Download - ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Transcript
Page 1: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

(Χριστουγεννιάτικο διήγηµα του Αλ.Πα$αδιαµάντη Προσαρµοσµένο στη δηµοτική α$ό τον

$οιητή Σ. Μαραντό)

Στην ταβέρνα του Πατσό$ουλου µ$ήκε ένα $ρωί να $ιει

ένα ρούµι, να ζεσταθεί, ο µαστρο-Παύλος ο Πιστολέτος.

Έξω φυσούσε και στα ψηλά βουνά χιόνιζε. Η γυναίκα

του τον είχε διώξει, η $εθερά του τον είχε δείρει, η κυρα-

Στρατίνα , η σ$ιτονοικοκυρά του , τον είχε ξορκίσει και

ο γιος του, µόλις τριώ χρονώ, δασκαλεµένος α$’ τον

$ροκοµµένο το θειο του , τον είχε µουτζώσει.

Ο ταβερνιάρης, για να µη σκανδαλίζονται οι καλές

νοικοκυρές µε το κρασο$ουλιό του, είχε κοντά στα

βαρέλια και τις µ$ουκάλες, λίγο σα$ούνι, κόλλα, ρύζι

και ζάχαρη. Είχε κι ένα µύλο για να κόβει τον καφέ. Αν

όµως έβλε$ε κανένας $ρωί και βράδυ να βγαίνουν

α$ερι$οίητες και µισοχτενισµένες γυναίκες , µε το ένα

χέρι κάτω α$΄την $οδιά τους , αµέσως θα καταλάβαινε

$ως τα ψώνια τους δεν ήταν ούτε σα$ούνι ούτε ρύζι ή

ζάχαρη.

Πολλές φορές την ηµέρα ερχόταν η γριά Βασίλω, φτωχή ,

έρηµη και ξένη στα ξένα , $ου, χωρίς $ρολήψεις, έ$ινε

ολοφάνερα το ρούµι της . Ερχόταν κι η κυρά-Κώσταινα

η κλησάρισσα, $ου βοηθούσε το κατά δύναµη στην

εκκλησία, στεκάµενη κοντά στο µανουάλι για να κολλάει

τα κεριά, κι όσες $εντάρες έβγαζε την Κυριακή , τις

έ$ινε µε ευσυνείδητη ακρίβεια τη ∆ευτέρα, την Τρίτη

και την Τετάρτη.

Ερχόταν κι η Στρατίνα, νοικοκυρά µε δυο σ$ίτια, $ου

φώναζε όλα τα µυστικά του κόσµου α$΄ την αυλό$ορτά

της στο δρόµο και στο κα$ηλειό . Μερικά α$’ τα µυστικά

Page 2: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

έµεναν εκεί στην αυλή της , άλλα έφταναν στο κα$ηλειό

και τα $ερισσότερα κυκλοφορούσαν στο δρόµο. Κι έλεγε

$οια νοικάρισσα της καθυστερούσε δυο νοίκια , $οιος της

χρωστάει τον τόκο, $οια γειτόνισσα της $ήρε κάτι

δανεικό κι αγύριστο. Ο µαστρο - ∆ηµήτρης ο

φραγκοράφτης χρωστούσε τρία νοίκια , ο µαστρο-Παύλος

ο Πιστολέτος $έντε και τον µήνα $ου έτρεχε, έξι. Η

Λενιώ η κουµ$άρα της έβαλε δεύτερη υ$οθήκη στο σ$ίτι

της , $ονηρά, και τώρα ήταν ανάγκη να τρέχει σε

δικηγόρους και συµβολαιογράφους για να εξασφαλίσει το

δίκιο της . Η Κατίνα, η ανιψιά της α$ό τον $ρώτο της

άντρα, της είχε δανείσει δέκα δραχµές και τώρα, ύστερα

α$ό την εκτίµηση δύο χρυσικών, α$οδείχτηκε $ως το

ασηµικό ήταν κάλ$ικο και δεν άξιζε ούτε όσα άξιζαν τα

δυο φυσέκια µε τις σκουριασµένες µ$ακίρες. Και αφού,

σύµφωνα µε τη συνήθειά της (αυτό δεν το ’λεγε µα ήταν

γνωστό) έβγαλε έξω το γερο-Στρατή τον άντρα της, την

κόρη της τη Μαργαρίτα και την εγγόνα της τη Λενούλα

, άνοιξε το σεντούκι της, έριξε κει το ενέχυρο, έβγαλε το

κοµ$όδεµα, $ήρε τα φυσέκια και τα ’δωσε µ’ έναν τρό$ο

$ου σήµαινε να τα δώσει και να µην τα δώσει στη φτωχή

Κατίνα. Φαινόταν να κολλάνε τα χέρια της .

