ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

14
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ (Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλ.Πααδιαμάντη Προσαρμοσμένο στη δημοτική αό τον οιητή Σ. Μαραντό) Στην ταβέρνα του Πατσόουλου μήκε ένα ρωί να ιει ένα ρούμι, να ζεσταθεί, ο μαστρο-Παύλος ο Πιστολέτος. Έξω φυσούσε και στα ψηλά βουνά χιόνιζε. Η γυναίκα του τον είχε διώξει, η εθερά του τον είχε δείρει, η κυρα- Στρατίνα , η σιτονοικοκυρά του , τον είχε ξορκίσει και ο γιος του, μόλις τριώ χρονώ, δασκαλεμένος α’ τον ροκομμένο το θειο του , τον είχε μουτζώσει. Ο ταβερνιάρης, για να μη σκανδαλίζονται οι καλές νοικοκυρές με το κρασοουλιό του, είχε κοντά στα βαρέλια και τις μουκάλες, λίγο σαούνι, κόλλα, ρύζι και ζάχαρη. Είχε κι ένα μύλο για να κόβει τον καφέ. Αν όμως έβλεε κανένας ρωί και βράδυ να βγαίνουν αεριοίητες και μισοχτενισμένες γυναίκες , με το ένα χέρι κάτω α΄την οδιά τους , αμέσως θα καταλάβαινε ως τα ψώνια τους δεν ήταν ούτε σαούνι ούτε ρύζι ή ζάχαρη. Πολλές φορές την ημέρα ερχόταν η γριά Βασίλω, φτωχή , έρημη και ξένη στα ξένα , ου, χωρίς ρολήψεις, έινε ολοφάνερα το ρούμι της . Ερχόταν κι η κυρά-Κώσταινα η κλησάρισσα, ου βοηθούσε το κατά δύναμη στην εκκλησία, στεκάμενη κοντά στο μανουάλι για να κολλάει τα κεριά, κι όσες εντάρες έβγαζε την Κυριακή , τις έινε με ευσυνείδητη ακρίβεια τη Δευτέρα, την Τρίτη και την Τετάρτη. Ερχόταν κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δυο σίτια, ου φώναζε όλα τα μυστικά του κόσμου α΄ την αυλόορτά της στο δρόμο και στο καηλειό . Μερικά α’ τα μυστικά

Transcript of ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Page 1: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

(Χριστουγεννιάτικο διήγηµα του Αλ.Πα$αδιαµάντη Προσαρµοσµένο στη δηµοτική α$ό τον

$οιητή Σ. Μαραντό)

Στην ταβέρνα του Πατσό$ουλου µ$ήκε ένα $ρωί να $ιει

ένα ρούµι, να ζεσταθεί, ο µαστρο-Παύλος ο Πιστολέτος.

Έξω φυσούσε και στα ψηλά βουνά χιόνιζε. Η γυναίκα

του τον είχε διώξει, η $εθερά του τον είχε δείρει, η κυρα-

Στρατίνα , η σ$ιτονοικοκυρά του , τον είχε ξορκίσει και

ο γιος του, µόλις τριώ χρονώ, δασκαλεµένος α$’ τον

$ροκοµµένο το θειο του , τον είχε µουτζώσει.

Ο ταβερνιάρης, για να µη σκανδαλίζονται οι καλές

νοικοκυρές µε το κρασο$ουλιό του, είχε κοντά στα

βαρέλια και τις µ$ουκάλες, λίγο σα$ούνι, κόλλα, ρύζι

και ζάχαρη. Είχε κι ένα µύλο για να κόβει τον καφέ. Αν

όµως έβλε$ε κανένας $ρωί και βράδυ να βγαίνουν

α$ερι$οίητες και µισοχτενισµένες γυναίκες , µε το ένα

χέρι κάτω α$΄την $οδιά τους , αµέσως θα καταλάβαινε

$ως τα ψώνια τους δεν ήταν ούτε σα$ούνι ούτε ρύζι ή

ζάχαρη.

