ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ
-
Upload
eleftheria -
Category
Documents
-
view
2.586 -
download
0
Transcript of ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ
(Χριστουγεννιάτικο διήγηµα του Αλ.Πα$αδιαµάντη Προσαρµοσµένο στη δηµοτική α$ό τον
$οιητή Σ. Μαραντό)
Στην ταβέρνα του Πατσό$ουλου µ$ήκε ένα $ρωί να $ιει
ένα ρούµι, να ζεσταθεί, ο µαστρο-Παύλος ο Πιστολέτος.
Έξω φυσούσε και στα ψηλά βουνά χιόνιζε. Η γυναίκα
του τον είχε διώξει, η $εθερά του τον είχε δείρει, η κυρα-
Στρατίνα , η σ$ιτονοικοκυρά του , τον είχε ξορκίσει και
ο γιος του, µόλις τριώ χρονώ, δασκαλεµένος α$’ τον
$ροκοµµένο το θειο του , τον είχε µουτζώσει.
Ο ταβερνιάρης, για να µη σκανδαλίζονται οι καλές
νοικοκυρές µε το κρασο$ουλιό του, είχε κοντά στα
βαρέλια και τις µ$ουκάλες, λίγο σα$ούνι, κόλλα, ρύζι
και ζάχαρη. Είχε κι ένα µύλο για να κόβει τον καφέ. Αν
όµως έβλε$ε κανένας $ρωί και βράδυ να βγαίνουν
α$ερι$οίητες και µισοχτενισµένες γυναίκες , µε το ένα
χέρι κάτω α$΄την $οδιά τους , αµέσως θα καταλάβαινε
$ως τα ψώνια τους δεν ήταν ούτε σα$ούνι ούτε ρύζι ή
ζάχαρη.
Πολλές φορές την ηµέρα ερχόταν η γριά Βασίλω, φτωχή ,
έρηµη και ξένη στα ξένα , $ου, χωρίς $ρολήψεις, έ$ινε
ολοφάνερα το ρούµι της . Ερχόταν κι η κυρά-Κώσταινα
η κλησάρισσα, $ου βοηθούσε το κατά δύναµη στην
εκκλησία, στεκάµενη κοντά στο µανουάλι για να κολλάει
τα κεριά, κι όσες $εντάρες έβγαζε την Κυριακή , τις
έ$ινε µε ευσυνείδητη ακρίβεια τη ∆ευτέρα, την Τρίτη
και την Τετάρτη.
Ερχόταν κι η Στρατίνα, νοικοκυρά µε δυο σ$ίτια, $ου
φώναζε όλα τα µυστικά του κόσµου α$΄ την αυλό$ορτά
της στο δρόµο και στο κα$ηλειό . Μερικά α$’ τα µυστικά
έµεναν εκεί στην αυλή της , άλλα έφταναν στο κα$ηλειό
και τα $ερισσότερα κυκλοφορούσαν στο δρόµο. Κι έλεγε
$οια νοικάρισσα της καθυστερούσε δυο νοίκια , $οιος της
χρωστάει τον τόκο, $οια γειτόνισσα της $ήρε κάτι
δανεικό κι αγύριστο. Ο µαστρο - ∆ηµήτρης ο
φραγκοράφτης χρωστούσε τρία νοίκια , ο µαστρο-Παύλος
ο Πιστολέτος $έντε και τον µήνα $ου έτρεχε, έξι. Η
Λενιώ η κουµ$άρα της έβαλε δεύτερη υ$οθήκη στο σ$ίτι
της , $ονηρά, και τώρα ήταν ανάγκη να τρέχει σε
δικηγόρους και συµβολαιογράφους για να εξασφαλίσει το
δίκιο της . Η Κατίνα, η ανιψιά της α$ό τον $ρώτο της
άντρα, της είχε δανείσει δέκα δραχµές και τώρα, ύστερα
α$ό την εκτίµηση δύο χρυσικών, α$οδείχτηκε $ως το
ασηµικό ήταν κάλ$ικο και δεν άξιζε ούτε όσα άξιζαν τα
δυο φυσέκια µε τις σκουριασµένες µ$ακίρες. Και αφού,
σύµφωνα µε τη συνήθειά της (αυτό δεν το ’λεγε µα ήταν
γνωστό) έβγαλε έξω το γερο-Στρατή τον άντρα της, την
κόρη της τη Μαργαρίτα και την εγγόνα της τη Λενούλα
, άνοιξε το σεντούκι της, έριξε κει το ενέχυρο, έβγαλε το
κοµ$όδεµα, $ήρε τα φυσέκια και τα ’δωσε µ’ έναν τρό$ο
$ου σήµαινε να τα δώσει και να µην τα δώσει στη φτωχή
Κατίνα. Φαινόταν να κολλάνε τα χέρια της .
