να μάκουμε. Πμωσ θ εικόνα του «εντόσ» κι

«εκτόσ», που ςφθνϊνεται ςτθ γλϊςςα μασ, ςυςκοτίηει τθ χριςθ τθσ

ψυχολογικισ γλϊςςασ παρζχοντασ μια πλοφςια πθγι πλάνθσ. Αςυ-

ναίςκθτα ςκεφτόμαςτε ότι αυτό που ςκζφτεται ο άλλοσ πραγματικά,

αποκαλφπτεται με το να δοφμε με τα μάτια του. Δεν ηθτάμε από κάποιον

«που ζχει μια λζξθ ςτθν άκρθ τθσ γλϊςςασ του», ν’ ανοίξει το ςτόμα του

και να μασ αφιςει να δοφμε.160 Οι φιλόςοφοι ςυχνά ςκζφτονται ότι οι

ιςχυριςμοί μασ για τθν νοθτικι κατάςταςθ των άλλων είναι αβζβαιοι,

επειδι ο νουσ των άλλων είναι «strictο sensu» -μθ προςβάςιμοσ ςε μασ. Θ

εικόνα μασ εξαπατά, αφοφ δεν καταλαβαίνουμε τθ γραμματικι των

εκφράςεων που ςυνδζονται με τον «νου» και τθν «ςκζψθ».

Μια επιπλζον αιτία εννοιολογικϊν ςυγχφςεων αποτελεί και θ

απόπειρα εφαρμογισ τθσ επιςτθμονικισ μεκόδου ςτθ φιλοςοφία.161 Θ

επιςτιμθ εξθγεί τα φαινόμενα νομολογικά. Αγωνίηεται να μειϊςει ςτο

ελάχιςτο τον αρικμό των φυςικϊν νόμων με αναφορά ςε αυτό που εξθγεί

τθν φφςθ –και προκειμζνου να το κάνει, δεν διςτάηει να εξιδανικεφςει τθν

πραγματικότθτα. Το να υποκφψουμε και να εφαρμόςουμε τθν επι-

ςτθμονικι μζκοδο ςτθ φιλοςοφία αποτελεί μια από τισ πθγζσ τθσ

μεταφυςικισ. Είναι εφκολο να ςκεφτοφμε τθν λογικι ωσ περιγραφι τθσ

160 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 133 161 P.M.S. Hacker: “Insight & Illusion”, ςελ. 124

Page 168: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

161

«λογικισ δομισ» του κόςμου (RFM ςελ.6) –εφκολο, αλλά κι επιπόλαιο. Θ

ςφγχυςθ των μεκόδων καταλιγει ςτθν ςυςκότιςθ τθσ εννοιολογικισ

φφςθσ των φιλοςοφικϊν προβλθμάτων και αυτό οδθγεί με τθν ςειρά του

ςτθν ςφγχυςθ των ορίων μεταξφ εμπειρικϊν και γραμματικϊν κεμάτων,

χαρακτθριςτικϊν τθσ μεταφυςικισ (ΒΒ ςελ. 18).

Στισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ» ο ςκοπόσ τθσ φιλοςοφίασ είναι θ

εξάλειψθ των εννοιολογικϊν ςυγχφςεων και θ διάλυςθ των φιλοςοφικϊν

προβλθμάτων. Τα προβλιματα τθσ φιλοςοφίασ είναι εννοιολογικά

(επομζνωσ a priori και όχι εμπειρικά) και διαλφονται μζςω μιασ

εννοιολογικισ γραμματικισ ζρευνασ: «Αυτι φωτίηει το πρόβλθμά μασ,

κακόςο παραμερίηει τισ παρανοιςεισ. Ραρανοιςεισ που αφοροφν τθ

χριςθ των λζξεων που προκαλοφνται, ανάμεςα ςε άλλα, από οριςμζνεσ

αναλογίεσ ανάμεςα ςε μορφζσ ζκφραςθσ που ανικουν ςε διαφορετικζσ

περιοχζσ τθσ γλϊςςασ μασ. –Μερικζσ μποροφν να παραμεριςτοφν, αν

αντικαταςτιςουμε μια μορφι ζκφραςθσ με άλλθ. Αυτό μποροφμε να το

ονομάςουμε ‘ανάλυςθ’ των εκφραςτικϊν μασ μορφϊν, γιατί θ διαδικαςία

μοιάηει καμιά φορά με ζνα κομμάτιαςμα» (Λ 90).

Το ορκό «φιλοςοφείν» ςτον Wittgenstein δεν εμπεριζχει κεωρίεσ,

εξθγιςεισ ι κζςεισ που κα μποροφςαν ν’ αμφιςβθτθκοφν, αφοφ ο

προςδιοριςμόσ του νοιματοσ προθγείται τθσ εμπειρίασ και προχποτίκεται

τθσ αλικειασ ι του ψεφδουσ μιασ πρόταςθσ. Το νόθμα μιασ πρόταςθσ

είναι θ ςυνάρτθςθ των γραμματικϊν κανόνων που ςυγκροτοφν τθν

«λογικι» τθσ γλϊςςασ μασ, τθν γραμματικι. Οι γραμματικοί κανόνεσ (που

κακορίηουν το νόθμα και τισ ςυνκικεσ χριςθσ των λζξεων) δεν είναι

υπόλογοι ςτθν πραγματικότθτα για τθν ορκότθτά τουσ (αλλά οφτε και

υπόλογοι ςε εξω-γλωςςικζσ ουςίεσ), ενϊ κακορίηουν τι είδουσ αντικείμενο

Page 169: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

162

είναι κάτι προςδιορίηοντασ κατά αυτόν τον τρόπο τθν ουςία του

(αντικειμζνου): «Τθν ουςία τθν εκφράηει θ γραμματικι» (Λ 371) και «Τι

είδοσ αντικείμενο είναι κάτι, αυτό το λζει θ γραμματικι» (PI 373).