Πολλές φορές την ηµέρα ερχόταν η γριά Βασίλω, φτωχή ,

έρηµη και ξένη στα ξένα , $ου, χωρίς $ρολήψεις, έ$ινε

ολοφάνερα το ρούµι της . Ερχόταν κι η κυρά-Κώσταινα

η κλησάρισσα, $ου βοηθούσε το κατά δύναµη στην

εκκλησία, στεκάµενη κοντά στο µανουάλι για να κολλάει

τα κεριά, κι όσες $εντάρες έβγαζε την Κυριακή , τις

έ$ινε µε ευσυνείδητη ακρίβεια τη ∆ευτέρα, την Τρίτη

και την Τετάρτη.

Ερχόταν κι η Στρατίνα, νοικοκυρά µε δυο σ$ίτια, $ου

φώναζε όλα τα µυστικά του κόσµου α$΄ την αυλό$ορτά

της στο δρόµο και στο κα$ηλειό . Μερικά α$’ τα µυστικά

Page 2: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

έµεναν εκεί στην αυλή της , άλλα έφταναν στο κα$ηλειό

και τα $ερισσότερα κυκλοφορούσαν στο δρόµο. Κι έλεγε

$οια νοικάρισσα της καθυστερούσε δυο νοίκια , $οιος της

χρωστάει τον τόκο, $οια γειτόνισσα της $ήρε κάτι

δανεικό κι αγύριστο. Ο µαστρο - ∆ηµήτρης ο

φραγκοράφτης χρωστούσε τρία νοίκια , ο µαστρο-Παύλος

ο Πιστολέτος $έντε και τον µήνα $ου έτρεχε, έξι. Η

Λενιώ η κουµ$άρα της έβαλε δεύτερη υ$οθήκη στο σ$ίτι

της , $ονηρά, και τώρα ήταν ανάγκη να τρέχει σε

δικηγόρους και συµβολαιογράφους για να εξασφαλίσει το

δίκιο της . Η Κατίνα, η ανιψιά της α$ό τον $ρώτο της

άντρα, της είχε δανείσει δέκα δραχµές και τώρα, ύστερα

α$ό την εκτίµηση δύο χρυσικών, α$οδείχτηκε $ως το

ασηµικό ήταν κάλ$ικο και δεν άξιζε ούτε όσα άξιζαν τα

δυο φυσέκια µε τις σκουριασµένες µ$ακίρες. Και αφού,

σύµφωνα µε τη συνήθειά της (αυτό δεν το ’λεγε µα ήταν

γνωστό) έβγαλε έξω το γερο-Στρατή τον άντρα της, την

κόρη της τη Μαργαρίτα και την εγγόνα της τη Λενούλα

, άνοιξε το σεντούκι της, έριξε κει το ενέχυρο, έβγαλε το

κοµ$όδεµα, $ήρε τα φυσέκια και τα ’δωσε µ’ έναν τρό$ο

$ου σήµαινε να τα δώσει και να µην τα δώσει στη φτωχή

Κατίνα. Φαινόταν να κολλάνε τα χέρια της .

Page 3: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Η Ασηµίνα, η $αλιά νοικάρισσά της , η τραγουδίστρια το

ε$άγγελµα, όταν ξεκουµ$ίστηκε κι έφυγε, της χρωστούσε

τρία µηνιάτικα κι εννιά µέρες . Και τα µεν έ$ι$λα , $ου

έ$ρε$ε να τα δώσει στη νοικοκυρά, τα ’δωσε στο φίλο της,

$ου να µην είχε σώσει... Και σ’ αυτήν δεν έδωσε $αρά ένα

$αλιοφυλαχτό, λιγδιασµένο και της εί$ε κλείνοντας το

µάτι $ως ,τάχα, είχε τίµιο ξύλο!.. Σα γκρεµοτσακίστηκε

κι έφυγε το ανοίγει κι αυτή α$ό $εριέργεια και τι

βλέ$ει; Αντί για Τίµιο Ξύλο, κάτι κουρέλια, τρίχες,

τούρκικα γράµµατα , µαγικά, χαµένα $ράµατα... Ακούς

εκεί!...

