Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

12
Peter Brown Η Μελέτη της Ύστερης Αρχαιότητας Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, συνάδελφοι και αγαπητοί φοιτητές, οφείλω να ξεκινήσω ζητώντας την κατανόησή σας που δεν σας μιλώ στα ελληνικά. Αλλά, σε αυτήν τη χαρούμενη ημέρα, επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σας κάποια πράγματα μέσα από την καρδιά μου. Αυτά απαιτούν τον αυθορμητισμό μίας μητρικής γλώσσας. Διότι αυτά που έχω να προσφέρω αποτελούν μία μικρή ανταπόδοση – ένα αντίδωρο – για μία τόσο σπουδαία τιμή. Και ελπίζω να είναι μία αντάξια ανταπόδοση. Διότι η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη όπου είναι δυνατόν (περισσότερο από κάθε άλλη πόλη της Ελλάδας ή, ακόμη και του κόσμου) να δει κανείς την ίδια την ουσία του βυζαντινού πολιτισμού κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων, καθώς αυτός μεγάλωνε, όπως ο κορμός ενός μεγάλου δένδρου, μέσα από το πλούσιο, προχριστιανικό χώμα της αψίδας και του παλατιού του Γαλέριου μέσα από τον υπερφυσικό τρούλλο του Αγίου Γεωργίου, έως τα απαστράπτοντα ψηφιδωτά (με το έντονο πράσινο «παραδείσιο» χρώμα) του Αγίου Δημητρίου. Πρέπει επίσης να ζητήσω την κατανόησή σας που δεν θα σας προσφέρω ένα πλήρες πανόραμα της μελέτης της ύστερης αρχαιότητας κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων. Μία διάλεξη αυτού του είδους δεν θα ταίριαζε σε αυτήν την ευτυχή συγκυρία. Αντιθέτως, θέλω να σας προσφέρω ένα σκιαγράφημα του δικού μου, προσωπικού εξερευνητικού ταξιδιού αυτών των αιώνων και όσα προσωπικά οφείλω σε άλλους μελετητές – σε τόσους ήρωες και ηρωίδες, φίλους και συναδέλφους: όλοι όσοι από εμάς έχουμε αφιερωθεί στη μελέτη αυτού που, πριν από περίπου πενήντα χρόνια, εμφανιζόταν στους περισσότερους μορφωμένους ανθρώπους πως ήταν ένα καταθλιπτικό και κενό τοπίο, το οποίο βρισκόταν κάτω από την επιβλητική σκιά της πτώσης της Ρώμης. Κοιτώντας πίσω, σε μία περίοδο που ξεπερνά τα πενήντα χρόνια, συνειδητοποιώ πως οι δύο πιο σημαντικές στιγμές που με οδήγησαν στην απόφασή μου να αφιερωθώ στη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας ήταν η ανάγνωση δύο βιβλίων, γραμμένων από δύο ξένους μελετητές. Διάβασα το κάθε ένα μέσα σε ένα περιβάλλον που ήταν κατ’ εξοχήν αγγλικό. Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, μέσα σε μία μικρή βάρκα στον ποταμό Cherwell, καθώς κυλά δίπλα από τους πύργους της Οξφόρδης, διάβασα το Saint Augustin et la fin de la culture antique (Άγιος Αυγουστίνος και το τέλος του αρχαίου πολιτισμού) του Henri-Irénée Marrou και την προκλητική Retractatio του, δηλ. τον επίλογό του. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που παραδόθηκα σε έναν τόσο αγγλικό τρόπο χαλάρωσης. Αλλά τη Retractatio του Marrou με ακολουθεί από τότε. Ήταν το καλοκαίρι του 1956. Έναν χρόνο αργότερα, το 1957, στη Βρετανική Σχολή της Ρώμης, διάβασα το Aspetti sociali del quarto secolo (Κοινωνικές όψεις του τέταρτου αιώνα) του Santo Mazzarino. Το διάβασα με τέτοια προσήλωση που ξέχασα να συναντήσω τους άλλους συναδέλφους μου στη Βρετανική Σχολή στις 4 η ώρα punto – ακριβώς – για να συμμετάσχω στην αγγλική τελετουργία του απογευματινού 1

Transcript of Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

Page 1: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

Peter BrownΗ Μελέτη της Ύστερης Αρχαιότητας

Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, συνάδελφοι και αγαπητοί φοιτητές, οφείλω να ξεκινήσω ζητώντας την κατανόησή σας που δεν σας μιλώ στα ελληνικά. Αλλά, σε αυτήν τη χαρούμενη ημέρα, επιθυμώ να μοιραστώ μαζί σας κάποια πράγματα μέσα από την καρδιά μου. Αυτά απαιτούν τον αυθορμητισμό μίας μητρικής γλώσσας.

Διότι αυτά που έχω να προσφέρω αποτελούν μία μικρή ανταπόδοση – ένα αντίδωρο – για μία τόσο σπουδαία τιμή. Και ελπίζω να είναι μία αντάξια ανταπόδοση. Διότι η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη όπου είναι δυνατόν (περισσότερο από κάθε άλλη πόλη της Ελλάδας ή, ακόμη και του κόσμου) να δει κανείς την ίδια την ουσία του βυζαντινού πολιτισμού κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων, καθώς αυτός μεγάλωνε, όπως ο κορμός ενός μεγάλου δένδρου, μέσα από το πλούσιο,

προχριστιανικό χώμα της αψίδας και του παλατιού του Γαλέριου⋅ μέσα από τον

υπερφυσικό τρούλλο του Αγίου Γεωργίου, έως τα απαστράπτοντα ψηφιδωτά (με το έντονο πράσινο «παραδείσιο» χρώμα) του Αγίου Δημητρίου.

Πρέπει επίσης να ζητήσω την κατανόησή σας που δεν θα σας προσφέρω ένα πλήρες πανόραμα της μελέτης της ύστερης αρχαιότητας κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα χρόνων. Μία διάλεξη αυτού του είδους δεν θα ταίριαζε σε αυτήν την ευτυχή συγκυρία. Αντιθέτως, θέλω να σας προσφέρω ένα σκιαγράφημα του δικού μου, προσωπικού εξερευνητικού ταξιδιού αυτών των αιώνων και όσα προσωπικά οφείλω σε άλλους μελετητές – σε τόσους ήρωες και ηρωίδες, φίλους και συναδέλφους: όλοι όσοι από εμάς έχουμε αφιερωθεί στη μελέτη αυτού που, πριν από περίπου πενήντα χρόνια, εμφανιζόταν στους περισσότερους μορφωμένους ανθρώπους πως ήταν ένα καταθλιπτικό και κενό τοπίο, το οποίο βρισκόταν κάτω από την επιβλητική σκιά της πτώσης της Ρώμης.