Η Ασηµίνα, η $αλιά νοικάρισσά της , η τραγουδίστρια το
ε$άγγελµα, όταν ξεκουµ$ίστηκε κι έφυγε, της χρωστούσε
τρία µηνιάτικα κι εννιά µέρες . Και τα µεν έ$ι$λα , $ου
έ$ρε$ε να τα δώσει στη νοικοκυρά, τα ’δωσε στο φίλο της,
$ου να µην είχε σώσει... Και σ’ αυτήν δεν έδωσε $αρά ένα
$αλιοφυλαχτό, λιγδιασµένο και της εί$ε κλείνοντας το
µάτι $ως ,τάχα, είχε τίµιο ξύλο!.. Σα γκρεµοτσακίστηκε
κι έφυγε το ανοίγει κι αυτή α$ό $εριέργεια και τι
βλέ$ει; Αντί για Τίµιο Ξύλο, κάτι κουρέλια, τρίχες,
τούρκικα γράµµατα , µαγικά, χαµένα $ράµατα... Ακούς
εκεί!...
Μ$ήκε, λοι$όν , τρέµοντας α$ό το κρύο ο µαστρο –
Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούµι. Το $αιδί της ταβέρνας
$ου τον ήξερε καλά, του εί$ε:
-Έχεις $εντάρα;
Ο άνθρω$ος κούνησε τους ώµους του διφορούµενα .
- Βάλε συ το ρούµι... α$άντησε .
Πώς να’χει $εντάρα; Καλά και τα λεφτά , καλή και η
δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα
καλά. Καλύτερα α$’ όλα όµως η τεµ$ελιά, το «ντόλτσε
φαρ νιέντε» των αδελφών µας Ιταλών. Αν ανάθεταν σ’
αυτόν να συντάξει τον κανονισµό της εβδοµάδας, θα
όριζε την Κυριακή για σκόλη, τη ∆ευτέρα για
χουζούρι, την Τρίτη για σουλάτσο, την Τετάρτη ,
Πέµ$τη και Παρασκευή για δουλειά και το Σάββατο
γι’ ανά$αυση. Ποιος εί$ε $ως οι γιορτές είναι $άρα
$ολλές για τους ορθόδοξους Έλληνες και $ως οι
εργάσιµες µέρες είναι λίγες; Αυτά τα λένε όσοι δεν
έκαναν $οτέ σωµατική δουλειά και ξέρουν µονάχα να
βγάζουν νόµους για τους άλλους.
Ακριβώς αυτή την ώρα ήρθε α$’ αντικρύ ο ∆ηµήτρης ο
Φραγκοράφτης για να $ιει το $ρωινό του. Η µόνη του
$αρηγοριά ήταν να κάνει αυτά τα µικρά ταξιδάκια,
ό$ως τα ’λεγε. Σταµατούσε για δέκα λε$τά τη δουλειά
του, δέκα φορές τη µέρα , κι ερχόταν να $ιει. Έ$αιρνε
δουλειά α$’ τα µαγαζιά και δούλευε σαν κάλφας στο
δωµάτιό του.
Μ$ήκε λοι$όν και $αράγγειλε ένα κρασί. Έ$ειτα
βλέ$οντας τον Παύλο:
- Βάλε και του µαστρο-Παυλάκη, του εί$ε.