Επομζνωσ, κακικον τθσ φιλοςοφίασ δεν είναι θ αιτιολόγθςθ των

γραμματικϊν κανόνων, αλλά θ περιγραφι τουσ. Πταν οι εκφράςεισ μασ

διζπονται από ακρίβεια και ςαφινεια είναι πλιρεισ, και οι παρανοιςεισ

που αφοροφν τθ χριςθ των λζξεων λφνονται. Για τισ παρανοιςεισ όμωσ

τθσ «λογικισ» τθσ γλϊςςασ μασ υπεφκυνοι είμαςτε εμείσ οι ίδιοι:162

αποτελεί προςωπικι απόφαςθ του κακενόσ από εμάσ το πϊσ χρθςιμοποιεί

τισ λζξεισ του163 (ΒΒ 28: «Μια λζξθ ζχει το νόθμα που τθσ δίνει κάποιοσ»),

και τότε αποτελεί προςωπικόσ αγϊνασ θ αντίςταςθ του κακενόσ ςτισ

εκάςτοτε προκλιςεισ (εικόνεσ, δόγματα, παρομοιϊςεισ, αυκαίρετεσ

αναλογίεσ ςτθ χριςθ τθσ γλϊςςασ μασ).164

Αν θ φιλοςοφία, ςφμφωνα με τον Wittgenstein, αποτελεί

διευκρίνιςθ των όςων ιδθ γνωρίηουμε και απομάκρυνςθ των

παρανοιςεων (που αφοροφν τθ χριςθ των λζξεων) μζςω γραμματικισ

ζρευνασ, μπορεί να προςφζρει κάτι καινοφριο; Μπορεί, λχ, να προςφζρει

κάτι ςτθ ηωι του ανκρϊπου ςε προςωπικό επίπεδο;165 Ναι, μπορεί. Με τθ

βοικεια των φιλοςοφικϊν ςυηθτιςεων οι ςυγχφςεισ διαλφονται και ζτςι

μπορεί κανείσ να επαναπροςδιοριςτεί –να επαναπροςανατολιςτεί –

υιοκετϊντασ μια νζα ςτάςθ ηωισ απζναντι ςτον εαυτό του, ςτισ κζςεισ

του, αλλά και απζναντι ςτουσ γφρω του.

Μζςα από τθ φιλοςοφία διακρίνει νζουσ τρόπουσ αντίλθψθσ

(κεϊρθςθσ) των πραγμάτων. Το φιλοςοφικό εγχείρθμα είναι ςαν ζνα

162 G. Baker: “Wittgenstein’s Method –Neglected Aspects”, ςελ.198 163 G. Baker: “Wittgenstein’s Method –Neglected Aspects”, ςελ. 196 164 I. Dilman: “Language & Reality”, ςελ. 217, 218 165 I. Dilman: “Language & Reality”, ςελ. 258, 262, 263

Page 170: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

163

ταξίδι αναηιτθςθσ –δίχωσ ςυγκεκριμζνο προοριςμό –και αυτό που εν τζλει

ζχει αξία είναι θ διαδρομι. Αντιμετωπίηοντασ τισ δυςκολίεσ, μακαίνει ό,τι

υπάρχει να μάκει και ςτθν ςυνζχεια, μεταδίδει τισ εμπειρίεσ και τισ

γνϊςεισ, που ζχει αποκομίςει, ςτουσ γφρω του προςπακϊντασ να τουσ

βοθκιςει να λφςουν και οι ίδιοι τα δικά τουσ προβλιματα. Άλλωςτε, αυτι

ακριβϊσ είναι θ ουςία τθσ φιλοςοφίασ του Wittgenstein ωσ δράςθ και όχι

ωσ κεωρία. Οι άνκρωποι «δεςμεφονται από μια πρακτικι και μζςω αυτισ

αποτελοφν μια κοινότθτα».166

166 Β. Κιντι: “Kuhn & Wittgenstein”, ςελ. 202

Page 171: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

164

ΕΠΙΛΟΓΟ

Αναμφιςβιτθτα υπάρχουν ςτοιχεία ςυνζχειασ ανάμεςα ςτο

Tractatus και τισ «Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ»: Θ οριοκζτθςθ του νοιματοσ που

ζχει κεντρικι κζςθ και ςτα δυο ζργα, θ κεωρία τθσ φιλοςοφίασ που είναι

περίπου θ ίδια, θ εμμονι ςτο κζμα τθσ κριτικισ τθσ γλϊςςασ και ςτο κζμα

τθσ «κεραπείασ» των μεταφυςικϊν ερωτθμάτων. Ο Wittgenstein ςε όλθ τθ

διάρκεια τθσ ηωισ του υποςτιριξε ότι θ απουςία τθσ ςαφινειασ και τθσ

ακρίβειασ ςτθν ζκφραςθ οδθγεί ςε εννοιολογικι ςφγχυςθ. Θ αναηιτθςθ

μεκόδων «κεραπείασ» υπιρξε περιςςότερο ςθμαντικι για τον φιλόςοφο

από τθ διατφπωςθ δογματικϊν, φιλοςοφικϊν κζςεων. Στθν πραγματικό-

τθτα θ πρόκλθςθ του Wittgenstein απζναντι ςτθ φιλοςοφία ςιμερα

μπορεί να διατυπωκεί ωσ εξισ: να προςπακείσ να φιλοςοφείσ, να ςκζ-

φτεςαι, δίχωσ να διατυπϊνεισ καμία «κζςθ».

Κα λζγαμε ότι υπάρχει ζνασ γρίφοσ, που ο Wittgenstein δεν

κατάφερε ποτζ του να λφςει: ο άνκρωποσ πρζπει να χρθςιμοποιεί τθ

γλϊςςα για να ερευνιςει τθ γλϊςςα. Στο Tractatus, αν και αςχολείται με

το πρόβλθμα αυτό, παραδζχεται τελικά τθν αποτυχία του. Στο φςτερο ζργο

του είδε το πρόβλθμα ωσ τεχνθτό.167 Απζρριψε το πραγματικό ερϊτθμα

«Τι είναι γλϊςςα;» και ςτράφθκε ςτθ διερεφνθςθ των ποικίλων χριςεων

τθσ γλϊςςασ. Αναφζρει: 167 C.S. Hardwick: “Language Learning in Wittgenstein’s Later Philosophy’, ςελ. 145

Page 172: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

165

Λ 109: «Ιταν ςωςτό πωσ οι παρατθριςεισ μασ δεν μποροφςαν να

είναι επιςτθμονικζσ παρατθριςεισ. Δεν ιταν δυνατό να μασ ενδιαφζρει θ

εμπειρία «πωσ αντίκετα με τθν προκατάλθψι μασ, είναι δυνατό να

ςκεφτοφμε το και το» -ό,τι και να ςθμαίνει αυτό (θ αικζρια αντίλθψθ τθσ

ςκζψθσ). Και δεν επιτρζπεται να εκκζςουμε κανενόσ είδουσ κεωρία. Στισ

παρατθριςεισ μασ, τίποτα δεν επιτρζπεται να είναι υποκετικό. Πλεσ οι

εξθγιςεισ πρζπει να παραμεριςτοφν και ςτθ κζςθ τουσ να μπει μονάχα θ

περιγραφι. Κι αυτι θ περιγραφι δζχεται το φωσ τθσ, δθλαδι τον ςκοπό

τθσ, από τα φιλοςοφικά προβλιματα».