Μ$ήκε, λοι$όν , τρέµοντας α$ό το κρύο ο µαστρο –

Παυλάκης και ζήτησε ένα ρούµι. Το $αιδί της ταβέρνας

$ου τον ήξερε καλά, του εί$ε:

-Έχεις $εντάρα;

Ο άνθρω$ος κούνησε τους ώµους του διφορούµενα .

- Βάλε συ το ρούµι... α$άντησε .

Page 4: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Πώς να’χει $εντάρα; Καλά και τα λεφτά , καλή και η

δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα

καλά. Καλύτερα α$’ όλα όµως η τεµ$ελιά, το «ντόλτσε

φαρ νιέντε» των αδελφών µας Ιταλών. Αν ανάθεταν σ’

αυτόν να συντάξει τον κανονισµό της εβδοµάδας, θα

όριζε την Κυριακή για σκόλη, τη ∆ευτέρα για

χουζούρι, την Τρίτη για σουλάτσο, την Τετάρτη ,

Πέµ$τη και Παρασκευή για δουλειά και το Σάββατο

γι’ ανά$αυση. Ποιος εί$ε $ως οι γιορτές είναι $άρα

$ολλές για τους ορθόδοξους Έλληνες και $ως οι

εργάσιµες µέρες είναι λίγες; Αυτά τα λένε όσοι δεν

έκαναν $οτέ σωµατική δουλειά και ξέρουν µονάχα να

βγάζουν νόµους για τους άλλους.

Ακριβώς αυτή την ώρα ήρθε α$’ αντικρύ ο ∆ηµήτρης ο

Φραγκοράφτης για να $ιει το $ρωινό του. Η µόνη του

$αρηγοριά ήταν να κάνει αυτά τα µικρά ταξιδάκια,

ό$ως τα ’λεγε. Σταµατούσε για δέκα λε$τά τη δουλειά

του, δέκα φορές τη µέρα , κι ερχόταν να $ιει. Έ$αιρνε

δουλειά α$’ τα µαγαζιά και δούλευε σαν κάλφας στο

δωµάτιό του.

Page 5: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Μ$ήκε λοι$όν και $αράγγειλε ένα κρασί. Έ$ειτα

βλέ$οντας τον Παύλο:

Page 6: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

- Βάλε και του µαστρο-Παυλάκη, του εί$ε.

Σαν να τον έστελνε ο Θεός για να λυθεί και το ζήτηµα

της $εντάρας , $ου α$ασχολούσε τον µικρό και τον

$ελάτη. Κάθισε κοντά στον Παύλο κι άρχισε τέτοια

κουβέντα $ου φαινόταν σαν συνέχεια των λογισµών

του, µα για τον Παύλο φάνηκε σα συνηγορία στα δικά

του $αρά$ονα:

- Πού σκόλη και γιορτή µαστρο-Παυλέτο , φίλε µου,

εί$ε. Ούτε καθισιό ούτε χουζούρι. Τ’ Αη-Νικολάου

δουλέψαµε , την Κυριακή $ροχθές δουλέψαµε .

Έρχονται Χριστούγεννα και θαρρώ $ως θα

δουλέψουµε χρονιάρα µέρα. Ο Παύλος κούνησε το

κεφάλι.

