protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and...

61

Transcript of protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and...

Page 1: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page III

Page 2: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

Eκδόσεις Πατάκη - Λεξικά/Ξενόγλωσσα λεξικάΓενικός συντονισμός και πνευματική διεύθυνση: Στέφανος Αλ. Πατάκης (ενεργών για τη Σ. Πατάκης ΑΕΕΔΕ)Υπεύθυνος εκδοτικού τμήματος: Francis BakerΣύνταξη ερμηνευμάτων στην ελληνική γλώσσα: Αλαμάνου Μαρία, Θανασούλας Δημήτριος,Καλλέργη Ευτυχία, Λιάτσου Μόνικα, Μούμα-Τουρνά Ευαγγελία, Πατάκης Στέφανος, Χρηστάκη Αικατερίνη, Χρυσόπουλος ΕλευθέριοςΕπιμέλεια: Ανδρουλιδάκης Γεώργιος, Αποσκίτης Γεώργιος, Αποστολόπουλος Έκτορας, Γιαννούση Μελισσάνθη, Γυφτοπούλου Αναστασία, Ελευθεράκης Δημήτριος, Καλλέργη Ευτυχία,Κάσση Κυριακή, Κατσαρού Κρυσταλλία, Κοκολάκης Άγγελος, Μαρκομιχελάκη Αθηνά, Μιχαλά Τατιανή, Παπαδογεωργοπούλου Ελένη, Παπασταύρου Άννα, Πατσαλά Πασχαλία, Σταματοπούλου Βασιλική, Τσιώρης Σωτήριος, Ψάθη Γεωργία, John VickersΔιορθώσεις: Αναστασόπουλος Νικόλαος, Αποσκίτης Γεώργιος, Γραμμένου Χρυσούλα, Δελλή Δανάη, Δημητρά Αποστολία, Κάσση Κυριακή, Παπαδογεωργοπούλου Ελένη, Παπακυρίτσης Σταύρος, Παπασταύρου Άννα, Παππά Ειρήνη, Πεκιαρίδη Στέλλα, Τσουμάκη ΜαρίαΣχεδιασμός εξωφύλλου: Χαρούλα Κοντορούση, Bασιλική ΚαρμίρηDTP: Σπυριδούλα ΒονίτσηΦιλμ, μοντάζ: Μαρία Ποινιού-ΡένεσηCopyright για το αγγλικό κείμενο © Larousse, Paris, 2001 και 2006 για την αναθεωρημένη έκδοσηCopyright © για την ελληνική γλώσσα (για το αγγλικό κείμενο των εκδόσεων Larousse, κατά παραχώρηση των εκδόσεων Larousse, και για το ελληνικό κείμενο των ερμηνευμάτων και για τις προσθήκες στο αγγλικό κείμενο με τα αντίστοιχα ερμηνεύματα στην ελληνική γλώσσα), Σ. Πατάκης ΑΕΕΔΕ (Εκδόσεις Πατάκη), 2004-2010Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Ιούλιος 2010Η παρούσα είναι η δεύτερη εκτύπωση, Σεπτέμβριος 2010ΚΕΤ 4535 ΚΕΠ 803/10ISBN 978-960-16-3009-0

ΠΑΝΑΓΗ ΤΣΑΛΔΑΡΗ (ΠΡΩΗΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ) 38, 104 37 ΑΘΗΝΑ,ΤΗΛ.: 210.36.50.000, 210.52.05.600, 801.100.2665, ΦAΞ: 210.36.50.069ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 210.38.31.078 ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: ΝΕΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 122, 563 34 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΗΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, ΦΑΞ: 2310.70.63.55Web site: http://www.patakis.gr • e-mail: [email protected], [email protected]

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας(Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευμα-τικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτετρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαρα-γωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφήκαι η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page IV

Page 3: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Προς τους αναγνώστες μας VΙΙΣυντομογραφίες ΙΧΓνωστικοί τομείς XΙΙΦωνητικά σύμβολα ΧΙVΧρήση του λεξικού XVI

Αγγλοελληνικό Λεξικό

Αγγλικά ανώμαλα ρήματα 1144Ένθετο με αριθμητικά, μέτρα και σταθμά, ώρα, και ημερομηνίες 1148

CONTENTS

To our readers VIIAbbreviations IXField labels XIIPhonetic symbols XIVHow to use the dictionary XX

English-Greek Dictionary

English irregular verbs 1144Section on numerals, weights and measures, time and dates 1148

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page V

Page 4: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page VI

Page 5: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

Το ΕΠΙΤΟΜΟ λεξικό των εκδόσεων Πα-τάκη αποτελεί το τέλειο βοήθημα με-

λέτης σε ποικίλες περιπτώσεις, από τηνεκμάθηση γλωσσών στο σχολείο, στοΠανεπιστήμιο και στο σπίτι ως την καθη-μερινή χρήση του στο γραφείο.

Αυτό το αγγλοελληνικό λεξικό έχει σχε-διαστεί να προσφέρει γρήγορες και απο-δοτικές λύσεις στα ποικίλα προβλήματαπου συναντά κανείς κατά την ανάγνωσητης σύγχρονης αγγλικής γλώσσας. Θααποτελέσει επίσης πολύτιμο βοήθημα κα-τά την προετοιμασία γραπτών εργασιώνόλων των ειδών, από σχολικές εργασίεςως επιστολές και υπηρεσιακές εκθέσεις.

Η ΕΠΙΤΟΜΗ έκδοση περιέχει περισσό-τερες από 50.000 αναφορές και 70.000μεταφρασμένους όρους. Παρέχει στοχρήστη τη δυνατότητα να διαβάζει και νααπολαμβάνει μεγάλη ποικιλία μυθοπλα-στικών και δημοσιογραφικών αναγνω-σμάτων, να κατανοεί εμπορικά έντυπα,ενημερωτικά φυλλάδια και εγχειρίδιαοδηγιών χρήσης, καθώς και να μεταφρά-ζει γρήγορα και πιστά από τα αγγλικά. Αυ-τό το εντελώς νέο λεξικό καλύπτει έγκυ-

ρα κοινές συντομογραφίες, ακρωνύμιακαι αρκτικόλεξα, κύρια ονόματα, εμπορι-κούς όρους και λεξιλόγιο πληροφορικήςτης σύγχρονης γλώσσας.

Χάρη στην επίτομη έκδοση η γραφήτης αγγλικής με ακρίβεια και αυτοπεποί-θηση δεν αποτελεί πλέον πρόβλημα, μιαςκαι αυτή παρέχει λεπτομερή κάλυψη τουβασικού λεξιλογίου και κατατοπιστικούςεννοιολογικούς δείκτες, που καθοδηγούντο χρήστη στην πιο κατάλληλη μετάφρα-ση.

Έχει προηγηθεί προσεκτική σκέψη γιατην παρουσίαση των λημμάτων, τόσο ωςπρος τη διάταξη όσο και ως προς την επι-λογή των τυπογραφικών στοιχείων. Τολεξικό αυτό είναι ιδανικό για κάθε χρήστηπου ενδιαφέρεται να προχωρήσει πέρααπό το στάδιο του αρχάριου.

Στείλτε μας τα σχόλια ή τις απορίεςσας γιατί με αυτόν τον τρόπο μάς βοηθά-τε να κάνουμε αυτό το λεξικό ακόμα κα-λύτερο στο μέλλον.

Ο Εκδότης

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΜΑΣ

P atakis Publishers’ English-GreekCONCISE dictionary is the perfect

companion for a wide variety of situa -tions, from language learning at school,at University and at home to everydayuse in the office.

This English-Greek dictionary isdesign ed to provide fast and efficientsolutions to the various problemsencountered when reading present-dayEnglish. It will also be an invaluable aidin preparing written work of all kinds,from schoolwork to letters and reports.

The CONCISE edition has over 50,000re ferences and 70,000 translated terms.It enables the user to read and enjoy awide range of texts such as fiction andjournalism, to understand trade litera -ture, brochures and manuals, and tosummarize and translate from Englishquickly and accurately. This entirelynew dictionary also features up-to-date

coverage of common abbreviations andacronyms, proper names, businessterms and computing vocabulary.

Writing English accurately and con -fidently is no longer a problem thanks tothe CONCISE’s detailed coverage ofessential vocabulary, and helpful sense-markers which guide the user to themost appropriate translation.

Careful thought has gone into thepresentation of the entries, both in termsof layout and typography. This dictio-nary is ideal for any user who has movedbeyond beginner’s level.

Send us your comments or queries –you will be helping us to make thisdictionary an even better book in thefuture.

The Publisher

TO OUR READERS

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page VII

Page 6: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page VIII

Page 7: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

IX

ABBREVIATIONS

abbreviation abbradjective adjadverb advAmerican English Amarticle artauxiliary auxAustralian English AustrBritish English BrCanadian English Cancompound comp

a noun used to modify another noun, e.g. gardening in gardening book or airforcein airforce base

comparative comparconjunction conjcontinuous contdated dateddefinite defdemonstrative demdeterminer detdrug slang drug slespecially espeuphemism euphexclamation exclfeminine ffigurative figformal fmlfused fus

shows that a phrasal verb is«fused», i.e. inseparable, e.g. look after where the object cannot come between the verb and the particle, e.g. I lookedafter him but not I looked him after

generally, in most cases genidentifies the most common translation of a word

humorous humindefinite indefinformal infinfinitive infinIndian English Indinterrogative interr

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

συντομογραφίαεπίθετοεπίρρημααμερικανικά αγγλικάάρθροβοηθητικόαυστραλιανά αγγλικάβρετανικά αγγλικάκαναδικά αγγλικάσύνθετο ουσιαστικό

ουσιαστικό που προσδιορίζειένα άλλο ουσιαστικό, π.χ. gardening στη φράσηgardening book ή airforceστη φράση airforce base

συγκριτικός (βαθμός)σύνδεσμοςδιαρκείαςπαρωχημένοςοριστικό(ς) [άρθρο]δεικτικό(ς/-ή) [αντωνυμία]προσδιορισμόςαργκό σχετική με ναρκωτικάειδικά/κυρίωςευφημισμόςεπιφώνημαθηλυκό(ς) [γένος]μεταφορικό(ς)/αλληγορικό(ς)επίσημο(ς)/τυπικό(ς)αχώριστο

δείχνει ότι ένα περιφραστικό ρήμα δεν επιδέχεται χωρισμό, π.χ. look after όπου το αντικείμενο δεν μπορεί να μπει ανάμεσα στο ρήμα και στο επιρρηματικό μόριο, π.χ. I looked after him αλλά όχιI looked him after

γενικά / στις περισσότερες περιπτώσειςπροσδιορίζει την πιο κοινή μετάφραση μιας λέξης

χιουμοριστικό(ς)αόριστο(ς) [άρθρο]ανεπίσημο(ς) / στην καθομιλούμενηαπαρέμφατοινδικά αγγλικάερωτηματικό(ς)

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page IX

Page 8: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

X

invariable invapplied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. inv four sheep

Irish English Irishironic iroliteral lit

in conjunction with fig showsthat both a literal and a figurative sense is being covered by the same translation

literary literarymodal verb modal vnoun nnumeral nummasculine moneself o.s.pejorative pej

implies disapproval, e.g. bimbo, catty, macho

personal persphrase(s) phrplural plpossessive posspast participle pppresent participle pprprefix prefpreposition preppronoun pronpast tense ptregistered trademark ®

words considered to be trademarks have been designated in this dictionary by the symbol ®. However, neither the presence nor the absence of such designation should be regarded as affecting the legal status of any trademark.

relative relsomeone, somebody sbScottish English Scotseparable sep

shows that a phrasal verb is separable, e.g. let in, help outwhere the object can come between the verb and the particle, e.g. I let her in, he helped me out

αμετάβλητο(ς)αποδίδεται σε ουσιαστικό για ναδείξει ότι ο τύπος του πληθυντικού και του ενικού είναι ίδιοι π.χ. sheeppl. inv four sheep

ιρλανδικά αγγλικάειρωνικό(ς)κυριολεκτικό(ς)/κυριολεξία

σε συνδυασμό με τη συντομογραφία lit [fig], δείχνει ότι και η κυριολεκτική και η μεταφορική έννοια καλύπτονται από την ίδια μετάφραση

λογοτεχνικό(ς)εγκλιτικό ρήμαουσιαστικόαριθμητικό επίθετοαρσενικό(ς) [γένος]μέσης φωνήςυποτιμητικό(ς)

υπονοεί αποδοκιμασία, π.χ.bimbo, catty, macho

προσωπικό(ς/-ή) [αντωνυμία]φράση/-σειςπληθυντικός/-ούκτητικό(ς)παθητική μετοχήενεργητική μετοχήπρόθεμαπρόθεσηαντωνυμίαπαρελθοντικός χρόνοςσήμα κατατεθέν

οι λέξεις που θεωρούνται σήματα κατατεθέντα διακρίνονται σε αυτό το λεξικό με το σύμβολο ®. Παρ’όλα αυτά, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι επηρεάζεται η νομική υπόσταση οποιουδήποτε κατατεθέντος σήματος από την ύπαρξη ή απουσία αυτής της διάκρισης.

αναφορικόκάποιος (κπ)Σκοτσέζικα Αγγλικάχωρίσιμο

δείχνει ότι ένα περιφραστικό ρήμα π.χ. let in, help out μπορεί ναδιαχωριστεί με την τοποθέτηση τουαντικειμένου ανάμεσα στο ρήμα καιτο επιρρηματικό μόριο, π.χ. I let herin, he helped me out

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page X

Page 9: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XI

singular singslang slsomething sthgsubject subjsuperlative superluncountable noun U

i.e. an English noun which is never used in the plural or with «a»

usually usuverb vintransitive verb viimpersonal verb v impers(always used with the subject

«it»)very informal v inftransitive verb vttransitive/intransitive verb vtivulgar, offensive vulgintroduces a new part of ◇

speech within an entryintroduces a sub-entry, ◆

such as a plural form withits own specific meaningor a set phrase containingthe headword (e.g. aphrasal verb or adverbial phrase)

ενικός/-ούαργκόκάτι (κτ)υποκείμενουπερθετικός (βαθμός)μη-αριθμήσιμο ουσιαστικό

δηλ. ένα αγγλικό ουσιαστικό που δε χρησιμοποιείται ποτέ στον πληθυντικό ή με [αόριστο άρθρο] «a»

συνήθωςρήμααμετάβατο ρήμααπρόσωπο ρήμα(χρησιμοποιούμενο πάντα με το

υποκείμενο «it»)πολύ ανεπίσημο(ς)/λαϊκό(ς)μεταβατικό ρήμαμεταβατικό/αμετάβατο ρήμαχυδαίο(ς), προσβλητικό(ς)εισάγει νέο μέρος του λόγου

μέσα σε λήμμαεισάγει ενδότυπο,

όπως τύπο πληθυντικού με ιδιαίτερη δική του σημασίαή μία σταθερή φράση που περιέχει την κεφαλή λήμματος(π.χ. ένα περιφραστικό ρήμα ή έναν επιρρηματικό προσδιορισμό)

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XI

Page 10: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XII

FIELD LABELS

Administration, administrative ADMINAeronautics, aviation AERONAgriculture, farming AGRAnatomy ANATArchaeology ARCHΑEOLArchitecture ARCHITAstrology ASTROLAstronomy ASTRONAutomobile, cars AUTBiology BIOLBotany BOTChemistry CHEMCinema, film-making CIN

Commerce, business COMMComputers, computer science COMPUT

Construction CONSTSewing, couture COUTCulinary, cooking CULINJuridical, legal JUREcology ECOEconomics ECONElectricity ELECElectronics ELECTRONFinance, financial FINFootball, soccer FTBLGeography, geographical GEOGRGeology, geological GEOLGeometry GEOMGrammar GRAMHistory HISTIndustry ΙΝDInsurance ΙΝSLinguistics LINGMathematics MATHMedicine MEDWeather, meteorology METEORMilitary, armaments MIL

Music MUSMythology MYTHNautical, maritime NAUTPharmacology, pharmaceutics PHARMPhilosophy PHILO

ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ

Διοίκηση, διοικητικός Αεροναυτική, αεροναυπηγική Γεωργία, καλλιέργειες Ανατομία Αρχαιολογία Αρχιτεκτονική Αστρολογία Αστρονομία Αυτοκίνητα (οχήματα) Βιολογία Φυτολογία Χημεία Κινηματογράφος, παραγωγή

ταινιώνΕμπόριο, επιχειρήσεις Ηλεκτρονικοί υπολογιστές,

επιστήμη πληροφορικήςΚατασκευαστικός κλάδος Ραπτική Μαγειρική Δικονομία, νομικός Οικολογία Οικονομική επιστήμη Ηλεκτρισμός Ηλεκτρονική Χρηματοοικονομικά Ποδόσφαιρο Γεωγραφία, γεωγραφικός Γεωλογία, γεωλογικός Γεωμετρία Γραμματική ΙστορίαΒιομηχανία ΑσφάλειαΓλωσσολογία Μαθηματικά Ιατρική Καιρός, μετεωρολογία Στρατιωτικός όρος, όρος

πολεμικών εξοπλισμών Μουσική Μυθολογία Ναυτιλιακός, ναυσιπλοϊκός Φαρμακολογία, φαρμακευτική Φιλοσοφία

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XII

Page 11: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XIII

Photography PHOTOPhysics PHYSPolitics POLPress PRESSPsychology, psychiatry PSYCH

Radio RADIORailways RAILReligion RELSchool SCHSociology SOCIOLStock exchange ST EXΤheatre TΗΕΑΤRΕTechnology, technical TECHTelecommunications TELECTelevision TVPrinting, typography TYPOUniversity UNIVVeterinary science VETERZoology ZOOL

Φωτογραφία ΦυσικήΠολιτικήΤύπος, έντυπη δημοσιογραφίαΨυχολογία, ψυχιατρική

επιστήμηΡαδιόφωνοΣιδηρόδρομοι Θρησκεία Σχολείο Κοινωνιολογία ΧρηματιστήριοΘέατροΤεχνολογία, τεχνικός κλάδος Τηλεπικοινωνίες ΤηλεόρασηΤυπογραφία Πανεπιστήμιο Κτηνιατρική επιστήμη Ζωολογία

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XIII

Page 12: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XIV

ΦΩΝΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑPHONETIC SYMBOLS

[ ɪ ] pit, big, rid[ e ] pet, tend[ æ ] pat, bag, mad[ ʌ ] putt, cut[ ɒ ] pot, log[ ʊ ] put, full[ ə ] mother, suppose[ iː ] bean, weed[ aː ] barn, car, laugh[ ɔː ] born, lawn[ uː ] loop, loose[ ɜː ] burn, learn, bird[ eɪ ] bay, late, great[ aɪ ] buy, light, aisle[ ɔɪ ] boy, foil[ əʊ ] no, road, blow[ aʊ ] now, shout, town[ ɪə ] peer, fierce, idea[ eə ] pair, bear, share[ ʊə ] poor, sure, tour[ j ] you, spaniel[ w ] wet, why, twin[ p ] pop, people[ b ] bottle, bib[ t ] train, tip[ d ] dog, did[ k ] come, kitchen[ x ] loch[ ɡ ] gag, great[ tʃ ] chain, wretched[ dӡ ] jig, fridge[ f ] fib, physical[ v ] vine, livid[ θ ] think, fifth[ ð ] this, with[ s ] seal, peace[ z ] zip, his[ ʃ ] sheep, machine[ ӡ ] usual, measure[ h ] how, perhaps[ m ] metal, comb[ n ] night, dinner[ ŋ ] sung, parking[ l ] little, help[ r ] right, carry

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XIV

Page 13: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XV

Το σύμβολο [ˈ] υποδεικνύει ότι η επό- μενη συλλαβή φέρει τον κύριο τόνοκαι το σύμβολο [ˌ] ότι η ακόλουθη συλ- λαβή φέρει τον δευτερεύοντα τόνο.

Μετά από κάθε αγγλική κεφαλή λήμ-ματος (κύρια λέξη που ξεκινά το λήμ-μα) έχει δοθεί φωνητική μεταγραφήόπου κρίθηκε απαραίτητο. Ομοίως,όλες οι μονολεκτικές αγγλικές κεφα-λές λημμάτων έχουν φωνητική μετα-γραφή. Για τις αγγλικές σύνθετες κε-φαλές λημμάτων, είτε αυτές γράφο-νται με ενωτική παύλα είτε σαν δύο ήπερισσότερες ξεχωριστές λέξεις, φω-νητική μεταγραφή δίνεται για όποιοστοιχείο δεν εμφανίζεται αλλού στολεξικό μόνο του ως κεφαλή λήμματος.

The symbol [ˈ] indicates that the fol-lowing syllable carries primarystress and the symbol [ˌ] that the fol-lowing syllable carries secondarystress.

A phonetic transcription has beengiven when appropriate after everyEnglish headword (the main wordwhich starts an entry). All one-wordEnglish headwords similarly havephonetics. For English compoundheadwords, whether hyphenated orof two or more words, phonetics aregiven for any element which doesnot appear elsewhere in the dictio-nary.

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XV

Page 14: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XVI

ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ

I. Προσπαθώντας να βρείτε τη λέξη ή τη φράση που αναζητάτε

Πρώτα θέστε στον εαυτό σας κάποια βασικά ερωτήματα:Πρόκειται για μεμονωμένη λέξη, λέξεις με ενωτικό ή για συντομογραφία;Πρόκειται για σύνθετο ουσιαστικό;Πρόκειται για φράση ή ιδιωματισμό;Πρόκειται για αυτοπαθές ρήμα / ρήμα μέσης φωνής;Πρόκειται για περιφραστικό ρήμα;Πρόκειται για ανώμαλο τύπο;

Μεμονωμένες λέξεις, λέξεις με ενωτικό και συντομογραφίες

Κατά κανόνα στο λεξικό θα βρείτε τη λέξη που αναζητάτε κατά αλφαβητική σειρά είτεπρόκειται για μεμονωμένη λέξη είτε για λέξεις με ενωτικό είτε για συντομογραφία.

Οι λέξεις που γράφονται με κεφα-λαίο αρχικό γράμμα εμφανίζονταιχωριστά από άλλες λέξεις που έχουντην ίδια γραφή, αλλά δε γράφονταιμε κεφαλαίο αρχίγραμμα.

Αν όμως η λέξη με το κεφαλαίο αρ-χίγραμμα σχετίζεται νοηματικά με τηλέξη που δε γράφεται με κεφαλαίοαρχικό, τότε εμφανίζεται σαν ενδό-τυπός της. Οι ενδότυποι εισάγονταιμε το σύμβολο του μαύρου ρόμβουκαι βοη θούν στην ανάδειξη επιμέρουςγλωσ σικών όρων μέσα σε ένα λήμ-μα.

Οι λέξεις με ενωτικό, τελεία ή από-στροφο ακολουθούν τις λέξεις πουγρά φονται με ίδια γραφή, αλλά δεφέρουν τέτοια σημεία στίξης.

scotch [skɒtʃ] vt [ιδέα, φήμες] εμποδίζω,ανατρέπω, διαλύω

Scotch [skɒtʃ] ◇ adj σκοτσέζικος◇n 1. σκοτσέζικο ουίσκι 2. ~ broth πηχτήσούπα από λαχανικά, λίγο κρέας καικριθάρι

administration [ədˌmɪnɪˈstreɪʃn] n 1. (U)διοίκηση, διαχείριση, διεύθυνση pu b lic~ δημόσια διοίκηση· business ~ διοί-κηση επιχειρήσεων 2. η κυβέρνησημιας χώρας (ιδίως των ΗΠΑ) 3. τα πρό-σωπα της διοίκησης ή της κυβέρνησης4. [για φάρμακα] χορήγηση◆ Administration n Am the Ken -

nedy ~ {government} η Κυβέρνηση τουΚέννεντυ

second hand n δείκτης δευτερολέπτωνsecond-hand◇ adj 1. μεταχειρισμέ -

νος, από δεύτερο χέρι 2. [κατάστ ημα] μεμεταχειρισμένα είδη 3. fig {indirect} έμ -μεσος◇ adv 1. {not new} μεταχειρι - σμένα, από δεύτερο χέρι 2. fig {indirect-ly} έμμεσα, από τρίτους to hear sthg~ μαθαίνω κτ από τρίτους

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XVI

Page 15: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

Ορισμένα λήμματα ακολουθούνταιαπό αριθμό εκθέτη. Πρόκειται γιαομόγραφα, δηλ. λέξεις που γράφο-νται με τον ίδιο τρόπο αλλά έχουνδιακριτές έννοιες ή προφορά. Θαπρέπει να προσέξετε τη γραμματικήκατηγορία ή τη φωνητική μεταγραφήγια να αναγνωρίσετε σωστά το λήμ-μα που χρειάζεστε.

Αν αναζητάτε ουσιαστικό του οποίουο πληθυντικός έχει ξεχωριστή δικήτου έννοια, θα το βρείτε σαν ενδότυ-πο κάτω από τον αντίστοιχο τύπο τουενικού.

Κάποια ουσιαστικά πληθυντικούεμφανίζονται σαν κεφαλές λημμά-των όταν στον ενικό χρησιμοποι-ούνται σπάνια ή ποτέ, π.χ. scissors.

Σύνθετα ουσιαστικά

Σύνθετη λέξη λέγεται η λέξη ή η έκφραση η οποία νοείται σαν μία μεμονωμένηέννοια αλλά αποτελείται από περισσότερες από μία λέξεις, π.χ. fortune tellerμέντιουμ, μάντης, International Monetary Fund Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Οι σύνθετες λέξεις εμφανίζονται σαν χωριστά λήμματα σε αλφαβητική σειρά. Άρα τοσύνθετο ουσιαστικό blood donor (αιμοδότης) βρίσκεται μετά το σύνθετο επίθετοbloodcurdling (ανατριχιαστικός), το οποίο ακολουθεί μετά τη σύνθετη λέξη bloodcount (ανάλυση αίματος).

Φράσεις και ιδιωματισμοί

Φράσεις και ιδιωματισμοί, όπως topull sb’s leg, βρίσκονται στο λήμματου πρώτου ουσιαστικού που αποτε-λεί συνθετικό του συνόλου. Άρα θααναζητούσατε το to pull sb’s leg μέ-σα στο λήμμα leg.

XVII

tear1 [tɪə]◇ n δάκρυ in ~s δακρυσμέ-νος, με δάκρυα στα μάτια ◇ vi [γιαμάτια] δακρύζω

tear2 [teə] (pt tore, pp torn) ◇ n {rip} σκί-σιμο◇ vt 1. {rip} σκίζω to ~ sthgopen ανοίγω κτ σκίζοντάς το· to ~ sthgto pieces σκίζω κτ σε κομ μα τάκια·

glass [ɡlɑːs] ◇ n 1. (U) γυαλί, τζάμι 2.(γυάλινο) ποτήρι 3. [ποσότητα υγρού]{glassful} ποτήρι 4. (U) {glassware} γυα λι-κά◇ comp γυάλινος, τζαμένιος◆ glasses n pl 1. {spectacles} γυαλιά,

ματογυάλια 2. {binoculars} κιάλια

leg [leɡ] n 1. πόδι 2. μπατζάκι 3. CULINμπούτι 4. [σε έπιπλο] πόδι 5. [σε διαδρομήσκαφών] σκέλος 6. FTBL ο ένας από τουςδύο αγώνες που παίζουν δύο ομάδεςεναλλάξ στο καθένα από τα γήπεδάτους σε μια διοργάνωση, προκειμένουνα προκριθεί η μία από τις δύο στηνεπόμενη φάση away ~ εκτός έδραςαγώνας σε διπλή αναμέτρηση 7. to beon one’s last ~s είμαι στα τελευταίαμου· you don’t have a ~ to stand onδεν έχεις κανένα επιχείρημα / καμίααπόδειξη· to pull sb’s ~ κοροϊδεύω/δου λεύω κπ

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XVII

Page 16: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XVIII

Κάποιες πολύ σταθερές φράσεις όπωςτο in spite of έχουν τοποθετηθεί στολήμμα του πρώτου ουσιαστικού πουαποτελεί συνθετικό του συνόλου σανενδότυποι.

Αγγλικά περιφραστικά ρήματα

Τα αγγλικά περιφραστικά ρήματα εμ-φανίζονται συνήθως σαν ενδότυποι.

Ανώμαλοι τύποι

Οι ανώμαλοι τύποι ουσιαστικών, επι-θέτων και ρημάτων εμφανίζονται στολεξικό σαν λήμματα με παραπομπέςστους κύριους τύπους.

II. Eύρεση της σωστής μετάφρασης

Αφού εντοπίσετε τη λέξη που αναζη-τάτε, θα πρέπει να αναγνωρίσετε τησωστή μετάφραση. Ορισμένα λήμμα-τα ενδέχεται να έχουν μία μόνο μετά-φραση, κάποια άλλα όμως ίσως διαι-ρούνται σε διαφορετικές γραμματικέςκατηγορίες, που κι αυτές με τη σειράτους ενδέχεται να υποδιαιρούνται σεδιάφορες κατηγορίες εννοιών. Αν μιαλέξη έχει περισσότερα από ένα μέρητου λόγου, η κάθε γραμματική κατη-γορία διαχωρίζεται και εισάγεται μελευκό ρόμβο.