Σαν να τον έστελνε ο Θεός για να λυθεί και το ζήτηµα
της $εντάρας , $ου α$ασχολούσε τον µικρό και τον
$ελάτη. Κάθισε κοντά στον Παύλο κι άρχισε τέτοια
κουβέντα $ου φαινόταν σαν συνέχεια των λογισµών
του, µα για τον Παύλο φάνηκε σα συνηγορία στα δικά
του $αρά$ονα:
- Πού σκόλη και γιορτή µαστρο-Παυλέτο , φίλε µου,
εί$ε. Ούτε καθισιό ούτε χουζούρι. Τ’ Αη-Νικολάου
δουλέψαµε , την Κυριακή $ροχθές δουλέψαµε .
Έρχονται Χριστούγεννα και θαρρώ $ως θα
δουλέψουµε χρονιάρα µέρα. Ο Παύλος κούνησε το
κεφάλι.
- Θέλω κάτι να $ω , αλλά δεν ξέρω για να τα
σταµ$άρω $ερί γραµµάτου, µαστρο –∆ηµήτρη µου,
εί$ε. Μου φαίνεται $ως αυτοί οι µαστόροι, αυτοί οι
αρχόντοι, αυτή η κοινωνία, $ολύ κακά έχουνε
διορισµένα τα $ράµατα. Αντί να είναι η δουλειά
µοιρασµένη ίσα τις καθηµερινές , $έφτει µεµιάς και
µονό$αντα. ∆ουλεύουµε βιαστικά τις γιορτάδες κι
ύστερα χασοµερούµε βδοµάδες και µήνες τις
καθηµερινές.
- Είναι κι η τεµ$ελιά στο µέσο, εί$ε µε $ονηρή
αυθάδεια ο µικρός της ταβέρνας .
Το αφεντικό του µιλούσε στην $όρτα µε κά$οιον και
δεν µ$ορούσε ν’ ακούσει.
- Ας είναι ... τι να σου κάνει η $ροκο$ή κι η τεµ$ελιά
;εί$ε ο ∆ηµήτρης. Το σωστό είναι $ολλά κεσάτια και
λίγη µαζωµένη δουλειά. Καλά λέει ο µαστρο-
Παύλος. Άλλο αν είµαι ακαµάτης εγώ, ας $ούµε , ή
ο Παύλος ή ο Πέτρος ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εµένα
η φαµίλια µου δουλεύει , εγώ δουλεύω, ο γιος µου
δουλεύει, το κορίτσι µου $άει στη µοδίστρα. Και
$αρ’ όλ’ αυτά , δεν µ$ορούµε ακόµα να βγάλουµε τα
νοίκια της κυρα-Στρατίνας. ∆ουλεύουµε για τη
νοικοκυρά, δουλεύουµε για τον µ$ακάλη, για τον
µανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έµ$ορο. Η κόρη
θέλει το λούσο της , ο νιος το καφενείο του, το
ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάνε $ροκο$ή.
- Υγρασία µεγάλη, µαστρο-∆ηµήτρη, εί$ε ο Παυλέτος
, α$αντώντας στις σκέψεις του. Υγρασία κάτω στα
µαγαζιά, χαµηλό το µέρος, η δουλειά βαριά,
ρευµατισµοί, κρυώµατα. Ύστερα, έλα, αν αγα$άς, να
δουλεύεις τοµάρια. Το δικό µας τοµάρι άργασε, $ια,
άργασε...
- Καλά αργασµένο και το δικό σου, µαστρο-Παύλο
µου, έκανε $άλι µ’ αυθάδεια ο µικρός, υ$ονοώντας
ίσως τις σκηνές $ου γίνονταν µεταξύ του κουνιάδου
του και του Παύλου.
Μετά µ$ήκε ο ταβερνιάρης. Ο µαστρο-∆ηµήτρης
έφυγε, να ξαναρχίσει τη δουλειά του κι η κουβέντα
σταµάτησε.
Ο µαστρο-Παύλος άρχισε τις ονειρο$ολήσεις του.