- Θέλω κάτι να $ω , αλλά δεν ξέρω για να τα

σταµ$άρω $ερί γραµµάτου, µαστρο –∆ηµήτρη µου,

εί$ε. Μου φαίνεται $ως αυτοί οι µαστόροι, αυτοί οι

αρχόντοι, αυτή η κοινωνία, $ολύ κακά έχουνε

διορισµένα τα $ράµατα. Αντί να είναι η δουλειά

µοιρασµένη ίσα τις καθηµερινές , $έφτει µεµιάς και

µονό$αντα. ∆ουλεύουµε βιαστικά τις γιορτάδες κι

ύστερα χασοµερούµε βδοµάδες και µήνες τις

καθηµερινές.

- Είναι κι η τεµ$ελιά στο µέσο, εί$ε µε $ονηρή

αυθάδεια ο µικρός της ταβέρνας .

Το αφεντικό του µιλούσε στην $όρτα µε κά$οιον και

δεν µ$ορούσε ν’ ακούσει.

- Ας είναι ... τι να σου κάνει η $ροκο$ή κι η τεµ$ελιά

;εί$ε ο ∆ηµήτρης. Το σωστό είναι $ολλά κεσάτια και

Page 7: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

λίγη µαζωµένη δουλειά. Καλά λέει ο µαστρο-

Παύλος. Άλλο αν είµαι ακαµάτης εγώ, ας $ούµε , ή

ο Παύλος ή ο Πέτρος ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εµένα

η φαµίλια µου δουλεύει , εγώ δουλεύω, ο γιος µου

δουλεύει, το κορίτσι µου $άει στη µοδίστρα. Και

$αρ’ όλ’ αυτά , δεν µ$ορούµε ακόµα να βγάλουµε τα

νοίκια της κυρα-Στρατίνας. ∆ουλεύουµε για τη

νοικοκυρά, δουλεύουµε για τον µ$ακάλη, για τον

µανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έµ$ορο. Η κόρη

θέλει το λούσο της , ο νιος το καφενείο του, το

ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάνε $ροκο$ή.

- Υγρασία µεγάλη, µαστρο-∆ηµήτρη, εί$ε ο Παυλέτος

, α$αντώντας στις σκέψεις του. Υγρασία κάτω στα

µαγαζιά, χαµηλό το µέρος, η δουλειά βαριά,

ρευµατισµοί, κρυώµατα. Ύστερα, έλα, αν αγα$άς, να

δουλεύεις τοµάρια. Το δικό µας τοµάρι άργασε, $ια,

άργασε...

- Καλά αργασµένο και το δικό σου, µαστρο-Παύλο

µου, έκανε $άλι µ’ αυθάδεια ο µικρός, υ$ονοώντας

ίσως τις σκηνές $ου γίνονταν µεταξύ του κουνιάδου

του και του Παύλου.

Μετά µ$ήκε ο ταβερνιάρης. Ο µαστρο-∆ηµήτρης

έφυγε, να ξαναρχίσει τη δουλειά του κι η κουβέντα

σταµάτησε.

Ο µαστρο-Παύλος άρχισε τις ονειρο$ολήσεις του.

Σήµερα Σάββατο , µεθαύριο $αραµονή, την άλλη

Χριστούγεννα... Να ‘χε τουλάχιστο λεφτά να $άρει

ένα γαλό$ουλο, να κάνει κι αυτός Χριστούγεννα στο

Page 8: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

σ$ίτι του καθώς όλοι! Μετάνιωνε τώρα $ικρά $ου

δεν $ήγε στα ταµ$άκικα να δουλέψει και να βγάλει

λίγα λεφτά, για να $εράσει φτωχικά τις γιορτές.

«Υγρασία µεγάλη, χαµηλό το µέρος, η δουλειά

βαριά. Έλα ν’ αργάζεις τοµάρια! Το δικό µας το

τοµάρι θέλει άργασµα!»