Κοιτώντας πίσω, σε μία περίοδο που ξεπερνά τα πενήντα χρόνια, συνειδητοποιώ πως οι δύο πιο σημαντικές στιγμές που με οδήγησαν στην απόφασή μου να αφιερωθώ στη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας ήταν η ανάγνωση δύο βιβλίων, γραμμένων από δύο ξένους μελετητές. Διάβασα το κάθε ένα μέσα σε ένα περιβάλλον που ήταν κατ’ εξοχήν αγγλικό. Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, μέσα σε μία μικρή βάρκα στον ποταμό Cherwell, καθώς κυλά δίπλα από τους πύργους της Οξφόρδης, διάβασα το Saint Augustin et la fin de la culture antique (Άγιος Αυγουστίνος και το τέλος του αρχαίου πολιτισμού) του Henri-Irénée Marrou και την προκλητική Retractatio του, δηλ. τον επίλογό του. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που παραδόθηκα σε έναν τόσο αγγλικό τρόπο χαλάρωσης. Αλλά τη Retractatio του Marrou με ακολουθεί από τότε. Ήταν το καλοκαίρι του 1956. Έναν χρόνο αργότερα, το 1957, στη Βρετανική Σχολή της Ρώμης, διάβασα το Aspetti sociali del quarto secolo (Κοινωνικές όψεις του τέταρτου αιώνα) του Santo Mazzarino. Το διάβασα με τέτοια προσήλωση που ξέχασα να συναντήσω τους άλλους συναδέλφους μου στη Βρετανική Σχολή στις 4 η ώρα punto – ακριβώς – για να συμμετάσχω στην αγγλική τελετουργία του απογευματινού

1

Page 2: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

τσαγιού. Εξαιτίας αυτής της στιγμής αφηρημάδας απέκτησα μία φήμη, παρόλο που εν πολλοίς δεν την άξιζα, πως είμαι ένας χαλκέντερος – ένας σταχανοβίτης των ύστερων ρωμαϊκών σπουδών.

Τι υπήρχε σε αυτά τα δύο βιβλία που τα είχαν γράψει δύο μελετητές με τόσο διαφορετικό ταμπεραμέντο και εκπαίδευση, που τράβηξε την προσοχή μου εκείνη την περίοδο; Το εξής: και τα δύο βιβλία πρότειναν, για πρώτη φορά, μία πιο θετική αποτίμηση των τελευταίων αιώνων του αρχαίου κόσμου. Για τον Marrou, ο πολιτισμός της ύστερης αυτοκρατορίας ήταν un organisme vigoureux , en pleine evolution (ένας εύρωστος οργανισμός σε πλήρη εξέλιξη). Επρόκειτο για έναν δυναμικό πολιτισμό, ο κληρονόμος του μακρόχρονου μεγαλείου του Ελληνισμού, που είχε επίγνωση του παρελθόντος του και ήταν σε θέση να αναπτυχθεί περαιτέρω. Για τον Santo Mazzarino, η ιστορία της Ρώμης του 4ου αιώνα (τόσο της πόλης όσο και της αυτοκρατορίας) ήταν μία ιστορία που συνέχιζε να δημιουργείται «κάτω από την ταμπέλα της συνέχειας». Ο αιώνας που ακολούθησε τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου στον χριστιανισμό εξακολουθούσε να χαρακτηρίζεται από μία συνέχεια με τον αρχαίο κόσμο. Ήταν μία εποχή της civilitas (πολιτικής), στην οποία οι εύθραυστες, πνευματώδεις αξίες της αρχαίας πόλης εξακολουθούσαν να κυριαρχούν, ακόμη και σε έναν κόσμο που είχε αλλάξει.

Αυτό όμως δεν ανταποκρινόταν σε ό,τι είχα ακούσει έως τότε. Για να κατανοήσουμε πόσο καινούργιες και συναρπαστικές θα μπορούσαν να φαίνονται αυτές οι απόψεις σε ένα νεαρό φοιτητή από τα Βρετανικά Νησιά, θα πρέπει να πάμε πίσω στο παρελθόν και στην κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1950. Ήταν μία Ευρώπη που μόλις είχε αναδυθεί μέσα από μία εποχή τυραννίας και βίας, μετά το τέλος αυτού που ονομάσθηκε (τόσο εύστοχα) τα Τριάντα Χρόνια Πολέμου της σύγχρονης εποχής – μεταξύ 1914 και 1945. Ήταν ένας μεταπολεμικός κόσμος, που βρισκόταν ενώπιον της σκιάς του Ψυχρού Πολέμου, η οποία εξαπλωνόταν μπροστά του. Υπήρχε μία ευνοϊκή διάθεση για σκοτεινές σκέψεις. Συγκρούσεις η κατάρρευση των αρχαίων θεσμών και το τέλος του αρχαίου τρόπου ζωής και σκέψης: αυτή ήταν η θεματολογία στην οποία είχαν την τάση να επικεντρώνονται οι ιστορικοί της αρχαιότητας όταν έστρεφαν την προσοχή τους στους τελευταίους αιώνες του ρωμαϊκού κόσμου.

Τα εναρκτήρια λόγια του Herbert Bloch όταν μίλησε για τους τελευταίους παγανιστές της Ρώμης, κατά τη διάρκεια των Διαλέξεων Warburg το 1958, που που έχουν για θέμα τους τη Διαμάχη Μεταξύ Παγανισμού και Χριστιανισμού, συνοψίζουν τη διάθεση μίας Ευρώπης η οποία ήταν ακόμη συνηθισμένη στο σκοτάδι:

Ο Άγιος Βερνάρδος του Κλερβό λέει: Habet mundus iste noctes suas , et non paucas (αυτός ο κόσμος μας έχει τις νύχτες του, και δεν είναι λίγες). Και εμείς περνάμε μέσα από μία τέτοια περίοδο σκοταδισμού εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια, όντας ακόμα και σήμερα αβέβαιοι κατά πόσον το σημερινό μεσοδιάστημα θα οδηγήσει σε μία πραγματική χαραυγή...

2

Page 3: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

Σε εποχές όπως η δική μας [συνεχίζει], είναι πιο εύκολο να κατανοήσει κανείς συναφείς περιόδους, στις οποίες, παραδόσεις και αξίες που είναι προ πολλού θεμελιωμένες, συντρίβονται.

Σύμφωνα με τους πρωτοπόρους μελετητές των αρχών του εικοστού αιώνα, σκιές παρόμοιες με εκείνες της δικής τους εποχής είχαν επίσης σκεπάσει τους τελευταίους αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Ήδη από το 1926, ο σπουδαίος Ρώσος ιστορικός Michael Rostovtzeff, είχε θέσει επί τάπητος το ζήτημα στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου του Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας :

Η κοινωνική επανάσταση του τρίτου αιώνα ... κατέστρεψε τα θεμέλια της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής του αρχαίου κόσμου.