Σήµερα Σάββατο , µεθαύριο $αραµονή, την άλλη
Χριστούγεννα... Να ‘χε τουλάχιστο λεφτά να $άρει
ένα γαλό$ουλο, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο
σ$ίτι του καθώς όλοι! Μετάνιωνε τώρα $ικρά $ου
δεν $ήγε στα ταµ$άκικα να δουλέψει και να βγάλει
λίγα λεφτά, για να $εράσει φτωχικά τις γιορτές.
«Υγρασία µεγάλη, χαµηλό το µέρος, η δουλειά
βαριά. Έλα ν’ αργάζεις τοµάρια! Το δικό µας το
τοµάρι θέλει άργασµα!»
Είχε ακούσει το λαϊκό µύθο για τον τεµ$έλη, $ου
τον $ήγαιναν για κρεµάλα και $ου δεχόταν να ζήσει
µε τον όρο να ’ναι βρεγµένο το $αξιµάδι. Ήξερε και
την άλλη διήγηση για το τεµ$ελχανιό $ου ίδρυσε ο
Μεχµέτ Αλής στην $ατρίδα του την Καβάλα. Εκεί,
ε$ειδή το κακό είχε $αραγίνει, ο ε$ιστάτης
σοφίστηκε να στρώσει µια ψάθα και $άνω της
ανάγκαζε τους τεµ$έληδες να ξα$λώνουν. Ύστερα
έβαζε φωτιά στην ψάθα. Ό$οιος $ροτιµούσε να καεί
, $αρά να σηκωθεί α$ό τη θέση του, ήταν σωστός
τεµ$έλης, και είχε το δικαίωµα να τρώει α$λήρωτο
το $ιλάφι. Ό$οιος, όµως, σηκωνόταν κι έφευγε για
να γλιτώσει α$ό τη φωτιά, δεν ήταν αληθινός
τεµ$έλης κι έχανε τα δικαιώµατά του. Αλίµονο,
τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ, τόσοι Συγγροί,
σκεφτόταν ο µαστρο-Παύλος και δε βρέθηκε
κανένας α$’ αυτούς τους µεγάλους ευεργέτες να
ιδρύσει ένα $αρόµοιο ίδρυµα και στην Αθήνα!...
Ο µαστρο- Παυλάκης $εριδιάβασε ακόµα δυο µέρες
και την άλλη ξηµέρωσε Παραµονή. Το γαλό$ουλο
δεν έ$αψε ούτε στιγµή να το ονειρεύεται και να το
ορέγεται. Πώς να το $ροµηθευτεί όµως;
Αφού νύχτωσε, διωγµένος καθώς ήταν α$ό το σ$ίτι
του, τόλµησε να’ ρθει α$ό ένα $λαϊνό σοκάκι κι
ετοιµαζόταν κι ετοιµαζόταν να µ$ει στο κα$ηλειό .
Στο µυαλό του γύριζε διαρκώς το γαλό$ουλο. Μ’
αυτό θα τα ’φτιαχνε $άλι µε τη γυναίκα του.
Και καθώς γύριζε να µ$ει στην ταβέρνα , βλέ$ει ένα
$αιδί της αγοράς µε µια κοφίνα στον ώµο. Φαινόταν
γεµάτη µ’ αγριολάχανα , $ορτοκάλια , ίσως βούτυρο
και άλλα καλά $ράγµατα. Και το κυριότερο : έναν
γάλο. Το $αιδί κοίταζε δεξιά αριστερά και φαινόταν
να ζητάει κά$οιο σ$ίτι. Ήταν έτοιµο να µ$ει στο
κα$ηλειό . έ$ειτα είδε το µαστρο – Παύλο και
γύρισε:
- Ξέρεις , $ατριώτη, του λόγου σου, $ού είναι δω-
χάµου το σ$ίτι του κυρ-Θανάση του Μ$ελιό$ουλου;
- Του κυρ-Θανάση του Μ$ε...
Μια ιδέα του $έρασε σαν αστρα$ή α$’ το µυαλό του
Παύλου.
- Μου ‘$ε τον αριθµό και τον ξέχασα , συνέχισε ο
µικρός . Τώρα τελευταία έ$ιασε σ$ίτι εδώ χάµου , σ’
αυτόν τον δρόµο. Τον είχα $ελάτη... Παλιότερα
καθόταν $αρα$έρα, στο Γεράκι.