Εδώ βλέπουμε ότι η λέξη skip είναι ουσιαστικό (n), μεταβατικό ρήμα (vt) και αμε-τάβατο ρήμα (vi). (Βλ. σελίδα XI για τον πλήρη κατάλογο συντομογραφιών πουχρησιμοποιούνται στο λεξικό.) Αν θέλετε να μεταφράσετε την πρόταση “you’veskipped a page”, θα πρέπει πρώτα να αποφασίσετε τι μέρος του λόγου είναι τοskip σε αυτή την περίπτωση. Πρόκειται για ρήμα με άμεσο αντικείμενο και άραθα πρέπει να αναζητήσετε τη μετάφραση στην κατηγορία μεταβατικό ρήμα, πουσημειώνεται ως “vt”.

spite [spaɪt] ◇ n (U) κακεντρέχεια,φθόνος, μοχθηρία, μνησικακία, πείσμαto do sthg out of/from ~ κάνω κταπό πείσμα/άχτι◇ vt διαολίζω, πει-ράζω, πικάρω◆ in spite of prep παρά to do sthg in

~ of o.s. {unintentionally} κάνω κτ άθελάμου / χωρίς να το περιμένω

amount [əˈmaʊnt] n 1. {quantity} ποσό τητα2. {sum} (χρηματικό) ποσό◆ amount to vt fus 1. {total} ανέρχομαι

σε 2. {be equivalent to} ισοδυναμώ με

caught [kɔːt] pt & ppscatch

skip [skɪp] (pt & pp -ped, cont -ping) ◇ n1. {little jump} (ανα)πήδημα 2. Br μεγάλοςμεταλλικός κάδος μπάζων ◇ vt 1.{miss} παραλείπω ~ it! άσ’ το! 2. Am to ~a stone πετώ μια πέτρα έτσι ώστε νααναπηδά στην επιφάνεια του νερού◇ vi 1. {move in little jumps} χοροπηδώ 2.Br {jump over rope} κάνω σκοι νάκι 3. πα-ραλείπω, πηδάω ένα στάδιο και προ-χωράω στο επόμενο to ~ town inf εγκα-ταλείπω/φεύγω από μια πόλη γρήγο-ρα/ξαφνικά

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XVIII

Page 17: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XIX

Τώρα ας κοιτάξουμε τη λέξη page.Και πάλι πρέπει να αποφασίσετε τιμέρος του λόγου είναι η λέξη. Σ’ αυ- τή την περίπτωση πρόκειται για ου-σιαστικό. Θα παρατηρήσετε ότι η κα-τηγορία ουσιαστικό (η) διαιρείται ξα-νά σε διαφορετικές έννοιες. Όταν μιαλέξη έχει διάφορες σημασίες μέσασε ένα μέρος του λόγου, αυτές δια-χωρίζονται σε αριθμημένες κατηγο-ρίες. Για να επιλέξετε τη σωστή κα-τηγορία/σημασία, πρέπει να χρησι-μοποιήσετε τις πληροφορίες που πα-ρέχονται στις αγκύλες προκειμένουνα εντοπίσετε την ακριβή σημασία τηςλέξης στα συμφραζόμενά της. Τέτοιες πληροφορίες ενδέχεται να είναι ένα συνώνυμο,μια άλλη λέξη που συχνά χρησιμοποιείται με την κεφαλή λήμματος, ένας δείκτης πουνα επισημαίνει τον γνωστικό τομέα (επιστήμη πληροφορικής, επιχειρήσεις, στρατιωτι-κός όρος, κτλ.) ή ένας δείκτης σημασιολογικής τάξης σαν αυτόν που υπάρχει στο συ-γκεκριμένο παράδειγμα στην έννοια 1. {side of paper}. Στην πρόταση “you haveskipped a page”, ενδέχεται να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για σελίδα βιβλίου μάλλονπαρά για μεμονωμένη κόλλα χαρτιού, άρα η σωστή μετάφραση είναι σελίδα.

Τώρα μπορείτε να μεταφράσετε την πρόταση σωστά, αφού κλίνετε το ρήμα [σταελληνικά], ως: «παραλείψατε μια σελίδα».

III. Πολιτισμικές σημειώσεις

Προκειμένου να κατανοηθεί πλήρως μιαξένη γλώσσα συχνά κρίνεται χρήσιμο ναυπάρχουν επιπλέον πληροφορίες για τονπολιτισμό της εν λόγω χώρας. Mερικέςφορές δίνονται τέτοιου είδους πληρο-φορίες στο εσωτερικό του λήμματος. Άλ-λες φορές μετά από ορισμένα λήμματαθα βρείτε σημειώσεις εντός πλαισίων οιοποίες παρέχουν πληρέστερες επεξηγή-σεις σχετικά με συγκεκριμένους τομείςτου εν λόγω πολιτισμού.

page [peɪdʒ]◇ n 1. {side of paper} σε λίδα2. {leaf, sheet of paper} φύλλο χαρτιού 3.COMPUT σελίδα, {web page} ιστοσελίδα 4.Βr μικρό παιδί που συνοδεύει τη νύφησε γαμήλια τελετή, παράνυφος, παρα-νυφάκι 5. γκρουμ/υ πάλ ληλος υποδο-χής ξενοδοχείου 6. [τον Μεσαίωνα] μαθη-τευόμενος ιππότης 7. [στο παρελθόν] υπη-ρέτης ατόμου της ανώτερης τάξης 8.βοηθός μέλους του Κογκρέσου στιςΗΠΑ (συνήθως φοιτητής) ◇ vt 1. κα-λώ κπ από μεγάφωνο 2. στέλνω μήνυ-μα σε βομβητή τσέπης

GUY FAWKES’ NIGHT: Στις 5Νοεμ βρίου στη Βρετανία ανάβουν μεγάλεςυπαίθριες φωτιές και κάθονται γύρω γύρω,παρακολου θώντας να καίγεται ένα ανδρείκελο(«guy»), που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει τονΓκάι Φοξ, ο οποίος το 1605 οργάνωσε πρα -ξικόπημα με σκοπό να ανατινάξει το Κοινο -βούλιο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, γίνεταικαι επίδειξη βεγγα λικών.

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XIX

Page 18: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XX

HOW TO USE THE DICTIONARY

I. Finding the word or phrase you are looking for

First ask yourself some basic questions:Is it a single word, a hyphenated word or an abbreviation?Is it a compound noun?Is it a phrase or an idiom?Is it a reflexive verb?Is it a phrasal verb?Is it an irregular form?

Single words, hyphenated words and abbreviations

As a general rule you will find the word you are looking for in its alphabetical orderin the dictionary, whether it is a single word, a hyphenated word or an abbreviation.

Words written with an initial capitalletter appear as separate entries toοther words spelt in the same waybut not capitalized.

If however the capitalized word isrelated in meaning to the non-ca -pitalized word, it will appear as asub-entry. Sub-entries are intro -duced by a black diamond and theyadd extra meanings in an entry.

Words with a hyphen, a full stop oran apostrophe come after thosespelt the same way but withoutany of these symbols.

administration [ədˌmɪnɪˈstreɪʃn] n 1. (U)διοίκηση, διαχείριση, διεύθυνση pu b lic~ δημόσια διοίκηση· business ~ διοί-κηση επιχειρήσεων 2. η κυβέρνησημιας χώρας (ιδίως των ΗΠΑ) 3. τα πρό-σωπα της διοίκησης ή της κυβέρνησης4. [για φάρμακα] χορήγηση◆ Administration n Am the Ken -

nedy ~ {government} η Κυβέρνηση τουΚέννεντυ

second hand n δείκτης δευτερολέπτωνsecond-hand◇ adj 1. μεταχειρισμέ -

νος, από δεύτερο χέρι 2. [κατάστ ημα] μεμεταχειρισμένα είδη 3. fig {indirect} έμ -μεσος◇ adv 1. {not new} μεταχειρι - σμένα, από δεύτερο χέρι 2. fig {indirect-ly} έμμεσα, από τρίτους to hear sthg~ μαθαίνω κτ από τρίτους

scotch [skɒtʃ] vt [ιδέα, φήμες] εμποδίζω,ανατρέπω, διαλύω

Scotch [skɒtʃ] ◇ adj σκοτσέζικος◇n 1. σκοτσέζικο ουίσκι 2. ~ broth πηχτήσούπα από λαχανικά, λίγο κρέας καικριθάρι

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:55 Page XX

Page 19: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XXI

Some entries are followed by asuper script number. These arehomo graphs: words that are speltin the same way but have distinctmeanings or pronun ciations. Youmust be careful to identify correct -ly the entry you need, by lookingeither at the grammatical cate goryor the phonetic transcription.

If you are looking for a noun whichin the plural has its own distinctmeaning, you will find it under thesingular form as a sub-entry.

Some nouns appear as head -words in the plural when they arenever or rarely used in the singular,e.g. scissors

Compound nouns

A compound is a word or expression which has a single meaning but is madeup of more than one word, e.g. International Monetary Fund.

Compound words are to be found as separate entries in their alphabetical orderin the dictionary. The compound blood donor will therefore come afterbloodcurdling which itself follows blood count.

Phrases and idioms

Phrases and idioms, such as to pullsb’s leg, are to be found after thefirst noun element of the phrase.So you would look for to pull sb’sleg at leg.

tear1 [tɪə]◇ n δάκρυ in ~s δακρυσμέ-νος, με δάκρυα στα μάτια ◇ vi [γιαμάτια] δακρύζω

tear2 [teə] (pt tore, pp torn) ◇ n {rip} σκί-σιμο◇ vt 1. {rip} σκίζω to ~ sthgopen ανοίγω κτ σκίζοντάς το· to ~ sthgto pieces σκίζω κτ σε κομ μα τάκια·

glass [ɡlɑːs] ◇ n 1. (U) γυαλί, τζάμι 2.(γυάλινο) ποτήρι 3. [ποσότητα υγρού]{glassful} ποτήρι 4. (U) {glassware} γυα λι-κά◇ comp γυάλινος, τζαμένιος◆ glasses n pl 1. {spectacles} γυαλιά,

ματογυάλια 2. {binoculars} κιάλια

leg [leɡ] n 1. πόδι 2. μπατζάκι 3. CULINμπούτι 4. [σε έπιπλο] πόδι 5. [σε διαδρομήσκαφών] σκέλος 6. FTBL ο ένας από τουςδύο αγώνες που παίζουν δύο ομάδεςεναλλάξ στο καθένα από τα γήπεδάτους σε μια διοργάνωση, προκειμένουνα προκριθεί η μία από τις δύο στηνεπόμενη φάση away ~ εκτός έδραςαγώνας σε διπλή αναμέτρηση 7. to beon one’s last ~s είμαι στα τελευταίαμου· you don’t have a ~ to stand onδεν έχεις κανένα επιχείρημα / καμίααπόδειξη· to pull sb’s ~ κοροϊδεύω/δου λεύω κπ

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:56 Page XXI

Page 20: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XXII

Some very fixed phrases like inspite of are entered under the firstnoun element as sub-entries.

English Phrasal Verbs

English phrasal verbs usually appearas sub-entries.

Irregular forms

Irregular forms of nouns, adjecti -ves and verbs appear in the di -ctiona ry as entries with cross-references to the main form.

II. Finding the right translation

When you have found the word youare looking for, you will have toidentify the right translation. Someentries may only have one trans -lation, but others may be sub -divided into different grammaticalcategories and these in turn maybe subdivided into different sensecategories. If a word has more thanone part of speech, each gramma -tical category is separated andintroduced by a white diamond.

Here we can see that skip is a noun (n), a transitive verb (vt) and an intransitiveverb (vi). (See page IX for a full list of abbreviations used in the dictionary.) Ifyou had to translate the sentence “you’ve skipped a page”, you would firstneed to decide what part of speech skip is in this instance. As it is a verb witha direct object, you must look for the translation under the transitive verbcategory, marked “vt”.

spite [spaɪt] ◇ n (U) κακεντρέχεια,φθόνος, μοχθηρία, μνησικακία, πείσμαto do sthg out of/from ~ κάνω κταπό πείσμα/άχτι◇ vt διαολίζω, πει-ράζω, πικάρω◆ in spite of prep παρά to do sthg in

~ of o.s. {unintentionally} κάνω κτ άθελάμου / χωρίς να το περιμένω

amount [əˈmaʊnt] n 1. {quantity} ποσό τητα2. {sum} (χρηματικό) ποσό◆ amount to vt fus 1. {total} ανέρχομαι

σε 2. {be equivalent to} ισοδυναμώ με

caught [kɔːt] pt & ppscatch

skip [skɪp] (pt & pp -ped, cont -ping) ◇ n1. {little jump} (ανα)πήδημα 2. Br μεγάλοςμεταλλικός κάδος μπάζων ◇ vt 1.{miss} παραλείπω ~ it! άσ’ το! 2. Am to ~a stone πετώ μια πέτρα έτσι ώστε νααναπηδά στην επιφάνεια του νερού◇ vi 1. {move in little jumps} χοροπηδώ 2.Br {jump over rope} κάνω σκοι νάκι 3. πα-ραλείπω, πηδάω ένα στάδιο και προ-χωράω στο επόμενο to ~ town inf εγκα-ταλείπω/φεύγω από μια πόλη γρήγο-ρα/ξαφνικά

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:56 Page XXII

Page 21: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

XXIII

Now look at the word page.Again you must decide what part ofspeech the word is. Here it is a noun.You will notice that the noun cate -gory is divided again into differentsenses. When a word has severalmeanings within one part of speech,these are separated into numberedcategories. To choose the rightnumber ed sense category, you mustuse the information provided in thebrackets to pinpoint the exactmeaning of the word in this context.This may be a synonym, anotherword frequently used with the entryword, a label indicating the subject area (computing, business, military etc) or anindicator such as here in sense 1. {side of paper}. In the sentence “you have skippeda page”, we may assume that it is a page in a book rather than a single sheet of paperso the correct translation is σελίδα.

Once you have conjugated the verb you can translate the sentence correctlyas: «Παραλείψατε μια σελίδα».

III. Cultural notes

In order to fully understand a foreignlanguage it is often useful to haveextra information on the culture of thecountry. Sometimes this informationis given inside the entry. Other timesyou will find boxed notes after certainentries that provide fuller explana -tions of certain aspects of culture.

page [peɪdʒ]◇ n 1. {side of paper} σε λίδα2. {leaf, sheet of paper} φύλλο χαρτιού 3.COMPUT σελίδα, {web page} ιστοσελίδα 4.Βr μικρό παιδί που συνοδεύει τη νύφησε γαμήλια τελετή, παράνυφος, παρα-νυφάκι 5. γκρουμ/υ πάλ ληλος υποδο-χής ξενοδοχείου 6. [τον Μεσαίωνα] μαθη-τευόμενος ιππότης 7. [στο παρελθόν] υπη-ρέτης ατόμου της ανώτερης τάξης 8.βοηθός μέλους του Κογκρέσου στιςΗΠΑ (συνήθως φοιτητής) ◇ vt 1. κα-λώ κπ από μεγάφωνο 2. στέλνω μήνυ-μα σε βομβητή τσέπης

GUY FAWKES’ NIGHT: Στις 5Νοεμ βρίου στη Βρετανία ανάβουν μεγάλεςυπαίθριες φωτιές και κάθονται γύρω γύρω,παρακολου θώντας να καίγεται ένα ανδρείκελο(«guy»), που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει τονΓκάι Φοξ, ο οποίος το 1605 οργάνωσε πρα -ξικόπημα με σκοπό να ανατινάξει το Κοινο -βούλιο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής γίνεταικαι επίδειξη βεγγα λικών.

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:56 Page XXIII

Page 22: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:56 Page XXIV

Page 23: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:56 Page XXV

Page 24: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

protes selides.qxd:Layout 1 15/9/10 08:56 Page XXVI

Page 25: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

a1 [eɪ] (pl a’s), A (pl A’s) n το γράμμα A toget from A to B πάω από το ένα ση-μείο στο άλλο· from A to Z από το Αστο Ω◆A n 1. MUS [νότα] λα 2. SCH [βαθμός] Αa2 (weak form [ə], strong form [eɪ]) (πριν

από φωνήεν ή αχνό “h” an weak form[ən], strong form [æn]) indef art 1. ένας,μία, ένα ~ table/boy/house ένα τρα-πέ ζι/αγόρι/σπίτι· an orange ένα πο ρ-τοκάλι 2. [πριν από επάγγελμα] she’s ~teacher είναι δασκάλα 3. [στη θέση τουαριθμητικού one] ~ hundred/thousandpounds εκατό/χίλιες λίρες 4. [για ανα - λογία] twice ~ week/month δύο φο-ρές την εβδομάδα / το μήνα· 50 kman hour 50 χμ. την/ανά ώρα 5. [πριναπό ονόματα] ένας/μία/ένα, κά ποιος/κά ποια/κάποιο ~ Mr Jones ένας/κά -ποιος κύριος Τζόουνς

a. abbr of acreA1 adj inf {excellent} υπέροχος, πρώτης

τάξεωςA4 n Br χαρτί συγκεκριμένου μεγέθους

(21χ29,7 cm) που χρησιμοποιείταιστην Ευρώπη, A4

AA [ˌeɪ ˈeɪ]◇ adj abbr of anti-aircraft◇ n 1. (abbr of Automobile Associ-ation) λέσχη αυτοκινήτου στη Μ. Βρε-τανία 2. (abbr of Associate in Arts) Amπτυ χίο μετά από διετή φοίτηση σεαμε ρι κα νι κό πανεπιστήμιο 3. (abbr ofAlcoholics Anonymous) ΑνώνυμοιΑλκοολικοί, οργάνωση απε ξάρτη σηςαπό το αλκοόλ

AAA (sense 1 [ˌθriːˈeɪz], sense 2 [ˌtri plˈ eɪ])n 1. (abbr of Amateur Athletic Asso-ciation) ομοσπονδία στίβου στη Μ.Βρε τανία 2. (abbr of American Auto-mobile Association) αμερικα νικήλέ σχη αυτοκινήτου

AAUP (abbr of American Associationof University Professors) n αμερι -κανικός σύλλογος καθηγητών πανε - πι στη μίου

AB n 1. Am abbr of Bachelor of Arts 2.abbr of Alberta

aback [əˈbæk] adv◆ to be taken ~(by sthg) ξαφνιά ζομαι (από κτ)

abacus [ˈæbəkəs] (pl -cuses [-kəsiːz] OR

-ci [-saɪ]) n άβακαςabaft [ɑˈbɑːft] adv NAUT προς την πρύ-

μνη, στην πρύμνηabandon [əˈbændən]◇ n with ~ ξέ-

νοιαστα, ανέμελα◇ vt 1. {leave, desert}αφήνω, εγκαταλείπω 2. {give up} στα-ματώ, εγκαταλείπω

abandoned [əˈbændənd] adj {deserted}εγκαταλελειμμένος, έκθετος

abase [əˈbeɪs] vt fml ταπεινώνω, εξευ-τε λίζω

abashed [əˈbæʃt] adj αμήχανος, ντρο -πια σμένος

abate [əˈbeɪt] vi fml [για θύελλα, πόνο] υπο -χωρώ, κοπάζω, εξασθενώ σταδιακά

abattoir [ˈæbətwɑː] n Br σφαγείοabbess [ˈæbes] n REL ηγουμένηabbey [ˈæbɪ] n REL αβαείοabbot [ˈæbət] n REL ηγούμενοςabbreviate [əˈbriːvɪeɪt] vt [για λέξη,

κείμενο] συντομεύω, συγκόπτωabbreviation [əˌbriːvɪˈeɪʃn] n {short form}

σύντμηση, συντομογραφία, βραχυ-γραφία

ABC [ˌeɪ biː ˈsiː] n 1. αλφάβητο 2. fig {ba-sics} τα στοι χειώδη, τα βασικά the ~of garde ning τα βασικά της κηπουρι-κής 3. (abbr of American Broadcast-ing Company) αμερικανικό τηλεο-πτικό δίκτυο

abdicate [ˈæbdɪkeɪt]◇ vt [για ευθύνη]

AA.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 1

Page 26: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

2

αποποιούμαι◇ vi [από θρόνο, αξίωμα]παραιτούμαι

abdication [ˌæbdɪˈkeɪʃn] n [από θρόνο,αξίωμα] παραίτηση

abdomen [ˈæbdəmen] n ANAT κοιλιακήχώ ρα

abdominal [æbˈdɒmɪnl] adj ANAT κοιλια -κός

abduct [əbˈdʌkt] vt απάγωabduction [æbˈdʌkʃn] n απαγωγήaberrant [ˌæbəˈrənt] adv παρεκκλίνων,

διεστραμμένος, ανώμαλοςaberration [ˌæbəˈreɪʃn] n διαταραχή,

απόκλιση, εκτροπή, ανωμαλίαabet [əˈbət] (pt & pp -ted, cont -ting) vt fml

υποκινώ, υποθάλπω, ενθαρρύνω κπνα κάνει κτ κακό/παράνομο

abettor [əˈbet] fml υποκινητήςabeyance [əˈbeɪənts] n fml in ~ σε εκ-

κρεμότητα, σε αδράνειαabhor [əˈbhɔː] (pt & pp -red, cont -ring) vt

fml απεχθάνομαι, αποστρέφομαιabhorrent [əbˈhɒrənt] adj fml απεχθής,

απο κρουστικός, αποτρόπαιοςabide [əˈbaɪd] ◇ vt ~ by τηρώ κτ, συμ-

μορφώ νομαι με κτ ◇ vi ~ with datedδιαμένω (με) κπ

abiding [əˈbaɪdɪŋ] adj fml [για συναίσθημα,πε ποίθηση] ανεπηρέαστος από το πέρα -σμα του χρόνου, ακατάλυτος, διαρκής

ability [əˈbɪlətɪ] (pl -ies) n 1. (U) {capacity,capability} ικανότητα to do sthg to thebest of one’s ~ κάνω κτ όσο κα λύ -τε ρα μπορώ 2. {skill, talent} ικανότητα,δεξιότητα

abject [ˈæbdʒekt] adj fml 1. {miserable, de-pressing} άθλιος, έσχατος 2. {servile} τα-πεινός, ελεεινός, επαίσχυντος

abjure [æbˈdӡʊə] vt fml ανακαλώ με όρ-κο, αποκηρύσσω

ablaze [əˈbleɪz] adj 1. {on fire} φλε γόμε -νος 2. fig {bright} φωτεινός, λαμπε ρόςto be ~ with είμαι κατάφωτος από

able [ˈeɪbl] adj 1. to be ~ to do sthg {ca -p able} μπορώ / είμαι ικανός να κάνω κτ2. άξιος, ικανός

able-bodied [-ˌbɒdɪd] adj 1. αρτιμελής2. MIL στρατεύσιμος

ablutions [əˈbluːʃnz] n pl fml OR hum 1.νί ψιμο, πλύ σιμο 2. fml REL θρησκευτι-κός καθαρμός διά του νάματος

ably [ˈeɪblɪ] adv επιδέξια, έξυπναABM abbr of anti-ballistic missileabnegation [ˌæbnɪˈɡeɪʃn] n (U) fml πα-

ραίτηση από κτ που επιθυμώ, α πάρ -νηση

abnormal [æbˈnɔːml] adj αφύσικος,ακανόνιστος, ανώμαλος

abnormality [ˌæbnɔːˈmælətɪ] (pl -ies) nανωμαλία, διαστροφή, διαταραχή

abnormally [æbˈnɔːməlɪ] adv αφύσικα,ανώμαλα

aboard [əˈbɔːd] adv & prep σε (πλοίο/αε-ροπλάνο/τρένο/oργανισμό/εταιρείακτλ.) ◆ all ~! phr [εντολή] επιβίβαση!abode [əˈbəʊd] n fml κατοικία of no

fixed ~ χωρίς μόνιμη κατοικίαabolish [əˈbɒlɪʃ] vt καταργώ, καταλύωabolition [ˌæbəˈlɪʃn] n (U) κατάργηση,

κα τάλυσηA-bomb n abbr of atom bombabominable [əˈbɒmɪnəbl] adj fml απαί-

σιος, ειδεχθής◆Abominable Snowman n the ~

ο χιονάνθρωπος των Ιμα λαΐων (το γέ-τι)

abominably [əˈbɒmɪnəblɪ] adv απαίσια,αισχρά, ειδεχθώς

abominate [əˈbɒmɪˌneɪt] vt fml απεχθά-νομαι

abomination [əˌbɒmɪˈneɪʃn] n fml απέ-χθεια

Aboriginal = AborigineAborigine, aborigine [ˌæbəˈrɪdʒənɪ]

n ιθαγενής της Αυστραλίας, αβοριγί -νος

abort [əˈbɔːt] vti 1. κάνω έκτρωση, δια- κόπτω κύηση 2. fig [για σχέδιο, αποστολή]εγκαταλείπω, ματαιώνω 3. COMPUT [γιαεντολή] ματαιώνω, ακυρώνω

abortion [əˈbɔːʃn] n MED έκτρωση, άμ-βλω ση, διακοπή κυήσεως to havean ~ κάνω έκτρωση

abortive [əˈbɔːtɪv] adj ανεπιτυχής, ά -καρπος, αποτυχημένος

abound [əˈbaʊnd] vi 1. {be plentiful} αφθο-νώ 2. phr to ~ with/in sthg είμαι γε-μά τος από κτ, βρίθω από κτ

about [əˈbaʊt]◇ prep 1. {relating to,concerning} για, σχετικά με, περί a film~ Paris μία ταινία για το Πα ρί σι· what

abdication about

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 2

Page 27: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

is it ~? περί τίνος πρό κειται;· to talk~ sthg μιλάω για κτ 2. [για τοποθεσία]his belongings were scattered ~the room τα πράγματά του ήτανσκορπισμένα σε όλο το δω μάτιο◇adv 1. {approximately} περίπου, γύρω,σχεδόν ~ fifty / a hundred / a thou-sand περίπου/σχε δόν / γύρω στα πε-νήντα/εκατό/χίλια· at ~ five o’clockστις πέντε η ώρα περίπου· I’m just ~ready είμαι σχε δόν έτοιμος 2. [γιατοποθεσία] τρι γύ ρω, εδώ κι εκεί to walk~ τριγυρίζω· to jump ~ χοροπηδώ·

to run ~ τρέχω εδώ κι εκεί· to leavethings lying ~ αφήνω πράγματα εδώκι εκεί 3. phr to be ~ to do sthg είμαιέτοιμος να κάνω κτ

about-turn esp Br, about-face esp Amn 1. fig {change of attitude} στροφή 180μοι ρών, μεταβολή, μεταστροφή hedid a complete ~ regarding theannual pay rise έκανε στροφή 180μοιρών στο θέμα των ετήσιων αυξή-σεων 2. MIL μεταβολή

above [əˈbʌv]◇ prep 1. {on top of, over}πάνω από 2. {more than} περισσότεροαπό, άνω των 3. υπεράνω to be ~doing sthg είμαι υπεράνω κπ πράγ-μα τος, δεν καταδέχομαι να κάνω κτ◇ adv 1. {on top, higher up} αποπάνω,ψηλότερα από 2. [σε κείμε νο] παραπά-νω, ανωτέρω 3. {more, over} περισσό-τερο, άνω children aged 5 and ~παιδιά 5 ετών και άνω 4. [για αξίωμα,κύρος] σε ανώτερη θέση, πάνω από◆ above all adv πρω τίστως, προπά-

ντωνabove board [əˌbʌvˈbɔːd] adj υπεράνω

πάσης υποψίαςabracadabra [ˌæbrəkəˈdæbrə] n & excl

αμπρακατάμπρα, μαγικό ξόρκιabrasion [əˈbreɪʒn] n fml {graze} εκδορά,

γδάρσιμο, αμυχήabrasive [əˈbreɪsɪv] ◇ adj 1. στιλ βω-

τικός, λειαντικός, διαβρωτικός 2. fig{rough, curt} τραχύς, απότομος ◇ nστιλβωτικό, λειαντικό, διαβρω τικό

abreast [əˈbrest] adv πλάι πλάι, παρα - πλεύρως they were walking three~ περπατούσαν σε τριάδες◆abreast of prep to keep ~ of sthg

συμβαδίζω με κτ, είμαι ενημερω μέ -νος

abridge [əˈbrɪdӡ] vt συντομεύω, περι-κόπτω

abridged [əˈbrɪdʒd] adj [για γραπτό/προ -φορικό κείμενο] διασκευασμένος, συ-ντομευμένος, συντε τμη μένος, συνο-πτικός, περιληπτικός

abridgement [əˈbrɪdʒm(ə)nt] n επιτο-μή, περικοπή, σύντμηση, περίληψη,σύνοψη

abroad [əˈbrɔːd] adv 1. στο εξωτερικό,στην αλλοδαπή 2. [για φήμη, άποψη κτλ.]ευρέως, στο ευρύ κοινό

abrogate [ˈæbrəˌɡeɪt] vt fml ανακαλώ,ακυρώνω, καταργώ

abrogation [ˌæbrəˈɡeɪʃn] n (U) fml ανά-κληση, κατάργηση

abrupt [əˈbrʌpt] adj 1. {sudden} ξαφνικός2. [για συμπεριφορά] {brusque, rude} από-τομος, κοφτός

abruptly [əˈbrʌptlɪ] adv 1. {suddenly} ξαφ-νικά 2. [για συμπεριφορά] {brusquely, rude-ly} απότομα, κοφτά

ABS (abbr of Anti-Lock Braking System)n AUT σύστημα πέδησης αντιμπλόκ,ABS

abscess [ˈæbsɪs] n απόστημαabscond [əbˈskɒnd] vi fml διαφεύγω, το

σκάω, δραπετεύω, εξαφανίζομαιabseil [ˈæbseɪl] vi Br [για βράχο, βραχώδη

περιοχή ή κτίριο] κατεβαίνω με τη βοή-θεια σχοινιού

absence [ˈæbsəns] n 1. απουσία in sb’s~ ερήμην κπ, εν τη απουσία κπ 2. (U){lack} έλλειψη in the ~ of sthg ελ λεί- ψει κπ πράγματος

absent [ˈæbsənt] adj ~ (from) απών(από)· to go ~ without leave MIL {ΑWOL}sAWOL

absentee [ˌæbsənˈtiː] n 1. απών 2. ~manager διευθυντής που απουσιά-ζει από το χώρο ευθύνης του· ~ land-lord κτηματίας που διαμένει εκτόςτου κτήματός του

absenteeism [ˌæbsənˈtiːɪzm] n συστη - μα τική και αδικαιολόγητη απουσία,κοπάνα

absent-minded adj [για πρόσωπο] αφη- ρημένος, ξεχασιάρης

3 absent-mindedabout-turn

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 3

Page 28: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

4

absent-mindedly [ˌæbsəntˈmaɪndɪdlɪ]adv αφηρημένα

absinth [ˈæbsɪnθ] n BOT αψινθιά, άψινθοςabsinthe [ˈæbsɪnθ] n [δυνατό αλκοολούχο

ποτό] αψέντι absolute [ˈæbsəluːt] adj 1. {complete, utter}

απόλυτος, πλήρης, απεριόριστος 2.[για πρόσωπο σε ηγετική θέση] {totalitarian}απόλυτος, ολοκληρωτικός

absolutely [ˈæbsəluːtlɪ]◇ adv {com-pletely, utterly} απολύτως ◇ excl πέ-ρα για πέρα, βεβαίως

absolute majority n απόλυτη πλειο-ψηφία

absolution [ˌæbsəˈluːʃn] n REL άφεση(αμαρτιών)

absolve [əbˈzɒlv] vt απαλλάσσω, συγ-χω ρώ to ~ sb (from sthg) απαλλάσ -σω κπ, δίνω σε κπ άφεση (αμαρτιών)

absorb [əbˈsɔːb] vt 1. [για αέρια, θερμότητα,ουσίες, φυσικές δυνάμεις, προσωπικό, οργα νι -σμούς, χρήματα, κονδύλια] {soak up} απορ-ρο φώ 2. fig [για γνώσεις, πληροφορίες, ιδέες,μεθόδους] {learn} αφομοιώνω, καταλα-βαίνω, ενστερνίζομαι 3. {interest} ενδια-φέρω πολύ, απορροφώ to be ~ed insthg είμαι απορροφημένος από κτ

absorbent [əbˈsɔːbənt] adj απορροφη-τικός

absorbing [əbˈsɔːbɪŋ] adj συναρπαστι-κός, πολύ ενδιαφέρων

absorption [əbˈsɔːpʃn] n 1. {soaking up}απορρόφηση 2. {interest} προσήλωση3. {taking over} εξαγορά

abstain [əbˈsteɪn] vi {refrain} 1. απέχω,αποφεύ γω to ~ from sthg απέχω απόκτ (συνήθως απολαυστικό, παράλλη-λα όμως επιζήμιο για την υγεία ή ηθικάμεμπτό) 2. απέχω από ψηφοφορία /επίσημη συνάντηση, απέχω από τηνάσκηση του εκλο γικού δικαιώ ματος

abstemious [æbˈstiːmjəs] adj fml εγκρα- τής, λιτοδίαιτος

abstention [əbˈstenʃn] n αποχή (απόεκλογές), άρνηση ψήφου

abstinence [ˈæbstɪnəns] n ~ (fromsthg) εγκράτεια, αποχή (από κτ)

abstract adj [ˈæbstrækt], n [ˈæbstrækt],vt [æbˈstrækt] ◇ adj 1. [για ιδέα, έννοια]αφηρημένος 2. ART αφηρημένος◇n {summary} περί ληψη, επιτομή ◇ vt