Η ανάγνωση του Rostovtzeff προωθούσε την άποψη πως, μετά τον τρίτο αιώνα, σκοτάδι σκέπασε τον αρχαίο κόσμο. Για πολλούς αιώνες, δεν θα εμφανιζόταν μία χαραυγή. Ο Rostovtzeff παρουσίασε την ρωμαϊκή αυτοκρατορία του τετάρτου και πέμπτου αιώνα ως έναν κόσμο που βίαια αποκόπηκε από το κλασικό του παρελθόν. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ήδη έμοιαζαν με αυτά του Μεσαίωνα.

Το ίδιο ίσχυε όσον αφορά τη διατύπωση απόψεων σχετικά με το θρησκευτικό αναβρασμό αυτής της περιόδου. Και αυτό ερμηνεύθηκε με όρους όπως «κρίση» και «ρήξη». Επιλέγοντας τον τίτλο των διαλέξεών του το 1963, Παγανιστές και Χριστιανοί σε μία Εποχή Αγωνίας, ο συμπατριώτης μου E. R. Dodds δανείστηκε τον όρο “Εποχή Αγωνίας” από τον φίλο του W. H. Auden, Άγγλο ποιητή. Για τον Auden, η φράση συνόψιζε την απειλητική επανεμφάνιση της σωματικής και πνευματικής βίας, η οποία είχε εξαπλωθεί ταχύτατα σε ολόκληρη της Ευρώπη τη δεκαετία του 1930. Για τον E. R. Dodds, η εποχή μεταξύ του Μάρκου Αυρήλιου και του Κωνσταντίνου ήταν παρόμοια με αυτήν. Στην έρευνά του σχετικά με τον τρίτο αιώνα, ο Dodds θεώρησε δεδομένη την αρνητική εκτίμηση του Rostovtzeff:

Από έναν κόσμο τόσο φτωχό πνευματικά, τόσο ανασφαλή όσον αφορά τα υλικά αγαθά, τόσο γεμάτο με φόβο και μίσος όσο ο τρίτος αιώνας, οποιοδήποτε μονοπάτι που υποσχόταν διαφυγή θα πρέπει να είχε προσελκύσει κάθε σοβαρό μυαλό... Ολόκληρος ο πολιτισμός, παγανιστικός αλλά και χριστιανικός, εισερχόταν σε μία περίοδο στην οποία η θρησκεία θα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής και η αναζήτηση του Θεού θα έριχνε τη σκιά του πάνω σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα.

Διαβάζοντας κανείς τη Retractatio του Marrou και το Aspetti sociali του Santo Mazzarino το 1956 και το 1957, ήταν σαν να έβγαινε από μία περιοχή παγωμένων σκιών και να έμπαινε σε ένα τοπίο που εξακολουθούσε να διαθέτει τη ζέση του

3

Page 4: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

απογευματινού ήλιου του ίδιου του αρχαίου κόσμου. Το μήνυμα και των δύο βιβλίων

ήταν σαφές. Υπήρχε ζωή μετά τον τρίτο αιώνα⋅ και έφθασε να ονομαστεί «Ύστερη

Αρχαιότητα».

Αλλά όλα αυτά συνέβαιναν στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Τι ακολούθησε και σε ποιο σημείο βρισκόμαστε σήμερα;

Αυτό που εν πρώτοις μου προκαλεί εντύπωση όσον αφορά τις πρώτες δεκαετίες της περιόδου που ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του 1950, ήταν η ένταση με την οποία νεαροί ερευνητές (όπως εγώ) στράφηκαν στη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας, ώστε να βρουν μία διέξοδο από την μεταπολεμική κατάσταση στην οποία αναφέρθηκα. Μία γενιά μετα-μεταπολεμική, είχαμε κουραστεί από τους μελοδραματικούς συλλογισμούς που σχετίζονταν με την παρακμή, την πτώση και το τέλος του πολιτισμού. Αυτού του είδους η ρητορική μας έδινε την εντύπωση ενός είδους πολιτισμικού ναρκισσισμού. Όπως οι υποχόνδριοι που θεωρούν ότι μονάχα η δική τους ασθένεια αξίζει την προσοχή, όσοι υιοθέτησαν τη ρητορική της κρίσης και παρακμής έδιναν την εντύπωση πως θεωρούσαν ότι τα διλήμματα της δικής τους, σύγχρονης Ευρώπης (όσο τρομακτικά και αν είναι), παρείχαν το μοναδικό κριτήριο με το οποίο θα αξιολογούσαν τις τύχες των ανθρώπων, σε κοινωνίες που χωρίζονταν από τη δική μας με τεράστιες αποστάσεις, τόσο χωρικές όσο και χρονικές. Ήταν έτοιμοι να αφουγκραστούν το απομακρυσμένο παρελθόν μόνον αν τους μιλούσε για τον εαυτό τους.

Αλλά τι θα ίσχυε αν, αυτό το απομακρυσμένο παρελθόν, μιλούσε για άλλα πράγματα αντί για τα δικά μας άμεσα ενδιαφέροντα και μας έφερνε μπροστά σε τοπία διαφορετικά από τον δικό μας κόσμο; Για εμένα, η μελέτη της ύστερης αρχαιότητας ήταν πάντοτε ένας τρόπος να ξεφύγουμε από τον πολιτισμικό ναρκισσισμό. Είναι ένας τρόπος να μάθουμε να ακούμε το παρελθόν, αναζητώντας μηνύματα που δεν αφορούν άμεσα τη δική μας εποχή. Αυτά τα μηνύματα ενδέχεται αρχικά να μας φανούν ξένα, άγνωστα και άσχετα. Παρ’ όλ’ αυτά, αν τα αντιμετωπίσουμε με σεβασμό (κατά καιρούς, κυριολεκτικά αποκωδικοποιημένα από επιγραφές πάνω σε πέτρες, από παπύρους, από γλαφυρά αποσπάσματα κειμένων σε κάθε γλώσσα, από τη Μεσόγειο ως την Κεντρική Ασία) αυτά τα μηνύματα – που φθάνουν σε εμάς με αργό ρυθμό, σαν να προέρχονται από μακρινούς γαλαξίες – μπορεί να είναι εκείνα που, σε βάθος χρόνου, προσφέρουν τεράστια ανακούφιση και αυτοπεποίθηση στη δική μας εποχή.