- Του κυρ-Θανάση του Μ$ελιό$ουλου! έκανε µε
θάρρος ο µαστρο-Παύλος . Να , εδώ είναι το σ$ίτι
του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα , µέσα στην
κάτω κάµαρα, στο ισόγειο...Αυτή είναι η νοικοκυρά
του...$ώς να $ω...αυτή κάνει κουµάντο σ’ όλα..,
είναι κουνιάδα του... δηλαδή ανηψιά του... φώναξέ
την ... δώσ’ της τα ψώνια...
-
Προχώρησε $έντε βήµατα $ρος την $όρτα της
αυλής κι έκανε $ως φωνάζει:
- Κυρά Παύλαινα , κό$ιασε δω να $άρεις τα ψώνια,
$ου σου στέλνει ο αφέντης σου...
Τα $ράγµατα καλά ήρθαν ως εδώ. Ο µαστρο-
Παυλάκης έτριβε τα χέρια του α$ό ευχαρίστηση κι
ένιωθε στη µύτη του τη µυρωδιά του ψητού γάλου.
Και δεν τον ένοιαζε τόσο για το γάλο όσο $ου θα τα
’φτιαχνε $άλι µε τη γυναίκα του. Πέρασε , λοι$όν,
τη νύχτα του σ’ ένα καφενείο $ου διανυκτέρευε και
το $ρωί $ήγε στην εκκλησία. Ύστερα $έρασε τη
µέρα του µε µια συντροφιά , αργότερα µε µια άλλη –
$αλιοί γνώριµοί του – στην ταβέρνα, $ου έµενε τις
$ερισσότερες ώρες ανοιχτή , µε τα $αράθυρα
κλειστά και σχεδόν χόρτασε µε λίγους µεζέδες και
αρκετά κεράσµατα.
Το βράδυ, όταν νύχτωσε $άλι, $ήγε θαρρετά -λίγο
ζαλισµένος είναι αλήθεια- και χτύ$ησε την $όρτα
του σ$ίτιού του. Η $όρτα ήταν κλεισµένη α$ό
µέσα.
- Καλησ$έρα κυρα- Παύλαινα , φώναξε α$’ έξω,
χρόνια $ολλά . $ώς $ήγε ο γάλος; Βλέ$εις ; εγώ
$άλι;
Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη.
Τα ισόγεια , οι τρώγλες , τα κοτέτσια της κυρα-
Στρατίνας , όλα κοιµούνταν. Μονάχα ο σκύλος
γνώρισε τη φωνή του µαστρο-Παύλου και γρύλισε.
Μετά κι αυτός ησύχασε.
Υ$ήρχαν εκεί, εκτός α$ό τις τρεις - τέσσερις
οικογένειες $ου έµεναν στ’ ανήλιαγα δωµάτια , δυο
κατσίκες, δώδεκα κότες , τέσσερις γάτοι , δυο διάνοι
και $ολλά ζευγάρια $εριστέρια. Οι δυο κατσίκες
αναχάραζαν βαθιά στο σκε$ασµένο µαντρί τους , οι
κότες κακάριζαν υ$όκωφα στα κοτέτσια τους , τα
$εριστέρια είχαν µαζευτεί στους $εριστεριώνες
τους, τροµαγµένα α$ό το κυνήγι $ου τους έκαναν
τη νύχτα οι γάτες. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι έκαναν
την αυλή να φαίνεται κοιµισµένη , σα να ροχάλιζε.
Ξαφνικά ακούστηκαν βήµατα α$ό το σ$ίτι.
- Ε ! µαστρο-Παύλο, εί$ε καθώς $λησίαζε η κυρα-
Στρατίνα. Να ’χουµε καλό ρώτηµα: τι γάλος και
γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να µου ’χεις
λεβέντη µου; Είδαµε και $άθαµε να σκε$άσουµε το
$ράµα, να µην $ροσβληθεί το σ$ίτι. Εκείνος $ου
είχε αγοράσει το γάλο ήρθε µεσάνυχτα κι εφώναζε ,
έκανε φασαρία και µας φοβέριζε όλους , κι η
φαµίλια σου, ε$ειδή τον είχε κόψει το γάλο και τον
είχε βάλει στο τσουκάλι , βρέθηκε στα δυο στενά ...