Είχε ακούσει το λαϊκό µύθο για τον τεµ$έλη, $ου

τον $ήγαιναν για κρεµάλα και $ου δεχόταν να ζήσει

µε τον όρο να ’ναι βρεγµένο το $αξιµάδι. Ήξερε και

την άλλη διήγηση για το τεµ$ελχανιό $ου ίδρυσε ο

Μεχµέτ Αλής στην $ατρίδα του την Καβάλα. Εκεί,

ε$ειδή το κακό είχε $αραγίνει, ο ε$ιστάτης

σοφίστηκε να στρώσει µια ψάθα και $άνω της

ανάγκαζε τους τεµ$έληδες να ξα$λώνουν. Ύστερα

έβαζε φωτιά στην ψάθα. Ό$οιος $ροτιµούσε να καεί

, $αρά να σηκωθεί α$ό τη θέση του, ήταν σωστός

τεµ$έλης, και είχε το δικαίωµα να τρώει α$λήρωτο

το $ιλάφι. Ό$οιος, όµως, σηκωνόταν κι έφευγε για

να γλιτώσει α$ό τη φωτιά, δεν ήταν αληθινός

τεµ$έλης κι έχανε τα δικαιώµατά του. Αλίµονο,

τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ, τόσοι Συγγροί,

σκεφτόταν ο µαστρο-Παύλος και δε βρέθηκε

κανένας α$’ αυτούς τους µεγάλους ευεργέτες να

ιδρύσει ένα $αρόµοιο ίδρυµα και στην Αθήνα!...

Ο µαστρο- Παυλάκης $εριδιάβασε ακόµα δυο µέρες

και την άλλη ξηµέρωσε Παραµονή. Το γαλό$ουλο

δεν έ$αψε ούτε στιγµή να το ονειρεύεται και να το

ορέγεται. Πώς να το $ροµηθευτεί όµως;

Αφού νύχτωσε, διωγµένος καθώς ήταν α$ό το σ$ίτι

του, τόλµησε να’ ρθει α$ό ένα $λαϊνό σοκάκι κι

Page 9: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

ετοιµαζόταν κι ετοιµαζόταν να µ$ει στο κα$ηλειό .

Στο µυαλό του γύριζε διαρκώς το γαλό$ουλο. Μ’

αυτό θα τα ’φτιαχνε $άλι µε τη γυναίκα του.

Και καθώς γύριζε να µ$ει στην ταβέρνα , βλέ$ει ένα

$αιδί της αγοράς µε µια κοφίνα στον ώµο. Φαινόταν

γεµάτη µ’ αγριολάχανα , $ορτοκάλια , ίσως βούτυρο

και άλλα καλά $ράγµατα. Και το κυριότερο : έναν

γάλο. Το $αιδί κοίταζε δεξιά αριστερά και φαινόταν

να ζητάει κά$οιο σ$ίτι. Ήταν έτοιµο να µ$ει στο

κα$ηλειό . έ$ειτα είδε το µαστρο – Παύλο και

γύρισε:

- Ξέρεις , $ατριώτη, του λόγου σου, $ού είναι δω-

χάµου το σ$ίτι του κυρ-Θανάση του Μ$ελιό$ουλου;

- Του κυρ-Θανάση του Μ$ε...

Μια ιδέα του $έρασε σαν αστρα$ή α$’ το µυαλό του

Παύλου.

- Μου ‘$ε τον αριθµό και τον ξέχασα , συνέχισε ο

µικρός . Τώρα τελευταία έ$ιασε σ$ίτι εδώ χάµου , σ’

αυτόν τον δρόµο. Τον είχα $ελάτη... Παλιότερα

καθόταν $αρα$έρα, στο Γεράκι.

- Του κυρ-Θανάση του Μ$ελιό$ουλου! έκανε µε

θάρρος ο µαστρο-Παύλος . Να , εδώ είναι το σ$ίτι

του. Να φωνάξεις την κυρα-Παύλαινα , µέσα στην

κάτω κάµαρα, στο ισόγειο...Αυτή είναι η νοικοκυρά

του...$ώς να $ω...αυτή κάνει κουµάντο σ’ όλα..,

είναι κουνιάδα του... δηλαδή ανηψιά του... φώναξέ

την ... δώσ’ της τα ψώνια...