Page 3: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Η Ασηµίνα, η $αλιά νοικάρισσά της , η τραγουδίστρια το

ε$άγγελµα, όταν ξεκουµ$ίστηκε κι έφυγε, της χρωστούσε

τρία µηνιάτικα κι εννιά µέρες . Και τα µεν έ$ι$λα , $ου

έ$ρε$ε να τα δώσει στη νοικοκυρά, τα ’δωσε στο φίλο της,

$ου να µην είχε σώσει... Και σ’ αυτήν δεν έδωσε $αρά ένα

$αλιοφυλαχτό, λιγδιασµένο και της εί$ε κλείνοντας το

µάτι $ως ,τάχα, είχε τίµιο ξύλο!.. Σα γκρεµοτσακίστηκε

κι έφυγε το ανοίγει κι αυτή α$ό $εριέργεια και τι

βλέ$ει; Αντί για Τίµιο Ξύλο, κάτι κουρέλια, τρίχες,

τούρκικα γράµµατα , µαγικά, χαµένα $ράµατα... Ακούς

εκεί!...

Μ$ήκε, λοι$όν , τρέµοντας α$ό το κρύο ο µαστρο –

Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούµι. Το $αιδί της ταβέρνας

$ου τον ήξερε καλά, του εί$ε:

-Έχεις $εντάρα;

Ο άνθρω$ος κούνησε τους ώµους του διφορούµενα .

- Βάλε συ το ρούµι... α$άντησε .

Page 4: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Πώς να’χει $εντάρα; Καλά και τα λεφτά , καλή και η

δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα

καλά. Καλύτερα α$’ όλα όµως η τεµ$ελιά, το «ντόλτσε

φαρ νιέντε» των αδελφών µας Ιταλών. Αν ανάθεταν σ’

αυτόν να συντάξει τον κανονισµό της εβδοµάδας, θα

όριζε την Κυριακή για σκόλη, τη ∆ευτέρα για

χουζούρι, την Τρίτη για σουλάτσο, την Τετάρτη ,

Πέµ$τη και Παρασκευή για δουλειά και το Σάββατο

γι’ ανά$αυση. Ποιος εί$ε $ως οι γιορτές είναι $άρα

$ολλές για τους ορθόδοξους Έλληνες και $ως οι

εργάσιµες µέρες είναι λίγες; Αυτά τα λένε όσοι δεν

έκαναν $οτέ σωµατική δουλειά και ξέρουν µονάχα να

βγάζουν νόµους για τους άλλους.

Ακριβώς αυτή την ώρα ήρθε α$’ αντικρύ ο ∆ηµήτρης ο

Φραγκοράφτης για να $ιει το $ρωινό του. Η µόνη του

$αρηγοριά ήταν να κάνει αυτά τα µικρά ταξιδάκια,

ό$ως τα ’λεγε. Σταµατούσε για δέκα λε$τά τη δουλειά

του, δέκα φορές τη µέρα , κι ερχόταν να $ιει. Έ$αιρνε

δουλειά α$’ τα µαγαζιά και δούλευε σαν κάλφας στο

δωµάτιό του.

Page 5: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Μ$ήκε λοι$όν και $αράγγειλε ένα κρασί. Έ$ειτα

βλέ$οντας τον Παύλο:

Page 6: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

- Βάλε και του µαστρο-Παυλάκη, του εί$ε.