Αν κάποιοσ ρωτοφςε τον Wittgenstein «Τι είναι γλϊςςα;», θ

απάντθςθ που ςίγουρα κα ζδινε, υποςτθρίηει ο Hardwick, είναι: «Νομίηεισ

ότι ζχω μια κεωρία γλϊςςασ;» και ςτθν ςυνζχεια κα παρείχε κάποιο

παράδειγμα για τουσ τρόπουσ που αυτι χρθςιμοποιείται.168 Ο

Wittgenstein απζρριψε τισ κεωρίεσ ςτθ φιλοςοφία. Ρίςτευε ότι θ

διατφπωςθ κεωριϊν ανικει ςτο χϊρο των εμπειρικϊν επιςτθμϊν και

περιλαμβάνει μια υποκετικο-ςυμπεραςματικι εξιγθςθ. Θ φιλοςοφία,

αντίκετα, χρθςιμοποιεί τθν μζκοδο τθσ περιγραφισ και τθσ

επιχειρθματολογίασ. Ο Wittgenstein προςπακεί να μασ κάνει να

καταλάβουμε τι είναι γλϊςςα.

Χρθςιμοποιοφμε τθ γλϊςςα για να περιγράψουμε τον κόςμο –να

αναφερκοφμε ςε ο,τιδιποτε υπάρχει ςτθν πραγματικότθτα και ανικει ςτο

χϊρο του ρθτοφ . Εφκολα μποροφμε να κεωριςουμε τθν πραγματικότθτα

ςαν κάτι που αντιπαρατίκεται ςτθν ςκζψθ ι ςτθν φανταςία μασ –ι ακόμθ

είναι ανεξάρτθτθ αυτϊν. Και τότε θ πραγματικότθτα είναι κάτι που

168 C.S. Hardwick: “Language Learning in Wittgenstein’s Later Philosophy”, ςελ. 146

Page 173: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

166

υπάρχει ζξω από εμάσ και ανεξάρτθτα τθσ γλϊςςασ. Δυο ερωτιματα

προκφπτουν τότε: α) είναι θ πραγματικότθτα προςβάςιμθ ςτθν ανκρϊπινθ

γνϊςθ; -ι αλλιϊσ: μποροφμε να ζχουμε γνϊςθ των υπαρκτϊν φυςικϊν

αντικειμζνων, αν υπάρχουν ανεξάρτθτα από εμάσ; και β) αποτελεί θ

πραγματικότθτα ανκρϊπινθ καταςκευι;

Για τον Wittgenstein ςκζψθ και γλϊςςα ςυνυπάρχουν. Θ γλϊςςα

κακιςτά δυνατι τθν ςκζψθ και μασ παρζχει τθν πραγματικότθτα που θ

ςκζψθ ςυλλαμβάνει. Κακϊσ θ γλϊςςα αποτελεί μζςο επικοινωνίασ,

προχποτίκεται ζνασ κοινόσ κόςμοσ και μια ηωι γεμάτθ δράςθ που τα μζλθ

τθσ γλωςςικισ κοινότθτασ μοιράηονται μεταξφ τουσ. Θ ςχζςθ κόςμου–

γλϊςςασ είναι αλλθλζνδετθ. Σκζψθ – δράςθ, ςϊμα – πνεφμα, άνκρωποσ –

κοινωνία είναι εννοιολογικά αδιαίρετα μεταξφ τουσ. Είναι ςφάλμα να

προβοφμε ςτθ διάκριςθ των φυςικϊν αντικειμζνων (του φυςικοφ κόςμου)

από τθ γνϊςθ μασ γι’ αυτά κεωρϊντασ τον φυςικό κόςμο ςαν κάτι ζξω από

εμάσ (με τον τρόπο που υπάρχει ο,τιδιποτε ζξω από ζνα δωμάτιο, ςτο

οποίο είναι κάποιοσ περιοριςμζνοσ) και τθ γνϊςθ μασ γι’ αυτόν ωσ κάτι

που υπάρχει εντόσ μασ.

Για τθν ακρίβεια, ο Wittgenstein απορρίπτει τθν μεταφυςικι δι-

χοτόμθςθ «εςωτερικοφ» και «εξωτερικοφ» υποςτθρίηοντασ τθν φπαρξθ

μιασ καταλθπτισ και φυςικισ επαφισ με τα πράγματα που ςυγκροτοφν το

περιβάλλον μασ. Τα πράγματα αυτά «δεν υπάρχουν ζξω από εμάσ –ς’ ζναν

εξωτερικό κόςμο από εμάσ. υνυπάρχουμε ςτον κόςμο»169: βλζπουμε,

ακοφμε, αγγίηουμε τα αντικείμενα που αποτελοφν μζροσ του κόςμου ςτον

οποίο ηοφμε κι εμείσ.

169 I. Dilman: “Language & Reality”, ςελ.29

Page 174: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

167

Κεωροφμε πραγματικό αυτό που βλζπουμε και αγγίηουμε. Για

παράδειγμα, το δζντρο που υπάρχει ςτον κιπο είναι πραγματικό. Μπορϊ

να κάτςω ςτθν ςκιά του, να κόψω ζνα φροφτο και να το φάω. Θ εικόνα

αυτοφ του δζντρου όμωσ ςτερείται αυτοφ του είδουσ πραγματικότθτασ

(δεν μπορϊ ν’ απολαφςω τθν ςκιά του, να γευτϊ τουσ καρποφσ του).