1. αφαιρώ, κλέβω 2. [για πληροφορίες,γνώσεις] αποσπώ, αντλώ 3. {summarize}συνοψίζω

abstraction [æbˈstrækʃn] n 1. αφαίρε-ση, απόσπαση 2. (U) {distractedness} α -φηρημάδα 3. αφηρημένη ιδέα/έννοια

abstruse [æbˈstruːs] adj fml δυσνόητοςabsurd [əbˈsɜːd] adj παράλογος, εξω-

φρενικόςabsurdity [əbˈsɜːdətɪ] (pl -ies) n παρα-

λογι σμόςabsurdly [əbˈsɜːdlɪ] adv παράλογαABTA [ˈæbtə] (abbr of Association of

British Travel Agents) n σύνδεσμοςταξιδιωτικών πρακτόρων της Μ. Βρε -τανίας

Abu Dhabi [ˌæbuː̍ dɑːbɪ] n Άμπου Ντάμπιabundance [əˈbʌndəns] n fml αφθονία,

πλη θώρα in ~ σε αφθονίαabundant [əˈbʌndənt] adj fml άφθονοςabundantly [əˈbʌndəntlɪ] adv fml 1. {ex-

tre mely} εξαιρετικά, παντελώς 2. {in largeamounts} άφθονα, πλουσιοπάροχα

abuse n [əˈbjuːs], vt [əˈbjuːz] ◇ n 1.{offensive remarks} προσβολή, εξύβρι-ση 2. {mistreatment} κακομεταχείριση,κακο ποίηση child ~ παιδική κακο-ποίηση· sexual ~ σεξουαλική κακο-ποίηση 3. {misuse} κατάχρηση ◇ vt 1.{insult} προσβάλλω, βρίζω 2. {maltreat}κακο μεταχειρίζομαι, κακοποιώ 3. {mis-use} καταχρώμαι

abusive [əˈbjuːsɪv] adj υβριστικός, προ-σβλητικός, βάναυσος

abut [əˈbʌt] (pt & pp -ted, cont -ting) vi fmlσυνορεύω, γειτνιάζω, εφάπτομαι to~ on to εφάπτομαι σε

abysmal [əˈbɪzml] adj αβυσσαλέος, α -πύθμενος, απροσμέτρητος

abysmally [əˈbɪzməlɪ] adv φοβερά, πα-ταγωδώς

abyss [əˈbɪs] n 1. άβυσσος 2. fig χάοςAbyssinia [ˌæbɪˈsɪnjə] n HIST Αβησυνία

(παλιά ονομασία της Αιθιοπίας)Abyssinian [ˌæbɪˈsɪnjən] HIST ◇ adj

α βησ συνιακός ◇ n Αβησσυνός AC n 1. (abbr of athletics club) Br αθλη-

τικός σύλλογος 2. (abbr of alternatingcurrent) εναλλασσόμενο ρεύμα

a/c n 1. (abbr of account current) τρέ-

absent-mindedly a/c

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 4

Page 29: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

χων λογαριασμός 2. (abbr of air con-ditioning) κλιματισμός

acacia [əˈkeɪʃə] n BOT ακακίαacademic [ˌækəˈdemɪk]◇ adj 1. α κα -

δημαϊκός, πανεπιστημιακός 2. {hypo-thetical} θεωρη τικός, χωρίς πρακτικήεφαρμογή ◇ n επιστή μο νας, πανε-πιστη μιακός◆academic year n ακαδημαϊκό έτοςacademician [əˌkædəˈmɪʃn] n fml ακα-

δημαϊκόςacademy [əˈkædəmɪ] (pl -ies) n 1. Ακα-

δημία, Σχολή 2. [μέρος όπου διδάσκεταιένα συγκεκριμένο αντικείμενο σπουδών] ακα-δη μία

Academy Award n fml βραβείο τηςΑμερικανικής Ακαδημίας Κινηματο-γραφικών Τεχνών και Επιστημών,βραβείο Όσκαρ

ACAS [ˈeɪkæs] (abbr of Advisory Con-ciliation and Arbitration Service) nανεξάρτητη αρχή στη Μ. Βρετανίαπου προσφέρει υπηρεσίες συμβου-λευ τικής υποστήριξης, εξωδικαστι-κού συμβιβασμού και διαιτησίας στοχώρο της εργασίας

accede [ækˈsiːd] vi 1. fml {agree} αποδέ-χομαι, ενδίδω to ~ to sthg αποδέχο-μαι κτ 2. [για μονάρχη] to ~ to the throneανέρχομαι στο θρόνο

accelerate [əkˈseləreɪt] vi 1. επιταχύνω2. επισπεύδω

acceleration [əkˌseləˈreɪʃn] n επιτάχυ ν ση accelerator [əkˈseləreɪtə] n AUT γκάζι◆ accelerator board, accelera-

tor card n COMPUT κάρτα οθόνης μεεπεξεργαστή και μνήμη, επιταχυντής

accent [ˈæksent] n 1. [στην ομιλία] προφο - ρά 2. [σημείο γραπτού λόγου] τόνος, τονι-κό σημάδι 3. fig {emphasis} έμφαση

accentuate [ækˈsentjʊeɪt] vt {emphasize,stress} τονίζω

accept [əkˈsept] vt 1. {receive} δέχομαι,λαμβάνω 2. {admit} παραδέχομαι, α πο-δέχομαι 3. δέχομαι (ως μέλος) 4. συμ- φωνώ to ~ that δέχομαι ότι

acceptable [əkˈseptəbl] adj 1. {permis sible}αποδεκτός, ευπρόσδεκτος 2. {pass able}υποφερτός, ανεκτός

acceptably [əkˈseptəblɪ] adv ανεκτά,υποφερτά, αποδεκτά

acceptance [əkˈseptəns] n 1. αποδοχή2. {admission, recognition} παραδοχή, α -να γνώριση

accepted [əkˈseptɪd] adj αποδεκτός,παραδεδεγμένος, παραδεκτός

access [ˈækses] ◇ n (U) 1. {entrance,way in} είσοδος, πρόσβαση to gain ~to αποκτώ πρό σβαση σε 2. πρόσβαση,δικαίωμα/δυνατότητα προσέγγισης ήχρήσης to have ~ to sthg έχω πρό-σβαση σε κτ ◇ vt COMPUT έχω πρό-σβαση (σε δεδομένα)

accessibility [əkˌsesəˈbɪlətɪ] n 1. προ-σβασιμότητα 2. ευκολία προσέγγισης

accessible [əkˈsesəbl] adj 1. {reachable}ευπρόσιτος, προσπελάσιμος 2. ευ-προσήγορος, προσιτός

accession [ækˈseʃn] n 1. fml [για μονάρχη]ανάρρηση (στο θρόνο) 2. [για χώρα]ένταξη (σε ένα σύνολο)

accessory [əkˈsesərɪ] (pl -ies)◇ adjσυμπληρωματικός, επικουρικός, βοη-θητικός◇ n 1. ε ξάρτημα, αξεσουάρ2. JUR συνένοχος, συνεργός◆accessories n pl [στο ντύσιμο] 1. α ξε-

σουάρ 2. παρελκόμεναaccess road n 1. Am συνδετική οδός 2.

Br δρόμος εισόδου σε αυτοκινητό-δρομο

access time n COMPUT χρόνος προσπέ -λασης

accident [ˈæksɪdənt] n 1. ατύχημα, δυ-στύχημα to have an ~ παθαίνω ατύ-χημα 2. απροσεξία, σφάλμα, κτ πουγίνεται κατά λάθος 3. phr by ~ {chance}κατά τύχη

accidental [ˌæksɪˈdentl] adj τυχαίος,συμπτωματικός

accidentally [ˌæksɪˈdentəlɪ] adv 1. τυ-χαία, συμπτωματικά 2. κατά λάθος,από απροσεξία◆ accident-prone adj επιρρεπής σε

ατυχήματαacclaim [əˈkleɪm] ◇ n (U) επευ φη-

μία, επιδοκιμασία, έπαινος ◇ vt ε - πευφημώ, επαινώ, επιδοκιμάζω

acclamation [ˌækləˈmeɪʃn] n fml επευ- φημία, ζητωκραυγή

acclimatize, -ise [əˈklaɪmətaɪz], ac-climate Am [əˈkləɪmət] vi to ~ (to sthg)εγκλιματίζομαι (σε κτ)

5 acclimatizeacacia

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 5

Page 30: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

6

accolade [ˈækəleɪd] n επιβράβευση,έπαινος

accommodate [əˈkɒmədeɪt] vt 1. στε- γάζω, φιλοξενώ 2. {oblige} εξυπηρετώ,διευκολύνω

accommodating [əˈkɒmədeɪtɪŋ] adj ε -ξυπηρετικός, βολι κός, συμβιβαστικός

accommodation [əˈkɒməˈdeɪʃn] n Br{lodging} κατάλυμα, στέγη office ~επαγγελματική στέγη, γραφείο◆ accommodations Am [əˌkɒməˈ -

deɪ ʃn(z)] n pl = accommodationaccompaniment [əˈkʌmpənɪmənt] n 1.

MUS ακομπανιαμέντο, συνοδεία 2. [γιαγεύμα] συνοδευτικό (πιάτο) 3. fml επα-κόλουθο

accompanist [əˈkʌmpənɪst] n MUS μου-σικός που συνοδεύει/υποστηρίζειτην κυρίως μελωδία

accompany [əˈkʌmpənɪ] (pt & pp -ied)vt 1. συνοδεύω, συντροφεύω to ~ sb(on sthg) συνοδεύω κπ (σε κτ) 2. συ-νοδεύω, συμπληρώνω 3. MUS ακο-μπανιάρω, συνοδεύω την κύρια φω- νή/μελωδία

accomplice [əˈkʌmplɪs] n συνεργόςaccomplish [əˈkʌmplɪʃ] vt {achieve, com-

plete} κατορθώνω, επι τυγχάνω, πραγ-μα τοποιώ, ολοκληρώνω

accomplished [əˈkʌmplɪʃt] adj κατα-ξιωμένος, ολοκληρωμένος, ταλαντού- χος

accomplishment [əˈkʌmplɪʃmənt] n 1.{achievement} πραγματοποίηση, εκπλή -ρωση 2. {feat, deed} επίτευγμα, κατόρ-θωμα◆ accomplishments n pl {skills} ικα-

νότητες, προσόνταaccord [əˈkɔːd] n 1. fml {agreement, settle-

ment} συμφωνία, σύμφωνο 2. {agree -ment, harmony} συμφωνία, σύμπνοια,αρμονία to be in ~ (with sb/sthg)συμφωνώ (με κπ/κτ)· with one ~ομόφωνα· to do sthg of one’s own~ κάνω κτ εκούσια/αυτοβούλως ◇vt παραχωρώ, παρέχω, αποδίδω◆ accord with vt fus συμφωνώ, ται-

ριάζωaccordance [əˈkɔːdəns] n in ~ with sthg

σύμφωνα με κτaccordingly [əˈkɔːdɪŋlɪ] adv 1. {appropri-

ately} αναλόγως, καταλλήλως 2. {con-sequently} συνεπώς, άρα

according to [əˈkɔːdɪŋ] prep 1. σύμφω -να με to go ~ plan εξελίσσομαι σύμ-φω να με το σχέδιο 2. {with regard to, de-pending on} ανάλογα/αντίστοιχα με

accordion [əˈkɔːdjən] n MUS ακορντεόνaccordionist [əˈkɔːdjənɪst] n MUS ακορ-

ντεονίσταςaccost [əˈkɒst] vt fml πλησιάζω/πλευ-

ρίζω κπ, διπλαρώνωaccount [əˈkaʊnt] n 1. (τραπεζικός) λο-

γαριασμός 2. εταιρεία ή πελάτης πουέχει λογαριασμό με κπ 3. συμφωνίαμε εταιρεία ή πάροχο internet για πα-ροχή υπηρεσιών 4. {report} αναφορά,έκθεση, περιγραφή, διήγηση 5. phr tocall sb to ~ καλώ κπ σε απολογία· togive a good ~ of o.s. κάνω καλή εντύ- πωση· to take ~ of sthg / to takesthg into ~ λαμβάνω υπόψη κτ· to beof no ~ δεν έχω σημασία, είμαι ασή-μαντος· on no ~ σε καμία περίπτω ση,για κανένα λόγο◆ accounts n pl λογαριασμοί, λογι-

στικά to do the ~ κάνω τα λογιστικά◆ by all accounts adv απ’ ό,τι λένε

όλοι◆on account of prep εξαιτίας, λόγω◆ account for vt fus 1. {explain} εξη -

γώ, λογοδοτώ 2. [συνήθως στην παθητικήφωνή] to be ~ed for εντοπίζομαι απόκπ, είμαι εκεί όπου θα έπρεπε να βρί-σκομαι

accountability [əˌkaʊntəˈbɪlətɪ] n υπευ -θυνότητα

accountable [əˈkaʊntəbl] adj ~ (forsb/sthg) {responsible} υπεύθυνος (γιακπ/κτ)· ~ to sb {answerable} υπόλογοςσε κπ

accountancy [əˈkaʊntənsɪ] n λογιστικήaccountant [əˈkaʊntənt] n λογιστήςaccounting [əˈkaʊntɪŋ] n λογιστικήaccounts department n λογιστήριοaccoutrements Br, accouterments

Am [əˈkuːtrəmənts] n pl 1. εξοπλισμός,εφόδια, συμπράγκαλα 2. MIL fml εξάρ -τυση

accredit [əˈkredɪt] vt 1. πιστοποιώ (τηνικανότητα) κπ 2. διαπιστεύω (πρε-σβευτή) 3. αποδίδω μια ιδιότητα σε κπ

accolade accredit

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 6

Page 31: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

accredited [əˈkredɪtɪd] adj διαπιστευ-μένος

accrue [əˈkruː] vi FIN 1. προκύπτω 2. [γιατόκο] τρέχω, συσσωρεύομαι

accrued interest n FIN δεδουλευμένοςτόκος

accumulate [əˈkjuːmjʊleɪt]◇ vt συσ-σω ρεύω ◇ vi συσσωρεύομαι

accumulated interest n FIN συσσω-ρευμένος τόκος

accumulation [əˌkjuːmjʊˈleɪʃn] n 1. (U)συσσώρευση 2. σωρός, σωρεία, πλη-θώρα

accuracy [ˈækjʊrəsɪ] n {precision, correct - ness} ακρίβεια, ορθότητα, πιστότητα

accurate [ˈækjʊrət] adj {precise, true, cor-rect} ακριβής, ορθός, σωστός

accurately [ˈækjʊrətlɪ] adv {precisely,truthfully, correctly} με ακρίβεια, ορθά,σωστά

accusation [ˌækjuːˈzeɪʃn] n 1. κατηγο - ρία, μομφή 2. JUR {charge} κατηγορη-τήριο

accusative [əˈkjuːˈzetɪv] n LING αιτιατι-κή (πτώση)

accuse [əˈkjuːz] vt 1. κατηγορώ to ~ sbof sthg / of doing sthg κατηγορώ κπγια κτ / ότι έχει κάνει κτ 2. JUR καταγ-γέλλω

accused [əˈkjuːzd] n JUR the ~ {defen-dant} o κατηγορούμενος

accusing [əˈkjuːzɪŋ] adj επικριτικόςaccusingly [əˈkjuːzɪŋlɪ] adv επικριτικάaccustom [əˈkʌstəm] vt fml συνηθίζω,

εξοικειώνωaccustomed [əˈkʌstəmd] adj to be ~

to sthg / to doing sthg είμαι συνη - θισμένος/μαθημένος σε κτ / να κά-νω κτ, είμαι εξοικειωμένος με κτ

ace [eɪs]◇ adj {top-class} πρώτος, κο-ρυφαίος◇ n 1. [σε τράπουλα] άσος 2.SPORT [πόντος από το σερβίς] άσος 3. phr tobe within an ~ of sthg είμαι πολύκοντά σε κτ, παρά λίγο να

acerbic [əˈsɜːbɪk] adj [για λόγια, συμπε -ριφορά] καυστικός, δριμύς

acerbity [əˈsɜːbəti] n (U) δριμύτητα,οξύτητα

acetate [ˈæsɪteɪt] n 1. CHEM οξικό άλας2. [ύφασμα] ρεγιόν, τεχνητό μετάξι

acetic acid [əˈsiːtɪk-] n (U) CHEM οξικόοξύ

acetone [ˈæsəˌtəʊn] n (U) CHEM ακετόνη,ασετόν

acetylene [əˈsetɪliːn] n (U) CHEM ακετυ-λένιο, ασετυλίνη

ACGB (abbr of Arts Council of GreatBritain) n Συμβούλιο Τεχνών Μεγά - λης Βρετανίας

ache [eɪk]◇ n πόνος, ενόχληση ◇vi 1. πονώ my head ~s πονάει το κε-φάλι μου 2. fig to be aching for sthg /to do sthg ποθώ/λαχταρώ κτ / να κά-νω κτ

achieve [əˈtʃiːv] vt κατορθώνω, πραγ-ματοποιώ, επιτυγχάνω

achievement [əˈtʃiːvmənt] n 1. {feat,deed} επίτευγμα, κατόρθωμα 2. επί- τευ ξη

Achilles’ heel [əˈkɪliːz-] n αχίλλειοςπτέρνα

Achilles tendon [əˈkɪliːz-] n αχίλλειοςτένοντας

acid [ˈæsɪd]◇ adj 1. ξινός 2. CHEM όξι- νος 3. fig {unkind, sharp} σαρκαστικός,καυστικός, δηκτικός◇ n 1. CHEM οξύ2. inf [ναρκωτική ουσία] LSD

acid house n (U) MUS άσιντ χάουζ, εί-δος μουσικής που αναπτύχθηκε στιςΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του ’80

acidic [əˈsɪdɪk] adj CHEM όξινοςacidity [əˈsɪdətɪ] n 1. CHEM οξύτητα 2. fig

καυστικότητα, δηκτικότηταacid rain n όξινη βροχήacid test n fig κρίσιμη/αποφασιστική

δοκιμασία, λυδία λίθοςacid trip n ψυχεδελική εμπειρία με πα-

ραισθησιογόναacknowledge [əkˈnɒlɪdʒ] vt 1. {accept,

admit} αποδέχομαι, παραδέχομαι, ο -μο λογώ 2. to ~ sb as sthg {recognise}αναγνωρίζω κπ ως κτ 3. to ~ (receiptof) sthg βεβαιώνω την παραλαβή κππράγματος 4. {greet} χαιρετώ (με νεύ-μα/χαμόγελο)

acknowledg(e)ment [əkˈnɒlɪdʒmənt]n 1. παραδοχή, αναγνώριση 2. ευχα-ριστία, δείγμα ευγνωμοσύνης 3. βε-βαίωση λήψης, απόδειξη◆ acknowledg(e)ments n pl [σε

βιβλίο] ευχαριστίες

7 acknowledg(e)mentaccredited

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 7

Page 32: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

8

ACLU (abbr of American Civil LibertiesUnion) n Αμερικανική Ένωση για τιςΠολιτικές Ελευθερίες

acme [ˈækmɪ] n fml αποκορύφωμα, ζε-νίθ, απόγειο, ακμή

acne [ˈæknɪ] n (U) MED ακμή, «σπυράκια»acolyte [ˈækəˌlaɪt] n 1. ακόλουθος, αφο-

σιωμένος σε κπ, τσιράκι 2. βοηθός ιε-ρέα

acorn [ˈeɪkɔːn] n BOT βελανίδιacoustic [əˈkuːstɪk] adj ακουστικός◆ acoustics n pl 1. ακουστική (χώ-

ρου) 2. (U) [επιστήμη] ακουστική acoustic guitar n MUS ακουστική κιθά-

ρα (όχι ηλεκτρική)ACPO (abbr of Association of Chief Po-

lice Officers) n [στη Μ. Βρετανία] Ομο- σπονδία Αστυνομικών Διευθυντών

acquaint [əˈkweɪnt] vt fml γνωστοποιώ,γνωρίζω to ~ sb with sthg γνωστο-ποιώ/γνωρίζω κτ σε κπ· to be ~edwith γνωρίζω προσωπικά, είμαι ενή-μερος

acquaintance [əˈkweɪntəns] n 1. [άν -θρωπος] γνωστός, γνωριμία 2. (U) fmlγνωριμία to make sb’s ~ κάνω τηγνωριμία κπ

acquiesce [ˌækwɪˈes] vi fml συναινώ,συγκα τατίθεμαι to ~ (to/in sthg) δί-νω τη συγκατάθεσή μου (για κτ)

acquiescence [ˌækwɪˈesns] n συγκα-τάθεση, συναίνεση

acquire [əˈkwaɪə] vt 1. {obtain, get hold of}αποκτώ 2. {develop} αποκτώ, καλ λιερ-γώ, αναπτύσσω

acquired taste [əˈkwaɪəd-] n [για φα - γητό, τέχνη] επίκτητη προτίμηση, στα-διακή αποδοχή

acquisition [ˌækwɪˈzɪʃn] n 1. {purchase}απόκτημα, αγορά 2. {find} εύρημα 3.(U) απόκτηση 4. language ~ εκμάθη-ση γλώσσας

acquisitive [əˈkwɪzɪtɪv] adj fml κτητικός,άπληστος, πλεονέκτης

acquit [əˈkwɪt] (pt & pp -ted, cont -ting) vt1. JUR to ~ sb of sthg αθωώ νω/α παλ -λάσσω κπ από κτ 2. to ~ o.s. well/badly {perform} συμπεριφέρομαι κα-λά/άσχημα

acquittal [əˈkwɪtl] n JUR αθώωση, α -παλ λαγή

acquittance [əˈkwɪtəns] n FIN απαλλα-γή από χρέος

acre [ˈeɪkə] n ακρ, μονάδα εμβαδού ίσημε 4.046,85 τ.μ.

acreage [ˈeɪkərɪdʒ] n έκταση υπολογι - σμένη σε ακρ

acrid [ˈækrɪd] adj 1. [για γεύση, οσμή] αψύς2. fig {harsh, bitter} καυστικός, δηκτικός,πικρόχολος

acrimonious [ˌækrɪˈməʊnjəs] adj [γιαλόγια, αντιπαράθεση] οξύς, πικρόχολος

acrimony [ˈækrɪməni] n (U) σκληρά λόγιακαι συναισθήματα οργής εναντίον κπ

acrobat [ˈækrəbæt] n ακροβάτηςacrobatic [ˌækrəˈbætɪk] adj ακροβατικός◆ acrobatics n pl ακροβατικάacronym [ˈækrənɪm] n LING ακρωνύμιο,

αρκτικόλεξοAcropolis [əˈkrɒpəlɪs] n ARCHΑEOL ακρό-

πολη, Aκρόπολη Αθηνώνacross [əˈkrɒs]◇ prep 1. από τη μία

πλευρά στην άλλη, απέναντι to walk~ the road διασχίζω το δρόμο, περ-νάω απέναντι· there’s a bridge ~ theriver υπάρχει μια γέφυρα που δια-σχίζει το ποτάμι 2. στην άλλη πλευ ρά,αντίπερα, απέναντι the house ~ thestreet το απέναντι σπίτι 3. σε μεγάληέκταση ~ Εngland απ’ άκρη σ’ άκρητης Αγγλίας 4. σε μεγάλο αριθμό(ατόμων, πραγμάτων) ~ a wide rangeof subjects σε ευρεία κλίμακα θεμά-των◇ adv 1. κατά πλάτος, κάθετα,αντίπερα to run ~ τρέχω απέναντι 2.[σε μετρή σεις] κατά πλάτος the river is2 km ~ το ποτάμι έχει πλάτος 2 χμ. 3.[σε σταυρόλεξο] ορι ζόντια 21 ~ 21 ορι-ζόντια 4. phr to get sthg ~ (to sb) κα-θιστώ κτ κατανοητό (σε κπ)◆ across from prep απέναντι απόacross-the-board adv γενικά, σε όλα

τα επίπεδαacrylic [əˈkrɪlɪk] ◇ adj ακρυλικός◇ n ακρυλικό

act [ækt] ◇ n 1. {action, deed} ενέργεια,πράξη to catch sb in the ~ πιάνω κπεπ’ αυτοφώρω / στα πράσα 2. JUR νό-μος 3. ΤΗΕΑΤRE [σε θεατρικό έργο] πράξηto put on an ~ fig παίζω θέατρο, προ-σποιούμαι 4. phr to get in on the ~συμμετέχω (σε κτ που έχει ήδη αρχί-

ACLU act

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 8

Page 33: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

σει), μπαίνω στο χορό· to get one’s~ together συμμαζεύομαι, βάζω τά-ξη στη ζωή μου◇ vi 1. ενεργώ, δρω2. {behave} συμπεριφέρομαι to ~ as if /like συμπεριφέρομαι λες και / σαν να·

to ~ the fool/innocent κάνω το χα-ζό / τον αθώο 3. {take effect} επενερ-γώ, δρω 4. phr to ~ as sthg εκτελώχρέη· to ~ for sb / on behalf of sbενεργώ για λογαριασμό / εκ μέρουςκπ ◇ vti 1. [σε θεατρικό έργο / ταινία]υπο δύομαι, παίζω (ρόλο) 2. fig {pre-tend} υποκρί νομαι, προσποιούμαι◆ act out vt fus 1. {express} εκφράζω

2. {depict} μιμούμαι, αναπαριστώ◆ act up vi inf {misbehave} πα ρεκτρέ -

πομαιACT (abbr of American College Test) n

Αμερικανικές Κολεγιακές Εξετάσεις(για εισαγωγή σε μερικά κολέγια ήπανεπιστήμια)

acting [ˈæktɪŋ] ◇ adj αναπληρωτής,που εκτελεί καθήκοντα άλλου ◇ n(U) 1. ηθοποιία, υποκριτική (τέχνη) 2.δράση 3. προσποίηση

action [ˈækʃn] n 1. (U) δράση, ενέργειαto take ~ αναλαμβάνω δράση, δρω·

to put sthg into ~ εφαρμόζω κτ στηνπράξη, θέτω κτ σε εφαρμογή· in ~ ενενεργεία 2. {deed} πράξη 3. (U) εχθρο- πραξίες to be killed in ~ σκοτώνο μαιστη μάχη 4. JUR νομική πράξη to bringan ~ against sb καταθέτω α γωγήεναντίον κπ 5. phr out of ~ εκτός μά-χης, εκτός λειτουργίας

action group n {lobby} ομάδα πίεσηςaction-packed adj γεμάτος δράσηaction replay n TV [σε τηλεοπτική μετάδο -

ση] επανάληψη, ριπλέιactivate [ˈæktɪveɪt] vt {set off} ενεργο -

ποιώ, δραστηριοποιώ, θέτω σε λει-τουργία

active [ˈæktɪv] adj 1. {energetic} ενεργη - τικός, δραστήριος, εργατικός 2. ενεργός3. [για ηφαίστειο] ενεργός 4. GRAM ενερ-γητικός ~ voice ενεργητική φωνή

actively [ˈæktɪvlɪ] adv ενεργά, δραστήριαactive service n (U) MIL ενεργός υπη-

ρεσίαactivist [ˈæktɪvɪst] n {political/social cam-

paigner} ακτιβιστής

activity [ækˈtɪvətɪ] (pl -ies) n 1.(U) ενέρ-γεια, δραστηριότητα, κινητικό τητα 2.{pastime, hobby} δραστηριότητα, χόμπι◆ activities n pl ενέργειες, δρα στη-

ριότητεςact of God n φυσική καταστροφή, θεο-

μηνίαactor [ˈæktə] n 1. ηθοποιός 2. παράγων,

ενδιαφερόμενοςactress [ˈæktrɪs] n (γυναίκα) ηθοποιόςactual [ˈæktʃʊəl] adj 1. [εμφατικά] πραγ-

ματικός, ακριβής in ~ fact πραγματι-κά 2. τρέχων, τωρινός, επίκαιρος, σύγ-χρονος

actuality [ˌæktʃʊˈælətɪ] n πραγματικότη-τα, επικαιρότητα v fml in ~ στην πραγ-ματικότητα

actually [ˈæktʃʊəlɪ] adv 1. πραγματικά,όντως 2. {by the way} παρεμπιπτόντως3. [εισάγει αντίθεση] στην πραγματικότη-τα, μάλιστα

actuary [ˈæktjʊərɪ] (pl -ies) n εμπειρο-γνώμων/στατιστικολόγος ασφαλιστι-κής εταιρείας

actuate [ˈæktjʊeɪt] vt {activate} ωθώ, (πα-ρα)κινώ, θέτω σε κίνηση

acuity [əˈkjuːətɪ] n fml 1. οξυδέρκεια, ευ-στροφία 2. [ως προς την όραση/ακοή] οξύ-τητα

acumen [ˈækjʊmen] n (U) οξύνοια, διο-ρατικότητα business ~ επιχειρημα-τικό δαιμόνιο

acupuncture [ˈækjʊpʌŋktʃə] n (U) MEDβελονισμός, βελονοθεραπεία

acute [əˈkjuːt] adj 1. {severe, extreme} έντο- νος, οξύς, διαπεραστικός, σοβα ρός 2.{perceptive, intelligent} διο ρατικός, ευ- φυής 3. [για τις αισθήσεις] {keen} οξύς 4.LING που παίρνει οξεία 5. GEOM ~ an-gle οξεία γωνία ◆ acute accent n LING [τόνος] οξείαacutely [əˈkjuːtlɪ] adv {extremely} έντονα,