Σαν να τον έστελνε ο Θεός για να λυθεί και το ζήτηµα

της $εντάρας , $ου α$ασχολούσε τον µικρό και τον

$ελάτη. Κάθισε κοντά στον Παύλο κι άρχισε τέτοια

κουβέντα $ου φαινόταν σαν συνέχεια των λογισµών

του, µα για τον Παύλο φάνηκε σα συνηγορία στα δικά

του $αρά$ονα:

- Πού σκόλη και γιορτή µαστρο-Παυλέτο , φίλε µου,

εί$ε. Ούτε καθισιό ούτε χουζούρι. Τ’ Αη-Νικολάου

δουλέψαµε , την Κυριακή $ροχθές δουλέψαµε .

Έρχονται Χριστούγεννα και θαρρώ $ως θα

δουλέψουµε χρονιάρα µέρα. Ο Παύλος κούνησε το

κεφάλι.

- Θέλω κάτι να $ω , αλλά δεν ξέρω για να τα

σταµ$άρω $ερί γραµµάτου, µαστρο –∆ηµήτρη µου,

εί$ε. Μου φαίνεται $ως αυτοί οι µαστόροι, αυτοί οι

αρχόντοι, αυτή η κοινωνία, $ολύ κακά έχουνε

διορισµένα τα $ράµατα. Αντί να είναι η δουλειά

µοιρασµένη ίσα τις καθηµερινές , $έφτει µεµιάς και

µονό$αντα. ∆ουλεύουµε βιαστικά τις γιορτάδες κι

ύστερα χασοµερούµε βδοµάδες και µήνες τις

καθηµερινές.

- Είναι κι η τεµ$ελιά στο µέσο, εί$ε µε $ονηρή

αυθάδεια ο µικρός της ταβέρνας .

Το αφεντικό του µιλούσε στην $όρτα µε κά$οιον και

δεν µ$ορούσε ν’ ακούσει.

- Ας είναι ... τι να σου κάνει η $ροκο$ή κι η τεµ$ελιά

;εί$ε ο ∆ηµήτρης. Το σωστό είναι $ολλά κεσάτια και

Page 7: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

λίγη µαζωµένη δουλειά. Καλά λέει ο µαστρο-

Παύλος. Άλλο αν είµαι ακαµάτης εγώ, ας $ούµε , ή

ο Παύλος ή ο Πέτρος ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εµένα

η φαµίλια µου δουλεύει , εγώ δουλεύω, ο γιος µου

δουλεύει, το κορίτσι µου $άει στη µοδίστρα. Και

$αρ’ όλ’ αυτά , δεν µ$ορούµε ακόµα να βγάλουµε τα

νοίκια της κυρα-Στρατίνας. ∆ουλεύουµε για τη

νοικοκυρά, δουλεύουµε για τον µ$ακάλη, για τον

µανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έµ$ορο. Η κόρη

θέλει το λούσο της , ο νιος το καφενείο του, το

ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάνε $ροκο$ή.

- Υγρασία µεγάλη, µαστρο-∆ηµήτρη, εί$ε ο Παυλέτος

, α$αντώντας στις σκέψεις του. Υγρασία κάτω στα

µαγαζιά, χαµηλό το µέρος, η δουλειά βαριά,

ρευµατισµοί, κρυώµατα. Ύστερα, έλα, αν αγα$άς, να

δουλεύεις τοµάρια. Το δικό µας τοµάρι άργασε, $ια,

άργασε...

- Καλά αργασµένο και το δικό σου, µαστρο-Παύλο

µου, έκανε $άλι µ’ αυθάδεια ο µικρός, υ$ονοώντας

ίσως τις σκηνές $ου γίνονταν µεταξύ του κουνιάδου

του και του Παύλου.

Μετά µ$ήκε ο ταβερνιάρης. Ο µαστρο-∆ηµήτρης

έφυγε, να ξαναρχίσει τη δουλειά του κι η κουβέντα

σταµάτησε.

Ο µαστρο-Παύλος άρχισε τις ονειρο$ολήσεις του.