Η επιθυμία να ξεπεράσουμε τον πολιτισμικό ναρκισσισμό, ο οποίος έθρεψε την τάση μας να βλέπουμε το τέλος του κλασικού πολιτισμού με όρους όπως «κρίση», «ρήξη» και «παρακμή», ήταν εκείνο που πυροδότησε τη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας τις δεκαετίες 1960 και 1970. Το διακύβευμα ήταν μία νέα προσέγγιση στη μελέτη της συνέχειας μεταξύ του αρχαίου και του πρώιμου βυζαντινού κόσμου. Αντί να αποδεχθούμε ένα σενάριο ξαφνικής και ολικής κατάρρευσης – ένα είδος ιστορικού Grand Guinol ή ταινίας τρόμου – ήρθαμε αντιμέτωποι με το πιο δύσκολο εγχείρημα

4

Page 5: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

της αποτίμησης του πλούτου ενός ολόκληρου πολιτισμού – τους συνδέσμους του με το παρελθόν, την ικανότητά του να επιβιώνει και την ικανότητά του να προσαρμόζεται στις περιστάσεις.

Προκειμένου να το επιτύχουμε αυτό, στρέψαμε το βλέμμα μας στην Ανατολή και, κυρίως, στον ελληνόφωνο κόσμο. Όπως ο Κωνσταντίνος του Δάντη, η μελέτη της ύστερης αρχαιότητας si fece Greco (έγινε ελληνική). Αυτός ήταν ένας σημαντικός επαναπροσδιορισμός μίας διαμάχης που (τουλάχιστον για εμένα) είχε ξεκινήσει με τη μονογραφία του Marrou για τον Αυγουστίνο – της τεράστιας αυτής ιδιοφυΐας, η σκέψη του οποίου κυριάρχησε τόσο στην λατινική Καθολική εκκλησία όσο και στον Προτεσταντισμό της Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης – και την εξαιρετική μελέτη του Mazzarino σχετικά με την Ρώμη του τετάρτου αιώνα. Αλλά δεν μπορούμε να πούμε (όπως ο Δάντης για τον Κωνσταντίνο) ότι αυτή η καλή πρόθεση f è mal frutto – γέννησε κάποιον κακό καρπό. Δίχως το έργο των ερευνητών που ήταν έτοιμοι να εφαρμόσουν τις γνώσεις που διέθεταν για την κλασική ελληνική γλώσσα σε όσα ήδη γνωρίζαμε (ή νομίζαμε ότι γνωρίζαμε) για τον πολιτισμό και την πολιτική της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όταν διαμορφώθηκε ο βυζαντινός πολιτισμός, η μελέτη της ύστερης αρχαιότητας όπως την ξέρουμε δεν θα είχε λάβει χώρα ποτέ.

Επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω πως, στην Αγγλία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, αυτή ήταν μία πολύ σημαντική αλλαγή. Ουσιαστικά σήμαινε την αποκέντρωση της Ευρώπης. Πολλοί από εμάς (όπως και εγώ) είχαν ξεκινήσει ως ιστορικοί της

λατινικής Δύσης. Είχαμε διαβάσει τον Αυγουστίνο⋅ είχαμε επισκεφθεί την Ρώμη⋅ θρηνήσαμε για τις βαρβαρικές εισβολές και, ταυτόχρονα, μελετήσαμε με μεγάλη προσοχή τις βαρβαρικές κοινωνίες που έμοιαζαν να αποτελούν τη βάση των εθνικών ταυτοτήτων της βορειοδυτικής Ευρώπης. Εγώ από την πλευρά μου, είχα να αντιμετωπίσω ένα πιο μακρινό ταξίδι από ό,τι η πλειοψηφία των συναδέλφων μου. Διότι είχα ξεκινήσει ως μελετητής του δυτικού Μεσαίωνα. Δεν ήμουν ένας κλασικιστής. Για εμένα, η μετακίνηση από τον κόσμο της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Γερμανίας έμοιαζε σαν να έβγαινα ξαφνικά από την σκιά ενός γοτθικού καθεδρικού ναού σε ένα ηλιόλουστο τοπίο της Μεσογείου. Από τότε, ήταν η προσωπική μου ευχαρίστηση να εξερευνώ αυτόν τον ζεστό και γόνιμο κόσμο και να μοιράζομαι αυτήν την εμπειρία με εκείνους που, στον αγγλόφωνο κόσμο, έφθασαν σε αυτό το τοπίο ταυτόχρονα, αν και ο καθένας τους από ένα διαφορετικό μονοπάτι από το δικό μου: έχω κυρίως κατά νου τους φίλους μου Alan Cameron, Dame Averil Cameron και Glen Bowersock. Ήταν καλό που μεγάλωσα δίπλα σε έναν τέτοιο θίασο χαρούμενων γιγάντων.

Αλλά, βέβαια, (τόσο για εμένα όσο και για πολλούς άλλους) εκείνο που δημιούργησε τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό ήταν η συνειδητοποίηση πως αυτό το τοπίο δεν σταματούσε στα σύνορα του ελληνόφωνου κόσμου. Σύντομα, η μελέτη της ύστερης αρχαιότητας άρχισε να συμπεριλαμβάνει τον σπουδαίο Τρίτο Κόσμο της Σασανιδικής περσικής αυτοκρατορίας και την πολιτισμική μήτρα ενός κατά κύριο λόγο συρόφωνου χριστιανισμού, που εκτεινόταν ανατολικά από την Αντιόχεια ως τα

5

Page 6: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

υψίπεδα του Ιράν, βόρεια ως τον Καύκασο και νότια ως την Αιθιοπία. (Πράγματι, με τη μορφή μανιχαϊκών και νεστοριανών κοινοτήτων, μία αναγνωρίσημη εκδοχή του χριστιανισμού της ύστερης αρχαιότητας έφθασε στις πόλεις-οάσεις της ερήμου Τάκλα Μακάν (Taklamakan) και στις άγνωστες περιοχές της Chang’an /σημερινή Xian (Ξιάν), της δυτικής πρωτεύουσας της Κίνας, επιβιώνοντας σε αυτά τα μέρη για πολλούς αιώνες).