Page 10: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

-

Προχώρησε $έντε βήµατα $ρος την $όρτα της

αυλής κι έκανε $ως φωνάζει:

- Κυρά Παύλαινα , κό$ιασε δω να $άρεις τα ψώνια,

$ου σου στέλνει ο αφέντης σου...

Τα $ράγµατα καλά ήρθαν ως εδώ. Ο µαστρο-

Παυλάκης έτριβε τα χέρια του α$ό ευχαρίστηση κι

ένιωθε στη µύτη του τη µυρωδιά του ψητού γάλου.

Και δεν τον ένοιαζε τόσο για το γάλο όσο $ου θα τα

’φτιαχνε $άλι µε τη γυναίκα του. Πέρασε , λοι$όν,

Page 11: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

τη νύχτα του σ’ ένα καφενείο $ου διανυκτέρευε και

το $ρωί $ήγε στην εκκλησία. Ύστερα $έρασε τη

µέρα του µε µια συντροφιά , αργότερα µε µια άλλη –

$αλιοί γνώριµοί του – στην ταβέρνα, $ου έµενε τις

$ερισσότερες ώρες ανοιχτή , µε τα $αράθυρα

κλειστά και σχεδόν χόρτασε µε λίγους µεζέδες και

αρκετά κεράσµατα.

Το βράδυ, όταν νύχτωσε $άλι, $ήγε θαρρετά -λίγο

ζαλισµένος είναι αλήθεια- και χτύ$ησε την $όρτα

του σ$ίτιού του. Η $όρτα ήταν κλεισµένη α$ό

µέσα.

- Καλησ$έρα κυρα- Παύλαινα , φώναξε α$’ έξω,

χρόνια $ολλά . $ώς $ήγε ο γάλος; Βλέ$εις ; εγώ

$άλι;

Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Όλη η αυλή ήταν ήσυχη.

Τα ισόγεια , οι τρώγλες , τα κοτέτσια της κυρα-

Στρατίνας , όλα κοιµούνταν. Μονάχα ο σκύλος

γνώρισε τη φωνή του µαστρο-Παύλου και γρύλισε.

Μετά κι αυτός ησύχασε.

Page 12: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Υ$ήρχαν εκεί, εκτός α$ό τις τρεις - τέσσερις

οικογένειες $ου έµεναν στ’ ανήλιαγα δωµάτια , δυο

κατσίκες, δώδεκα κότες , τέσσερις γάτοι , δυο διάνοι

και $ολλά ζευγάρια $εριστέρια. Οι δυο κατσίκες

αναχάραζαν βαθιά στο σκε$ασµένο µαντρί τους , οι

κότες κακάριζαν υ$όκωφα στα κοτέτσια τους , τα

$εριστέρια είχαν µαζευτεί στους $εριστεριώνες

τους, τροµαγµένα α$ό το κυνήγι $ου τους έκαναν

τη νύχτα οι γάτες. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι έκαναν

την αυλή να φαίνεται κοιµισµένη , σα να ροχάλιζε.

Ξαφνικά ακούστηκαν βήµατα α$ό το σ$ίτι.

- Ε ! µαστρο-Παύλο, εί$ε καθώς $λησίαζε η κυρα-

Στρατίνα. Να ’χουµε καλό ρώτηµα: τι γάλος και

γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να µου ’χεις

λεβέντη µου; Είδαµε και $άθαµε να σκε$άσουµε το

$ράµα, να µην $ροσβληθεί το σ$ίτι. Εκείνος $ου

είχε αγοράσει το γάλο ήρθε µεσάνυχτα κι εφώναζε ,

έκανε φασαρία και µας φοβέριζε όλους , κι η

φαµίλια σου, ε$ειδή τον είχε κόψει το γάλο και τον

είχε βάλει στο τσουκάλι , βρέθηκε στα δυο στενά ...