Σήµερα Σάββατο , µεθαύριο $αραµονή, την άλλη

Χριστούγεννα... Να ‘χε τουλάχιστο λεφτά να $άρει

ένα γαλό$ουλο, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο

Page 8: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

σ$ίτι του καθώς όλοι! Μετάνιωνε τώρα $ικρά $ου

δεν $ήγε στα ταµ$άκικα να δουλέψει και να βγάλει

λίγα λεφτά, για να $εράσει φτωχικά τις γιορτές.

«Υγρασία µεγάλη, χαµηλό το µέρος, η δουλειά

βαριά. Έλα ν’ αργάζεις τοµάρια! Το δικό µας το

τοµάρι θέλει άργασµα!»

Είχε ακούσει το λαϊκό µύθο για τον τεµ$έλη, $ου

τον $ήγαιναν για κρεµάλα και $ου δεχόταν να ζήσει

µε τον όρο να ’ναι βρεγµένο το $αξιµάδι. Ήξερε και

την άλλη διήγηση για το τεµ$ελχανιό $ου ίδρυσε ο

Μεχµέτ Αλής στην $ατρίδα του την Καβάλα. Εκεί,

ε$ειδή το κακό είχε $αραγίνει, ο ε$ιστάτης

σοφίστηκε να στρώσει µια ψάθα και $άνω της

ανάγκαζε τους τεµ$έληδες να ξα$λώνουν. Ύστερα

έβαζε φωτιά στην ψάθα. Ό$οιος $ροτιµούσε να καεί

, $αρά να σηκωθεί α$ό τη θέση του, ήταν σωστός

τεµ$έλης, και είχε το δικαίωµα να τρώει α$λήρωτο

το $ιλάφι. Ό$οιος, όµως, σηκωνόταν κι έφευγε για

να γλιτώσει α$ό τη φωτιά, δεν ήταν αληθινός

τεµ$έλης κι έχανε τα δικαιώµατά του. Αλίµονο,

τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ, τόσοι Συγγροί,

σκεφτόταν ο µαστρο-Παύλος και δε βρέθηκε

κανένας α$’ αυτούς τους µεγάλους ευεργέτες να

ιδρύσει ένα $αρόµοιο ίδρυµα και στην Αθήνα!...

Ο µαστρο- Παυλάκης $εριδιάβασε ακόµα δυο µέρες

και την άλλη ξηµέρωσε Παραµονή. Το γαλό$ουλο

δεν έ$αψε ούτε στιγµή να το ονειρεύεται και να το

ορέγεται. Πώς να το $ροµηθευτεί όµως;

Αφού νύχτωσε, διωγµένος καθώς ήταν α$ό το σ$ίτι

του, τόλµησε να’ ρθει α$ό ένα $λαϊνό σοκάκι κι

Page 9: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

ετοιµαζόταν κι ετοιµαζόταν να µ$ει στο κα$ηλειό .

Στο µυαλό του γύριζε διαρκώς το γαλό$ουλο. Μ’

αυτό θα τα ’φτιαχνε $άλι µε τη γυναίκα του.

Και καθώς γύριζε να µ$ει στην ταβέρνα , βλέ$ει ένα

$αιδί της αγοράς µε µια κοφίνα στον ώµο. Φαινόταν

γεµάτη µ’ αγριολάχανα , $ορτοκάλια , ίσως βούτυρο

και άλλα καλά $ράγµατα. Και το κυριότερο : έναν

γάλο. Το $αιδί κοίταζε δεξιά αριστερά και φαινόταν

να ζητάει κά$οιο σ$ίτι. Ήταν έτοιµο να µ$ει στο

κα$ηλειό . έ$ειτα είδε το µαστρο – Παύλο και

γύρισε:

- Ξέρεις , $ατριώτη, του λόγου σου, $ού είναι δω-

χάµου το σ$ίτι του κυρ-Θανάση του Μ$ελιό$ουλου;

- Του κυρ-Θανάση του Μ$ε...

Μια ιδέα του $έρασε σαν αστρα$ή α$’ το µυαλό του

Παύλου.

- Μου ‘$ε τον αριθµό και τον ξέχασα , συνέχισε ο

µικρός . Τώρα τελευταία έ$ιασε σ$ίτι εδώ χάµου , σ’

αυτόν τον δρόµο. Τον είχα $ελάτη... Παλιότερα

καθόταν $αρα$έρα, στο Γεράκι.