Οπωςδιποτε αυτό που μποροφμε να δοφμε και ν’ αγγίξουμε είναι

πραγματικό, ςε αντίκεςθ μ’ εκείνο που αποτελεί πλάςμα τθσ φανταςίασ

μασ και δεν είναι πραγματικό. Χρειαηόμαςτε όμωσ ζνα ςυγκεκριμζνο

πλαίςιο, προκειμζνου να τα αντιπαραβάλλουμε (πραγματικό –πλάςμα

φανταςίασ) και να τα διακρίνουμε. Ο όροσ «πραγματικό» ζχει νόθμα μζςα

ςε αυτό το πλαίςιο και αντλεί τθν ςθμαςία του από αυτι τθν αντιπα-

ράκεςθ.

Το είδοσ τθσ αντιπαράκεςθσ, το είδοσ τθσ πραγματικότθτασ, ςυνάδει

με το είδοσ τθσ αναφοράσ ςτθν οποία προςφεφγουμε (ςτο παράδειγμα με

το δζντρο, θ διάκριςθ ανάμεςα ςε αυτό που είναι πραγματικό και ς’

εκείνο που δεν είναι, ςυνδζεται με το τι ςθμαίνει να μιλάμε για το δζντρο

–ν’ αναφερόμαςτε ςε κάτι που αφορά το δζντρο, λχ, ξαπλϊνω ςτθν ςκιά

του) –και τότε θ πραγματικότθτα είναι εςωτερικι ςτθ γλϊςςα που

χρθςιμοποιοφμε, υπογραμμίηει εφςτοχα ο Dilman170. Αυτό βζβαια δεν

ςθμαίνει ότι θ φφςθ των φυςικϊν αντικειμζνων δεν είναι ανεξάρτθτθ τθσ

γλϊςςασ μασ, αλλά ότι χρειάηεται θ γλϊςςα για να μιλιςουμε ι να

ςκεφτοφμε γι’ αυτά. Κι αυτό που λζμε μπορεί να είναι αλικεια ι ψζμα.

Κατά πόςο είναι αλικεια ι ψζμα, είναι ανεξάρτθτο αυτοφ που λζμε ι

ςκεφτόμαςτε. Δεν είναι ο λόγοσ μασ που κακιςτά κάτι αλθκζσ.

170 I.Dilman: “Language & Reality”, ςελ. 282

Page 175: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

168

Για τον Wittgenstein θ μφθςθ ς’ ζνα γλωςςικό παιχνίδι παρζχει

ςτουσ ανκρϊπουσ που μετζχουν ς’ αυτό, εκτόσ από γνϊςθ και τεχνικι, ζνα

δίκτυο δεςμεφςεων. Αυτζσ οι δεςμεφςεισ, λανκάνουςεσ ι ρθτζσ, είναι

ιςχυρζσ. Δεν αμφιςβθτοφνται, δεν κρίνονται. Αποτελοφν το υπόβακρο

εντόσ του οποίου μποροφμε να κζτουμε ερωτιματα, να διατυπϊνουμε και

να επιλφουμε προβλιματα. Τισ προτάςεισ αυτζσ, λζει ο Wittgenstein, δεν

τισ γνωρίηουμε, δεν τισ διδαςκόμαςτε ρθτά και μόνο εκ των υςτζρων τισ

ανακαλφπτουμε (OC 152) –κι όμωσ δεν ζχουμε καμιά αμφιβολία για τθν

ιςχφ τουσ. Βαςιηόμαςτε ςε αυτζσ χωρίσ να τισ γνωρίηουμε. Τισ μακαίνουμε

πρακτικά, όπωσ μακαίνουμε τουσ κανόνεσ ενόσ παιχνιδιοφ (OC 95), «όταν

κατά πρϊτον αρχίηουμε να πιςτεφουμε κάτι, εκείνο που πιςτεφουμε, δεν

είναι μια μεμονωμζνθ πρόταςθ αλλά ζνα ολόκλθρο ςφςτθμα προτάςεων»

(OC 141). Οι προτάςεισ αυτζσ δεν επιδζχονται περαιτζρω αιτιολόγθςθ. Αν

το επιχειριςουμε, κα εμπλακοφμε ςε μια ατζρμονθ, κυκλικι διαδικαςία

αιτιολόγθςθσ, αφοφ κα προςπακοφμε να δικαιολογιςουμε τθν αιτιο-

λόγθςθ με λόγουσ που χριηουν ανάλογθσ ι και ιςχυρότερθσ απόδειξθσ

(OC 307). Θ κακολικι αμφιβολία, λζει ο Wittgenstein, είναι αδφνατθ: Θ

γνϊςθ βαςίηεται ςτθν αποδοχι (OC 378) και θ αμφιβολία ζρχεται μετά τθν

πίςτθ (OC 160). «Αν δεν είςαι βζβαιοσ για κανζνα γεγονόσ, δεν μπορείσ να

είςαι βζβαιοσ οφτε για το νόθμα των λζξεϊν ςου» (OC 114).