Στη δική μας εποχή, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε το γεωγραφικό εύρος του τοπίου στο οποίο θα πρέπει να τοποθετηθεί ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας. Ο γοργά αυξανόμενος όγκος των επιστημονικών μελετών που είναι αφιερωμένες στην ιστορία και λογοτεχνία των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολής αποτελεί μία πρόκληση για τους δυτικοευρωπαίους. Όσοι από εμάς θέλουμε να μάθουμε τι είναι αυτό που σήμερα καλείται “χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης”, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως ο χριστιανισμός δεν υπήρξε ποτέ μία αποκλειστικά ευρωπαϊκή θρησκεία. Δεν ζούμε σε μία προστατευόμενη όαση, που βασίζεται μονάχα στους θησαυρούς της Ελλάδας και της Ρώμης. Έχουμε πιο βαθιές ρίζες, οι οποίες έχουν καλλιεργηθεί και τραφεί σε πολύ πιο μακρινές περιοχές. Όσοι επιθυμούν να ακολουθήσουν τις τύχες του χριστιανισμού σε όλο του το εύρος, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να προσθέσουν στη γνώση που έχουν της λατινικής και ελληνικής γλώσσας και τις γλώσσες της χριστιανικής ανατολής – συριακά, κοπτικά, αρμενικά, γεωργιανά, αιθιοπικά, ακόμη και σογδιανά. Θα πρέπει να είναι έτοιμοι να κάνουν μακρινά και ζεστά ταξίδια σε ό,τι, δυστυχώς, στη σύγχρονη εποχή, έχει μετατραπεί σε επικίνδυνες περιοχές γεμάτες μίσος που έχει καλλιεργηθεί επί τη βάσει λανθασμένων πεποιθήσεων. Θα βρουν τις “χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης” σε σημεία που δεν περιμένουν πως θα τις συναντήσουν: στις όχθες του Ευφράτη, δίπλα στον Νείλο και στα υψίπεδα της Αρμενίας και της Αιθιοπίας. Πλέον δεν είναι αρκετό (όπως ήταν για τους περισσότερο απλοϊκούς Ιρλανδούς προγόνους μου κατά τη διάρκεια των πρώιμων μεσαιωνικών χρόνων) το προσκυνηματικό ταξίδι μονάχα προς τη Ρώμη.

Θυμάμαι τα λόγια του Γεώργιου Σεφέρη από ένα συγκινητικό απόσπασμα από τις Μέρες του, τον Ιούλιο του 1942 (4:224). Στεκόμενος μέσα στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, γεμάτη με ναούς τριών θρησκειών, των οποίων οι πιστοί είχαν φθάσει από κάθε γωνιά του κόσμου, συνειδητοποίησε (εν μέσω του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου) πως η μάχη της εποχής του δεν αφορούσε “τον πολιτισμό της Ευρώπης”. Αφορούσε τον άνθρωπο, την ίδια την ανθρωπότητα. Και πρόκειται για μία ανθρωπότητα της οποίας οι βασικοί πρωταγωνιστές τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή αναδύθηκαν ή μεταμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια στης σπουδαίας πολιτισμικής και θρησκευτικής αλλαγής της ύστερης αρχαιότητας. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής – και όχι στην Ονειρική Περίοδο της κλασικής Ελλάδας και της Ρώμης – που ο άνθρωπος, για τον οποίο μίλησε ο Σεφέρης, έλαβε τα χαρακτηριστικά του που είναι ακόμα ορατά στους σύγχρονους ανθρώπους.

Επομένως, τι μας διδάσκει, εμάς ως μελετητές, αυτό το ταξίδι αναζήτησης ενός κόσμου που βρίσκεται πέραν του αρχαίου κόσμου; Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά

6

Page 7: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

του πολιτισμού που αναδύθηκε κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, τα οποία μπορούν να μας μιλήσουν στη δική μας εποχή;

Αντί να σκιαγραφήσω τα γενικά στοιχεία ενός πολιτισμού του οποίου η ανθεκτικότητα στο χρόνο και η τεράστια γεωγραφική του εξάπλωση συνεχίζει να μας προκαλεί εντύπωση, θα ήταν καλύτερο για εμένα να ολοκληρώσω εντοπίζοντας ορισμένα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμού, τα οποία με έχουν εντυπωσιάσει όλα αυτά τα χρόνια που μελετώ τον κόσμο της ύστερης αρχαιότητας.

Πρώτον, μέσα από τη μελέτη της ύστερης αρχαιότητας, έχω αποκτήσει μεγαλύτερο σεβασμό για τους μακροπρόθεσμους ρυθμούς από τους οποίους εξαρτάται η διατήρηση ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Με την πάροδο των δεκαετιών, έχουμε αναγνωρίσει τον αξιοθαύμαστο γαλαξία των σπουδαίων συγγραφέων και διανοούμενων (κυρίως παγανιστών και χριστιανών), οι οποίοι έχουν συνδέσει το όνομά τους με την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας. Ένας κόσμος που γέννησε συγγραφείς τόσο σπουδαίους όπως ο Πλωτίνος και ο Αυγουστίνος, ο Βασίλειος ο Καισαρείας και ο Γρηγόριος ο Μέγας, ο Πρόκλος και ο Ψεύδο-Διονύσιος, ο Νόννος και ο Ρωμανός ο Μελωδός (για να μην αναφέρω τον Εφραίμ τον Σύρο, τον [Αρμένιο] P’awstos Buzanderan και τον Ισαάκ της Νίσιβης) δεν μπορεί πλέον να θεωρείται ως μία θλιβερή σκιά του κλασικού κόσμου.

Αλλά, με την πάροδο των ετών, έχουμε επίσης φθάσει στο σημείο να εκτιμήσουμε την πρόκληση του Marrou στη Retractatio του, και στο φωτισμένο έργο του Histoire de l ’é ducation dans l ’ Antiquit é (1948). Έχουμε μάθει να δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στο ανθεκτικό πλέγμα που διατήρησε αυτούς τους σπουδαίους συγγραφείς σε μία ελαστική αλυσίδα, η οποία συνέδεε τους αιώνες και που διατήρησε τους χριστιανούς και τους παγανιστές μαζί σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμικό ορίζοντα παρά τις θρησκευτικές τους διαφορές.

Αυτό σημαίνει πως έχουμε μάθει να ακούμε με σεβασμό αυτό που θα ονόμαζα “ήχο από το παρασκήνιο” ενός πολιτισμού. Βρήκαμε χώρο στην ιστορία μας για τους απλούς εκείνους ανθρώπους, οι οποίοι ανέλαβαν το ταπεινό έργο της μετάδοσης ενός πολιτισμού από τη μία γενιά στην άλλη. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, έχουμε συναντήσει αυτούς τους απλούς ανθρώπους σε κάθε γωνιά του κόσμου της ύστερης αρχαιότητας. Έχουμε ανακαλύψει σε παπύρους από την Αίγυπτο τις σχολικές ασκήσεις των παιδιών τόσο στα ελληνικά όσο και στα κοπτικά. Έχουμε ανακαλύψει ένα ελληνολατινικό εγχειρίδιο διαλόγου του ποιητή Ausonius στην πόλη Τρίερ της Γερμανίας καθώς και ένα αντίστοιχο εγχειρίδιο από την ανατολή που χρονολογείται στην εποχή του Ιουστινιανού – ένας μοναδικός πάπυρος ελληνικών ρητών του Διογένη, προσεχτικά μετεφρασμένος σε αρμένικους χαρακτήρες. Πιο πρόσφατα (το 2007), η εντυπωσιακή ανασκαφή σπιτιών της ύστερης αρχαιότητας έφερε στο φως ελληνικούς στίχους γραμμένους στον τοίχο μίας σχολικής αίθουσας στην πόλη Τριμιθίς, στην όαση Ντακλέ (Dakleh), στα νότια της δυτικής ερήμου της Αιγύπτου.