πάρα πολύad [æd] (abbr of advertisement) n inf

διαφήμισηAD (abbr of Anno Domini) n μετά Χρι-

στόν, μ.Χ., Έτος Κυρίουadage [ˈædɪdʒ] n ρητό, γνωμικόadagio [əˈdɑːdӡəʊ] adj, n & adv MUS αντά-

τζιοadamant [ˈædəmənt] adj {determined} α -

9 adamantACT

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 9

Page 34: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

10

νένδοτος, αμετάπειστος, άκαμπτος tobe ~ (about sthg / that) είμαι από-λυ τος / δεν αλλάζω γνώμη για κτ, εί-μαι α ποφασισμένος (για κτ / ότι), δεσηκώνω κουβέντα (για κτ / για το ότι),δε μεταπείθομαι

Adam’s apple [ˈædəmz-] n ANAT μήλοτου Αδάμ, καρύδι (του λαιμού)

adapt [əˈdæpt] vti 1. {adjust, modify} προ-σαρμόζω, προσαρμόζομαι to ~ tosthg προσαρμόζομαι σε κτ 2. δια-σκευάζω (βιβλίο, ταινία κτλ.)

adaptability [əˌdæptəˈbɪlətɪ] n προσαρ-μοστικότητα

adaptable [əˈdæptəbl] adj προσαρμό-σιμος, ευπροσάρμοστος, προσαρμο-στικός

adaptation [ˌædæpˈteɪʃn] n [για βιβλίο,θεατρικό έργο] διασκευή, προσαρμογή(ώστε να γίνει ταινία ή τηλεοπτικόπρόγραμμα)

adapter, adaptor [əˈdæptə] n ELEC με-τασχηματιστής, αντάπτορας

ADC n 1. MIL abbr of aide-de-camp 2. (abbrof analogue-digital converter) COMPUTμετατροπέας ανα λογικού σήματος σεψηφιακό

add [æd] vt 1. to ~ (sthg to sthg) προ-σθέτω (κτ σε κτ) 2. {total} αθροίζω,προσθέτω◆ add in vt sep {include} συμπε ρι λαμ -

βάνω◆ add on vt sep to ~ sthg on (to

sthg) προσθέτω, συμπεριλαμβάνω◆ add to vt fus {increase} αυξάνω, ε -

παυξάνω◆ add up ◇ vt sep {total up} αθροί-

ζω ◇ vi inf {make sense} βγάζω νόη-μα it doesn’t ~ δε φαίνεται λογικό,δε στέκει◆ add up to vt fus {amount to} ανέρ-

χομαι σε, ισοδυναμώ μεadded [ˈædɪd] adj πρόσθετος, επιπρό-

σθετος, επιπλέονaddendum [əˈdendəm] (pl -da [dəl]) n [σε

βιβλίο, έγγραφο] προσθήκη, παράρτη μα adder [ˈædə] n ZOOL οχιάaddict [ˈædɪkt] n 1. εθισμένος, εξαρτη-

μένος drug ~ ναρκομανής· caffeine~ εθισμένος στην καφεΐνη 2. fig εθι- σμένος, φανατικός

addicted [əˈdɪktɪd] adj 1. εθισμένος ~ (tosthg) εθισμένος (σε κτ) 2. fig εξαρτη-μένος ~ (to sthg) εξαρτημένος (από κτ)

addiction [əˈdɪkʃn] n (U) 1. εθισμός,εξάρ τηση 2. fig ~ to sthg εξάρτησηαπό κτ, πώρωση με κτ

addictive [əˈdɪktɪv] adj εθιστικός, ε ξαρ-τησιογόνος

Addis Ababa [ˌædɪsˈæbəbə] n ΑντίςΑμπέμπα

addition [əˈdɪʃn] n 1. (U) MATH πρόσθεση,άθροιση 2. προσθήκη, αύξηση, συ-μπλήρωμα in ~ επιπλέον, επιπροσθέ-τως· in ~ to sthg εκτός από, πέρα από

additional [əˈdɪʃənl] adj {extra} πρόσθε-τος, συμπληρωματικός

additive [ˈædɪtɪv] n [σε τρόφιμα] πρόσθε-το, βελτιωτικό (γεύσης/χρώματος)

addled [ˈædld] adj dated 1. inf {confused}θολωμένος, μπερδεμένος 2. [για αυγό]κλούβιος

add-on ◇ adj επιπρόσθετος ◇ nCOMPUT προσθήκη, πρόσθετο εξάρτη-μα, πρόσθετη δυνατότητα σε πρό-γραμμα

address [əˈdres] ◇ n 1. διεύθυνση 2.{speech} ομιλία ◇ vt 1. απευθύνω,στέλνω 2. [για προφορικό/γραπτό λόγο]απευθύνω (το λόγο), απευθύνομαι 3.phr to ~ sb as προσφωνώ κπ ως· to ~o.s. to sthg {deal with} καταπιάνομαιμε κτ, επιλαμβάνομαι κπ πράγματος◆ address book n [σε φυσική ή ηλε -

κτρονική μορφή] βιβλίο διευθύνσεωνaddressee [ˌædreˈsiː] n παραλήπτης,

αποδέκτης adduce [əˈdjuːs] vt fml [για αποδείξεις, στοι -

χεία] επικαλούμαι, προσκομίζωAden [ˈeɪdn] n Άντενadenoids [ˈædɪnɔɪdz] n pl ANAT αδενοει-

δείς εκβλαστήσεις του ρινοφάρυγγα,κρεα τάκια

adept [əˈdept] adj ικανός, επιδέξιος, ειδή-μων, ειδικός to be ~ at sthg / at doingsthg είμαι ειδικός σε κτ / στο να κάνω κτ

adequacy [ˈædɪkwəsɪ] n (U) 1. επάρκεια2. καταλληλότητα

adequate [ˈædɪkwət] adj 1. {sufficient}επαρκής 2. κατάλληλος

adequately [ˈædɪkwətlɪ] adv 1. {suffi-ciently} επαρκώς 2. ικανοποιητικά

Adam’s apple adequately

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 10

Page 35: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

adhere [ədˈhɪə] vi fml 1. {stick} κολλώ to~ (to sthg) κολλώ/προσκολλώμαι(σε κτ) 2. {observe} τηρώ, ακο λου θώ to~ to sthg τηρώ/ακολουθώ κτ 3. {up-hold} μένω πιστός, εμμένω, προσχω-ρώ to ~ to sthg μένω πιστός / εμμέ-νω/προσχωρώ σε κτ

adherence [ədˈhɪərəns] n fml 1. ~ (tosthg) τήρηση (κπ πράγματος) 2. ~ tosthg προσκόλληση/εμμονή σε κτ

adherent [ədˈhɪərənt] n fml υποστηρι-κτής, οπαδός

adhesion [ədˈhiːӡn] n (U) 1. δυνατότη-τα κπ πράγματος να προσκολλάταισε κτ άλλο 2. MED σύμφυση

adhesive [ədˈhiːsɪv]◇ adj {sticky}κολ λητικός, κολλώδης◇ n {glue}κόλλα, κολλητική ουσία◆adhesive tape n κολλητική ταινίαad hoc [ˌædˈhɒk] adj ειδικός, για αυτό

το σκοπό, για αυτή την περίστασηadieu [əˈdjuː] excl literary αντίο!ad infinitum [ˌædɪnfɪˈnaɪtəm] adv {end-

lessly} επ’ άπειρονadjacent [əˈdʒeɪsənt] adj γειτονικός,

παρακείμενος, διπλανός ~ to sthgδίπλα σε κτ

adjective [ˈædʒɪktɪv] n GRAM επίθετοadjoin [əˈdʒɔɪn] vti fml εφάπτομαι, γει-

το νεύωadjoining [əˈdʒɔɪnɪŋ] adj διπλανός, συ-

νεχόμενος, γειτονικόςadjourn [əˈdʒɜːn] ◇ vt [για δίκη, συνε -

δρίαση] {postpone} διακόπτω, αναβάλ -λω ◇ vi 1. [για δίκη, συνεδρίαση] διακό - πτομαι, αναβάλλομαι 2. inf μεταφέρο-μαι, μεταβαίνω

adjournment [əˈdʒɜːnmənt] n [για δί κη,συνεδρίαση] διακοπή, αναβολή

adjudge [əˈdʒʌdʒ] vt fml 1. {declare} απο -φαίνομαι, κρίνω 2. JUR κηρύσσω, επι-δικάζω

adjudicate [əˈdʒuːdɪkeɪt] vti αποφαίνο-μαι, κρίνω, είμαι κριτής (σε διαγωνι-σμό) to ~ on/upon sthg αποφαίνο-μαι για κτ

adjudication [əˌdʒuːdɪˈkeɪʃn] n επιδί-καση, κρίση, απόφαση

adjunct [ˈædʒʌŋkt] 1. n παράρτημα,προσθήκη, προσάρτημα 2. GRAM προ σ -διορισμός

adjust [əˈdʒʌst]◇ vt ρυθμίζω, κανο-νί ζω, διορθώνω, προσαρμόζω◇ vito ~ (to sthg) προσαρμόζομαι (σε κτ)

adjustable [əˈdʒʌstəbl] adj ρυθμιζό - μενος◆ adjustable spanner n TECH γαλ-

λικό κλειδίadjusted [əˈdʒʌstɪd] adj εξοικειωμένος,

προσαρμοσμένος to be well ~ έχωπροσαρμοστεί καλά

adjustment [əˈdʒʌstmənt] n 1. διευ - θέτηση, ρύθμιση to make an ~ tosthg ρυθμίζω/τροποποιώ κτ 2. (U) ~to sthg προσαρμογή σε κτ

adjutant [ˈædʒʊtənt] n MIL υπασπιστήςστο στρατό (ο όρος χρησιμοποιείταιαποκλειστικά στα πλαίσια της στρα -τιωτικής ορολογίας, σε αντίθεση μετον όρο «aide-de-camp» που έχειευρύτερη σημασία)

ad-lib [ˌædˈlɪb] (pt & pp ad-libbed, contad-libbing)◇ adj {improvised} αυτο -σχέδιος, αυθόρμητος ◇ n αυτο-σχέδιο αστείο/σχόλιο ◇ vi {impro-vise} αυτοσχεδιάζω ◇ adv {freely} κα-τά βούληση, ελεύθερα

adman [ˈædmæn] (pl -men [-men]) n δια-φημιστής

admin [ˈædmɪn] n Br inf διοίκησηadminister [ədˈmɪnɪstə] vt 1. διοικώ, δι-

ευθύνω, διαχειρίζομαι 2. [για δικαιο - σύνη] απονέμω 3. δίνω, παρέχω, [γιαφάρμακο] χορηγώ

administration [ədˌmɪnɪˈstreɪʃn] n 1. (U)διοίκηση, διαχείριση, διεύθυνση pu b-lic ~ δημόσια διοίκηση· business ~διοίκηση επιχειρήσεων 2. η κυβέρνη-ση μιας χώρας (ιδίως των ΗΠΑ) 3. ταπρόσωπα της διοίκησης ή της κυβέρ-νησης 4. [για φάρμακα] χορήγηση◆ Administration n Am the Ken -

nedy ~ {government} η Κυβέρνηση τουΚέννεντυ

administrative [ədˈmɪnɪstrətɪv] adj διοι -κητικός, διαχειριστικός

administrator [ədˈmɪnɪstreɪtə] n διοι -κητής, διευθυντής, διαχειριστής

admirable [ˈædmərəbl] adj αξιοθαύμα-στος

admirably [ˈædmərəblɪ] adv θαυμάσια,αξιοθαύμαστα

11 admirablyadhere

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 11

Page 36: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

12

admiral [ˈædmərəl] n ναύαρχοςAdmiralty [ˈædmərəltɪ] n Br the ~ το

Ναυαρχείοadmiration [ˌædməˈreɪʃn] n θαυμασμόςadmire [ədˈmaɪə] vt 1. θαυμάζω to ~ sb

(for sthg) θαυμάζω κπ (για κτ) 2. θαυ- μάζω, κοιτάζω με θαυμασμό

admirer [ədˈmaɪərə] n 1. θαυμαστής,επίδοξος μνηστήρας 2. {enthusiast, fan}θαυμαστής, οπαδός, λάτρης

admiring [ədˈmaɪərɪŋ] adj γεμάτος θαυ -μασμό

admiringly [ədˈmaɪərɪŋlɪ] adv με θαυ-μα σμό

admissible [ədˈmɪsəbl] adj JUR αποδε-κτός

admission [ədˈmɪʃn] n 1. είσοδος, ά -δεια εισόδου 2. {cost of entrance} είσο-δος, τιμή εισιτηρίου 3. [για ενοχή, λά θος]{confession} παραδοχή, ομολογία byone’s/his/her own ~ κατά δικήμου/του/της παραδοχή

admit [ədˈmɪt] (pt & pp -ted, cont -ting) vti1. to ~ (to) sthg {confess} παραδέχο - μαι/αποδέχομαι/ομολογώ κτ· to ~that παραδέ χομαι ότι· to ~ doingsthg παραδέ χομαι, αναγνωρίζω ότιέχω κάνει κτ· to ~ defeat παρα - δέχομαι την ήττα 2. επιτρέπω την εί-σοδο, δέχομαι to be ~ted to hospi-tal Br / to the hospital Am εισάγο μαισε νοσοκο μείο· [σε εισιτήριο] ~s two γιαδύο άτομα 3. [σε ομάδα, πανεπι στήμιο] to~ sb (to sthg) κάνω κπ δεκτό (σε κτ)

admittance [ədˈmɪtəns] n fml άδεια ει-σόδου, είσοδος to gain ~ to sthgεξασφαλίζω την είσοδο κάπου· ‘no ~’απα γορεύεται η είσοδος

admittedly [ədˈmɪtɪdlɪ] adv ομολογου-μένως, κατά γενική ομολογία

admixture [ædˈmɪkstʃə] n ΤECH πρό-σθετη ουσία, πρόσμειξη

admonish [ədˈmɒnɪʃ] vt 1. fml {tell off}επιπλήττω, επιτιμώ 2. νουθετώ, προ-ειδοποιώ

admonition [ˌædməˈnɪʃn] n fml προειδο-ποίηση, παραίνεση, επίπληξη

ad nauseam [ˌædˈnɔːzɪæm] adv κατάκόρον, μέχρις αηδίας

ado [əˈduː] n without further/more ~παρευθύς, χωρίς πολλά πολλά· much

~ about nothing πολύ κακό για το τί- ποτα

adolescence [ˌædəˈlesns] n εφηβείαadolescent [ˌædəˈlesnt] ◇ adj 1. {teen -

age} εφηβικός 2. pej {immature} ανώ ρι-μος ◇ n {teenager} έφηβος, ανή λι-κος

adopt [əˈdɒpt] vt 1. lit υιοθετώ 2. fig απο- δέχομαι, ενστερνίζομαι, υιοθετώ

adoption [əˈdɒpʃn] n 1. υιοθεσία 2. (U)υιοθέτηση, αποδοχή

adoptive [əˈdɒptɪv] adj [για γονείς] θετόςadorable [əˈdɔːrəbl] adj αξιολάτρευτοςadoration [ˌædəˈreɪʃn] n 1. λατρεία,

αγάπη 2. (θρησκευτική) λατρείαadore [əˈdɔː] vt λατρεύω, υπεραγαπώ,

μου αρέσει υπερβολικά, τρελαίνομαιγια κτ

adoring [əˈdɔːrɪŋ] adj γεμάτος λατρείαadorn [əˈdɔːn] vt στολίζω, διακοσμώadornment [əˈdɔːnmənt] n στολισμός,

διακόσμησηADP (abbr of automatic data proces s -

ing) n COMPUT αυτόματη επεξεργασίαδεδομένων

adrenalin, adrenaline [əˈdrenəlɪn] n(U) BIOL αδρενα λίνη

Adriatic [ˌeɪdrɪˈætɪk] n the ~ (Sea) ηΑδριατική (θάλασσα)

adrift [əˈdrɪft] ◇ adj [για πλοίο] ακυ βέρ-νη τος to go ~ fig είμαι πελαγωμένος/έρμαιο ◇ adv χωρίς συγκεκριμένοπροορισμό

adroit [əˈdrɔɪt] adj fml επιδέξιος, επι τή -δειος, γρήγορος, σβέλτος

ADSL [ˌeɪ diː es ˈel] (abbr of AsymmetricDigital Sub scriber Line) TELEC ασύμ-μετρη ψηφιακή συνδρομητική γραμ-μή

ADT (abbr of Atlantic Daylight Time) n[στις ΗΠΑ] θερινή ώρα ανατολικήςακτής

adulation [ˌædjʊˈleɪʃn] n (U) εκδήλωσηλατρείας, φιλοφρονήσεις, εκθεια σμός

adult adj [əˈdʌlt], n [ˈædʌlt]◇ adj 1.{grown-up} ενήλικος 2. {mature} ώρι μος3. [για βιβλίο, ταινία] ακατάλληλος γιαανηλίκους◇ n ενήλικoς◆ adult education n (U) επιμόρφω -

ση ενηλίκων

admiral adult

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 12

Page 37: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

adulterate [əˈdʌltəreɪt] vt 1. νοθεύω,νερώνω, αλλοιώνω 2. fig παραποιώ

adulteration [əˈdʌltəˈreɪʃn] n (U) 1. νο-θεία, νόθευση, αλλοίωση 2. fig παρα-ποίηση

adulterer [əˈdʌltərə] n μοιχόςadulteress [əˈdʌltərəs] n μοιχαλίδαadultery [əˈdʌltərɪ] n (U) μοιχείαadulthood [əˈdʌltˌhʊd], [ˈædʌltˌhʊd] n

το να είναι κπ ενήλικος, ενηλικίωσηadvance [ədˈvɑːns] ◇ n 1. προέλαση

2. {progress} πρόοδος, προαγωγή, προ- ώ θηση 3. [σε χρήματα] προκαταβο λή◇ comp εκ των προτέρων, προ-,έγκαι ρος ◇ vt 1. {promote} προάγω,προωθώ 2. επισπεύδω 3. to ~ sbsthg προκαταβάλλω κτ σε κπ ◇ vi1. προελαύνω to ~ on sb πηγαίνωκαταπάνω σε κπ 2. {improve} προο -δεύω, προχωρώ◆ advances n pl πρόταση to make

~ to sb κάνω ερωτική/επαγ γελμα -τική πρόταση σε κπ◆ in advance adv εκ των προτέρων,

προκαταβολικά◆ in advance of prep {prior to} πριν

απόadvanced [ədˈvɑːnst] adj 1. {developed}

εξελιγμένος, προηγμένος ~ in yearseuph {elderly} προχωρημένης ηλικίας 2.[για μαθησιακό επίπεδο] προχωρη μένος

advancement [ədˈvɑːnsmənt] n (U) 1.[στη δουλειά] {promotion} προαγωγή 2.{improvement} πρόοδος, εξέλιξη

advantage [ədˈvɑːntɪdʒ] n 1. {benefit}πλεονέκτημα, όφελος, κέρδος to beto one’s ~ κτ είναι προς όφελος κπ2. {plus point} πλεονέκτημα, αβαντάζ tohave/hold the ~ (over sb) πλεο - νεκτώ (έναντι κπ), υπερέχω κπ 3.SPORT {tennis} πλεονέκτημα, αβαντάζ 4.phr to take ~ of sthg επωφελούμαιαπό κτ· to take ~ of sb εκμεταλλεύ-ομαι κπ

advantageous [ˌædvənˈteɪdʒəs] adjπλεο νεκτικός, επωφελής, συμφέρων

advent [ˈædvənt] n [συνήθως για κτ νέο/πρωτότυπο] έλευση, ερχομός◆ Advent n REL 1. Σαρακοστή πριν

από τα Χριστούγεννα 2. η Έλευση τουΙησού

◆ Advent calendar n REL χριστου -γεν νιάτικο ημερολόγιο με 24 κρυμ-μένες εικόνες που πρέπει ν’ ανοίγο-νται μία κάθε μέρα μέχρι την ημέρατων Χριστουγέννων

adventure [ədˈventʃə] n 1. περιπέτεια2. (U) {excitement} περιπέτεια, αγωνία,δράση to have no sense of ~ δεν εί-μαι τύπος / δεν έχω αίσθηση της πε-ριπέτειας◆adventure holiday n διακοπές με

ριψοκίνδυνες δραστηριότητες◆ adventure playground n Br παι-

δική χαρά με ειδικό εξοπλισμό πουενθαρρύνει την έντονη σωματική δρα-στηριότητα

adventurer [ədˈventʃərə] n dated 1. ρι-ψοκίνδυνο άτομο 2. τυχοδιώκτης

adventurous [ədˈventʃərəs] adj 1. πε-ριπετειώδης, ριψοκίνδυνος, παρά - τολμος 2. τυχοδιωκτικός

adverb [ˈædvɜːb] n GRAM επίρρημαadversarial [ˈædvəsərɪal] adj fml αντα-

γωνιστικόςadversary [ˈædvəsərɪ] (pl -ies) n fml αντί-

παλος, εχθρός, ανταγωνιστήςadverse [ˈædvɜːs] adj δυσμενής, ενά-

ντιος, αντίξοοςadversely [ˈædvɜːslɪ] adv δυσμενώς,

εναντίονadversity [ədˈvɜːsətɪ] n (U) αντιξοότητα,

αναποδιά, δοκιμασίαadvert [ˈædvɜːt] n Br = advertisementadvertise [ˈædvətaɪz] ◇ vt 1. διαφη-

μίζω 2. δημοσιοποιώ, κοινολογώ ◇vi δημοσιεύω αγγελία to ~ for sb/sthg βάζω αγγελία για κπ/κτ

advertisement Br [ædˈvɜːtɪsmənt], Am[ˌædvərˈtaɪzmənt] n 1. διαφήμιση 2. αγ-γελία 3. fig {recommendation} διαφή μιση

advertiser [ˈædvəˌtaɪzə] n διαφημιστήςadvertising [ˈædvətaɪzɪŋ] n [κλάδος] δια -

φήμιση◆ advertising agency n διαφη μι -

στι κή εταιρεία◆ advertising campaign n διαφη -

μιστική εκστρατεία/καμπάνιαadvertising gimmick n διαφημιστικό

κόλποadvice [ədˈvaɪs] n (U) συμβουλή, συμ-

βου λές a piece of ~ μια (μικρή) συμ-

13 adviceadulterate

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 13

Page 38: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

14

βουλή· to give sb ~ συμβουλεύω κπ·

to take sb’s ~ ακούω τη συμβουλήκπ

advisability [ədˌvaɪzəˈbilətɪ] n (U) ορ-θό τητα, σκοπιμότητα

advisable [ədˈvaɪzəbl] adj σκόπιμος,ενδεδειγμένος, αξιοσύστατος

advise [ədˈvaɪz] vti 1. συμβουλεύω, συ-νιστώ to ~ sb to do sthg συμβου -λεύω κπ να κάνει κτ· to ~ sb againststhg / against doing sthg συμβου -λεύω κπ να μην κάνει κτ 2. [για επαγ -γελματίες] συμβουλεύω, είμαι σύμβου - λος to ~ sb on sthg συμβουλεύω κπσχετικά με κτ 3. fml {inform} γνω στο-ποιώ, ενημερώνω to ~ sb of sthgενη με ρώνω κπ για κτ

advisedly [ədˈvaɪzɪdli] adv συνετά, συ- νειδητά

adviser Br, advisor Am [ədˈvaɪzə] n (οι-κονομικός/νομικός) σύμβουλος

advisory [ədˈvaɪzəri] adj [για ομά δα, οργα -νισμό] συμβουλευτικός in an ~ ca-pacity/role σε συμβουλευτικό ρόλο

advocacy [ˈædvəkəsi] n (U) {support} υπο- στήριξη, υπεράσπιση

advocate n [ˈædvəkət], vt [ˈædvəˌkeɪt]◇ n 1. Scot JUR συνήγορος 2. {sup-porter} υποστηρικτής, οπαδός ◇ vt{support} συνηγορώ, υποστηρίζω

advt. abbr of advertisementadze [ædz] n σκαρπέλοAegean [iːˈdʒiːən] n the ~ (Sea) το Αι-

γαίο (πέλαγος)aegis [ˈiːdʒɪs] n αιγίδα under the ~ of

υπό την αιγίδα του/τηςAeolian Islands [iːˈəʊljən ˈaɪləndz] n

pl (the) ~ (τα) Αιόλια νησιάaeon Br, eon Am [ˈiːən] n 1. GEOL αιώνας,

χιλιετία 2. fig πολύς καιρόςaerate [ˈeəreɪt] vt 1. διοχετεύω αέρα σε

υγρό, σαμπανιζάρω 2. αερίζω, εξαε-ρίζω

aerial [ˈeərɪəl] ◇ adj [για μάχη] εναέ - ριος ~ photograph αεροφωτο γρα - φία ◇ n Br κεραία (τηλεόρασης/ραδιοφώνου)

aerie [ˈeəri] Am = eyrieaerobatics [ˈeərəʊˈbætɪks] n (U) αερο-

πορική επίδειξη ελιγμών

aerobics [eəˈrəʊbɪks] n (U) αεροβικήγυμναστική, αερόμπικ

aerodrome [ˈeərədrəʊm] n AERON esp Brμικρό αεροδρόμιο (για μικρά ιδιωτι-κά αερο πλάνα)

aerodynamic [ˌeərəʊdaɪˈnæmɪk] adj αε-ροδυναμικός◆ aerodynamics n 1. (U) PHYS [επι -

στήμη] αεροδυναμική 2. AUT & AERON αε-ροδυ ναμι κή, αεροδυναμικές ιδιότη-τες (αυτοκι νήτου, αεροσκάφους)

aerogramme [ˈeərəɡræm] n αεροπο-ρική επιστολή, αερόγραμμα

aeronautics [ˌeərəˈnɔːtɪks] n (U) αερο-ναυτική

aeroplane Br [ˈeərəˌpleɪn], airplane Am[ˈeəˌpleɪn] n αεροπλάνο

aerosol [ˈeərəsɒl] n αεροζόλ, μεταλλι -κό δοχείο με πεπιεσμένο αέριο

aerospace [ˈeərəʊˌspeɪs] n εναέριοςχώρος που περιλαμβάνει την ατμό -σφαιρα και το χώρο πέρα από αυτήthe ~ industry η βιομηχανία αερο-σκαφών

aesthete Br, esthete Am [ˈiːsθiːt] n λά-τρης της καλαισθησίας, αισθητιστής,εστέτ

aesthetic Br, esthetic Am [iːsˈθetɪk] adj1. καλαίσθητος 2. PHILΟ & ART αισθη τι -κός, σχετικός με την αισθητική

aesthetically Br, esthetically Am[iːsˈθetɪklɪ] adv 1. καλαίσθητα 2. αισθη -τικά

aesthetics Br, esthetics Am [iːsˈθetɪks]n (U) PHILO αισθητική

afar [əˈfɑː] adv μακριά, απόμακρα from~ από μακριά

AFB (abbr of Air Force Base) n Am Βά-ση Πολεμικής Αεροπορίας

affable [ˈæfəbl] adj {pleasant} προσηνής,φιλικός

affair [əˈfeə] n 1. {event} γεγονός, κατά -σταση, υπόθεση 2. {concern} ζήτημα,πρόβλημα, υπόθεση 3. {extramarital re-lationship} εξωσυζυγική σχέση◆ affairs n pl 1. [για πολιτική κτλ.] υπο-

θέσεις (γενικού ενδιαφέροντος) 2.family ~ προσωπικές/οικογενειακέςσχέσεις, προσωπικά/οικογενειακά θέ-ματα

affect [əˈfekt] vt 1. {influence} επηρεάζω,

advisability affect

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 14

Page 39: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

επιδρώ, επενεργώ, [για ασθένεια] προ-σβάλλω 2. συγκινώ 3. fml {pretend, feign}προσποιούμαι

affectation [ˌæfekˈteɪʃn] n 1. επιτήδευ-ση, {mannerism} καμώματα 2. {pretence}υποκρισία, προσποίηση

affected [əˈfektɪd] adj προσποιητός,πλαστός

affection [əˈfekʃn] n (U) τρυφερότητα,στοργή

affectionate [əˈfekʃənət] adj τρυφερός,στοργικός

affectionately [əˈfekʃənətlɪ] adv τρυ-φερά, στοργικά

affidavit [ˌæfɪˈdeɪvɪt] n JUR ένορκη κα-τάθεση/βεβαίωση μάρτυρα

affiliate n [əˈfɪlɪət], vt & vi [əˈfɪlɪeɪt]◇n συνέταιρος, αναγνωρισμένο μέλος,θυγατρική εταιρεία ◇ vt δέχομαι κπως μέλος σε οργάνωση/ομά δα to be~d to/with sthg είμαι συμβεβλη μέ -νος/ συγχωνευμένος με κτ ◇ viπροσχωρώ, γίνομαι μέλος

affiliation [əˈfɪlɪˈeɪʃn] n συσχετισμός/σύνδεση με συγκεκριμένη οργάνω-ση, συνήθως θρησκευτικού ή πολιτι-κού χαρακτήρα

affinity [əˈfɪnətɪ] (pl -ies) n 1. έλξη tohave an ~ with sb/sthg έχω συμπά -θεια / νιώθω έλξη για κπ/κτ 2. {simi-larity} σχέση, ομοιότητα

affirm [əˈfɜːm] vt fml 1. {declare} δηλώνω,βεβαιώνω 2. {confirm} επιβεβαιώνω

affirmation [ˌæfəˈmeɪʃn] n 1. {declaration}δήλωση 2. {confirmation} επιβεβαίωση

affirmative [əˈfɜːmətɪv] ◇ adj κατα-φατικός◇ n κατάφαση in the ~ κα-ταφατικά

affix [əˈfɪks]◇ vt fml επικολλώ, επι-συνά πτω, συνδέω◇ n GRAM πρό-σφυμα

afflict [əˈflɪkt] vt fml πλήττω, προσβάλ-λω, βασανίζω, ταλαιπωρώ to be ~edwith sthg υ ποφέρω/πλήττομαι/τα-λαιπωρούμαι α πό κτ

affliction [əˈflɪkʃn] n fml 1. βάσανο, συμ-φορά, δοκιμασία 2. ασθένεια, ανα πη-ρία the ~s of old age τα βάσανα τωνγηρατειών

affluence [ˈæflʊəns] n (U) πλούτος, ευ-ημερία, αφθονία

affluent [ˈæflʊənt] adj πλούσιος, πλου-σιοπάροχος

affluent society n κοινωνία της αφθο-νίας

afford [əˈfɔːd] vt 1. to be able to ~sthg έχω την οικονομική δυνατότητα/ αντέχω οικονομικά να κάνω κτ 2.διαθέτω to be able to ~ the time(to do sthg) μπορώ να διαθέσω τοχρόνο (για να κάνω κτ) 3. fml {provide,give} παρέχω, προσφέρω

affordable [əˈfɔːdəbl] adj οικονομικάπροσιτός

afforestation [æˌfɒrɪˈsteɪʃn] n (U) ανα-δάσωση, δενδροφύτευση

affray [əˈfreɪ] n JUR Br fml {disturbance} συ-μπλοκή

affront [əˈfrʌnt] ◇ n {insult} προσβο-λή ◇ vt {offend} προσβάλλω, θίγω

Afghan hound n ZOOL είδος κυνηγό-σκυλου με μακρύ τρίχωμα και μακριάμύτη, αφγανικό λαγωνικό