- Του κυρ-Θανάση του Μ$ελιό$ουλου! έκανε µε

θάρρος ο µαστρο-Παύλος . Να , εδώ είναι το σ$ίτι

του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα , µέσα στην

κάτω κάµαρα, στο ισόγειο...Αυτή είναι η νοικοκυρά

του...$ώς να $ω...αυτή κάνει κουµάντο σ’ όλα..,

είναι κουνιάδα του... δηλαδή ανηψιά του... φώναξέ

την ... δώσ’ της τα ψώνια...

Page 10: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

-

Προχώρησε $έντε βήµατα $ρος την $όρτα της

αυλής κι έκανε $ως φωνάζει:

- Κυρά Παύλαινα , κό$ιασε δω να $άρεις τα ψώνια,

$ου σου στέλνει ο αφέντης σου...

Τα $ράγµατα καλά ήρθαν ως εδώ. Ο µαστρο-

Παυλάκης έτριβε τα χέρια του α$ό ευχαρίστηση κι

ένιωθε στη µύτη του τη µυρωδιά του ψητού γάλου.

Και δεν τον ένοιαζε τόσο για το γάλο όσο $ου θα τα

’φτιαχνε $άλι µε τη γυναίκα του. Πέρασε , λοι$όν,

Page 11: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

τη νύχτα του σ’ ένα καφενείο $ου διανυκτέρευε και

το $ρωί $ήγε στην εκκλησία. Ύστερα $έρασε τη

µέρα του µε µια συντροφιά , αργότερα µε µια άλλη –

$αλιοί γνώριµοί του – στην ταβέρνα, $ου έµενε τις

$ερισσότερες ώρες ανοιχτή , µε τα $αράθυρα

κλειστά και σχεδόν χόρτασε µε λίγους µεζέδες και

αρκετά κεράσµατα.

Το βράδυ, όταν νύχτωσε $άλι, $ήγε θαρρετά -λίγο

ζαλισµένος είναι αλήθεια- και χτύ$ησε την $όρτα

του σ$ίτιού του. Η $όρτα ήταν κλεισµένη α$ό

µέσα.

- Καλησ$έρα κυρα- Παύλαινα , φώναξε α$’ έξω,

χρόνια $ολλά . $ώς $ήγε ο γάλος; Βλέ$εις ; εγώ

$άλι;

Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη.

Τα ισόγεια , οι τρώγλες , τα κοτέτσια της κυρα-

Στρατίνας , όλα κοιµούνταν. Μονάχα ο σκύλος

γνώρισε τη φωνή του µαστρο-Παύλου και γρύλισε.

Μετά κι αυτός ησύχασε.

Page 12: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Υ$ήρχαν εκεί, εκτός α$ό τις τρεις - τέσσερις

οικογένειες $ου έµεναν στ’ ανήλιαγα δωµάτια , δυο

κατσίκες, δώδεκα κότες , τέσσερις γάτοι , δυο διάνοι

και $ολλά ζευγάρια $εριστέρια. Οι δυο κατσίκες

αναχάραζαν βαθιά στο σκε$ασµένο µαντρί τους , οι

κότες κακάριζαν υ$όκωφα στα κοτέτσια τους , τα

$εριστέρια είχαν µαζευτεί στους $εριστεριώνες

τους, τροµαγµένα α$ό το κυνήγι $ου τους έκαναν

τη νύχτα οι γάτες. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι έκαναν

την αυλή να φαίνεται κοιµισµένη , σα να ροχάλιζε.

Ξαφνικά ακούστηκαν βήµατα α$ό το σ$ίτι.

- Ε ! µαστρο-Παύλο, εί$ε καθώς $λησίαζε η κυρα-

Στρατίνα. Να ’χουµε καλό ρώτηµα: τι γάλος και

γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να µου ’χεις

λεβέντη µου; Είδαµε και $άθαµε να σκε$άσουµε το

$ράµα, να µην $ροσβληθεί το σ$ίτι. Εκείνος $ου

είχε αγοράσει το γάλο ήρθε µεσάνυχτα κι εφώναζε ,

έκανε φασαρία και µας φοβέριζε όλους , κι η

φαµίλια σου, ε$ειδή τον είχε κόψει το γάλο και τον

είχε βάλει στο τσουκάλι , βρέθηκε στα δυο στενά ...