Αυτζσ οι προτάςεισ ςχθματίηουν τθν εικόνα του κόςμου μασ. Πταν

κάποιοσ ςυμφωνεί να δεχτεί τθν εικόνα του κόςμου μασ, αυτό δεν

ςθμαίνει ότι του παρζχουμε τθ βάςθ ν’ αποδείξει τθν αλικεια αυτϊν των

προτάςεων: τον προςθλυτίηουμε μάλλον ς’ ζναν νζο τρόπο κεϊρθςθσ του

κόςμου. Είπαμε ότι, όταν αρχικά ξεκινάμε να πιςτζψουμε κάτι, πι-

ςτεφουμε όχι μια απλι πρόταςθ αλλά ολόκλθρο το ςφςτθμα: φωτοχυςία

Page 176: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

169

διαχζεται ςταδιακά ςτο ςφνολο. Είναι ζνα ςφςτθμα, όπου ςυνζπειεσ και

προτάςεισ αλλθλοχποςτθρίηονται. Μζςα ςε αυτό το ςφςτθμα, ζλεγχοσ,

αμφιβολία, λάκοσ, πρόταςθ, κριτικι λαμβάνουν χϊρα και αποκτοφν ηωι

δθμιουργϊντασ ζνα πλζγμα πεποικιςεων. Αυτό το πλαίςιο των προ-

τάςεων μου δίνει τθ δυνατότθτα να δράςω, να ςκεφτϊ, να κρίνω με τον

τρόπο που το κάνω, να καταλάβω τθν δράςθ και τισ προτάςεισ των γφρω

μου, κι ζτςι να μάκω από αυτοφσ κι επίςθσ να τουσ κρίνω. Και όλα αυτά

βαςίηονται ςε αυτό που ο Wittgenstein ονομάηει «ςυμφωνία», ςυμφωνία

όχι ςε γνϊμεσ αλλά ςτον τρόπο ηωισ (Λ 241). Θ «ομοφωνία ςτον τρόπο

ηωισ» εξαςφαλίηει τθν δυνατότθτα ομιλίασ και επικοινωνίασ (Λ 241-242),

ενϊ περιλαμβάνει και τθν ςυμφωνία ςτισ πεποικιςεισ. Οι πεποικιςεισ

αυτζσ (που βαςίηονται ςτθν ομοφωνία) ςυνιςτοφν ζνα ςφςτθμα, που

προχποκζτει μια κοινι γραμματικι και παρζχει ςτουσ ανκρϊπουσ μια

εικόνα του κόςμου.171

Θ ςχζςθ μεταξφ «γλϊςςασ και πραγματικότθτασ» και μεταξφ

«γλϊςςασ και λογικισ» μασ παρζχει μια εκ νζου κατανόθςθ του κόςμου

που ηοφμε. Για τον Wittgenstein ο κόςμοσ αυτόσ είναι πολυδιάςτατοσ. Θ

πραγματικότθτα είναι εςωτερικι ςτθ γλϊςςα. Αποκτά φπαρξθ μαηί με τθ

γλϊςςα και τουσ τρόπουσ ηωισ μασ και με αυτι τθν ζννοια προςαρμόηεται

ςτθ γλϊςςα –και όχι αντίςτροφα. Με τθ βοικεια τθσ «γραμματικισ»

ονομάηουμε και αναγνωρίηουμε πράγματα κι ζτςι θ πραγματικότθτα

ςχθματίηεται από τθ γλϊςςα και είναι εςωτερικι ςε αυτι. Αυτό όμωσ

διαφζρει από το να ιςχυριςτοφμε, ότι θ πραγματικότθτα αποτελεί

ανκρϊπινθ καταςκευι: είναι αλικεια ότι θ πραγματικότθτα ςχθματίηεται

από τθ γλϊςςα. Πμωσ θ γλϊςςα με τθν ςειρά τθσ κεμελιϊνεται ςτθ ηωι

171 I. Dilman, “Language & Reality”, ςελ. 34, 35

Page 177: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

170

μασ και θ ηωι μασ ζχει μια μορφι που κακορίηεται εν μζρει από κάποια

πολφ γενικά χαρακτθριςτικά, τα οποία προθγοφνται λογικά και είναι

ανεξάρτθτα τθσ βοφλθςισ μασ. Ο κόςμοσ είναι προϊόν τθσ ανκρϊπινθσ

παράδοςθσ (ικθ, ζκιμα, πεποικιςεισ) –γλϊςςα και άνκρωποσ αποτελοφν

τα βαςικά ςυςτατικά μζρθ αυτισ τθσ παράδοςθσ.

Θ γλϊςςα, αν δεν ςυνδεκεί με τθν πράξθ, είναι ζνασ απλόσ κόρυβοσ

που δεν διαφζρει καν από τουσ άναρκρουσ ιχουσ. Ο Wittgenstein με τθν

ζννοια τθσ «μορφισ ηωισ» μασ παραπζμπει ςτισ κεμελιϊδεισ

προχποκζςεισ τθσ εκάςτοτε ερμθνείασ του κόςμου μασ και τθσ

επικοινωνίασ, οι οποίεσ δεν χρειάηονται περαιτζρω κεμελίωςθ. Θ

κεμελίωςθ φκάνει κάποτε ςτο τζλοσ τθσ, που αυτό δεν είναι προτάςεισ

που μασ παρουςιάηονται άμεςα ωσ αλθκείσ, αλλά θ πράξθ που βρίςκεται

ςτθ βάςθ του γλωςςικοφ παιχνιδιοφ. «Πταν εξαντλιςω τισ αιτιολογιςεισ,

φκάνω ςτο υπόςτρωμα βράχου και θ τςάπα μου κυρτϊνει. Τότε ζχω τθ

διάκεςθ να πω: «Να! Ζτςι ακριβϊσ ενεργϊ» (PI 217). Τα γλωςςικά ςθμεία

δεν είναι πλζον θ διαχωριςτικι γραμμι μεταξφ πολιτιςμοφ και φφςθσ,

μεταξφ γλϊςςασ και εξω-γλωςςικισ πραγματικότθτασ, αλλά ςυνιςτοφν ζνα

ςυνεχζσ που είναι ςυνάμα κοινωνικο – πνευματικό και φυςικό μόρφωμα.

Για τον Wittgenstein είναι ςαφζσ ότι πρζπει να υπάρχει τζλεια τάξθ,

εκεί που υπάρχει νόθμα. «Θ πρόταςθ και θ λζξθ, που μ’ αυτζσ αςχολείται

θ λογικι, πρζπει να είναι κατιτί κακαρό και ευκρινζσ» (Λ 105). Ωςτόςο

κάποιεσ μορφζσ λόγου (λχ, οι μεταφυςικζσ κεωρίεσ) χαρακτθρίηονται εκ

των προτζρων α-νοθςίεσ, κακϊσ δεν ςυμμορφϊνονται ςτα ςυςτιματα

κανόνων τθσ γλϊςςασ (γραμματικι) και αναμιγνφουν λζξεισ κι ζννοιεσ που

ανικουν ςε διαφορετικά γλωςςικά παιχνίδια. Σκοπόσ τθσ φιλοςοφίασ τότε

είναι «το ξεςκζπαςμα τθσ μιασ ι τθσ άλλθσ ανοθςίασ… που απόκτθςε ο

Page 178: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

171

νουσ πζφτοντασ πάνω ςτα όρια τθσ γλϊςςασ» (Λ 119) αφινοντασ για το

τζλοσ «τθσ φιλοςοφικισ κεραπείασ» τθ κζαςθ τθσ γραμματικισ «που κα

τον εμποδίςει να υποτροπιάςει».172 Ο Wittgenstein δεν διδάςκει, δεν

προςφζρει γνϊςθ. Δεν ιςχυρίηεται καν ότι θ μζκοδόσ του μπορεί να λφςει

κάκε φιλοςοφικό πρόβλθμα ι ότι είναι θ μόνθ ορκι μζκοδοσ φιλοςοφίασ.