Afghan(i) [æf ˈɡæn(ɪ)] ◇ adj αφγα - νικός ◇ n Αφγανός

Afghanistan [æfˈɡænɪstæn] n Αφγα -νιστάν

aficionado [əˌfɪʃiəˈnaːdəʊ] n λάτρηςafield [əˈfɪəld] adv σε απόσταση, μα-

κριά, εκτός πεδίου/θέματος far ~ πο-λύ μακριά

afire [əˈfaɪə] adj καιόμενος, φλεγόμενοςaflame [əˈfleɪm] adj literary 1. φλεγόμε-

νος, καιόμενος 2. φλεγόμενος απόέντονα συναισθήματα, πάθη

AFL-CIO (abbr of American Federa-tion of Labor and Congress of In-dustrial Organizations) n αμερικα-νική γενική συνομοσπονδία εργατών

afloat [əˈfləʊt] adj 1. επιπλέων, που επι-πλέει 2. fig χωρίς χρέη

afoot [əˈfʊt] adj τρέχων, σε εξέλιξη, που«μαγειρεύεται»

aforementioned [əˈfɔː̩menʃənd], afore- said [əˈfɔːsed] adj fml προανα φερθείς,ανωτέρω

afraid [əˈfreɪd] adj 1. {frightened} φο βι -σμένος, τρομαγμένος to be ~ (ofsb/sthg) φοβάμαι (κπ/κτ)· to be ~ todo sthg φοβάμαι να κάνω κτ 2. {re-luctant, apprehensive} δειλός, διστακτι-κός to be ~ of doing sthg φοβά μαι/

15 afraidaffectation

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 15

Page 40: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

16

ανησυχώ μήπως προκαλέσω κτ· tobe ~ to do sthg διστάζω/φοβάμαινα κάνω κτ· to be ~ (that) ανησυχώμήπως / φοβάμαι ότι 3. [σε έκφρασηαπολογίας] to be ~ (that) φοβάμαι ότι,δυστυχώς· I’m ~ so/not δυστυχώς,φοβάμαι πως ναι/όχι

afresh [əˈfreʃ] adv εκ νέου, ξανά, απότην αρχή

Africa [ˈæfrɪkə] n ΑφρικήAfrican [ˈæfrɪkən] ◇ adj αφρικανικός◇ n Αφρικανός◆African-American ◇ adj αφρο-

αμερικανικός ◇ n ΑφροαμερικανόςAfrikaans [ˌæfrɪˈkɑːns] n [γλώσσα] αφρι -

κανοολλανδικά, αφρικάανςAfrikaner [ˌæfrɪˈkɑːnə] n Νοτιοαφρικα-

νός (ολλανδικής καταγωγής), Α φρι -κάνερ

aft [ɑːft] adv 1. [σε πλοίο] προς την πρύ-μνη 2. [σε αεροπλάνο] προς την ουρά

AFT (abbr of American Federation ofTeachers) n αμερικανική ομοσπον-δία δασκάλων/καθηγητών

after [ˈɑːftə]◇ prep 1. [χρονικά] {follow-ing} μετά από 2. [για σειρά] μετά από ~you! μετά από εσάς! 3. {as a result of}μετά από, κατά συνέπεια 4. {in spite of}παρά 5. inf ξοπίσω, στο κατόπι to be~ sthg επιδιώκω/αναζητώ κτ· to be~ sb αναζητώ/ψάχνω/κυνηγώ κπ 6.to be named ~ sb παίρνω το όνομάμου από κπ, ονομάζομαι προς τιμήνκπ 7. ART [σε μίμηση κπ στιλ] κατά 8. Am[για την ώρα] και it’s twenty ~ three εί-ναι τρεις και είκοσι◇ conj [χρονικά]αφού, αφότου, όταν ◇ adv μετά◆ afters n pl Br inf επιδόρπιο◆ after all adv 1. {in spite of everything}

παρ’ όλα αυτά, τελικά 2. σε τελικήανάλυση

afterbirth [ˈɑːftəbɜːθ] n 1. ANAT πλακού-ντας 2. fig (επ)ακόλουθο

aftercare [ˈɑːftəkeə] n (U) μετανοση -λευτική φροντίδα

after-effects [ˈɑːftərɪˌfekts] n pl παρε -νέργειες, επακόλουθα

afterlife [ˈɑːftəlaɪf] (pl -lives [-laɪvz]) nμεταθανάτια ζωή

aftermath [ˈɑːftəmæθ] n συνέπεια, ε -

πακόλουθο (κπ δυσάρεστου γε γονό-τος)

afternoon [ˌɑːftəˈnuːn] n απόγευμα good~ καλό απόγευμα, καλησπέρα◆ afternoons adv κάθε απόγευμα,

τα απογεύματαafter-sales service n εξυπηρέτηση

πελατών μετά από την πώλησηaftershave [ˈɑːftəʃeɪv] n λοσιόν για με-

τά το ξύρισμαaftershock [ˈɑːftəʃɒk] n μετασεισμός,

μετασεισμική δόνησηaftertaste [ˈɑːftəteɪst] n [για φαγητό, ποτό]

επίγευση, κατάλοιπο γεύσηςafterthought [ˈɑːftəθɔːt] n μεταγενέ -

στερη ενέργεια ή σκέψηafterwards [ˈɑːftəwədz], afterward

esp Am [ˈæftərwərd] adv ύστερα, κατό-πιν

again [əˈɡen] adv 1. πάλι ~ and ~ / timeand ~ κατ’ ε πανάληψη· all over ~ εκνέου, από την αρχή, για άλλη μια φο-ρά 2. όπως πριν, ξανά 3. inf what’shis name ~? πώς είπατε ότι ονομά-ζεται; 4. phr half as much ~ / twiceas much ~ άλλο μισό / δύο φορές τό-σο· then/there ~ και πάλι, από τηνάλλη μεριά

against [əˈɡenst] prep & adv 1. {in opposi-tion to, contrary to} εναντίον, κατά, κό-ντρα 2. σε, πάνω σε, κόντρα σε tostand ~ the wall στηρίζομαι στον τοί -χο 3. με/σε φόντο 4. [για προφύ λαξη, προ -στασία] κατά, ενάντια σε 5. {in contrast to}σε αντίθεση προς as ~ εν αντιθέσει

agape [əˈɡeɪp] adj με ανοιχτό το στόμα,χάσκων

age [eɪdʒ] (cont ageing ΟR aging)◇ n 1.ηλικία he began playing the pianoat the ~ of five άρχισε να παίζει πιά-νο σε ηλικία πέντε ετών· to be of ~Am είμαι ενήλικος· to come of ~ ενη-λικιώνομαι· to be under ~ είμαι ανή-λικος· act your ~! φέρσου σαν άτο-μο της ηλικίας σου! 2. (U) {old age} γη-ρατειά 3. HIST εποχή, αιώνας, πε ρίο-δος ◇ vti προκαλώ γήρας, γερνώ◆ages n pl {a long time} πολύς χρόνος

~ ago πριν από πολύ καιρό, πολύπαλιά· for ~ εδώ και πολύ καιρό, χρό-νια και ζαμάνια, fig για πολλή ώρα

afresh age

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 16

Page 41: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

◆ age group n ηλικιακή ομάδαaged adj sense 1 [eɪdʒd], adj sense 2 & n

pl [ˈeɪdʒɪd] ◇ adj 1. ηλικίας, χρονών2. ηλικιωμένος◇ n pl the ~ {elderly}οι ηλι κιωμένοι

ageing [ˈeɪdʒɪŋ] ◇ adj γηράσκων◇ n (U) 1. γήρανση 2. [για κρασί] πα-λαίωση

ageism [ˈeɪdʒɪz(ə)m] n κοινωνική διά -κριση λόγω ηλικίας

ageless [ˈeɪdʒlɪs] adj αγέραστος, αναλ- λοίωτος, αιώνιος

agency [ˈeɪdʒənsi] (pl -ies) n 1. πρακτο-ρείο, γραφείο employment ~ γρα-φείο ευρέσεως εργασίας· travel ~ταξιδιωτικό πρακτορείο 2. {organisation}οργανισμός, φορέας

agenda [əˈdʒendə] (pl -s) n θέματα ημε-ρήσιας διάταξης◆ hidden agenda n κρυφά σχέδιαagent [ˈeɪdʒənt] n 1. COMM {representative}

πράκτορας, αντιπρόσωπος (εταιρείας)2. ατζέντης ηθοποιού/συγγρα φέα 3.κατάσκοπος secret ~ μυστικός πρά-κτορας 4. CHEM παράγοντας, μέσο 5.παράγοντας, κπ ή κτ που επηρεάζει ήαλλαζει μια κατάσταση

age-old adj {very old} πανάρχαιος, αιω-νόβιος

aggrandizement Am, aggrandise-ment Br [əˈɡrændɪzmənt] n (U) διό-γκωση, μεγέθυνση, υπερβολική πα-ρουσίαση

aggravate [ˈæɡrəveɪt] vt 1. επιδεινώνω,χειροτερεύω 2. {annoy} ενοχλώ, παρε-νοχλώ, εκνευρίζω

aggravating [ˈæɡrəveɪtɪŋ] adj ενοχλη-τικός, εξοργιστικός, επιβαρυντικός

aggravation [ˈæɡrəˈveɪʃn] n (U) 1. επι-δείνωση 2. {irritation} ενόχληση

aggregate [ˈæɡrɪɡət] ◇ adj συνολι-κός, τελικός ◇ n 1. σύνολο 2. δομι-κό υλικό

aggression [əˈɡreʃn] n (U) επιθετικό-τητα, επίθεση, εισβολή

aggressive [əˈɡresɪv] adj 1. {belligerent}επιθετικός, εριστικός 2. {forceful} δυ-νατός, μαχητικός

aggressively [əˈɡresɪvli] adv {bellige r -ently} επιθετικά

aggressor [əˈɡresə] n επιτιθέμενος,αυτός που επιτίθεται

aggrieved [əˈɡriːvd] adj {upset, hurt}πληγωμένος, θλιμμένος, θιγμένος

aggro [ˈæɡrəʊ] n Br inf βίαιη συμπερι-φορά, τσαμπουκάς, μπελάδες

aghast [əˈɡɑːst] adj ~ (at sthg) έντρο-μος/εμβρόντητος (από κτ)

agile [ˈædʒaɪl] adj 1. ευκίνητος 2. εύ-στροφος

agility [əˈdʒɪləti] n (U) 1. ευκινησία, ευ-λυγισία 2. ευστροφία

aging [ˈeɪdʒɪŋ] adj & n = ageingagitate [ˈædʒɪteɪt] ◇ vt 1. αναστα τώ -

νω, ταράζω, ανησυχώ 2. fml {shake}ανακατεύω, ανακινώ (υγρό)◇ vi κι-νητοποιώ, υποκινώ to ~ for/againststhg κάνω εκστρατεία υπέρ/κατά κππράγματος

agitated [ˈædӡɪˌteɪtɪd] (συναισθηματικά)ταραγμένος, αναστατωμένος, ανή συ-χος

agitation [ˌædʒɪˈteɪʃn] n {anxiety} ανη συ-χία, αγωνία, ταραχή

agitator [ˈædʒɪteɪtə] n 1. υποκινητής,ταραχοποιός 2. αναδευτήρας

aglow [əˈɡləʊ] adj literary λάμπων, φλο-γισμένος

AGM (abbr of annual general meeting)n Br ετήσια γενική συνέλευση

agnostic [æɡˈnɒstɪk] adj & n αγνωστικι -στής

ago [əˈɡəʊ] adv [μετά από φράση που δη λώνειχρονικό διάστημα] πριν από, προ threeyears / two minutes / a long time~ πριν από τρία χρόνια / δύο λεπτά /πολύ καιρό

agog [əˈɡɒɡ] adj ενθουσιασμένος, γε- μάτος προσμονή to be all ~ (with)είμαι συνεπαρμένος (με)

agonize, -ise [ˈæɡənaɪz] vi to ~ (over/about sthg) αγωνιώ/βασανίζομαι(για κτ)

agonized [ˈæɡəˌnaɪzd] adj αγωνιώδηςagonizing, -ising [ˈæɡənaɪzɪŋ] adj α -

γωνιώδης, βασανιστικόςagonizingly, -isingly [ˈæɡənaɪzɪŋli]

adv βασανιστικάagony [ˈæɡəni] (pl -ies) n 1. σωματικός πό-

νος to be in ~ πονώ 2. ψυχικός πό-νος to be in ~ υποφέρω ψυχικά

17 agonyaged

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 17

Page 42: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

18

◆ agony aunt n PRESS Br inf αρθρο-γράφος στήλης που δίνει συμβουλέςγια προ σωπικά προβλήματα◆ agony column n PRESS Br inf στήλη

περιοδικού/εφημερίδας με απαντή -σεις σε γράμματα αναγνωστών σχε-τικά με προσωπικά τους προβλήματα

agoraphobia [ˌæɡərəˈfəʊbjə] n PSYCHαγοραφοβία

agrarian [əˈɡreəriən] adj αγροτικόςagree [əˈɡriː] vti 1. συμφωνώ to ~ (with

sb) (about sthg) συμφωνώ (με κπ)(για κτ)· to ~ on sthg συμφωνώ / κα-ταλήγω σε συμφωνία για κτ 2. {con-sent} συναινώ, συγκατατίθεμαι to ~(to sthg) συναινώ (σε κτ) 3. συμπί -πτω, ταιριάζω 4. [για φαγητό] to ~ withsb είμαι εύπεπτος για κπ 5. GRAM συμ-φωνώ 6. είμαι κατάλληλος, ταιριάζωthe cold climate does not ~ withme το ψυχρό κλίμα δε μου ταιριάζει

agreeable [əˈɡrɪəbl] adj 1. fml ευχάρι-στος, συμπαθητικός 2. {willing} σύμ-φωνος, πρόθυμος to be ~ to sthgείμαι πρόθυμος για κτ

agreeably [əˈɡrɪəblɪ] adv {pleasantly} ευ-χάριστα

agreed [əˈɡriːd] ◇ adj συμφωνημέ-νος to be ~ on sthg είμαι σύμφω -νος σε κτ ◇ adv 1. «σύμφωνοι»“~”, said all three in unison «σύμ-φωνοι», είπαν κι οι τρεις με μια φω-νή 2. ~ (that) ομολογουμένως

agreement [əˈɡriːmənt] n 1. {accord}συμφωνία to be in ~ with sb/sthgσυμφωνώ με κπ/κτ 2. {contract} συμ-φωνία, συμφωνητικό, συμβόλαιο toreach an ~ συνάπτω συμφωνία 3.{consent} συναίνεση 4. GRAM συμφωνία

agricultural [ˌæɡrɪˈkʌltʃərəl] adj αγρο-τικός, γεωργικός

agriculture [ˈæɡrɪkʌltʃə] n {farming} γε-ωργία

agronomy [əˈɡrɒnəmi] n (U) AGR χρήση/μελέτη επιστημονικών δεδομένων γιατη βελτίωση της γεωργικής παραγω-γής

aground [əˈɡrɑʊnd] adv to run ~ προ-σαράζω, εξοκέλλω

ah [ɑː] excl 1. [για έκφραση έκπληξης, ενδια-

φέροντος, ενόχλησης] α 2. [για έκφραση κα-τανόησης] α, μάλιστα

aha [ɑːˈhɑː] excl [για διαπίστωση] αχά!, ώστεέτσι!

ahead [əˈhed] adv 1. {in front} μπροστά,ευθεία right/straight ~ όλο ευθεία2. {forwards} εμπρός to go ~ συ νεχίζωτην πορεία μου· to be sent on ~ μεστέλνουν να προπορευθώ 3. [σε δια -γωνισμό, αγώνα] to be ~ προη γούμαι 4.to get ~ προοδεύω, πάω μπροστά 5.[χρονικά] μπροστά, στο μέλλον◆ahead of prep 1. {in front of} μπρο στά

από to be ~ of sb προηγούμαι κπ 2. tobe ~ of sb υπερέχω έναντι κπ 3. [χρο -νικά] νωρίτερα, πριν από ~ of sche -dule νωρίτερα από το προβλεπόμενο

ahem [əˈhɛm] excl στο γραπτό λόγο χρη-σιμοποιείται για να δηλώσει τον ήχοπου κάνει κπ είτε όταν θέλει να προ-σελκύσει την προσοχή κπ ευγενικά εί-τε όταν πρόκειται να πει κτ που ελα-φρώς σοκάρει ή δημιουργεί έκπληξη

ahoy [əˈhɔɪ] excl NAUT [κραυγή ναυτικού] έι!land/ship ~! στεριά/πλοίο μπροστά!

AI n 1. abbr of Amnesty International 2.abbr of artificial insemination 3. abbrof artificial intelligence

aid [eɪd]◇ n fml 1. {help} βοήθεια, α -ρωγή to go to the ~ of sb / to sb’s~ προσφέρω βοήθεια σε κπ· in ~ ofsb προς αρωγή κπ· with the ~ of sb/sthg με τη βοήθεια κπ (πράγματος) 2.βοήθημα, βοηθητικό μέσο hearing ~ακουστικό βαρηκοΐας ◇ vt fml 1.{help} βοηθώ, υποστηρίζω 2. JUR υπο-θάλπω to ~ and abet υποθάλπω(εγκληματία)◆ sleeping aid n PHARM υπναγωγό

φάρμακοAID n 1. (abbr of Artificial Insemination

by Donor) Τεχνητή Γονιμοποίηση μεΔότη 2. (abbr of Agency for Interna-tional Development) Υπηρεσία Διε-θνούς Ανάπτυξης

aide [eɪd] n POL βοηθός, ακόλουθοςaide-de-camp [eɪddəˈkãː] (pl aides-de-

camp [ˌeɪdz-]) n 1. MIL υπασπιστής ανώ-τερου βαθμολογικά στρατιωτικού 2.POL υπασπιστής ανώτατου άρχοντα,ιδιαίτερα σε απολυταρχικό καθεστώς

agoraphobia aide-de-camp

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 18

Page 43: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

(ο όρος έχει ευρύτερη σημασία και δεναφορά αποκλειστικά στο στράτευμασε αντίθεση με τον όρο «adjutant»)

aide-memoire n fml μνημονικό βοή-θημα, σημειωματάριο

AIDS, Aids [eɪdz] (abbr of Acquired Im-mune Deficiency Syndrome)◇ nΣύνδρομο Επίκτητης ΑνοσολογικήςΑνεπάρκειας, έιτζ◇ comp ~ spe-cialist γιατρός ειδικευμένος στο έιτζ·

~ patient ασθενής του έιτζaid worker n μέλος ανθρωπιστικής

αποστολήςAIH (abbr of Artificial Insemination by

Husband) n τεχνητή γονιμοποίησηαπό σύζυγο

ail [eɪl] vi dated νοσώ, πάσχωailing [ˈeɪlɪŋ] adj 1. {ill} άρρωστος, ασθε-

νής 2. fig που νοσεί, πάσχωνailment [ˈeɪlmənt] n {illness} (μη σο βα ρή)

πά θηση (συνήθως χρόνια), αδιαθεσίαaim [eɪm] ◇ n 1. {objective} σκοπός,

στόχος 2. SPORT [στη σκοποβολή, τοξο βο -λία] ση μάδι, στόχος to take ~ at sthgστοχεύω κτ◇ vti 1. [για όπλο, κάμερα]στρέφω, σημαδεύω to ~ sthg atsb/sthg στρέφω κτ προς κπ/κτ· to ~at sthg σημαδεύω κτ 2. {plan, intend}σχεδιάζω, σκοπεύω to be ~ed at do-ing sthg σχεδιάζω/επιδιώκω να κά-νω κτ· to ~ at/for sthg στοχεύω σεκτ· to ~ to do sthg έχω σκοπό να κά-νω κτ 3. [για παρατήρηση, κριτική] to be~ed at sb έχω στόχο κπ

aimless [ˈeɪmlɪs] adj άσκοποςaimlessly [ˈeɪmlɪslɪ] adv άσκοπαain’t [eɪnt] inf = am not, are not, is not

(θεωρείται λανθασμένη μορφή)air [eə] ◇ n 1. [ουσία] αέρας 2. {sky} αέ-

ρας, ουρανός to throw sthg into the~ πετάω κτ στον αέρα· (travel) by ~fig (ταξιδεύω) αεροπορικώς· to be(up) in the ~ πετάω στα σύννεφα 3.ύφος, «αέρας» 4. MUS {tune} σκοπός,μελωδία 5. RADIO & TV to be on (the) ~είμαι στον αέρα 6. phr fig to clear the~ ξεκαθαρίζω τα πράγματα / τη θέσημου◇ comp αεροπορικώς ◇ vti 1.στεγνώνω (στον αέρα) 2. αερίζω, εξα-ερίζω 3. γνωστοποιώ, εκθέτω 4. ΤV & RA-DIO {broad cast} εκπέμπω

◆ airs n pl ~ and graces καμώματα·

to give o.s. ~ / to put on ~ παρι στά -νω τον σπουδαίο, παίρνω ύφος

air bag n AUT αερόσακοςair base n AERON αεροπορική βάσηair bed n Br φουσκωτό στρώμαairborne [ˈeəbɔːn] adj 1. AERON [για αερo -

πλάνο] στον αέρα, εν πτήσει 2. αερο-μεταφε ρόμενος

airbrake [ˈeəbreɪk] n αερόφρενοAirbus OR airbus [ˈeəbʌs] n [τύπος αερο -

σκάφους] έρμπας, αερολεωφορείοair-conditioned [-kənˈdɪʃnd] adj κλι-

μα τιζό μενοςair-conditioning [-kənˈdɪʃnɪŋ] n κλι-

ματισμόςaircraft [ˈeəkrɑːft] (pl inv) n AERON αερο-

σκάφοςaircraft carrier n αεροπλανοφόροair cushion n φουσκωτό μαξιλαράκιairfield [ˈeəfiːld] n αεροδρόμιο (κυρίως

για πολεμικά αεροπλάνα)air force n MIL πολεμική αερο πο ρίαair freight n αερομεταφερόμενο φορ-

τίο, αερομεταφορά φορτίουair freshener [-ˈfreʃənə] n αποσμητικό

χώρουair gun n αεροβόλοair head n inf χαζοβιόληςair hostess n (γυναίκα) αεροσυνοδόςairily [ˈeərəlɪ] adv literary {light-heartedly}

ελαφρά, αμέριμνα, απερίσκεπταairing [ˈeərɪŋ] n εξαερισμός, στέγνωμα

to give sthg an ~ 1. αερίζω κτ 2. figπα ρουσιάζω κτ

airing cupboard n Br ντουλάπι σε θερ- μό σημείο που χρησιμοποιείται για τοάπλωμα και στέγνωμα των ρού χων

air-kiss [ˈeə ˌkɪs] n φιλί στον αέρα, δί-πλα στο μά γουλο κπ, ή και από από-σταση, που μπορεί να ερμηνευτεί ωςένδειξη ανει λικρίνειας

air lane n AERON αεροδιάδρομοςairless [ˈeəlɪs] adj χωρίς αέρα, μη εξα-

εριζόμενοςair letter n αεροπορική επι στολήairlift [ˈeəlɪft] ◇ n αερομεταφορά

(από ή προς μια επικίνδυνη περιοχή)◇ vt μεταφέρω αεροπορικώς (απόή προς μια επικίνδυνη περιοχή)

airline [ˈeəlaɪn] n αεροπορική εταιρεία

19 airlineaide-memoire

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 19

Page 44: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

20

airliner [ˈeəlaɪnə] n ΑΕRON αεροσκάφοςτης γραμμής

airlock [ˈeəlɒk] n [για σωλήνα] αεροφρά-κτης

airmail [ˈeəmeɪl] n αεροπορικό ταχυ-δρο μείο by ~ αεροπορικώς

airman [ˈeəmən] (pl -men [-mən]) n AERON{avia tor} αεροπόρος

air mattress n φουσκωτό στρώμαAir Miles® n pl αεροπορικά μίλιαairplane [ˈeərpleɪn] n Am αεροπλάνοairplay [ˈeəpleɪ] n RADIO [για μουσικό κομμά -

τι] μετάδοση στο ραδιόφωνοair pocket n κενό αέροςairport [ˈeəpɔːt] n αεροδρόμιοair raid n MIL αεροπορική επιδρομήair raid shelter n MIL αντιαεροπορικό

καταφύγιοair rifle n αεροβόλοairship [ˈeəʃɪp] n AERON αερόπλοιο, ζέ-

πελινairsick [ˈeəsɪk] adj που έχει συμπτώ -

ματα ναυτίας στο αεροπλάνοairspace [ˈeəspeɪs] n εναέριος χώροςairspeed [ˈeəspiːd] n ταχύτητα αέροςair strike n MIL αεροπορική επίθεσηairstrip [ˈeəstrɪp] n διάδρομος προσ -

γείωσης/απογείωσηςairtight [ˈeətaɪt] adj αεροστεγήςair time [ˈeətaɪm] n RADIO διάρκεια εκ-

πομπήςair-to-air adj [για βλήμα] αέρος-αέροςair traffic control n έλεγχος εναέριας

κυκλοφορίαςair traffic controller n ελεγκτής ενα-

έριας κυκλοφορίαςair travel n (U) αεροπορικά ταξίδιαairwaves [ˈeəweɪvz] n pl RADIO & TV 1. ρα-

διοτηλεοπτικά κύμ ατα 2. inf ραδιοτη-λεοπτικές εκπομπές

airy [ˈeərɪ] (compar -ier, superl -iest) adj 1.ευάερος 2. fig κενός, κούφιος 3. {non-chalant} ανέμελος, ξένοιαστος

airy-fairy adj inf 1. αιθέριος 2. μη ρεαλι-στικός, αιθεροβάμων

aisle [aɪl] n 1. ARCHIT [σε ναό] πτέρυγα,πλευρι κό κλίτος to walk down the~ πα ντρεύομαι 2. [σε θέατρο, αεροπλά -νο, κατά στημα] διάδρομος

ajar [əˈdʒɑː] adj μισάνοιχτοςAK abbr of Alaska

aka [ˌeɪ keɪ ˈeɪ] (abbr of also known as)adj επίσης γνωστός ως, γνωστός καιμε το παρατσούκλι

akimbo [əˈkɪmbəʊ] adj με τα χέρια στημέση

akin [əˈkɪn] adj ~ (to sthg / to doingsthg) συναφής/παρόμοιος/συγγενής(με κτ / με το να κάνεις κτ)

AL abbr of AlabamaAlabama [ˌæləˈbæmə] n Aλαμπάμαalabaster [ˌæləˈbɑːstə] n αλάβαστροà la carte adj & adv [για μενού σε εστιατόριο]

αλακάρτ, με ελεύθερη επιλογή πιά-των, χωρίς προκαθορισμένο μενούμε ενιαία τιμή

alacrity [əˈlækrətɪ] n (U) fml {eagerness}ζήλος, προθυμία

alarm [əˈlɑːm] ◇ n 1. (U) συνα γερ μός,αναστάτωση, ανησυχία 2. συναγερ-μός to raise/sound the ~ ση μαί-νω/χτυπώ συναγερμό◇ vt {sca re}πανικοβάλλω, εμπνέω ανησυχία◆ alarm clock n ξυπνητήριalarming [əˈlɑːmɪŋ] adj ανησυχητικόςalarmingly [əˈlɑːmɪŋlɪ] adv {worryingly}

ανησυχητικά, τρομακτικάalarmist [əˈlɑːmɪst] adj κινδυνολόγος,

που ενσπείρει τον πανικόalas [əˈlæs] excl literary αλίμονοAlaska [əˈlæskə] n AλάσκαAlbania [ælˈbeɪnjə] n ΑλβανίαAlbanian [ælˈbeɪnjən] ◇ adj αλβα -

νικός◇ n 1. Αλβανός 2. [γλώσσα] αλ-βανικά

albatross [ˈælbətrɒs] (pl inv ΟR -es [-iːz])n ΖΟΟL άλμπατρος, διομήδεια

albeit [ɔːlˈbiːɪt] conj fml αν και, μολονό-τι

Alberta [ælˈbɜːtə] n [επαρχία του Δυτ. Κα -να δά] Αλμπέρτα

Albert Hall n =Royal Albert Hallalbino [ælˈbiːnəʊ] (pl -s) n αλμπίνος, αλ-

φικόςalbum [ˈælbəm] n 1. λεύκωμα, άλμπουμ

(για φωτογραφίες/γραμματόσημα) 2.MUS άλμπουμ, δίσκος

albumen [ˈælbjʊmən] n ασ πρά δι (αυ-γού), λεύκωμα

alchemy [ˈælkəmɪ] n αλχημείαalcohol [ˈælkəhɒl] n 1. (U) αλκοόλ, οι-

airliner alcohol

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 20

Page 45: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

νο πνευματώδη ποτά 2. CHEM αλκοόλη,οινόπνευμα

alcoholic [ˌælkəˈhɒlɪk] ◇ adj 1. οινο-πνευματώδης, αλκοολούχος 2. αλκο-ολικός◇ n αλκοολικός

alcoholism [ˈælkəhɒlɪzm] n αλκοολι -σμός

alcopop [ˈæjkəʊpɒp] n αλκοολούχοανα ψυκτικό

alcove [ˈælkəʊv] n {recess} κούφωμα,εσοχή

al dente [æl ˈdenti] adj [για ζυμαρικό] πουείναι τόσο βρασμένος ώστε να φέρνειελαφριά αντίσταση στο δάγκω μα

alder [ˈɔːldə] n ΒΟΤ σημύδαalderman [ˈɔːldəmən] (pl -men [-mən])

n POL & ADMIN [στις ΗΠΑ, τον Καναδά και τηνΑυ στραλία] δημοτικός σύμβουλος

ale [eɪl] n αγγλική σκούρα μπίρα χωρίςαφρό

alert [əˈlɜːt] ◇ adj 1. {vigilant} ά γρυ-πνος, σε επιφυλακή 2. {perceptive} εύ-στροφος, ξύπνιος 3. {aware} ενή μεροςto be ~ to sthg ξέρω, έχω τα μάτιαμου ανοιχτά (για πιθανό κίνδυνο, δυ-σκολία), είμαι σε επιφυλακή ◇ n{warning} επιφυλακή on the ~ MIL {watch-ful} σε επιφυλακή· to give the ~ ση-μαίνω συναγερμό◇ vt 1. {warn} ει-δοποιώ 2. to ~ sb to sthg {make aware}ενη μερώνω κπ για κτ, ανοίγω τα μά-τια κπ σε κτ

Aleutian Islands [əˈluːʃən-] n pl (the) ~Αλεούτες Νήσοι

A level (abbr of Advanced level) n SCHBr εξετάσεις που δίνονται στο τέλοςτης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στηΜ. Βρετανία

Alexandria [ˌælɪɡˈzɑːndrɪə] n Αλεξάν -δρεια

alfalfa [ælˈfælfə] n BOT (ήμερο) τρι φύλ -λι, αλφάλφα

alfresco [ælˈfreskəʊ] ◇ adj υπαί -θριος◇ adv στο ύπαιθρο

algae [ˈældʒiː] n pl BOT φύκη, άλγηalgebra [ˈældʒɪbrə] n MATH άλγεβραAlgeria [ælˈdʒɪərɪə] n ΑλγερίαAlgerian [ælˈdʒɪərɪən] ◇ adj αλγε -

ρινός◇ n ΑλγερινόςAlgiers [ælˈdʒɪəz] n Αλγέριalgorithm [ˈælɡərɪδm] n MATH αλγόριθ-

μοςalias [ˈeɪlɪəs] (pl -es [-iːz])◇ n ψευδώ -

νυμο ◇ adv αλ λιώς, ή, γνωστός μετο ψευδώ νυμο

alibi [ˈælɪbaɪ] n άλλοθιalien [ˈeɪljən] ◇ adj 1. {foreign} ξένος,

αλλοδαπός 2. {extraterrestrial} εξωγήι -νος 3. {unfamiliar} ασυνήθιστος, παρά - ξε νος 4. ξενικός 5. ανοίκειος

alienate [ˈeɪljəneɪt] vt {estrange} αποξε-νώνω, απομακρύνω

alienation [ˌeɪljəˈneɪʃn] n {estrangement}αποξένωση, απομάκρυνση, εκποίηση,απαλλοτρίωση, μεταβίβαση

alight [əˈlaɪt] (pt & pp -ed) fml◇ adj {onfire} αναμμένος, φλεγόμενος◇ vi 1.{land} προσγειώνομαι, κατεβαί νω στηγη 2. to ~ (from sthg) κατεβαίνω (απόκπ όχημα)

align [əˈlaɪn] vt 1. {line up} ευθυ γραμ μί -ζω, παρατάσσω 2. {ally} to ~ o.s. withsb συμμαχώ/συμπαρατάσσομαι μεκπ

alignment [əˈlaɪnmənt] n 1. ευθυγράμ - μι ση, στοίχιση 2. συμμαχία, συμπα-ράταξη

alike [əˈlaɪk] ◇ adj όμοιος, ίδιος tolook ~ είμαι ολόιδιος◇ adv ομοίως,κατά τον ίδιο τρόπο

alimentary [ælɪˌment(ə)ri] adj 1. πουαφορά την τροφή ή τη χώνεψη 2. πουπαρέχει τροφή

alimentary canal [ˌælɪˈment(ə)rɪ-] nANAT πε πτικός σωλήνας

alimony [ˈælɪməni] n JUR Am διατροφήA-line adj [για φούστα] εβαζέA-list adj [για κατηγορία πολιτών] στην πρώ-

τη γραμμή της δημοσιότηταςalive [əˈlaɪv] adj 1. {living} ζωντανός, στη

ζωή 2. [για παράδοση, έθιμο] ζωντανός,

A LEVEL: Οι εξετάσεις A level δίνονταιστην ηλικία των 18 ετών και είναι απαραίτητεςγια να προχωρήσει κανείς στην ανώτατη εκ -παίδευση. Οι μαθητές μελετούν μόνο τρία ήτέσσερα μαθήματα. Η βαθμολογία αυτών τωνεξετάσεων είναι πολύ σημαντική, διότι απόαυτήν εξαρτάται η εισαγωγή των μαθητών στοπανεπιστήμιο της επιλογής τους.