κλειδώθηκε στην κάµαρα και δεν ήξερε τι να κάνει.

Εί$ε κι ο κουνιάδος σου ... καλό κελε$ούρι ήταν κι

αυτό µαθές ... και $έρασε η φαµίλια σου όλη τη

µέρα κλειδαµ$αρωµένη µέσα, α$ό φόβο µην

ξανάρθει εκείνος $ου ‘χε το γάλο και µας φέρει και

την αστυνοµία... ήταν φόβος να $ροσβαλθεί και

µένα το σ$ίτι µου... Άλλη φορά , τέτοια αστεία να

µην τα κάνεις µαστρο-Παύλο. Τέτοια $ροσβολή να

λεί$ει α$ό το σ$ίτι µου εµένα , τ’ ακούς;

Ο µαστρο-Παύλος ρώτησε δειλά:

Page 13: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

- Είναι ... είναι µέσα η φαµίλια µου;

- Μέσα είναι όλοι τους κι έχουνε καλά κλειδωµένα

και το φως κατεβασµένο , για το φόβο των Ιουδαίων.

Κοίταξε να µη σε καταλάβει α$ό $ουθενά εκείνος ο

κακούργος ο κουνιάδος σου , $άλι ...

- Είναι µέσα;

- Ή µέσα είναι ή ό$ου να ’ναι φτάνει... να κά$ου

ακούω τη φωνή του.

Πραγµατικά ακούστηκε µια φωνή εκεί κοντά , $ου

δεν υ$οσχόταν καλά $ράµατα για τον νυχτερινό

ε$ισκέ$τη.

- Ε! µαστρο –Παυλίνε , καλός ήταν ο γάλος, έλεγε.

Ποιος ήταν; Άγνωστο. Ίσως ο µαστρο –∆ηµήτρης ο

γείτονας. Μ$ορεί κι ο φοβερός κουνιάδος του

µαστρο-Παύλου.

- Και να µην $άρω κι εγώ ένα µεζέ; Παρα$ονέθηκε

ωστόσο ο άνθρω$ός µας .

- Τι σου χρειάζεται ο µεζές , µαστρο-Παυλάκη µου;

ξανά$ε η Στρατίνα. Τα $ράµατα είναι $ολύ σκούρα.

Άσε τα αυτά. ∆ουλειά ! ∆ουλειά! Η δουλειά βγάζει

$αλικάρια. Ό,τι έγινε έγινε, να $ας να δουλέψεις ,

να µου φέρεις κι εµένα τα νοίκια µου. Τ’ ακούς;

- Τ’ ακούω.

- Φέρε µου εσύ τον $αρά κι εγώ , µ’ όλη τη φτώχεια

µου , τη θυσιάζω τη γαλο$ούλα και τρώµε.

Page 14: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Ακούστηκε α$ό µέσα βραχνό µουρµούρισµα. Ύστερα

µια $αιδική φωνή:

- Την υγειά σου µατο-Πάλο, τεµελόκυλο, κακέ

$ατέλα. Τον φάαµε το λάλο.

Ήταν φανερό $ως ο κουνιάδος του ήταν εκεί κι είχε

δασκαλέψει το $αιδί να τα λέει αυτά.

- Μην κάθεσαι ούτε στιγµή µαστρο-Παυλέτο , εί$ε η

Στρατίνα. Το καλό $ου σου θέλω. ∆ρόµο τώρα κι α$ό

µεθαύριο δουλειά … δουλειά !..

Κρότος ακούστηκε , σα να σηκώθηκε κά$οιος α$ό

µέσα και να $λησίαζε µε βαρύ βήµα στην $όρτα.

- ∆ρόµο, ξανά$ε µηχανικά ο Παύλος και

συµµορφώθηκε µε τη λέξη. ∆ρόµο και δουλειά !

♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦

(Σηµ.Οι εικόνες είναι του Νικόλα Ανδρικό$ουλου)