Θ μζκοδοσ που προτείνει είναι «κεραπευτικι».

Αναμφιςβιτθτα ο ανκρϊπινοσ νουσ ταλαιπωρείται κακθμερινά από

φιλοςοφικά προβλιματα –ιδζεσ, ςκζψεισ, εικόνεσ που ο ίδιοσ ςχθματίηει

ςτθν κακθμερινότθτά του και μζςω των οποίων προςπακεί να κατανοιςει

τον κόςμο του. Το γεγονόσ ότι τα προβλιματα αυτά εκδθλϊνονται μζςα

ςτθ γλϊςςα δεν ςθμαίνει ότι «θ λογικι τθσ γλϊςςασ μασ» ζχει

παραβιαςτεί, αλλά ότι θ γλϊςςα γίνεται θ αφορμι, προκειμζνου να

μιλιςουμε για τα προβλιματα αυτά. Και είναι ο Wittgenstein τότε που μασ

παρζχει ιδζεσ, οι οποίεσ φζρουν τθν γλϊςςα επί ςκθνισ, ακριβϊσ επειδι

επιδιϊκει να ςυηθτιςει τα προβλιματα.

Δζςμιοι αςυνείδθτων αναλογιϊν, εικόνων, προκαταλιψεων και

παρομοιϊςεων που «απορροφϊνται ςτισ μορφζσ τθσ γλϊςςασ μασ»

ολιςκαίνουμε ςε μια «μεταφυςικι χριςθ» των λζξεϊν μασ. Θ «κερα-

πευτικι μζκοδοσ», που προτείνει ο Wittgenstein, εςτιάηει αποκλειςτικά

ςτθν εςωτερικι, προςωπικι διαμάχθ του «αςκενοφσ» (πάςχοντοσ), ςτουσ

κανόνεσ που ο ίδιοσ κζτει, ομολογεί και ακολουκεί ςτθ γλϊςςα του. Αλλά

τότε είναι ο ίδιοσ υπεφκυνοσ για τθν ςφγχυςθ που νιϊκει, διότι είναι

εκείνοσ που επιλζγει πϊσ κα χρθςιμοποιιςει τισ λζξεισ του, αν κα

υιοκετιςει ι κα απορρίψει μορφζσ απεικόνιςθσ ι αςυνείδθτα παρα-

δείγματα για τον τρόπο περιγραφισ τθσ χριςθσ των λζξεϊν μασ.

172 P.M.S. Hacker: “Connections & Controversies”, ςελ. 336

Page 179: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

172

Οδθγϊντασ ςτο ςυνειδθτό αςυνείδθτεσ αναλογίεσ, εικόνεσ και

προκαταλιψεισ, ο «πάςχων» ςυνειδθτοποιεί τθν γραμματικι πλάνθ και με

ελεφκερθ πια βοφλθςθ (απαλλαγμζνθ από προςωπικά διλιμματα)

διακρίνει δυνατότθτεσ που προθγουμζνωσ αγνοοφςε173 -αντιλαμβάνεται

τα πράγματα διαφορετικά (Για παράδειγμα, ςτο ερϊτθμα «Ρϊσ οι λζξεισ

αναφζρονται ςτα αιςκιματα;» μποροφμε να προτείνουμε τθ δυνατότθτα

εκμάκθςθσ τθσ λζξθσ «πόνοσ» από το παιδί αντικακιςτϊντασ κατά αυτόν

τον τρόπο τισ φυςικζσ εκφράςεισ του πόνου –λχ, κλάμα –με τθν λεκτικι

ζκφραςθ του πόνου (Λ 244), και τότε διαφεφγουμε τθσ υποχρζωςθσ να

κζςουμε το ερϊτθμα «Τι περιγράφει μια ομολογία πόνου;»).

Θ φιλοςοφία για τον Wittgenstein είναι υπόκεςθ προςωπικι. Κάκε

φιλόςοφοσ που κάτι κάνει ςτθ φιλοςοφία δεν εξαντλεί τθ φιλοςοφία,

αλλά παρακινεί κάποιον άλλο να γίνει φιλόςοφοσ –όπωσ ζνασ ποιθτισ,

που ενϊ κάνει κάτι ςτθν ποίθςθ δεν εξαντλεί τθν ποίθςθ, αλλά παρακινεί

κάποιον άλλο να γίνει ποιθτισ. Και θ φιλοςοφία και θ ποίθςθ είναι

ανεξάντλθτεσ. Σε όλο αυτό, θ ςυμμετοχι τθσ γλϊςςασ είναι ςθμαντικι –

μοιράηεται με τον άνκρωπο τθν ηωι. Γλϊςςα και κόςμοσ ζχουν κοινά

όρια. Λογικι και κόςμοσ ζχουν κοινά όρια. Ηωι και κόςμοσ είναι ζνα. Και θ

γλϊςςα είναι «δεμζνθ» αξεδιάλυτα με τον άνκρωπο με όλα αυτά.

173 G. Baker: “Wittgenstein’s Method- Neglected Aspects”, ςελ. 200

Page 180: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

173

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Aidum D. : “Wittgenstein on Grammatical Propositions”. In S.Shanker:

“Critical Assessments”, vol. 2, 1986.

Albritton R. : “On Wittgenstein’s Use of the Term «Criterion». Λn S.Shanker:

“Critical Assessments”, vol. 2, 1986.

Ambrose A: “L.W: A Portrait”. In Ambrose & Lazerowitz: “L.W. : Philosophy

and Language”, 1972.

Ambrose & Lazerowitz: “L.W: Philosophy & Language”, Redwood Press,

G.B., 1972.

Ayer A.J. : -“Ludwig Wittgenstein” by Penguin Books, N.Y. , 1985.

-“Can there be a Private Language?”. In S.Shanker: “Critical Αssessments”,

vol. 2, 1986.

Anscombe G.E. : “An Introduction to Wittgenstein’s Tractatus”, Hutchinson

University Library, London, 1967.

Aυγελισ Ν. : «Φιλοςοφία τθσ Γλϊςςασ», Κεςςαλονίκθ, 1994.