21 alivealcoholic

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 21

Page 46: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

22

που διατηρείται 3. {active, lively} ζωη -ρός, αεικίνητος to come ~ ζωντα-νεύω, ανασταίνομαι 4. {aware} πουέχει επίγνωση to be ~ to sthg έχωσυνείδηση/συναίσθηση κπ πράγμα-τος 5. {full} γεμάτος to be ~ with sthgείμαι γεμάτος, βρίθω από◆ to be alive and kicking phr ζω

και βασιλεύωalkali [ˈælkəlaɪ] (pl -s OR -es) n fml CHEM

αλκάλιο, αλκαλική ουσίαalkaline [ˈælkəlaɪn] adj fml CHEM αλκαλι-

κόςall [ɔːl] ◇ adj 1. όλος, ολόκληρος, το

όλο μιας μονάδας ~ day/night/evening όλη τη μέρα/νύχτα / όλο τοβράδυ· ~ the food όλο το φαγητό· ~the time όλη την ώρα, συ νέχεια 2.όλες οι μονάδες ενός συνόλου απο-τελούμενου από πολλές μονάδες, εί-τε θεωρούμενες ως σύνολο (άπα-ντες) είτε θεωρούμενες ως επιμέ-ρους τμήματα του συνόλου (ο καθέ-νας) ~ the boxes κάθε κουτί· ~ menόλοι οι άνθρωποι· ~ three died καιοι τρεις πέθαναν◇ pron 1. [για πο-σότητα] όλη, όλο she drank it ~, shedrank ~ of it το ήπιε όλο 2. {every body,everything} όλοι, όλα ~ of them came,they ~ came ήρθαν όλοι 3. [με υπερ -θετικό βαθμό] of ~ από όλους/ό λα· Ilike this one best of ~ μου αρέσειαυτό καλύτερα από όλα· hers wasthe best/worst essay of ~ η έκθε-σή της ήταν η καλύτε ρη/χειρότερηαπό όλες◇ adv 1. {entirely} εντελώς,τελείως, όλο I’d forgotten ~ aboutthat το είχα ξεχάσει τελείως· ~ aloneολομόναχος· ~ told {in total} συνολι-κά, όλο κι όλο· that’s ~ very well,but καλά όλα αυτά, αλλά 2. SPORT«όλα», ισοπαλία the score is five ~το σκορ είναι 5-5 3. [με συγκρι τικόβαθμό] ~ the ... τόσο το...· ~ the more(so) και μάλιστα· to run ~ the fasterτρέχω όλο και πιο γρήγορα◆ above all adv πάνω απ’ όλα◆after all adv εξάλλου, παρ’ όλα αυ-

τά◆all but adv {almost} σχεδόν, περί που,

παραλίγο

◆ all in all adv γενικά, στο σύνολο◆ all that adv και τόσο◆ at all adv καθόλου◆ for all◇ prep παρά, παρ’ όλο◇ conj for ~ I know απ’ όσο γνω- ρίζω/ξέρω· for ~ I care πολύ που μενοιάζει, σκοτίστηκα◆ in all adv {in total} συνολικάAllah [ˈælə] n Aλλάχall-around adj Am = all-roundallay [əˈleɪ] vt fml {calm} κατευνάζω, κα-

θησυχάζω, απαλύνωall clear n the ~ 1. σήμα λήξης συνα-

γερμού 2. fig {go-ahead} πράσινο φως,άδεια

allegation [ˌælɪˈɡeɪʃn] n ισχυρισμός,υπαινιγμός to make ~s (about sb/sthg) υπαινίσσομαι/ισχυρίζομαι κτ(κάνω υπαινιγμούς για κπ/κτ)

allege [əˈledʒ] vt {claim} ισχυρίζομαι, δια- τείνομαι to ~ that ισχυρίζομαι ότι· tobe ~d to have done/said sthg λέ-γεται ότι έκανα/είπα κτ

alleged [əˈledʒd] adj δήθεν, υποτιθέ -μενος, φερόμενος ως

allegedly [əˈledʒɪdlɪ] adv κατ’ ισχυρι -σμό, δήθεν

allegiance [əˈliːdʒəns] n ~ (to sb/sthg)πίστη, υποταγή (σε κπ/κτ)

allegorical [ˌælɪˈɡɒrɪk(l)] adj αλληγο -ρικός

allegory [ˈælɪɡərɪ] (pl -ies) n αλληγορίαallegro [əˈleɡrəʊ] adv & adj MUS αλέγκροalleluia [ˌælɪˈluːjə] excl αλληλούιαallergic [əˈlɜːdʒɪk] adj ~ (to sthg) αλ-

λεργικός (σε κτ)· to be ~ to sthg humείμαι αλλεργικός σε / απεχθάνομαικτ, «βγάζω σπυράκια» με κτ

allergy [ˈælədʒɪ] (pl -ies) n αλλεργία tohave an ~ to sthg έχω αλλεργία σεκτ, κτ μου προκαλεί αλλεργία/απέ-χθεια

alleviate [əˈliːvɪeɪt] vt {ease} ανακουφί-ζω, απαλύνω, καταπραΰνω

alley(way) [ˈælɪ(weɪ)] n στενό δρομά-κι, σοκάκι

alliance [əˈlaɪəns] n {agreement, union}συμμαχία

allied [ˈælaɪd] adj 1. σύμμαχος, συμ μα-χικός 2. {related} συγγενικός, σχετιζό-μενος

alkali allied

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 22

Page 47: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

alligator [ˈælɪɡeɪtə] (pl inv OR -s) n αλι-γάτορας

all-important adj {crucial} ύψιστης ση-μασίας, σπουδαιότατος

all-in adj Br [για τιμή] συμπεριλαμβανο-μένων όλων

all-in-one n & adj 1. όλα σε ένα 2. [γιαρούχο] ολόσωμος

all-in wrestling n HIST πάλη με λίγουςή καθόλου περιορισμούς

alliteration [əˌlɪtəˈreɪʃn] n LING παρήχησηall-night adj ολονύκτιος, διανυκτε ρεύων allocate [ˈæləkeɪt] vt παραχωρώ, δια-

θέτω, χορηγώ to ~ sthg to sb πα ρα-χωρώ/διαθέτω/χορηγώ κτ σε κπ

allocation [ˌæləˈkeɪʃn] n 1. {sharing out}κα τανομή, καταμερισμός, παραχώρη -ση, εκχώρηση 2. {share} διατιθέμενοποσό, κονδύλιο, μερίδιο, επιχορή γη -ση

allot [əˈlɒt] (pt & pp -ted, cont -ting) vt πα-ραχωρώ, διαθέτω, μεταβιβάζω

allotment [əˈlɒtmənt] n 1. Br {garden}κλήρος, αγροτεμάχιο, κήπος 2. παρο -χή, παραχώρηση, μεταβίβαση 3. {sha -re} μερίδιο

all-out adj μέγιστος, υπέρτατος, ολο μέ-τωπος

allow [əˈlaʊ] vt 1. {permit} επιτρέπω, δέ- χομαι to ~ sb to do sthg επιτρέπωσε κπ να κάνει κτ· ~ me επιτρέψτεμου 2. {allocate} διαθέτω, παρέχω, χο-ρηγώ, παραχωρώ (χρήματα/χρόνο) 3.{admit} to ~ (that) παραδέχο μαι/ανα-γνωρίζω (ότι)◆ allow for vt fus λαμβάνω υπόψη,

συνυπολογίζωallowable [əˈlaʊəbl] adj {acceptable} α -

νεκτός, επιτρεπτόςallowance [əˈlaʊəns] n 1. {grant} επί δο-

μα, βοήθημα 2. Am {pocket money} χαρ-τζιλίκι 3. FIN αφορολόγητο εισό δημα4. {excuse} επιείκεια, συγχώρηση tomake ~s for sb/sthg δείχνω επιεί -κεια σε κπ/για κτ, λαμβάνω κπ/κτυπόψη

alloy [ˈælɔɪ] n [για μέταλλα] κράμαall-powerful adj παντοδύναμοςall right◇ adj 1. to be ~ είμαι καλά,

είμαι εντάξει 2. inf {acceptable, satisfac-tory} καλός, ικανο ποιητικός, αποδε-

κτός 3. εντάξει, που δε δημιουργείπρόβλημα◇ adv 1. εντάξει, καλά 2.inf {acceptably, satisfactorily} ικανοποιητι-κά, μια χαρά 3. inf [για συμφωνία] εντάξει4. inf {certainly} σίγουρα, αναμφίβολα 5.εντάξει;, καταλαβαίνεις;· ~? εντάξει;6. {now then} λοιπόν, εντάξει

all-risks insurance n COMM ασφάλισηκατά παντός κινδύνου

all-round Br, -around Am adj 1. espSPORT πολυτάλαντος, καλός σε πολλάαθλήματα 2. γενικός, πολύπλευρος

all-rounder [-ˈraʊndə] n πολύπλευρηπροσωπικότητα, ικανός σε πολλέςδιαφορετικές ασχολίες

all-terrain vehicle n AUT όχημα παντόςεδάφους

all-time adj αξεπέραστος, κλασικόςall-time high n πρωτοφανές ρεκόρallude [əˈluːd] vi to ~ to sthg υπαινίσ -

σομαι κτ, κάνω νύξη για κτallure [əˈljʊə] n {attraction} γοητεία, θέλ-

γητροalluring [əˈljʊərɪŋ] adj {attractive} δελεα-

στι κός, ελκυστικόςallusion [əˈluːʒn] n υπαινιγμός, νύξηally n [ˈælaɪ], vt [əˈlaɪ] (pt & pp -ied, pl -ies)◇ n 1. MIL & POL σύμμαχος 2. {associ-ate, helper} συνεργάτης, βοηθός◇vt συμμαχώ/συνδέομαι με to ~ o.s.with sb συμμαχώ με κπ

almanac [ˈɔːlmənæk] n αλμανάκ, καζα -μίας

almighty [ɔːlˈmaɪtɪ] adj 1. παντοδύνα - μος 2. inf φοβερός, τρομερός, τερά-στιος◆ Almighty n the ~ ο Παντοδύνα-

μος (Θεός), ο Μεγαλοδύναμοςalmond [ˈɑːmənd] n BOT 1. αμύγδαλο 2.

α μυγδαλιάalmost [ˈɔːlməʊst] adv σχεδόν, περίπου

to ~ do sthg παραλίγο να κάνω κτalms [ɑːmz] n pl dated ελεημοσύνηaloft [əˈlɒft] adv {in the air} ψηλά στον αέ-

ραalone [əˈləʊn] ◇ adj μόνος, μοναχός

to be ~ with sb είμαι μόνος με κπ◇ adv 1. μόνος, χωρίς άλλους togo it ~ κάνω κτ χωρίς βοήθεια, στέ-κομαι στα πόδια μου 2. {only} μόνο 3.ανενόχλητα, ήσυχα to leave sthg ~

23 alonealligator

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 23

Page 48: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

24

δεν πειράζω κτ· leave me ~! άφη σέμε ήσυχο!◆ let alone conj χώρια, πόσο μάλ-

λον, χωρίς να αναφέρωalong [əˈlɒŋ]◇ prep 1. κατά μήκος 2.

{beside} δίπλα, παραπλεύρως 3. {in} σε◇ adv 1. [για κατεύθυνση] προς 2. μαζί με◆ all along adv εξαρχής, ανέκαθεν◆ along with prep μαζί μεalongside [əˌlɒŋˈsaɪd] prep & adv 1. {next

to, beside} δίπλα, παράλληλα προς, 2.ταυτόχρονα, μαζί με

aloof [əˈluːf] adj & adv {reserved} απόμα -κρος, ακατάδεχτος to remain ~ (fromsthg) μένω αμέτοχος σε κτ

aloud [əˈlaʊd] adv μεγαλόφωνα, φω-ναχτά

alpaca [ælˈpækə] n ZOOL [ζώο των Άνδεων]αλπακά

alphabet [ˈælfəbet] n αλφάβητο, αλ-φαβήτα

alphabetical [ˌælfəˈbetɪkl] adj αλφα-βητικός in ~ order με αλφαβητικήσει ρά

alphabetically [ˌælfəˈbetɪklɪ] adv αλ-φα βητικά, με αλφαβητική σειρά

alphabetize, -ise [ˈælfəbəˌtaɪz] vt ορ-γανώνω με αλφαβητική σειρά

alphanumeric [ˌælfənjʊˈmerɪk] adj πουχρησιμοποιεί γράμματα και αριθ-μούς, αλφαριθμητικός

alphanumeric key [ˌælfənjuːˈmerɪk-]n COMPUT αλφαριθμητικό πλήκτρο

alpine [ˈælpaɪn] adj αλπικόςAlps [ælps] n pl (the) ~ (οι) Άλπειςalready [ɔːlˈredɪ] adv ήδη, κιόλαςalright [ˌɔːlˈraɪt] adv & adj = all rightAlsace [ælˈsæs] n ΑλσατίαAlsatian [ælˈseɪʃn] ◇ adj αλσατικός◇ n 1. Αλσατός 2. ΖOOL αλσατικό λυ-κόσκυλο, γερμανικός ποιμενικός

also [ˈɔːlsəʊ] adv {as well} επίσηςalso-ran n αποτυχών (σε εκλογές, εξε-

τάσεις, διαγωνισμό)altar [ˈɔːltə] n 1. REL Αγία Τράπεζα 2. βω-

μός, θυσιαστήριοalter [ˈɔːltə] ◇ vt {change, modify} αλ-

λάζω, μεταβάλλω, τροποποιώ, [γιαρούχο] μεταποιώ◇ vi αλλάζω, με-ταβάλλομαι

alteration [ˌɔːltəˈreɪʃn] n 1. μεταβολή,

τροποποίηση, μετατροπή 2. {change}αλλαγή to make an ~/~s to sthgτροποποιώ/μεταβάλλω/μεταποιώ κτ

altercation [ˌɔːltəˈkeɪʃn] n fml λογομα-χία, διαπληκτισμός

alter ego (pl -s) n 1. το άλλο Εγώ, ο άλ-λος εαυτός 2. στενός/έμπιστος φί-λος, κολλητός

alternate adj [ɔːlˈtɜːnət], vt & vi [ˈɔːltəˌ neɪt]◇ adj 1. εναλλασ σόμενος, εναλλάξ,γινόμενος, διαδοχικός 2. αναπληρω-ματικός, αναπληρωτής 3. εναλλακτι-κός◇ vt εναλλάσσω, χρησιμοποιώεναλλάξ ◇ vi to ~ (with) εναλλάσ -σομαι (με)· to ~ between παλινδρο-μώ ανάμεσα σε

alternately [ɔːlˈtɜːnətlɪ] adv {by turns}εναλλάξ, διαδοχικά, εναλλακτικά

alternating current [ˈɔːltəneɪtɪŋ-] n ELECεναλλασσόμενο ρεύμα

alternation [ˌɔːltəˈneɪʃn] n εναλλαγή,περιτροπή

alternative [ɔːlˈtɜːnətɪv] ◇ adj 1. {dif-ferent, other} διαφορετικός, εναλλακτι -κός 2. εναλλακτικός, μη παραδο σια -κός, μη συμβατικός◇ n an ~ (tosthg) εναλλακτική επιλογή/λύ ση/δυ - να τότητα (για κτ)· to have no ~ (butto do sthg) δεν έχω άλλη επιλογή(από το να κάνω κτ)

alternatively [ɔːlˈtɜːnətɪvlɪ] adv διαφο-ρετικά, εναλλακτικά

alternative medicine n εναλλακτικήιατρική

alternator [ˈɔːltəneɪtə] n ELEC γεννήτριαεναλλασσόμενου ρεύματος, εναλλά-κτης

although [ɔːlˈðəʊ] conj 1. {in spite of thefact that} αν και, παρ’ όλο που, μολο-νότι 2. {but} αλλά

altimeter [ˈæltɪˌmiːtə], [ælˈtɪmɪtə] n όρ-γανο μέτρησης ύψους, υψομετρητής

altitude [ˈæltɪtjuːd] n υψόμετροalto [ˈæltəʊ] (pl -s) n MUS 1. η δεύτερη

υψηλότερη φωνή μιας τετραφωνικήςχορωδίας 2. το δεύτερο υψηλότεροτονικά όργανο μιας οικογένειας ορ-γάνων μουσικής ~ saxophone άλτοσαξόφωνο 3. [για άνδρα] οξύφωνος, κό-ντρα τενόρος 4. [για γυναίκα] κοντράλ-το

along alto

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 24

Page 49: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

altogether [ˌɔːltəˈɡeðə] adv 1. {complete-ly} εντελώς, απολύτως 2. {in general}γενικά, σε γενικές γραμμές 3. {in total}συνολικά

altruism [ˈæltrʊɪzm] n αλτρουισμόςaltruistic [ˌæltrʊˈɪstɪk] adj αλτρουι στι -

κόςaluminium Br [ˌæljʊˈmɪnɪəm], alumi -

num Am [əˈluːmɪnəm] n αλουμίνιο ~foil αλουμινόχαρτο

alumnus [əˈlʌmnəs] (f alumna, pl -ni) nUNIV Am fml απόφοιτος συγκεκριμένουπανεπιστημίου/κολεγίου/σχολής

always [ˈɔːlweɪz] adv 1. {at all times} πά-ντοτε 2. {forever} για πάντα 3. {repeated-ly} συνέχεια, διαρκώς 4. {in any case} σεοποιαδήποτε περίπτωση

always-on connection n COMPUT συ-νε χής σύνδεση (με το διαδίκτυο)

Alzheimer’s disease [ˈæltshaɪməzdɪˌziːz] n (U) MED νόσος Αλτσχάιμερ

am1 weak [əm], strong [æm] s beam2 [ˌeɪˈem] = a.m.a.m. (abbr of ante meridiem) adv προ

μεσημβρίας, π.μ.AM (abbr of amplitude modulation) n

PHYS διαμόρφωση εύρους/πλάτουςAMA (abbr of American Medical As-

sociation) n Αμερικανικός ΙατρικόςΣύλλογος

amalgam [əˈmælɡəm] n 1. fml συνον -θύλευμα, συνδυασμός, αμάλγαμα 2.TECH αμάλγαμα

amalgamate [əˈmælɡəˌmeɪt] vti {unite}ενώνω/-oμαι, συγχωνεύω/-ομαι

amalgamation [əˌmælɡəˈmeɪʃn] n ενο-ποίηση, συγχώνευση

amass [əˈmæs] vt συγκεντρώνω, συσ-σωρεύω (περιουσία/εξουσία)

amateur [ˈæmətə] ◇ adj 1. {non-pro-fessional} ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης2. pej {unprofessional} πρόχειρος, άπει-ρος◇ n 1. ερασιτέχνης, πρωτάρης2. pej ατζαμής, ατάλαντος

amateurish [ˌæməˈtɜːrɪʃ] adj pej ερασι-τεχνικός, πρόχειρος, αδέξιος

amaze [əˈmeɪz] vt {astonish} εκπλήσσω,καταπλήσσω

amazed [əˈmeɪzd] adj έκπληκτος, κα-τάπληκτος, έκθαμβος

amazement [əˈmeɪzmənt] n έκπληξη,σάστισμα

amazing [əˈmeɪzɪŋ] adj {incredible} απί-θανος, καταπληκτικός

amazingly [əˈmeɪzɪŋlɪ] adv απίστευτα,υπερβολικά

amazon [ˈæməzən] n ψηλή και δυνατήγυναίκα

Amazon [ˈæməzən] n 1. [ποταμός καιπεριοχή] (the) ~ (o) Αμαζόνιος· the ~(Basin) η κοιλάδα του Αμαζονίου·

the ~ rainforest το τροπικό δάσοςτου Αμαζονίου 2. MYTH Αμαζόνα

Amazonian [ˌæməˈzəʊnjən] adj αμαζο-νικός

ambassador [æmˈbæsədə] n πρέσβης,πρεσβευτής

amber [ˈæmbə] ◇ adj 1. [χρώμα] κε χρι-μπαρένιος 2. Br [για φωτεινό σημα τοδότη]πορτοκαλής◇ n κεχριμπάρι◇comp κεχριμπαρένιος

ambiance [ˈæmbɪəns] n = ambienceambidextrous [ˌæmbɪˈdekstrəs] adj αμ-

φιδέξιοςambience [ˈæmbɪəns] n {atmosphere}

ατμόσφαιρα, περιβάλλονambient [ˈæmbiənt] n MUS είδος ηλε-

κτρονικής μουσικής που είναι συνο-δευτική, χαλαρωτική και σπάνια πε-ριλαμβάνει φωνητικά

ambiguity [ˌæmbɪˈɡjuːətɪ] (pl -ies) n αμ-φισημία, ασάφεια, (το) διφορούμενο

ambiguous [æmˈbɪɡjʊəs] adj διφορού-μενος, αμφίσημος

ambiguously [æmˈbɪɡjʊəslɪ] adv διφο-ρούμενα, ασαφώς

ambition [æmˈbɪʃn] n (U) φιλοδοξία,επιδίωξη

ambitious [æmˈbɪʃəs] adj φιλόδοξοςambivalence [æmˈbɪvələns] n 1. {un-

certainty} αμφιθυμία 2. {ambiguity} αμ-φισημία

ambivalent [æmˈbɪvələnt] adj 1. {uncer-tain} αμφίθυμος, με αντιφατικά συ-ναισθήματα 2. {ambiguous} αμφίσημος

amble [ˈæmbl] vi περπατώ αργά, σου-λατσάρω

ambrosia [æmˈbrəʊziə] n (U) 1. MYTH αμ-βρο σία (τροφή των θεών) 2. fig νόστι-μη τροφή

ambulance [ˈæmbjʊləns]◇ n ασθε-

25 ambulancealtogether

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 25

Page 50: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

26

νοφόρο ◇ comp ~ man/~ woman(άνδρας/γυναίκα) τραυματιοφορέας

ambush [ˈæmbʊʃ] ◇ n ενέδρα◇vt στήνω ενέδρα

ameba [əˈmiːbə] n Am = amoebaameliorate [əˈmiːljəˌreɪt] fml◇ vt {im-

prove} βελτιώνω◇ vi {improve} βελ-τιώνομαι

amen [ˌɑːˈmen], [ˌeɪˈmen] excl REL [σε προ -σευχή] αμήν

amenable [əˈmiːnəbl] adj επιδεκτικός,πρόθυμος ~ (to sthg) δεκτικός σε κτ

amend [əˈmend] ◇ vt αναδιατυπώ-νω (νόμο/διάταξη)◇ vti διορθώ-νω/-oμαι, βελτιώνω/-oμαι◆amends n pl to make ~ (for sthg)

επανορθώνω για κτamendment [əˈmendmənt] n 1. τρο πο-

ποίηση, βελτίωση 2. JUR Αm τροπολο-γία (νόμου/άρθρου) συντάγματος

amenity [əˈmiːnəti] n 1. γλυκύτητα,ηπιό τητα 2. φιλοφρόνηση◆ amenities n pl [σε πό λη, ξε νο δοχείο]

ανέσεις, παροχές κτιρίου (φως, νερό,τηλέφωνο)◆modern amenities n pl σύγχρο-

νες ανέσειςAmerica [əˈmerɪkə] n Αμερική◆ Americas n pl the ~ η αμερι κα νι -

κή ήπειρος, Β. και Ν. ΑμερικήAmerican [əˈmerɪkn] ◇ adj αμερι -

κανικός◇ n Αμερικανός◆ Αmerican football n Br αμερι -

κανικό ποδόσφαιρο◆American Indian n ιθαγενής της

Αμερικής, ΙνδιάνοςAmericanism [əˈmerɪkənɪzm] n [για

λέξη, φρά ση] αμερικανισμός, αμερικα -νικό ιδίωμα

Αmericanize, -ise [əˈmerɪkəˌnaɪz] vtεξαμερικανίζω

amethyst [ˈæmɪθɪst] n [ορυκτό] αμέθυ -στος

Amex [ˈæmeks] n 1. abbr of AmericanStock Exchange μικρό χρηματιστή-ριο της Ν. Υόρκης 2. (abbr of AmericanExpress) τράπεζα 3. Amex (card) πι-στωτική κάρτα American Express

amiability [ˌeɪmiəˈbɪləti] n (U) φιλο-φροσύνη, γλυκύτητα, καλοσύνη

amiable [ˈeɪmiəbl] adj {pleasant} αξιαγά-πητος, συμπαθής, ευπροσήγορος

amiably [ˈeɪmiəblɪ] adv ευχάριστα, κα-λοσυνάτα

amicable [ˈæmɪkəbl] adj {friendly} φιλι-κός, ειρηνικός

amicably [ˈæmɪkəblɪ] adv φιλικά, ειρη-νικά

amid(st) [əˈmɪd(st)] prep fml {among} ανά-μεσα (σε πολλούς/πολλά πράγ μα τα),μεταξύ, στη μέση, εν τω μέσω

amino acid [əˈmiːnəʊ-] n CHEM αμινοξύamiss [əˈmɪs] ◇ adj {wrong} στραβός,

εσφαλμένος is there anything ~ ?συμβαίνει κτ;◇ adv {wrongly} στρα -βά to take sthg ~ παίρνω κτ στραβά,παρεξηγώ

amity [ˈæməti] n (U) fml φιλικές και ει-ρηνικές σχέσεις μεταξύ χωρών

Amman [əˈmɑːn] n Αμμάνammo [ˈæməʊ] n MIL inf πυρομαχικάs

ammunitionammonia [əˈməʊnjə] n CHEM αμμωνίαammunition [ˌæmjʊˈnɪʃn] n (U) 1. MIL πυ-

ρομαχικά, πολεμοφόδια 2. fig «βέληστη φαρέτρα», επιχειρήματα/όπλα ε -ναντίον κπ◆ammunition dump n αποθήκη πυ-

ρομαχικώνamnesia [æmˈniːzjə] n αμνησίαamnesty [ˈæmnəstɪ] (pl -ies) n 1. αμνη-

στία, απονομή χάριτος 2. αμνηστία, πε-ρίοδος χάριτος◆ Amnesty International n Διε-