7

Page 8: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

Από κάθε άποψη, έχουμε μελετήσει ένα πολιτισμικό πλέγμα αξιοθαύμαστης προσαρμοστικότητας. Στο μεγαλύτερο μέρος του, αυτό το πλέγμα είναι κρυμμένο από εμάς, σαν μία τεράστια θαλάσσια υφαλοκρηπίδα από την οποία εξέχουν τα σπουδαία έργα της ύστερης αρχαιότητας σαν ένα αρχιπέλαγος διασκορπισμένων νησιών. Μονάχα ένα πλέγμα τέτοιας ανθεκτικότητας μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι στο μοναστήρι της Κεννεσρίν (Qenneshre) που κοιτά τον Ευφράτη, ο Γεώργιος, επίσκοπος των Αράβων που πέθανε το 724, εξακολουθούσε να είναι σε θέση να μεταδώσει στους συναδέλφους του ιδιαιτέρως σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον θεσμό των ρωμαϊκών Καλανδών καθώς και την προέλευση της ονομασίας του ποταμού Τίβερη. Το έκανε αυτό σε ένα μοναστήρι που βρίσκεται στην καρδιά ενός ανατολικού χριστιανισμού, του οποίου οι διαιρέσεις (παρόλο που συχνά παραβλέπονται από τους ιστορικούς της Εκκλησιαστικής ιστορίας, ως ανούσιες διαφωνίες) είχαν διατηρήσει έναν ένθερμο διάλογο για ζητήματα που άπτονται της θρησκείας και της φιλοσοφίας, ο οποίος είχε ξεκινήσει προ πολλού στη συριακή και την ελληνική γλώσσα και που, σύντομα, θα ξεκινούσε επίσης στην αραβική. Είναι μία φευγαλέα ματιά στο φθινοπωρινό πλούτο ενός Ελληνισμού που πλέον εκφραζόταν στην συριακή γλώσσα, κάτι τόσο ανεξίτηλο όσο οι εικόνες των προσώπων, με την αγνή κλασική ομορφιά, που αναδύθηκαν από ζωγραφική σε γυψοκονία από πορφύρα των παλατιών των πρώτων Ομεϋαδών (Ummayad) Χαλιφών του Ισλάμ.

Αυτό με οδηγεί στο δεύτερο χαρακτηριστικό του πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας που πάντοτε με εντυπωσίαζε. Πρόκειται για το μοναδικό εύρος του, τόσο κοινωνικό όσο και γεωγραφικό. Εντυπωσιακά ιεραρχικός με πολλούς τρόπους, ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας είχε πάντοτε χώρο για τον απλό άνθρωπο. Πράγματι, ήταν ιεραρχικός ακριβώς επειδή η ίδια η ιεραρχία δεν αντιμετωπιζόταν ως μία σειρά αμυντικών τειχών γύρω από μία καθιερωμένη ελίτ, όπως εκείνα που προστάτευαν τους φεουδάρχες ευγενείς της φεουδαρχικής δυτικής Ευρώπης. Η ιεραρχία ήταν μία κλίμακα. Ήταν ένας τρόπος διοχέτευσης της διαρκούς πίεσης που δημιουργούσε η ανωδική ροή ατόμων και ιδεών από τη βάση. Ήταν μία σκάλα που συχνά ανέβαιναν οι δραστήριοι και οι ριψοκίνδυνοι. Αλλά ευνόησε επίσης την εμφάνιση των άγιων ανδρών και γυναικών, που προωθήθηκαν σε πολλές περιοχές από τις ελπίδες αναρίθμητων ταπεινών ανθρώπων.

Έχω συχνά σταθεί με ενδιαφέρον πάνω σε αυτό το ζήτημα στις μελέτες μου για τους άγιους ανθρώπους της ύστερης αρχαιότητας. Αλλά αναρωτιέμαι κατά πόσον αυτή η πρωτοφανής διάδοση δεν μας παρέχει επίσης έναν τρόπο κατανόησης αυτών που, για τους σύγχρονους ανθρώπους, αποτελούν ορισμένες από τις πιο ενοχλητικές πλευρές του πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας. Έχω κατά νου εδώ τα υψηλά επίπεδα έλλειψης ανοχής αυτού του πολιτισμού αλλά και την έκδηλη εκτίμησή του στις επιθετικές και συγκρουσιακές συμπεριφορές προς τους φανταστικούς “άλλους”. Από τη εποχή του Γίββωνα ως την πρόσφατη παρουσίαση του θανάτου της Υπατίας στην ταινία Αγορά, αυτού του είδους οι περιπτώσεις έλλειψης ανεκτικότητας έχουν διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στις δημοφιλείς ταινίες σχετικά με την πτώση της Ρώμης.

8

Page 9: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

Ωστόσο, αναρωτιέμαι μήπως δεν μπορούν να εξηγηθούν με κάποιον καλύτερο τρόπο παρά ως σχεδόν συστημικά προϊόντα της εντυπωσιακής έκτασης του πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας. Έχουμε να κάνουμε με έναν κόσμο που, σε πολύ μεγάλο βαθμό, είχε ανοίξει τις πύλες του στο Άλλο. Περιοχές της εμπειρίας, άνθρωποι, κοινωνικές ομάδες και ολόκληρες κοινωνίες που είχαν παραμείνει έξω από το ιδιαιτέρως αριστοκρατικό οπτικό πεδίο της κλασικής Ελλάδας και της Ρώμης, άρχισαν ξαφνικά να αποτελούν μέρος της συνείδησης των ανθρώπων της ύστερης αρχαιότητας. Ορισμένοι πολιτισμοί βασίζονται στον αποκλεισμό κάθε καινοτομίας. Έχουν μία υπεροψία που προέρχεται από την πλήρη αδιαφορία για δομές και αξίες πέραν των δικών τους. Άλλοι πολιτισμοί είναι πιο ανοιχτοί στη διαφορετικότητα. Ο πολιτισμός της ύστερης αρχαιότητας ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Πλευρές της ζωής και της προσωπικής εμπειρίας που κάποτε είχαν αντιμετωπιστεί σαν να είχαν εμφανιστεί σε κάποιον άλλον πλανήτη, πιάστηκαν στο μεγάλο δίχτυ της φαντασίας της ύστερης αρχαιότητας. Προκάλεσαν τόσο φόβο όσο και πάθη μέσω της πρωτοφανούς επαφής μαζί τους.

Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα του φόβου που γεννιόταν από αυτήν την επαφή είναι οι συμπεριφορές προς κάθε τι βάρβαρο. Κατά μήκος των συνόρων του ρωμαϊκού κόσμου, οι βάρβαροι είχαν κάποτε αντιμετωπιστεί (από όλους εκτός των ελάχιστων ειδικών σε στρατιωτικά ζητήματα) σαν να ζούσαν σε κάποιον άλλον πλανήτη. Κατά τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας, αυτός ο κόσμος έφθασε στο σημείο να αναμειχθεί με τους Ρωμαίους. Η συνεχής επαφή μεταξύ των δύο κόσμων ήταν το μεγάλο γνωστό μυστικό αυτής της περιόδου. Παρήγαγε τον ισχυρό υβριδικό στρατιωτικό πολιτισμό του πρώιμου βυζαντινού κόσμου. Στην εποχή του Μάρκου Αυρήλιου, ο Γαληνός μπορούσε να υποστηρίξει πως έγγραψε μονάχα για εκείνους που ζούσαν στον ελκυστικό κύκλο της Ελλάδας και της Ρώμης: “Πλέον, θα ξαναγράψω για τους Γερμανούς όσο θα γράψω και για τις αρκούδες”. Μία τέτοιου είδους υπεροψία θα είχε ασκήσει ελάχιστη επιρροή στη Ρώμη του Στιλίχωνα ή στην Κωνσταντινούπολη του [πατρίκιου Flavius Ardabur] Aspar (c. 400 – 471) και του γιού του Ardabur· όπου ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Β΄ ήταν κατά ένα όγδοο Φράγκος· όπου τα εργαστήρια της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας παρήγαγαν κοσμήματα “βαρβαρικής” τεχνοτροπίας, γεμάτα με γρανάτη από το Αφγανιστάν και διακοσμημένα με μοτίβα που είχαν ταξιδέψει από την Κίνα ως την Μαύρη Θάλασσα· και που έπρεπε να υπενθυμίζουν στους Ρωμαίους συγκλητικούς ότι η τόγκα – όχι τα μοντέρνα κολλητά παντελόνια που φορούν στις χώρες του βορρά – αποτελούσαν τη σωστή ένδυση για τη ρωμαϊκή αγορά.

Τα κύματα των αντιβαρβαρικών συναισθημάτων που χαρακτηρίζουν την ρωμαϊκή κοινή γνώμη τόσο στην ανατολή όσο και στη δύση, κατά τη διάρκεια του πέμπτου αιώνα, είναι πολύ γνωστά. Συνήθως έχουν εκληφθεί κυριολεκτικά, ως αντιδράσεις σε μία πραγματική απειλή ορδών που λεηλατούν και καταστρέφουν. Ως αποτέλεσμα, ο βάρβαρος άνθρωπος παίζει πάντοτε έναν κακό ρόλο στις σύγχρονες ταινίες σχετικά με την πτώση της Ρώμης. Στην πραγματικότητα, ο φόβος για τους βαρβάρους ήταν

9

Page 10: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

μία αναγνώριση του γεγονότος πως, καλώς ή κακώς, οι βάρβαροι είχαν έρθει για να μείνουν. Από ένα πλάσμα ενός άλλου κόσμου, ο βάρβαρος είχε μεταμορφωθεί σε έναν “εσωτερικό δαίμονα”, ο οποίος είχε για τα καλά εισέλθει στην φαντασία της ύστερης αρχαιότητας ως ένας εχθρός εκ των έσω – ως μία απειλή, ένας γείτονας αλλά ταυτόχρονα και μία πλουτοπαραγωγική πηγή.

Αλλά ας στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στα πάθη. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να ασχοληθούμε με το ανθρώπινο σώμα. Διότι το σώμα έφτασε στο σημείο να παίζει ένα ρόλο παρόμοιο με εκείνο των βαρβάρων στη φαντασία της ύστερης αρχαιότητας. Ήταν ένα κομμάτι του ανθρώπου, το οποίο, ούτως ειπείν, είχε παρεισφρήσει από τα σύνορα. Όπως οι βάρβαροι, το σώμα είχε έρθει πολύ κοντά για να νιώθουμε άνετα με αυτό. Η ανοχή του σώματος εμφανίζεται, εκ πρώτης όψεως, ως ένα ιδιαίτερα ανθρώπινο χαρακτηριστικό της κλασικής περιόδου. Είναι εύκολο να συγκρίνουμε αυτήν την ανοχή με τους χριστιανούς μοναχούς της ύστερης αρχαιότητας. Εμφανίζονται να μισούν το ανθρώπινο σώμα. Στην πραγματικότητα, το ζήτημα είναι πιο περίπλοκο. Η ανοχή του σώματος, στην κλασική παράδοση, βασίζεται σε μία παντελή αδιαφορία. Όπως και ο κόσμος των βαρβάρων, το σώμα βρίσκεται στο απομακρυσμένο σημείο των ορίων του εαυτού. Ένας φιλόσοφος όπως ο Πλωτίνος, αντιμετώπισε το σώμα με μία αδιαφορία που προερχόταν από μία αίσθηση μεγάλης απόστασης. Πάντοτε μιλούσε για το σώμα σαν να το παρατηρούσε μέσα από το μικρό μάτι ενός τηλεσκοπίου. Αντιθέτως, στους χριστιανικούς κύκλους της ύστερης αρχαιότητας, το σώμα μετατράπηκε σε οργανικό κομμάτι του εαυτού. Ξαφνικά βρέθηκε στο κέντρο της προσοχής. Ήταν μία καινοτομία που ήταν παράλληλα συναρπαστική αλλά και απειλητική. Από τις φανταστικές αγωνίες των Πατέρων της Ερήμου, ως τις χριστολογικές έριδες του πέμπτου και έκτου αιώνα, που αφορούσαν την ακριβή φύση της ανθρώπινης υπόστασης του Χριστού, και τα λόγια του Ιωάννη της Κλίμακος, ο οποίος συνόψισε την σοφία τριών αιώνων ασκητικής εμπειρίας, το σώμα πλέον βρισκόταν στο επίκεντρο. Αποτελούσε την υπέρτατη καινοτομία: ήταν “σάρκα” που (σύμφωνα με το Ιωάννη της Κλίμακος) έπρεπε να βρει “μία θέση στο θρόνο του Θεού”. Αντί να απορρίψει το σώμα, το ασκητικό κίνημα της ύστερης αρχαιότητας πάλεψε να το ενσωματώσει στον καινούργιο και ευρύτερο ορισμό του εαυτού, όπως και οι πολιτικοί αλλά και οι πολίτες της ύστερης αρχαιότητας πάλεψαν να βρούν τη θέση τους σε έναν ευρύτερο κόσμο με την ενσωμάτωση των βαρβάρων.