κλειδώθηκε στην κάµαρα και δεν ήξερε τι να κάνει.

Εί$ε κι ο κουνιάδος σου ... καλό κελε$ούρι ήταν κι

αυτό µαθές ... και $έρασε η φαµίλια σου όλη τη

µέρα κλειδαµ$αρωµένη µέσα, α$ό φόβο µην

ξανάρθει εκείνος $ου ‘χε το γάλο και µας φέρει και

την αστυνοµία... ήταν φόβος να $ροσβαλθεί και

µένα το σ$ίτι µου... Άλλη φορά , τέτοια αστεία να

µην τα κάνεις µαστρο-Παύλο. Τέτοια $ροσβολή να

λεί$ει α$ό το σ$ίτι µου εµένα , τ’ ακούς;

Ο µαστρο-Παύλος ρώτησε δειλά:

Page 13: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

- Είναι ... είναι µέσα η φαµίλια µου;

- Μέσα είναι όλοι τους κι έχουνε καλά κλειδωµένα

και το φως κατεβασµένο , για το φόβο των Ιουδαίων.

Κοίταξε να µη σε καταλάβει α$ό $ουθενά εκείνος ο

κακούργος ο κουνιάδος σου , $άλι ...

- Είναι µέσα;

- Ή µέσα είναι ή ό$ου να ’ναι φτάνει... να κά$ου

ακούω τη φωνή του.

Πραγµατικά ακούστηκε µια φωνή εκεί κοντά , $ου

δεν υ$οσχόταν καλά $ράµατα για τον νυχτερινό

ε$ισκέ$τη.

- Ε! µαστρο –Παυλίνε , καλός ήταν ο γάλος, έλεγε.

Ποιος ήταν; Άγνωστο. Ίσως ο µαστρο –∆ηµήτρης ο

γείτονας. Μ$ορεί κι ο φοβερός κουνιάδος του

µαστρο-Παύλου.

- Και να µην $άρω κι εγώ ένα µεζέ; Παρα$ονέθηκε

ωστόσο ο άνθρω$ός µας .

- Τι σου χρειάζεται ο µεζές , µαστρο-Παυλάκη µου;

ξανά$ε η Στρατίνα. Τα $ράµατα είναι $ολύ σκούρα.

Άσε τα αυτά. ∆ουλειά ! ∆ουλειά! Η δουλειά βγάζει

$αλικάρια. Ό,τι έγινε έγινε, να $ας να δουλέψεις ,

να µου φέρεις κι εµένα τα νοίκια µου. Τ’ ακούς;

- Τ’ ακούω.

- Φέρε µου εσύ τον $αρά κι εγώ , µ’ όλη τη φτώχεια

µου , τη θυσιάζω τη γαλο$ούλα και τρώµε.

Page 14: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ

Ακούστηκε α$ό µέσα βραχνό µουρµούρισµα. Ύστερα

µια $αιδική φωνή:

- Την υγειά σου µατο-Πάλο, τεµελόκυλο, κακέ

$ατέλα. Τον φάαµε το λάλο.

Ήταν φανερό $ως ο κουνιάδος του ήταν εκεί κι είχε

δασκαλέψει το $αιδί να τα λέει αυτά.

- Μην κάθεσαι ούτε στιγµή µαστρο-Παυλέτο , εί$ε η

Στρατίνα. Το καλό $ου σου θέλω. ∆ρόµο τώρα κι α$ό

µεθαύριο δουλειά … δουλειά !..

Κρότος ακούστηκε , σα να σηκώθηκε κά$οιος α$ό

µέσα και να $λησίαζε µε βαρύ βήµα στην $όρτα.

- ∆ρόµο, ξανά$ε µηχανικά ο Παύλος και

συµµορφώθηκε µε τη λέξη. ∆ρόµο και δουλειά !

♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦ ♦

(Σηµ.Οι εικόνες είναι του Νικόλα Ανδρικό$ουλου)