θνής Αμνηστίαamniocentesis [ˌæmnɪəʊsenˈtiːsɪs] n

MED αμνιοκέντησηamoeba Br, ameba Am [əˈmiːbə] (pl -as

OR -ae) n BIOL αμοιβάδαamok [əˈmɒk] adv παροξυσμός to run

~ παθαίνω αμόκamong(st) [əˈmʌŋ(st)] prep ανάμεσα σε

(πολλούς/πολλά), μεταξύ ~ otherthings μεταξύ άλλων

amoral [ˌeɪˈmɒrəl] adj 1. αμοραλιστής,αμοραλιστικός 2. ανήθικος, ακό λα -στος

amorous [ˈæmərəs] adj ερωτικός, ερω-τιάρικος

amorphous [əˈmɔːfəs] adj άμορφος,αδιαμόρφωτος

ambush amorphous

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 26

Page 51: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

amortize, -ise [əˈmɔːtaɪz] vt FIN κάνωαπόσβεση χρέους

amount [əˈmaʊnt] n 1. {quantity} ποσό -τητα 2. {sum} (χρηματικό) ποσό◆ amount to vt fus 1. {total} ανέρχο-

μαι σε 2. {be equivalent to} ισοδυναμώμε

amp [æmp] n 1. abbr of ampere 2. inf abbrof amplifier

amperage [ˈæmpərɪdʒ] n ELEC έντασηηλεκτρικού ρεύματος σε αμπέρ

ampere [ˈæmpeə] n ELEC αμπέρampersand [ˈæmpəsænd] n το σύμβο -

λο “&” («και»)amphetamine [æmˈfetəmiːn] n PHARM

αμφεταμίνηamphibian [æmˈfɪbɪən] n αμφίβιοamphibious [æmˈfɪbɪəs] adj 1. ZOOL [για

ζώο] αμφίβιος 2. MIL [για όχημα] αμφί - βιος

amphitheatre Br, amphitheater Am[ˈæmfɪˌθɪətə] n ARCHIT αμφιθέατρο

ample [ˈæmpl] adj 1. άφθονος, αρκετός2. {large} μεγάλος, ευρύχωρος

amplification [ˌæmplɪfɪˈkeɪʃn] n 1. δι-εύρυνση, ενίσχυση, αύξηση, επέκτα-ση 2. [για ήχο] ενίσχυση (με ενισχυτή)

amplifier [ˈæmplɪfaɪə] n ELECTRON ενι- σχυτής

amplify [ˈæmplɪfaɪ] (pt & pp -ied) vti ενι-σχύω/-ομαι, δυναμώνω/-ομαι, επε-κτείνω/-ομαι to ~ (on sthg) επεκτεί-νομαι σε κτ

amply [ˈæmplɪ] adv {sufficiently} αρκε τά,ευρέως, σημαντικά, πλουσιοπάροχα

ampoule Br, ampule Am [ˈæmpuːl] nαμπούλα, φιαλίδιο

amputate [ˈæmpjʊteɪt] vti ακρωτη ριά - ζω

amputation [ˌæmpjʊˈteɪʃn] n ακρωτη-ριασμός

amputee [ˌæmpjʊˈtiː] n ακρωτηριασμέ-νος

Amsterdam [ˌæmstəˈdæm] n Άμστερ-νταμ

Amtrak® [ˈæmtræk] n RAIL εθνική εται-ρεία επιβατηγών σιδηροδρόμων τωνΗΠΑ

amuck [əˈmʌk] adv = amokamulet [ˈæmjʊlɪt] n φυλαχτό, περίαπτοamuse [əˈmjuːz] vt {entertain} προκαλώ

γέλιο, διασκεδάζω, ψυχαγωγώ to ~o.s. (by doing sthg) διασκεδάζω(κά νοντας κτ)

amused [əˈmjuːzd] adj 1. {entertained, de-lighted} που διασκεδάζει to be ~ at/by sthg/sb βρίσκω κτ/κπ διασκε -δαστικό 2. to keep o.s. ~ απασχο - λούμαι ευχάριστα

amusement [əˈmjuːzmənt] n 1. (U) {en-joyment} διασκέδαση, ευχαρίστηση 2.{diversion, game} ψυχαγωγία, παιχνίδι◆ amusement arcade n αίθουσα

με ηλεκτρο νικά παιγνίδια◆ amusement park n λούνα παρκamusing [əˈmjuːzɪŋ] adj {funny} διασκε -

δαστικός, αστείοςan (strong form [æn], weak form [ən])

s aANA (abbr of American Nurses Asso-

ciation) n Αμερικανική Ένωση Νο σο-κόμων

anabolic steroid [ˌænəˈbɒlɪk-] n PHARMαναβο λι κό (στεροειδές), αναβολικήουσία

anachronism [əˈnækrənɪzm] n ανα-χρο νισμός

anachronistic [əˌnækrəˈnɪstɪk] adj ανα-χρονιστικός

anaemia Br, anemia Am [əˈniːmiə] n MEDαναιμία

anaemic Br, anemic Am [əˈniːmɪk] adjMED αναιμικός

anaesthesia Br, anesthesia Am [ˌænɪ -sˈθiː ziə] n MED αναισθησία, νάρ κωση

anaesthetic Br, anesthetic Am [ˌænɪ -sˈθetɪk] n MED αναισθητικό under ~ μενάρ κωση, υπό την επήρεια αναισθη -τικού· local/general ~ τοπική/γενι-κή αναι σθησία

anaesthetist Br, anesthetist Am[æˈni ː sθətɪst] n MED αναισθησιολόγος

anaesthetize, -ise [æˈniːsθətaɪz] vt MEDναρκώνω, προκαλώ αναισθησία, αναι-σθητοποιώ

anagram [ˈænəɡræm] n ανάγραμμαanal [ˈeɪnl] adj 1. πρωκτικός 2. {~-retenti ve}

σχο λαστικός, μανιακός με την τάξη analgesic [ˌænælˈdʒiːsɪk] MED & PHARM◇ adj α ναλ γη τικός◇ n αναλγητι-κό

analog [ˈænəlɒɡ] adj n Am = analogue

27 analogamortize

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 27

Page 52: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

28

analogous [əˈnæləɡəs] adj fml ~ (tosthg) {comparable} ανάλογος (προς κτ),συγκρίσιμος (με κτ)

analogue Br, analog Am [ˈænəlɒɡ]◇ adj αναλογικός ◇ n fml ανάλο-γο, αντίστοιχο

analogy [əˈnælədʒɪ] (pl -ies) n {similarity}αναλογία, ομοιότητα to draw an ~with sthg / between κάνω παραλ -λη λισμό με κτ / μεταξύ· by ~ κατ’ α -να λογία

analyse, -yze [ˈænəlaɪz] vt {examine} α - ναλύω, εξετάζω

analysis [əˈnæləsɪs] (pl -lyses [-siːz]) n 1.[διαδικασία] ανάλυση, εξέταση 2. ανά- λυση, διερεύνηση 3. ψυχανάλυση 4.phr in the final/last ~ σε τελική/τε-λευταία ανάλυση

analyst [ˈænəlɪst] n 1. αναλυτής 2. {psy-choanalyst} ψυχαναλυτής

analytic(al) [ˈænəˈlɪtɪk(əl)] adj αναλυ -τι κός

analyze [ˈænəlaɪz] vt Am = analyseanarchic [əˈnɑːkɪk] adj άναρχος, αυθαί -

ρετοςanarchist [ˈænəkɪst] n POL αναρχικόςanarchy [ˈænəki] n 1. αναρχία, ακυ βερ-

νη σία 2. χάος, κομφούζιοanathema [əˈnæθəmə] n ανάθεμα, αφο -

ρισμός, κατάραanatomical [ˌænəˈtɒmɪkl] adj ανατομι -

κόςanatomy [əˈnætəmi] (pl -ies) n (U) 1. [ε -

πιστήμη] ανατομία 2. ανατομία (του σώ-ματος) 3. fig ανάλυση, εξονυχιστι κήεξέταση, ανατομία

ANC (abbr of African National Con-gress) n Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο

ancestor [ˈænsestə] n 1. πρόγονος 2. fig[για εφευρέσεις] πρόδρομος

ancestral home [ænˈsestrəl həʊm] nπατρικό σπίτι

ancestry [ˈænsestrɪ] (pl -ies) n 1. πρό γο-νοι 2. (U) καταγωγή

anchor [ˈæŋkə] ◇ n 1. NAUT άγκυρα todrop ~ ρίχνω άγκυρα· weigh ~ ση-κώνω άγκυρα 2. TV Am ~person τηλε-παρουσιαστής◇ vt 1. {secure} στε-ρεώνω, σταθεροποιώ 2. TV πα ρουσιά-ζω (εκπομπή) ◇ vi NAUT ρίχνω άγκυ-ρα, αγκυροβολώ

anchorage [ˈæŋkərɪdʒ] n 1. NAUT αγκυ-ροβόλιο 2. στήριγμα

anchorman [ˈæŋkəmæn] (pl -men [-men])n TV & RADIO Am παρουσιαστής του κε-ντρικού δελτίου ειδήσεων

anchorwoman [ˈæŋkəˌwʊmən] (pl -wo -men [-ˌwɪmɪn]) n TV & RADIO Am παρου -σιά στρια του κεντρικού δελτίου ειδή-σεων

anchovy [ˈæntʃəvi] (pl inv OR -ies) nαντσούγια

ancient [ˈeɪntʃənt] adj 1. αρχαίος, πα- μπά λαιος 2. hum αρχαίος, πολύ μεγά-λος (σε ηλικία)

ancillary [ænˈsɪlərɪ] adj βοηθητικός, επι-κουρικός, δευτερεύων

and (strong form [ænd], weak form [ənd],[ən]) conj 1. {as well as, in addition to} και,επίσης one hundred ~ eighty εκα -τόν ογδόντα 2. ΜΑΤΗ [στην πρόσ θε ση] συν,και 3. [με απαρέμφατο] να try ~ comeπροσπάθησε να έρθεις· wait ~ seeπερί μενε και θα δεις◆ and so on, and so forth adv και

ούτω καθεξής, και πάει λέγονταςAndes [ˈændiːz] n (the) ~ (οι) ΆνδειςAndorra [ænˈdɔːrə] n Ανδόραandrogynous [ænˈdrɒdʒɪnəs] adj [για

φυτά] ερμαφρόδιτος, [για άνθρωπο] αν-δρό γυνος, ερμαφρόδιτος, αμφίφυ-λος

android [ˈændrɔɪd] n ανθρωποειδές(ρομπότ)

anecdote [ˈænɪkdəʊt] n ανέκδοτοanemia n Am = anaemiaanemic [əˈniːmɪk] adj Am = anaemicanemone [əˈnemənɪ] n ΒΟΤ ανεμώνηanesthetic n etc Am = anaestheticanew [əˈnjuː] adv [συνήθως με διαφορετικό

τρόπο] από την αρχή, ξανά, πάλι, εκ νέου angel [ˈeɪndʒəl] n 1. REL άγγελος 2. inf fig

αγγελούδι, υπέροχος άνθρωποςAngeleno [ˌændʒəˈliːnəʊ] n κάτοικος

του Λος Άντζελεςangelic [ænˈdʒelɪk] adj αγγελικόςanger [ˈæŋɡə] ◇ n θυμός, οργή◇

vt εξοργίζω, θυμώνωangina [ænˈdʒaɪnə] n MED στηθάγχηangle [ˈæŋɡl] ◇ n 1. MATH γωνία right

~ ορθή γωνία 2. {corner} γωνία 3. {pointof view} άποψη, οπτική γωνία 4. κλίση

analogous angle

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 28

Page 53: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

at an ~ {aslant} λοξά, με κλίση◇ vtδιαστρεβλώνω, διαστρέφω◇ vi 1.ψαρεύω (με καλάμι) 2. fig to ~ forsthg «ψαρεύω» κτ

angler [ˈæŋɡlə] n ψαράς (που ψαρεύειμε καλάμι)

Anglican [ˈæŋɡlɪkən] ◇ adj αγγλικα - νικός◇ n Αγγλικανός

anglicism [ˈæŋɡlɪsɪzm] n αγγλισμός,αγγλικό γλωσσικό δάνειο

anglicize [ˈæŋɡlɪˌsaɪz]◇ vt προσδί-δω σε κτ ή σε κπ χαρακτήρα αγγλικό,[ιδιαίτερα για λέξεις ή ονόματα] δίνω αγ-γλική μορφή ◇ vi αγγλοφέρνω

angling [ˈæŋɡlɪŋ] n ψάρεμα με καλάμιή καθετή

Αnglo- [æŋɡləʊ] prefix αγγλο-, σχετικόςμε την Αγγλία ή τη Μ. Βρετανία

Anglo-Saxon [ˈæŋɡləʊ ˈsæksən] ◇adj αγγλοσαξονικός◇ n Αγγλοσά - ξονας

Angola [æŋˈɡəʊlə] n ΑγκόλαAngolan [æŋˈɡəʊlən] ◇ adj αγκολέ-

ζικος◇ n Αγκολέζοςangora [æŋˈɡɔːrə] n 1. ΖΟΟL είδος κου-

νελιού, γάτας ή κατσίκας με εξαιρετι-κό τρίχωμα 2. [μαλλί ή ύφασμα] αγκορά

angrily [ˈæŋɡrəlɪ] adv θυμωμέναangry [ˈæŋɡrɪ] (compar -ier, superl -iest)

adj θυμωμένος, οργισμένος to be ~with/at sb είμαι θυμωμένος με κπ·

to get ~ with sb θυμώνω με κπangst [æŋst] n (U) άγχος, βαθιά ανησυ-

χίαanguish [ˈæŋɡwɪʃ] n (U) fml αγωνία, άγ-

χος, οδύνη, απόγνωσηanguished [ˈæŋɡwɪʃt] adj αγωνιώδης,

εναγώνιοςangular [ˈæŋɡjʊlə] adj 1. γωνιώδης, με

γωνίες 2. οστεώδηςanimal [ˈænɪml] ◇ adj 1. ζωικός 2.

ζωώδης◇ n 1. ζώο 2. pej inf αχρεί-ος άνθρωπος

animal rights n pl δικαιώματα των ζώωνanimate [ˈænɪmət] adj fml ζωντανός, έμ -

ψυχος, έμβιοςanimated [ˈænɪmeɪtɪd] adj ζωηρός, έντο-

νος◆ animated cartoon n καρτούν, κι-

νούμενο σχέδιοanimation [ˌænɪˈmeɪʃn] n 1. {excitement}

ζωντάνια, κέφι 2. σχεδιασμός κινου - μένων σχεδίων, κινούμενα σχέδια

animatronics [ˌænɪməˈtrɒnɪks] n (U) τε-χνολογία που χρησιμοποιεί ηλεκτρο-νικά συστήματα με σκοπό την κίνησημαριονετών

anime [ˈænɪmeɪ] n ιαπωνικό κινούμενοσχέδιο με σκηνές σεξ/βίας

animism [ˈænɪˌmɪz(ə)m] n REL ανιμι-σμός, θρησκεία στην οποία οι άνθρω -ποι θεοποιούν στοιχεία της φύσης

animosity [ˌænɪˈmɒsətɪ] (pl -ies) n {ho s -tility} εχθρότητα, μίσος

aniseed [ˈænɪsiːd] n γλυκάνισοankle [ˈæŋkl] n ANAT αστράγαλοςanklet [ˈæŋklət] n βραχιόλι ποδιούannals [ˈænlz] n pl fml χρονικά (επιστη -

μονικού/πνευματικού ιδρύματος)annex [ˈæneks], [əˈneks] vt 1. [για εδάφη]

προ σαρ τώ 2. [σε έγγραφο] κάνω προ-σθήκη

annexation [ˌænekˈseɪʃn] n 1. προ σάρ-τηση 2. προσθήκη

annexe [ˈæneks] n 1. [σε κτίριο] προ έ κ τα ση,προσθήκη 2. [σε έγγραφο] πα ράρτημα

annihilate [əˈnaɪəleɪt] vt {destroy} εξο- ντώνω, καταστρέφω, εκμηδενίζω, ε -ξου δετερώνω

annihilation [əˌnaɪəˈleɪʃn] n {destruction}εξόντωση, εκμηδένιση

anniversary [ˌænɪˈvɜːsərɪ] (pl -ies) n ε -πέτειος

annotate [ˈænəteɪt] vt fml [σε κείμενο] προ-σθέτω σημειώσεις και σχόλια/ε πε -ξηγήσεις

announce [əˈnaʊns] vt 1. ανακοινώνω,αναγγέλλω 2. {state, declare} δηλώνω

announcement [əˈnaʊnsmənt] n ανα-κοίνωση, αναγγελία

announcer [əˈnaʊnsə] n εκφωνητήςannoy [əˈnɔɪ] vt {irritate} ενοχλώ, εκνευ-

ρίζωannoyance [əˈnɔɪəns] n ενόχληση, ανα-

ποδιάannoyed [əˈnɔɪd] adj εκνευρισμένος,

ενοχλημένοςannoying [əˈnɔɪɪŋ] adj εκνευριστικός,

ενοχλητικόςannual [ˈænjʊəl] ◇ adj 1. ετήσιος 2.

μονοετής◇ n 1. [για βιβλίο] ετήσια έκ-δοση 2. μονοετές φυτό

29 annualangler

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 29

Page 54: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

30

◆ annual general meeting n ετή-σια γενική συνέλευση

annually [ˈænjʊəlɪ] adv ετησίως, κάθεχρόνο

annual premium n COMM ετήσιο ασφά-λιστρο

annuity [əˈnjuːɪtɪ] (pl -ies) n FIN ετήσιοεπίδομα

annul [əˈnʌl] (pt & pp -led, cont -ling) vtακυρώνω, ανακαλώ, λύω

annulment [əˈnʌlmənt] n ακύρωση,λύση (π.χ. γάμου)

annum [ˈænəm] n per ~ ετησίως, ανάέτος

Annunciation [əˌnʌnsɪˈeɪʃn] n REL the~ ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

anode [ˈænəʊd] n ELEC άνοδος, θετικόηλεκτρόδιο

anodyne [ˈænəˌdaɪn] adj fml καταπραϋ-ντικός, χαλαρωτικός, εν μέρει ανια-ρός

anoint [əˈnɔɪnt] vt REL χρίω, αλείφω μελάδι

anomalous [əˈnɒmələs] adj fml μη φυ-σιολογικός, ασυνήθιστος, απροσδό-κητος

anomaly [əˈnɒməlɪ] (pl -ies) n ανωμα-λία, διαφοροποίηση

anon. abbr of anonymousanonymity [ˌænəˈnɪmətɪ] n ανωνυμίαanonymous [əˈnɒnɪməs] adj ανώνυμοςanonymously [əˈnɒnɪməslɪ] adv ανώ -

νυμαanorak [ˈænəræk] n esp Br αδιάβροχο

μπουφάν με κουκούλα, άνορακanorexia (nervosa) [ˌænəˈreksɪə nɜː -

ˈvəʊ sə] n MED & PSYCH ψυχογενής (νευ-ρική) ανορεξία

anorexic [ˌænəˈreksɪk] adj n ανορε ξι - κός

another [əˈnʌðə] adj & pron 1. άλλοςένας, ακόμη ένας ~ apple άλλο έναμήλο· one after ~ ο ένας μετά τονάλ λο 2. {different} ένας άλλος, διαφο -ρετικός one ~ ο ένας τον άλλο

ANSI (abbr of American National Stan-dards Institute) n Αμερικανικό Εθνι -κό Ινστιτούτο Τυποποίησης

answer [ˈɑːnsə] ◇ n 1. {reply} απάντη -ση in ~ to sthg σε απάντηση προς κτ2. {solution} λύση, επίλυση◇ vti 1.

{reply} απαντώ 2. {respond} ανταποκρί-νομαι, αντιμετωπίζω, ικανοποιώ to ~the door ανοί γω την πόρτα· to ~ thephone σηκώνω το / απαντώ στο τη-λέφωνο· the request was ~ed το αί-τημα ικανοποιήθηκε· to ~ a need α -ντιμετωπίζω/ικανοποιώ μια ανάγκη◆ answer back vti sep inf αντιμιλώ◆ answer for vt fus 1. αναλαμβάνω

την ευθύνη για κτ 2. υφίσταμαι τις συ-νέπειες για κτ 3. δίνω εξηγήσεις για κτ

answerable [ˈɑːnsərəbl] adj 1. {accoun -table} υπεύθυνος, υπόλογος ~ to sb/for sthg υπόλογος σε κπ/υπεύθυ νοςγια κτ 2. που μπορεί να απαντη θεί

answering machine [ˈɑːnsərɪŋ-] n αυ- τόματος τηλεφωνητής

answerphone [ˈaːnsəˌfəʊn] n Br αυτό-μα τος τηλεφωνητής

ant [ænt] n μυρμήγκιantacid [ˌæntˈæsɪd] n CHEM αντιοξύantagonism [ænˈtæɡənɪzm] n {hostility}

ανταγωνισμός, εχθρότηταantagonist [ænˈtæɡənɪst] n {adversary}

ανταγωνιστής, αντίπαλοςantagonistic [ænˌtæɡəˈnɪstɪk] adj αντα -

γωνιστικός, εχθρικός, αντίθετοςantagonize, -ise [ænˈtæɡənaɪz] vt αντι -

τίθεμαι, αντιδρώ, ανταγωνίζομαιAntarctic [æntˈɑːktɪk] ◇ adj ανταρκτι-

κός◇ n (the) ~ (η) Ανταρκτική (ζώ-νη)

Antarctica [æntˈɑːktɪkə] n [ήπειρος] Ανταρ-κτική

Antarctic Circle n (the) ~ (ο) Ανταρ-κτι κός Κύκλος

Antarctic Ocean n (the) ~ (ο) Ανταρ -κτικός Ωκεανός

ante [ˈæntɪ] n fig inf to up/raise the ~ανεβάζω το κασέ

anteater [ˈæntˌiːtə] n ZOOL μυρμηγκο-φάγος

antecedent [ˌæntɪˈsiːdənt] n fml πρόγο - νος ~s οι πρόγονοι

antedate [ˌæntiˈdeɪt] vt fml 1. προηγού-μαι χρονικά 2. προχρονολογώ

antediluvian [ˌæntɪdɪˈluːviən] adj hum{outdated} παμπάλαιος, αρχαίος, προ-κατακλυσμιαίος

antelope [ˈæntɪləʊp] (pl inv OR -s) n ZOOLαντι λόπη

annually antelope

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 30

Page 55: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

antenatal [ˌæntɪˈneɪtl] adj προ γεννητικός◆ antenatal clinic n κλινική προ-

γεν νητι κού ελέγχουantenna [ænˈtenə] n 1. (pl -nae [-niː]) ZOOL

κεραία (εντόμου/αστακού) 2. Am (pl -nas)TV & RADIO {aerial} κεραία, αντένα

anterior [ænˈtɪəriə] adj MED πρόσθιοςanteroom [ˈæntɪrʊm] n 1. {antechamber}

προθάλαμος 2. {waiting room} αίθουσααναμονής

anthem [ˈænθəm] n τροπάριο, ύμνοςnational ~ εθνικός ύμνος

anthill [ˈænthɪl] n ZOOL μυρμηγκοφωλιάanthology [ænˈθɒlədʒɪ] (pl -ies) n ανθο -

λογίαanthracite [ˈænθrəˌsaɪt] n (U) ανθρακί -

τηςanthrax [ˈænθræks] n MED & VETER [ασθέ νεια]

άνθρακαςanthropologist [ˌænθrəˈpɒlədʒɪst] n

αν θρωπολόγοςanthropology [ˌænθrəˈpɒlədʒɪ] n αν-

θρω πολογίαanti- [ˈæntɪ], [ˈæntaɪ] prefix αντι-anti-aircraft [ˌæntɪˈeəkrɑːft] adj αντι αε -

ροπορικόςantiballistic missile [ˌantɪbəˈlɪstɪk-] n

MIL αντιβαλλιστικός πύραυλοςantibiotic [ˌæntɪbaɪˈɒtɪk] n PHARM αντι-

βιοτικόantibody [ˈæntɪˌbɒdɪ] (pl -ies) n BIOL αντί-

σωμαanticipate [ænˈtɪsɪˌpeɪt] vt 1. {expect} to

~ sthg αναμένω κτ, προσμένω· to ~that/-ing αναμένω ότι (κτ θα συμβεί)2. προβλέπω, μαντεύω 3. προεξοφλώ4. {pre-empt} προλαβαίνω

anticipation [ænˌtɪsɪˈpeɪʃn] n αναμονή,προσμονή, προσδοκία, πρόβλεψη in~ of (sthg) για το ενδεχόμενο / την πε-ρίπτωση (που κτ θα συμβεί) / εν ανα-μονή κπ γεγονότος

anticlimax [æntɪˈklaɪmæks] n απογοη -τευ τική κατάληξη

anticlockwise Br [ˌæntɪˈklɒkwaɪz]◇adj αντίθετος προς τη φορά του ρο λο-γιού◇ adv αντίθετα προς τη φοράτου ρολογιού

antics [ˈæntɪks] n pl 1. [για παιδιά, ζώα]σκέρτσα, κόλπα 2. pej [για δημόσια πρό -

σωπα] καμώματα, τερτίπια, καραγκιο -ζιλίκια

anticyclone [ˌæntɪˈsaɪkləʊn] n METEORαντικυκλώνας

antidepressant [ˌæntɪdiˈpresnt] n PHARMαγχολυτικό, αντικαταθλι πτι κό

antidote [ˈæntɪdəʊt] n 1. αντίδοτο ~ (tosthg) αντίδοτο (για κτ) 2. fig {relief} αντί-δοτο, λύση, θεραπεία

antifreeze [ˈæntɪfriːz] n αντιψυκτικόAntigua [ænˈtiːɡə] n Αντίγκουαanti-hero [ˈæntɪˌhɪərəʊ] (pl -es) n [στη λο-

γοτεχνία] αντι ήρωαςantihistamine [ˌæntɪˈhɪstəmɪːn] n PHARM

αντι ισταμινικό, αντιαλλεργική ουσίαantinuclear [ˌæntɪˈnjuːklɪə] adj αντιπυ -

ρη νικόςantipathy [ænˈtɪpəθɪ] n αντιπάθεια,

εχθρότητα ~ to/towards sb/sthgαντιπάθεια για κπ/κτ◆mutual antipathy n αμοιβαία αντι-

πάθειαanti-personnel [ˈæntɪˌpɜːsəˈnel] adj MIL

[για βόμβα, νάρκη] κατά προσωπικούantiperspirant [ˌæntɪˈpɜːspərənt] n απο -

σμητικό (κατά της εφίδρωσης)Antipodes [ænˈtɪpədiːz] n pl Br hum the

~ η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδίαantiquarian [ˌæntɪˈkweərɪən] ◇ adj

σχετικός με αντίκες/αρχαιότητες ◇n {antique collector} συλλέκτης/μελετη - τής/πωλητής αντικών/αρχαιοτήτων,παλαιοπώλης, αντικέρ

antiquated [ˈæntɪkweɪtɪd] adj απαρχαι-ω μένος

antique [ænˈtiːk] ◇ adj παλαιός και μεμεγάλη αξία ◇ n αντίκα◆ antique dealer n αντικέρ◆ antique shop n κατάστημα με

αντίκες, αντικερίantiquity [ænˈtɪkwətɪ] (pl -ies) n 1. [μνη -

μείο] αρχαιότητα 2. (U) παλαιότηταanti-Semite [ˌæntiˈsiːmaɪt] n αντισημίτηςanti-Semitic [ˌæntɪsɪˈmɪtɪk] adj αντιση -

μιτικόςanti-Semitism [ˌæntɪˈsemɪtɪzm] n αντι-

ση μιτισμόςantiseptic [ˌæntɪˈseptɪk] PHARM ◇ adj

αντιση πτικός◇ n αντισηπτικόantisocial [ˌæntɪˈsəʊʃl] adj 1. αντικοι-

νωνικός, κοινωνικά επιζήμιος ~ be-

31 antisocialantenatal

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 31

Page 56: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

32

haviour αντικοινωνική συμπεριφορά2. [για άνθρωπο] {unsociable} αντικοινω-νικός, ακοινώνητος, κλειστός

antistatic [ˌæntɪˈstætɪk] adj αντιστατικόςanti-tank [ˈæntɪˈtæŋk] adj MIL [για βλή μα,

αεροπλάνο] αντιαρματικόςantithesis [ænˈtɪθəsɪs] (pl -theses [-siːz])

n fml αντίθετο, εκ διαμέτρου αντίθετο,αντίποδας

antler [ˈæntlə] n ZOOL κέρατο (ελαφιού)antonym [ˈæntənɪm] n LING αντώνυμοAntwerp [ˈæntwɜːp] n Αμβέρσαanus [ˈeɪnəs] n ANAT πρωκτόςanvil [ˈænvɪl] n TECH αμόνιanxiety [æŋˈzaɪətɪ] (pl -ies) n 1. {worry}

αγωνία, ανησυχία, φόβος 2. {keenness}προσμονή, λαχτάρα

anxious [ˈæŋkʃəs] adj 1. ανήσυχος, αγ-χωμένος to be ~ about sb/sthg ανη- συχώ για κπ/κτ 2. {keen} πρόθυ μος, α -νυπόμονος to be ~ to do sthg / thatανυπομονώ να κάνω κτ / να (συμβείκτ)

anxiously [ˈæŋkʃəslɪ] adv 1. {nervously}ανήσυχα, νευρικά 2. {eagerly} ανυπό -μονα

any [ˈeni] ◇ adj & pron 1. [σε άρνηση] κα - νένας, καμία, κανένα, καθόλου Ihaven’t got ~ money δεν έχω (κα -θόλου) χρήματα· he never does ~work δε δουλεύει καθόλου· I didn’tbuy ~ of them δεν αγόρασα κανένα(απ’ αυτά) 2. [με μη αριθμήσιμα ουσιαστικά]λίγο, καθόλου can I be of ~ help?μπορώ να βοηθήσω;· have you got~ money? έχεις (καθόλου) χρήματα;·

do you have ~? έχεις καθόλου;· if ~αν υπάρχει (τίποτε) 3. οποιο(σ)δήπο-τε, οποιαδήποτε ~ box will do οποι-οδήποτε κουτί κάνει· take ~ you likeπάρε όποιο θες◇ adv 1. [σε άρνηση]κα θόλου, πλέον I can’t stand it ~longer δεν αντέχω άλλο πια 2. λίγο,κα θόλου is that ~ better/different?είναι καθόλου καλύτερα/διαφορετι-κά;

anybody [ˈenɪˌbɒdɪ] pron = anyoneanyhow [ˈenɪhɑʊ] adv 1. παρ’ όλα αυτά

2. φύρδην μίγδην, όπως όπως 3. [σεπροφορική αφήγηση] {anyway} τέλος πά- ντων, εν πάση περιπτώσει

anymore [ˌeniˈmɔː] adv πλέον, πια (συ-νήθως προηγείται άρνηση/ δήλω σηότι κτ έχει πάψει να ισχύει)

anyone [ˈenɪwʌn] pron 1. [σε αρνητικές προ -τάσεις] κανείς, κανένας I didn’t see ~δεν είδα κανέναν 2. [σε ερωτήσεις] κα-νένας, κάποιος 3. οποιοσδήποτε, κα-θένας

anyplace [ˈenɪpleɪs] adv Am = anywhereanything [ˈenɪθɪŋ] pron 1. [σε άρνηση] τί-

ποτε 2. [σε ερώτηση] κάτι, τίποτε 3. οτι-δήποτε◆ anything but adv κάθε άλλο παράanyway [ˈenɪweɪ] adv 1. {in any case} ού-

τως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς 2. τέλοςπάντων, εν πάση περιπτώσει

anywhere [ˈenɪweə], anyplace Am[ˈenɪpleɪs] adv 1. [σε άρνηση] πουθενά 2.[σε ερώτηση] {any place} πουθενά, κάπου3. οπουδήποτε 4. [με αριθμό] οσο δήπο-τε ~ between 500 and 5,000 οσο-δήποτε μεταξύ 500 και 5.000

AOB, a.o.b. (abbr of any other busi-ness) n [σε συμβούλιο] λοιπά θέματαεκτός ημερήσιας διάταξης

aorta [eɪˈɔːtə] n ANAT αορτήApache [əˈpætʃi] n 1. φυλή Απάτσι 2.