Κλείνοντας, ένας πολιτισμός που είχε να αντιμετωπίσει τόσες καινούργιες καινοτομίες, ήταν επόμενο να οδηγηθεί στη δημιουργία των δικών του σπουδαίων αφηγήσεων σχετικά με τις συγκρούσεις και τους θριάμβους. Παρόλα αυτά, ως ιστορικός, έχω γίνει ακόμα πιο καχύποπτος όσον αφορά αυτές τις σπουδαίες αφηγήσεις. Πλέον, η πλειοψηφία αυτών των αφηγήσεων με εντυπωσιάζουν ως σπουδαίες παραστάσεις ενός σκοταδισμού. Αποτελούν μία μαρτυρία του αξιοσημείωτου ενθουσιασμού με τον οποίο διαφορετικοί τομείς της κοινωνίας της ύστερης αρχαιότητας δημιούργησαν “αναπαραστάσεις” των εξελίξεων που είχαν συντελεστεί στην εποχή τους. Όπως έχουμε δει, η ιδέα μίας ανεπίλυτης και επικίνδυνης διαμάχης μεταξύ του πολιτισμού και του βαρβαρισμού είναι μία τέτοιου

10

Page 11: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

είδους “αναπαράσταση” – και έχει αποδειχθεί πως ήταν μία από τις πιο παραπλανητικές. Αλλά το ίδιο ισχύει και για την χριστιανική “αναπαράσταση” του θριάμβου της εκκλησίας (και του παγανιστικού ομολόγου της, που είδε τη σύληση των ναών της Αιγύπτου και της Ελλάδας ως αντίστοιχη της χριστιανικής ιδέας περί του τέλους του κόσμου). Αλλά τα συνεχώς αυξανόμενα στοιχεία που μας παρέχει η αρχαιολογία – όπως, π.χ., η εξερεύνηση των ιερών σπηλαίων της Ελλάδας – δείχνουν πως αυτές οι “αναπαραστάσεις” του ξαφνικού χριστιανικού θριάμβου δημιουργήθηκαν από ανθρώπους της εποχής για να επιβάλλουν μία αίσθηση σαφήνειας και οικειότητας στις εξελίξεις, οι οποίες σηματοδοτούνταν από τη δαιδαλώδη περιπλοκότητα και τη λυτρωτική βραδύτητα της ίδιας της ζωής.

Διότι αυτό που αντιμετωπίζουμε εμείς οι ιστορικοί, όταν αποτυπώνουμε μία περιγραφή του πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας, δεν είναι οι σπουδαίες σκοτεινές παραστάσεις σχετικά με τις συγκρούσεις και τους θριάμβους που υποτίθεται πως καθοδηγούν την ιστορία την περίοδο μεταξύ του Μάρκου Αυρήλιου και της εμφάνισης του Ισλάμ με γοργό και απότομο ρυθμό. Ο πολιτισμός της ύστερης αρχαιότητας δεν έχει ενδιαφέρον για εμάς μονάχα λόγω του δράματος των συγκρούσεων και των θριάμβων – Ρωμαίοι και βάρβαροι, παγανιστές και χριστιανοί, διαφωτισμός και σκοταδιστική δυσειδαιμονία – που θέλουμε να προβάλλουμε πάνω σε αυτήν την περίοδο. Κάνοντας κάτι τέτοιο, απλώς δανειζόμαστε από το μακρινό παρελθόν μία μελοδραματική αίσθηση με την οποία προσδίδουμε την ψευδαίσθηση της ζωντάνιας στον τρόπο που βλέπουμε τη δική μας εποχή. Όχι: έχουμε να κάνουμε με κάτι πιο απρόσωπο, πιο τραγικό αλλά, εν τέλει, πιο συναρπαστικό διότι βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα του ανθρώπου – στην κοινή ανθρώπινη κατάσταση: στο γεγονός της ίδιας της αλλαγής.

Αν μας ελκύει η μελέτη της ύστερης αρχαιότητας αυτό συμβαίνει επειδή πρόκειται για έναν πολιτισμό που ήταν ανοιχτός σε αλλαγές σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτή η τάση για αλλαγή καθώς και μία επίγνωση του πώς ήταν να ζει κανείς σε έναν κόσμο που αλλάζει δίχως να διαθέτει το δώρο της γνώσης του μέλλοντος, είναι που δίνει μία έντονη αίσθηση αλήθειας στις καλύτερες σύγχρονες μελέτες του πολιτισμού της ύστερης αρχαιότητας. Ακριβώς αυτό είναι το στοιχείο που φέρνει την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας κοντά στη δική μας εποχή. Διότι και εμείς, επίσης, ζούμε σε έναν κόσμο που αλλάζει, οι ορίζοντες του οποίου έχουν διευρυνθεί δραματικά. Και εμείς δεν γνωρίζουμε το μέλλον. Όλοι εμείς, που ζούμε στη σημερινή εποχή, μοιάζουμε με τους γεροδεμένους χωρικούς του πρώιμου Βυζαντίου, τους οποίους περιέγραψε με μοναδικό τρόπο ο Κωστής Παλαμάς (ο οποίος παρατίθεται πολύ εύστοχα στο τέλος της αξιομνημόνευτης μελέτης του James Russell σχετικά με τον τεράστιο όγκο από παγανιστικά και χριστιανικά φυλαχτά και ξόρκια που συναντούμε στα σπίτια της περιοχής Anemurium, στη νότια ακτή της Τουρκίας, κατά τη διάρκεια της ύστερης αρχαιότητας):

«Δεν είμαστε ούτε χριστιανοί και ειδωλολάτρες ούτε.

11

Page 12: Peter Βrown, η μελέτη της αρχαιότητας.

Από σταυρούς και από είδωλα να πλάσουμε ζητάμε

τη νέα ζωή που είν’ άγνωρο ακόμα τ’ όνομά της» (Εκατό φωνές, Η Ασάλευτη

Ζωή).

Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι πως, στη δική μας εποχή, θα έχουμε κάτι από την σοφία, την προσαρμοστικότητα μπροστά στις αλλαγές και την ξεκάθαρη πλαστικότητα που διατήρησαν για πολλούς αιώνες το momentum του τελευταίου σπουδαίου πολιτισμού του αρχαίου κόσμου – τον πολιτισμό της ύστερης αρχαιότητας – σε εποχές που δεν ήταν λιγότερο αβέβαιες όσον αφορά το μέλλον από ό,τι η δική μας.

Πρίνστον, 4 Οκτωβρίου 2010

12