κλειδώθηκε στην κάµαρα και δεν ήξερε τι να κάνει.
Εί$ε κι ο κουνιάδος σου ... καλό κελε$ούρι ήταν κι
αυτό µαθές ... και $έρασε η φαµίλια σου όλη τη
µέρα κλειδαµ$αρωµένη µέσα, α$ό φόβο µην
ξανάρθει εκείνος $ου ‘χε το γάλο και µας φέρει και
την αστυνοµία... ήταν φόβος να $ροσβαλθεί και
µένα το σ$ίτι µου... Άλλη φορά , τέτοια αστεία να
µην τα κάνεις µαστρο-Παύλο. Τέτοια $ροσβολή να
λεί$ει α$ό το σ$ίτι µου εµένα , τ’ ακούς;
Ο µαστρο-Παύλος ρώτησε δειλά:
- Είναι ... είναι µέσα η φαµίλια µου;
- Μέσα είναι όλοι τους κι έχουνε καλά κλειδωµένα
και το φως κατεβασµένο , για το φόβο των Ιουδαίων.
Κοίταξε να µη σε καταλάβει α$ό $ουθενά εκείνος ο
κακούργος ο κουνιάδος σου , $άλι ...
- Είναι µέσα;
- Ή µέσα είναι ή ό$ου να ’ναι φτάνει... να κά$ου
ακούω τη φωνή του.
Πραγµατικά ακούστηκε µια φωνή εκεί κοντά , $ου
δεν υ$οσχόταν καλά $ράµατα για τον νυχτερινό
ε$ισκέ$τη.
- Ε! µαστρο –Παυλίνε , καλός ήταν ο γάλος, έλεγε.
Ποιος ήταν; Άγνωστο. Ίσως ο µαστρο –∆ηµήτρης ο
γείτονας. Μ$ορεί κι ο φοβερός κουνιάδος του
µαστρο-Παύλου.
- Και να µην $άρω κι εγώ ένα µεζέ; Παρα$ονέθηκε
ωστόσο ο άνθρω$ός µας .
- Τι σου χρειάζεται ο µεζές , µαστρο-Παυλάκη µου;
ξανά$ε η Στρατίνα. Τα $ράµατα είναι $ολύ σκούρα.
Άσε τα αυτά. ∆ουλειά ! ∆ουλειά! Η δουλειά βγάζει
$αλικάρια. Ό,τι έγινε έγινε, να $ας να δουλέψεις ,
να µου φέρεις κι εµένα τα νοίκια µου. Τ’ ακούς;
- Τ’ ακούω.
- Φέρε µου εσύ τον $αρά κι εγώ , µ’ όλη τη φτώχεια
µου , τη θυσιάζω τη γαλο$ούλα και τρώµε.
Ακούστηκε α$ό µέσα βραχνό µουρµούρισµα. Ύστερα
µια $αιδική φωνή:
- Την υγειά σου µατο-Πάλο, τεµελόκυλο, κακέ
$ατέλα. Τον φάαµε το λάλο.
Ήταν φανερό $ως ο κουνιάδος του ήταν εκεί κι είχε
δασκαλέψει το $αιδί να τα λέει αυτά.
- Μην κάθεσαι ούτε στιγµή µαστρο-Παυλέτο , εί$ε η
Στρατίνα. Το καλό $ου σου θέλω. ∆ρόµο τώρα κι α$ό
µεθαύριο δουλειά … δουλειά !..
Κρότος ακούστηκε , σα να σηκώθηκε κά$οιος α$ό
µέσα και να $λησίαζε µε βαρύ βήµα στην $όρτα.
- ∆ρόµο, ξανά$ε µηχανικά ο Παύλος και
συµµορφώθηκε µε τη λέξη. ∆ρόµο και δουλειά !
♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦
(Σηµ.Οι εικόνες είναι του Νικόλα Ανδρικό$ουλου)