μέλος της φυλής 3. γλώσσα των Απά-τσι (Αμε ρι κανοί ιθαγενείς του Ν. Μεξι-κού και της Αριζόνας)

apart [əˈpɑːt] adv 1. ξεχωριστά, μεμονω -μένα, χώρια to live ~ μένω χωριστά2. σε κομμάτια to take sthg ~ κάνωκτ κομμάτια, διαλύω κτ 3. πέρα από,ξέχωρα joking ~ σοβαρολογώντας/χώρια από αστεία/χωρίς αστεία◆apart from [əˈpɑːt frɒm] prep & conj

{except for, in addition to} εκτός από, επί-σης

apartheid [əˈpɑːtheɪt] n καθεστώς φυ-λετικού διαχωρισμού που υπήρχε στοπαρελθόν στη Ν. Αφρική, απαρτ χάιντ

apartment [əˈpɑːtmənt] n Am διαμέρι-σμα◆ apartment building n Am πολυ-

κατοικίαapathetic [ˈæpəˈθetɪk] adj απαθήςapathy [ˈæpəθɪ] n απάθεια, αδιαφορίαape [eɪp] ◇ n πίθηκος◇ vt pej {imi-

tate} μιμούμαι, πιθηκίζω

antistatic ape

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:52 Page 32

Page 57: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

Apennines [ˈæpɪnaɪnz] n (the) ~ (τα)Απέννινα (όρη)

aperitif [əperəˈtiːf] n απεριτίφaperture [ˈæpəˌtjʊə] n fml 1. οπή, χαρα-

μάδα 2. PHOTO διάφραγμαapex [ˈeɪpeks] (pl -es [-iːz] OR -ices [ˈeɪpɪ -

siːz]) n 1. {top} κορυφή (τριγώνου, πυ-ραμίδας) 2. fml κορυφή, η πιο σημα-ντική θέση σε μια κοινωνία ή ένανοργανισμο 3. fml απόγειο, ζενίθ

Apex [ˈeɪpeks] (abbr of advance pur-chase excursion) n Br ~ ticket προ-πληρωμένο αεροπορικό/σιδηροδρο-μικό εισιτήριο σε μειωμένη τιμή

aphasia [əˈfeɪziə] n (U) MED αφασίαaphid [ˈeɪfɪd] n BOT ψείρα φυτών, αφί-

δα, μελίγκραaphorism [ˈæfərɪzm] n αφορισμός, α -

πό φθεγμα, ρητόaphrodisiac [ˌæfrəˈdɪzɪæk] n αφρο δι-

σιακόapiary [ˈeɪpiəri] n μελισσουργείο, με-

λισσοτροφείο, μελίσσιapices [ˈeɪpɪsiːz] n pl s apexapiece [əˈpiːs] adv {each} έκαστος, το τε-

μάχιοaplomb [əˈplɒm] n αταραξία, αυτοπε-

ποίθηση, τουπέ, πόζα, «αέρας»apocalypse [əˈpɒkəlɪps] n αποκάλυψη,

μεγάλη καταστροφήapocalyptic [əˌpɒkəˈlɪptɪk] adj αποκα-

λυπτικός, προφητικόςapogee [ˈæpədʒiː] n 1. ASTRON απόγειο 2.

fig fml {peak} απόγειο, αποκορύ φω μα,ζενίθ

apolitical [ˌeɪpəˈlɪtɪkəl] adj απολιτικός,αποπολιτικοποιημένος, πολιτικά απο-στασιοποιημένος

apologetic [əˌpɒləˈdʒetɪk] adj απολο-γητικός, μετανιωμένος to be ~ aboutsthg ζητώ συγγνώμη για κτ, απολο-γούμαι για κτ

apologetically [əˌpɒləˈdʒetɪklɪ] adv απο-λογητικά, με ύφος συγγνώμης

apologist [əˈpɒlədӡɪst] n fml απολογη-τής, πρόσωπο που υπερασπίζεται έναδόγμα / μια πολιτική / ένα θεσμό

apologize, -ise [əˈpɒlədʒaɪz] vi to ~(to sb for sthg) ζητώ συγγνώμη (απόκπ για κτ)

apology [əˈpɒlədʒɪ] (pl -ies) n 1. συγ-γνώμη 2. θλιβερό υποκατάστατο

apoplectic [ˌæpəˈplektɪk] adj 1. MED απο-πληκτικός, απόπληκτος 2. inf έξαλ λος,εξοργισμένος, φουντω μέ νος, εξα-γριωμένος

apoplexy [ˈæpəpleksɪ] n MED αποπληξία,εγκεφαλική συμφόρηση

apostasy [əˈpɒstəsɪ] n (U) εγκατάλειψητων πολιτικών ή θρησκευτικών πε-ποιθήσεων, αποστασία

apostle [əˈpɒsl] n REL απόστολος, κή-ρυκας

apostolic [ˌæpəˈstɒlɪk] adj αποστολικόςapostrophe [əˈpɒstrəfɪ] n GRAM απόστρο -

φοςapothecary [əˈpɒθək(ə)ri] n dated φαρ-

μακοποιόςappal Br (pt & pp -led, cont -ling), appall

Am [əˈpɔːl] vt εκπλήσσω, σοκάρωAppalachian [ˌæpəˈleɪtʃjən] n (the) ~s /

(the) ~ Mountains (τα) Απαλάχια( όρη)

appalled [əˈpɔːld] adj σοκαρισμένοςappalling [əˈpɔːlɪŋ] adj 1. {shocking} τρο-

μακτικός, φρικιαστικός 2. inf απαίσιος,φριχτός

appallingly [əˈpɔːlɪŋlɪ] adv 1. {shocking-ly} τρομακτικά, φρικιαστικά 2. inf απαί-σια, φριχτά

apparatus [ˌæpəˈreɪtəs] (pl inv OR -es[-iːz]) n 1. {equipment} συσκευή, εξο πλι-σμός 2. {system, organisation} μηχανι -σμός, σύστημα

apparel [əˈpærəl] n (U) 1. literary Am επί-σημα ή ασυνήθιστα ρούχα 2. ενδύ-ματα, ενδυμασία, περιβολή

apparent [əˈpærənt] adj 1. {evident} εμ-φανής, προφανής, έκδηλος for no ~reason χωρίς εμφανή λόγο, αναίτια2. {seeming} φαινομενικός

apparently [əˈpærəntlɪ] adv 1. απ’ ό,τιφαίνεται/λένε/άκουσα, όπως φαίνε -ται, προφανώς 2. {seemingly} φαινομε-νικά, προφανώς

apparition [ˌæpəˈrɪʃn] n 1. (αιφνίδια ήανεξήγητη) εμφάνιση 2. fml {ghost} φά-ντα σμα, οπτασία

appeal [əˈpiːl] ◇ n 1. {request} έκκλη-ση 2. JUR έφεση Court of Appeal Εφε-τείο 3. {charm, interest} γοητεία, ενδια-

33 appealApennines

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:53 Page 33

Page 58: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

34

φέρον, απήχηση◇ vi 1. to ~ to sb(for sthg) {request} κάνω έκκληση σεκπ (για κτ) 2. επικαλούμαι, απευθύ-νομαι (στη λογική κπ) 3. JUR to ~against κάνω έφεση/εφεσιβάλλωκατά (απόφασης) 4. to ~ (to sb) {at-tract, interest} ελκύω/ενδιαφέρω (κπ),έχω απήχηση (σε κπ)

appealing [əˈpiːlɪŋ] adj {attractive} συ-μπα θητικός, ελκυστικός

appear [əˈpɪə] vi 1. εμφανίζομαι, πα-ρου σιάζομαι 2. [για βιβλίο] κυκλοφορώ,εκδίδομαι 3. [για ηθοποιό] εμφανίζομαιστο θέατρο 4. JUR παρίσταμαι 5. {seem}φαίνομαι, δείχνω, δίνω την εντύπω-ση to ~ to be/do sthg δίνω την εντύ-πωση ότι είμαι/κάνω κτ· it would ~that φαίνεται ότι, απ’ ό,τι προκύπτει

appearance [əˈpɪərəns] n 1. εμφάνιση,άφιξη to make an ~ κάνω την εμφά -νισή μου· to put in an ~ παρίσταμαι γιαλίγο (για τυπικούς λόγους) 2. όψη, πα-ρουσιαστικό, εμφά νιση 3. [στο θέατρο /στην τηλεόραση] εμφά νιση 4. phr to keepup ~s τηρώ τα προσχήματα· by/to all~s κατά τα φαινόμενα, όπως φαίνεται

appease [əˈpiːz] vt {placate} κατευνάζω,εξευμενίζω

appeasement [əˈpiːzmənt] n 1. {placa -ting} κατευνασμός 2. POL κατευνασμόςpolicy of ~ πολιτική κατευνασμού

appellation [æpəˈleɪʃən] n fml ονομα-σία, τίτλος

append [əˈpend] vt fml [σε γραπτό κείμενο]to ~ sthg (to sthg) επισυνάπτω,προσθέ τω κτ ως παράρτημα (σε κτ)

appendage [əˈpendɪdʒ] n fml προσθή -κη, παράρτημα, προσάρτημα

appendectomy [ˌæpənˈdektəmi] n MEDαφαίρεση σκωληκοειδούς απόφυσηςμε εγχείρηση, σκωληκοειδεκτομή

appendices [əˈpendɪsiːz] n pl s ap-pendix

appendicitis [əˌpendɪˈsaɪtɪs] n MED σκω- ληκοειδίτιδα

appendix [əˈpendɪks] (pl sense 1 -dixes[-dɪksiːz], sense 2 -dices [-dɪsiːz]) n 1.MED σκωλη κοειδής απόφυση to haveone’s ~ out/removed βγάζω/αφαι-ρώ τη σκωληκοειδή μου απόφυση (μεεγχείρηση) 2. [σε βιβλίο] παράρτημα

appertain [ˌæpəˈteɪn] vi fml to ~ to sthgυπάγομαι/αρμόζω/εμπίπτω σε κτ

appetite [ˈæpɪtaɪt] n 1. όρεξη ~ forsthg όρεξη να φάω/πιω κτ 2. fig ~ forsthg όρεξη/διάθεση/επιθυμία για κτ

appetizer, -iser [ˈæpɪtaɪzə] n CULIN ορε-κτικό

appetizing, -ising [ˈæpɪtaɪzɪŋ] adj CULIN[για φαγητό] ορεκτικός, που ανοίγει τηνόρεξη

applaud [əˈplɔːd] vti 1. {clap} χειροκρο τώ2. fig {approve} επιδοκιμάζω, επικροτώ

applause [əˈplɔːz] n χειροκρότημα, ε - πευ φημία

apple [ˈæpl] n 1. μήλο 2. phr the ~ ofsb’s eye το καμάρι κπ◆ apple pie n CULIN μηλόπιτα◆ apple tree n BOT μηλιάappliance [əˈplaɪəns] n (ηλεκτρική) συ -

σκευή domestic ~s οικιακές συ-σκευές

applicable [ˈæplɪkəbl] adj [για νόμο, κα -νονισμό] ισχύων, εφαρμόσιμος ~ tosb/sthg που ισχύει για / που αφοράκπ/κτ

applicant [ˈæplɪkənt] n αιτών, υπο ψή-φιος ~ for sthg υποψήφιος για κτ

application [ˌæplɪˈkeɪʃn] n 1. ~ (forsthg) αίτηση (για κτ) 2. (U) εφαρμογή,εκτέλεση 3. {use} εφαρμογή, χρήση 4.{diligence} επιμέλεια, προσήλωση, ερ-γατικότητα 5. COMPUT εφαρμογή◆ application form n έντυπο αίτη -

σης, αίτησηapplicator [ˈæplɪkeɪtə] n εργαλείο ε πά -

λειψης, απλικατέρapplied [əˈplaɪd] adj [για επιστήμες] εφαρ -

μο σμέ νος ~ arts εφαρμοσμένες τέ-χνες

appliqué [əˈpliːkeɪ] n 1. απλικέ, τεχνικήκατά την οποία μικρά κομμάτια υφά-σματος ράβονται πάνω σε μεγαλύτε-ρα για να σχηματίσουν διακοσμητικόμοτίβο 2. το διακοσμητικό μοτίβο πουδημιουργείται με αυτή την τεχνική

apply [əˈplaɪ] (pt & pp -ied)◇ vt 1.εφαρμόζω, θέτω σε εφαρμογή, χρη-σιμοποιώ 2. επιθέτω, επαλείφω, α -πλώ νω 3. [για φυσικές δυνάμεις] εφαρ-μόζω, ασκώ, πιέζω 4. phr to ~ o.s. (tosthg) αφοσιώνομαι (σε κτ), καταπιά-

appealing apply

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:53 Page 34

Page 59: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

νομαι (με κτ)· to ~ one’s mind tosthg προσηλώνω/επικεντρώνω τησκέψη μου σε κτ ◇ vi to ~ (forsthg) κάνω αίτηση (για κτ)· to ~ to sbfor sthg απευθύνομαι σε κπ για κτ◇ vti to ~ to sb/sthg αφορώ κπ/κτ, ισχύω για κπ/κτ

appoint [əˈpɔɪnt] vt 1. διορίζω, εκλέγω,αναθέτω to ~ sb to/as sthg διορίζωκπ σε/ως κτ 2. fml ορίζω, καθορίζω(χρόνο/τόπο)

appointment [əˈpɔɪntmənt] n 1. (U) διο-ρισμός by ~ to Her Majesty theQueen Br [για εταιρείες] φράση πουπροσδιορίζει προμηθευτή της βασι-λικής οικογένειας 2. [για εταιρεία] θέση(εργασίας), [για υπουργό κτλ.] ανάθεσησημαντικής εργασίας 3. ραντεβού tohave an ~ έχω ραντεβού· to makean ~ κλείνω ραντεβού· by ~ με/κα-τόπιν ραντεβού

apportion [əˈpɔːʃn] vt 1. [για χρήματα, πλη-ρωμές] μοιράζω, κατανέμω, επιμερίζω2. καταλογίζω (ευθύνες)

apposite [ˈæpəzɪt] adj fml εύστοχος, ται-ριαστός

appraisal [əˈpreɪzl] n {evaluation} αξιο- λόγηση, εκτίμηση, αποτίμηση

appraise [əˈpreɪz] vt fml {evaluate} αξιο-λογώ, εκτιμώ

appreciable [əˈpriːʃəbl] adj {noticeable}αισθητός, αξιοσημείωτος, υπολογί -σιμος, αξιόλογος

appreciably [əˈpriːʃəblɪ] adv {noticeably}αισθητά, αξιοσημείωτα

appreciate [əˈpriːʃiˌeɪt] ◇ vt 1. εκτι- μώ, (ξέρω να) απολαμβάνω (κτ) 2.{recognise} αντιλαμβάνομαι, κατανοώ,αναγνωρίζω 3. {be grateful} εκτιμώ, αι-σθάνομαι ευγνωμοσύνη◇ vi FIN to~ (in value) ανεβαίνω (σε αξία), ανε-βαίνει η τιμή μου

appreciation [əˌpriːʃɪˈeɪʃn] n 1. (U) {liking}ευχαρίστηση 2. (U) {recognition, under-standing} εκτίμηση, συναίσθηση, κατα-νόηση 3. (U) {gratitude} ευγνωμοσύνη4. FIN ανατίμηση

appreciative [əˈpriːʃətɪv] adj που εκτι-μά, ευγνώμων

apprehend [ˌæprɪˈhend] vt fml 1. {arrest}

συλλαμβάνω 2. dated καταλαβαίνω,αντιλαμβάνομαι

apprehension [ˌæprɪˈhenʃn] n 1. σύλ-ληψη 2. {anxiety} φόβος, ανησυχία 3.dated κατανόηση, αντίληψη

apprehensive [ˌæprɪˈhensɪv] adj ~ aboutsthg ελαφρώς ανήσυχος/αγχωμέ-νος (για κτ)

apprehensively [ˌæprɪˈhensɪvlɪ] advελαφρώς ανήσυχα/αγχωμένα

apprentice [əˈprentɪs] ◇ n {trainee}μαθητευόμενος◇ vt παίρνω κπ ωςμαθητευόμενο to be ~d to sb είμαιμαθητευόμενος σε κπ

apprenticeship [əˈprentɪʃɪp] n μαθητείαapprise [əˈpraɪz] v fml πληροφορώ, ε -

νη μερώνωapproach [əˈprəʊtʃ] ◇ n 1. {arrival}

προσέγγιση, άφιξη 2. {way in, access}πρόσβαση, δίοδος 3. {method} μέθο-δος, μεθοδολογία, προσέγγιση 4. {pro-posal} πλησίασμα, πρόταση to makean ~ to sb προσπαθώ να προσεγ -γίσω κπ ◇ vti 1. προσεγγίζω, πλη-σιάζω the cost ~ed € 5,000 το κό-στος πλησίασε/άγγιξε τα 5.000 € 2.to ~ sb about sthg πλησιάζω/βολι-δοσκοπώ κπ για κτ 3. {deal with} αντι-μετωπίζω, χειρίζομαι, προσεγγίζω

approachable [əˈprəʊtʃəbl] adj 1. προ-σιτός, φιλικός 2. προσβάσιμος, προ-σεγγίσιμος

approaching [əˈprəʊtʃɪŋ] adj [χρονικά,τοπικά] που πλησιάζει

approbation [ˌæprəˈbeɪʃn] n fml {ap-proval} έγκριση

appropriate adj [əˈprəʊpriət], vt [əˈprəʊ -priˌeɪt] ◇ adj {suitable} κατάλληλος,ταιριαστός◇ vt 1. JUR ιδιοποιούμαι,σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι 2. {allo-cate} διαθέτω, προορίζω (κονδύλι γιασυγκεκριμένη χρήση)

appropriately [əˈprəʊprɪətlɪ] adv όπωςαρμόζει

appropriation [əˌprəʊprɪˈeɪʃn] n 1. ιδιο- ποίηση, οικειοποίηση 2. {allocation}κονδύλι, διάθεση κονδυλίου

approval [əˈpruːvl] n 1. επιδοκιμασία,αναγνώριση, αποδοχή to gain sb’s~ κερδίζω την αποδοχή κπ 2. έγκριση,άδεια, συναίνεση, σύμφωνη γνώμη 3.

35 approvalappoint

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:53 Page 35

Page 60: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

36

COMM [για πώληση προïόντων] on ~ επί δο-κιμή

approve [əˈpruːv] vti 1. to ~ (of sb/sthg)εγκρίνω/επιδοκιμάζω κπ/κτ 2. {ratify}επικυρώνω

approved [əˈpruːvd] adj 1. {accepted}έγκριτος, έγκυρος, δόκιμος 2. {autho-rised} εγκεκριμένος, επικυρωμένος

approving [əˈpruːvɪŋ] adj {favourable} επι-δοκιμαστικός

approx. abbr of approximatelyapproximate adj [əˈprɒksɪmət], vi [əˈprɒ -

ksɪˌmeɪt] ◇ adj κατά προσέγ γιση,παραπλήσιος◇ vi fml [για πο σό, ιδιό -τητα] πλησιάζω to ~ to sthg προσεγ-γίζω κτ

approximately [əˈprɒksɪmətlɪ] adv πε- ρίπου, κατά προσέγγιση

approximation [əˌprɒksɪˈmeɪʃn] n 1.{estimate} υπολογισμός κατά προσέγ -γιση, εκτίμηση 2. ~ (to sthg) προ σέγ-γιση (σε κτ), ομοιότητα (προς κτ)

Apr abbr of AprilAPR (abbr of annual percentage rate)

n ετήσιο ποσοστό τόκουaprès-ski [ˌæpreɪ ˈskiː] n sing δραστη-

ριότητες που λαμβάνουν χώρα μετάτο σκι

apricot [ˈeɪprɪkɒt] ◇ n 1. βερίκοκο 2.[χρώμα] βερικοκί◇ comp με/από βε-ρίκοκα◆ apricot tree n BOT βερικοκιάApril [ˈeɪprəl] n Απρίλιος◆ April Fool’s Day n Br Πρωτα -

πριλιά

a priori [ˌeɪ praɪˈɔːraɪ] adj & adv fml εκ τωνπροτέρων

apron [ˈeɪprən] n 1. ποδιά to be tied tosb’s ~ strings inf τρέχω πίσω απότην ποδιά/το φουστάνι (της μάνας/γυναίκας μου) 2. AERON χώρος στάθ- μευ σης και φορτοεκφόρτωσης αε-ροσκαφών 3. ~ (stage) προσκήνιοσκηνής (θεάτρου)

apropos [ˈæprəpəʊ] ◇ adj fml {perti-nent} εύστοχος, κατάλληλος◇ prepfml επί τη ευκαιρία ~ of sthg μιας καιαναφέραμε κτ, σε σχέση με κτ

apt [æpt] adj 1. {pertinent} εύστοχος, προ-σφυής, αρμόζων 2. to be ~ to dosthg έχω την τάση να κάνω κτ 3. επι-δεκτικός, ευφυής he is an ~ studentείναι ένας ευφυής μαθητής

aptitude [ˈæptɪtjuːd] n {skill} έφεση, κλί-ση, ταλέντο to have an ~ for sthgέχω κλίση σε κτ◆ aptitude test n τεστ ικανοτή των/

δεξιοτήτωνaptly [ˈæptlɪ] adv {suitably} εύστοχα, κα-

τάλληλαaqualung [ˈækwəlʌŋ] n [για καταδύσεις]

συσκευή/φιάλη (οξυγόνου) aquamarine [ˌækwəməˈriːn] n 1. [ημι -

πολύτιμος λίθος] ακουαμαρίνα 2. [χρώ μα]γαλαζοπράσινο, ακουαμαρίν

aquaplane [ˈækwəpleɪn] ◇ n SPORTμονή σανίδα θαλάσσιου σκι◇ viAUT Br υδρο λισθαίνω

aquaplaning n 1. ΑUT υδρολίσθηση, ολί-σθηση οχήματος σε υδάτινη επιφάνεια2. SPORT θαλάσσιο σκι με μία σανίδα

aquarium [əˈkweərɪəm] (pl -s OR -ria[-rɪə]) n ενυδρείο

Aquarius [əˈkweərɪəs] n ASTROL [ζώδιο]Υδρο χόος

aquatic [əˈkwætɪk] adj 1. υδρόβιος 2.θα λάσσιος ~ sports θαλάσσια σπορ

aqueduct [ˈækwɪdʌkt] n υδραγωγός,υδραγωγείο

aquiline [ˈækwɪˌlaɪn] adj fml αετίσιος,γαμψός (όπως η μύτη του αετού)

ARA (abbr of Associate of the RoyalAcademy) n Br πρόσεδρο μέλος τηςΒασιλικής Ακαδημίας (Τεχνών)

Arab [ˈærəb] n 1. Άραβας 2. ΖOOL αραβι-κός ίππος

arabesque [ˌærəˈbesk] n 1. αραβούρ-γημα 2. αραμπέσκ (θέση ποδιού στομπαλέτο)

Arabia [əˈreɪbjə] n ΑραβίαArabian [əˈreɪbjən] adj αραβικός◆ Arabian desert n (the) ~ (η) Α -

ραβική έρημος◆Arabian Peninsula n (the) ~ (η)

Αραβική Χερσόνησος

APRIL FOOL’S DAY: Η 1η Απρι -λίου είναι η μέρα που οι άνθρωποι κάνουν κάθεείδους πλάκα ο ένας στον άλλον: λένε αστεία,κάνουν φάρσες κτλ. Οι φάρσες της Πρωταπρι -λιάς δεν επιτρέπονται μετά το με σημέρι.

approve Arabian

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:53 Page 36

Page 61: protes selides.qxd:Layout 1X invariable inv applied to a noun to indicate that the plural and singular forms are the same, e.g. sheeppl. invfour sheep Irish English Irish ironic iro

◆Arabian Sea n (the) ~ (η) Αρα βι-κή Θάλασσα

Arabic [ˈærəbɪk] ◇ adj αραβικός◇n [γλώσσα] αραβικά◆ Arabic numeral n αραβικός α -

ριθμός (0 έως 9)arable [ˈærəbl] adj [για έδαφος] καλ λιερ -

γήσιμοςarbiter [ˈɑːbɪtə] n fml {judge} κριτής, διαι -

τητής, κριτικόςarbitrary [ˈɑːbɪtrərɪ] adj 1. αυθαίρετος 2.

{random} τυχαίοςarbitrate [ˈɑːbɪtreɪt] vi διαιτητεύω, δια -

κανονίζωarbitrage [ˈaːbɪˌtraːӡ] n FIN αρμπιτράζ,

πρόκριση συναλλαγής/συναλλάγμα-τος, διαιτησία

arbitration [ˌɑːbɪˈtreɪʃn] n [σε επίλυσηδιαφορών] διαιτησία to go to ~ πα ρα-πέμπομαι σε διαιτησία

arbour [ˈɑːbə] n κληματαριά, πέργο λα,κρεβατίνα

arc [ɑːk] n 1. GEOM {curve} τόξο, τμήμα κα-μπύ λης 2. PHYS ηλεκτρικό ή βολταϊκότόξο◆ arc welder n ηλεκτροσυγκολλη-

τήςarcade [ɑːˈkeɪd] n 1. εμπορική στοά 2.

ARCHIT στοάarch [ɑːtʃ] ◇ adj τσαχπίνης, πονη-

ρούλης, κατεργάρης◇ n 1. ARCHITαψίδα, καμάρα 2. {οf the sole} καμάρα(ποδιού)◇ vi κυρτώνω, σχηματίζωαψίδα

arch- [ɑːtʃ] prefix {chief} αρχι-archaeological, Αm archeological

[ˌɑːkɪ əˈ lɒdʒɪkl] adj αρ χαιο λογικόςarcha eologist, Αm archeologist

[ˌɑːkɪ ̍ɒlədʒɪst] n αρχαιο λόγοςarchaeology, Αm archeology [ˌɑːkɪˈɒ -

lədʒɪ] n αρχαιολογίαarchaic [ɑːˈkeɪɪk] adj αρχαϊκός, αρχαΐ -

ζων, πεπαλαιωμένοςarchaism [ˈɑːkeɪˌz(ə)m] n αρχαϊσμόςarchangel [ˈɑːkˌeɪndʒəl] n αρχάγγελοςarchbishop [ˌɑːtʃˈbɪʃəp] n REL αρχιεπί -

σκο ποςarchdeacon [ɑːtʃˈdiːkən] n REL αρχιδιά-

κο νοςarchduchess [ˌɑːtʃˈdʌtʃɪs] n αρχιδού -

κισσα

archduke [ˌɑːtʃˈdjuːk] n αρχιδούκαςarched [ɑːtʃt] adj 1. ARCHIT αψιδωτός, θο-

λωτός 2. {curved} καμπυλωτόςarched nose n γαμψή μύτηarch-enemy [ˌɑːtʃˈenɪmɪ] (pl -ies) n ο με-

γαλύτερος εχθρός κπarcher [ˈɑːtʃə] n SPORT τοξότης, τοξοβό-

λοςarchery [ˈɑːtʃərɪ] n SPORT τοξοβολία, το-

ξευ τικήarchetypal [ˌɑːkɪˈtaɪpl] adj αρχέτυπος,

αρχετυπικόςarchetype [ˈɑːkɪtaɪp] n αρχέτυποarchimandrite [ɑːkɪˈmændraɪt] n REL

αρχι μανδρίτηςarchipelago [ˌɑːkɪˈpelɪɡəʊ] (pl -es OR -s)

n αρχιπέλαγοςarchitect [ˈɑːkɪtekt] n 1. αρχιτέκτονας

2. fig πρωτεργάτης, οργανωτήςarchitectural [ˌɑːkɪˈtektʃərəl] adj αρχι -

τεκτονικόςarchitecture [ˈɑːkɪˈtektʃə] n 1. αρχιτε-

κτο νική 2. [σε κτίριο] αρχιτεκτονική,ρυθμός

archive [ˈaːkaɪv]◇ n 1. (κυρίως στονπληθ.) ιστορικό αρχείο (με στοι χεία γιαθέσεις, οργανισμούς κτλ.) 2. COMPUTφυλασσόμενο αρχείο Η/Υ που έχεισωθεί σε σκληρό δίσκο ή CD 3. COMPUTαρχείο Η/Υ σε συμπιεσμένη μορφή◇ vt 1. COMPUT αρχειοθετώ 2. [για ιστο- ρικό αρχείο] αρχειοθετώ

archive file [ˈɑːkaɪv faɪl] n COMPUT αρ- χείο αρχειοθήκης

archivist [ˈɑːkɪvɪst] n αρχειοφύλακαςarchway [ˈɑːtʃweɪ] n στοά, θολωτός

διάδρομος, αψιδωτή πύληArctic [ˈɑːktɪk] ◇ adj 1. GEOGR αρκτι-

κός 2. inf πολικός, πολύ κρύος◇ n(the) ~ (η) Αρκτική◆ Arctic Circle n (the) ~ (ο) Αρκτι -

κός Κύ κλος◆Arctic Ocean n (the) ~ (ο) Αρκτι -

κός Ωκεανόςardent [ˈɑːdənt] adj {passionate} θερμός,

ένθερμος, παθιασμένοςardour Br, ardor Am [ˈaːdə] n {zeal} ζή-

λος, ζέση, πάθοςarduous [ˈɑːdjʊəs] adj fml επίπονος, κο -

πιαστικός, δύσκολος

37 arduousArabic

A.teliko51_0001_0051.qxd:Layout 1 15/9/10 07:53 Page 37