Austin J.L. : “Wittgenstein’s Solutions to the Color Exclusion Problem”. In

S.Shanker: “Critical Assessments”, vol.2, 1986.

Baker G.P. & Hacker P.M.S. : -“Scepticism, Rules and Language”, Basil

Blackwell, Oxford, 1984.

-“Critical Notice: Philosophical Grammar”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 1, 1986.

Page 181: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

174

-“Wittgenstein & the Vienna Circle”. In S.Shanker: “Critical Assessments”,

vol. 2, 1986.

-“Wittgenstein Today”. In “Critical Assessments”, vol. 2, 1986.

Baker G.P. : -“Criteria: A new Foundation for Semantics”. In S.Shanker:

“Critical Assessments”, vol.2, 1986.

-“Wittgenstein’s Method: Neglected Aspects”, Blackwell Publishing Ltd,

2006.

-“Wittgenstein’s “Depth Grammar”, 2001.

-“Wittgenstein on Metaphysical/ Everyday Use”, 2002.

Binkley T. : “Wittgenstein’s Language”, Martinus Nijhoff/ The Hague/ 1973.

Black M. : -“A Comparison to Wittgenstein’s Tractatus”, University Press,

N.Y, 1964.

-“Language & Philosophy”, Cornell University Press, Ithaca, N.Y, 1949.

-“Some Problems connected with Language”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 1, 1986.

Block I. : “Showing” in the Tractatus”. In S.Shanker: “Critical Assessments”,

vol. 2, 1986.

Bloor D. : “Wittgenstein: Rules & Institutions”, Routledge & N.Y, 1997.

Bogen J. : -“Wittgenstein’s Philosophy of Language”, Humanities Press, NY,

1972.

-“Wittgenstein and Scepticism”. In S.Shanker: “Critical Assessments”, vol. 2,

1986.

Cavell: “The Availability of Wittgenstein’s Tractatus”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 2, 1986.

Cook J.W. : “Wittgenstein on Privacy”. In G.Pitcher: “A Collection of Critical

Essays”, 1966.

Page 182: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

175

-“Wittgenstein’s Metaphysics”, Cambridge University Press, 1994.

-“Solipsism & Language“. In Ambroze & Lazerowitz: “L.W: Philosophy and

Language”, 1972.

-“Notes on Wittgenstein’s Certainty”. In S.Shanker: “Critical Assessments”,

vol. 2, 1986.

Davidson D. : “Truth, Language & History”, Oxford University Press, 2005.

Devitt M. & Sterelny K. : “Language and Reality”, Blackwell Publishers,

Oxford, 1999.

Dilman I. : “Language & Reality: Modern Perspectives on Wittgenstein”,

Peeters, 1988.

Donagan A. : “Wittgenstein on Sensation”. In G.Pitcher: “A Collection of

Critical Essays”, 1966.

Ebersole F. : “Saying and Meaning”. In Ambrose & Lazerowitz: “L.W:

Philosophy and Language”, 1972.

Fann K. : “Wittgenstein: The Man and his Philosophy” by Dell publishing,

N.Y, 1967.

Favrholdt D. :“An Interpretation and Critique of Wittgenstein’s Tractatus”,

Munksgaard, Copenhagen, 1967.

Feyerabend: “Wittgenstein’s Philoshophical Investigations“. G.Pitcher: “A

Collection of Critical Assessments”, 1966.

Fogelin R.J. : “Wittgenstein”, Department of Philosophy Yale University,

Routledge & Kegan Paul London, Henley and Boston, 1976.

French P. : “Wittgenstein’s Limits of the World”. S.Shanker: “Critical

Asessments”, vol. 1, 1986.

Fulford: “Wittgenstein’s Method & Psychoanalysis”, Oxford University

Press, 2003.

Page 183: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

176

Gargani A. : -“Wittgenstein on Intentional Acts”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 1, 1986.

-“Schlick & Wittgenstein: Language and Experience”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 2, 1986.

Gellner E. : “Language and Solitude”, Cambridge University Press, 1998.

Genova J. : “A Map of the Philosophical Investigations”. In S.Shanker:

“Critical Assessments”, vol. 2, 1986.

Grayling A.C. : “Wittgenstein”, Freiburg: Herder, 1999.

Hacker P.M.S. : “Insight and Illusion”, Oxford University Press, 1972.

-“Meaning & Mind” (Vol.3) of an Analytic Commentary on the Philosophical

Investigations”, Oxford, Blackwell, 1977.

- “Wittgenstein: Connections & Controversies, Oxford, Clarendon Press

2001.

-“Wittgenstein’s Place in Twentieth- century Philosophy”, Blackwell, 1997.

-“The Rise and Fall of the Picture Theory”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 1, 1986.

-“Laying the Ghost of the Tractatus”. In S.Shanker: “Critical Assessments”,

vol. 1, 1986.

Haller R. : “Was Wittgenstein a Neopositivist?”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 1, 1986.

Hanfling O. : “Criteria, Convections & other minds”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 2, 1986.

Hardwick C.S. : “Language Learning in Wittgenstein’s Later Philosophy”,

Texas Tech University, The Hague-Paris, 1971.

Hark M. : “Patterns of Life: A Third Wittgenstein Concept”. In D.Moyal-

Sharrock: “The Third Wittgenstein”, 2004.

Page 184: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

177

Hilmy S.S. : “The Later Wittgenstein”, Basil Blackwell, Oxford, 1987.

Hintikka J. : “Language Games”. In S.Shanker: “Critical Assessments”, vol. 2,

1986.

Hutto D. : “Two Wittgensteins, too many –Wittgenstein’s Foundationalism”.

In D.M.Sharrock: “TheThird Wittgenstein”, 2004.

Jacquette D. : “Wittgenstein on Lying as a Language Game”. In

D.M.Sharrock: “The Third Wittgenstein”, 2004.

Kenny A. : -“Wittgenstein”, Harvard University Press Cambridge,

Massachusetts, 1973.

-“The Legacy of Wittgenstein”, Basil Blackwell, Oxford, U.K, 1984.

-“Cartesian Privacy”. In G.Pitcher: “A Collection of Critical Essays”, 1966.

-“The Gost of the Tractatus”. In S.Shanker: “Critical Assessments”, vol. 1,

1986.

Kennick W.E. : “Philosophy as Grammar”. In Ambrose & Lazerowitz: “L.W:

Philosophy & Language”, 1972.

Kιντι Β. : “Kuhn &Wittgenstein”, εκδόςεισ Σμιλι, Ακινα, 1995.

Κιτςόπουλοσ Κ. : “L.W: Ttactatus Logico Philosophicus”, Εκδόςεισ

Ραπαηιςθ, 1978.

Klemke E.D. : “Essays on Wittgenstein’, University of Illinois Press, Urbana,

Chicago, London, 1971.

Koethe J. : -“The Continuity of Wittgenstein’s Thought”, Cornell University

Press, Ithaca, London, 1996.

-“Wittgenstein and Epistemology”. In D.Moyal-Sharrock: “The Third

Wittgenstein”, 2004.

Kripke S.A. : “Wittgenstein on Rules and Private Language”, Basil Blackwell,

Oxford, 1982.

Page 185: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

178

Κωβαίοσ Κ. : -«Όλα κυοφοροφνται μεσ ςτθ γλϊςςα», εκδόςεισ Καρδαμίτςα,

Ακινα, 1984.

-«L.W. : Σο Μπλε και το Καφζ Βιβλίο», Εκδόςεισ Καρδαμίτςα, Ακινα, 1984.

Lazerowitz M. : -“Wittgenstein on the Nature of Philosophy”. In K.Fann:

“Wittgenstein: The Man and his Philosophy”, 1967.

-“Necessity and Language”. In Ambrose & Lazerowitz: “L.W: Philosophy &

Language”, 1972.

Linsky L. : “Wittgenstein on Language and Some Problems of Philosophy”. In

K.Fann: “The Man & his Philosophy”, 1967.

Malcolm N. : -“Wittgenstein’s Philosophical Investigations”. In K.Fann:

“Wittgenstein: The Man & his Philosophy”, 1967.

-“Knowledge of Other Minds”, Englewood Cliffs: Prentice Hall, 1963.

-“Wittgenstein’s Philosophische Bemerkungen”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 1, 1986.

-“Wittgenstein: The Relation of Language to Instinctive Behavior”. In

S.Shanker: “Critical Assessments”, vol. 2, 1986.

-“Wittgenstein and on the Nature of Mind”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 2, 1986.

McGinn C. : “Wittgenstein on Meaning”, Basil Blackwell, Oxford, 1984.

McGuiness B. : “Wittgenstein and his Times”, Basil Blackwell, Oxford, 1982.

Monk R. : «Σο χρζοσ τθσ μεγαλοφυίασ», εκδόςεισ Scripta, 1999.

Morick H. : “Wittgenstein and the Problem of Other Minds”, State

University of N.Y. at Albany, 1967.

Morrison J.C. : “Meaning and Truth in Wittgenstein’s Tractatus”, Paris,

1968.

Mounce H.O. : “Wittgenstein’s Tractatus”, Basil Blackwell, Oxford, 1981.

Page 186: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

179

Moyal-Sharrock D. : -“The Third Wittgenstein: the Post-Investigation

Works”, Ashgate, 2004.

-“The Idea of a Third Wittgenstein”. In D.Moyal-Sharrock: “The Third

Wittgenstein: The Post-Investigation Works”, 2004.

-“On Certainty and the Grammaticalization of Experience”. In D.Moyal -

Sharrock: “The Third Wittgenstein: The Post Investigation Works”, 2004.

Paul G.A. : “L. Wittgenstein”. In K.Fann: “Wittgenstein: The Man & his

Philosophy”, 1967.

Pears D. : “The False Prison”, Clarendon Press, Oxford, 1987.

Ρελεγρίνθσ Κ. : «Οι πζντε εποχζσ τθσ φιλοςοφίασ», εκδόςεισ Ελλθνικά

Γράμματα, Ακινα, 1998.

Perkins M. : “Two Arguments against a Private Language”. In H.Morrick:

“Wittgenstein & the Problem of Other Minds”, 1967.

Pitcher G. : -“L.W: Philosophical Investigations- A Collection of Critical

Essays”, London, 1966.

-“About the Same”. In Ambrose & Lazerowitz: “L.W: Philosophy &

Language”, 1972.

Pole D. : “The Later Philosophy of Wittgenstein”, University of London, the

Athlone Press, 1958.

Ramsey F. : “Critical Notice of the Tractatus”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, vol. 1, 1986.

Rhees R. : “Can there be a Private Language?”. In G.Pitcher: “A Collection of

Critical Essays”, 1966.

Ryle G. : “L. Wittgenstein”. In K.Fann: “Wittgenstein: The Man & his

Philosophy”, 1967.

Shanker S. : -“Critical Assessments“, Croom Helm, London, 1986.

Page 187: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

180

-“Ludwig Wittgenstein: 1889-1951”. In S.Shanker: “Critical Assessments”,

1986.

-“Introduction: Approaching the Investigations”. In S.Shanker: “Critical

Assessments”, 1986.

Schulte & Sundholm: “Some Remarks on Language and Grammar”,

Manchester University Press, 1963.

Specht Ε.Κ. : “The Foundations of Wittgenstein’s Late Philosophy”,

Manchester University Press, 1969.

Stenius E. Q “Wittgenstein’s Tractatus”, Cornell University Press, Ithaca, NY,

1960.

Strawson P.F. : -“Logico Linguistic Papers”, London, 1971.

-“Critical Notice of Wittgenstein’s Philosophical Investigations”. In

H.Morrick: “Wittgenstein & the Problem of Other Minds”, 1967.

Κεοδοςίου Μ. : “Η φιλοςοφία του Wittgenstein”, Ευραςία, 2007.

Wellman C. : “Wittgenstein’s Conception of a “Criterion”. In G.Pitcher: “A

Collection of Critical Essays”, 1966.

Wheeler S. : “Deconstruction as Analytic Philosophy”, Stanford, 2000.

Wisdom I.: “Wittgenstein on Private Language”. In Ambrose & Lazerowitz:

“L.W: Philosophy and Language”, 1972.

Wittgenstein L. :“Critical Assessments”, edited by S. Shanker, London, 1986.

Χριςτοδουλίδθσ Ρ. : «L.W: Φιλοςοφικζσ Ζρευνεσ», εκδόςεισ Ραπαηιςθ,

1977.

Page 188: Δήμητρα Αναστασίου - Γλώσσα Και Πραγματικότητα Στον Wittgenstein

181